Ιδιωτικοποιήσεις: ενός κακού, μύρια έπονται

image_pdfimage_print

Του Γιώργου ∆ιαµάντη

Τις τελευταίες µέρες, µετά τη δολοφονία 57 ανθρώπων στο σιδηροδροµικό δυστύχηµα των Τεµπών, άνοιξε ξανά µε τραγικό τρόπο η συζήτηση για τις ιδιωτικοποιήσεις στη χώρα µας. Τι είναι οι ιδιωτικοποιήσεις, γιατί γίνονται, ποιος κερδίζει από αυτές, τι αποτέλεσµα έχουν για την κοινωνία; Αυτά είναι τα ερωτήµατα που ξαφνικά ήρθαν πάλι στην επικαιρότητα.

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να επισηµάνουµε ότι ιδιωτικοποιήσεις γίνονταν πάντα, αλλά µετά το 1980, που έχουµε την επιβολή του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού µοντέλου ανάπτυξης διεθνώς, αυξήθηκαν, συστηµατοποιήθηκαν και απέκτησαν χαρακτήρα στρατηγικής επιλογής του κεφαλαίου.

Κάπως σχηµατικά, µπορούµε να κατατάξουµε τις ιδιωτικοποιήσεις σε δύο µεγάλες κατηγορίες:

α. Αυτές που αφορούν τις αναπτυγµένες καπιταλιστικές χώρες και γίνονται συνήθως σε περιόδους ύφεσης ή στασιµότητας της οικονοµίας, µε στόχο την αύξηση της κερδοφορίας που το κεφάλαιο δεν µπορεί να πετύχει αλλιώς, και

β. Αυτές που αφορούν τις χώρες της περιφέρειας και αποσκοπούν στην άµεση µεταφορά πόρων από την περιφέρεια στο καπιταλιστικό κέντρο, οι οποίες γίνονται µε όρους πραγµατικά ληστρικούς και συνήθως µε τη συνεργασία της ντόπιας αστικής τάξης και των κυβερνήσεων (δικτατορικών ή µη) που αποτελούν τον πολιτικό της βραχίονα.

Κοινό χαρακτηριστικό των δύο κατηγοριών είναι ότι αφορούν αγαθά πρώτης ανάγκης, η κατανάλωση των οποίων είναι ανελαστική και µαζική και ότι εντάσσονται στο βασικό σχέδιο του νεοφιλελευθερισµού για δραστική µείωση του οικονοµικού ρόλου του κράτους.

Πολιτική ιδιωτικοποιήσεων: στο στόχαστρο, οι αναδιανεµητικές λειτουργίες του κράτους

Το κράτος σταδιακά αποσυνδέεται από τοµείς της οικονοµίας που παραδοσιακά του ανήκαν όπως η ενέργεια, το νερό, η παιδεία, η υγεία, οι µεταφορές, τα δηµόσια έργα, οι κάθε είδους υποδοµές, η βαριά, η εξορυκτική και η στρατιωτική βιοµηχανία κ.λπ. Οι εκτεταµένες αποκρατικοποιήσεις, δηλαδή η εκποίηση σε εξευτελιστικές συνήθως τιµές του δηµόσιου πλούτου, συνοδεύεται πάντα από χαµηλότερη φορολογία του κεφαλαίου, υποτίθεται ως κίνητρο για επενδύσεις, άρση κάθε νοµικού περιορισµού στην ασύδοτη δράση του, αποδόµηση του κοινωνικού κράτους και απορρύθµιση της αγοράς εργασίας.

Στην πραγµατικότητα, βέβαια, στόχος των κεφαλαιοκρατών και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που πρακτορεύουν τα συµφέροντά τους δεν είναι το κράτος, που αποτελεί πολύτιµο εργαλείο στα χέρια τους, αλλά ο αναδιανεµητικός του ρόλος. Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, αυτός ο ρόλος, όσο περιορισµένος κι αν είναι, δεν µπορεί να γίνει ανεκτός από το κεφάλαιο. Μάλιστα, όσο πιο πολύ φωνάζουν οι κεφαλαιοκράτες εναντίον του κράτους τόσο πιο πολύ το χρειάζονται, κι όσο πιο πολύ το χρειάζονται τόσο περισσότερο φωνάζουν εναντίον του. Για παράδειγµα, οι τραπεζίτες, που ήταν πάντα κάθετα αντίθετοι σε κάθε κρατική παρέµβαση, σώθηκαν ευχαρίστως µε κρατικές εγγυήσεις αλλά και µε ζεστό κρατικό χρήµα σε µια σειρά από χώρες, µε πρώτη την  Ελλάδα.

Με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές ηγεσίες, λοιπόν, το κράτος αρνείται για πρώτη φορά τον ρόλο του συλλογικού καπιταλιστή, δηλαδή τον ρόλο του εγγυητή των όρων της καπιταλιστικής συσσώρευσης, παύει να είναι ο µεγαλύτερος παραγωγός, καταναλωτής και εργοδότης και εκχωρεί στο ιδιωτικό κεφάλαιο ακόµα και την άσκηση της φορολογικής, νοµισµατικής και εισοδηµατικής πολιτικής του. ∆εν προχωρεί µόνο σε µια σκανδαλωδώς άδικη αναδιανοµή του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, αλλά απεµπολεί τις εξουσίες του: ουσιαστικά «αυτοδιαλύεται» ιδιωτικοποιούµενο.

Οι µόνοι τοµείς που το κράτος διατηρεί ολοκληρωτικά είναι οι κατασταλτικοί και φοροεισπρακτικοί µηχανισµοί.

Στο πολιτικό επίπεδο, ο νεοφιλελευθερισµός, ενώ στηρίζεται στην τυπική κοινοβουλευτική νοµιµότητα, σε περιόδους κρίσης τη στερεί από κάθε περιεχόµενο. Το κράτος µετατρέπεται απλά σε µηχανισµό µετακύλισης των συνεπειών της κρίσης στους ασθενέστερους. Η Βουλή υποκαθίσταται από την κυβέρνηση, αυτή από έναν πυρήνα «σηµαντικών υπουργών», αυτός ο πυρήνας από τον πρωθυπουργό κι αυτός µε τη σειρά του από τους ισχυρότερους εκπροσώπους του ιδιωτικού κεφαλαίου. Η αστική τάξη γίνεται φορέας της πολιτικής εξουσίας άµεσα και όχι σε «τελική ανάλυση».

Συνοψίζοντας, παρατηρούµε ότι µε τη νεοφιλελεύθερη πολιτική έχουµε κολοσσιαία µεταφορά πλούτου και κοινωνικών πόρων από τον δηµόσιο τοµέα στον ιδιωτικό, αποδυνάµωση των δηµόσιων λειτουργιών του κράτους, αλµατώδη ιδιωτικοποίηση του συνόλου της οικονοµίας. Αυτή η εξελικτική πορεία των τελευταίων δεκαετιών είναι εκτός των άλλων και µια από τις κυριότερες αιτίες της παγκόσµιας κρίσης δηµόσιου χρέους, η οποία αγγίζει και χώρες πολύ ισχυρότερες από την Ελλάδα. Παντού το κεφάλαιο χρησιµοποιεί το κράτος για να ιδιωτικοποιήσει τα κέρδη σε περιόδους ανάπτυξης και να κοινωνικοποιήσει τις ζηµιές σε περιόδους ύφεσης.

Η «αντικρατική» προπαγάνδα του κεφαλαίου

Βασικό επιχείρηµα της «αντικρατικής» προπαγάνδας είναι ότι το κράτος, λόγω του δυσκίνητου γραφειοκρατικού µηχανισµού του, βάζει προσκόµµατα στην ιδιωτική πρωτοβουλία, ενώ δεν είναι και το ίδιο κερδοφόρο. Το επιχείρηµα είναι σαθρό για δύο λόγους:

α. Το κράτος δεν οφείλει να είναι κερδοφόρο µε όρους ιδιωτικής επιχειρηµατικότητας, αλλά κοινωνικά δίκαιο και αποτελεσµατικό. Η οικονοµική του δράση δεν µπορεί και δεν πρέπει να υπακούει στη λογική της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, µε την έννοια ότι το κέρδος που αποφέρει δεν είναι πάντα µετρήσιµο σε χρήµα. Παραδείγµατος χάριν, οι υποδοµές προς διευκόλυνση των ιδιωτικών επενδύσεων ή η φροντίδα για την καλή εκπαίδευση και υγεία του πληθυσµού είναι σηµαντικοί παραγωγικοί συντελεστές που το κράτος αποδίδει προς εκµετάλλευση στην ιδιωτική πρωτοβουλία.

β. Το κράτος είναι συνήθως ελλειµµατικό, ακριβώς λόγω του θανάσιµου εναγκαλισµού του από το ιδιωτικό κεφάλαιο, το οποίο προσκολλάται πάνω του και το αποµυζά. ∆εν είναι µόνο η τεράστια φοροδιαφυγή του κεφαλαίου ή η ταξική πολιτική των κυβερνήσεων που ελέγχονται απ’ αυτό και επιβάλλουν σκληρή λιτότητα, βαριά φορολογία, διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης και περιστολή κάθε είδους κοινωνικών παροχών. Συχνά ακολουθούνται και πραγµατικά έκνοµες µέθοδοι όπως το τζογάρισµα των αποθεµατικών των ταµείων στο χρηµατιστήριο ή ο εξαναγκασµός της λαϊκής µικροαποταµίευσης να πάρει τον ίδιο δρόµο. Ακόµη χειρότερη είναι η -συνήθης και στην Ελλάδα- πρακτική της απευθείας τροφοδότησης του κεφαλαίου από το κράτος µε χαµηλότοκα δάνεια, επιδοτήσεις ή φοροαπαλλαγές που υποτίθεται ότι θα το στρέψουν σε παραγωγικές επενδύσεις. Αυτές όµως δε γίνονται ποτέ, το κεφάλαιο συνεχίζει να αποσύρεται από την παραγωγή αν δεν µπορεί να επιτύχει το επιθυµητό ποσοστό κέρδους, χωρίς µάλιστα να επιστρέψει τα λεφτά που δεν χρησιµοποίησε για τον σκοπό που τα πήρε. Αυτά τοποθετούνται στην εικονική οικονοµία φέρνοντας νέα κέρδη, µε τελική κατάληξη οι ιδιώτες να δανείζουν µε ληστρικά επιτόκια το ίδιο το κράτος που είχε καταχρεωθεί για να τους χρηµατοδοτήσει. Η όλη διαδικασία θα ήταν πολύ αστεία αν δεν ήταν τραγική.

Πέρα απ’ όλα αυτά, οι ιδιωτικοποιήσεις δηµόσιων  οργανισµών και φορέων συνοδεύονται σχεδόν πάντα από πτώση της ποιότητας των παρεχόµενων υπηρεσιών και προϊόντων και αύξηση της τιµής τους, καθώς ο ιδιώτης όχι µόνο έχει αποκλειστικό σκοπό τη µεγιστοποίηση του κέρδους του, αλλά και δεν φοβάται κάποιο πολιτικό κόστος. Το επιχείρηµα ότι οι ιδιώτες προσφέρουν ποιοτικές υπηρεσίες σε χαµηλές τιµές γιατί εξαναγκάζονται από τον ανταγωνισµό είναι εντελώς αστήρικτο, πρώτον γιατί στην αγορά αυτών των υπηρεσιών διαµορφώνονται συνήθως µονοπωλιακές συνθήκες και δεύτερον γιατί ακόµα κι αν δεν ισχύει αυτό, υπάρχει πάντα η δυνατότητα της συµφωνίας των ανταγωνιζόµενων σε ένα ορισµένο ύψος τιµών, που διευκολύνεται από το γεγονός ότι η κατανάλωση αυτών των υπηρεσιών και προϊόντων είναι όπως είπαµε ανελαστική.

Ακόµη, όπως έδειξε και το πρόσφατο παράδειγµα των εταιρειών παροχής ηλεκτρικού ρεύµατος στη χώρα µας, ο χώρος των ιδιωτικοποιήσεων προσελκύει τα πιο τυχοδιωκτικά στοιχεία του κεφαλαίου, απατεώνες, τζογαδόρους και γενικά αδίστακτους κυνηγούς του κέρδους. Για όλους αυτούς τους λόγους, έχουµε πολλές περιπτώσεις που τα κράτη προσπάθησαν να πάρουν πίσω αυτά που έδωσαν στο ντόπιο και διεθνές κεφάλαιο, παρά την εξάρτηση των κυβερνήσεών τους απ’ αυτό.

Πού βαδίζουµε;

Από ιστορική άποψη, είναι πραγµατικά ενδιαφέρον πού θα καταλήξει αυτή η εξέλιξη προς ένα όλο και µικρότερο κράτος, αν το κίνηµα δεν µπορέσει να τη σταµατήσει. Από ένα πλήθος ιστορικών παραδειγµάτων ξέρουµε πως όταν ένας κοινωνικός σχηµατισµός αρχίζει να αποσυντίθεται, από κάποιο σηµείο και πέρα η πορεία αυτή αποκτά µια δική της δυναµική που δεν είναι εύκολο να ανακοπεί: Κράτος που δεν αναδιανέµει, δεν παράγει, δεν καταναλώνει, δεν δηµιουργεί θέσεις εργασίας το ίδιο, δεν παρέχει υπηρεσίες υγείας και παιδείας, δεν ελέγχει την ενέργεια, δεν κατασκευάζει δηµόσια έργα κ.λπ., απονοµιµοποιείται σταδιακά στη συνείδηση του κόσµου και κινδυνεύει να χάσει αργά ή γρήγορα και τον κατασταλτικό και φοροεισπρακτικό του ρόλο. Το αν αυτό θα οδηγήσει σε µια ζοφερή κατάσταση βαρβαρότητας, µε ιδιωτικούς στρατούς του κεφαλαίου και ιδιωτικούς µηχανισµούς είσπραξης των φόρων, ή θα αφήσει ένα κενό εξουσίας που θα µπορέσει να εκµεταλλευτεί η εργατική τάξη, είναι ένα ερώτηµα που θα απαντηθεί στο µέλλον.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.