Η κρίση στη Μ. Ανατολή «πυροδοτεί» τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισμό

image_pdfimage_print

Των Βασίλη Μορέλα – Αλέξη Λιοσάτου

Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστηµα, στήνεται σκηνικό θερµού επεισοδίου µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ειδικά τώρα που γράφονται αυτές οι γραµµές, ο κίνδυνος πολέµου µε την Τουρκία αποτελεί βάση µαζικού προβληµατισµού.

Στην Ελλάδα, η εξοπλιστική κούρσα και η κινητοποίηση στρατών και στόλων, αν και γίνονται για τη διεκδίκηση κοιτασµάτων και θαλάσσιων οδών στην Αν. Μεσόγειο, δικαιολογούνται στην κοινή γνώµη µε την επίκληση της «τουρκικής επιθετικότητας». Όλες σχεδόν οι αποχρώσεις του ελληνικού εθνικισµού ισχυρίζονται ότι ο πόλεµος είναι απευκταίος, αλλά ότι ίσως καταστεί… αναγκαίος, ίσως µας επιβληθεί από την Τουρκία, οπότε θα πρέπει να «αντισταθούµε». Και ξεκινούν την αντίσταση διεκδικώντας από τώρα βράχια στο Αιγαίο και φυσικό αέριο στη Μεσόγειο. Παροµοίως, στην Τουρκία, η κυβέρνηση λέει στο λαό ότι οι ΗΠΑ σπρώχνουν τους Έλληνες σε έναν άδικο πόλεµο κατά της πατρίδας τους…

Για το ελληνικό αντιπολεµικό κίνηµα, είναι απαραίτητο να καταρριφθούν οι εθνικιστικοί µύθοι που καλλιεργεί ανέκαθεν η ελληνική αστική τάξη, µε τη συνέργεια του µεγαλύτερου µέρους της Αριστεράς. Η καλλιέργεια τέτοιων µύθων το µόνο που θα πετύχει, θα είναι ο λαός να εγκρίνει ή να ανεχτεί µια πολεµική περιπέτεια. Η κατάρριψή τους (βλ. διπλανή στήλη) είναι απολύτως αναγκαία ώστε οι τυχοδιωκτισµοί του ελληνικού καπιταλισµού να γυρίσουν µπούµερανγκ εναντίον του. Όποιος αναγνωρίζει ως προκλητική µόνο την άλλη πλευρά, προσφέρει χείριστη υπηρεσία στο αντιπολεµικό κίνηµα, θεωρώντας τους εξοπλισµούς αναγκαίο κακό· την ΑΟΖ σαν «κυριαρχικό δικαίωµα»· τον πόλεµο σαν υπόθεση όχι ιµπεριαλιστική, αλλά λαϊκή και πατριωτική.

Τα τεχνητά επεισόδια στο Αιγαίο σαφώς έχουν και ένα κίνητρο εσωτερικής κατανάλωσης ένθεν και ένθεν. Ο εθνικισµός είναι σίγουρα καταφύγιο για Έλληνες και Τούρκους πολιτικούς οι οποίοι, παρόλο που βαρύνονται µε σκάνδαλα, θέλουν να «πουλήσουν» νέους εξοπλισµούς στην κοινή γνώµη, ενώ πλησιάζουν εκλογές και βαραίνουν τα δηµοσιονοµικά προβλήµατα (νέα µέτρα στην Ελλάδα, πληθωρισµός και έλλειµµα στην Τουρκία). Όµως, πέρα από τις συγκυριακές, µικροπολιτικές αιτίες τους, ο εθνικισµός και ο µιλιταρισµός θα παραµείνουν κεντρικές επιλογές για τις δυο άρχουσες τάξεις, όσο διαγκωνίζονται για τα «κυριαρχικά δικαιώµατά» τους στα κοιτάσµατα, εντάσσονται σε αντίθετες ιµπεριαλιστικές συµµαχίες και διεκδικούν οφέλη από ένα επικίνδυνο σκηνικό. Η ιµπεριαλιστική αντιπαράθεση στη Μ. Ανατολή αυξάνει τη ρευστότητα αυτού του σκηνικού και µαζί τη «θερµοκρασία» της ελληνοτουρκικής διαµάχης, εγκυµονώντας τον κίνδυνο όχι µόνο «θερµών» επεισοδίων αλλά και πολέµου.

 

Μ. Ανατολή: προς νέες εστίες πολέµου

Αν και ο Τραµπ προτάσσει την κόντρα των ΗΠΑ µε το Ιράν και την Κίνα, είναι φανερό ότι το χάσµα ∆ύσης-Ρωσίας διευρύνεται. Στο υπόβααθρο της αντιπαράθεσης µε τη Ρωσία βρίσκονται η υποχώρηση της αµερικανικής ηγεµονίας µετά την αποτυχία στο Ιράκ (2003-2011), το ουκρανικό µέτωπο (όπου οι ΗΠΑ σκοπεύουν να αναβαθµίσουν τη στρατιωτική βοήθεια προς την ουκρανική κυβέρνηση), η ρωσο-τουρκική προσέγγιση και οι σηµαντικές επιτυχίες του άξονα Ρωσίας-Άσαντ-Ιράν στη Συρία.

Το τελευταίο επεισόδιο της αντιπαράθεσης ήταν οι πυραυλικές επιθέσεις ΗΠΑ-Γαλλίας-Βρετανίας σε στόχους του συριακού στρατού, µε αφορµή την -πραγµατική ή υποτιθέµενη- επίθεση του καθεστώτος µε χηµικά σε αµάχους. Παρά τους φόβους για πολεµική σύρραξη µε τη Ρωσία, φάνηκε ότι καµία από τις δυο πλευρές δεν ήθελε µια τέτοια αναµέτρηση -για την ώρα. Οι ΗΠΑ πληροφόρησαν Πούτιν και Άσαντ για τις εγκαταστάσεις που θα έπλητταν κι αυτές εκκενώθηκαν εγκαίρως, ώστε δεν υπήρξε κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Οι πραγµατικές στρατιωτικές δυνάµεις του Άσαντ επίσης δεν θίχτηκαν. Επιδεικνύοντας αυτήν την υπόγεια συνεννόηση, ο γ.γ. του κόµµατος του Πούτιν, Α. Τουρτσάκ, επισκεπτόταν άφοβα τη ∆αµασκό τις µέρες των βοµβαρδισµών.

Ωστόσο, παρά τους µόνιµους διαύλους επικοινωνίας ΗΠΑ-Ρωσίας για να αποφεύγονται τα «ατυχήµατα», στις 7/2 ο αµερικανικός στρατός σκότωσε εκατοντάδες Ρώσους στρατιώτες -κατά το Κρεµλίνο, µισθοφόρους- που επετίθεντο σε θέσεις δυτικών δυνάµεων. Το πότε τέτοια περιστατικά θα ξεπεράσουν το όριο ανοχής της µίας ή άλλης πλευράς, είναι θέµα αντικειµενικών συσχετισµών αλλά και υποκειµενικής πολιτικής εκτίµησης.

Ο βασικός κίνδυνος για νέες πολεµικές εστίες, είναι ότι ο βασικός εχθρός των ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή, τουλάχιστον µετά το 2000, δεν ήταν το καθεστώς Άσαντ, αλλά το Ιράν. Αυτό έχει εντάξει στην επιρροή του εκτός από το Λίβανο, το Ιράκ και τώρα πια τη Συρία, όπου διατηρεί δεκάδες χιλιάδες ενόπλους. Η σύγκρουση µε το Ιράν προετοιµάζεται ήδη. Ο Τραµπ µεθοδεύει για το Μάιο την ακύρωση της συµφωνίας του Οµπάµα (2015) για το πυρηνικό πρόγραµµα του Ιράν. Οι ΗΠΑ επέβαλαν από πέρσι διάφορες κυρώσεις, συντείνοντας στη δύσκολη οικονοµική κατάσταση του Ιράν, που το καθεστώς προσπαθεί να φορτώσει στο λαό.

Το σιωνιστικό Ισραήλ παραµένει βεβαίως ο κορυφαίος αποσταθεροποιητικός παράγοντας. Πέρα από τις νέες σφαγές Παλαιστίνιων διαδηλωτών, εδώ και µισό χρόνο βοµβαρδίζει ιρανικές θέσεις στη Συρία, µη αποδεχόµενο την παρουσία ιρανικού στρατού κοντά στα σύνορά του. Επιταχύνει τη στρατιωτική «λύση» στο ιρανικό πρόβληµα µε έναν πόλεµο χαµηλής έντασης. Πρόσφατα, µε την έγκριση των ΗΠΑ, βοµβάρδισε ιρανικά αντιαεροπορικά συστήµατα, πριν αυτά προλάβουν να στηθούν, ενώ στις αρχές Φλεβάρη η αεράµυνα του Άσαντ είχε καταρρίψει ισραηλινό F-16. Εξάλλου, το Ισραήλ βρίσκεται σε διένεξη µε το Λίβανο για τη µονοµερή ανακήρυξη της ΑΟΖ του (που φυσικά «καταπίνει» αντίστοιχα δικαιώµατα των Παλαιστινίων).

Καθώς δυο βασικοί δυτικοί σύµµαχοι, Σ. Αραβία και Ην. Αρ. Εµιράτα, είναι βαλτωµένοι στο βρόµικο πόλεµο της Υεµένης, µια γενικευµένη σύγκρουση της ∆ύσης µε το Ιράν βρίσκεται ακόµη στο στάδιο της προεργασίας. Βέβαια, κάποια στιγµή οι προεργασίες τελειώνουν. Άλλωστε, τα πράγµατα δεν εξελίσσονται πάντα κατά τους σχεδιασµούς…

 

Πώς επηρεάζεται η ελληνο-τουρκική αντιπαράθεση

Τι σχέση έχουν όµως αυτά µε τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισµό; Κατ’ αρχάς, η Ελλάδα είναι κατά συρροή συνένοχη στις επεµβάσεις στη Μ. Ανατολή. Με την πάγια παροχή στρατιωτικών βάσεων (όπως στους τελευταίους βοµβαρδισµούς στη Συρία), αλλά συχνά και δικών της πολεµικών πλοίων και αεροπλάνων (Ιράκ 2003, Λίβανος 2006, Λιβύη 2014) ή πολεµοφοδίων (Ιράκ, Συρία, Σ. Αραβία κ.ά.). Σε αυτά προστίθεται η πολυεπίπεδη συµµαχία-στήριξη στην αιγυπτιακή χούντα και στο πολεµοχαρές Ισραήλ.

Κρίσιµο όµως είναι ότι από τα διαµορφούµενα ιµπεριαλιστικά στρατόπεδα, Ελλάδα και Τουρκία µάλλον επιλέγουν αντίθετα συµµαχικά στρατόπεδα. Η Ελλάδα επιµένει στη ∆ύση. Η πιο «ανεξάρτητη – πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική του Ερντογάν, ειδικά µετά το 2010, είχε αποτέλεσµα το αιµατηρό πραξικόπηµα του 2016, που απέτυχε παρά τη φανερή εµπλοκή του ΝΑΤΟ. Έτσι, η συνεργασία της Τουρκίας µε τη Ρωσία έχει ενισχυθεί πολύ τα τελευταία δυο χρόνια. Το δείχνουν οι τριµερείς διαπραγµατεύσεις (µαζί και µε το Ιράν) για το µέλλον τη Συρίας ερήµην της ∆ύσης, η έναρξη κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Turkstream πέρσι και η πρόοδος στην ανέγερση του πυρηνικού σταθµού στο Ακουγιού φέτος, από τη ρωσική κρατική εταιρεία Rosatom. Ακόµη, υπό το βάρος αµερικανικών και σαουδαραβικών κυρώσεων κατά του Ιράν και του Κατάρ αντίστοιχα, η τραπεζική-εµπορική και διπλωµατική-στρατιωτική προσέγγιση της Τουρκίας µε αυτά τα κράτη έχει προχωρήσει.

Το χάσµα Τουρκίας-∆ύσης µεγάλωσε µε την «υιοθέτηση» των Κούρδων της Συρίας από τις ΗΠΑ – παρόλο που αυτές ανέχτηκαν την εισβολή στο Αφρίν για να µην χάσουν οριστικά την Τουρκία από το ΝΑΤΟ. Σε αυτά έχουν προστεθεί οι συλλήψεις Αµερικανών παραγόντων και διπλωµατικών υπαλλήλων στην Τουρκία (µε την κατηγορία της κατασκοπίας) και, από την άλλη, Τούρκων µεσαζόντων του Ερντογάν στις ΗΠΑ (µε την κατηγορία συναλλαγών µε το Ιράν). Τέλος, οι Αµερικανοί έχουν απαντήσει µε απειλές κυρώσεων στη ρωσο-τουρκική συµφωνία (12/2017) για τους αντι-αεροπορικούς S-400. Στο θέµα των ΑΟΖ Κύπρου και Ισραήλ, εµπλέκονται άµεσα ευρωπαϊκές, αµερικανικές αλλά και ελληνικές πολυεθνικές (ΕΛΠΕ, Energean Oil), οπότε η αποµόνωση της Τουρκίας είναι σχεδόν πλήρης. Ο «Ηνίοχος» και η προστασία των γεωτρήσεων από ιταλικά, γαλλικά και αµερικανικά πολεµικά είναι χειροπιαστές αποδείξεις.

Η ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας σε αντίπαλα στρατόπεδα εγκυµονεί από µόνη της κινδύνους. Πιο δυσοίωνο είναι όµως ότι αυτή συνιστά για την ελληνική άρχουσα τάξη προϊόν επιλογής και όχι υποταγής. Οι ελληνικές κυβερνήσεις βλέπουν στην επίταση των ανταγωνισµών µια… ευκαιρία! Καµιά ελληνική κυβέρνηση δεν έχει προσπαθήσει για την ειρηνική επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών, για διαπραγµατεύσεις ή για «πάγωµα» των σηµείων αντιπαράθεσης. Αν και µπορεί να σφάλλουν, εκτιµούν ότι µια Τουρκία περιθωριοποιηµένη από τη ∆ύση θα δεχτεί τετελεσµένα ή θα γίνει πιο υποχωρητική. Ο ελληνικός καπιταλισµός αντιλήφθηκε από το 2010 τη διένεξη του Ερντογάν µε το Ισραήλ και το ΝΑΤΟ και προσπάθησε να την εντείνει και να την εκµεταλλευτεί. Έκτοτε προσπαθεί να επιβάλει στην Τουρκία, εντασσόµενος στον «άξονα του Κακού» (Ισραήλ-Κύπρος-Αίγυπτος), τη µονοµερή ανακήρυξη κυπριακής ΑΟΖ, αλλά και πάγιες «εθνικές» διεκδικήσεις στο Αιγαίο (κυριότητα βραχονησίδων κ.λπ.).

Οι πολιτικοί εκπρόσωποι των πολυεθνικών (Τσίπρας, Μακρόν, Νετανιάχου κ.λπ.) ισχυρίζονται ότι τέτοιες συµµαχίες και η ανάπτυξη που τάχα θα φέρουν οι αγωγοί, ευνοούν την ειρήνη και τη συνεργασία στην περιοχή. Ισχύει το ανάποδο. Η διπλωµατία των αγωγών και των ιµπεριαλιστικών µπλοκ λογοδοτεί σε προϋπάρχοντες ανταγωνισµούς και τους οξύνει, υπονοµεύοντας την ειρήνη.

Μπροστά στην περικύκλωσή της από τον «άξονα», η Τουρκία αντιδρά αµφισβητώντας γεωτρήσεις στη θάλασσα της Κύπρου και βραχονησίδες στο Αιγαίο. Στο Αφρίν, υπερέβη την αµερικανική αντίθεση. Είναι εξίσου θέµα πολιτικής επιλογής αν κάποτε πάψει να ανέχεται τη διαρκή ισχυροποίηση του ελληνο-ισραηλινού άξονα και τα τετελεσµένα µε τις ΑΟΖ.

Σε έναν ανταγωνισµό οι κινήσεις των ανταγωνιστών δεν είναι προβλέψιµες. Για παράδειγµα, δεν µπορεί κανείς να ελπίζει σοβαρά ότι ένα ελληνο-τουρκικό θερµό επεισόδιο αποτρέπεται µέσα από αποτυχίες της µιας ή άλλης πλευράς κάπου αλλού. Πέρα από υπόκλιση στον ελληνικό εθνικισµό, η λογική «να χάσει ο Ερντογάν στο Αφρίν για να γλιτώσουµε το Αιγαίο», συνιστά και απερισκεψία. Ο Ερντογάν έπρεπε να χάσει στο Αφρίν για να σωθεί ο ντόπιος πληθυσµός. Αλλά αν τα πράγµατα δεν πήγαιναν εκεί καλά γι’ αυτόν, ίσως επιχειρούσε να «πάρει», σαν πολιτικό αντιστάθµισµα, κάτι στο Αιγαίο. Το αντίστοιχο µπορεί να συµβεί αν κινδυνεύσουν τα ελληνικά συµφέροντα στην Αν. Μεσόγειο. Μην ξεχνάµε ότι τα «µολών λαβέ» και η προβοκατόρικη επίσκεψη Καµµένου στα Ίµια το Γενάρη, απαντούσαν στην κινητοποίηση της Τουρκίας κατά της γεώτρησης στο Οικόπεδο 6 της «κυπριακής» ΑΟΖ στα τέλη ∆εκέµβρη. Αν και τα αµερικανικά αεροπλανοφόρα έδωσαν προσωρινό τέλος στα επεισόδια στην κυπριακή ΑΟΖ, στο Αιγαίο έχουµε σαφή κλιµάκωση.

Υπ’ αυτούς τους όρους, η Μ. Ανατολή µπορεί να «πυροδοτήσει» τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισµό, αυξάνοντας τους κινδύνους «θερµών» επεισοδίων ή και πολέµου.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.