Του Μάριου Αυγουστάτου
Το How to Make Millions Before Grandma Dies, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ταϊλανδού Pat Boonnitipat είναι η καλύτερη δραματική ταινία σχέσεων του 2024, και από τις καλύτερες των τελευταίων αρκετών ετών.
Διαβάζοντας τη σύνοψη σε γνωστά κινηματογραφικά σάιτ, είχα την εντύπωση ότι ήταν μια κωμωδία για τους συγγενείς που ανταγωνίζονται για την κληρονομιά της γιαγιάς, αλλά -τελικά- είναι είναι ένα ειλικρινές πορτρέτο του ταξιδιού μιας οικογένειας ως τον θάνατο μιας ετοιμοθάνατης γιαγιάς. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το προσωπικό στα σινεμά στις Φιλιππίνες έδινε χαρτομάντιλα στους θεατές πριν από την προβολή της ταινίας. Μια ταινία με πολλά επίπεδα, δραματουργικά, πολιτισμικά, αξικά…
Η σκηνοθεσία είναι απλή και ξεκάθαρη. Δεν χρησμοποιεί “έυκολες” και υπερβολικές δραματουργικές λύσεις, λεκτικές ή σωματικές εντάσεις. Η δύναμη της ταινίας έγκειται στις απλές, καθημερινές μικρές λεπτομέρειες και συμπεριφορές, σε αντικείμενα και την θέση τους στη ζωή των πρωταγωνιστ(ρι)ών: το τελευταίο κουμπί που η γιαγιά θέλει να είναι ανοιχτό γιατί την πνίγει, τσαγιέρες και ρόδια τυλιγμένα σε πλαστικές σακούλες- όλα γεμάτα με υποσυνείδητα μηνύματα και αισθήματα με μια συγκινητική μαγεία που καθηλώνει…
Η μητριάρχης της ταινίας, η Mengju (Usha Seamkhum) πάσχει από καρκίνο του παχέος εντέρου σε τελευταίο στάδιο και έχει μόνο ένα χρόνο ζωής. Ο εγγονός της, ο M (Putthipong Assaratanakul), το βλέπει ως μια ευκαιρία να εξασφαλίσει την κληρονομιά. Κι έτσι εγκαταλείπει τη «δουλειά» του ως gaming streamer για να φροντίσει τη ετοιμοθάνατη γιαγιά του και να κερδίσει την πρώτη θέση στην καρδιά της. Σε έναν κόσμο που όλα εξαρτώνται από τον υλικό παράγοντα, σε μια χώρα που, παρόλο ότι είναι στις 10 μεγαλύτερες ασιατικές οικονομίες, έχει υποστεί πολλές οικονομικές κρίσεις και με κατά κεφαλήν εισόδημα 7,800 δολλάρια, η φτώχεια είναι μια μόνιμη απειλή.
Ωστόσο, αυτό που ξεκίνησε ως οικονομικό κίνητρο τελικά μετατοπίζεται από το προσωπικό συμφέρον στη γνήσια φροντίδα και στοργή, παρουσιάζοντας μιας ανάπτυξη χαρακτήρων που είναι ταυτόχρονα ρεαλιστικός και βαθιά συγκινητικός.
«Οι γιοι παίρνουν τις περιουσίες, οι κόρες παθαίνουν καρκίνο»
Μια από τις ενδιαφέρουσες πτυχές της ταινίας είναι η τολμηρή εξερεύνηση του φεμινισμού και της δυναμικής του φύλου στις κοινωνικές σχέσεις. Σε όλη την ταινία, είναι ξεκάθαρο ότι η Mengju είναι προκατειλημμένη προς τους γιους της, ακόμη και με τον «κακό» Soei (Pongsatorn Jongwilas), τον νεότερο της, ο οποίος τελικά την κλέβει…
«Οι γιοι παίρνουν τις περιουσίες, οι κόρες παθαίνουν καρκίνο», λέει η Chew, η μητέρα του M (Sarinrat Thomas) σε μια από τις συνομιλίες τους με την γιαγιά. Η προτίμηση της Mengju για τους γιους της είναι μια αντανάκλαση της προκατάληψης των γενεών που η ίδια βίωσε ως νεαρή γυναίκα. Στην πορεία μαθαίνουμε ότι όταν πέθαναν οι γονείς της, σχεδόν όλος ο πλούτος τους, συμπεριλαμβανομένου του οικογενειακού σπιτιού, πήγε στον αδερφό της.
Αυτές οι πτυχές της ανισότητας των φύλων αντικατοπτρίζουν ριζωμένα κοινωνικά στερεότυπα που δίνουν προνόμια στους άνδρες και περιθωριοποιούν τις γυναίκες, βαθιά ριζωμένα που έχουν έντονο αποτύπωμα, όχι μόνο στην Ταϊλάνδη, αλλά στις περισσότερες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας (και όχι μόνο…). Η ταινία χειρίζεται αυτό το λεπτό ζήτημα με σεβασμό και κατανόηση, προσφέροντας μια κριτική οπτική για το πώς αυτές οι προκαταλήψεις, που έχουν (και ή μάλλον κυρίως) υλική βάση, διαιωνίζονται αλλά και τον οδυνηρό αντίκτυπο που έχουν στις ανθρώπινες σχέσεις και εν τέλει ζωές.
Ταξικές αναφορές
Η ταινία χρησιμοποιεί επίσης επιδέξια τον χώρο για να τονίσει τις διαφορές στον τρόπο ζωής και τις αξίες μέσα στην οικογένεια. Η έντονη αντίθεση μεταξύ της υπερσύγχρονης και άνετης κατοικίας του μεγαλύτερου γιου της γιαγιάς Mengju (Sanya Kunakorn) και του δικού της μικρού και ταπεινού σπιτιού, όπου η κουζίνα και το σαλόνι είναι ένα δωμάτιο, δίνει μονομιάς μια ισχυρή εικόνα για τις διαφορές στις ζωές τους. Μια σκηνοθετική επιλογή δεν είναι καθόλου τυχαία. Αυτή η, εκ πρώτης όψεως όχι τόσο σημαντική διαφορά, δεν τονίζει μόνο τις οικονομικές διαφορές τους αλλά και τη συναισθηματική και ψυχολογική απόσταση μεταξύ των μελών της ευρύτερης οικογένειας.
Ο σκηνοθέτης επίσης ενισχύει την οικεία ατμόσφαιρα της ταινίας, χρησιμοποιώντας μια θερμή χρωματική παλέτα και στενών και “φορτωμένων” χώρων όταν βρίσκεται στο σπίτι της γιαγιάς, δημιουργώντας ουσιαστικά μια ζεστή αίσθηση “φωλιάς” μέσα στην πολύβουη πόλη της Ταϊλάνδης, σε αντίθεση με τους ψυχρούς τόνους των πλουσιότερων…
Κινέζικες και Ταϊλανδέζικες παραδόσεις και κουλτούρα
Η αναπαράσταση της ταϊλανδέζικης κουλτούρας παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία, ιδιαίτερα μέσω της γλώσσας και των παραδόσεων. Οι μεγαλύτεροι χαρακτήρες συχνά εναλλάσσονται μεταξύ ταϊλανδέζικης και ταϊλανδο-κινέζικης γλώσσας στις συνομιλίες τους, επισημαίνοντας τη διπλή τους κληρονομιά (η οικογένεια έχει ρίζες στην Κίνα), αλλά μόνο η Mui (Tontawan Tantivejakul) από τους νεαρούς χαρακτήρες ξέρει πώς να μιλά και τις δύο γλώσσες. Αυτή η διγλωσσία όχι μόνο προσθέτει αυθεντικότητα αλλά και εμβαθύνει την απεικόνιση της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Η οικογένεια συνεχίζει επίσης να γιορτάζει τις παραδοσιακές κινεζικές γιορτές, όπως το Σεληνιακό Νέο Έτος και την Ημέρα Σάρωσης Τάφων (Tomb Sweeping Day), που χρησιμεύουν ως οδυνηρές υπενθυμίσεις της κληρονομιάς τους και των διαχρονικών δεσμών της οικογένειας.
Ιδιαίτερη μνεία επιβάλλεται να κάνουμε στη μουσική επένδυση του Jaithep Raroengjai. Λιτή και διακριτική, δημιουργεί ένα ηχητικό τοπίο δένοντας άψογα με την ταινία.
Η υποκριτική στην ταινία είναι υψηλότατου επιπέδου και οι ηθοποιοί χτίζουν τους χαρακτήρες τους μοναδικά. Ιδιαίτερα η «γιαγιά» Usha Seamkhum (είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι το «How To Make Millions Before Grandma Dies» είναι το… ντεμπούτο της) ισορροπεί αβίαστα όντας ταυτόχρονα δυνατή και εύθραυστη.
Μετά την τελευταία σκηνή και πέφτοντας οι τίτλοι τέλους, η παλέτα των συναισθημάτων που σε κατακλύζουν είναι ανυπέρβλητη, μη μπορώντας να αποφύγεις τα λυτρωτικά δάκρυα. Ο πλούτος, οι αντιφάσεις, η τραγικότητα και η ομορφιά της ανθρώπινης υπόστασης σε όλο τους το μεγαλείο. Όλα δοσμένα ρεαλιστικά, με μέτρο και χωρίς “χολυγουντιανές” αχρείαστες υπερβολές.
Η καλύτερη ταινία (τουλάχιστον ως τώρα) του 2024 και από τις καλύτερες των τελευταίων ετών.
Υποβολή απάντησης