Ανακοίνωση της πολιτικής οργάνωσης Κόκκινο Νήμα: για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, τον δεύτερο γύρο, τις προοπτικές

image_pdfimage_print

Κριτική ψήφος στους υποψήφιους της Λαϊκής Συσπείρωσης στον δεύτερο γύρο
Καμία υποστήριξη σε εκπροσώπους του φιλελεύθερου αστικού κέντρου, λευκό-άκυρο-αποχή
Μέτωπο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς

 

Αποτίμηση αποτελεσμάτων πρώτου γύρου

Η συστημική προπαγάνδα προσπαθεί να πείσει ότι και αυτές οι εκλογές ήταν ένας ξεκάθαρος θρίαμβος της ΝΔ και του φιλελεύθερου κέντρου. Στο φόντο της «μεγάλης εικόνας» παραμένουν όλα τα στοιχεία που κάνουν έναν τέτοιον ισχυρισμό «προφανή»: Ο Μπέος που εκλέχτηκε πανηγυρικά από τον πρώτο γύρο, κερδίζοντας και όχι χάνοντας από τα ομοφοβικά και ακροδεξιού ύφους καραγκιοζιλίκια του· ότι δύο λιμάνια της χώρας (ο Πειραιάς και ο Βόλος) ελέγχονται σταθερά από εκπροσώπους της «μαύρης» επιχειρηματικότητας· ότι η ΝΔ πήρε από τον πρώτο γύρο 7 περιφέρειες και στον δεύτερο διεκδικεί τις υπόλοιπες από δεξιούς «αντάρτες» (πλην μόνο της Θεσσαλίας)· ότι στη μόλις πρόσφατα κατεστραμμένη Θεσσαλία νίκησε ο Αγοραστός και στον δεύτερο γύρο διεκδικείται όχι με τις μεγαλύτερες ελπίδες από ένα μέτωπο ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ.
Πίσω από το φόντο όμως, είναι ευδιάκριτες οι ρωγμές και οι αντιφάσεις, αλλά και οι δυνατότητες σχετικά μαζικής επιρροής που έχει η Αριστερά, η οποία πλέον εκπροσωπείται αποκλειστικά από αντικαπιταλιστικές και κομμουνιστογενείς δυνάμεις.
Πρώτο, σε σημαντικές περιπτώσεις που νίκησαν εκπρόσωποι της Δεξιάς, όχι μόνο ο αριθμός των ψήφων αλλά και τα ποσοστά μειώθηκαν:
Στην Αθήνα, ο Μπακογιάννης έχασε σε ποσοστό 2,65% αλλά χάνοντας το 35% των ψηφοφόρων του του 2019 και κερδίζοντας την πρώτη θέση με το συγκλονιστικό 12,84% των εγγεγραμμένων!
Στη Θεσσαλία ο Αγοραστός πήρε μεν 41% «παρά τις πλημμύρες», αλλά με συμμετοχή 53%, ενώ το 2019 με συμμετοχή 62% είχε ποσοστό 55%. Είχε λοιπόν πραγματική πτώση περίπου 37%!
Στην Αττική, με μείωση της συμμετοχής από 58% σε 38%, ο Χαρδαλιάς «θριάμβευσε» με 46,74%, αλλά το 2019 ο Πατούλης πήρε 37,6% στον α’ γύρο και 65% στον β’ γύρο, ενώ Πατούλης, Τζήμερος και χρυσαυγίτες είχαν περίπου το ποσοστό που έπιασε σήμερα ο Χαρδαλιάς. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι με 20 μονάδες μικρότερη συμμετοχή έχουμε πτώση της ΝΔ για τις περιφερειακές εκλογές στην Αττική κατά περίπου 20 μονάδες.
Δεύτερο, οι εκπρόσωποι του αστικού κέντρου, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, ηττήθηκαν καθαρά. Η εικόνα, συνολικά, μπορεί να περιγραφεί σαν βάλτωμα (κυρίως για το ΠΑΣΟΚ) και αποσάθρωση (κυρίως για τον ΣΥΡΙΖΑ):
Αθροιστικά στις περιφερειακές εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε δυνάμεις, επιτυγχάνοντας το συγκλονιστικό 10,84% (με όλη τη σχετικότητα που έχουν οι αναγωγές σε ποσοστά κομματικής επιρροής σε εθνική κλίμακα) ενώ το ΠΑΣΟΚ αποτελεί πλέον τέταρτη δύναμη, πίσω από το ΚΚΕ.
Το 2019 ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ μαζί εξέλεξαν έναν περιφερειάρχη (Κρήτη με ΠΑΣΟΚο επικεφαλής). Ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε τότε και τις δύο περιφέρειες τις οποίες έλεγχε το 2014. Φέτος το ΠΑΣΟΚ ισχυρίζεται ότι θριάμβευσε και κέρδισε «πολλαπλάσιους δήμους». Πρόκειται για ξεκαρδιστικές αστειότητες. Κέρδισε 72 δήμους, τους περισσότερους μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ, και διεκδικεί, λέει, άλλους 43 στον β’ γύρο. Αν δεχτούμε χάριν ευκολίας ότι θα κερδίσει περίπου τους μισούς, βρίσκεται περίπου στα ίδια επίπεδα με τις εκλογές του 2019. Αυτό πιο πολύ μοιάζει με αναδιάταξη δυνάμεων στην πολυκατοικία της «κεντροαριστεράς», καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν πουθενά πανελλαδικά δεν έκανε αυτόνομο συνδυασμό παρά στήριξε κατά κόρον υποψήφιους του ΠΑΣΟΚ. Αποτελέσματα ανακοινωμένα από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ δεν βρήκαμε, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων.
Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για ήττα, αλλά ο πιο ακριβής χαρακτηρισμός είναι αποσάθρωση και συντριβή. Η «καθαρή» υποψηφιότητα ΣΥΡΙΖΑ στον δήμο της Αθήνας, όπου το κριτήριο της ψήφου είναι αμιγώς κεντρικοπολιτικό, με τον Κώστα Ζαχαριάδη, πήρε 13%, πίσω από το ΠΑΣΟΚ και μόλις 0,5% πάνω από το ΚΚΕ). Στη Θεσσαλονίκη, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ υποστήριξαν τον υποψήφιο του δεύτερου Σπύρο Πέγκα, ο οποίος δεν πέρασε καν στον β’ γύρο.
Τρίτο, η Αριστερά (ΚΚΕ, Ανταρσύα και ευρύτερη αντικαπιταλιστική Αριστερά) γνώρισε σημαντική άνοδο:
Ο δήμος Πατρέων διεκδικείται με μεγάλες πιθανότητες από τον υποψήφιο του ΚΚΕ και νυν δήμαρχο Πελετίδη, πρώτο με διαφορά στον πρώτο γύρο, απέναντι στο μέτωπο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΚΕ, που στα μάτια αρκετού κόσμου εκπροσωπεί πλέον ηγεμονικά την Αριστερά, ήρθε τρίτο μεσοσταθμικά σε πανελλαδική κλίμακα στις περιφέρειες.
Τα σχήματα που εκπροσωπούσαν τον χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς κέρδισαν σε αυτές τις εκλογές πανελλαδική αναγνωρισιμότητα και «ορατότητα» σε περιφέρειες και βασικούς δήμους. Ιδιαίτερα στους δήμους Αθήνας και Θεσσαλονίκης, τα ενωτικά ψηφοδέλτια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πέτυχαν σημαντικά ποσοστά (6,1% και 5,5% αντίστοιχα).
Τέταρτο: Με την εξαίρεση του δήμου της Αθήνας η άκρα δεξιά και οι φασίστες δεν κατέβασαν αυτόνομα ψηφοδέλτια. Το γεγονός αυτό α) είναι ένδειξη του πόσο έχει λεηλατήσει την πολιτική τους ατζέντα η ΝΔ, β) ότι η πολιτική τους επιρροή δεν έχει δημιουργήσει αυτοδιοικητικά ερείσματα και στελέχη, γ) του οργανωτικού και πολιτικού κατακερματισμού του χώρου που εκπροσώπησε η Χρυσή Αυγή πριν την πτώση της, του μετεωρικού χαρακτήρα που έχει η άνοδος των πολιτικών εκφράσεων του χώρου. Ταυτόχρονα, αυτό αποτελεί μέτρο της φθοράς της συνολικής δεξιάς/ακροδεξιάς επιρροής (η οποία στις εθνικές εκλογές είχε ξεπεράσει το 55%) αν τη συγκρίνουμε με τα ποσοστά των υποψηφίων της ΝΔ που, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, σε αυτές τις εκλογές εκπροσώπησε το σύνολο της δεξιάς «πολυκατοικίας». Τέλος, το ποσοστό του Κασιδιάρη στον δήμο της Αθήνας, χωρίς να είναι ευκαταφρόνητο ή ένδειξη ότι ο φασιστικός κίνδυνος εξουδετερώθηκε (κάθε άλλο), είναι πάντως αποτυχία αν σκεφτεί κανείς τη συνολική δύναμη της άκρας δεξιάς και πού είχαν βάλει οι ίδιοι οι φασίστες τον πήχη των προσδοκιών. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί εφαλτήριο περαιτέρω ανάπτυξης της πολιτικής τους δυναμικής.

Τα παραπάνω συμπεράσματα και εκτιμήσεις οριακά μόνον μπορούν να αλλάξουν με τον δεύτερο γύρο.

Η αποχή

Για την πιο ουσιαστική εκτίμηση των πολιτικών τάσεων και συσχετισμών που διαμορφώνονται, πρέπει να αξιολογηθεί η σημασία της αποχής. Αναμφίβολα αυτή ήταν έκφραση δυσαρέσκειας που έπληξε κυρίως τη Δεξιά και το φιλελεύθερο Κέντρο (ΣΥΡΙΖΑ κυρίως και δευτερευόντως ΠΑΣΟΚ). Οι δεκάδες χιλιάδες ψηφοφόροι του 2019 που δεν προσήλθαν να ψηφίσουν Μπακογιάννη, Αγοραστό, ακόμη και Τζιτζικώστα και η έλλειψη βάσης που δεν επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να κατεβάσει σχεδόν πουθενά αυτόνομα δικά του ψηφοδέλτια πλην του δήμου Αθήνας, συνιστούν «ψήφο» διαμαρτυρίας ενάντια στη δεξιά και το φιλελεύθερο κέντρο. Ωστόσο, η προέλευση της αποχής δεν είναι αποκλειστικά δεξιά και κεντρώα. Ένα μέρος της είναι αριστερή αποχή και αφορά κυρίως πρώην πολιτική/εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ που απογοητεύτηκε απ’ αυτόν χωρίς να γοητευτεί από κάποια άλλη αριστερή εναλλακτική. Όσον αφορά την αριστερής προέλευσης αποχή, πρόκειται για ένα ακόμη επεισόδιο απομάκρυνσης ή και πολιτικής περιθωριοποίησης κόσμου της Αριστεράς, που βαραίνει αρνητικά για την Αριστερά στον συνολικό συσχετισμό δύναμης, αφού σημαίνουν ότι κόσμος της Αριστεράς και εργατολαϊκός κόσμος που συσπειρωνόταν στην Αριστερά και διεκδικούσε αριστερή πολιτική εκπροσώπηση στην κεντρική πολιτική σκηνή, μεταπίπτει σε κατάσταση πολιτικής αποχής και γίνεται ευάλωτος στην πολιτική απάθεια και τον παντοιοτρόπως ιδεολογικοπολιτικό εκφυλισμό. Είχαν προηγηθεί, μόνο στα χρόνια μετά το 2015, αλλεπάλληλα τέτοια κύματα, στους εκλογικούς σταθμούς που καθορίστηκαν από τις αλλεπάλληλες πολιτικές προδοσίες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ: στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, του 2019, του 2023. Η αριστερή αποχή, λοιπόν, είναι δυσμενής συνθήκη για την Αριστερά.
Στον αντίποδα, η μεγάλης έκτασης δεξιά αποχή στις τωρινές δημοτικές και περιφερειακές εκλογές είναι νέο φαινόμενο για την περίοδο μετά το 2019 και σηματοδοτεί προδρομικές τάσεις φθοράς και ρωγμές στο κοινωνικοπολιτικό μπλοκ εξουσίας που εκπροσωπεί ο Μητσοτάκης. Θα μπορούσε να είναι καλό νέο για την Αριστερά, αλλά μόνο υπό τον όρο ότι θα δώσει αξιόπιστη πολιτική εναλλακτική σε αυτόν τον κόσμο πριν τον καταπιεί η πολιτική απάθεια ή και η κακοήθης ιδεολογικοπολιτική εξαλλαγή. Σε αντίθετη περίπτωση, το αστικό μπλοκ εξουσίας που εκπροσωπεί ο Μητσοτάκης δεν θα έχει πρόβλημα, διότι η εργατική τάξη δεν έχει άλλο πολιτικό εργαλείο πέρα από τα κόμματά της (έστω και στη μορφή των αστικών-εργατικών κομμάτων), ενώ το κεφάλαιο έχει πάντα ύστατο στήριγμα το κράτος.
Επομένως, το πώς θα επιδράσει η αμφίπλευρη αποχή στους πολιτικούς συσχετισμούς, θα εξαρτηθεί από το αν η Αριστερά, δηλαδή το ΚΚΕ και η αντικαπιταλιστική Αριστερά, θα οικοδομήσουν αξιόπιστη πολιτική εναλλακτική όχι μόνο για τον κόσμο που παραμένει συσπειρωμένος αριστερά αλλά και για τα «θύματα» της αριστερής αποχής.

ΣΥΡΙΖΑ: το τέλος της «εκκρεμότητας»

Παρά τη μνημονιακή στροφή και προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2015, με τη μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ και την υπογραφή και μετέπειτα υλοποίηση του 3ου μνημονίου, ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμενε μέχρι και τις βουλευτικές εκλογές του 2023 μια «εκκρεμότητα» που έπρεπε να κλείσει οριστικά για το αστικό πολιτικό σύστημα, για δύο αλληλένδετους λόγους:
Πρώτο, διότι ένα σημαντικό μέρος εργατολαϊκού κόσμου και κόσμου της ευρύτερης Αριστεράς παρέμενε μέσω του ΣΥΡΙΖΑ έστω και ελάχιστα ενεργός πολιτικά, με την αίσθηση ότι εκπροσωπείται (έστω και ανεπαρκέστατα ή στρεβλά) στην κεντρική πολιτική σκηνή, με τη συντήρηση της δυνατότητας να ενεργοποιηθεί κινηματικά ή πολιτικά υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις.
Διότι αυτή η σχέση πολιτικής εκπροσώπησης ανάμεσα σε αυτόν τον κόσμο και την ηγεσία και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, που βαρυνόταν σε αξιόλογο βαθμό από αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης, σκεπτικισμό και σε αρκετές περιπτώσεις «αντιπάθεια», ήταν πρόβλημα για την πλήρη αποκατάσταση της «κανονικότητας» στο αστικό πολιτικό σύστημα.
Δεύτερο, διότι η αδυναμία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να χειραφετηθεί με γρήγορους ρυθμούς και αποφασιστικά από αυτή τη σχέση, διατηρούσε αριστερές «αγκυλώσεις» και τον έκανε ακατάλληλο για να αναλάβει πλήρως τα καθήκοντα αστικού κόμματος του κέντρου.
Ήταν λάθος να παραβλέπεται αυτή η σημαντική «εκκρεμότητα» για δύο επίσης σημαντικούς λόγους:
Πρώτο, διότι έμενε ανοιχτό ακόμη το στοίχημα τι θα γίνει πολιτικά με αυτόν τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ: αν θα παραμείνει έστω και με αυτούς τους ελάχιστους όρους ενεργός στα αριστερά ή θα απογοητευτεί πλήρως, θα διασπαρεί και θα γίνει έρμαιο του ιδεολογικοπολιτικού εκφυλισμού.
Δεύτερο, διότι αυτή η «εκκρεμότητα» λειτουργούσε και σαν αριστερό πολιτικό αντίβαρο στη δυναμική δεξιάς μετατόπισης και πλήρους αποκατάστασης της «κανονικότητας» στο αστικό πολιτικό σύστημα.
Με την εξ εφόδου κατάληψη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από τον Κασσελάκη, αυτή η «εκκρεμότητα» κλείνει. Αν στις βουλευτικές εκλογές επήλθε η πλήρης αποκατάσταση της κανονικότητας στο αστικό πολιτικό σύστημα, η ηγεσία Κασσελάκη σηματοδοτεί την αποκατάσταση της κανονικότητας στον ΣΥΡΙΖΑ και την άρση της «εκκρεμότητας». Είναι επομένως ο πολιτικός σπασμός που ολοκληρώνει ό,τι συντελέστηκε στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον αμετάκλητα φιλελεύθερο αστικό κόμμα του κέντρου, κι αυτό όχι κυρίως με κριτήριο τις μετατοπίσεις στο πρόγραμμα, αλλά το οριστικό τέλος σε μια σχέση μαζικής πολιτικής εκπροσώπησης στην κεντρική πολιτική σκηνή κόσμου της ευρύτερης Αριστεράς και εργατολαϊκού κόσμου με όρους που παρέπεμπαν -έστω αδύναμα, έμμεσα και στρεβλά- στο αριστερό παρελθόν και στις αριστερές παραδόσεις. Είναι η κατάρρευση των μαζικών σχέσεων εκπροσώπησης του ευρύτερου κόσμου της Αριστεράς και της εργατολαϊκής του βάσης ο βασικός λόγος που τον μετατρέπει σε φιλελεύθερο κόμμα του αστικού κέντρου. Τώρα, ο Κασσελάκης, κατά τον ίδιο τρόπο που «επέλεξε τον λαό» που τον ανέδειξε αρχηγό, θα «επιλέξει» κι έναν άλλο λαό για τον ΣΥΡΙΖΑ.

ΚΚΕ: το νόημα της εκλογικής του επιτυχίας

Σε αυτές τις συνθήκες, το ΚΚΕ αναδεικνύεται στον μόνο υπαρκτό μαζικό αριστερό πόλο. Στις δημοτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές αυτό ήταν πιο εμφατικό απ’ ό,τι στις δεύτερες εκλογές του Ιουνίου. Οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ έπαιξαν κάποιον ρόλο για να μεγαλώσει η υποστήριξη κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ στο ΚΚΕ. Αν όμως αυτό ονομάζεται από το ΚΚΕ «μεγάλη νίκη», τότε η αποτυχία του να συσπειρώσει το μεγαλύτερο, ή πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι συσπείρωσε, ποσοστό της εκλογικής και κοινωνικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ ύστερα από την κατάρρευσή του, πρέπει να ονομαστεί «μεγάλη ήττα».
Η αποτυχία αυτή δεν είναι αναίτια. Στους δύο επάλληλους πολιτικούς «κύκλους», του Μαΐου 2010 – Ιουλίου 2015 (αντιμνημονιακός αγώνας, οικονομική κρίση και κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος, μαζικός αριστερός ριζοσπαστισμός) και του Ιουλίου 2010-Μαΐου-Ιουνίου 2023 (ήττα και υποχώρηση του κινήματος και της Αριστεράς, παραφθορά, κρίση και κατάρρευση της μαζικής πολιτικής εκπροσώπησης από τον ΣΥΡΙΖΑ εργατολαϊκών στρωμάτων και άνοδος της δεξιάς και της άκρας δεξιάς) η πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν πολιτική συστηματικής πολιτικής φυγομαχίας.
Στην περίοδο 2010-2015, ουσιαστικά απείχε από τις πολιτικές διακυβεύσεις της περιόδου, με αποκορύφωμα το άκυρο-λευκό στο δημοψήφισμα του 2015. Σε μία από τις μεγαλύτερες ιστορικά κορυφώσεις του μαζικού εξωκοινοβουλευτικού αγώνα και μία από τις πιο «ανοιχτές» σε ταξικές και πολιτικές διεργασίες και διακυβεύσεις περίοδο, αρκέστηκε στην κομματικά περιφρουρημένη παρουσία του στις κινητοποιήσεις της περιόδου, χωρίς καμία πολιτική πρωτοβουλία, υψώνοντας περισσότερο τα τείχη απέναντι σε όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς και του κινήματος που δεν ήλεγχε, απέχοντας από κάθε διακύβευση. Αντιμετωπίζοντας μια τόσο πλούσια και ιστορικής σπουδαιότητας περίοδο σαν «διαδικασία προδιαγεγραμμένου τέλους», δεν ευθύνεται μόνο για το γεγονός ότι χάθηκαν ευκαιρίες χωρίς να δοθεί ουσιαστική μάχη, αλλά και για το γεγονός ότι άφησε ελεύθερο το πεδίο ώστε να μονοπωλήσει την πολιτική εκπροσώπηση του μαζικού αντιμνημονιακού αγώνα όχι ο ΣΥΡΙΖΑ γενικά αλλά η ηγεσία Τσίπρα συγκεκριμένα. Το γεγονός ότι ανάλογες ευθύνες έχουν και οι τάσεις της αριστερής αντιπολίτευσης στον ΣΥΡΙΖΑ δεν αλλάζει το συμπέρασμα όσον αφορά το ΚΚΕ. Η βασική συνέπεια ήταν να αποξενωθεί ή και να γίνει απωθητικό για σημαντικό τμήμα του μαζικού αντιμνημονιακού αγώνα και επομένως να μην αποτελεί αριστερή εναλλακτική γι’ αυτόν τον κόσμο.
Στην περίοδο 2015-2023 απέτυχε να κατανοήσει τη δυναμική ανόδου της Δεξιάς και της άκρας δεξιάς που προετοίμαζε το σημερινό καταθλιπτικό δεξιό-ακροδεξιό πολιτικό μονοπώλιο και τον αυταρχικό μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος και του κράτους, μιλώντας για τον ανύπαρκτο «δικομματισμό» δεν άκουσε τον Βορίδη που έθεσε στόχο να εξολοθρεύσει κάθε αριστερή πρόσβαση στο κράτος (οι δήμοι και περιφέρειες είναι επίσης κράτος), υποτίμησε ή δεν κατανόησε καν τη σημασία του δεξιού αναθεωρητισμού και ρεβανσισμού ενάντια σε οτιδήποτε αριστερό και στη βάση αυτή ταύτισε τον ΣΥΡΙΖΑ με τη Δεξιά και αναλώθηκε σε διμέτωπο ενάντια σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, που σε κρίσιμες στιγμές παρέκκλινε σε στοχοποίηση κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πρώτη μαζική ανάκαμψη των κινηματικών διαθέσεων με το «κίνημα των Τεμπών», αποκάλυψε ότι η συστηματική αποφυγή κάθε είδους διακύβευσης στην ταξική πάλη εκτείνεται πολύ πέραν της πολιτικής: Όχι μόνο απέφυγε να υποστηρίξει το σύνθημα-αίτημα για επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων γενικά, αλλά κατήγγειλε σαν αυταπάτη ακόμη και το σύνθημα-αίτημα για κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση του ιδιώτη ιδιοκτήτη και με εργατικό-κοινωνικό έλεγχο.
Παρ’ όλα αυτά, το ΚΚΕ κατέχει κάποια «εξουσία»: στον δήμο Πατρέων είχε την προηγούμενη τετραετία δικό του δήμαρχο (και διεκδικεί ξανά τον δήμο στις επαναληπτικές εκλογές). Εκεί λοιπόν έμεινε στην αριστερή χρηστή διαχείριση του δήμου και απέφυγε να επιδιώξει ρήξεις ανατρεπτικού χαρακτήρα: Από τη μια, ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, σεβασμός στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, απασχόληση εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Από την άλλη, αριστερή ρητορεία των αποφάσεων του δημοτικού συμβουλίου (ανακοινώσεις και ψηφίσματα), αντίσταση στην επέλαση των εργολάβων και την ιδιωτικοποίηση λειτουργιών του δήμου (π.χ. καθαριότητα) και έμφαση στην κοινωνική πολιτική (προγράμματα για την απασχόληση των παιδιών τους καλοκαιρινούς μήνες, «λαϊκό φροντιστήριο» κ.λπ.) και στον πολιτισμό (πολιτιστικές εκδηλώσεις, κινηματογράφος και θεατρικές παραστάσεις στις γειτονιές).
Έτσι, το κόμμα που απέχει συστηματικά από τις πολιτικές και ταξικές διακυβεύσεις στη βάση της θεωρητικής στρεψοδικίας ότι «η κατάσταση δεν είναι επαναστατική», ευρισκόμενο στην ηγεσία ενός δήμου, κάνει απλώς αριστερή χρηστή διαχείριση, με απόλυτο σεβασμό στις μεγάλες μνημονιακές συντεταγμένες που καθορίζουν την πολιτική των δήμων ως γραναζιού του αστικού κράτους. Βεβαίως αυτές οι συντεταγμένες δεν μπορούν να αλλάξουν τοπικά, μπορεί όμως μια κομμουνιστική ηγεσία σε ένα δήμο να συγκρουστεί με αυτές τις συντεταγμένες συμμαχώντας με τις ενεργές αγωνιστικές δυνάμεις της τοπικής κοινωνίας, να μετατρέψει τον δήμο σε «προγεφύρωμα» κοινωνικών συμμαχιών σε τοπικό επίπεδο και πρωτοβουλιών, έχοντας βεβαίως πλήρη επίγνωση ότι έτσι βγαίνει εκτός «νομιμότητας» και διακινδυνεύει την καθαίρεσή της. Όμως έτσι θα έδινε ένα υπόδειγμα εφαρμοσμένης ανατρεπτικής πολιτικής στην πράξη και θα δικαίωνε την πολιτική κατεύθυνση να γίνουν οι δήμοι μετερίζι αγώνα, που σημαίνει να αποσπαστούν από τις δουλείες που επιβάλλει το γεγονός ότι είναι απολύτως ελεγχόμενα τοπικά γρανάζια του κράτους. Έτσι όμως το ΚΚΕ θα έμπαινε στην πολιτική των διακυβεύσεων – και αν σε κάτι είναι αταλάντευτα εχθρικό, είναι ακριβώς αυτό.

Σε τι συνίσταται η εκλογική επιτυχία του ΚΚΕ; Στο ότι ένα μικρό μέρος από την κατάρρευση της εκλογικής-πολιτικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ το επέλεξε ως αριστερή εκλογική εναλλακτική. Αυτό είναι θετικό γεγονός γιατί σημαίνει ότι αυτός ο κόσμος δεν αποστρατεύεται, δεν αδρανεί πολιτικά, εξακολουθεί να νοεί και να αναζητεί στα αριστερά. Αυτό δεν σημαίνει ότι επιβραβεύει την πολιτική του, αλλά ότι επιμένει αριστερά και δεν έχει άλλη εναλλακτική. Ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της αριστερής και εργατολαϊκής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ δεν στήριξε εκλογικά το ΚΚΕ και δεν πρόκειται ούτε στο μέλλον να το κάνει αν δεν αλλάξει την πολιτική του να αποφεύγει τις πολιτικές διακυβεύσεις και να υψώνει τείχη απέναντι στις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς.
Το ΚΚΕ, που μέχρι τώρα κρυβόταν από την πολιτική και τις διακυβεύσεις της και αποξενωνόταν από την υπόλοιπη Αριστερά, τώρα αποκτά «υποχρεώσεις» και δεν μπορεί να κρύβεται καταγγέλλοντας τους «οπορτουνιστές». Τώρα πρέπει να αποδείξει αυτό τι μπορεί να κάνει. Αυτό σημαίνει ότι θα πιέζεται διαρκώς περισσότερο να κάνει στην πράξη αριστερή – ανατρεπτική πολιτική και να μην έχει στάση «κομμουνιστικού αναχωρητισμού», με ανέξοδες σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ρητορείες στα λόγια και συντηρητική πολιτική στην πράξη. Η πρόβλεψή μας είναι ότι αν, πιεζόμενο, εγκαταλείψει τη στάση του πολιτικού αναχωρητισμού, θα το κάνει με βάση την ιστορική σταλινική παράδοση της μετάπτωσης από τον σεχταρισμό (δηλαδή τον αριστερό οπορτουνισμό) στον δεξιό οπορτουνισμό.
Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που πιστεύουμε ότι καλλιέργεια κλίματος πολιτικής «συμπάθειας» προς το ΚΚΕ και ακόμη περισσότερο οι αυταπάτες ότι μπορεί να αποτελέσει τον φορέα της πολιτικής ανασύνταξης της Αριστεράς είναι επικίνδυνες και πρέπει να αντιμετωπιστούν αποφασιστικά. Την ίδια στιγμή όμως η πολιτική της αντικαπιταλιστικής αριστεράς προς το ΚΚΕ, τον κόσμο του πρέπει να είναι πολιτική ενιαίου μετώπου.

Δεύτερος γύρος: Κριτική ψήφος στη Λαϊκή Συσπείρωση

Αυτό σημαίνει, καταρχήν, πως δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποτιμηθεί ή αγνοηθεί ότι το ΚΚΕ αναδεικνύεται ντε φάκτο στον μοναδικό μαζικό πόλο της Αριστεράς. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι έχει μια κεντρική θέση στον αριστερό συσχετισμό δύναμης, παρόλο που είναι ακατάλληλος «διαχειριστής» του.
Αυτό σημαίνει επίσης ότι το κάλεσμα, προς την ηγεσία και τον κόσμο του ΚΚΕ, για την από κοινού οργάνωση αντιστάσεων και μαχών απέναντι στο σύστημα πρέπει να είναι διαρκές.
Αυτό σημαίνει, τέλος, ότι στον δεύτερο γύρο των εκλογών πρέπει να υποστηριχτούν κριτικά οι υποψήφιοι της Λαϊκής Συσπείρωσης. Ψήφος σε αυτούς, για να ενισχυθεί ο αριστερός συσχετισμός δύναμης σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο και στην κοινωνία. Ψήφος κριτική, γιατί το ΚΚΕ δεν μπορεί να είναι ο μαζικός αντικαπιταλιστικός-ανατρεπτικός φορέας που έχουμε ανάγκη.
Τέλος, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, άκυρο-λευκό-αποχή. Ύστερα από τον οριστικό μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα του φιλελεύθερου αστικού κέντρου, δεν υπάρχουν διλήμματα που να αφορούν με οποιονδήποτε τρόπο την Αριστερά και τον κόσμο της εκεί που δεν κατεβαίνει υποψήφιος της Λαϊκής Συσπείρωσης. Η κριτική ψήφος σε υποψήφιους του αστικού κέντρου ενάντια σε δεξιούς υποψήφιους είναι πολιτικό λάθος γιατί ενισχύει την πολιτική άποψη ότι το αστικό κέντρο μπορεί να είναι δύναμη αντίστασης στη δεξιά-αστική ηγεμονία ενώ είναι συμπληρωματική δύναμη σε αυτήν.

Όχι στη στρατηγική του «πλατιού κόμματος» – μέτωπο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς!

Η επιτυχία των δύο ενωτικών ψηφοδελτίων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (6,1% και 5,5% αντίστοιχα) ανοίγουν αντικειμενικά τη συζήτηση για τη συγκρότηση μαζικού πόλου-μετώπου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς γιατί υποδεικνύουν μια ιστορική δυνατότητα που θα ήταν μεγάλο λάθος να μην αξιοποιηθεί. Η ιστορική αυτή δυνατότητα έχει προκύψει από δύο διαδρομές που στη δεδομένη συγκυρία συνέκλιναν σε αυτό το αποτέλεσμα:
Πρώτο, από την επιμονή, την κινηματική γείωση και την πρόοδο των ενωτικών διαδικασιών των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς την τελευταία δεκαπενταετία. Η ΕΑΑΚ, τα ενωτικά σχήματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε εργασιακούς χώρους, τα σχήματα σε περιφέρειες και δήμους, η Ανταρσύα, η δράση των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που αποσπάστηκαν το 2015 από τον ΣΥΡΙΖΑ, οι συγχρωτισμοί και οι ενωτικές πρωτοβουλίες μεταξύ μεγάλου μέρους αυτών των δυνάμεων, ήταν θετικές διεργασίες χρόνων που με την αφορμή των δημοτικών εκλογών συνέκλιναν εκλογικά στην ίδια κοίτη. Παρ’ όλα τα λάθη και τις αποτυχίες που συνόδευσαν και συνοδεύουν ακόμη αυτή την πορεία, τα αποτελέσματά της δεν πρέπει να υποτιμηθούν ούτε να διασκορπιστούν απερίσκεπτα, αλλά να αξιοποιηθούν ως βάση για το επόμενο βήμα.
Δεύτερο, από την ολοκλήρωση των πολιτικών «κύκλων» του 2010-2015 και 2015-2019 με μαζική καταστροφή των πάσης φύσεως και απόχρωσης ρεφορμιστικών σχεδίων (πλην του ΚΚΕ) και με απτές αποδείξεις ότι ο καπιταλισμός στην πολύπλευρη κρίση του και ιδιαίτερα ο ελληνικός καπιταλισμός δεν αφήνουν χώρο όχι για τον κλασικό κομμουνιστογενή ρεφορμισμό αλλά ούτε καν για έναν στοιχειωδώς αξιοπρεπή σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμισμό!
Τρίτο, με την οριστική χρεοκοπία του σχεδίου ανασυγκρότησης της Αριστεράς με την κωδική ονομασία «πλατύ κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς». Η πολιτική χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ, του ΜΕΡΑ25 και της ΛΑΕ ισοδυναμούν με τη χρεοκοπία διαφορετικών εκδοχών αυτής της ιδέας. Δεν υπάρχει χώρος για ένα πλατύ κόμμα του ρεφορμισμού, αριστερού, κεντρώου ή σοσιαδημοκρατικού.
Ο συνδυασμός αυτών των τριών δεδομένων οδηγεί σε ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα: η μορφή ανασυγκρότησης της αριστεράς που είναι «συμβατή» με τα καθήκοντα της ιστορικής συγκυρίας είναι το μαζικό αντικαπιταλιστικό μέτωπο. Σε μια ιστορική συγκυρία που ακόμη και οι φασίστες μπορούν να οικοδομούν μαζικές οργανώσεις και που ο ρεφορμισμός οποιασδήποτε μορφής δεν έχει χώρο ύπαρξης και δεν μπορεί να είναι μαζικός, η αντικαπιταλιστική-επαναστατική αριστερά μπορεί να γίνει μαζική δύναμη.

Οι προοπτικές

Σε αντίθεση με τη μιντιακή προπαγάνδα, σε αντίθεση ακόμη με τον βαθύ αριστερό πεσιμισμό, τα αποτελέσματα των δημοτικών-περιφερειακών εκλογών είναι σαφής ένδειξη ότι το κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ εξουσίας που εκπροσωπεί ο Μητσοτάκης και η δεξιά «πολυκατοικία», περιλαμβανομένης της άκρας δεξιάς και των φασιστών, δεν είναι αρραγές και παντοδύναμο. Η συγκρότησή του μέσα από μια διαρκή ανοδική δυναμική ύστερα από την μνημονιακή εξαλλαγή και την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 έχει περάσει το υψηλότερο σημείο της και είναι ήδη ορατά τα προδρομικά σημάδια αποδυνάμωσης και ρωγμών. Σε αυτές τις εκλογές, η δεξιά και η ακροδεξιά (σε μικρότερο βαθμό) και το αστικό κέντρο (κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ) υποχώρησαν ή ηττήθηκαν καθαρά, το δε μπλοκ εξουσίας εμφάνισε αξιόλογες ρωγμές. Το ΚΚΕ και η αντικαπιταλιστική αριστερά ενισχύθηκαν. Πρόκειται για επιβεβαίωση της άποψής μας ότι οι πολιτικές διεργασίες και εξελίξεις δεν μπορούν να ερμηνευτούν σωστά με τη φόρμουλα της «συντηρητικοποίησης της κοινωνίας». Όχι γιατί δεν υπάρχει τέτοια, αλλά γιατί δεν είναι αυτή το βασικό ερμηνευτικό κλειδί. Αντί για μια τέτοια προσέγγιση, πρέπει να ερμηνεύσουμε όσα συμβαίνουν -ακόμη και τη συντηρητικοποίηση!- με τον συνδυασμό δύο άλλων παραγόντων: των πολιτικών εναλλακτικών που οικοδομούνται στα αριστερά αλλά και της ίδιας της αριστερής πολιτικής, από τη μια, και των υλικών όρων συγκρότησης της δεξιάς ηγεμονίας και του μπλοκ εξουσίας από την άλλη.
Οι ιδεολογικές ηγεμονίες (συντηρητικοποίηση) είναι υπόθεση του μακρού, μεσομακροπρόθεσμου χρόνου. Οι πολιτικές διεργασίες και τα μπλοκ εξουσίας έχουν πιο ρευστό χαρακτήρα και είναι υπόθεση του βραχυμεσοπρόθεσμου χρόνου. Η κατάσταση είναι αναμφίβολα πολύ δύσκολη και κάποιες πλευρές της δημιουργούν σε πολύ κόσμο του κινήματος και της Αριστεράς ισχυρά αισθήματα αποθάρρυνσης. Όμως η εκτίμηση ότι αυτή η συνθήκη είναι στρατηγικά ανθεκτική στο μεσομακροπρόθεσμο χρόνο, είναι λάθος. Μεταξύ άλλων, μια τέτοια «καταθλιπτική» εκτίμηση ενισχύει αντικειμενικά την άποψη ότι πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα ποια Αριστερά και τι είδους πολιτική συγκρότηση χρειαζόμαστε με τη φόρμουλα που έχει πέρα από κάθε αμφιβολία χρεοκοπήσει ολοσχερώς: να ενωθούμε όπως όπως με τη μέθοδο του ελάχιστου κοινού παρονομαστή, ώστε να είμαστε όσο το δυνατόν περισσότεροι, που καταλήγει στη φόρμουλα του «πλατιού κόμματος».
Αντί γι’ αυτό, πρέπει να συνδυάσουμε τις δύο βασικές κατευθύνσεις της στρατηγικής του ενιαίου μετώπου: να ενωθούμε όσο περισσότεροι μπορούμε για να οργανώσουμε κοινές μάχες ενάντια στο σύστημα, αλλά πολιτικά να ενωθούμε αυτοί που έχουν συνειδητοποιήσει ότι στην ιστορική συγκυρία της βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης του καπιταλισμού μόνο η μαζική αντικαπιταλιστική – επαναστατική αριστερά μπορεί να είναι αξιόμαχος αντίπαλος του συστήματος. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μπορεί να είναι (να γίνει) και μαζική.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.