Το φαινόμενο Στέλιος Καζαντζίδης και η ταξικότητα της ελληνικής κοινωνίας
του Χρήστου Βαγενά
Τις τελευταίες εβδομάδες γίνεται κυριολεκτικά χαμός στους κινηματογράφους όλης της χώρας με την ταινία “Υπάρχω”, που παρουσιάζει τη ζωή του τραγουδιστή Στέλιου Καζαντζίδη. Από την Πέμπτη 19 Δεκέμβρη έως και σήμερα έχει κόψει πάνω από 500.000 εισιτήρια και σύμφωνα με αυτούς τους ρυθμούς σίγουρα θα ξεπεράσει το 1.000.000 εισιτήρια.
Η ταινία είναι σε σκηνοθεσία Γιώργου Τσεμπερόπουλου και σενάριο της Κατερίνας Μπέη με τον τραγουδιστή Χρ. Μάστορα στον πρωταγωνιστικό ρόλο, την Κλ. Ρένεση, την Ασ. Βουλιώτη, την Αγ. Οικονόμου κ.α.
Το έργο των συντελεστών της ταινίας ήταν αρκετά δύσκολο, καθώς ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι ίσως ο μεγαλύτερος Έλληνας τραγουδιστής και ο πιο αγαπημένος όλης της χώρας, που έχει αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι του σε πολλές γενιές. Το αποτέλεσμα της δουλειάς των συντελεστών της ταινίας είναι αρκετά ικανοποιητικό και αξιέπαινο και αξίζει για τον κόσμο να το παρακολουθήσει, για να μαθαίνουν οι νεότεροι και να θυμούνται οι παλαιότεροι. Άλλωστε το αποδεικνύει η προσέλευση των θεατών στους κινηματογράφους, αλλά και η σύνθεση τους, που περιλαμβάνει άτομα όλων των ηλικιών.
Βέβαια βασικό ρόλο στην προσέλευση εκατοντάδων χιλιάδων θεατών στην παρακολούθηση της ταινίας έπαιξε το όνομα του Στέλιου Καζαντζίδη. Ένας καλλιτέχνης που αγαπήθηκε όσο κανείς στη χώρα. Ένας καλλιτέχνης που αγαπήθηκε όχι μόνο για τη φωνή του και τα τραγούδια του, αλλά και για την συνολική στάση της ζωής του. Ο Καζαντζίδης εξέφρασε μέσα από τα τραγούδια του τον πόνο, τη φτώχεια, την αδικία που βίωναν και βιώνουν οι φτωχοί, καθημερινοί άνθρωποι αυτής της χώρας. Την δυστυχία της ξενιτιάς, αλλά και τον πόνο που έχει μερικές φορές η αγάπη.
Ο Σ. Καζαντζίδης ήταν ένας φτωχός και απλός άνθρωπος, που με το τραγούδι ήθελε να εκφράσει τα βάσανα των λαϊκών στρωμάτων της χώρας και ταυτόχρονα προσπάθησε να υπερασπιστεί και τα δικαιώματα των καλλιτεχνών και μουσικών απέναντι στα αδηφάγα κέρδη των εταιριών. Καθώς, ειδικά τότε, οι δισκογραφικές εταιρίες έδιναν ψίχουλα στους καλλιτέχνες και εκείνες αποκόμιζαν τεράστια έσοδα για τις πωλήσεις των δίσκων.
Αυτήν την αντιπαράθεση την πλήρωσε με μακροχρόνια αποχή από το τραγούδι και αυτό τον έκανε ακόμα πιο αγαπητό στα φτωχά λαϊκά στρώματα. Επίσης ο Καζαντζίδης ήρθε σε αντιπαράθεση και με τον κόσμο της νύχτας, των ιδιοκτητών νυχτερινών κέντρων, των μπράβων και των “νονών”, γι’ αυτό και σταμάτησε να τραγουδάει σε τέτοια κέντρα στο απόγειο της καριέρας του. Την περίοδο εκείνη την περίοδο τα μπουζούκια άρχισαν να γίνονται μόδα και να τα προσεγγίζουν πλούσιοι, διώχνοντας τους φτωχούς μεροκαματιάρηδες, που ήταν τα μέχρι τότε ακροατήρια. Ο Καζαντζίδης ήθελε χαμηλές τιμές, καλά προϊόντα, να μην πηγαίνουν οι τραγουδίστριες στα τραπέζια των πελατών και άλλα τέτοια που δεν ταυτίζονταν με τα συμφέροντα.
Η ταινία παρουσιάζει αρκετά από αυτά τα χαρακτηριστικά της ζωής του τραγουδιστή, καθώς επίσης και μερικά στοιχεία από διάφορες ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα του. Ούτε η ταινία, αλλά ούτε κι εμείς θέλουμε να κάνουμε κάποιου είδους αγιογραφία ή να ρίξουμε ανάθεμα για τις αρνητικές πλευρές του χαρακτήρα του τραγουδιστή.
Το σημαντικότερο επίτευγμα αυτής της ταινίας, νομίζουμε αποτελεί ότι έδειξε πάλι πόσο μεγάλη αγάπη υπάρχει από τον κόσμο προς το πρόσωπο του Στέλιου Καζαντζίδη. Αυτή η αγάπη προέρχεται από τα τραγούδια του, αυτά που εκφράζουν, αλλά και από την στάση της ζωής του απέναντι στα συμφέροντα και την εκμετάλλευση και το τίμημα που πλήρωσε γι’ αυτήν με την αποχή από το τραγούδι.
Ο κόσμος της εργασίας αντιλαμβάνεται ότι ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης αδικήθηκε από τα συμφέροντα των πλουσίων που είχαν τις δισκογραφικές εταιρίες, αλλά και από το πολιτικό σύστημα της εποχής, που αδιαφορούσε για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης της χώρας. Και για αυτό τον λάτρεψε και τον λατρεύει.
Να επισημάνουμε εδώ ότι ο ίδιος ο Καζαντζίδης είχε μία δύσκολη ζωή, ταυτισμένη πλήρως με τις δυσκολίες και την δυστυχία που βίωνε ο ελληνικός λαός εκείνες τις δεκαετίες. Ο πατέρας του ήταν αριστερός, οργανωμένος στον ΕΛΑΣ και ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από παρακρατικούς Χίτες την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Ο ίδιος αναγκάστηκε να δουλέψει από μικρός για να ζήσει την οικογένεια του, ενώ υπηρέτησε στον Στρατό και στη Μακρόνησο. Την περίοδο της χούντας όταν προσπαθούσε να φτιάξει δική του δισκογραφική εταιρία, δέχθηκε την λογοκρισία και τον οικονομικό στραγγαλισμό από το δικτατορικό καθεστώς, με αποτέλεσμα την χρεοκοπία και την ματαίωση της προσπάθειας αυτής.
Το ένστικτο της εργατικής τάξης έχει διορατικότητα και σωστό κριτήριο τις περισσότερες φορές και το ίδιο δείχνει και τώρα. Στηρίζει μία ταινία για έναν τραγουδιστή που αγαπήθηκε όσο κανείς άλλος, γιατί ήταν σπλάχνο από τα σπλάχνα της εργατικής τάξης και αδικήθηκε όσο και οι ίδιοι. Το αποδεικνύει και το αυθόρμητο χειροκρότημα εκατοντάδων στο τέλος της ταινίας.
Αυτό είναι κάτι ελπιδοφόρο και δείχνει για άλλη μια φορά τα θετικά χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης της χώρας και ότι μπορούμε ακόμα να της έχουμε ανεπιφύλακτα εμπιστοσύνη.