Γιατί είμαστε ενάντια στην αξιολόγηση στην εκπαίδευση

image_pdfimage_print

Του Γιώργου Διαμάντη

Καθώς η µάχη της αξιολόγησης µπαίνει στην τελική ευθεία, είναι χρήσιµο να συνοψίσουµε τους λόγους για τους οποίους σύσσωµος ο κόσµος της εκπαίδευσης στέκεται απέναντί της. Αυτό γίνεται ακόµα πιο αναγκαίο, αφού εξαιτίας του µπαράζ της προπαγάνδας από τα απολύτως ελεγχόµενα από την κυβέρνηση ΜΜΕ, ένα, πιθανώς σηµαντικό, µέρος της κοινωνίας, θεωρεί την αξιολόγηση θετική µε τη λογική ότι: «πρέπει να ξέρουµε αν αυτοί στους οποίους εµπιστευόµαστε τα παιδιά µας είναι επαρκείς». Η επίσηµη άποψη της κυβέρνησης είναι ότι η αξιολόγηση είναι απαραίτητη για τη βελτίωση του επιπέδου των εκπαιδευτικών κι ότι αυτοί δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν, αφού για όσους δεν αξιολογηθούν θετικά δεν προβλέπονται απολύσεις ή άλλες ποινές, αλλά διαδικασίες επιµόρφωσης.

Είναι βέβαια αστείο να µιλούν για επιµόρφωση αυτοί που επί κυβέρνησης Σαµαρά έκλεισαν τα διδασκαλεία, στα οποία οι δάσκαλοι εισάγονταν µε εξετάσεις και παρακολουθούσαν διετές πρόγραµµα επιµόρφωσης όντας αποσπασµένοι από τα σχολεία τους. Αστείο είναι επίσης και το ξαφνικό ενδιαφέρον για την παιδεία αυτών που επί χρόνια αφήνουν τα σχολεία µε χιλιάδες κενά κάθε χρόνο, µε άθλιες κτηριακές και υλικοτεχνικές υποδοµές, µε παρωχηµένα αναλυτικά προγράµµατα και βιβλία, µε µεγάλο αριθµό µαθητών ανά τµήµα κ.λπ. Αυτοί λοιπόν που ευθύνονται για όλα αυτά, προσπαθούν να ρίξουν τις ευθύνες για την κατάσταση της παιδείας στους εκπαιδευτικούς, που εδώ και 13 ολόκληρα χρόνια βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει, τους µισθούς, τις συντάξεις και το εφάπαξ τους να καταβαραθρώνονται, ενώ σχεδόν το 1/3 απ’ αυτούς είναι αναπληρωτές, δηλαδή πραγµατικοί όµηροι της κυβέρνησης που επί χρόνια γυρίζουν σαν νοµάδες όλη τη χώρα, πληρώνοντας σε ενοίκια και µεταφορικά το µεγαλύτερο µέρος του πενιχρού µισθού τους.

Είναι εδώ ακριβώς που η κυβέρνηση πετάει το τυράκι στους εκπαιδευτικούς ελπίζοντας ότι κάποιοι «θα τσιµπήσουν», βάζοντας την υπουργό να δηλώσει ότι «αφού ζητάµε πολλά από τους εκπαιδευτικούς, πρέπει να τους δώσουµε και κάτι», χωρίς φυσικά να δεσµεύεται για το τι και πόσο θα είναι αυτό το “κάτι” και πότε θα δοθεί, αφήνοντας απλά να εννοηθεί ότι θα το πάρουν -σαν… µπόνους- όσοι αξιολογηθούν θετικά.

Σχολείο της πειθάρχησης και της αγοράς

Είναι λοιπόν ολοφάνερο ότι το τελευταίο που απασχολεί την κυβέρνηση είναι η βελτίωση του επιπέδου της παρεχόµενης εκπαίδευσης. Η αξιολόγηση είναι για την κυβέρνηση ένα εργαλείο για να προωθήσει τον ταξικό διαχωρισµό των σχολείων, τη γενική απορρύθµιση και ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, την εξοικονόµηση πόρων τόσο από το µισθολογικό όσο και από το λειτουργικό κόστος των σχολείων και την εντατικοποίηση για εκπαιδευτικούς και µαθητές. Είναι ένας τρόπος για τη δηµιουργία του «σχολείου της αγοράς», ενός σχολείου που δε µορφώνει ολόπλευρα τα παιδιά, αλλά τα εφοδιάζει µόνο µε συγκεκριµένες δεξιότητες.

Για τους εκπαιδευτικούς η αξιολόγηση σηµαίνει ένα σχολείο της πειθάρχησης, καθώς εγκαθιδρύει µια ολόκληρη καταπιεστική πυραµίδα πάνω απ’ τα κεφάλια τους, που αρχίζει από τον διευθυντή της σχολικής µονάδας και φτάνει ως τον εκάστοτε υπουργό Παιδείας, περνώντας από µια σειρά ενδιάµεσων κρίκων, όπως οι σχολικοί σύµβουλοι, οι ειδικοί αξιολογητές κ.λπ.

Επίσης, παρά το γεγονός ότι τώρα δεν προβλέπονται απολύσεις, είναι απολύτως βέβαιο ότι στην πολύ πιθανή περίπτωση µιας νέας ύφεσης και µιας νέας όξυνσης της οικονοµικής κρίσης που θα έχει χαρακτηριστικά ανάλογα µε εκείνα της περιόδου 2010-2015, η αξιολόγηση θα χρησιµοποιηθεί για να δικαιολογήσει τις µειώσεις µισθών ή ακόµα και τις απολύσεις – που θα µοιάζουν τότε αναγκαίες για το χρεοκοπηµένο ελληνικό ∆ηµόσιο. «∆ιώχνουµε τους ανίκανους και τους τεµπέληδες», θα πουν τότε, για να εξασφαλίσουν τη συναίνεση της κοινωνίας.

Τέλος, για την ελληνική κοινωνία συνολικά, η αξιολόγηση σηµαίνει κατηγοριοποίηση των σχολείων και προσαρµογή όλου του εκπαιδευτικού συστήµατος στις απαιτήσεις της αγοράς, αφού συνδέεται µε την υλοποίηση όλων των αντιδραστικών και ταξικών ρυθµίσεων που συστήνουν η Ε.Ε. και ο ΟΟΣΑ, όπως η τράπεζα θεµάτων, οι εξετάσεις PISA ακόµα και από την έκτη τάξη του δηµοτικού, η πανεπιστηµιακή αστυνοµία, η ισοτιµία των πτυχίων των ιδιωτικών κολεγίων µε αυτά των κρατικών πανεπιστηµίων κ.λπ. Βρισκόµαστε δηλαδή µπροστά σε ένα συνολικό σχέδιο που αποσκοπεί στην οριστική και πλήρη διάλυση της δηµόσιας παιδείας, του οποίου η αξιολόγηση δεν αποτελεί παρά µόνο ένα κοµµάτι. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την πρεµούρα της κυβέρνησης να προχωρήσει την αξιολόγηση εν µέσω προεκλογικής περιόδου, ανοίγοντας µέτωπο µε τον µεγαλύτερο κλάδο του δηµόσιου τοµέα, πράγµα ασυνήθιστο.

Ευρύτερη σηµασία

Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, ο εκπαιδευτικός κόσµος στέκει σύσσωµος ενάντια στην αξιολόγηση και συµµετέχει µε πρωτοφανή µαζικότητα στις δράσεις που σκοπεύουν στη µαταίωσή της, παρά το γεγονός ότι η συνδικαλιστική του ηγεσία (∆ΟΕ και ΟΛΜΕ) δε στέκεται στο ύψος της.

Όµως, πέρα απ’ όλα αυτά, ο αγώνας του εκπαιδευτικού κινήµατος ενάντια στην αξιολόγηση έχει πολύ ευρύτερη σηµασία, ακόµα κι αν αυτό δεν φαίνεται τώρα τόσο καθαρά.

Μέσα στις συνθήκες που υπάρχουν σήµερα διεθνώς, µε µείωση της συσσώρευσης παραγωγικού κεφαλαίου, υψηλό πληθωρισµό και επιβράδυνση της αύξησης του ΑΕΠ σε όλες σχεδόν τις χώρες, µε την πιθανότητα µιας νέας ύφεσης να µεγαλώνει κάθε µέρα και περισσότερο, µε την τραπεζική, ενεργειακή και κλιµατική κρίση να σοβούν, µε τα προβλήµατα στις εφοδιαστικές αλυσίδες να απειλούν µε επισιτιστική κρίση τα φτωχότερα στρώµατα ακόµα και των αναπτυγµένων καπιταλιστικών κρατών και κυρίως µε την κρίση πολιτικής ηγεµονίας και νοµιµοποίησης του καπιταλισµού όπως αυτός µορφοποιήθηκε στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου µοντέλου απ’ το 1980 και µετά, η επίθεση σε κάθε τι δηµόσιο, µε στόχο τη δραστική µείωση των δηµόσιων δαπανών (εκτός βέβαια αυτών που αφορούν τον στρατό και την αστυνοµία – και τον εξοπλισµό τους), αποτελεί µονόδροµο για τις άρχουσες τάξεις όλων των χωρών.

Στην Ελλάδα αυτό θα έχει ακόµα µεγαλύτερες διαστάσεις. Με µια οικονοµία κυριολεκτικά ρηµαγµένη από τα µνηµόνια και την εσωτερική υποτίµηση, µε έναν εθνικό καπιταλισµό ουσιαστικά χρεοκοπηµένο που από το 2010 χάνει συνεχώς θέσεις στον διεθνή καταµερισµό, µε µια τυχοδιωκτική αστική τάξη που λυµαίνεται τα κρατικά ταµεία και έχει µάθει εδώ και δύο αιώνες να είναι ουσιαστικά κρατικοδίαιτη, η ληστεία των κρατικών δαπανών είναι κάτι παραπάνω από βέβαιη, ακόµα κι αν πέσει αυτή η κυβέρνηση που αποτελεί ένα κράµα ακροδεξιών και ακραία νεοφιλελεύθερων. Όποια κυβέρνηση κι αν προκύψει απ’ τις επερχόµενες εκλογές, όποιο κόµµα ή συνδυασµός κοµµάτων κι αν κυβερνήσει, θα κάνει πάνω-κάτω τα ίδια υπακούοντας στις επιταγές του ελληνικού και διεθνούς κεφαλαίου.

Με βάση τα παραπάνω, ο αγώνας των εκπαιδευτικών ενάντια στην αξιολόγηση είναι στην πραγµατικότητα αγώνας για την προάσπιση όχι µόνο της δηµόσιας παιδείας, αλλά του δηµόσιου χώρου στο σύνολό του. Γι’ αυτό, µια νίκη σ’ αυτόν θα αλλάξει γενικά τις ισορροπίες, ανεβάζοντας το ηθικό της εργατικής τάξης και δείχνοντας ότι ο αντίπαλος δεν είναι ανίκητος. Μάλιστα, πρόκειται για µια νίκη που έχει σηµαντικές πιθανότητες να κατακτηθεί, αφού µια στοιχειώδης µαζικότητα στην ανυπακοή αφαιρεί από την κυβέρνηση τη δυνατότητα επιβολής κάθε είδους πειθαρχικών µέτρων.

Εδώ ακριβώς είναι που παίζει τεράστιο ρόλο η οργάνωση των αγώνων, όχι µόνο για να γλιτώσουµε την αξιολόγηση, αλλά κυρίως για να δώσουµε ένα υπόδειγµα οργάνωσης των εργατικών αγώνων. Τα όσα προτείναµε στο άρθρο του προηγούµενου φύλλου (απεργιακά ταµεία, απεργιακές φρουρές, συνεννόηση µε άλλους κλάδους για ταυτόχρονο ξέσπασµα απεργιών -όπως συµβαίνει τώρα στη Γαλλία και την Αγγλία- κ.λπ.) δεν ανεβάζουν απλά τις πιθανότητες νίκης σε µια συγκεκριµένη µάχη, αλλά εµπεδώνουν µια ανώτερου επιπέδου κουλτούρα σε όλο το εργατικό κίνηµα, αναβιώνοντας εργατικούς θεσµούς που προσελκύουν τον κόσµο, του µαθαίνουν να αγωνίζεται και του δίνουν την πεποίθηση ότι οι αγώνες του θα έχουν αποτέλεσµα.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.