Διαχωρισμός κράτους – εκκλησίας: άλλη μία πολιτική απάτη του Σύριζα

image_pdfimage_print

Του Αντρέα Βελισσάριου

Σε άλλον ένα «ιστορικό συμβιβασμό» και υποχώρηση (εκ μέρους Σύριζα) φαίνεται να καταλήγει το ζήτημα του διαχωρισμού «διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας». Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του γνωστού κοινού ανακοινωθέντος μεταξύ Τσίπρα-Ιερώνυμου, αλλά και από τις θέσεις της κυβέρνησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ο «ιερός δεσμός» κράτους – εκκλησίας παραμένει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η στάση του Σύριζα δεν διαφέρει σε τίποτα από τις κωλοτούμπες του πρόσφατου παρελθόντος, στις οποίες φαίνεται ότι έχει πλέον αποκτήσει υψηλή ειδίκευση. Έτσι, στη φαρσοκωμωδία του «τέλους των μνημονίων», και του «Έξω οι βάσεις» έρχεται να προστεθεί τώρα σε… επανέκδοση το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια…

 

Η Εκκλησία της Ελλάδας έχει αποδείξει διαχρονικά ότι αποτελεί έναν αρτηριοσκληρωτικό µηχανισµό εξουσίας µε χαλύβδινη εσωτερική ενότητα και στοίχιση όταν απειλούνται τα «ζωτικά» της συµφέροντα. Για τους λόγους αυτούς το Μαξίµου δεν επιθυµεί σε καµία περίπτωση να ανοίξει άλλο ένα µέτωπο, ιδιαίτερα µάλιστα µε την αρχιεπισκοπή, δίπλα σε όλα τ’ άλλα (Μακεδονικό, Τουρκία-Κύπρος-ΑΟΖ κ.λπ.) και µε δεδοµένες τις δυσβάστακτες µνηµονιακές δεσµεύσεις. Σε µεγάλο βαθµό παρ’ όλα αυτά κατάφερε να πολώσει το κλίµα και να προκαλέσει τριγµούς εσωτερικά του ιερατείου, που φανερώθηκαν στη συνεδρίαση της Ιεραρχίας, όταν δύο µητροπολίτες (Καισαριανής-∆ανιήλ, Μεσσηνίας-Σάββατος) αποχώρησαν ξεσπαθώνοντας εναντίον του Ιερώνυµου, µε τον πρώτο µάλιστα να κάνει λόγο ευθέως για «κανονικά παραπτώµατα του κ. Ιερωνύµου που δεν παραγράφονται. Οι πολιτικοί µπορεί να παραγράψουν τις ευθύνες τους. Τα κανονικά παραπτώµατα και των µητροπολιτών και των συνοδικών µητροπολιτών και του Αρχιεπισκόπου δεν παραγράφονται ούτε µε τον θάνατό τους. Μπορεί και µετά θάνατο να επικριθούν και να κατακριθούν…».

 

Εκκλησία – ακροδεξιά

Η «υπαγωγή» της Εκκλησίας στο κράτος, µε αντάλλαγµα την αναγνώριση της προνοµιακής της θέσης στην ελληνική κοινωνία αλλά και την παραχώρηση «κοσµικών εξουσιών» στις ηγετικές της οµάδες, την έχει εξελίξει σε ένα ιδιόµορφο τµήµα του κρατικού µηχανισµού, µε ιδιαίτερο το ρόλο της σαν… σκοταδιστικού ιδεολογικού µηχανισµού. Σε καθοριστικές µάχες του αγωνιζόµενου λαού, η Εκκλησία µέσω της διοίκησής της παρείχε την αναγκαία ιδεολογική κάλυψη τόσο στο αστικό µπλοκ όσο και σε φασιστικά µορφώµατα (από τη χούντα του Παπαδόπουλου… µέχρι το ξέπλυµα της Χ.Α.). Ο «εθνικός» καθεστωτικός ρόλος της Εκκλησίας επιβεβαιώθηκε σε όλες τις µεγάλες καµπές:

1. Στα χρόνια της Κατοχής, στο σύνολο των µητροπολιτών άλλοι συνεργάστηκαν ανοιχτά µε τους κατακτητές , και άλλοι έσπευσαν να αποκηρύξουν τους αντάρτες. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που στάθηκαν δίπλα στον αγωνιζόµενο λαό.

2. Τα χρόνια του Εµφυλίου Πολέµου αποτέλεσαν καθοριστική περίοδο. Παραεκκλησιαστικές οργανώσεις όπως η «Ζωή» µετατράπηκαν σε ισχυρό βραχίονα του αντικοµµουνιστικού αγώνα και σφυρηλατήθηκαν οι ισχυροί δεσµοί Εκκλησίας – στρατού που φανερώθηκαν µετέπειτα στη περίοδο της χούντας. Τότε θεµελιώνεται και η ιδέα του «Ελλάς – Ελλήνων- Χριστιανών».

3. Κατά τη διάρκεια της χούντας η συνύπαρξή της µε την Εκκλησία ήταν ακόµα πιο αρµονική. Ο νέος καταστατικός χάρτης που πέρασε η δικτατορία, χρόνιο αίτηµα της Εκκλησίας, αποτέλεσε την ευκαιρία για να υµνηθεί ο Γ. Παπαδόπουλος για την προσφορά του στην Ορθοδοξία, ενώ επιπλέον οι µισθοί των ιερέων εξισώθηκαν µε των δηµοσίων υπαλλήλων. Παράλληλα, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος τίµησε τον Γ. Παπαδόπουλο για την προσφορά του στην Ορθοδοξία µε τον Μεγαλόσταυρο του τάγµατος του Απ. Παύλου.

4. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 στη µάχη για την αντιµετώπιση της Αριστεράς, είναι χαρακτηριστικές οι αναφορές για το ρόλο των µητροπολιτών, στα παραρτήµατα του γνωστού σχεδίου «Περικλής», για τον περιορισµό της δράσης της Αριστεράς.

5. Πιο πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγµα, η κοινή υποβολή µήνυσης για βλασφηµία από τον Μητροπολίτη Πειραιά, Σεραφείµ, µε βουλευτές της Χρυσής Αυγής, εναντίον του θεατρικού έργου Corpus Christi το 2012.

Ρατσιστικός λόγος

Εκτός, όµως, από τα παραπάνω στοιχεία, ακόµη πιο επικίνδυνη είναι η εκφορά ενός ιδιαζόντως ρατσιστικού λόγου, ο οποίος εκτείνεται σε τρεις βασικούς άξονες: Το Ισλάµ, τους Εβραίους και τους οµοφυλόφιλους. Το Ισλάµ, όπως έχει συµβεί και σε άλλες δυτικές κοινωνίες, αποτελεί την κατεξοχήν απειλή και τον κύριο στόχο. Χαρακτηρίζεται δηµοσίως σαν ανθρωποφαγές κατασκεύασµα, καταστροφική λατρεία που αντίκειται στο Σύνταγµα, ενώ τονίζεται διαρκώς ο βίαιος και επικίνδυνος χαρακτήρας του. Οι Εβραίοι, από την άλλη πλευρά, ανέκαθεν αποτελούσαν στόχο της Εκκλησίας ακόµα και σε βιβλία, όπως του Μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήµονα το 1984, στο οποίο οι Εβραίοι κατηγορούνται σχεδόν για όλα τα δεινά του ελληνικού έθνους. Μάλιστα ο Μητροπολίτης Πειραιά Σεραφείµ, σε συνέντευξή του, έφτασε στο σηµείο να υποστηρίξει ότι ο Χίτλερ ήταν όργανο του παγκόσµιου σιωνισµού προκειµένου να αποκτήσουν οι Εβραίοι το δικό τους κράτος. Τέλος, η οµοφυλοφιλία, που καταγγέλλεται σαν ανωµαλία και ψυχοπαθολογική έκφραση, αποτελεί τον τρίτο σηµαντικό κρίκο στην αλυσίδα του ρατσιστικού λόγου της Εκκλησίας. Ο χώρος δεν επαρκεί για να προστεθούν επιπλέον αναφορές, µιας και άλλα θρησκευτικά δόγµατα αντιµετωπίζονται επίσης µε µειωτικό και ρατσιστικό τρόπο. Να τονιστεί ότι ο ρατσιστικός λόγος της Εκκλησίας είναι κατά βάση πολιτισµικός. Με άλλα λόγια, δεν τονίζεται η βιολογική κατωτερότητα ανθρώπων και οµάδων, αλλά κυρίως η πολιτισµική τους κατωτερότητα σε σχέση µε την ορθόδοξη θρησκεία και το ελληνικό έθνος.

 

Εκκλησιαστική περιουσία

H εκκλησιαστική περιουσία καλύπτεται από ένα αδιαφανές πλέγµα που «υφαίνουν» περισσότερα από 10.000 Νοµικά Πρόσωπα ∆ηµοσίου ∆ικαίου (µητροπόλεις, ναοί, µονές, προσκυνήµατα, ιδρύµατα, κληροδοτήµατα). Ο δαιδαλώδης ιστός αυτών των ΝΠ∆∆ κρύβει αποτελεσµατικά την εκκλησιαστική περιουσία από τα αδιάκριτα µάτια. Σύµφωνα µε στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, η συνολική έκταση της εκκλησιαστικής περιουσίας αγγίζει το 1.300.000 στρέµµατα. Από αυτά, 732.000 είναι βοσκότοποι, 367.000 δασικές εκτάσεις,189.000 γεωργικές, ενώ περίπου 400.000 στρέµµατα χαρακτηρίζονται «διακατεχόµενα», αφού γι’ αυτές τις εκτάσεις δεν υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι µόνον η αξία της περιουσίας της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονοµικών (ΕΚΥΟ) της Εκκλησίας της Ελλάδος (χωρίς δηλαδή το συνυπολογισµό µητροπόλεων, µονών και ναών) υπολογίζεται περίπου σε 700 εκατοµµύρια ευρώ. Σε αυτήν περιλαµβάνονται κατοικίες, καταστήµατα και χώροι στάθµευσης σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις. Ανάµεσά τους, το κτήριο της οδού Μητροπόλεως, όπου στεγαζόταν το υπουργείο Παιδείας, το κτίριο της Εµπορικής Τράπεζας στην οδό Πανεπιστηµίου, καθώς και το ξενοδοχείο «Ηλέκτρα» στην οδό Ερµού. H EKYO στο Λεκανοπέδιο διαθέτει περισσότερα από 350 ακίνητα, συνολικής επιφάνειας άνω των 60.000 τµ. Ταυτόχρονα έχει συστήσει δύο Ανώνυµες Εταιρείες (Α.Ε.), µία για τη διαχείριση κοινοτικών κονδυλίων, µε την επωνυµία «Υποστήριξη Επιχειρησιακών και Χρηµατοδοτικών Προγραµµάτων Μελετών και Έργων, Ανώνυµη Εταιρεία» και µία για τη διαχείριση της περιουσίας της.

Επίσης, η Εκκλησία είναι σηµαντικός µέτοχος στην Εθνική Τράπεζα και σε άλλες εµπορικές τράπεζες. Το 2008 η Ελληνική Εκκλησία κινήθηκε ιδιαίτερα δυναµικά στο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα αγοράζοντας 1.600.000 µετοχές της Εθνικής Τράπεζας (κόστος 30 εκ. ευρώ) αυξάνοντας ταυτόχρονα το χαρτοφυλάκιο της στα 7.785.405 οικονοµικά προϊόντα.

Όσον αναφορά τη µισθοδοσία των κληρικών, το ετήσιο κονδύλι αγγίζει το ύψος του 1 δισεκατοµµυρίου ευρώ και διατίθεται µέσω του κρατικού προϋπολογισµού.

Συµφωνία-διαχωρισµός

Το προσύµφωνο µεταξύ Ιερώνυµου-Τσίπρα συνοδεύεται από οικονοµικούς όρους, που αποτελούν µια ήπια έως µηδαµινή εκδοχή του διαχωρισµού της Εκκλησίας από το κράτος. Το σηµείο 11 της συµφωνίας εναποθέτει στην εθελοντική διάθεση της Εκκλησίας την εκχώρηση περιουσιακών στοιχείων της για αξιοποίηση. Με αυτό τον τρόπο παραχωρεί το 50% της περιουσίας αυτής στην Εκκλησία, αποσύροντας την αµφισβήτηση που εγείρει το ελληνικό δηµόσιο από το 1952 γι’ αυτές τις τεράστιες εκτάσεις και περιουσίες (άρθρα 11,12,13). Επιπλέον, η κυβέρνηση δεσµεύεται ότι το κράτος αναλαµβάνει εσαεί το βάρος της µισθοδοσίας των κληρικών που, όµως, δεν θα καταβάλλεται από την Ενιαία Αρχή Πληρωµών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αλλά µε τη µορφή πάγιας επιδότησης που θα εγγράφεται στον προϋπολογισµό. ∆ηλαδή οι ιερείς θα πληρώνονται από το κράτος µε επιδότηση, χωρίς να θεωρούνται δηµόσιοι υπάλληλοι. Βρείτε τις διαφορές..! Πραγµατικός διαχωρισµός κράτους-εκκλησίας θα ήταν η κατάργηση της µισθοδοσίας των κληρικών από το κράτος και η πληρωµή τους από εισφορές των πιστών. Με αυτόν τον τρόπο θα απελευθερώνονταν θέσεις στο δηµόσιο για την πρόσληψη προσωπικού σε νοσοκοµεία, σχολεία και πανεπιστήµια που στο 2018 συνεχίζουν να επιτελούν έργο χάρις στον εθελοντισµό και την προσφορά των εργαζοµένων, οι οποίοι καθηµερινά αγωνίζονται για να αποτρέψουν την ολική κατάρρευση της υγείας και της παιδείας.

Επιµέρους ρυθµίσεις που έγιναν στο παρελθόν, όπως η εξίσωση του πολιτικού γάµου µε τον θρησκευτικό ή οι πιθανές αλλαγές στο µάθηµα των θρησκευτικών, δεν αποτελούν και δεν εντάσσονται σε µια πολιτική διαχωρισµού. Αντιθέτως, αποτελούν πρόχειρα και πρόσκαιρα σχέδια που αποσκοπούν κυρίως στον αποπροσανατολισµό της κοινωνίας από άλλα τρέχοντα καυτά ζητήµατα…

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.