Τι μας χωρίζει από τους δημόσιους υπαλλήλους;

image_pdfimage_print

του Ηλία Ιωακείμογλου

Η ιδέα ότι οι εργαζόµενοι στον δηµόσιο τοµέα απολαµβάνουν έκτακτων αµοιβών που δεν δικαιολογούνται αλλά καταβάλλονται ως πρόσοδος και προνόµιο, σε αντίθεση µε τους εργαζόµενους στον ιδιωτικό τοµέα, χρησιµοποιείται συχνά για να αρθεί κάθε υποστήριξη των µισθωτών τού ιδιωτικού τοµέα προς τους δηµόσιους υπαλλήλους, στην προσπάθεια των κυβερνήσεων να περιστείλουν τα κρατικά ελλείµµατα µέσω µειώσεων των µισθών των δηµοσίων υπαλλήλων· όπως συνέβη το 2010 στην Ελλάδα και πιθανόν να συµβεί εκ νέου µέσα στα επόµενα χρόνια.

Η διαφορά

Υ

πάρχει, άραγε, κάποιο πριµ, προνόµιο και πρόσοδος των εργαζοµένων του δηµόσιου τοµέα έναντι των µισθωτών του ιδιωτικού τοµέα; Η απλή σύγκριση των µέσων µισθών στους δύο τοµείς δεν µπορεί να απαντήσει σε αυτήν την ερώτηση, διότι είναι µια ακατάλληλη σύγκριση που δηµιουργεί εσφαλµένες εντυπώσεις. ∆εν είναι ορθό να συγκρίνουµε τους µισθούς στους δύο τοµείς χωρίς να λαµβάνουµε υπόψη µας ποιοι και πώς εργάζονται σε κάθε τοµέα, ποια είναι δηλαδή τα χαρακτηριστικά των εργαζοµένων και ποια είναι τα χαρακτηριστικά των θέσεων εργασίας που καταλαµβάνουν· διότι, ο µέσος µισθός σε κάθε τοµέα, δηµόσιο ή ιδιωτικό, αντανακλά τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των απασχολουµένων στους δύο τοµείς, τα διαφορετικά επαγγέλµατα, το εκπαιδευτικό επίπεδο, τις γνώσεις και τις δεξιότητες που αποκτήθηκαν µέσω της επαγγελµατικής πείρας κ.λπ. Η µισθολογική διαφορά µεταξύ του µέσου µισθού στον δηµόσιο έναντι του ιδιωτικού τοµέα, είναι διαφορά που εξηγείται στο µεγαλύτερο µέρος της από τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των εργαζοµένων στους δύο τοµείς της οικονοµίας. Τα κυριότερα από αυτά είναι τα εξής:

Η γενική επαγγελµατική πείρα των εργαζοµένων, που αποκτήθηκε στη διάρκεια του εργασιακού βίου συνολικά, είναι αυξηµένη στον δηµόσιο τοµέα κατά 4 έτη έναντι του ιδιωτικού τοµέα. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για την προϋπηρεσία στον τελευταίο εργοδότη (7 έτη), που σχετίζεται µε την τρέχουσα εργασία τους. Όµως τόσο η γενική πείρα του εργαζόµενου όσο και η πείρα που απέκτησε από την τρέχουσα εργασία του αυξάνουν την αµοιβή εργασίας· και εφόσον έτσι γίνεται στον ιδιωτικό τοµέα, λογικό και δίκαιο είναι να συµβαίνει και στον δηµόσιο.

Επίσης, στον δηµόσιο τοµέα, το ποσοστό των πτυχιούχων της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης στο σύνολο των εργαζοµένων στον τοµέα είναι ακριβώς διπλάσιο από τον ιδιωτικό τοµέα (64,3% έναντι 32,1%, δεύτερο τρίµηνο 2018). Πώς θα µπορούσε, λοιπόν, ο µέσος µισθός στους δύο τοµείς να είναι ο ίδιος;

Υπάρχουν και άλλοι σηµαντικοί παράγοντες που εξηγούν ικανοποιητικά για ποιο λόγο ο µέσος µισθός στον δηµόσιο τοµέα είναι µεγαλύτερος, αλλά είναι µικρότερης σηµασίας από τους παραπάνω παράγοντες.

Ένα άλλο στοιχείο που παρουσιάζει ταξικό ενδιαφέρον, είναι ότι η αγορά εργασίας στην Ελλάδα χωρίζεται σε τρεις διακριτές µερίδες: (α) Στην διευθυντική µερίδα που περιλαµβάνει το 14,9% του συνόλου των εργαζοµένων στην χώρα (ανώτερη διοικητική µερίδα που αποτελείται σε µεγάλο βαθµό από πτυχιούχους πανεπιστηµίου και κατώτερη διοικητική µερίδα άλλων προϊσταµένων). (β) Στην επιστηµονική-τεχνική µερίδα εργαζοµένων, δηλαδή το επιστηµονικό και ανώτερο τεχνικό προσωπικό που δεν ασκεί καθήκοντα επίβλεψης άλλων εργαζοµένων, και το οποίο περιλαµβάνει 25,8% των εργαζοµένων στο σύνολο της οικονοµίας. (γ) Στην εργατο-υπαλληλική µερίδα των εργαζοµένων, που περιλαµβάνει το 59,3% των εργαζοµένων µε πλήρες ωράριο και περίπου 63% µαζί µε τους µερικώς απασχολούµενους. Στις δύο πρώτες µερίδες, λοιπόν, η διαφορά του µέσου µισθού δηµόσιου-ιδιωτικού τοµέα είναι πολύ µικρή, στα όρια του στατιστικού λάθους. Ολόκληρη η διαφορά αφορά στην τρίτη µερίδα, στον κόσµο της ηµι-ειδικευµένης και ανειδίκευτης εργασίας. Εκεί, πράγµατι υπάρχει διαφορά περίπου 25% αλλά είµαστε σε θέση να εξηγήσουµε ότι το 16% οφείλεται στα βελτιωµένα χαρακτηριστικά των εργαζοµένων στον δηµόσιο τοµέα, και ότι εποµένως µόνο το 9% είναι το κατάλοιπο που χρήζει ερµηνείας· και η ερµηνεία δεν είναι δύσκολη: οι µέσες µηνιαίες καθαρές αποδοχές για τους ηµι-ειδικευµένους και ανειδίκευτους εργάτες του ιδιωτικού τοµέα έχουν πέσει στα 750 ευρώ (δεύτερο τρίµηνο 2018) µετά από µακρά σειρά µειώσεων. Στο σηµείο αυτό, η επιστήµη σηκώνει τα χέρια και τον λόγο έχει η ιδεολογία: είναι υψηλός ο µέσος µισθός της ηµι-ειδικευµένης και ανειδίκευτης εργασίας στο δηµόσιο ή µήπως είναι χαµηλός ο αντίστοιχος µισθός στον ιδιωτικό τοµέα; Κάθε πλευρά µπορεί να διαλέξει την απάντηση που θέλει· και η δική µας απάντηση µάλλον πρέπει να είναι αυτή που ακολουθεί.

 

Η σύζευξη

Πρώτον, οι µισθοί στον δηµόσιο και τον ιδιωτικό τοµέα παρουσιάζουν ισχυρή αλληλεξάρτηση, που σηµαίνει ότι οι αυξήσεις των µεν προκαλούν αυξήσεις των δε· το ίδιο συµβαίνει και µε τις µειώσεις. Αυτή η στενή σχέση των µισθών στους δύο τοµείς δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή επειδή οι προσαρµογές του ενός µισθού στον άλλο και τούµπαλιν δεν εµφανίζονται εδώ και τώρα, στην βραχυχρόνια διάρκεια, αλλά µετά από την παρέλευση ικανού χρόνου (εν προκειµένω διετίας ή τριετίας). Εποµένως, όσο δύσκολο και αν είναι να παρατηρήσει κάποιος την αλληλεπίδραση στην καθηµερινή του ζωή, που διεξάγεται στην βραχυχρόνια διάρκεια, άλλο τόσο η σχέση αλληλεπίδρασης είναι εκεί και ισχύει µεσοπρόθεσµα και µακροπρόθεσµα. Τι το ενδιαφέρον υπάρχει για εµάς σε αυτήν την αλληλεπίδραση; Αποτελεί αντικειµενική συνθήκη για την σύζευξη της συνδικαλιστικής δράσης στους δύο τοµείς µε κοινή στρατηγική και τακτική. Με ποια συνδικάτα; Ας παραµείνει αυτό το ερώτηµα προς το παρόν εκκρεµές.

∆εύτερον, η αµοιβή της λιγότερο ειδικευµένης και ανειδίκευτης εργασίας στον δηµόσιο τοµέα, µαζί µε τον θεσµικά ορισµένο κατώτατο µισθό στον ιδιωτικό τοµέα, αποτελούν τους δύο µισθούς αναφοράς επί των οποίων συγκροτείται ολόκληρη η κλίµακα των µισθών από τα κάτω προς τα επάνω και έως τους υψηλότερους µισθούς (µε εξαίρεση τους µισθούς των διευθυντών στους οποίους δεν περιλαµβάνονται µόνον αµοιβές εργασίας αλλά και συµµετοχή στα κέρδη ή σε προσόδους επειδή αναλαµβάνουν καθήκοντα επίβλεψης και τιµωρίας για λογαριασµό του Κεφαλαίου ή του Κράτους). Τι το ενδιαφέρον υπάρχει για εµάς σε αυτό; Η προστασία της λιγότερο ειδικευµένης και ανειδίκευτης εργασίας από τις ανεξέλεγκτες δυνάµεις της αγοράς, στον µεν ιδιωτικό τοµέα µε την άνοδο του κατώτατου µισθού, στον δε δηµόσιο τοµέα µε την υπεράσπιση των αµοιβών της ηµι-ειδικευµένης και της ανειδίκευτης εργασίας είναι υπεράσπιση (ή µετατόπιση προς τα επάνω) ολόκληρης της µισθολογικής κλίµακας.

Αυτά βεβαίως αφορούν τις αντικειµενικές συνθήκες. Μένει να δούµε τι κάνουµε µε τις υποκειµενικές συνθήκες, µε την συνείδηση των ίδιων των δηµοσίων υπαλλήλων κατ’ αρχάς, αλλά και µε την δική µας πρόσληψη της ταξικής θέσης των δηµοσίων υπαλλήλων ως φίλων ή ως αντιπάλων.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.