Η Αριστερά και ο Δημήτρης Κουφοντίνας

image_pdfimage_print

Του Βαγγέλη Λιγάση

Μετά από 65 ημέρες απεργίας πείνας ο Δημήτρης Κουφοντίνας αποφάσισε την διακοπή της με την ακόλουθη δήλωση: «Η Αλληλεγγύη είναι η ζωτική συνθήκη που μας ενώνει στους αγώνες […] Αλληλεγγύη και συμπαράσταση που δείξανε ότι υπάρχουν ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις που αντιστέκονται στην αυθαιρεσία, τη βία και τον αυταρχισμό […] Η οικογένεια που κυβερνά απόδειξε πόσο αδίστακτη είναι στον εξευτελισμό των νόμων και του Συντάγματος, στην διαχείριση της δικαιοσύνης. Τους τα χαρίζω. Τους κρίνει ο κόσμος που κατεβαίνει στους δρόμους. Αυτό που γίνεται εκεί έξω είναι πολύ πιο σημαντικό από αυτό για το οποίο ξεκίνησε».

Η απεργία πείνας του Δ.Κ. και το κίνημα συμπαράστασης, άνοιξαν μια συζήτηση για το αν οι «τρομοκράτες, δολοφόνοι» κ.λπ. έχουν δικαιώματα, για την «ιερότητα της ανθρώπινης ζωής» κ.λπ.
Η κυβερνητική στάση απέναντι στον Κουφοντίνα στη δεδομένη πολιτική συγκυρία κατέδειξε (μαζί και με το γενικευμένο όργιο καταστολής) την απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη για πόλωση σήμερα, ανάμεσα στην μειοψηφούσα αριστερά και το κίνημα από την μια μεριά και την πλειοψηφία των «φιλήσυχων νοικοκυραίων», «ιδιωτών» (idiots) από την άλλη που αποτελούν την κοινωνική της βάση, πριν την έλευση της μετα-covid εποχής, όπου «το ελατήριο της οικονομίας (τους) θα εκτιναχθεί» μεν αλλά τα περιθώρια ψευτοζωής των «φιλήσυχων-νοικοκυραίων-ιδιωτών» θα στενέψουν έτι περισσότερο. Η φωτογραφική διάταξη για την αγροτική φυλακή, και η αυθαίρετη μεταγωγή, ακόμη και η απόφαση για μη υποχρεωτική σίτιση (όπως έμμεσα ζητούσε η Ένωση Δικαστών-Εισαγγελέων και όπως κατ’ επανάληψη κάνουν με κάποιο βολικό συντονιστή διευθυντή κλινικής ΕΣΥ, π.χ. στον Σάββα Ξηρό) όταν η απεργία πείνας έφτασε σε κρίσιμο σημείο, ισοδυναμούσε με επίδειξη πυγμής μέσω θανατικής εκτέλεσης (αλά Θάτσερ την εποχή της «σκυταλοδρομίας θανάτου» του Μπόμπι Σαντς και των υπόλοιπων 9 αγωνιστών του ΙRΑ).
Ωστόσο, οι πολιτικές δυνατότητες του Δημήτρη Κουφοντίνα (παρά την συνέπεια λόγων – έργων και το ηθικό μεγαλείο που συνεπάγεται) και της οργάνωσής του συνολικά δεν ξεπερνούσαν τον μέσο όρο και τις αδυναμίες της μεταπολιτευτικής Αριστεράς.
Στα απόνερα της ήττας των προσδοκιών του μαζικού κινήματος της εποχής ’74-’79 (σε αντιστοιχία με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες μετά την ταραγμένη τριετία ’69-’71), αποπαίδι του πολύ μαζικότερου ΕΛΑ (οι πιτσιρικάδες, τότε, κόντρα στους «παππούδες» ή «μηχανικούς») και με ιδεολογικό background τον ανθούντα τότε γκεβαρισμό και ιδεολογικά τον παντοδύναμο σταλινισμό, την ιδεολογία που προέκυψε θα την χαρακτηρίζαμε εύκολα (και εκ του ασφαλούς) σήμερα «ένοπλο ρεφορμισμό» και «σοσιαλπατριωτισμό». Λόγω χώρου, δεν μπορούμε να παραθέσουμε αποσπάσματα από τις προκηρύξεις παρά να αναφέρουμε τον χαρακτηρισμό για την Ελλάδα σαν «μπανανίας λατινο-αμερικάνικου τύπου στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου», τον χαρακτηρισμό της αστικής τάξης σαν «λματ» (λούμπεν μεγαλοαστική τάξη) που «απέτυχαν σαν σύνολο, σαν καπιταλιστική τάξη ν’ αναπτύξουν αυτοδύναμα, ισόρροπα με μια σχετική αυτονομία τη χώρα […] κύρια μορφή της δραστηριότητας αυτής της τάξης είναι ο πλουτισμός κι η καπιταλιστική εκμετάλλευση με παραβίαση του αστικού νόμου, δηλ. απάτες σε συνεργασία και υπό το ξένο κεφάλαιο σε βάρος της χώρας», που θεώρησαν ότι «η τυφλή υποταγή της πολιτικής ηγεσίας στις εντολές των αμερικάνων παίρνει καθαρά προδοτικό χαρακτήρα αφού σημαίνει συνειδητή παράδοση και στις τουρκικές απαιτήσεις».
Από την εποχή των Μπλανκιστών και μετέπειτα της «Μυστικής Αδελφότητας» των Μπακούνιν – Νετσάγιεφ, μέχρι την αυγή του προηγούμενου αιώνα με τους Ναρόντνικους τρομοκράτες στην Ρωσία, πολλές απαντήσεις έχουν δοθεί από τους Μαρξ – Ένγκελς, Λένιν κ.λπ. Για λόγους γλαφυρότητας επιλέγουμε ένα απόσπασμα από άρθρο του Τρότσκι το 1911:
«Μόνο οι εργάτες μπορούν να καθοδηγήσουν μια απεργία. Οι μικροί χειρώνακτες τεχνίτες που καταστράφηκαν από τη βιομηχανική παραγωγή του εργοστασίου, οι αγρότες των οποίων το νερό των χωραφιών μολύνθηκε από τα εργοστάσια ή το λούμπεν προλεταριάτο που ψάχνει για λάφυρα ζητιανιάς, μπορούν να καταστρέψουν τις μηχανές, να βάλουν φωτιά στο εργοστάσιο ή να δολοφονήσουν τον ιδιοκτήτη του[…] Η συνταγή κατασκευής εκρηκτικών είναι εύκολα προσβάσιμη σ’ όλους, και ένα όπλο Μπράουνιγκ μπορεί να αποκτηθεί οπουδήποτε. Στην πρώτη περίπτωση θα είχαμε έναν κοινωνικό αγώνα του οποίου όμως οι μέθοδοι και οι σκοποί θα πήγαζαν αναγκαστικά από την ίδια τη φύση της προϋπάρχουσας κοινωνικής κατάστασης. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε απλώς μια εντελώς μηχανική αντίδραση […] πολύ εκρηκτική ως προς την εξωτερική της μορφή αλλά εντελώς ακίνδυνη όσον αφορά τη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος.
Μια απεργία, ακόμη και στην πιο ασήμαντη εκδοχή της, έχει κοινωνικές επιπτώσεις: το δυνάμωμα της εργατικής αυτοπεποίθησης, την ανάπτυξη του συνδικαλισμού και όχι σπάνια και μια βελτίωση στους όρους παραγωγής. Η δολοφονία ενός ιδιοκτήτη εργοστασίου παράγει αποτελέσματα αποκλειστικά αστυνομικού ενδιαφέροντος ή και μια αλλαγή κληρονομική στην ιδιοκτησία χωρίς καμιά κοινωνική σημασία. […] Το καπιταλιστικό κράτος δεν βασίζεται στους κυβερνητικούς αξιωματούχους και δεν μπορεί να εκλείψει μαζί τους. Η τάξη που το κυβερνάει μπορεί πάντα να βρει νέους ανθρώπους, ο μηχανισμός παραμένει αλώβητος και συνεχίζει να λειτουργεί.
[…] Αν μια δαχτυλήθρα μπαρουτόσκονης και ένας μικρός πυροσωλήνας αρκεί για να σκοτώσεις τον εχθρό σου, ποιος ο λόγος της ταξικής οργάνωσης; Αν αρκεί απλώς να τρομοκρατήσεις ένα υψηλά ιστάμενο αξιωματούχο με τον κρότο των εκρήξεων, ποιος ο λόγος να φτιάξεις κόμμα; Για ποιο λόγο να γίνουν συζητήσεις και θεωρητική ζύμωση, γιατί να συμμετέχεις σε εκλογές, αν μπορείς τόσο εύκολα να στοχεύσεις και να πετύχεις τους υπουργικούς θώκους από τον εξώστη του Κοινοβουλίου; Στην δική μας λογική, η ατομική τρομοκρατία είναι απορριπτέα επειδή ακριβώς εκμηδενίζει το ρόλο των μαζών στην ίδια τους την αυτοσυνείδηση, τη συμφιλιώνει με την ίδια της την αδυναμία και στρέφει τα μάτια και τις ελπίδες της σ’ έναν πιθανό μεγάλο μαχητή και απελευθερωτή που κάποια μέρα θα έρθει για να εκπληρώσει την αποστολή του.
Οι προφήτες της «προπαγάνδας της πράξης» μπορούν να ισχυρίζονται ό,τι θέλουν σχετικά με την ενεργητική επιρροή της τρομοκρατίας στις μάζες. Η θεωρητική ανάλυση και η πολιτική εμπειρία αποδεικνύουν το αντίθετο […] Αλλά κάποια στιγμή ο καπνός της έκρηξης διαλύεται, ο πανικός εξαφανίζεται, ο διάδοχος του δολοφονηθέντος υπουργού αναλαμβάνει το πόστο του, η ζωή κυλάει πάλι στις ράγες της και ο τροχός της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης συνεχίζει όπως και πριν να γυρνάει. Μόνο η αστυνομική καταπίεση γίνεται πιο κτηνώδης και δυναμική. Και σαν αποτέλεσμα, στη θέση των καλών προθέσεων και ελπίδων και στον έντεχνα προκαλούμενο ενθουσιασμό, έρχεται η απογοήτευση και η απάθεια.
Πριν αναχθεί στο επίπεδο μιας μεθοδικής πολιτικής πάλης, η τρομοκρατία κάνει την εμφάνισή της σαν μορφή ατομικής εκδίκησης […]
Δεν χρειάζεται να σημειώσουμε ότι η Σοσιαλδημοκρατία δεν έχει τίποτα το κοινό με την αγοραία αντίληψη των ηθικολόγων, που σχολιάζουν μια τρομοκρατική ενέργεια με δακρύβρεχτες διακηρύξεις για την «απόλυτη αξία» της ανθρώπινης ζωής. Αυτοί είναι οι ίδιοι άνθρωποι που σε άλλες περιπτώσεις και στο όνομα άλλων-«απόλυτων αξιών», όπως για παράδειγμα την τιμή του έθνους ή το πρεστίζ της μοναρχίας, είναι έτοιμοι να σπρώξουν εκατομμύρια ανθρώπους στην κόλαση του πολέμου. Σήμερα ο εθνικός τους ήρωας είναι ο υπουργός που δίνει διαταγές να αρχίσει πυρ κατά των άοπλων εργατών -στο όνομα της υπεράσπισης του ιερού δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας- και αύριο, όταν το απελπισμένο χέρι ενός άνεργου εργάτη θα ακουμπήσει τη σκανδάλη ενός όπλου, θα αρχίσουν να λένε όλων των ειδών τις ανοησίες σχετικά με τον αποτροπιασμό τους για κάθε μορφή βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται. Ό,τι κι αν λένε οι ευνούχοι και οι φαρισαίοι της ηθικής, το αίσθημα της εκδίκησης έχει το δίκιο του. Κάνει την εργατική τάξη τη μεγαλύτερη ηθική δύναμη που δεν κοιτάει με αδιαφορία αυτά που συμβαίνουν σ’ αυτόν τον καλύτερο από τους δυνατούς κόσμους. Δεν πρέπει να καταπραΰνουμε το ανικανοποίητο αίσθημα εκδίκησης που έχει το προλεταριάτο, αλλά αντίθετα να το τσιγκλάμε ξανά και ξανά, να το εμβαθύνουμε και να το κατευθύνουμε ενάντια στις αληθινές πηγές της κοινωνικής αδικίας και του απανθρωπισμού […]».
Παρ’ όλα αυτά όμως, υπερασπιστήκαμε τον Δημήτρη Κουφοντίνα και θα υπερασπιστούμε κάθε νέο Δημήτρη Κουφοντίνα στο μέλλον.
Όχι γενικόλογα για ανθρωπιστικά δικαιώματα των κρατουμένων (παρόλο που αυτά έχουν την αξία τους καθώς σε ένα δίκαιο επικυριαρχίας των εκμεταλλευτών η εξέλιξη ή οπισθοχώρηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων έρχεται ως επιστέγασμα και αποτύπωση ταξικών συσχετισμών), αλλά ως αγωνιστή της Αριστεράς που τουλάχιστον πολέμησε, έστω και με λάθος τρόπο. Όσοι δεν συμβιβάζονται με την κοινωνία της εκμετάλλευσης, ακόμα και αν σφάλλουν (αναρχικοί, ρεφορμιστές, σταλινικοί κ.λπ.), ακόμη και αν τους κάνουμε την σκληρότερη κριτική, δεν τους αφήνουμε σκύβαλα στην εκδικητική μανία των αντιπάλων μας προς παραδειγματισμό ή για να υπογραμμίσουμε τις… ειρηνικές μας διαθέσεις απέναντι στο σύστημα της εκμετάλλευσης. Απέναντι στο σύστημα, τους υπερασπιζόμαστε, και σε αυτό η Αριστερά σύμπασα αποδείχτηκε επιτέλους άξια στην πράξη.

7 Σχόλια

  1. Ε, καλά. Δεν «σκοτωθήκατε» κιόλας να κάνετε σκληρή κριτική στους αναρχομπάχαλους ή στη 17Ν! Για τον ρεφορμισμό (και πάνω απ’ όλα για τον «σταλινισμό») είναι που τα δίνετε όλα.

    ΥΓ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΙΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ: Η εικόνα που έχετε επιλέξει για να συνοδεύει εισαγωγικά το άρθρο, εκτός από το να το κάνει πιο ενδιαφέρον και ελκυστικό στο μάτι ώστε να αυξήσει την αναγνωσιμότητά του, κάνει και κάτι άλλο. Το επικαθορίζει. Και ως επικαθοριστικό στοιχείο κάνει κομματάκια και θρύψαλα αυτό που διαβάζουμε παρακάτω:
    Όχι γενικόλογα για ανθρωπιστικά δικαιώματα των κρατουμένων (παρόλο που αυτά έχουν την αξία τους καθώς σε ένα δίκαιο επικυριαρχίας των εκμεταλλευτών η εξέλιξη ή οπισθοχώρηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων έρχεται ως επιστέγασμα και αποτύπωση ταξικών συσχετισμών), αλλά ως αγωνιστή της Αριστεράς […].

  2. Left G700, οι κρατούμενοι είναι οι απόβλητοι της κοινωνίας που αντιπαλεύουμε (μία από τις πρώτες ενέργειες των μπολσεβίκων ήταν να απελευθερώσει -και- τους ποινικούς), στεκόμαστε πάντα στο πλευρό τους, αλλά τα βάσανα του ΔΚ επικαθορίζονται από το γεγονός ότι δεν είναι ένας απλός κρατούμενος. Με αυτήν την έννοια και συμφωνούμε απόλυτα με το σύνθημα της φωτο και προσδιορίζουμε το δικό μας πρίσμα υπεράσπισης (όπως υποθέτω κάνανε οι τοτινοί σύντροφοί μας και για τον Μπελογιάννη κλπ).
    Χαίρομαι για το ότι συνεχίζεις να μας παρακολουθείς και να μας επικρίνεις (καλοπροαίρετα σίγουρα). Σε καλώ να κάνεις κι ένα επιδοκιμαστικό σχόλιο σε όποια προσπάθεια συντρόφου θεωρήσεις άξια λόγου ή να δημοσιεύσεις ότι θέλεις (θα μπει στην ενότητα “διαλόγος”), αλλιώς να υποθέσω ότι είσαι πολύ “νευριασμένος”, όπως οι παπpούδες στο mapet show.

  3. Φίλε Βαγγέλη Λιγάση,

    Πρώτα-πρώτα, να σού αναγνωρίσω τα εύσημα που σου αναλογούν για το γεγονός ότι απάντησες στο σχόλιο. Είναι φαινόμενο που δεν το συναντάει κανείς συχνά (ούτε εδώ πλέον). Ερχόμενος στην ουσία:

    Τα όσα μού απαντάς στην αντίφαση που επισήμανα την αφήνουν ακλόνητη στη θέσης της. Αυτό το διπλό και (και κρατούμενος και αγωνιστής τής Αριστεράς) που μου αναλύεις (και που την ήξερα, φυσικά, άσε που την αναλύεις και στο άρθρο σου) είναι που λείπει από την εικόνα και κάνει το λόγο περί υπεράσπισης του Κουφοντίνα «όχι γενικόλογα για ανθρωπιστικά δικαιώματα των κρατουμένων» λόγια άνευ αντικρίσματος. Γιατί στο πανό τής εικόνας βλέπει κανείς μόνο ακριβώς αυτή τη γενικολογία για «ανθρωπιστικά δικαιώματα των κρατουμένων»! Κάτι που δεν θα συνέβαινε αν, για παράδειγμα, είχατε φροντίσει να επιλέξετε μια φωτογραφία σαν αυτήαυτή, που προτίμησε η αδελφή σας οργάνωση). Η λέξη αγωνιστήςεπαναστάτης) θα απεικόνιζε το διπλό και που λείπει κι εγώ δεν θα έκλεινα το σχόλιο με το υστερόγραφο που πρόσθεσα. (Το γιατί επιλέξατε τη συγκεκριμένη «ανθρωπιστική» φωτό, αν αυτό έγινε από αβλεψία ή επειδή δεν σας πήγαινε το χέρι να βάλετε μια «αγωνιστική», είναι άλλης τάξεως ζήτημα και δεν θα το θίξω, γιατί α) η βαλίτσα θα πάει πολύ μακριά και β) η συζήτηση από τη μεριά μου θα εμπεριέχει αναπόφευκτα και εικασίες που δεν μπορούν να αποδειχθούν.)

    Όλα αυτά που εξήγησα μου φαίνονται μάλλον προφανή και δεν νομίζω να είχες ανάγκη εμένα ή οποιονδήποτε άλλον για να τα διαπιστώσεις. Αλλά εσύ, σαν «καλός αριστερός», είπες να μην παρεκκλίνεις από τον κανόνα που μας θέλει είτε να διαβάζουμε «διαγώνια» και επιπόλαια την κριτική, αποτυγχάνοντας να αντιληφθούμε το point της, είτε να καταλαβαίνουμε μεν τι θέλει να πει, αλλά να ζοριζόμαστε να δεχθούμε ότι ευσταθεί διότι «τι θα πει ο κόσμος και με τι μούτρα θα βγούμε στη γειτονιά, αν παραδεχθούμε ότι το δικό μας κόμμα [σ.σ.: οργάνωση/παράταξη/συνδικάτο/συλλογικότητα/παρέα/οικογένεια/σόι/ταίρι/γάτα/σκύλος/καναρίνι/χάμστερ κ.λπ. κ.λπ.] έχει κάνει λάθος;».

    Αφού δηλώσω ρητά (εδώ έχουμε φτάσει: να πρέπει να δηλώνει κανείς ρητά ότι δεν είναι ελέφαντας) ότι ασφαλώς και δεν έχω καμία αντίρρηση για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τών κρατουμένων, ούτε και για την υπεράσπιση των όποιων δικαιωμάτων τού Κουφοντίνα παραβιάστηκαν, να έρθω σε ένα άλλο σημείο του σχολίου σου που συνιστά χοντρό λάθος.

    Η φράση σου «μία από τις πρώτες ενέργειες των μπολσεβίκων ήταν να απελευθερώσει –και– τους ποινικούς» είναι τόσο χονδροειδής απλούστευση της (σύνθετης) πραγματικότητας που ισοδυναμεί με ανασκολοπισμό τής Ιστορίας! Συνοπτικά, η πολιτική τών μπολσεβίκων απέναντι στο ποινικό έγκλημα έχει ως εξής:

    Το κύμα εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης που ακολούθησε μετά την εκθρόνιση του Τσάρου και το σχηματισμό τής πρώτης κυβέρνησης Κερένσκι έφερε στον αφρό όχι μόνο τους πολιτικούς κρατούμενους, αλλά και ουκ ολίγους φυλακισμένους για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου, κυρίως τού «μικρού» εγκλήματος, αλλά όχι σπάνια και του «μεγάλου». Κι αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο των αμνηστεύσεων που έπεφταν βροχή (συχνά με τη «βοήθεια» και μερικών ρουβλιών), αλλά και των αθρόων δραπετεύσεων, αφού οι τσαρικοί κατασταλτικοί μηχανισμού είχαν διαλυθεί με τη βούλα τού νόμου και γενικότερα το δικαιικό, σωφρονιστικό κ.λπ. σύστημα είχε καταρρεύσει. Όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, στις μεγάλες πόλεις γρήγορα άρχισε να γίνεται ό,τι συμβαίνει στης γνωστής κυρίας το κιγκλίδωμα: κλεψιές, ληστείες, φόνοι, βιασμοί και πάει λέγοντας Αυτή τη διάλυση οι μπολσεβίκοι, θεωρώντας (και σωστά, αλλά πίσω είχε η αχλάδα την ουρά) ότι εξυπηρετούσε το δρόμο τους προς την εξουσία, την καλοδέχθηκαν και δεν ήταν λίγες οι φορές που τη διευκόλυναν κιόλας. Αυτό, εκτός από το ότι εξυπηρετούσε τα επαναστατικά σχέδια, ήταν συμβατό και με τη σοσιαλιστική ιδεολογία που θέλει το ποινικό έγκλημα να έχει αποκλειστικά και μόνο κοινωνικά αίτια με κύριο ένοχο το εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα. Κάτι που βεβαίως και είναι αληθές, όχι όμως στον απόλυτο βαθμό που είχαν στο μυαλό τους

    Λίγους μήνες μετά πήραν την εξουσία. Και ύστερα ήρθαν οι …μέλισσες!

    Καθώς είχε καταρρεύσει το σύστημα απονομής δικαιοσύνης,, είχε δημιουργηθεί ένα μποτιλιάρισμα από δίκες που εκκρεμούσαν σαν αυτό στην εθνική Αθηνών – Λαμίας κάθε χρόνο τη Μεγάλη Πέμπτη. Οι μπολσεβίκοι αποφόρτισαν τα δικαστήρια στέλνοντας τα petty crimes να δικάζονται σε λαϊκά δικαστήρια, δημοτικά, επαναστατικά κ.λπ. Φυσικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για απονομή δικαιοσύνης «ποιότητας». Ο τσαρικός ποινικός κώδικας ήταν στον αέρα, καινούργιος κώδικας δεν είχε εισαχθεί ακόμα (αν θυμάμαι καλά, ο πρώτος ΠΚ ψηφίστηκε το 1922 και ίσχυσε από τον Ιανουάριο του 1923), αποφάσεις έβγαιναν δια βοής από το ακροατήριο, πολλοί από το οποίο δεν ήξεραν καν να διαβάζουν, γενικά γινόταν του Κουτρούλη ο γάμος. Παράλληλα (ξεκίναγε κι ο εμφύλιος σιγά-σιγά) οι μιλίτσιες που είχαν αντικαταστήσει την τσαρική αστυνομία, στελεχωμένες από ανεκπαίδευτους και ακατάλληλους ανθρώπους (η κατηγορία «του σκοινιού και του παλουκιού» είχε κι αυτή τους εκπροσώπους της…) αποδείχτηκαν η χαρά τού παραπτωματία κάθε κατηγορίας εγκλημάτων. Είδαν κι απόειδαν οι μπολσεβίκοι ότι το χάος τής περιόδου Κερένσκι ζούσε και βασίλευε και έβαλαν στο παιχνίδι την Τσεκά (που είχε κι αυτή κάτι «μπουμπούκια» πρώτης τάξεως…). Κάπως βελτιώθηκε η κατάσταση (μην ρωτήσεις βέβαια για ανακριτικούς κανονισμούς, δικονομίες και άλλες τέτοιες «λεπτομέρειες»), αλλά και πάλι ο δείκτης ήταν, εκτός από το Κόκκινο, και στα κόκκινα. Για να μην τα πολυλογώ, σταδιακά το ποινικό έγκλημα συγχωνεύθηκε με το πολιτικό αφού θεσπίστηκε να θεωρείται ενέργεια που στρεφόταν αντικειμενικά κατά της «κυβέρνησης των εργατών, στρατιωτών και αγροτών» (έτσι είναι σε τελική ανάλυση, αλλά καταλαβαίνεις ότι η εξ αρχής εισαγωγή τής «τελικής ανάλυσης» συνιστά λογικό τερατούργημα), η Τσεκά μπερδεύτηκε κι αυτή με το σύστημα απονομής τής δικαιοσύνης και οι ποινικοί αντιμετωπίστηκαν με τη σκληρότητα που επιφυλασσόταν για τους εχθρούς τού εργατικού κράτους.

    Όλα τα παραπάνω μπορούν να ανιχνευθούν σε δύο αποσπάσματα από ένα σχετικά γνωστό κείμενο του Λένιν («Πώς να οργανώσουμε την άμιλλα;»), γραμμένο τις ημέρες τών Χριστουγέννων τού 1917 με το παλιό ημερολόγιο (Άπαντα, τ. 35, σελ. 195 – 205) –τονίζω με bold τα κρίσιμα σημεία:

    ______________________________

    Εργάτες και αγρότες, εργαζόμενοι και εκμεταλλευόμενοι! Η γη, οι τράπεζες, οι φάμπρικες, τα εργοστάσια έγιναν ιδιοκτησία όλου του λαού! Αναλάβετε οι ίδιοι την καταγραφή και τον έλεγχο της παραγωγής και της διανομής των προϊόντων, –σ’ αυτό και μόνο σ’ αυτό βρίσκεται ο δρόμος για τη νίκη του σοσιαλισμού, η εγγύηση για τη νίκη του, η εγγύηση για τη νίκη ενάντια σε κάθε εκμετάλλευση, σε κάθε ανέχεια και αθλιότητα! Γιατί στη Ρωσία επαρκούν για όλους τα σιτηρά, το σίδερο, η ξυλεία, το μαλλί, το βαμβάκι και το λινάρι, αρκεί να κατανεμηθούν σωστά η εργασία και τα προϊόντα, αρκεί να καθιερωθεί ένας παλλαϊκός, πραγματικός, πρακτικός έλεγχος αυτής της κατανομής, αρκεί να νικήσουμε όχι μονάχα στην πολιτική, μα και στην καθημερινή οικονομική ζωή τους εχθρούς του λαού: τους πλούσιους και τα τσιράκια τους, έπειτα τους κλέφτες, τα παράσιτα και τους αλήτες.

    Κανένα έλεος γι’ αυτούς τους εχθρούς του λαού, τους εχθρούς του σοσιαλισμού, τους εχθρούς των εργαζομένων. Πόλεμος ζωής και θανάτου ενάντια στους πλούσιους και τα τσιράκια τους, τους αστούς διανοουμένους, πόλεμος ενάντια στους κλέφτες, στα παράσιτα και στους αλήτες. Και τούτοι και εκείνοι, και οι πρώτοι και οι τελευταίοι είναι ομοαίματοι αδελφοί, παιδιά του καπιταλισμού, τέκνα της κοινωνίας των αρχόντων και των αστών, της κοινωνίας, όπου μια χούφτα άνθρωποι λήστευαν το λαό και χλεύαζαν το λαό –της κοινωνίας, όπου η ανέχεια και η αθλιότητα έριχνε χιλιάδες και χιλιάδες ανθρώπους στο δρόμο της αλητείας, της διαφθοράς, της κλεψιάς, τους έκανε να ξεχάσουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια–, της κοινωνίας, όπου στους εργαζόμενους καλλιεργούνταν αναπόφευκτα η τάση: να ξεφύγουν έστω και με την απάτη από την εκμετάλλευση, να ξεγλιστρήσουν, να λυτρωθούν έστω και για ένα λεπτό από τη μισητή δουλειά, να αποσπάσουν έστω κι ένα κομμάτι ψωμί με οποιονδήποτε τρόπο, με κάθε θυσία, για να μην πεινάνε, για να μη νιώθουν το αίσθημα της πείνας αυτοί και οι δικοί τους.

    Πλούσιοι και κλέφτες είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, είναι οι δυο κύριες κατηγορίες των παρασίτων, που έθρεψε ο καπιταλισμός, είναι οι κύριοι εχθροί του σοσιαλισμού. Αυτούς τους εχθρούς πρέπει να τους επιτηρεί ιδιαίτερα όλος ο πληθυσμός, πρέπει να τους τιμωρούμε αμείλικτα για την παραμικρότερη παράβαση των κανόνων και των νόμων της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Κάθε αδυναμία, κάθε ταλάντευση, κάθε συναισθηματισμός απ’ αυτή την άποψη, θα ήταν το μεγαλύτερο έγκλημα απέναντι στο σοσιαλισμό. (σελ. 200 – 201)

    […]

    Πρέπει κάθε «κομμούνα» –κάθε εργοστάσιο, κάθε χωριό, κάθε καταναλωτικός συνεταιρισμός, κάθε επιτροπή εφοδιασμού– να κηρύξουν άμιλλα μεταξύ τους, σαν πρακτικοί Οργανωτές της καταγραφής και του ελέγχου της δουλειάς και της κατανομής των προϊόντων. Το πρόγραμμα αυτής της καταγραφής κι αυτού του ελέγχου είναι απλό, ξεκάθαρο, κατανοητό για τον καθένα: όλος ο κόσμος να έχει ψωμί, να φορούν όλοι γερά παπούτσια και όχι σκισμένα ρούχα, να έχουν ζεστό σπίτι, να δουλεύουν ευσυνείδητα, να μη γυρίζει ελεύθερος ούτε ένας κλέφτης (ούτε κι αυτοί που αποφεύγουν τη δουλειά), αλλά να κάθεται στη φυλακή ή να εκτίει την ποινή του στα πιο βαριά καταναγκαστικά έργα, να μην μπορεί ούτε ένας πλούσιος, που παραβαίνει τους κανόνες και τους νόμους του σοσιαλισμού, να αποφύγει την τύχη του κλέφτη, που το δίκιο απαιτεί να γίνει και τύχη του πλούσιου. (σελ. 203 – 204)

    ______________________________

    Κλείνω εδώ. Ίσως αδικώ λίγο το άρθρο σου (και τον εαυτό μου), αφού δεν σχολίασα κάποια σημεία που σχετίζονται με το επίμαχο ζήτημα που είναι και το κύριο ζήτημα: η Αριστερά και ο Κουφοντίνας. Αλλά ήδη το σχόλιο είναι πάρα πολύ μεγάλο. Ας πω μόνο αυτό: ορθώς η Αριστερά δεν άφησε μόνο του τον Κουφοντίνα έρμαιο στα κρατικά χέρια, κακώς που ανέδειξε την περίπτωσή του σε «Μητέρα τών Μαχών». Ευτυχώς, ένα μικρό μέρος της. Γιατί (και σ’ αυτό το σημείο δεν έχεις δίκιο): δεν ήταν «η Αριστερά σύμπασα» που δεν φρόντισε να κρατήσει αποστάσεις ασφαλείας. Το μακράν μεγαλύτερο κομμάτι της, το ΚΚΕ, το φρόντισε.

    ΥΓ Για την πρόσκληση να φιλοξενηθώ στον διάλογο, ευχαριστώ πολύ. Τιμά κι εσένα προσωπικά (ω, ναι: από κάποιο σημείο και μετά υπάρχει και ατομική ευθύνη!) αλλά και το Κόκκινο Νήμα. Θέλω να το σκεφτώ λίγο. Πιο συγκεκριμένα, θέλω να σκεφτώ ποιο θα ήταν το θέμα που θα άξιζε να αναπτύξω ώστε αυτή η φιλοξενία να προσφέρει κάτι χρήσιμο σε όλους μας κι όχι απλώς να ταΐσει τη ματαιοδοξία μου. Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν μου αξίζει να βγάλεις το συμπέρασμα ότι, αν δεν λάβετε γράμμα μου ποτέ, αυτό θα οφείλεται στο ότι είμαι πολύ νευριασμένος σαν τους γέρους τού Muppet Show!

    ΥΓ 2 Φυσικά και σας διαβάζω! (όπως διαβάζω και άλλους). Τιμή μου και καμάρι μου, δεν συμφωνείς;

    ΥΓ 3 Έχω πει καλά λόγια για σας. Συγκεκριμένα, για το γεγονός ότι είστε από τα ελάχιστα σάιτς οργανώσεων (ίσως και το μοναδικό) που επιτρέπετε το σχολιασμό. Το έχω πει εδώ, σε κάτι συζητήσεις που είχα το καλοκαίρι (εκ των οποίων η πιο ενδιαφέρουσα διακόπηκε άδοξα με αποκλειστική ευθύνη δική μου), και, νομίζω, το έχω αναφέρει και στην Παντιέρα τα φεγγάρια που σύχναζα εκεί. Και τώρα που το σκέφτομαι, δεν μου καθόλου κακή ιδέα να τραβήξω κάποια μέρα μια ανάρτηση γι’ αυτό το ζήτημα και να σας τοποθετήσω στο πρώτο τραπέζι πίστα! 🙂

  4. Είχα στείλει χθες το βράδι γύρω στις εννιά και κάτι ένα απαντητικό σχόλιο στον Βαγ. Λιγάση. Όπως είδα στην οθόνη μου, “κρατήθηκε” προς έγκριση (υπέθεσα ότι το “κράτημα” έγινε επειδή είχε περισσότερους από δύο συνδέσμους –π.χ., αυτό είναι ο κανόνας σε sites που βασίζονται στην πλατφόρμα τής WorPress), έμεινε για κάποια ώρα και μετά εξαφανίστηκε. Τώρα δεν το βλέπω. Τι έχει συμβεί; Κάποια κόμπλα του συστήματος των σχολίων σας, έσκασε μύτη ο δαίμονας του διαδικτύου ή απλώς μπλοκάρατε το σχόλιο; Αν είναι ζήτημα τεχνικό, ενημερώστε εδώ για να το ξαναστείλω. Αν μπλοκάρατε το σχόλιο, μπορώ να μάθω το λόγο; Τι το επιλήψιμο είχε;

  5. ERRATUM
    (αφορά το σχόλιο 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2021, 21:53 και συγκεκριμένα την τελευταία πρόταση του ΥΓ 3)

    Και τώρα που το σκέφτομαι, δεν μου καθόλου κακή ιδέα = Και τώρα που το σκέφτομαι, δεν μου φαίνεται καθόλου κακή ιδέα

    • Σίγουρα δεν είναι κακή ιδέα. Αφού με ένα τσίγκλισμα με τους παπούδες του mapet, σε έβαλε να γράψεις τόσα (που δεν τα ήξερα) για τους μπολσεβίκους και τους ποινικούς, φαντάσου τι θα γίνει αν προκύψει (αναπόφευκτα) σοβαρή διαφωνία…
      Anyway, “έτος ένα” Βίκτωρ Σερζ (εκδόσεις redmarks), αναφέρει το περιστατικό απελευθέρωσης και των ποινικών, μετά από λόγο (δεν θυμάμαι: του Πιατάκοφ ή του Ζηνόβιεφ), με “δάκρυα στα μάτια”. Κατά τα λοιπά,σίγουρα ισχύσανε στην συνέχεια όσα προανέφερες, αλλά χωρίς να είμαστε αναρχικοί και χωρίς να περιμένουμε οτιδήποτε από τους λούμπεν, άσε μας να είμαστε λιγότερο κυνικοί και να δείχνουμε λίγο παραπανίσια εμπιστοσύνη…
      Τώρα για το άρθρο και την φωτο, μην κάνεις την τρίχα τριχιά και γράψε λάθος μας (one more). This is a non response message.

  6. Φίλε Βαγγέλη Λιγάση,

    Όποιος δεν μπορεί να είναι κυνικός (μόνο στο βαθμό που απαιτούν οι περιστάσεις, εννοείται· σύμφωνα και με το παράδειγμα του Λένιν) είναι ακατάλληλος για τρία πράγματα:

    1. Να ασκήσει το επάγγελμα του γιατρού.

    2. Να αναλάβει την ευθύνη τής κυβέρνησης υποβρυχίου.

    3. Να δηλώνει επαναστάτης.

    Καλή Ανάσταση! (όπως κι αν την εννοείς και δεν ρωτάω πώς)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.