Η εργαλειοποίηση του bullying από μια κυβέρνηση αυταρχισμού – ο ακροδεξιός αυταρχισμός σαν «κοινωνική ευαισθησία»

image_pdfimage_print

του Γιώργου Διαμάντη

Πριν λίγο καιρό ανακοινώθηκαν από τον υπουργό παιδείας τα μέτρα της κυβέρνησης για την ενδοσχολική βία και το bullying. Τα φιλικά στην κυβέρνηση ΜΜΕ, έσπευσαν να τα χαρακτηρίσουν ως την πρώτη σοβαρή προσπάθεια για την αντιμετώπιση του μεγάλου κοινωνικού προβλήματος της νεανικής παραβατικότητας, ενώ από τα κόμματα της αντιπολίτευσης υπήρξαν μάλλον χαλαρές αντιδράσεις, που εστιάζουν κυρίως στο ότι τα μέτρα δεν αντιμετωπίζουν τις αιτίες του προβλήματος, ενώ δεν προηγήθηκε και διάλογος ανάμεσα στα κόμματα.

Συνοπτικά τα μέτρα προβλέπουν: Την ίδρυση ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την 

υποβολή καταγγελιών για περιστατικά σχολικής βίας από μαθητές και γονείς, την ίδρυση πλατφόρμας για την καταγραφή των απουσιών των μαθητών ώστε να 

ενημερώνονται άμεσα οι γονείς, τον περιορισμό της δυνατότητας των γονιών να 

δικαιολογούν τις απουσίες των παιδιών τους αφού πλέον απαιτείται ιατρική 

γνωμάτευση για πάνω από δύο ημέρες απουσιών, την επιστροφή της 5ήμερης 

αποβολής από τη 2ήμερη που ίσχυε ως τώρα, την δυνατότητα του συλλόγου 

διδασκόντων να αποφασίζει την αλλαγή τμήματος σε μαθητές που εμπλέκονται σε 

περιστατικά σχολικής βίας, την πλήρη απαγόρευση της χρήσης κινητών στον χώρο του σχολείου, την άμεση αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος των μαθητών που αναπαράγουν  στο διαδίκτυο ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα συμμαθητών τους και την επιβάρυνση της οικογένειας για την αποκατάσταση τυχόν ζημιών που προκάλεσε ο μαθητής στο χώρο του σχολείου. Όλα αυτά περιέχονται στον κανονισμό λειτουργίας του σχολείου που ορίζει με σαφήνεια τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, καθώς και τις ποινές που επισύρει η παράβαση κάθε κανόνα. Μάλιστα, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, η άρνηση των γονιών να υπογράψουν την αποδοχή αυτού του εσωτερικού κανονισμού συνεπάγεται την απαράδεκτη – και βέβαια αντισυνταγματική – ποινή της στέρησης 

εκπαίδευσης στα παιδιά.

Μια άθλια κυβέρνηση που κινείται με βάση το δόγμα «νόμος και τάξη»

Το πρώτο πράγμα που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς βλέποντας όλα τα παραπάνω είναι ότι δε θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι καλύτερο την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ιδιαίτερα όταν βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο και αυτή έχει ως κύριο στόχο την ικανοποίηση του συντηρητικού της ακροατηρίου, ώστε να αλιεύσει ψήφους από τα δεξιά της.

Σε αυτή της την προσπάθεια η κυβέρνηση χρησιμοποίησε, ως συνήθως, τα ΜΜΕ, τα οποία διόγκωσαν ένα πράγματι υπαρκτό πρόβλημα, ενσπείροντας τον πανικό στην 

κοινωνία. Έτσι, αντί να συζητάμε για τα προβλήματα της νεολαίας, βλέπουμε ως 

πρόβλημα την ίδια τη νεολαία. Σε μια κοινωνία ακραία ταξική, ρημαγμένη από την 

οικονομική κρίση, τα μνημόνια, τη φτώχεια, την ανεργία, την εντατικοποίηση της εργασίας και την κατάρρευση των δομών της ψυχικής υγείας και με ένα εκπαιδευτικό σύστημα υποχρηματοδοτούμενο, και υποστελεχωμένο, με ανεπαρκείς υποδομές και βασισμένο στην παπαγαλία και τη βαθμοθηρία, η κυβέρνηση το μόνο πρόβλημα που αισθάνεται την ανάγκη να αντιμετωπίσει είναι αυτό της σχολικής βίας, αντιμετωπίζοντας συνολικά τη νεολαία ως εχθρό και εν δυνάμει παραβατική.

Είναι αλήθεια ότι το πρόβλημα της σχολικής βίας και γενικά της νεανικής παραβατικότητας είναι υπαρκτό στην ελληνική κοινωνία. Ωστόσο σίγουρα δεν έχει διαστάσεις 

τέτοιες που να δικαιολογούν τη μαζική υστερία. Έρευνα του ΕΠΙΨΥ, διαπιστώνει ότι το ποσοστό των εφήβων που εμπλέκονται σε περιστατικά βίας μειώνεται, φτάνοντας το 2022 στο χαμηλότερο σημείο της 20ετίας, ενώ και σε όλους τους δείκτες που αφορούν το θέμα, η Ελλάδα είναι λίγο πάνω ή λίγο κάτω από τον μέσο όρο των 41 χωρών που συμμετέχουν στο διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα HBSC/ WHO. Το ίδιο δείχνουν και τα στοιχεία της EUROSTAT, που βλέπουν την νεανική παραβατικότητα να κορυφώνεται το 2013, ακριβώς την εποχή της κορύφωσης της κρίσης, και έκτοτε να παρουσιάζει 

σταθεροποίηση. Πέρα, όμως, από τα νούμερα των στατιστικών, είναι βέβαιο ότι η 

νεανική βία αποτελεί υποσύνολο της γενικής κοινωνικής βίας και εγκληματικότητας και οφείλεται σε γενικότερους κοινωνικούς παράγοντες.

Η έμφαση που η κυβέρνηση δίνει στο όλο ζήτημα έχει διπλή στόχευση 

 

Η κυβέρνηση δε έφερε τυχαία αυτό το θέμα στο προσκήνιο. Πρώτα αλλάζει τη 

συζήτηση στο χώρο της εκπαίδευσης γενικά. Αντί να μιλάμε για την Ειδική Βάση  

Εισαγωγής, την  τράπεζα θεμάτων, τον αποκλεισμό δεκάδων χιλιάδων παιδιών από την ανώτατη εκπαίδευση, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τις ελλείψεις διδακτικού προσωπικού, ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες,  τις 

ανύπαρκτες υλικοτεχνικές υποδομές, τους μισθούς πείνας στην εκπαίδευση συνολικά, την χουντικής έμπνευσης αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, τα άθλια αναλυτικά 

προγράμματα με τον περιορισμό των κοινωνικών και καλλιτεχνικών μαθημάτων κι ένα σωρό άλλα προβλήματα, μιλάμε για την σχολική βία. Επίσης, είναι φανερό ότι κάποια από τα μέτρα αποσκοπούν στην εκ των προτέρων θωράκιση της κυβέρνησης από τις μελλοντικές μαθητικές κινητοποιήσεις (όπως καταλήψεις, αποχές από τα μαθήματα κ.λπ.)  που ξέρει πως είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει η πολιτική της. Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται τα μέτρα που αφορούν τις απουσίες, τις αποβολές και την 

υποχρέωση των γονιών να πληρώνουν τυχόν φθορές στους χώρους του σχολείου.

Δεύτερον, τα μέτρα της κυβέρνησης εντάσσονται στην γενικότερη προσπάθεια της να παρέμβει στο πεδίο της ιδεολογίας, να αποκτήσει δηλαδή την ιδεολογική ηγεμονία επί της ελληνικής κοινωνίας, κατευθύνοντας την προς μια ευρύτερη συντηρητικοποίηση, εκμεταλλευόμενη τα συντηρητικά αντανακλαστικά των μικροαστών αλλά και του πιο φοβικού και πολιτικά αστοιχείωτου τμήματος της εργατικής τάξης, αυτών δηλαδή των κοινωνικών στρωμάτων που υπέφεραν περισσότερο από τα μνημόνια και την βίαιη φτωχοποίηση που αυτά επέφεραν.

Τα μέτρα για την σχολική βία είναι στην ίδια λογική με την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας, τις αλλεπάλληλες αυστηροποιήσεις του Ποινικού Κώδικα (ήδη 7 φορές από το 2019), την πρώτη μετά τον εμφύλιο αύξηση της στρατιωτικής θητείας, όλες  τις ηλιθιότητες περί αριστείας, πατρίδος, θρησκείας και οικογένειας που διαχέονται από πλήθος μεγάλων και μεσαίων στελεχών της Ν.Δ.  κλ.π. Δεν είναι τόσο η κυβέρνηση, όσο η ελληνική αστική τάξη, της οποίας η πρώτη αποτελεί απλώς τον πολιτικό βραχίονα, που ετοιμάζεται για την νέα όξυνση της κρίσης και θωρακίζεται προκαταβολικά απέναντι στις κοινωνικές αντιδράσεις που αυτή αναπόφευκτα θα προκαλέσει.

Καθήκον της Αριστεράς να αντιδράσει

Ουσιαστικά, βρισκόμαστε μπροστά σε μια προσπάθεια εμπέδωσης μιας ολόκληρης κουλτούρας καταστολής και ελέγχου της κοινωνίας, που το ιδανικό για τους 

εμπνευστές της θα ήταν να εσωτερικευτεί από τα άτομα και να γίνει μέρος της 

προσωπικότητας τους, εντείνοντας και εμπεδώνοντας έτσι την συντηρητική στροφή της κοινωνίας, που, λόγω και της ανεπάρκειας της αριστεράς, έχει ήδη συντελεστεί σε σημαντικό βαθμό. Έτσι εξηγούνται και όλες αυτές οι πλατφόρμες που από τη μια επισημοποιούν το ρουφιάνεμα και από την άλλη υποβιβάζουν την επικοινωνία μεταξύ των γονιών και των εκπαιδευτικών σε ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, έτσι εξηγείται και η ομοιότητα του εσωτερικού κανονισμού των σχολείων με κείμενο ποινικής φύσης ή με τους εσωτερικούς κανονισμούς των πολυεθνικών εταιρειών.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση καθήκον της Αριστεράς είναι να αντιδράσει, προτείνοντας ένα πραγματικά μαρξιστικό πρόγραμμα, δημιουργώντας  δικές της κοινωνικές 

δομές και εργατικούς θεσμούς, παράγοντας ξανά θεωρία και αρθρώνοντας έναν λόγο ριζοσπαστικό και επαναστατικό, που θα την βοηθήσει να ανακτήσει την ιδεολογική ηγεμονία, απέναντι στον αναχρονιστικό και παπαδίστικο συντηρητισμό της δεξιάς που θυμίζει επαρχιώτη γυμνασιάρχη της δεκαετίας του 1950.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.