Του Τζον Μόλινιου (1978)
Μετάφραση Βασίλης Μορέλλας
Πηγή: https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/
Οι εμφάσεις με έντονα μαύρα γράμματα από τη διαχείριση του σάιτ
6o κεφάλαιο: Ο Μοντέρνος Ηγεμόνας του Γκράμσι
Ενώ ένας πολιορκημένος Τρότσκι πάλευε να διατηρήσει και να εφαρμόσει τη Λενινιστική θεωρία για το κόμμα, ένας άλλος μαρξιστής, ο Αντόνιο Γκράμσι, εργαζόταν για 11 χρόνια μέσα σε μια φασιστική φυλακή για να αναπτύξει νέες και πρωτότυπες ιδέες πάνω στην επαναστατική στρατηγική. Ο καρπός αυτού του τεράστιου έργου και το κεντρικό κομμάτι της Γκραμσιανής στρατηγικής, ήταν μια νέα σύλληψη του ρόλου και των καθηκόντων του επαναστατικού κόμματος, που συνιστά τη μόνη θεμελιακή προσθήκη στη μαρξιστική κομματική θεωρία απ’τον καιρό του Λένιν. Ο Γκράμσι ήταν ικανός να πετύχει αυτήν την καινοτομία, πάνω απ’όλα λόγω της μοναδικής φιλοσοφικής οπτικής από την οποία προσέγγιζε το πρόβλημα του κόμματος. Συνεπώς, κάθε ανάλυση της θεωρίας του Γκράμσι για το κόμμα πρέπει να αρχίζει με μια θεώρηση των φιλοσοφικών προϋποθέσεων στις οποίες βασιζόταν.
- Η φιλοσοφία της πράξης
Όπως ο Γκέοργκ Λούκατς, ο άλλος εξέχων μαρξιστής φιλόσοφος της μεσοπολεμικής περιόδου, ο Γκράμσι έφτασε στον μαρξισμό μέσω του Χέγκελ και άρα «μέσω της φιλοσοφίας». Οι μορφές-κλειδιά στην ιδεολογική διάπλαση του Γκράμσι ήταν οι Μπενεντέτο Κρότσε και Αντόνιο Λαμπριόλα. Ο Κρότσε ήταν ένας ιδεαλιστής φιλόσοφος για τον οποίο ο κεντρικός σκοπός της φιλοσοφίας ήταν η κατανόηση της ιστορίας και ο οποίος επομένως αυτοαποκαλούταν «απόλυτος ιστορικιστής». Ο Γκράμσι τον θεωρούσε ως τον υψηλότερο εκπρόσωπο της Ιταλικής αστικής κουλτούρας και μάλιστα ως έναν από τους προεξάρχοντες εκφραστές του φιλελευθερισμού στον κόσμο. Ο Κρότσε επέκρινε τον μαρξισμό, μα για τον Γκράμσι το έργο του βρισκόταν σε πολύ πιο προηγμένο διανοητικό επίπεδο απ’ότι εκείνο του χυδαίου μαρξισμού και θετικισμού* που διέπρεπαν στην προ του 1914 Ιταλία. Γι’αυτό η σχέση του Γκράμσι με τον Κρότσε παραλληλίζεται με εκείνη μεταξύ Μαρξ και Χέγκελ -πρώτα υπό την επιρροή του, μετά όλο και περισσότερο να τον βλέπει ως μια μείζων μορφή που πρέπει να διαμφισβητηθεί και ν’αντικατασταθεί με μια νέα σύνθεση. Αυτό που ο Γκράμσι πήρε από τον Κρότσε και ανέπτυξε, ήταν η απόρριψη του οικονομικού ντετερμινισμού και θετικισμού και η σπουδαιότητα του «ηθικο-πολιτικού» ή «ιδεολογικού» παράγοντα/moment στην ιστορία.
Η γέφυρα ανάμεσα στο μαρξισμό και τον ιδεαλισμό του Κρότσε χορηγήθηκε από τον Αντόνιο Λαμπριόλα, τον «θεμελιωτή πατέρα» του Ιταλικού μαρξισμού στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Λαμπριόλα ήταν ένας καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης που προσχώρησε στο μαρξισμό αργά στη ζωή του, έχοντας υπάρξει ηγετική φυσιογνωμία στην Ιταλική χεγκελιανή σχολή. Ήταν ο Λαμπριόλα αυτός που εισήγαγε πρώτος τον όρο «η φιλοσοφία της πράξης», χρησιμοποιημένο από τον Γκράμσι ως υποκατάστατο για τον «μαρξισμό» στα Τετράδια της Φυλακής, ώστε να περάσει από το λογοκριτή της φυλακής.[1] Ο Γκράμσι είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Λαμπριόλα, εκτιμώντας ιδιαίτερα την έμφασή του στην ενότητα θεωρίας και πράξης και την ανεξαρτησία του μαρξισμού από κάθε άλλο φιλοσοφικό ρεύμα. Στα Τετράδια της Φυλακής ο Γκράμσι τον περιγράφει ως «το μόνο άνθρωπο που έχει προσπαθήσει να οικοδομήσει τη φιλοσοφία της πράξης επιστημονικά».[2]
Η κατεύθυνση στην οποία κινούνταν οι ιδέες του Γκράμσι φάνηκε καθαρά από ένα άρθρο με το οποίο χαιρέτιζε τη Ρωσική Επανάσταση, Η Επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο, το οποίο υμνούσε τους Μπολσεβίκους για την άρνησή τους να δεσμευτούν από σιδερένιους ιστορικούς νόμους. Κι όταν, μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ο Γκράμσι έγινε ένας πλήρως αναπτυγμένος μαρξιστής και κομμουνιστής, η δική του έκδοση του μαρξισμού ήταν τελείως διαφορετική από τον ορθόδοξο «επιστημονικό» υλισμό που χαρακτήριζε τη Δεύτερη Διεθνή και που εν πολλοίς κυριαρχούσε και στην Τρίτη Διεθνή, με εξαίρεση τον Λένιν που είχε αναθεωρήσει τη φιλοσοφική του θέση στα 1914.
Για τον ώριμο Γκράμσι των Τετραδίων της Φυλακής «η φιλοσοφία της πράξης είναι απόλυτος “ιστορικισμός”, η απόλυτη εκκοσμίκευση και επιγειότητα της σκέψης, ένας απόλυτος ουμανισμός της ιστορίας».[3] Είναι ολοκληρωτικά αντίθετος σε όλες τις μορφές υπερβατισμού**, είτε αυτός είναι ο υπερβατισμός μιας αφηρημένης «ανθρώπινης φύσης» ή του «ανθρώπου εν γένει», της θρησκείας και των παράγωγων ιδεαλιστικών φιλοσοφιών, είτε ο υπερβατισμός του μεταφυσικού υλισμού που βασίζει τον εαυτό του σε «αντικειμενικούς νόμους».
Ορίζοντας τον μαρξισμό με ένα ιστορικιστικό/ουμανιστικό τρόπο, ο Γκράμσι διαχωρίζει τον εαυτό του όχι μόνο από τους Μπουχάριν και Κάουτσκι και από τους νεοκαντιανούς***, μα επίσης κι από τον Πλεχάνοφ, τον φιλοσοφικό δάσκαλο όλων των Ρώσων μαρξιστών κι αυτό τον οδηγεί σε μια κριτική της καθιερωμένης παρουσίασης των θεμάτων που είναι μέγιστης σημασίας για τη θεωρία του κόμματος: τον φαταλισμό, την πρόβλεψη και τον οικονομικό ντετερμινισμό.
Όπως έχουμε συχνά υποδείξει, φαταλιστικές ερμηνείες του μαρξισμού έχουν επανειλημμένα εμποδίσει την κατανόηση του ρόλου του κόμματος και είναι ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα του Λένιν που ήρθε σε ρήξη με τη φαταλιστική σύλληψη της οργάνωσης από τη Δεύτερη Διεθνή. Όμως αυτό που διακρίνει τον Γκράμσι από τον Λένιν, τον Τρότσκι και άλλους αντιπάλους του φαταλισμού είναι ότι οι τελευταίοι ποτέ δεν αντιμετώπισαν πραγματικά σε φιλοσοφικό επίπεδο τον φαταλισμό ως τέτοιο. Το βασικό επιχείρημα πάντα αποφευγόταν με την εισαγωγή του χρονικού παράγοντα. Βέβαια, μακροπρόθεσμα, έλεγαν, η ενότητα του προλεταριάτου, η νίκη του σοσιαλισμού κλπ είναι αναπόφευκτη, αλλά το ερώτημα είναι πώς θα επιταχύνουμε αυτή τη διαδικασία, τι οφείλουμε εμείς να κάνουμε τώρα κι ούτω καθεξής. Με αυτόν τον τρόπο οι ολέθριες συνέπειες του φαταλισμού αποκρούονταν ξανά και ξανά, μα ποτέ δεν αναιρέθηκαν εκ βάθρων. Για τον Γκράμσι, ωστόσο, παρόλο που αναγνωρίζει τον ιστορικά «χρήσιμο» ρόλο που έπαιξε ο φαταλισμός, δεν υπάρχει καμία τέτοια βασική υπεκφυγή. «Πρέπει να σημειωθεί πώς το ντετερμινιστικό, φαταλιστικό και μηχανιστικό στοιχείο έχει υπάρξει άμεσο ιδεολογικό “άρωμα”, αναβλύζον από τη φιλοσοφία της πράξης, μάλλον παρόμοια με τη θρησκεία ή τα ναρκωτικά (στην αποχαυνωτική τους επίπτωση).»[4]
Σε περιόδους ήττας, η φαταλιστική άποψη ότι «η ιστορία είναι με το μέρος μας» έχει υπάρξει μεγάλη πηγή δύναμης και αντίστασης, αλλά όταν το προλεταριάτο καταλαμβάνει τη σκηνή ως ενεργός κατευθυντήρας των γεγονότων (δηλ. σε μια επανάσταση) «σε ορισμένο σημείο η μηχανικότητα μετατρέπεται σε άμεσο κίνδυνο».[5]
Για τον ντετερμινιστή μαρξιστή, η μεγάλη δύναμη του μαρξισμού κόντρα στην αστική ιδεολογία είναι η ικανότητά του να προβλέπει το μέλλον λόγω της επίγνωσής του για τους «νόμους της ιστορίας». Αυτός ο ισχυρισμός γίνεται από τον Μπουχάριν και είναι ένα επανερχόμενο θέμα στα γραπτά του Τρότσκι και πολλών άλλων. Ο Γκράμσι, ωστόσο, γράφει ότι:
Στην πραγματικότητα κάποιος μπορεί να προβλέψει «επιστημονικά» μόνο την πάλη, αλλά όχι τις χειροπιαστές στιγμές της πάλης, οι οποίες δεν μπορούν παρά να είναι αποτελέσματα αντιτιθέμενων δυνάμεων σε συνεχή κίνηση, οι οποίες ποτέ δεν ανάγονται σε σταθερές ποσότητες, αφού στο εσωτερικό τους η ποσότητα μετατρέπεται συνεχώς σε ποιότητα. Στην πραγματικότητα κάποιος μπορεί να «προβλέψει» στο μέτρο που δρα, στο μέτρο που ασκεί μια εθελοντική προσπάθεια και επομένως συνεισφέρει χειροπιαστά στη δημιουργία του «προβλεπόμενου» αποτελέσματος. Η πρόβλεψη αποκαλύπτει τον εαυτό της όχι ως μια επιστημονική πράξη γνώσης, αλλά ως η αφηρημένη έκφραση της συντελεσμένης προσπάθειας, ως ο πρακτικός τρόπος δημιουργίας μιας συλλογικής θέλησης.[6]
Εάν, για τον Γκράμσι, ο φαταλισμός είναι συγγενής με τη θρησκεία, τότε ο οικονομικός ντετερμινισμός μόνο λίγο καλύτερος μπορεί να είναι από τη δεισιδαιμονία και τον πλήρη εκχυδαϊσμό του μαρξισμού. Εναντίον του οικονομικού ντετερμινισμού ως ιστορικής μεθοδολογίας, παραθέτει «την αυθεντική μαρτυρία του Μαρξ, του συντάκτη στέρεων πολιτικών και ιστορικών έργων».[7]
Ο Γκράμσι βλέπει τον «οικονομισμό» ή τον συνδικαλισμό ως μια τάση στο κίνημα της εργατικής τάξης, προερχόμενη περισσότερο από τον φιλελευθερισμό του laissez-faire[8] (την ελεύθερη κίνηση των οικονομικών δυνάμεων), παρά από τον μαρξισμό, που στοχεύει μέσω της πολιτικής στην καθυπόταξη των οικονομικών δυνάμεων στην ανθρώπινη θέληση. Ο συνδικαλισμός είναι η θεωρία μιας καταπιεσμένης τάξης «που εμποδίζεται από αυτή τη θεωρία να γίνει ποτέ κυρίαρχη».[9]
Η υπεραριστερή εκλογική αποχή, η απόλυτη απόρριψη «συμβιβασμών» και η εχθρότητα στις συμμαχίες, όλα συνδέονται από τον Γκράμσι με τον «οικονομισμό» στο ότι όλα βασίζονται στην πεποίθηση πως οι οικονομικοί νόμοι (ειδικά όπως εκφράζονται στις καπιταλιστικές κρίσεις) θα οδηγήσουν καθαυτοί στο σοσιαλισμό. Για τον Γκράμσι αυτή η άποψη του ρόλου των οικονομικών κρίσεων ήταν «πέρα για πέρα ιστορικός μυστικισμός, η προσδοκία ενός είδους εκ θαύματος φώτισης».[10] Αντίθετα:
ότι οι οικονομικές κρίσεις καθαυτές παράγουν θεμελιώδη ιστορικά γεγονότα είναι κάτι που μπορεί να αποκλειστεί: αυτές μπορούν απλώς να δημιουργήσουν ένα έδαφος πιο πρόσφορο για τη διάδοση ορισμένων μεθόδων σκέψης και ορισμένων τρόπων να θέτεις και να επιλύεις προβλήματα που ενέχουν ολόκληρη τη συνακόλουθη ανάπτυξη της εθνικής ζωής. [11]
Για τον Γκράμσι μια αυθεντική μαρξιστική ανάλυση μιας κατάστασης πρέπει να αποτελεί απτή μελέτη του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στην κατάσταση, αποβλέπουσα στην αλλαγή της. Μια τέτοια ανάλυση πρέπει να ενσωματώνει και να διακρίνει τουλάχιστον τρεις «παράγοντες» ή «επίπεδα».[12]
1. «Τον συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων που συνδέονται στενά με τη δομή, αντικειμενικές, ανεξάρτητες από την ανθρώπινη θέληση και που μπορούν να μετρηθούν με τη συστηματικότητα των ακριβών ή φυσικών επιστημών». Σε αυτή τη βάση μπορεί κανείς να ανακαλύψει «εάν σε μια συγκεκριμένη κοινωνία υπάρχουν οι αναγκαίες και επαρκείς συνθήκες για τον μετασχηματισμό της».
- Τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων: «μια εκτίμηση της ομοιογένειας, αυτογνωσίας και οργάνωσης που έχουν κατορθώσει οι ποικίλες κοινωνικές τάξεις».
- Τον συσχετισμό των στρατιωτικών δυνάμεων. «Η ιστορική ανάπτυξη παλινδρομεί συνεχώς μεταξύ του πρώτου και του τρίτου παράγοντα με τη μεσολάβηση του δεύτερου»,[13] γράφει ο Γκράμσι και είναι ακριβώς με τον δεύτερο, μεσολαβητικό παράγοντα της πολιτικής που απασχολείται ιδιαίτερα.
Ο Γκράμσι, λοιπόν, αποδίδει στις φιλοσοφίες, τις κοσμοαντιλήψεις και τις ιδέες που διατηρούν οι άνθρωποι, έναν σπουδαίο και ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας. Φυσικά, αυτό τον εκθέτει σε κατηγορίες για βολονταρισμό και ιδεαλισμό (και τέτοιες κατηγορίες ήταν συχνά διαθέσιμες στις εσωκομματικές διαμάχες). Η αλήθεια είναι ότι ο Γκράμσι ενδιαφέρεται όχι για τη φιλοσοφία αφηρημένα, μα για την απτή ιστορική ανάπτυξη συγκεκριμένων φιλοσοφιών και πάνω απ’όλα για τον αντίκτυπό τους στην καθημερινή σκέψη και τον «κοινό νου» των μαζών.
Γιατί το να οδηγηθεί μια μάζα ανθρώπων να σκέφτεται συνεκτικά με τον ίδιο συνεκτικό τρόπο για τον υπαρκτό κόσμο είναι ένα «φιλοσοφικό» συμβάν μακράν πιο σπουδαίο και «πρωτότυπο» απ’την ανακάλυψη από μια φιλοσοφική «ιδιοφυία» μιας αλήθειας που παραμένει κτήμα μικρών ομάδων διανοουμένων.[14]
Ο Γκράμσι επιμένει ότι «ο καθένας είναι ένας φιλόσοφος, αν και με τον δικό του τρόπο και ασυνείδητα»,[15] αλλά αυτό που είναι απαραίτητο είναι να μεταμορφώσεις το υπονοούμενο, το αντιφατικό και κατακερματισμένο μέσα στις μάζες, σε κριτική και συστηματική επίγνωση που μπορεί να απολήξει στο σχηματισμό μιας λαϊκής συλλογικής θέλησης για δράση. Όμως, μια άποψη για τον κόσμο, δεν φυτρώνει αυθόρμητα σε μεμονωμένα άτομα. Ο σχηματισμός μια συλλογικής θέλησης απαιτεί ένα σημείο προέλευσης και ένα σημείο διασποράς. Πρέπει να υπάρχει μια ενεργή δύναμη που να εργάζεται για να τον αναπτύξει και στη θεωρία και στην πράξη.[16]
Έτσι, η φιλοσοφία της πράξης του Γκράμσι, με την έμφασή της στην συνειδητή ανθρώπινη μεσολάβηση στην ιστορία και της από μέρους της απόρριψη όλου του μηχανιστικού ή άκαμπτου ντετερμινισμού, οδήγησε κατευθείαν στο ζήτημα του επαναστατικού κόμματος και τον εξόπλισε θαυμάσια για να το διαπραγματευθεί. Αλλά πάνω στη βάση της φιλοσοφικής επιτήδευσης μόνο, ο Γκράμσι δε θα είχε σταθεί ικανός να προχωρήσει σημαντικά τη θεωρία για το κόμμα.[17] Για την κομματική θεωρία του Γκράμσι, υπήρξε και μια δεύτερη προϋπόθεση: βαθιά εμπλοκή στην πολιτική πρακτική στο εργατικό κίνημα και η επ’αυτού συμπαγής ανάλυση. Σε αυτό στρεφόμαστε τώρα.
- Η Ιταλική εμπειρία –επανάσταση και ήττα
Η αποφασιστική πολιτική εμπειρία για τη διάπλαση της σκέψης του Γκράμσι ήταν ο ξεσηκωμός των Ιταλών εργατών, με αιχμή του δόρατος το προλεταριάτο του Τορίνο στα 1919 και 1920. Η παρέμβαση του Γκράμσι σε αυτά τα γεγονότα, μέσω του εβδομαδιαίου περιοδικού L’Ordine Nuovo****, τον έφερε στη στενότερη επαφή με τους εργάτες του Τορίνο. Αυτός ανακαλεί ότι
Εκείνο τον καιρό καμιά πρωτοβουλία δεν αναλαμβανόταν που να μη δοκιμάζεται στην πραγματικότητα… αν οι γνώμες των εργατών δεν λαμβάνονταν πλήρως υπόψη. Γι’αυτόν τον λόγο, οι πρωτοβουλίες μας εμφανίζονταν ως διερμηνεία μιας αισθητής ανάγκης, ποτέ ως ψυχρή εφαρμογή ενός διανοητικού σχήματος.[18]
Το μεγάλο επίτευγμα του Γκράμσι στο L’Ordine Nuovo ήταν η “μεταγλώττιση” της Ρωσικής ιδέας των σοβιέτ στην Ιταλία, μέσα από την ανάπτυξη των ήδη υπαρχόντων εργοστασιακών εσωτερικών επιτροπών σε εργοστασιακά συμβούλια, ως θεμέλια ενός νέου κράτους. Σε ένα σημαντικό απόσπασμα γραμμένο στα 1920, ο Γκράμσι συνόψισε τη βασική αντίληψή του για τον κομμουνισμό.
Έχουμε επομένως ισχυριστεί: 1. ότι η επανάσταση δεν είναι απαραίτητα προλεταριακή και κομμουνιστική αν σκοπεύσει κι εξασφαλίσει την ανατροπή του αστικού κράτους∙ 2. ούτε και είναι προλεταριακή και κομμουνιστική αν σκοπεύσει κι εξασφαλίσει την καταστροφή των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της διοικητικής μηχανής μέσω των οποίων η κεντρική κυβέρνηση ασκεί την πολιτική εξουσία της μπουρζουαζίας∙ δεν είναι προλεταριακή και κομμουνιστική ακόμη κι αν το κύμα λαϊκής εξέγερσης τοποθετήσει την εξουσία στα χέρια ανθρώπων που αυτοαποκαλούνται (και ειλικρινά είναι) κομμουνιστές. Η επανάσταση είναι προλεταριακή και κομμουνιστική μόνο στο βαθμό που απελευθερώνει τις προλεταριακές και κομμουνιστικές δυνάμεις παραγωγής, δυνάμεις που αναπτύσσονταν μέσα στην κυριαρχούμενη απ’την καπιταλιστική τάξη κοινωνία. Είναι προλεταριακή και κομμουνιστική στο βαθμό που προχωρά και προωθεί τη μεγέθυνση και συστηματοποίηση των προλεταριακών και κομμουνιστικών δυνάμεων που μπορούν να ξεκινήσουν το υπομονετικό, μεθοδικό έργο που απαιτείται για την οικοδόμηση μιας νέας τάξης στις σχέσεις παραγωγής και διανομής.[19]
Αυτή η έμφαση στη δημιουργική, εποικοδομητική πλευρά της εργατικής επανάστασης σε αντίθεση με την καταστροφική πλευρά της ανατροπής του καπιταλισμού, επρόκειτο να παραμείνει αμετάβλητη θεματική στη σκέψη του Γκράμσι.
Όμως, αυτή η εμπειρία ήταν επίσης αρνητική, στο ότι αποκάλυψε την αποφασιστική αδυναμία του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI) και της όλης παράδοσης του Ιταλικού μαξιμαλιστικού σοσιαλισμού. Η επικρατούσα τάση του Ιταλικού σοσιαλισμού απέτυχε παταγωδώς να εκτιμήσει τη σπουδαιότητα των εργοστασιακών συμβουλίων, θεωρώντας τα απειλή για την καθεστηκυία τάξη των συνδικάτων και το Τορινέζικο προλεταριάτο αφέθηκε να παλέψει μονάχο. Την κρίσιμη στιγμή, το PSI παρέμεινε σε γραφειοκρατική παράλυση και ανίκανο ή απρόθυμο να δώσει συνεκτική ηγεσία στο ανερχόμενο επαναστατικό κίνημα∙ ως αποτέλεσμα, η πρωτοβουλία χάθηκε και ο δρόμος άνοιξε για την λυσσασμένη αντεπανάσταση που αποκορυφώθηκε στην πορεία του Μουσολίνι προς τη Ρώμη*****. Η απάντηση του Γκράμσι σε αυτή την προδοσία ήταν μια ισοπεδωτική κριτική με τίτλο Προς μια Ανανέωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος[20] στην οποία κατηγορούσε την κομματική ηγεσία για την αποτυχία της να δημιουργήσει ένα ομογενές μαχητικό κόμμα, εκκαθαρισμένο από τα ρεφορμιστικά και μη-κομμουνιστικά του στοιχεία, την αποτυχία της να εμπλέξει το κόμμα στη ζωή της Τρίτης Διεθνούς, την από μέρους της έλλειψη επαναστατικής αντιπολίτευσης στη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας, την προσκόλλησή της στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και την αποχωρητική άρνησή της να αποδυθεί στον αγώνα για την εξουσία. Αυτές οι θέσεις, που δέχτηκαν την επιδοκιμασία του Λένιν, κατέληγαν ότι,
Η ύπαρξη ενός συνεκτικού και εξαιρετικά πειθαρχημένου κομμουνιστικού κόμματος με εργοστασιακούς, συνδικαλιστικούς και συνεταιριστικούς πυρήνες, που να μπορεί να συντονίζει και να συγκεντροποιεί στην κεντρική του εκτελεστική επιτροπή όλη την επαναστατική δράση του προλεταριάτου, αποτελεί το θεμελιώδη και αναντικατάστατο όρο για κάθε πείραμα στα σοβιέτ. [21]
Έτσι όχι μόνο η φιλοσοφική θέση του Γκράμσι, μα επίσης κι η πρακτική του πείρα τον οδήγησαν στο ζήτημα του κόμματος. Αρχικά, ωστόσο, η πρωτοτυπία του συγκαλυπτόταν και αδυνατούσε να επιδιώξει μια ανεξάρτητη πολιτική. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην πίεση των καθημερινών γεγονότων την περίοδο της αυξανόμενης φασιστικής καταστολής και εν μέρει στην θέση όπου βρέθηκε μέσα στο νεοσχηματισμένο Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας (PCI). Το PCI διασπάστηκε ανάμεσα στην δεσπόζουσα μορφή του Αμαντέο Μπορντίγκα, ενός άκαμπτου υπεραριστεριστή και μια οπορτουνιστική δεξιά πτέρυγα υπό την ηγεσία του Αντζέλο Τάσκα. Ο Γκράμσι διαφωνούσε έντονα με τον Μπορντίγκα, αλλά εκτιμούσε την παρουσία του στην κομματική ηγεσία και ήταν απρόθυμος να τον αμφισβητήσει από φόβο παράδοσης του κόμματος στον Τάσκα. Μέχρι την κάθειρξή του το 1926 ο Γκράμσι δεν είχε την ευκαιρία να αναπτύξει και να εξηγήσει τις ιδέες του και ως τότε τα διαδραματιζόμενα στην παγκόσμια σκηνή έπαιρναν επίσης μεγάλες διαστάσεις στις ανησυχίες του. Επιθυμούσε να διδαχθεί τα μαθήματα της ήττας του μεταπολεμικού επαναστατικού κύματος, όχι μόνον στην Ιταλία, αλλά σε όλη την Ευρώπη∙ και με τη μεγέθυνση του φασιστικού συντεχνιακού****** κράτους και την ανάδειξη του Φορντισμού******* στην Αμερική, ο Γκράμσι διείδε νέες εξελίξεις στον καπιταλισμό, που θα έθεταν νέα στρατηγικά προβλήματα στο εργατικό κίνημα.
Αυτό ήταν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο ο Γκράμσι, στα γραπτά του της φυλακής, άρχισε να εκπονεί την αντίληψή του για το επαναστατικό κόμμα.
- Ο Μοντέρνος Ηγεμόνας και η διπλή προοπτική
Στα Τετράδια της Φυλακής ο Γκράμσι προσεγγίζει το πρόβλημα του κόμματος μέσα από μια μελέτη του Ηγεμόνα του Μακιαβέλι********. Η σπουδαιότητα του Μακιαβέλι για τον Γκράμσι είναι ότι αυτός εκπροσώπησε μια πρωτοποριακή προσπάθεια στην Ιταλία, να δείξει πώς δημιουργείς μια εθνική συλλογική θέληση για την εγκαθίδρυση ενός καινούργιου κράτους (μιας ενοποιημένης αστικής Ιταλίας). Ο Μακιαβέλι ήταν ένας «πρόωρος Γιακωβίνος»,[22] που μέσω της αλληγορικής μορφής «του Ηγεμόνα» εξήγησε την απαραίτητη για την επίτευξη αυτού σκοπού πολιτική ηγεσία, στρατηγική και τακτική. Η εγκαθίδρυση ενός καινούργιου εργατικού κράτους επίσης απαιτεί τέτοια πολιτική ηγεσία –ένα «μοντέρνο ηγεμόνα». Αλλά ο Γκράμσι υποστηρίζει:
Ο μοντέρνος ηγεμόνας… δε μπορεί να είναι ένα πραγματικό πρόσωπο, ένα χειροπιαστό άτομο. Μπορεί μόνο να είναι ένας οργανισμός, ένα περίπλοκο στοιχείο της κοινωνίας στο οποίο μια συλλογική θέληση που έχει ήδη αναγνωριστεί και έχει σε ένα κάποιο βαθμό επιβληθεί στη δράση, αρχίζει να παίρνει χειροπιαστή μορφή. Η ιστορία έχει ήδη παράσχει αυτόν τον οργανισμό και είναι το πολιτικό κόμμα –το πρώτο κύτταρο στο οποίο συνέρχονται σπέρματα μιας συλλογικής θέλησης που τείνει να γίνει οικουμενική και πλήρης.[23]
Ακριβώς όπως ο Μακιαβέλι παρουσιάζει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά ενός επιτυχημένου ηγεμόνα, έτσι κι ο Γκράμσι προχωρά, βασιζόμενος απ’άκρο σ’άκρο πάνω στη φιλοσοφική τοποθέτηση που έχουμε σκιαγραφήσει παραπάνω, για να συζητήσει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά του επαναστατικού κόμματος. Δυστυχώς αυτό δεν γίνεται συστηματικά, αλλά σε μια σειρά πολύ πλούσιων και πολύπλοκων παρατηρήσεων που είναι λίγο-πολύ ασύνδετες και στις οποίες συνταγές για το μαρξιστικό κόμμα αναμιγνύονται με αναλυτικά σημεία για τα κόμματα εν γένει. Έτσι, κάθε σχετική σύντομη έκθεση αυτών των ιδεών, όπως αυτή η μελέτη, πρέπει αναγκαία να προσπαθήσει να ξεδιαλέξει τις κύριες θεματικές και να τις δώσει μια δομή που δεν υπάρχει (τουλάχιστον εμφανώς) στο πρωτότυπο. Αυτό πρέπει να είναι, σε έναν βαθμό, αυθαίρετη και όχι ευχάριστη διαδικασία, μα είναι αναπόφευκτο.
Ένα χρήσιμο σημείο αφετηρίας για την κατανόηση της πρωτοτυπίας της θεωρίας του Γκράμσι είναι η ιδέα του για τη «διπλή προοπτική» με την οποία ένα κόμμα πρέπει να λειτουργεί. Ο ίδιος ο όρος προκύπτει στ’αλήθεια από το Εδάφιο XIII των Θέσεων για την Τακτική που υιοθετήθηκε με έμπνευση του Ζινόβιεφ από το Πέμπτο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομιντέρν∙[24] αλλά είναι σαφές πως ο Γκράμσι επενδύει την έννοια με πολύ μεγαλύτερη και καθολική σπουδαιότητα και βαθύτερο περιεχόμενο απ’ότι ο γεννήτοράς της προτίθετο. Γράφει:
Η διπλή προοπτική μπορεί να παρουσιαστεί σε ποικίλα επίπεδα, από το πιο στοιχειώδες στο πιο περίπλοκο: αλλά αυτά μπορούν τελείως θεωρητικά να αναχθούν σε δύο θεμελιώδη επίπεδα, που αντιστοιχούν στη διπλή φύση του μακιαβελικού Κενταύρου –μισό ζώο και μισός άνθρωπος. Είναι τα επίπεδα της δύναμης και της συναίνεσης, της εξουσίας και της ηγεμονίας, της βίας και του πολιτισμού, του ατομικού παράγοντα και του οικουμενικού παράγοντα («εκκλησία» και «κράτος»),της αγκιτάτσιας και της προπαγάνδας, της τακτικής και της στρατηγικής κλπ.[25]
Ο Γκράμσι αντιστέκεται σε κάθε μηχανιστικό διαχωρισμό των δύο επιπέδων ή κάθε απόπειρα να τα παρουσιάσει ως διαδοχικά στάδια, διακριτά στο χρόνο. Το στοιχείο της συναίνεσης είναι πάντα παρόν στην εφαρμογή της δύναμης και το στοιχείο της δύναμης είναι πάντα παρόν στην επίτευξη της συναίνεσης. Οι συντάκτες της Αγγλικής έκδοσης των Επιλογών από τα Τετράδια της Φυλακής σχολιάζουν:
Ίσως κανείς μπορεί να δει εδώ μια απόπειρα να θεωρητικοποιηθεί η πάλη που ο Γκράμσι είχε διεξάγει στο PCI κατά του Μπορντίγκα από τη μια πλευρά και του Τάσκα από την άλλη. Ο Μπορντίγκα θα αντιπροσώπευε, σε αυτό το σχήμα, μια μη διαλεκτική απομόνωση του παράγοντα της δύναμης, της κυριαρχίας κλπ. Ο Τάσκα μια παράλληλη απομόνωση του παράγοντα της συναίνεσης, της ηγεμονίας∙ ο Γκράμσι ζητούσε να θεωρητικοποιήσει την ενότητα των δύο προοπτικών. [26]
Όμως, είναι επίσης αλήθεια ότι ακριβώς όπως στην επαναστατική διαλεκτική καταστροφής/αναδόμησης ο Γκράμσι υπογραμμίζει την αναδόμηση, έτσι, ενώ ποτέ δε χάνει από τα μάτια του τον παράγοντα της δύναμης, είναι ο παράγοντας της συναίνεσης που ο Γκράμσι υπογραμμίζει και πάνω στον οποίο αναπτύσσει τις έρευνές του. Ο λόγος για αυτή την έμφαση είναι εν μέρει πολεμικός (δηλ. η πάλη κατά του Μπορντιγκισμού), μα κυρίως η από μέρους του Γκράμσι βαθιά επαναξιολόγηση των καθηκόντων που αντικρίζουν τα επαναστατικά κόμματα, ως αποτέλεσμα της ήττας του μεταπολεμικού επαναστατικού κύματος και της ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού.
Εάν το επαναστατικό κόμμα πρέπει να επιδιώξει μια «διπλή προοπτική», είναι επειδή η άρχουσα τάξη συντηρείται με την ίδια μέθοδο –με ένα συνδυασμό δικτατορίας και ηγεμονίας, που θεσμοθετούνται αντίστοιχα στην πολιτική κρατική εξουσία και την κοινωνία των πολιτών. Όμως η καταπιεστική κρατική εξουσία και οι θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών δεν αναπτύσσονται ομαλά, ούτε κι έχουν την ίδια σχέση η μία ως προς την άλλη σε όλες τις συγκυρίες ή σε όλες τις χώρες. Το επαναστατικό κόμμα πρέπει να κάνει μια χειροπιαστή ανάλυση αυτής της σχέσης και να σχηματοποιήσει τη στρατηγική του ανάλογα. Συγκεκριμένα, ο Γκράμσι πίστευε πως η μεταπολεμική αποτυχία της επανάστασης στη Δύση ήταν συνέπεια μιας βασικής διαφοράς μεταξύ Ρωσίας και Δύσης με αυτήν την έννοια.
Στη Ρωσία το κράτος ήταν τα πάντα, η κοινωνία των πολιτών ήταν πρωτόγονη και εύθραυστη∙ στη Δύση υπήρχε μια κατάλληλη σχέση μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών και όταν το κράτος κλονιζόταν, μια εύρωστη δομή της κοινωνίας των πολιτών αποκαλυπτόταν μεμιάς.[27]
Κι επίσης
στην περίπτωση των πιο προηγμένων κρατών… η «κοινωνία των πολιτών» έχει γίνει μια πολύ περίπλοκη δομή και μια τέτοια που αντέχει τις καταστροφικές «επιδρομές» του άμεσου οικονομικού στοιχείου (κρίσεις, υφέσεις κλπ.)[28]
Στη Ρωσία επομένως, το καπιταλιστικό κράτος στεκόταν απομονωμένο στις κατασταλτικές του λειτουργίες και ήταν επιρρεπές σε μια ραγδαία επίθεση κατά μέτωπο, μα στη Δύση όπου ο καπιταλισμός ήταν παλιότερος και είχε ριζώσει πολύ βαθύτερα στην κοινωνία, απαιτούταν μια διαφορετική στρατηγική . Ο Γκράμσι, χρησιμοποιώντας μια αναλογία από τη στρατιωτική στρατηγική, ορίζει αυτόν τον «πόλεμο θέσεων»********* σε αντίθεση με τον προηγούμενο «πόλεμο ελιγμών».[29] Σε άλλα σημεία στα Τετράδια, ο Γκράμσι θέτει το ερώτημα της μετάβασης από τον πόλεμο ελιγμών στον πόλεμο θέσεων διαφορετικά –όχι με όρους Ρωσίας και Δύσης, μα με όρους χρονικής κλίμακας. «Στην σημερινή εποχή ο πόλεμος ελιγμών έλαβε χώρα πολιτικά από το Μάρτη του 1917 ως τον Μάρτη του 1921∙ αυτό ακολουθήθηκε από έναν πόλεμο θέσεων.»[30]
Δε σημαίνει απαραίτητα ότι υπάρχει καμιά αντίφαση εδώ, καθώς ο Γκράμσι μπορεί να προτείνει ότι ο πόλεμος ελιγμών ήταν πάντα ακατάλληλος για τον προηγμένο καπιταλισμό, μα ότι ήταν μόνο μετά τις ήττες του 1921 που αυτό άρχισε να γίνεται κατανοητό (με τη στροφή στην πολιτική του ενιαίου μετώπου από την Κομιντέρν).
Σε αντίθεση με τον πόλεμο ελιγμών που προσφέρει προοπτική γρήγορης νίκης, ο πόλεμος θέσεων υπονοεί μια μακροχρόνια «αμοιβαία πολιορκία»[31] που απαιτεί μια «άνευ προηγουμένου συγκέντρωση ηγεμονίας».[32] Ο αγώνας του επαναστατικού κόμματος να υποσκάψει τη συναίνεση που δίνεται από τις μάζες στην εξουσία της άρχουσας τάξης (που διασφαλίζεται μέσα από 1000 θεσμικoύς κι επιχειρηματικούς διαύλους και διεισδύει βαθιά στην καθημερινή σκέψη της «κοινής λογικής») και να καθιερώσει τη δική του ηγεμονία πρέπει να λάβει χώρα πάνω σε τρία αλληλοσχετιζόμενα επίπεδα. Το πρώτο είναι το ζήτημα των συμμαχιών:
Το προλεταριάτο μπορεί να γίνει η ηγετική και άρχουσα τάξη στο βαθμό που πετυχαίνει να δημιουργήσει ένα σύστημα ταξικών συμμαχιών που το καθιστά ικανό να κινητοποιήσει την πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού κατά του καπιταλισμού και του αστικού κράτους. [33]
Τέτοιες συμμαχίες, επισημαίνει ο Γκράμσι, πρέπει αναπόφευκτα να περιέχουν ένα στοιχείο συμβιβασμού. «Αν η ενότητα δύο δυνάμεων είναι αναγκαία ώστε να νικήσεις μια τρίτη… η μόνη χειροπιαστή δυνατότητα είναι ο συμβιβασμός.»[34] Η από θέση αρχής αποστροφή των υπεραριστερών για τους συμβιβασμούς κι επομένως τις συμμαχίες είναι, ισχυρίζεται, ένα προϊόν του φαταλιστικού τους «οικονομισμού»:
από τη στιγμή που πρόσφορες συνθήκες πρόκειται να εμφανιστούν αναπότρεπτα … είναι προφανές ότι κάθε συνειδητή πρωτοβουλία που τείνει να προκαθορίσει και να σχεδιάσει αυτές τις συνθήκες δεν είναι μόνο άχρηστη, αλλά μέχρι και βλαβερή.[35]
Ο Γκράμσι, αντίθετα, έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην στρατηγική των συμμαχιών, επειδή στην Ιταλία η επανάσταση μπορούσε να γίνει μόνο μέσω μιας συμμαχίας του προλεταριάτου του βορρά και της αγροτιάς του νότου -ένα ζήτημα στο οποίο η επίδοση του Ιταλικού σοσιαλισμού ήταν πενιχρή. Το ξεπέρασμα όλων των σεκταριστικών τάσεων στο κόμμα είναι προϋπόθεση για την επίτευξη της ηγεμονίας του. Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη που ο Γκράμσι ήταν τελείως αντίθετος στην τακτική της Σταλινικής «τρίτης περιόδου»**********, παρόλο που αυτό είχε συγκαλυφθεί εκείνο τον καιρό.[36]
Το δεύτερο επίπεδο της πάλης για ηγεμονία είναι εκείνο της εκπαίδευσης των δυνάμεων που κανείς έχει. Γιατί ο πόλεμος θέσεων δεν είναι δυνατό να επαφίεται μόνο στην κινητοποίηση της μάζας των εργατών πίσω από άμεσα αιτήματα και συνθήματα. Περισσότερο αυτοί πρέπει να κερδηθούν στο βασικό επίπεδο του πώς βλέπουν τον κόσμο και να δεθούν σε μια «μόνιμα οργανωμένη και για καιρό ετοιμαζόμενη δύναμη, που μπορεί να τεθεί στο πεδίο την ευνοϊκή στιγμή».[37] Για να το κάνει αυτό, το κόμμα πρέπει
ποτέ να μην κουραστεί να επαναλαμβάνει τα δικά του επιχειρήματα (αν και προσφέροντας εκφραστικές παραλλαγές στη μορφή): η επανάληψη είναι το καλύτερο διδακτικό μέσο για να επιδράσεις στη λαϊκή διάνοια (και πρέπει) να εργαστείς ακατάπαυστα για να ανυψώσεις το ιδεολογικό επίπεδο των διαρκώς μεγεθυνόμενων στρωμάτων του κοσμάκη.[38]
Αυτό απαιτεί μια διόρθωση της ισορροπίας μεταξύ αγκιτάτσιας και προπαγάνδας (υπέρ της προπαγάνδας),[39] γιατί το κόμμα δεν πρέπει μόνο να αποτελεί μια έκφραση της τάξης, μα πρέπει να “αντιδρά ενεργητικά [πάνω της] για να [την] προχωρήσει, να την κάνει να αποκτήσει βάσεις και να την καταστήσει παγκόσμια”.[40] Ο σεκταριστικός δογματισμός στη θεωρία, είναι μοιραίος για μια τέτοια δουλειά «ιδεολογικής και ηθικής μεταρρύθμισης» και ο Γκράμσι πάντα αντιτίθετο στην εκδήλωση, για παράδειγμα, ακατέργαστου αντικληρικαλισμού στη σοσιαλιστική προπαγάνδα. Η ανύψωση του ιδεολογικού επιπέδου των μαζών δε μπορεί να προκληθεί από την επιβολή ενός δόγματος, μα πρέπει να περάσει μέσα από το διαχωρισμό του στοιχείου της «καλής λογικής», σύμφωνα με τη δική τους «κοινή λογική», από το στοιχείο της συγχυσμένης προκατάληψης και μέσα από την εργασία επέκτασης και ανάπτυξής του. Αυτό απαιτεί μια επιτηδευμένη και μη-οικονομιστική μαρξιστική μέθοδο.
Το τρίτο επίπεδο, που προϋποθέτει την επιτυχία των πρώτων δύο, μπορεί ίσως να οριστεί ως η πάλη για τους διανοούμενους και αυτό με τη σειρά του έχει δύο πλευρές. Πρώτο, είναι αναγκαίο να δημιουργήσουμε ένα στρώμα διανοουμένων «οργανικό» για την εργατική τάξη. Εδώ ο Γκράμσι δε χρησιμοποιεί τον όρο διανοούμενος με το συνήθη τρόπο, για να δηλώσει τον άνθρωπο των γραμμάτων, το φιλόσοφο, τον αφηρημένο στοχαστή κλπ, αλλά για να αναφερθεί στον εργάτη που έχει μια σαφή αντίληψη του κόσμου και των δικών του στόχων, που είναι δραστήριος συμμέτοχος στην πρακτική ζωή, ένας «μόνιμος προπαγανδιστής» που συνιστά το οργανωτικό, κατευθυντήριο στοιχείο στην εργατική τάξη. Με άλλα λόγια, το προλεταριακό ισοδύναμο των οργανικών διανοούμενων της μπουρζουαζίας -οι βιομηχανικοί τεχνικοί, οι πολιτικοί οικονομολόγοι, οι δικαστές και δικηγόροι κλπ.[41]
Ο σχηματισμός «κάποιων ελίτ διανοουμένων ενός νέου τύπου, που αναδεικνύονται κατευθείαν μέσα από τις μάζες, αλλά παραμένουν σε επαφή μαζί τους για να γίνουν, σαν να ήταν η μπαλένα στον κορσέ … είναι αυτό που αληθινά τροποποιεί το “ιδεολογικό πανόραμα” της εποχής».[42]
Αλλά ο Γκράμσι δεν γίνεται σε αυτό το θέμα ουτοπικός. Έχει πλήρη επίγνωση, από την δική του πείρα, για τη δυσκολία της διανοητικής εργασίας και της συστηματικής μελέτης, ειδικά για τον εργάτη, κι αναγνωρίζει πως ο σχηματισμός εργατών-διανοούμενων αποτελεί μακρόχρονη, αργή διαδικασία που μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο μετά την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας.
Είναι επίσης απαραίτητο, ωστόσο, να γίνει δουλειά σε σχέση με τους μη-προλεταριακούς διανοούμενους, αν και πάλι ο Γκράμσι είναι σαφής για τους περιορισμούς αυτού του πράγματος.
Οι διανοούμενοι εξελίσσονται αργά, πολύ πιο αργά από κάθε άλλη κοινωνική ομάδα, λόγω της ίδιας της φύσης τους και του ιστορικού τους ρόλου… Το να νομίσει κανείς ότι είναι εφικτό αυτός ο τύπος να μπορεί, μαζικά, να αποσπαστεί από όλο το παρελθόν ώστε να τοποθετηθεί ολόκαρδα στο πλευρό μιας νέας ιδεολογίας, είναι παράλογο. Είναι παράλογο για τους διανοούμενους ως μάζα και ίσως επίσης παράλογο για πάρα πολλούς διανοούμενους παρμένους ατομικά, παρ’όλες τις εντιμότατες προσπάθειες που αυτοί κάνουν και θέλουν να κάνουν. Λοιπόν οι διανοούμενοι μας ενδιαφέρουν ως μάζα και όχι μόνο ως άτομα. Είναι σίγουρα σημαντικό και χρήσιμο για το προλεταριάτο, ένας ή περισσότεροι διανοούμενοι, ατομικά, να προσχωρήσουν στο πρόγραμμα του και το δόγμα του, να συγχωνευθούν με το προλεταριάτο και να γίνουν και να νιώσουν τους εαυτούς τους αναπόσπαστο τμήμα του… Όμως είναι επίσης σημαντικό και χρήσιμο μια οργανικού είδους ρήξη, χαρακτηρισμένη ιστορικά, να προκληθεί μέσα στη μάζα των διανοουμένων: να σχηματιστεί, ως μαζικός σχηματισμός, μια αριστερή τάση, με τη σύγχρονη έννοια της λέξης, δηλαδή, μία τάση που προσανατολίζεται προς το επαναστατικό προλεταριάτο.[43]
Αυτό είναι αναγκαίο όχι μόνο επειδή κάτι τέτοιο υποσκάπτει την εξάσκηση της αστικής ηγεμονίας γενικά, αλλά επειδή ο Γκράμσι θεωρεί ότι οι διανοούμενοι παίζουν ρόλο-κλειδί στη διατήρηση του συστήματος συμμαχιών που οικοδομούνται από την κυρίαρχη τάξη με τα υποταγμένα στρώματα κι επομένως μπορούν να παίξουν έναν αντίστοιχο ρόλο στο σύστημα συμμαχιών που πρέπει να οικοδομηθεί από το κόμμα του προλεταριάτου. Με την προσοχή στην Ιταλία, ο Γκράμσι αναλύει το ρόλο των διανοούμενων στο νότιο αγροτικό μπλοκ, όπου έδρασαν ως μεσάζοντες ανάμεσα στους αγρότες και τους μεγάλους γαιοκτήμονες∙ και ισχυρίζεται ότι μια αριστερή τάση μεταξύ των διανοουμένων αποτελεί ένα από τα προαπαιτούμενα για το σπάσιμο αυτού του μπλοκ και την εξασφάλιση της συμμαχίας αγροτιάς και προλεταριάτου. Σε σύνδεση με αυτό σημειώνει ο Γκράμσι ότι όσο πιο αναπτυγμένο το στρώμα των οργανικών διανοούμενων του προλεταριάτου, τόσο μεγαλύτερο πόλο έλξης του επαναστατικού κόμματος θα συνιστά για τους διανοούμενους γενικά κι ότι τέτοιοι διανοούμενοι είναι πιθανό να απωθηθούν αν τους παρουσιαστεί μια χυδαία υλιστική έκδοση της μαρξιστικής θεωρίας.
- Αυθορμητισμός και ηγεσία
Βασική σε ολόκληρη τη θεωρία του Γκράμσι για το κόμμα είναι η από μέρους του σύλληψη της σχέσης αυθορμητισμού και συνειδητής ηγεσίας, που μπορεί να ιδωθεί, τουλάχιστον εν μέρει, ως ισοδύναμη με τη σχέση μεταξύ κόμματος και τάξης και που είναι θεμελιακό ζήτημα της μαρξιστικής κομματική θεωρίας. Η παρουσίασή τού του προβλήματος αποτελεί ξεκάθαρο προχώρημα πάνω σε αυτό που είχε επιτευχθεί από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον πρώιμο Λένιν ή τον Λούκατς και ανταποκρίνεται πιο στενά στη θέση του ώριμου Λένιν. Ο Γκράμσι ξεκινά με μια κριτική της ίδιας της έννοιας του αμιγούς αυθορμητισμού.
Πρέπει να τονιστεί ότι «αμιγής» αυθορμητισμός δεν υπάρχει στην ιστορία: θα κατέληγε στο ίδιο πράγμα με την «αμιγή» μηχανιστικότητα. Στο «πιο αυθόρμητο» κίνημα είναι απλώς αλήθεια ότι τα στοιχεία της «συνειδητής ηγεσίας» δε μπορούν να εντοπιστούν, δεν έχουν αφήσει κανένα αξιόπιστο ντοκουμέντο. Μπορεί να ειπωθεί ότι ο αυθορμητισμός είναι γι’αυτό χαρακτηριστικός της «ιστορίας των υποδεέστερων τάξεων» και πραγματικά των πιο περιθωριακών και περιφερειακών στοιχείων τους… Ως εκ τούτου, σε τέτοια κινήματα υπάρχουν πολλά στοιχεία «συνειδητής ηγεσίας», μα κανένα από αυτά δεν είναι κυρίαρχο ή δεν υπερβαίνει το επίπεδο της «λαϊκής επιστήμης» ενός δεδομένου κοινωνικού στρώματος -της «κοινής λογικής» του ή της παραδοσιακής αντίληψης του κόσμου.[44]
Ο Γκράμσι απορρίπτει εκείνους που αντιτάσσουν αυτόν τον αυθορμητισμό στον μαρξισμό και που τον εκθειάζουν ως πολιτική μέθοδο. Αυτό το λάθος στη θεωρία και την πράξη βασίζεται σε μια «χυδαία αντίφαση που προδίδει τον πασίδηλο πρακτικό προορισμό της -δηλ. την άμεση επιθυμία να αντικατασταθεί μια δεδομένη ηγεσία με μια διαφορετική».[45] Όμως είναι εξίσου αντίθετος σε μια καταφρονητική στάση προς τον μαζικό αυθορμητισμό.
Το να παραμελείς, ή ακόμη χειρότερα, να απεχθάνεσαι τα αποκαλούμενα «αυθόρμητα» κινήματα, δηλ. να αποτυγχάνεις να τους δώσεις μια συνειδητή ηγεσία ή να τα εξυψώσεις πολιτικοποιώντας τα, μπορεί συχνά να έχει εξαιρετικά σοβαρές συνέπειες. Είναι σχεδόν πάντα αλήθεια ότι ένα «αυθόρμητο» κίνημα των κατώτερων τάξεων συνοδεύεται από ένα αντιδραστικό κίνημα της δεξιάς πτέρυγας της κυρίαρχης τάξης, για συνακόλουθους λόγους. Μια οικονομική κρίση, για παράδειγμα, επιφέρει από τη μία πλευρά δυσαρέσκεια μεταξύ των κατώτερων τάξεων κι αυθόρμητα μαζικά κινήματα και από την άλλη, συνωμοσίες μεταξύ των αντιδραστικών ομάδων, που εκμεταλλεύονται την αντικειμενική εξασθένιση της κυβέρνησης για να αποπειραθούν πραξικοπήματα. Ανάμεσα στις ουσιαστικές αιτίες των πραξικοπημάτων πρέπει να συμπεριληφθεί η αποτυχία των υπεύθυνων ομάδων να παρέχουν κάποια συνειδητή ηγεσία στις αυθόρμητες εξεγέρσεις ή να τις μετατρέψουν σε ένα θετικό πολιτικό παράγοντα.[46]
Παρόλο που ο Γκράμσι αναφέρεται ακολούθως στον ξεσηκωμό των Σικελικών Εσπερινών του 1282*********** (πιθανώς για να περισπάσει το λογοκριτή) έχει ξεκάθαρα κατά νου τη στάση του PSI και των Μπορντιγκιστών στα γεγονότα του 1919-20 ως έναν παράγοντα που επέτρεψε τον θρίαμβο του Μουσολίνι.
Ως παράδειγμα της σωστής σχέσης μεταξύ αυθορμητισμού και συνειδητής ηγεσίας ο Γκράμσι παραθέτει το έργο της ομάδας του Ordine Nuovo.
Το Τορινέζικο κίνημα κατηγορήθηκε ταυτόχρονα ότι ήταν «αυθορμητίστικο» και «βολονταριστικό» ή Μπεργκσονικό************. Αυτή η αντιφατική κατηγορία, αν κανείς την αναλύσει, μαρτυρά μόνο το γεγονός ότι η ηγεσία που δόθηκε στο κίνημα ήταν και δημιουργική και σωστή. Αυτή η ηγεσία δεν ήταν «αφηρημένη»∙ ούτε και συνίστατο σε μηχανικά επαναλαμβανόμενες επιστημονικές ή θεωρητικές φόρμουλες, ούτε μπέρδευε την πολιτική, την πραγματική δράση με τη θεωρητική διατριβή. Εφαρμοζόταν σε πραγματικούς ανθρώπους, διαμορφωμένους σε συγκεκριμένες ιστορικές σχέσεις, με συγκεκριμένα αισθήματα, νοοτροπίες, αποσπασματικές αντιλήψεις του κόσμου κλπ. που ήταν αποτέλεσμα «αυθόρμητων» συνδυασμών μιας δεδομένης κατάστασης της υλικής παραγωγής με την «τυχαία» συσσώρευση ετερόκλητων κοινωνικών στοιχείων στο εσωτερικό της. Το στοιχείο του «αυθορμητισμού» δεν παραμελήθηκε κι ακόμη λιγότερο δεν περιφρονήθηκε. Εκπαιδεύτηκε, κατευθύνθηκε, αποπλύθηκε από εξωτερικές επιμολύνσεις∙ ο στόχος ήταν να ευθυγραμμιστεί με τη σύγχρονη θεωρία [τον μαρξισμό] -αλλά με ένα ζωντανό και ιστορικά αποτελεσματικό τρόπο. Οι ηγέτες οι ίδιοι μιλούσαν για τον «αυθορμητισμό» του κινήματος και σωστά. Αυτή η παραδοχή αποτελούσε ένα κίνητρο, ένα τονωτικό, ένα στοιχείο εις βάθος ενοποίησης∙ πάνω απ’όλα αρνιόταν ότι το κίνημα ήταν τεχνητό, μια μαγειρεμένη επιχείρηση και τόνιζε την ιστορική του αναγκαιότητα. Έδινε στις μάζες μια «θεωρητική» συνείδηση ότι ήταν δημιουργοί ιστορικών και θεσμικών αξιών, ότι ήταν θεμελιωτές ενός Κράτους. Αυτή η ενότητα ανάμεσα στον «αυθορμητισμό» και τη «συνειδητή ηγεσία» ή την «πειθαρχία» αποτελεί ακριβώς την πραγματική πολιτική δράση των κατώτερων τάξεων, στο βαθμό που πρόκειται για μαζική πολιτική και όχι απλά για μια περιπέτεια ομάδων που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τις μάζες.[47]
Ως απόρροια αυτής της ανάλυσης ο Γκράμσι εγείρει κατόπιν αυτό που αποκαλεί ένα «θεμελιώδες θεωρητικό ερώτημα» που σχετίζεται, αν και από μια διαφορετική γωνία, με την άποψη του Λένιν στο Τι να κάνουμε; ότι ο σοσιαλισμός πρέπει να εισαχθεί στην εργατική τάξη από τα έξω. Ο Γκράμσι ρωτά:
Μπορεί η σύγχρονη θεωρία [ο μαρξισμός] να είναι σε αντίθεση με τα «αυθόρμητα» αισθήματα των μαζών; («Αυθόρμητα» με την έννοια ότι δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας συστηματικής εκπαιδευτικής δραστηριότητας από την πλευρά μιας ήδη συνειδητής ηγετικής ομάδας, μα έχουν σχηματιστεί μέσω καθημερινών εμπειριών φωτισμένων από την «κοινή λογική», δηλ. από την παραδοσιακή λαϊκή αντίληψη του κόσμου.) [48]
Η απάντηση του Γκράμσι:
Δε μπορεί να είναι σε αντίθεση με αυτά. Μεταξύ των δύο υπάρχει μια «ποσοτική» διαφορά βαθμού, όχι ποιότητας. Μια αμοιβαία «αναγωγή», τρόπος του λέγειν, ένα πέρασμα από το ένα στο άλλο και αντιστρόφως, πρέπει να είναι εφικτή.[49]
Η αντίθεση μεταξύ της άποψης του Γκράμσι κι εκείνης του πρώιμου Λένιν, μαζί και του Λούκατς, πρέπει να είναι ξεκάθαρη. Ο Γκράμσι εγκαθιστά τη σύνδεση και την αμοιβαία σχέση (που απαρνιέται το Τι να κάνουμε; και το Ιστορία και Ταξική Συνείδηση) μεταξύ υπαρκτής συνείδησης, πείρας και πρακτικής της εργατικής τάξης και δυνάμει σοσιαλιστικής ταξικής συνείδησης. Και το κάνει αυτό χωρίς να πέφτει στο αντίθετο λάθος του αυθορμητισμού.
Όμως ο Γκράμσι δεν διαπραγματεύεται μόνον τα στρατηγικά καθήκοντα του κόμματος και μαζί με αυτά το ποια θα’πρεπε να’ναι η σχέση του με τη μάζα της τάξης. Τα Τετράδια της Φυλακής επίσης περιέχουν έναν αριθμό από σχόλια για την οργάνωση και την εσωτερική ζωή που αυτό χρειάζεται για να είναι ικανό να παίξει το ρόλο που του’χει ανατεθεί. Πράγματι, φτάνει μέχρι το σημείο να πει ότι «ο τρόπος με τον οποίο το κόμμα λειτουργεί παρέχει διακριτικά κριτήρια»[50] για να κριθεί το κόμμα συνολικά. «Όταν το κόμμα είναι προοδευτικό, λειτουργεί “δημοκρατικά” (δημοκρατικός συγκεντρωτισμός): όταν το κόμμα είναι οπισθοδρομικό, λειτουργεί “γραφειοκρατικά” (γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός).[51]
Την ίδια στιγμή δεν υπάρχει ίχνος ουτοπισμού στην εικόνα του Γκράμσι για το κόμμα και τα μέλη του. Ξεκινά βεβαιώνοντας το «πρωτογενές και (δεδομένων ορισμένων γενικών όρων) [δηλ. την ύπαρξη της ταξικής κοινωνίας -Τζ.Μ.] αμετασκεύαστο γεγονός… πως υπάρχουν στ’αλήθεια κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι, καθοδηγητές και καθοδηγούμενοι»[52] και ότι παρόλο που αυτή η διαίρεση έχει την προέλευσή της σε ταξικές διαιρέσεις, λειτουργεί επίσης μέσα σε κοινωνικά ομοιογενείς ομάδες κι επομένως μέσα σε κόμματα. Ευθυγραμμισμένος με αυτήν την προκείμενη, ο Γκράμσι αναλύει την ιδιότητα του μέλους του κόμματος ως αποτελούμενη από τρία στοιχεία:
- Ένα μαζικό στοιχείο, που συντίθεται από συνηθισμένους, μέσους ανθρώπους, των οποίων η συμμετοχή παίρνει τη μορφή της πειθαρχίας και αφοσίωσης, παρά κάποιου δημιουργικού πνεύματος ή οργανωτικής ικανότητας. Χωρίς αυτούς το κόμμα δε θα υπήρχε, είναι αλήθεια, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι δε θα υπήρχε μονάχα με αυτούς. Αυτοί είναι μια δύναμη στο βαθμό που υπάρχει κάποιος να τους συγκεντρώσει, οργανώσει και πειθαρχήσει…
- Το πρωτεύον συνεκτικό στοιχείο, που συγκεντρώνει πανεθνικά και καθιστά αποτελεσματικό και ισχυρό ένα σύμπλεγμα δυνάμεων που αφημένες μόνες τους δε θα μετρούσαν για τίποτα. Αυτό το στοιχείο είναι προικισμένο με μεγάλες συνεκτικές, συγκεντρωτικές και πειθαρχικές δυνάμεις∙ επίσης -και όντως αυτό είναι ίσως η βάση για τα άλλα- με τη δύναμη της καινοτομίας…
- Ένα ενδιάμεσο στοιχείο, που συναρθρώνει το πρώτο στοιχείο με το δεύτερο και συντηρεί την επαφή μεταξύ τους, όχι μόνο φυσικά, μα επίσης ηθικά και πνευματικά.[53]
Ούτε κι έχει ενδοιασμούς ο Γκράμσι για το γεγονός ότι από τα τρία στοιχεία είναι το δεύτερο, η ηγεσία, στο οποίο προσδίδει την περισσότερη σημασία.
Είναι επίσης αλήθεια πως ούτε αυτό το στοιχείο θα μπορούσε να σχηματίσει ένα κόμμα μόνο του∙ ωστόσο, θα μπορούσε να κάνει πολύ περισσότερα απ’ότι θα μπορούσε το πρώτο στοιχείο. Κανείς μιλά για στρατηγούς χωρίς στρατό, μα στην πραγματικότητα είναι ευκολότερο να διαμορφώσεις έναν στρατό, παρά να διαμορφώσεις στρατηγούς.[54]
Ωστόσο, αυτός ο «ρεαλισμός» εξισορροπείται από ένα άλλο εξίσου θεμελιώδες πρόταγμα.
Κατά τη διαμόρφωση ηγετών… η πρόθεση είναι να υπάρχουν πάντα κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι, ή ο σκοπός είναι να δημιουργήσεις τις συνθήκες στις οποίες αυτή η διαίρεση δε θα είναι πια αναγκαία;[55]
Αφού ο στόχος του Γκράμσι είναι σίγουρα το δεύτερο, η εξουσία της ηγεσίας και η πειθαρχία δεν πρέπει να βασίζονται πάνω σε
μια παθητική και νωχελική αποδοχή διαταγών ή την μηχανική επιτέλεση μιας αποστολής (που, μολοντούτο, θα είναι ακόμη απαραίτητα σε συγκεκριμένες περιστάσεις), αλλά [πάνω] στη συνειδητή και διαυγή αφομοίωση της κατεύθυνσης που είναι να επιτευχθεί.[56]
Αυτό που πρέπει να επιτευχθεί μέσα στο κόμμα, επομένως, είναι ο «συγκεντρωτισμός σε κίνηση» -δηλ. μια συνεχής προσαρμογή της οργάνωσης στο πραγματικό κίνημα, μια αντιστοιχία ωθήσεων από τα κάτω με διαταγές από τα πάνω, μια αδιάκοπη εισδοχή στοιχείων που πετιούνται από τα βάθη της βάσης μέσα στο συμπαγές πλαίσιο του ηγετικού μηχανισμού.[57] «Ένα από τα πιο σπουδαία ζητήματα που αφορούν το πολιτικό κόμμα», υποστηρίζει ο Γκράμσι, είναι «η δυνατότητα του κόμματος να αντιδρά στη δύναμη της συνήθειας.»[58] Τα κόμματα δημιουργούνται ώστε να προετοιμαστούν για καταστάσεις κρίσης, να είναι ικανά να δράσουν σε ιστορικά σημεία καμπής, αλλά συχνά γίνονται ρουτινιάρικα και ανίκανα να προσαρμοστούν σε νέα καθήκοντα. Με αυτή την έννοια ο κύριος εχθρός είναι η γραφειοκρατία.
Η γραφειοκρατία είναι η πιο επικίνδυνα στενοκέφαλη και συντηρητική δύναμη∙ αν καταλήξει να συγκροτήσει ένα συμπτυγμένο σώμα, που στέκεται μόνο του και αισθάνεται τον εαυτό του ανεξάρτητο από τη μάζα των μελών, το κόμμα καταλήγει να μετατραπεί σε αναχρονιστικό και σε στιγμές οξείας κρίσης κενώνεται από το κοινωνικό του περιεχόμενο και μένει σα να αιωρείται στον αέρα.[59]
Αλλά αυτό το ζήτημα επίσης δεν πρέπει να ιδωθεί μόνο από μία πλευρά -γιατί ενώ υπάρχει το πρόβλημα της συνήθειας και της ρουτίνας, επίσης υπάρχει η ανάγκη διατήρησης της συνέχειας και καθιέρωσης μιας παράδοσης.
Υπάρχει ένας κίνδυνος “γραφειοκρατικοποίησης” είναι η αλήθεια, αλλά κάθε οργανική συνέχεια εμφανίζει αυτόν τον κίνδυνο, που πρέπει να παρακολουθείται. Ο κίνδυνος της ασυνέχειας, του αυτοσχεδιασμού, είναι ακόμη μεγαλύτερος.[60]
Γι’αυτό, στην περίπτωση της εσωτερικής ζωής του κόμματος, ακριβώς όπως με τη «διπλή προοπτική» και τη σχέση του κόμματος με την τάξη, ο Γκράμσι οραματίζεται μια διαλεκτική ενότητα μεταξύ καθοδηγητών και καθοδηγούμενων, πειθαρχίας και πρωτοβουλίας, συνέχειας και αλλαγής.
- Μια προσωρινή εκτίμηση
Τι γίνεται με τον ισχυρισμό ότι ο Γκράμσι είναι «ο θεωρητικός της επανάστασης στη δύση»; Ο Λενινισμός επιβεβαιώθηκε στη Ρωσία και με αυτό κατέκτησε νέο έδαφος οικουμενικής σπουδαιότητας. Ήταν ο Γκράμσι, μέσα από την ανάλυσή του για την ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών και των βαθιών ριζών της αστικής ηγεμονίας, που είδε πιο καθαρά από οποιονδήποτε άλλον τη βασική διαφορά μεταξύ Ρωσίας και προηγμένου καπιταλισμού κι επομένως τη διεύρυνση του πλαισίου του Λενινισμού που θα ήταν αναγκαία. Οι Λένιν και Τρότσκι, όπως ήξερε ο Γκράμσι, είχαν αρχίσει το 1921 να αισθάνονται το πρόβλημα, μα ο Λένιν ήταν αποκλειστικά απασχολημένος με τη Ρωσία και γρήγορα θα πέθαινε κι ο Τρότσκι, επίσης πιεσμένος από άλλες δυσκολίες, αδυνατούσε να αναπτύξει τη διόρασή του πέρα από το επίπεδο της τακτικής.[61] Ο Γκράμσι, ωστόσο, αναλογιζόταν τις συνέπειες της ανάλυσής του, τόσο διεξοδικά και χειροπιαστά όσο η απομόνωση του κελιού του επέτρεπε. Πέραν τούτου, η ιστορία αποδείχθηκε να είναι «με την μεριά του Γκράμσι» με αυτή την έννοια. Ο δυτικός καπιταλισμός φάνηκε να κατέχει πολύ μεγαλύτερη αντοχή απ’ό,τι λάμβανε υπόψη η θεωρία των μαρξιστών του πρώτου καιρού της Κομιντέρν κι η ανάλυση του Γκράμσι για την επέκταση του αστικού κοινωνικού ελέγχου, στη μελέτη του περί «Αμερικανισμού και Φορντισμού», τον φανερώνει ως βαθυστόχαστο προφήτη των νέων καπιταλιστικών τάσεων.
Φιλοσοφικά ο Γκράμσι επίσης έχει δικαιωθεί: από τη δημοσίευση των πρώτων γραπτών του Μαρξ και τις Grundrisse και από τις πολυάριθμες σύγχρονες έρευνες στη μαρξιστική φιλοσοφία. Μπορεί κανείς σοβαρός μαρξιστής σήμερα να αμφισβητήσει την ολέθρια επιρροή του φαταλισμού και του οικονομικού ντετερμινισμού στο επαναστατικό κίνημα; Άλλοι μεταγενέστεροι μαρξιστές προσέγγισαν, αν δεν ισοφάρισαν, τον Γκράμσι με την διορατικότητά τους στην δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας και της μαρξιστικής φιλοσοφίας, αλλά ο Γκράμσι διακρίνεται από όλους αυτούς στο ότι αυτός και μόνος αυτός στάθηκε ικανός να σφυρηλατήσει αυτή τη διορατικότητα σε συνεκτική επαναστατική στρατηγική, βασισμένη στην ανάπτυξη της θεωρίας για το κόμμα. Ο Γκράμσι είναι έτσι ο μόνος μαρξιστής που έχει προσθέσει κάτι θεμελιωδώς καινούργιο στη θεωρία του Λένιν για το κόμμα.
Μολαταύτα, απομένει ένα ερωτηματικό πάνω από τη συνεισφορά του Γκράμσι. Οι ιδέες του δεν έχουν ποτέ εφαρμοστεί στην πράξη. Όπως κι ο Μακιαβέλι, δεν ήταν ο ίδιος σε θέση να αλλάξει την πραγματικότητα -«παρά μόνο να δείξει απτά πώς οι ιστορικές δυνάμεις θα όφειλαν να δράσουν για να είναι αποτελεσματικές».[62]
Ούτε κι έχουν βρει οι ιδέες του Γκράμσι άλλα χέρια να τις αναλάβουν και τις εφαρμόσουν και το σημαντικότερο, δε θα μπορούσαν να το έχουν κάνει. Η Γκραμσιανή στρατηγική απαιτεί ως σημείο αφετηρίας την ύπαρξη ενός Λενινιστικού κόμματος, μα οι συνδυασμένες συνέπειες της μακράς μεταπολεμικής άνθησης και των πανωλεθριών του Σταλινισμού σήμαιναν ότι τέτοια κόμματα δεν έχουν υπάρξει στην πράξη. Οι βασικές αρχές του Μπολσεβικισμού μπορούν, εντός ορισμένων ορίων (και είναι αρκετά στενά όρια), να καθοδηγήσουν τη δραστηριότητα μιας μικρής οργάνωσης ή ακόμη και μιας μικροσκοπικής ομάδας. Αυτό δεν συμβαίνει με τις ιδέες του Γκράμσι. Ο πόλεμος ελιγμών, όπως ο ανταρτοπόλεμος, μπορεί να διεξαχθεί με σχετικά μικρές δυνάμεις, αλλά ο πόλεμος θέσεων απαιτεί ένα μαζικό στρατό. Χωρίς ένα μαζικό κόμμα, οι συμμαχίες δεν θα είναι συμμαχίες ανάμεσα σε τάξεις μέσα σ’ένα ιστορικό μπλοκ, αλλά απλές προσωρινές συνεργασίες ανάμεσα σε ομάδες, που μπορεί συχνά να εξυπηρετούν μόνο στο να θολώνουν θεωρητικές και προγραμματικές διαφορές. Χωρίς μια μαζική προλεταριακή βάση, η διάπλαση οργανικών διανοούμενων και η πάλη για να κερδηθούν παραδοσιακοί διανοούμενοι δε θα ενδυναμώσει, όπως θα είναι η πρόθεση, την προλεταριακή ηγεμονία, μα θα εκφυλιστεί σε σχολαστικό διανοουμενισμό και ακαδημαϊσμό. Ο Γκράμσι, πρέπει να θυμηθούμε, έγραφε σε ένα φόντο όπου οι βασικές ιδέες του σοσιαλισμού ήταν πολύ πλατιά απλωμένες στην εργατική τάξη και το PCI είχε ιδρυθεί με περίπου 40.000 μέλη, από τα οποία 98 τοις εκατό ήταν εργάτες και κάτω από 0,5 τοις εκατό (245 όλοι κι όλοι) διανοούμενοι.[63] Το να φαντάζεται κανείς ότι οι ιδέες του μπορούν απλά να μεταφερθούν σε μια κατάσταση όπου το επαναστατικό κίνημα είναι παραφορτωμένο με φοιτητές και μικροαστούς και έχει ισχνότατες μόνο ρίζες στην εργατική τάξη, είναι συντριπτικά ανιστορικό.
Δεν ξέρουμε στ’ αλήθεια με τι μοιάζει ο πόλεμος θέσεων σε πρακτικές λεπτομέρειες. Έτσι κάθε κρίση για την κομματική θεωρία του Γκράμσι πρέπει να είναι προσωρινή. Αν κανείς εντυπωσιαστεί και πειστεί, που είναι δύσκολο να μην το κάνει, από τη συνοχή, το βάθος, τη λεπτότητα και τη στερεότητα των ιδεών του Γκράμσι, τότε πρέπει να συγκρατήσει ότι αυτές θα αντιμετωπίσουν την αποφασιστική δοκιμασία τους στο μέλλον, όταν ο προηγμένος Δυτικός καπιταλισμός θα αντιπαρατεθεί μια ακόμη φορά με μαζικά επαναστατικά εργατικά κόμματα.
* Ο θετικισμός θεωρεί τις θετικές εμπειρικές επιστήμες ως μόνη πηγή γνώσης και απορρίπτει τη φιλοσοφική μελέτη. Εμπειρική, μα και περισσότερο μηχανιστική κι όχι διαλεκτική θεωρία. Στο επίπεδο της κοινωνικής επιστήμης («κοινωνική φυσική») απορρίπτει την εμπλοκή του μελετητή της κοινωνίας και της ιστορίας σε αυτές, ώστε να διατηρήσει την «αντικειμενικότητά» του. Αντί να «πειραματιστεί» με την κοινωνική δράση και να ελέγξει τη θεωρία του, ο θετικιστής περιορίζεται να απολογίζει τα «σίγουρα» ιστορικά γεγονότα και να φτιάχνει «σιδερένιους», στατιστικούς ιστορικούς νόμους (π.χ. Εμίλ Ντιρκέμ, (1858-1917)). Έχει πλέον δεχτεί πλήγματα στο επίπεδο και των φυσικών επιστημών.
**Υπερβατισμός: αντίληψη που απορρίπτει την εμπειρία και την ορθολογική ή επιστημονική επεξεργασία της ως μόνες πηγές της γνώσης. Η γνώση βασίζεται σε προαισθήματα/ενοράσεις και δε μπορεί να επιβεβαιωθεί από τις αισθήσεις ή το νου.
*** Ο Ιμμάνουελ Καντ (Απρίλης 1724 – Φλεβάρης 1804, Καίνιξμπεργκ Πρωσίας) ήταν από τους σημαντικότερους φιλοσόφους στη σύγχρονη και νεότερη ιστορία, ιδρυτής της Κριτικής της Φιλοσοφίας. Προσπάθησε να συνδυάσει τον υλισμό και τον ιδεαλισμό, ξεκινώντας ως επιστήμονας επηρεασμένος από τον εμπειρισμό και αποδεχόμενος την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας, μα από την άλλη καταλήγει ότι είναι αδύνατο ο Λόγος, με τη συνθετική του -αλλά βάση δοσμένων κανόνων και κατηγοριών- ικανότητα, να γνωρίσει την ουσία των πραγμάτων, το «πράγμα καθεαυτό». Τα πράγματα φαίνονται έτσι συνεχώς αντιφατικά κι άρα η «γνώση» μπορεί να βασιστεί μόνο στην Πίστη. Όντας ενθουσιώδης υποστηρικτής της Γαλλικής Επανάστασης, ο Καντ έβγαλε επίσης την Ηθική από τις μεταφυσικές της βάσεις, της έθεσε ως κέντρο και σκοπό τον «ελεύθερο» άνθρωπο («να μεταχειρίζεσαι την ανθρωπότητα…ως σκοπό και ποτέ ως μέσο»), αλλά με ιδεαλιστικό τρόπο. Η φιλοσοφία του Καντ περιγράφοντας τις αντιφάσεις της πραγματικότητας κι αφήνοντας κενά στην εξήγησή τους αποτέλεσε πρόδρομο της Διαλεκτικής ανάλυσης του Χέγκελ.
Με τον όρο νεοκαντιανοί τώρα, περιγράφεται ένα ευρύ φάσμα στοχαστών που προσπάθησαν να «βελτιώσουν» πλευρές των καντιανών θέσεων κατά το δοκούν, κυρίως αφαιρώντας επί μέρους ιδεαλιστικά στοιχεία από τις θεωρίες του. Ο Μπουχάριν αναφέρεται σε σύνδεση με αυτούς, επειδή όπως έλεγε κι ο Λένιν στη Διαθήκη του, «υπάρχει σ’αυτόν κάτι το σχολαστικιστικό (στο βάθος δεν κατάλαβε ποτέ τη διαλεχτική)». Οι επιμέρους του αναλύσεις του ήταν χρήσιμες όταν περιορίζονταν στα πλαίσια που έβαζε το Κόμμα, μα όταν αυτό γραφειοκρατικοποιήθηκε ο Μπουχάριν παρασυρόταν σε ντετερμινιστικές/φαταλιστικές θέσεις. Για παράδειγμα, ο Μπουχάριν, υποστηρίζοντας αριστερίστικες εξεγέρσεις –αφού ο καπιταλισμός είναι ιστορικά… «ξοφλημένος»- όπως η γερμανική Δράση του Μάρτη του 1921, περιορίστηκε και ηττήθηκε από τον Λένιν στο Γ’ Συνέδριο της Κομιντέρν, που έβγαλε το σύνθημα «προς τις μάζες». Αντίστοιχα, μετά από λίγα χρόνια και με τη σταλινοποίηση του καθεστώτος επί τω έργω, μη μπορώντας να συλλάβει τη διαλεκτική ούτε της σχέσης της ρωσικής οικονομίας με τις καπιταλιστικές χώρες, ούτε της σχέσης της εργατικής με τις υπόλοιπες τάξεις στον συγκεκριμένο παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, έφτασε να γίνει θιασώτης του «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα» και της συμμαχίας του ΚΚ Κίνας με τους αστούς που μετά το αιματοκύλισαν.
**** «Η Νέα Τάξη: Εβδομαδιαία Επιθεώρηση Σοσιαλιστικού Πολιτισμού», περιοδικό που εκδόθηκε το 1919 από τους Τολιάτι, Γκράμσι, Τάσκα και Τερατσίνι, μέλη της αριστερής πτέρυγας του ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI). Το περιοδικό έγινε καθημερινή εφημερίδα-όργανο του ιταλικού ΚΚ (PCI), όταν αυτό σχηματίστηκε από τη διάσπαση του ΣΚ το 1921. Η έκδοση συνεχίστηκε με πολλές διακοπές, κυρίως λόγω απαγορεύσεων του φασιστικού καθεστώτος, μέχρι το 1925. Το όνομα του περιοδικού οικειοποιήθηκε το 1956 ιταλική φασιστική οργάνωση.
***** Στα τέλη του Οκτώβρη του 1922, το φασιστικό κόμμα του Μουσολίνι -κοινοβουλευτικό από το 1921- έχοντας πρωτοστατήσει στην άγρια καταστολή του εργατικού κινήματος και τη διάλυση των συνδικάτων μαζί με τον κρατικό μηχανισμό, οργανώνει την «πορεία προς τη Ρώμη». Στις 28 Οκτώβρη, θα φτάσουν ως τα περίχωρα της πόλης -με την προφανή ανοχή του στρατού- περίπου 20.000 ανεπαρκώς οπλισμένοι και πεινασμένοι φασίστες από διάφορες κατευθύνσεις. Λίγοι από αυτούς θα αντέξουν να μπουν στη Ρώμη. Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ θα δώσει στο Μουσολίνι εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Η μετέπειτα φασιστική προπαγάνδα μετέτρεψε την «πορεία» σε μυθική επέλαση …300.000 φασιστών που κατάκτησαν ηρωικά την εξουσία.
****** κορπορατίστικου, με την έννοια της οργάνωσης των τομέων της οικονομίας σε συντεχνίες-μονοπώλια (κρατικών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων) που εποπτεύει το κράτος για να συντονίσει την ιμπεριαλιστική προσπάθεια του έθνους.
******* Ο Φορντισμός είναι μια μέθοδος βιομηχανικής διοίκησης που περιλαμβάνει χρήση της γραμμής παραγωγής για μαζικά, φτηνά και ομοιόμορφα προϊόντα, όπως και σχετικά υψηλούς μισθούς που να εξασφαλίζουν την κατανάλωση των προϊόντων και την αφοσίωση των εργατών. Από την άλλη καταπολεμά το συνδικαλισμό και κάθε είδους εργατική συμμετοχή στις αποφάσεις. Ο ίδιος ο Χένρι Φορντ (1863-1947) υπήρξε πετυχημένος Αμερικανός μεγαλοβιομήχανος και αντισημίτης (έγραψε το βιβλίο Ο Διεθνής Εβραίος), βοήθησε με τις επενδύσεις του το χιτλερικό καθεστώς και γι’αυτό βραβεύτηκε από τη Γερμανία με το ανώτερο μετάλλιο που μπορούσε να δοθεί σε μη-Γερμανό, τον Μεγαλόσταυρο του Γερμανικού Αετού, το 1938.
******** Νικολό Μπ. Μακιαβέλι, (Μάης 1469- Ιούνης 1527), Φλωρεντινός διπλωμάτης και συγγραφέας.
*********δηλ. πόλεμο «χαρακωμάτων», όπου κυρίως υπερασπίζεσαι τη θέση σου και προχωράς αργά
********** Τρίτη Περίοδος της Γ’ Διεθνούς χαρακτηρίζεται το διάστημα 1928-1934. Τότε η σταλινική γραφειοκρατία, ξεκινώντας το πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο και ακολουθώντας ακραία δεξιά πολιτική μέσα στην ΕΣΣΔ, χρησιμοποίησε τον υπεραριστερισμό στη Διεθνή για να «διορθώσει» τις εντυπώσεις από τις προηγούμενες δεξιές οπορτουνιστικές συμμαχίες που είχε διατάξει (Επανάσταση Κίνας, Αγγλορωσική Επιτροπή στη Βρετανία) και τις συμφορές που αυτές είχαν φέρει, μα και για να παροπλίσει τους εσωκομματικούς αντιπάλους (Μπουχάριν). Η γραμμή αυτής της περιόδου απέκλειε κάθε ενιαίο μέτωπο και συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες, που κατηγορούνταν σαν «σοσιαλφασίστες», πιο επικίνδυνοι κι από το Χίτλερ.
*********** εξέγερση κατά του φιλοπαπικού βασιλιά Καρόλου Α’ του Ανδεγαυού
************Ανρί-Λουί Μπεργκσόν (1859-1941), Γαλλοεβραίος φιλόσοφος. Υποστήριζε ότι η άμεση εμπειρία και η ενόραση είναι σημαντικότερες από την επιστήμη και τη λογική, που απλώς κατακερματίζουν ατελέσφορα την πραγματικότητα σε επιμέρους εμπειρίες. Ο λογικός σχεδιασμός της δράσης έχει πολύ λίγο νόημα αφού ο χρόνος ξεδιπλώνει πάντα απρόβλεπτες δυνατότητες. Η καινοτομία δεν πετυχαίνεται ως προκαθορισμένο αποτέλεσμα, μα ως αποτέλεσμα της απελευθερωμένης δημιουργικότητας.
Παραπομπές
[1] Για να εξαπατήσει το λογοκριτή της φυλακής, ο Γκράμσι απέφευγε κάθε χρήση συμβατικής μαρξιστικής ορολογίας και κάθε άμεση αναφορά γνωστών επαναστατών. Έτσι, η «τάξη» γίνεται «θεμελιώδης κοινωνική ομάδα»∙ η «καταπιεσμένη τάξη» είναι «υποδεέστερη ομάδα»∙ ο Τρότσκι είναι Λεβ Νταβίντοβιτς∙ ο Λένιν είναι Ίλιτς ή «ο πρόσφατος μεγάλος θεωρητικός»∙ και μαρξισμός είναι «η φιλοσοφία της πράξης».
[2] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, Λονδίνο 1971, σ.387.
[3] στο ίδιο σ.465.
[4] στο ίδιο σ.336.
[5] στο ίδιο σ.336-37.
[6] στο ίδιο σ.438.
[7] στο ίδιο σ.407.
[8] στο ίδιο σ.160.
[9] στο ίδιο.
[10] στο ίδιο σ.233.
[11] στο ίδιο σ.104.
[12] στο ίδιο σ.180-81.
[13] στο ίδιο σ.183.
[14] στο ίδιο σ.325.
[15] στο ίδιο σ.323.
[16]Δες στο ίδιο σ.192.
[17] Για να διαφωτίσουμε αυτό το σημείο, έχουμε το παράδειγμα του Λούκατς, που με παρόμοιο τρόπο προσέγγισε το ζήτημα του κόμματος πάνω στη βάση μιας κριτικής του μηχανιστικού υλισμού, αλλά που παρέμεινε εντελώς μέσα στο έδαφος της φιλοσοφίας. Ο Λούκατς αντιλαμβανόταν το κόμμα ως τον φορέα και την ενσάρκωση της προλεταριακής ταξικής συνείδησης, μα επειδή όριζε την ταξική συνείδηση με έναν ανιστορικό και ρασιοναλιστικό τρόπο, έπεσε σε μια εξιδανικευμένη και ελιτίστικη οπτική του κόμματος, που απέτυχε να προσθέσει ο,τιδήποτε χρήσιμο στο Λένιν, του οποίου μάλιστα υπολειπόταν.
[18] Παρατίθεται στο Τζον Μέρρινγκτον, «Θεωρία και πράξη στο μαρξισμό του Γκράμσι», Σοσιαλιστικό Μητρώο (Socialist Register), 1968, σ.165.
[19] Αντόνιο Γκράμσι, Σοβιέτ στην Ιταλία, Λονδίνο 1969, σ.22-23.
[20] Δημοσιευμένο στο Σοβιέτ στην Ιταλία, ο.π.
[21] στο ίδιο σ.35.
[22] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π. σ.123.
[23] στο ίδιο σ.129.
[24] Για το υπόβαθρο δες το ίδιο σ.169.
[25] στο ίδιο σ.169-70.
[26] στο ίδιο σ.124.
[27] στο ίδιο σ.238.
[28] στο ίδιο σ.235.
[29] στο ίδιο σ.229-39.
[30] στο ίδιο σ.120.
[31] στο ίδιο σ.239.
[32] στο ίδιο σ.238.
[33] Αντόνιο Γκράμσι, «Το Ζήτημα του Νότου», στο Ο Μοντέρνος Ηγεμόνας και Άλλα Κείμενα, Λονδίνο 1972, σ.30-31.
[34] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π., σ.168.
[35] στο ίδιο
[36] Ο αδερφός του Γκράμσι, Τζενάρο, τον επισκέφτηκε στη φυλακή για να εξακριβώσει τη στάση του προς την «τρίτη περίοδο», αλλά βρίσκοντας ότι την αντιστρατευόταν, κράτησε την πληροφορία μυστική μην τυχόν κι ο αδερφός του αποπεμφθεί. Δες Τζουζέπε Φιόρι, Αντόνιο Γκράμσι: Η Ζωή ενός Επαναστάτη, Λονδίνο 1970, σελ 252-53.
[37] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π., σ.185.
[38] στο ίδιο σ.340.
[39] Ο Γκράμσι το επισημαίνει αυτό ως μέρος μιας ανάλυσης των Ιταλικών πολιτικών κομμάτων «γενικά» αλλά, όπως τόσο συχνά με τις «αφηρημένες» συζητήσεις του Γκράμσι, υπάρχει ένα σαφές υπονοούμενο για την πρακτική του επαναστατικού κόμματος.
[40] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π., σ.227.
[41] Για την ανάλυση του Γκράμσι για τους «διανοούμενους» δες στο ίδιο σ.5-23.
[42] στο ίδιο σ.340.
[43] Αντόνιο Γκράμσι, Ο Μοντέρνος Ηγεμόνας και Άλλα Κείμενα, ο.π., σ.50-51.
[44] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π., σ.196-97.
[45] στο ίδιο σ.197.
[46] στο ίδιο σ.199.
[47] στο ίδιο σ.198.
[48] στο ίδιο σ.198-99.
[49] στο ίδιο σ.199.
[50] στο ίδιο σ.155.
[51] στο ίδιο
[52] στο ίδιο σ.144.
[53] στο ίδιο σ.152-53.
[54] στο ίδιο
[55] στο ίδιο σ.144.
[56] Παρατίθεται στο Α. Ποζολίνι, Αντόνιο Γκράμσι: Μια Εισαγωγή στη Σκέψη του, Λονδίνο 1970, σ.65.
[57] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π., σ.188.
[58] στο ίδιο σ.211.
[59] στο ίδιο
[60] στο ίδιο σ.195.
[61] Βλ. Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π., σ.236-38. Ο Γκράμσι καταγράφει ότι ο Τρότσκι άρχισε «μια αναθεώρηση των τρεχουσών τακτικών μεθόδων», σύμφωνα με αυτές τις κατευθύνσεις στο τέταρτο συνέδριο της Κομιντέρν. Αλλά παραδόξως και για λόγους που μπορούν μόνο να γίνουν αντικείμενο υποθέσεων, κατηγορεί τον Τρότσκι ότι είναι: «ο πολιτικός θεωρητικός της επίθεσης κατά μέτωπο σε μια περίοδο που οδηγεί μόνο σε ήττες». (στο ίδιο σ.238.)
[62] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π., σ.173.
[63] στο ίδιο σ1iii.
Υποβολή απάντησης