1

Απόφαση-ανακοίνωση του Δ.Σ. του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων-Τμήμα Αττικής για τον Μεγάλο Περίπατο

Το Δ.Σ. του ΣΑΔΑΣ-Τμήμα Αττικής, με συνεδρίασή του την 1/7, πήρε απόφαση την ακόλουθη ανακοίνωση για τον Μεγάλο Περίπατο:

Ο Μεγάλος Περίπατος αποτελεί ένα σύνολο παρεμβάσεων στο κέντρο της Αθήνας, το οποίο μέσω κυκλοφοριακών ρυθμίσεων μείωσης της κίνησης των αυτοκινήτων σε σημαντικούς οδικούς άξονες, οριοθετεί έναν θύλακα «ελεύθερο από Ι.Χ.» ο οποίος περιλαμβάνει τους σημαντικότερους τουριστικούς πόρους της πόλης. Αποτέλεσε εισήγηση της σημερινής δημοτικής αρχής του Δήμου Αθηναίων, την οποία υπερψήφισαν επί της αρχής μεταξύ άλλων και οι δημοτικές παρατάξεις του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ. Η παρέμβαση επικαλείται την «αύξηση του δημόσιου χώρου», την «βιώσιμη κινητικότητα», ακόμα και την «μείωση του κινδύνου διασποράς του κορονοϊού», στοχεύοντας στην πραγματικότητα στον αστικό εξευγενισμό (gentrification) του κέντρου δια μέσω της τουριστικοποίησης. Πρόκειται για επιλεκτική συρραφή παλαιότερων μελετών, προτάσεων και ιδεών για το κέντρο της πόλης, ό πως η Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων και το Rethink Athens.

Η παρέμβαση υλοποιείται ως αποτέλεσμα απλά μίας κυκλοφοριακής μελέτης (ερευνητικό πρόγραμμα του τομέα μεταφορών και συγκοινωνιακής υποδομής του ΕΜΠ), χωρίς πολεοδομική μελέτη και ρύθμιση των χρήσεων γης, που είναι αναγκαίες ώστε οι αναμενόμενες αυξήσεις στις τιμές της γης και των ακινήτων που θα πυροδοτήσουν οι αναπλάσεις να μην οδηγήσουν σε αλλοίωση της φυσιογνωμίας του κέντρου. Η πολεοδομική μελέτη (Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο – ΕΠΣ), έπεται των παρεμβάσεων και αναμένεται απλά να τις επικυρώσει. Αντίθετα, όπου υπάρχουν υφιστάμενες πολεοδομικές ρυθμίσεις στο κέντρο, οι οποίες αποτελούν εμπόδιο στην τουριστικοποίηση, άρονται, όπως έγινε με την περίπτωση του περιορισμού των 100 κλινών στα ξενοδοχεία στις περιοχές με χρήση Γενική Κατοικία στην περιοχή Ψυρρή – Κέντρο του από 18.03.1998 Π.Δ. (ΦΕΚ Δ’233). Η άρση επιχειρήθηκε με το άρθρο 99 του αντιπεριβαλλοντικού νόμου Χατζηδάκη, αποσύρθηκε εν μέρει και το Υπουργείο υποσχέθηκε να την επαναφέρει σε επόμενο νομοσχέδιο.

Βεβαίως είναι αμφίβολο αν, μετά το πέρας της πανδημίας, οι πεζοδρομήσεις θα διατεθούν για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες των πεζών και κατοίκων ή οι «ανάγκες» των επιχειρήσεων εστίασης για αδηφάγα ιδιοποίηση δημόσιου υπαίθριου ή αυθαιρέτως στεγασμένου χώρου. Το φαινόμενο αυτό έχει εκδηλωθεί εδώ και καιρό στην Ελλάδα και αλλού, παράλληλα με την ιδιωτικοποίηση του πολεοδομικού σχεδιασμού.

Με τον Μεγάλο Περίπατο μπαίνει σε κλοιό το κέντρο της Αθήνας προκειμένου να «αποστειρωθεί», ώστε να παραδοθεί στην ανάπτυξη των μεγάλων τουριστικών επενδύσεων. Αποτελεί ακόμα ένα βήμα στην υλοποίηση του σχεδίου ριζικής αλλαγής στις οικονομικές δραστηριότητες, στην παραγωγική δομή και στον εκτοπισμό των λαϊκών στρωμάτων, που κατοικούν ακόμα στο κέντρο. Το ιστορικό τρίγωνο των Αθηνών, μετατρέπεται σε προαύλιο των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων άνω των 150 κλινών και των διεθνών αλυσίδων εμπορίου και διασκέδασης. Η εμπειρία που υπάρχει από άλλες ευρωπαϊκές πόλεις δείχνει ότι τέτοιες αναπλάσεις οδηγούν σε υψηλότερες αξίες ακινήτων, άρα υψηλότερα ενοίκια και στη συνέχεια υψηλότερα τέλη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι μόνιμοι κάτοικοι και οι μικροί επαγγελματίες του κέντρου, θα αναγκαστούν να μετακομίσουν ή αντίστοιχα να κλείσουν.

Από την κατάσταση αυτή αναμένεται να επωφεληθεί το κεφάλαιο των μεγάλων τουριστικών επενδύσεων και στις συνοδές του χρήσεις, ενώ η υπόσχεση στους εργαζόμενους είναι η «προσέλκυση νέων επενδύσεων και η αύξηση των θέσεων εργασίας». Πρόκειται βέβαια για τις διαβόητα επισφαλείς, ελαστικές και χαμηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας που δημιουργεί η βιομηχανία του τουρισμού και της αναψυχής. Ταυτόχρονα η μεταφορά ακόμα περισσότερης εμπορικής κίνησης στο κέντρο της πόλης θα οδηγήσει στην ακόμα μεγαλύτερη χειροτέρευση των όρων δουλειάς για δεκάδες χιλιάδες επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στις γειτονιές της Αθήνας, ενώ μικροί επαγγελματίες και έμποροί στο κέντρο της πόλης θα έχουν αντιμετωπίσουν ένα άνισο ανταγωνισμό από τα μεγαθήρια του κλάδου. Επίσης, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα όπως τα στέκια εγκληματικότητας, οι πιάτσες ναρκωτικών κ.λπ., δεν εξαλείφονται εάν δεν αντιμετωπιστούν οι όροι ύπαρξης τους, με κοινωνική πολιτική και όχι καταστολή, απλά μετακομίζουν σε κοντινές περιοχές. Κατά τον ίδιο τρόπο και τα σημεία κυκλοφοριακής συμφόρησης, μετατοπίζονται σε παράπλευρους δρόμους.

Παράλληλα, με τη «λήψη έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση σοβαρού κινδύνου διασποράς του COVID-19» η δημοτική αρχή κάνει προσχηματική επίκληση της πανδημίας, ώστε ο «σχεδιασμός» και η εκτέλεση του Μ. Περιπάτου να μεθοδευτούν σκόπιμα και εσπευσμένα με όρους έλλειψης διαφάνειας, διαβούλευσης και λογοδοσίας.

Από την παρέμβαση λείπει επίσης, όχι μόνο η ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών και των εργαζόμενων σε έναν σχεδιασμό που τους αφορά, αλλά ακόμα και αυτή η τυπική διαβούλευση που προβλέπεται από την νομοθεσία κατά την διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Και αυτή έπεται και θα συντελεστεί με την ΣΜΠΕ που θα συνοδεύει το ΕΠΣ, όταν οι «πιλοτικές» παρεμβάσεις, μνημείο προχειρότητας και μη φιλικού στο χρήστη και το περιβάλλον σχεδιασμού (μεταλλικά παγκάκια, χρωματισμός δαπέδων με χρώματα που δεν εντάσσονται στο περιβάλλον, ακριβές ζαρντινιέρες που δεν ευνοούν την ανάπτυξη των φυτών, κ.λπ.) θα έχουν υλοποιηθεί, λειτουργήσει και παράξει αποτελέσματα.

Λείπει επίσης η ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής ως αρχιτεκτονικό προγραμματικό στοιχείο. Αντίθετα συντελείται η πολιτική υποβάθμιση και προσβολή της πόλης και των κατοίκων με πολύ προβληματικές μορφολογικά επεμβάσεις.

Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, λείπει ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός ο οποίος θα έπρεπε να προηγείται μιας τόσο σημαντικής παρέμβασης και θα έπρεπε να αφορά το σύνολο του σχεδιασμού. Πρόσφατο είναι και το παράδειγμα της πλατείας Ομόνοιας για την οποία η δημοτική αρχή υπόσχονταν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό στο προεκλογικό της πρόγραμμα και τελικά υλοποίησε αυθαίρετο σιντριβάνι με άδεια δαπεδόστρωσης, με σχεδιασμό και δωρεά του ξενοδοχειακού κεφαλαίου.

Η έλλειψη δημόσιων χώρων και χώρων πράσινου στην Αθήνα είναι μία πραγματικότητα η οποία διαμορφώθηκε ιστορικά με την μεταπολεμική ανάπτυξη της πόλης με το καθεστώς της αυθαίρετης δόμησης – αντιπαροχής και τις καταπατήσεις από μικρούς και μεγάλους ιδιοκτήτες του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης. Οι λίγοι σχετικά δημόσιοι χώροι και χώροι πράσινου στην έκταση του Δήμου Αθηναίων είναι και άνισα κατανεμημένοι, με τις μεγαλύτερες ελλείψεις να παρατηρούνται στις περιοχές που κατοικούν τα λαϊκότερα στρώματα του πληθυσμού, όπως τα Σεπόλια, ο Κολωνός, τα Πατήσια και η Κυψέλη.

Η Αθήνα χρειάζεται σημαντικές παρεμβάσεις, οι οποίες πρέπει να υπηρετούν τις ανάγκες και τους όρους ζωής των εργαζομένων, των κατοίκων των επαγγελματιών, του ευρύτερου κέντρου της Αθήνας και όχι όσων προσδοκούν να βγάλουν και άλλα υπερκέρδη, αλλοιώνοντας την φυσιογνωμία του και όχι μετατρέποντας το σε κλειστό κλαμπ μεγαλοξενοδόχων, μεγαλεμπόρων και επιχειρηματιών, βραχυχρόνιων μισθώσεων. Χρειάζεται επιπλέον η αντικατάσταση των άθλιων οδοστρωμάτων της πόλης, κατά προτεραιότητα, η ενίσχυση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, η πύκνωση του δικτύου και του προσωπικού, ώστε να αποτελεί η οποιαδήποτε πεζοδρόμηση υποκατάστασης των ιχ, από τα ΜΜΜ. Επίσης παρέμβαση σημαντική θα αποτελούσε ένα αντίστοιχο σχέδιο αύξησης του δημόσιου χώρου σε όλη την έκταση του Δήμου με δημιουργία πλατειών, πάρκων κλπ. Η πρόσβαση στους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως δικαίωμα και όχι ως ένα πανάκριβο τουριστικό προϊόν για τα λαϊκά στρώματα της πόλης.

Οι εργαζόμενοι της πόλης ήδη βιώνουν τον Μεγάλο Περίπατο ως μεγάλη ταλαιπωρία, καθώς οι παρεμβάσεις μείωσης του επιπέδου εξυπηρέτησης της κίνησης των αυτοκινήτων σε σημαντικούς οδικούς άξονες, δεν συνοδεύεται από την απαραίτητη σημαντική ενίσχυση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς και ειδικότερα των Μέσων Σταθερής Τροχιάς. Επιπλέον, για να καταστεί το ποδήλατο πραγματικά εναλλακτικό μέσο μετακίνησης, απαιτείται ο σχεδιασμός και η υλοποίηση δικτύου ποδηλατόδρομων που θα συνδέουν τις γειτονιές της πόλης με το κέντρο και όχι η χωροθέτησή τους σε έναν θύλακα στο κέντρο, ο οποίος παραπέμπει περισσότερο σε τουριστικές βόλτες.

Ζητάμε:

  • Την απόσυρση των σχεδίων μετατροπής του κέντρου της Αθήνας σε οριοθετημένο θύλακα επέλασης, του τουριστικού κεφαλαίου και κτηματαγοράς, μεγαλοξενοδόχων, μεγαλεμπόρων και επιχειρηματιών βραχυπρόθεσμων μισθώσεων.
  • Δημόσιοι χώροι και χώροι πράσινου που θα απευθύνονται στους κατοίκους, εργαζόμενους και επισκέπτες του κέντρου, θα συγκροτούν δίκτυα και όχι θύλακες στην πόλη, με προτεραιότητα τις λαϊκές σύγχρονες ανάγκες . Ελεύθεροι και δημόσιοι χώροι προσβάσιμοι σε όλους και όλες, συμπεριλαμβανομένων των ΑΜΕΑ, των ηλικιωμένων, των γονέων με καροτσάκια κ.λπ.
  • Άμεση ενίσχυση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς (μετρό, τραμ, λεωφορεία) με δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα. Δίκτυο ποδηλατόδρομων που θα συνδέει τις γειτονιές με το κέντρο και εξυπηρέτηση των ποδηλάτων από τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
  • Σύγκλιση δημοκρατικής δημόσιας διαβούλευσης με επαγγελματικούς και μαζικούς φορείς, ενεργές ομάδες κατοίκων της πόλης, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και πανεπιστημιακά ιδρύματα της Αθήνας, καθώς και επιστημονικούς συλλόγους (ΣΑΔΑΣ, ΣΕΠΟΧ κ.λπ.). Αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί για όλα τα έργα υπερτοπικής και εμβληματικής σημασίας.
  • Υπεράσπιση του δικαιώματος στην πόλη και του δικαιώματος στην κατοικία. Μέτρα για την αντιμετώπιση της αύξησης των ενοικίων που φέρνει η επέκταση της τουριστικής βιομηχανίας, αξιοποίηση του κτιριακού αποθέματος για την αντιμετώπιση της αστεγίας.
  • Αντιπλημμυρικά έργα με επαναφορά της φυσικής κοίτης των ρεμάτων, έργα αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών που πλήττουν κυρίως τους ταξικά ασθενέστερους



Απόφαση του Δ.Σ. του Συλλόγου Υποψηφίων Διδακτόρων ΕΜΠ για τον «Μεγάλο Περίπατο»

Το ακόλουθο κείμενο κάνει μια κριτική στο σχέδιο Μπακογιάννη για την Αθήνα και τον «Μεγάλο Περίπατο». Αποτελεί προϊόν συλλογικής εργασίας ομάδας υποψηφίων διδακτόρων του Τομέα Πολεοδομίας-Χωροταξίας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Υιοθετήθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Μεταπτυχιακών Σπουδαστών (Υποψηφίων Διδακτόρων) ΕΜΠ μετά από πρόταση της Ανεξάρτητης Αριστερής Συσπείρωσης Μεταπτυχιακών.

Η μεγάλη περιπέτεια της Αθήνας

Η δεκαετία της οικονομικής κρίσης και των μέτρων λιτότητας άφησε τα σημάδια της στις πόλεις, τα κέντρα και τις γειτονιές τους. Ειδικά στην Αθήνα, το αποτύπωμα της κρίσης παραμένει ορατό μέσω της έντασης των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων, της στεγαστικής κρίσης, της φτώχειας και των λουκέτων στα καταστήματα. Το κέντρο της Αθήνας είναι διαχρονικά ο “πυκνωτής” όλων εκείνων των φαινομένων που επηρεάζουν την ζωή στην πόλη. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της κρίσης το Αθηναϊκό κέντρο έδειξε μια δυναμική διατήρησης του χαρακτήρα του, της πολυ-λειτουργικότητάς του και του ρόλου του να προσελκύει το σύνολο των διαφορετικών κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένων των πιο “ευάλωτων” κατοίκων -των μικρομεσαίων, των φτωχών, των μεταναστών-τριών. Τα κυκλοφοριακά προβλήματα που διαχρονικά το χαρακτηρίζουν, η έλλειψη χώρων για την απρόσκοπτη κίνηση των πεζών, παιδιών, ΑμΕΑ, κλπ., οι λίγοι και παραμελημένοι δημόσιοι χώροι (όχι μόνο του κέντρου αλλά και των γειτονιών της Αθήνας), δεν αποτέλεσαν εμπόδιο στη λειτουργία του ως πόλου έλξης για τις ανάγκες των κατοίκων και των εργαζομένων της πόλης.

Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια το αθηναϊκό κέντρο αποτέλεσε και πόλο έλξης για επισκέπτες και τουρίστες οι οποίοι εκτός του αρχαιολογικού μνημειακού αποθέματος ανακαλύπτουν την Αθήνα, ως μια ιδιαίτερη και ζωντανή σύγχρονη πόλη, που φέρει και διαπραγματεύεται συλλογικά την πρόσφατη ιστορική μνήμη της. Από την άλλη, η έκρηξη του αστικού τουρισμού συνοδεύεται και από νέες πρακτικές στην αγορά ακινήτων (π.χ. Airbnb, Golden Visa), που δημιουργούν επείγοντα προβλήματα αλλάζοντας τον ποικιλόμορφο χάρτη της πόλης μέσω του εκτοπισμού κατοίκων χαμηλότερων εισοδημάτων, αύξησης των ενοικίων για την κατοικία, το μικρό εμπόριο και την μικρή βιοτεχνία και διάρρηξη του κοινωνικο-οικονομικού ιστού μέσω της εμπορευματοποίησής της τουριστικά και όχι μόνο.

Η συνεχιζόμενη πανδημία και ο “εγκλεισμός” στον οποίο υποχρεώθηκαν οι κάτοικοι, σε συνδυασμό με την απαγόρευση πρόσβασης σε ζωτικούς χώρους πρασίνου στο Δήμο Αθηναίων ενέτειναν τον συνωστισμό στο σπίτι[1] και κυρίως έδειξαν την ανάγκη για τη χωρική και κοινωνική “συνάντηση” των κατοίκων στον δημόσιο χώρο. Και όμως, τα χαρακτηριστικά αστικής ανάπτυξης του κέντρου της Αθήνας ανέκαθεν δημιουργούσαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάγκη αυτή: η πολυ-λειτουργικότητα, ο συνεκτικός αστικός ιστός, η μίξη των χρήσεων και η κοινωνική ποικιλότητα της Αθήνας δημιουργούν μέχρι και σήμερα ένα περιβάλλον στο οποίο η υπαρκτή χωρική “γειτνίαση” ανθρώπων, χρήσεων και δραστηριοτήτων (όρος σε αντίθεση με την “αποστασιοποίηση”) ενισχύει και την κοινωνική.

Το σχέδιο για τον “Μεγάλο Περίπατο της Αθήνας”[2] εξαγγέλθηκε ακριβώς εν μέσω μιας εξαιρετικά κρίσιμης συνθήκης, όχι μονάχα κατά τη διάρκεια των μέτρων για την πανδημία και την αναγκαία “κοινωνική αποστασιοποίηση”, αλλά και στο πλαίσιο των επίμονων επιπτώσεων της κρίσης και της έντονης τάσης τουριστικοποίησης της Αθήνας. Ο ένας από τους τρεις στόχους των επεμβάσεων του σχεδίου, όπως αναφέρονται στην παρουσίασή[3] του κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας (11 Μαΐου 2020) είναι αυτός της “κοινωνικής απόστασης στον δημόσιο χώρο”. Θα μπορούσε να ισχυριστεί εύλογα κάποιος πως η στόχευση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τον ίδιο τον ορισμό και ρόλο του δημόσιου χώρου, ως χώρου “συνάντησης”, ως κατεξοχήν πεδίου στο οποίο οι κοινωνικές αποστάσεις μεταξύ των χρηστών του χώρου μειώνονται.

Το σχέδιο, εστιάζει σε επιμέρους ζητήματα λειτουργίας του δημόσιου χώρου, αποφεύγοντας μια ολιστική προσέγγιση που θα αφορά συνολικά τον κοινωνικο-οικονομικό χαρακτήρα του κέντρου, την προσβασιμότητα από όλους και τον ελεύθερο χαρακτήρα του δημόσιου χώρου. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις κυκλοφοριακές παρεμβάσεις, αυτές στηρίζονται μόνο σε τοπικές κυκλοφοριακές έρευνες, αγνοώντας μια ευρύτερη μελέτη των κυκλοφοριακών αναγκών της πόλης σε μητροπολιτικό επίπεδο. Για παράδειγμα, η δημιουργία εκτεταμένων δικτύων πεζοδρόμων και ποδηλατοδρόμων που θα βελτίωναν τη σύνδεση του κέντρου με τις γειτονιές της Αθήνας, θα ενίσχυε την προσβασιμότητα για τους κατοίκους, πέρα από τα σημεία ιστορικού ενδιαφέροντος και τη θεματική κατάτμηση της πόλης σε “τουριστικούς θύλακες”. Αντ’ αυτού, η διαπλάτυνση των πεζοδρομίων και η επέκταση των χώρων πρασίνου προτείνεται να εφαρμοστεί σε ήδη “πράσινους” οδικούς άξονες όπως η Ηρώδου Αττικού, αντί για συνοικίες του κέντρου με χρόνιες οξυμένες ελλείψεις σε χώρους πρασίνου, παιδικές χαρές, κ.λπ. όπως τα Εξάρχεια, του Γκύζη, η Κυψέλη. Τα προβλήματα που έχει ήδη προκαλέσει η εφαρμογή του σχεδίου έχουν διαταράξει την καθημερινότητα όσων ζουν και εργάζονται στο κέντρο της πόλης, επιβαρύνοντας τους με μεγάλη κυκλοφοριακή συμφόρηση στην Πανεπιστημίου και τους γύρω δρόμους. Ερωτήματα δε εγείρονται με ζητήματα προσβασιμότητας από ΑΜΕΑ στην περιοχή διαμόρφωσης καθώς και με τα υψηλά κοστολογημένα τιμολόγια αστικού εξοπλισμού που για την ώρα έχουν δει το φως της δημοσιότητας.

Επιπλέον, η πρόταση δεν στηρίζεται με σαφήνεια σε κάποιο σχεδιασμό προστασίας για τις υφιστάμενες δραστηριότητες του αθηναϊκού κέντρου, δεν προβλέπει δηλαδή τις επιπτώσεις του “Μεγάλου Περιπάτου” στο παραδοσιακό εμπόριο και τις υπάρχουσες χρήσεις και αξία της γης. Οι προτεινόμενες εκτεταμένες πεζοδρομήσεις, χωρίς την ανάλογη προστασία των χρήσεων γης και των χρηστών της πόλης, μάλλον απειλούν παρά ενισχύουν τις παραδοσιακές εμπορικές λειτουργίες. Προοικονομείται αντίθετα η αντικατάστασή τους με χρήσεις κατά βάση τουριστικές ή αναψυχής -που απευθύνονται περισσότερο σε εκείνους που θέλουν να καταναλώσουν (σ)το κέντρο της πόλης (επισκέπτες και τουρίστες), παρά στους χρήστες του (κατοίκους, εργαζόμενους, γυναίκες ή μετανάστες)-, διευκολύνοντας την ανεξέλεγκτη αύξηση των ενοικίων μακροχρόνιας μίσθωσης κατοικιών ή επαγγελματικών χώρων. Με τη διάθεση όλο και μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χώρου σε χρήσεις εστίασης (τραπεζοκαθίσματα), ο δημόσιος χώρος αντί να αυξάνεται και να διατίθεται ελεύθερα στο κοινό, εμπορευματοποιείται, αποκλείοντας όχι μόνο συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα αλλά και συρρικνώνοντας όποιες δυνατότητες εναλλακτικής χρήσης και δράσης στον κοινό ελεύθερο χώρο της πόλης.

Ένα ακόμη ζήτημα ιδιαίτερης σημασίας είναι, ότι το προτεινόμενο σχέδιο φαίνεται να αγνοεί τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Αθήνα σχετικά με τις κλιματικές αλλαγές, την ατμοσφαιρική ρύπανση και την ποιότητα του περιβάλλοντος. Την στιγμή που οι δυσοίωνες για το περιβάλλον προβλέψεις πληθαίνουν και πολλές μητροπόλεις του κόσμου προσπαθούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα η σχεδιαζόμενη παρέμβαση αποδεικνύεται επιμέρους και σημειακή, πολύ μακριά ακόμη κι από τους στόχους των διεθνών οργανισμών (SDG, Goal 11: Make cities and human settlements inclusive, safe, resilient and sustainable[4]).

Μία τόσο σημαντική πολεοδομική παρέμβαση υπερτοπικής σημασίας για το κέντρο της Αθήνας θα όφειλε να έχει τεθεί υπό δημόσια διαβούλευση από τον Δήμο Αθηναίων, πριν την εφαρμογή του σχεδίου και της πολιτικής ανάπλασης που αυτό καθορίζει. Οι παρεμβάσεις τέτοιας κλίμακας που επηρεάζουν άμεσα κι έμμεσα κατοίκους, επαγγελματίες, εργαζόμενους κλπ. οφείλουν να υπηρετούν τις αρχές του συνολικού σχεδιασμού που εδράζει στις συμμετοχικές και δημοκρατικές διαδικασίες με όρους διαφάνειας και διαλόγου. Αντιθέτως, οι fast track διαδικασίες που εφαρμόζονται προκρίνουν την επικίνδυνη ευελιξία στον σχεδιασμό υποδαυλίζοντας το δημόσιο συμφέρον. Αυτή η πρακτική έρχεται σε επανάληψη της παράτυπης ανάπλασης της πλατείας Ομονοίας. Εκεί, η δημοτική αρχή, άκρως αντιδημοκρατικά, αγνόησε κάθε νόμιμη διαδικασία—ανάγκη νέου διαγωνισμού/έλεγχο και εγκρίσεις από το Συμβούλιο πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεως (ΣΥΠΟΘΑ) ή το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής–, με στόχο την υλοποίηση ενός έργου με μελέτη από ιδιωτικούς φορείς, με κύρια συμμετοχή των ιδιοκτητών προσκείμενων ξενοδοχείων, και με  εξαιρετικά αμφίβολης ποιότητας αποτέλεσμα.

Η πρόταση για τον “Μεγάλο Περίπατο της Αθήνας” μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στη βελτίωση της ζωής της πόλης μόνο εφόσον συμπεριλάβει συγκεκριμένες θεσμικές πολεοδομικές και περιβαλλοντικές ρυθμίσεις για το ευρύτερο αθηναϊκό κέντρο και όχι τμηματικές σχεδιαστικές/κυκλοφοριακές προτάσεις. Εφαρμόζοντας σαφή πολιτική και θεσμοθετώντας την προστασία των χρήσεων του κέντρου, ειδικά των παραδοσιακών λειτουργιών και δραστηριοτήτων και του ειδικού εμπορίου, η πόλη μπορεί να διατηρήσει ζωντανή τη διάδραση των διαφορετικών επαγγελμάτων, κοινωνικών ομάδων και χρήσεων που γεννούν το δυναμικό και ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Προς αυτή την κατεύθυνση, η οριοθέτηση των τιμών των ενοικίων, τόσο για επαγγελματική χρήση όσο και για χρήση κατοικίας, γενικά στο κέντρο της Αθήνας και ειδικότερα στις περιοχές παρέμβασης του σχεδίου θα όφειλε επίσης να αποτελεί μέρος των θεσμικών ρυθμίσεων της πρότασης. Αντί όλων αυτών μέχρι στιγμής υπάρχει μόνο η υπόσχεση του υπουργού περιβάλλοντος και ενέργειας για κατάργηση του ορίου των 100 κλινών για τα ξενοδοχεία στην περιοχή του κέντρου με το νέο χωροταξικό νομοσχέδιο καθώς επίσης και το άρθρο 99 του πρόσφατα ψηφισμένου περιβαλλοντικού νόμου (4685/2020) που αλλοιώνει ευθέως τις υφιστάμενες χρήσεις γης στο εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας.

Στο πλαίσιο ενός τέτοιου σχεδίου υπερτοπικής σημασίας και με την πρόθεση ουσιαστικής ένταξης όλων των κοινωνικών στρωμάτων που ζουν στο κέντρο της πόλης, η μελέτη οφείλει να συμπεριλάβει τη συγκρότηση στεγαστικής πολιτικής ενάντια στον εκτοπισμό των κατοίκων και τη συμπερίληψή τους στον δημόσιο χώρο που δημιουργείται. Διαφορετικά, οι νέες τάσεις στο real estate και οι τάσεις εμπορευματοποίησης της Αθήνας που “σιωπηρά” εκτοπίζουν κατοίκους και εργαζόμενους από το κέντρο, αλληλοτεμνόμενες με τις προτάσεις σχεδιασμού του “Μεγάλου Περιπάτου” που “δημιουργούν χώρο” κυρίως για καταναλωτές και όχι για χρήστες του δημόσιου χώρου θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κέντρου για λίγους, εξευγενισμένη “βιτρίνα” μιας πόλης που σταδιακά θα χάνει τους κατοίκους της και τις ζωτικές λειτουργίες και δραστηριότητές της. Πρόκειται για μια νεοφιλελεύθερη λογική αντιμετώπισης της πόλης, όχι ως κοινωνικό αγαθό αλλά ως προϊόν προς αξιοποίηση με όρους αγοράς και ανταγωνιστικότητας των πόλεων. Για ακόμη μία φορά -και σε συνέχεια πολλών αντίστοιχων παρεμβάσεων του παρελθόντος- γινόμαστε μάρτυρες μιας αντιδραστικής αναδιάρθρωσης του κέντρου της πόλης και μετατροπής του σε πεδίο στείρου θεάματος και κατανάλωσης.


[1] https://www.kathimerini.gr/1074716/article/epikairothta/ellada/otan-o-synwstismos-metafer8hke-sto-spiti

[2] https://www.iefimerida.gr/sites/default/files/2020-05/%CE%9F%20%CE%9C%CE%B5%CE%B3%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CF%82%20%CE%A0%CE%B5%CF%81%CE%AF%CF%80%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82.pdf

[3] https://www.nrso.ntua.gr/geyannis/wp-content/uploads/geyannis-cp415.pdf

[4] https://sustainabledevelopment.un.org/sdg11