του Ηλία Ιωακείμογλου
H Μαρία Αντουανέτα έμεινε γνωστή στην ιστορία για την έλλειψη ενσυναίσθησης που την διακατείχε, και την οποία ο μύθος σκιαγράφησε αποδίδοντας στην τελευταία βασίλισσα της Γαλλίας την περίφημη φράση «ας φάνε παντεσπάνι»· απάντηση που έδωσε όταν της ανέφεραν ότι ο λαός πεινάει. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Μαρία Αντουανέτα δεν είναι γνωστή για αυτά στους νεοφιλελεύθερους της ΝΔ, αλλά για τις υψηλής αισθητικής ενδυμασίες της και το καλό της γούστο. Αλλιώς δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί με κάθε ευκαιρία μας θυμίζουν την κομψή βασίλισσα επιδεικνύοντας ακραία έλλειψη ενσυναίσθησης και αυτοί όπως εκείνη.
Λέει η δική μας Μαρία Αντουανέτα για την αύξηση[i] κατά 2% του κατώτατου μισθού: «Η αύξηση την οποία αποφασίζουμε σήμερα [και η οποία κυμαίνεται από 13 έως 18 ευρώ ανά μήνα ανάλογα με την προϋπηρεσία Η.Ι.] προφανώς και δεν καλύπτει τις ανάγκες των εργαζομένων». Σύμφωνα με το λεξικό μου, το ρήμα «καλύπτω» στην φράση αυτή σημαίνει «ξεπερνώ σε μέγεθος». Νομίζει δηλαδή η κυβέρνηση, ότι με περίπου 13-18 ευρώ μέσα στον μήνα μπορεί κάποιος που αμείβεται με 650-900 ευρώ, να καλύψει, προφανώς όχι όλες τις ανάγκες του, το παραδέχεται η κυβέρνηση, αλλά έστω μερικές από τις μη ικανοποιούμενες ανάγκες του. Από όπου προκύπτει και η υβριστική αύξηση των 15 ευρώ· και επιμένει η κυβέρνηση: «Η αύξηση παραμένει ουσιαστική διότι δείχνει ότι σταθερό μέλημα αυτής της Κυβέρνησης είναι η προστασία των πιο αδύναμων συμπολιτών μας». Αντί για παντεσπάνι, δηλαδή, ολίγη συμπάθεια και καλές προθέσεις. Ας αφήσουμε όμως την Μαρία Αντουανέτα να πουδράρει την μύτη της για να εξετάσουμε τώρα τα επιχειρήματα του υπουργείου εργασίας.
Ποιός φοβάται την αύξηση του κατώτατου μισθού πέραν του 2%
Μια αύξηση του κατώτατου μισθού πέραν του 2% θα έθετε σε κίνδυνο επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας, ισχυρίζεται το υπουργείο. Καταρχάς, μπορούμε να εκτιμήσουμε οικονομετρικά ότι μια αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10% το 2022 θα αύξανε τον μέσο μισθό κατά 4% περίπου (όχι μόνο με τις άμεσες αυξήσεις όσων αμείβονται με τον κατώτατο αλλά και με τις έμμεσες, επειδή η αύξηση του κατώτατου συμπαρασύρει και τους μισθούς που είναι μεγαλύτεροι, περίπου έως τον διάμεσο μισθό). Με δεδομένο ότι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας για το 2022 εκτιμάται από τις υπηρεσίες της Κομισιόν ότι θα ανέλθει σε 5,2%, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος με αύξηση 10% του κατώτατου μισθού θα μειωνόταν κατά 1,2% (4%-5,2%)[ii].
Αυτό το όφελος για τις επιχειρήσεις δεν φαίνεται ικανοποιητικό στους εργοδότες, ούτε στο υπουργείο, παρόλο που εν τω μεταξύ, κατά το 2021, θα έχει αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας κατά 3,7% και θα έχει μειωθεί το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 2,3% (πρόβλεψη Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Δεν τους φαίνεται δηλαδή αρκετό αυτό το όφελος (1,2%+2,3%=3,5% στην διετία), ούτε καν το όφελος που θα προέκυπτε αν υπήρχε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 5% (μείωση κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος 3,2%+2,3%=5,5%) επειδή θέλουν να ανακτήσουν εξ ολοκλήρου τα κέρδη που τους διέφυγαν ή απώλεσαν (όχι όλοι αλλά αρκετοί) στην διάρκεια της πανδημίας· και θέλουν να τα ανακτήσουν τώρα αμέσως, δεν παίρνει αναβολή —από όπου απορρέει και η αδιαλλαξία τους όσον αφορά τις αυξήσεις των μισθών. Για κάποιο μυστήριο λόγο μονίμως θεωρούν ότι τους χρωστάμε· έτσι νόμιζε και η Μαρία Αντουανέτα.
Με αυτά τα δεδομένα, μπορούμε τώρα να αναρωτηθούμε για ποιό λόγο το υπουργείο αναφέρεται σε επιχειρήσεις που θα διέτρεχαν κίνδυνο εάν ο κατώτατος μισθός αυξανόταν περισσότερο από 2%. Προφανώς αναφέρεται σε επιχειρήσεις που έχουν καταστεί μη αποδοτικές και για τις οποίες δεν ισχύουν οι μέσες αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας (3,7% το 2021 και 5,2% το 2022) που χρησιμοποιήσαμε στους ανωτέρω υπολογισμούς. Ας δούμε τι γίνεται με αυτές.
Όταν η εργασία επιδοτεί τις μη αποδοτικές επιχειρήσεις
Το υπουργείο προβάλλει το επιχείρημα ότι μια αύξηση μεγαλύτερη του 2% θα έθετε σε κίνδυνο επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας. Από πότε, όμως ένας νεοφιλελεύθερος θέλει να διασώζουμε τις επιχειρήσεις εκείνες που δεν μπορούν να αντέξουν στον ανταγωνισμό; Οι μη ανταγωνιστικές και μη αποδοτικές επιχειρήσεις, έχουν λάβει ξανά και ξανά βοήθεια από το Κράτος με τις παρεμβάσεις των νεοφιλελεύθερων στην αγορά εργασίας έτσι ώστε να μειωθούν οι μισθοί, και οι επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν το εργατικό δυναμικό κατά βούληση, με βάση τις προτιμήσεις τους και ασυστόλως. Δεν βρίσκονται αυτές οι επιχειρήσεις σε δύσκολη θέση κατά τύχη, ούτε εξαιτίας του υψηλού κόστους εργασίας (αφού μετά το δεύτερο μνημόνιο, καταβάλλουν μισθούς πείνας στο μη στελεχικό εργατικό δυναμικό τους)· βρίσκονται σε δύσκολη θέση επειδή είναι μη ανταγωνιστικές, επειδή τις διευθύνουν κάκιστοι επιχειρηματίες και ανίκανα στελέχη, επειδή δεν έχουν εκσυγχρονίσει τις παραγωγικές τους εγκαταστάσεις, δεν έχουν προσαρμόσει τα προϊόντα τους στις ανάγκες της ζήτησης, δεν έχουν φροντίσει ώστε οι εργαζόμενοι να αποκτήσουν τις κατάλληλες γνώσεις και δεξιότητες· απλώς έχουν την αενάως επαναλαμβανόμενη απαίτηση να γίνει το εργατικό δυναμικό φθηνότερο, ελαστικότερο, απροστάτευτο, αναλώσιμο, και επειδή η κυβέρνηση ικανοποιεί αυτές τις απαιτήσεις τους, διάγουν τις ήσυχες ημέρες του τεμπέλη. Ένας νεοφιλελεύθερος, όμως, έπρεπε να τα γνωρίζει αυτά, και εάν ήταν συνεπής με τις ιδέες του θα άφηνε την αγορά να κάνει ανενόχλητη την δουλειά της, δηλαδή να εκκαθαρίσει τα μη αποδοτικά κεφάλαια και να κάνει χώρο στις δυναμικές επιχειρήσεις. Άλλες πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις μπορούν να καλύψουν το κενό, να προσφέρουν σε χαμηλότερες τιμές καλύτερης ποιότητας προϊόντα και υπηρεσίες, και για να το επιτύχουν αυτό θα κάνουν προσλήψεις και θα αυξήσουν την απασχόληση λίγο-πολύ στον ίδιο βαθμό που αυτή μειώθηκε επειδή έκλεισαν οι μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις[iii]. Αντί για αυτό, οι νεοφιλελεύθεροί μας, επιδοτούν συνεχώς μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις μέσω μειώσεων του κόστους εργασίας με κρατικές παρεμβάσεις που αποδυναμώνουν διοικητικά την διαπραγματευτική δύναμη των μισθωτών. Πόσο μικρή ήταν η παρέμβασή τους στην απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς όταν καταργήθηκε ο καθορισμός του κατώτατου μισθού από την συλλογική διαπραγμάτευση της ΓΣΕΕ με τις εργοδοτικές οργανώσεις και μεταφέρθηκε (ο καθορισμός) στο υπουργείο εργασίας; Το υπουργείο εργασίας προφανώς δεν έχει τίποτα να πει για τις προβληματικές επιχειρήσεις που συντηρεί αναγκάζοντας τους μισθωτούς να τις επιδοτούν. Μάλλον είναι βυθισμένο στις αυτονόητες αλήθειες του παράδοξου γιαλαντζί νεοφιλελευθερισμού του, σύμφωνα με τον οποίο οι μισθωτοί οφείλουν να επιδοτούν διαρκώς τις μη ανταγωνιστικές, μη αποδοτικές επιχειρήσεις αποδεχόμενοι διαρκή συμπίεση των αναγκών τους «για το καλό της οικονομίας».
Η παράξενη «μεσαία θέση» της Ελλάδας στην κατάταξη των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κριτήριο τον κατώτατο μισθό
Με ικανοποίηση το υπουργείο μάς εξηγεί ότι η Ελλάδα διατηρεί τον κατώτατο μισθό στο μέσο του πίνακα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καθόλου άσχημο, έτσι δεν είναι;
Πηγή: commune.org.gr
Υποβολή απάντησης