1

Συμφωνία της Βάρκιζας, 12 Φλεβάρη 1945: Η μητέρα όλων των ηττών

Του Βαγγέλη Λιγάση

Στις 5 Γενάρη 1944 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αποσύρονται από την Αθήνα και στις 7 Γενάρη από τον Πειραιά. Η υποχώρηση (όπως και η συμπλοκή) δεν έγινε κατόπιν κάποιας διαταγής, αλλά αναγκαστικά, εφόσον εξαντλήθηκαν τα πολεμοφόδια. Είχε μάλιστα χαραχτήρα μαζικής εξόδου πληθυσμού, καθώς πολλές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων, μαχητές αλλά και οι οικογένειές τους, κατευθύνοντας προς τα βόρεια (κοντά στην Θήβα είχε στρατοπεδεύσει ο Βελουχιώτης με αξιόμαχες δυνάμεις). Η μάχη του Δεκέμβρη, η μάχη της Αθήνας είχε κριθεί.

Οι νικητές είχαν νεκρούς 275 Βρετανούς στρατιώτες, 900 χωροφύλακες και 2.500 «χίτες» και «ταγματαλήτες». Επίσημα, περί τις 3.500 ανδρών. Ο ΕΛΑΣ δήλωσε 3.000 νεκρούς, αλλά ο λαός της Αθήνας, πολεμώντας δίπλα στον ΕΛΑΣ, πλήρωσε βαρύ τίμημα (από τους βομβαρδισμούς και τις «ομηρείες θανάτου»). Υπολογίζεται το πλήθος των νεκρών στις 33 ημέρες που κράτησε ο «Δεκέμβρης» από 17 έως 20 χιλιάδες (ενδεικτικά το πλήθος των απωλειών του πολέμου έως τις 26/4/1941, η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού το προσδιορίζει σε 14.000 περίπου οπλίτες κ.λπ.).

Από την πλευρά των νικητών είχαν παραταχθεί 15.000 εμπειροπόλεμοι Βρετανοί στρατιώτες (οι οποίοι σταδιακά πλησίασαν τους 100.000, περισσότεροι από όσους είχαν σταλεί για την απόκρουση της επίθεσης του Άξονα) επικουρούμενοι από 2.400 άνδρες του «Ιερού Λόχου» (που είχε μετονομαστεί σε 3η Ορεινή Ταξιαρχία), 3.000 άνδρες της Χωροφυλακής, 2.500 άνδρες της οργάνωσης Χ (+ΕΔΕΣ, ΡΑΝ, ΠΕΑΝ) και 1.200 «γερμανοτσολιάδες» (υποτίθεται αφοπλισμένοι – είχαν παραδοθεί από τον ΕΛΑΣ για να δικαστούν). Από την πλευρά των ηττημένων πολέμησαν 20.000 άνδρες, γυναίκες και… παιδιά του Α (εφεδρικού) σώματος στρατού του ΕΛΑΣ και (απρόσκλητοι) 1.500-3.000 άνδρες από την μάχιμη παρατακτή δύναμη του ΕΛΑΣ (που υπέρβαινε συνολικά τους 75.000) από την Πελοπόννησο και την Βοιωτία. Οι νικητές είχαν την υποστήριξη 4 σμηνών αεροπορίας, 2 ναυτικών μοιρών (μόνο μετά τις 27/12 και μόνο στο Περιστέρι έπεσαν 4.000 τόνοι βομβών), 2 τεθωρακισμένων ταξιαρχιών κ.λπ. απέναντι σε 6.000 λιανοντούφεκα και ένα πεδινό πυροβόλο του Α’ Σώματος.

Πάνω απ’ όλα, οι Βρετανοί και η αστική τάξη είχαν πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αποφασισμένη να πολεμήσει για την νίκη, ενώ στην ηγεσία του λαού (ΕΑΜ – ΚΚΕ) δεν υπήρχε πρόθεση για πραγματική σύγκρουση.

Σύρθηκε από τις αγανακτισμένες εαμικές μάζες σε μια σύγκρουση στην οποία έκανε παν το δυνατό για να χαθεί. Έτσι εξηγείται η αποστολή του Βελουχιώτη και του Σαράφη σε Ήπειρο και Μακεδονία, η αντικατάσταση της στρατιωτικής ηγεσίας του ΕΛΑΣ από την ΚΕ, η αποφυγή σύγκρουσης με τα βρετανικά στρατεύματα, η αμαχητί παράδοση του (καλά εξοπλισμένου) 2ου Συντάγματος στους Βρετανούς από τον έναν από τους δύο στρατιωτικούς ηγέτες της ΚΕ, η απελευθέρωση στην Ελευσίνα εχθρικών σχηματισμών που κατευθύνονταν στην Αθήνα (με εντολή του ίδιου του Σιάντου, αναπληρωτή Γ.Γ. του Ζαχαριάδη στην ΚΕ του ΚΚΕ) και στη Λιβαδιά (με εντολή από τον δεύτερο στρατιωτικό «ηγέτη» της ΚΕ του ΕΛΑΣ), η άρνηση της ανατίναξης όχι μόνο της υποθηκευμένης με εκρηκτικά «Μεγάλη Βρετανίας», αλλά έστω της Λ. Συγγρού απ’ όπου διοχετεύτηκαν τα βρετανικά άρματα στην Αθήνα. Τα «Δεκεμβριανά» ήταν μια μάχη του λαού της Αθήνας, όχι της ηγεσίας του ΚΚΕ.

Μια ντροπιαστική και ανήθικη Συμφωνία

Στις 11 Γενάρη 1945 η ηγεσία του ΚΚΕ συμφωνεί και υπογράφει ανακωχή με την κυβέρνηση Πλαστήρα, τον οποίο οι Βρετανοί είχαν φέρει για να αντικαταστήσει τον δυσφημισμένο πλέον Γ. Παπανδρέου. Ως τις 2 Φλεβάρη, που αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις στη βίλα του τσιμεντοβιομήχανου (ΤΙΤΑΝ) Πέτρου Κανελλόπουλου στη Βάρκιζα (δεν θα το έλεγες και… ουδέτερο έδαφος), ο ΕΛΑΣ έχει αναδιοργανώσει – τακτοποιήσει στρατιωτική «παρατακτή» δύναμη που υπερβαίνει τις 75.000 στα 4/5 της χώρας που ελέγχει (ακόμη και η Θεσσαλονίκη, που με πρωτοβουλία του Σαράφη απελευθερώθηκε στις 3/10/1944, μετά την ανακωχή που επέβαλε την απόσυρση του ΕΛΑΣ, ήταν πρακτικά υπό την εξουσία του). Η ηγεσία του ΚΚΕ όμως αναζητεί αγωνιωδώς κάποιο σήμα στήριξης από τη Σοβιετική Ένωση. Μάταια! Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, ο σοβιετικός απεσταλμένος Ποπόφ επέμενε να συγκατοικεί με το στρατιωτικο-πολιτικό επιτελείο της αντίδρασης στο ξενοδοχείο «Μ. Βρετανία»! Στις 29 Δεκέμβρη 1944 κι ενώ τα αγγλικά κανόνια έκαιγαν την Αθήνα, ο υπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ Βισίνσκι, ο παλιός μενσεβίκος που καταδίωκε τον Λένιν το καλοκαίρι του 1917 σαν πράκτορα των Γερμανών, γενικός εισαγγελέας στις δίκες της Μόσχας 1935-1937 που εξόντωνε την «αριστερή αντιπολίτευση» (σαν πράκτορες των Αγγλοαμερικανών και Ναζιστών ταυτόχρονα…), ανακοίνωσε επισήμως την αναγνώριση της κυβέρνησης Παπανδρέου. «Σπασμένο τηλέφωνο» μεταξύ της ηγεσίας του ΚΚΕ και του Δημητρώφ, ηγέτη της αυτοδιαλυμένης Γ’ Διεθνούς (με απόφαση του Στάλιν, σε καιρό πολέμου, κατά το παράδειγμα της Β΄ Διεθνούς) καταλήγει σε ένα μόνο ξεκάθαρο μήνυμα: «υποχωρήστε». Άλλωστε, ταυτόχρονα με τις συζητήσεις στην έπαυλη του τσιμεντοβιομήχανου, πραγματοποιούνται ακόμα πιο σημαντικές «διευθετήσεις» στην Γιάλτα, μεταξύ Στάλιν και Αγγλοαμερικανών…

Κι έτσι, ενώ μέχρι τις 6 Φλεβάρη η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ (Σιάντος, Παρτσαλίδης και Τσιριμώκος) είναι άκαμπτη τουλάχιστον στο θέμα της αμνηστίας, στη συνέχεια υποχωρεί σε όλα.

Ο Σιάντος, ως επίσημος εκπρόσωπος του ΚΚΕ, μία μόλις ημέρα πριν την υπογραφή της Συμφωνίας κάνει την παρακάτω απίστευτη δήλωση:

«Εφόσον οι μεγάλοι σύμμαχοι αποφάσισαν πως η παρουσία του βρετανικού στρατού στην Ελλάδα είναι χρήσιμη, σημαίνει πως είναι. Πιστεύουμε πως η σύγκρουση ΕΛΑΣ και Βρετανών ήταν αποτέλεσμα μιας θλιβερής παρεξήγησης, η οποία ελπίζουμε θα ξεχαστεί».

Στις 12 Φλεβάρη, υπογράφεται, δημοσιεύεται και κατόπιν τυπώνεται στο Εθνικό Τυπογραφείο η Συμφωνία της Βάρκιζας – που θα έλυνε την όποια παρεξήγηση…

Η αστική τάξη υπόσχεται συγκρότηση «εθνικού» στρατού από τις αντιστασιακές οργανώσεις (ελασίτες με χίτες αγκαλιά…) και κλάσεις κληρωτών εφέδρων. Ακολουθούν η συγκρότηση του «εθνικού» στρατού με τους ταγματαλήτες – χίτες, Ιερό Λόχο και η… Μακρόνησος (για την «ηθική αναμόρφωση των παραστρατημένων παιδιών της», κατά τον Παν. Κανελλόπουλο).

Υπόσχεται επίσης πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες και εκκαθάριση των σωμάτων ασφαλείας και του δημοσίου από τους συνεργάτες των κατακτητών. Ακολουθεί η δίωξη των αγωνιστών συνδικαλιστών μέχρι τον διορισμό εγκάθετων και η εκκαθάριση του Δημοσίου και των λογής υπηρεσιών από κάθε αριστερό ή «φιλοαριστερό», έως την καθιέρωση του πιστοποιητικού «εθνικοφροσύνης».

Υπόσχεται δημοψήφισμα εντός 6μήνου για το πολιτειακό (Βασιλεία) και στη συνέχεια εκλογές για «συντακτική συνέλευση» με διεθνή επιτήρηση. Έναν χρόνο μετά, εν μέσω απηνών διώξεων και με εκλογικούς καταλόγους του Μεσοπολέμου, γίνονται «εκλογές» από τις οποίες απέχει το ΚΚΕ των 400.000 μελών το 1944, το ΕΑΜ των εκατομμυρίων οπαδών και πολλά κεντρώα, σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και η «διεθνής επιτήρηση» εκτιμά αποχή 9%! Το δε δημοψήφισμα «για την επαναφορά του βασιλέως» καθυστέρησε και άλλο, για να «εξασφαλιστεί».

Από την άλλη, το ΕΑΜ απέσυρε την αξίωσή του για συμμετοχή στην κυβέρνηση, αυτοδιέλυε τον ΕΛΑΣ και λοιπούς ένοπλους σχηματισμούς και παρέδιδε τα όπλα του. Η συγκέντρωση των όπλων του ΕΛΑΣ έως τις 28 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε σε 32 πόλεις, όπου παραδόθηκαν περισσότερα όπλα από όσα είχαν συμφωνηθεί. Από τα 42.500 όπλα που είχε αναληφθεί υποχρέωση, παραδίδονται 49.200 – υπερβάλλων ζήλος στον αυτοαφοπλισμό…

Η συμφωνία της Βάρκιζας, παραβιάζοντας ωμά κάθε στοιχειώδη εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων, χωρίς πλέον μέσα επιβολής και αόριστη όσον αφορά τους αντιπάλους, δεν ήταν απλώς «κακή», ήταν ανήθικη.

Το άρθρο 3 της συνθήκης αναφερόταν στην Αμνηστία: «τα πολιτικά αδικήματα από 3/12/44 αμνηστεύονται, αλλά εξαιρούνται από την αμνηστία όσοι αρνηθούν να παραδώσουν τα όπλα τους μέχρι τις 15/3/45 και τα συναφή αδικήματα που θεωρούνται κοινά και διώκονται». Με άλλα λόγια, οι «ηθικοί αυτουργοί» – «τα πολιτικά αδικήματα» αμνηστεύονται, αλλά οι «αυτουργοί» – «τα συναφή» δεν τυγχάνουν αμνηστίας και διώκονται. Ήταν η πρόφαση για τους δικαστές και παρακρατικούς για τις δεκάδες χιλιάδες διώξεις, εκτελέσεις, βασανιστήρια και βιασμούς που υπέστη ο «λαός της Αριστεράς» την επόμενη διετία (ως την εφαρμογή του «Γ’ Ψηφίσματος» και την επίσημη απονομιμοποίηση του ΚΚΕ).

Αρκετές φορές ένας στρατός αναγκάστηκε (ακόμη και από κακή εκτίμηση της συγκυρίας) να παραδώσει τα όπλα του. Ποτέ όμως, η ηγεσία ενός στρατού δεν εξασφάλισε για τον εαυτό της το ακαταδίωκτο, παραδίδοντας τους στρατιώτες της για σκύλευση.

Ο ίδιος ο Σιάντος, στην ομιλία του στην ΚΕ του ΚΚΕ στις 14 Φλεβάρη, δήλωσε πως είχε εντολή (από ποιον;) για συμφωνία πάση θυσία, εξαιρώντας μόνο τη «νόμιμη» δράση του κόμματος. Οι δικαιολογίες για αβλεψία, όταν το θέμα της αμνηστίας ήταν κομβικό στις διαπραγματεύσεις, είναι απλώς τραγικές.

Στις 15 Φλεβάρη ο Άρης Βελουχιώτης (πρωτοκαπετάνιος) πείθεται από τον Στέφανο Σαράφη (αρχιστράτηγο) και συνυπογράφει την «εντολή αποστράτευσης» προς τους Ελασίτες.

Ωστόσο, ο ίδιος με μια μικρή ομάδα ανδρών και λίγες ακόμη μονάδες του ΕΛΑΣ αρνούνται να παραδώσουν τα όπλα και παραμένουν στα βουνά. Ο Βελουχιώτης ήλπιζε ότι με την επιστροφή του Ζαχαριάδη στην Αθήνα θα άλλαζε η κατάσταση. Ο Ζαχαριάδης με την επιστροφή του γράφει στον Ριζοσπάστη: «[…] Η συμφωνία να εκτελεστεί γρήγορα και 100%. Αν κάποιος μεσ’ απ’ τις γραμμές μας, στις πόλεις είτε στα βουνά, αντιδρά ακόμα, εμείς θα τον χτυπήσουμε ανοιχτά και θα τον διώξουμε». Μετά από λίγο, καταγγέλλει τον Βελουχιώτη για «ύποπτη και τυχοδιωκτική δράση» και τον καταδικάζει σε θάνατο. Λίγες μέρες αργότερα, ένα Σάββατο του Ιούνη του ’45 και επί 3 ημέρες, το κομμένο κεφάλι του Βελουχιώτη, μαζί με αυτό του συντρόφου του Τζαβέλα, κρεμασμένα από μια διχάλα, θα «κοσμήσουν» έναν φανοστάτη της πλατείας Τρικάλων – στο ίδιο ακριβώς σημείο που ο Σιάντος φωτογραφήθηκε να αναγγέλλει τον αυτοδιάλυση του ΕΛΑΣ…

Η ήττα ήταν αναπόφευκτη;

Γιατί όμως το ΚΚΕ υπέγραψε μια αυτοκτονική, όπως αποδείχθηκε, συμφωνία; Ήταν αναπόφευκτη; Πολύ μελάνι έχει χυθεί στην προσπάθεια να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα.

Υπάρχουν οι ερμηνείες που αναφέρονται στις προσωπικότητες, τα λάθη, τους «διπλούς» πράκτορες κ.λπ. Αγαπημένες δικαιολογίες των σταλινικών, που με χαρακτηριστική ευκολία ξεπουλάνε και καταγγέλλουν παλιούς τους πιστούς συντρόφους όταν διαφωνούν (της εποχής παραδείγματα, ο Βελουχιώτης και ο Παρτσαλίδης), αλλά δεν βρίσκουν μια λέξη κριτικής προς τους επίδοξους συμμάχους τους (π.χ. για τον Τσιριμώκο, που ενημέρωνε απευθείας τον «αντιβασιλέα» Δαμασκηνό και που κατέληξε δοτός πρωθυπουργός του παλατιού στην αποστασία το 1965). Αυτές οι ερμηνείες δεν αφορούν τη μαρξιστική οπτική για την Ιστορία.

Επισήμως βέβαια, στα ντοκουμέντα του το ΚΚΕ και γνωστοί διανοούμενοι που προέρχονται από τις τάξεις του, προβάλλουν την άποψη πως το ενθουσιώδες εργατικό και λαϊκό κίνημα του ΕΑΜ ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσει τους «αρνητικούς συσχετισμούς» της εποχής του. Γι’ αυτό, υποστήριξαν, η Αριστερά και το ΕΑΜ έπρεπε να αφήσουν την ελπίδα να πάρουν την εξουσία. Έτσι ο ιστορικός Φίλ. Ηλιού έγραψε:

«Ήταν δυνατόν ένα λαϊκό κίνημα, όσο ισχυρό και αν μπορούσε να είναι, να ανατρέψει τις γεωπολιτικές ισορροπίες που είχαν αποδεχθεί οι Μεγάλες Δυνάμεις στη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου;». Άλλοι συγγραφείς, όπως ο Γρ. Φαράκος, δίπλα στην αδυναμία των λαϊκών κινημάτων προσθέτουν και την αδυναμία της Ρωσίας να αλλάξει τους συσχετισμούς, λες και η γραφειοκρατία του Στάλιν υπήρξε ποτέ στο πλευρό του ΕΑΜ: «Τι άλλο θα έπρεπε να κάνει η Σοβιετική Ένωση στο δεδομένο για την εποχή διεθνή συσχετισμό δυνάμεων;». Δίπλα σε αυτούς, προσθέτουν τα πονήματά τους σύγχρονοι ιστορικοί, όπως ο Γ. Μαργαρίτης που έχει κάνει συστηματική (και «στρατο-τεχνική») δουλειά για να στηρίξει το επιχείρημα πως ο ΕΛΑΣ δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τον αγγλικό στρατό και τις δυνάμεις της Δεξιάς. Το συμπέρασμα όλων αυτών είναι προφανές: το ΕΑΜ δεν μπορούσε να πάρει την εξουσία. Κάπως η Αριστερά έπρεπε να υποχωρήσει και να βρεθεί ένας συμβιβασμός με τους αστούς. Και, εν τέλει, η Βάρκιζα ήταν -λίγο πολύ- αναπόφευκτη.

Ωστόσο, δεν είναι αλήθεια ότι το ΚΚΕ και το ΕΑΜ δεν μπορούσαν να νικήσουν τους Άγγλους και την αστική τάξη το 1944-45. Η συντριπτική πλειονότητα των δυνάμεων του ΕΛΑΣ δεν ενεπλάκησαν στη μάχη των Δεκεμβριανών, για να «αποφύγουν να προκαλέσουν» τον αγγλικό στρατό. Αλλά ακόμη και αν ο ΕΛΑΣ έπρεπε υποχρεωτικά να αποχωρήσει από την Αθήνα και να περιοριστεί στην άμυνα στα βουνά, θα είχε τη δυνατότητα -κρατώντας τον οπλισμό και τους σχηματισμούς του- να υπερασπιστεί πολύ καλύτερα τον λαό και τους αγωνιστές του από το μαχαίρι της αντεπανάστασης. Τον εμφύλιο πόλεμο το ΚΚΕ δεν μπόρεσε να τον αποφύγει. Μόνο που αναγκάστηκε να τον δώσει κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες, όταν ο ταξικός εχθρός είχε οργανωθεί σε κράτος και ο οργανωμένος κόσμος της Αριστεράς στις πόλεις τραβούσε για τα εκτελεστικά αποσπάσματα και τα ξερονήσια.

Όσο για τους «διεθνείς συσχετισμούς» και την υπεροπλία των Άγγλων: Μεγάλο κομμάτι του αγγλικού στρατού στην Αθήνα το 1944 ήταν Ινδοί στρατιώτες. Μια ζύμωση υπέρ της ανεξαρτησίας της Ινδίας, μόνο προβλήματα θα προκαλούσε στον στρατό του Σκόμπι. Αλλά και οι «καθαροί» Άγγλοι φαντάροι σε συντριπτικό ποσοστό σιχαίνονταν τον Τσόρτσιλ και λίγους μήνες μετά, τον πέταξαν μαζί με τους Τόρηδες, από την εξουσία.

Παρά τα αγοραία επιχειρήματα για το αναπόδραστο από τις συμφωνίες των ισχυρών της Γης (Γιάλτα κ.λπ.), η διαφορά της εξέλιξης των ένοπλων κινημάτων αντίστασης στον ευρωπαϊκό Νότο καθοριζόταν και αλληλεπιδρούσε ανάλογα με τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης και τις επιλογές των ηγεσιών (π.χ. -και σε αντιδιαστολή- η Γιουγκοσλαβία).

Αλλά δεν υπάρχει καμιά δύναμη που να μπορεί ποτέ να αλλάξει τους «αρνητικούς συσχετισμούς» χωρίς πολιτική ανεξαρτησία και ξεκάθαρους στόχους.

Η στρατηγική του ΚΚΕ

Το άμεσο πρόταγμα του ΚΚΕ, δεν ήταν η «λαοκρατία» που πιπίλιζαν τα καταπιεσμένα κοινωνικά στρώματα στις πόλεις και τα χωριά, αλλά «ο γνήσιος εκδημοκρατισμός» (αστικός), «η ανόρθωση της οικονομίας» (καπιταλιστική), «η συμμαχία με το πατριωτικό κομμάτι της αστικής τάξης»… Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα που εξηγεί την αλληλουχία των γεγονότων Λίβανος – Καζέρτα – Δεκέμβρης – Βάρκιζα και όχι μόνο.

Το ΚΚΕ αντίθετα με τις κατηγορίες που του προσάπτουν, δεν θέλησε ποτέ να πάρει την εξουσία, παρά αποζητούσε έναν «έντιμο συμβιβασμό» αντίστοιχο των ομογάλακτών του σε Γαλλία – Ιταλία, αλλά έπρεπε και να αποδεικνύει (στους από κάτω) την δυνατότητά του να απαντάει. Το κίνημα έπρεπε να υποταχτεί σε όλο και πιο περίπλοκους και αντιφατικούς τακτικούς ελιγμούς με τα αστικά κόμματα. Τα συνεχή ζιγκ – ζαγκ της ηγεσίας, που τη μια καλούσε το κίνημα που βασανιζόταν στα νύχια των αδίστακτων εχθρών του σε αυτοσυγκράτηση και την άλλη, με υποκριτικούς λεονταρισμούς, κήρυσσε «επιθέσεις» (π.χ. προσεταιρισμός στην κυβέρνηση Σοφούλη και «σχέδιο Λίμνες», ανακήρυξη της «κυβέρνησης του βουνού» και καλέσματα «εκδημοκρατισμού», μετά την τελική στρατιωτική ήττα «το όπλο παρά πόδα» κ.λπ.), καθόρισε την μοίρα του «ανθού» 2 γενεών.

Η Βάρκιζα, όλεθρος και ντροπή για όλον τον κόσμο της Αριστεράς, σφράγισε την ένοπλη ταξική σύγκρουση 1943-1949, δίνοντας την νίκη στους πρόγονους της τάξης που έχει την εξουσία και σήμερα.

Αν έχει (και αυτή) η ιστορία κάτι να μας διδάξει, είναι ότι οι λαοί δεν έχουν συνήθως τις ηγεσίες που τους αξίζουν, καθώς το αντίθετο αφενός είναι ανούσια ταυτολογία, αφετέρου είναι οπωσδήποτε υποταγή σε κάποιον μηχανιστικό ντετερμινισμό που βοηθάει στην απόδραση από το πεδίο της μάχης της πολιτικής.

«[…] σε συνθήκες που η παλιά ηγεσία αποκαλύπτει τον εκφυλισμό της, η τάξη δεν μπορεί να αυτοσχεδιάσει άμεσα μια νέα ηγεσία αν την προηγούμενη περίοδο δεν έχει κληρονομήσει έναν ισχυρό επαναστατικό πυρήνα, ικανό να αξιοποιήσει την χρεοκοπία του παλιού ηγετικού κόμματος» (Λ. Τρότσκι,1940)




Όταν το ΚΚΕ παρέδωσε τα όπλα

του Χάρη Παπαδόπουλου

Η Συμφωνία της Βάρκιζας, 12 Φλεβάρη 1945

«Από την πρώτη στιγμή της νίκης, πρέπει η δυσπιστία τους {εννοεί: των εργατών και εργατριών} να απευθύνεται όχι πια ενάντια στο ως τα τώρα αντιδραστικό κόμμα, αλλά ενάντια στους ως τότε συμμάχους τους. Ενάντια στο κόμμα που θέλει να εκμεταλλευτεί μονάχο του την κοινή νίκη…

Για να μπορέσουν όμως οι εργάτες να αντιταχθούν δραστήρια και απειλητικά απέναντι στην παράταξη που η προδοσία της θα αρχίσει την ώρα της νίκης, πρέπει να είναι οπλισμένοι και οργανωμένοι. Ο εξοπλισμός ολόκληρου του προλεταριάτου με τουφέκια, καραμπίνες, κανόνια και πυρομαχικά πρέπει να πραγματοποιηθεί αμέσως. Πρέπει να αντιδράσουμε στο ξαναζωντάνεμα της παλιάς αστικής πολιτοφυλακής που στρεφόταν ενάντια στους εργάτες…

Όπλα και πολεμοφόδια δεν παραδίδονται σε καμία περίπτωση».

(Καρλ Μαρξ, «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής προς τον Κομμουνιστικό Σύνδεσμο» 1848, στην επαναστατημένη Γερμανία)

Η Βάρκιζα είναι μια παραθαλάσσια πολίχνη στην Αττική που -παρά την αστικοποίηση- δεν έχει χάσει εντελώς την ομορφιά της. Όμως η λέξη Βάρκιζα στη συλλογική μνήμη της Αριστεράς δεν σηματοδοτεί τίποτε το ειδυλλιακό. Είναι αντίθετα συνώνυμο της πανωλεθρίας και της καταισχύνης.

Αιτία: η συμφωνία, που υπογράφηκε στη Βάρκιζα στις 12 Φλεβάρη 1945 ανάμεσα στο ΕΑΜ και την κυβέρνηση των εγκάθετων του Σκόμπυ και του Τσώρτσιλ, αμέσως μετά το τέλος των Δεκεμβριανών. Η συμφωνία της Βάρκιζας οδήγησε στην παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ και στη διάλυσή του. Ακολούθησε ένα απίστευτο όργιο τρομοκρατίας και χιλιάδων δολοφονιών κατά των αριστερών πολιτών. Η βία κορυφώθηκε με το κολαστήριο της Μακρονήσου και το σφαγείο του εμφυλίου πολέμου. Η Αριστερά στην Ελλάδα θα χρειαστεί τρεις δεκαετίες και την εξέγερση του Πολυτεχνείου για να συνέλθει από τη συντριβή στη Βάρκιζα.

Ήταν αναπόφευκτη η Βάρκιζα;

Για όλο τον κόσμο της Αριστεράς η Συμφωνία της Βάρκιζας σημαίνει όλεθρο και ντροπή.

Απέναντι σε αυτή την κοινή αίσθηση, υπήρξαν πολλές οι φωνές γνωστών διανοουμένων της Αριστεράς που επιχείρησαν να στηρίξουν την άποψη πως το ενθουσιώδες εργατικό και λαϊκό κίνημα του ΕΑΜ ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσει τους «αρνητικούς συσχετισμούς» της εποχής του. Γι αυτό, υποστήριξαν, η Αριστερά και το ΕΑΜ έπρεπε να αφήσουν στην άκρη την ελπίδα να πάρουν την εξουσία.

Έτσι ο ιστορικός Φίλιππος Ηλιού έγραψε π.χ. στο «Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος – η εμπλοκή του ΚΚΕ»:

«Ήταν δυνατόν μια κοινωνική επανάσταση ή ένας εμφύλιος πόλεμος καθοδηγημένος από τους κομμουνιστές να επιτύχει σε χώρα της Δυτικής Ευρώπης εκείνη την εποχή; Ήταν δυνατό ένα λαϊκό κίνημα, όσο ισχυρό και αν μπορούσε να είναι, να ανατρέψει τις γεωπολιτικές ισορροπίες που είχαν αποδεχθεί οι Μεγάλες Δυνάμεις στη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου;»

Άλλοι συγγραφείς, με πιο σοβαρή περίπτωση τον Γρηγόρη Φαράκο, δίπλα στην αδυναμία των λαϊκών κινημάτων προσθέτουν και την αδυναμία της Ρωσίας να αλλάξει τους συσχετισμούς, λες και η γραφειοκρατία του Στάλιν υπήρξε πράγματι στο πλευρό του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ: «Τι άλλο θα έπρεπε να κάνει η Σοβιετική Ένωση στο δεδομένο για την εποχή διεθνή συσχετισμό δυνάμεων;».

Δίπλα στις αυθεντίες αυτές που ήδη απεβίωσαν, προσθέτουν τα πονήματά τους σύγχρονοι ιστορικοί. Χαρακτηριστικά, ο καθηγητής Γιώργος Μαργαρίτης, από τον χώρο τον προσκείμενο στο ΚΚΕ, είναι ο άνθρωπος που έχει κάνει την πιο συστηματική ως τώρα δουλειά για να στηρίξει το επιχείρημα πως ο ΕΛΑΣ συνολικά δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει στα Δεκεμβριανά τον αγγλικό στρατό και τις δυνάμεις της Δεξιάς. Σε μια διάλεξή του, από τον τίτλο της ακόμα ο κ. Μαργαρίτης δίνει το στίγμα του για τον ξεσηκωμό των Δεκεμβριανών: «Επανάσταση σε μη επαναστατικούς καιρούς».

Το συμπέρασμα όλων αυτών είναι προφανές. Το ΕΑΜ δεν μπορούσε να πάρει την εξουσία. Έπρεπε να βρεθεί ένας κάποιος συμβιβασμός με τους αστούς. Κάπως η Αριστερά έπρεπε να υποχωρήσει. Και, εν τέλει, η Βάρκιζα ήταν -λίγο πολύ- αναπόφευκτη.

Παραθέτουμε ξανά τον Γρηγόρη Φαράκο:

«Οι διεθνείς συνθήκες ήταν σαφείς. Ήταν ολοφάνερη η απόφαση των Άγγλων να αντιμετωπίσουν ένοπλα την οποιαδήποτε αντίδραση. Η απόφαση λοιπόν για ένοπλη σύγκρουση ήταν το λιγότερο παράλογη… Όλα αυτά τα χρόνια το ΚΚΕ έχει αναθεματίσει σε όλους τους τόνους τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Η άποψή μου είναι ότι η Βάρκιζα ήταν μια συνέχεια και συνέπεια των προηγούμενων εξελίξεων. Και ήταν υποχρεωτική την ώρα που έγινε».

Η αστική τάξη δεν έχει ούτε τύψεις ούτε αυταπάτες:

«Δια να υπάρξη ο Δεκέμβριος έπρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνον με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και δια να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι δια την Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να υπογραφεί το σύμφωνον της Καζέρτας. Και δια να γίνει η Στάσις του Δεκεμβρίου έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθεί ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήσει την Στάσιν, υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι οδήγουν προς την συντριβήν του».

Γεώργιος Παπανδρέου (ο Γέρος της … Δημοκρατίας)

Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν ο επικεφαλής της ελληνικής κυβέρνησης που προέκυψε από τον συμβιβασμό του ΕΑΜ στον Λίβανο. Αυτή η κυβέρνηση ματοκύλισε την Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1944. Όπως αποκαλύπτεται και από την περιγραφή του, το αστικό στρατόπεδο στην Ελλάδα ούτε μια στιγμή δεν δίστασε σε κανέναν ελιγμό και οποιοδήποτε έγκλημα προκειμένου να μην παραχωρήσει ούτε χιλιοστό από την εξουσία στον λαό και την Αριστερά.

Φυσικά, θα ήταν αδιανόητο κάτι διαφορετικό. Η ελληνική αστική τάξη στα τέλη του 1944 βρέθηκε να παλεύει -για πρώτη και μοναδική φορά στην ύπαρξή της- για να μη χάσει την εξουσία. Και το κομμάτι του αστικού πολιτικού επιτελείου που ακολούθησε τον βασιλιά και τους Άγγλους στη Μέση Ανατολή, αλλά και η πλειονότητα της αστικής τάξης που έμεινε στην Ελλάδα και συνεργάστηκε με τους Ναζί, άφησαν στην άκρη τις διαφορές τους και ενώθηκαν απέναντι στον εχθρό λαό.

Στον Δεκέμβρη του ΄44 η Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος, οι μοναδικές στρατιωτικές δυνάμεις που διέθετε η αστική κυβέρνηση Παπανδρέου, πολέμησαν δίπλα-δίπλα με τους χιλιάδες χίτες και ταγματασφαλήτες. Όλο αυτό το κατακάθι του έθνους το είχε παραδώσει ο ΕΛΑΣ στους Άγγλους για να δικαστούν για τα εγκλήματά τους στο πλευρό των Ναζί. Αλλά απέναντι στην Αριστερά και την εργατική τάξη όλοι οι πρόθυμοι φονιάδες ήταν καλοδεχούμενοι. Έτσι πολιτεύτηκε το «στρατόπεδο της Δημοκρατίας».

Και η Αριστερά; Το ΚΚΕ; Όσο κυνισμό και αναλγησία διέθετε η αστική τάξη, άλλο τόσο ήταν τυφλή και μεθυσμένη από τις αυταπάτες η ηγεσία της Αριστεράς. Και δεν επρόκειτο για στιγμιαίο λάθος, για εγκληματική έστω ανεπάρκεια κάποιων ηγετικών στελεχών.

Το ΚΚΕ από το 1934 ακόμα, με την περίφημη απόφαση της 6ης Ολομέλειας, είχε ενστερνιστεί τη «θεωρία των σταδίων». Με άλλα λόγια: Στην Ελλάδα οι συνθήκες δεν είναι τάχα ώριμες για σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά μονάχα για μια «αστικοδημοκρατική αλλαγή», όπου η Αριστερά και η εργατική τάξη θα είναι σύμμαχοι με το υποτιθέμενο προοδευτικό και εθνικό κομμάτι της αστικής τάξης απέναντι στο ξενόδουλο.

Ήταν η πολιτική της 6ης Ολομέλειας που οδήγησε το ΚΚΕ στο Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, την προσπάθεια συμμαχίας με τη βενιζελική παράταξη και, κατόπιν, στον πυροσβεστικό ρόλο της κομματικής ηγεσίας απέναντι στην εξεγερμένη εργατική τάξη της Σαλονίκης τον Μάη του ’36 και αποτέλεσμα τη νίκη του Μεταξά και την επικράτηση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.

Αλλά η πανωλεθρία της Βάρκιζας υπήρξε χωρίς προηγούμενο. Ένα ένοπλο επαναστατικό κίνημα που έλεγχε το σύνολο σχεδόν της ελληνικής επικράτειας, παρέδωσε τα όπλα και διέλυσε τις μονάδες του. Οι δοσίλογοι των ταγμάτων ασφαλείας ξανάγιναν οι κυρίαρχοι των δρόμων και των γειτονιών. Και ακολούθησε η κάθοδος στον Άδη για τους ανθρώπους που οργάνωσαν την αντίσταση στους ναζί.

Υπήρχε άλλη επιλογή;

Είναι ψέμα πως το ΚΚΕ και το ΕΑΜ δεν μπορούσαν να πετάξουν τους Άγγλους και την αστική τάξη στη θάλασσα τον Δεκέμβρη του ’44, έστω και μετά τις διπλωματικές καταστροφές του Λιβάνου και της Καζέρτας που τους έφεραν πίσω στην Ελλάδα. Η συντριπτική πλειοψηφία των δυνάμεων του ΕΛΑΣ δεν ενεπλάκησαν στη μάχη των Δεκεμβριανών για να «αποφύγουν να προκαλέσουν» τον αγγλικό στρατό που σάρωνε χωρίς συγκρατημό με τα αεροπλάνα του και τα τανκς τις συνοικίες της Αθήνας.

Αλλά ακόμη και αν ο ΕΛΑΣ έπρεπε υποχρεωτικά να αποχωρήσει από την Αθήνα και να περιοριστεί στην άμυνα στα βουνά, θα είχε τη δυνατότητα -κρατώντας τον οπλισμό και τους σχηματισμούς του- να υπερασπίσει πολύ καλύτερα τον λαό και τους αγωνιστές του από το μαχαίρι της Δεξιάς και της αντεπανάστασης. Τον εμφύλιο πόλεμο το ΚΚΕ δεν μπόρεσε να τον αποφύγει. Μόνο που αναγκάστηκε να τον δώσει κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες, όταν ο ταξικός εχθρός είχε οργανωθεί σε κράτος και ο οργανωμένος κόσμος της Αριστεράς στις πόλεις τραβούσε για τα εκτελεστικά αποσπάσματα και τα ξερονήσια.

Όσο για τους «διεθνείς συσχετισμούς» και την υπεροπλία των Άγγλων: Μεγάλο κομμάτι του αγγλικού στρατού στην Αθήνα το 1944 ήταν Ινδοί στρατιώτες. Μια ζύμωση και προκηρύξεις ενάντια στον αγγλικό ιμπεριαλισμό και υπέρ της ανεξαρτησίας της Ινδίας, μόνο προβλήματα και διάλυση θα προκαλούσε στον στρατό του Σκόμπυ. Αλλά και το καθαρά αγγλικό στρατιωτικό προσωπικό δεν θα έμενε ανεπηρέαστο από τη ζύμωση του ΕΛΑΣ. Οι Άγγλοι φαντάροι σε συντριπτικό ποσοστό αντιπαθούσαν την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία τους και σιχαίνονταν τον Τσώρτσιλ. Στις εκλογές που ακολούθησαν λίγο μετά οι φαντάροι του αγγλικού στρατού ψήφισαν μαζικά ενάντια στον Τσώρτσιλ και τον πέταξαν, μαζί με τους Τόρηδες, από την εξουσία.

Αλλά δεν υπάρχει καμιά δύναμη που να μπορεί ποτέ να αλλάξει τους «αρνητικούς συσχετισμούς» χωρίς πολιτική ανεξαρτησία και συγκροτημένη πολιτική σκέψη. Η ηγεσία του ΚΚΕ επιχείρησε να σταθεί σε δύο βάρκες. Και στους «από κάτω» που πάλευαν για λαοκρατία και καλύτερη ζωή και στους «προοδευτικούς» αστούς. Και, όπως ήταν φυσικό, βρέθηκε στο νερό. Το ΚΚΕ στάθηκε πολύ λίγο απέναντι στο καθήκον της ηγεσίας του κινήματος.

Ίσως το χαρακτηριστικότερο δείγμα της πολιτικής σύγχυσης της ηγεσίας του ΚΚΕ στη Βάρκιζα ήταν αυτή εδώ η δήλωση, μία μόλις μέρα πριν υπογραφεί η ολέθρια συμφωνία:

«Εφόσον οι μεγάλοι σύμμαχοι αποφάσισαν πως η παρουσία του βρετανικού στρατού στην Ελλάδα είναι χρήσιμη, σημαίνει πως είναι. Πιστεύουμε πως η σύγκρουση ΕΛΑΣ και Βρετανών ήταν αποτέλεσμα μιας θλιβερής παρεξήγησης, η οποία ελπίζουμε θα ξεχαστεί».

(Γιώργης Σιάντος, ηγέτης του ΚΚΕ, σε συνέντευξή του στους ξένους ανταποκριτές στις 12 Φλεβάρη 1945, αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας).

Η πιο μεγάλη επαναστατική ευκαιρία που γεννήθηκε ποτέ στην Ελλάδα, συντρίφτηκε. Όχι εξαιτίας των «αρνητικών συσχετισμών», αλλά επειδή η ηγεσία του κινήματος, το ΚΚΕ, δεν είχε κανένα σκοπό να δώσει τη μάχη.

Για να πάρουμε νικηφόρα τη ρεβάνς στην επόμενη ευκαιρία, πρέπει να έχουμε σφυρηλατήσει μια άλλη επαναστατική αριστερά, με καθαρές ιδέες. Και, κυρίως, χωρίς αυταπάτες για τις προθέσεις του ταξικού εχθρού.