Η Τουρκία μετά τη νίκη του Ερντογάν και τα καθήκοντα της Αριστεράς

image_pdfimage_print

Aναδημοσίευση από το xekinima.org

Μετάφραση άρθρου του Nihat Halepli από το Internationalist Standpoint.

Οι εκλογικές αναμετρήσεις της 14ης και 28ης Μαΐου θεωρήθηκαν ως οι σημαντικότερες στην ιστορία της Τουρκίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το αστικό μπλοκ της αντιπολίτευσης γύρω από τον Κιλιτσντάρογλου δεν είναι σε αυτή τη φάση σε θέση να νικήσει το καθεστώς του Ερντογάν, παρά τις τεράστιες αντιφάσεις και αδυναμίες του τελευταίου. 

Από την άλλη πλευρά, οι δυνάμεις της Αριστεράς γύρω από τη Συμμαχία Εργασίας και Ελευθερίας (LFA) έχουν μπροστά τους μια σειρά από σημαντικά καθήκοντα: πρέπει να οργανώσουν την αντίσταση ενάντια στο καθεστώς και να δείξουν τον δρόμο προς τα εμπρός για τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Επιπλέον, οι σοσιαλιστές, οι οποίοι έχουν ήδη εκλέξει έναν αριθμό βουλευτών στο κοινοβούλιο μέσω της LFA, μπορούν και πρέπει να δημιουργήσουν μαζί μια σοσιαλιστική κοινοβουλευτική ομάδα, ως ένα πρώτο βήμα για να θέσουν τα θεμέλια για μια νέα μαζική σοσιαλιστική πολιτική δύναμη σε αυτούς τους νέους δύσκολους καιρούς. 

Στις κοινοβουλευτικές εκλογές της 14ης Μαΐου 2023, η Λαϊκή Συμμαχία, η οποία εκπροσωπεί το μπλοκ του καθεστώτος γύρω από το ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) του Ερντογάν και το MHP(Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης), κέρδισε την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο των 600 εδρών, με 323 έδρες. Ο Ερντογάν κέρδισε τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στις 28 Μαΐου με ποσοστό 52,18%. Έτσι το καθεστώς του, το οποίο είναι σάπιο από κάθε άποψη, εξασφάλισε την κυριαρχία του για μια ακόμη θητεία.

Η αντιπολιτευόμενη Εθνική Συμμαχία (με επίκεντρο το κεμαλικό CHP) πίστευε ακράδαντα ότι θα κατάφερνε να νικήσει τον Ερντογάν, δημιουργώντας αντίστοιχα υψηλές προσδοκίες σε τμήματα του πληθυσμού. Ως εκ τούτου, το αποτέλεσμα αυτό οδήγησε σε μεγάλη απογοήτευση και πτώση του ηθικού. Οι υψηλές προσδοκίες και η αισιοδοξία της προεκλογικής περιόδου, έχουν δικαίως αμφισβητηθεί από πολλούς. Αν και η ανησυχία για εκτεταμένη νοθεία μετά τον πρώτο γύρο καθησυχάστηκε με την εκτίμηση ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα για να την αποφύγουν στον δεύτερο γύρο, παραμένουν αμφιβολίες για το αν ήταν σε θέση να παρακολουθήσουν στενά όλες τις κάλπες.

Είναι σαφές ότι η διεφθαρμένη, αντιδημοκρατική φύση του καθεστώτος Ερντογάν δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το ότι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να νοθεύσουν το αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά, εφόσον δεν υπάρχουν απτές αποδείξεις για νοθεία, όλες οι εκτιμήσεις πρέπει να γίνονται με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. 

Τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών δείχνουν ότι ο Κιλιτσντάρογλου, ο υποψήφιος της άρχουσας τάξης που αντιπολιτεύεται στον Ερντογάν, κέρδισε στη συντριπτική πλειοψηφία των κουρδικών επαρχιών (14 από τις 17) και ήρθε πρώτος στις πιο πυκνοκατοικημένες επαρχίες της Τουρκίας, όπως η Κωνσταντινούπολη (16 εκατομμύρια – περίπου το 20% του συνολικού πληθυσμού), η Άγκυρα (5 εκατομμύρια), η Σμύρνη (4,5 εκατομμύρια) και η Αττάλεια (2,5 εκατομμύρια). Ο Ερντογάν, από την άλλη πλευρά, βρήκε υποστήριξη κυρίως στην Κεντρική Ανατολία και στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας.

Ενώ ο Κιλιτσντάρογλου υπερίσχυσε στις πιο κοσμικές, προοδευτικές επαρχίες, ο Ερντογάν βρήκε κυρίως υποστήριξη στις πιο συντηρητικές, με πιο έντονα θρησκευτικά χαρακτηριστικά. 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το μέσο ενοίκιο στην Κωνσταντινούπολη ξεπερνά ήδη τις 10.000 τουρκικές λίρες (περίπου 465 ευρώ σε σημερινές τιμές) και είναι πάνω από τον κατώτατο μισθό, το γεγονός ότι ο Κιλιτσντάρογλου ήρθε πρώτος στις πυκνοκατοικημένες πόλεις, όπου η αύξηση του κόστους ζωής είναι σαφώς αισθητή, δείχνει ότι ενώ η κατάσταση της οικονομίας έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτές τις εκλογές, δεν ήταν ο καθοριστικός παράγοντας σε ολόκληρη τη χώρα. Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι οι οικονομικές συνθήκες στην ύπαιθρο και στις μικρότερες πόλεις δεν είναι τόσο δύσκολες όσο στις μεγάλες πόλεις.

Ένα άλλο γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τα εκλογικά αποτελέσματα είναι ότι η τουρκική κοινωνία ήταν έντονα πολωμένη. Ενώ η διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων σε όλη την Τουρκία ήταν 4,3%, υπήρχαν πολλές επαρχίες όπου ο ένας από τους δύο υποψηφίους προηγούνταν με 60% ή και περισσότερο.

Πώς έχασε η αντιπολίτευση;

Το μοναδικό «πρόγραμμα» της αντιπολίτευσης ήταν η επιστροφή στις ορθόδοξες πολιτικές της άρχουσας τάξης, προκειμένου να λυθούν τα προβλήματα του πληθωρισμού, της υποτίμησης της τουρκικής λίρας και της αυξανόμενης φτώχειας. Ο Κιλιτσντάρογλου υποσχέθηκε ότι αν έπαιρνε την εξουσία, θα δημιουργούσε μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, πράγμα που θα σήμαινε αύξηση των επιτοκίων. Ο Ερντογάν από την άλλη πλευρά, ακολουθεί πολιτική οικονομικής ανάπτυξης διατηρώντας τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα. Με αυτόν τον τρόπο, προσπαθεί να διατηρήσει ένα «ελεγχόμενο» επίπεδο φτώχειας μέσω ενός σχετικά χαμηλού ποσοστού ανεργίας.

Το γεγονός ότι οι προτάσεις της αντιπολίτευσης δεν ακούγονταν πειστικές στα λαϊκά στρώματα, οδήγησε πολλούς ψηφοφόρους στην επιλογή ενός «ισχυρού» αρχηγού κράτους με την ελπίδα να επιλύσει τα οικονομικά προβλήματα μέσω πολιτικών παρεμβάσεων και όχι αφήνοντας τις «δυνάμεις της αγοράς» να αποφασίσουν. Είναι σαφές ότι η προπαγάνδα του Ερντογάν ότι τα προβλήματα στην οικονομία ήταν αποτέλεσμα «ξένης παρέμβασης» είχε αντίκτυπο. 

Επιπλέον, είναι σαφές ότι ο εθνικισμός και η πόλωση μεταξύ συντηρητισμού και προοδευτικών αντιλήψεων ήταν καθοριστικοί παράγοντες στις εκλογές. 

Ο εθνικισμός ήταν το βασικό στοιχείο της προεκλογικής εκστρατείας από την πλευρά του καθεστώτος. Συνοδευόταν από την προπαγάνδα ενός «ισχυρού κράτους», και με την προβολή ιστοριών όπως αυτή του πρώτου αεροπλανοφόρου για το τουρκικό ναυτικό που κατασκευάστηκε στην Τουρκία, του πρώτου αυτοκινήτου που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε στη χώρα, της εξόρυξης φυσικού αερίου στη Μαύρη Θάλασσα κ.λπ. Ο Ερντογάν κατηγόρησε το μπλοκ της αντιπολίτευσης ότι συνεργάζεται με την τρομοκρατία λόγω της υποστήριξης του φιλοκουρδικού HDP στον Κιλιτσντάρογλου. Οι συκοφαντίες αυτές περιλάμβαναν την προβολή κατασκευασμένων βίντεο με τον Κιλιτσντάρογλου να φένεται να απευθύνεται σε αντάρτες του PKK.

Το μπλοκ της αντιπολίτευσης έπεσε σε αυτή την παγίδα και προσάρμοσε την προεκλογική εκστρατεία στην ατζέντα που είχε θέσει ο Ερντογάν. Προσπάθησε με κάθε ευκαιρία να αποδείξει ότι είναι ακόμη πιο εθνικιστικό από το μπλοκ του Ερντογάν, με αποτέλεσμα η τακτική του τελευταίου να αποσπάσει την προσοχή από τα οικονομικά προβλήματα και να τη στρέψει στον εθνικισμό, να στεφθεί με επιτυχία.

Ούτε ελεύθερες ούτε νόμιμες

Οι εκλογές στην Τουρκία εδώ και καιρό δεν είναι ούτε ελεύθερες ούτε νόμιμες. Πρόκειται για μια άνιση μάχη μεταξύ του κράτους με όλους τους θεσμούς του -συμπεριλαμβανομένου του δικαστικού συστήματος- από τη μία πλευρά, και της αντιπολίτευσης από την άλλη. Το καθεστώς χρησιμοποιεί όλους τους κρατικούς πόρους με την ευρεία έννοια του όρου προκειμένου να επανεκλεγεί. Σε αυτές τις εκλογές για παράδειγμα, όλοι οι υπουργοί που ήταν ταυτόχρονα υποψήφιοι βουλευτές δεν παραιτήθηκαν από τις θέσεις τους κατά την προεκλογική περίοδο όπως θα έπρεπε σύμφωνα με τον νόμο, αλλά αντίθετα χρησιμοποίησαν όλους τους πόρους των γραφείων τους για τις εκστρατείες τους.

Την ίδια ώρα σχεδόν όλα τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης βρίσκονται υπό τον έλεγχο του καθεστώτος. Αυτός ήταν ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που καθόρισε το αποτέλεσμα, όχι μόνο επειδή το καθεστώς είχε πλεονέκτημα έναντι του μπλοκ της αντιπολίτευσης όσον αφορά την προσέγγιση των μαζών, αλλά κυρίως επειδή χρησιμοποίησε τα μέσα ενημέρωσης προκειμένου να διαδώσει απεριόριστα ψεύδη και να κατασυκοφαντήσει τους πολιτικούς του αντιπάλους.

Τα λάθη της Συμμαχίας για την Εργασία και την Ελευθερία

Αυτό που στην πραγματικότητα παρατείνει τη ζωή του καθεστώτος είναι η απουσία μιας μαζικής σοσιαλιστικής δύναμης που να προτείνει απαντήσεις στα πραγματικά προβλήματα των μαζών από ταξική σκοπιά. Είναι πιο σωστό να πούμε ότι το εκλογικό αποτέλεσμα είναι πρωτίστως μια ήττα της αντιπολίτευσης, παρά μια νίκη του καθεστώτος Ερντογάν.

Η Συμμαχία Εργασίας και Ελευθερίας (LFA) έχει κάνει, κατά τη γνώμη μας, δύο θεμελιώδη λάθη. Πρώτον, δεν κατέβασε δικό της υποψήφιο στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών και δεύτερον, διατύπωσε το κάλεσμά της να ψηφίσει τον Κιλιτσντάρογλου τόσο άκριτα που σχεδόν εκλήφθηκε ως πολιτική υποστήριξη. 

Έτσι, η LFA δεν αξιοποίησε την ευκαιρία να προσεγγίσει την κοινωνία με μια ανεξάρτητη πολιτική και ιδεολογική γραμμή στις πιο κρίσιμες εκλογές της χώρας, όταν η εργατική τάξη ήταν ανοιχτή να ακούσει νέες ιδέες.

Παρά τα προβλήματα και τις ελλείψεις, οι εκλογές αυτές έδωσαν αποτελέσματα που μπορούν να αποτελέσουν σημαντική ευκαιρία για τη δημιουργία μιας τέτοιας δύναμης. Στις βουλευτικές εκλογές, η Συμμαχία Εργασίας και Ελευθερίας κέρδισε 66 κοινοβουλευτικές έδρες. Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει τους εκλεγμένους βουλευτές ορισμένων μικρών σοσιαλιστικών κομμάτων που έθεσαν υποψηφιότητα στη λίστα του HDP/YSP, καθώς και 4 βουλευτές από το Εργατικό Κόμμα Τουρκίας (TİP). Το TİP ήταν τμήμα της LFA, αλλά κατέβηκε με δικό του όνομα και κέρδισε το 1,73% των ψήφων.

Μια σοσιαλιστική κοινοβουλευτική ομάδα: μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί

Κατά τον σχηματισμό της Συμμαχίας Εργασίας και Ελευθερίας, τα κόμματα που την αποτελούσαν τόνιζαν ότι η συνεργασία αυτή δεν θα περιοριζόταν στις εκλογές, αλλά θα συνέχιζε να υπάρχει και μετά τις 14 Μαΐου. Στις συζητήσεις μεταξύ του HDP/YSP και του TİP πριν από τις εκλογές σχετικά με το αν θα έπρεπε να κατέβουν σε κοινή ή ξεχωριστή λίστα, το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί σε πρώτη φάση μια εκλογική συμμαχία και όχι μια κοινή λίστα ή κόμμα.

Το βασικό καθήκον της οργάνωσης της αντίστασης στις επιθέσεις του καθεστώτος, αλλά και της αντιμετώπισης του πολέμου προπαγάνδας και της ανάδειξης μιας διαφορετικής εναλλακτικής για την τουρκική κοινωνία, ανήκει στην LFA. Θα πρέπει να χρησιμοποιήσει το προφίλ που έχει χτίσει σε πανεθνικό επίπεδο και τους βουλευτές που έχει εκλέξει για να συντονίσει κινήματα και συνδικάτα, να αντιμετωπίσει τα ψέματα των ΜΜΕ και να βοηθήσει να διοχετευτεί η κοινωνική οργή προς το χτίσιμο των κινημάτων και της Αριστεράς.

Αλλά και η σοσιαλιστική Αριστερά μέσα στο LFA έχει μπροστά της συγκεκριμένα καθήκοντα. Εκτός από το χτίσιμο των κινημάτων, υπάρχουν σήμερα οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής συμμαχίας μέσα στην LFA, πάνω στο κοινό έδαφος που υπάρχει ανάμεσα στις διαφορετικές δυνάμεις. Είναι σαφές ότι σε πρώτη φάση μπορεί να υπάρξει συμφωνία μόνο σε ορισμένες βασικές πολιτικές θέσεις και όχι σε όλα τα ζητήματα. 

Αυτή η προσπάθεια μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μιας κοινοβουλευτικής «σοσιαλιστικής ομάδας».

Για να σχηματιστεί μια κοινοβουλευτική ομάδα στο τουρκικό κοινοβούλιο θα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 20 βουλευτές. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των εκλογών, το TİP, το EMEP και το TÖP εκλέξανε 4, 2 και 1 βουλευτή αντίστοιχα (τα δύο τελευταία είναι μικρότερα σοσιαλιστικά κόμματα στις λίστες του HDP/YSP). Αν προσθέσουμε και τους βουλευτές που εκλέγονται από άλλα σοσιαλιστικά κόμματα που αποτελούν συνιστώσες του αριστερού φιλοκουρδικού HDP (γύρω στους 15) τότε μιλάμε για ένα σύνολο που δυνητικά ξεπερνά τους 20 βουλευτές.

Μια κοινοβουλευτική συμμαχία έχει πολλά πλεονεκτήματα, όπως για παράδειγμα επιπλέον χρόνο ομιλίας, αποστολή μελών στις κοινοβουλευτικές επιτροπές κ.λπ., έτσι, το κοινοβούλιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί πιο αποτελεσματικά για να ακούγεται η φωνή της εργατικής τάξης.

Από την άλλη πλευρά γίνεται όλο και πιο καθαρό τα τελευταία οκτώ χρόνια ότι το HDP, το οποίο ιδρύθηκε με στόχο να αποκτήσει πανεθνική εμβέλεια, δέχεται συνεχείς επιθέσεις επειδή έχει συνδέσει το όνομά του με τις μεθόδους ατομικής τρομοκρατίας του κινήματος των Κούρδων, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες στο να προσεγγίσει την εργατική τάξη εκτός των κουρδικών επαρχιών. Λαμβάνοντας υπόψη ότι την επόμενη περίοδο το καθεστώς Ερντογάν θα κάνει σοβαρές προσπάθειες να διχάσει το κουρδικό κίνημα μέσω του Hüda-Par (το κουρδικό κόμμα που συνδέεται με την Χεζμπολάχ) φαίνεται καλύτερη στρατηγική για το HDP, το οποίο έχει δυνάμεις κυρίως ανάμεσα στην κουρδική εργατική τάξη και τους φτωχούς αγρότες, να επικεντρωθεί περισσότερο στο Κουρδιστάν με την προοπτική να δημιουργήσει γέφυρες ανάμεσα στα αιτήματα των Κούρδων για δημοκρατικά δικαιώματα και τα ταξικά αιτήματα που αφορούν το σύνολο της εργατικής τάξης στην Τουρκία. Η σοσιαλιστική Αριστερά από την άλλη πλευρά, έχει καθήκον να αναδείξει τα αιτήματα και τα δικαιώματα του κουρδικού πληθυσμού, δημιουργώντας έτσι το έδαφος για την ανάπτυξη της ταξικής ενότητας μεταξύ όλων των τμημάτων της εργατικής τάξης στην Τουρκία, ανεξάρτητα από την εθνική (ή σε άλλες περιπτώσεις θρησκευτική) προέλευση.

Αυτές οι εκλογές ήταν ένα πολύ καθαρό παράδειγμα που εξηγεί ότι η κοινωνία δεν αντιδρά αυτόματα σε μια κρίση και ότι μια κρίση δεν οδηγεί αυτόματα σε στροφή προς τα αριστερά ή σε ανατροπές καθεστώτων.

Η έλλειψη ενός ισχυρού αριστερού μπλοκ υποχρέωσε τμήματα της εργατικής τάξης να επιλέξουν ανάμεσα στο μικρότερο από τα δύο κακά. Ενώ ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων ψήφισαν την αντιπολίτευση, ακόμα και νιώθοντας αντιπάθεια για αυτήν, ενώ άλλα τμήματα του πληθυσμού προφανώς προτίμησαν να συσπειρωθούν γύρω από έναν «ισχυρό» ηγέτη και ψήφισαν υπέρ της «σταθερότητας».

Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, το HDP/YSP, το TİP και άλλες αριστερές δυνάμεις, είναι αντιμέτωπες με το καθήκον να βρουν τρόπους να συνδέσουν την κοινοβουλευτική δουλειά με το μαζικό κίνημα στους δρόμους. Οφείλουν να λειτουργούν έχοντας επίγνωση αυτής της κατάστασης, προσπαθώντας να θέσουν τις βάσεις για το χτίσιμο ενός ενιαίου μετώπου, αποφεύγοντας κάθε σεχταριστική προσέγγιση. Ένα τέτοιο ενιαίο μέτωπο μπορεί να αποτελέσει φως στους σκοτεινούς καιρούς που περνάει η τουρκική εργατική τάξη.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.