Το διεθνές επαναστατικό κύμα του 1848: μια παλιά ιστορία, δύο αφηγήσεις

image_pdfimage_print

Του Βαγγέλη Λιγάση

Το µακρινό 1848 είναι ένα ιστορικό ορόσηµο: τη χρονιά εκείνη ξέσπασε και κορυφώθηκε ένα διεθνές επαναστατικό κίνηµα, που αγκάλιασε 50 (!) χώρες. Όπως για κάθε µεγάλο ιστορικό γεγονός, έτσι και γι’ αυτό, υπάρχουν βασικά δύο “αφηγήσεις”. Η αντικαπιταλιστική-επαναστατική Αριστερά, που ζωογονείται όχι µόνο από τις µάχες του σήµερα αλλά και από τα διδάγµατα των µεγάλων επαναστατικών παραδόσεων, δεν µπορεί να αρκεστεί στην “επίσηµη” – “αντικειµενική” αφήγηση. Αναγκασµένη καθώς είναι -επί ποινή ιστορικής ήττας- να αντλεί διδάγµατα από τη βαθύτερη ανάλυση των γεγονότων, αναγκασµένη να δίνει διαρκώς τον αγώνα “της µνήµης ενάντια στη λήθη”, βασίζεται και προστρέχει στη “στρατευµένη” και “υποκειµενική” ανάγνωση των γεγονότων, στρατευµένη και υποκειµενική µε την έννοια ότι γίνεται υπό το πρίσµα των άµεσων και µακροπρόθεσµων-ιστορικών συµφερόντων του προλεταριάτου.

Αφήγηση πρώτη, «επίσηµη», «αντικειµενική»

(σχολικά βιβλία, Wikipedia, διαδίκτυο γενικώς)

Η πρώτη επανάσταση άρχισε τον Ιανουάριο στη Σικελία. Μετά από νέα επανάσταση που ξεκίνησε στη Γαλλία τον Φεβρουάριο, απλώθηκε σύντοµα σε διάφορες περιοχές της Γερµανίας, οι οποίες βρίσκονταν άµεσα ή έµµεσα κάτω από τον έλεγχο του βασιλιά της Πρωσίας, στην Αυστρία και Ουγγαρία -τότε χώρες του αυτοκράτορα της Βιέννης-, το Λουξεµβούργο, τη ∆ανία, την Πολωνία, τη Μολδοβλαχία και την Ιταλία, ουσιαστικά σ΄ όλη την κεντρική Ευρώπη, καθώς επίσης στην Ελλάδα και στις Βραζιλία, Χιλή. Συνολικά επηρεάστηκαν πάνω από 50 χώρες, αλλά χωρίς συντονισµό µεταξύ των αντίστοιχων επαναστατικών κινηµάτων και ρευµάτων.

Οι κοινωνικοί φορείς της επανάστασης ήταν αστικές δυνάµεις, κυρίως µικροαστικά (αγρότες) και διανοούµενα στρώµατα των πόλεων (φοιτητές), αλλά και οι εργάτες. Με κύριο στόχο την κατάργηση των παλιών µοναρχικών δοµών και τη δηµιουργία ανεξάρτητων εθνικών κρατών, είχαν ουσιαστικά φύση «αστικοδηµοκρατική».

∆εκάδες χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν και πολλαπλάσιοι αναγκάστηκαν να εξοριστούν. Από τις σηµαντικές µεταρρυθµίσεις που επέζησαν, ήταν η κατάργηση της δουλοπαροικίας στην Αυστρία και την Ουγγαρία, το τέλος της απόλυτης µοναρχίας στη ∆ανία και η εισαγωγή της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας στην Ολλανδία.

Οι επαναστάσεις ήταν πιο σηµαντικές στη Γαλλία, την Ολλανδία, τα κράτη της Γερµανικής Συνοµοσπονδίας που αργότερα σχηµάτισαν τη Γερµανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, στην Ιταλία και την Αυστριακή Αυτοκρατορία. Τα κέντρα της επανάστασης τα αποτελούσαν οι µεγάλες πόλεις της κεντρικής Ευρώπης (Βερολίνο, Φρανκφούρτη, Μόναχο, Βιέννη, ∆ρέσδη, Πράγα κ.λπ.), η πρωσική και αυστριακή Πολωνία (Πόζεν, Γαλικία), η βόρεια Ιταλία και ιδιαίτερα η Ουγγαρία (που νικήθηκε τελευταία, τον Αύγουστο του ’49, και µόνο µετά την αποφασιστική επέµβαση ρωσικών στρατευµάτων στο έδαφος της αυτοκρατορίας των Αψβούργων).

Στο τέλος του 1849, οι δυνάµεις καταστολής επικράτησαν παντού και τα αντιδραστικά καθεστώτα του Βερολίνου, της Βιέννης και της Αγίας Πετρούπολης µπόρεσαν να σώσουν την κυριαρχία τους µέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου.

Γαλλία: Εκεί ο Βασιλιάς Λουδοβίκος – Φίλιππος, έχοντας εγκαταλείψει την αρχική φιλελεύθερη πολιτική του, προκαλεί γενική αποστροφή. Αστοί και εργάτες, συµµαχώντας, τον ανατρέπουν στις……. (µόνο 16 νεκροί στο Παρίσι). Μόλις όµως οι αστοί δηµοκράτες ένιωσαν λίγο στέρεο το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, πρώτος σκοπός τους ήταν να αφοπλίσουν τους εργάτες. Αυτό έγινε σπρώχνοντάς τους στην εξέγερση του Ιούνη του 1848, µε ανοιχτή εξαπάτηση και την απόπειρα να εξορίσουν τους άνεργους σε µια απόµερη επαρχία. Η κυβέρνηση είχε φροντίσει να έχει συντριπτική υπεροχή δυνάµεων. Ύστερα από πενθήµερο αγώνα οι εργάτες νικήθηκαν. Και τότε ακολούθησε ένα λουτρό αίµατος των άοπλων αιχµαλώτων, που παρόµοιο δεν είχε γίνει από την εποχή των εµφύλιων πολέµων που προετοίµασαν την πτώση της ρωµαϊκής δηµοκρατίας.

Έτσι ήρθε στο προσκήνιο ένας νέος ηγέτης για τους αστούς, ο Λουδοβίκος Ναπολέοντας Βοναπάρτης (ανιψιός του Μ. Ναπολέοντα), ο οποίος κέρδισε τις εκλογές τον ∆εκέµβρη µε 55,6% (θα αυτοανακηρυχθεί αργότερα Αυτοκράτορας, µε το όνοµα Ναπολέων Γ’).

Γερµανία: Ο Πρώσος βασιλιάς Φρειδερίκος Γουλιέλµος ∆’, ο οποίος διατηρούσε την εικόνα ενός ενωτικού ηγεµόνα, αναγκάζεται να προχωρήσει στη σύγκληση εθνοσυνέλευσης, µε εκπροσώπηση όλων των τάσεων (Φραγκφούρτη, 30 Μαρτίου 1848).

Αυστροουγγαρία: Οι εξεγέρσεις που σηµειώθηκαν ήταν οξύτερες, καθώς «αφυπνίστηκαν» ταυτόχρονα πολλές διαφορετικές εθνότητες (Γερµανοί, Μαγυάροι, Τσέχοι, Πολωνοί, Σλοβάκοι, Σέρβοι και Ιταλοί). Στη Βιέννη ο αυτοκράτορας αναγκάσθηκε να εκχωρήσει σύνταγµα όταν η ενότητα της αυτοκρατορίας κινδύνεψε από τις επιµέρους εξεγέρσεις στην Ουγγαρία και Βοηµία. Η «θεοµηνία» των εξεγέρσεων αυτών σήµανε και το πολιτικό τέλος του τότε πανίσχυρου Μέτερνιχ. Στις 31 Αυγούστου 1848, µια συντακτική εθνοσυνέλευση θα καταργήσει τα προνόµια των φεουδαρχών.

Ελλάδα (από άρθρο του Γ. Νικολόπουλου): Στις 25 του Μάρτη, φοιτητές της Αθήνας διαδηλώνουν µε σύνθηµα «Ζήτω η δηµοκρατία!» έξω από τα Ανάκτορα (σηµερινή Βουλή). Οι φοιτητές καταδιώκονται από τη φρουρά έως τα Χαυτεία, µε περίπου 30 τραυµατίες. Αντάρτες αγρότες της Στερεάς, έπειτα από συνέλευση, αποφασίζουν να δράσουν. Στις 9 του Απρίλη, περίπου 700 καταδιωκόµενοι που έχουν βρει καταφύγιο στην τουρκοκρατούµενη Θεσσαλία, περνούν τα σύνορα και κατηφορίζουν προς τη Λαµία. Στα χωριά ο λαός τούς υποδέχεται σαν ήρωες, ψήνει ψωµιά και τους ενισχύει µε το υστέρηµά του, ενώ στο πέρασµά τους καταργούνται όλες οι αρχές του οθωνικού κράτους και παραδίδονται στις φλόγες τα φορολογικά αρχεία των κοτζαµπάσηδων.

Στις 19 Μαρτίου ο Πρώσος βασιλιάς της Ελλάδας, υπό την πίεση των ξεσηκωµένων αγροτών, υπόσχεται µεταρρυθµίσεις. Μια από τις µεταρρυθµίσεις που υποσχέθηκε (και µια από τις πολλές που δεν τήρησε) ήταν το δικαίωµα ψήφου για τις γυναίκες…

Σύντοµα η επανάσταση στην Στερεά παίρνει διαστάσεις – οι αντάρτες ξεπερνούν τους 3.000 στις 22 του Απρίλη, µέρα που καταλαµβάνεται η Λαµία και οι εξεγερµένοι προωθούνται κατά µπουλούκια προς την Υπάτη και τη Λιβαδειά. Η πρώτη θα πέσει στα χέρια των επαναστατηµένων τρεις µέρες µετά.

Οι διαδηλωτές φοιτητές είναι για την κυβέρνηση «ασήµαντα παιδάρια», «ελαφρόµυαλοι». Οι ξεσηκωµένοι αγρότες είναι «τουρκοαντάρτες εισβολείς», «προδότες». Αποστέλλει στη Στερεά περίπου 5.000 άνδρες (σχεδόν το σύνολο του τακτικού στρατού της Αθήνας, µαζί µε τµήµατα της χωροφυλακής).

Ταυτόχρονα, (στις 24 Απρίλη) oχτακόσιοι εξεγερµένοι αγρότες µε επικεφαλής τον γεωργό Γιώργο Περρωτή καταλαµβάνουν την Καλαµάτα, καταργούν τη χωροφυλακή και απαιτούν την εκλογή τοπικής συνέλευσης από αγρότες, κτηνοτρόφους και κατώτερους υπαλλήλους, µε πρώτο ζητούµενο την αναδιανοµή της γης των προεστών και των µοναστηριών στους ακτήµονες. Μια µέρα µετά, εκατοντάδες άλλοι µπαίνουν στην Περαχώρα και τα πρώτα σπίτια της Κορίνθου, απαιτώντας γη και δηµοκρατία.

Καθ’ υπόδειξη του Ρώσου ναυάρχου, στέλνονται στην Πελοπόννησο ο Νοταράς µε τον Κολοκοτρώνη (υιό) επικεφαλής περίπου 2.500 στρατιωτών. Μαζί εκστρατεύουν οµάδες κουµπουροφόρων διάφορων προεστών. Οι ξεσηκωµένοι πετσοκόβονται παντού. Στις 3 του Μάη, ο Περρωτής και περίπου 600 αγρότες µπλοκάρονται στο µοναστήρι της Βουλκάνου στην Ιθώµη και έπειτα από πολύωρη µάχη, ο αρχηγός κατορθώνει να ξεφύγει µε µόνο 20 ζωντανούς επαναστάτες και καταφεύγει στα γύρω δασωµένα βουνά.

Μια εβδοµάδα µετά και έπειτα από πολύνεκρες µάχες στο Παλιοχώρι (µε νικητές τους αντάρτες) και τη Θήβα (µε νικήτριες, τις οθωνικές δυνάµεις), ο κυβερνητικός στρατός πολιορκεί την Υπάτη, την οποία έχουν καταλάβει οι αντάρτες αγρότες. Έπειτα από διήµερη µάχη και την καταλυτική παρουσία του πυροβολικού που ισοπεδώνει τη µισή πόλη, οι αντάρτες εγκαταλείπουν την Υπάτη, αφήνοντας πίσω τους περίπου 400 νεκρούς.

Κοπάδια από γελάδια και πρόβατα κατασφάζονται επιδεικτικά στη Θήβα και τη Λαµία, αµπέλια ανασκάπτονται, σιταροχώραφα καίγονται και τουλάχιστον 1.200 αγρότες κλείνονται στις φυλακές της Λαµίας και της Χαλκίδας. Τα ίδια συντελούνται και στην Πελοπόννησο, όπου οι κάποι των κοτζαµπάσηδων δολοφονούν στα κρυφά πρωτεργάτες της εξέγερσης, στην Καλαµάτα, την Κόρινθο, τον Μελιγαλά και το Οίτυλο, ολόκληρο το καλοκαίρι του 1848.

Αφήγηση 2η: «Στρατευµένη», «υποκειµενική»

(κυρίως, Νταβίντ Ραζιάνοφ «Ο Μαρξ και ο Ένγκελς όχι µόνο για αρχάριους»)

«Ένα φάντασµα πλανιέται στην Ευρώπη: το φάντασµα του κοµµουνισµού. Όλες οι δυνάµεις της γερασµένης Ευρώπης ενώθηκαν σε µια ιερή συµµαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασµα: ο πάπας και ο τσάρος, Γάλλοι ριζοσπάστες και Γερµανοί αστυνοµικοί (…)

Σ’ αυτό το στάδιο, εποµένως, οι προλετάριοι δεν καταπολεµούν ακόµα τους δικούς τους εχθρούς, αλλά τους εχθρούς των εχθρών τους, τα υπολείµµατα της απόλυτης µοναρχίας, τους γαιοκτήµονες, τους µη βιοµήχανους αστούς, τους µικροαστούς. Έτσι, όλη η ιστορική κίνηση είναι συγκεντρωµένη στα χέρια της αστικής τάξης. Κάθε νίκη που κερδίζεται µ’ αυτόν τον τρόπο, είναι νίκη της αστικής τάξης (…)

Οι εργάτες αρχίζουν να συγκροτούν συνασπισµούς ενάντια στους αστούς. Εδώ κι εκεί η πάλη ξεσπάει µε τη µορφή εξεγέρσεων. Από καιρό σε καιρό οι εργάτες νικούν, αλλά η νίκη τους είναι παροδική. Το πραγµατικό αποτέλεσµα των αγώνων τους δεν είναι η άµεση επιτυχία, αλλά η συνένωση των εργατών που ολοένα επεκτείνεται (…)

(Οι Κοµµουνιστές) αγωνίζονται για την επίτευξη των άµεσων σκοπών και συµφερόντων της εργατικής τάξης, αλλά στο σηµερινό κίνηµα εκπροσωπούν ταυτόχρονα και τo µέλλον του κινήµατος (…)

Στη Γαλλία, οι κοµµουνιστές τάσσονται µε το σοσιαλιστικό-δηµοκρατικό κόµµα ενάντια στη συντηρητική αστική τάξη, χωρίς όµως να παραιτηθούν από τo δικαίωµα να κριτικάρουν τις αυταπάτες που έχουν την προέλευσή τους στην επαναστατική παράδοση.

Στην Ελβετία υποστηρίζουν τους ριζοσπάστες, χωρίς να παραγνωρίζουν ότι αυτό τo κόµµα αποτελείται από αντιφατικά στοιχεία.

Ανάµεσα στους Πολωνούς οι κοµµουνιστές υποστηρίζουν το κόµµα που θεωρεί την αγροτική επανάσταση σαν προϋπόθεση της εθνικής  απελευθέρωσης, δηλαδή το κόµµα που το 1846 προκάλεσε την εξέγερση της Κρακοβίας.

Στη Γερµανία, κάθε φορά που η αστική τάξη εκδηλώνεται επαναστατικά, το κοµµουνιστικό κόµµα παλεύει µαζί µε την αστική τάξη ενάντια στην απόλυτη µοναρχία, ενάντια στη φεουδαρχική γαιοκτησία και τον µικροαστισµό. Όµως ούτε στιγµή δεν παραµελεί το κοµµουνιστικό κόµµα να καλλιεργεί στους εργάτες µια όσο το δυνατό πιο καθαρή συνείδηση σχετικά µε την εχθρική αντίθεση που υπάρχει ανάµεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, για να µπορούν οι Γερµανοί εργάτες να στρέψουν αµέσως ενάντια στην αστική τάξη τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που η αστική τάξη είναι υποχρεωµένη να πραγµατοποιήσει µε την κυριαρχία της, έτσι που, αµέσως µετά την ανατροπή των αντιδραστικών τάξεων στη Γερµανία, ν’ αρχίσει αγώνας ενάντια στην ίδια την αστική τάξη.

Με µια λέξη, οι κοµµουνιστές υποστηρίζουν παντού κάθε επαναστατικό κίνηµα ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Σε όλα αυτά τα κινήµατα προβάλλουν το ζήτηµα της ιδιοκτησίας, οποιαδήποτε µορφή, περισσότερο ή λιγότερο εξελιγµένη, κι αν έχει πάρει, σαν το βασικό ζήτηµα του κινήµατος. Τέλος, οι κοµµουνιστές εργάζονται παντού για τη σύνδεση και τη συνεννόηση των δηµοκρατικών κοµµάτων όλων των χωρών».

Αυτά γράφει µεταξύ άλλων το Μανιφέστο του Κοµµουνιστικού Κόµµατος που τυπώθηκε λίγες µέρες πριν απ’ την έκρηξη της επανάστασης του Φλεβάρη. Η οργάνωση της Ένωσης των Κοµµουνιστών συγκροτήθηκε µόλις το Νοέµβρη του 1847 – µια οργάνωση που περιλάµβανε τον σύλλογο του Παρισιού, των Βρυξελλών και του Λονδίνου, κι η οποία είχε µόνο περιορισµένη επαφή µε µικρές γερµανικές οµάδες.

Η επανάσταση ξεσπάει στις 24 του Φλεβάρη του 1848 στο Παρίσι. Γρήγορα επεκτείνεται στη Γερµανία. Στις 3 του Μάρτη στην Κολωνία, την πρωτεύουσα της Ρηνανίας, διαδραµατίζεται κάτι σαν λαϊκή εξέγερση. Οι δηµοτικοί άρχοντες είναι αναγκασµένοι να στραφούν µε µια αναφορά στον βασιλιά της Πρωσίας, για να του επιστήσουν την προσοχή σ’ αυτή τη λαϊκή εξέγερση και να κάνει µερικές παραχωρήσεις.

Την εποχή εκείνη ο Μαρξ βρίσκεται στις Βρυξέλες. Η βελγική κυβέρνηση, που δε θέλει να έχει την τύχη της γαλλικής µοναρχίας, τον συλλαµβάνει και µετά από µερικές µέρες τον απελαύνει. Ο Μαρξ φεύγει για το Παρίσι, καθώς ένας απ’ τους ηγέτες της προσωρινής κυβέρνησης, ο Φλοκόν, συντάκτης της εφηµερίδας όπου συνεργαζόταν ο Ένγκελς, στέλνει αµέσως ένα γράµµα στον Μαρξ, στο όποιο εξηγεί ότι όλα τα διατάγµατα της παλιάς κυβέρνησης έχουν καταργηθεί, και τον προτρέπει να επιστρέψει.

Ανάµεσα στους Γερµανούς εργάτες που συρρέουν στο Παρίσι, γεννιούνται διαµάχες και οργανώνονται διάφορες οµάδες. Με µια απ’ αυτές έχει σχέσεις κι ο αναρχικός Μιχαήλ Μπακούνιν, που µαζί µε τον Γερµανό ποιητή Χέρβεγκ συλλαµβάνει ένα παρανοϊκό σχέδιο: αποφασίζουν, µε µια ένοπλη οργάνωση, να επιτεθούν στη Γερµανία.

Ο Μαρξ πασχίζει ν’ αποτρέψει τους εργάτες απ’ αυτό το σχέδιο και τους προτείνει να πάνε µεµονωµένα στη Γερµανία κι εκεί να συµµετάσχουν στα επαναστατικά γεγονότα. Ο Χέρβεγκ οργανώνει µια επαναστατική λεγεώνα και µπαίνοντας επικεφαλής, βαδίζει προς τα γερµανικά σύνορα, όπου και συντρίβεται. Ο Μαρξ καταφέρνει µαζί µε άλλους συντρόφους να φτάσει στη Γερµανία, όπου εγκαθίστανται σε διάφορα µέρη – ο Μαρξ κι ο Ένγκελς στη Ρηνανία.

Στη Ρηνανία εκδιδόταν από το 1842 το πρώτο µεγάλο πολιτικό όργανο της γερµανικής αστικής τάξης, κι ο Μαρξ κι ο Ένγκελς πέτυχαν να πάρουν στα χέρια τους τη νεόκοπη εφηµερίδα, επιλέγοντας την είσοδο στη ∆ηµοκρατική Ένωση που υπήρχε στην Κολωνία. Αυτό έφερε τον Μαρξ και τον Ένγκελς απ’ την αρχή σε µια κάπως αµφίβολη κατάσταση απέναντι στην Εργατική Ένωση της Κολωνίας, που είχε ιδρυθεί αµέσως µετά τις 3 του Μάρτη απ’ τον Γκότσαλκ και τον Βίλιχ.

Ο Γκότσαλκ ήταν γιατρός και πολύ δηµοφιλής ανάµεσα στους φτωχούς της Κολωνίας. Ο σύλλογος που είχε ιδρύσει στην Κολωνία, η «Εργατική Ένωση Κολωνίας», πολύ σύντοµα συσπείρωσε σχεδόν όλους τους εργάτες της πόλης. Αριθµούσε περί τα 7.000 µέλη, και για µια πόλη µε πληθυσµό 80.000 κατοίκων ο αριθµός αυτός ήταν τεράστιος.

Όταν ήρθε η είδηση για την ήττα που γνώρισε το προλεταριάτο του Παρισιού τον Ιούνη, όταν ο Καβενιάκ χτύπησε το προλεταριάτο του Παρισιού προκαλώντας µια σφαγή στην οποία σκοτώθηκαν µερικές χιλιάδες προλετάριοι, η Νέα Εφηµερίδα του Ρήνου, «όργανο της δηµοκρατίας», στις 28 Ιούνη του 1848 δηµοσίευσε ένα παθιασµένο άρθρο. Ιδού µια περικοπή:

«Οι εργάτες του Παρισιού συντρίφτηκαν απ’ την υπεροπλία, δεν υπέκυψαν σ’ αυτήν. Ο προσωρινός θρίαµβος της ωµής βίας ξεπληρώθηκε µε τη διάλυση κάθε αυταπάτης και φαντασίωσης της επανάστασης του Φλεβάρη, ξεπληρώθηκε µε τη διάσπαση του γαλλικού έθνους σε δυο έθνη, το έθνος των ιδιοκτητών και το έθνος των εργατών. Η τρίχρωµη δηµοκρατία έχει πια µόνο ένα χρώµα, το χρώµα των νικηµένων, το χρώµα του αίµατος (…)

Θα µας ρωτήσουν αν θα κλάψουµε, αν θα αναστενάξουµε, αν θα µιλήσουµε για τα θύµατα της λαϊκής οργής, για την εθνοφρουρά, για τον τακτικό στρατό: Η πολιτεία θα φροντίσει τις χήρες και τα ορφανά τους. ∆ιατάγµατα θα τους εξυµνήσουν, οι κηδείες τους θα γίνουν µε µεγαλοπρεπείς τελετές, ο επίσηµος Τύπος θα τους ανακηρύξει αθάνατους, η ευρωπαϊκή αντίδραση θα τους δοξάσει απ’ Ανατολή σε ∆ύση.

Όµως οι πληβείοι, ρηµαγµένοι απ’ την πείνα, καταφρονηµένοι απ’ τον Τύπο, εγκαταλειµµένοι απ’ τους γιατρούς, βρισµένοι απ’ τους αξιοπρεπείς σαν ληστές, εµπρηστές και κατάδικοι, οι γυναίκες και τα παιδιά τους ριγµένα σε µια ακόµα πιο φοβερή αθλιότητα, µε τους άριστους απ’ τους ζωντανούς εξόριστους µακριά – προνόµιο και δικαίωµα τον δηµοκρατικού Τύπου είναι να πλέξει σ’ αυτούς το δάφνινο στεφάνι γύρω απ’ το απειλητικά σκοτεινό τους µέτωπο».

Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς υπερασπίζονται κάθε επαναστατικό κίνηµα που στρεφόταν τότε ενάντια στην κρατούσα τάξη πραγµάτων. Είναι οι πιο παθιασµένοι υποστηριχτές της ουγγρικής επανάστασης, οι πιο παθιασµένοι υποστηριχτές της Πολωνίας, που λίγο πριν είχε επιχειρήσει µια νέα εξέγερση. Με το ίδιο πνεύµα ζητούν και την ένωση της Γερµανίας σε µια ενιαία δηµοκρατία.

Η Επανάσταση υποχωρεί παντού, µετά την ήττα του προλεταριάτου της Βιέννης τον Οκτώβρη. Η τσαρική Ρωσία είχε βοηθήσει µε κάθε τρόπο. Η ήττα στη Βιέννη συνετέλεσε στην ήττα στο Βερολίνο. Η πρωσική κυβέρνηση πήρε πάλι θάρρος: τον ∆εκέµβρη διαλύει την πρωσική Εθνοσυνέλευση. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή η πρωσική αστική τάξη, προσπαθεί να πετύχει ένα συµβιβασµό ανάµεσα στο λαό και στη βασιλική κυβέρνηση.

Να τι δηµοσιεύει σχετικά ο Μαρξ:

«(…)εγωίστρια, χωρίς πίστη στα συνθήµατά της, τροµαγµένη απ’ την παγκόσµια αναστάτωση (και προσπαθώντας να επωφεληθεί απ’ αυτήν), κίβδηλη από κάθε άποψη, πρωτότυπη µόνο στη χαµέρπεια, κατευθύνει και παραµερίζει τις νεανικές τάσεις ενός λαού ισχυρού. Γριά στραβή, κουφή και ξεδοντιάρα, αυτή ήταν η πρωσική αστική τάξη, όταν βρέθηκε στο πηδάλιο του κράτους, µετά την επανάσταση του Μάρτη».

Έτσι ο Μαρξ απ’ το φθινόπωρο του 1848 αλλάζει τακτική. Μαζί µε τον Ένγκελς και τους παλιούς συντρόφους από τους κύκλους των επαναστατών Γερµανών εµιγκρέδων, Μολ και Σάπερ, εντείνουν τη δουλειά τους µέσα στην Εργατική Ένωση της Κολωνίας. Μετά τη σύλληψη του Γκότσαλκ, ο Μολ εκλέχτηκε εκπρόσωπος της Εργατικής Ένωσης. Όταν ο Μολ υποχρεώθηκε να «εξαφανιστεί» απ’ την Κολωνία, στη θέση του εκλέχτηκε ο Μαρξ, παρά τις επανειληµµένες αρνήσεις να δεχτεί την εκλογή (ο Μαρξ, πάσχιζε την εποχή εκείνη να πολιτογραφηθεί ξανά Πρώσος. Όταν η επανάσταση δυνάµωνε, εµφανιζόταν δηµόσια, αλλά µόλις κέρδιζε έδαφος η αντίδραση και εντείνονταν οι διώξεις, ο Μαρξ εξαφανιζόταν και αρκούνταν στη διεύθυνση της Νέας Εφηµερίδας του Ρήνου). Τον Φλεβάρη, που γίνονταν οι εκλογές για το νέο Κοινοβούλιο, ο Μαρξ κι η οµάδα του επέµεναν ότι οι εργάτες, εκεί που δε µπορούσαν να εκλέξουν τους δικούς τους υποψηφίους, έπρεπε να εκλέξουν δηµοκράτες. Η ίδια η Εργατική Ένωση αναδιοργανώθηκε και µετατράπηκε σε κεντρική λέσχη, µε καινούργια περιφερειακά τµήµατα και λέσχες. Στα τέλη του Απρίλη ο Μαρξ κι ο Σάπερ δηµοσίευσαν µια πρόσκληση, στην οποία καλούσαν όλες τις εργατικές ενώσεις της Ρηνανίας και της Βεστφαλίας σ’ ένα συνέδριο, και προέτρεπαν να οργανωθούν για ένα γενικό εργατικό συνέδριο που θα πραγµατοποιούνταν τον Ιούνη στη Λειψία.

Την στιγµή που ο Μαρξ κι οι σύντροφοί του προχωρούσαν στην άµεση οργάνωση κόµµατος της εργατικής τάξης, η επανάσταση δέχτηκε νέο πλήγµα. Η πρωσική κυβέρνηση, που είχε διαλύσει την πρωσική Εθνοσυνέλευση, αποφασίζει τώρα να βάλει ένα τέλος και στην Παγγερµανική Εθνοσυνέλευση. Η «Νέα Εφηµερίδα του Ρήνου» κλείνει στις 19 Μάη του 1849. Μετά ο Μαρξ εγκαταλείπει την Γερµανία σαν ξένος. Ο Ένγκελς, ο Μολ και ο Βίλιχ πηγαίνουν να ενωθούν µε τους επαναστάτες στη Νότια Γερµανία.

Μετά από µερικές βδοµάδες ηρωικής αλλά κακά οργανωµένης αντίστασης ενάντια στα πρωσικά στρατεύµατα, οι επαναστάτες υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στην Ελβετία. Τα παλιά µέλη της Νέας Εφηµερίδας του Ρήνου και της Εργατικής Ένωσης της Κολωνίας κατέφυγαν στο Παρίσι, αλλά µετά την αποτυχηµένη διαδήλωση στις 13 Ιούνη του 1849 καταδιώχτηκαν κι έτσι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη Γαλλία. Ο Μολ είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στη Νότια Γερµανία. Ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Σάπερ, ο Βίλιχ και ο Βολφ πήγαν στο Λονδίνο.

Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς δεν έχασαν στην αρχή την ελπίδα πως πρόκειται για µια προσωρινή κάµψη του επαναστατικού κινήµατος, και ότι θ’ ακολουθούσε ένα καινούργιο κύµα αναταραχής. Εκείνη ακριβώς την εποχή η Ένωση των Κοµµουνιστών εκδίδει δύο ενδιαφέρουσες εγκυκλίους. Γράφτηκαν κυρίως απ’ τον Μαρξ.

«Όλες οι δυνάµεις πρέπει να στρέφονται στην προσπάθεια να αντιπαραθέσουµε στη δηµοκρατική οργάνωση την εργατική οργάνωση. Κατά πρώτο λόγο είναι αναγκαίο να δηµιουργήσουµε ένα εργατικό κόµµα. Πρέπει µε όλα τα µέσα να προωθήσουµε τους δηµοκράτες, σε κάθε διεκδίκησή τους ν’ απαντάµε µε µιαν άλλη πιο ριζοσπαστική. Οι δηµοκράτες ζητούν το δεκάωρο, εµείς θα ζητήσουµε το οχτάωρο. Αυτοί ζητούν απαλλοτρίωση της µεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας µε δίκαιες αποζηµιώσεις, εµείς θα ζητήσουµε τη χωρίς αποζηµίωση απαλλοτρίωση. Πρέπει να προωθήσουµε την επανάσταση µε όλα τα µέσα, πρέπει να την κάνουµε διαρκή, να την έχουµε την κάθε στιγµή στην ηµερήσια διάταξη: ∆εν πρέπει να επαναπαυόµαστε στις λεγόµενες κατακτήσεις της επανάστασης. Κάθε προσπάθεια να κηρύξουµε την επανάσταση τελειωµένη, είναι προδοσία στην υπόθεση της επανάστασης».

Ωστόσο, στα τέλη του 1850 ο Μαρξ καταλήγει στο συµπέρασµα ότι µέσα σε οικονοµική ευηµερία κάθε προσπάθεια να εκβιαστεί η επανάσταση θα καταλήξει σε ανώφελη ήττα. Με την άποψη αυτή όµως δε συµφωνούσαν πολλά µέλη της Ένωσης των Κοµµουνιστών. Ο Βίλιχ, που µαζί µε τον Γκότσαλκ είχε προκαλέσει στις 3 του Μάρτη την επανάσταση στην Κολωνία και είχε παίξει µεγάλο ρόλο κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στη Νότια Γερµανία, ο Σάπερ, µέλη της Εργατικής Ένωσης της Κολωνίας και οι παλιοί οπαδοί του Βάιτλινγκ συνασπίζονται. Επιµένουν στην ανάγκη να οργανώσουν µια εξέγερση. Γίνεται προσπάθεια να πάρουν ένα δάνειο απ’ την Αµερική – ένα δάνειο που θα χρηµατοδοτούσε την επανάσταση στη Γερµανία… Τελικά επέρχεται η διάσπαση. Ένας από τους «πράκτορες» της Ένωσης στη Γερµανία συλλαµβάνεται. Βρίσκουν επάνω του έγγραφα που δίνουν τη δυνατότητα στην πρωσική µυστική αστυνοµία να καταδιώξει τους συντρόφους του. Η πρωσική κυβέρνηση αποφασίζει να οργανώσει µια µεγάλη δίκη κατά των κοµµουνιστών στην Κολωνία, για να δείξει στην πρωσική αστική τάξη πως δεν πρέπει να µετανιώνει που το 185]0 της αφαιρέθηκαν µερικές ελευθερίες.

Με απόφαση της παράταξης των κοµµουνιστών που είχε µείνει µαζί του, ο Μαρξ έγραψε µια µπροσούρα µ’ αφορµή τη δίκη κατά της Ένωσης των Κοµµουνιστών, στην οποία αποκάλυψε τις µηχανορραφίες της αστυνοµίας.

Στα τέλη του 1852 διαλύθηκε επίσηµα η Ένωση των Κοµµουνιστών. Μερικά απ’ τα µέλη της µετανάστευσαν στην Αµερική. Μερικά χρόνια αργότερα, στο Λονδίνο, ο Σάπερ αναγνώρισε πως είχε κάνει λάθος και συµφιλιώθηκε πάλι µε τον Μαρξ και τον Ένγκελς.

Οι ιστορικοί της πρώτης αφήγησης προσπαθούν να γράψουν τα γεγονότα µε (σχετική) αντικειµενικότητα. Οι επαναστάτες της δεύτερης αφήγησης προσπαθούν (παθιασµένα) να δώσουν «ζωή» στα γεγονότα. Σε συνθήκες καινούριες, αναπόδραστα θα κάνουν λάθη, αλλά διατηρούν την ψυχραιµία και γενναιότητα να διδαχθούν και να διδάξουν από αυτά.

Να πώς ανασκευάζει αργότερα ο Μαρξ την πολιτική κριτική υποστήριξης στην «γριά» και «ξεδοντιάρα» (σε συνθήκες προϊµπεριαλιστικές) αστική τάξη κριτικάροντας το «πρώιµο» σοσιαλδηµοκρατικό κόµµα στην Γαλλία:

«Οι µικροαστοί έβλεπαν πως δεν είχαν αµειφθεί καλά ύστερα από τις µέρες του Ιούνη του 1848, έβλεπαν να διαµφισβητούνται από την αντεπανάσταση οι δηµοκρατικές εγγυήσεις που θα τους εξασφάλιζαν την επιβολή των (υλικών) συµφερόντων τους. Είχαν κλείσει συµµαχία µε τους σοσιαλιστές αρχηγούς. Τον Φλεβάρη του 1849 πανηγύρισαν µε συµπόσια τη συµφιλίωση. Καταρτίστηκε ένα κοινό πρόγραµµα. Ιδρύθηκαν κοινές εκλογικές επιτροπές και υποβλήθηκαν κοινοί υποψήφιοι. Από τις κοινωνικές διεκδικήσεις του προλεταριάτου αφαίρεσαν την επαναστατική τους αιχµή και τους έδωσαν µια δηµοκρατική τροπή.

∆εν πρέπει όµως να κάνει κανείς την σκέψη ότι οι δηµοκρατικοί αντιπρόσωποι είναι όλοι τους µαγαζάτορες ή ότι λαχταρούν να γίνουν µαγαζάτορες. Μπορεί εξαιτίας της µόρφωσής τους ή της ατοµικής τους θέσης να απέχουν απ’ αυτούς όσο απέχει ο ουρανός από τη γη. Εκείνο που τους κάνει εκπρόσωπους των µικροαστών είναι ότι η στενοκεφαλιά τους δε µπορεί να ξεπεράσει τα όρια που η κοινωνική θέση βάζει πρακτικά στους µικροαστούς».

Και όπως έγραψε το 1865 ο Ένγκελς,

«Αυτούς πρέπει να τους υποδεχόµαστε µε τη λόγχη, στο ξίφος τους ν’ αντιπαρατάσσουµε το δικό µας ξίφος».

Η κόκκινη σηµαία, η “σκέτη” κόκκινη σηµαία, αρχικά ήταν η σηµαία που σηµαίνει ότι δεν θα υπάρξουν αιχµάλωτοι. Κατά τη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης, το αιµατηρό αυτό σύµβολο το υψώνουν οι δυνάµεις της αντίδρασης, Σε απάντηση, µετά το 1790, την παίρνει το πλήθος και την υψώνει αυτό. Η κόκκινη σηµαία γίνεται λοιπόν η σηµαία της λαϊκής βίας απέναντι στην αιµατηρή καταστολή. Από τότε επανήλθε στην επανάσταση του 1848, πάντα σε αντιπαράθεση µε την τρίχρωµη γαλλική σηµαία-σύµβολο της αστικής ιδεολογίας. Εκείνη την πρώτη φορά, το 1848, µέσα από µεγάλες αντιπαραθέσεις, οι εργάτες υποχωρούν και κατεβάζουν την κόκκινη σηµαία. Η επανάσταση του 1848 παραµένει πιστή στην τρίχρωµη. Την επόµενη φορά όµως, το 1871, στην Κοµµούνα, η κόκκινη σηµαία αντικαθιστά τη θλιβερή σηµαία των αστών ιµπεριαλιστών.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.