Να εξεγερθούμε για να νικήσουμε!

image_pdfimage_print

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο του φύλλου 36 της εφημερίδας “Κόκκινο Νήμα” που κυκλοφορεί


49 χρόνια από την
εξέγερση του Πολυτεχνείου

«Κι ας µη νικήσουµε ποτέ, θα πολεµάµε πάντα». Η φράση-σύνθηµα έρχεται όλο και συχνότερα στα χείλη -και τις πένες- αγωνιστών/τριών του κινήµατος και της Αριστεράς, τόσο συχνότερα όσο σπανιότερες ή και ανύπαρκτες είναι οι νίκες µας. Προφανώς δεν έχει την ακρίβεια θεωρητικής ή πολιτικής έννοιας αλλά συντίθεται «ποιητική αδεία». Παρ’ όλα αυτά περιγράφει τη συναισθηµατική βάση µιας στράτευσης που πλέον στηρίζεται σε ηθικά προτάγµατα αποσυνδεµένα από τον στόχο να νικήσουµε – ο οποίος µοιάζει είτε τόσο µακρινός ώστε να µην αφορά τον ανθρώπινο χρόνο των ζώντων είτε και «εξ ορισµού» ανέφικτος. Αυτή η «µελαγχολία της ήττας» ταιριάζει σε πολιτικά στρατευµένους/ες, αλλά όχι στις κοινωνικές αντιστάσεις και ακόµη περισσότερο τις εξεγέρσεις – και ευτυχώς! Αυτές δεν εκκινούν ούτε ξεσπούν από ηθικά προτάγµατα, αλλά είναι τέκνα των αναγκών – που γίνονται Ιστορία. Γι’ αυτό οι εξεγέρσεις συχνά εκπλήσσουν µε το ξέσπασµά τους/τις πολιτικά στρατευµένους/ες. Εκπλήσσουν κι αυτούς τους ίδιους που γίνονται ο αρχικός σπινθήρας τους. 

Η αποκοτιά του «κοινωνικού ασυνείδητου» και η «µελαγχολία» του πολιτικά συνειδητού

Oι εξεγέρσεις ξεκινούν από σπινθήρες που κανείς/µιά δεν µπορεί να προβλέψει την εξέλιξή τους. ∆εν γνωρίζουν από στρατηγική και από εκτίµηση του συσχετισµού δύναµης˙ γνωρίζουν µόνο από απελπισία, από ανάγκες που γίνονται πιεστικές, από στέρηση που εξοργίζει, από αποκοτιά και «παράλογα» ρίσκα. Η εξέγερση έρχεται όταν όλα αυτά «συντονίζονται» µαζικά την κατάλληλη ιστορική στιγµή και προκαλούν τη µαζική εισβολή των «µαζών» στο προσκήνιο της Ιστορίας. Η οποία είναι ταυτόσηµη µε τη µαζική εισβολή του «κοινωνικού ασυνείδητου», που δεν έχει σχέδιο και στρατηγική, στο ιστορικό προσκήνιο. Ο συνειδητός «σπινθήρας» δεν είναι παρά ο καταλύτης της αντίδρασης – που κι αυτός στην αρχή δεν έχει ιδέα πόσο µακριά µπορεί να φτάσει.   

Την Τρίτη 14 Νοεµβρίου του 1973, όταν οι φοιτητές/τριες που συµµετείχαν στη συνέλευση της Νοµικής αποφάσισαν να κατέβουν µε πορεία στο Πολυτεχνείο και στη συνέχεια να µείνουν σε αυτό και να ξεκινήσει η κατάληψη, κανείς/µιά δεν µπορούσε να φανταστεί και καµιά πολιτική πρωτοπορία δεν είχε σχεδιάσει την εξέγερση που θα πυροδοτούνταν. Όπως και τον Φλεβάρη του 2017, µε τις πρώτες κινητοποιήσεις των γυναικών, οι Μπολσεβίκοι δεν πίστευαν ότι θα εξελιχθούν σε επανάσταση που θα γκρέµιζε τον τσάρο και θα δηµιουργούσε επαναστατική κατάσταση η οποία θα κατέληγε 8 µήνες αργότερα στη νικηφόρα Οκτωβριανή επανάσταση. Αλλά και πιο πρόσφατα: στα τέλη του 2019, ένα κύκλος εξεγέρσεων -από την Αφρική ως τη Μέση Ανατολή και τη Λ. Αµερική- συντάραξε τον πλανήτη. Όλες τους άφησαν τα κοινωνικά και πολιτικά τους αποτυπώµατα, αλλά καµιά τους δεν νίκησε. 

Ούτε όµως η εξέγερση του 1973 νίκησε στον χρόνο που εκδηλώθηκε – ηττήθηκε από τα τανκς και τον χουντικό κατασταλτικό µηχανισµό. Με µια ορισµένη έννοια όµως, νίκησε σε «δεύτερο χρόνο»: απονοµιµοποίησε τη χούντα, διέλυσε τα σχέδια «εκδηµοκρατισµού» της, ήταν σηµαντικός παράγοντας στην κατάρρευση της επιστράτευσης το καλοκαίρι του 1974, κι όλα αυτά οδήγησαν όχι σε οποιαδήποτε πτώση της χούντας αλλά σε µια πτώση µε τη µορφή κατάρρευσης, που έκλεισε τον δρόµο για µια αυταρχική και πλήρως ελεγχόµενη απ’ τα πάνω Μεταπολίτευση. Υπάρχει λοιπόν κι αυτός ο τρόπος για να πετυχαίνουν οι εξεγέρσεις νίκες, έστω και ατελείς ή ηµιτελείς και αναντίστοιχες της ανθρώπινης συµµετοχής και του κόστους, της συλλογικής ανάτασης και των συλλογικών ονείρων που τη διέτρεξαν. Όπως το είπε και ο στιχουργός, όταν µιλάµε για αγώνες και εξεγέρσεις, «τίποτε δεν πάει χαµένο στη χαµένη µας ζωή».   

Ωστόσο, για όσους/ες στρατεύτηκαν στην Αριστερά (Αριστερά µε την έννοια της Γαλλικής επανάστασης και της Πρώτης ∆ιεθνούς) τα ζητήµατα τίθενται σε άλλη βάση. Όποιος/α εµφορείται από στόχους όπως η κοινωνία της ανθρώπινης χειραφέτησης, ο σοσιαλισµός και ο κοµµουνισµός, είναι εύκολο να πέσει σε πολιτική µελαγχολία. Είναι πολλές και επαναλαµβανόµενες οι ήττες, σε σηµείο ώστε οι όποιες ατελείς ή ηµιτελείς νίκες να µην ικανές να αντισταθµίσουν, κυρίως στο συναίσθηµα αλλά και στη λογική, τις συνέπειές τους. Από την «επανάσταση των γαριφάλων» το 1975 στην Πορτογαλία, την πιο πρόσφατη επαναστατική απόπειρα που εντάσσεται στην κλίµακα του χειραφετητικού προτάγµατος, έχει περάσει σχεδόν µισός αιώνας – η πλέον µακροχρόνια περίοδος επαναστατικής ανοµβρίας στην ιστορία του καπιταλισµού! 

Εξέγερση και επανάσταση

∆εν πρόκειται όµως µόνο γι’ αυτό ή κυρίως γι’ αυτό, έστω και αν από µόνο του είναι πολύ σηµαντικό. Πιο καταλυτικό είναι το γεγονός ότι µετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισµού» η κρίση της Αριστεράς προσέλαβε «υπαρξιακά» χαρακτηριστικά και ο µαρξισµός σταδιακά αποχώρησε από την ιστορική σκηνή σαν ιδεολογία µαζών. Ό,τι συνήγειρε τις συνειδητές πρωτοπορίες των κινηµάτων και της Αριστεράς, υποτόνησε ή και χρεοκόπησε (ο σοσιαλισµός/κοµµουνισµός ως κοινωνία της ανθρώπινης χειραφέτησης, η Αριστερά ως πολιτικός φορέας αυτού του οράµατος αλλά και ως φορέας της ιστορικής προόδου και του ορθολογισµού ενάντια στον καπιταλιστικό ανορθολογισµό) ενώ το ιδεολογικό περιβάλλον/συσχετισµός µέσα στο οποίο αναπτύσσονταν οι κοινωνικές αντιστάσεις ήταν δυσµενέστατο προκαλώντας πολιτική και ιδεολογική σύγχυση. 

Σε τέτοιες συνθήκες, τον χώρο που άφησε η υποχώρηση του µαρξισµού και η κρίση της Αριστεράς εν γένει, κάλυψαν οι «νέες κριτικές θεωρίες» ή και ένας ξέπνοος ρεφορµισµός. Το αποτέλεσµα ήταν πρώτα να αποκαθηλωθεί η έννοια της επανάστασης και η χρησιµότητα του διλήµµατος µεταρρύθµιση ή επανάσταση στη διαδικασία συγκρότησης της Αριστεράς. Αν ο σοσιαλισµός και ο κοµµουνισµός δεν αποτελούν πηγή έµπνευσης, η επανάσταση, ως ιστορική πράξη που ανοίγει τον δρόµο για την υλοποίηση του χειραφετητικού προγράµµατος… περιττεύει. Στη συνέχεια, αν η επανάσταση… περιττεύει, τότε το µαζικό επαναστατικό κόµµα-εργαλείο για τη νίκη της επανάστασης, περιττεύει επίσης. Και τι αποµένει; Ο σοσιαλισµός/κοµµουνισµός σαν αυτοαναφορικό όραµα κα/ι δήλωση ταυτότητας κι όχι ως στόχος που προσανατολίζει και εµπνέει, η αντίσταση (και τα κινήµατα αντίστασης) και η εξέγερση σαν επιτοµή της αντίστασης, σαν αυταξία, τόσο περισσότερο όσο αποµακρυνόµαστε από την ιστορική έµπνευση και αυτοπεποίθηση ότι µπορούµε να ανατρέψουµε τον καπιταλισµό. 

Ποιο είναι το ιστορικό κενό που γέννησαν αυτές οι µετατοπίσεις; Η σιωπηλή παραίτηση από τον στόχο να νικήσουµε τον καπιταλισµό. Ποια είναι, λοιπόν, η διαφορά µεταξύ εξέγερσης και επανάστασης; Η εξέγερση είναι η εισβολή των «µαζών» στο ιστορικό προσκήνιο, που όµως αποτυγχάνει να γίνει επανάσταση επειδή αποτυγχάνει να αµφισβητήσει την οικονοµική και πολιτική εξουσία της άρχουσας τάξης. ∆εν πρέπει να εξιδανικεύουµε µια τέτοια αποτυχία ή έλλειψη – και, από την άλλη, δεν πρέπει να υποτιµούµε τις εξεγέρσεις µόνο και µόνο επειδή δεν νικούν. 

Ποιος/τι φταίει;

∆εν έχει νόηµα και δεν το δικαιούµαστε να «ζητήσουµε εξηγήσεις» από το «κοινωνικό ασυνείδητο» γιατί µε τα δικά του αποκλειστικά µέσα δεν φτάνει ως το τέρµα του δόµου. Πολύ περισσότερο δεν δικαιούµαστε να «ζητήσουµε εξηγήσεις» όταν συνειδητές συγκροτήσεις της Αριστεράς αντί να λειτουργήσουν σαν υποµόχλια της νίκης, λειτουργούν σαν µηχανισµός «αποθέρµανσης» και υπονόµευσης. Το φταίξιµο και ο φταίχτης πρέπει να αναζητηθούν όχι στο κοινωνικά αυθόρµητο αλλά στο πολιτικά συνειδητό. 

Το δικό µας Πολυτεχνείο το αποδεικνύει! Οι µειοψηφικές δυνάµεις της επαναστατικής Αριστεράς ήταν οι µόνες που µε την πολιτική τους δράση «έστρωναν τα πανιά» στον εξεγερτικό άνεµο. Οι δυνάµεις της ρεφορµιστικής Αριστεράς ήταν στην κατάληψη, τη στήριξαν παθητικά, αλλά το πολιτικό τους σχέδιο ήταν ενάντια στη µετατροπή της σε µαζική εξέγερση για την ανατροπή του χουντικού καθεστώτος. Αυτό το αδύναµο πολιτικό υποµόχλιο, η επαναστατική Αριστερά, είχε την ιστορική τιµή ότι διασφάλισε πως θα ηττηθούν οι πολιτικές δυνάµεις της «αποθέρµανσης», που εκπροσωπούνταν από τη ρεφορµιστική Αριστερά, ώστε να ξεδιπλωθεί η δυναµική της εξέγερσης. Το τι (δεν) κατάφερε να οικοδοµήσει πολιτικά πάνω σε αυτή της τη στάση στην εξέγερση και το κατά πόσο (δεν) κατάφερε να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες της Μεταπολίτευσης για την οικοδόµηση µιας µαζικής επαναστατικής Αριστεράς, είναι µια άλλη ιστορία, που πράγµατι προκαλεί πολιτική µελαγχολία. ∆εν υπάρχει όµως στην Ιστορία εξέγερση και επανάσταση που να µην έλαµψε στην αποφασιστική της σηµασία η αντίθεση µεταρρύθµισης – επανάστασης όπως µεταφράζεται πολιτικά στην αντίθεση επαναστατικής – ρεφορµιστικής Αριστεράς: στην Οκτωβριανή και ισπανική επανάσταση, στη διπλή ελληνική επανάσταση (∆εκέµβρης του ’44 και εµφύλιος), στο Πολυτεχνείο του 1973, στον Μάη του ’68.      

Το µεταρρύθµιση ή επανάσταση θέτει στο κέντρο τη στρατηγική, κι αυτή µε τη σειρά της θέτει στο κέντρο τη στάση απέναντι στο αστικό κράτος. Ο ρεφορµισµός, ακόµη κι όταν οµνύει στον κοµµουνισµό και την επανάσταση, δρα πολιτικά σύµφωνα µε τη βαθύτερη πεποίθησή του: την αποφυγή «ανεξέλεγκτων καταστάσεων» και µεγάλων ρίσκων, που εµπνέουν εν τέλει τον µεταρρυθµισµό. Η χρεοκοπία της ∆εύτερης ∆ιεθνούς είναι το πλέον τρανταχτό ιστορικό παράδειγµα, η δε Αλέκα Παπαρρήγα στην εξέγερση του 2008 περιέγραψε ευσύνοπτα µε τη µορφή πολιτικής ατάκας τη ρεφορµιστική στρατηγική διαβεβαιώνοντας ότι «στην πραγµατική επανάσταση δεν θα σπάει ούτε ένα τζάµι». Είναι γνωστή βέβαια και η υψηλή θεωρητικοποίηση: «η κατάσταση δεν είναι (ακόµη) επαναστατική» ή, πιο λαϊκά, «οι συνθήκες δεν είναι ώριµες». Ακολούθησαν ο Αλέξης Τσίπρας και η περί αυτόν ηγετική οµάδα του ΣΥΡΙΖΑ, που είπαν το δικό τους «η κατάσταση δεν είναι ώριµη (για τη ρήξη)» τον Ιούλιο του 2015 µε τη συµµετρική διατύπωση της ΤΙΝΑ (There Is No Alternative – «δεν υπάρχει εναλλακτική»). 

Η υψηλή θεωρητικοποίηση δεν θα είχε καµία άµεση πολιτική σηµασία και κανένα πρακτικό πολιτικό αντίκρισµα αν δεν µεταφραζόταν σε συγκεκριµένη αξιολόγηση για τον ρόλο και επιδίωξη οικοδόµησης συγκεκριµένης σχέσης µε το κοινωνικά αυθόρµητο, µε το κοινωνικά εξεγερτικό στοιχείο. Τι τα θέλουµε τα κινήµατα αντίστασης και πώς φανταζόµαστε τον ρόλο τους στην πορεία εξέλιξής τους σε µαζική κοινωνική εξέγερση; Για να αποτελεί την κοινωνική πίεση που διασφαλίζει τη µεταρρύθµιση του αστικού κράτους; Για να πιέζει προς τα αριστερά και να αποτρέπει τα δεξιά παραστρατήµατα µιας αριστερής κυβέρνησης; Όχι! Αυτές είναι απαντήσεις στο φάσµα δεξιού-αριστερού ρεφορµισµού. Η επαναστατική στρατηγική και η επαναστατική Αριστερά απαντούν στο ερώτηµα αλλιώς: τα κινήµατα αντίστασης και η µετεξέλιξή τους σε µαζική κοινωνική εξέγερση ενάντια στο καθεστώς είναι φορείς του ιστορικού ερωτήµατος της εξουσίας˙ ποια τάξη κατέχει την εξουσία, πώς προετοιµάζεται γι’ αυτήν και πώς την ασκεί. Η επαναστατική στρατηγική και η επαναστατική Αριστερά βλέπουν στα κινήµατα και τη µαζική κοινωνική εξέγερση όχι τους φορείς της µεταρρύθµισης του αστικού κράτους ή µια αποτελεσµατική κοινωνική πίεση που συµπληρώνει το µεταρρυθµιστικό έργο µιας αριστερής κυβέρνησης, αλλά τους φορείς της άλλης εξουσίας, την εξουσία της εργατικής τάξης που αναδύεται. Και η προγραµµατική τους θέση είναι να δυναµώσουν τα φύτρα και οι εκφράσεις αυτής της εναλλακτικής εξουσίας µέχρι να σχηµατιστούν και να τεθούν αντιµέτωποι οι πόλοι της δυαδικής εξουσίας και η εργατική τάξη να κερδίσει την εξουσία µέσα από τον µόνο εφικτό δρόµο: την επανάσταση.   

Εξέγερση και επανάσταση στην εποχή της νέας γενικής κρίσης του καπιταλισµού

Είναι όµως καιρός για «τέτοια» ή πρέπει να µας απασχολεί πώς θα «µαζέψουµε τα κοµµάτια µας» περιµένοντας άλλους, καλύτερους καιρούς; Πρόκειται για κρίσιµο ερώτηµα πολιτικού προσανατολισµού. Το οποίο µόνο µε ένα τρόπο µπορεί να απαντηθεί: αναλύοντας τα χαρακτηριστικά της ιστορικής συγκυρίας. Μία από τις πιο εντυπωσιακές εκφράσεις της ήττας της Αριστεράς και της υποχώρησης του µαρξισµού είναι ότι µια τέτοια ανάλυση ελάχιστα απασχολεί τις οργανωµένες δυνάµεις της Αριστεράς˙ και όταν υπάρχει, συνήθως αποσυνδέεται από τα συνεπαγόµενα-συγκεκριµένα πολιτικιά συµπεράσµατα. 

Έχοντας χρησιµοποιήσει συχνά «επικούς» τόνους που δεν επαληθεύτηκαν, έχοντας κηρύξει συχνά άκαιρους συναγερµούς, έχοντας διαψευστεί σε προβλέψεις για επερχόµενες δοµικές κρίσεις που δεν επήλθαν, χάσαµε την εµπιστοσύνη στην ίδια την αξία της ανάλυσης της συγκυρίας και, το κυριότερο, όταν ήρθε πραγµατικά η ώρα για όλα αυτά, νιώθουµε αδύναµοι και… αναξιόπιστοι για να κηρύξουµε «συναγερµό», έστω και αν είναι απόλυτα δικαιολογηµένος και επιβεβληµένος από τη συγκυρία. Ο νεοφιλελευθερισµός, η απάντηση στην κρίση του ’70, εξάντλησε τα «καύσιµά» του και είναι σε κρίση, χωρίς να διαφαίνεται εναλλακτική – και σίγουρα δεν µπορεί ο νεοφιλελευθερισµός να είναι απάντηση στη δική του κρίση. Η κλιµατική αλλαγή -και οι συνέπειές της- τίθενται εκτός ελέγχου, και ο καπιταλισµός δεν µπορεί να δώσει καµία λύση, γιατί δεν µπορεί να µην είναι ο εαυτός του. Η θέση ηγεµόνα του αµερικανικού ιµπεριαλισµού αµφισβητείται για πρώτη φορά ύστερα από τη λήξη του Ψυχρού Πολέµου και ο πόλεµος στην Ουκρανία προσλαµβάνει χαρακτηριστικά βρόµικου πολέµου φθοράς ανάµεσα σε αντιπαρατιθέµενες δυνάµεις για την παγκόσµια ηγεµονία και εναρκτήριου επεισοδίου του ακήρυκτου Γ’ Παγκοσµίου Πολέµου. Και όλα τα προηγούµενα συµφύονται και επιδεινώνουν ποικίλες πλευρές της κρίσης: την ενεργειακή, την επισιτιστική κ.λπ. Όλα τα σηµάδια «φωνάζουν» για µια ιστορικών διαστάσεων γενική κρίση του καπιταλισµού. 

Ωστόσο, η ήττα της Αριστεράς είναι τόσο βαθιά, ώστε η κρίση ηγεµονίας της αστικής τάξης δεν µετασχηµατίζεται σε ανοιχτή πολιτική κρίση της καπιταλιστικής διακυβέρνησης. Το αποτέλεσµα είναι ότι οι τοξίνες της καπιταλιστικής κρίσης δηλητηριάζουν κάθε ιστό της κοινωνίας: είναι η εποχή της βαθιάς κρίσης του παλιού ενώ το νέο δεν έχει ακόµη γεννηθεί – η εποχή των τεράτων.     

Τακτικά, ευέλικτοι σαν το λάστιχο· στρατηγικά, άκαµπτοι σαν το σίδερο

Σε αυτές τις συνθήκες, οι εργαζόµενες τάξεις και η νεολαία ψάχνουν απεγνωσµένα διέξοδο και έκφραση στην κεντρική πολιτική σκηνή. ∆εν έχουν καµία εµπιστοσύνη και δεν ελπίζουν στον Μπάιντεν, αλλά ψηφίζουν ∆ηµοκρατικούς στις ενδιάµεσες αµερικανικές εκλογές, για να φράξουν το δρόµο στην ακόµη πιο επικίνδυνη ακροδεξιά του Τραµπ. ∆εν ελπίζουν στον Λούλα, αλλά τον ψήφισαν για να φράξουν τον δρόµο στον Μπολσονάρου. ∆εν έχουν καµία εµπιστοσύνη και δεν ελπίζουν στον Τσίπρα, αλλά θα τον ψηφίσουν (πόσο µαζικά, θα το µάθουµε στις εκλογές) για να γλιτώσουν από την ακροδεξιά του Μητσοτάκη. ∆εν εµπιστεύονται τη ρεφορµιστική αριστερά στη Γαλλία (Μελανσόν) ή τη Χιλή, αλλά τη χρησιµοποιούν εκλογικά για να έχουν έστω µια έµµεση και ασθενική παρέµβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή κ.λπ. κ.λπ. Επειδή ένα σηµαντικό τµήµα τους δεν έχει αυταπάτες για την αποτελεσµατικότητα µιας τέτοιας, στρεβλής παρέµβασης στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, οι µαζικές κοινωνικές ανξτιστάσεις, ακόµη και οι εξεγέρσεις, δεν θα λείψουν. Η ωρίµανση προϋποθέσεων για µαζική εκδήλωση κοινωνικών αντιστάσεων, η αναζήτηση πολιτικής «πλατφόρµας» για παρέµβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή σε συνδυασµό µε την κρίση εµπιστοσύνης στον ρεφορµισµό (που άλλωστε εξακολουθεί να αποδεικνύεται «στρατηγός της ήττας» σε κάθε µικρή ή µεγάλη δοκιµασία) αναδεικνύει τον αντιφατικό χαρακτήρα των διεργασιών για τη συγκρότηση µαζικής πολιτικής έκφρασης των εργαζόµενων τάξεων. Αλλότριες πολιτικές εκφράσεις έχουν πλεονέκτηµα σε σχέση µε την επαναστατική αριστερά: είναι άµεσα διαθέσιµες και εξασφαλίζουν παρέµβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή. Είναι όµως πολιτικές πλατφόρµες είτε εντελώς ακατάλληλες είτε και προδοτικές. 

Η αντιφατική αυτή κατάσταση επιβάλλει µεγάλη ευελιξία στην τακτική, η οποία όµως πρέπει αδιαπραγµάτευτα να συνδυάζεται µε ακαµψία στη στρατηγική. Χρειαζόµαστε µια µαζική επαναστατική αριστερά, ως βήµα για τη συγκρότηση µαζικού επαναστατικού κόµµατος. Και, εξίσου και παράλληλα, ευελιξία στη µαζική παρέµβαση και στην οικοδόµηση κοινωνικών αντιστάσεων και κατανόηση για τους λόγους που τµήµατα της εργατικής τάξης και της νεολαίας χρησιµοποιούν πολιτικές πλατφόρµες ευκαιρίας για να έχουν παρέµβαση στο επίπεδο των κεντρικών πολιτικών συσχετισµών.

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.