Αριστερά και Ευρωζώνη – Ευρωπαϊκή Ένωση

image_pdfimage_print

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο του φύλλου 48 της εφημερίδας “Κόκκινο Νήμα” που κυκλοφορεί

Ο καπιταλισµός, που δεν έρχεται «απ’ έξω», και ο διεθνισµός, που αποδεικνύεται πρώτα απ’ όλα «µέσα», από την πλήρη ανεξαρτησία και την ολοκληρωτική ρήξη µε τη δική µας αστική τάξη 

Καθώς πλησιάζουν οι ευρωεκλογές, οι πολιτικές δυνάµεις όλου του πολιτικού φάσµατος τοποθετούνται για την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και για τις σχέσεις της Ελλάδας µε αυτήν. Τα αστικά κόµµατα της δεξιάς και του κέντρου, η Ν∆ και το ΠΑΣΟΚ, είναι «ευρωπαϊκά» κόµµατα. Η Ν∆ ήταν εξαρχής τέτοιο, το δε ΠΑΣΟΚ έγινε τέτοιο από τη δεκαετία του ’80, ξεχνώντας τη ριζοσπαστική συνθηµατολογία της πρώτης του περιόδου («ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο»). Το ΠΑΣΟΚ πέρασε από ένα ακόµη «τεστ προσαρµογής» ύστερα από την κρίση και ντε φάκτο χρεοκοπία του ελληνικού ∆ηµοσίου το 2009-2010, όταν υπερασπίστηκε τα µνηµόνια, µαζί µε τη Ν∆, το ακροδεξιό ΛΑΟΣ και την ∆ΗΜΑΡ, δηλαδή το ευρωπαϊκό κεκτηµένο της ελληνικής αστικής τάξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ εισήλθε στο κλαµπ του ευρωπαϊσµού όταν η ηγεσία του πέρασε το δικό της σκληρό τεστ: αφού το 2012 κέρδισε την πολιτική εκπροσώπηση του µαζικού αντιµνηµονιακού ρεύµατος της περιόδου 2010-2015, τον Ιούλιο του 2015 πρόδωσε τη βασική του προγραµµατική αιχµή, την κατάργηση των µνηµονίων (που σήµαινε, µεταξύ άλλων, τη µετωπική ρήξη µε τους δανειστές) και υπέγραψε µαζί τους «µνηµόνιο συνεργασίας και κατανόησης». Έκτοτε, η ευρωπαϊκή του δέσµευση απέκτησε την ισχύ απαράγραπτης καταστατικής αρχής. Όσο για τα κόµµατα της άκρας δεξιάς, της Χρυσής Αυγής και γενικά των φασιστών περιλαµβανοµένων, δεν υπήρξαν ποτέ «αντι-ευρωπαϊκά»: υποστηρίζουν την «Ευρώπη των κυρίαρχων εθνών (ή λαών)», την οποία µόνο η ακροδεξιά πολιτική ηγεµονία µπορεί να οικοδοµήσει. 

Στην περίµετρο του κλαµπ του «ευρωπαϊσµού» στέκεται το ΜΕΡΑ25. Στη διακήρυξή του µιλάει για «συγκροτηµένο, έγκυρο και πειστικό Αντι-Μνηµόνιο […] είτε εντός είτε εκτός της Ευρωζώνης […] Καµία λελογισµένη πρόταση οικονοµικής και κοινωνικής πολιτικής (π.χ. µείωση φορολογικών συντελεστών) δεν θα έχει τύχη εφόσον προϋποθέτει την πρότερη σύµφωνη γνώµη του Eurogroup. […] Το 2015 δεν θα επαναληφθεί.»    

Εκτός του πολιτικού κλαµπ των «ευρωπαϊστών» τοποθετούνται το ΚΚΕ, η Ανταρσύα και το σύνολο των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. 

ΕΕ και Ευρωζώνη: η κρίση βαθαίνει

Θα χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο για να περιγράψουµε τις πολλαπλές και διαβρωτικές συνέπειες αυτού που οι αστοί οικονοµολόγοι και δηµοσιολόγοι αποκαλούν «πολυκρίση», και τις κοινωνικές-πολιτικές συνέπειές της. Στον βαθµό που (δεν πρέπει να) ξεχνάµε ότι η ΕΕ – Ευρωζώνη είναι… καπιταλιστικές, η έρπουσα κρίση τους είναι καπιταλιστική κρίση, µε όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης στις χώρες του αναπτυγµένου δυτικού καπιταλισµού: τις συνέπειες του συνδυασµού υψηλού πληθωρισµού και υψηλών επιτοκίων, τη µεγάλη οικονοµική επιβράδυνση, το υψηλό δηµόσιο και ιδιωτικό χρέος, τις «φούσκες» σε κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που εγκυµονούν τον κίνδυνο νέας χρηµατοπιστωτικής κρίσης, τα προβλήµατα της «πράσινης» και ενεργειακής µετάβασης, την αδυναµία αντιµετώπισης και τις συνέπειες της κλιµατικής κρίσης, την όξυνση της ιµπεριαλιστικής αντιπαράθεσης, τις ανεξέλεγκτες και επικίνδυνες συνέπειες της τεχνητής νοηµοσύνης. 

Το ζήτηµα είναι ότι αν όλα αυτά είναι από µόνα τους και στον συνδυασµό τους πρόβληµα, αυτό το πρόβληµα µεγιστοποιείται από ο γεγονός ότι η ΕΕ χάνει κατά κράτος στον διεθνή ανταγωνισµό και η θέση της υποβαθµίζεται ραγδαία. 

Αυτή η υποβάθµιση είναι, ταυτόχρονα, οικονοµική και (γεω)πολιτική, ο δε συνδυασµός τους «τσακίζει κόκαλα»:

Οικονοµική, για δύο βασικούς λόγους: 

Πρώτο, επειδή χάνεται η µάχη της παραγωγικότητας και των νέων τεχνολογιών µε τους δύο άλλους ισχυρούς πόλους, τις ΗΠΑ και την Κίνα. Η παραγωγικότητα της εργασίας στην ΕΕ κυµαίνεται σε επίπεδα κάτω από το 1% και τείνει… προς το µηδέν, µια κατάσταση σχεδόν αφύσικη για τον καπιταλισµό ύστερα από το ιστορικό του πέρασµα από τον καπιταλισµό της απόλυτης υπεραξίας στον καπιταλισµό της σχετικής υπεραξίας από το τελευταίο πέµπτο του 19ου αιώνα. Αυτό δεν φαίνεται µόνο στα στατιστικά στοιχεία, αλλά πιστοποιείται στο σαφές προβάδισµα ΗΠΑ και Κίνας στις τεχνολογίες των ανανεώσιµων πηγών ενέργειας, στην τεχνητή νοηµοσύνη, στην αεροδιαστηµική.        

∆εύτερο, επειδή η «ευρωπαϊκή ενοποίηση» και το δαχτυλίδι του στέµµατός της, το ευρώ, είναι καθηλωµένα από την ιδρυτική αρχή της λιτότητας και της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας σε πολύ υψηλότερο βαθµό σε σχέση µε τις ΗΠΑ και, ακόµη περισσότερο, την Κίνα. Η Κίνα µπορεί να κινητοποιεί, κεντρικά και συγκεντρωτικά, επενδύσεις µεγάλου ύψους και να τις κατευθύνει στοχευµένα εκεί που αποφασίζει το κράτος, οι ΗΠΑ παρακάµπτουν συστηµατικά τη λεγόµενη «δηµοσιονοµική πειθαρχία» και εξαγγέλλουν πρόγραµµα σχεδόν µισού τρισ. δολαρίων επιδότησης επενδύσεων για την «πράσινη µετάβαση», αλλά το ευρωπαϊκό σκορποχώρι δεν µπορεί να εξασφαλίσει τέτοιου ύψους επενδύσεις. Έχει πιο αδύναµο ιδιωτικό τοµέα και πιο αδύναµο τραπεζικό σύστηµα, οι επιµέρους χώρες, ακόµη και οι ισχυρότερες, δεν έχουν τέτοια δηµοσιονοµικά περιθώρια, η δε Γερµανία και οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά είναι ακλόνητες στο µετερίζι της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας, απαγορεύοντας κοινό δανεισµό µέσω ευρωοµολόγων. Το αποτέλεσµα είναι ότι µετατρέπεται γοργά σε «µεγάλο ασθενή» της Ευρώπης η ίδια η Γερµανία, που βολοδέρνει στην ύφεση µε τάσεις αποβιοµηχάνισης.  

(Γεω)πολιτική, λόγω της απόφασης να υπαχθεί στον αµερικανικό σχεδιασµό στην Ουκρανία ήδη από το 2014 και ολοκληρωτικά ύστερα από το ξέσπασµα του πολέµου τον Φεβρουάριο του 2022. Η εγγενής ενεργειακή εξάρτηση επιδεινώνει το πρόβληµα, η αδυναµία στήριξης της Ουκρανίας µε εξοπλισµό χειροτερεύει την κατάσταση στο µέτωπο, οι ΗΠΑ πιέζουν για αύξηση των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δαπανών στο 2% ώστε να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ενώ η διαγραφόµενη επάνοδος του Τραµπ στον Λευκό Οίκο προκαλεί νευρικότητα στα όρια του πανικού, καθώς η «σκληρή αγάπη» των ΗΠΑ επί Μπάιντεν µπορεί να µετατραπεί σε αποσύνδεση των ΗΠΑ σε µια νέα προεδρία Τραµπ: «βγάλτε τα πέρα µόνοι σας µε τη Ρωσία, εµείς έχουµε να ασχοληθούµε µε την Κίνα». 

Ο τρόµος του τι µπορεί να σηµάνουν όλα αυτά σε συνδυασµό µε νίκη της Ρωσίας στο ουκρανικό µέτωπο εµπνέει κινήσεις πανικού και αντιπαραθέσεις κορυφής. Ο Μακρόν προτείνει αποστολή στρατευµάτων του ΝΑΤΟ στο ουκρανικό έδαφος, ο Σολτς απορρίπτει την πρόταση «µετά βδελυγµίας», στη γερµανική αστική τάξη και στον κυβερνητικό συνασπισµό διεξάγεται σκληρή µάχη προσανατολισµού, όλοι µαζί όµως συµφωνούν ότι απαιτείται γενναία και άµεση στροφή στη στρατιωτικοποίηση. 

Η άκρα δεξιά

Η «πολυκρίση» σε συνθήκες επιδείνωσης της θέσης της ΕΕ και Ευρωζώνης στον διεθνή ανταγωνισµό και (γεω)πολιτικής ανασφάλειας στα όρια του πανικού, έχει άµεσες πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες. Τα κοινωνικά-κινηµατικά και πολιτικά σκιρτήµατα στα χρόνια ύστερα από την κρίση του 2008-2009, κυρίως στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, υπέστησαν σκληρές ήττες, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Καθώς τα συλλογικά οράµατα ηττήθηκαν, τη θέση των ελπίδων που έβγαζαν τη γλώσσα στη ρεαλιστική ανάγνωση του συσχετισµού δύναµης, πήρε η µαζική ψυχολογία του σκληρού επιβιωτισµού και του κυνισµού σε ένα έδαφος που η οικονοµική κρίση συσσώρευε τις πολυποίκιλες συνέπειες της κοινωνικής κρίσης. Η αίσθηση ότι ζούµε σε µια ιστορική παρένθεση που κάποτε θα κλείσει και το ζήτηµα είναι µέχρι τότε να επιβιώσουµε χωρίς µεγαλύτερες απώλειες, δηµιούργησε το έδαφος για στροφή σε ό,τι σε συνθήκες ήττας και απογοήτευσης  έµοιαζε σταθερό σηµείο αναφοράς και στήριγµα «µέχρι να περάσει η µπόρα». Σε τέτοιες συνθήκες, η άκρα δεξιά διεύρυνε κατά πολύ τον χώρο επιρροής της. Επαγγέλθηκε την Ευρώπη των κυρίαρχων εθνών (ή και λαών) απέναντι στον χυλό του κοσµοπολιτισµού και της παγκοσµιοποίησης, επαγγέλθηκε την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας στο πλαίσιο µιας τέτοιας Ευρώπης, απέφυγε να τροµάξει µε ευθέως αντι-ευρωπαϊκό λόγο, ταύτισε τον κυρίαρχο λαό µε τον µικρο-µεσοαστικό κορµό (τη «µεσαία τάξη»), σαν σύµβολο της αντίστασης στον εκπεσµό στη θέση των προλετάριων και των φτωχών, κήρυξε την επιστροφή στις σταθερές και στη σιγουριά και ασφάλεια των παραδοσιακών αξιών, υπαινίχθηκε µια εθνική και λαϊκή ανάταση που θα ξαναβάλει σε κίνηση τον µηχανισµό της κοινωνικής κινητικότητας προς τα πάνω τον οποίο κατέστρεψε η κρίση, έδειξε σαν υπαίτιους της κρίσης και της παρακµής όσους εχθρεύονται την προστατευτική µήτρα του «κυρίαρχου κράτους» και λαού και συµβολίζουν τον εκπεσµό στη θέση των φτωχών (τους πρόσφυγες και µετανάστες, τους εχθρούς της «µεσαίας τάξης» στο πολιτικό σύστηµα, τον διαλυτισµό του διεθνισµού της Αριστεράς, τον κοινωνικό εκφυλισµό των αποκλινουσών σεξουαλικών ταυτοτήτων), διαφοροποιήθηκε από την πρόσδεση στο «αµερικανικό άρµα» στο ζήτηµα του πολέµου στην Ουκρανία – τόσο περισσότερο όσο πιο µακριά βρισκόταν από την κυβερνητική διαχείριση, πρόσφερε στο πιο σαλταρισµένο και «νευρικό» τµήµα των ηττηµένων της κρίσης και της ήττας των συλλογικών οραµάτων την ψευδαίσθηση ανάκτησης της δύναµης και αξιοπρέπειάς του µε τη συµµετοχή σε µαχητικές πολιτικές εκφράσεις και δράσεις. 

Η άκρα δεξιά είχε/έχει µια πλήρη και λειτουργική πολιτική πρόταση. Η θεαµατική αύξηση της πολιτικής της δυναµικής δεν οφείλεται πρωτίστως σε µια συντηρητική µετατόπιση στις ιδέες («συντηρητική στροφή»), µάλιστα οι ιδέες καθαυτές είναι το αδύνατο σηµείο της, αλλά στην κρουστικότητα της πολιτικής της πρότασης σε συνθήκες κενού Αριστεράς. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η άκρα δεξιά από παρέκκλιση από την πολιτική «κανονικότητα» έχει µετατραπεί σε λίγο χρόνο σε δύναµη συγκυβέρνησης σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών, που η Μελόνι έχει αναδειχθεί σε σηµείο σύγκλισης των ευρωπαϊκών ισορροπιών.           

Η άκρα δεξιά αλλάζει τους ευρωπαϊκούς πολιτικούς συσχετισµούς, µετατοπίζει διαρκώς (ακρο)δεξιότερα τον πολιτικό άξονα, στενεύει διαρκώς τον χώρο επιρροής του ακραίου κέντρου και της δεξιάς, πιέζει την Αριστερά όχι µόνο πολιτικά και ιδεολογικά, αλλά και κοινωνικά, κερδίζοντας επιρροή στα πλέον ανεκπαίδευτα, ανοργάνωτα και λουµπενοποιηµένα (ή και σαλταρισµένα) τµήµατα µισθωτών και µικροαστών. Ωστόσο, αν αυτή είναι η µαζική κοινωνική της βάση, τα ταξικά της στηρίγµατα είναι τµήµατα της αστικής τάξης, µεσαίας αλλά και των πλέον ασύδοτων τµηµάτων του χρηµατιστικού κεφαλαίου. Ο ταξικός της χαρακτήρας είναι πράκτορας του χρηµατιστικού κεφαλαίου. Το κοινωνικό της πρόγραµµα προβλέπει σκληρή λιτότητα αλλά «για καλό σκοπό»: να ξαναστήσουµε στα πόδια τους τις παραδοσιακές αξίες (πατρίδα-θρησκεία-οικογένεια), να στηριχτεί η «µεσαία τάξη» ώστε να αναγεννηθεί σαν τιµηµένος κορµός της αναγέννησης του έθνους, να στηριχτεί η «οικονοµία» (δηλαδή τα καπιταλιστικά κέρδη, αλλά αυτό είναι η κρυφή ατζέντα του προγράµµατος που γίνεται αλλά δεν λέγεται), και να χρηµατοδοτήσει γενναία αυτό το σχέδιο η εργατική τάξη «τρώγοντας και πέτρες» αν χρειαστεί. Απόδειξη; Ο Τραµπ, ο Μπολσονάρου, η Μελόνι, ο Χαβιέρ Μιλέι.     

Οι main stream συστηµικές πολιτικές δυνάµεις, η δεξιά και το ακραίο κέντρο, µετατοπίζονται διαρκώς δεξιότερα και προσαρµόζουν την πολιτική ατζέντα σε αυτήν της ακροδεξιάς, µε την ελπίδα ότι έτσι θα ανασχέσουν την πορεία της στο να γίνει ηγεµονική πολιτική δύναµη και ότι θα ανακόψουν την ορµή της και θα την κάνουν πιο συστηµική. 

Το συνολικό πολιτικό αποτέλεσµα είναι ότι επωάζονται όλα τα τέρατα µιας µεταβατικής περιόδου προς το άγνωστο: ο εθνικισµός και µιλιταρισµός, ο ρατσισµός, ο σεξισµός, ο πολιτικός αυταρχισµός και οι τάσεις πολιτικού απολυταρχισµού, οι ακραίες µορφές καταστολής, ο εκφυλισµός της αστικής δηµοκρατίας (θεσµικός, πολιτικός και νοµικός-δικαιικός). Είναι το πολιτικό εποικοδόµηµα του «πολεµικού καπιταλισµού» της γενικευµένης κρίσης («πολυκρίση») µε έντονα χαρακτηριστικά σκλήρυνσης αλλά ταυτόχρονα και παρακµής.   

Το δίληµµα είναι αποδέσµευση ή όχι; 

Ενόψει ευρωεκλογών, στην Αριστερά τείνουν να διαµορφωθούν τρεις εκλογικές πλατφόρµες: του ΚΚΕ, της Ανταρσύα και ενός διαφαινόµενου εκλογικού (ή ίσως όχι µόνο) µετώπου ΜΕΡΑ25-ΛΑΕ και δυνάµεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Η κυρίαρχη διαχωριστική φαίνεται να είναι η στάση στο ζήτηµα της αποδέσµευσης-εξόδου από την ΕΕ. Το ΚΚΕ είναι υπέρ της «ολοµέτωπης» αντιπαράθεσης µε την ΕΕ αλλά όχι της αποδέσµευσης και της εξόδου από την Ευρωζώνη, µε βάση την πάγια λογική του ότι όλες οι καθοριστικές ρήξεις µε το σύστηµα έχουν νόηµα µόνο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης και άµεσης πάλης για την εργατική εξουσία. Όταν το 2015 τέθηκε το ζήτηµα της ρήξης µε την ΕΕ και Ευρωζώνη µε τους όρους που διαµόρφωσε η δοµική κρίση του ελληνικού καπιταλισµού, η ντε φάκτο χρεοκοπία και ο µαζικός αγώνας για την κατάργηση των µνηµονίων, το ΚΚΕ συνέστηνε την αποφυγή της ρήξης και της εξόδου – η κατάσταση δεν ήταν επαναστατική… Πολύ περισσότερο, η κατάσταση δεν είναι επαναστατική σήµερα. Αυτό όµως δεν εµποδίζει τον ∆ηµήτρη Κουτσούµπα να απαντάει σε ερώτηση για το σε ποιους απευθύνεται το ΚΚΕ «σε όλους όσοι είναι ενάντια στην ΕΕ». 

Η Ανταρσύα µιλάει για αντικαπιταλιστική αποδέσµευση και θεωρεί ότι αυτό είναι η θεµελιώδης διαχωριστική. Η θεµελιώδης στην πορεία προς τις ευρωεκλογές, αλλά θεµελιώδης και στο πρόγραµµα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. 

Το ΜΕΡΑ25 προσπερνάει το µέσα ή έξω («είτε µέσα είτε έξω»), άλλες δε δυνάµεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που προσανατολίζονται σε εκλογική συµµαχία µαζί του στις ευρωεκλογές, λένε ότι η συγκυρία δεν θέτει µε άµεσο τρόπο το ζήτηµα της ρήξης και αποδέσµευσης, εποµένως οι διαφωνίες στο ζήτηµα αυτό µπορούν και πρέπει να προσπεραστούν.    

Παραδόξως, το γεγονός ότι πρόκειται για ευρωεκλογές θεωρείται ότι καθιστά νόµιµη τη µετατόπιση από ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραµµα σε ένα πρόγραµµα ρήξης (µε ή χωρίς αποδέσµευση) µε την ΕΕ. 

Από τη µια, γιατί είναι εφικτή και προτιµητέα µια συµµαχία µε το ΜΕΡΑ25; Γιατί η συγκυρία δεν θέτει µε άµεσο τρόπο το ζήτηµα της ρήξης και αποδέσµευσης. Θα κατέβουµε λοιπόν στις εκλογές µε ένα µίνιµουµ πρόγραµµα κινηµατικών στόχων για τη λιτότητα, τα δηµοκρατικά δικαιώµατα, τα κοινά αγαθά, τον αντιρατσισµό και αντισεξισµό, αφού σε αυτά µπορούµε να «συναντηθούµε» µε το ΜΕΡΑ25; Και θα βγάλουµε έτσι ευρωβουλευτή τον Βαρουφάκη, για να γίνει το «µεγάφωνο» του σχεδίου για ανατροπή της «χρεοδουλοπαροικίας» και ενίσχυση, µεταξύ άλλων, «της δηµιουργικής επιχειρηµατικότητας απέναντι στην αρπακτική προσοδοφορία του ολιγαρχικού κατεστηµένου» όπως λέει στη διακήρυξή του το ΜΕΡΑ25;

Από την άλλη, το ζήτηµα της ρήξης και αποδέσµευσης είναι για το σήµερα, γιατί η ΕΕ είναι παντού, θα τη βρεις «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις», όπως λέει το ΝΑΡ, οπότε θα αναγάγουµε αυτό σε βασική διαχωριστική και θα υποβαθµίσουµε το συνολικό µας πρόγραµµα σε υποπαραγράφους ενός προγράµµατος που θα κατακλύζεται από εκδοχές ρήξης µε την ΕΕ µε κορωνίδα την αποδέσµευση; 

Αν και προτιµούµε το δεύτερο λάθος, στην ουσία έχουµε να κάνουµε µε συµµετρικά λάθη, τα οποία έχουν κοινό παρονοµαστή την υποβάθµιση της σηµασίας του µεταβατικού προγράµµατος στο όνοµα του οποίου είναι αναγκαία η σύγκρουση και ρήξη µε την ΕΕ και την Ευρωζώνη και αναπόφευκτη κατάληξη η έξοδος. 

Το 2015 ήταν από αυτή την άποψη διδακτικό. Ήταν ένα κίνηµα για τα εργατικά και δηµοκρατικά δικαιώµατα µε αιχµή την κατάργηση των µνηµονίων που έθεσε επί τάπητος και µε ρεαλιστικούς όρους το ζήτηµα της ρήξης µε την ΕΕ και την Ευρωζώνη, που δηµιουργούσε τη συνείδηση ότι αυτή η σύγκρουση οδηγεί αναπόφευκτα στην έξοδο και εγκαθιστούσε την αναγκαιότητα τακτικής διαχείρισης τόσο της ρήξης όσο και της εξόδου.   

Πρέπει να υπάρχει σήµερα στο πρόγραµµα της Αριστεράς, µεταξύ πολλών άλλων, κάποιος µεταβατικός κόµβος που αναδεικνύει µε άµεσο τρόπο το ζήτηµα της ρήξης µε την ΕΕ-Ευρωζώνη µε όλα τα προγραµµατικά σηµεία της πάλης για εργατικά και κοινωνικά δικαιώµατα; Και πρέπει και υπάρχει: Είναι η απαίτηση, το αίτηµα για τη διπλή ανατροπή: Αφενός του καθεστώτος εκµετάλλευσης της εργασίας που επιβλήθηκε µε τα µνηµόνια και διατηρείται, εµπεδώνεται και εµβαθύνεται και στα «µεταµνηµονιακά» χρόνια. Αφετέρου, η κατάργηση της συµφωνίας εξόδου από τα µνηµόνια του 2018, αυτό το υπερ-µνηµόνιο που έχει επίσηµη διάρκεια µέχρι το 2062 (!) και είναι το δηµοσιονοµικό «λουκέτο» της διαρκούς λιτότητας, µε υψηλά πρωτογενή πλεονάσµατα στην υπηρεσία της «ανεπιφύλακτης, εµπρόθεσµης και πλήρους αποπληρωµής του χρέους». Πρέπει να αναδειχθεί σε πυρήνα του µεταβατικού-αντικαπιταλιστικού προγράµµατος ο στόχος αυτής της διπλής ανατροπής. Αυτή είναι η θεµελιώδης, του σήµερα κι όχι του µακρινού αύριο, ζωτική και ζήτηµα εφαρµοσµένης πολιτικής, διαχωριστική. Η ζωτικότητά της προκύπτει όχι µόνο από την αυτονόητη ρήξη µε τους δανειστές (που πλέον είναι µόνο η ΕΕ-Ευρωζώνη) που συνεπάγεται, αλλά από το γεγονός ότι πρωταρχικά συνιστά ρήξη µε τη δική µας αστική τάξη, αφού προσβάλλει στην καρδιά του το σχέδιο της δικής της σωτηρίας εις βάρος της εργατικής τάξης και του µέλλοντος της νεολαίας. 

Οι όροι της ρήξης µε την ΕΕ-Ευρωζώνη οικοδοµούνται µέσα και µε κατεύθυνση «από µέσα προς τα έξω», κι όχι σε αντιπαράθεση µε έναν εχθρό που «έρχεται απ’ έξω». Το κεντρικό ζήτηµα του προγράµµατος και της πολιτικής της Αριστεράς παραµένει η ρήξη µε τη δική µας αστική τάξη. Ο Βαρουφάκης δεν σκέφτεται ένα µεταβατικό-σοσιαλιστικό πρόγραµµα, γι’ αυτό δεν έχει σπάσει τους δεσµούς του µε την αστική τάξη, αλλά θέλει να απαλλάξει τον ελληνικό καπιταλισµό από τον βραχνά της χρεοδουλοπαροικίας – το πρόβληµα έχει αυτή τη θεµελιώδη αιτία, οι ευρωπαϊκές του αυταπάτες είναι το παράγωγο. Το ΚΚΕ δεν θέλει να µπει σε µπελάδες και να σπάσει το «µορατόριουµ» µε την αστική τάξη – εκεί κι όχι σε µια λάθος θεώρηση για την ΕΕ εδράζεται η επιµονή του να τα µεταθέτει όλα, περιλαµβανόµενης της ρήξης-αποδέσµευσης από την ΕΕ, στο µακρινό µέλλον της επαναστατικής κατάστασης.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.