Ως πότε οι εργαζόμενες τάξεις θα πληρώνουν τον λογαριασμό;

image_pdfimage_print

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο του φύλλου 31 της εφημερίδας “Κόκκινο Νήμα” που κυκλοφορεί”

Ακραία καιρικά φαινόµενα, ενεργειακή κρίση, πληθωρισµός, εξοπλισµοί και πολεµικές προετοιµασίες, κοινοβουλευτική αυταρχία, διαρκής λιτότητα, «επιτελικό» κράτος

Ο νεοφιλελευθερισµός αναδύθηκε στις αρχές της δεκαετίας 1980-’90 µε την υπόσχεση της ευηµερίας, η οποία θα προέλθει από την ανάδειξη της αγοράς (και της αόρατης χειρός της) σε γενικό ρυθµιστή των οικονοµικών και κοινωνικών ισορροπιών. Η δεύτερη µεγάλη υπόσχεση ήταν η διεθνής «ειρήνη και συνεργασία» και το «ελεύθερο εµπόριο», που θα εγκαθιδρύονταν µε την «παγκοσµιοποίηση» ύστερα από τη νίκη των δυτικών ιµπεριαλιστών συµµάχων εναντίον του Ανατολικού στρατοπέδου. Από τις δύο αυτές µεγάλες υποσχέσεις δεν έχει µείνει απολύτως τίποτε: έχουν καταρρεύσει ολοσχερώς και µε πάταγο. Στη θέση των µεγάλων αφηγήσεων, που η διεθνής οικονοµική και πολιτική συγκυρία των χρόνων µέχρι και την κρίση του 2008 ευνοούσε και που έδιναν στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισµό τη δυνατότητα να είναι ηγεµονική πολιτική, τώρα έχουµε την ωµή επιβολή: όταν οι συνθήκες δεν επιτρέπουν στις µεγάλες υποσχέσεις να έχουν στοιχειώδη αξιοπιστία και άρα η ιδεολογική ηγεµονία χρεοκοπεί, αναδεικνύεται ο ωµός χαρακτήρας της κυριαρχίας. Και στο έδαφος της ωµής κυριαρχίας αναδύονται ο ιµπεριαλιστικός κυνισµός και το «επιτελικό» κράτος της ακραίας κοινοβουλευτικής αυταρχίας, που -καθόλου τυχαία- θυµίζουν «παλιές εποχές». 

Ο κόσµος του ύστερου νεοφιλελευθερισµού είναι ο κόσµος των συχνών-διαδοχικών κρίσεων. Που είναι απρόβλεπτες µόνο µε την έννοια ότι δεν γνωρίζουµε πότε θα έρθουν ενώ είναι µαθηµατικά βέβαιο ότι θα έρθουν, ακολουθώντας η µια την άλλη, και µάλιστα µε µεγάλη συχνότητα. Ο κόσµος του ύστερου νεοφιλελευθερισµού είναι κόσµος διαρκών κινδύνων˙ τον χαρακτηρίζει η δοµική ανασφάλεια και η διαρκής επικινδυνότητα. Σε αυτόν τον κόσµο η αισιοδοξία υπάρχει µόνο για τα χρηµατιστήρια, τα κέρδη, τα µερίσµατα και τους τόκους. Για την απέναντι πλευρά, των εργαζόµενων τάξεων, ισχύει η γνωστή ρήση του Τσόρτσιλ: «η µόνη υπόσχεση που µπορώ να δώσω είναι ιδρώτας και αίµα». Αυτή η «υπόσχεση» δεν µπορεί βέβαια να διατυπωθεί, υλοποιείται όµως µε πλήρη συνέπεια:

Για όσους/ες ζουν από τη δική τους εργασία κι όχι από την εργασία των άλλων απαιτείται όλο και περισσότερος «ιδρώτας», κυριολεκτικά και µεταφορικά, για µια όλο και λιγότερο αξιοβίωτη ζωή: καθήλωση εισοδηµάτων, εργασιακή ανασφάλεια, ανεργία µεταµφιεσµένη κατά το µεγαλύτερο µέρος της σε «ευέλικτη απασχόληση», φτώχεια και κοινωνική δυστυχία σε διευρυνόµενη κλίµακα, διαρκώς αυξανόµενα κόστη από τις κρίσεις του µακρού ιστορικού χρόνου που ξεσπούν (ακραία καιρικά φαινόµενα, πανδηµίες, γενική αύξηση της νοσηρότητας κ.λπ.) και παράγουν τα αποτελέσµατά τους σε συνθήκες υποβάθµισης ή και διάλυσης των κοινωνικών υποδοµών.    

Για τους ίδιους αυτούς, όχι γενικευµένα αλλά όλο και πιο συχνά, ο κίνδυνος ενός «φόρου αίµατος» έρχεται όλο και πιο κοντά: πολεµικές εστίες που φυτρώνουν σαν τα µανιτάρια στο έδαφος της κρίσης της «παγκοσµιοποίησης», δηλαδή της έντασης των ιµπεριαλιστικών ανταγωνισµών και της ιµπεριαλιστικής ωµότητας, βαρύς φόρος αίµατος για τους/τις πρόσφυγες/ισσες και µετανάστες/στριες (που είναι η µοναδική απαγορευµένη «ροή» διεθνώς και επιτηρείται πιο δρακόντεια ακόµη και από το τράφικινγκ και τη διακίνηση ναρκωτικών), βαρύς φόρος δηµόσιων πόρων για να τρέφεται το τέρας των πολεµικών εξοπλισµών και του µιλιταρισµού.

Παγκόσµιο πόλεµο, µε την έννοια µιας γενικευµένης πολεµικής αναµέτρησης, δεν έχουµε – τουλάχιστον όχι ακόµη. Όµως η άρρητη «υπόσχεση» για αίµα και δάκρυα αναδεικνύεται σε ουσιαστικό «προγραµµατικό» άξονα του ύστερου νεοφιλελευθερισµού και σε γενικευµένη κατάσταση για τις εργαζόµενες τάξεις – µε τις αυτονόητες εθνικές «ταχύτητες» όσον αφορά την ένταση, το βάθος και τις µορφές.

Η «Ελπίδα» και το «επιτελικό» κράτος

∆εν θα µπορούσε να υπάρξει πιο «σατανικός» ευφηµισµός» από την ονοµασία «Ελπίδα» για το τελευταίο κύµα χιονιά που έπληξε µε πρωτοφανή σφοδρότητα περιοχές της νότιας, κεντρικής και ανατολικής Ελλάδας. Και δεν θα µπορούσε να υπάρξει πιο ειρωνικός χαρακτηρισµός από το «επιτελικό» για το νεοφιλελεύθερο κράτος, που παρέλυσε και κατέρρευσε µε τρόπο εντυπωσιακό. Αν όµως το πρώτο ήταν µια ατυχής έµπνευση των µετεωρολόγων, το δεύτερο δεν είναι προϊόν κάποιου «ατυχήµατος» αλλά συστηµατικά εφαρµοζόµενης πολιτικής. Το επιτελικό κράτος «δεν έτυχε αλλά πέτυχε», µε άλλα λόγια έχει φτιαχτεί για να αποτυγχάνει! Να αποτυγχάνει βέβαια όχι παντού, αλλά «εκεί που πρέπει»: στην προστασία και την αναπαραγωγή της ζωής των εργαζόµενων τάξεων. Και να ανασυγκροτείται κάθε φορά, µε αυτοκριτικές, συγγνώµες και σύσταση επιτροπών για τον «εντοπισµό και την απόδοση ευθυνών», για να αποτύχει ξανά µε µαθηµατική βεβαιότητα. Εκεί που το «επιτελικό» κράτος δεν ανέχεται αποτυχίες, είναι στην αναπαραγωγή των όρων της ακραίας λιτότητας, στην πολιτική κυριαρχία των δυνάµεων που «εγγυώνται» τη συνέχεια του νεοφιλελευθερισµού και στην πειθάρχηση των εργαζόµενων τάξεων και της νεολαίας, µε λίγα λόγια στην αναπαραγωγή των όρων της καπιταλιστικής κερδοφορίας και κυριαρχίας.   

Το «επιτελικό» κράτος απέτυχε όχι επειδή ήθελε να αποτύχει, αλλά επειδή είναι αυτό που είναι, ή µάλλον που έγινε, και γι’ αυτό ήταν αναπόφευκτο να αποτύχει. Για να θυµηθούµε από πού ξεκινήσαµε: για να γίνει «επιτελικό», το νεοφιλελεύθερο κράτος έπρεπε να γίνει πρώτα «λιγότερο». Το κράτος είναι κακός επιχειρηµατίας, έλεγαν οι νεοφιλελεύθεροι˙ και, επιπλέον, η ανάµιξή του στα ζητήµατα του επιχειρηµατικού τοµέα κάνει κακό και δηµιουργεί «στρεβλώσεις». Η πρώτη περίοδος και η πρώτη πράξη «χειραφέτησης» του αστικού κράτους από τις κεϊνσιανές και κατά τους πιο θερµόαιµους «σοβιετικές»… στρεβλώσεις ήταν να πάψει να είναι επιχειρηµατίας και να πάψει να επεµβαίνει στον ιδιωτικό τοµέα. Για να µιλήσουµε µε ελληνικά παραδείγµατα, αυτό σήµαινε ο ΟΤΕ, η ∆ΕΗ και οι υπόλοιπες ∆ΕΚΟ (και γενικά οι δηµόσιες επιχειρήσεις) να ιδιωτικοποιηθούν σε αλλεπάλληλα κύµατα. Ανεξάρτητα από άλλες συνέπειες, αυτό σηµαίνει ότι το κράτος χάνει οποιοδήποτε δικό του µοχλό παρέµβασης στην παραγωγή προϊόντων (αγαθών και υπηρεσιών) που αφορούν στην αναπαραγωγή των εργαζόµενων τάξεων: όταν η ∆ΕΗ είναι ιδιωτικοποιηµένη δεν µπορείς να κρατήσεις χαµηλά τις τιµές του ρεύµατος – µπορείς µόνο να ασκήσεις µια ανεπαρκέστατη πολιτική επιδοτήσεων. Ενώ αποσυρόταν σαν «κακός επιχειρηµατίας» από την παραγωγή προϊόντων που αφορούν άµεσα ή έµµεσα την αναπαραγωγή των εργαζόµενων εργαζόµενων τάξεων αναθέτοντάς τα στην αγορά, ενώ παραχωρούσε τον έναν µετά τον άλλον τους πραγµατικούς µοχλούς παρέµβασης, το νεοφιλελεύθερο κράτος προσποιήθηκε ότι θα ελέγχει την αγορά συστήνοντας τις περιβόητες Ανεξάρτητες Αρχές (στην κεφαλαιαγορά, τις τηλεπικοινωνίες, την ενέργεια, τις µεταφορές κ.λπ.). Αυτές οι Αρχές αποδείχτηκαν πράγµατι ανεξάρτητες – αλλά όχι από τον ιδιωτικό τοµέα που υποτίθεται εποπτεύουν, αλλά από το… κράτος. Για να µιλήσουµε εδώ µε διεθνή παραδείγµατα, οι περιβόητοι οίκοι αξιολόγησης του χρέους έδιναν  τον  ανώτερο βαθµό αξιολόγησης (ΑΑΑ) σε εταιρείες (όπως η Enron), τράπεζες (όπως η Lehman Brothers) ή και κράτη (όπως η Ελλάδα) που «ξαφνικά» χρεοκόπησαν, ενώ οι «ανεξάρτητες» κεντρικές τράπεζες δεν πήραν «µυρουδιά» από την επερχόµενη κρίση του 2008 ούτε λίγες µέρες πριν ξεσπάσει…       

Ωστόσο, η πιο καταστροφική φάση του νεοφιλελεύθερου µετασχηµατισµού του αστικού κράτους είναι η ύστερη, που είναι σε πλήρη εξέλιξη. Είναι η φάση ιδιωτικοποίησης του καθαυτό «κοινωνικού κράτους» (της κοινωνικής ασφάλισης και της δηµόσιας παιδείας), των δηµόσιων υποδοµών (όχι µόνο της ∆ΕΗ, αλλά και του Α∆∆ΜΗΕ) αλλά και των διοικητικών υπηρεσιών του κράτους! Είναι αυτή η τελευταία φάση που εξελίσσεται ραγδαία στην Ελλάδα επί κυβέρνησης της Ν∆.

Αυτό το κράτος, άξιο τέκνο µιας µακρόχρονης συστηµατικής διαδικασίας από κόστη και ευθύνες που αφορούν την αναπαραγωγή των εργαζόµενων τάξεων είναι εξ ορισµού ανίκανο να τις προστατεύσει από τα ακραία καιρικά φαινόµενα. Έχοντας παραχωρήσει όλες τις δικαιοδοσίες στις δυνάµεις της αγοράς, έχοντας κάνει ακόµη και την κεντρική διοίκηση «σουρωτήρι» ιδιωτών υπεργολάβων, ιδιωτικοποιώντας όχι µόνο την κοινωνική ασφάλιση αλλά και τις διοικητικές υπηρεσίες του ΕΦΚΑ που εκδίδουν συντάξεις, δεν έχει όχι µόνο µοχλό αλλά ούτε και διάθεση παρέµβασης.

Γι’ αυτό το «επιτελικό» κράτος, η ευθύνη θα ανήκει πάντα στους άλλους (στην κάθε Αττική οδό κατά περίπτωση) αλλά κυρίως στους πολίτες. ∆εν θα έχει δυνατότητα να σβήσει τις πυρκαγιές, αλλά θα τους ειδοποιεί εγκαίρως να φύγουν µακριά από τα καµένα τους σπίτια. ∆εν θα µπορεί να ανοίξει τις οδικές αρτηρίες γιατί δεν έχει τα µέσα, αλλά θα φροντίσει την επόµενη φορά να ειδοποιηθούν εγκαίρως να µείνουν σπίτια τους ώστε να µη λάµψει ξανά η αδυναµία του να κρατήσει τους δρόµους ανοιχτούς. Και ούτω καθεξής…

Και ποιος (θα) πληρώνει µονίµως τα «σπασµένα»; Οι εργαζόµενες τάξεις, που θα πληρώνουν διαρκώς όχι µόνο τα άµεσα κόστη από τη συστηµατική διάλυση του κοινωνικού κράτους, αλλά και τα έµµεσα αλλά εξίσου πραγµατικά κόστη από «ξαφνικές» καταστροφές. Η πολυποίκιλη ιδιωτικοποίηση του κράτους συνεπάγεται την «ιδιωτικοποίηση» του κόστους αναπαραγωγής των εργαζόµενων τάξεων! Αλλά αυτό δεν είναι πλέον υπόθεση του «επιτελικού» κράτους, είναι υπόθεση της αγοράς. Το «επιτελικό» κράτος θα διατηρήσει µόνο έναν ισχνό βραχίονα επιδοτήσεων κρατικής φιλανθρωπίας προς τους κατά περίπτωση «αναξιοπαθούντες» που φτάνουν στα όρια της επιβίωσης.

Ο καπιταλισµός ξαναγυρνάει στις παραδόσεις της βρετανικής του µήτρας όπως περιγράφονται από τον Μαρξ στο «Κεφάλαιο»: στις κρατικές πολιτικές διαχείρισης του παουπερισµού (της ακραίας φτώχειας). Και οι εργαζόµενες τάξεις θα πρέπει να µαθητεύσουν στην «ανθεκτικότητα». Το ευρωπαϊκό Ταµείο Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας θα χρηµατοδοτήσει µε δηµόσιους πόρους την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων, αλλά οι εργαζόµενες τάξεις οφείλουν να «αυτοχρηµατοδοτηθούν»˙ και το διευρυνόµενο κενό των εισοδηµάτων τους να το καλύψουν µε την αρετή της καρτερικότητας…    

Ως πότε;

Ως πότε όµως; Αυτό το ως πότε θα είναι άνευ πολιτικού νοήµατος αν είναι απλώς µια κραυγή αγωνίας. Θα ήταν πελώρια αυταπάτη αν υπέκρυπτε κάποιου είδους προσδοκία ή έκκληση προς το «επιτελικό» κράτος να αρθεί «στο ύψος των περιστάσεων και να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του». Το ερώτηµα «ως πότε» πρέπει να τεθεί και να γίνει απόπειρα να απαντηθεί στο πλαίσιο της Αριστεράς, του εργατικού κινήµατος και των κινηµάτων αντίστασης. Η ωµή πραγµατικότητα των συχνών κρίσεων, της διαρκούς ανασφάλειας, της αιώνιας λιτότητας και του «επιτελικού» κράτους, του συνώνυµου της κοινωνικής αναλγησίας και του κρατικού αυταρχισµού, επιβάλλουν γενικό (ανα)στοχασµό. Οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι και οι θύλακοι απλής αναπαραγωγής της Αριστεράς καταστρέφονται ο ένας µετά τον άλλον. ∆εν υπάρχει θύλακος για να κρυφτεί ή να προστατευτεί κανείς απέναντι στις απειλές που συσσωρεύονται και εντείνονται. Οι µνήµες, οι συνήθειες και τα όπλα της κοινωνικής διαπραγµάτευσης χάνουν σε µεγάλο βαθµό τη χρησιµότητά τους όταν η κοινωνική διαπραγµάτευση καταργείται µε τα διατάγµατα του Χατζηδάκη και τα ορκ του Χρυσοχοΐδη και του Θεοδωρικάκου. Σε ένα κόσµο όπου το άδικο έγινε νόµος µε τον πλέον ωµό και συστηµατικό τρόπο, η απείθεια και η ανυπακοή περνούν πλέον σε πρώτο πλάνο. Ό,τι χάθηκε δεν θα ανακτηθεί παρά µε σκληρούς αγώνες. Και µε θυσίες. ∆ιότι οι θυσίες είναι πάντα µέτρο της σκληρότητας της ταξικής αντιπαράθεσης. Οι εργαζόµενες τάξεις, τα κινήµατα αντίστασης και η Αριστερά θα αναγκαστούν πράγµατι να µαθητεύσουν υποχρεωτικά στην ανθεκτικότητα. Όχι όµως στην ανθεκτικότητα του να υποµένουν τις κακουχίες, τις προσβολές και τις καταστροφές που συσσωρεύει ο ύστερος νεοφιλελεύθερος καπιταλισµός µε τη λογική «θα τα βολέψουµε όπως-όπως», αλλά στην ανθεκτικότητα που επιβάλλει η σκληρότητα της αντιπαράθεσης µε τις δυνάµεις και τους πολιτικούς εκπροσώπους του κεφαλαίου.

Στο ανοδικό κύµα του συσχετισµού δύναµης, στα µεταπολεµικά χρόνια των δηµοκρατικών – κοινωνικών κατακτήσεων και του «κοινωνικού κράτους», οι κατακτήσεις αποτέλεσαν «συνόψιση» και αποτέλεσµα του ταξικού συσχετισµού δύναµης και των ιδιαίτερων µεταπολεµικών συνθηκών. Στη σηµερινή συγκυρία, το ναδίρ του µακρού κύµατος της απώλειας των κατακτήσεων και της υποχώρησης, οι κατακτήσεις δεν θα ανακτηθούν µε την ψυχολογία του business as usual, της στερεότυπης επανάληψης και της ελάχιστης προσπάθειας. Τώρα πρέπει να θυµηθούµε την παλιά αρχή πως «οι µεταρρυθµίσεις είναι πάρεργο της επανάστασης». Όχι για να αναδιπλωθούµε σε ένα ιδεολογίζοντα αναχωρητισµό και σεχταρισµό, αλλά για να συνειδητοποιήσουµε ότι θα απαιτηθούν σκληροί µαζικοί αγώνες για να ανακόψουµε τον οδοστρωτήρα ου ύστερου νεοφιλελευθερισµού και ανοίξουµε ξανά τους δρόµους των κοινωνικών κατακτήσεων. Πρέπει να ενώσουµε το ριζοσπαστικό και επαναστατικό πνεύµα µε την ικανότητα να συσπειρωνόµαστε µαζικά στη µάχη. Ούτε η συµφωνία στην επαναστατική πολιτική είναι προαπαιτούµενο για τις κοινές µάχες ούτε οι κοινές µάχες από µόνες τους αρκούν. «Στριµωγµένοι στα σκοινιά» της ταξικής πάλης, πρέπει -και θα υποχρεωθούµε από τα πράγµατα- να ανακαλύψουµε ξανά τις επίκαιρες µορφές συνδυασµού του ενιαίου µετώπου και της επαναστατικής στρατηγικής. Όχι το ένα εναντίον του άλλου ή σαν υποκατάστατό του, ούτε καν το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά τη σύνθεσή τους σε µια ενιαία πολιτική.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.