1

OTροτσκισμός μετά τον Τρότσκι (V+VI)

Του Τόνι Κλιφ

Κεφάλαιο 5: Η κληρονομιά

Το παρόν κείμενο ξεκίνησε με την αντιπαραβολή μεταξύ των προβλέψεων του Τρότσκι για την κατάσταση στον κόσμο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το τι πραγματικά έγινε. Ακολούθησε η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η μεγάλη πλειονότητα των τροτσκιστών έκλεισε τα μάτια της μπροστά στην πραγματικότητα, παραμένοντας πιστή στα λεγόμενα του Τρότσκι, ξεκόβοντας όμως έτσι πλήρως από το πνεύμα του. Ο Τρότσκι θα μπορούσε δικαίως να πει : “Έσπειρα δόντια δράκων αλλά θέρισα ψύλλους.” Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί ο Μαντέλ, ο Πάμπλο και άλλοι κορυφαίοι τροτσκιστές, που ήταν πολύ σοβαροί και όχι ηλίθιοι, αντέδρασαν έτσι και προτίμησαν να ζουν σε έναν φανταστικό κόσμο; Ο λόγος ήταν ότι επί αρκετά χρόνια σκοτεινής αντίδρασης – του ναζισμού και του σταλινισμού – οι τροτσκιστές βρίσκονταν πολύ απομονωμένοι με ελάχιστες ρίζες στην εργατική τάξη. Όντας στην έρημο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, διψασμένοι για το νερό, υπέκυψαν σε ψευδαισθήσεις, βλέποντας οφθαλμαπάτες από πράσινα δέντρα και νερά.

Προσπαθώντας να ακολουθήσει την ουσία των κειμένων του Μαρξ, του Λένιν, της Λούξεμπουργκ και του Τρότσκι και να συμβαδίσει με την πραγματική κατάσταση στον κόσμο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Διεθνής Σοσιαλιστική Τάση μπήκε στον κόπο να αναπτύξει τρία κομμάτια της θεωρίας: τον προσδιορισμό της σταλινικής Ρωσίας ως κρατικού καπιταλισμού που εξηγούσε τη μακρόχρονη σταθερότητα και την μελλοντική κατάρρευση του,την μακρόχρονη έκρηξη του δυτικού καπιταλισμού που πατούσε πάνω στην μόνιμη οικονομία όπλων, αλλά εμπεριείχε τους σπόρους των μελλοντικών κρίσεων και μια εξήγηση για τις νίκες του Μάο και του Κάστρο μέσω της διεθλασμένης διαρκούς επανάστασης.

Υπήρχαν συνδετικοί κρίκοι στον πραγματικό κόσμο μεταξύ αυτών των τριών θεωριών; Πράγματι υπήρχαν. Η επιβίωση και η ισχύς του σταλινικού καθεστώτος στη Ρωσία αποτελούσε το κλειδί για τις άλλες δύο επεξεργασίες.

Καταρχάς, η σταλινική επιρροή διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο να μην μετατραπούν οι μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σε προλεταριακές επαναστάσεις. Οι κοινωνικές εντάσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο ήταν πολύ οξύτερες και βαθύτερες από ό, τι στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε πυροδοτήσει επαναστάσεις στη Ρωσία, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ουγγαρία και επαναστατικές καταστάσεις σε πληθώρα άλλων χωρών. Αν αυτό δε συνέβη το 1945, αυτό οφείλεται στα κομμουνιστικά κόμματα. Χρησιμοποιώντας τη ριζοσπαστική τους αύρα, οι σταλινικοί ηγέτες ήταν σε θέση να παίξουν τον βασικό ρόλο στο να μπει φρένο στην ανερχόμενη παλίρροια της επανάστασης, λειτουργώντας ως ασπίδα προστασίας για τον καπιταλισμό.

Τα παραδείγματα της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας αποτυπώνουν τις δυνατότητες που χάθηκαν. Τον Αύγουστο του 1944 ήταν η Αντίσταση, υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, που απελευθέρωσε το Παρίσι από τα ναζιστικά στρατεύματα: ο πλήρης έλεγχος πέρασε στα χέρια του. Ας συγκρίνουμε τους κομμουνιστές με τις αντίπαλες πολιτικές ομάδες. Το βιβλίο «Η Πολιτική του Πολέμου» του Γκάμπριελ Κόλκο εξηγεί ότι «οι 3 γκωλικές ιδεολογικά ομάδες Αντίστασης αποτελούσαν σταθερά μια μικρή μειοψηφία. Σε πολλές περιοχές-κλειδιά της Γαλλίας δεν υπήρχαν καθόλου.»[124] Το Σοσιαλιστικό Κόμμα εξάλλου στερούταν λαϊκής υποστήριξης:

Οι Σοσιαλιστές ήταν το κατ’ εξοχήν κόμμα της Τρίτης Δημοκρατίας και η παθολογική επιδίωξή τους να παραμείνουν στην πολιτική σκηνή, ακόμα και επί καθεστώτος Βισύ, τελικά κατέληξε στο να φύγουν από το κόμμα τα δύο τρίτα των μελών της Εθνοσυνέλευσης κατηγορώντας το για δοσιλογισμό και συμβιβασμό. Μετά το 1941 οι Σοσιαλιστές εξαφανίστηκαν κυριολεκτικά ως κόμμα και μόνο σταδιακά άρχισαν να ανασυγκροτούνται μετά το 1944. [125]

Έτσι έμεινε το πεδίο ελεύθερο για το Κομμουνιστικό Κόμμα: «Το ΚΚ κυριάρχησε στην οργάνωση της Αντίστασης, με τους αντάρτες των FrancsTireurs et Partisans (=ελεύθεροι σκοπευτές και παρτιζάνοι) … να αποτελούν τη μεγαλύτερη οργάνωση». [126] Ο Ίαν Μπέρτσαλ περιγράφει την κατάσταση στη Γαλλία ως εξής:

«Η απελευθέρωση της Γαλλίας από τη ναζιστική κατοχή στο δεύτερο μισό του 1944 οδήγησε τη χώρα σε κατάσταση αναβρασμού. Αρχικά η κεντρική κυβέρνηση ελάχιστα ήλεγχε την κατάσταση. Σε διάφορους δήμους δημιουργήθηκαν επιτροπές απελευθέρωσης. Στη Μασσαλία, οι τοπικές αρχές ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα τοπικών κοινωνικοποιήσεων χωρίς καν να συμβουλευτούν το Παρίσι. Δημιουργήθηκαν λαϊκά δικαστήρια και εκτελέστηκαν περίπου 11.000 δοσίλογοι.»

Οι επιτροπές απελευθέρωσης ελέγχονταν ως επί το πλείστον από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και η κυβέρνηση ήταν ανίσχυρη να παρέμβει, με τον υπουργό εσωτερικών να τους απευθύνει έκκληση να σταματήσουν να ενεργούν αυτόνομα. Μόνο η παρέμβαση του Μορίς Τορέζ, ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος, μπορούσε να τους σταματήσει. Ο τελευταίος επέμενε:

«Οι τοπικές επιτροπές απελευθέρωσης δεν πρέπει να υποκαταστήσουν την ηγεσία των δήμων και των υπουργείων, όπως και το Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης δεν έχει υποκαταστήσει την κυβέρνηση.»[127]

Ήταν ο Μορίς Τορέζ που, επιστρέφοντας από τη Μόσχα στη Γαλλία, απεύθυνε το κάλεσμα “Μια αστυνομία. Ένας Στρατός. Ένα κράτος.”Και έτσι η Αντίσταση αφοπλίστηκε. Ο Κόλκο γράφει:

«Ο Τορέζ επέβαλε πειθαρχία στην παλαιότερη, μαχητική ηγεσία γύρω από τον Αντρέ Μαρτί και τον Σαρλ Τιλόν, τους οποίους τελικά έδιωξε από το κόμμα. Απαγόρευσε τις απεργίες και απαίτησε από τους εργάτες να δουλεύουν περισσότερο και ενέκρινε τη διάλυση των [Αντιστασιακών Οργανώσεων]. Υπέταξε κάθε κοινωνικό στόχο στον στόχο της νίκης στον πόλεμο. «Το καθήκον των Επιτροπών Απελευθέρωσης δεν είναι να διοικούν», δήλωνε στην κεντρική επιτροπή του κόμματος τον Ιανουάριο του 1945, «αλλά να βοηθούν αυτούς που διοικούν. Πρέπει, πάνω απ ‘όλα, να κινητοποιήσουν, να εκπαιδεύσουν και να οργανώσουν τις μάζες ώστε να πετύχουν τη μέγιστη πολεμική προσπάθεια και να υποστηρίξουν την Προσωρινή Κυβέρνηση στην υλοποίηση του προγράμματος που κατατέθηκε από την Αντίσταση.”Εν συντομία, στο κρίσιμο σημείο της ιστορίας του γαλλικού καπιταλισμού, το κόμμα της αριστεράς αρνήθηκε να δράσει εναντίον του. «Η ενότητα του έθνους», δεν κουραζόταν ποτέ να επαναλαμβάνει ο Τορέζ, αποτελούσε  «κατηγορηματική προσταγή» … Το κόμμα συνέβαλε στον αφοπλισμό της Αντίστασης, στην ανάκαμψη μιας ετοιμοθάνατης οικονομίας και στην αναγκαία σταθεροποίηση που χρειαζόταν η παλιά τάξη πραγμάτων για να πάρει σημαντικές ανάσες – κι αργότερα μάλιστα καμάρωνε γι’ αυτό το κατόρθωμα. [128]

Αν μην τι άλλο, στην Ιταλία το κύμα της επανάστασης έφτασε ακόμη ψηλότερα. Ο Πιέρ Μπρουέ γράφει: «Στην Ιταλία ήταν η εργατική δράση – και κανείς δεν θα εκπλαγεί όταν μάθει ότι η δράση ξεκίνησε από το εργοστάσιο της Fiat – που τελικά τίναξε το έδαφος πάνω στο οποίο πατούσε το καθεστώς των φασιστών και έσκαψε τον τάφο του Μπενίτο Μουσολίνι». [129]

Η απεργία στο τεράστιο εργοστάσιο της Fiat μετατράπηκε σε γενική απεργία που κατεδάφισε το καθεστώς την επόμενη μέρα. Έναν χρόνο αργότερα:

«Τον Μάρτιο του 1944 … μια νέα και ακόμη πιο εντυπωσιακή διαδήλωση διαδόθηκε σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ιταλία. Αυτή τη φορά τα συνθήματα των απεργών ήταν πιο πολιτικά, απαιτώντας άμεση ειρήνη και τον τερματισμό της πολεμικής παραγωγής για λογαριασμό της Γερμανίας. Ο αριθμός των διαδηλωτών ξεπέρασε και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. 300.000 εργαζόμενοι βγήκαν στους δρόμους στην περιοχή του Μιλάνου. Στην ίδια την πόλη οι εργάτες των τραμ απέργησαν την 1η Μαρτίου και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη δουλειά τους την 4η και 5η μέρα λόγω μιας τρομοκρατικής εκστρατείας εναντίον τους. Η απεργία επεκτάθηκε πέρα από τη βιομηχανική ζώνη στα κλωστοϋφαντουργικά εργοστάσια στην επαρχία της Βενετίας και στις σημαντικές ιταλικές πόλεις Μπολόνια και Φλωρεντία. Οι γυναίκες και οι κατώτεροι μισθωτοί ήταν στην πρώτη γραμμή της μάχης. Κάποια στιγμή την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι κατέστρεψαν τα εργαλεία τους.» [130]

Ο οικονομικός, πολιτικός και ένοπλος αγώνας της ιταλικής εργατικής τάξης διεξαγόταν ασταμάτητα, πράγμα που σήμαινε ότι το 1945 οι εργατικές περιοχές στο Τορίνο αποτελούσαν ουσιαστικά περιοχές απαγορευμένες για τους φασίστες και τους Γερμανούς. [131] Τελικά:

«Την 1η Μαΐου ολόκληρη η βόρεια Ιταλία ήταν ελεύθερη. Ο λαϊκός κι επαναστατικός χαρακτήρας της απελευθέρωσης, που άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στις μνήμες εκείνων που είχαν συμμετάσχει, έγινε ευπρόσδεκτη στις περισσότερες συνοικίες. Σε άλλες προκάλεσε σοβαρή ανησυχία. Υπήρξε ένα μεγάλο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, με ίσως μέχρι και 12.000-15.000 άτομα να εκτελούνται αμέσως μετά την απελευθέρωση. Όσο για τους βιομηχάνους του Βορρά, ήλπιζαν σε μια ανώδυνη μετάβαση της εξουσίας από τους φασίστες στις αγγλοαμερικανικές αρχές. Αντ’ αυτού βρήκαν τα εργοστάσια τους κατειλημμένα, τους εργάτες οπλισμένους, και ένα διάστημα 10 μερών μεταξύ της εξέγερσης και της άφιξης των συμμάχων. Οι πιο σεσημασμένοι δοσίλογοι δεν τόλμησαν να περιμένουν και διέφυγαν στην Ελβετία. Τους επόμενους μήνες ο φόβος της επικείμενης κοινωνικής επανάστασης παρέμενε πολύ ισχυρός στους καπιταλιστικούς κύκλους.» [132]

Το γεγονός ότι αυτή η επανάσταση δεν υλοποιήθηκε οφείλεται κυρίως στον έλεγχο που άσκησε το ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Μπρουέ γράφει:

«Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα – αυτό το κομμάτι της Κομμουνιστικής Διεθνούς που υπόκειτο στον άμεσο έλεγχο της Μόσχας –επιδίωξε προσέγγιση με τους «επισήμους», τους «μετανιωμένους» φασίστες, τους στρατηγούς και τους ηγέτες της εκκλησίας, για να προτείνει έναν συμβιβασμό με στόχο να τους σώσει από την πίεση του κινήματος με αντάλλαγμα ένα υπουργείο της κυβέρνησης και συνεπώς και με τη νομιμοποίηση των εκπροσώπων του κόμματος που βρίσκονταν στη Μόσχα». [133]

Όπως και ο Τορέζ στη Γαλλία,  βασικός ρόλο διαδραμάτισε ο Ιταλός Κομμουνιστής ηγέτης, ο Τολιάτι, που επέστρεψε μετά από μεγάλη παραμονή του στη Μόσχα. Ο Γκίνσμπουργκ γράφει:

«Κατά την άφιξή του στο Σαλέρνο, ο Τολιάτι εξήγησε στους συντρόφους του, εν μέσω μεγάλης έκπληξης και εν μέρει διαφωνιών, τη στρατηγική που σκόπευε να ακολουθήσει το κόμμα στο εγγύς μέλλον. Οι κομμουνιστές, είπε, θα έπρεπε να θέσουν σε αναστολή την ανοιχτά εκφρασμένη εχθρότητά τους στη μοναρχία. Αντίθετα, έπρεπε να πείσουν όλες τις αντιφασιστικές δυνάμεις να συμμετέχουν στην βασιλική κυβέρνηση, η οποία  πλέον ήλεγχε όλη την Ιταλία νότια του Σαλέρνο. Η συμμετοχή στην κυβέρνηση, υποστήριζε ο Τολιάτι, ήταν το πρώτο βήμα προς την επίτευξη του πρωταρχικού στόχου της περιόδου – της εθνικής ενότητας απέναντι στους Ναζί και τους φασίστες. Ο κύριος στόχος των κομμουνιστών έπρεπε να είναι η απελευθέρωση της Ιταλίας, όχι η σοσιαλιστική επανάσταση.

Ο Τολιάτι επέμενε ότι η ενότητα της περιόδου του πολέμου θα έπρεπε, ει δυνατόν, να συνεχιστεί και στην περίοδο της ανασυγκρότησης. Αυτός ο μεγάλος συνασπισμός έπρεπε να αγκαλιάσει όχι μόνο τους Σοσιαλιστές αλλά και τους Χριστιανοδημοκράτες (DC). Σε μια ομιλία στη Ρώμη τον Ιούλιο του 1944 χαρακτήρισε το DC ως κόμμα που είχε στις τάξεις του “μάζες εργαζομένων, αγροτών, διανοουμένων και νέων, οι οποίοι ουσιαστικά μοιράζονται τις φιλοδοξίες μας, γιατί όπως κι εμείς επιθυμούν μια δημοκρατική και προοδευτική Ιταλία”. [134]

Τον Απρίλιο του 1944 ο Τολιάτι επιχειρηματολόγησε ότι τα κόμματα της Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης έπρεπε να δηλώσουν όρκο πίστης στον βασιλιά και να συμμετέχουν στην κυβέρνηση του στρατάρχη Μπαντόλιο. Ο Μπαντόλιο ήταν αρχιστράτηγος του Μουσολίνι και ηγέτης των ιταλικών στρατευμάτων που εισέβαλαν στην Αιθιοπία το 1935. Ο Τολιάτι έφτασε να γίνει ένας από τους υπουργούς του Μπαντόλιο! [135]

Στη Γερμανία, ο επαναστατικός αγώνας ήταν ακόμα πιο δύσκολος απ’ ότι στη Γαλλία και την Ιταλία, αλλά ακόμη και εδώ διαφάνηκε μια δυνατότητα επανάστασης που δεν πραγματοποιήθηκε. Είναι αλήθεια ότι η ναζιστική καταστολή έκανε την αντίσταση στο Τρίτο Ράιχ εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, αλλά αυτή ήταν μόνο η μία πλευρά της εξίσωσης. Η δυνατότητα για αντεπίθεση υποσκάφθηκε συστηματικά από το αντιναζιστικό στρατόπεδο. Η καταστροφική πολιτική ηγεσία του ρεφορμιστικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και πάνω απ’ όλα του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) υπό τον σταλινικό έλεγχο εγκατέλειψε τους Γερμανούς εργάτες μέσα στην απογοήτευση και τη σύγχυση, κι επιτράπηκε στον Χίτλερ να ανέλθει στην εξουσία χωρίς να «σηκωθεί ούτε ένα δάχτυλο» εναντίον του.

Η υπογραφή του Συμφώνου Χίτλερ-Στάλιν το 1939 έσπασε το ηθικό των Γερμανών Κομμουνιστών που συγκροτούσαν τη μόνη μαζική αντίσταση στον ναζισμό. Ενδεικτικό είναι ότι οι κατασχέσεις παράνομων φυλλαδίων από την Γκεστάπο μειώθηκαν από 15.922 το 1939 σε μόλις 1.277 το 1940.

Ακόμη και όταν ο πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, η τακτική των Συμμάχων φαινόταν να είναι η αποθάρρυνση εξέγερσης ενάντια στο Τρίτο Ράιχ και να καλλιεργούν αντ’ αυτού μια θλιβερή νομιμοφροσύνη. Στην Ανατολή, ο Στάλιν ισχυριζόταν ότι δίνει τον “Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο” και  στόχος, αντί για το ναζιστικό καθεστώς, έγιναν όλοι οι Γερμανοί. Η αντι-γερμανική, επί της ουσίας ρατσιστική, προπαγάνδα της Ρωσίας υπονόμευσε την ανάπτυξη ενός κινήματος αντίστασης στους Ναζί. Ξανά και ξανά, ο Ίλια Έρενμπουργκ, γράφοντας στον ρωσικό Τύπο, επαναλάμβανε τη φράση “Καλός Γερμανός είναι ο νεκρός Γερμανός”. Θυμάμαι ένα σύντομο άρθρο του, στο οποίο περιγράφει πως ένας Γερμανός στρατιώτης, αντιμετωπίζοντας έναν Ρώσο στρατιώτη, σήκωσε ψηλά τα χέρια και είπε: “Είμαι γιος σιδηρουργού” – υπάρχει καλύτερη διατύπωση ταυτοποίησης της εργατικής τάξης Ποια ήταν η αντίδραση του Ρώσου στρατιώτη; Ο Έρενμπουργκ γράφει: «Ο Ρώσος στρατιώτης είπε:‘Είσαι Γερμανός και υπεύθυνος για τα εγκλήματα των Γερμανών’ και στη συνέχεια έμπηξε την ξιφολόγχη του στο στήθος του Γερμανού στρατιώτη.»

Οι Γερμανοί στρατιώτες σταμάτησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με επανάσταση εναντίον του Αυτοκράτορα, αλλά στις συνθήκες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν προέκυψε τέτοια εξέγερση, γιατί όπως εξηγούσε ένας στρατιώτης: «Ο Θεός απαγορεύει να χάσουμε τον πόλεμο. Αν η εκδίκηση έρθει κατά πάνω μας, θα περάσουμε δύσκολες μέρες.»

Αλλά οι σπόροι της επανάστασης ήταν ακόμα εκεί. Στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο μπαμπούλας της καταστολής πάνω από τους Γερμανούς εργάτες εξαλείφθηκε και τους δόθηκε μια πραγματική ευκαιρία να εκφραστούν. Αυτό που ακολούθησε ήταν εκπληκτικό. Ένα γιγάντιο κίνημα αντιφασιστικών επιτροπών, των «Αντίφα», σάρωνε όλη τη Γερμανία κάθε φορά που απελευθερωνόταν μια περιοχή από τον ναζισμό. Δημιουργήθηκαν πολύ περισσότερες από 500 τέτοιες επιτροπές, οι οποίες ήταν σε συντριπτικά ποσοστά εργατικές στη σύνθεση τους. Για μια σύντομη περίοδο, μεταξύ της ανατροπής του ναζιστικού καθεστώτος και της επαναφοράς της «τάξης» από τις κατοχικές Συμμαχικές Δυνάμεις (τη Ρωσία στην Ανατολή, τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Δύση), οι εργάτες ήταν ελεύθεροι με μια διπλή έννοια. Όχι μόνο είχε εξαφανιστεί η ναζιστική τυραννία, αλλά η κυριαρχία της Γκεστάπο είχε διακόψει προσωρινά τη διαβρωτική επιρροή τόσο των ρεφορμιστών σοσιαλδημοκρατών ηγετών όσο και του σταλινικού κομμουνιστικού κόμματος.

Οι «Αντίφα» αναπτύχθηκαν ραγδαία. Στη Λειψία (Ανατολική Γερμανία) υπήρχαν 38 τοπικές επιτροπές που αριθμούσαν 4.500 αγωνιστές και 150.000 οπαδούς. Παρά τις δυσκολίες που είχε γεννήσει η καταστροφή του πολέμου (ο πληθυσμός είχε πέσει από 700.000 σε 500.000, για παράδειγμα), περίπου 100.000 άνθρωποι διαδήλωσαν την Πρωτομαγιά του 1945. Στη Βρέμη (Δυτική Γερμανία), μια πόλη όπου το 55% των σπιτιών ήταν πλέον μη κατοικήσιμο και το ένα τρίτο του πληθυσμού είχε μεταναστεύσει, υπήρχαν 14 τοπικές ομάδες, που αριθμούσαν 4.265 μέλη. 15 μέρες αργότερα ο αριθμός είχε γίνει 6.495. Πολλές επιτροπές«Αντίφα» οργανώθηκαν στους χώρους δουλειάς. Στο κέντρο της περιοχής του Ρουρ, λίγο μετά την απελευθέρωση, μια συνέλευση εργοστασιακών αντιπροσώπων αριθμούσε 360 αντιπροσώπους από 56 ορυχεία και πολλές άλλες επιχειρήσεις.

Οι «Αντίφα» ήταν αποφασισμένοι να συντρίψουν τον ναζισμό. Ξεκίνησαν απεργίες με αίτημα το ξήλωμα των Ναζιστών. Στη Βρέμη και αλλού τα κτίρια του ναζιστικού συνδικάτου, του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου, καταλήφθηκαν. Όσοι επέστρεφαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εγκαθίσταντο σε χώρους που διατίθεντο στους Ναζί και οι πιο σεσημασμένοι από αυτούς παραδίδονταν στις αρχές. Η Στουτγκάρδη προχώρησε πιο πέρα και ίδρυσε τα δικά της “επαναστατικά δικαστήρια”.

Αναπτυσσόταν η αίσθηση ότι μόνο αν οι εργάτες αναλάβουν οι ίδιοι δράση θα μπορούσαν να εξαλείψουν πλήρως τον Ναζισμό. Το ορυχείο Prince Regent στη  Μπόχουμ κάλεσε σε πολιτική γενική απεργία και λάνσαρε το σύνθημα “Ζήτω ο Κόκκινος Στρατός”, με αναφορά όχι στις σοβιετικές δυνάμεις αλλά στις δυνάμεις της εξέγερσης κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Επανάστασης του 1918-23. Διατύπωσε την άποψη ότι «στο μέλλον δεν θα υπάρχουν πλέον εργοδότες όπως πριν. Πρέπει να οργανωθούμε και να δουλεύουμε σαν να είναι η επιχείρηση δική μας!» Σε κάποια εργοστάσια οι εργαζόμενοι κατέλαβαν τα εργοστάσιά τους και η διοίκηση το έβαλε στα πόδια. Οι «Αντίφα» δημιούργησαν τις δικές τους εργατικές πολιτοφυλακές και αντικατέστησαν τους αρχηγούς της αστυνομίας και τους δημάρχους με τους δικούς τους εκπροσώπους. Η κατάσταση στη Στουτγκάρδη και το Ανόβερο περιγραφόταν ως «δυαδική εξουσία», με τους Αντίφα να έχουν οργανώσει δικά τους αστυνομικά σώματα, έχοντας καταλάβει πολλά κομβικά τοπικά διοικητικά πόστα και ξεκινώντας να οργανώνουν υπό τον έλεγχό τους κρίσιμες  υπηρεσίες όπως η παροχή τροφίμων.

Η αυτόπτης μαρτυρία ενός αξιωματούχου των Ηνωμένων Πολιτειών αξίζει να εξεταστεί σε βάθος:

«Σε πολλές και διαφορετικές περιοχές, και με πολλά διαφορετικά ονόματα και προφανώς χωρίς καμία σχέση μεταξύ τους, τα αντι-ναζιστικές ενωτικές μετωπικές πρωτοβουλίες έκαναν σύντομα μετά την κατάρρευση της ναζιστικής κυβέρνησης την εμφάνισή τους … Αν και δεν έχουν καμία επαφή μεταξύ τους, αυτές οι ομάδες παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες στον τρόπο συγκρότησης και στο πρόγραμμά τους. Η πρωτοβουλία για τη δημιουργία τους φαίνεται σε κάθε περίπτωση να λαμβάνεται από τους ανθρώπους που ήταν ενεργοί κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου και με τη μια ή την άλλη μορφή διατηρούσαν μια επαφή μεταξύ τους … Η αποκήρυξη των Ναζί, η προσπάθεια να αποτραπεί η ανάπτυξη  ενός παράνομου ναζιστικού κινήματος, η αποναζιστικοποίηση των πολιτικών αρχών και της ιδιωτικής βιομηχανίας, η βελτίωση των συνθηκών στέγασης και η διανομή τροφίμων – αυτά είναι τα κεντρικά ζητήματα που απασχολούν τις νεοσύστατες οργανώσεις … Το συμπέρασμα βγαίνει λοιπόν αβίαστα, ότι αυτές οι συλλογικότητες εκπροσωπούν την αυθόρμητη συσπείρωση των δυνάμεων αντι-ναζιστικής αντίστασης, οι οποίες, όσο συντηρούνταν το καθεστώς τρομοκρατίας, ήταν ανίσχυρες.

Η αναφορά συνέχιζε να αντιπαραβάλλει τις δραστηριότητες της Αριστεράς, η οποία τόνιζε ότι το ξερίζωμα κάθε ίχνους του ναζισμού αποτελούσε προϋπόθεση για μια νέα αρχή με αυτές της Δεξιάς που “επικεντρώθηκε στην προσπάθεια να διασώσει οτιδήποτε μπορούσε να φανεί χρήσιμο από τα συντρίμμια του καθεστώτος του Χίτλερ”.

Δυστυχώς, οι Αντίφα μπόρεσαν να υπάρχουν μόνο σε κάποιες περιοχές και για μερικές εβδομάδες, επειδή βρήκαν απέναντί τους όχι μόνο τις κατοχικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένου του ρωσικού στρατού) αλλά και τους σταλινικούς στο εργατικό κίνημα. Μόλις οι δυνάμεις κατοχής εξασφάλισαν τον έλεγχο της περιοχής, οι Αντίφα τέθηκαν σε απαγόρευση. Αυτό ίσχυσε τόσο στον ανατολικό τομέα που ελεγχόταν από τη Ρωσία όσο και στον δυτικό τομέα. Οι Αντίφα διαλύθηκαν με τη συνεργασία και των δύο εργατικών κομμάτων. Μετά τη συμφωνία της Γιάλτας, το σταλινικόKPD δέχθηκε ότι οι δυτικοί σύμμαχοι είχαν πλήρη δικαιώματα να ελέγξουν τη σφαίρα επιρροής τους και φυσικά δεν ήταν διατεθειμένοι να ανεχτούν ούτε την οποιαδήποτε ανεξάρτητη δράση στην Ανατολή. Στη Δύση, το ρεφορμιστικό SPD δεν ενδιαφερόταν διόλου για την προώθηση της επανάστασης. Έτσι, η εν λόγω περίοδος ήταν σύντομη – λίγες μόνο εβδομάδες σε κάποιες περιοχές την άνοιξη του 1945. Παρ ‘όλα αυτά, οι εξελίξεις αποκάλυψαν τη μεγάλη δύναμη που μπλοκαρίστηκε, σε μεγάλο βαθμό από τον σταλινισμό -από τα πάνω και από τα κάτω. [136]

 

Κεφάλαιο 6: Συμπέρασμα

Αν το σταλινικό καθεστώς δεν είχε επιβιώσει από τον πόλεμο, όπως προέβλεπε ο Τρότσκι, είναι σίγουρο ότι τα σταλινικά κόμματα σε Γαλλία και Ιταλία δεν θα αποκτούσαν τόσο μεγάλη δύναμη ώστε να συμβάλουν στην διατήρηση της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων στις χώρες αυτές. Ομοίως, η γερμανική εργατική τάξη δεν θα παρέλυε μετά την πτώση του Χίτλερ.

Η επιβίωση του κρατικού καπιταλισμού οδήγησε στην επιβίωση του δυτικού καπιταλισμού, γιατί ήταν προς το συμφέρον και των δυονα αποφύγουν την επανάσταση. Αλλά επρόκειτο για ένα σύστημα «αδελφών-εχθρών» κι έτσι οι πρώην σύμμαχοι στον πόλεμο σύντομα ενεπλάκησαν σε μια εξόχως κοστοβόρα κούρσα εξοπλισμών – τον Ψυχρό Πόλεμο. Αυτή αποτελούσε τη βάση για τη διαρκή οικονομία των όπλων που λειτούργησε στη Δύση.

Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της ύπαρξης του σταλινικού καθεστώτος στη Ρωσία και της διεθλασμένης διαρκούς επανάστασης στην Κίνα και την Κούβα είναι πιο προφανής. Ήταν η ύπαρξη μιας ισχυρής Ρωσίας που έδωσε έμπνευση στα μαοϊκά στρατεύματα ώστε να συνεχίσουν να πολεμούν ενάντια στον ιαπωνικό ιμπεριαλισμό επί πολλά χρόνια, αλλά και εναντίον του Κουόμιντανγκ του Τσιάνγκ Καϊ-Σεκ. Ήταν το παράδειγμα της δυναμικής και ταχείας εκβιομηχάνισης της καθυστερημένης Ρωσίας υπό τον Στάλιν που ενέπνευσε τα σταλινικά κόμματα και τις νέες κυβερνήσεις που προέκυπταν σε ολόκληρο τον Τρίτο Κόσμο και αποτέλεσε ένα πρότυπο για να ακολουθήσουν. Η σταλινική πολιτική της συμμαχίας με τις ντόπιες αστικές δυνάμεις σήμαινε ότι ο ιμπεριαλισμός δεν ανατράπηκε από εργατική επανάσταση. Ο ιμπεριαλισμός έβρισκε συχνά τη δυνατότητα να απεμπλέκεται πολιτικά από τις αποικίες χωρίς να χρειάζεται να εγκαταλείπει και τον οικονομικό στραγγαλισμό τους. Όταν ακολουθούνταν οι κρατικοκαπιταλιστικές πολιτικές, επιβάλλονταν οι συμμαχίες με το ρωσικό μπλοκ, αλλά η κατάσταση των εργαζομένων εξακολουθούσε να τελεί υπό εκμετάλλευση και υποταγή στην καπιταλιστική εξουσία.

Συνεπώς, αφού οι προβλέψεις του Τρότσκι για την τύχη του σταλινικού καθεστώτος στη Ρωσία δεν δικαιώθηκαν, οι υπόλοιπες προβλέψεις του – σχετικά με τις εξελίξεις στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες καθώς και στις καθυστερημένες χώρες –επίσης δεν πραγματοποιήθηκαν.

Αυτή η τριπλέτα, η «τρόικα» – ο κρατικός καπιταλισμός, η διαρκής οικονομία των όπλων και η διεθλασμένη διαρκής επανάσταση – αποτελούν ένα ενιαίο όλον, που εξηγούν τις αλλαγές στην κατάσταση της ανθρωπότητας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποτελούν μια γενική επιβεβαίωση του Τροτσκισμού, ενώ εν μέρει αποτελούν την άρνησή του. Ο μαρξισμός ως ζωντανή θεωρία οφείλει να συνεχίζει όπως  και την ίδια στιγμή να αλλάζει. Ωστόσο, η τρόικα δεν συνελήφθη ενιαία ως έννοια και ως θεωρία δεν διατυπώθηκε μονομιάς. Ήταν το αποτέλεσμα αρκετών μακροχρόνιων μελετών των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών σε τρία τμήματα του πλανήτη: τη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη, τις αναπτυγμένες βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες και τον Τρίτο Κόσμο. Τα μονοπάτια της έρευνας διασταυρώνονταν ξανά και ξανά. Αλλά μόνο στο τέλος της όλης διαδικασίας κατέστησαν σαφείς οι αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των διαφόρων τομέων έρευνας. Μόνο από την κορυφή του βουνού μπορεί κανείς να βλέπει καθαρά τη σχέση μεταξύ των διαφόρων μονοπατιών που έχουν σχεδιαστεί να οδηγούν στην κορυφή και μόνο διαθέτοντας αυτήν την πλεονεκτική θέση η ανάλυση μετατρέπεται σε σύνθεση, ώστε να θριαμβεύσει η μαρξιστική διαλεκτική.

Η κατανόηση των πραγματικών αλλαγών στη δομή της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής στον κόσμο, με τις τεράστιες ανισότητες που τη σπαράσσουν, καθιστά δυνατή την κατανόηση από μεριάς επαναστατών των πραγματικών, ουσιαστικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων να τοποθετηθούν σωστά μέσα στη διαδικασία της αλλαγής.

Σήμερα, το σταλινικό καθεστώς στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη δεν υπάρχει πια. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν προχωρά μπροστά βασιζόμενος στη διαρκή οικονομία των όπλων. Ο κρατικοκαπιταλιστικός δρόμος προς την οικονομική ανάπτυξη στον Τρίτο Κόσμο εγκαταλείφθηκε καθώς η μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομική ολοκλήρωση περιορίζει το περιθώριο για ελιγμούς των τοπικών αρχουσών τάξεων ή των ομάδων που φιλοδοξούν να διαδραματίσουν αυτόν τον ρόλο. Σε όλο τον κόσμο – τη Δύση, την Ανατολή και τις αναπτυσσόμενες χώρες – έχουν απολυθεί εκατομμύρια εργαζόμενοι. Δεκάδες εκατομμύρια ανέργων ζουν πλάι σε έναν αυξανόμενο αριθμό εκατομμυριούχων και πολύ-εκατομμυριούχων.

Η τρόικα – ο ορισμός της Ρωσίας ως κρατικού καπιταλισμού, η διαρκής οικονομία των όπλων ως εξήγηση για την μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και η διεθλασμένη διαρκής επανάσταση ως εξήγηση για την επιτυχία του μαοϊσμού στον Τρίτο Κόσμο –μπορεί να φαίνεται ότι δεν έχουν σημασία στους σημερινούς μαρξιστές. Αλλά δεν είναι έτσι.

Πρώτα απ ‘όλα, οι ιδέες επιβιώνουν, αρκετά συχνά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την εξαφάνιση των υλικών συνθηκών που τις έφεραν στη ζωή. Τα κύματα που προκαλούνται στο νερό από την πτώση μιας πέτρας συνεχίζονται ακόμα κι αφού η πέτρα σταματήσει να κινείται.

Έτσι, οι ψευδαισθήσεις για το σταλινικό καθεστώς εξακολουθούν να επιβιώνουν τόσο μεταξύ των υποστηρικτών του όσο και μεταξύ των αστών αντιπάλων του. Η ιδέα ότι η κρατική ιδιοκτησία της βιομηχανίας και ο οικονομικός σχεδιασμός, ακόμη και χωρίς εργατική δημοκρατία, ισοδυναμεί με  σοσιαλισμό, είναι ακόμα ζωντανή.

Ήταν η πλήρης ή σχεδόν πλήρης απασχόληση που ακολούθησε το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που έκανε πιο ελκυστική τη θεωρία του Κεϊνσιανισμού. Η θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων ήταν η μόνη σοβαρή μαρξιστική εναλλακτική απάντηση στον κεϋνσιανισμό για να εξηγήσει την κατάσταση εκείνη την εποχή. Ο κεϋνσιανισμός επιβιώνει και «δαγκώνει» ακόμα και σήμερα, προβάλλοντας ως η οικονομική εναλλακτική λύση απέναντι στην  οικονομία της ελεύθερης αγοράς.

Οι ιδέες του μαοϊσμού εξακολουθούν να είναι αρκετά ελκυστικές στους ανθρώπους, ειδικά στον Τρίτο Κόσμο. Η εικόνα του Τσε Γκεβάρα εξακολουθεί να έχει μεγάλη απήχηση στη Λατινική Αμερική. Η ιδέα ότι μόνο η εργατική τάξη που αυτό-οργανώνεται για να πολεμήσει για τον σοσιαλισμό υπό την ηγεσία των επαναστατών μαρξιστών δεν είναι ευρέως διαδεδομένη στα εθνοαπελευθερωτικά κινήματα.

Υπάρχει ακόμα ένας λόγος για τον οποίο πρέπει να μελετηθούν οι τρεις θεωρίες με τις οποίες ασχολούμαστε. Έχει να κάνει με τη φύση και τη συνέχεια της μαρξιστικής παράδοσης. Όπως το έθεσε ο Τρότσκι, το επαναστατικό κόμμα είναι η μνήμη της εργατικής τάξης. Πριν από τον θάνατο του Τρότσκι αυτή η μνήμη, η πραγματική συνέχεια του κινήματος, διατηρούνταν ζωντανή από μεγάλες μάζες ανθρώπων. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί συγκεκριμένα.

Η Πρώτη Διεθνής συγκροτήθηκε από σχετικά μεγάλες οργανώσεις και μολονότι υπήρξε ένα διάλειμμα περίπου δύο δεκαετιών μεταξύ του τέλους της πρώτης και της ίδρυσης της Δεύτερης Διεθνούς, πολλές χιλιάδες μέλη της Πρώτης εντάχθηκαν στη Δεύτερη. Η Τρίτη Διεθνής (η Κομμουνιστική Διεθνής ή Κομιντέρν) προέκυψε ως αποτέλεσμα μεγάλων διασπάσεων στους κόλπους της Δεύτερης Διεθνούς. Το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, κατά τη συνδιάσκεψη που πραγματοποίησε στη Μπολόνια τον Σεπτέμβριο του 1919, ψήφισε να ενταχθεί στην Κομμουνιστική Διεθνή, προσθέτοντας 300.000 μέλη. Στη Γερμανία οι ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι διασπάστηκαν το 1917 από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, αποφάσισαν επίσης να ενταχθούν στην Κομμουνιστική Διεθνή, προσθέτοντας άλλα 300.000 μέλη. Το 1920 προσχώρησε το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, προσθέτοντας 140.000 μέλη. Τον Ιούνιο του 1919 οι Βούλγαροι Σοσιαλιστές ψήφισαν να συνδεθούν στην Τρίτη Διεθνή, προσθέτοντας 35.478 μέλη. Το Γιουγκοσλαβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, επίσης ένα μαζικό κόμμα, εντάχθηκε.

Το Τσεχοσλοβάκικο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα διασπάστηκε τον Δεκέμβριο του 1920, όπου η Κομμουνιστική Αριστερά πήρε μαζί της τα μισά μέλη και ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα με 350.000 μέλη. Μια άλλη διάσπαση της γερμανόφωνης μειονότητας στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα πρόσθεσε και άλλες δυνάμεις, και μετά την ενοποίησή τους το κόμμα έφτασε τα 400,000 μέλη.

Το Νορβηγικό Εργατικό Κόμμα εντάχθηκε στην Κομιντέρν την άνοιξη του 1919. Στη Σουηδία, η πλειοψηφία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, μετά από διάσπαση, προσχώρησε στην Κομιντέρν, προσθέτοντας άλλα 17.000. [137]

Δυστυχώς, δεν υπήρχε σχεδόν καμία παρόμοια συνέχεια όσον αφορά τους επαναστάτες ως άτομα μεταξύ της Κομμουνιστικής Διεθνούς του Λένιν και του Τρότσκι στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και του τροτσκιστικού κινήματος στη δεκαετία του 1930 και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Συντετριμμένες ανάμεσα στη μαζική επιρροή του Στάλιν και την τρομοκρατία του Χίτλερ, οι τροτσκιστικές οργανώσεις αποτελούσαν πάντα μικροσκοπικές ομάδες στο περιθώριο των μαζικών κινημάτων. Έτσι, ο αριθμός των τροτσκιστών στο Βερολίνο την παραμονή της νίκης του Χίτλερ ήταν 50! [138] Παρά την ισπανική επανάσταση του 1936, τον Σεπτέμβριο του 1938, σύμφωνα με την αναφορά της Ιδρυτικής Συνδιάσκεψης της Τέταρτης Διεθνούς, τα μέλη του ισπανικού τμήματος ήταν μεταξύ 10 και 30! [139]

Oι Πρώτη, Δεύτερη και Τρίτη Διεθνείς γεννήθηκαν σε περιόδους προχωρήματος της εργατικής τάξης. οι τροτσκιστικές οργανώσεις γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας φρικτής περιόδου στην ιστορία της εργατικής τάξης – τη νίκη του ναζισμού και του σταλινισμού. Αν δεν κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους ο Τροτσκισμός επί δύο γενιές ήταν απομονωμένος και ανίσχυρος και άρα τους λόγους για τους οποίους οι τροτσκιστές ήταν επιρρεπείς στον αποπροσανατολισμό, θα οδηγηθούμε σε εντελώς απαισιόδοξα συμπεράσματα για το μέλλον. Η κατανόηση του παρελθόντος καθιστά σαφέςγια τον τροτσκισμό, ότι αποτελεί τον συνδετικό κρίκο με τη συνέχεια του μαρξισμού, και ως εκ τούτου το μέλλον θα τον δικαιώσει.

Σήμερα ο σταλινισμός, το μεγάλο φράγμα που εμπόδιζε την εξέλιξη του επαναστατικού μαρξισμού, του τροτσκισμού, έχει εκλείψει. Ο καπιταλισμός στις αναπτυγμένες χώρες δεν επεκτείνεται πλέον και έτσι οι λέξεις του «Μεταβατικού Προγράμματος» του 1938 ότι “δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν συστηματικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και αύξηση του βιοτικού επιπέδου των μαζών” (στα πλαίσια του καπιταλισμού, στΜ) είναι και πάλι επίκαιρες. [140] Η κλασική θεωρία της διαρκούς επανάστασης, όπως την υπερασπίστηκε ο Τρότσκι, βρίσκεται και πάλι στην ημερήσια διάταξη, όπως έδειξε η Ινδονησιακή Επανάσταση το 1998.

Η τρόικα εξηγεί γιατί για αρκετό καιρό το υπάρχον σύστημα – ο καπιταλισμός – συνέχισε να υπάρχει, έστω και αν αναγκάστηκε να αλλάξει αρκετές φορές μεταμφίεση. Ταυτόχρονα έδωσε την εξήγηση για τις διαδικασίες που υπονομεύουν αυτή τη σταθερότητα: για κάποιο χρονικό διάστημα οι διεργασίες αυτές βρίσκονταν σε μοριακό επίπεδο και ήταν ελάχιστα ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Αλλά, τελικά, οι ποσοτικές μεταβολές γίνονται ποιοτικές και το σύστημα στο σύνολό του κλονίζεται από κρίσεις και αστάθεια. Στη συνέχεια, όπως το έθεσε ο Μαρξ, η ανθρωπότητα «θα αναπηδήσει από το κάθισμά της και θα αναφωνήσει θριαμβευτικά:« Έσκαψες καλά, γεροτυφλοπόντικα!»[141]

Τόνι Κλιφ, 1999.

https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch05.htm

https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch06.htm

Μετάφραση: Αλέξης Λιοσάτος

 

 

 

 




Για την αποκατάσταση του Σοσιαλισμού ως όραμα κοινωνικής χειραφέτησης: ο Κρατικός Καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ (ΙV)

Του Αλέξη Λιοσάτου

 

Ο ιμπεριαλιστικός επεκτατισμός της σταλινικής Ρωσίας

Ο Λένιν έδινε για τον ορισμό του ιμπεριαλισμού τα παρακάτω πέντε βασικά χαρακτηριστικά: α) η συγκέντρωση παραγωγής και κεφαλαίου έχει οδηγήσει σε μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή. β)Η συγχώνευση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου (χρηματιστικό κεφάλαιο). γ)Η εξαγωγή κεφαλαίου παίζει πιο αποφασιστικό ρόλο από την εξαγωγή εμπορευμάτων, δ) η δημιουργία διεθνών καπιταλιστικών μονοπωλίων που μοιράζουν μεταξύ τους την παγκόσμια αγορά  και ε) έχει ολοκληρωθεί η γεωγραφική διαίρεση όλου του κόσμου ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις.

Στη Ρωσία το πρώτο και το δεύτερο χαρακτηριστικό ισχύανε στο ανώτατο στάδιό τους, αφού το κράτος ήταν ο μοναδικός κι απόλυτος εθνικός καπιταλιστής. Το τέταρτο χαρακτηριστικό (εξάπλωση διεθνούς μονοπωλίου)  πρακτικά αποκλειόταν αφού μιλάμε για μια κρατικοκαπιταλιστική οικονομία.

Όσον αφορά το τρίτο χαρακτηριστικό, η σταλινική γραφειοκρατία είχε συγκεκριμένα κίνητρα για την ιμπεριαλιστική επέκτασή της στην Ανατολική Ευρώπη.

Α)Η Ιαπωνία ήταν η χώρα που μετά τη σταλινική Ρωσία είχε φτάσει στο ανώτατο στάδιο συγκεντροποίησης κεφαλαίου. 4 οικογενειακά μονοπώλια ελέγχανε το 60% του κεφαλαίου, ενώ η Μιτσούι μόνη της ήλεγχε το 25% του συνόλου. Από το 1920 ως το 1936 η παραγωγή χυτοσίδηρου αυξήθηκε 4 φορές, του ατσαλιού 8 φορές, των σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας 5,5 φορές, η αξία των προϊόντων των χημικών, μεταλλουργικών και βιομηχανιών παραγωγής μηχανών 4,5 φορές. Συνολικά η παραγωγή μέσων παραγωγής τριπλασιάστηκε, ενώ η  παραγωγή καταναλωτικών αγαθών έμεινε ίδια. Ενώ μεταξύ 1860-1914, η ποσότητα του κεφαλαίου που επενδύθηκε στο εξωτερικό από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες μεγάλωνε αδιάκοπα, μετά το 1914 μειώθηκε. Αντίθετα το ίδιο διάστημα η Ιαπωνία πραγματοποίησε μια τεράστια εξαγωγή κεφαλαίου, κυρίως προς τη Μαντζουρία, που ήταν αποικία της. Όμοια με την Ιαπωνία, η βιομηχανική ανάπτυξη των αποικιακών της περιοχών (Ουκρανία, Καύκασος, Ρουμανία, Βουλγαρία κλπ) αποτελούσε ευθέως τμήμα της γενικής βιομηχανικής ανάπτυξης της ίδιας της Ρωσίας.

Έτσι η σχετική καθυστέρηση (στάδιο Τούγκαν-Μπαρανόφσκι) οδήγησε τη σταλινική Ρωσία:

  • Στην ίδρυση βιομηχανιών στα εδάφη των καταπιεσμένων εθνοτήτων
  • Στην απομύζηση κεφαλαίου απ’ οπουδήποτε μπορούσε. Η γραφειοκρατία μετέφερε ολόκληρα εργοστάσια στη Ρωσία, συνάπτοντας συμφωνίες ανταλλαγών με τις υποτελείς της χώρες, καταστροφικές γι αυτές. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός της Γερμανίας και της Ιαπωνίας κι ο κρατικός καπιταλισμός της Ρωσίας αποκάλυπταν έτσι ακόμα ένα χαρακτηριστικό της περιόδου της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου: ότι τα όρια μεταξύ εμπορίου και λεηλασίας είναι δυσδιάκριτα.

Β) Πρόσθετο κίνητρο ήταν η έλλειψη ορισμένων πρώτων υλών. Το πετρέλαιο θα αναδειχθεί τη δεκαετία του ’30 σε έναν από τους πιο σημαντικούς επιβραδυντικούς παράγοντες στη Ρωσία. Αυτή η επιβράδυνση έγινε προσπάθεια να ξεπεραστεί με την κατάληψη της Ρουμανίας και του βόρειου Ιράν (απέτυχε στην κατάληψη του δεύτερου).

Γ) Άλλο κίνητρο ήταν η ανάγκη για νέα εργατική δύναμη. Στις αναπτυγμένες χώρες, η εξαγωγή κεφαλαίου αποτελούσε αντίδραση στην άνοδο των μισθών, και κατευθύνθηκε σε περιοχές όπου η εργατική δύναμη είναι φτηνή. Στη Γερμανία το ίδιο αποτέλεσμα επιτεύχθηκε με τη μεταφορά από τις κατεχόμενες χώρες εκατομμυρίων εργατών. Η Ρωσία έπασχε από έλλειψη κεφαλαίου κι εργατικής δύναμης κι είχε τη φτηνότερη εργατική δύναμη στην Ευρώπη. Έτσι εξηγείται η καταναγκαστική εργασία κι η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στον αγροτικό τομέα.  Κάθε γεγονός που παρεμπόδιζε την παραγωγικότητα της εργασίας- συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της γραφειοκρατίας- αύξανε τη σπατάλη εργατικής δύναμης. Έτσι παρά τον τεράστιο πληθυσμό της, η Ρωσία πήρε μέτρα για την αύξησή του όπως: απαγόρευση έκτρωσης, πρόστιμα για τους αγάμους, επιδόματα για τις πολύτεκνες οικογένειες.Η προσθήκη πληθυσμού 100 εκατομμυρίων ανθρώπων από την Ανατολική Ευρώπη έδωσε απάντηση στο παραπάνω πρόβλημα της έλλειψης κεφαλαίου.

Δ) Άλλο κίνητρο ήταν οι στρατηγικές επιλογές της Ρωσίας στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού με τον δυτικό ιμπεριαλισμό.

Η απομύζηση της Ανατολικής Ευρώπης

Οι παραδοσιακοί τρόποι ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης των αποικιών είναι τρεις: αγοράζουν από αυτές φτηνά, πουλάν σε αυτές ακριβά, ιδρύουν επιχειρήσεις κι απασχολούν ιθαγενείς. Η Ρωσία αξιοποίησε και τους τρεις:

  1. Το Ρωσο-πολωνικό σύμφωνο στις 16/8/1945 όριζε ότι η Πολωνία θα παρέδιδε στη Ρωσία κάρβουνο σε ειδική τιμή (6-7 φορές κάτω) , που θα πληρωνόταν από τις πολεμικές αποζημιώσεις που θα πλήρωνε η Γερμανία στη Ρωσία. Η Πολωνία δεν πήρε τίποτα από αυτές τις αποζημιώσεις. Αυτό απέφερε ένα καθαρό κέρδος για τη Ρωσία 120-180 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, ποσό ισάξιο με το μέγιστο ετήσιο κέρδοα των Άγγλων καπιταλιστών στις Ινδίες.
  • Σύμφωνα με τη γιουγκοσλαβική εφημερίδα «Μπόρμπα» στις 31/3/1949, η Γιουγκοσλαβία πουλούσε μολυβδαίνιο (συστατικό του ατσαλιού) στη Ρωσία 10 φορές κάτω από το κόστος παραγωγής.
  • Στην Τσεχοσλοβακία, οι επιχειρήσεις «Μπάτα» έπρεπε να εφοδιάζουν τη Ρωσία πουλώντας με παπούτσια στο μισό σχεδόν του κόστους παραγωγής.
  • Τα Βουλγάρικα καπνά αγοράζονταν από τη Ρωσία 0,5 δολάρια και ξαναπουλιόνταν στην Ευρώπη 1,5-2 δολάρια.
  • Η Ρωσία ήταν ο αποκλειστικός προμηθευτής κινέζικων προϊόντων στις δυτικές αγορές, πουλώντας τα κάτω από τις τιμές που ισχύουν στην Κίνα (!), κάτι που έδειχνε ότι πληρώνει γι αυτά την Κίνα αρκετά χαμηλότερα.

2) Η Ρωσία πουλούσε στην Κίνα προϊόντα της πολύ πιο ακριβά απ’ ότι οι Δυτικοί καπιταλιστές στο γειτονικό Χονγκ-Κονγκ. Πχ η Ρωσία πουλούσε τη σακχαρίνη 106,4 δολάρια/λίμπρα ενώ η Γερμανία μόλις 6,5 δολάρια.

3) Στην κατεχόμενη Ζώνη της Γερμανίας, η Ρωσία πήρε σαν ιδιοκτησία το ένα τρίτο όλης της βιομηχανίας, απασχολώντας τους «ιθαγενείς» Γερμανούς εργάτες. Οι εταιρίες αυτές λέγονταν «Ρωσικές Μετοχικές Εταιρίες» (ΡΜΕ) κι ελέγχανε ολοκληρωτικά τη βαριά βιομηχανία.

  • Στη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία λειτουργούσαν μεικτές εταιρίες από τις οποίες η Ρωσία ήλεγχε το 50%. Στη Ρουμανία αυτές οι εταιρείς ελέγχανε τις πλουσιότερες πετρελαιοπηγές, το ατσάλι, τις μηχανές, τα ανθρακωρυχεία, τις τράπεζες, τις ασφαλιστικές εταιρίες, τις αερομεταφορές κλπ. Η Ρωσία ήλεγχε λοιπόν το 50% των μεγάλων εταιριών στη Ρουμανία, ενώ όλοι οι εργάτες σε αυτές ήταν Ρουμάνοι. Επρόκειτο για καθαρή περίπτωση αποικιακής εκμετάλλευσης.                                                                                                                                                        Έτσι, όχι τυχαία, η Ρωσία επί Στάλιν άρχισε να αποδίδει φόρο τιμής στον τσαρικό επεκτατισμό. Ένα ρώσικο περιοδικό έγραφε το 1950: «Η προσάρτηση από τη Ρωσία αντιπροσώπευε το μόνο δρόμο για την …ανάπτυξη και την επιβίωση… των λαών του Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας.»Ένα άλλο περιοδικό έγραφε πως η προσάρτηση του Καζακστάν το 18ο αιώνα είχε προφανή προοδευτικό χαρακτήρα. «Ο εργαζόμενος λαός του Καζακστάν έχει μέσα από την εμπειρία του κατανοήσει τα πλεονεκτήματα της ζωής σε ένα ισχυρό κράτος σαν τη Ρωσία».  Μετά  το θάνατο του Στάλιν το 1953, δόθηκε παρόμοια εξήγηση από το περιοδικό για την προσάρτηση της Λετονίας.

Ο αγώνας για εθνική απελευθέρωση

Ουκρανία: Το 1930 η Ουκρανική Ακαδημία Επιστημών διαλύθηκε. Το 1933 ο Σκρύπνικ, το πιο επιφανές μέλος της ΚΕ του ΚΚΟ, αυτοκτόνησε για να αποφύγει τη σύλληψη. Ο Κοστουμπίνσκι, ο Κόβναρ και πολλοί ακόμα , μέλη της σοβιετικής κυβέρνησης  στην Ουκρανία, τουφεκίστηκαν σαν εθνικιστές. Το 1933 στάλθηκε από τη Μόσχα ο Ποστίσεφ για να αναδιοργανώσει το ΚΚΟ. Διέγραψε πάνω από το ¼ των μελών του και τρία χρόνια αργότερα κι ο ίδιος διαγράφτηκε και συνελήφθη. Στη θέση του διορίστηκε ο Κόσιορ. Συνελήφθη κι αυτός μετά από λίγο. Το 1937 ο Λιουμπτσένκο, πρόεδρος του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων,  αυτοκτόνησε για να αποφύγει τη σύλληψη. Ο διάδοχός του συνελήφθη 2 μήνες μετά για «εθνικιστικές τάσεις». Ο επόμενος καθαιρέθηκε λίγους μήνες αργότερα. Τον Απρίλη του 1937 το Ουκρανικό Πολιτικό Γραφείο αριθμούσε 13 μέλη. Τον Ιούνη του 1938 δεν είχε μείνει ούτε ένας.

Λευκορωσία: Ο Γκολοντέντ, για δέκα χρόνια πρόεδρος του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων, συνελήφθη το 1937 με την κατηγορία του «τροτσκιστή». Ο διάδοχός του, ο Τσερβιάκοφ, μέλος της ΚΕΕ για 17 χρόνια, αυτοκτόνησε λίγους μήνες αργότερα για να αποφύγει τη σύλληψη.

Τατζικιστάν: το 1934 ο πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής καθαιρέθηκε σαν εθνικιστής. Ο διάδοχός του βρήκε την ίδια τύχη τρία χρόνια μετά.

Ηγέτες καθαιρέθηκαν κι «εκκαθαρίστηκαν» κι από άλλες Εθνικές Δημοκρατίες όπως του Καρελιάν, του Νταγκεστάν, του Ατζάρ, της Γερμανικής Δημοκρατίας του Βόλγα, της Γεωργίας, του Ουζμπεκιστάν, του Κιργιστάν, της Υπερκαυκασίας… Το 1937-38 το σύνολο ή η πλειοψηφία 30 εθνικών κυβερνήσεων εξοντώθηκε- η κύρια κατηγορία εναντίον τους ήταν η επιθυμία τους να αποσχιστούν από την ΕΣΣΔ.

Αρκετές Εθνικές Δημοκρατίες διαλύθηκαν. Ένα χρόνο πριν τον Β’ ΠΠ, ο κορεάτικος πληθυσμός  της Ρωσίας μεταφέρθηκε στο Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. Στις 28/8/1941, ο πληθυσμός της Γερμανικής Δημοκρατίας του Βόλγα μεταφέρθηκε ανατολικά από τα Ουράλια. Μια από τις παλιότερες και μεγαλύτερες σε επαναστατική παράδοση Εθνικές Δημοκρατίες διαλυόταν με την κατηγορία ότι κρύβει χιλιάδες κατασκόπους …των Γερμανών.

Μετά τον Β’ ΠΠ μια σειρά αυτόνομων σοβιετικών Δημοκρατιών είχαν εξαφανιστεί: των Τατάρων της Κριμαίας, του Καλμούκ, των Τσετσένων- Ιγουσίων, του Καράτσεφ, ενώ οι μη Ρώσικοι πληθυσμοί εκτοπίστηκαν, όπως στην αυτόνομη Δημοκρατία του Καρμπαδινιάν-Μπαλκάρ, όπου διώχτηκαν οι Μπαλκάριοι.

Ο Χρουστσόφ, κυβερνήτης της Ουκρανίας τοποθετημένος από τον Στάλιν,  δήλωνε το 1946 ότι οι μισές προσωπικότητες του ΚΚΟ είχαν διαγραφεί τους προηγούμενους 18 μήνες.

Μετά τον Β’ ΠΠ, οι εθνικοί αγώνες επεκτάθηκαν στις ρωσικές αποικίες στην Ανατολική Ευρώπη. Το πιο χτυπητό παράδειγμα ήταν η πετυχημένη αντίσταση της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο απέναντι στη Ρωσία. Άλλες «Λαϊκές Δημοκρατίες» ανέπτυξαν επίσης «τιτοϊκά» εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, αλλά δεν πέτυχαν. Άλλωστε οι περισσότεροι από τους ηγέτες των ΚΚ των «Λαϊκών Δημοκρατιών» κατηγορήθηκαν από τη Ρωσία για «τιτοϊσμό», όπως ο Κοστώφ, ΓΓ του ΚΚ Βουλγαρίας (εκτελέστηκε), ο Γκομούλκα ΓΓ του ΚΚ Πολωνίας (συνελήφθη), ο Σλάνσκι, ΓΓ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας (εκτελέστηκε). Παρομοίως, από τους υπουργούς εξωτερικών, ο Καρντέλι της Γιουγκοσλαβίας, η Άννα Πάουκερ της Ρουμανίας (συνελήφθη), ο Κλεμέντις της Τσεχοσλοβακίας (εκτελέστηκε) και ο Ράικ της Ουγγαρίας (εκτελέστηκε) κ.ο.κ.

Ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία ενάντια στο ρώσικο ιμπεριαλισμό συνεχίστηκε και αποτέλεσε έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που θα καθόριζαν τη μοίρα του σταλινικού καθεστώτος.

Η εργατική τάξη σε αντιπαράθεση με το σταλινικό… “εργατικό κράτος”.

Μεταξύ 1928-1932 η εργατική τάξη αυξήθηκε κατά 160%. Έτσι την πλειοψηφία αποτελούσαν αμόρφωτα στοιχεία από την ύπαιθρο και δεν είχαν ακόμα αποκτήσει ταξική συνείδηση μέσα στη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής. Λιγότερο από το 10% είχε ζήσει τις συνθήκες που επικρατούσαν κάτω από τον τσαρισμό. Οι εργάτες είχαν επιπλέον να αντιμετωπίσουν την απογοήτευση και την εξάντληση πολλών χρόνων, τη φοβερή πίεση της μυστικής αστυνομίας, τον ιδεολογικό αποπροσανατολισμό. Η εργατική τάξη ήταν πλέον εξατομικοποιημένη κι η όποια προσπάθεια για ανεξάρτητη οργάνωση των επιθυμιών της απαγορευόταν ή καταστελλόταν βίαια. Ο κόσμος υποχρεωνόταν να συμμετέχει σε συγκεντρώσεις και να πλέκει ταπεινωμένος το εγκώμιο των καταπιεστών του. Ο συνδυασμός τρομοκρατίας και προπαγάνδας σε ένα άπειρο και αμόρφωτο προλεταριάτο έκανε ακόμα πιο δύσκολη τη διαπαιδαγώγησή του . Επίσης η γραφειοκρατία κατάφερε να δημιουργήσει ένα στρώμα προνομιούχων ανάμεσα στους καταπιεσμένους. Είναι γνωστό ότι τα άδεια στομάχια δεν οδηγούν απαραίτητα σε εξέγερση, αντίθετα μπορεί να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη υποταγή. Έτσι ήταν η κατάσταση τα πρώτα χρόνια της εκβιομηχάνισης, όπως έγραφε ο Βίκτορ Σερζ:    «Μέσα σε αυτή τη μιζέρια τα ελάχιστα υλικά οφέλη γίνονται πολύτιμα. Τώρα αρκεί να δοθεί στον εργάτη ένα πιάτο με λίγη σούπα… για να προσδεθεί με τους προνομιούχους… Γύρω από τους καθοδηγητές θα διαμορφωθεί μια πελατεία έτοιμη να τους εξυπηρετήσει… Αυτή η μιζέρια θα σταθεροποιήσει τη δύναμη αυτών που την κατασκεύασαν.»

Παρ’ όλα αυτά ακόμα και τη δεκαετία του ’30, στο απόγειο της σταλινικής αντεπανάστασης, σημειώθηκαν αρκετές εργατικές απεργίες με οικονομικά αιτήματα παρά την τρομοκρατία και την καταστολή, απεργίες που συνήθως αποδίδονταν στην …αστική επιρροή πάνω στους εργάτες και στους «τροτσκιστές αντεπαναστάτες». Σημειώθηκαν επίσης αρκετές κινητοποιήσεις και απεργίες πείνας χιλιάδων τροτσκιστών και άλλων αντιπολιτευομένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, παρόλο που γνώριζαν ότι τους περιμένει βέβαιη εκτέλεση…

Ένας μετέπειτα παράγοντας σταθεροποίησης της γραφειοκρατίας ήταν οι «εθνικές» επιτυχίες στον Β’ ΠΠ. Παρ’ όλα αυτά πάνω από μισό εκατομμύριο Σοβιετικοί φαντάροι αυτομόλησαν κι υπηρέτησαν τους Ναζί. Από τους 50 Σοβιετικούς στρατηγούς που αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς, οι δέκα συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ. Σε καμιά άλλη χώρα δεν σημειώθηκε τέτοια προθυμία συνεργασίας με τους Ναζί. Μετά τον Πόλεμο , πολλοί Σοβιετικοί δεν γύρισαν στην πατρίδα τους, υπολογίστηκαν επίσημα περίπου 4000.000. Καμιάς άλλης εθνότητας ομάδα δεν έδειξε τόση απροθυμία να γυρίσει στην πατρίδα. Κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ, μάλιστα, εμφανίστηκαν δυο οργανωμένα αντισταλινικά κινήματα- το κίνημα του Βλασσόφ κι ο Εξεγερμένος Ουκρανικός Στρατός (ΕΟΣ). Ο ΕΟΣ έγραφε στο πρόγραμμά του : «…Η Σοβιετική τάξη πραγμάτων δεν είναι σοσιαλιστική, μια που υπάρχουν τάξεις εκμεταλλευτών κι εκμεταλλευομένων. Οι εργαζόμενοι της ΕΣΣΔ δε θέλουν ούτε τον καπιταλισμό ούτε το σταλινικό ψευδοσοσιαλισμό, επιδιώκουν μια πραγματικά αταξική κοινωνία… Σήμερα η σοβιετική κοινωνία εγκυμονεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη την κοινωνική επανάσταση…»

Μετά τον θάνατο του Στάλιν-Νικίτα Χρουστσόφ

Το Μάρτη του 1953 ο Στάλιν πέθανε κι άρχισε μια άγρια διαμάχη των υπαρχηγών του για τη διαδοχή. Αρχικά στην εξουσία  ανέβηκε ο Μαλένκοφ, σε συνεργασία με τον Μπέρια, αρχηγό της αστυνομίας. Ξαφνικά ο Μπέρια εκτελέστηκε και το 1955  ο Νικήτα Χρουστσόφ αντικατέστησε τον Μαλένκοφ.

Η νέα ρώσικη ηγεσία προχώρησε σε αλλαγή πολιτικής και στην δημόσια ομολογία ότι είχαν γίνει «τεράστια λάθη» από την προκάτοχό της. Αυτά στην αρχή «φορτώνονταν» στον Μπέρια και σε «αντισοσιαλιστές κατασκόπους», αλλά το 1956 ο Χρουστσόφ αποκήρυξε τον ίδιο το Στάλιν.

Οι διαμάχες στην κορυφή συνοδεύονταν συχνά από ξεσπάσματα δυσαρέσκειας από τα κάτω. Τον Ιούλη του 1953 οι κρατούμενοι στο μεγαλύτερο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας κήρυξαν απεργία, παρά την εκτέλεση 120 ηγετών της ανταρσίας. Στο Ανατολικό Βερολίνο οι οικοδόμοι αντέδρασαν με απεργία, η οποία μετατράπηκε σε εξέγερση όλων των εργαζομένων της Ανατολικής Γερμανίας. Τον Ιούνη του 1956 το παράδειγμά τους ακολούθησαν οι εργάτες του Πόζναν στην Πολωνία και τον Οκτώβρη του 1956 ολόκληρη η εργατική τάξη της Ουγγαρίας. Αυτές οι εξεγέρσεις τσακίστηκαν με φοβερές αιματοχυσίες, ταρακούνησαν όμως τις αυταπάτες πολλών σοσιαλιστών, που πίστευαν ότι στα Ανατολικά κράτη η εξέγερση ήταν αδιανόητη.

Από ένα σημείο και μετά, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, έπρεπε να ανεβεί το βιοτικό επίπεδο των μαζών, γιατί εργάτες που είναι υποσιτισμένοι, εξαθλιωμένοι και με χαμηλή μόρφωση δεν είναι ικανοί για τη σύγχρονη παραγωγή. Το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των μαζών θα μπορούσε να σημαίνει πτώση του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας και ασταθή ανάπτυξη της παραγωγής.

Ο Στάλιν είχε κληροδοτήσει μια οικονομία που έφερε όλο και περισσότερο τα σημάδια της κρίσης. Κάθε δυσκολία ή αποτυχία αντιμετωπιζόταν με καταπίεση και τρομοκρατία, αυτό όμως αύξανε όλο και περισσότερο τη σιωπηλή αντίσταση του λαού. Έτσι το σταλινικό μοντέλο γινόταν φρένο για την πρόοδο της σύγχρονης αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής.

Η κρίση στην αγροτική οικονομία: Η παραγωγή σταριού στα 1949-1953 είχε βαλτώσει, ήταν μόλις 12,8% ψηλότερη απ’ ότι το 1910-1914, ενώ ο πληθυσμός είχε αυξηθεί 30%. Αυτή η στασιμότητα καθυστερούσε και τη βιομηχανική ανάπτυξη.Ο Χρουστσόφ προσπάθησε να απαντήσει στο πρόβλημα ανεβάζοντας τις πληρωμές των παραγωγών, τις επενδύσεις στη γεωργία, τους ιδιωτικούς γεωργικούς κλήρους,  δίνοντας μεγαλύτερη ελευθερία στις κολεκτίβες να σχεδιάζουν την παραγωγή τους. Για να πετύχει αυτή η πολιτική χρειαζόταν πλεόνασμα κεφαλαίου και χρόνος. Ο Χρουστσόφ δεν είχε τίποτα από τα δυο. Γι αυτό κάθε τόσο επέστρεφε στις παλιές μεθόδους μεγαλύτερου κεντρικού ελέγχου. Όμως η στασιμότητα συνεχίστηκε, η παραγωγή σταριού το 1956-60 αυξήθηκε κατά μόλις 2,7% , το 1963 η Ρωσία αναγκάστηκε να εισάγει εκατομμύρια τόνους σταριού από το εξωτερικό και ο Χρουστσόφ δέχθηκε πόλεμο από το υπόλοιπο Πολιτικό Γραφείο για «τα ελαφρόμυαλα σχέδιά του που ποτέ δε λειτούργησαν.»

Η κρίση στη βιομηχανία: Ο ρυθμός ανάπτυξης της βιομηχανίας έπεφτε. Το 1956 το ετήσιο προϊόν που παραγόταν από τη βιομηχανία ήταν το μισό των ΗΠΑ.

Υπήρχαν πολλές αιτίες: α) η χαμηλή παραγωγικότητα στη γεωργία δεν επέτρεπε μια μαζική αύξηση των βιομηχανικών εργατών από τον αγροτικό πληθυσμό β) ο προστατευτισμός οδηγούσε επιχειρήσεις να παράγουν προϊόντα που θα μπορούσαν να παραχθούν αλλού πιο φτηνά γ) η συσσώρευση προμηθειών από διευθυντές κι εργάτες δ) η τάση των διευθυντών να ανθίστανται σε τεχνολογικές βελτιώσεις ε) η έμφαση στην ποσότητα σε βάρος της ποιότητας στ) η αύξηση «του χαρτοβασιλείου και της τσαπατσουλιάς» ζ)  η παραμέληση της τεχνικής συντήρησης η) η αποτυχία δημιουργίας ενός μηχανισμού τιμών, ώστε να συγκρίνουν οι διευθυντές την αποτελεσματικότητα των διαφόρων εργοστασίων.

θ) Οι γραφειοκράτες έθεταν υψηλότερους στόχους από αυτούς που μπορούσαν να επιτευχθούν, της πίεσης του παγκόσμιου ανταγωνισμού και των τρομακτικών στρατιωτικών δαπανών. Οι διευθυντές τρομοκρατούμενοι από τους ανώτερους γραφειοκράτες απέκρυβαν υλικά και προϊόντα. Κι οι εργάτες αντιστεκόμενοι στην εντατικοποίηση σαμποτάρανε την παραγωγή, δουλεύοντας με πολύ χαμηλότερο από όσο μπορούσαν ρυθμό. Αυτό οδηγούσε τους γραφειοκράτες σε αντιστάθμισμα να επιβάλλουν προσχεδιασμένα υψηλούς στόχους! Έτσι δημιουργήθηκε ένας μόνιμος φαύλος κύκλος από υψηλούς παραγωγικούς στόχους, χαμηλό αναλογικά κεφάλαιο κι ανάγκη για μεγαλύτερο κεντρικό γραφειοκρατικό έλεγχο.

Ανάμεσα στη γραφειοκρατική κακοδιαχείριση και την τεράστια βιομηχανική ανάπτυξη στη Ρωσία υπήρχε μια στενή διαλεκτική σχέση. Η υπανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας κι η μεγάλη εκστρατεία για την ανάπτυξή τους οδηγούσαν στη βιομηχανική εκτίναξη. Όμως όλο και περισσότερο ο κρατικός καπιταλισμός μετατρεπόταν σε εμπόδιο για την ανάπτυξη της πιο σημαντικής παραγωγικής δύναμης- δηλαδή των ίδιων των εργατών.

Το μερίδιο της ελαφριάς βιομηχανίας τροφίμων στις κρατικές επενδύσεις ήταν 16-17% τη δεκαετία του ’30, 12,3% στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές του ’60 έπεσε κάπου στο 9%. Το βιοτικό επίπεδο στις αρχές του ’60 ήταν ελάχιστα ανώτερο της Ρωσίας του 1928 (πριν την εφαρμογή των Πεντάχρονων Πλάνων που το έριξε στα 3/5 του 1928).

Τη διάλυση στρατοπέδων εργασίας ακολούθησε η κατάργηση νόμων που επέβαλλαν στους εργάτες ποινές αν απουσίαζαν ή καθυστερούσαν στη δουλειά τους. Όπως στα πρώτα στάδια της δυτικής βιομηχανικής επανάστασης, όλων των ειδών οι καταναγκασμοί ήταν αρχικά απαραίτητοι για να υποταχθεί ο εργάτης στην πειθαρχία του εργοστασίου, ενώ όταν ο καπιταλισμός απέκτησε ρίζες, η καταστολή έτεινε να μειώσει την παραγωγικότητα εργασίας κι έδωσε τη θέση της σε καθαρά «οικονομικές» μορφές εξαναγκασμού. Η αστυνομία έχασε το ελεύθερο που απολάμβανε να φυλακίζει και να εκτελεί ανθρώπους χωρίς δικαστικές αποφάσεις. Αυτές οι αλλαγές εκπλήρωναν και τις επιθυμίες των μελών της γραφειοκρατίας: ήθελαν ενός είδους«χαλάρωση» για να χαρούν τα προνόμιά τους. Επί Στάλιν, ακόμα και οι προνομιούχοι γραφειοκράτες δεν ένιωθαν ασφαλείς. Το 1938-40 φυλακίστηκε ή εκτελέστηκε περίπου το 24% των γραφειοκρατών.

Όμως και ο χρουστσοφικός «εκδημοκρατισμός» είχε πολύ συγκεκριμένα όρια, τα όρια που έβαζε ο κρατικός καπιταλισμός: Το κράτος γινόταν εκ των πραγμάτων ο αποδέκτης της κριτικής για οποιαδήποτε πλευρά του συστήματος, έτσι ήταν υποχρεωμένο να διατηρεί πληθώρα νόμων για να συμμορφώνει όποιον αμφισβητεί την εξουσία ή οργανώνει απεργίες και διαδηλώσεις «παραβιάζοντας τη σοσιαλιστική συμπεριφορά»…

Επί Χρουστσόφ οι εργάτες κι οι αγρότες δεν αποτελούσαν πάνω από το ¼-1/5 των μελών του Κόμματος.Η βασική σταλινική γραμμή περί εκρωσισμού των διαφόρων εθνοτήτων της ΕΣΣΔ συνεχίστηκε, όπως  και η εξύμνηση των τσαρικών προσαρτήσεων κι η περιθωριοποίηση των εθνικών γλωσσών από τη Ρωσική, ακόμα και στα σχολεία των εθνικών Δημοκρατιών. Αν και ο μισός πληθυσμός ήταν μη ρωσικής καταγωγής, η κυκλοφορία εφημερίδων σε μη ρωσικές γλώσσες αποτελούσε το 1958 μόλις το 18% της συνολικής διακίνησης τύπου. Όσοι αντιστέκονταν σε αυτήν την τάση μπορεί να μην τουφεκίζονταν όπως παλιά, αλλά η καριέρα τους καταστρεφόταν, καθαιρούνταν κι απολύονταν.

Μετά τον Β’ ΠΠ, άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα ανέβηκαν στην εξουσία κι άρχισαν να κινούνται με την ίδια λογική κρατικής καπιταλιστικής συσσώρευσης, πράγμα που θα οδηγούσε σε μεγάλες διαμάχες με τη Ρωσία. Το 1960 ο Χρουστσόφ αντιμετώπισε τη διάσπαση με τους ηγέτες της κινεζικής Λαϊκής Δημοκρατίας. Ο Κλιφ τότε είχε εκτιμήσει, στη βάση του διαφορετικού σταδίου του κρατικού καπιταλισμού που επικρατεί στις δυο χώρες, ότι αυτή η ρήξη δε θα είναι παροδικό αλλά μόνιμο φαινόμενο, μια πολύ μειοψηφική άποψη στις αρχές του ’60, που δικαιώθηκε (οι περισσότεροι πιστεύανε ότι σύντομα οι δυο χώρες θα τα βρούνε στη βάση των «κοινών σοσιαλιστικών συμφερόντων»).

Τα χρόνια του Μπρέζνιεφ κι ο Γκορμπατσόφ

Το 1964 ο Χρουστσόφ εκδιώχθηκε από την εξουσία και πέθανε στην αφάνεια.

Ο  Λεονίντ Μπρέζνιεφ κυβέρνησε για 18 χρόνια. Για δώδεκα χρόνια φαινόταν ότι τα προβλήματα που απασχολούσαν το Χρουστσόφ θα μπορούσαν απλώς να ξεχαστούν. Ο δείκτης ανάπτυξης της οικονομίας έπεφτε, αλλά ήταν μεγαλύτερος από αυτούς των περισσότερων δυτικών χωρών.Η μέση παραγωγή σταριού στα χρόνια του Χρουστσόφ ήταν 124,4 εκατομμύρια τόνοι, κι έφτασε στους 176,7  τόνους την πρώτη δεκαετία του Μπρέζνιεφ. Το 1965 μόνο το 24% των οικογενειών είχε τηλεόραση, το 59% ραδιόφωνο, το 11% ψυγείο και το 21% πλυντήριο. Το 1984 οι αντίστοιχοι αριθμοί είχαν ανέβει σε 85%, 96%, 91% και 70% αντίστοιχα.

Εντούτοις, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο δείκτης οικονομικής ανάπτυξης άρχισε να μειώνεται ραγδαία. Το πλάνο του ’76-80 έθετε χαμηλότερους στόχους από τη δεκαετία του ’20 και παρ’ όλα αυτά δεν επιτεύχθηκαν. Την ίδια περίοδο ο μέσος όρος ανάπτυξης ήταν μόνο 2,7%.Την εποχή του Μπρέζνιεφ, κορυφώθηκε η διαφθορά ενώ ο αλκοολισμός έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ. Η ποιότητα παραγωγής δε βελτιώθηκε, ενώ η παραγωγικότητα στη βιομηχανία παρέμεινε στα 55% αυτής των ΗΠΑ.

Στην εξουσία ακολούθησαν για λίγους μήνες ο Γιούρι Αντρόποφ (της πολιτικής μεταρρυθμίσεων του Νικήτα Χρουστσόφ) κι ο Τσερνιένκο (από το στρατόπεδο του Μπρέζνιεφ). Το 1984 διορίστηκε Γενικός Γραμματέας ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, με τα συνθήματα «περεστρόικα» (ανασυγκρότηση), «γκλασνόστ» (διαφάνεια) κι «ειρηνική επανάσταση». Διακήρυξε την ανάγκη να αντικατασταθούν οι διεφθαρμένοι πολιτικοί ηγέτες, εγκαινιάστηκε η συμφιλίωση με τους πιο γνωστούς διαφωνούντες κι έγιναν αποκαταστάσεις Μπολσεβίκων ηγετών που είχαν εκτελεστεί, με πιο γνωστή του Μπουχάριν. Δόθηκε ανοχή στην ύπαρξη ανεξάρτητων ομάδων πληροφόρησης και διαλόγου, επιτράπηκε να υπάρχουν περισσότεροι του ενός υποψήφιοι (!), συζητήθηκε η χρήση μυστικής ψηφοφορίας στις εσωκομματικές εκλογές, δόθηκαν υποσχέσεις για εκλογή διευθυντών των εργοστασίων από τους εργάτες.

Από την άλλη, με τα οικονομικά μέτρα που πήρε ο Γκορμπατσόφ οι μισθοί πέσανε κι οι απεργίες αυξήθηκαν, ενώ οι «δημοκρατικές» υποσχέσεις δεν εφαρμόστηκαν παρά στο ελάχιστο. Το 1988, μόνο το 16,7% αυτών που κατείχαν κρίσιμα αξιώματα στις τοπικές κομματικές οργανώσεις ήταν εργάτες. Τα υποτιθέμενα εκλεγμένα συμβούλια σε κάθε επιχείρηση είχαν ως μόνη αρμοδιότητα την αύξηση της παραγωγικότητάς της, για να επιτευχθεί το «συλλογικά καθορισμένο κέρδος».  Ένας νέος νόμος ξεκαθάριζε ότι η κομματική οργάνωση καθοδηγούσε τη δουλειά των οργάνων της …«συλλογικής αυτοδιαχείρισης». Η ίδια πολιτική ελέγχου από τα πάνω συνεχίστηκε και στο ζήτημα των εθνοτήτων. Το 1987 έγιναν διαδηλώσεις στις Βαλτικές Δημοκρατίες κι από τους Τατάρους της Κριμαίας. Το Φλεβάρη του 1988 έγινε στην αρμενική πρωτεύουσα μια διαδήλωση ενός εκατομμυρίου. Όταν το 1986 επιβλήθηκε στην Ασιατική Δημοκρατία του Καζακστάν Ρώσος πρωθυπουργός, χιλιάδες Καζάκοι συγκρούστηκαν στην Άλμα Άτα με την αστυνομία.Όπως και επί Χρουστσόφ, οι υποσχέσεις του Γκορμπατσόφ συγκρούονταν με την ανάγκη να γίνει η –καπιταλιστική- ρωσική βιομηχανία πιο ανταγωνιστική.

Η πίεση για μεταρρυθμίσεις έβρισκε επίσης αντίδραση στο εσωτερικό της γραφειοκρατίας-εκατομμύρια μεμονωμένοι γραφειοκράτες ήταν αφοσιωμένοι στις παλιές μεθόδους οργάνωσης, ενώ φοβόντουσαν επιπλέον ότι οι διαμάχες στο εσωτερικό της τάξης τους μπορούσαν να ανοίξουν ρωγμές, τις οποίες θα εκμεταλλεύονταν εκατομμύρια άνθρωποι για να αναλάβουν δράση από τα κάτω.  Άλλωστε είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο στο παρελθόν: τέτοιες διαμάχες είχαν προσωρινά παγώσει το μηχανισμό καταστολής κι επέτρεψαν κινητοποιήσεις φοιτητών κι εργατών στις εξεγέρσεις της Ανατολικής Γερμανίας το 1953, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας το 1956, της Τσεχοσλοβακίας το 1968. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 πράγματι πληθαίνανε τα σημάδια ότι τα πράγματα μπορούσαν να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο,  με απεργίες και διαδηλώσεις στην Ουγγαρία, την εξέγερση στη ρουμανική πόλη Μπρασόφ, και τον εντεινόμενο αναβρασμό σε Πολωνία και Τσεχοσλοβακία. Επιπλέον, όσοι γραφειοκράτες κοντράρανε τις μεταρρυθμίσεις είχαν ένα ισχυρό επιχείρημα: ο «σοσιαλισμός της αγοράς» που είχε προχωρήσει σε Ουγγαρία και Γιουγκοσλαβία δεν τις είχε γλιτώσει από τη βιομηχανική στασιμότητα, τον υψηλό πληθωρισμό και τα μεγάλα χρέη. Επίσης οι περικοπές μισθών κι η ανεργία οδήγησαν τους Γιουγκοσλάβους εργάτες σε μαζικές απεργίες το 1987.Το πρόβλημα ήταν ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις ρίζες της οικονομικής αποτυχίας στην ΕΣΣΔ, ρίζες που βρίσκονταν , όπως είχε δείξει ο Κλιφ 40 χρόνια πριν, στον τρόπο που η άρχουσα γραφειοκρατία υπέτασσε ολόκληρη την οικονομία στον στρατιωτικό κι οικονομικό ανταγωνισμό με τη Δύση, επιβάλλοντας ένα επίπεδο συσσώρευσης που δεν μπορούσε να διατηρηθεί με τους υπάρχοντες πόρους, οδηγώντας τους εργάτες σε βαθύτατη αλλοτρίωση, ώστε να μην ενδιαφέρονται για την ποιότητα των προϊόντων που παρήγαγαν.  Από την άλλη μεριά, τα προβλήματα στα οποία επικέντρωναν την κριτική τους οι «μεταρρυθμιστές» –η σπατάλη, η κακή ποιότητα των προϊόντων, η έλλειψη ενδιαφέροντος των εργατών για τη δουλειά τους- ήταν ακριβώς τα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίζανε οι γιγάντιες επιχειρήσεις στο δυτικό καπιταλισμό. Η πυρηνική καταστροφή του Τσέρνομπιλ ήταν αντίστοιχη με αυτήν  του Θρι Μάιλ Άιλαντ στις ΗΠΑ και του Ουίντσκεϊλ το 1957 τη Βρετανία. Η σπατάλη στη ρωσική βιομηχανία ήταν αντίστοιχη με αυτήν της δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, όπου σύγχρονα εργοστάσια χάλυβα και χημικών παρέμεναν κλειστά. Όσον αφορά την ποιότητα, η οικοδομική έκρηξη στη Βρετανία του ’60 και του ’70 είχε σαν αποτέλεσμα την κατασκευή διαμερισμάτων που κρίθηκαν ακατάλληλα για κατοικία 15 χρόνια αργότερα. Όπως γινόταν και στη Ρωσία, στη Δύση φαρμακευτικές εταιρείες πουλούσαν επικίνδυνα φάρμακα για να τα ξεφορτωθούν, όπως η θαλιδομήδη στις γυναίκες.  Η «αγορά» όχι μόνο δεν τιμωρούσε τις εταιρείες αυτές, αλλά τις επιβράβευε με τεράστια κέρδη.  Ακόμα και όταν επρόκειτο για επιχειρήσεις στα πρόθυρα της χρεοκοπίας στη Δύση, όπως η Κράισλερ στις ΗΠΑ, η AEG στη Γερμανία, η Μάσεϊ Φέργκιουσον στον Καναδά και στη Βρετανία, το κράτος παρενέβαινε για να τις στηρίξει και να τις σώσει, γιατί ήταν τόσο μεγάλες, ώστε οι καταστροφές που εγκυμονούσαν αν αφήνονταν βορά «στο αόρατο χέρι της αγοράς»ήταν τεράστιες, πράγμα που φόβιζε ακόμα και τις κυβερνήσεις που στα λόγια ήταν φανατικές υποστηρίκτριες της«αγοράς» και της«μη παρέμβασης του κράτους», όπως ο Ρήγκαν και η Θάτσερ. Το ίδιο ίσχυε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για την τεράστια επιχείρηση που λεγόταν Ρωσία.

Γι αυτό η ρωσική άρχουσα τάξη στα τέλη του ’80 βρισκόταν παγιδευμένη σε ένα τρομερό δίλημμα: φοβόταν ότι η στασιμότητα μπορούσε να οδηγήσει σε εξέγερση, όπως στην Πολωνία το 1980, φοβόταν όμως και τις μεταρρυθμίσεις, αφού δεν ήξερε αν θα είναι αποτελεσματικές. Το σίγουρο ήταν ότι αντιμετώπιζε μια περίοδο βαθιάς κρίσης. Το 1988-89  ξεσπάσανε οι μαζικότερες διαδηλώσεις για εθνικά ζητήματα στην ΕΣΣΔ από τη δεκαετία του ’20, ανθίζανε οι μεταρρυθμιστικές ιδέες, η υπόσχεση για «δημοκρατία» βρήκε τεράστια απήχηση στους πληθυσμούς του Ανατολικού Μπλοκ και ανέβαιναν οι εργατικοί αγώνες.

Τελικά η οικονομική κρίση και αναποτελεσματικότητα του Ανατολικού Μπλοκ, η υπερχρέωση λόγω μαζικού δανεισμού από τη Δύση, η λαϊκή δυσαρέσκεια και η άνοδος του εργατικού-λαϊκού κινήματος στο Ανατολικό μπλοκ που ξεπέρναγε τον φόβο ήταν οι λόγοι που η ιστορία απεφάνθη υπέρ της «μεταρρύθμισης»-κρίθηκε υποχρεωτική για να διατηρηθούν το καθεστώς  της εκμετάλλευσης και η κυριαρχία της αστικής τάξης. Όσον αφορά την υπόσχεση για  «δημοκρατία», η γραφειοκρατία δεν την εννοούσε (και ουσιαστικά δεν την υλοποίησε) αλλά δεν μπορούσε και να την αποφύγει: ήθελε να δώσει κίνητρο στις μάζες να δεχτούν νέα αντιλαϊκά μέτρα (παρόμοιες προσπάθειες «μεταρρυθμίσεων» στο παρελθόν χωρίς «τυράκι» είχαν αποτύχει) και να συμβάλλουν στην αντιπαράθεση με το τμήμα της γραφειοκρατίας που αντιστεκόταν στις αλλαγές και όσον αφορά αυτό, η τακτική της μεταρρυθμιστικής πτέρυγας αποδείχθηκε πετυχημένη. Ο επίλογος γράφτηκε με την κατάρρευση των σοβιετικών καθεστώτων, τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του Ανατολικού Μπλοκ, τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού να ανακουφίζεται και να πανηγυρίζει για την «κατάρρευση» χωρίς να βρεθεί ούτε ένας εργάτης να υπερασπιστεί τα… «εργατικά κράτη», ενώ οι γραφειοκράτες του χθες έγιναν οι κυβερνήτες και οι καπιταλιστές του σήμερα. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για «κατάρρευση του σοσιαλισμού» αλλά για την ήττα του κρατικού καπιταλισμού από τον ιδιωτικό καπιταλισμό και για τη μετάβαση από τη μια μορφή του ίδιου εκμεταλλευτικού συστήματος στην άλλη.

Διαβάστε: «Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία», του Τόνι Κλιφ




Για την αποκατάσταση του Σοσιαλισμού ως οράματος κοινωνικής χειραφέτησης: Ο Κρατικός Καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ (ΙΙΙ)

 του Αλέξη Λιοσάτου

Στο σύστημα του κρατικού καπιταλισμού η άρχουσα τάξη που ελέγχει την οικονομία είναι το καπιταλιστικό κράτος, ο συλλογικός καπιταλιστής. Στο εργατικό κράτος είναι η συλλογικά οργανωμένη εργατική τάξη. Στον κρατικό καπιταλισμό, η παραγωγική διαδικασία έχει απώτερο στόχο την παραγωγή υπεραξίας και τη μετατροπή της σε υπερπροϊόν. Στο εργατικό κράτος η παραγωγή έχει στόχο τη σχεδιασμένη ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Πρόκειται για δυο συστήματα που φαινομενικά μοιάζουν, αλλά έχουν  αντίθετα ταξικά χαρακτηριστικά.

Όπως έγραφε ο Ένγκελς, στο «Αντι-Ντύρινγκ»:  «Όσο πιο πολλές παραγωγικές δυνάμεις αναλαμβάνει το κράτος, τόσο περισσότερο γίνεται το συλλογικό όργανο όλων των καπιταλιστών, και τόσο περισσότερους πολίτες εκμεταλλεύεται. Οι εργάτες παραμένουν μισθοσυντήρητοι-προλετάριοι. Οι καπιταλιστικές σχέσεις δεν καταργούνται, αλλά φτάνουν στα ακραία τους όρια.» , ενώ ο Λένιν έγραφε:

«Τα μέτρα που οι Γερμανοί Πλεχάνοφ (Σάιντεμαν, Λενς κι άλλοι) αποκαλούν πολεμικό σοσιαλισμό είναι στην πραγματικότητα κρατικός μονοπωλιακός καπιταλισμός σε καιρό πολέμου… είναι η στρατιωτική καταναγκαστική εργασία των εργατών, η στρατιωτική υπεράσπιση των καπιταλιστικών κερδών» και αλλού:

«Τάξεις αποτελούν ομάδες ανθρώπων, η μια από τις οποίες μπορεί να οικειοποιηθεί την εργασία μιας άλλης χάρη στις διαφορετικές θέσεις που κατέχουν σε ένα δοσμένο σύστημα κοινωνικής οικονομίας.»

Η Σταλινική γραφειοκρατία συνιστούσε τάξη, μια ομάδα ανθρώπων με συγκεκριμένη θέση στην παραγωγική διαδικασία, που ολοκλήρωσε τη μετατροπή της σε άρχουσα τάξη ακριβώς τη στιγμή που ο δυναμισμός της ρωσικής οικονομίας βρισκόταν στο απόγειό του, δηλαδή με τα Πεντάχρονα Πλάνα. Δεν αποτελούσε απλώς μια κάστα (όπως πχ έλεγε ο Τρότσκι), γιατί κάστα σημαίνει μια νομικο-πολιτική ομάδα, με μέλη που προέρχονται από διάφορες τάξεις, και προκύπτει σαν αποτέλεσμα μιας σχετικά στατικής οικονομίας και παραγωγικών δυνάμεων κι ενός αυστηρού καταμερισμού εργασίας.

Οι δυο λειτουργίες που είναι θεμελιακές για τον καπιταλισμό, η απόσπαση της υπεραξίας και η μετατροπή της σε κεφάλαιο, έχουν στόχο τη συσσώρευση για τη συσσώρευση και την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού. Η ρώσικη γραφειοκρατία, αφού το κράτος αποτελούσε «ιδιοκτησία» της, κι επειδή ήλεγχε τη διαδικασία συσσώρευσης, αποτελούσε την ενσάρκωση του κεφαλαίου στην πιο καθαρή μορφή του. Ο Τ.Κλιφ προτιμούσε για τη ρώσικη κοινωνία τον ορισμό «γραφειοκρατικός κρατικός καπιταλισμός», για να τον διακρίνει από τον κρατικό καπιταλισμό που –θεωρητικά- μπορούσε να προκύψει σταδιακά από το μονοπωλιακό καπιταλισμό.

Στη Ρωσία ως εργοδότης εμφανιζόταν το κράτος και ως διευθυντές οι γραφειοκράτες. Αλλά αυτή η διαφορά ήταν μόνο τυπική. Στην ουσία η ιδιοκτησία βρισκόταν στα χέρια των γραφειοκρατών συλλογικά. Ήταν επίσης φανερό ότι το εισόδημα των γραφειοκρατών εξαρτιόταν από τη δουλειά των εργατών, κι όχι των ίδιων. Στην πράξη το κράτος αποτελούσε την οργάνωση της γραφειοκρατίας σαν συλλογικότητας, όπως και στον ιδιωτικό καπιταλισμό το κράτος είναι ουσιαστικά η οργάνωση της αστικής τάξης για την επιβολή της εξουσίας της πάνω στην εργατική τάξη.

Ο καταμερισμός της υπεραξίας ανάμεσα στο κράτος (σαν τάξη) και στους γραφειοκράτες (σαν άτομα) εξαρτιόταν από την πίεση του παγκόσμιου καπιταλισμού κι αυξανόταν ανάλογα με την εντατικοποίηση του ρυθμού εκμετάλλευσης των μαζών και την εύρεση νέων πηγών για την άντληση κεφαλαίου. Αυτό εξηγούσε τη διαδικασία πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου μέσω της απομύζησης της αγροτιάς και της καταλεηλάτησης των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.

Οι διαφορές στη Νομοθεσία

Γιατί υπήρχε διαφορά στη νομοθεσία περί ιδιοκτησίας ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση;

Η νομοθεσία δεν εκφράζει τις παραγωγικές σχέσεις άμεσα, αλλά έμμεσα. Η λειτουργία της είναι να κρατάει σε κάποια ισορροπία τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των διαφόρων τάξεων και να συμπληρώνει τα κενά που απειλούν να δημιουργήσουν ρωγμές στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Για να εξασφαλιστεί αυτή η λειτουργία, πρέπει το δίκαιο να ανυψωθεί –φαινομενικά- πάνω από την οικονομία, στηριζόμενο όμως σε αυτήν.

Πάντοτε μεσολαβεί κάποιο χρονικό διάστημα ανάμεσα στις αλλαγές που γίνονται στις παραγωγικές σχέσεις και στις αντίστοιχες που γίνονται στη νομοθεσία. Όσο πιο βαθιά και γρήγορη είναι η αλλαγή στις πρώτες, τόσο πιο δύσκολο είναι το δίκαιο να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση και να διατηρεί παράλληλα –τυπικά- τη συνέχεια με το παρελθόν.

Στο παρελθόν οι ανερχόμενες αστικές τάξεις στη Δύση έκανε προσπαθούσαν να αποδείξουν πως το κέρδος και ο τόκος δεν είναι παρά μια μορφή ενοικίου – εκείνη την ιστορική περίοδο το ενοίκιο που επέβαλλε ο γαιοκτήμονας ήταν νομιμοποιημένο στα μάτια της άρχουσας τάξης.

Ομοίως, η γραφειοκρατία στη Ρωσία εξελίχθηκε σε άρχουσα τάξη , αλλά κράτησε μια τυπική συνέχεια με το παρελθόν, για εσωτερικούς λόγους αλλά και για τις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής (ψευτο-επαναστατική προπαγάνδα στους εργάτες όλου του κόσμου, μέσω των ΚΚ που γεννήθηκαν κι απέκτησαν μεγάλη δύναμη στις περισσότερες χώρες του κόσμου, μετά το 1917).

Όμως δεν αρκούν μόνο αυτά για να εξηγήσουμε γιατί η γραφειοκρατία δεν επανέφερε το θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας, ώστε να εξασφαλίζεται στο παιδί του μια εξασφαλισμένη οικονομική θέση. Πρέπει να εξετάσουμε και ορισμένους άλλους παράγοντες. Όταν οι άνθρωποι «γράφουν» ιστορία, τη «γράφουν» σύμφωνα με την εξωτερική αντικειμενική πραγματικότητα που τους περιβάλλει και διαμορφώνει τις επιθυμίες τους.

 «Η κρατική γραφειοκρατία έχει το κράτος σαν ατομική της ιδιοκτησία.» (Μαρξ, «Κριτική στη Χεγκελιανή φιλοσοφία του Δικαίου»)

Η κρατική γραφειοκρατία στη Ρωσία έβρισκε διαφορετικούς τρόπους να κληροδοτεί τα προνόμιά της από τους «παραδοσιακούς» των αστών. Αν η επικρατέστερη μέθοδος για την εκλογή διευθυντών στα εργοστάσια ήταν η κοοπτάτσια (διορισμός), τότε ο γραφειοκράτης θα κληροδοτούσε τις «επαφές» του στο παιδί του, θα περιόριζε στο ελάχιστο τον αριθμό των ανταγωνιστών του, θα περιόριζε τις πιθανότητες των μαζών για ανώτερη μόρφωση κλπ, πράγματα που όντως συνέβαιναν στη σταλινική Ρωσία.

Η Ρωσία μας έδωσε τη σύνθεση μιας μορφής ιδιοκτησίας που αναδύθηκε από μια προλεταριακή επανάσταση και παραγωγικών σχέσεων που προήλθαν από το συνδυασμό των καθυστερημένων παραγωγικών δυνάμεων και της πίεσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η ιστορία συχνά κάνει άλματα προς τα μπρος ή προς τα πίσω. Όταν γυρίζει προς τα πίσω δε γυρνάει κατευθείαν στην αφετηρία της, αλλά μέσα από μια διαδικασία ελικοειδούς υποχώρησης, συνδυάζοντας τόσο τα στοιχεία του συστήματος απ’ όπου ξεκίνησε, όσο κι αυτά του συστήματος προς το οποίο εξελίσσεται.

Μπορεί να υπάρξει σταδιακή μετάβαση από το εργατικό στο καπιταλιστικό κράτος;

«Το προλεταριάτο δεν μπορεί να αναλάβει τον κρατικό αστικό μηχανισμό, πρέπει να τον καταστρέψει» (Λένιν, 1917, «Κράτος κι Επανάσταση»)

Μήπως η σταδιακή μετάβαση από το εργατικό κράτος στον κρατικό καπιταλισμό έρχεται σε αντίθεση με τη βάση της θεωρίας του Μαρξ για το κράτος; Γράφει πχ ο Τρότσκι το 1933: «…Όποιος πιστεύει ότι η σοβιετική κυβέρνηση έχει σταδιακά αλλάξει από προλεταριακή σε αστική, …ξετυλίγει ανάποδα το φιλμ του ρεφορμισμού.»

Πρέπει πάντα σαν μαρξιστές να κάνουμε ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών της συγκεκριμένης κατάστασης. Όταν η γραφειοκρατία ενός εργατικού κράτους μεταβάλλεται σε άρχουσα τάξη, το κράτος σταδιακά αρχίζει να διαχωρίζεται από τους εργάτες, κι οι σχέσεις του με αυτούς γίνονται όλο και περισσότερο σχέσεις καπιταλιστή-εργάτη. Αν οι αξιωματικοί μιας λαϊκής πολιτοφυλακής όσο περνάει ο καιρός εξαρτώνται όλο και λιγότερο από τη βούληση των φαντάρων, τότε μπορούν να μεταλλαχθούν σταδιακά σε κάστα αξιωματικών ανεξάρτητη από τους φαντάρους. Αυτό άλλωστε που την καθιστά λαϊκή πολιτοφυλακή είναι ο έλεγχος «από τα κάτω».

Η μετάβαση από πολιτοφυλακή σε τακτικό στρατό, μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση των φαντάρων, κι άρα να εκδηλωθεί βίαια. Όμως κάτι τέτοιο δεν είναι αναγκαίο, αν αυτή η αλλαγή γίνει σταδιακά, χωρίς την αντίδραση των φαντάρων. Το ίδιο ισχύει και για το κράτος: ένα κράτος χωρίς γραφειοκρατία ή με αδύναμη γραφειοκρατία που εξαρτάται από την πίεση των μαζών, μπορεί σταδιακά να μεταβληθεί σε κράτος όπου η γραφειοκρατία δεν υπόκειται πια στον εργατικό έλεγχο.

Γράφουν πχ ο Μαρξ κι ο Ένγκελς ότι μόνο η Αγγλία του 1871 θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, όσον την ανάγκη καταστροφής της κρατικής μηχανής ως το πρώτο βήμα για την εργατική επανάσταση.«Η κοινωνική επανάσταση στην Αγγλία μπορεί ίσως να πετύχει και μόνο με ειρηνικά και νόμιμα μέσα», κι ο Λένιν το δικαιολογεί, αφού επρόκειτο για μια χώρα  «χωρίς  μιλιταρισμό και , σε μεγάλο βαθμό, χωρίς γραφειοκρατία».

Ανάλογα, λοιπόν, στο εργατικό κράτος της Ρωσίας δεν υπήρχε αστικός στρατός και γραφειοκρατία, αλλά μπορούσε να δημιουργηθεί με «ειρηνική μετάβαση», χωρίς ανοιχτή αντεπανάσταση, αφού στην πράξη δεν υπήρχαν ούτε εργατικός έλεγχος ούτε εργατικές πολιτοφυλακές.

Βέβαια η αντεπανάσταση δεν ήταν ακριβώς «ειρηνική». Προηγήθηκαν οι προσπάθειες  αντεπανάστασης από την ρωσική αστική και φεουδαρχική τάξη και την διεθνή ιμπεριαλιστική επέμβαση. Ο πόλεμος, η πείνα, οι αρρώστειες επέβαλαν «προσωρινά» αντισοσιαλιστικά μέτρα, οι αγρότες σταδιακά στράφηκαν ενάντια στους εργάτες, η εργατική δυσαρέσκεια οξύνθηκε, τα εργοστάσια (κέντρο της επανάστασης) καταστράφηκαν κι ερήμωσαν, τα σοβιέτ απονεκρώθηκαν, χιλιάδες πρωτοπόροι κομμουνιστές εξοντώθηκαν στην πρώτη γραμμή των μαχών. Ακολούθησε η «προσωρινή» υποχώρηση στον καπιταλισμό, με τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ, 1921). Και στις δυο περιπτώσεις το «προσωρινά» σήμαινε την αναμονή νικηφόρων εργατικών επαναστάσεων στη Δύση, που όμως δεν ήρθαν ποτέ. Ακολούθησε η μερική νίκη της γραφειοκρατίας μέσα στο κόμμα (τελευταίο οχυρό της επανάστασης) το 1924 (οπότε η ΕΣΣΔ πέρασε από το δόγμα «χωρίς την επανάσταση στη Δύση είμαστε καταδικασμένοι» στο δόγμα «σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα»), το σταδιακό ξέκομμα και ανύψωση της  γραφειοκρατίας πάνω από τις εργατολαϊκές μάζες και η μετατροπή της σε νέα άρχουσα τάξη με το Πρώτο πεντάχρονο Πλάνο, το 1928, οπότε η Ρωσία μπαίνει στην τελική  φάση της αντεπανάστασης: βίαιη κολεκτιβοποίηση και μαζική εξόντωση αγροτών το 1929, εκατόμβες νεκρών στις πόλεις από το λιμό του 1932-33, εκατομμύρια αντιφρονούντες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τη δεκαετία του ’30. Οι δίκες της Μόσχας (1936-38) δεν ήταν παρά ο εμφύλιος πόλεμος της γραφειοκρατίας ενάντια στις μάζες, όπου μόνο η μια πλευρά ήταν οπλισμένη κι οργανωμένη, το επιστέγασμα της ολοκληρωτικής απαλλαγής της γραφειοκρατίας από το λαϊκό έλεγχο.

Καθώς εξελίσσονταν τα γεγονότα ωθούσαν τον Τρότσκι να τείνει να οδηγηθεί σε συμπεράσματα που αναιρούν προηγούμενες διατυπώσεις του σχετικά με τη φύση της ΕΣΣΔ, παρόλο που δεν πρόλαβε να αποκτήσει εκείνα τα στοιχεία (που προέκυψαν μετά τον Β’ ΠΠ) που θα τον έκαναν να διατυπώσει μια νέα θεωρία.

Ήταν όμως μήπως προοδευτικό το σταλινικό καθεστώς, επειδή παρ’ όλα αυτά προώθησε την τεράστια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων;

Ο Λένιν έλεγε πως η περίοδος του ιμπεριαλισμού σημαίνει την παρακμή και την αποσύνθεσή του, συμπλήρωνε όμως πως: «Είναι λάθος να πιστεύουμε αυτή η τάση για αποσύνθεση αποκλείει μια γοργή ανάπτυξή του. Ο καπιταλισμός στο σύνολό του αναπτύσσεται πιο γρήγορα από ότι στο παρελθόν, αυτή η ανάπτυξη όμως γίνεται όλο και πιο ανισόμερη, και με την αποδυνάμωση εκείνων των χωρών που είναι πλουσιότερες σε κεφάλαια (όπως πχ η Αγγλία)». (Λένιν, «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» 1916)

Ο ίδιος ο Λένιν μάλιστα είχε «προβλέψει» τα σταλινικά κατορθώματα από την εποχή του 1905 που πίστευε ότι «η δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» θα εκτελέσει τα καθήκοντα της αστικής επανάστασης στη Ρωσία. Είχε πει ότι η δημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία «θα δημιουργήσει τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης του ρωσικού καπιταλισμού, με ρυθμούς ανάλογους με αυτούς των ΗΠΑ».

Αν οι καθυστερημένες χώρες ήταν απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο, θα λέγαμε με σιγουριά ότι ο καπιταλισμός θα έπαιζε σε αυτές προοδευτικό ρόλο. Οι επαναστάτες μαρξιστές πάντως, έπρεπε να παίρνουν το παγκόσμιο σύνολο σαν αφετηρία, οπότε κι έφταναν στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός, οπουδήποτε κι αν υπάρχει, είναι αντιδραστικός. Γιατί το πρόβλημα της ανθρωπότητας σήμερα δεν είναι η περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά, -μπροστά στο φόβο των στρατιωτικών επεμβάσεων, των πογκρόμ, των παγκοσμίων πολέμων, των μαζικών θανάτων από ασθένειες λόγω έλλειψης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της πείνας και της φτώχειας του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού της γης, των πυρηνικών όπλων, των οικολογικών απειλών και καταστροφών,-  για ποιον σκοπό και κάτω από ποιες κοινωνικές σχέσεις θα τις χρησιμοποιήσει.

Κάποιος άλλος μπορεί να ισχυριστεί ότι ο σχεδιασμός στη Ρωσία ήταν ένα στοιχείο που μεταβάλλει τη ρώσικη οικονομία σε προοδευτική. Αλλά εφόσον η εργατική τάξη δεν ήλεγχε την παραγωγή, οι εργάτες δεν ήταν το υποκείμενο του σχεδιασμού, αλλά το αντικείμενό του. Το μεγαλύτερο εργοστάσιο έχει πιο αναπτυγμένο σχεδιασμό από ένα μικρότερο, κι ο κρατικός καπιταλισμός έχει ακόμα πιο αναπτυγμένο –καπιταλιστικό- σχεδιασμό. Αυτό όμως δεν κάνει τις παραγωγικές σχέσεις στις μεγάλες επιχειρήσεις πιο προοδευτικές από ότι στις μικρότερες. Και στις δυο περιπτώσεις ο σχεδιασμός υπαγορεύεται από την τυφλή εξωτερική δύναμη του ανταγωνισμού που υπάρχει ανάμεσα στους ανεξάρτητους παραγωγούς.

Νόμος της Αξίας, Καπιταλιστικές Κρίσεις και ΕΣΣΔ

Όλοι οι μαρξιστές θεωρητικοί πίστευαν ότι αν η συγκέντρωση κεφαλαίου έφτανε σε τέτοιο στάδιο, όπου ένας ή περισσότεροι καπιταλιστές, ή ακόμα και το ίδιο το κράτος,  συγκέντρωναν στα χέρια τους όλο το εθνικό κεφάλαιο, ενώ ο ανταγωνισμός στη διεθνή αγορά συνεχιζόταν, η οικονομία αυτού του κράτους θα εξακολουθούσε να είναι καπιταλιστική.

Τι ισχύει για τον νόμο της αξίας σε ένα τέτοιο κράτος;

Ο νόμος της αξίας ρυθμίζει τις οικονομικές λειτουργίες με άναρχο τρόπο και ισχύει απόλυτα μόνο σε συνθήκες απόλυτα ελεύθερου ανταγωνισμού. Έτσι:

  • Και οι πιο στοιχειώδεις μορφές μονοπωλιακής οργάνωσης αρνούνται σε ένα βαθμό το νόμο της αξίας.
  • Η κρατική παρέμβαση στην οικονομία, αποτελεί καθεαυτή μια επί μέρους άρνηση του νόμου της αξίας, έστω κι αν το κράτος δεν έχει γίνει ακόμα ο θεματοφύλακας των μέσων παραγωγής. Όταν το κράτος παρεμβαίνει και ρυθμίζει την κατανομή κεφαλαίων κι εργατικής δύναμης, την είσπραξη ή την επιλεκτική μη είσπραξη φόρων, τις επιλεκτικές επιδοτήσεις ή αναθέσεις ή μίζες, τις τιμές εμπορευμάτων κλπ, αναιρεί εν μέρει το νόμο της αξίας.
  • Το ίδιο συμβαίνει κι όταν το κράτος γίνεται σημαντικός αγοραστής προϊόντων, πχ για την άμυνα του κράτους.
  • Το τραπεζικό κεφάλαιο παρουσιάζει τη μορφή της κοινής χρηματοδότησης και κατανομής των μέσων παραγωγής σε κοινωνική κλίμακα. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο όταν το κράτος γίνεται ο κύριος επενδυτής χρηματικού κεφαλαίου, και ισχύει στο απόλυτο όταν το καπιταλιστικό κράτος αναλαμβάνει το ίδιο το σύνολο του τραπεζικού συστήματος.
  • Στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, κι ακόμα περισσότερο στον κρατικό καπιταλισμό, τα μέσα παραγωγής δεν ανήκουν πια στο μεμονωμένο καπιταλιστή. Στις μετοχικές εταιρίες το κεφάλαιο παραχωρείται με τη μορφή κοινωνικού κεφαλαίου, καταργείται δηλαδή το κεφάλαιο σαν ατομική ιδιοκτησία, ενώ συνεχίζεται η ατομική ιδιοποίηση.
  • Ο κρατικός καπιταλισμός είναι μια μερική άρνηση της εργατικής δύναμης σαν εμπορεύματος. Για να εμφανιστεί η εργατική δύναμη στην αγορά σαν «καθαρό» εμπόρευμα πρέπει  α) ο εργάτης να είναι απαλλαγμένος από τα μέσα παραγωγής και β) να πουλάει ελεύθερα την εργατική του δύναμη. Κάτω από συνθήκες κρατικής παρέμβασης, πχ στο φασισμό, ο εργάτης δεν είναι πια «ελεύθερος».

ΩΣΤΟΣΟ Η ΜΕΡΙΚΗ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΔΕΝ ΑΠΑΛΑΣΣΕΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ. Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΟΡΦΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ. Η μισθωτή εργασία εξακολουθεί να μετατρέπεται σε κεφάλαιο. Ο συνολικός χρόνος εργασίας της κοινωνίας κι ο συνολικός χρόνος που καταναλώνεται για την παραγωγή ειδών πρώτης ανάγκης καθορίζουν το βαθμό εκμετάλλευσης, το ποσοστό υπεραξίας. Ο συνολικός χρόνος εργασίας που αναλώνεται για την παραγωγή νέων μέσων παραγωγής καθορίζει το ρυθμό συσσώρευσης. Ο καταμερισμός του συνολικού προϊόντος της κοινωνίας ανάμεσα στις διάφορες τάξεις, και τα ποσοστά που διατίθενται για την κατανάλωση και τη συσσώρευση, εξαρτώνται από το νόμο της αξίας. Όπου το κράτος είναι ιδιοκτήτης όλων των μέσων παραγωγής , ενώ η παγκόσμια οικονομία δεν έχει ενοποιηθεί ακόμα, αυτή η εξάρτηση παίρνει την πιο καθαρή κι άμεση μορφή.

Όσον αφορά την ΕΣΣΔ, δύο διακεκριμένοι Σοβιετικοί οικονομολόγοι ,οι Λάπιντους κι Οστροβιτιάνοφ, έγραφαν το 1927: «Ο νόμος της αξίας δεν έχει ακόμα φθαρεί ολότελα… όμως… βρίσκεται στη διαδικασία απονέκρωσής του…».

Το 1943 ωστόσο έσκασε η «βόμβα». Στο θεωρητικό όργανο του Κόμματος «Ποντ Ζναμέμεν Μαρξίσμα», αναφερόταν ότι «…επαναφέρθηκε στα πανεπιστήμιά μας το Μάθημα της Πολιτικής Οικονομίας…κύριο σφάλμα της προηγούμενης διδασκαλίας ήταν ότι αρνιόταν τη λειτουργία του νόμου της αξίας στη σοσιαλιστική κοινωνία».

Και το 1952 ο Στάλιν έγραψε: «…υπάρχει ο νόμος της αξίας… στη χώρα μας, κάτω από το σοσιαλιστικό σύστημα; Ναι! Και υπάρχει και λειτουργεί.» Και συμπλήρωσε , σε αντίθεση με όλη τη μαρξιστική διδασκαλία πάω στο ζήτημα: «Αποτελεί ο νόμος της αξίας τον βασικότερο οικονομικό νόμο του καπιταλισμού; Όχι.»

Δεν επρόκειτο για στροφή 180 μοιρών αλλά για ανοιχτή παραδοχή από τη γραφειοκρατία αρκετών πραγμάτων, που στο παρελθόν δέχονταν στην πράξη, αλλά αρνιόνταν να παραδεχτούν δημόσια, όπως συνέβη και με τον μεγαλορώσικο σωβινισμό, την εξύμνηση των τσαρικών παραδόσεων κι άλλα παρόμοια.

Για τον Μαρξ, η αξία καθορίζεται σαν το κοινό χαρακτηριστικό όλων των εμπορευμάτων στη βάση που ανταλλάσσονται. Τα προϊόντα μόνο σαν εμπορεύματα έχουν ανταλλακτική αξία. Όταν ένα εμπόρευμα αποτελεί αξία, σημαίνει ότι είναι αποτέλεσμα μέρους της συνολικής παραγωγικής δύναμης της κοινωνίας. Ο νόμος της αξίας καθορίζει τη σχέση ανταλλαγής ανάμεσα σε διαφορετικά εμπορεύματα και τον καταμερισμό του συνολικού κοινωνικού χρόνου εργασίας ανάμεσα στις διάφορες επιχειρήσεις. Καθορίζει λοιπόν τη σχέση ανταλλαγής ανάμεσα στην εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα και άλλα εμπορεύματα. Ενώ ο παραγωγός παράγει αξία χρήσης για να ικανοποιήσει μια συγκεκριμένη κοινωνική ανάγκη, ο νόμος της αξίας είναι ο μοναδικός καθοριστικός παράγοντας της διάρκειας του διαθέσιμου εργάσιμου χρόνου της κοινωνίας που πρέπει να ξοδευτεί για την παραγωγή εμπορευμάτων, κι ορίζει την «αναγκαία εργασία» (για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης) και την πρόσθετη εργασία (για την υπεραξία για τον καπιταλιστή).Ο καταμερισμός της εργασίας φέρνει σε επαφή τους ανεξάρτητους παραγωγούς, που δε δέχονται καμιά άλλη εξουσία εκτός απ’ αυτή του ανταγωνισμού, του καταναγκασμού που πηγάζει από την πίεση των αμοιβαίων συμφερόντων, μέσα από την αδιάκοπη αλλαγή της ζήτησης και της προσφοράς που πηγάζουν από τον ανταγωνισμό. Για να ισχύει ο νόμος της αξίας όπως περιγράφουμε παραπάνω, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει απολύτως ελεύθερος ανταγωνισμός ανάμεσα στους ανεξάρτητους παραγωγούς.

Έχει εφαρμογή ο νόμος της αξίας στο καπιταλιστικό μονοπώλιο; Ο μόνος μαρξιστής που ανέλυσε λεπτομερειακά το ζήτημα αυτό είναι ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ στο βιβλίο του «Το χρηματιστικό κεφάλαιο» (1910). Κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ενώ, φαινομενικά η μονοπωλιακή συγχώνευση φαίνεται να αναιρεί τη θεωρία της αξίας (αφού η τιμή πλέον του εμπορεύματος από αντικειμενική γίνεται υποκειμενική, βασισμένη στο συνειδητό παράγοντα), στην ουσία έχουμε μια μερική άρνησή της. Οι σχέσεις ανταλλαγής ανάμεσα στα εμπορεύματα κι ο καταμερισμός του συνολικού χρόνου εργασίας αποτελούν παραλλαγές των ίδιων παραγόντων που θα εμφανίζονταν και κάτω από συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός, αν και δεν είναι απόλυτα ελεύθερος, υπάρχει. Παρά τον σχεδιασμό των μονοπωλίων, ο καταμερισμός εξακολουθεί να είναι αυθαίρετος κι εντελώς διαφορετικός από τον καταμερισμό εργασίας μέσα στο εργοστάσιο.

Κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός κι η θεωρία της αξίας

Έλεγε ο Λένιν: «Όταν οι καπιταλιστές δουλεύουν για την άμυνα, είναι φανερό ότι δεν έχουμε να κάνουμε με γνήσιο καπιταλισμό, αλλά με μια ειδική μορφή εθνικής οικονομίας.»

Στη ναζιστική Γερμανία για παράδειγμα, έμεναν πολύ στενά περιθώρια στους Γερμανούς επιχειρηματίες για αυτόνομη δραστηριότητα. Όπως έγραφε κι ο Χίλφερντινγκ: «Στη Γερμανία…το κράτος καθορίζει το χαρακτήρα της παραγωγής και της συσσώρευσης…»

Αλλά κι αυτή η μορφή «κρατικού καπιταλισμού» συνέχιζε να βρίσκεται στο έλεος τυφλών οικονομικών δυνάμεων. Στη ναζιστική Γερμανία, η προσπάθεια για συσσώρευση κεφαλαίου ή για το χτύπημα των εργατικών δικαιωμάτων καθοριζόταν από την ανταγωνιστική πίεση –στρατιωτική και οικονομική- που ασκούσαν οι αντίπαλες δυνάμεις. Συνεπώς, παρά τις όποιες «παραλλαγές», ο νόμος της αξίας εξακολουθούσε να ισχύει και να καθορίζει τα πάντα.

Στη Σταλινική Ρωσία, αν την εξετάζαμε απομονωμένη από τον παγκόσμιο καπιταλισμό, θα συμπεραίναμε ότι ο νόμος της αξίας δεν ισχύει. Υπήρχε ένας και μοναδικός εργοδότης, η «αλλαγή αφεντικών» και η πώληση του εργάτη είχαν τυπική έννοια, αφού υπήρχαν πολλοί πωλητές (εργατικής δύναμης) και μόνο ένας αγοραστής (η Ρωσία). Ουσιαστικά η Ρωσία λειτουργούσε σαν ένα ενιαίο τεράστιο εργοστάσιο.

Αν εξετάζαμε όμως τη Ρωσία στα πλαίσια της Διεθνούς οικονομίας, θα βλέπαμε ότι οι αποφάσεις της γραφειοκρατίας εξαρτιόταν και παίρνονταν με βάση την παγκόσμια οικονομία και ανταγωνισμό. Στη Ρωσία ήταν διακριτό ένα από τα βασικά γνωρίσματα του καπιταλισμού: «η αναρχία και ο δεσποτισμός όσον αφορά τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας σε ένα εργοστάσιο είναι αμοιβαίες συνθήκες το ένα για το άλλο».

Η οικονομία της Ρωσίας ήταν πολύ καθυστερημένη για να κατακλύσει τις ξένες αγορές με τα προϊόντα της. Οι δικές της αγορές προστατεύονταν από τα ξένα προϊόντα με τη μονοπώληση από το κράτος του εξωτερικού εμπορίου.  Έτσι λοιπόν οι εμπορικοί ανταγωνισμοί δεν ήταν μέχρι τώρα τόσο σημαντικοί όσο οι στρατιωτικοί (τα πράγματα έγιναν διαφορετικά όταν εκδηλώθηκε ο εμπορικός ανταγωνισμός της Ρωσίας με τα κράτη-δορυφόρους της). Έτσι ο διεθνής ανταγωνισμός έπαιρνε κυρίως  στρατιωτική μορφή.

Στις χώρες του παραδοσιακού καπιταλισμού, σε καιρό πολέμου, το βάρος των εξοπλισμών μοιραζόταν σε όλην την οικονομία. Το γνωστό σύνθημα «πρώτα τα κανόνια, μετά το βούτυρο» σήμαινε ότι ο εμπορικός ανταγωνισμός αντικαθίστατο από τον άμεσο στρατιωτικό ανταγωνισμό. Στην πολεμική βιομηχανία δε χρειάζεται να περικοπεί το κόστος παραγωγής προς όφελος του εμπορικού ανταγωνισμού, αλλά το ζητούμενο είναι να αυξηθούν οι αξίες χρήσης, τα όπλα. (Έτσι εξηγείται ότι στη διάρκεια του Β΄ΠΠ προέκυψαν τεχνικές βελτιώσεις που τον καιρό της ειρήνης σκόνταφταν στις αντιδράσεις των μονοπωλίων και των καρτέλ.)

Το αυξημένο ποσοστό εκμετάλλευσης και η ολοένα και μεγαλύτερη υποταγή των εργατών στο ρωσικό κράτος, ώστε να παράγονται περισσότερο κανόνια παρά βούτυρο, μοιραία οδηγούσε στην όλο και πιο έντονη καταπίεση των μαζών.

Ο νόμος της αξίας θα σταματούσε μόνο αν μπορούσε να υπάρξει παγκόσμιος κρατικός καπιταλισμός. Τότε αυτός θα έπαυε να είναι καπιταλισμός και να υπάγεται στο νόμο της αξίας. Όπως κατέληξε κι ο Μπουχάριν στο έργο του «Παγκόσμια Οικονομία και Ιμπεριαλισμός» (1915) , τότε θα προέκυπτε ένα καινούριο –εκμεταλλευτικό- σύστημα που θα βασιζόταν «στις σχέσεις αφέντη προς δούλους, χωρίς σκλαβοπάζαρα». (Βέβαια ο Μπουχάριν, θεωρούσε  απίθανο ένα τέτοιο σενάριο μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας, λόγω της αναμενόμενης πληθώρας εθνικών και κοινωνικών συγκρούσεων.)

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Σύμφωνα με τον Μαρξ και την ανάλυσή του για τις κρίσεις υπερπαραγωγής, ο καπιταλισμός είναι αναγκασμένος να συσσωρεύει όλο και περισσότερο κεφάλαιο. Όμως αυτή η διαδικασία εμποδίζεται από δυο συμπληρωματικούς μα κι αντιφατικούς παράγοντες: α) η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, που σημαίνει ότι οι πηγές για παραπέρα συσσώρευση περιορίζονται, και β) η αύξηση της παραγωγής πέρα από τις δυνατότητες της αγοράς για την απορρόφηση των παραγόμενων προϊόντων. Αν δεν υπήρχε ο πρώτος παράγοντας, η αύξηση των εργατικών μισθών θα ήταν η απάντηση στην κρίση, ενώ αν δεν υπήρχε ο δεύτερος παράγοντας, η  καλύτερη απάντηση θα ήταν ο φασισμός και η συνεχής συμπίεση των μισθών. Σε τελική ανάλυση η αιτία της καπιταλιστικής κρίσης είναι ότι ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού εισοδήματος περνάει στα χέρια της τάξης των καπιταλιστών κι ένα όλο και  μεγαλύτερο κομμάτι δεν ξοδεύεται για την αγορά καταναλωτικών αγαθών, αλλά για την αγορά μέσων παραγωγής και τη συσσώρευση κεφαλαίων. Φυσιολογικά οδηγούμαστε στην υπερπαραγωγή και αυτό οδηγεί στην ανάγκη για περαιτέρω συσσώρευση κι ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό εκμετάλλευσης. Το ποσοστό κέρδους καθορίζει τον ρυθμό συσσώρευσης, αυτός τον βαθμό απασχόλησης, αυτός το ύψος των μισθών, αυτό το ποσοστό κέρδους κ.ο.κ., δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Ένα μεγάλο ποσοστό κέρδους σημαίνει συσσώρευση με γοργό ρυθμό, άρα μεγαλύτερες ευκαιρίες για απασχόληση κι αύξηση των μισθών. Κάποια στιγμή, η αύξηση των μισθών μειώνει το ποσοστό κέρδους κι έτσι επιβραδύνεται η συσσώρευση. Με άλλα λόγια, για αρκετά χρόνια οι επενδύσεις για χτίσιμο νέων εργοστασίων είναι πολύ μεγάλες σε σχέση με την αύξηση της παραγωγής τελικών προϊόντων. Αυτά είναι τα χρόνια της άνθισης. Αργότερα ακολουθεί μια περίοδος που επεκτείνεται η παραγωγή τελικών προϊόντων και πέφτει ο ρυθμός συσσώρευσης-είναι το πρώτο σημάδι της κρίσης. Στη συνέχεια έρχεται η κρίση: η παραγωγή πέφτει σε απελπιστικά επίπεδα ενώ οι επενδύσεις σταματούν.

Αυτή η θεωρία εξηγούσε κι εξηγεί  γιατί, παρά την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, δεν έχουμε μια συνεχή κρίση υπερπαραγωγής, αλλά μια  κυκλική κίνηση της οικονομίας.

Το πιστωτικό-τραπεζικό σύστημα επέτρεψε στον καπιταλισμό να αναπτυχθεί με έναν ρυθμό δίχως προηγούμενο, όμως παράλληλα αύξησε την αστάθεια του συστήματος, εμποδίζοντας τους βιομήχανους να σχηματίζουν μια εικόνα των αληθινών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά. Οι πιστώσεις μπορούσαν να αναβάλουν την απαρχή μιας κρίσης, μόνο και μόνο για να την κάνουν έπειτα πιο βαθιά.

Ένας ακόμα παράγοντας που συμβάλλει στο ξέσπασμα των κρίσεων είναι η ύπαρξη μιας σειράς μεσαζόντων (εμπόρων)- χάρη σε αυτούς μπορεί η παραγωγή να αυξάνεται, χωρίς να αυξάνεται και η πώληση στους καταναλωτές. Τα απούλητα προϊόντα που μένουν σαν απόθεμα στα ράφια των εμπόρων κάνουν τις κρίσεις, όταν έρχονται, ακόμα πιο σοβαρές.

ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ

Έγραφε ο Μπουχάριν για την κρίση υπερπαραγωγής στον κρατικό καπιταλισμό (1915): «Είναι δυνατή η συσσώρευση εδώ; Φυσικά!… Το σταθερό κεφάλαιο αυξάνεται… Αν γίνει κάποιο λάθος στην παραγωγή και παραχθούν περισσότερα καταναλωτικά αγαθά, το πλεόνασμα μπορεί να μοιραστεί αντί να καταστραφεί… Έτσι λοιπόν, ποτέ δεν έχουμε κρίση γενικής υπερπαραγωγής… Η κατανάλωση των καπιταλιστών αποτελεί την κινητήρια δύναμη της παραγωγής και του προγραμματισμού της… Σε αυτήν  την περίπτωση δεν έχουμε μια ιδιαίτερα ταχύρυθμη ανάπτυξη της παραγωγής…». Στην πραγματικότητα, αυτό σήμαινε στασιμότητα της οικονομίας, και η παραγωγή θα έπεφτε σε κατάσταση ληθάργου

Από την άλλη, ο Ρώσος οικονομολόγος Μιχαήλ Τουγκάν- Μπαρανόφσκι έγραφε το 1901, ότι θα μπορούσε να υπάρξει κρατικός καπιταλισμός με υψηλό κι αδιάκοπα ανερχόμενο επίπεδο παραγωγής, παράλληλα με τον ανταγωνιστικό τρόπο διανομής, υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) κάθε άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας να συνοδεύεται παράλληλα από μια αντίστοιχη αύξηση της παραγωγής παραγωγικών μέσων. β) Όλο και περισσότεροι άνθρωποι να απασχολούνται για την παραγωγή μηχανημάτων κλπ (με την προλεταριοποίηση της κοινωνίας), γ) Η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών να μην ξεπερνάει τον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού, την παραγωγική ικανότητα της κοινωνίας και την κατανάλωση των καπιταλιστών. Τότε δεν θα υπήρχε κρίση υπερπαραγωγής, όσο κι αν έπεφτε η αγοραστική δύναμη των μαζών, κατέληγε. Σε ένα ολοκληρωτικό κρατικοκαπιταλιστικό καθεστώς, οι μισθοί μπορούσαν να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στα κατάλληλα όρια που υπαγορεύονται από τη διαδικασία της εκμετάλλευσης και την κυριαρχία του κεφαλαίου.

Αυτή όμως η «λύση» του οικονομολόγου ήταν εφαρμόσιμη σε έναν κρατικό καπιταλισμό καθυστερημένο σε σχέση με τον παγκόσμιο καπιταλισμό, εφόσον τα παραγωγικά μέσα σπανίζανε, κι εφόσον κατά συνέπεια ήταν επείγουσα, στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού,  η παραγωγή μηχανών που θα παράγουν άλλες μηχανές κ.ο.κ.

Όταν όμως η παραγωγή μηχανών κατάφερνε να εξυψώσει την ρωσική οικονομία στο επίπεδο της οικονομίας του υπόλοιπου κόσμου, θα βρισκόταν αντιμέτωπη με το πρόβλημα της υπερπαραγωγής, και τη στασιμότητα της οικονομίας, στο συμπέρασμα δηλαδή που κατέληγε ο Μπουχάριν.  Η «λύση» του Τούγκαν-Μπαρανόφσκι ήταν εφικτή σε κρατικό καπιταλισμό υπανάπτυκτης χώρας, ενώ ο Μπουχάριν μιλούσε για τον κρατικό καπιταλισμό που κοντεύει να φτάσει στο σημείο κορεσμού των παραγωγικών μέσων. Η πρώτη οδός μιλούσε για πλήρη αποδέσμευση της συσσώρευσης. Η  δεύτερη οδός εξηγούσε ότι η ταχύρυθμη συσσώρευση είναι αδύνατη κι άρα ότι η παραγωγή έπρεπε να μειωθεί. Στην πραγματικότητα και κατ’ αντιστοιχία, η πρώτη αντιπροσώπευε τη φάση οικονομικής ανάκαμψης, ενώ η δεύτερη την κρίση του καπιταλιστικού κύκλου. Όμως και οι δύο «λύσεις» ήταν καθαρό ότι διατηρούσαν τον εργάτη υποχείριο του κεφαλαίου.

Αλλά υπήρχε και μια τρίτη «λύση», η πολεμική οικονομία. Η πολεμική οικονομία ανακουφίζει τις αδυναμίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επίσης ένας πόλεμος οδηγεί σε μαρασμό της συσσώρευσης και καταστροφή κεφαλαίων τεράστιας κλίμακας, κι έτσι ξαναδημιουργείται μια νέα δυνατότητα για συσσώρευση. Άλλωστε η πολεμική οικονομία συνοδεύεται πάντα από κρίση υποπαραγωγής, γιατί η ζήτηση αγαθών ξεπερνάει την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας.

Η θέση που είχαν στο ρώσικο κρατικό καπιταλισμό οι πολεμικές προετοιμασίες και η παραγωγή μέσων παραγωγής, πολύ μπροστά από την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, έκαναν μέχρι τη δεκαετία του ’50 τη Ρωσία ικανή να ακολουθεί τον «δρόμο» Τούγκαν-Μπαρανόφσκι κι όχι τον «δρόμο» Μπουχάριν . Ωστόσο, με βάση  την παγκόσμια οικονομική κατάσταση, εκτιμούσε ο Τόνι Κλιφ πως πλέον η «λύση» της πολεμικής οικονομίας ήταν το μόνο μέσο που είχε στα χέρια της η ρώσικη γραφειοκρατία, μέχρι τον καιρό που είτε ο σοσιαλισμός είτε η βαρβαρότητα θα καθιστούσαν τέτοιου είδους «λύσεις» περιττές.

Σήμερα, το πέρασμα από όλες τις ανωτέρω φάσεις-που αντιστοιχούν στην κλασική ανάκαμψη και κρίση του καπιταλιστικού συστήματος- επιβεβαιώνεται σε μας που έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα για τη διαδρομή της ανόδου και της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης.

(Διαβάστε: Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία, του Τόνι Κλιφ)




Σταλινισμός: ο παντοτινός και καλύτερος φίλος του  Άσαντ

(Σχόλιο της RCIT για την κοινή διεθνή πρωτοβουλία σταλινικών κομμάτων)

Ένας μεγάλος αριθμός μεγάλων σταλινικών κομμάτων δημοσίευσαν πρόσφατα κοινή δήλωση για τη Συρία. [1] Πρόκειται για μια απροκάλυπτη δήλωση υποστήριξης του καθεστώτος Άσαντ. Αυτή η καπιταλιστική δικτατορία που βασίζεται στο σόι του Άσαντ  και προέρχεται από μια μικρή σέχτα, κυβέρνησε τη Συρία με σιδερένια πυγμή για σχεδόν πενήντα χρόνια. Από την αρχή της λαϊκής εξέγερσης τον Μάρτιο του 2011 – βασική συνιστώσα της Αραβικής Επανάστασης – το καθεστώς έχει σφαγιάσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους για να παραμείνει στην εξουσία. [2]

Οι 50 υπογραφές στη δήλωση συμπεριλαμβάνουν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το ΑΚΕΛ στην Κύπρο, τα επίσημα Κομμουνιστικά Κόμματα σε Βραζιλία, τη Βρετανία, το Μπαγκλαντές, τη Χιλή, την Τσεχία, την Ελλάδα, το Ισραήλ, την Πορτογαλία, την Τουρκία και τις ΗΠΑ. Άλλοι υπογράφοντες είναι το Τουντέχ του Ιράν και, κυρίως, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Συρίας και το Ενιαίο Κομμουνιστικό Κόμμα της Συρίας . Πολλά από αυτά τα κόμματα έχουν δύναμη στα εθνικά κοινοβούλια ή έχουν συμμετάσχει σε κυβερνητικούς συνασπισμούς. Ακόμη και μικρές ομάδες όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα (Ιταλία), το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα ή το Εργατικό Κόμμα της Αυστρίας φιγουράρουν μεταξύ των υπογραφόντων. [3]

Η δήλωση αυτή είναι σημαντική καθώς αποδεικνύει για μια ακόμη φορά την αντεπαναστατική φύση του σταλινισμού. Η δήλωση ξεκινά με την περίεργη δήλωση: «Τα τελευταία οκτώ χρόνια, ο λαός της Συρίας έχει υπερασπιστεί την πατρίδα του αποφασιστικά και ηρωικά. Έχει εκδηλώσει μια αξιοσημείωτη και αξιέπαινη αντίσταση, η οποία δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή  αυτά τα χρόνια, παρά τα ατελείωτα βάσανα που έχει υποστεί. Έχει ήδη κερδίσει μια θέση στη μεγάλη ιστορία της ανθρωπότητας ».

Στην πραγματικότητα, ο λαός της Συρίας διαδήλωνε ειρηνικά την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2011, για να καταργήσει τη δικτατορία της οικογένειας Άσαντ. Αυτό ήταν τμήμα  μιας διαδικασίας σε ολόκληρη την περιοχή – από το Μαρόκο και την Τυνησία, τη Λιβύη, την Αίγυπτο, το Μπαχρέιν έως την Υεμένη. Αλλά η τυραννία του Άσαντ ήταν αποφασισμένη να πνίξει αποφασιστικά τις διαδηλώσεις στο αίμα. Ως αποτέλεσμα, η επανάσταση μετατράπηκε σε εμφύλιο πόλεμο ενάντια στο καθεστώς. Χαρακτηριστικό του αντιλαϊκού χαρακτήρα των σταλινικών που υπογράφουν αυτή τη δήλωση είναι ότι συκοφαντούν μαζικά τη μαζική εξέγερση και επαινούν την κρατική τρομοκρατικία και καταστολή ως «ηρωική υπεράσπιση της πατρίδας τους».

Η στήριξη του σταλινισμού στο καθεστώς Άσαντ αντανακλάται και στην ακόλουθη φράση: “Εκφράζουμε την βαθιά και άνευ όρων αλληλεγγύη μας προς τους εργαζόμενους της Συρίας και τα πρωτοπόρα κομμουνιστικά κόμματα τους.” Αυτά τα δύο “πρωτοποριακά κομμουνιστικά κόμματα”, που υπογράφουν την κοινή δήλωση – το Κομμουνιστικό Κόμμα της Συρίας (Bakdash) και το Συριακό Κομμουνιστικό Κόμμα (Ενιαίο), δεν έχουν καμία σχέση με τον σοσιαλισμό. Έχουν υποστηρίξει πιστά την καπιταλιστική δικτατορία του Άσαντ εδώ και δεκαετίες. Έχουν λίγες έδρες στο κοινοβούλιο, καθώς αποτελούν μέρος του κυβερνώντος “Εθνικού Προοδευτικού Μετώπου” – ενός συνασπισμού κομμάτων στον οποίο κυριαρχεί το κόμμα Μπάαθ του Άσαντ. Αυτό το κοινοβούλιο είναι, βεβαίως, μια καρικατούρα, ακόμη και για τα αστικά πρότυπα. Ο κυβερνών συνασπισμός έχει 200 ​​από τις 250 έδρες και οι υπόλοιπες καταλαμβάνονται από τους λεγόμενους “ανεξάρτητους”. Δεν υφίσταται ούτε καν μια ψευδο-αντιπολίτευση στο κοινοβούλιο του Άσαντ.

Είναι αναμφισβήτητο ότι το σχέδιο των σταλινικών για αποστολή μιας “αποστολής αλληλεγγύης” στη Δαμασκό θα είναι άλλη μια ενέργεια κλακαδόρων στην τυραννία του Άσαντ.

Μια άλλη στιγμή σταλινικής υποκρισίας είναι η δήλωση: «Τα ακόλουθα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα καταδικάζουμε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την ιμπεριαλιστική επέμβαση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, η οποία δημιούργησε μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του 21ου αιώνα. (…) Ζητούμε το τέλος της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας και σεβόμαστε πλήρως την ανεξαρτησία, την πλήρη εθνική κυριαρχία και  ακεραιότητα της εθνικής επικράτειας της Συρίας. Τονίζουμε για άλλη μια φορά ότι η απόφαση για το μέλλον της Συρίας αφορά μόνο τον λαό της Συρίας. ”

Πράγματι, εκδηλώνεται μια συνεχής επιθετικότητα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και των συμμάχων του στη Συρία. Αυτή περιλαμβάνει τη στρατιωτική τους υποστήριξη για το κουρδικό YPG / SDF στην Ανατολική Συρία υπό το πρόσχημα του αγώνα κατά της «τρομοκρατίας του ISIS». Χρησιμοποιώντας σαν φύλλο συκής τον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας”, οι δυτικοί ιμπεριαλιστές κατέστρεψαν πολλές πόλεις στη Συρία και το Ιράκ (Μοσούλη και Ράκα έχουν σε μεγάλο βαθμό ισοπεδωθεί) και σκότωσαν χιλιάδες πολίτες. [4]

Ωστόσο, οι σταλινικοί δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ για αυτή τη δυτική επιθετικότητα! Το αντίθετο, όπως και πολλοί φιλελεύθεροι, αναρχικοί και ψευδο-τροτσκιστές, στήριξαν το YPG / SDF παρά την αξιοποίησή τους ως στρατιώτες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. [5]

Όχι, για τους σταλινικούς εδώ δεν πρόκειται για «ιμπεριαλιστική επιθετικότητα». Μια τέτοια επίθεση συμβαίνει μόνο όταν ο Τραμπ καταγγέλλει το καθεστώς στη Δαμασκό και ρίχνει  κάποιες ρουκέτες που κατευθύνονται να καταστρέψουν μερικές άδειες αποθήκες του Συριακού Στρατού! [6]

Οι σταλινικοί υποστηρίζουν επίσης ότι η λαϊκή εξέγερση από το 2011 είναι μια “συνωμοσία της CIA” και ένας “ιμπεριαλιστικός πόλεμος δια αντιπροσώπων”. Όπως έχουμε δείξει επανειλημμένα, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν έδωσε ποτέ καμία σημαντική υποστήριξη στους αντάρτες και δεν ενδιαφέρεται διόλου να στηρίξει μια λαϊκή επανάσταση εναντίον του καθεστώτος. [7]

Υπάρχει, ωστόσο, μια άλλη διαρκής και τεράστια ιμπεριαλιστική επιθετικότητα στη Συρία. Αυτή είναι η ατελείωτη εκστρατεία βομβιστικής επίθεσης που διεξάγεται από τη Ρωσία κατά του εξεγερμένου συριακού λαού. Αλλά, ω του θαύματος, αυτή η στρατιωτική επίθεση δεν καταγγέλλεται από αυτούς τους «υπερασπιστές των εργαζομένων» αλλά μάλλον γίνεται δεκτή με πανηγυρισμούς και υποστηρίζεται! Όπως έχουμε δείξει σε διάφορες δημοσιεύσεις, πολλά από αυτά τα κόμματα ζητωκραυγάζουν ανοιχτά για τη στρατιωτική παρέμβαση της Ρωσίας στη Συρία! Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς οι περισσότεροι σταλινικοί υποστηρίζουν ότι τα καθεστώτα στη Ρωσία και την Κίνα είναι «αντιιμπεριαλιστικά» και «προοδευτικά». Ως αποτέλεσμα υποστηρίζουν τις πολιτικές και στρατιωτικές τους παρεμβάσεις. [8]

Η στενή σχέση των σταλινικών κομμάτων με τα καπιταλιστικά και ιμπεριαλιστικά καθεστώτα είναι επίσης εμφανής από τη σύνθεση της ηγεσίας του διεθνούς δικτύου των σταλινικών. Σε μια συνεδρίαση της “Ομάδας Εργασίας της Διεθνούς Κομμουνιστικής κι Εργατική Συνάντησης” στις αρχές Ιουνίου, παρευρίσκονταν αντιπροσωπείες από τα κυβερνώντα κόμματα της Κίνας, του Βιετνάμ, της Κούβας, της Νότιας Αφρικής και της Βόρειας Κορέας μαζί έναν αριθμό κομμάτων που υπέγραψαν δήλωση για τη Συρία. [9]

Η καραμέλα του σταλινισμού για την “ανεξαρτησία και πλήρη κυριαρχία” της Συρίας αγγίζει τα όρια της παράνοιας.  Στην πραγματικότητα, το καθεστώς του Άσαντ πουλά τη χώρα στη Ρωσία, το Ιράν και την Κίνα. Αυτό το καθεστώς έχει φέρει εκατοντάδες χιλιάδες ιρανούς και ρώσους στρατιώτες στη χώρα και τους έχει παραδώσει στρατιωτικές, αεροπορικές και ναυτικές βάσεις κλπ.! [10]

Τελειώνουμε, δηλώνοντας για μια ακόμη φορά ότι η Συριακή Επανάσταση υπήρξε και παραμένει μια νόμιμη λαϊκή εξέγερση. Η RCIT υποστήριξε από την αρχή αυτόν τον απελευθερωτικό πόλεμο και συνεχίζει να το κάνει. [11]

Αντίθετα, η τελευταία δήλωση των σταλινικών επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά τον εντελώς αντεπαναστατικό χαρακτήρα αυτού του ρεύματος. Ο σταλινισμός είναι η άρνηση του σοσιαλισμού. Τα κόμματα αυτά είναι σοσιαλιμπεριαλιστές-υποστηρικτές της Ρωσίας και της Κίνας, καθώς και νεροκουβαλητές  καπιταλιστικών δικτατοριών όπως αυτή της οικογένειας Άσαντ. Ο καρκίνος του σταλινισμού από το διεθνές εργατικό κίνημα πρέπει να ξεριζωθεί επιτέλους μία για πάντα!

https://www.thecommunists.net/worldwide/africa-and-middle-east/stalinism-is-assad-s-best-friends-forever/

(Mετάφραση Αλέξης Λιοσάτος)