Το κίνημα των αγροτών, η κυβέρνηση, η κλιματική αλλαγή και η Αριστερά

image_pdfimage_print

Του Πάνου Κοσμά

Στα τέλη Ιανουαρίου-αρχές Φεβρουαρίου ξέσπασαν «ξαφνικά» κινητοποιήσεις των αγροτών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες: Γερµανία, Γαλλία, Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Πολωνία, Ελλάδα. Η ευρωπαϊκή διάσταση των κινητοποιήσεων και η µαχητικότητά τους σε χώρες όπως η Γερµανία και η Γαλλία, όπου οι κινητοποιήσεις χαρακτηρίστηκαν «πρωτοφανείς», σηµαίνει ότι σοβαρά προβλήµατα έχουν συσσωρευτεί. Ξαφνικά, ο ευρωπαϊκός Τύπος ανακάλυψε ότι στην αγροτική παραγωγή υπάρχουν σοβαρά προβλήµατα. Υπήρχε κοινός παρονοµαστής στα κινήµατα των αγροτών στις διαφορετικές χώρες που να εξηγεί το ταυτόχρονο ξέσπασµά τους; Είναι αυτός ο κοινός παρονοµαστής η νέα ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) για την περίοδο 2023-2027 και ειδικότερα η Πράσινη Συµφωνία που επιβάλλει στο πλαίσιό της «πράσινες» ρήτρες; Ανεξάρτητα από την Πράσινη Συµφωνία, η κλιµατική κρίση καθαυτή, είναι βασική αιτία προβληµάτων στη γεωργική παραγωγή (πέρα από τις συνολικότερες, αδιαµφισβήτητες, συνέπειές της); Το αγροτικό κίνηµα ποια κοινωνικά συµφέροντα εκφράζει; Είναι σωστό να µιλούµε συλλήβδην για «αγροτιά» σαν να είµαστε αν όχι στις αρχές του περασµένου αιώνα ή στον Μεσοπόλεµο, έστω στη δεκαετία του  ’60; ∆ιαµορφώνονται όροι για επισιτιστική κρίση ή κρίσεις και εποµένως τίθεται ζήτηµα πώς θα τραφεί ο πληθυσµός και ιδιαίτερα η εργατική τάξη και η φτωχολογιά των πόλεων; Με ποιες κοινωνικές συµµαχίες και ποιες πολιτικές θα απαντηθεί αυτό το πρόβληµα; Είναι εφικτή και σε ποια βάση µπορεί να υπάρξει συµµαχία «εργατιάς-αγροτιάς»; Τέλος, πού πρέπει να στραφούν τα βέλη; Στο Μαξίµου, στις Βρυξέλλες, στον καπιταλισµό γενικώς; Τα ερωτήµατα είναι πολλά αλλά τίθενται αναπόφευκτα.

Η νέα ΚΑΠ

Η νέα ΚΑΠ εισάγει δύο βασικές καινοτοµίες: 

Η πρώτη σχετίζεται µε την Πράσινη Συµφωνία και τους εξ αυτής «πράσινους» στόχους, εκ των οποίων οι βασικοί, µε ορίζοντα το 2030, είναι: 

 • Μείωση κατά 50% της χρήσης των πλέον επικίνδυνων για την υγεία φυτοφαρµάκων

 • Μείωση κατά 50% των πωλήσεων αντιβιοτικών για ζώα εκτροφής

 • Μείωση των χηµικών λιπασµάτων κατά τουλάχιστον 50%

 • Μείωση κατά 50% της απώλειας θρεπτικών στοιχείων και ιδιαίτερα αζώτου και φωσφόρου.

 • Το 25% της γεωργικής έκτασης να αφιερωθεί σε βιολογικές καλλιέργειες

 • Αύξηση στο 10% της γεωργικής έκτασης που διατίθεται για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, περιλαµβανόµενης της έκτασης µε χαρακτηριστικά τοπίου υψηλής ποικιλοµορφίας. 

Η δεύτερη καινοτοµία είναι ότι όλα αυτά θα συνοδευτούν µε µικρότερο προϋπολογισµό. Η νέα ΚΑΠ 2023-2027 εντάσσεται στην προγραµµατική περίοδο 2021-2027, που διαδέχθηκε την προγραµµατική περίοδο 2014-2020. Στην προηγούµενη προγραµµατική περίοδο, για την ΕΕ των 28, διατέθηκε το 37,6% του ευρωπαϊκού προϋπολογισµού. Στην νέα προγραµµατική περίοδο, για την ΕΕ των 27 πλέον, διατέθηκε το 31%. Ωστόσο, δεν πρόκειται µόνο γι’ αυτό: Η νέα ΚΑΠ προβλέπει αιρεσιµότητες και απειλεί µε οριζόντιες περικοπές στις ενισχύσεις τις χώρες που δεν θα τις τηρήσουν. Από την ενιαία ενίσχυση, η οποία σταδιακά µέχρι το 2026 θα περιοριστεί στα 21,5 ευρώ το στρέµµα στις αροτραίες καλλιέργειες, στα 27,5 ευρώ το στρέµµα για τις δενδρώδεις και στα 17,5 ευρώ για τα βοσκοτόπια, αγρότες και γεωπόνοι θα εισπράτουν το 60%. Το υπόλοιπο 40% θα προκύπτει από τα λεγόµενα «οικολογικά σχήµατα», δηλαδή δράσεις για τους στόχους της Πράσινης Συµφωνίας. Αυτές οι δράσεις θα παρακολουθούνται και θα ελέγχονται ως προς την υλοποίησή τους. 

Οι κατεξοχήν χαµένοι θα είναι οι κτηνοτρόφοι και οι δενδροκαλλιεργητές, καθώς τα περιθώρια να αναπληρώσουν το εισόδηµά τους από την περικοπή των ενισχύσεων µέσω των «οικολογικών σχηµάτων» είναι περιορισµένα. 

Όσον αφορά τα κόστη των νέων στόχων της Πράσινης Συµφωνίας, µελέτη του ΕΣΥΦ δείχνει πως αν περιοριστούν τα εντοµοκτόνα, τότε θα έχουµε απώλεια της παραγωγής σε βαµβάκι, καλαµπόκι, µηλοειδή, αµπέλια και ελιά από 30 έως και 60%. Υπάρχουν οικολογικά σκευάσµατα που θα µπορούσαν να αντιµετωπίσουν ασθένειες, ζιζάνια και προσβολές από έντοµα στις φυτείες, ενώ και το κοµφούζιο, η σεξουαλική σύγχυση δηλαδή των εντόµων και οι βιοδιεγέρτες µπορούν να «δουλέψουν», αλλά σε χώρες µε µεγαλύτερο και όχι κατακερµατισµένο κλήρο, όπως συµβαίνει µε την Ελλάδα.

Είναι πασιφανές τι σηµαίνουν όλα αυτά: Άρχισε η (ταξική) πάλη για την κοινωνική κατανοµή του κόστους της κλιµατικής αλλαγής και ταυτόχρονα µπήκαµε στην περίοδο που η χρηµατοδότηση της ΚΑΠ µειώνεται και συνδέεται µε αιρεσιµότητες. Πιο φιλόδοξοι στόχοι, αυξηµένα κόστη παραγωγής, αιρεσιµότητες και µικρότερες ενισχύσεις σηµαίνουν ότι οι αγρότες θα πληρώσουν υψηλό οικονοµικό κόστος. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουµε ότι η πίεση από τον υψηλό πληθωρισµό, που η σωρευτική του επίδραση (δηλαδή η συνολική αύξηση των τιµών) θα παραµείνει ακόµη και αν πέσει πολύ χαµηλά από το 2024 και ύστερα, οξύνει την αντιπαράθεση σε όλη τη «διαδροµή» των γεωργικών προϊόντων «από το χωράφι στο ράφι»: αγρότες (και κτηνοτρόφοι) παραγωγοί – χοντρικό εµπόριο – λιανεµπόριο – καταναλωτές. Σε αυτή την «αλυσίδα» οι αγρότες παραγωγοί και οι καταναλωτές είναι οι πιο αδύναµοι κρίκοι. 

Υπάρχουν όµως και δύο ακόµη προβλήµατα στο φόντο: Το ένα είναι µείζον και έχει στρατηγική σηµασία, δηλαδή θα αρχίσει σύντοµα να υπερκαλύπτει όλα τα άλλα: οι συνέπειες της κλιµατικής κρίσης στην αγροτική παραγωγή. Ήδη οι αγρότες της Ιβηρικής στις κινητοποιήσεις τους έθεταν κυρίως αυτό το ζήτηµα, ζητώντας κρατικές ενισχύσεις για να αντιµετωπίσουν τις συνέπειες της µείωσης (ποσοτικής και ποιοτικής) της γεωργικής παραγωγής, εξαιτίας της ξηρασίας και των µεγα-πυρκαγιών, σε κρίσιµα προϊόντα (όπως η ελιά, της οποίας η Ισπανία είναι ο µεγαλύτερος παραγωγός διεθνώς). Γι’ αυτό θα µιλήσουµε παρακάτω. Ο δεύτερος είναι συγκυριακός και αφορά την Ουκρανία µε δύο τρόπους: Πρώτο, µε την ελεύθερη διακίνηση στη ∆ύση των ουκρανικών γεωργικών προϊόντων και δεύτερο µε την πίεση στον ευρωπαϊκό προϋπολογισµό για οικονοµική βοήθεια στην Ουκρανία. Οι Πολωνοί αγρότες έχουν κάνει µπλόκα στα σύνορα µε την Ουκρανία για να εµποδίσουν τις ουκρανικές εξαγωγές.  

Η κλιµατική αλλαγή

Η κλιµατική αλλαγή είναι ο στρατηγικός παράγοντας που άρχισε ήδη να γίνεται σηµαντικός για τη γεωργική παραγωγή. Προοπτικά, στις επόµενες δύο δεκαετίες, είναι ικανός από µόνος του να οδηγήσει σε οξεία επισιτιστική κρίση διεθνώς, καθώς η υπόθεση περιορισµού της αύξησης της µέσης επιφανειακής θερµοκρασίας της ατµόσφαιρας κάτω από 1,5 οC έχει ήδη χαθεί. Το 2023 κυµάνθηκε µεταξύ 1,43 και 1,47 οC, φτάνοντας σε αυτά τα ύψη πολύ γρηγορότερα και από την πιο απαισιόδοξη πρόβλεψη. Πλέον, τα σενάρια που εξετάζονται, µιλούν για αύξηση πάνω από 2 έως και 3 οC, εκτιµήσεις που παραπέµπουν στην καταστροφή του «πλανήτη-κλίβανου». 

Σε αυτή τη διαγραφόµενη προοπτική, ένας καταστροφικός συνδυασµός παρατεταµένων ξηρασιών – µεγα-πληµµυρών – µείωσης της γονιµότητας ή και αποσάθρωσης και ερηµοποίησης εδαφών, αλλά και σειράς άλλων συνεπειών της κλιµατικής κρίσης στη γεωργική παραγωγή θα έχει την αναπόφευκτη διπλή συνέπεια: µείωση καλλιεργήσιµων εκτάσεων, µείωση του όγκου και της ποιότητας της αγροτικής παραγωγής. 

Ποια «αγροτιά»;  

Τα δεδοµένα στην αγροτική παραγωγή είναι πολύ διαφορετικά όχι µόνο σε σχέση µε τις αρχές του προηγούµενου αιώνα, το Μεσοπόλεµο ή τη δεκαετία του ’60-’70, αλλά και σε σχέση µε τα τέλη του προηγούµενου αιώνα. Η εκµηχάνιση και συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής έχουν κάνει άλµατα. Σε αυτήν πλέον κυριαρχούν τα µεσαία και µεγάλα αφεντικά της υπαίθρου. Οι παρατιθέµενοι πίνακες (επιλεγµένες χώρες της ΕΕ όπου είχαµε τις µαζικότερες αγροτικές κινητοποιήσεις και Ελλάδα) αποκαλύπτουν: 

  • Η συγκέντρωση της παραγωγής αυξάνεται ραγδαία. Πάνω από µία δεκαετία µετά το έτος αναφοράς των διαθέσιµων στατιστικών στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ και τη Eurostat (2013), η συγκέντρωση είναι βέβαιο ότι έχει κλιµακωθεί ακόµη περισσότερο. Στην Ελλάδα, µε µέση καλλιεργούµενη έκταση ανά αγροτική επιχείρηση περίπου 35 στρέµµατα το 2013, τώρα οι εκτιµήσεις µιλούν για µέση καλλιεργούµενη έκταση περί τα 50 στρέµµατα. Στις µεγάλες ευρωπαϊκές χώρες είναι 150-200 στρέµµατα. 

 • Στην Ελλάδα, είµαστε σε ποιο χαµηλά σκαλοπάτια της κλίµακας αλλά η κατανοµή του αριθµού των αγροτικών επιχειρήσεων µε βάση τον ετήσιο τζίρο το -µακρινό πλέον- 2013 αποδεικνύει ότι τα µεσαία και µεγάλα (για τα ελληνικά µέτρα) αφεντικά της υπαίθρου κυριαρχούν, αυξανόµενα και πληθυνόµενα διαρκώς, µε διαχωριστική γραµµή τον ετήσιο τζίρο των 15.000 ευρώ. 

 • Η αντίστοιχη διαχωριστική γραµµή στις επιλεγµένες χώρες της Ευρώπης στον σχετικό πίνακα είναι οι αγροτικές επιχειρήσεις µε καλλιεργήσιµη γη 50 στρέµµατα. 

 • Το ποσοστό των αγροτών µε καλλιεργήσιµη έκταση και εισόδηµα τέτοιο ώστε να µπορούν να το πετύχουν µόνο ή κυρίως µε τη δική τους δουλειά και τη δουλειά µελών της οικογένειάς τους (συµβοηθούντα µέλη) συρρικνώνεται ραγδαία προς το 50% ή και κάτω από αυτό στις ευρωπαϊκές χώρες του πίνακα. Τα µεγάλα αφεντικά, αυτοί που ζουν από τη δουλειά των άλλων, κυριαρχούν πλέον -ή θα κυριαρχήσουν σύντοµα- και αριθµητικά. Στην Ελλάδα ήταν ένα ανερχόµενο 25% το 2013 και σήµερα είναι σίγουρα πάνω από 30%. 

 • Το αριθµητικό στοιχείο, ωστόσο, δεν λέει όλη την αλήθεια. Τα µεγάλα αφεντικά της αγροτικής παραγωγής έχουν πολύ µεγαλύτερο ειδικό βάρος σε σύγκριση µε το ποσοστό τους στο συνολικό αριθµό. Οι δυνατότητες επιχειρηµατικής δικτύωσης, αλλά και πολιτικής δικτύωσης και επιρροής είναι πολύ µεγαλύτερες. ∆εν είναι τυχαίο ότι στις αγροτικές περιοχές (Κρήτη, Θεσσαλία, Μακεδονία) θριαµβεύει η Ν∆ και έχει πολύ υψηλότερο του εθνικού του µέσου όρου ποσοστό το ΠΑΣΟΚ. Ακόµη και στη Θεσσαλία, παρ’ όλη τη συγκλονιστική καταστροφή του καλοκαιριού, αυτή η επιρροή διατηρήθηκε σε µεγάλο βαθµό. Κι όπου έχασε εκπρόσωπος της Ν∆, κέρδισε εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ. Το µεγάλο επιχειρηµατικό και πολιτικό ειδικό βάρος µεταφράζεται και σε µεγάλο ειδικό βάρος στο αγροτικό κίνηµα. ∆εν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στο αγροτικό κίνηµα κυριάρχησαν οι αγροτοσυνδικαλιστές της ∆εξιάς και ότι το ΚΚΕ έχει χάσει τον ηγετικό του ρόλο. Και η κατάσταση θα ήταν ακόµη χειρότερη αν δεν είδε προηγηθεί η καλοκαιρινή καταστροφή στη Θεσσαλία που δηµιούργησε µια πολύ ευρύτερη σε σχέση µε την καθαυτό αγροτική παραγωγή δυσαρέσκεια.      

Υπάρχουν βεβαίως και µεσαία ή και µεγάλα αφεντικά της αγροτικής παραγωγής που ζορίζονται. Αντιλαµβάνονται όµως το πρόβληµά τους σαν πρόβληµα κατανοµής κερδών στην αλυσίδα «από το χωράφι στο ράφι» και σαν διάλογο µε τα µεγάλα αφεντικά της πόλης για το δικό τους µερίδιο σε ενισχύσεις. Παρά τα συνθήµατα του ΚΚΕ -και άλλων- για «εργατιά-αγροτιά» ή «φοιτητές-αγροτιά» και την υποδοχή των αγροτών στο Σύνταγµα, δεν υπήρξε ίχνος απεύθυνσης προς τα εργατικά συνδικάτα και τους φοιτητές για κοινό αγώνα στις ανακοινώσεις των µπλόκων, κάτι που στο κάτω-κάτω θα µεγιστοποιούσε τη δύναµη και των αγροτικών αιτηµάτων. 

Αριστερά και άκρα δεξιά

Η άγνοια αυτών των δεδοµένων οδηγεί σε παγίδες. Ο Γιώργος Μητραλιάς στο άρθρο του «Με τους δεξιούς και ακροδεξιούς αγροτοπατέρες ή µε τα ταξικά αγροτικά συνδικάτα και τους ριζοσπάστες οικολόγους»** σωστά κριτικάρει άρθρο στην ιστοσελίδα Kommon µε τίτλο «Οι αγρότες της ΕΕ διαδηλώνουν ενάντια στον οικολογικό φονταµενταλισµό και τις αθρόες ουκρανικές εισαγωγές», επειδή αναφέρεται µε ;αισθήµατα αλληλεγγύης σε «µαρτυρίες» Γάλλων αγροτοπατέρων που πρόσκεινται στη δεξιά και την άκρα δεξιά. Στη Γαλλία, όπου κυριαρχεί η παράδοση των διαφορετικών συνδικάτων τόσο στους µισθωτούς όσο και στους αγρότες, η εσωτερική ταξική διαίρεση στους αγρότες εκφράζεται µέσα από τρία βασικά συνδικάτα, µε παραπλήσια µάλιστα δύναµη: το συνδικάτο της δεξιάς και του ακραίου κέντρου – Μακρόν (FNSEA), το συνδικάτο της άκρας δεξιάς (Coordination Rurale) και το συνδικάτο όπου εκφράζονται οι µικροί αγρότες και οι ριζοσπάστες οικολόγοι (Confédération Paysanne). Αυτό το τελευταίο εξέδωσε µια ανακοίνωση µε τον εύγλωττο τίτλο «Να ανατιµηθεί η εργασία για να απαντηθεί η γεωργική κρίση». 

Είναι βέβαιο ότι οι διαθέσεις και τάσεις αυτές υπάρχουν και στην Ελλάδα, αλλά καθώς δεν υπάρχει παράδοση διαφορετικών συνδικάτων δεν µπορούν να εκφραστούν και είναι ηγεµονευόµενες από τους αγροτοπατέρες που εκφράζουν τα µεσαία και µεγάλα αφεντικά της αγροτικής παραγωγής. 

Στο αγροτικό κίνηµα στην Ευρώπη η άκρα δεξιά έκανε θραύση, προβάλλοντας δύο αιχµές: Πρώτο, ότι η κλιµατική κρίση είναι παραµύθι και, δεύτερο, ότι δεν πρέπει να επιτραπεί στα ουκρανικά γεωργικά προϊόντα να εξάγονται ελεύθερα στα κράτη-µέλη της ΕΕ. Η γεωπολιτική χροιά στέγασε τις ακροδεξιές συµπάθειες προς τον Πούτιν, η δε άρνηση της κλιµατικής αλλαγής στράφηκε, όπως και όλες οι υπόλοιπες αρνήσεις της άκρας δεξιάς, προς το πολιτικό σύστηµα γενικά και στο βάθος την… παγκόσµια κυβέρνηση των µασόνων. 

Όσο για τους αγροπατέρες της δεξιάς και του ακραίου κέντρου, αυτοί αποδύθηκαν σε διαπραγµατεύσεις µε δύο στόχους: Πρώτο, να εξασφαλίσουν µέτρα στήριξης από τις κυβερνήσεις σε κάθε επιµέρους χώρα 

για την ελάφρυνση του κόστους παραγωγής και την ελάφρυνση των συνεπειών των µέτρων της νέας ΚΑΠ που σχετίζονται µε την Πράσινη Συµφωνία και, δεύτερο, µικρή χρονική µετάθεση της ισχύος των «πράσινων» προβλέψεων της νέας ΚΑΠ. Όσον αφορά το τελευταίο, η Κοµισιόν αρχικά και στη συνέχεια η ΕΕ συνολικά έδειξαν «ευελιξία», υποσχόµενες ότι η ισχύς των µέτρων θα µετατεθεί για το 2024 – οι επερχόµενες ευρωεκλογές έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο γι’ αυτή την υποχώρηση. Τα µεγαλύτερα κέρδη ωστόσο είχε το αγροτικό κίνηµα στη Γαλλία. Η Γαλλία είναι η µεγαλύτερη παραγωγός αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ, µε ετήσια παραγωγή 100 δισ. ευρώ…      

Η Αριστερά

Η Αριστερά γενικά βρέθηκε σε πολύ µεγάλη αµηχανία. Το πρόβληµα δεν ήταν µόνο η άγνοια ή υποτίµηση των ταξικών διαφοροποιήσεων στην ύπαιθρο, αλλά γενικότερα η κατανόηση των ουσιαστικών προβληµάτων που τίθενται. Έτσι, είτε µίλησε γενικώς για «αγροτιά» και για συµµαχία εργατών-αγροτών-φοιτητών χωρίς να µπει στον κόπο να µιλήσει για προϋποθέσεις και για προγραµµατικά αιτήµατα είτε εστίασε στη νέα ΚΑΠ (που ανοίγει µέτωπο µε την ΕΕ, ενόψει µάλιστα και των ευρωεκλογών) είτε έβαλε σε πρώτο πλάνο την αντικυβερνητική αιχµή. Αυτά που απουσίασαν παντελώς, ήταν τα δύο κρίσιµα και απολύτως αλληλεξαρτώµενα προβλήµατα που τα επόµενα χρόνια θα κυριαρχήσουν αναπόφευκτα: 

α) Η κλιµατική κρίση και η -πέρα και από τη νέα ΚΑΠ- διαµόρφωση όρων για επισιτιστική κρίση (ή κρίσεις), και 

β) Με ποια πολιτική, ποιο πρόγραµµα και ποια κοινωνική συµµαχία θα εξασφαλιστεί όχι απλώς η «επιβίωση των αγροτών» (και ποιων αγροτών) αλλά η διατροφική επάρκεια και ασφάλεια για τις πόλεις. Πώς δηλαδή η εργατική τάξη και η φτωχολογιά των πόλεων θα προµηθεύεται φτηνά και υγιεινά τρόφιµα σε επάρκεια. 

∆εν είναι σκοπός αυτού του άρθρου να δώσει πλήρεις απαντήσεις στο διπλό αυτό το ερώτηµα, αλλά να το θέσει. Σε επόµενο φύλλο θα αποπειραθούµε κάποιες απαντήσεις.  

**Contra-xreos.gr, 11/2/2024

Πίνακας 1

Ελλάδα: Αριθµός αγροτικών εκµεταλλεύσεων
µε βάση τον ετήσιο τζίρο (σε ευρώ)

Ετήσιος τζίρος

2005

2013

<4.000

423.670

352.300

4.000-14.999

284.540

215.900

15.000-49.999

107.690

114.800

50.000-99.999

13.750

20.610

100.000-249.999

3.370

5.020

250.000-499.999

400

620

>500.000

170

270

Σύνολο

833.590

709.500

Πίνακας 2

ΕΕ, επιλεγµένες χώρες: Αριθµός αγροτικών εκµεταλλεύσεων µε βάση την έκταση (εκτάρια*)

0

5>

5-19,9

20-49,9

50-99,9

>100

Γερμανία

2.870

21.730

103.600

71.450

50.220

35.160

Γαλλία

8.500

107.870

85.860

79.050

93.330

97.600

Ισπανία

20.700

485.850

251.580

105.100

49.960

15.100

Ιταλία

880

591.840

287.750

84.560

30.180

51.820

Ολλανδία

1.690

16.790

19.460

17.870

9.280

2.390

Πολωνία

7.450

770.360

517.190

102.480

20.570

10.950

Ελλάδα

5.910

538.440

132.080

26.200

5.430

1.450

*1 εκτάριο=10 στρέµµατα

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.