23 χρόνια από τη διεθνή διαδήλωση στη Γένοβα

image_pdfimage_print

του Νίκου Κανέλλη

Αναδημοσίευση από το https://xekinima.org

23 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τις διεθνείς διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης στη Γένοβα, που έλαβαν χώρα τον Ιούλιο του 2001 (19-21 Ιουλίου). Οι 3ήμερες κινητοποιήσεις, που πραγματοποιήθηκαν με αφορμή τη σύνοδο των G8 (οι 8 πλουσιότερες χώρες του πλανήτη), έχουν μείνει στην ιστορία για την πρωτοφανή καταστολή από τους Ιταλούς καραμπινιέρι (ιταλική στρατιωτική αστυνομία), τη δολοφονία του 23χρονου Κάρλο Τζουλιάνι από σφαίρα αστυνομικού έξω από την «κόκκινη ζώνη» (20/7/01), την τεράστια συμμετοχή νεολαίας και εργαζομένων (300.000 στις 21/7/01) αλλά και τον διεθνή και διεθνιστικό τους χαρακτήρα. 

Ιστορική στιγμή

Η Γένοβα, τον Ιούλιο του 2001, ήταν μια κορυφαία στιγμή του κινήματος κατά της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης το οποίο ξεκίνησε στο Σιάτλ των ΗΠΑ το 1999[1] και πήρε τη μορφή των διεθνών διαδηλώσεων σε μια σειρά χώρες και πόλεις ανά τον κόσμο (Πράγα 2000, Γκέτεμποργκ 2001, Θεσσαλονίκη 2003 κα). Η Γένοβα επηρέασε βαθιά τη συνείδηση μιας ολόκληρης γενιάς νέων αγωνιστών, η οποία «βαφτίστηκε » στη μαζική κινηματική δράση, την αμφισβήτηση του καπιταλιστικού παγκοσμιοποιημένου οικοδομήματος από τα αριστερά και την πολιτική αναζήτηση. Οι επιπτώσεις αυτές δεν αφορούσαν μόνο την Ιταλία αλλά και πολλές ακόμη χώρες ανάμεσα στις οποίες και την Ελλάδα.

Προπομπός κινημάτων και διεργασιών

Το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ήταν ο προπομπός (στην Ελλάδα και διεθνώς) των τεράστιων αντιπολεμικών διαδηλώσεων κατά της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ το 2003. Αυτές οι διεθνείς κινηματικές διαδικασίες είχαν την αντανάκλασή τους και σε εθνικά κινήματα, όπως την ελληνική φοιτητική έκρηξη του 2006-2007.

Οι πολιτικές επιπτώσεις ήταν εξίσου μεγάλες. Το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης έδωσε ώθηση και ενίσχυσε την παρουσία νέων, τότε, πολιτικών σχηματισμών και κομμάτων της Αριστεράς, όπως η Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία και αποτέλεσε σημείο εκκίνησης της διαδικασίας για τη μετέπειτα διαμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.

Η Γένοβα, σαν ένα από τα κεντρικά σύμβολα του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, αποτέλεσε μια σημαντική ρωγμή στην εικόνα του οριστικού θριαμβευτή που πλάσαρε ο καπιταλισμός για τον εαυτό του την περίοδο μετά την παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη. Συνέβαλε με τη σειρά της στην επιστροφή των αριστερών, ριζοσπαστικών και αντικαπιταλιστικών ιδεών σε μαζικά στρώματα της κοινωνίας.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή με στόχο να αντλήσουμε τα πιο σημαντικά διδάγματα από τη Γένοβα, που μπορούν να βοηθήσουν το μαζικό κίνημα σήμερα στον αγώνα του ενάντια σε ένα σύστημα που έχει ρίξει την ανθρωπότητα σε μια κρίση δίχως τέλος σε όλα τα επίπεδα.

Κατάρρευση του σταλινισμού και παλινόρθωση του καπιταλισμού

Η δεκαετία του ’90 ξεκίνησε με την κατάρρευση των κατ’ όνομα «σοσιαλιστικών» καθεστώτων στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη. Η παλινόρθωση του καπιταλισμού ήταν αποτέλεσμα του γραφειοκρατικού εκφυλισμού της Οκτωβριανής Επανάστασης, της έλλειψης εργατικής δημοκρατίας που επιβλήθηκε μετά την άνοδο του Στάλιν στην εξουσία που συνοδεύτηκε από ένα σκληρό, αυταρχικό, αστυνομικό και ανελεύθερο καθεστώς. Ίδια ήταν η εικόνα στις «Λαϊκές Δημοκρατίες» της Ανατολικής Ευρώπης και της Κίνας.

Η κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων ήταν μια τομή στις παγκόσμιες σχέσεις και την ταξική πάλη διεθνώς. Καταρχάς, λόγω του ανοίγματος νέων αγορών εκατομμυρίων ανθρώπων για τις καπιταλιστικές πολυεθνικές της Δύσης. Οι δυτικοί μεγαλοκαπιταλιστές, μαζί με τους πρώην κρατικούς και κομματικούς γραφειοκράτες των Κομμουνιστικών Κομμάτων, άρπαξαν και μοίρασαν όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές που ως τότε ήταν κρατικές, ρίχνοντας εκατομμύρια ανθρώπους στην ακραία φτώχεια μέσα σε μια νύχτα. Έτσι γεννήθηκαν οι «ολιγάρχες» όπως ονομάζονται και σήμερα οι καπιταλιστές στη Ρωσία και τις άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες.

Επιπλέον οι καπιταλιστές ξεφορτώθηκαν το «αντίπαλο δέος» που, παρά τις τερατώδεις στρεβλώσεις του, ήταν για το εργατικό κίνημα μια απτή απόδειξη ότι μπορεί να υπάρξει μια εναλλακτική στον καπιταλισμό οργάνωση της οικονομίας. Η ύπαρξη του αντίπαλου δέους λειτουργούσε ενθαρρυντικά για την Αριστερά και το συνδικαλιστικό κίνημα ώστε να διεκδικούν περισσότερα. Έτσι, μόλις ο διεθνής καπιταλισμός ξεφορτώθηκε την απειλή που αντιπροσώπευε το Σοβιετικό μπλοκ, μπήκε σε σκληρή αντεπίθεση ενάντια στο βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα.

Σε ιδεολογικό επίπεδο οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι της αστικής τάξης υποστήριξαν την οριστική νίκη της «ελεύθερης αγοράς» επί της σχεδιασμένης οικονομίας, την οριστική νίκη του καπιταλισμού επί του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Ήταν το περίφημο «τέλος της ιστορίας» που διακήρυξε ο φιλοσυστημικός οικονομολόγος Φράνσις Φουκογιάμα.

Εκατομμύρια εργαζόμενοι είδαν τις χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» να καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος. Οι επιπτώσεις στη συνείδηση των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων στη Δύση ήταν η τεράστια σύγχυση, η απογοήτευση και η αποστράτευση από τα μαζικά αριστερά κόμματα (Κομμουνιστικά και Σοσιαλδημοκρατικά), τα συνδικάτα και τη συμμετοχή σε αγώνες.

Στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης η παλινόρθωση οδήγησε σε βαθιά ιδεολογική σύγχυση στα εργατικά λαϊκά στρώματα μαζί με αυταπάτες για την ελεύθερη αγορά ενώ υπήρξε μεγάλη διάδοση αντιδραστικών και ακροδεξιών ιδεών. Η ιδεολογική σύγχυση είναι φανερή ακόμη και σήμερα με ακροδεξιά, ρατσιστικά και φιλοφασιστικά κόμματα να έχουν ισχυρή παρουσία σ’ αυτές τις χώρες.

Τα περισσότερα ΚΚ ανά τον κόσμο είτε διαλύθηκαν, είτε συρρικνώθηκαν τρομακτικά, είτε στράφηκαν προς τα δεξιά. Τα Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα της εποχής (όπως το ΠΑΣΟΚ) στράφηκαν ταχύτατα προς τα δεξιά και υιοθέτησαν τα νέα καπιταλιστικά δόγματα.

Οι αριστερές ιδέες, πολύ περισσότερο οι επαναστατικές, μαρξιστικές, σοσιαλιστικές ιδέες, έγιναν εντελώς μειοψηφικές μέσα στην κοινωνία.

Καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και νεοφιλελευθερισμός

Παράλληλα με την ιδεολογική αντεπίθεση, οι αστικές τάξεις κλιμάκωσαν την επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των εργατικών, λαϊκών και νεολαιίστικων στρωμάτων. Για τους καπιταλιστές αυτή ήταν η στιγμή για να αρχίσουν να ξηλώνουν όσα είχαν αναγκαστεί να παραχωρήσουν στους εργαζόμενους και τη νεολαία κάτω από την πίεση των αγώνων και των επαναστάσεων των προηγούμενων δεκαετιών.

Λιτότητα, περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, μειώσεις μισθών, ευελιξία στην εργασία, κατάργηση εργατικών δικαιωμάτων, ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων και υπηρεσιών, κλείσιμο κοινωνικών δομών, πρωτοφανής διόγκωση του εξωτερικού χρέους χωρών ειδικά στον 3ο κόσμο, περαιτέρω άνοιγμα των αγορών στο διεθνές εμπόριο, ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίων, άρση δασμών, ακόμα μεγαλύτερος έλεγχος ολόκληρων χωρών από πολυεθνικές, κυριαρχία των χρηματιστηρίων και του τραπεζικού – χρηματιστικού κεφαλαίου.

Αυτό ήταν το δόγμα του σοκ που ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός, ξεκίνησε με την Θάτσερ στη Βρετανία και τον Ρήγκαν στις ΗΠΑ στα τέλη του 1970 και επιταχύνθηκε με την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Ανατολή.

Η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση αποτέλεσε (και παραμένει) βασικό χαρακτηριστικό της εποχής του νεοφιλελευθερισμού. Στην πράξη, η παγκοσμιοποίηση ήταν η προσπάθεια των πιο ισχυρών καπιταλιστικών χωρών να διεισδύσουν και να ελέγξουν, χωρίς περιορισμούς και εμπόδια, τις οικονομίες όλου του πλανήτη ώστε να δώσουν νέα ώθηση στην κερδοφορία των πολυεθνικών επιχειρήσεών τους.

Πρόκειται για θεμελιώδη τάση του καπιταλισμού, την οποία ανέλυσε ο Μαρξ και ο Λένιν χαρακτήρισε ως Ιμπεριαλισμό. Οι αστικές τάξεις χρησιμοποίησαν τον όρο παγκοσμιοποίηση για να προσδώσουν θετικό πρόσημο σε μια άκρως αντιλαϊκή και αντιδραστική διαδικασία. Σε αυτή τη διαδικασία διάφοροι διακρατικοί καπιταλιστικοί οργανισμοί (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, Παγκόσμια Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Ένωση κλπ)  προβλήθηκαν ως οι φορείς που άνοιγαν το δρόμο της παγκοσμιοποίησης και έφερναν την ανάπτυξη, την πρόοδο και την ευημερία…

Ήταν η περίοδος του καλπασμού του αμερικανικού και των διεθνών χρηματιστηρίων. Στην Ελλάδα η δεκαετία του ’90 και οι αρχές του 2000 ήταν η περίοδος της φρενίτιδας του ελληνικού Χρηματιστηρίου, της εισόδου στην ΟΝΕ και της Ολυμπιάδας του 2004…

Η μάχη του Σιάτλ – το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης

Η μαχητική διαδήλωση 50.000 ανθρώπων έξω από τη σύνοδο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) στο Σιάτλ, τον Νοέμβριο του 1999, αποτέλεσε την πρώτη μαζική αμφισβήτηση του αφηγήματος της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού.

Στην αιχμή του δόρατος των διαδηλώσεων βρέθηκε ο ΠΟΕ και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η άγρια καταστολή της διαδήλωσης, μέσα στην «κοιλιά του κτήνους», και η διακοπή της ίδιας της συνόδου του ΠΟΕ κάτω από το βάρος των διαδηλώσεων και των συγκρούσεων με την αστυνομία, είχαν τεράστιο διεθνή αντίκτυπο στη συνείδηση ειδικά της νεολαίας. Άλλωστε, κάτω από την επιφάνεια συσσωρεύονταν οι αντιφάσεις και τα προβλήματα: η αυξανόμενη φτώχεια και ανισότητα, το επισφαλές μέλλον της νέας γενιάς ευέλικτων εργαζομένων, ο αποκλεισμός των λαϊκών στρωμάτων από τα δημόσια συστήματα Υγείας και Παιδείας που σταδιακά άνοιγαν στην ελεύθερη αγορά, το ξήλωμα κατακτήσεων της παλιότερης γενιάς, το ξεκλήρισμα των αγροτικών πληθυσμών ειδικά στον αναπτυσσόμενο κόσμο από τις πολυεθνικές τροφίμων, η επιβολή πολιτικών από μη εκλεγμένους θεσμούς (ΠΟΕ, ΔΝΤ κλπ) κοκ. Όπως προαναφέρθηκε, μετά το Σιάτλ ακολούθησαν και άλλοι σημαντικοί σταθμοί του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης: Νταβός, Μπανγκόκ, Νέα Υόρκη, Πράγα, Γκέτεμποργκ, Γένοβα, Θεσσαλονίκη κα.

Επειδή στις περισσότερες χώρες τα παραδοσιακά μαζικά αριστερά κόμματα είχαν ουσιαστικά καταρρεύσει και οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες είχαν ήδη υποσκάψει σε πολύ μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία και τη μαζικότητα των συνδικάτων η νέα ριζοσπαστικοποίηση, με τον βαθιά διεθνιστικό της χαρακτήρα, βρήκε νέους, διαφορετικούς δρόμους έκφρασης: τα Κοινωνικά Φόρουμ.

Κοινωνικά Φόρουμ

Τον Ιανουάριο του 2001 πραγματοποιήθηκε στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας το 1ο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ των κινημάτων, στον αντίποδα των Παγκόσμιων Οικονομικών Φόρουμ που οργάνωναν κάθε χρόνο οι οικονομικές ελίτ στο θέρετρο του Νταβός στην Ελβετία. Στο 1οΠαγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ συμμετείχαν περίπου 20.000 άνθρωποι που εκπροσωπούσαν 900 διαφορετικές οργανώσεις!

Στη συνέχεια, τα Κοινωνικά Φόρουμ (σε επίπεδο ηπείρων και χωρών) αποτέλεσαν την κύρια οργανωτική δομή του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Τα Κοινωνικά Φόρουμ ήταν ένας τόπος συνάντησης, συζήτησης και συντονισμού πολλών και διαφορετικών οργανώσεων: οργανώσεις αγροτών, νεολαίας, φεμινιστικές, φιλανθρωπικές ΜΚΟ, αντιρατσιστικές, αντιφασιστικές οργανώσεις, εργατικά συνδικάτα, πολιτικές οργανώσεις όλου του φάσματος της Αριστεράς, ακόμη και προοδευτικές θρησκευτικές οργανώσεις. Τα Κοινωνικά Φόρουμ λειτούργησαν ελκυστικά για μεγάλα κοινωνικά στρώματα, ειδικά της νεολαίας. Ο ενωτικός τους χαρακτήρας και ο ανοιχτός διάλογος που διεξήγαγαν έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στο να υπάρξει μαζική συμμετοχή στις διάφορες αντι-παγκοσμιοποιητικές διαδηλώσεις.

Την ίδια ώρα, και λόγω του χαρακτήρα τους, τα Κοινωνικά Φόρουμ είχαν φανερές αδυναμίες και όρια. Το κεντρικό σύνθημα του Πόρτο Αλέγκρε, απέναντι στην νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση ήταν «Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Ένα σύνθημα που απέρριπτε μεν τον υπάρχοντα (καπιταλιστικό) κόσμο αλλά δεν εξηγούσε ούτε πως ακριβώς θα ανατραπεί ο «καπιταλιστικός κόσμος» ούτε πώς θα μοιάζει ο εναλλακτικόςκόσμος, ούτε με ποια μέσα θα μπορούσε να επιτευχθεί. Έτσι στα Κοινωνικά Φόρουμ συνυπήρχαν ρεφορμιστικές και ριζοσπαστικές-επαναστατικές αντιλήψεις. Αντιλήψεις και οργανώσεις που πίστευαν ότι μέσα από μεταρρυθμίσεις θα μπορούσε να γίνει λιγότερο άδικος και αντιδημοκρατικός ο παγκοσμιοποιημένος, νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός συνυπήρχαν με αντιλήψεις και οργανώσεις που εξηγούσαν ότι το σύστημα δεν μπορεί να βελτιωθεί αλλά θα πρέπει να ανατραπεί, με στόχο να περάσει η οικονομική εξουσία του κεφαλαίου στην κοινωνία, τους εργαζόμενους και τη νεολαία.

Βέβαια, τα Κοινωνικά Φόρουμ δεν ήταν το ίδιο πράγμα σε κάθε χώρα. Οι συγκεκριμένες πολιτικές συνθήκες, ο πολιτικός χάρτης, οι παραδόσεις και η ιστορία κάθε χώρας επέδρασαν πάνω στα Κοινωνικά Φόρουμ διαφοροποιώντας τα ανά περίπτωση.

Η Γένοβα – η γεωγραφία του κινήματος

Η διαδήλωση κατά της συνόδου των G8 το 2001 καλέστηκε και οργανώθηκε από το Κοινωνικό Φόρουμ της Γένοβα σε μια περίοδο όπου στην Ιταλία είχε επιστρέψει στην εξουσία ο δεξιός, καναλάρχης μεγαλο-καπιταλιστής Σίλβιο Μπερλουσκόνι σε συνεργασία με τον ακροδεξιό Τζιαφριάνκο Φίνι της Λέγκα του Βορρά[2].

Στην ιταλική κοινωνία και μέσα στο Κοινωνικό Φόρουμ της Γένοβα, το πιο ισχυρό αριστερό κόμμα ήταν η Κομμουνιστική Επανίδρυση. Ένα κόμμα που είχε τις ρίζες του στο παλιό ΚΚ Ιταλίας, με πολλές χιλιάδες μέλη, είχε υιοθετήσει ένα προχωρημένο ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό λόγο αλλά στην ουσία είχε ένα αριστερό-ρεφορμιστικό (μεταρρυθμιστικό) κι όχι μαρξιστικό-επαναστατικό πρόγραμμα. Η Κομμουνιστική Επανίδρυση αποτελούσε το πιο πετυχημένο παράδειγμα, σε επίπεδο μαζικότητας και κινηματικών πρωτοβουλιών, των αριστερών σχηματισμών-κομμάτων που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’90.

Το Κοινωνικό Φόρουμ της Γένοβα ήταν εξίσου πολυτασικό με το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και σε αυτό συμμετείχαν πολλές οργανώσεις κάθε είδους. Ανάμεσα τους κάποιες αρκετά μαζικές νεολαιίστικες οργανώσεις με ημι-αναρχικά ή αυτόνομα χαρακτηριστικά, του ρεύματος της πολιτικής ανυπακοής. Τέτοιες οργανώσεις ήταν οι Ya Basta (Ως εδώ), οι Tute Bianche (Όλοι στα λευκά – από τις λευκές στολές των μελών τους) κα.

Αυτές οι οργανώσεις, μαζί με ένα μέρος των πολιτικών οργανώσεων της Αριστεράς, επικέντρωναν όλη τους την προσοχή, την προετοιμασία και τον πολιτικό σχεδιασμό στην αμφισβήτηση της «κόκκινης ζώνης». Δηλαδή στη συμβολική σύγκρουση με την αστυνομία έξω από το περιφραγμένο μέρος της πόλης, μέσα στο οποίο γίνονταν η σύνοδος των G8.

Η κόκκινη ζώνη της Γένοβα, μια περιοχή που καταλάμβανε το 1/3 της πόλης (!), ήταν αποκλεισμένη με σιδερένιους φράκτες και μεταλλικά κοντέινερ, φυλασσόταν από χιλιάδες αστυνομικούς στους δρόμους, επιτηρούνταν από ελικόπτερα στον αέρα και από τη θάλασσα με σκάφη του λιμενικού, ακόμη και βατραχανθρώπους!

Σύμφωνα με το σκεπτικό της πολιτικής ανυπακοής του Κοινωνικού Φόρουμ της Γένοβα τα μέλη αυτών των οργανώσεων, θα αμφισβητούσαν την κόκκινη ζώνη, ουσιαστικά θα συγκρούονταν με την αστυνομία, κάνοντας χρήση μόνο παθητικών μέσων προστασίας των διαδηλωτών (κράνη, στολές από αφρολέξ, ασπίδες από πλέξιγκλας). Οι Tute Bianche μάλιστα είχαν καταλάβει ένα ολόκληρο ποδοσφαιρικό γήπεδο, όπου διέμεναν εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες νέοι και προετοιμάζονταν για την ημέρα της πολιτικής ανυπακοής (20/7).

Εκτός από τους παραπάνω υπήρχε και το Black Block, δηλαδή διάφορες οργανωμένες αναρχικές ομάδες που δρούσαν αυτόνομα, έξω από το Κοινωνικό Φόρουμ και βασικά επιδίδονταν σε άμεσες συγκρούσεις με την αστυνομία αλλά και σε «μπάχαλα», καταστροφές τραπεζών κοκ. Όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια από εκατοντάδες φωτογραφίες, ασφαλίτες-προβοκάτορες της Ιταλικής αστυνομίας συμμετείχαν και προκάλεσαν επεισόδια με στόχο τη δικαιολόγηση της άγριας καταστολής.

Στις 3ήμερες κινητοποιήσεις (19-20-21/7/2001) συμμετείχαν διαδηλωτές και οργανώσεις από πολλές ακόμη Ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ελλάδα, κ.α.).

Η Ελληνική συμμετοχή

Υπολογίζεται ότι πάνω από 3.000 Έλληνες ταξίδεψαν στην Ιταλία και πήραν μέρος στις διαδηλώσεις της Γένοβα. Η ελληνική συμμετοχή οργανώθηκε από τέσσερεις διαφορετικές πρωτοβουλίες:

  • Την Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Διαδήλωση στη Γένοβα, στην οποία συμμετείχε ο ΣΥΝ που τότε ήταν στο 3%, η τότε ΑΚΟΑ, οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς όπως το Ξεκίνημα, η ΟΚΔΕ Σπάρτακος, η ΔΕΑ, το Δίκτυο κ.α. και εξελίχθηκε στο Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ.
  • Την Πρωτοβουλία Γένοβα 2001, που ήταν μια πρωτοβουλία που είχε πάρει ΣΕΚ μαζί με τις ηγεσίες κάποιων συνδικάτων ελεγχόμενων από το ΠΑΣΟΚ.
  • Τα συνδικάτα του ΠΑΜΕ (βασικά μέλη του ΚΚΕ) και, τέλος
  • Την Αντικαπιταλιστική Αντιιμπεριαλιστική Επιτροπή.

Οι μεγαλύτερες αποστολές ήταν αυτή της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Διαδήλωση στη Γένοβα και της Πρωτοβουλίας Γένοβα 2001.

Την περίοδο πριν τις διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα μια μεγάλη καμπάνια ενημέρωσης γύρω από τα θέματα της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού με εκατοντάδες εκδηλώσεις, προβολές, παρεμβάσεις κοκ. Το θέμα λοιπόν δεν περιορίστηκε στους 3.000 Έλληνες διαδηλωτές αλλά απλώθηκε στην ελληνική κοινωνία που είδε αυτό το κίνημα με τεράστια συμπάθεια.

Θέμα έντονων συζητήσεων και πολιτικών αντιπαραθέσεων στις γραμμές της ελληνικής ριζοσπαστικής Αριστεράς αποτέλεσε το αν θα έπρεπε οι οργανώσεις αυτές να συμμετέχουν σε κοινά μετωπικά σχήματα, όπως τα Φόρουμ, μαζί με οργανώσεις και κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς όπως ήταν ο ΣΥΝ. Το ζήτημα αυτό τακτικής δεν ήταν μικρής σημασίας. Η γραμμή του ΚΚΕ, του ΝΑΡ και άλλων οργανώσεων ήταν αυτή της δημιουργίας συσπειρώσεων γύρω από τους ίδιους κι έτσι κατά βάση σε αυτές συμμετείχαν μέλη αυτών των κομμάτων και οργανώσεων. Η Πρωτοβουλία Γένοβα 2001 που ελέγχονταν από το ΣΕΚ, προσέλκυσε μεν σημαντικό αριθμό ανένταχτων αγωνιστών, αλλά χαρακτηριζόταν από μια στενή σχέση με συνδικαλιστικές γραφειοκρατικές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες χρησιμοποιούσαν τη συμμετοχή τους στις διεθνείς διαδηλώσεις ως αριστερό άλλοθι τη στιγμή που έπαιζαν έναν συμβιβαστικό και προδοτικό ρόλο μέσα στα συνδικάτα.

Η Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Διαδήλωση στη Γένοβα, κινητοποίησε περίπου 1.800 διαδηλωτές. Ήταν η πιο πλατιά, ενωτική και με αρκετά δημοκρατική λειτουργία πρωτοβουλία. Αυτή η ενωτική προσέγγιση λειτούργησε θετικά και έδωσε τη δυνατότητα στις οργανώσεις που συμμετείχαν να ανοιχτούν σε πολύ μεγαλύτερα κοινωνικά ακροατήρια. Επιπλέον αποτέλεσε παράλληλη διαδικασία με τον Χώρο διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς που με τη σειρά του ήταν ο προάγγελος του ΣΥΡΙΖΑ (στη δημιουργία και άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο και άλλα μετέπειτα γεγονότα[3]).

Φυσικά η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, έδειξε πόσο αδιέξοδος είναι ο ρεφορμισμός. Και τα δυο κόμματα αντί να αξιοποιήσουν την κοινωνική τους δυναμική για να ανατρέψουν την εξουσία του κεφαλαίου – που πρέπει να αποτελεί το στρατηγικό καθήκον της Αριστεράς – προσπάθησαν να «μεταρρυθμίσουν» το σύστημα προς το καλύτερο καταλήγοντας να γίνουν τα ίδια υπηρέτες του συστήματος.

Σε αυτό το σημείο όμως θα επανέλθουμε αργότερα. Εδώ ας κρατήσουμε ότι η τακτική της πλατιάς ενωτικής δράσης δυνάμεων της Αριστεράς, που διατηρούν τις διαφορές και την αυτονομία τους, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην μαζική συμμετοχή στη διαδήλωση.

Γένοβα: 19-20-21 Ιουλίου 2001

Τις τριήμερες κινητοποιήσεις «άνοιξε» μια μεγάλη δωρεάν συναυλία του Μάνου Τσάο, Τετάρτη 18 Ιουλίου.

Η πρώτη διαδήλωση, την Πέμπτη 19/7, είχε ως κεντρικό πρόταγμα τα δικαιώματα των προσφύγων και μεταναστών. Το πόσο σημαντική ήταν αυτή η στόχευση το βλέπουμε ακόμη περισσότερο σήμερα που εκατομμύρια άνθρωποι από την Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική εξωθούνται από τις εστίες τους λόγω των συνεπειών του καπιταλισμού (φτώχεια, πόλεμοι, κλιματική αλλαγή). Κι όταν φτάνουν στη Δύση έρχονται αντιμέτωποι με τους φράκτες, τις παράνομες επαναπροωθήσεις στη θάλασσα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, τις ρατσιστικές πολιτικές των κυβερνήσεων, την βία της φασιστικής ακροδεξιάς.

Η δεύτερη ημέρα, Παρασκευή 20/7, είχε οριστεί ως ημέρα πολιτικής ανυπακοής κατά της κόκκινης ζώνης. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του Κοινωνικού Φόρουμ της Γένοβα θα γίνονταν προσπάθεια να σπάσει η κόκκινη ζώνη σε έξι διαφορετικά σημεία με διάφορες μεθόδους.

Και η τρίτη ημέρα, το Σάββατο 21/7, είχε οριστεί ως η ημέρα της κορύφωσης, της μεγάλης διαδήλωσης.

Η καταστολή

Από την πρώτη στιγμή η ατμόσφαιρα «μύριζε μπαρούτι». Την αποστολή της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Διαδήλωση στη Γένοβα υποδέχτηκαν στο λιμάνι της Ανκόνα εκατοντάδες βανάκια της αστυνομίας, που είχαν αποκλείσει το ντόκο του πλοίου και στα οποία επέβαιναν καραμπινιέροι με προτεταμένα αυτόματα πυροβόλα όπλα προς την κατεύθυνση του ελληνικού πλοίου.

Το μήνυμα έγινε ακόμη πιο σαφές όταν η Ιταλική αστυνομία, εντελώς αναίτια, σταμάτησε τρία λεωφορεία (από τα δεκάδες που αποτελούσαν την αποστολή) στα οποία επέβαινε η Συντονιστική Επιτροπή , αποκόπτοντας τα από την υπόλοιπη αποστολή. Τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής μετά από άγριο ξύλο πάνω στον καταπέλτη του πλοίου αναγκάστηκαν να επιστρέψουν την Ελλάδα, ενώ η υπόλοιπη αποστολή οδηγήθηκε στη Γένοβα συνοδεία περιπολικών. Αυτά τα γεγονότα ήταν μόνο ένα μικρό δείγμα των όσων θα ακολουθούσαν.

Η δολοφονία του Κάρλο Τζουλιάνι

Η καταστολή που εξαπέλυσε τις επόμενες δυο ημέρες η αστυνομία ήταν πρωτοφανής σε έκταση και αγριότητα. Για όσους συμμετείχαμε σε αυτές τις διαδηλώσεις αυτή η εμπειρία δεν θα ξεχαστεί ποτέ.

Την Παρασκευή 20 Ιουλίου οι διαδηλωτές προσέγγισαν από 6 διαφορετικά σημεία την κόκκινη ζώνη ήρθαν αντιμέτωποι με γκλομπς, δακρυγόνα, μηχανοκίνητα τμήματα ακόμη και σκυλιά της ιταλικής αστυνομίας! Η Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Διαδήλωση στη Γένοβα συμμετείχε στη διαδήλωση στο σταθμό Μπρίνιολε μαζί με τη Γαλλική LCR, τους Tute Bianche και άλλες οργανώσεις.Στην κεφαλή της συγκεκριμένης διαδήλωσης, έξω ακριβώς από την κόκκινη ζώνη οι καραμπινιέροι δολοφόνησαν τον Κάρλο Τζουλιάνι πυροβολώντας τον στο κεφάλι ενώ στη συνέχεια τζιπ της αστυνομίας πέρασε δυο φορές πάνω από το σώμα του!

Η είδηση μαζί με φωτογραφίες από τον νεκρό διαδηλωτή μεταδόθηκε από το κέντρο αντιπληροφόρησης Indymedia που είχε στήσει το Κοινωνικό Φόρουμ της Γένοβα στο σχολείο Ντίαζ. Διόλου τυχαία, το ίδιο βράδυ, η Ιταλική αστυνομία εισέβαλε στους χώρους του Γενοβέζικου Indymedia ξυλοκοπώντας και συλλαμβάνοντας όποιον έβρισκε μπροστά της. Ταυτόχρονα ελικόπτερα της αστυνομίας έκαναν περιπολίες πάνω απ’ όλη την πόλη και τους χώρους όπου διέμεναν διαδηλωτές όπως από το γήπεδο της Via de Ciclamini όπου είχε καταλύσει η Ελληνική Επιτροπή.

Λαοθάλασσα στις 21 Ιουλίου

Η απάντηση του κινήματος την επόμενη ημέρα, Σάββατο 21 Ιουλίου, ήταν συγκλονιστική!

Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 300.000 διαδηλωτές από όλη την Ιταλία και το εξωτερικό συμμετείχαν στη διαδήλωση αυτή με συνθήματα όπως το fascisti assassini carabinieri (φασίστες δολοφόνοι καραμπινιέροι) να κυριαρχούν και να τραντάζουν την ατμόσφαιρα. Στη διαδήλωση το κόμμα της Κομουνιστικής Επανίδρυσης είχε την πιο μαζική παρουσία μαζί με την προσκείμενη στην Κομμουνιστική Επανίδρυση συνδικαλιστική συνομοσπονδία CGIL, (στην Ιταλία δεν υπάρχει ενιαία συνομοσπονδία όπως η ΓΣΕΕ στην Ελλάδα, αλλά συνδικαλιστικές οργανώσεις που πρόσκεινται σε πολιτικά κόμματα).

Οι κάτοικοι της πόλης, παρά την εκστρατεία εκφοβισμού που είχε προηγηθεί, χρησιμοποίησαν κάθε μέσο για να δείξουν την αλληλεγγύη τους προς τους διαδηλωτές – σημαίες στα μπαλκόνια, μπουκάλια με νερό στους διαδηλωτές, προστασία διαδηλωτών από την αστυνομία κοκ.

Η αστυνομία χτύπησε εκ νέου τη διαδήλωση, με δακρυγόνα να εκτοξεύονται μαζικά ακόμα και από ελικόπτερα, και κυνήγι διαδηλωτών, ξύλο και συλλήψεις μέχρι και τα περίχωρα της πόλης. Ο αντίκτυπος της καταστολής αλλά και του μεγέθους της διαδήλωσης ήταν τεράστιος τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ελλάδα.

Η πορεία της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης

Οι διαδηλώσεις της Γένοβα ενίσχυσαν σημαντικά το κύρος και την επιρροή του κόμματος της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (ΚΕ) που εμφανίζονταν στην προμετωπίδα του αντι-παγκοσμιοποιητικού κινήματος στην Ιταλία και την Ευρώπη.

Έχοντας ρίζες στο παραδοσιακά ισχυρό κομμουνιστικό κίνημα της Ιταλίας, και με μια ήδη μαζική εκλογική απήχηση (στις βουλευτικές εκλογές του 1996 η ΚΕ είχε πάρει 3,2 εκ ψήφους και 8,5% του εκλογικού σώματος!) η ΚΕ είχε τη δυνατότητα να παίξει καταλυτικό ρόλο τόσο στην Ιταλική όσο και στην Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Ο ρόλος της ΚΕ στην τεράστια αντιπολεμική διαδήλωση του 1 εκ. ανθρώπων στη Φλωρεντία 1,5 χρόνο αργότερα (Νοέμβριος 2002) ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την απήχηση και τις δυνατότητές του κόμματος.

Όμως η ΚΕ απέτυχε να αξιοποιήσει αυτές τις δυνατότητες ως αποτέλεσμα του ρεφορμιστικού της προγράμματος.

Το 2004 η ΚΕ μπήκε στην κεντροαριστερή καπιταλιστική κυβέρνηση συνεργασίας του Ρομάνο Πρόντι και ανέλαβε την ευθύνη για την εφαρμογή αντιλαϊκών πολιτικών. Ως αποτέλεσμα η ΚΕ αποξενώθηκε από τα λαϊκά στρώματα της Ιταλικής κοινωνίας και στη συνέχεια μπήκε σε μια βαθιά κρίση διαρκών διασπάσεων. Σήμερα η ΚΕ έχει εξαφανιστεί ουσιαστικά από τον πολιτικό χάρτη της Ιταλίας.

Η πορεία της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (όπως και των άλλων μαζικών αριστερών σχηματισμών όπως ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ) έδειξε ότι η συμμετοχή στα κινήματα και η ενωτική προσέγγιση δεν αρκεί.

Χωρίς ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα αμφισβήτησης της εξουσίας των καπιταλιστών, τα κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς διολισθαίνουν στο συμβιβασμό και καταλήγουν να προδώσουν τις προσδοκίες των εργατικών λαϊκών στρωμάτων, συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις συνεργασίας με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα τύπου ΠΑΣΟΚ, στο όνομα του να μην επιστρέψει η Δεξιά. Έτσι, οδηγούνται σε κρίση ή/και στη διάλυση. Αυτή η στάση ανοίγει το δρόμο σε κάθε είδους λαϊκιστική και ακροδεξιά «εναλλακτική».

Στην Ιταλία ο σάπιος Σίλβιο Μπερλουσκόνι επανήλθε στην εξουσία το 2008, ενώ αργότερα εμφανίστηκαν νέα λαϊκιστικά κόμματα όπως Το κίνημα των 5 αστέρων, τα οποία μαζικοποιήθηκαν και μπήκαν στην κυβέρνηση. Παράλληλα, ενισχύθηκε η ακροδεξιά-ρατσιστική Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι η οποία ήρθε πρώτο κόμμα στις ευρωεκλογές του 2019 με πάνω από 9 εκ. ψήφους! Από την άλλη, η Ιταλική Αριστερά εμφανίζει εικόνα απερίγραπτης πολυδιάσπασης και ουσιαστικά διάλυσης.

Η πορεία του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης και η Ελληνική Αριστερά

Λίγες εβδομάδες μετά τις διαδηλώσεις της Γένοβα, είχαμε την τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης (11η Σεπτεμβρίου 2001). Το γεγονός συγκλόνισε όλο τον κόσμο και έδωσε τη δυνατότητα στον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό να εισβάλει πρώτα στο Αφγανιστάν και έπειτα στο Ιράκ, στις αρχές του 2003.

Το αντι-παγκοσμιοποιητικό κίνημα γρήγορα μετεξελίχθηκε σε αντιπολεμικό που κατέβασε στους δρόμους πολλών χωρών και πόλεων του πλανήτη εκατομμύρια ανθρώπους τον Μάρτιο του 2003 όταν τα αμερικανικά στρατεύματα έκαναν επίθεση στο Ιράκ.

Στη Φλωρεντία, τον Νοέμβριο του 2002, μια λαοθάλασσα 1 εκ. ανθρώπων διαδήλωσε κατά του πολέμου ενώ δεκάδες χιλιάδες συμμετείχαν στις εργασίας του 1ου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ της Φλωρεντίας (ακολούθησε το 2ο ΕΚΦ στο Παρίσι το 2003, το 3ο στο Λονδίνο το 2004 και το 4ο στην Αθήνα το 2006).

Στην Ελλάδα η Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή διαδήλωση στη Γένοβα μετεξελίχθηκε στο Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ (ΕΚΦ), με τον ΣΥΝ να αποτελεί τη μεγαλύτερη δύναμη εντός του, και χιλιάδες νεολαίους να παίρνουν ενεργά μέρος τόσο στις εσωτερικές του διαδικασίες όσο και στο αντιπολεμικό κίνημα του 2002-2003. Το Ιούνιο του 2003 το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ και άλλες δυνάμεις διοργάνωσαν αντιπαγκοσμιοποιητικές διαδηλώσεις ενάντια στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στο Μαρμαρά της Χαλκιδικής και μέσα στη Θεσσαλονίκη ενώ είχαν προηγηθεί κινητοποιήσεις στο Ναύπλιο κα.

Ένα από τα ζητήματα που επίσης προκάλεσαν μεγάλες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του κινήματος ήταν αυτό των συμβολικών συγκρούσεων, κατ’ αναλογία της πολιτικής ανυπακοής που εφαρμόστηκε στη Γένοβα. Για ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής Αριστεράς, τόσο εντός ΕΚΦ, όσο και εκτός (γύρω από το ΝΑΡ) έβλεπε στην πρακτική των συμβολικών συγκρούσεων το μέσο για τη ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος. Κατά τη γνώμη μας, οι συμβολικές συγκρούσεις δεν είχαν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, κάτι που έδειξε και η εμπειρία της Γένοβα όπου αυτή η πρακτική πήρε την πιο οργανωμένη και μαζική της μορφή. Όπως εξηγούσαμε, και συνεχίζουμε να κάνουμε, το κίνημα γίνεται πιο επικίνδυνο όταν καταφέρνει να κινητοποιεί όλο και μεγαλύτερους αριθμούς, όταν αποκτά μαζικές και δημοκρατικές μορφές οργάνωσης σε συνδικαλιστικό και πολιτικό επίπεδο και όταν αρχίζει να χρησιμοποιεί τα βαριά όπλα του εργατικού κινήματος, δηλαδή την απεργία και τη γενική απεργία.

Τον Μάιο του 2006 διοργανώθηκε στην Αθήνα (Ελληνικό) το 4ο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ και στη διαδήλωση συμμετείχαν περίπου 100.000 διαδηλωτές.

Λίγες ημέρες αργότερα φουντώνει το φοιτητικό κίνημα καταλήψεων που κράτησε ως τον Μάρτιο του 2007. Είναι φανερό ότι υπήρχε μεγάλη αλληλεπίδραση όλων αυτών των παραγόντων και διεργασιών.

Η συμμετοχή του ΣΥΝ στα κινήματα αυτά, η ενωτική του προσέγγιση, η δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ αρχικά ως μέτωπο οργανώσεων και η στάση που κράτησε στους μετέπειτα αγώνες (ειδικά στους αντι-μνημονιακούς αγώνες του 2010-2012) του επέτρεψαν να καλύψει ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κενού στην Ελλάδα.

Όπως όμως έχουμε εξηγήσει αναλυτικά αλλού το στοιχείο που καθόρισε την κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και στην περίπτωση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, ήταν το πολιτικό του πρόγραμμα.

Στηριγμένος στη ρεφορμιστική αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρξει μια πιο ανθρώπινη και πιο φιλολαϊκή διαχείριση του καπιταλισμού, η ηγεσία του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, κατέληξαν να προδώσουν τις λαϊκές προσδοκίες και το ίδιο το βροντερό 62% ΟΧΙ του δημοψηφίσματος του 2015. Αυτό πρέπει να αποτελέσει ένα βασικό δίδαγμα στην προσπάθεια για τη δημιουργία μιας μαζικής, πραγματικά ριζοσπαστικής Αριστεράς στο μέλλον.

Οι παρακαταθήκες

Σήμερα, 23 χρόνια μετά τη Γένοβα, δεν υφίσταται πλέον αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα. Όμως η Γένοβα έπαιξε καταλυτικό ρόλο και άφησε μεγάλες παρακαταθήκες.

Καταρχάς η Γένοβα (μαζί με τις υπόλοιπες μεγάλες κινητοποιήσεις της περιόδου εκείνης) έδειξε ότι η ήττα και η υποχώρηση του κινήματος (ίσχυε από τη δεκαετία του ’90) δεν είναι κάτι που θα ισχύει για πάντα. Ακόμη και σε συνθήκες όπου φαινομενικά επικρατεί η κοινωνική ηρεμία, οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του ίδιου του καπιταλισμού προετοιμάζουν τα επόμενα κινήματα και αγώνες.

Η Γένοβα επίσης επανέφερε τον διεθνισμό και τον διεθνιστικό συντονισμό των αγώνων. Την κατανόηση δηλαδή ότι δεν φτάνει η πάλη σε μια χώρα, ειδικά σε συνθήκες ενός διεθνοποιημένου-παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Ότι εκτός από τις εθνικές αστικές κυβερνήσεις απέναντί μας βρίσκεται το σύνολο των διακρατικών οργανισμών του κεφαλαίου – στην Ελλάδα είναι πολύ νωπός ο ρόλος της ΕΕ.

Επιπλέον, αναδείχθηκε για άλλη μια φορά το πώς οι ενωτικές μετωπικές πρωτοβουλίες όπως ήταν τα Κοινωνικά Φόρουμ, στο εσωτερικό των οποίων διεξάγεται ανοιχτή πολιτική αντιπαράθεση, μπορούν να συσπειρώσουν και να κινητοποιήσουν πολύ μεγάλους αριθμούς ανθρώπων και έτσι να δημιουργήσουν νέα δεδομένα.

Σε ότι αφορά τις μεθόδους πάλης, η Γένοβα έδειξε ότι το αστικό κράτος και οι κατασταλτικοί του μηχανισμοί δεν μπορούν να ηττηθούν με στρατιωτικούς όρους και συμβολικές συγκρούσεις τύπου Tute Bianche και Black Block. Το κυριότερο, η Γένοβα έδειξε ότι τα μεγάλα κινήματα, ανοίγουν εξίσου μεγάλες δυνατότητες για την Αριστερά. Το πώς όμως θα τις αξιοποιήσει η ίδια η Αριστερά έχει να κάνει με το πρόγραμμά της, τη στρατηγική της, συνολικά τη φυσιογνωμία της. Για να μην καταλήξουν τα κινήματα του μέλλοντος σε απογοητεύσεις και προδοσίες τύπου Κομμουνιστικής Επανίδρυσης και ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται από σήμερα να χτίσουμε πολιτικές οργανώσεις που θα έχουν ένα ξεκάθαρα ανατρεπτικό επαναστατικό πρόγραμμα, με στόχο το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, ενώ την ίδια ώρα θα λειτουργούν δημοκρατικά και ενωτικά προς την υπόλοιπη Αριστερά.

 


[1] διαδήλωση κατά της συνόδου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, WTO
[2] Σήμερα το όνομα της είναι σκέτο Λέγκα, έχει ηγέτη τον Ματέο Σαλβίνι και παραμένει ένα ακροδεξιό-ρατσιστικό κόμμα.
[3] Για εκτενή ανάλυση γύρω από την άνοδο και την υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ δείτε εδώ

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.