Γιατί η Αριστερά δεν προτάσσει το αίτημα για κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων χωρίς αποζημίωση;

image_pdfimage_print

του Πάνου Κοσμά

Αναδημοσίευση από το commune.org.gr

Από τη μια, την κυβέρνηση και τη Δεξιά (οι ακροκεντρώοι, φρονίμως ποιούντες, σιωπούν), “αντικρατικός” λόγος περί του κράτους που πρέπει να αλλάξει εκ βάθρων, δηλαδή λόγος υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων: δεν προλάβαμε να αλλάξουμε το κράτος όσο θα θέλαμε και θα έπρεπε, είπε ο Μητσοτάκης. Η πολιτική επωδός δεν μπορεί να γίνει πιο καθαρή: ψηφίστε με για να ολοκληρώσω το “αντικρατικό” μου πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης των πάντων. Από την άλλη, τη δική μας πλευρά, την Αριστερά, λόγος κατά των ιδιωτικοποιήσεων και σωστές αναλύσεις για τις συνέπειές τους, μεταξύ άλλων και στο ζήτημα της ασφάλειας. Η πολιτική επωδός, κι εδώ καθαρή: ψηφίστε μας για να φράξουμε τον δρόμο σε περαιτέρω ιδιωτικοποίηση δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών.

Ένα πράγμα όμως μένει μετέωρο και βοά: Τι πρέπει να γίνει τώρα με τον σιδηρόδρομο; Τίποτε; Ο αριστερός λόγος ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις έχει μοναδική συνέπεια την υπόσχεση για αγώνα ενάντια σε όσες δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί; Με την ιδιωτικοποίηση του σιδηρόδρομου (επομένως και με όλες τις υπόλοιπες ιδιωτικοποιήσεις) ισχύει το «ο γέγονε, γέγονε». Γιατί το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ25 δεν προτάσσουν, δεν αναδεικνύουν σε πολιτικό πρόταγμα της συγκυρίας που διαμορφώνεται ύστερα από την τραγωδία των Τεμπών την επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων χωρίς αποζημίωση των ιδιωτών ιδιοκτητών και υπό εργατικό-κοινωνικό έλεγχο; Γιατί δεν επιχειρούν να το κάνουν βασικό αντικείμενο αντιπαράθεσης την προεκλογική περίοδο;

Στα χρόνια του αντιμνημονιακού αγώνα, όταν η πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση προσέλαβε ντε φάκτο συνολικά χαρακτηριστικά, η Αριστερά πιεζόταν αφόρητα από το σύστημα να απαντήσει τι πολιτική αντιπροτείνει συγκεκριμένα για όλα τα βασικά ζητήματα. Αναπόφευκτα, βασικά ζητήματα προγραμματικού χαρακτήρα έγιναν πεδίο συγκεκριμένης αντιπαράθεσης με το αστικό-μνημονιακό σύστημα: κατάργηση μνημονίων, διαγραφή χρέους, κρατικοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας χωρίς αποζημίωση κ.λπ. Ύστερα από την ήττα του 2015 και τη μεγάλη κινηματική οπισθοχώρηση, οι όποιες -ούτως ή άλλως μικρής εμβέλειας- κοινωνικές αντιστάσεις προσέλαβαν αναπόφευκτα χαρακτήρα αμυντικό, ενάντια σε πολιτικές και μέτρα των κυβερνήσεων. Το γνωστό κλισέ και επωδός στις προκηρύξεις των κομμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς «Παλεύουμε ενάντια…» συνόψιζε τον αμυντικό χαρακτήρα των αγώνων. Κι όταν ακόμη πρόβαλλαν με θετικό τρόπο κάποια αιτήματα, είχαν μάλλον γενικόλογο χαρακτήρα.

Ωστόσο, το «κίνημα των Τεμπών» συνιστά τομή στην μετά την ήττα του 2015 συγκυρία. Για πρώτη φορά από την ήττα του 2015 η κυβέρνηση βρίσκεται απολογούμενη και σε άμυνα, για πρώτη φορά γίνεται αντικείμενο μαζικής κοινωνικής αμφισβήτησης η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, για πρώτη φορά το κίνημα αποκτά τέτοια χαρακτηριστικά μαζικότητας, πανεθνικής εξάπλωσης και τέτοιας ποικιλίας στην κοινωνική και πολιτική του σύνθεση. Γιατί λοιπόν δεν είναι «ώριμες» οι συνθήκες για να αναδειχθεί σε κεντρικό πολιτικό πρόταγμα η αποκρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση υπό εργατικό και κοινωνικό έλεγχο;

Το πολιτικό πλεονέκτημα που χάθηκε… 

Η εκδήλωση μαζικού κινήματος με τέτοια χαρακτηριστικά και σε προεκλογική περίοδο αποτέλεσε μια μοναδική ευκαιρία για την Αριστερά (λέμε αποτέλεσε γιατί αυτή έχει ήδη, δυστυχώς, χαθεί). Το πολιτικό πλεονέκτημα που της παρουσιάστηκε ήταν μοναδικό: Με το αίτημα για επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων υπό κοινωνικό και εργατικό έλεγχο μπορούσε να μεταφέρει την πολιτική και προγραμματική αντιπαράθεση στο δικό της έδαφος, να προεκτείνει “νομίμως” την κριτική στις ιδιωτικοποιήσεις σε όλη την γκάμα των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, να αναδείξει τα όρια του αντιπολιτευτικού λόγου του του ΚΙΝ.ΑΛ. και του ΣΥΡΙΖΑ, να εξαντλήσει τα περιθώρια καθορισμού ή έστω σοβαρού επηρεασμού της προεκλογικής ατζέντας.

Το «χωρίς αποζημίωση» μπορούσε να προσπορίσει πρόσθετα πλεονεκτήματα: την απαίτηση να ερευνηθούν οι σκανδαλώδεις όροι και διαδικασίες με τις οποίες το Δημόσιο επιδότησε, καταγράφοντας ζημίες για το ίδιο, τους ιδιώτες νέους ιδιοκτήτες, και να αποδοθούν ευθύνες. Στην περίπτωση του σιδηροδρόμου θα μπορούσε και θα έπρεπε να τεθεί ζήτημα όχι απλώς καταγγελίας της σύμβασης του Δημοσίου με τους Ιταλούς, αλλά και ανάκτησης ποσών που παράτυπα (ακόμη και με τους νεοφιλελεύθερους νόμους περί απαγόρευσης κρατικής βοήθειας) χαρίστηκαν ή μεταβιβάστηκαν άμεσα στον νέο ιδιώτη ιδιοκτήτη. Να ζητηθεί όχι απλώς δικαστική διερεύνηση των αιτίων και των ευθυνών του δυστυχήματος, αλλά διερεύνηση (δικαστική ή κοινοβουλευτική) του ίδιου του σκανδάλου της ιδιωτικοποίησης.

Τέλος, η αποκάλυψη της σημασίας και των συνεπειών που έχει (στην περίπτωση των Τεμπών, τραγικών) η συνειδητή καταστροφή του «συλλογικού εργάτη» (ο τραγέλαφος με τους σταθμάρχες, τις αφύλακτες διαβάσεις, τον έλεγχο των συστημάτων κ.λπ.), που δεν είναι απλώς «έλλειψη προσωπικού» αλλά αποδιάρθρωση του συλλογικού εργατικού ελέγχου στη διαδικασία παραγωγής, θα μπορούσε να κάνει κατανοητή σε μαζικά ακροατήρια τη θέση «υπό κοινωνικό και εργατικό έλεγχο». Και στο πλαίσιο αυτής της θέσης, να αναπτυχθούν οι κριτικές στις πρακτικές των ανώτερων διευθυντικών στελεχών, που ήταν και είναι οι λειτουργοί του κεφαλαίου μέσα στον δημόσιο τομέα.

Μέσα από αυτή τη διαδρομή θα δικαιωνόταν και θα γινόταν ουσιαστικά κρουστική η δίκαιη κριτική για τις ευθύνες και την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Με το να τεθεί προ των ευθυνών του όχι απλώς για τα παλαιά μνημονιακά του πεπραγμένα, αλλά για το τι λέει ότι πρέπει να γίνει τώρα! Αν -βάσει των δικών του ισχυρισμών- τότε ήταν υποχρεωμένος «με το πιστόλι στοκ κρόταφο» να κάνει ό,τι έκανε, τώρα γιατί αρνείται την επανακρατικοποίηση; Αν η ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ ήταν σκανδαλώδης και το Δημόσιο χάρισε μεγάλα ποσά στον ιδιώτη, γιατί δεν αποδέχεται τη διερεύνηση του σκανδάλου της ιδιωτικοποίησης με στόχο την ανάκτηση αυτών των ποσών; Βάσει όλων αυτών, γιατί δεν αποδέχεται το «χωρίς αποζημίωση»; Και ακόμη παραπέρα: Πώς συζητάει κυβερνητική συμμαχία με το ΚΙΝ.ΑΛ. όταν σε ένα τέτοιο αίτημα, “επικυρωμένο” από πλειοψηφική κοινωνική συναίνεση, το ΚΙΝ.ΑΛ. λέει όχι;

Αυτή θα ήταν πολιτική στάση Αριστεράς που αξιοποιεί και δεν σπαταλά τις πολιτικές ευκαιρίες που προσφέρει η συγκυρία.
Το πολιτικό πλεονέκτημα όμως χάθηκε γιατί η Αριστερά είτε δεν διανοήθηκε καν να κάνει όλα αυτά είτε δεν επέλεξε -συνειδητά ή “ασυνείδητα”- να τα κάνει.

Πρόκειται άραγε για απολιτική αβλεψία; Μήπως αποτελεί συνέπεια της πολιτικής αδράνειας εξαιτίας των μακροχρόνιων συνεπειών της ήττας του 2015; Οι ερμηνείες αυτές δεν είναι πειστικές. Δυστυχώς, γιατί αν επρόκειτο περί αυτών, το πρόβλημα θα ήταν πιο εύκολο να λυθεί. Ποιο/α είναι το/τα πρόβλημα/προβλήματα; Γι’ αυτό θα μιλήσουμε στο επόμενο άρθρο με τίτλο «Τα Τέμπη, η μεταβατική στρατηγική και η Αριστερά».

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.