1

Μαρξισμός και Κόμμα- Το επαναστατικό κόμμα σήμερα

Του Τζον Μόλινιου (1978)

Μετάφραση Βασίλης Μορέλλας

Πηγή: https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/

Οι εμφάσεις με έντονα μαύρα γράμματα από τη διαχείριση του σάιτ

7o κεφάλαιο: Το επαναστατικό κόμμα σήμερα

       1.Η θεωρία για το κόμμα από τον καιρό του πολέμου

Έχουμε ως τώρα ιχνογραφήσει την ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας του κόμματος από την πρωταρχική καθιέρωση της ιδέας ενός κόμματος της εργατικής τάξης απ’τον Μαρξ, μέσα από την έννοια του κόμματος πρωτοπορίας του Λένιν, την έμφαση της Ρόζας Λούξεμπουργκ στη δημιουργικότητα των μαζών, τη μοναχική υπεράσπιση του Λενινισμού από τον Τρότσκι, μέχρι την ανάλυση του Γκράμσι περί πάλης για ηγεμονία. Ο απολογισμός μας έχει τώρα ουσιαστικά ολοκληρωθεί, καθώς απ’την εποχή του Τρότσκι και του Γκράμσι δεν έχει υπάρξει καμία μείζων συνεισφορά στη θεωρία του κόμματος.

Ο λόγος για αυτή τη στασιμότητα δεν είναι δύσκολο να βρεθεί. Η μεταπολεμική περίοδος έχει κυριαρχηθεί απ’την πιο επιμηκυμένη άνθηση στην ιστορία του καπιταλισμού, η οποία έχει συντελέσει στο μέγιστο βαθμό στη ρεφορμιστική ενσωμάτωση της εργατικής τάξης. Συνθλιβόμενος ανάμεσα στη σχετική παθητικότητα της εργατικής τάξης και το νεκρό χέρι της Σταλινικής «ορθοδοξίας», ο αυθεντικός μαρξισμός ωθήθηκε, όπως είχαν τα πράγματα, στο περιθώριο. Εκείνοι οι λίγοι που παρέμειναν αφοσιωμένοι στο στόχο της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης ήταν αναγκαστικά απορροφημένοι στην υπεράσπιση των στοιχειωδών του μαρξισμού (του ρόλου της εργατικής τάξης, της εργασιακής θεωρίας της αξίας, των αντιφάσεων του καπιταλισμού) και την επεξεργασία των μείζονων αλλαγών που λάμβαναν χώρα στον κόσμο (του φαινόμενου του κρατικού καπιταλισμού, της διαρκούς οικονομίας των όπλων, των αλλαγών στον ιμπεριαλισμό). Τους έλειπε η πρακτική πείρα της επαναστατικής πάλης για να κάνουν την παραπέρα ανάπτυξη της μαρξιστικής κομματικής θεωρίας εφικτή είτε επιτακτική.

Έχει διατεθεί, ωστόσο, ένας αριθμός μη-μαρξιστικών εναλλακτικών στο επαναστατικό εργατικό κόμμα, ως μέσα επίτευξης της ανατροπής του καπιταλισμού. Η μεταπολεμική περίοδος έχει γίνει μάρτυρας αναβίωσης ποικίλων μορφών βολονταρισμού, αυθορμητισμού και λαϊκομετωπισμού, αλλά όλες έχουν αποτύχει στη δοκιμασία της πράξης. Ο βολονταρισμός έλαβε την πιο ακραία και σημαντική του έκφραση στη θεωρία ότι η επανάσταση μπορούσε να γίνει από μια μικρή κομπανία αγροτών ανταρτών, χωρίς να περιμένει για την ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών και χωρίς να κινητοποιήσει τη μάζα της εργατικής τάξης.[1] Αλλά μετά την αρχική θεαματική επιτυχία στην Κούβα,[2] η στρατηγική των αντάρτικων εστιών απέτυχε να σημειώσει πρόοδο στη Λατινική Αμερική και τελικά καταποντίστηκε στην Βολιβιανή ζούγκλα με το θάνατο του Τσε Γκεβάρα το 1967. Ούτε και η προσπάθεια να διατηρηθεί η μέθοδος, αλλά να μετατοπιστεί ο χώρος της στις κωμοπόλεις, με παράδειγμα τους Τουπαμάρος της Ουρουγουάης*, είχε παραπάνω από προσωρινή επιτυχία.[3] Ο αυθορμητισμός -η απόρριψη οργάνωσης, αρχής και πάνω απ’όλα πολιτικού κόμματος- υπήρξε εν πολλοίς προϊόν της φοιτητικής εξέγερσης που απλώθηκε σε όλον τον κόσμο τη δεκαετία του 1960. Όμως, το υψηλότερο επίτευγμα αυτής της φάσης του κινήματος, τα γεγονότα του Γαλλικού Μάη του 1968, αποτέλεσε επίσης την πιο ακαταμάχητη εκδήλωση της ανεπάρκειάς της. Ακριβώς εξαιτίας της απουσίας ενός μαζικού επαναστατικού εργατικού κόμματος, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα στάθηκε ικανό να αποσοβήσει τη μαχητικότητα της μεγάλης γενικής απεργίας και να εξυφάνει έναν ισχνό συμβιβασμό με τον Ντε Γκωλ, εκτονώνοντας έτσι την οξεία κοινωνική κρίση, σχεδόν τόσο γρήγορα όσο είχε αναδυθεί.[4] Τέλος, η στρατηγική του λαϊκού μετώπου και η ειρηνική μετάβαση στον σοσιαλισμό μπήκαν ακόμη μια φορά σε δοκιμή, στο σχήμα της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή, με καταστροφικές συνέπειες που είναι γνωστές σε όλους.[5]

Αυτή η εκδήλωση της χρεοκοπίας αυτών των εναλλακτικών (και οι περιπτώσεις που μόλις παρατέθηκαν είναι μονάχα τα σαφέστερα από πολλά παραδείγματα) έχει συνδυαστεί με το βάθεμα της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού και τη συνεπαγόμενη άνοδο στην πάλη της εργατικής τάξης κατά την τελευταία δεκαετία [του ’70 -ΣτΜ] για να μας κάνει να επικεντρώσουμε και πάλι την προσοχή μας στην μαρξιστική θεωρία του κόμματος. Το αποτέλεσμα είναι, από τη μία, η εμφάνιση ενός αριθμού μελετών αφιερωμένων στο ξεθάψιμο της μαρξιστικής παράδοσης πάνω στο ζήτημα του κόμματος και την υπόδειξη προοπτικών για το σήμερα[6] και από την άλλη, η ανάδειξη σε διάφορες χώρες ευμεγεθών οργανώσεων (όχι μαζικών κομμάτων, μα αρκετά μεγάλων για να συγκροτούν ένα σοβαρό ξεκίνημα) με τον στόχο οικοδόμησης του επαναστατικού κόμματος. Είναι ως μια συνέχιση και συστηματοποίηση του προηγούμενου έργου και ως μια βοήθεια στην τελευταία που το παρόν πόνημα έγινε νοητό. Αυτό που απομένει, επομένως, είναι να συνοψίσουμε τις κύριες αρχές της μαρξιστικής θεωρίας για το κόμμα, όπως διαγράφηκαν από αυτή τη μελέτη της ανάπτυξής της και να υποδείξουμε σημεία-κλειδιά για την εφαρμογή τους σήμερα.

 

  1. Κεντρικά χαρακτηριστικά και καθήκοντα του επαναστατικού κόμματος

 

Ο ρόλος, τα καθήκοντα και οι οργανωτικές μορφές του κόμματος δεν είναι παγιωμένες όλον τον καιρό και σε όλα τα μέρη∙ πρέπει αναγκαία να αποκομίζονται από και να προσαρμόζονται σε χειροπιαστές καταστάσεις όπου το κόμμα λειτουργεί. Παρόλα αυτά, στη βάση ενός αγώνα που κρατάει πάνω από έναν κι ένα τέταρτο αιώνα, μπορούμε να κάνουμε τις ακόλουθες γενικεύσεις:

Η ταξική φύση του κόμματος. Το επαναστατικό κόμμα πρέπει να είναι ένα κόμμα της εργατικής τάξης. Αυτή η στοιχειώδης και θεμελιώδης αρχή, καθιερωμένη από τον Μαρξ, χρειάζεται να επαναληφθεί άλλη μια φορά, επειδή τόσο συχνά ξεχνιέται ή αγνοείται τα τελευταία χρόνια. Το κόμμα πρέπει να είναι προλεταριακό, όχι μόνο με την έννοια ότι το πρόγραμμά του αποτελεί ενάρθρωση των σοσιαλιστικών φιλοδοξιών της εργατικής τάξης, μα επίσης στην κοινωνική του σύνθεση και το πεδίο των καθημερινών του δραστηριοτήτων. Καμία ομάδα ανταρτών, κανένα αγροτικό κίνημα, φοιτητικό κίνημα ή συνάθροιση διανοουμένων, όσο περίφημο κι αν είναι το πρόγραμμά τους, δεν μπορούν να αποτελέσουν υποκατάστατο για ένα κόμμα με ρίζες στο βιομηχανικό προλεταριάτο. Μια νεαρή οργάνωση που βρίσκει τον εαυτό της, όπως συχνά συμβαίνει, κυρίως μικροαστικό στη σύνθεσή του, πρέπει να κάνει επίμοχθη προσπάθεια αυτοκριτικής και αυτο-μεταμόρφωσης ώστε να κάνει τη μετάβαση προς ένα εργατικό κόμμα.

Το κόμμα ως πρωτοπορία. Η ανάγκη για ένα κόμμα προέρχεται από την ανομοιόμορφη εξέλιξη της εργατικής τάξης και το κόμμα στοχεύει να αγκαλιάσει όχι ολόκληρη την τάξη (που σε «κανονικούς» καιρούς κυριαρχείται από αστική ιδεολογία), μα την ταξικά συνειδητή πρωτοπορία. Αυτό το σημείο, καθιερωμένο από τον Λένιν, έχει τόσο συχνά διαστρεβλωθεί και παρερμηνευτεί, που απαιτεί την ακόλουθη διευκρίνιση: το κόμμα αποτελεί μια πρωτοπορία, αλλά η πρωτοπορία δεν είναι μια μικροσκοπική ελίτ που στέκεται έξω από το κύριο σώμα της τάξης∙ είναι οι εκατοντάδες χιλιάδες εργατών που αληθινά ηγούνται της τάξης στις καθημερινές μάχες της στα εργοστάσια, τα ορυχεία, τα γραφεία, τα εργοτάξια και τους δρόμους. Το κόμμα καθοδηγεί την τάξη, δεν κάνει την ουρά της, αλλά την καθοδηγεί από μέσα, όχι από έξω.

Το κόμμα είναι μια οργάνωση μάχης. Αυτό έχει δυο πλευρές. Πρώτον, το κόμμα δεν διεκδικεί την ηγεσία της τάξης σαν από δικαίωμα, αλλά έχει να παλέψει για να την κερδίσει, παράγοντας απτές προτάσεις δράσης για κάθε θέμα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη, από το μικρότερο ζήτημα περί εργοστασιακών συνθηκών ως τα μεγαλύτερα ζητήματα διεθνούς πολιτικής. Το κόμμα πρέπει να αποδείξει στην πράξη, στον αγώνα, ότι είναι ο καλύτερος υπερασπιστής των συμφερόντων της εργατικής τάξης και όλων των εκμεταλλευομένων. Δεύτερον, το κόμμα πρέπει τελικά να προετοιμάζεται για την ταξική πάλη στην οξύτερη μορφή της, το μαζικό ξεσηκωμό και την εξέγερση. Αυτό δε σημαίνει πρόωρη υιοθέτηση μιας παραστρατιωτικής στάσης με τρόπο που να θυσιάζει τη νομιμότητα του κόμματος και να το εμποδίζει να διεξάγει τα πιο βασικά του καθήκοντα στον καθημερινό αγώνα, αλλά όντως περιλαμβάνει, σε ορισμένο σημείο, την επιτέλεση προσεχτικών ετοιμασιών και τη δημιουργία του είδους της οργάνωσης που μπορεί ταχύτατα να λειτουργήσει σε στρατιωτική βάση. Επειδή με αυτούς τους τρόπους το κόμμα είναι οργάνωση μάχης, δεν έχει χώρο για ένα στρώμα παθητικών κατόχων καρτών μέλους ή προνομιούχων, εξασφαλισμένων γραφειοκρατών. Τα μέλη του πρέπει να διαθέτουν ενεργητικότητα κι αυτοθυσία κι είναι επομένως πιθανό να’ναι νεαρά.

Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός. Καμία χρήσιμη γενίκευση δεν μπορεί να γίνει ως προς συγκεκριμένες οργανωτικές δομές -αυτές πρέπει να είναι εξαιρετικά ευέλικτες-, αλλά το ότι το κομματικό καθεστώς πρέπει να συνδυάζει δημοκρατία και συγκεντρωτισμό δεν αποτελεί σκέτη οργανωτική φόρμουλα, παρά απορρέει απευθείας από τα καθήκοντα του κόμματος και τη φύση της ταξικής πάλης. Η δημοκρατία είναι ουσιώδης επειδή το κόμμα δεν αποτελεί δεσπότη της εργατικής τάξης, μα ένα όργανο της αυτο-απελευθέρωσής της. Χωρίς δημοκρατία κι ελεύθερη συζήτηση δεν υπάρχει τρόπος το κόμμα να μπορεί να διαμορφώσει πολιτικές που αντιστοιχούν πραγματικά στις ανάγκες της εργατικής τάξης και ταιριάζουν στη χειροπιαστή κατάσταση. Ο συγκεντρωτισμός είναι ουσιώδης επειδή το κόμμα πρέπει να διεξαγάγει έναν οδυνηρό αγώνα εναντίον ενός πολύ συγκεντρωτικού εχθρού -το καπιταλιστικό κράτος. Χωρίς ενότητα στη δράση, όπως κάθε συνδικαλιστής γνωρίζει, η ήττα είναι αναπότρεπτη.

Αναφορικά με τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, υπάρχουν δύο παγίδες που είναι ιδιαίτερα πιθανό να ταλαιπωρήσουν νέες και μέχρι τούδε μικρές οργανώσεις του είδους που κυρίως υπάρχουν στην επαναστατική αριστερά ανά τον κόσμο σήμερα. Η πρώτη είναι ο κίνδυνος μια μικρή ομάδα, στην καλύτερη ένα έμβρυο κόμματος, να υιοθετήσει την πλήρη πανοπλία των διοικητικών δομών που αναλογούν σε ένα επαναστατικό κόμμα και έτσι να γίνει καταγέλαστα υδροκέφαλη. Η δεύτερη είναι ο κίνδυνος, ειδικά όταν μια οργάνωση έχει να κάνει τη μετάβαση από την προπαγάνδα στην αγκιτάτσια, να είναι υπερ-δημοκρατική και να κουβεντιάζει όλα τα ζητήματα ατέλειωτα. Το κόμμα δεν είναι όμιλος συζήτησης -κουβεντιάζει έτσι ώστε να φτάσει σε μια απόφαση και μετά εφαρμόζει αυτήν την απόφαση με ενιαίο τρόπο.

Η ανεξαρτησία του κόμματος. Το κόμμα παίρνει τη θέση του πάνω σε μαρξιστικές αρχές ως ο εκπρόσωπος των ιστορικών συμφερόντων της εργατικής τάξης -ποτέ δεν πρέπει να θυσιάζει την ανεξαρτησία του σε οποιαδήποτε πολιτική δύναμη, ανοιχτά αστική, ρεφορμιστική ή κεντριστική. Αυτό κατά κανένα τρόπο δεν αποκλείει οποιοδήποτε αριθμό από συμμαχίες, συμβιβασμούς, προσωρινές συμφωνίες κλπ. με άλλες οργανώσεις, αλλά πράγματι αποκλείει να εγκαταλείψει το δικαίωμα σε ελεύθερη κριτική, μια ξέχωρη πολιτική γραμμή και μια ξέχωρη οργάνωση. Αυτό ισχύει ακόμη και στην ακραία περίπτωση εισόδου σε ή σύναψης δεσμού με ένα μεγαλύτερο κόμμα (π.χ. το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα). Η εξάρτηση, πρέπει να θυμόμαστε, δε χρειάζεται να είναι θέμα επίσημων συμφωνιών ή περιορισμών. Το Βρετανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, για παράδειγμα, είναι επίσημα μια ανεξάρτητη οργάνωση, ωστόσο πολιτικά είναι δεμένη στους «αριστερούς» συνδικαλιστές ηγέτες και τους «αριστερούς» Εργατικούς βουλευτές. Ένα μαρξιστικό κόμμα ποτέ δεν πρέπει να επιτρέπει στον εαυτό του να προσκολλάται άκριτα στον κάθε λαϊκιστή δημαγωγό ή διαπρεπή αριστερό ρεφορμιστή, οσοδήποτε ριζοσπαστικός.

Το κόμμα και η ενότητα της εργατικής τάξης. Το κόμμα είναι η πρωτοπορία της τάξης και πρέπει να διατηρεί την ανεξαρτησία του, αλλά ο στόχος του είναι η ενότητα της εργατικής τάξης. Τρία πράματα συνεπάγονται από αυτό. Πρώτον, ότι το κόμμα πρέπει να αγωνίζεται αδυσώπητα ως ζήτημα αυστηρότατης αρχής εναντίον όλων εκείνων των διαιρέσεων μέσα στην εργατική τάξη -διαιρέσεων φυλής, εθνικότητας, μεταξύ ανδρών και γυναικών, ειδικευμένων και ανειδίκευτων, εργαζόμενων και ανέργων, ηλικιωμένων και νέων, κλπ.- που τόσο επιμελώς υποδαυλίζονται από την άρχουσα τάξη και μέσω των οποίων αυτή συντηρεί την εξουσία της. Δεύτερον, το κόμμα δεν πρέπει να επιτρέπει η ύπαρξή του ως μια ξεχωριστή οργάνωση να διαρρηγνύει την ενότητα που χρειάζεται η τάξη στην καθημερινή της πάλη κατά των εργοδοτών και του κράτους. Από αυτήν την επιταγή προέρχεται η στρατηγική του ενιαίου μετώπου με ρεφορμιστικές οργανώσεις, αλλά αυτή η στρατηγική (εφαρμόσιμη σε πολλές, μα όχι όλες τις περιστάσεις) είναι μόνο μία έκφραση της γενικής αρχής που κυβερνά τη σχέση του κόμματος με όλες τις άλλες πολιτικές τάσεις στην εργατική τάξη -βαδίζουμε χώρια, χτυπάμε μαζί. Τρίτον, παρόλο που το κόμμα πρέπει να αγρυπνά για το “νέρωμα” του προγράμματος και των πολιτικών του υπό την πίεση των καθυστερημένων εργατών, δεν πρέπει διόλου να περιχαρακωθεί από αυτούς τους εργάτες και πρέπει να αξιοποιήσει κάθε οδό για να τους προσεγγίσει. Έτσι, ενώ εκατομμύρια εργατών παραμένουν σε αντιδραστικά συνδικάτα, το κόμμα πρέπει να δουλέψει μέσα σε αυτά τα συνδικάτα, άσχετα πόσο προδοτική και διεφθαρμένη η ηγεσία τους. Ενόσω η μάζα των εργατών διατηρεί ψευδαισθήσεις για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, το κόμμα πρέπει παροτρύνει σε στήριξη αυτών των κομμάτων εναντίον των ανοιχτά αστικών κομμάτων, έτσι ώστε αυτές οι ψευδαισθήσεις να διαλυθούν από την πείρα. Ενόσω η πλειοψηφία της τάξης επενδύει με εμπιστοσύνη την κοινοβουλευτική δημοκρατία, το κόμμα πρέπει να συμμετέχει στις εκλογές, χρησιμοποιώντας τες για να κάνει επαναστατική προπαγάνδα και να υποσκάπτει το κοινοβουλευτικό σύστημα από μέσα.

Τα μορφωτικά καθήκοντα του κόμματος. Το κόμμα πρέπει να αναλάβει ένα διαρκές και περίπλοκο έργο μόρφωσης. Πρέπει να εκπαιδεύει επαναστάτες ηγέτες εμβαπτισμένους στην μαρξιστική παράδοση, αλλά ικανούς για χειροπιαστές αναλύσεις και για ανεξάρτητη κρίση. Πρέπει να παράγει ένα ευρύ στρώμα, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Γκράμσι, «οργανικών διανοούμενων», εργατών με καθαρή αντίληψη της συνολικής φύσης του αγώνα και των μεθόδων διεξαγωγής του. Πρέπει να δουλέψει για την πλατύτερη δυνατή διάδοση βασικών μαρξιστικών και σοσιαλιστικών αρχών μέσα στην εργατική τάξη, μεταγλωττίζοντας ασταμάτητα τη θεωρία του σε θεματικά κι ευκολονόητα παραδείγματα και εκθέσεις στον τύπο του κι όλη του την προπαγάνδα. Σχετικά με την εκπαίδευση, δύο σημεία πρέπει να συγκρατηθούν στο μυαλό: η διαδικασία εκπαίδευσης πρέπει να είναι επικρατέστερα πρακτική παρά ακαδημαϊκή στο χαρακτήρα της (αφού το δεύτερο οδηγεί αναπόφευκτα στην κυριαρχία μικροαστικών στοιχείων) και, όπως τόνισε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, το κόμμα πρέπει να είναι τόσο ικανό να μαθαίνει από τους εργάτες όσο και να τους διδάσκει. Το κόμμα συνιστά συλλογική μνήμη κι εγκέφαλο της εργατικής τάξης, μα είναι ένας εγκέφαλος που χρειάζεται αδιάλειπτη ανανέωση κι ενημέρωση.

Ο αγώνας για ηγεμονία. Το κόμμα πρέπει να εργαστεί για να συνενώσει όλες τις δυνάμεις των καταπιεσμένων σε ένα κοινό αγώνα κατά του καπιταλισμού, υπό την ηγεσία του προλεταριάτου. Ιστορικά και σε παγκόσμια κλίμακα, αυτό έχει υπάρξει πρωταρχικά ένα ζήτημα υλοποίησης μιας συμμαχίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς και κάθε εργατικό κόμμα πρέπει να σιγουρευτεί ότι περιλαμβάνει την υπεράσπιση των συμφερόντων των φτωχών αγροτών στο πρόγραμμά του. Επιπρόσθετα σε αυτό, η τελευταία δεκαετία έχει δει την ανάδυση μιας σειράς νέων δυνάμεων -με το κίνημα των μαύρων, το γυναικείο κίνημα και το φοιτητικό κίνημα ως σημαντικότερα- που κατέχουν μεγάλο επαναστατικό δυναμικό, μα που θέτουν ορισμένα στρατηγικά προβλήματα για το κόμμα. Από τη μια πλευρά, κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα για μικρές οργανώσεις χωρίς ισχυρή προλεταριακή βάση, το κόμμα μπορεί να ριχτεί τόσο άκριτα και ενθουσιωδώς μέσα σε αυτά τα κινήματα που υποκύπτει στον αναγκαστικά κατακερματισμένο χαρακτήρα τους και αμελεί το θεμελιακό καθήκον του στην βιομηχανική εργατική τάξη. Από την άλλη πλευρά, το κόμμα μπορεί να απορρίψει δογματικά τα ειδικά προβλήματα και τις διεκδικήσεις των διάφορων καταπιεσμένων στρωμάτων και να παρουσιάσει στα κινήματά τους ένα τελεσίγραφο ότι αυτά θα πρέπει να αποδεχτούν εκ των προτέρων την ηγεσία του προλεταριακού κόμματος, κάτι που καταλήγει όχι σε ενότητα μα σε αποξένωση. Επομένως, αυτό που χρειάζεται είναι η άνευ όρων υποστήριξη στα δικαιολογημένα αιτήματα των καταπιεσμένων στρωμάτων, συνδυασμένη με επιμονή που βασίζεται σε αρχές μα και σε υπομονή, για την ανάγκη ενότητας στον αγώνα κατά του κοινού εχθρού, για τον ταξικό χαρακτήρα του αγώνα και για τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης. Πάνω απ’όλα, ο ολοκληρωμένος αγώνας για ηγεμονία, που ενέχει την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της επαναστατικής κουλτούρας σε κάθε πεδίο της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων, μπορεί να διεξαχθεί αποτελεσματικά μόνο από ένα κόμμα που έχει ήδη εξασφαλίσει μια γερή βάση μέσα στην εργατική τάξη.

Η Διεθνής. Το προλεταριάτο είναι μια διεθνής τάξη και η κοινωνική επανάσταση είναι μια διεθνής διαδικασία. Κατά συνέπεια, όλα τα χαρακτηριστικά ενός επαναστατικού κόμματος που έχουμε απαριθμήσει εδώ, πρέπει να πραγματωθούν εν τέλει σε διεθνή κλίμακα σε ένα μοναδικό παγκόσμιο κόμμα. Την παρούσα στιγμή, μια τέτοια Διεθνής δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να χτιστεί μέσα σε μια μέρα. Ένα «παγκόσμιο κόμμα», αποτελούμενο, σαν την Τέταρτη Διεθνή, από μια χούφτα ομοϊδεατών σεκτών, είναι φαντασίωση που δε μπορεί να παράγει διεθνή ηγεσία με οποιοδήποτε κύρος. Από την άλλη πλευρά, μια ομοσπονδία βασικά ετερογενών οργανώσεων, όπως η Πρώτη διεθνής, θα καταρρεύσει την κρίσιμη στιγμή. Η Τρίτη Διεθνής σχηματίστηκε πάνω στο κύρος της νικηφόρας Ρωσικής Επανάστασης, αλλά μια επανάληψη αυτής της ακολουθίας γεγονότων δε μπορεί να αναμένεται παθητικά. Πώς μπορεί λοιπόν να χτιστεί η Διεθνής; Προς το παρόν, ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για τις υπάρχουσες επαναστατικές εργατικές οργανώσεις είναι να απασχοληθούν οπουδήποτε είναι εφικτό σε πρακτική συνεργασία και σε αδιάκοπη ανταλλαγή θεωρητικών θέσεων, ούτως ώστε βαθμιαία, πάνω στη βάση αυτής της από κοινού δουλειάς και υπό τον αντίκτυπο των συμβάντων, να μπορούν να επιτευχθούν στενότεροι δεσμοί και μεγαλύτερη πολιτική ομοιογένεια. Αλλά αυτή η δουλειά πρέπει να διεξάγεται με τη ξεκάθαρη προοπτική ότι ο στόχος της είναι η δημιουργία μιας νέας επαναστατικής εργατικής Διεθνούς. Γιατί η οικοδόμηση επαναστατικών κομμάτων και η διεθνής τους ενοποίηση αποτελεί τώρα το πρωταρχικό και πιο επείγον στρατηγικό καθήκον που αντιμετωπίζουν οι επαναστάτες σε όλον τον κόσμο. Αν δεν κατορθωθεί, η εργατική τάξη θα είναι ανίκανη να επιλύσει προς όφελός της την κρίση του καπιταλισμού που γίνεται οξύτερη μέρα με τη μέρα.

 

Τέλος, διατρέχοντας όλα αυτά που το κόμμα είναι και κάνει, το νήμα που συνδέει όλα τα κεντρικά του χαρακτηριστικά και καθήκοντα είναι η διαρκής μάχη να συνδεθεί η θεωρία με την πράξη. Το κόμμα υπάρχει για να μεταφράσει τους γενικούς στόχους του σοσιαλισμού σε χειροπιαστές πρακτικές δραστηριότητες και να συναρμόσει κάθε άμεσο αγώνα με τον απώτατο στόχο του σοσιαλισμού. Μέσα από το κόμμα, η θεωρία -η υλιστική ερμηνεία της ιστορίας, η ανάλυση του καπιταλισμού και των αντιφάσεών του και η κατανόηση του ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης- κατατοπίζει την πρακτική και μέσα από το κόμμα, η πρακτική -η πάλη για να αλλάξεις τον κόσμο- διεγείρει, κατευθύνει, δοκιμάζει και τελικά πραγματοποιεί τη θεωρία.

Όταν ο καπιταλισμός είναι σταθερός και η εργατική τάξη δεν αποτελεί καμία ανοιχτή πρόκληση για το σύστημα, θεωρία και πράξη χωρίζονται αναπόφευκτα. Σε τέτοιες συνθήκες το επαναστατικό κόμμα μπορεί να προετοιμαστεί, αλλά όχι να χτιστεί. Παραμένει αφηρημένη αναγκαιότητα. Αλλά όταν, όπως σήμερα, το σύστημα βασανίζεται από κρίση, τότε θεωρία και πράξη συνελκύονται και η οικοδόμηση του κόμματος γίνεται, όχι πια αφηρημένη φιλοδοξία, μα τόσο πρακτική αναγκαιότητα όσο και πραγματική δυνατότητα.

 

 

* Τουπαμάρος (Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα), από το όνομα του Τουπάκ Αμάρου του 2ου, βασιλιά των Ίνκας που πολέμησε τους Ισπανούς κατακτητές: ήταν επαναστατική οργάνωση της Ουρουγουάης, με κυρίως μεσοαστική-μικροαστική σύνθεση, που έδρασε τις δεκαετίες του 1960 και 1970, απαντώντας στην στρατιωτική καταστολή που συνόδεψε την οικονομική κρίση της χώρας το 1968. Ξεκινώντας από διανομές κλεμμένων τροφίμων στον φτωχό πληθυσμό, πέρασε σε πολιτικές απαγωγές και έφτασε στην τακτική του αντάρτικου πόλεων∙ γι’αυτό λειτουργούσε συνωμοτικά. Ηττήθηκε στρατιωτικά το 1972. Σήμερα πολλά στελέχη του έχουν μετακινηθεί στο ρεφορμισμό, το σοσιαλφιλελευθερισμό, όπως και σε κυβερνητικές θέσεις (π.χ. ο Χοσέ Μουχίκα, πρόεδρος της χώρας το 2009).

 

  1. Το επαναστατικό κόμμα σήμερα

[1] Όπως το έθεσε ο Τσε Γκεβάρα όταν συνόψιζε την ουσία του ανταρτοπόλεμου:

  1. Οι λαϊκές δυνάμεις μπορούν να κερδίσουν τον πόλεμο κατά του στρατού.
  2. Δεν είναι απαραίτητο να περιμένεις μέχρι να υπάρξουν όλοι οι όροι για τη διεξαγωγή της επανάστασης∙ η εξέγερση μπορεί να τους δημιουργήσει.

3.Στην υπανάπτυκτη Αμερική η ύπαιθρος είναι το βασικό πεδίο του ένοπλου αγώνα.

(Ανταρτοπόλεμος, Νέα Υόρκη 1961, σ.15.)

[2] Η Κουβανική κατάσταση αποτελούσε εξαίρεση από δυο πλευρές: (α) το καθεστώς Μπατίστα ήταν σε κατάσταση προχωρημένης διάλυσης και αποσύνθεσης και εγκατέλειψε σχεδόν αμαχητί∙ (β) οι Ηνωμένες Πολιτείες πίστευαν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους στασιαστές για να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους σκοπούς και αρχικά δεν ήταν εχθρικές -ένα σφάλμα που δεν ξαναέκαναν. Επίσης, το ότι μιλάμε για «επιτυχία στην Κούβα» δε θα’πρεπε να εκληφθεί ότι σημαίνει επιτυχία της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οι ίδιοι οι Κουβανοί επαναστάτες δεν διεκδικούσαν τόσα πολλά τότε. Μόνο αφού η Κούβα είχε επιλέξει το Κομμουνιστικό μπλοκ το 1961, έγινε η Κουβανική επανάσταση αναδρομικά «σοσιαλιστική». Στην πραγματικότητα, η απουσία ενός επιτυχημένου αγώνα αυτο-απελευθέρωσης της εργατικής τάξης σήμαινε ότι οι οικονομική δομή της Κούβας μετατράπηκε αναγκαστικά σε κρατικοκαπιταλιστική.

[3] Βλ. Φρανκ Ρόμπερτς, «Οι Τουπαμάρος», Διεθνής Σοσιαλισμός (International Socialism), 65.

[4] Βλ. Τόνι Κλιφ και Ίαν Μπέρτσαλ, Γαλλία: Ο Αγώνας Συνεχίζεται, Λονδίνο 1968.

[5] Για μια ανάλυση και κριτική της στρατηγικής της Λαϊκής Ενότητας από έναν μετέχοντα στα γεγονότα, βλ. Χίλιος Πριέτο, Χιλή: Οι Γορίλες είναι Ανάμεσά Μας, Λονδίνο 1974.

[6] Για παράδειγμα: Λούτσιο Μάγκρι, «Προβλήματα της Μαρξιστικής Θεωρίας του Επαναστατικού Κόμματος», Νέα Αριστερή Επιθεώρηση (New Left Review), 60∙ Ροσάνα Ροσάντα, «Τάξη και Κόμμα», Σοσιαλιστικό Μητρώο (Socialist Register), 1970∙ Ζαν-Πολ Σαρτρ, «Μάζες, Αυθορμητισμός, Κόμμα», Σοσιαλιστικό Μητρώο, 1970∙ Ερνέστ Μαντέλ, «Η Λενινιστική Θεωρία της Οργάνωσης», Λονδίνο (χ. ημερ.)∙ Μόντι Τζόνστοουν, «Μαρξ και Ένγκελς και η Έννοια του Κόμματος», Σοσιαλιστικό Μητρώο, 1967∙ Κρις Χάρμαν, «Κόμμα και Τάξη» και Τόνι Κλιφ, «Ο Τρότσκι για τον “Υποκαταστατισμό”», στο Ντάνκαν Χάλας κ.α., Κόμμα και Τάξη, Λονδίνο, (χ. ημερ.).




Μαρξισμός και Κόμμα: Ο Μοντέρνος Ηγεμόνας του Γκράμσι

 

Του Τζον Μόλινιου (1978)

Μετάφραση Βασίλης Μορέλλας

Πηγή: https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/

Οι εμφάσεις με έντονα μαύρα γράμματα από τη διαχείριση του σάιτ

6o κεφάλαιο: Ο Μοντέρνος Ηγεμόνας του Γκράμσι

Ενώ ένας πολιορκημένος Τρότσκι πάλευε να διατηρήσει και να εφαρμόσει τη Λενινιστική θεωρία για το κόμμα, ένας άλλος μαρξιστής, ο Αντόνιο Γκράμσι, εργαζόταν για 11 χρόνια μέσα σε μια φασιστική φυλακή για να αναπτύξει νέες και πρωτότυπες ιδέες πάνω στην επαναστατική στρατηγική. Ο καρπός αυτού του τεράστιου έργου και το κεντρικό κομμάτι της Γκραμσιανής στρατηγικής, ήταν μια νέα σύλληψη του ρόλου και των καθηκόντων του επαναστατικού κόμματος, που συνιστά τη μόνη θεμελιακή προσθήκη στη μαρξιστική κομματική θεωρία απ’τον καιρό του Λένιν. Ο Γκράμσι ήταν ικανός να πετύχει αυτήν την καινοτομία, πάνω απ’όλα λόγω της μοναδικής φιλοσοφικής οπτικής από την οποία προσέγγιζε το πρόβλημα του κόμματος. Συνεπώς, κάθε ανάλυση της θεωρίας του Γκράμσι για το κόμμα πρέπει να αρχίζει με μια θεώρηση των φιλοσοφικών προϋποθέσεων στις οποίες βασιζόταν.

 

  1. Η φιλοσοφία της πράξης

 

Όπως ο Γκέοργκ Λούκατς, ο άλλος εξέχων μαρξιστής φιλόσοφος της μεσοπολεμικής περιόδου, ο Γκράμσι έφτασε στον μαρξισμό μέσω του Χέγκελ και άρα «μέσω της φιλοσοφίας». Οι μορφές-κλειδιά στην ιδεολογική διάπλαση του Γκράμσι ήταν οι Μπενεντέτο Κρότσε και Αντόνιο Λαμπριόλα. Ο Κρότσε ήταν ένας ιδεαλιστής φιλόσοφος για τον οποίο ο κεντρικός σκοπός της φιλοσοφίας ήταν η κατανόηση της ιστορίας και ο οποίος επομένως αυτοαποκαλούταν «απόλυτος ιστορικιστής». Ο Γκράμσι τον θεωρούσε ως τον υψηλότερο εκπρόσωπο της Ιταλικής αστικής κουλτούρας και μάλιστα ως έναν από τους προεξάρχοντες εκφραστές του φιλελευθερισμού στον κόσμο. Ο Κρότσε επέκρινε τον μαρξισμό, μα για τον Γκράμσι το έργο του βρισκόταν σε πολύ πιο προηγμένο διανοητικό επίπεδο απ’ότι εκείνο του χυδαίου μαρξισμού και θετικισμού* που διέπρεπαν στην προ του 1914 Ιταλία. Γι’αυτό η σχέση του Γκράμσι με τον Κρότσε παραλληλίζεται με εκείνη μεταξύ Μαρξ και Χέγκελ -πρώτα υπό την επιρροή του, μετά όλο και περισσότερο να τον βλέπει ως μια μείζων μορφή που πρέπει να διαμφισβητηθεί και ν’αντικατασταθεί με μια νέα σύνθεση. Αυτό που ο Γκράμσι πήρε από τον Κρότσε και ανέπτυξε, ήταν η απόρριψη του οικονομικού ντετερμινισμού και θετικισμού και η σπουδαιότητα του «ηθικο-πολιτικού» ή «ιδεολογικού» παράγοντα/moment στην ιστορία.

Η γέφυρα ανάμεσα στο μαρξισμό και τον ιδεαλισμό του Κρότσε χορηγήθηκε από τον Αντόνιο Λαμπριόλα, τον «θεμελιωτή πατέρα» του Ιταλικού μαρξισμού στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Λαμπριόλα ήταν ένας καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης που προσχώρησε στο μαρξισμό αργά στη ζωή του, έχοντας υπάρξει ηγετική φυσιογνωμία στην Ιταλική χεγκελιανή σχολή. Ήταν ο Λαμπριόλα αυτός που εισήγαγε πρώτος τον όρο «η φιλοσοφία της πράξης», χρησιμοποιημένο από τον Γκράμσι ως υποκατάστατο για τον «μαρξισμό» στα Τετράδια της Φυλακής, ώστε να περάσει από το λογοκριτή της φυλακής.[1] Ο Γκράμσι είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Λαμπριόλα, εκτιμώντας ιδιαίτερα την έμφασή του στην ενότητα θεωρίας και πράξης και την ανεξαρτησία του μαρξισμού από κάθε άλλο φιλοσοφικό ρεύμα. Στα Τετράδια της Φυλακής ο Γκράμσι τον περιγράφει ως «το μόνο άνθρωπο που έχει προσπαθήσει να οικοδομήσει τη φιλοσοφία της πράξης επιστημονικά».[2]

Η κατεύθυνση στην οποία κινούνταν οι ιδέες του Γκράμσι φάνηκε καθαρά από ένα άρθρο με το οποίο χαιρέτιζε τη Ρωσική Επανάσταση, Η Επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο, το οποίο υμνούσε τους Μπολσεβίκους για την άρνησή τους να δεσμευτούν από σιδερένιους ιστορικούς νόμους. Κι όταν, μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ο Γκράμσι έγινε ένας πλήρως αναπτυγμένος μαρξιστής και κομμουνιστής, η δική του έκδοση του μαρξισμού ήταν τελείως διαφορετική από τον ορθόδοξο «επιστημονικό» υλισμό που χαρακτήριζε τη Δεύτερη Διεθνή και που εν πολλοίς κυριαρχούσε και στην Τρίτη Διεθνή, με εξαίρεση τον Λένιν που είχε αναθεωρήσει τη φιλοσοφική του θέση στα 1914.

Για τον ώριμο Γκράμσι των Τετραδίων της Φυλακής «η φιλοσοφία της πράξης είναι απόλυτος “ιστορικισμός”, η απόλυτη εκκοσμίκευση και επιγειότητα της σκέψης, ένας απόλυτος ουμανισμός της ιστορίας».[3] Είναι ολοκληρωτικά αντίθετος σε όλες τις μορφές υπερβατισμού**, είτε αυτός είναι ο υπερβατισμός μιας αφηρημένης «ανθρώπινης φύσης» ή του «ανθρώπου εν γένει», της θρησκείας και των παράγωγων ιδεαλιστικών φιλοσοφιών, είτε ο υπερβατισμός του μεταφυσικού υλισμού που βασίζει τον εαυτό του σε «αντικειμενικούς νόμους».

Ορίζοντας τον μαρξισμό με ένα ιστορικιστικό/ουμανιστικό τρόπο, ο Γκράμσι διαχωρίζει τον εαυτό του όχι μόνο από τους Μπουχάριν και Κάουτσκι και από τους νεοκαντιανούς***, μα επίσης κι από τον Πλεχάνοφ, τον φιλοσοφικό δάσκαλο όλων των Ρώσων μαρξιστών κι αυτό τον οδηγεί σε μια κριτική της καθιερωμένης παρουσίασης των θεμάτων που είναι μέγιστης σημασίας για τη θεωρία του κόμματος: τον φαταλισμό, την πρόβλεψη και τον οικονομικό ντετερμινισμό.

Όπως έχουμε συχνά υποδείξει, φαταλιστικές ερμηνείες του μαρξισμού έχουν επανειλημμένα εμποδίσει την κατανόηση του ρόλου του κόμματος και είναι ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα του Λένιν που ήρθε σε ρήξη με τη φαταλιστική σύλληψη της οργάνωσης από τη Δεύτερη Διεθνή. Όμως αυτό που διακρίνει τον Γκράμσι από τον Λένιν, τον Τρότσκι και άλλους αντιπάλους του φαταλισμού είναι ότι οι τελευταίοι ποτέ δεν αντιμετώπισαν πραγματικά σε φιλοσοφικό επίπεδο τον φαταλισμό ως τέτοιο. Το βασικό επιχείρημα πάντα αποφευγόταν με την εισαγωγή του χρονικού παράγοντα. Βέβαια, μακροπρόθεσμα,  έλεγαν, η ενότητα του προλεταριάτου, η νίκη του σοσιαλισμού κλπ είναι αναπόφευκτη, αλλά το ερώτημα είναι πώς θα επιταχύνουμε αυτή τη διαδικασία, τι οφείλουμε εμείς να κάνουμε τώρα κι ούτω καθεξής. Με αυτόν τον τρόπο οι ολέθριες συνέπειες του φαταλισμού αποκρούονταν ξανά και ξανά, μα ποτέ δεν αναιρέθηκαν εκ βάθρων. Για τον Γκράμσι, ωστόσο, παρόλο που αναγνωρίζει τον ιστορικά «χρήσιμο» ρόλο που έπαιξε ο φαταλισμός, δεν υπάρχει καμία τέτοια βασική υπεκφυγή. «Πρέπει να σημειωθεί πώς το ντετερμινιστικό, φαταλιστικό και μηχανιστικό στοιχείο έχει υπάρξει άμεσο ιδεολογικό “άρωμα”, αναβλύζον από τη φιλοσοφία της πράξης, μάλλον παρόμοια με τη θρησκεία ή τα ναρκωτικά (στην αποχαυνωτική τους επίπτωση).»[4]

Σε περιόδους ήττας, η φαταλιστική άποψη ότι «η ιστορία είναι με το μέρος μας» έχει υπάρξει μεγάλη πηγή δύναμης και αντίστασης, αλλά όταν το προλεταριάτο καταλαμβάνει τη σκηνή ως ενεργός κατευθυντήρας των γεγονότων (δηλ. σε μια επανάσταση) «σε ορισμένο σημείο η μηχανικότητα μετατρέπεται σε άμεσο κίνδυνο».[5]

Για τον ντετερμινιστή μαρξιστή, η μεγάλη δύναμη του μαρξισμού κόντρα στην αστική ιδεολογία είναι η ικανότητά του να προβλέπει το μέλλον λόγω της επίγνωσής του για τους «νόμους της ιστορίας». Αυτός ο ισχυρισμός γίνεται από τον Μπουχάριν και είναι ένα επανερχόμενο θέμα στα γραπτά του Τρότσκι και πολλών άλλων. Ο Γκράμσι, ωστόσο, γράφει ότι:

 

Στην πραγματικότητα κάποιος μπορεί να προβλέψει «επιστημονικά» μόνο την πάλη, αλλά όχι τις χειροπιαστές στιγμές της πάλης, οι οποίες δεν μπορούν παρά να είναι αποτελέσματα αντιτιθέμενων δυνάμεων σε συνεχή κίνηση, οι οποίες ποτέ δεν ανάγονται σε σταθερές ποσότητες, αφού στο εσωτερικό τους η ποσότητα μετατρέπεται συνεχώς σε ποιότητα. Στην πραγματικότητα κάποιος μπορεί να «προβλέψει» στο μέτρο που δρα, στο μέτρο που ασκεί μια εθελοντική προσπάθεια και επομένως συνεισφέρει χειροπιαστά στη δημιουργία του «προβλεπόμενου» αποτελέσματος. Η πρόβλεψη αποκαλύπτει τον εαυτό της όχι ως μια επιστημονική πράξη γνώσης, αλλά ως η αφηρημένη έκφραση της συντελεσμένης προσπάθειας, ως ο πρακτικός τρόπος δημιουργίας μιας συλλογικής θέλησης.[6]

 

Εάν, για τον Γκράμσι, ο φαταλισμός είναι συγγενής με τη θρησκεία, τότε ο οικονομικός ντετερμινισμός μόνο λίγο καλύτερος μπορεί να είναι από τη δεισιδαιμονία και τον πλήρη εκχυδαϊσμό του μαρξισμού. Εναντίον του οικονομικού ντετερμινισμού ως ιστορικής μεθοδολογίας, παραθέτει «την αυθεντική μαρτυρία του Μαρξ, του συντάκτη στέρεων πολιτικών και ιστορικών έργων».[7]

Ο Γκράμσι βλέπει τον «οικονομισμό» ή τον συνδικαλισμό ως μια τάση στο κίνημα της εργατικής τάξης, προερχόμενη περισσότερο από τον φιλελευθερισμό του laissez-faire[8] (την ελεύθερη κίνηση των οικονομικών δυνάμεων), παρά από τον μαρξισμό, που στοχεύει μέσω της πολιτικής στην καθυπόταξη των οικονομικών δυνάμεων στην ανθρώπινη θέληση. Ο συνδικαλισμός είναι η θεωρία μιας καταπιεσμένης τάξης «που εμποδίζεται από αυτή τη θεωρία να γίνει ποτέ κυρίαρχη».[9]

Η υπεραριστερή εκλογική αποχή, η απόλυτη απόρριψη «συμβιβασμών» και η εχθρότητα στις συμμαχίες, όλα συνδέονται από τον Γκράμσι με τον «οικονομισμό» στο ότι όλα βασίζονται στην πεποίθηση πως οι οικονομικοί νόμοι (ειδικά όπως εκφράζονται στις καπιταλιστικές κρίσεις) θα οδηγήσουν καθαυτοί στο σοσιαλισμό. Για τον Γκράμσι αυτή η άποψη του ρόλου των οικονομικών κρίσεων ήταν «πέρα για πέρα ιστορικός μυστικισμός, η προσδοκία ενός είδους εκ θαύματος φώτισης».[10] Αντίθετα:

ότι οι οικονομικές κρίσεις καθαυτές παράγουν θεμελιώδη ιστορικά γεγονότα είναι κάτι που μπορεί να αποκλειστεί: αυτές μπορούν απλώς να δημιουργήσουν ένα έδαφος πιο πρόσφορο για τη διάδοση ορισμένων μεθόδων σκέψης και ορισμένων τρόπων να θέτεις και να επιλύεις προβλήματα που ενέχουν ολόκληρη τη συνακόλουθη ανάπτυξη της εθνικής ζωής. [11]

Για τον Γκράμσι μια αυθεντική μαρξιστική ανάλυση μιας κατάστασης πρέπει να αποτελεί απτή μελέτη του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στην κατάσταση, αποβλέπουσα στην αλλαγή της. Μια τέτοια ανάλυση πρέπει να ενσωματώνει και να διακρίνει τουλάχιστον τρεις «παράγοντες» ή «επίπεδα».[12]

1. «Τον συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων που συνδέονται στενά με τη δομή, αντικειμενικές, ανεξάρτητες από την ανθρώπινη θέληση και που μπορούν να μετρηθούν με τη συστηματικότητα των ακριβών ή φυσικών επιστημών». Σε αυτή τη βάση μπορεί κανείς να ανακαλύψει «εάν σε μια συγκεκριμένη κοινωνία υπάρχουν οι αναγκαίες και επαρκείς συνθήκες για τον μετασχηματισμό της».

  1. Τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων: «μια εκτίμηση της ομοιογένειας, αυτογνωσίας και οργάνωσης που έχουν κατορθώσει οι ποικίλες κοινωνικές τάξεις».
  2. Τον συσχετισμό των στρατιωτικών δυνάμεων. «Η ιστορική ανάπτυξη παλινδρομεί συνεχώς μεταξύ του πρώτου και του τρίτου παράγοντα με τη μεσολάβηση του δεύτερου»,[13] γράφει ο Γκράμσι και είναι ακριβώς με τον δεύτερο, μεσολαβητικό παράγοντα της πολιτικής που απασχολείται ιδιαίτερα.

Ο Γκράμσι, λοιπόν, αποδίδει στις φιλοσοφίες, τις κοσμοαντιλήψεις και τις ιδέες που διατηρούν οι άνθρωποι, έναν σπουδαίο και ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας. Φυσικά, αυτό τον εκθέτει σε κατηγορίες για βολονταρισμό και ιδεαλισμό (και τέτοιες κατηγορίες ήταν συχνά διαθέσιμες στις εσωκομματικές διαμάχες). Η αλήθεια είναι ότι ο Γκράμσι ενδιαφέρεται όχι για τη φιλοσοφία αφηρημένα, μα για την απτή ιστορική ανάπτυξη συγκεκριμένων φιλοσοφιών και πάνω απ’όλα για τον αντίκτυπό τους στην καθημερινή σκέψη και τον «κοινό νου» των μαζών.

Γιατί το να οδηγηθεί μια μάζα ανθρώπων να σκέφτεται συνεκτικά με τον ίδιο συνεκτικό τρόπο για τον υπαρκτό κόσμο είναι ένα «φιλοσοφικό» συμβάν μακράν πιο σπουδαίο και «πρωτότυπο» απ’την ανακάλυψη από μια φιλοσοφική «ιδιοφυία» μιας αλήθειας που παραμένει κτήμα μικρών ομάδων διανοουμένων.[14]

Ο Γκράμσι επιμένει ότι «ο καθένας είναι ένας φιλόσοφος, αν και με τον δικό του τρόπο και ασυνείδητα»,[15] αλλά αυτό που είναι απαραίτητο είναι να μεταμορφώσεις το υπονοούμενο, το αντιφατικό και κατακερματισμένο μέσα στις μάζες, σε κριτική και συστηματική επίγνωση που μπορεί να απολήξει στο σχηματισμό μιας λαϊκής συλλογικής θέλησης για δράση. Όμως, μια άποψη για τον κόσμο, δεν φυτρώνει αυθόρμητα σε μεμονωμένα άτομα. Ο σχηματισμός μια συλλογικής θέλησης απαιτεί ένα σημείο προέλευσης και ένα σημείο διασποράς. Πρέπει να υπάρχει μια ενεργή δύναμη που να εργάζεται για να τον αναπτύξει και στη θεωρία και στην πράξη.[16]

Έτσι, η φιλοσοφία της πράξης του Γκράμσι, με την έμφασή της στην συνειδητή ανθρώπινη μεσολάβηση στην ιστορία και της από μέρους της απόρριψη όλου του μηχανιστικού ή άκαμπτου ντετερμινισμού, οδήγησε κατευθείαν στο ζήτημα του επαναστατικού  κόμματος και τον εξόπλισε θαυμάσια για να το διαπραγματευθεί. Αλλά πάνω στη βάση της φιλοσοφικής επιτήδευσης μόνο, ο Γκράμσι δε θα είχε σταθεί ικανός να προχωρήσει σημαντικά τη θεωρία για το κόμμα.[17] Για την κομματική θεωρία του Γκράμσι, υπήρξε και μια δεύτερη προϋπόθεση: βαθιά εμπλοκή στην πολιτική πρακτική στο εργατικό κίνημα και η επ’αυτού συμπαγής ανάλυση. Σε αυτό στρεφόμαστε τώρα.

  1. Η Ιταλική εμπειρία –επανάσταση και ήττα

Η αποφασιστική πολιτική εμπειρία για τη διάπλαση της σκέψης του Γκράμσι ήταν ο ξεσηκωμός των Ιταλών εργατών, με αιχμή του δόρατος το προλεταριάτο του Τορίνο στα 1919 και 1920. Η παρέμβαση του Γκράμσι σε αυτά τα γεγονότα, μέσω του εβδομαδιαίου περιοδικού L’Ordine Nuovo****, τον έφερε στη στενότερη επαφή με τους εργάτες του Τορίνο. Αυτός ανακαλεί ότι

 

Εκείνο τον καιρό καμιά πρωτοβουλία δεν αναλαμβανόταν που να μη δοκιμάζεται στην πραγματικότητα… αν οι γνώμες των εργατών δεν λαμβάνονταν πλήρως υπόψη. Γι’αυτόν τον λόγο, οι πρωτοβουλίες μας εμφανίζονταν ως διερμηνεία μιας αισθητής ανάγκης, ποτέ ως ψυχρή εφαρμογή ενός διανοητικού σχήματος.[18]

 

Το μεγάλο επίτευγμα του Γκράμσι στο L’Ordine Nuovo ήταν η “μεταγλώττιση” της Ρωσικής ιδέας των σοβιέτ στην Ιταλία, μέσα από την ανάπτυξη των ήδη υπαρχόντων εργοστασιακών εσωτερικών επιτροπών σε εργοστασιακά συμβούλια, ως θεμέλια ενός νέου κράτους. Σε ένα σημαντικό απόσπασμα γραμμένο στα 1920, ο Γκράμσι συνόψισε τη βασική αντίληψή του για τον κομμουνισμό.

 

Έχουμε επομένως ισχυριστεί: 1. ότι η επανάσταση δεν είναι απαραίτητα προλεταριακή  και κομμουνιστική αν σκοπεύσει κι εξασφαλίσει την ανατροπή του αστικού κράτους∙ 2. ούτε και είναι προλεταριακή και κομμουνιστική αν σκοπεύσει κι εξασφαλίσει την καταστροφή των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της διοικητικής μηχανής μέσω των οποίων η κεντρική κυβέρνηση ασκεί την πολιτική εξουσία της μπουρζουαζίας∙ δεν είναι προλεταριακή και κομμουνιστική ακόμη κι αν το κύμα λαϊκής εξέγερσης τοποθετήσει την εξουσία στα χέρια ανθρώπων που αυτοαποκαλούνται (και ειλικρινά είναι) κομμουνιστές. Η επανάσταση είναι προλεταριακή και κομμουνιστική μόνο στο βαθμό που απελευθερώνει τις προλεταριακές και κομμουνιστικές δυνάμεις παραγωγής, δυνάμεις που αναπτύσσονταν μέσα στην κυριαρχούμενη απ’την καπιταλιστική τάξη κοινωνία. Είναι προλεταριακή και κομμουνιστική στο βαθμό που προχωρά και προωθεί τη μεγέθυνση και συστηματοποίηση των προλεταριακών και κομμουνιστικών δυνάμεων που μπορούν να ξεκινήσουν το υπομονετικό, μεθοδικό έργο που απαιτείται για την οικοδόμηση μιας νέας τάξης στις σχέσεις παραγωγής και διανομής.[19]

 

Αυτή η έμφαση στη δημιουργική, εποικοδομητική πλευρά της εργατικής επανάστασης σε αντίθεση με την καταστροφική πλευρά της ανατροπής του καπιταλισμού, επρόκειτο να παραμείνει αμετάβλητη θεματική στη σκέψη του Γκράμσι.

Όμως, αυτή η εμπειρία ήταν επίσης αρνητική, στο ότι αποκάλυψε την αποφασιστική αδυναμία του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI) και της όλης παράδοσης του Ιταλικού μαξιμαλιστικού σοσιαλισμού. Η επικρατούσα τάση του Ιταλικού σοσιαλισμού απέτυχε παταγωδώς να εκτιμήσει τη σπουδαιότητα των εργοστασιακών συμβουλίων, θεωρώντας τα απειλή για την καθεστηκυία τάξη των συνδικάτων και το Τορινέζικο προλεταριάτο αφέθηκε να παλέψει μονάχο. Την κρίσιμη στιγμή, το PSI παρέμεινε σε γραφειοκρατική παράλυση και ανίκανο ή απρόθυμο να δώσει συνεκτική ηγεσία στο ανερχόμενο επαναστατικό κίνημα∙ ως αποτέλεσμα, η πρωτοβουλία χάθηκε και ο δρόμος άνοιξε για την λυσσασμένη αντεπανάσταση που αποκορυφώθηκε στην πορεία του Μουσολίνι προς τη Ρώμη*****. Η απάντηση του Γκράμσι σε αυτή την προδοσία ήταν μια ισοπεδωτική κριτική με τίτλο Προς μια Ανανέωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος[20] στην οποία κατηγορούσε την κομματική ηγεσία για την αποτυχία της να δημιουργήσει ένα ομογενές μαχητικό κόμμα, εκκαθαρισμένο από τα ρεφορμιστικά και μη-κομμουνιστικά του στοιχεία, την αποτυχία της να εμπλέξει το κόμμα στη ζωή της Τρίτης Διεθνούς, την από μέρους της έλλειψη επαναστατικής αντιπολίτευσης στη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας, την προσκόλλησή της στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και την αποχωρητική άρνησή της να αποδυθεί στον αγώνα για την εξουσία. Αυτές οι θέσεις, που δέχτηκαν την επιδοκιμασία του Λένιν, κατέληγαν ότι,

 

Η ύπαρξη ενός συνεκτικού και εξαιρετικά πειθαρχημένου κομμουνιστικού κόμματος με εργοστασιακούς, συνδικαλιστικούς και συνεταιριστικούς πυρήνες, που να μπορεί να συντονίζει και να συγκεντροποιεί στην κεντρική του εκτελεστική επιτροπή όλη την επαναστατική δράση του προλεταριάτου, αποτελεί το θεμελιώδη και αναντικατάστατο όρο για κάθε πείραμα στα σοβιέτ. [21]

Έτσι όχι μόνο η φιλοσοφική θέση του Γκράμσι, μα επίσης κι η πρακτική του πείρα τον οδήγησαν στο ζήτημα του κόμματος. Αρχικά, ωστόσο, η πρωτοτυπία του συγκαλυπτόταν και αδυνατούσε να επιδιώξει μια ανεξάρτητη πολιτική. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην πίεση των καθημερινών γεγονότων την περίοδο της αυξανόμενης φασιστικής καταστολής και εν μέρει στην θέση όπου βρέθηκε μέσα στο νεοσχηματισμένο Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας (PCI). Το PCI διασπάστηκε ανάμεσα στην δεσπόζουσα μορφή του Αμαντέο Μπορντίγκα, ενός άκαμπτου υπεραριστεριστή και μια οπορτουνιστική δεξιά πτέρυγα υπό την ηγεσία του Αντζέλο Τάσκα. Ο Γκράμσι διαφωνούσε έντονα με τον Μπορντίγκα, αλλά εκτιμούσε την παρουσία του στην κομματική ηγεσία και ήταν απρόθυμος να τον αμφισβητήσει από φόβο παράδοσης του κόμματος στον Τάσκα. Μέχρι την κάθειρξή του το 1926 ο Γκράμσι δεν είχε την ευκαιρία να αναπτύξει και να εξηγήσει τις ιδέες του και ως τότε τα διαδραματιζόμενα στην παγκόσμια σκηνή έπαιρναν επίσης μεγάλες διαστάσεις στις ανησυχίες του. Επιθυμούσε να διδαχθεί τα μαθήματα της ήττας του μεταπολεμικού επαναστατικού κύματος, όχι μόνον στην Ιταλία, αλλά σε όλη την Ευρώπη∙ και με τη μεγέθυνση του φασιστικού συντεχνιακού****** κράτους και την ανάδειξη του Φορντισμού******* στην Αμερική, ο Γκράμσι διείδε νέες εξελίξεις στον καπιταλισμό, που θα έθεταν νέα στρατηγικά προβλήματα στο εργατικό κίνημα.

Αυτό ήταν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο ο Γκράμσι, στα γραπτά του της φυλακής, άρχισε να εκπονεί την αντίληψή του για το επαναστατικό κόμμα.

 

  1. Ο Μοντέρνος Ηγεμόνας και η διπλή προοπτική

 

Στα Τετράδια της Φυλακής ο Γκράμσι προσεγγίζει το πρόβλημα του κόμματος μέσα από μια μελέτη του Ηγεμόνα του Μακιαβέλι********. Η σπουδαιότητα του Μακιαβέλι για τον Γκράμσι είναι ότι αυτός εκπροσώπησε μια πρωτοποριακή προσπάθεια στην Ιταλία, να δείξει πώς δημιουργείς μια εθνική συλλογική θέληση για την εγκαθίδρυση ενός καινούργιου κράτους (μιας ενοποιημένης αστικής Ιταλίας). Ο Μακιαβέλι ήταν ένας «πρόωρος Γιακωβίνος»,[22] που μέσω της αλληγορικής μορφής «του Ηγεμόνα» εξήγησε την απαραίτητη για την επίτευξη αυτού σκοπού πολιτική ηγεσία, στρατηγική και τακτική. Η εγκαθίδρυση ενός καινούργιου εργατικού κράτους επίσης απαιτεί τέτοια πολιτική ηγεσία –ένα «μοντέρνο ηγεμόνα». Αλλά ο Γκράμσι υποστηρίζει:

 

Ο μοντέρνος ηγεμόνας… δε μπορεί να είναι ένα πραγματικό πρόσωπο, ένα χειροπιαστό άτομο. Μπορεί μόνο να είναι ένας οργανισμός, ένα περίπλοκο στοιχείο της κοινωνίας στο οποίο μια συλλογική θέληση που έχει ήδη αναγνωριστεί και έχει σε ένα κάποιο βαθμό επιβληθεί στη δράση, αρχίζει να παίρνει χειροπιαστή μορφή. Η ιστορία έχει ήδη παράσχει αυτόν τον οργανισμό και είναι το πολιτικό κόμμα –το πρώτο κύτταρο στο οποίο συνέρχονται σπέρματα μιας συλλογικής θέλησης που τείνει να γίνει οικουμενική και πλήρης.[23]

 

Ακριβώς όπως ο Μακιαβέλι παρουσιάζει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά ενός επιτυχημένου ηγεμόνα, έτσι κι ο Γκράμσι προχωρά, βασιζόμενος απ’άκρο σ’άκρο πάνω στη φιλοσοφική τοποθέτηση που έχουμε σκιαγραφήσει παραπάνω, για να συζητήσει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά του επαναστατικού κόμματος. Δυστυχώς αυτό δεν γίνεται συστηματικά, αλλά σε μια σειρά πολύ πλούσιων και πολύπλοκων παρατηρήσεων που είναι λίγο-πολύ ασύνδετες και στις οποίες συνταγές για το μαρξιστικό κόμμα αναμιγνύονται με αναλυτικά σημεία για τα κόμματα εν γένει. Έτσι, κάθε σχετική σύντομη έκθεση αυτών των ιδεών, όπως αυτή η μελέτη, πρέπει αναγκαία να προσπαθήσει να ξεδιαλέξει τις κύριες θεματικές και να τις δώσει μια δομή που δεν υπάρχει (τουλάχιστον εμφανώς) στο πρωτότυπο. Αυτό πρέπει να είναι, σε έναν βαθμό, αυθαίρετη και όχι ευχάριστη διαδικασία, μα είναι αναπόφευκτο.

Ένα χρήσιμο σημείο αφετηρίας για την κατανόηση της πρωτοτυπίας της θεωρίας του Γκράμσι είναι η ιδέα του για τη «διπλή προοπτική» με την οποία ένα κόμμα πρέπει να λειτουργεί. Ο ίδιος ο όρος προκύπτει στ’αλήθεια από το Εδάφιο XIII των Θέσεων για την Τακτική που υιοθετήθηκε με έμπνευση του Ζινόβιεφ από το Πέμπτο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομιντέρν∙[24] αλλά είναι σαφές πως ο Γκράμσι επενδύει την έννοια με πολύ μεγαλύτερη και καθολική σπουδαιότητα και βαθύτερο περιεχόμενο απ’ότι ο γεννήτοράς της προτίθετο. Γράφει:

 

Η διπλή προοπτική μπορεί να παρουσιαστεί σε ποικίλα επίπεδα, από το πιο στοιχειώδες στο πιο περίπλοκο: αλλά αυτά μπορούν τελείως θεωρητικά να αναχθούν σε δύο θεμελιώδη επίπεδα, που αντιστοιχούν στη διπλή φύση του μακιαβελικού Κενταύρου –μισό ζώο και μισός άνθρωπος. Είναι τα επίπεδα της δύναμης και της συναίνεσης, της εξουσίας και της ηγεμονίας, της βίας και του πολιτισμού, του ατομικού παράγοντα και του οικουμενικού παράγοντα («εκκλησία» και «κράτος»),της αγκιτάτσιας και της προπαγάνδας, της τακτικής και της στρατηγικής κλπ.[25]

 

Ο Γκράμσι αντιστέκεται σε κάθε μηχανιστικό διαχωρισμό των δύο επιπέδων ή κάθε απόπειρα να τα παρουσιάσει ως διαδοχικά στάδια, διακριτά στο χρόνο. Το στοιχείο της συναίνεσης είναι πάντα παρόν στην εφαρμογή της δύναμης και το στοιχείο της δύναμης είναι πάντα παρόν στην επίτευξη της συναίνεσης. Οι συντάκτες της Αγγλικής έκδοσης των Επιλογών από τα Τετράδια της Φυλακής σχολιάζουν:

 

Ίσως κανείς μπορεί να δει εδώ μια απόπειρα να θεωρητικοποιηθεί η πάλη που ο Γκράμσι είχε διεξάγει στο PCI κατά του Μπορντίγκα από τη μια πλευρά και του Τάσκα από την άλλη. Ο Μπορντίγκα θα αντιπροσώπευε, σε αυτό το σχήμα, μια μη διαλεκτική απομόνωση του παράγοντα της δύναμης, της κυριαρχίας κλπ. Ο Τάσκα μια παράλληλη απομόνωση του παράγοντα της συναίνεσης, της ηγεμονίας∙ ο Γκράμσι ζητούσε να θεωρητικοποιήσει την ενότητα των δύο προοπτικών. [26]

 

Όμως, είναι επίσης αλήθεια ότι ακριβώς όπως στην επαναστατική διαλεκτική καταστροφής/αναδόμησης ο Γκράμσι υπογραμμίζει την αναδόμηση, έτσι, ενώ ποτέ δε χάνει από τα μάτια του τον παράγοντα της δύναμης, είναι ο παράγοντας της συναίνεσης που ο Γκράμσι υπογραμμίζει και πάνω στον οποίο αναπτύσσει τις έρευνές του. Ο λόγος για αυτή την έμφαση είναι εν μέρει πολεμικός (δηλ. η πάλη κατά του Μπορντιγκισμού), μα κυρίως η από μέρους του Γκράμσι βαθιά επαναξιολόγηση των καθηκόντων που αντικρίζουν τα επαναστατικά κόμματα, ως αποτέλεσμα της ήττας του μεταπολεμικού επαναστατικού κύματος και της ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού.

Εάν το επαναστατικό κόμμα πρέπει να επιδιώξει μια «διπλή προοπτική», είναι επειδή η άρχουσα τάξη συντηρείται με την ίδια μέθοδο –με ένα συνδυασμό δικτατορίας και ηγεμονίας, που θεσμοθετούνται αντίστοιχα στην πολιτική κρατική εξουσία και την κοινωνία των πολιτών. Όμως η καταπιεστική κρατική εξουσία και οι θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών δεν αναπτύσσονται ομαλά, ούτε κι έχουν την ίδια σχέση η μία ως προς την άλλη σε όλες τις συγκυρίες ή σε όλες τις χώρες. Το επαναστατικό κόμμα πρέπει να κάνει μια χειροπιαστή ανάλυση αυτής της σχέσης και να σχηματοποιήσει τη στρατηγική του ανάλογα. Συγκεκριμένα, ο Γκράμσι πίστευε πως η μεταπολεμική αποτυχία της επανάστασης στη Δύση ήταν συνέπεια μιας βασικής διαφοράς μεταξύ Ρωσίας και Δύσης με αυτήν την έννοια.

Στη Ρωσία το κράτος ήταν τα πάντα, η κοινωνία των πολιτών ήταν πρωτόγονη και εύθραυστη∙ στη Δύση υπήρχε μια κατάλληλη σχέση μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών και όταν το κράτος κλονιζόταν, μια εύρωστη δομή της κοινωνίας των πολιτών αποκαλυπτόταν μεμιάς.[27]

Κι επίσης

στην περίπτωση των πιο προηγμένων κρατών… η «κοινωνία των πολιτών» έχει γίνει μια πολύ περίπλοκη δομή και μια τέτοια που αντέχει τις καταστροφικές «επιδρομές» του άμεσου οικονομικού στοιχείου (κρίσεις, υφέσεις κλπ.)[28]

Στη Ρωσία επομένως, το καπιταλιστικό κράτος στεκόταν απομονωμένο στις κατασταλτικές του λειτουργίες και ήταν επιρρεπές σε μια ραγδαία επίθεση κατά μέτωπο, μα στη Δύση όπου ο καπιταλισμός ήταν παλιότερος και είχε ριζώσει πολύ βαθύτερα στην κοινωνία, απαιτούταν μια διαφορετική στρατηγική . Ο Γκράμσι, χρησιμοποιώντας μια αναλογία από τη στρατιωτική στρατηγική, ορίζει αυτόν τον «πόλεμο θέσεων»********* σε αντίθεση με τον προηγούμενο «πόλεμο ελιγμών».[29] Σε άλλα σημεία στα Τετράδια, ο Γκράμσι θέτει το ερώτημα της μετάβασης από τον πόλεμο ελιγμών στον πόλεμο θέσεων διαφορετικά –όχι με όρους Ρωσίας και Δύσης, μα με όρους χρονικής κλίμακας. «Στην σημερινή εποχή ο πόλεμος ελιγμών έλαβε χώρα πολιτικά από το Μάρτη του 1917 ως τον Μάρτη του 1921∙ αυτό ακολουθήθηκε από έναν πόλεμο θέσεων.»[30]

Δε σημαίνει απαραίτητα ότι υπάρχει καμιά αντίφαση εδώ, καθώς ο Γκράμσι μπορεί να προτείνει ότι ο πόλεμος ελιγμών ήταν πάντα ακατάλληλος για τον προηγμένο καπιταλισμό, μα ότι ήταν μόνο μετά τις ήττες του 1921 που αυτό άρχισε να γίνεται κατανοητό (με τη στροφή στην πολιτική του ενιαίου μετώπου από την Κομιντέρν).

Σε αντίθεση με τον πόλεμο ελιγμών που προσφέρει προοπτική γρήγορης νίκης, ο πόλεμος θέσεων υπονοεί μια μακροχρόνια «αμοιβαία πολιορκία»[31] που απαιτεί μια «άνευ προηγουμένου συγκέντρωση ηγεμονίας».[32] Ο αγώνας του επαναστατικού κόμματος να υποσκάψει τη συναίνεση που δίνεται από τις μάζες στην εξουσία της άρχουσας τάξης (που διασφαλίζεται μέσα από 1000 θεσμικoύς κι επιχειρηματικούς διαύλους  και διεισδύει βαθιά στην καθημερινή σκέψη της «κοινής λογικής») και να καθιερώσει τη δική του ηγεμονία πρέπει να λάβει χώρα πάνω σε τρία αλληλοσχετιζόμενα επίπεδα. Το πρώτο είναι το ζήτημα των συμμαχιών:

Το προλεταριάτο μπορεί να γίνει η ηγετική και άρχουσα τάξη στο βαθμό που πετυχαίνει να δημιουργήσει ένα σύστημα ταξικών συμμαχιών που το καθιστά ικανό να κινητοποιήσει την πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού κατά του καπιταλισμού και του αστικού κράτους. [33]

Τέτοιες συμμαχίες, επισημαίνει ο Γκράμσι, πρέπει αναπόφευκτα να περιέχουν ένα στοιχείο συμβιβασμού. «Αν η ενότητα δύο δυνάμεων είναι αναγκαία ώστε να νικήσεις μια τρίτη… η μόνη χειροπιαστή δυνατότητα είναι ο συμβιβασμός.»[34] Η από θέση αρχής αποστροφή των υπεραριστερών για τους συμβιβασμούς κι επομένως τις συμμαχίες είναι, ισχυρίζεται, ένα προϊόν του φαταλιστικού τους «οικονομισμού»:

από τη στιγμή που πρόσφορες συνθήκες πρόκειται να εμφανιστούν αναπότρεπτα … είναι προφανές ότι κάθε συνειδητή πρωτοβουλία που τείνει να προκαθορίσει και να σχεδιάσει αυτές τις συνθήκες δεν είναι μόνο άχρηστη, αλλά μέχρι και βλαβερή.[35]

Ο Γκράμσι, αντίθετα, έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην στρατηγική των συμμαχιών, επειδή στην Ιταλία η επανάσταση μπορούσε να γίνει μόνο μέσω μιας συμμαχίας του προλεταριάτου του βορρά και της αγροτιάς του νότου -ένα ζήτημα στο οποίο η επίδοση του Ιταλικού σοσιαλισμού ήταν πενιχρή. Το ξεπέρασμα όλων των σεκταριστικών τάσεων στο κόμμα είναι προϋπόθεση για την επίτευξη της ηγεμονίας του. Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη που ο Γκράμσι ήταν τελείως αντίθετος στην τακτική της Σταλινικής «τρίτης περιόδου»**********, παρόλο που αυτό είχε συγκαλυφθεί εκείνο τον καιρό.[36]

Το δεύτερο επίπεδο της πάλης για ηγεμονία είναι εκείνο της εκπαίδευσης των δυνάμεων που κανείς έχει. Γιατί ο πόλεμος θέσεων δεν είναι δυνατό να επαφίεται μόνο στην κινητοποίηση της μάζας των εργατών πίσω από άμεσα αιτήματα και συνθήματα. Περισσότερο αυτοί πρέπει να κερδηθούν στο βασικό επίπεδο του πώς βλέπουν τον κόσμο και να δεθούν σε μια «μόνιμα οργανωμένη και για καιρό ετοιμαζόμενη δύναμη, που μπορεί να τεθεί στο πεδίο την ευνοϊκή στιγμή».[37] Για να το κάνει αυτό, το κόμμα πρέπει

ποτέ να μην κουραστεί να επαναλαμβάνει τα δικά του επιχειρήματα (αν και προσφέροντας εκφραστικές παραλλαγές στη μορφή): η επανάληψη είναι το καλύτερο διδακτικό μέσο για να επιδράσεις στη λαϊκή διάνοια (και πρέπει) να εργαστείς ακατάπαυστα για να ανυψώσεις το ιδεολογικό επίπεδο των διαρκώς μεγεθυνόμενων στρωμάτων του κοσμάκη.[38]

Αυτό απαιτεί μια διόρθωση της ισορροπίας μεταξύ αγκιτάτσιας και προπαγάνδας (υπέρ της προπαγάνδας),[39] γιατί το κόμμα δεν πρέπει μόνο να αποτελεί μια έκφραση της τάξης, μα πρέπει να “αντιδρά ενεργητικά [πάνω της] για να [την] προχωρήσει, να την κάνει να αποκτήσει βάσεις και να την καταστήσει παγκόσμια”.[40] Ο σεκταριστικός δογματισμός στη θεωρία, είναι μοιραίος για μια τέτοια δουλειά «ιδεολογικής και ηθικής μεταρρύθμισης» και ο Γκράμσι πάντα αντιτίθετο στην εκδήλωση, για παράδειγμα, ακατέργαστου αντικληρικαλισμού στη σοσιαλιστική προπαγάνδα. Η ανύψωση του ιδεολογικού επιπέδου των μαζών δε μπορεί να προκληθεί από την επιβολή ενός δόγματος, μα πρέπει να περάσει μέσα από το διαχωρισμό του στοιχείου της «καλής λογικής», σύμφωνα με τη δική τους  «κοινή λογική», από το στοιχείο της συγχυσμένης προκατάληψης και μέσα από την εργασία επέκτασης και ανάπτυξής του. Αυτό απαιτεί μια επιτηδευμένη και μη-οικονομιστική μαρξιστική μέθοδο.

Το τρίτο επίπεδο, που προϋποθέτει την επιτυχία των πρώτων δύο, μπορεί ίσως να οριστεί ως  η πάλη για τους διανοούμενους και αυτό με τη σειρά του έχει δύο πλευρές. Πρώτο, είναι αναγκαίο να δημιουργήσουμε ένα στρώμα διανοουμένων «οργανικό» για την εργατική τάξη. Εδώ ο Γκράμσι δε χρησιμοποιεί τον όρο διανοούμενος με το συνήθη τρόπο, για να δηλώσει τον άνθρωπο των γραμμάτων, το φιλόσοφο, τον αφηρημένο στοχαστή κλπ, αλλά για να αναφερθεί στον εργάτη που έχει μια σαφή αντίληψη του κόσμου και των δικών του στόχων, που είναι δραστήριος συμμέτοχος στην πρακτική ζωή, ένας «μόνιμος προπαγανδιστής» που συνιστά το οργανωτικό, κατευθυντήριο στοιχείο στην εργατική τάξη. Με άλλα λόγια, το προλεταριακό ισοδύναμο των οργανικών διανοούμενων της μπουρζουαζίας -οι βιομηχανικοί τεχνικοί, οι πολιτικοί οικονομολόγοι, οι δικαστές και δικηγόροι κλπ.[41]

Ο σχηματισμός «κάποιων ελίτ διανοουμένων ενός νέου τύπου, που αναδεικνύονται κατευθείαν μέσα από τις μάζες, αλλά παραμένουν σε επαφή μαζί τους για να γίνουν, σαν να ήταν η μπαλένα στον κορσέ … είναι αυτό που αληθινά τροποποιεί το “ιδεολογικό πανόραμα” της εποχής».[42]

Αλλά ο Γκράμσι δεν γίνεται σε αυτό το θέμα ουτοπικός. Έχει πλήρη επίγνωση, από την δική του πείρα, για τη δυσκολία της διανοητικής εργασίας και της συστηματικής μελέτης, ειδικά για τον εργάτη, κι αναγνωρίζει πως ο σχηματισμός εργατών-διανοούμενων αποτελεί μακρόχρονη, αργή διαδικασία που μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο μετά την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας.

Είναι επίσης απαραίτητο, ωστόσο, να γίνει δουλειά σε σχέση με τους μη-προλεταριακούς διανοούμενους, αν και πάλι ο Γκράμσι είναι σαφής για τους περιορισμούς αυτού του πράγματος.

Οι διανοούμενοι εξελίσσονται αργά, πολύ πιο αργά από κάθε άλλη κοινωνική ομάδα, λόγω της ίδιας της φύσης τους και του ιστορικού τους ρόλου… Το να νομίσει κανείς ότι είναι εφικτό αυτός ο τύπος να μπορεί, μαζικά, να αποσπαστεί από όλο το παρελθόν ώστε να τοποθετηθεί ολόκαρδα στο πλευρό μιας νέας ιδεολογίας, είναι παράλογο. Είναι παράλογο για τους διανοούμενους ως μάζα και ίσως επίσης παράλογο για πάρα πολλούς διανοούμενους παρμένους ατομικά, παρ’όλες τις εντιμότατες προσπάθειες που αυτοί κάνουν και θέλουν να κάνουν. Λοιπόν οι διανοούμενοι μας ενδιαφέρουν ως μάζα και όχι μόνο ως άτομα. Είναι σίγουρα σημαντικό και χρήσιμο για το προλεταριάτο, ένας ή περισσότεροι διανοούμενοι, ατομικά, να προσχωρήσουν στο πρόγραμμα του και το δόγμα του, να συγχωνευθούν με το προλεταριάτο και να γίνουν και να νιώσουν τους εαυτούς τους αναπόσπαστο τμήμα του… Όμως είναι επίσης σημαντικό και χρήσιμο μια οργανικού είδους ρήξη, χαρακτηρισμένη ιστορικά, να προκληθεί μέσα στη μάζα των διανοουμένων: να σχηματιστεί, ως μαζικός σχηματισμός, μια αριστερή τάση, με τη σύγχρονη έννοια της λέξης, δηλαδή, μία τάση που προσανατολίζεται προς το επαναστατικό προλεταριάτο.[43]

Αυτό είναι αναγκαίο όχι μόνο επειδή κάτι τέτοιο υποσκάπτει την εξάσκηση της αστικής ηγεμονίας γενικά, αλλά επειδή ο Γκράμσι θεωρεί ότι οι διανοούμενοι παίζουν ρόλο-κλειδί στη διατήρηση του συστήματος συμμαχιών που οικοδομούνται από την κυρίαρχη τάξη με τα υποταγμένα στρώματα κι επομένως μπορούν να παίξουν έναν αντίστοιχο ρόλο στο σύστημα συμμαχιών που πρέπει να οικοδομηθεί από το κόμμα του προλεταριάτου. Με την προσοχή στην Ιταλία, ο Γκράμσι αναλύει το ρόλο των διανοούμενων στο νότιο αγροτικό μπλοκ, όπου έδρασαν ως μεσάζοντες ανάμεσα στους αγρότες και τους μεγάλους γαιοκτήμονες∙ και ισχυρίζεται ότι μια αριστερή τάση μεταξύ των διανοουμένων αποτελεί ένα από τα προαπαιτούμενα για το σπάσιμο αυτού του μπλοκ και την εξασφάλιση της συμμαχίας αγροτιάς και προλεταριάτου. Σε σύνδεση με αυτό σημειώνει ο Γκράμσι ότι όσο πιο αναπτυγμένο το στρώμα των οργανικών διανοούμενων του προλεταριάτου, τόσο μεγαλύτερο πόλο έλξης του επαναστατικού κόμματος θα συνιστά για τους διανοούμενους γενικά κι ότι τέτοιοι διανοούμενοι είναι πιθανό να απωθηθούν αν τους παρουσιαστεί μια χυδαία υλιστική έκδοση της μαρξιστικής θεωρίας.

 

  1. Αυθορμητισμός και ηγεσία

 

Βασική σε ολόκληρη τη θεωρία του Γκράμσι για το κόμμα είναι η από μέρους του σύλληψη της σχέσης αυθορμητισμού και συνειδητής ηγεσίας, που μπορεί να ιδωθεί, τουλάχιστον εν μέρει, ως ισοδύναμη με τη σχέση μεταξύ κόμματος και τάξης και που είναι θεμελιακό ζήτημα της μαρξιστικής κομματική θεωρίας. Η παρουσίασή τού του προβλήματος αποτελεί ξεκάθαρο προχώρημα πάνω σε αυτό που είχε επιτευχθεί από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον πρώιμο Λένιν ή τον Λούκατς και ανταποκρίνεται πιο στενά στη θέση του ώριμου Λένιν. Ο Γκράμσι ξεκινά με μια κριτική της ίδιας της έννοιας του αμιγούς αυθορμητισμού.

 

Πρέπει να τονιστεί ότι «αμιγής» αυθορμητισμός δεν υπάρχει στην ιστορία: θα κατέληγε στο ίδιο πράγμα με την «αμιγή» μηχανιστικότητα. Στο «πιο αυθόρμητο» κίνημα είναι απλώς αλήθεια ότι τα στοιχεία της «συνειδητής ηγεσίας» δε μπορούν να εντοπιστούν, δεν έχουν αφήσει κανένα αξιόπιστο ντοκουμέντο. Μπορεί να ειπωθεί ότι ο αυθορμητισμός είναι γι’αυτό χαρακτηριστικός της «ιστορίας των υποδεέστερων τάξεων» και πραγματικά των πιο περιθωριακών και περιφερειακών στοιχείων τους… Ως εκ τούτου, σε τέτοια κινήματα υπάρχουν πολλά στοιχεία «συνειδητής ηγεσίας», μα κανένα από αυτά δεν είναι κυρίαρχο ή δεν υπερβαίνει το επίπεδο της «λαϊκής επιστήμης» ενός δεδομένου κοινωνικού στρώματος -της «κοινής λογικής» του ή της παραδοσιακής αντίληψης του κόσμου.[44]

 

Ο Γκράμσι απορρίπτει εκείνους που αντιτάσσουν αυτόν τον αυθορμητισμό στον μαρξισμό και που τον εκθειάζουν ως πολιτική μέθοδο. Αυτό το λάθος στη θεωρία και την πράξη βασίζεται σε μια «χυδαία αντίφαση που προδίδει τον πασίδηλο πρακτικό προορισμό της -δηλ. την άμεση επιθυμία να αντικατασταθεί μια δεδομένη ηγεσία με μια διαφορετική».[45] Όμως είναι εξίσου αντίθετος σε μια καταφρονητική στάση προς τον μαζικό αυθορμητισμό.

 

Το να παραμελείς, ή ακόμη χειρότερα, να απεχθάνεσαι τα αποκαλούμενα «αυθόρμητα» κινήματα, δηλ. να αποτυγχάνεις να τους δώσεις μια συνειδητή ηγεσία ή να τα εξυψώσεις πολιτικοποιώντας τα, μπορεί συχνά να έχει εξαιρετικά σοβαρές συνέπειες. Είναι σχεδόν πάντα αλήθεια ότι ένα «αυθόρμητο» κίνημα των κατώτερων τάξεων συνοδεύεται από ένα αντιδραστικό κίνημα της δεξιάς πτέρυγας της κυρίαρχης τάξης, για συνακόλουθους λόγους. Μια οικονομική κρίση, για παράδειγμα, επιφέρει από τη μία πλευρά δυσαρέσκεια μεταξύ των κατώτερων τάξεων κι αυθόρμητα μαζικά κινήματα και από την άλλη, συνωμοσίες μεταξύ των αντιδραστικών ομάδων, που εκμεταλλεύονται την αντικειμενική εξασθένιση της κυβέρνησης για να αποπειραθούν πραξικοπήματα. Ανάμεσα στις ουσιαστικές αιτίες των πραξικοπημάτων πρέπει να συμπεριληφθεί η αποτυχία των υπεύθυνων ομάδων να παρέχουν κάποια συνειδητή ηγεσία στις αυθόρμητες εξεγέρσεις ή να τις μετατρέψουν σε ένα θετικό πολιτικό παράγοντα.[46]

 

Παρόλο που ο Γκράμσι αναφέρεται ακολούθως στον ξεσηκωμό των Σικελικών Εσπερινών του 1282*********** (πιθανώς για να περισπάσει το λογοκριτή) έχει ξεκάθαρα κατά νου τη στάση του PSI και των Μπορντιγκιστών στα γεγονότα του 1919-20 ως έναν παράγοντα που επέτρεψε τον θρίαμβο του Μουσολίνι.

Ως παράδειγμα της σωστής σχέσης μεταξύ αυθορμητισμού και συνειδητής ηγεσίας ο Γκράμσι παραθέτει το έργο της ομάδας του Ordine Nuovo.

 

Το Τορινέζικο κίνημα κατηγορήθηκε ταυτόχρονα ότι ήταν «αυθορμητίστικο» και «βολονταριστικό» ή Μπεργκσονικό************. Αυτή η αντιφατική κατηγορία, αν κανείς την αναλύσει, μαρτυρά μόνο το γεγονός ότι η ηγεσία που δόθηκε στο κίνημα ήταν και δημιουργική και σωστή. Αυτή η ηγεσία δεν ήταν «αφηρημένη»∙ ούτε και συνίστατο σε μηχανικά επαναλαμβανόμενες επιστημονικές ή θεωρητικές φόρμουλες, ούτε μπέρδευε την πολιτική, την πραγματική δράση με τη θεωρητική διατριβή. Εφαρμοζόταν σε πραγματικούς ανθρώπους, διαμορφωμένους σε συγκεκριμένες ιστορικές σχέσεις, με συγκεκριμένα αισθήματα, νοοτροπίες, αποσπασματικές αντιλήψεις του κόσμου κλπ. που ήταν αποτέλεσμα «αυθόρμητων» συνδυασμών μιας δεδομένης κατάστασης της υλικής παραγωγής με την «τυχαία» συσσώρευση ετερόκλητων κοινωνικών στοιχείων στο εσωτερικό της. Το στοιχείο του «αυθορμητισμού» δεν παραμελήθηκε κι ακόμη λιγότερο δεν περιφρονήθηκε. Εκπαιδεύτηκε, κατευθύνθηκε, αποπλύθηκε από εξωτερικές επιμολύνσεις∙ ο στόχος ήταν να ευθυγραμμιστεί με τη σύγχρονη θεωρία [τον μαρξισμό] -αλλά με ένα ζωντανό και ιστορικά αποτελεσματικό τρόπο. Οι ηγέτες οι ίδιοι μιλούσαν για τον «αυθορμητισμό» του κινήματος και σωστά. Αυτή η παραδοχή αποτελούσε ένα κίνητρο, ένα τονωτικό, ένα στοιχείο εις βάθος ενοποίησης∙ πάνω απ’όλα αρνιόταν ότι το κίνημα ήταν τεχνητό, μια μαγειρεμένη επιχείρηση και τόνιζε την ιστορική του αναγκαιότητα. Έδινε στις μάζες μια «θεωρητική» συνείδηση ότι ήταν δημιουργοί ιστορικών και θεσμικών αξιών, ότι ήταν θεμελιωτές ενός Κράτους. Αυτή η ενότητα ανάμεσα στον «αυθορμητισμό» και τη «συνειδητή ηγεσία» ή την «πειθαρχία» αποτελεί ακριβώς την πραγματική πολιτική δράση των κατώτερων τάξεων, στο βαθμό που πρόκειται για μαζική πολιτική και όχι απλά για μια περιπέτεια ομάδων που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τις μάζες.[47]

Ως απόρροια αυτής της ανάλυσης ο Γκράμσι εγείρει κατόπιν αυτό που αποκαλεί ένα «θεμελιώδες θεωρητικό ερώτημα» που σχετίζεται, αν και από μια διαφορετική γωνία, με την άποψη του Λένιν στο Τι να κάνουμε; ότι ο σοσιαλισμός πρέπει να εισαχθεί στην εργατική τάξη από τα έξω. Ο Γκράμσι ρωτά:

 

Μπορεί η σύγχρονη θεωρία [ο μαρξισμός] να είναι σε αντίθεση με τα «αυθόρμητα» αισθήματα των μαζών; («Αυθόρμητα» με την έννοια ότι δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας συστηματικής εκπαιδευτικής δραστηριότητας από την πλευρά μιας ήδη συνειδητής ηγετικής ομάδας, μα έχουν σχηματιστεί μέσω καθημερινών εμπειριών φωτισμένων από την «κοινή λογική», δηλ. από την παραδοσιακή λαϊκή αντίληψη του κόσμου.) [48]

 

Η απάντηση του Γκράμσι:

 

Δε μπορεί να είναι σε αντίθεση με αυτά. Μεταξύ των δύο υπάρχει μια «ποσοτική» διαφορά βαθμού, όχι ποιότητας. Μια αμοιβαία «αναγωγή», τρόπος του λέγειν, ένα πέρασμα από το ένα στο άλλο και αντιστρόφως, πρέπει να είναι εφικτή.[49]

 

Η αντίθεση μεταξύ της άποψης του Γκράμσι κι εκείνης του πρώιμου Λένιν, μαζί και του Λούκατς, πρέπει να είναι ξεκάθαρη. Ο Γκράμσι εγκαθιστά τη σύνδεση και την αμοιβαία σχέση (που απαρνιέται το Τι να κάνουμε; και το Ιστορία και Ταξική Συνείδηση) μεταξύ υπαρκτής συνείδησης, πείρας και πρακτικής της εργατικής τάξης και δυνάμει σοσιαλιστικής ταξικής συνείδησης. Και το κάνει αυτό χωρίς να πέφτει στο αντίθετο λάθος του αυθορμητισμού.

Όμως ο Γκράμσι δεν διαπραγματεύεται μόνον τα στρατηγικά καθήκοντα του κόμματος και μαζί με αυτά το ποια θα’πρεπε να’ναι η σχέση του με τη μάζα της τάξης. Τα Τετράδια της Φυλακής επίσης περιέχουν έναν αριθμό από σχόλια για την οργάνωση και την εσωτερική ζωή που αυτό χρειάζεται για να είναι ικανό να παίξει το ρόλο που του’χει ανατεθεί. Πράγματι, φτάνει μέχρι το σημείο να πει ότι «ο τρόπος με τον οποίο το κόμμα λειτουργεί παρέχει διακριτικά κριτήρια»[50] για να κριθεί το κόμμα συνολικά. «Όταν το κόμμα είναι προοδευτικό, λειτουργεί “δημοκρατικά” (δημοκρατικός συγκεντρωτισμός): όταν το κόμμα είναι οπισθοδρομικό, λειτουργεί “γραφειοκρατικά” (γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός).[51]

Την ίδια στιγμή δεν υπάρχει ίχνος ουτοπισμού στην εικόνα του Γκράμσι για το κόμμα και τα μέλη του. Ξεκινά βεβαιώνοντας το «πρωτογενές και (δεδομένων ορισμένων γενικών όρων) [δηλ. την ύπαρξη της ταξικής κοινωνίας -Τζ.Μ.] αμετασκεύαστο γεγονός… πως υπάρχουν στ’αλήθεια κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι, καθοδηγητές και καθοδηγούμενοι»[52] και ότι παρόλο που αυτή η διαίρεση έχει την προέλευσή της σε ταξικές διαιρέσεις, λειτουργεί επίσης μέσα σε κοινωνικά ομοιογενείς ομάδες κι επομένως μέσα σε κόμματα. Ευθυγραμμισμένος με αυτήν την προκείμενη, ο Γκράμσι αναλύει την ιδιότητα του μέλους του κόμματος ως αποτελούμενη από τρία στοιχεία:

 

  1. Ένα μαζικό στοιχείο, που συντίθεται από συνηθισμένους, μέσους ανθρώπους, των οποίων η συμμετοχή παίρνει τη μορφή της πειθαρχίας και αφοσίωσης, παρά κάποιου δημιουργικού πνεύματος ή οργανωτικής ικανότητας. Χωρίς αυτούς το κόμμα δε θα υπήρχε, είναι αλήθεια, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι δε θα υπήρχε μονάχα με αυτούς. Αυτοί είναι μια δύναμη στο βαθμό που υπάρχει κάποιος να τους συγκεντρώσει, οργανώσει και πειθαρχήσει…
  2. Το πρωτεύον συνεκτικό στοιχείο, που συγκεντρώνει πανεθνικά και καθιστά αποτελεσματικό και ισχυρό ένα σύμπλεγμα δυνάμεων που αφημένες μόνες τους δε θα μετρούσαν για τίποτα. Αυτό το στοιχείο είναι προικισμένο με μεγάλες συνεκτικές, συγκεντρωτικές και πειθαρχικές δυνάμεις∙ επίσης -και όντως αυτό είναι ίσως η βάση για τα άλλα- με τη δύναμη της καινοτομίας…
  3. Ένα ενδιάμεσο στοιχείο, που συναρθρώνει το πρώτο στοιχείο με το δεύτερο και συντηρεί την επαφή μεταξύ τους, όχι μόνο φυσικά, μα επίσης ηθικά και πνευματικά.[53]

 

Ούτε κι έχει ενδοιασμούς ο Γκράμσι για το γεγονός ότι από τα τρία στοιχεία είναι το δεύτερο, η ηγεσία, στο οποίο προσδίδει την περισσότερη σημασία.

 

Είναι επίσης αλήθεια πως ούτε αυτό το στοιχείο θα μπορούσε να σχηματίσει ένα κόμμα μόνο του∙ ωστόσο, θα μπορούσε να κάνει πολύ περισσότερα απ’ότι θα μπορούσε το πρώτο στοιχείο. Κανείς μιλά για στρατηγούς χωρίς στρατό, μα στην πραγματικότητα είναι ευκολότερο να διαμορφώσεις έναν στρατό, παρά να διαμορφώσεις στρατηγούς.[54]

 

Ωστόσο, αυτός ο «ρεαλισμός» εξισορροπείται από ένα άλλο εξίσου θεμελιώδες πρόταγμα.

 

Κατά τη διαμόρφωση ηγετών… η πρόθεση είναι να υπάρχουν πάντα κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι, ή ο σκοπός είναι να δημιουργήσεις τις συνθήκες στις οποίες αυτή η διαίρεση δε θα είναι πια αναγκαία;[55]

 

Αφού ο στόχος του Γκράμσι είναι σίγουρα το δεύτερο, η εξουσία της ηγεσίας και η πειθαρχία δεν πρέπει να βασίζονται πάνω σε

 

μια παθητική και νωχελική αποδοχή διαταγών ή την μηχανική επιτέλεση μιας αποστολής (που, μολοντούτο, θα είναι ακόμη απαραίτητα σε συγκεκριμένες περιστάσεις), αλλά [πάνω] στη συνειδητή και διαυγή αφομοίωση της κατεύθυνσης που είναι να επιτευχθεί.[56]

 

Αυτό που πρέπει να επιτευχθεί μέσα στο κόμμα, επομένως, είναι ο «συγκεντρωτισμός σε κίνηση» -δηλ. μια συνεχής προσαρμογή της οργάνωσης στο πραγματικό κίνημα, μια αντιστοιχία ωθήσεων από τα κάτω με διαταγές από τα πάνω, μια αδιάκοπη εισδοχή στοιχείων που πετιούνται από τα βάθη της βάσης μέσα στο συμπαγές πλαίσιο του ηγετικού μηχανισμού.[57] «Ένα από τα πιο σπουδαία ζητήματα που αφορούν το πολιτικό κόμμα», υποστηρίζει ο Γκράμσι, είναι «η δυνατότητα του κόμματος να αντιδρά στη δύναμη της συνήθειας.»[58] Τα κόμματα δημιουργούνται ώστε να προετοιμαστούν για καταστάσεις κρίσης, να είναι ικανά να δράσουν σε ιστορικά σημεία καμπής, αλλά συχνά γίνονται ρουτινιάρικα και ανίκανα να προσαρμοστούν σε νέα καθήκοντα. Με αυτή την έννοια ο κύριος εχθρός είναι η γραφειοκρατία.

 

Η γραφειοκρατία είναι η πιο επικίνδυνα στενοκέφαλη και συντηρητική δύναμη∙ αν καταλήξει να συγκροτήσει ένα συμπτυγμένο σώμα, που στέκεται μόνο του και αισθάνεται τον εαυτό του ανεξάρτητο από τη μάζα των μελών, το κόμμα καταλήγει να μετατραπεί σε αναχρονιστικό και σε στιγμές οξείας κρίσης κενώνεται από το κοινωνικό του περιεχόμενο και μένει σα να αιωρείται στον αέρα.[59]

 

Αλλά αυτό το ζήτημα επίσης δεν πρέπει να ιδωθεί μόνο από μία πλευρά -γιατί ενώ υπάρχει το πρόβλημα της συνήθειας και της ρουτίνας, επίσης υπάρχει η ανάγκη διατήρησης της συνέχειας και καθιέρωσης μιας παράδοσης.

 

Υπάρχει ένας κίνδυνος “γραφειοκρατικοποίησης” είναι η αλήθεια, αλλά κάθε οργανική συνέχεια εμφανίζει αυτόν τον κίνδυνο, που πρέπει να παρακολουθείται. Ο κίνδυνος της ασυνέχειας, του αυτοσχεδιασμού, είναι ακόμη μεγαλύτερος.[60]

 

Γι’αυτό, στην περίπτωση της εσωτερικής ζωής του κόμματος, ακριβώς όπως με τη «διπλή προοπτική» και τη σχέση του κόμματος με την τάξη, ο Γκράμσι οραματίζεται μια διαλεκτική ενότητα μεταξύ καθοδηγητών και καθοδηγούμενων, πειθαρχίας και πρωτοβουλίας, συνέχειας και αλλαγής.

 

  1. Μια προσωρινή εκτίμηση

 

Τι γίνεται με τον ισχυρισμό ότι ο Γκράμσι είναι «ο θεωρητικός της επανάστασης στη δύση»; Ο Λενινισμός επιβεβαιώθηκε στη Ρωσία και με αυτό κατέκτησε νέο έδαφος οικουμενικής σπουδαιότητας. Ήταν ο Γκράμσι, μέσα από την ανάλυσή του για την ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών και των βαθιών ριζών της αστικής ηγεμονίας, που είδε πιο καθαρά από οποιονδήποτε άλλον τη βασική διαφορά μεταξύ Ρωσίας και προηγμένου καπιταλισμού κι επομένως τη διεύρυνση του πλαισίου του Λενινισμού που θα ήταν αναγκαία. Οι Λένιν και Τρότσκι, όπως ήξερε ο Γκράμσι, είχαν αρχίσει το 1921 να αισθάνονται το πρόβλημα, μα ο Λένιν ήταν αποκλειστικά απασχολημένος με τη Ρωσία και γρήγορα θα πέθαινε κι ο Τρότσκι, επίσης πιεσμένος από άλλες δυσκολίες, αδυνατούσε να αναπτύξει τη διόρασή του πέρα από το επίπεδο της τακτικής.[61] Ο Γκράμσι, ωστόσο, αναλογιζόταν τις συνέπειες της ανάλυσής του, τόσο διεξοδικά και χειροπιαστά όσο η απομόνωση του κελιού του επέτρεπε. Πέραν τούτου, η ιστορία αποδείχθηκε να είναι «με την μεριά του Γκράμσι» με αυτή την έννοια. Ο δυτικός καπιταλισμός φάνηκε να κατέχει πολύ μεγαλύτερη αντοχή απ’ό,τι λάμβανε υπόψη η θεωρία των μαρξιστών του πρώτου καιρού της Κομιντέρν κι η ανάλυση του Γκράμσι για την επέκταση του αστικού κοινωνικού ελέγχου, στη μελέτη του περί «Αμερικανισμού και Φορντισμού», τον φανερώνει ως βαθυστόχαστο προφήτη των νέων καπιταλιστικών τάσεων.

Φιλοσοφικά ο Γκράμσι επίσης έχει δικαιωθεί: από τη δημοσίευση των πρώτων γραπτών του Μαρξ και τις Grundrisse και από τις πολυάριθμες σύγχρονες έρευνες στη μαρξιστική φιλοσοφία. Μπορεί κανείς σοβαρός μαρξιστής σήμερα να αμφισβητήσει την ολέθρια επιρροή του φαταλισμού και του οικονομικού ντετερμινισμού στο επαναστατικό κίνημα; Άλλοι μεταγενέστεροι μαρξιστές προσέγγισαν, αν δεν ισοφάρισαν, τον Γκράμσι με την διορατικότητά τους στην δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας και της μαρξιστικής φιλοσοφίας, αλλά ο Γκράμσι διακρίνεται από όλους αυτούς στο ότι αυτός και μόνος αυτός στάθηκε ικανός να σφυρηλατήσει αυτή τη διορατικότητα σε συνεκτική επαναστατική στρατηγική, βασισμένη στην ανάπτυξη της θεωρίας για το κόμμα. Ο Γκράμσι είναι έτσι ο μόνος μαρξιστής που έχει προσθέσει κάτι θεμελιωδώς καινούργιο στη θεωρία του Λένιν για το κόμμα.

Μολαταύτα, απομένει ένα ερωτηματικό πάνω από τη συνεισφορά του Γκράμσι. Οι ιδέες του δεν έχουν ποτέ εφαρμοστεί στην πράξη. Όπως κι ο Μακιαβέλι, δεν ήταν ο ίδιος σε θέση να αλλάξει την πραγματικότητα -«παρά μόνο να δείξει απτά πώς οι ιστορικές δυνάμεις θα όφειλαν να δράσουν για να είναι αποτελεσματικές».[62]

Ούτε κι έχουν βρει οι ιδέες του Γκράμσι άλλα χέρια να τις αναλάβουν και τις εφαρμόσουν και το σημαντικότερο, δε θα μπορούσαν να το έχουν κάνει. Η Γκραμσιανή στρατηγική απαιτεί ως σημείο αφετηρίας την ύπαρξη ενός Λενινιστικού κόμματος, μα οι συνδυασμένες συνέπειες της μακράς μεταπολεμικής άνθησης και των πανωλεθριών του Σταλινισμού σήμαιναν ότι τέτοια κόμματα δεν έχουν υπάρξει στην πράξη. Οι βασικές αρχές του Μπολσεβικισμού μπορούν, εντός ορισμένων ορίων (και είναι αρκετά στενά όρια), να καθοδηγήσουν τη δραστηριότητα μιας μικρής οργάνωσης ή ακόμη και μιας μικροσκοπικής ομάδας. Αυτό δεν συμβαίνει με τις ιδέες του Γκράμσι. Ο πόλεμος ελιγμών, όπως ο ανταρτοπόλεμος, μπορεί να διεξαχθεί με σχετικά μικρές δυνάμεις, αλλά ο πόλεμος θέσεων απαιτεί ένα μαζικό στρατό. Χωρίς ένα μαζικό κόμμα, οι συμμαχίες δεν θα είναι συμμαχίες ανάμεσα σε τάξεις μέσα σ’ένα ιστορικό μπλοκ, αλλά απλές προσωρινές συνεργασίες ανάμεσα σε ομάδες, που μπορεί συχνά να εξυπηρετούν μόνο στο να θολώνουν θεωρητικές και προγραμματικές διαφορές. Χωρίς μια μαζική προλεταριακή βάση, η διάπλαση οργανικών διανοούμενων και η πάλη για να κερδηθούν παραδοσιακοί διανοούμενοι δε θα ενδυναμώσει, όπως θα είναι η πρόθεση, την προλεταριακή ηγεμονία, μα θα εκφυλιστεί σε σχολαστικό διανοουμενισμό και ακαδημαϊσμό. Ο Γκράμσι, πρέπει να θυμηθούμε, έγραφε σε ένα φόντο όπου οι βασικές ιδέες του σοσιαλισμού ήταν πολύ πλατιά απλωμένες στην εργατική τάξη και το PCI είχε ιδρυθεί με περίπου 40.000 μέλη, από τα οποία 98 τοις εκατό ήταν εργάτες και κάτω από 0,5 τοις εκατό (245 όλοι κι όλοι) διανοούμενοι.[63] Το να φαντάζεται κανείς ότι οι ιδέες του μπορούν απλά να μεταφερθούν σε μια κατάσταση όπου το επαναστατικό κίνημα είναι παραφορτωμένο με φοιτητές και μικροαστούς και έχει ισχνότατες μόνο ρίζες στην εργατική τάξη, είναι συντριπτικά ανιστορικό.

Δεν ξέρουμε στ’ αλήθεια με τι μοιάζει ο πόλεμος θέσεων σε πρακτικές λεπτομέρειες. Έτσι κάθε κρίση για την κομματική θεωρία του Γκράμσι πρέπει να είναι προσωρινή. Αν κανείς εντυπωσιαστεί και πειστεί, που είναι δύσκολο να μην το κάνει, από τη συνοχή, το βάθος, τη λεπτότητα και τη στερεότητα των ιδεών του Γκράμσι, τότε πρέπει να συγκρατήσει ότι αυτές θα αντιμετωπίσουν την αποφασιστική δοκιμασία τους στο μέλλον, όταν ο προηγμένος Δυτικός καπιταλισμός θα αντιπαρατεθεί μια ακόμη φορά με μαζικά επαναστατικά εργατικά κόμματα.

 

* Ο θετικισμός θεωρεί τις θετικές εμπειρικές επιστήμες ως μόνη πηγή γνώσης και απορρίπτει τη φιλοσοφική μελέτη. Εμπειρική, μα και περισσότερο μηχανιστική κι όχι διαλεκτική θεωρία. Στο επίπεδο της κοινωνικής επιστήμης («κοινωνική φυσική») απορρίπτει την εμπλοκή του μελετητή της κοινωνίας και της ιστορίας σε αυτές, ώστε να διατηρήσει την «αντικειμενικότητά» του. Αντί να «πειραματιστεί» με την κοινωνική δράση και να ελέγξει τη θεωρία του, ο θετικιστής περιορίζεται να απολογίζει τα «σίγουρα» ιστορικά γεγονότα και να φτιάχνει «σιδερένιους», στατιστικούς  ιστορικούς νόμους (π.χ. Εμίλ Ντιρκέμ, (1858-1917)). Έχει πλέον δεχτεί πλήγματα στο επίπεδο και των φυσικών επιστημών.

**Υπερβατισμός: αντίληψη που απορρίπτει την εμπειρία και την ορθολογική ή επιστημονική επεξεργασία της ως μόνες πηγές της γνώσης. Η γνώση βασίζεται σε προαισθήματα/ενοράσεις και δε μπορεί να επιβεβαιωθεί από τις αισθήσεις ή το νου.

*** Ο Ιμμάνουελ Καντ (Απρίλης 1724 – Φλεβάρης 1804, Καίνιξμπεργκ Πρωσίας) ήταν από τους σημαντικότερους φιλοσόφους στη σύγχρονη και νεότερη ιστορία, ιδρυτής της Κριτικής της Φιλοσοφίας. Προσπάθησε να συνδυάσει τον υλισμό και τον ιδεαλισμό, ξεκινώντας ως επιστήμονας επηρεασμένος από τον εμπειρισμό και αποδεχόμενος την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας, μα από την άλλη καταλήγει ότι είναι αδύνατο ο Λόγος, με τη συνθετική του -αλλά βάση δοσμένων κανόνων και κατηγοριών- ικανότητα, να γνωρίσει την ουσία των πραγμάτων, το «πράγμα καθεαυτό». Τα πράγματα φαίνονται έτσι συνεχώς αντιφατικά κι άρα η «γνώση» μπορεί να βασιστεί μόνο στην Πίστη. Όντας ενθουσιώδης υποστηρικτής της Γαλλικής Επανάστασης, ο Καντ έβγαλε επίσης την Ηθική από τις μεταφυσικές της βάσεις, της έθεσε ως κέντρο και σκοπό τον «ελεύθερο» άνθρωπο («να μεταχειρίζεσαι την ανθρωπότητα…ως σκοπό και ποτέ ως μέσο»), αλλά με ιδεαλιστικό τρόπο. Η φιλοσοφία του Καντ περιγράφοντας τις αντιφάσεις της πραγματικότητας κι αφήνοντας κενά στην εξήγησή τους αποτέλεσε πρόδρομο της Διαλεκτικής ανάλυσης του Χέγκελ.

Με τον όρο νεοκαντιανοί τώρα, περιγράφεται ένα ευρύ φάσμα στοχαστών που προσπάθησαν να «βελτιώσουν» πλευρές των καντιανών θέσεων κατά το δοκούν, κυρίως αφαιρώντας επί μέρους ιδεαλιστικά στοιχεία από τις θεωρίες του. Ο Μπουχάριν αναφέρεται σε σύνδεση με αυτούς, επειδή όπως έλεγε κι ο Λένιν στη Διαθήκη του, «υπάρχει σ’αυτόν κάτι το σχολαστικιστικό (στο βάθος δεν κατάλαβε ποτέ τη διαλεχτική)». Οι επιμέρους του αναλύσεις του ήταν χρήσιμες όταν περιορίζονταν στα πλαίσια που έβαζε το Κόμμα, μα όταν αυτό γραφειοκρατικοποιήθηκε ο Μπουχάριν παρασυρόταν σε ντετερμινιστικές/φαταλιστικές θέσεις. Για παράδειγμα, ο Μπουχάριν, υποστηρίζοντας αριστερίστικες εξεγέρσεις –αφού ο καπιταλισμός είναι ιστορικά… «ξοφλημένος»- όπως η γερμανική Δράση του Μάρτη του 1921, περιορίστηκε και ηττήθηκε από τον Λένιν στο Γ’ Συνέδριο της Κομιντέρν, που έβγαλε το σύνθημα «προς τις μάζες». Αντίστοιχα, μετά από λίγα χρόνια και με τη σταλινοποίηση του καθεστώτος επί τω έργω, μη μπορώντας να συλλάβει τη διαλεκτική ούτε της σχέσης της ρωσικής οικονομίας με τις καπιταλιστικές χώρες, ούτε της σχέσης της εργατικής με τις υπόλοιπες τάξεις στον συγκεκριμένο παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, έφτασε να γίνει θιασώτης του «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα» και της συμμαχίας του ΚΚ Κίνας με τους αστούς που μετά το αιματοκύλισαν.

**** «Η Νέα Τάξη: Εβδομαδιαία Επιθεώρηση Σοσιαλιστικού Πολιτισμού», περιοδικό που εκδόθηκε το 1919 από τους Τολιάτι, Γκράμσι, Τάσκα και Τερατσίνι, μέλη της αριστερής πτέρυγας του ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI). Το περιοδικό έγινε καθημερινή εφημερίδα-όργανο του ιταλικού ΚΚ (PCI), όταν αυτό σχηματίστηκε από τη διάσπαση του ΣΚ το 1921. Η έκδοση συνεχίστηκε με πολλές διακοπές, κυρίως λόγω απαγορεύσεων του φασιστικού καθεστώτος, μέχρι το 1925. Το όνομα του περιοδικού οικειοποιήθηκε το 1956 ιταλική φασιστική οργάνωση.

***** Στα τέλη του Οκτώβρη του 1922, το φασιστικό κόμμα του Μουσολίνι -κοινοβουλευτικό από το 1921- έχοντας πρωτοστατήσει στην άγρια καταστολή του εργατικού κινήματος και τη διάλυση των συνδικάτων μαζί με τον κρατικό μηχανισμό, οργανώνει την «πορεία προς τη Ρώμη». Στις 28 Οκτώβρη, θα φτάσουν ως τα περίχωρα της πόλης -με την προφανή ανοχή του στρατού- περίπου 20.000 ανεπαρκώς οπλισμένοι και πεινασμένοι φασίστες από διάφορες κατευθύνσεις. Λίγοι από αυτούς θα αντέξουν να μπουν στη Ρώμη. Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ θα δώσει στο Μουσολίνι εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Η μετέπειτα φασιστική προπαγάνδα μετέτρεψε την «πορεία» σε μυθική επέλαση …300.000 φασιστών που κατάκτησαν ηρωικά την εξουσία.

****** κορπορατίστικου, με την έννοια της οργάνωσης των τομέων της οικονομίας σε συντεχνίες-μονοπώλια (κρατικών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων) που εποπτεύει το κράτος για να συντονίσει την ιμπεριαλιστική προσπάθεια του έθνους.

******* Ο Φορντισμός είναι μια μέθοδος βιομηχανικής διοίκησης που περιλαμβάνει χρήση της γραμμής παραγωγής για μαζικά, φτηνά και ομοιόμορφα προϊόντα, όπως και σχετικά υψηλούς μισθούς που να εξασφαλίζουν την κατανάλωση των προϊόντων και την αφοσίωση των εργατών. Από την άλλη καταπολεμά το συνδικαλισμό και κάθε είδους εργατική συμμετοχή στις αποφάσεις. Ο ίδιος ο Χένρι Φορντ (1863-1947) υπήρξε πετυχημένος Αμερικανός μεγαλοβιομήχανος και αντισημίτης (έγραψε το βιβλίο Ο Διεθνής Εβραίος), βοήθησε με τις επενδύσεις του το χιτλερικό καθεστώς και γι’αυτό βραβεύτηκε από τη Γερμανία με το ανώτερο μετάλλιο που μπορούσε να δοθεί σε μη-Γερμανό, τον Μεγαλόσταυρο του Γερμανικού Αετού, το 1938.

******** Νικολό Μπ. Μακιαβέλι, (Μάης 1469- Ιούνης 1527), Φλωρεντινός διπλωμάτης και συγγραφέας.

*********δηλ. πόλεμο «χαρακωμάτων», όπου κυρίως υπερασπίζεσαι τη θέση σου και προχωράς αργά

********** Τρίτη Περίοδος της Γ’ Διεθνούς χαρακτηρίζεται το διάστημα 1928-1934. Τότε η σταλινική γραφειοκρατία, ξεκινώντας το πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο και ακολουθώντας ακραία δεξιά πολιτική μέσα στην ΕΣΣΔ, χρησιμοποίησε τον υπεραριστερισμό στη Διεθνή για να «διορθώσει» τις εντυπώσεις από τις προηγούμενες δεξιές οπορτουνιστικές συμμαχίες που είχε διατάξει (Επανάσταση Κίνας, Αγγλορωσική Επιτροπή στη Βρετανία) και τις συμφορές που αυτές είχαν φέρει, μα και για να παροπλίσει τους εσωκομματικούς αντιπάλους (Μπουχάριν). Η γραμμή αυτής της περιόδου απέκλειε κάθε ενιαίο μέτωπο και συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες, που κατηγορούνταν σαν «σοσιαλφασίστες», πιο επικίνδυνοι κι από το Χίτλερ.

*********** εξέγερση κατά του φιλοπαπικού βασιλιά Καρόλου Α’ του Ανδεγαυού

************Ανρί-Λουί Μπεργκσόν (1859-1941), Γαλλοεβραίος φιλόσοφος. Υποστήριζε ότι η άμεση εμπειρία και η ενόραση είναι σημαντικότερες από την επιστήμη και τη λογική, που απλώς κατακερματίζουν ατελέσφορα την πραγματικότητα σε επιμέρους εμπειρίες. Ο λογικός σχεδιασμός της δράσης έχει πολύ λίγο νόημα αφού ο χρόνος ξεδιπλώνει πάντα απρόβλεπτες δυνατότητες. Η καινοτομία δεν πετυχαίνεται ως προκαθορισμένο αποτέλεσμα, μα ως αποτέλεσμα της απελευθερωμένης δημιουργικότητας.

 

 

Παραπομπές

[1] Για να εξαπατήσει το λογοκριτή της φυλακής, ο Γκράμσι απέφευγε κάθε χρήση συμβατικής μαρξιστικής ορολογίας και κάθε άμεση αναφορά γνωστών επαναστατών. Έτσι, η «τάξη» γίνεται «θεμελιώδης κοινωνική ομάδα»∙ η «καταπιεσμένη τάξη» είναι «υποδεέστερη ομάδα»∙ ο Τρότσκι είναι Λεβ Νταβίντοβιτς∙ ο Λένιν είναι Ίλιτς ή «ο πρόσφατος μεγάλος θεωρητικός»∙ και μαρξισμός είναι «η φιλοσοφία της πράξης».

[2] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, Λονδίνο 1971, σ.387.

[3] στο ίδιο σ.465.

[4] στο ίδιο σ.336.

[5] στο ίδιο σ.336-37.

[6] στο ίδιο σ.438.

[7] στο ίδιο σ.407.

[8] στο ίδιο σ.160.

[9] στο ίδιο.

[10] στο ίδιο σ.233.

[11] στο ίδιο σ.104.

[12] στο ίδιο σ.180-81.

[13] στο ίδιο σ.183.

[14] στο ίδιο σ.325.

[15] στο ίδιο σ.323.

[16]Δες στο ίδιο σ.192.

[17] Για να διαφωτίσουμε αυτό το σημείο, έχουμε το παράδειγμα του Λούκατς, που με παρόμοιο τρόπο προσέγγισε το ζήτημα του κόμματος πάνω στη βάση μιας κριτικής του μηχανιστικού υλισμού, αλλά που παρέμεινε εντελώς μέσα στο έδαφος της φιλοσοφίας. Ο Λούκατς αντιλαμβανόταν το κόμμα ως τον φορέα και την ενσάρκωση της προλεταριακής ταξικής συνείδησης, μα επειδή όριζε την ταξική συνείδηση με έναν ανιστορικό και ρασιοναλιστικό τρόπο, έπεσε σε μια εξιδανικευμένη και ελιτίστικη οπτική του κόμματος, που απέτυχε να προσθέσει ο,τιδήποτε χρήσιμο στο Λένιν, του οποίου μάλιστα υπολειπόταν.

[18] Παρατίθεται στο Τζον Μέρρινγκτον, «Θεωρία και πράξη στο μαρξισμό του Γκράμσι», Σοσιαλιστικό Μητρώο (Socialist Register), 1968, σ.165.

[19] Αντόνιο Γκράμσι, Σοβιέτ στην Ιταλία, Λονδίνο 1969, σ.22-23.

[20] Δημοσιευμένο στο Σοβιέτ στην Ιταλία, ο.π.

[21] στο ίδιο σ.35.

[22] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π. σ.123.

[23] στο ίδιο σ.129.

[24] Για το υπόβαθρο δες το ίδιο σ.169.

[25] στο ίδιο σ.169-70.

[26] στο ίδιο σ.124.

[27] στο ίδιο σ.238.

[28] στο ίδιο σ.235.

[29] στο ίδιο σ.229-39.

[30] στο ίδιο σ.120.

[31] στο ίδιο σ.239.

[32] στο ίδιο σ.238.

[33] Αντόνιο Γκράμσι, «Το Ζήτημα του Νότου», στο Ο Μοντέρνος Ηγεμόνας και Άλλα Κείμενα, Λονδίνο 1972, σ.30-31.

[34] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π., σ.168.

[35] στο ίδιο

[36] Ο αδερφός του Γκράμσι, Τζενάρο, τον επισκέφτηκε στη φυλακή για να εξακριβώσει τη στάση του προς την «τρίτη περίοδο», αλλά βρίσκοντας ότι την αντιστρατευόταν, κράτησε την πληροφορία μυστική μην τυχόν κι ο αδερφός του αποπεμφθεί. Δες Τζουζέπε Φιόρι, Αντόνιο Γκράμσι: Η Ζωή ενός Επαναστάτη, Λονδίνο 1970, σελ 252-53.

[37] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π., σ.185.

[38] στο ίδιο σ.340.

[39] Ο Γκράμσι το επισημαίνει αυτό ως μέρος μιας ανάλυσης των Ιταλικών πολιτικών κομμάτων «γενικά» αλλά, όπως τόσο συχνά με τις «αφηρημένες» συζητήσεις του Γκράμσι, υπάρχει ένα σαφές υπονοούμενο για την πρακτική του επαναστατικού κόμματος.

[40] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π., σ.227.

[41] Για την ανάλυση του Γκράμσι για τους «διανοούμενους» δες στο ίδιο σ.5-23.

[42] στο ίδιο σ.340.

[43] Αντόνιο Γκράμσι, Ο Μοντέρνος Ηγεμόνας και Άλλα Κείμενα, ο.π., σ.50-51.

[44] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π., σ.196-97.

[45] στο ίδιο σ.197.

[46] στο ίδιο σ.199.

[47] στο ίδιο σ.198.

[48] στο ίδιο σ.198-99.

[49] στο ίδιο σ.199.

[50] στο ίδιο σ.155.

[51] στο ίδιο

[52] στο ίδιο σ.144.

[53] στο ίδιο σ.152-53.

[54] στο ίδιο

[55] στο ίδιο σ.144.

[56] Παρατίθεται στο Α. Ποζολίνι, Αντόνιο Γκράμσι: Μια Εισαγωγή στη Σκέψη του, Λονδίνο 1970, σ.65.

[57] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π., σ.188.

[58] στο ίδιο σ.211.

[59] στο ίδιο

[60] στο ίδιο σ.195.

[61] Βλ. Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π., σ.236-38. Ο Γκράμσι καταγράφει ότι ο Τρότσκι άρχισε «μια αναθεώρηση των τρεχουσών τακτικών μεθόδων», σύμφωνα με αυτές τις κατευθύνσεις στο τέταρτο συνέδριο της Κομιντέρν. Αλλά παραδόξως και για λόγους που μπορούν μόνο να γίνουν αντικείμενο υποθέσεων, κατηγορεί τον Τρότσκι ότι είναι: «ο πολιτικός θεωρητικός της επίθεσης κατά μέτωπο σε μια περίοδο που οδηγεί μόνο σε ήττες». (στο ίδιο σ.238.)

[62] Αντόνιο Γκράμσι, Επιλογές από τα Τετράδια της Φυλακής, ο.π., σ.173.

[63] στο ίδιο σ1iii.

 




Mαρξισμός και Κόμμα- Η διπλή κληρονομιά του Τρότσκι

Του Τζον Μόλινιου (1978)
 Μετάφραση Βασίλης Μορέλλας 

Πηγή: https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/  

Οι εμφάσεις με έντονα μαύρα γράμματα από τη διαχείριση του σάιτ  


5ο κεφάλαιο του “Μαρξισμός και Κόμμα”: Η διπλή κληρονομιά του Τρότσκι

Υπάρχουν δύο πλευρές στη συνεισφορά του Τρότσκι στη μαρξιστική θεωρία του επαναστατικού κόμματος. Πρώτον, υπάρχει η από μέρους του υπεράσπιση, κυρίως μέσω της Αριστερής Αντιπολίτευσης, της Λενινιστικής αντίληψης του κόμματος σε κόντρα με την πρακτική και θεωρητική επίθεση που διεξήχθη εναντίον της από τον Στάλιν και τη Σταλινική γραφειοκρατία. Δεύτερον, υπάρχει η απόπειρά του, που κορυφώθηκε με την ίδρυση της Τέταρτης Διεθνούς, να σφυρηλατήσει μια γνήσια μαρξιστική εναλλακτική στην εκφυλισμένη Κομμουνιστική Διεθνή. Παρόλο που, βέβαια, υπάρχει συνέχεια ανάμεσα σε αυτές τις δύο πλευρές καθώς η τελευταία αναπτύχθηκε λογικά μέσα απ’την πρώτη, υφίσταται ωστόσο μια ποιοτική διαφορά μεταξύ τους. Την περίοδο της Αριστερής Αντιπολίτευσης, ο Τρότσκι αντιπαρέθετε στην οπορτουνιστική πολιτική του Στάλιν μια συνεπή επαναστατική πολιτική. Με την προσπάθεια να χτίσει μια Τέταρτη Διεθνή, ο Τρότσκι είχε τώρα να ενσαρκώσει αυτήν την πολιτική σε μια δική του οργάνωση. Λόγω αυτής της διαφοράς έχει νόημα να χωρίσουμε την μελέτη μας της θεωρίας του Τρότσκι για το κόμμα σε δύο μέρη: την υπεράσπιση του Λενινισμού∙ και την Τέταρτη Διεθνή.

Α. Η Υπεράσπιση του Λενινισμού

Ο Τρότσκι διαχωρίστηκε από τον Στάλιν και την επίσημη πλειοψηφία του ΚΚΣΕ πάνω σε δύο βασικά θέματα: τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό του Ρωσικού κράτους και τη Σταλινική θεωρία του «σοσιαλισμού σε μία χώρα». Τα δύο θέματα ήταν φυσικά συνδεδεμένα. Η γραφειοκρατία αναδείχθηκε από την εξάντληση και τον διασκορπισμό του επαναστατικού προλεταριάτου ως αποτέλεσμα των σωρευμένων ταλαιπωριών του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και του εμφύλιου πολέμου και της συνακόλουθης οικονομικής καταστροφής, του λιμού, των επιδημιών και της φυσικής εξόντωσης.[1] Αυτή η γραφειοκρατία, αποτελούμενη σε μεγάλο μέρος από καριερίστες, διευθυντές παρμένους απ’το παλιό καθεστώς, πρώην Μενσεβίκους και από επί μακρόν ταξικά μη συνειδητοποιημένους εργάτες, επιθυμούσε πάνω απ’όλα ένα τέλος στις αναστατώσεις, όπως και να συνεχίσει να κάνει τη δουλειά της ως συνήθως. Δεν είχε κανένα συμφέρον σε αυτό που της φαινόταν ως η ρομαντική κι επικίνδυνη περιπέτεια της παγκόσμιας επανάστασης. Γι’αυτό, η θεωρία του σοσιαλισμού σε μία χώρα δεν ήταν μία απλή Σταλινική επινόηση. Αντίθετα, «εξέφραζε αλάνθαστα τη διάθεση της γραφειοκρατίας. Όταν μιλούσαν για τη νίκη του σοσιαλισμού, εννοούσαν τη δική τους νίκη.» [2]
Αυτή ήταν τότε μια διαμάχη για τα στοιχειώδη, τόσο βαθιά όσο και η διάσπαση μεταξύ κομμουνισμού και σοσιαλδημοκρατίας. Ενέπλεκε δύο παντελώς διαφορετικές και αντιτιθέμενες αντιλήψεις για το σοσιαλισμό. Για τον Τρότσκι, όπως και για τον Μαρξ και τον Λένιν, ο σοσιαλισμός ήταν μια αταξική, ακρατική, αυτο-κυβερνούμενη κοινότητα βασισμένη σε μια αφθονία υλικών αγαθών, στην οποία «η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι ο όρος για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων» .[3] Η δικτατορία, ο κρατικός σχεδιασμός, η οικονομική ανάπτυξη και αποτελεσματικότητα, η σιδηρά πειθαρχία κλπ ήταν μέσα για αυτόν το σκοπό (μέσα τα οποία ο Τρότσκι δεν αποστρεφόταν), αλλά όχι οι σκοποί καθαυτοί. Για τον Στάλιν, όπως και για την γραφειοκρατία της οποίας ήταν ο πρώτιστος εκπρόσωπος, ο σοσιαλισμός ταυτιζόταν ακριβώς με την εθνικοποίηση, τον κρατικό έλεγχο και την οικονομική και στρατιωτική ανάπτυξη της Ρωσίας σε μια πρώτης τάξης παγκόσμια δύναμη. Από τη σκοπιά του Τρότσκι, ένα βαθμός γραφειοκρατικοποίησης ήταν ίσως αναπόφευκτος, μα παρέμενε ένας συνεχώς υπαρκτός κίνδυνος που κανείς έπρεπε να παρακολουθεί στενά και να απαλλαγεί απ’αυτόν όσο δυνατόν γρηγορότερα. Για τον Στάλιν, ήταν ο ουσιώδης πυρήνας και το θεμέλιο του νέου καθεστώτος. Δεδομένης της αντίληψης του Τρότσκι για τον σοσιαλισμό, η προοπτική της πραγμάτωσής του σε μία χώρα -και μάλιστα την καθυστερημένη Ρωσία- αποτελούσε αντιδραστική ουτοπία. Δεδομένης αυτής του Στάλιν, αποτελούσε τη μόνη πρακτική και ρεαλιστική προοπτική.
Όντας μια διαμάχη για τα στοιχειώδη, αυτή η σύγκρουση επεκτάθηκε αναγκαστικά στο σημείο να επηρεάζει κάθε συμβάν και κάθε πολιτική στη ζωή του διεθνούς εργατικού κινήματος, συμπεριλαμβάνοντας βέβαια τη φύση, το ρόλο, τη στρατηγική και την τακτική του επαναστατικού κόμματος και της επαναστατικής διεθνούς. Μπορούμε, για λόγους σαφήνειας, να διαπραγματευτούμε τις διαμάχες του Τρότσκι με τον Στάλιν πάνω στη Λενινιστική θεωρία του κόμματος με δύο επικεφαλίδες: την κομματική δημοκρατία μέσα στο ΚΚΣΕ και τη στρατηγική των διεθνών κομμουνιστικών κομμάτων.

1. Κομματική δημοκρατία

Η βαθμιαία γραφειοκρατικοποίηση του Σοβιετικού κράτους εν απουσία μιας ενεργητικής και πολιτικά δρώσας εργατικής τάξης, ύψωνε αναγκαία το ζήτημα της γραφειοκρατικοποίησης του Κομμουνιστικού Κόμματος και της καταστροφής της εσωτερικής του κομματικής δημοκρατίας. Επειδή, παρόλο που υπήρχε ένας τυπικός διαχωρισμός μεταξύ κράτους (σοβιέτ) και κομματικών θεσμών, οι Μπολσεβίκοι συνιστούσαν στην πραγματικότητα ένα κρατικό κόμμα. Από τον καιρό του εμφύλιου πολέμου, το κόμμα διατηρούσε πλήρες πολιτικό μονοπώλιο και έλεγχο σ’όλα τα πόστα-κλειδιά. Κατά συνέπεια, εάν η κρατική μηχανή γραφειοκρατικοποιούταν, δε θα μπορούσε να αποφευχθεί η επίπτωση στο κόμμα. Αυτό που καθιστούσε κάτι τέτοιο τόσο κρίσιμο ήταν ότι το κόμμα, ως η πρωτοπορία του προλεταριάτου με τον πυρήνα του των αδιάφθορων παλιών Μπολσεβίκων, την επαναστατική του παράδοση, τον κανονισμό του περί μέγιστων απολαβών [4] και την αυστηρή του πειθαρχία, θεωρούταν γενικά ως ο κύριος προμαχώνας κατά της γραφειοκρατίας. Αν το κόμμα υπέκυπτε, δεδομένης της παθητικότητας των εργατών, δε θα υπήρχε επόμενη γραμμή άμυνας. Ήταν στα 1923 που ο Τρότσκι αισθάνθηκε την κατάσταση να γίνεται τόσο σοβαρή που έπρεπε να εξαπολύσει ανοιχτή πάλη για τη δημοκρατία μέσα στο κόμμα, με μια σειρά άρθρων για την Πράβντα, συλλογικά τιτλοφορούμενων “Η Νέα Πορεία”.[5]
Ο τόνος της Νέας Πορείας είναι προσεκτικός και κάποιες από τις διατυπώσεις είναι διστακτικές, αλλά από πολλές απόψεις αποτελεί μια αξιοθαύμαστη παρουσίαση της θέσης για δημοκρατία μέσα στο επαναστατικό κόμμα και έχει διαχρονική αξία. Ο Τρότσκι δεν θέτει το ζήτημα της δημοκρατίας ως ένα αφηρημένο δικαίωμα, μα εντοπίζει την αναγκαιότητά της στην ανάπτυξη του κόμματος και το νέο ιστορικό στάδιο που αυτό έχει εισέλθει. Πρώτα, εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ της παλιάς και της νέας γενιάς (πριν και μετά τον Οκτώβρη) των κομματικών μελών, «Η κατάκτηση της εξουσίας ακολουθήθηκε από μια ραγδαία, έως και αφύσικα μεγάλη, μεγέθυνση του κόμματος.» [6] Υπήρξε μια εισροή και άπειρων εργατών με χαμηλή συνειδητότητα και ορισμένων ξένων στοιχείων, αξιωματούχων και παρασίτων. «Σε αυτή την χαοτική περίοδο [το κόμμα] ήταν ικανό να διατηρήσει τη Μπολσεβίκικη φύση του μόνο χάρη στην εσωτερική δικτατορία της παλιάς φρουράς, που είχε δοκιμαστεί τον Οκτώβρη.»[7]
Όμως, από τότε η κατάσταση είχε αλλάξει. Τώρα η νέα γενιά, για χάρη τη δικής της πολιτικής ανάπτυξης και για το μέλλον του κόμματος ως όλον, πρέπει να τραβηχτεί ενεργά στη πολιτική ζωή και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του κόμματος. Έπειτα ο Τρότσκι κοιτάει την κοινωνική σύνθεση του κόμματος, δείχνοντας πώς η ανάγκη να καλυφθούν διοικητικά πόστα με εργάτες οδήγησε στην αποδυνάμωση «των θεμελιακών του κυττάρων, των εργοστασιακών πυρήνων»[8] κι αυτό αποτελούσε μια σπουδαία πηγή γραφειοκρατικοποίησης. Ο Τρότσκι επιχειρηματολογεί υπέρ της ανάγκης ενίσχυσης της προλεταριακής βάσης του κόμματος κι υπέρ της χρήσης φοιτητών και νεολαίας ως δύναμης κατά της γραφειοκρατίας.
Για την ανάγκη εσωτερικής δημοκρατίας ο Τρότσκι γράφει:

Το ουσιώδες ασύγκριτο πλεονέκτημα του κόμματός μας συνίσταται στο ότι είναι ικανό, κάθε στιγμή, να κοιτάει τη βιομηχανία με τα μάτια του κομμουνιστή μηχανικού, του κομμουνιστή ειδικού, του κομμουνιστή διευθυντή και του κομμουνιστή εμπόρου, να συλλέγει τις εμπειρίες αυτών των αμοιβαία συμπληρωματικών εργατών, να εξάγει συμπεράσματα από αυτές και έτσι να προσδιορίζει τη γραμμή του για τη διεύθυνση της οικονομίας γενικά και για καθεμία επιχείρηση ειδικά. Είναι ξεκάθαρο ότι μια τέτοια καθοδήγηση είναι αξιόπιστη μόνο στη βάση μιας σφύζουσας κι ενεργητικής δημοκρατίας μέσα στο κόμμα.[9]

Αυτές οι παρατηρήσεις απευθύνονται σε ένα κόμμα στην εξουσία και σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, αλλά η αρχή που περικλείεται σε αυτές, η αναγκαιότητα της δημοκρατίας για την ορθή καθοδήγηση, είναι γενικής ισχύος.
Το κύριο βάρος της απάντησης της ηγεσίας στην κριτική του Τρότσκι αποτελούταν από την οργισμένη υπεράσπιση των μεγάλων παραδόσεων της παλιάς φρουράς και την έμφαση στην επιτακτική ανάγκη για κομματική ενότητα και στους κινδύνους του φραξιονισμού. Ο Τρότσκι απαντούσε επισημαίνοντας ότι η «παράδοση» έχει μια αρνητική όπως και μια θετική πλευρά στο επαναστατικό κίνημα. Παραθέτοντας πολυάριθμα παραδείγματα, συμπεριλαμβανομένης της στάσης των Παλιών Μπολσεβίκων κατά των Θέσεων του Απρίλη του Λένιν, ισχυρίζεται ότι «η πιο πολύτιμη θεμελιώδης τακτική ποιότητα» του Μπολσεβικισμού «είναι η απαράμιλλη ευχέρειά του να προσανατολίζεται γρήγορα, να αλλάζει τακτική σύντομα, να ανανεώνει το οπλοστάσιό του και να εφαρμόζει νέες μέθοδες, με μια λέξη, να διεξάγει απότομες στροφές» [10] και ότι καμία παράδοση, όσο επαναστατική, δεν παρέχει καθεαυτή αλάθητες υπεριστορικές εγγυήσεις κατά του εκφυλισμού. Πάνω στο ερώτημα των φραξιών, ο Τρότσκι αναγνωρίζει τον μεγάλο κίνδυνο του φραξιονισμού μέσα στην κατάσταση και την δυνατότητα οι φραξιονιστικές διαφορές να φτάσουν γρήγορα να αντικατοπτρίζουν την πίεση κοινωνικών και ταξικών δυνάμεων εχθρικών στο προλεταριάτο, μα διατείνεται ότι ένα μη δημοκρατικό κομματικό καθεστώς αποτελεί το ίδιο την αιτία του φραξιονισμού.

Τα ηγετικά όργανα του κόμματος πρέπει να αφουγκραστούν τη φωνή της πλατιάς κομματικής μάζας, όχι να θεωρούν κάθε κριτική σαν εκδήλωση φραξιονιστικού πνεύματος και έτσι να οδηγούν τους ευσυνείδητους και πειθαρχημένους κομμουνιστές ή να συντηρούν μια συστηματική σιωπή ή να συγκροτούν φράξιες.[11]

Η ουσία της θέσης του Τρότσκι στη Νέα Πορεία είναι ότι

είναι μέσα στις αντιπαραθέσεις και διαφορές γνωμών που αναπόφευκτα λαμβάνει χώρα η επεξεργασία της δημόσιας γνώμης του κόμματος. Το να περιορίσεις αυτή τη διαδικασία μόνο μέσα στον μηχανισμό που μετά επιφορτίζεται να εφοδιάσει το κόμμα με τους καρπούς των εργασιών του στη μορφή των συνθημάτων, των εντολών κλπ είναι σαν να στειρώνεις το κόμμα ιδεολογικά και πολιτικά.[12]

Την ίδια στιγμή, οι αξιώσεις της εξουσίας μέσα στην απεριόριστα δύσκολη αντικειμενική κατάσταση ασκούν ακόμη μια ισχυρή επιρροή πάνω στον Τρότσκι. Ενώ απαιτεί εσωκομματική δημοκρατία, ωστόσο δέχεται ότι «Εμείς είμαστε το μόνο κόμμα στη χώρα και στην περίοδο της δικτατορίας δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.» [13] Και κάνοντας αυτό, ο Τρότσκι συμμετέχει στην τρέχουσα πρακτική της ανύψωσης σε επίπεδο γενικής αρχής αυτού που αρχικά αντιμετωπιζόταν ως ένα προσωρινό μόνο μέτρο, λόγω της έκτακτης κατάστασης του εμφύλιου πολέμου. Ο Μαξ Σάχτμαν, ένας πρώην οπαδός του Τρότσκι, βλέπει σ’αυτό μια θεμελιώδη αντίφαση.

Ο Τρότσκι… δεν έδωσε κανένα σημάδι κατανόησης… ότι η άρνηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων σε εκείνους εκτός τους κόμματος, θα μπορούσε να επιβληθεί μόνο με την άρνηση, αργότερα ή γρηγορότερα, των ίδιων δικαιωμάτων στα μέλη αυτού του ίδιου του κόμματος. Γιατί αυτός είναι ένας αυθεντικός νόμος της πολιτικής∙ κάθε σοβαρή διάσταση απόψεων μέσα σε ένα σοβαρό πολιτικό κόμμα, συνεπάγεται μια έκκληση -άμεση ή έμμεση, ρητή ή άρρητη, εκούσια ή ακούσια- στο ένα ή το άλλο κομμάτι του κόσμου έξω από αυτό το κόμμα.[14]

Αυτό είναι ένα ουσιαστικό σημείο, αλλά δεν υποσκάπτει πραγματικά τη συνολική θέση του Τρότσκι. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως μακροπρόθεσμα, «αργότερα ή γρηγορότερα», η δικτατορία από ένα κόμμα θα οδηγήσει σε δικτατορία μέσα στο κόμμα, αλλά, όπως ο Τρότσκι συχνά λέει, στην πολιτική ο χρόνος αποτελεί σπουδαίο παράγοντα. Απ’την οπτική γωνία του Τρότσκι, οι Μπολσεβίκοι είχαν να κάνουν με μια εξαιρετικά δύσκολη και ευαίσθητη επιχείρηση αντοχής: ανάμεσα στο «γρηγορότερα» και το «αργότερα» υπήρχε η δυνατότητα ανακούφισης από τη διεθνή επανάσταση.
Όσο ο Στάλιν επέκτεινε το δεσποτικό του έλεγχο πάνω στο κόμμα και τη χώρα και καθώς η πολιτική του απέκλινε ακόμη περισσότερο από τον επαναστατικό μαρξισμό, τόσο οι εκκλήσεις για κομματική δημοκρατία γίνονταν πιο επίμονες και η αντιπολίτευση στις οργανωτικές μέθοδες του Στάλιν γινόταν ασυμφιλίωτη.
Η Πλατφόρμα της Ενωμένης Αντιπολίτευσης το 1927, υπογεγραμμένη από τους Τρότσκι, Ζινόβιεφ και έντεκα άλλα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής περιέχει μια ηχηρή κατηγορία για το κομματικό καθεστώς:

Τα τελευταία λίγα χρόνια έχει σημειωθεί μια συστηματική κατάργηση της εσωκομματικής δημοκρατίας -σε παραβίαση όλης της παράδοσης του Μπολσεβίκικου κόμματος, σε παραβίαση των άμεσων αποφάσεων μιας σειράς κομματικών συνεδρίων. Η γνήσια εκλογή αξιωματούχων πρακτικά αργοπεθαίνει. Οι οργανωτικές αρχές του Μπολσεβικισμού διαστρεβλώνονται σε κάθε βήμα. Το κομματικό καταστατικό αλλάζει συστηματικά για να αυξήσει τον όγκο των δικαιωμάτων στην κορυφή και να ελαττώσει τα δικαιώματα των κλάδων της βάσης.
Η ηγεσία των περιφερειακών επιτροπών, οι περιφερειακές εκτελεστικές επιτροπές, τα περιφερειακά συμβούλια των συνδικάτων κλπ είναι, στην πραγματικότητα, ακλόνητα… Το δικαίωμα κάθε μέλους του κόμματος, κάθε ομάδας κομματικών μελών, να «απευθύνει τις ριζικές διαφωνίες του στο σώμα όλου του κόμματος», [Λένιν] έχει στην πραγματικότητα ακυρωθεί. Συνέδρια και συνδιασκέψεις συγκαλούνται χωρίς προκαταρκτική ελεύθερη συζήτηση (τέτοια που πάντα γινόταν υπό τον Λένιν) για όλα τα ζητήματα από όλο το κόμμα. Η απαίτηση μιας τέτοιας συζήτησης αντιμετωπίζεται σαν παραβίαση της κομματικής πειθαρχίας…
Η απονέκρωση της εσωκομματικής δημοκρατίας οδηγεί στην απονέκρωση της εργατικής δημοκρατίας γενικά -στα συνδικάτα και σε όλες τις άλλες μη κομματικές μαζικές οργανώσεις.[15]

Σε αυτήν την Πλατφόρμα, η ανάλυση, οι προειδοποιήσεις και οι προτάσεις της Νέας Πορείας έχουν αποκρυσταλλωθεί σε προγραμματικά αιτήματα: προετοιμασία για το δέκατο πέμπτο συνέδριο πάνω στη βάση αληθινής εσωκομματικής δημοκρατίας∙ κάθε σύντροφος και ομάδα συντρόφων να έχουν μια ευκαιρία να υπερασπιστούν την οπτική τους ενώπιον του κόμματος∙ βελτίωση της κοινωνικής σύνθεσης με την υποδοχή στο κόμμα μόνο εργατών από τα εργοστάσια και τους αγρούς∙ προλεταριοποίηση και μείωση του κομματικού μηχανισμού∙ άμεση αποκατάσταση των αποπεμφθέντων Αντιπολιτευόμενων∙ ανασυγκρότηση της Επιτροπής Κεντρικού Ελέγχου ανεξάρτητα από τον μηχανισμό. Όμως, σε αυτό το στάδιο η καταδίκη και τα αιτήματα λειτουργούν ακόμη στο πλαίσιο της πλήρους αφοσίωσης στο Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα και της αποδοχής του πολιτικού του μονοπωλίου.

Εμείς θα παλέψουμε με όλες μας τις δυνάμεις κατά του σχηματισμού δύο κομμάτων, γιατί η δικτατορία του προλεταριάτου απαιτεί ακριβώς ως πυρήνα της ένα μοναδικό προλεταριακό κόμμα.[16]

To 1933, μετά την παράλυση της Κομιντέρν μπροστά στον Χίτλερ (δες παρακάτω) και την ολοκληρωτική εκκαθάριση κάθε αντιπολίτευσης και κριτικής στη Ρωσία, ο Τρότσκι εγκατέλειψε αυτόν τον τελευταίο περιορισμό. Διακηρύσσοντας ότι το Μπολσεβίκικο Κόμμα του Λένιν είχε καταστραφεί πλήρως από το Σταλινισμό, απεύθυνε έκκληση για την οικοδόμηση επαναστατικών κομμάτων από την αρχή και την ανατροπή της γραφειοκρατίας με πολιτική επανάσταση. Στα 1936, στο μείζον έργο του Η Προδομένη Επανάσταση, ο Τρότσκι ήταν ικανός να κάνει μια τελείως αδιαμφισβήτητη παρουσίαση των απόψεών του για την κομματική δημοκρατία.

Το εσωτερικό καθεστώς του Μπολσεβίκικου κόμματος χαρακτηριζόταν από τη μέθοδο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Ο συνδυασμός αυτών των δύο εννοιών, της δημοκρατίας και του συγκεντρωτισμού, δεν είναι ούτε στο ελάχιστο αντιφατικός. Το κόμμα φρόντιζε προσεκτικά όχι μόνο ώστε τα σύνορά του να ήταν πάντοτε αυστηρά καθορισμένα, μα επίσης ώστε όλοι εκείνοι που εισέρχονταν σ’αυτά τα σύνορα να απολάμβαναν το πραγματικό δικαίωμα καθορισμού της κατεύθυνσης της κομματικής πολιτικής. Η ελευθερία κριτικής και η ιδεολογική πάλη ήταν το αμετάκλητο περιεχόμενο της κομματικής δημοκρατίας. Το παρόν δόγμα ότι ο Μπολσεβικισμός δεν ανέχεται τις φράξιες είναι ένας μύθος της εποχής της παρακμής. Στην πραγματικότητα, η ιστορία του Μπολσεβικισμού είναι μια ιστορία διαπάλης φραξιών. Και, όντως, πώς θα μπορούσε ένας αυθεντικά επαναστατικός οργανισμός, που θέτει στον εαυτό του την αποστολή της ανατροπής του κόσμου και της ενοποίησης κάτω από το λάβαρό του των πιο τολμηρών εικονομάχων, αγωνιστών και επαναστατών, να ζήσει και ν’αναπτυχθεί χωρίς ιδεολογικές διαμάχες, χωρίς ομαδοποιήσεις και προσωρινούς φραξιονιστικούς σχηματισμούς; Η διορατικότητα της Μπολσεβίκικης ηγεσίας συχνά κατέστησε εφικτό να απαλύνει τις συγκρούσεις και να βραχύνει τη διάρκεια της φραξιονιστικής πάλης, αλλά τίποτε περισσότερο από αυτό. Η Κεντρική Επιτροπή βασιζόταν πάνω σε αυτή την αναβράζουσα δημοκρατική υποστήριξη. Από αυτήν αποκόμιζε την τόλμη να παίρνει αποφάσεις και να δίνει εντολές. Η καταφανής ορθότητα της ηγεσίας σε όλα τα κρίσιμα στάδια, ήταν αυτή που της έδινε το υψηλό κύρος που αποτελεί το ανεκτίμητο ηθικό κεφάλαιο του συγκεντρωτισμού.
Το καθεστώς του Μπολσεβίκικου κόμματος, ειδικά πριν έρθει στην εξουσία, έστεκε λοιπόν σε πλήρη αντίθεση με το καθεστώς των τωρινών τμημάτων της Κομμουνιστικής Διεθνούς, με τους διορισμένους από τα πάνω «ηγέτες» τους, που εκτελούν ολοκληρωτικές μεταστροφές πολιτικής με την πρώτη διαταγή, με τον ανεξέλεγκτο μηχανισμό τους, υπεροπτικό στην συμπεριφορά του προς τη βάση, δουλοπρεπή στη συμπεριφορά του προς το Κρεμλίνο.[17]

Ο Τρότσκι δεν αποκαθιστά μόνον την αρχική Μπολσεβίκικη θέση για τις φράξιες, μα επίσης έρχεται σε ρήξη με το δόγμα του μονοκομματικού κράτους.

Στην αρχή, το κόμμα ευχόταν κι έλπιζε να διατηρήσει την ελευθερία της πολιτικής πάλης μέσα στο πλαίσιο των σοβιέτ. Ο εμφύλιος πόλεμος εισήγαγε άκαμπτες τροποποιήσεις σε αυτόν τον υπολογισμό. Τα αντιπολιτευόμενα κόμματα απαγορεύτηκαν το ένα μετά το άλλο. Αυτό το μέτρο, προφανώς σε σύγκρουση με το πνεύμα της σοβιετικής δημοκρατίας, οι ηγέτες του Μπολσεβικισμού το θεωρούσαν όχι ως μια αρχή, αλλά ως μια επεισοδιακή πράξη αυτοάμυνας.[18]

[Ο Τρότσκι -ΣτΜ] απορρίπτει την ταύτιση της ταξικής δικτατορίας με την κομματική δικτατορία.

Από τη στιγμή που η τάξη έχει πολλά «κομμάτια» -μερικά κοιτούν μπροστά και μερικά πίσω- η μία και αυτή τάξη μπορεί ίσως να δημιουργήσει αρκετά κόμματα. Για τον ίδιο λόγο, ένα κόμμα μπορεί να στηρίζεται σε μέρη διαφορετικών τάξεων. Κανένα παράδειγμα ενός μοναδικού κόμματος που ν’αντιστοιχεί σε μία μόνο τάξη δεν πρόκειται να βρεθεί σε ολόκληρη την πορεία της πολιτικής ιστορίας -με την προϋπόθεση βέβαια ότι δε λογαριάζεις την αστυνομική παρουσίαση για πραγματικότητα.[19]

Και το πρόγραμμα του 1938 της Τέταρτης Διεθνούς δηλώνει πως «Ο εκδημοκρατισμός των σοβιέτ είναι αδύνατος χωρίς νομιμοποίηση των σοβιετικών κομμάτων. Οι εργάτες και οι αγρότες οι ίδιοι θα υποδείξουν με την δική τους ελεύθερη ψήφο ποια κόμματα αναγνωρίζουν ως σοβιετικά κόμματα.» [20] 
Όταν κάποιος κάνει μια επισκόπηση της καταγεγραμμένης πάλης του Τρότσκι για εργατική δημοκρατία μέσα στο Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το Ρωσικό κράτος, είναι φανερό ότι αυτός έκανε πολλά λάθη. Με το πλεονέκτημα της υστερινής γνώσης μπορεί κανείς να πει πως θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει την αντίστασή του νωρίτερα, πως υπήρχαν στιγμές που έκανε την ανάγκη φιλοτιμία, πως στα 1923-24 θα έπρεπε να είχε πολεμήσει πιο ενεργητικά και σταθερά, πως θα έπρεπε να απευθυνθεί γρηγορότερα στη βάση του κόμματος και γρηγορότερα στη μάζα των ίδιων των εργατών. Πολλές από αυτές τις κριτικές είναι ίσως δικαιολογημένες, μα είναι εξίσου μονόπλευρες γιατί παραγνωρίζουν τις πελώριες δυσκολίες της κατάστασης που αντίκριζε ο Τρότσκι, συγκεκριμένα τη βαθιά παθητικότητα των Ρώσων εργατών, συμπεριλαμβανομένης της μάζας των κομματικών μελών, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Επίσης, ο Τρότσκι ξεκάθαρα θεωρούσε καθήκον των επαναστατών, εν απουσία οποιασδήποτε υπαρκτής εναλλακτικής, να παραμείνουν πιστοί στο κόμμα της επανάστασης ως την έσχατη δυνατή στιγμή. Αυτή ήταν μια βαρύνουσα θεώρηση, πολύ πιο εύκολο να αποκρουστεί όταν ο εκφυλισμός έχει ολοκληρώσει την πορεία του, παρά στη μέση του αγώνα. Μια ισορροπημένη άποψη πρέπει να αναγνωρίσει το πελώριο επίτευγμα του Τρότσκι να υπερασπιστεί και να διατηρήσει τη μαρξιστική και Λενινιστική παράδοση της κομματικής δημοκρατίας, του κόμματος ως ενός συλλογικού και ζωντανού οργανισμού, εναντίον εξαιρετικά δυσοίωνων προγνωστικών και χωρίς να καταρρεύσει, όπως έκαναν τόσοι άλλοι, με την σοσιαλδημοκρατική είτε την αναρχική απόρριψη του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και του κόμματος πρωτοπορίας.

2. Η στρατηγική των διεθνών Κομμουνιστικών Κομμάτων

Η θεωρία του σοσιαλισμού σε μία χώρα πρωτοδιακηρύχθηκε απ’τον Στάλιν το φθινόπωρο του 1924 σε πλήρη παράβαση όλων των παραδόσεων του μαρξισμού. Οι πιο άμεσες συνέπειές της δεν ήταν στην ίδια τη Ρωσία, μα στην Κομμουνιστική Διεθνή και τη στρατηγική των κομμουνιστικών κομμάτων σε όλο τον κόσμο. Καθόσον η επιβίωση της Ρώσικης Επανάστασης συνδεόταν με την επιτυχία της παγκόσμιας επανάστασης, ο πιο χειροπιαστός τύπος αλληλεγγύης στη Ρωσία και το πρώτο καθήκον κάθε «ξένου» κόμματος ήταν να κάνει την επανάσταση στη δικιά του χώρα. Όμως, αφότου λογίστηκε εφικτό το χτίσιμο του σοσιαλισμού μόνο στη Ρωσία , η παγκόσμια επανάσταση έγινε όχι αναγκαιότητα μα προαιρετικό μπόνους κι ο ρόλος της Κομιντέρν, στα μάτια της Μόσχας, μετατράπηκε για να διασφαλίσει ότι τίποτε ανάρμοστο δε θα διέκοπτε αυτή τη διαδικασία «σοσιαλιστικής» οικοδόμησης. Κατ’αυτόν τον τρόπο, τα ΚΚ μετασχηματίστηκαν από αντιπρόσωπους της επανάστασης της εργατικής τάξης σε αντιπρόσωπους της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσικής γραφειοκρατίας. Αυτός ο μετασχηματισμός αναπόφευκτα σήμαινε μια σειρά αναθεωρήσεων κι εκτροπών από τις Λενινιστικές παραδόσεις της επαναστατικής πολιτικής. Ο κύριος υπερασπιστής εκείνων των παραδόσεων ήταν ο Λέον Τρότσκι.[21]
Είναι αδύνατο να διαπραγματευθούμε εδώ όλα τα ζητήματα κομματικής στρατηγικής πάνω στα οποία ο Τρότσκι συγκρούστηκε με τον Στάλιν, αλλά τέσσερα παραδείγματα θα εξυπηρετήσουν τη διαφώτιση της συνεισφοράς του Τρότσκι στη θεωρία του κόμματος σ’αυτή τη σφαίρα.
Ο Τρότσκι αντιτάχθηκε από την αρχή στην πολιτική του Στάλιν ότι το Κινέζικο ΚΚ όφειλε να υποταχθεί στο αστικό εθνικιστικό Κουόμινταγκ, που οδήγησε στην αιματηρή ήττα της Κινέζικης επανάστασης το 1927. Αυτός επέμενε συνεχώς πάνω στη Λενινιστική αρχή της πλήρους οργανωτικής και πολιτικής αυτονομίας του επαναστατικού κόμματος.
Εξίσου αντιτάχθηκε στη συνεργασία με την ηγεσία της TUC μέσω της Αγγλοσοβιετικής Επιτροπής Συνδικάτων που μοιραία διακύβευσε την ανεξαρτησία του Βρετανικού ΚΚ και το άφησε χωρίς κριτική απέναντι στους «αριστερούς» συνδικαλιστές ηγέτες που πρόδωσαν τη Γενική Απεργία*.
Ο Τρότσκι επίσης στοιχειοθέτησε μια λαμπρή και προφητική κριτική της Σταλινικής πολιτικής στη Γερμανία στα 1929-33. Το KPD, έχοντας υιοθετήσει τη θεωρία του Στάλιν περί «σοσιαλφασισμού», αντιμετώπισε τους σοσιαλδημοκράτες ως τον κύριο αντίπαλο και υποτίμησε την απειλή του φασισμού. Εναντίον αυτής της καταστροφικής πολιτικής ο Τρότσκι επέμεινε στην επείγουσα ανάγκη για ένα ενιαίο μέτωπο των κομμάτων της εργατικής τάξης κατά του Χίτλερ.
Τέλος, ο Τρότσκι κατάδειξε τη θανάσιμη αδυναμία της στρατηγικής του Λαϊκού Μετώπου που υιοθετήθηκε το 1934, η οποία έδεσε την εργατική τάξη και το κόμμα της στη μπουρζουαζία και οδήγησε σε περαιτέρω ήττες στην Ισπανία και τη Γαλλία. [22] Αυτή η κριτική είναι ιδιαίτερα σχετική με το σήμερα, καθώς κάποια παραλλαγή λαϊκού μετώπου αποτελεί τώρα την πολιτική σχεδόν κάθε ΚΚ σε όλο τον κόσμο και έχουμε πρόσφατα δει τις εντελώς τραγικές της συνέπειες στη Χιλή.
Παρμένη συνολικά, η Σταλινική περίοδος συνέστησε μια συντηρούμενη διαστρέβλωση και παραμόρφωση της Λενινιστικής θεωρίας του κόμματος σε σημείο που μετασχηματίστηκε στο αντίθετό της. Από μια θεωρία επιλογής και οργάνωσης της επαναστατικής πρωτοπορίας του προλεταριάτου, έγινε ένας μύθος περί του αλάθητου [της ηγεσίας -ΣτΜ], που εξυπηρετούσε τη δικαιολόγηση κάθε μορφής γραφειοκρατικής χειραγώγησης και κυνικής προδοσίας. Τόσο πετυχημένη ήταν αυτή η επιχείρηση, που Λενινιστικές και Σταλινικές θεωρίες για το κόμμα, τόσο διαφορετικές στην πράξη, έφτασαν γενικά να ταυτίζονται στα μάτια του κοινού σαν μία και η αυτή. Αν δεν ήταν η ακούραστη εργασία του Τρότσκι, αυτή η ταύτιση θα μπορούσε πολύ καλά να περάσει σχεδόν ως αδιαφιλονίκητη στο μαρξιστικό κίνημα κι ο γνήσιος Λενινισμός θα ήταν θαμμένος κάτω από ένα βουνό ψεμάτων.

Β. Η Τέταρτη Διεθνής

Η υπεράσπιση της θεωρίας του Λένιν για το κόμμα από τον Τρότσκι ως αναπόσπαστο κομμάτι της από μέρους του υπεράσπισης του μαρξισμού και του Λενινισμού συνολικά, υπήρξε ένα τεράστιο επίτευγμα, αλλά όχι ένα με το οποίο θα εφησύχαζε ευχαριστημένος. Από το γύρισμα του αιώνα είχε αφοσιωθεί την διεθνή προλεταριακή επανάσταση και αφού πείστηκε πως η Σταλινοποιημένη Κομμουνιστική Διεθνής δε μπορούσε πλέον να πετύχει αυτό το σκοπό, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αποπειραθεί να χτίσει μια νέα οργάνωση ο ίδιος. Ήταν η ολοκληρωτική κατάρρευση του KPD μπροστά στον Χίτλερ και η αποτυχία έστω κι ενός τμήματος της Κομιντέρν να διαμαρτυρηθεί για την επίσημη γραμμή, που τελικά έκαναν τον Τρότσκι να αποφασίσει να πάρει αυτό το δρόμο.

Μια οργάνωση που δεν αφυπνίστηκε από τη βροντή του φασισμού και που υποτάσσεται πειθήνια σε τέτοιες εξοργιστικές ενέργειες της γραφειοκρατίας, αποδεικνύει με αυτόν τον τρόπο ότι είναι νεκρή και δε μπορεί ν’αναστηθεί.[23]

Ακριβώς όπως ο Λένιν, μετά την συνθηκολόγηση της Δεύτερης Διεθνούς στις 4 Αυγούστου 1914, άμεσα συντάχθηκε υπέρ μιας Τρίτης Διεθνούς, έτσι κι ο Τρότσκι το 1933 απεύθυνε την έκκληση για την Τέταρτη Διεθνή.

1. Ο αγώνας για την Τέταρτη Διεθνή

Η υποστήριξη στον Τρότσκι ήταν πολύ περιορισμένη στα 1933 και δε μπορούσε να υπάρξει κανένα ζήτημα άμεσης εγκαθίδρυσης της νέας διεθνούς. Αντί γι’αυτό έπρεπε να χτιστεί βαθμιαία. Δυστυχώς οι αντικειμενικές περιστάσεις για κάτι τέτοιο ήταν ακραία αντίξοες. Ο Λένιν, αν και εξαιρετικά απομονωμένος κατά την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, είχε τουλάχιστον το πλεονέκτημα μιας συμπαγούς εθνικής βάσης στη μορφή του Μπολσεβίκικου κόμματος. Ακόμη κι έτσι, δεν ήταν παρά δυο χρόνια μετά τη νίκη της Ρώσικης Επανάστασης που μπόρεσε να ιδρυθεί η Τρίτη Διεθνής. Ο Τρότσκι δεν είχε καμία τέτοια βάση, ούτε και προοριζόταν να δει μια δεύτερη νίκη της προλεταριακής επανάστασης στη διάρκεια της ζωής του. Αντίθετα, η δεκαετία του 1930 ήταν μια περίοδος πολύ βαριών ηττών για την εργατική τάξη, ξεκινώντας με τη συντριβή του Γερμανικού προλεταριάτου (την πιο ολοκληρωτική και ντροπιαστική ήττα μαχητικής, πολιτικά συνειδητής εργατικής τάξης στην ιστορία). Φασιστικά ή παρόμοια καθεστώτα είχαν ήδη κυριαρχήσει στο κέντρο της Ευρώπης και μετά ακολούθησε ο θρίαμβος του Φράνκο στην Ισπανία. Εν τω μεταξύ, από την αρχή ως το τέλος της δεκαετίας, η ύφεση και η μακροχρόνια ανεργία εξαντλούσε την αγωνιστική δύναμη και αδυνάτιζε τις οργανώσεις των εργατών παντού.
Επιπρόσθετα σ’αυτή τη γενική εικόνα μαύρης αντίδρασης, υπήρχαν ορισμένοι ειδικοί παράγοντες που δούλευαν κατά του μεγαλώματος του Τροτσκισμού. Η φοβερή απειλή του φασισμού δημιουργούσε μια τεράστια πίεση ανάμεσα στους εργάτες για να σφίξουν τις γραμμές τους, για ενότητα εμπρός στον εχθρό και εναντίον νέων διασπάσεων. Συνδυασμένη με αυτήν την πίεση για ενότητα ήταν η αίσθηση της ανάγκης να υπάρχει κάποιος σύμμαχος, κάποια μεγάλη στρατιωτική δύναμη για να σταθεί απέναντι στον Χίτλερ κι αυτό βέβαια σήμαινε τη Σοβιετική Ρωσία. Το να εγκαταλείψεις τη ρώμη του Στάλιν για τις μικροσκοπικές δυνάμεις του Τροτσκισμού ήταν στο έπακρο δύσκολο. Με αυτό τον τρόπο ο Χίτλερ βοήθησε στην πράξη το Στάλιν και το Σταλινισμό μέσα στο εργατικό κίνημα.
Ύστερα υπήρχε το γεγονός ότι ο Τρότσκι υπέστη μια χωρίς ιστορικό προηγούμενο σπίλωση και κατασυκοφάντηση μέσα στο εργατικό κίνημα. Η κατηγορία ότι ο Τρότσκι και όλοι οι άλλοι κατηγορούμενοι στις Δίκες της Μόσχας** ήταν πράκτορες του Χίτλερ και του Μικάδο*** είναι και ήταν καταφανώς παράλογη κι ωστόσο η ισχύς του «μεγάλου ψέματος» ήταν τέτοια που εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο την πίστεψαν. Ούτε κι ήταν μόνο οι σκληροί κομμουνιστές που αποδέχτηκαν τη φασιστική δυσφήμηση του Τρότσκι. Πολλοί Δυτικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι, με παράδειγμα τον Ρομέν Ρολλάντ, προσέφεραν τις φωνές τους στην κατηγορία. Άλλοι, όπως ο Μπέρναρντ Σω ή ο Αντρέ Μαλρώ, νιώθοντας την πίεση του λαϊκού μετώπου, επαμφοτέριζαν ή έμεναν σιωπηλοί. Έτσι, η μεγάλη πλεκτάνη του Στάλιν υπήρξε, βραχυπρόθεσμα, πολύ επιτυχής. Σε πρώτη φάση εξασφάλισε ότι μόνο εκείνοι με υπολογίσιμη δύναμη χαρακτήρα, ικανοί να αντέξουν τις συνεχείς αποκηρύξεις κι εξυβρίσεις, θα προσχωρούσαν στον Τροτσκισμό. Δεύτερον, δημιούργησε ένα θεόρατο φράγμα μεταξύ των Τροτσκιστών, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων με το πιο υποδειγματικό επαναστατικό ιστορικό και των πολιτικά συνειδητών εργατών, αποστερώντας τους [πρώτους -ΣτΜ] μια τίμια ακρόαση της θέσης τους. Η κριτική, όσο καλά και να είναι βασισμένη, είναι απίθανο να εισακουστεί αν πιστεύεται ότι έρχεται από έναν «φασίστα πράκτορα».
Τέλος, υπήρχε το απλό γεγονός ότι ήταν υπερβολικά δύσκολο να πείσεις τους ανθρώπους πως ήταν απαραίτητο να ξεκινήσουν πάλι απ’την αρχή, τόσο σύντομα μετά την εγκαθίδρυση της Τρίτης Διεθνούς. Ο Τρότσκι έκφρασε την κατάσταση ως εξής:

Δεν προοδεύουμε πολιτικά. Ναι, είναι ένα γεγονός που αποτελεί έκφραση μιας γενικής αποσύνθεσης των εργατικών κινημάτων τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια… Η κατάστασή μας τώρα είναι ασύγκριτα δυσκολότερη από εκείνη κάθε άλλης οργάνωσης οποιαδήποτε άλλη στιγμή, επειδή έχουμε την τρομερή προδοσία της Δεύτερης Διεθνούς. Ο εκφυλισμός της Τρίτης Διεθνούς αναπτύχθηκε τόσο γρήγορα και τόσο αναπάντεχα που η ίδια γενιά που άκουσε για τον σχηματισμό της, τώρα μας ακούει και λέει «Αλλά τα έχουμε ήδη ακούσει αυτά μία φορά».[24]

Η επίπτωση αυτής της φρικτά δύσκολης κατάστασης ήταν ότι το Τροτσκιστικό κίνημα επισφραγίστηκε με τρία χαρακτηριστικά. Πρώτο, ήταν εξαιρετικά μικρό, αποτελούμενο σε πολλές χώρες από χούφτες ανθρώπων μονάχα. Δεύτερο, ήταν καταβλητικά μικροαστικό σε κοινωνική σύνθεση. Τρίτο, ήταν, τουλάχιστον στις ανώτερες βαθμίδες του, μια οργάνωση εξόριστων –όχι απαραίτητα εξόριστων από τις χώρες τους, αν και αυτό ήταν αλήθεια για μερικούς, αλλά εξόριστων από τη θετή τους πατρίδα, το μαζικό εργατικό κίνημα. Λοιπόν, μικρές ομάδες πάντα διασπώνται πιο εύκολα και πιο συχνά από μεγάλα κόμματα, καθώς διακινδυνεύουν να χάσουν πολύ λιγότερα. Μικροαστοί διανοούμενοι είναι πάντα πιο επιρρεπείς στο φραξιονισμό απ’ότι οι εργάτες. «Όλοι οι άνθρωποι αυτού του τύπου» έγραφε ο Αμερικανός Τροτσκιστής ηγέτης, Τζ.Π.Κάνον, «έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τους αρέσει να συζητάνε τα πράγματα χωρίς όριο και τέλος.» [25] Και η πολιτική της εξορίας είναι διαβόητη για τις ίντριγκες και τα σκάνδαλά της. Κατά βάθος αυτά τα φαινόμενα έχουν όλα την ίδια αιτία -την απομόνωση από τη μεγάλη πειθαρχική δύναμη της ταξικής πάλης- και το κίνημα της Τέταρτης Διεθνούς υπέφερε θλιβερά από όλα αυτά. Απ’την αρχή ο Τροτσκισμός μαστιζόταν από φραξιονισμό, διασπάσεις και ακραίο σεκταρισμό.
Ο Τρότσκι πάλεψε όσο καλύτερα μπορούσε για να σπάσει αυτό το απελπιστικό περιβάλλον και να βρει ένα τρόπο ώστε το κίνημά του να φτάσει στους εργάτες. Αρχικά προσανατόλισε τους οπαδούς τους προς το μέρος των ποικίλων αριστερών, σοσιαλδημοκρατικών και κεντριστικών ομάδων (όπως το Βρετανικό ILP και το Γερμανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα) που ήταν ανεξάρτητα από τη Δεύτερη και την Τρίτη Διεθνή, με την ελπίδα ότι έτσι θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένα καινούργιο Τσίμμερβαλντ. [26] Έπειτα τους κατεύθυνε προς τη βραχυχρόνια είσοδο σε μαζικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και τους ξαναοδήγησε έξω από αυτά. [27] Στα 1937 και πάλι στα 1939, ο Τρότσκι πρότεινε στο Αμερικανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα την αποπομπή μικροαστικών μελών που αποτύγχαναν να στρατολογήσουν εργάτες στο κόμμα.[28] Όμως όλα αυτά ήταν μάταια. Κάθε νέα τακτική προκαλούσε νέες διασπάσεις και καθεμία αποτύγχανε να πετύχει το στόχο της. Το Τροτσκιστικό κίνημα ποτέ δεν κατάφερε ούτε να στρατολογήσει ένα σοβαρό αριθμό εργατών, ούτε να γίνει οργανικό κομμάτι του εργατικού κινήματος.
Το ερώτημα που πρέπει τώρα να θέσουμε είναι: ποια ήταν η συνέπεια όλων αυτών των συνθηκών στη θεωρία του Τρότσκι για το κόμμα; Γιατί, παρόλο που είναι δυνατό για τον θεωρητικό να αντισταθεί στον αποθαρρυντικό αντίκτυπο αντίξοων γεγονότων, εμμένοντας σταθερά στα θεωρητικά αποκτήματα του παρελθόντος και στα περασμένα υψηλά σημεία του κινήματος, όπως έκανε ο Λένιν κατά τη διάρκεια της Στολιπινικής αντίδρασης**** στη Ρωσία και όπως έκανε κι ο Τρότσκι αργότερα, μολοντούτο είναι αδύνατο για τη θεωρία να μείνει τελείως ανεπηρέαστη από την πρακτική. Έτσι έγινε και με τον Τρότσκι. Το διάπλατο χάσμα μεταξύ των τεράστιων απαιτήσεων της κατάστασης και των αξιοθρήνητα ανίσχυρων δυνάμεων που επιστράτευε για να τις ικανοποιήσει, οδήγησε τον Τρότσκι όχι μόνο σε μια μεγαλοποίηση της βιωσιμότητας και της δύναμης του μικροσκοπικού οργανισμού του. Επίσης παραπλανήθηκε στην θεωρητική του υπερεκτίμηση του ρόλου που μπορούσε να παιχτεί από μια διεθνή ηγεσία αποκομμένη από τις μάζες και στην υποκατάσταση του κόμματος ως ενσάρκωσης της πραγματικής πρωτοπορίας του προλεταριάτου και ως γενικευτή των εμπειριών της εργατικής τάξης εν μέσω μεγάλων γεγονότων, από ένα κομματικό πρόγραμμα σχεδιασμένο στο περιθώριο της ταξικής πάλης. Αυτά τα σημεία μπορούν να διευκρινιστούν καλύτερα, εξετάζοντας την απόφαση πρακτικής ίδρυσης της Τέταρτης Διεθνούς που πάρθηκε το 1938 και τις προοπτικές που τη συνόδευαν.

2. Η θεωρητική βάση της Τέταρτης Διεθνούς

Το πιο χτυπητό στοιχείο της Τέταρτης Διεθνούς ήταν η αντίθεση που εμφάνιζε με τις πρώτες εργατικές Διεθνείς. Η ιδρυτική συνδιάσκεψη ήταν μια αξιολύπητη συνάθροιση, συγκρινόμενη με εκείνες των προκατόχων της. Διεξαγμένη μυστικά στη Γαλλία στο σπίτι του παλιού φίλου του Τρότσκι, Αλφρέντ Ροσμέρ, η συνδιάσκεψη διήρκεσε μόνο μια μέρα και παρακολουθήθηκε από 21 μόνο απεσταλμένους. Αυτοί οι απεσταλμένοι ισχυρίζονταν ότι εκπροσωπούσαν οργανώσεις σε 11 χώρες, αλλά οι περισσότερες από αυτές τις οργανώσεις ήταν οι μικροσκοπικότερες των σεκτών και μία, η αποκαλούμενη «Ρωσικό τμήμα», ήταν πλήρης φαντασίωση και εκπροσωπούταν από έναν πράκτορα της GPU***** (Ετιέν). Μόνο ο Μαξ Σάχτμαν, ο Αμερικανός απεσταλμένος, ερχόταν από ένα τμήμα με πάνω από δυο εκατοντάδες μέλη. Το 1935 ο Τρότσκι είχε αποκηρύξει ως «ένα ηλίθιο κουτσομπολιό» την ιδέα ότι «οι Τροτσκιστές θέλουν να ανακηρύξουν την Τέταρτη Διεθνή την επόμενη Πέμπτη».[29] Γιατί λοιπόν, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία σημαντική μεγέθυνση στο κίνημά του, μολαταύτα ο Τρότσκι προχώρησε με αυτήν την ανακήρυξη;
Η απάντηση έγκειται στη θεωρία του Τρότσκι περί «κρίσης ηγεσίας» του προλεταριάτου. Ήταν η πεποίθηση του Τρότσκι ότι και ο καπιταλισμός και ο Σταλινισμός είχαν φτάσει σε αδιέξοδο ανυπόφορο. Η επιτυχής για όλη την ανθρωπότητα επίλυση αυτής της κρίσης εξαρτιόταν εξολοκλήρου απ’την ανάδειξη μιας νέας επαναστατικής ηγεσίας. Στις αναπότρεπτα επερχόμενες επαναστατικές καταστάσεις ο κρίσιμος παράγοντας θα ήταν η ποιότητα της επαναστατικής ηγεσίας κι εξίσου σε τέτοιες καταστάσεις θα ήταν εφικτό για αρχικά πάρα πολύ μικρές οργανώσεις να κερδίσουν μια μάζα ταχύρρυθμα, ακολουθώντας και ασκώντας αποφασιστική επιρροή στα συντελούμενα.
Το πρόγραμμα που υιοθετήθηκε στην ιδρυτική συνδιάσκεψη, Η Επιθανάτια Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς, ανοίγει ως εξής:

Η παγκόσμια πολιτική κατάσταση συνολικά, χαρακτηρίζεται πρωταρχικά από μια ιστορική κρίση ηγεσίας του προλεταριάτου… Οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την προλεταριακή επανάσταση δεν έχουν μόνο «ωριμάσει»∙ έχουν αρχίσει κάπως να σαπίζουν. Χωρίς μια σοσιαλιστική επανάσταση, κι αυτό την επόμενη ιστορική περίοδο, η καταστροφή απειλεί όλο τον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Είναι τώρα η σειρά του προλεταριάτου δηλ. πρωταρχικά της επαναστατικής του πρωτοπορίας. Η ιστορική κρίση της ανθρωπότητας έχει αναχθεί στην κρίση για την επαναστατική ηγεσία.[30]

Η «κρίση ηγεσίας» ήταν απόσταγμα της επαναστατικής πείρας μιας ολόκληρης εποχής, από το θετικό παράδειγμα του Οκτώβρη του 1917 ως τα αρνητικά παραδείγματα της Ουγγαρίας του 1919, της Ιταλίας του 1920, της Γερμανίας του 1923 και 1933, της Κίνας του 1925-27 και της Ισπανίας του 1931-37. Όμως αυτή η «γενική» ορθότητα της θεωρίας δεν εξαντλεί το πρόβλημα. Ο Τρότσκι ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν ισχυρίστηκε ότι η ηγεσία δημιούργησε ή «έκανε» την επανάσταση (όπως για παράδειγμα έχουν προτείνει μερικοί Γκεβαριστές), παρά μόνο ότι ήταν ένας αποφασιστικός «κρίκος» στην αλυσίδα των γεγονότων, με τα άλλα πρωτεύοντα συστατικά μέρη της αλυσίδας να είναι η αντικειμενική οικονομική και πολιτική κρίση του καπιταλισμού, η μαζική άνοδος της εργατικής τάξης και η ύπαρξη ενός καλά προετοιμασμένου επαναστατικού κόμματος. Όμως, χωρίς αυτήν την αλυσίδα «η ηγεσία» θα ήταν απομονωμένη, κρεμάμενη στο κενό και σχετικά ανίσχυρη κι η θέση της θα ήταν χειρότερη στο βαθμό που είχε μια παραφουσκωμένη ή εσφαλμένη εικόνα για τις δικές της δυνατότητες και σπουδαιότητα. Το πρόβλημα για τον Τρότσκι ήταν ότι όταν το Σεπτέμβρη του 1938 ίδρυσε την Τέταρτη Διεθνή (Παγκόσμιο Κόμμα της Σοσιαλιστικής Επανάστασης), δεν υπήρχαν ζωτικοί κρίκοι της αλυσίδας. Δεν υπήρχε ούτε μια άνοδος της εργατικής τάξης, ούτε ένα συμπαγώς θεμελιωμένο επαναστατικό κόμμα πουθενά στον κόσμο.
Ο Τρότσκι είχε φυσικά οξεία επίγνωση αυτού του πράγματος. «Έλυσε» το πρόβλημα με μια σειρά προβλέψεων στις οποίες προεκτιμούσε την αναπόφευκτη ανάδειξη των συστατικών κρίκων της επαναστατικής αλυσίδας στο κοντινό μέλλον.
Πρώτον, πίστευε ότι ο καπιταλισμός είχε μπει στην τελική του κρίση. «Το οικονομικό προαπαιτούμενο για την προλεταριακή επανάσταση έχει ήδη επιτύχει γενικά το ύψιστο σημείο πραγμάτωσης που μπορεί να υπάρξει στον καπιταλισμό. Οι παραγωγικές δυνάμεις της ανθρωπότητας λιμνάζουν.» [31] Η κατάσταση ήταν τέτοια που δε μπορούσε να υπάρξει «καμία συζήτηση για συστηματικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και ανύψωση των βιοτικών συνθηκών των μαζών», [32] ως συνέπεια του οποίου η σοσιαλδημοκρατία υποσκαπτόταν θανάσιμα.
Δεύτερον, έβλεπε τον επικείμενο παγκόσμιο πόλεμο να αποδεσμεύει, όπως ο προηγούμενός του αλλά περισσότερο, ένα πελώριο επαναστατικό κύμα: «Οι δεύτερες γέννες είναι συνήθως πιο εύκολες από τις πρώτες. Στον καινούργιο πόλεμο δε θα είναι αναγκαίο να περιμένουμε δυόμιση ολόκληρα χρόνια για την πρώτη εξέγερση.» [33]
Τρίτον, πίστευε ότι το Σταλινικό καθεστώς στη Ρωσία θα ήταν πολύ ασταθές -«σαν μια πυραμίδα που ισορροπεί στο κεφάλι της»- και ανίκανο να υπομείνει το σοκ του πολέμου. «Εάν δεν παραλύσει από την επανάσταση στη Δύση, ο ιμπεριαλισμός θα σαρώσει το καθεστώς που προέκυψε από την Οκτωβριανή επανάσταση.» [34] Και ενώ ο Τρότσκι υπερασπιζόταν τη Σοβιετική Ένωση, δεν μπορούσε παρά να εκτιμήσει ότι  μια τέτοια ανατροπή θα κατάφερνε ένα θανάσιμο χτύπημα σε αυτό που εκείνος νόμιζε ως την κύρια αντεπαναστατική δύναμη στο εργατικό κίνημα.
Τέταρτο, στη γραμμή του Ιμπεριαλισμού του Λένιν και της δικής του θεωρίας της διαρκούς επανάστασης, νόμιζε ότι οι αποικίες θα ήταν ανίκανες να κερδίσουν την ανεξαρτησία χωρίς μια κατά μέτωπο σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό και, αφού οι εθνικές αστικές τάξεις θα αποτραβιόνταν από αυτή τη σύγκρουση, τα ανερχόμενα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα θα έπρεπε να πάρουν τον δρόμο της σοσιαλιστικής επανάστασης. «Το λάβαρο που δείχνει τον δρόμο στον αγώνα για την απελευθέρωση των αποικιακών και μισο-αποικιακών λαών, δηλ σχεδόν το μισό της ανθρωπότητας, έχει οριστικά περάσει στα χέρια της Τέταρτης Διεθνούς.» [35]
Παρμένο συνολικά, αυτό ισοδυναμούσε με μια προοπτική στην οποία

Η εποχή… που ξεκινά για την Ευρωπαϊκή ανθρωπότητα δε θα αφήσει στο εργατικό κίνημα ούτε ίχνος απ’ό,τι αμφιταλαντευόμενο και γαγγραινώδες υπάρχει… Τα τμήματα της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς θα αποχωρήσουν από τη σκηνή αθόρυβα, το  ένα μετά το άλλο. Είναι αναπόφευκτη μια νέα και μεγαλειώδης αναδιάταξη των γραμμών των εργατών. Τα νεαρά επαναστατικά στελέχη θα πολλαπλασιαστούν.[36]

Για καθεμία από τις προβλέψεις που στοιχειοθέτησαν αυτή την προοπτική υπήρχαν πολλές αποδείξεις, μα το γεγονός παραμένει ότι η καθεμία  τους διαψεύσθηκε από την ιστορία. Οι προετοιμασίες για τον πόλεμο άρχισαν να ανασύρουν τον καπιταλισμό έξω απ’την ύφεση και η έσχατη κρίση του συστήματος που διαγνώστηκε απ’τον Τρότσκι μετατράπηκε μετά τον πόλεμο στην καλύτερα συντηρούμενη και θεαματικότερη άνθηση του συστήματος. Το καθεστώς του Στάλιν δεν κατέρρευσε μέσα στον πόλεμο, αλλά αναδύθηκε νικηφόρο κι έντονα ενισχυμένο, επεκτείνοντας τον έλεγχό του πάνω σ’ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. [37] Μακράν του να «αποχωρήσουν από τη σκηνή αθόρυβα», τα σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα κέρδισαν, στη βάση αυτών των εξελίξεων, νέα παράταση ζωής σε κάθε σημείο της Ευρώπης. Ο ιμπεριαλισμός ήταν ικανός, στο μεγαλύτερο μέρος, να δώσει ανεξαρτησία στις αποικίες μέσω μιας συμφωνίας με τις αποικιακές μπουρζουαζίες, αποκόπτοντας έτσι τη σύνδεση μεταξύ εθνικής απελευθέρωσης και προλεταριακής επανάστασης. Έτσι, η Τέταρτη Διεθνής βρέθηκε σε συνθήκες ξηρασίας.
Ο Τρότσκι είχε προβλέψει:

Κατά τη διάρκεια των επόμενων δέκα ετών το πρόγραμμα της Τέταρτης Διεθνούς θα γίνει ο οδηγός εκατομμυρίων και αυτά τα επαναστατικά εκατομμύρια θα ξέρουν πώς να κάνουν έφοδο σε ουρανούς και γη.[38]

Όμως όταν, δέκα χρόνια μετά, στα 1948, το Δεύτερο Παγκόσμιο Συνέδριο της Τέταρτης Διεθνούς συγκλήθηκε, ακόμη εκπροσωπούσε μόνο πολύ μικρές ομάδες.
Η διάψευση των προβλέψεων του Τρότσκι κατέστησαν την αφηρημένα σωστή θεωρία του περί «κρίσης ηγεσίας» άσχετη με τους πρακτικούς σκοπούς. Όμως, ας υποθέσουμε ότι η προοπτική, στα ουσιώδη της σημεία, είχε αποδειχθεί σωστή∙ θα πήγαιναν όλα καλά; Θα ήταν ικανή η μικροσκοπική Τέταρτη Διεθνής να διεκδικήσει την ηγεσία της εκτυλισσόμενης παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας με αυτοπεποίθηση και να την οδηγήσει στη νίκη; Βέβαια, μια τέτοια ερώτηση, όπως όλα τα ιστορικά «εάν», είναι με τη αυστηρή έννοια αδύνατο να απαντηθεί, μα είναι καθαρό πως τουλάχιστον δύο μείζονα προβλήματα, προερχόμενα από την απόφαση ίδρυσης της Τέταρτης Διεθνούς, θα ανέκυπταν.
Πρώτα, οι Τροτσκιστικές ομάδες ήταν τόσο μικρές και αδύναμες (πολύ πιο αδύναμες, για παράδειγμα, από τους Μπολσεβίκους νωρίς, στα 1903, ή τους Σπαρτακιστές το 1914, ή την ομάδα των Μεζραγιόντσι του Τρότσκι το 1917 [39]) που θα ήταν πολύ δύσκολο για αυτές να κάνουν τους εαυτούς τους αισθητούς στη μέση μιας μεγάλης επαναστατικής ανόδου. Ένα μικρό κόμμα, είναι αλήθεια, μπορεί να μεγαλώσει εκπληκτικά τον καιρό της επανάστασης, αλλά αν δεν κατέχει στην αρχή ορισμένο τουλάχιστον μέγεθος και βιωσιμότητα, είναι πιθανό να καταβληθεί από τα γεγονότα. Αυτή είναι η σημασία της μακρόχρονης εργασίας κομματικής οικοδόμησης την προ-επαναστατική περίοδο. Ο Τρότσκι έλπιζε να ξεπεράσει αυτή τη δυσκολία μέσω ενός συστήματος «μεταβατικών αιτημάτων» που θα καθιστούσαν ικανή μια μικρή ομάδα να σχετιστεί με την πάλη των μαζών και να αποτελέσει την αιχμή του δόρατός τους. Έγραφε:

Το στρατηγικό καθήκον για την επόμενη περίοδο… συνίσταται στο ξεπέρασμα της αντίφασης μεταξύ της ωριμότητας των αντικειμενικών επαναστατικών συνθηκών και της ανωριμότητας του προλεταριάτου και της πρωτοπορίας του… Είναι αναγκαίο να βοηθήσουμε τις μάζες στη διαδικασία της καθημερινής πάλης, να βρουν τη γέφυρα ανάμεσα στα τωρινά αιτήματα και το σοσιαλιστικό πρόγραμμα της επανάστασης. Αυτή η γέφυρα θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα σύστημα μεταβατικών αιτημάτων, που θα εκπηγάζουν από τις σημερινές συνθήκες και θα οδηγούν αταλάντευτα σε ένα τελικό συμπέρασμα∙ την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο.[40]

Αλλά επειδή ο Τρότσκι αποφάσισε να ανακηρύξει την Διεθνή χωρίς να έχει μια βάση στην εργατική τάξη, εξωθήθηκε να σχεδιάσει αυτά τα «μεταβατικά αιτήματα» και να τα διατυπώσει ως παγιωμένο σύστημα, σε απομόνωση από μαζικούς αγώνες και προκαταβολικά. Αυτή ήταν λάθος μέθοδος. Αιτήματα που αληθινά εκπηγάζουν από τη «σημερινή συνείδηση» και πραγματικά οδηγούν στην «κατάκτηση της εξουσίας» δε μπορούν απλά να αντληθούν απ’το κεφάλι ενός θεωρητικού, οσοδήποτε λαμπρού, αλλά πρέπει να προκύψουν από τους αγώνες  των μαζών. Για αυτό όντως απαιτείται ένα κόμμα με ρίζες, που να δρουν σαν διαβιβαστές διπλής κατεύθυνσης μεταξύ εργατών και ηγεσίας. Η Τέταρτη Διεθνής, ωστόσο, ήταν πολύ αδύναμη για να παίξει αυτό το ρόλο. Το «μεταβατικό πρόγραμμα» του Τρότσκι, Η Επιθανάτια Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς, έγινε δεκτό χωρίς τροποποιήσεις και σχεδόν χωρίς συζήτηση, αλλά τα αιτήματά του -για μια κινητή μισθολογική κλίμακα, για το άνοιγμα των βιβλίων μεγάλων επιχειρήσεων, για την εθνικοποίηση των τραπεζών, για τις εργατικές πολιτοφυλακές- δεν υποστηρίχθηκαν ποτέ από τους εργάτες.
Ούτε και είναι δυνατό, όπως υπέθετε ο Τρότσκι, να προβλέψει κανείς με ακρίβεια και να σχεδιάσει προκαταβολικά το πρόγραμμα της επανάστασης. Οι γενικές γραμμές της μάχης μπορούν να σκιαγραφηθούν, αλλά όχι οι ιδιαίτερες μορφές της πάλης κι ωστόσο είναι σε αυτές τις ιδιαίτερες μορφές που συγκεκριμένα αιτήματα πρέπει να βασίζονται. Για να καθοδηγήσουν τη Ρωσική Επανάσταση, οι Μπολσεβίκοι είχαν να αναθεωρήσουν πλήρως το πρόγραμμά τους κι ακόμη και τόσο βασικά συνθήματα σαν τα «Κάτω η Προσωρινή Κυβέρνηση» και «Όλη η Εξουσία στα Σοβιέτ» έπρεπε φορές-φορές να αποσύρονται κι έπειτα να προωθούνται ξανά.
Το δεύτερο πρόβλημα ήταν ότι η προοπτική του Τρότσκι περιλάμβανε μια «νέα και μεγαλειώδη αναδιάταξη των γραμμών των εργατών». Αυτή, αναγκαστικά, θα συνέβαινε μέσα από διασπάσεις στα σοσιαλδημοκρατικά και Σταλινικά κόμμα και μέσα απ’την ανάδυση πολλών νέων επαναστατικών και μισο-επαναστατικών οργανώσεων. Όμως ο Τρότσκι, ιδρύοντας τη Διεθνή πριν αυτές τις εξελίξεις λάβουν χώρα ή έστω ξεκινήσουν, προσπαθούσε να προκαθορίσει αρκετά συγκεκριμένα την οργανωτική μορφή που θα λάμβανε αυτή η αναδιάταξη. Σε τέτοιες περιστάσεις η από τα πριν ύπαρξη μια Διεθνούς σεκτών, με πολλές σεκταριστικές συνήθειες, όπου αυτές οι νέες οργανώσεις και τα κινήματα θα απαιτούνταν να ενταχθούν, πιθανότατα θα συνιστούσε ένα σοβαρό εμπόδιο στη δημιουργία μιας αυθεντικής μαζικής εργατικής Διεθνούς.
Ανασκοπώντας το ζήτημα της Τέταρτης Διεθνούς και της θεωρίας του Τρότσκι για το κόμμα, είναι χρήσιμο να αναφερθούμε σε λόγια που έγραψε το 1928 (απευθυνόμενα εναντίον της Σταλινικής πολιτικής για την Αγγλορωσική Επιτροπή Συνδικάτων):

Είναι το χειρότερο και πιο επικίνδυνο πράγμα αν ένας ελιγμός ανακύπτει από την ανυπόμονη οπορτουνιστική επιδίωξη να ξεπεράσεις την ανάπτυξη του ίδιου σου του κόμματος και να πηδήξεις πάνω από τα αναγκαία στάδια της ανάπτυξής του (είναι ακριβώς εδώ που κανένα στάδιο δεν πρέπει να υπερπηδηθεί). [41]

Η ανακήρυξη της Διεθνούς μπορεί να μην ήταν οπορτουνισμός, αλλά ήταν σίγουρα μια απόπειρα να ξεπεράσει (ο Τρότσκι) την ανάπτυξη του ίδιου του του κόμματος. Ουσιαστικά ήταν μια σπουδαία κίνηση, η ύψωση ενός ακηλίδωτου επαναστατικού λαβάρου. Ως τέτοια έπαιξε το ρόλο της, μαζί με το υπόλοιπο έργο του Τρότσκι, κρατώντας ζωντανή τη φλόγα του ανόθευτου μαρξισμού όταν πήγαινε σχεδόν να σβήσει, μα επίσης κληροδότησε στο Τροτσκιστικό κίνημα μια λανθασμένη οπτική του ρόλου και της φύσης της επαναστατικής ηγεσίας, έναν αριθμό παρανοήσεων γύρω από «το πρόγραμμα» και τα «μεταβατικά αιτήματα» και μια στρατιά από αυταπάτες για τη δική του δύναμη και σπουδαιότητα.

3. Ο εκφυλισμός της Τέταρτης Διεθνούς

Σε αυτό το σημείο έχει σημασία να κοιτάξουμε σύντομα το τι συνέβη στην Τέταρτη Διεθνή μετά το θάνατο του Τρότσκι, καθώς ήταν τότε που τα λάθη των τελευταίων ετών του Τρότσκι αποκαλύφθηκαν. Στα 1938 ο Τρότσκι είχε γράψει:

Κι αν η Διεθνής μας είναι ακόμη αδύναμη σε αριθμούς, είναι δυνατή στις πεποιθήσεις, το πρόγραμμα, την παράδοση, την ασύγκριτη σκληραγώγηση των στελεχών της. Όποιον δεν το κατανοεί αυτό σήμερα εν τω μεταξύ ας παραμερίσει. Αύριο αυτό θα είναι πιο φανερό.[42]

Η υπόλοιπη από την «ηγεσία της Διεθνούς», χωρίς σοβαρή πείρα στο εργατικό κίνημα και χωρίς ανεξάρτητα θεωρητικά επιτεύγματα στο ενεργητικό της, αποδείχθηκε ανίκανη να προσανατολιστεί σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο.
Αποτελεί ένα από τα ελαττώματα μιας Διεθνούς χωρίς βάση, οι «παγκόσμιες» προοπτικές της να αποκλίνουν ακόμη περισσότερο από την πραγματικότητα, χωρίς να υπόκεινται στη δοκιμασία και τον έλεγχο της πράξης και αυτό ακριβώς ήταν που συνέβη. Παρ’όλες τις αποδείξεις περί του αντιθέτου, η ηγεσία της Τέταρτης Διεθνούς προσκολλήθηκε στο πρόγραμμά της και ανακοίνωσε την επιβεβαίωση των προοπτικών της. Κατά καιρούς αυτή η διαδικασία γινόταν γελοία, όπως όταν ο Τζέιμς Π. Κάνον, ηγέτης του Αμερικάνικου Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, έγραφε, έξι μήνες μετά τη μέρα της Ευρωπαϊκής Νίκης******:

Ο Τρότσκι προέβλεψε ότι η μοίρα της Σοβιετικής Ένωσης θα αποφασιζόταν στον πόλεμο. Αυτό παραμένει σταθερή μας πεποίθηση. Μόνο να διαφωνήσουμε μπορούμε με ορισμένους που ασύνετα νομίζουν ότι ο πόλεμος τέλειωσε… Ο πόλεμος δεν τέλειωσε και η επανάσταση που λέγαμε ότι θα προκύψει από τον πόλεμο στην Ευρώπη δεν έχει βγει από την ημερήσια διάταξη.[43]

Σε άλλες περιπτώσεις η τυφλότητα ήταν πιο σοβαρή, όπως όταν ο Ερνέστ Μαντέλ έγραφε το 1946:

Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος να υποθέσουμε πως αντικρίζουμε μια νέα αποχή καπιταλιστικής σταθεροποίησης και ανάπτυξης. Αντίθετα, ο πόλεμος έχει δράσει μόνο για να εντείνει τη δυσαναλογία μεταξύ της αυξημένης παραγωγικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας και της δυνατότητας της παγκόσμιας αγοράς να την απορροφήσει.[44]

Σε μια τέτοια κατάσταση διασπάσεις κι αποστασίες ήταν αναπόφευκτες. Το θέμα που παρήγαγε αυτές τις διασπάσεις και ρήμαξε τη Διεθνή ήταν το «Ρωσικό ζήτημα» και, απορρέοντας από αυτό, το ζήτημα της Ανατολικής Ευρώπης. Για τον Τρότσκι, η Ρωσία παρέμενε ένα εργατικό κράτος λόγω των εθνικοποιημένων της σχέσεων ιδιοκτησίας, αλλά ο ρόλος της Σταλινικής γραφειοκρατίας θεωρούταν ως αντιδραστικός εντός έδρας και αντεπαναστατικός στην παγκόσμια αρένα. Αυτή η τελευταία υπόθεση αποτελούσε στην πραγματικότητα την ιστορική νομιμοποίηση της Τέταρτης Διεθνούς. Η κομμουνιστική κατάκτηση της Ανατολικής Ευρώπης παραλειπόταν τελείως σε αυτή την ανάλυση, αλλά μόλις συνέβη, ένα άλλο ερώτημα ανέκυψε, το οποίο δε μπορούσε να αποφευχθεί και δε μπορούσε να απαντηθεί με αναφορές στο «πρόγραμμα»: ποιος ήταν ο ταξικός χαρακτήρας των Ανατολικοευρωπαϊκών κομμουνιστικών κρατών; Εδώ το Τροτσκιστικό κίνημα εγκλωβίστηκε σε ένα δίλημμα. Εάν τα Ανατολικοευρωπαϊκά κράτη ήταν εργατικά, τότε όχι μόνο κάτι τέτοιο έβγαζε παράλογη την άποψη ότι ο Σταλινισμός ήταν αντεπαναστατικός, μα επίσης αντέφασκε με την μαρξιστική θεωρία της σοσιαλιστικής επανάστασης, καθώς σε σχεδόν όλες τις περιπτώσεις οι εργατικές τάξεις της Ανατολικής Ευρώπης δεν είχαν παίξει κανένα ρόλο στην «απελευθέρωσή» τους. Εάν παρέμεναν καπιταλιστικά, τότε πώς μπορούσε να εξηγηθεί η πλήρης ταύτιση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής τους δομής με εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης; Η μόνη συνεπής με τον επαναστατικό μαρξισμό διέξοδος ήταν να εγκαταλειφθεί ο χαρακτηρισμός της Ρωσίας ως εργατικό κράτος [45], αλλά αυτό θα είχε σημάνει την κατάδηλη αναθεώρηση του ιερού προγράμματος.
Αντί γι’αυτό η Τέταρτη Διεθνής κινήθηκε με ζιγκ-ζαγκ και διασπάσεις. Αρχικά προσπάθησε να διατηρήσει τη θέση των «ουδέτερων κρατών» που ήταν ακόμη καπιταλιστικά, μετά υπό τον αντίκτυπο της διάσπασης Στάλιν-Τίτο το 1948, πέρασε στην συγκαλυμμένα Σταλινική άποψη ότι ο Κόκκινος Στρατός είχε γεννήσει μια σειρά «εκφυλισμένων εργατικών κρατών». Αυτό συνοδεύτηκε από μια οπορτουνιστική απόπειρα να φλερτάρει με τον Στρατάρχη Τίτο και μετά, υπό την ηγεσία του Μισέλ Πάμπλο, από μια πολύ ισχυρή ταλάντευση προς τον Σταλινισμό που κορυφώθηκε με τη θεωρία πως ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος πλησίαζε, μέσα στον οποίο τα Σταλινικά κόμματα θα υποχρεώνονταν να ριζοσπαστικοποιηθούν. Από αυτό ο Πάμπλο εξήγαγε το λογικό συμπέρασμα ότι τα Τροτσκιστικά κόμματα όφειλαν να αυτοδιαλυθούν και να ανακτήσουν τη θέση μιας αριστερής τάσης μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα. Η όλη διαδικασία είχε συνοδευτεί από αναρίθμητες διασπάσεις και αποπομπές, αλλά τώρα μια μείζων διάσπαση επήλθε. Μεγάλα τμήματα της Διεθνούς, καθοδηγημένα από το Αμερικάνικο SWP, αντέδρασαν σε αυτόν τον διαλυτισμό και ήρθαν σε ρήξη με την ηγεσία -αλλά ήταν μονάχα τα συμπεράσματα του Πάμπλο που απορρίφθηκαν, όχι οι συλλογιστικές βάσεις του. Το κίνημα της Διεθνούς που ίδρυσε ο Τρότσκι ήταν τώρα συντρίμμια -θεωρητικά, πολιτικά και οργανωτικά.
Η κατάληξη όλης αυτής της λυπηρής κατάστασης είναι ότι σήμερα υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις οργανώσεις που ισχυρίζονται ότι είναι η Τέταρτη Διεθνής και πολυάριθμοι άλλοι που προσπαθούν να την ανοικοδομήσουν. Στη Βρετανία μόνο, υπάρχουν τώρα περίπου μια ντουζίνα «ορθόδοξων» Τροτσκιστικών ομάδων, όλες εκ των οποίων ισχυρίζονται πίστη στο «ευαγγέλιο» του προγράμματος του 1938.
Φυσικά, η Λενινιστική θεωρία του κόμματος, που επί τόσο καιρό υπερασπιζόταν ο Τρότσκι, δεν έχει παραμείνει άθικτη από αυτόν τον εκφυλισμό του Τροτσκισμού. Ενώ όλες οι Τροτσκιστικές σέκτες υποστηρίζουν το γράμμα αυτής της θεωρίας, το «πνεύμα» της έχει υποστεί δύο είδη αναθεωρήσεων. Η πρώτη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ακραία δογματικός σεκταρισμός. Σε αυτή την παραλλαγή, η οργάνωση, άσχετα πόσο εξόφθαλμη η μηδαμινότητα και ασημαντότητά της, προκηρύσσει και απαιτεί το δικαίωμά της στην ηγεσία της εργατικής τάξης. Αυτοπροσδιορίζεται ως το επαναστατικό κόμμα όχι στη βάση του ρόλου της στην ταξική πάλη, μα στη βάση της κατοχής της «σωστής θεωρίας» και της «σωστής γραμμής» της. Ουσιαστικά το κόμμα θεωρείται ως διακριτό, όχι μόνο από την εργατική τάξη ως σύνολο, μα επίσης και από τους προχωρημένους εργάτες. Εάν, για τον Λένιν, το κόμμα ήταν εξίσου εκπαιδευτής και εκπαιδευόμενος, σε αυτή την έκδοση Τροτσκισμού το κόμμα προσπαθεί να υποδυθεί τον καθηγητή της εργατικής τάξης. Εσωτερικά, τέτοιες οργανώσεις τείνουν στον αυταρχισμό και το κυνήγι μαγισσών και ορισμένες φορές μέχρι και στη λατρεία του ηγέτη. Εξωτερικά, επιδεικνύουν κατάφωρες ψευδαισθήσεις μεγαλείου, παράνοια και πάνω απ’όλα μια ανικανότητα να κοιτάξουν την πραγματικότητα κατά πρόσωπο.
Η δεύτερη παραλλαγή μπορεί να περιγραφεί ως μικροαστικός οπορτουνισμός. Παρόλο που περιστασιακά αποτίνεται τελετουργικός σεβασμός στο «ρόλο της εργατικής τάξης», η αποτυχία να επιτύχουν μια βάση μέσα στην εργατική τάξη γίνεται, πρακτικά, αποδεκτή ως γεγονός της ζωής και αναζητούνται υποκατάστατα. Αυτά τα υποκατάστατα εκτείνονται από κινήματα αλληλεγγύης στον τρίτο κόσμο μέχρι εξεγερμένους φοιτητές, μέχρι τη μαύρη δύναμη, μέχρι την γυναικεία απελευθέρωση, αλλά όλα τους ενέχουν α)παραμονή μέσα και προσαρμογή σε ένα μικροαστικό περιβάλλον και β) αναβολή σε ένα αόριστο μέλλον του κεντρικού καθήκοντος της διείσδυσης στην βιομηχανική εργατική τάξη και της οργάνωσής της. Η σέκτα λοιπόν, φτάνει να μοιάσει σε ομάδα ακαδημαϊκής συζήτησης, με έμφαση στη θεωρητική επιτήδευση, που είναι απολύτως ξένη προς τους εργάτες. 

Και οι δύο αυτές εκδόσεις «Τροτσκισμού» βασίζουν σε μεγάλο βαθμό την κομματική θεωρία τους στην πρώιμη θεωρία του Λένιν ότι ο σοσιαλισμός πρέπει να εισαχθεί στην εργατική τάξη από τα έξω, καθώς και οι δύο τη χρησιμοποιούν ως άλλοθι και δικαιολόγηση για την απομόνωσή τους από την εργατική τάξη. Στην πραγματικότητα, στο όνομα των Λένιν και Τρότσκι, έχουν φτάσει σε μια τέλεια καρικατούρα της αυθεντικής Λενινιστικής και Τροτσκιστικής κομματικής θεωρίας.
Βέβαια, είναι παράλογο να θεωρήσουμε τον Τρότσκι υπεύθυνο για όλες τις ανοησίες που διέπραξαν οι επίγονοί του. Μολαταύτα, υπάρχει μια ορισμένη συνέχεια μεταξύ των λαθών της αντίληψής του για την Τέταρτη Διεθνή και της μετέπειτα εξέλιξής της. Για να επιστρατεύσουμε μια μεταφορά του Τρότσκι, η γρατσουνιά στην κομματική του θεωρία, παραγμένη από τις απελπιστικές περιστάσεις της δεκαετίας του 1930, μολύνθηκε και οδήγησε τελικά στην γάγγραινα της εγκατάλειψης της αντίληψης του επαναστατικού κόμματος ως οργάνωσης των πρωτοπόρων εργατών.

 

* Η Αγγλοσοβιετική Επιτροπή σχηματίστηκε τον Απρίλη του 1925 για να «ενθαρρύνει» τους ρεφορμιστές γραφειοκράτες συνδικαλιστές της TUC να…γίνουν επαναστάτες. Τελικά αυτοί, με την αριστερή κάλυψη της Κομιντέρν, σαμποτάρισαν εύκολα τη μεγάλη Γενική Απεργία του Μάη του 1926. Όταν μετά από ένα χρόνο η αγγλική κυβέρνηση αναθέρμανε το διπλωματικό πόλεμο με τη Ρωσία, οι ηγέτες της TUC, πιστοί στα «εθνικά» συμφέροντα, κατάγγειλαν τους κομμουνιστές κι η Επιτροπή διαλύθηκε.

** Δίκες-παρωδία που οργάνωσε το σταλινικό καθεστώς με πρόσχημα τη δολοφονία του Κίροφ που αυτό είχε διαπράξει. Οι Δίκες της Μόσχας που κράτησαν από το 1936 ως το 1938 έστειλαν στο εκτελεστικό απόσπασμα με την κατηγορία της «αντεπαναστατικής-φασιστικής-τροτσκιστικής» δράσης εκατοντάδες  μπολσεβίκους, επειδή το καθεστώς ένιωθε να απειλείται είτε από τις «υπερβολικά» αριστερές τους ιδέες και παρελθόν είτε επειδή ήξεραν πολλά για τα εγκλήματά του. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ηγέτες της Οκτωβριανής όπως οι Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, Μπουχάριν, Ρίκοφ, Σμιρνόφ, Τόμσκι, Κρεστίνσκι και πολλοί άλλοι. Στη δεύτερη ανήκαν άνθρωποι όπως ο Αντόνοφ-Οβσέγιενκο που, πιστός στο Στάλιν, είχε δράσει στον εμφύλιο της Ισπανίας. Μαζί τους εκτελέστηκαν χιλιάδες συγγενείς τους κι εκατομμύρια εξορίστηκαν στη Σιβηρία. Το 1938 η GPU θα καταφέρει να δολοφονήσει το γιο του Τρότσκι, Σεντόφ, στο Παρίσι και δυο χρόνια μετά και τον ίδιο τον Τρότσκι στο Μεξικό. Τα επόμενα χρόνια, μετά τον Πόλεμο, ακολούθησαν παρόμοιες «δίκες» στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ για την αντίστοιχη εκκαθάριση των όποιων αντιπολιτεύσεων.

*** τίτλος του αυτοκράτορα της Ιαπωνία, αυτήν την περίοδο του Χιροχίτο, που είχε συμμαχήσει με τον Χίτλερ και μάλιστα παρέμεινε στη θέση του και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

**** Μετά την ήττα της Ρωσικής Επανάστασης του 1905, εξαπολύθηκε κύμα ποικίλων διωγμών. Ο Στολίπιν (1862-1911) ήταν τότε ο πρωθυπουργός του Τσάρου.

***** GPU (Γκοσουντάρστβενογιε Πολιτίτσεσκογιε Ουπραβλένιε, Γενική Πολιτική Αστυνομία). Η μυστική πολιτική αστυνομία της ΕΣΣΔ από το 1922 ως το 1934. Διαδέχθηκε την Τσεκά που είχε ιδρυθεί με πρόεδρο τον Φέλιξ Τζερτζίνσκι για την αντιμετώπιση αστών και τσαρικών υπονομευτών του Σοβιετικού κράτους. Η GPU μετατράπηκε επί Στάλιν σε διώκτη όλων των αντιπολιτευόμενων και πολλών μειονοτήτων κι ήταν συνυπεύθυνη για το στήσιμο των γκουλάγκ. Η τελευταία μορφή της ήταν η KGB (Επιτροπή Κρατικής Ασφάλειας).

****** Μέρα της Νίκης (VE -Victory in Europe- day), η μέρα που οι Σύμμαχοι αποδέχθηκαν την άνευ όρων παράδοση των ναζιστικών ένοπλων δυνάμεων, δηλαδή η 8η Μάη του 1945.

 

Παραπομπές

[1] Για έναν απολογισμό των βασικών αιτίων του εκφυλισμού της Ρώσικης Επανάστασης βλ. Κρις Χάρμαν, «Πώς χάθηκε η Επανάσταση», International Socialism, 30.

[2] Τρότσκι, Η Προδομένη Επανάσταση, Λονδίνο 1967, σ.292.

[3] Μαρξ και Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο.π. σ.76.

[4] Αυτός ο κανονισμός απαγόρευε σε κομματικά μέλη να κερδίζουν μισθό πάνω από ένα ορισμένο μάξιμουμ (περίπου ίσο με το μισθό ενός ειδικευμένου εργάτη). Αργότερα καταργήθηκε μυστικά από τον Στάλιν.

[5] Τρότσκι, Η Νέα Πορεία, Ανν Άρμπορ 1965.

[6] στο ίδιο σ.12.

[7] στο ίδιο

[8] στο ίδιο σ.21.

[9] στο ίδιο σ.25.

[10] στο ίδιο σ.51.

[11] στο ίδιο σ.29.

[12] στο ίδιο σ.28.

[13] στο ίδιο σ.27.

[14] Μαξ Σάχτμαν, «Εισαγωγή» στο Τρότσκι, Η Νέα Πορεία, ο.π. σ.3.

[15] Η Πλατφόρμα της Ενωμένης Αντιπολίτευσης 1927, Λονδίνο 1973, σ.62-63.

[16] στο ίδιο σ.113.

[17] Τρότσκι, Η Προδομένη Επανάσταση, ο.π., σ.94-95.

[18] στο ίδιο σ.96.

[19] στο ίδιο σ.267.

[20] Τρότσκι, Η Επιθανάτια Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς, Λονδίνο 1972, σ.51.

[21] Για την κριτική του Τρότσκι για τη διεθνή Κομμουνιστική πολιτική (1924-39) δες ειδικά Η Τρίτη Διεθνής Μετά το Λένιν, Νέα Υόρκη 1970, Προβλήματα της Κινέζικης Επανάστασης, Ανν Άρμπορ 1967, Η Πάλη Ενάντια στο Φασισμό στη Γερμανία, Νέα Υόρκη 1971 και Η Ισπανική Επανάσταση (1931-39), Νέα Υόρκη 1973.

[22] Βλ. Τρότσκι, Εισαγωγή στο Τρομοκρατία και Κομμουνισμός, Ανν Άρμπορ 1961.

[23] Τρότσκι, Η Πάλη Ενάντια στο Φασισμό στη Γερμανία, Νέα Υόρκη 1971, σ.420.

[24] Τρότσκι, «Παλεύοντας Κόντρα στο Ρεύμα», παρατίθεται στο Ντάνκαν Χάλας, «Κόντρα στο Ρεύμα», Διεθνής Σοσιαλισμός (International Socialism), 53 σ.36.

[25] Τζέημς Π. Κάνον, Ιστορία του Αμερικάνικου Τροτσκισμού, παρατίθεται στο ίδιο σ.32.

[26] Το Τσίμμερβαλντ ήταν η διάσημη συνδιάσκεψη στην οποία οι διεθνιστές σοσιαλδημοκράτες ανασυντάχθηκαν το 1915 [Για την ακρίβεια το Τσίμμερβαλντ είναι η μικρή πόλη κοντά στη Βέρνη της Ελβετίας, όπου έλαβε χώρα η συνδιάσκεψη και που έδωσε το όνομά της στο αντιπολεμικό μανιφέστο που προέκυψε εκεί-ΣτΜ].

[27] Αυτή η τακτική ήταν γνωστή ως η «Γαλλική στροφή» επειδή ξεκίνησε με την είσοδο στο Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και απετέλεσε την έμπνευση για την τακτική του εισοδισμού που εξασκήθηκε από πολλές Τροτσκιστικές ομάδες τα επόμενα χρόνια.

[28] Βλ. Τρότσκι, Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού, Λονδίνο 1966, σ.136,140.

[29] Παρατίθεται στο Ντάνκαν Χάλας, «Κόντρα στο Ρεύμα», ο.π.

[30] Τρότσκι, Η Επιθανάτια Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς, ο.π. σ.12-13.

[31] στο ίδιο σ.43.

[32] στο ίδιο σ.15.

[33] Τρότσκι, Η Προδομένη Επανάσταση, ο.π., σ.231.

[34] στο ίδιο σ.227.

[35] Τρότσκι, Η Επιθανάτια Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς, ο.π. σ.43.

[36] Τρότσκι, «Εισαγωγή» στην έκδοση του 1936 του Τρομοκρατία και Κομμουνισμός∙ δες Τρομοκρατία και Κομμουνισμός, Ανν Άρμπορ 1961, σ.xxxv.

[37] Η πρόβλεψη του Τρότσκι ότι το Σταλινικό καθεστώς θα κατέρρεε στον πόλεμο βασιζόταν στην άποψή του ότι η Σοβιετική γραφειοκρατία δεν ήταν μια πλήρως αναπτυγμένη κοινωνική τάξη, μα μια παρασιτική κάστα, χωρίς βαθιές ρίζες στη Ρωσική κοινωνία –ήταν, ισχυριζόταν, «ένας αστυνόμος στη σφαίρα της διανομής» (βλ. Η Προδομένη Επανάσταση, ο.π. σ.112) κι όχι μια –«κυρίαρχη τάξη απαραίτητη στο δεδομένο οικονομικό σύστημα» (βλ. Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού, ο.π. σ.29). Αυτός ο χαρακτηρισμός απέρρεε από την ανάλυση του Τρότσκι για τη Σοβιετική Ένωση ως εκφυλισμένο εργατικό κράτος. Το ότι η Σταλινική γραφειοκρατία επεδείκνυε μια τελείως απροσδόκητη σταθερότητα και αντοχή είναι μια απόδειξη πως η ανάλυση του Τρότσκι ήταν λανθασμένη και πως η γραφειοκρατία είναι όντως μια κοινωνική τάξη που προΐσταται ενός κρατικοκαπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. (Βλ. Τόνι Κλιφ, Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία, Λονδίνο 1974, ειδικά σ.166-68 και σ.275-77.

[38] Παρατίθεται στο Ντάνκαν Χάλας, «Κόντρα στο Ρεύμα», ο.π. σ.37.

[39] Οι Μεζραγιόντσι, ή διακτιδική οργάνωση, είχαν ένα κάπως μεγαλύτερο σύνολο μελών στην Πετρούπολη και μόνο απ’ότι είχαν τα περισσότερα από τα εθνικά τμήματα της Τέταρτης Διεθνούς, ωστόσο το 1917 κανείς δεν αμφέβαλε ότι ήταν πολύ μικροί για να επηρεάσουν πραγματικά τα γεγονότα. Μόνο με τη συγχώνευση της οργάνωσής τους με τους Μπολσεβίκους έγινε ικανός ο Τρότσκι να συμμετάσχει αποτελεσματικά στη διαμόρφωση της ιστορίας.

[40] Τρότσκι, Η Επιθανάτια Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς, ο.π. σ.14-15.

[41] Τρότσκι, Η Τρίτη Διεθνής Μετά το Λένιν, Νέα Υόρκη 1970, σ.140.

[42] Τρότσκι, Η Επιθανάτια Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς, ο.π. σ.58.

[43] Τζέημς Π. Κάνον, Ο Μαχητής, 17 Νοέμβρη 1945, παρατίθεται στο Ντάνκαν Χάλας «Η Τέταρτη Διεθνής σε Ύφεση», Διεθνής Σοσιαλισμός (International Socialism), 60, σ.17.

[44]Παρατίθεται στο ίδιο σ.19.

[45] Κάποιος που πράγματι έκανε αυτό το βήμα ήταν η σύζυγος του Τρότσκι, Νατάλια Σεντόβα. Δηλώνοντας παραίτηση από την  Τέταρτη Διεθνή στα 1951, έγραφε:

Παθιασμένοι από παλιές και ξεπερασμένες φόρμουλες, συνεχίζετε να θεωρείτε το Σταλινικό κράτος ως ένα εργατικό κράτος. Δε μπορώ κι ούτε πρόκειται να σας ακολουθήσω σε αυτό… Σχεδόν κάθε χρόνο μετά την έναρξη της πάλης κατά της σφετεριστικής Σταλινικής γραφειοκρατίας, ο Λ.Ντ. Τρότσκι επαναλάμβανε ότι το καθεστώς κινούταν προς τα δεξιά… αν αυτή η τάση συνεχιστεί, έλεγε, η επανάσταση θα φτάσει στο τέλος και η παλινόρθωση του καπιταλισμού θα επιτευχθεί… Αυτό, δυστυχώς, είναι που έχει συμβεί, ακόμη κι αν σε καινούργιες και απροσδόκητες μορφές… τώρα υποστηρίζετε ότι τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης πάνω στα οποία ο Σταλινισμός εδραίωσε την κυριαρχία του κατά τη διάρκεια και κατόπιν του πολέμου, είναι ομοίως εργατικά κράτη. Αυτό ισοδυναμεί με το να λες ότι ο Σταλινισμός έχει διαδραματίσει έναν επαναστατικό εργατικό ρόλο. Δε μπορώ και δεν πρόκειται να σας ακολουθήσω σε αυτό. (Νατάλια Τρότσκι και η Τέταρτη Διεθνής, Λονδίνο 1972, σ.9-10).

Άλλος ένας ήταν ο Τόνι Κλιφ, που, στα 1947, παρουσίασε την πρώτη πλήρως επεξεργασμένη ανάλυση του κρατικού καπιταλισμού στη Ρωσία (Βλ. Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία, ο.π.).




Μαρξισμός και Κόμμα: Η εναλλακτική άποψη της Ρόζας Λούξεμπουργκ

Του Τζον Μόλινιου (1978)
Μετάφραση Βασίλης Μορέλλας

Πηγή: https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/

Οι εμφάσεις με έντονα μαύρα γράμματα από τη διαχείριση του σάιτ

 

4ο κεφάλαιο του “Μαρξισμός και Κόμμα”  – Η εναλλακτική άποψη της Ρόζας Λούξεμπουργκ

Η θεωρία του Λένιν για το κόμμα είχε πολλούς επικριτές κι αντιπάλους και έξω και μέσα απ’το εργατικό κίνημα, αλλά η πιο σημαντική επικρίτριά της και η πιο εύγλωττη υπέρμαχος μιας εναλλακτικής άποψης για το κόμμα, η οποία ήταν επίσης επαναστάτρια σοσιαλίστρια, ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ.

1. Πολεμικές κατά του Λένιν –ο αυθορμητισμός των μαζών

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν μια Πολωνή επαναστάτρια που κατανάλωσε τα πιο σημαντικά χρόνια της ζωής της ως θεωρητική ηγέτης της άκρας αριστεράς της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας. Στα 1889 αναδείχθηκε, με την παμφλέτα της Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, ως η κύρια αντίπαλος του Μπερνσταϊνικού ρεβιζιονισμού και μετέπειτα αναγνώρισε και καταπολέμησε όλο και περισσότερο την αδράνεια και το συντηρητισμό του Καουτσκικού κέντρου. Όμως, ήταν το στενό της ενδιαφέρον για την ανάπτυξη του Ρωσικού σοσιαλιστικού κινήματος [1] που την οδήγησε να διατυπώσει τη δική της διακριτή άποψη για το ρόλο του επαναστατικού κόμματος και τη σχέση του με την εργατική τάξη. Ενοχλημένη από τη διάσπαση του 1903 στο Ρωσικό κόμμα και από αυτό που θεωρούσε ως «υπερσυγκεντρωτισμό» του Λένιν, αντιπαρατέθηκε με τον Λένιν σε μια διάσημη παμφλέτα, γραμμένη στα 1904, με όνομα “Οργανωτικά Ζητήματα της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας”.[2]
Σε αυτό το έργο ξεκινά, όπως ένας μαρξιστής θα έπρεπε, με την τοποθέτηση του προβλήματος της κομματικής οργάνωσης σταθερά στο περιβάλλον των ιδιόρρυθμων καθηκόντων και προβλημάτων που αντιμετώπιζε στη Ρωσία το προλεταριακό κίνημα συνολικά. Επειδή, ισχυρίζεται, η Ρωσία δεν έχει ως τώρα πετύχει μια αστική επανάσταση και υποφέρει ακόμη από την επικυριαρχία μιας απόλυτης μοναρχίας, το προλεταριάτο δεν έχει αποκτήσει το προνόμιο πολιτικής μόρφωσης και οργάνωσης που μια περίοδος αστικής δημοκρατίας αναπόφευκτα φέρνει. Στη Ρωσία, επομένως, γράφει:

Η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να επανορθώσει με τις δικές της προσπάθειες μια ολόκληρη ιστορική περίοδο. Πρέπει να οδηγήσει τους Ρώσους προλετάριους από την παρούσα «εξατομικευμένη» κατάστασή τους, που παρατείνει το αυταρχικό καθεστώς, σε μια ταξική οργάνωση που θα τους βοηθούσε να παλέψουν για να πετύχουν εκείνους τους σκοπούς… Όπως, τρόπος του λέγειν, ο Παντοδύναμος Θεός, πρέπει να αποκτήσουν αυτήν την οργάνωση από το τίποτα.[3]

Σε αυτό το πλαίσιο ενός αγώνα κατά των ασύνδετων συλλόγων και τοπικών ομάδων, χαρακτηριστικών της περασμένης περιόδου στη Ρωσία, αυτή βρίσκει «κατανοητό γιατί το σύνθημα ανθρώπων που θέλουν να δουν μια περιεκτική εθνική οργάνωση οφείλει να είναι “συγκεντρωτισμός”.» [4]
Όμως, προειδοποιεί, «Ο συγκεντρωτισμός δεν καλύπτει τελείως το ζήτημα της οργάνωσης της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας.» [5] Γιατί, αν και «είναι αδιαμφισβήτητο ότι μια ισχυρή τάση προς τον συγκεντρωτισμό είναι εγγενής στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα (πηγάζοντας από την οικονομική σύσταση του καπιταλισμού)» [6], μπορεί να εφαρμοστεί ως το σημείο που παρακωλύει την ανεμπόδιστη ανάπτυξη και πρωτοβουλία της ίδιας της εργατικής τάξης.

Το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα είναι το πρώτο στην ιστορία των ταξικών κοινωνιών που υπολογίζει, σε όλες τις φάσεις του και σε ολόκληρη την πορεία του, στην οργάνωση και την άμεση, ανεξάρτητη δράση των μαζών. Εξαιτίας αυτού, η σοσιαλδημοκρατία δημιουργεί έναν οργανωτικό τύπο που είναι ολότελα διαφορετικός από τους κοινούς στα πρώιμα επαναστατικά κινήματα, σαν κι αυτά των Γιακωβίνων και των οπαδών του Μπλανκί. [7]

Επειδή το προλεταριάτο μαθαίνει και αναπτύσσει και την ταξική του συνείδηση και την οργάνωσή του στην πορεία του ίδιου του αγώνα,

δεν υπάρχει ένα σαφώς καθορισμένο σύνολο τακτικών που μια Κεντρική Επιτροπή μπορεί να διδάξει στα κομματικά μέλη με τον ίδιο τρόπο που στρατιώτες δέχονται οδηγίες στα στρατόπεδα εκπαίδευσης.[8]
Για αυτό το λόγο ο σοσιαλδημοκρατικός συγκεντρωτισμός δε μπορεί να βασίζεται σε μηχανική υποταγή και τυφλή υπακοή των κομματικών μελών στο ηγετικό κομματικό κέντρο. Για αυτόν τον λόγο το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα δε μπορεί να επιτρέψει την ανόρθωση ενός αδιαπέραστου τείχους ανάμεσα στον ταξικά συνειδητό πυρήνα του προλεταριάτου που είναι ήδη μέσα στο κόμμα και το άμεσο λαϊκό του περιβάλλον, τα μη-κομματικά τμήματα του προλεταριάτου. [9]

Ο Λένιν, ισχυρίζεται η Ρόζα Λούξεμπουργκ, έχει ξεχάσει ή δεν εκτιμά αυτή τη βασική διάκριση μεταξύ της οργάνωσης της σοσιαλδημοκρατίας και εκείνης του Γιακωβινισμού ή του Μπλανκισμού. Σε αντίθεση με το ρητό του Λένιν ότι ο επαναστάτης σοσιαλδημοκράτης δεν είναι τίποτε άλλο από έναν «Γιακωβίνο αδιάλυτα ενταγμένο στην οργάνωση του προλεταριάτου, που έχει αποκτήσει συνείδηση των ταξικών του συμφερόντων», αυτή γράφει «Το γεγονός είναι ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν είναι ενταγμένη στην οργάνωση του προλεταριάτου. Είναι η ίδια το προλεταριάτο.» Επομένως, με κάθε κόστος δεν πρέπει να μπει στο ζουρλομανδύα κάποιας υπερ-συγκεντρωτικής και πειθαρχημένης μορφής οργάνωσης, αλλά ν’αφεθεί ν’αναπτυχθεί αχαλιναγώγητη. Τα μεγάλα βήματα του κινήματος μπροστά, με όρους τακτικών και μεθόδων πάλης, δεν επινοούνται από ηγέτες ή από μια κεντρική επιτροπή, μα είναι το «αυθόρμητο προϊόν του αναβράζοντος κινήματος».[11]

Το ασυνείδητο έρχεται πριν το συνειδητό. Η λογική της ιστορικής διαδικασίας έρχεται πριν την υποκειμενική λογική των ανθρώπινων όντων που συμμετέχουν στην ιστορική διαδικασία. Η τάση για τα διευθύνοντα όργανα του σοσιαλιστικού κόμματος είναι να παίζουν ένα συντηρητικό ρόλο.[12]

Για τη Λούξεμπουργκ, η αποτυχία του Λένιν να εκτιμήσει αυτή τη συντηρητική τάση ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη στις Ρωσικές συνθήκες, όπου το προλεταριακό κίνημα ήταν νεαρό και όχι ακόμη τελείως ωριμασμένο στην πολιτική του εκπαίδευση.

Το να προσπαθείς να δέσεις την πρωτοβουλία του κόμματος αυτή τη στιγμή, να την περιφράσσεις με ένα δίχτυ αγκαθωτού συρματοπλέγματος, ισοδυναμεί με το να το καθιστά ανίκανο να επιτύχει τα τρομερά καθήκοντα της ώρας…[13]
Τίποτα δε θα υποδουλώσει σιγουρότερα ένα νεαρό εργατικό κίνημα σε μια ελίτ διανοουμένων πεινασμένη για εξουσία, από αυτόν τον γραφειοκρατικό ζουρλομανδύα που θα ακινητοποιήσει το κίνημα και θα το μετατρέψει σε αυτόματο, που χειρίζεται μια Κεντρική Επιτροπή.[14]

Επιπρόσθετα σε αυτές τις γενικές προειδοποιήσεις για τους κινδύνους του «υπερ-συγκεντρωτισμού» του Λένιν, η Λούξεμπουργκ αναλαμβάνει επίσης το ερώτημα των κομματικών κανονισμών και του οπορτουνισμού. Απηχώντας τα επιχειρήματα του Τρότσκι (βλέπε Κεφάλαιο 2 παραπάνω), απορρίπτει «την ιδέα ότι ο δρόμος για τον οπορτουνισμό μπορεί να φραχθεί μέσω διατάξεων σε ένα κομματικό καταστατικό».[15] Ο οπορτουνισμός είναι ένα ιστορικό προϊόν και μια αναπόφευκτη φάση του κινήματος. [Η Λούξεμπουργκ -ΣτΜ] υποστηρίζει πως: «Είναι αφελές να ελπίζεις να σταματήσεις αυτό το ρεύμα μέσω μιας φόρμουλας γραμμένης σε ένα καταστατικό.»[16]
Καταλήγοντας την κριτική της στις οργανωτικές θέσεις του Λένιν, η Λούξεμπουργκ επιστρέφει στο σημείο αφετηρίας της, τοποθετώντας τη διαμάχη για την όλη ανάπτυξη της ταξικής πάλης στη Ρωσία σε ένα εύγλωττο και αξιομνημόνευτο χωρίο.

Στον υπερανυπόμονο πόθο του Λένιν να εγκαθιδρύσει την κηδεμονία μιας παντογνώστριας παντοδύναμης Κεντρικής Επιτροπής ώστε να προστατεύσει ένα τόσο υποσχόμενο και ζωηρό εργατικό κίνημα από κάθε στραβοπάτημα, εμείς αναγνωρίζουμε συμπτώματα του ίδιου υποκειμενισμού που έχει ήδη κάνει αρκετές κατεργαριές στη σοσιαλιστική σκέψη στη Ρωσία.
Είναι διασκεδαστικό να σημειώνεις τις περίεργες τούμπες που το αξιοσέβαστο ανθρώπινο «εγώ» είχε να εκτελέσει στην πρόσφατη Ρωσική ιστορία. Χτυπημένο στο πάτωμα, σχεδόν κονιορτοποιημένο από τον Ρωσικό απολυταρχισμό, το «εγώ» παίρνει εκδίκηση στρεφόμενο στην επαναστατική δραστηριότητα. Με τη μορφή μιας επιτροπής συνωμοτών, στο όνομα μιας ανύπαρκτης Λαϊκής Θέλησης*, καθίζεται σε ένα είδος θρόνου και ανακηρύσσει ότι είναι παντοδύναμο. Όμως το «αντικείμενο» αποδεικνύεται δυνατότερο. Το κνούτο** θριαμβεύει, καθώς η τσαρική ισχύς μοιάζει «νόμιμη» έκφραση της ιστορίας.
Με τον καιρό βλέπουμε να εμφανίζεται στη σκηνή ένα ακόμη περισσότερο «νόμιμο» τέκνο τη ιστορίας –το Ρωσικό εργατικό κίνημα. Για πρώτη φορά τίθενται στο Ρωσικό έδαφος οι βάσεις για το σχηματισμό μιας πραγματικής «λαϊκής θέλησης».
Όμως να πάλι το «εγώ» του Ρώσου επαναστάτη! Κάνοντας πιρουέτες στο κεφάλι του, άλλη μια φορά ανακηρύσσει τον εαυτό του παντοδύναμο διευθύνοντα της ιστορίας –αυτή τη φορά με τον τίτλο της Αυτής Μεγαλειότητας Κεντρικής Επιτροπής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Ρωσίας.
Ο ευκίνητος ακροβάτης αποτυγχάνει να συλλάβει ότι το μόνο «υποκείμενο» που αξίζει σήμερα το ρόλο του διευθύνοντα είναι το συλλογικό «εγώ» της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη απαιτεί το δικαίωμα να κάνει λάθη και να μαθαίνει μέσα στη διαλεκτική της ιστορίας.
Ας μιλήσουμε απλά. Ιστορικά, τα λάθη που διαπράττει ένα αληθινά επαναστατικό κίνημα είναι απείρως πιο παραγωγικά από το αλάθητο της εξυπνότερης Κεντρικής Επιτροπής.[17]

Έτσι, για τη Λούξεμπουργκ, το όλο οργανωτικό σχέδιο του Λένιν ήταν μια υποκειμενιστική ή βολονταριστική (σε φιλοσοφικούς όρους, ιδεαλιστική) παρέκκλιση από μια ιστορική υλιστική προσέγγιση, παραγμένη από το συνδυασμό ενός ανώριμου προλεταριακού κινήματος και τα τεράστια καθήκοντα που το αντικρίζουν. Εναντίον της έμφασης του Λένιν στο ρόλο του κόμματος και της ηγεσίας, αυτή τόνισε τον δυνητικά συντηρητικό ρόλο ενός τέτοιου σώματος και το αντιπαρέβαλε με τον επαναστατικό αυθορμητισμό των αγωνιζόμενων μαζών.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ανέπτυξε περαιτέρω αυτές τις θεματικές στην παμφλέτα της, Η Μαζική Απεργία, το Πολιτικό Κόμμα και τα Συνδικάτα, γραμμένη στα 1906, για να εξηγήσει στη Γερμανική εργατική τάξη τη σπουδαιότητα των γεγονότων της προηγούμενης χρονιάς στη Ρωσία. Δείχνει πώς πολλές από τις ιδέες που τέθηκαν θεωρητικά και γενικά στο Οργανωτικά Ζητήματα της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας έγιναν χειροπιαστή πραγματικότητα στην τεράστια επαναστατική έκρηξη της Ρωσίας το 1905. Πάνω απ’όλα, αποτελεί έναν πανηγυρισμό της πρωτοβουλίας και της τόλμης με τις οποίες η εργατική τάξη βρίσκει λύσεις σε προβλήματα που μπέρδευαν τους θεωρητικούς για δεκαετίες.
Το 1905, έδειξε η Λούξεμπουργκ, ήταν μονάχα η κλιμάκωση πέντε ετών αναταραχής, στα οποία η Ρωσία διαρκώς φλεγόταν από μαζικές απεργίες. Αυτές οι απεργίες ήταν η εξωτερική έκφραση της εσώτερης ωρίμανσης της ίδιας της επανάστασης. Συχνά άρχιζαν χωρίς καμία προετοιμασία ή και απεργιακά ταμεία και σε αντίθεση με όλα τα προηγούμενα σχέδια δράσης, αντί να ακολουθούν τη συνδικαλιστική οργάνωση, προπορευόντουσαν και της έδιναν μεγάλη ώθηση. Συχνά, επίσης, η άμεση αιτία ήταν ένα μικρό παράπονο∙ η μαζική απεργία του Γενάρη του 1905 στην Αγία Πετρούπολη που οδήγησε στην πορεία προς τα Χειμερινά Ανάκτορα, άρχισε από την απόλυση δύο εργατών στα εργοστάσια Πουτίλοβ. Αυτό που ένωνε όλες αυτές τις δράσεις ήταν ο αυθορμητισμός τους. Δεν είχαν κανένα προαποφασισμένο σχέδιο και δεν καλέστηκαν από κανένα κόμμα ή σώμα ηγετών κι έγιναν εφικτές μόνο επειδή η επανάσταση η ίδια είχε αποδεσμεύσει αφάνταστη μέχρι τούδε πρωτοβουλία, κουράγιο και αυτοθυσία μέσα στις μάζες. Μια απόπειρα, σημείωνε η Λούξεμπουργκ, στο τέλος του κινήματος, από την Κεντρική Επιτροπή του ΡΣΔΕΚ, να καλέσει σε γενική απεργία για το άνοιγμα της Δούμας, έπεσε ολωσδιόλου στο κενό.
Εξίσου κεντρική στην κριτική της Λούξεμπουργκ για τις εδραιωμένες προκαταλήψεις της ταξικής πάλης, ήταν η επίθεσή της στο μηχανιστικό διαχωρισμό οικονομικών και πολιτικών αγώνων (μια διχοτόμηση σαφώς υπαρκτή στο Τι να κάνουμε;). Οι Ρώσοι εργάτες δεν συμβιβάστηκαν ούτε με αυτές τις ταξινομήσεις.

Όμως το κίνημα ως σύνολο δεν προχωρά από την οικονομική στην πολιτική πάλη, ούτε ακόμη και το αντίστροφο. Κάθε μεγάλη πολιτική μαζική δράση, αφότου έχει φτάσει στο ύψιστο πολιτικό της σημείο, διασπάται σε μια πληθώρα οικονομικών απεργιών. Και αυτό βρίσκει εφαρμογή όχι μόνο σε καθεμία από τις μεγάλες γενικές απεργίες, μα επίσης στην επανάσταση συνολικά. Με την εξάπλωση, το ξεκαθάρισμα και την εξέλιξη της πολιτικής πάλης, η οικονομική πάλη όχι μόνο δεν υποχωρεί, μα επεκτείνεται, οργανώνεται κι εμπλέκεται σε ίσο βαθμό. Μεταξύ των δύο υπάρχει η πληρέστερη αμοιβαία λειτουργία…
Κάθε νέο ξεκίνημα και κάθε φρέσκια νίκη της πολιτικής πάλης μεταμορφώνεται σε ισχυρή ώθηση για οικονομική πάλη… Και αντίστροφα. Η κατάσταση ασταμάτητης οικονομικής πάλης των εργατών με τους καπιταλιστές, κρατά τη μαχητική τους ενεργητικότητα ζωντανή σε κάθε πολιτική ανάπαυλα…
Με μια λέξη, η οικονομική πάλη είναι ο αναμεταδότης από το ένα πολιτικό κέντρο στο άλλο∙ η πολιτική πάλη είναι η περιοδική λίπανση του εδάφους για την οικονομική πάλη. Αιτία και αιτιατό εδώ εναλλάσσουν θέσεις διαρκώς∙ και γι’αυτό ο οικονομικός και ο πολιτικός παράγοντας την περίοδο της μαζικής απεργίας, εξαιρετικά απομακρυσμένοι, πλήρως διαχωρισμένοι ή ακόμη και αλληλοαποκλειόμενοι, όπως θα τους ήθελε το θεωρητικό σχέδιο, απλώς σχηματίζουν τις δύο συνυφασμένες πλευρές της προλεταριακής ταξικής πάλης στη Ρωσία.[18]

Όπως μπορούμε να δούμε, η παμφλέτα Η Μαζική Απεργία αποτελεί  πολεμική κατά του Λένιν. Ακριβώς όπως το οργανωτικό σχέδιο του Λένιν ήταν υποκειμενιστικό, έτσι είναι κι εκείνα αυτών που ψάχνουν να σχεδιάσουν μαζικές απεργίες. Το κύριο ζήτημά της και στα δύο έργα είναι να προειδοποιήσει εναντίον της υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων του κόμματος και ειδικά της κομματικής ηγεσίας.

Υπάρχουν πολύ καθορισμένα όρια στην πρωτοβουλία και τη συνειδητή καθοδήγηση. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης είναι εξαιρετικά δύσκολο για κάθε καθοδηγητικό όργανο του προλεταριακού κινήματος να προβλέψει και να υπολογίσει ποιες περιπτώσεις και παράγοντες μπορούν να οδηγήσουν σε εκρήξεις και ποιες δεν μπορούν. Ως εκ τούτου επίσης, η πρωτοβουλία και η καθοδήγηση δεν συνίστανται στην έκδοση διαταγών κατά τις διαθέσεις κάποιου, αλλά στην πιο επιτήδεια προσαρμοστικότητα στη δεδομένη κατάσταση και τη στενότερη δυνατή επαφή με τη διάθεση των μαζών.[19]

Δώδεκα χρόνια αργότερα η Ρόζα Λούξεμπουργκ επέστρεφε στις ίδιες ουσιαστικά ιδέες, όταν στο έργο της Η Ρώσικη Επανάσταση επέκρινε τους Μπολσεβίκους για τους περιορισμούς τους στη δημοκρατία.

Η σιωπηρή υπόθεση που υποβόσκει στη θεωρία Λένιν-Τρότσκι για τη δικτατορία είναι αυτή: ότι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός είναι κάτι για το οποίο μια ετοιμοπαράδοτη φόρμουλα κείται ολοκληρωμένη στην τσέπη του επαναστατικού κόμματος, που χρειάζεται μόνο να εφαρμοστεί ενεργητικά στην πράξη. Τα πράγματα δυστυχώς -ή ίσως ευτυχώς- δεν είναι έτσι… Το σοσιαλιστικό σύστημα της κοινωνίας θα’πρεπε μόνο να είναι και μπορεί μόνο να είναι ένα ιστορικό προϊόν, επιβεβαιωμένο από τη σχολή των δικών του εμπειριών, γεννημένο στην πορεία της πραγματοποίησής του, ως αποτέλεσμα των εξελίξεων της ζωντανής ιστορίας… Ολόκληρη η μάζα των ανθρώπων πρέπει να πάρει μέρος σε αυτό. Αλλιώτικα, ο σοσιαλισμός θα θεσπίζεται πίσω από λίγα γραφεία αξιωματούχων από μια ντουζίνα διανοουμένων.[20]

2. Ο ρόλος του κόμματος

Από αυτή την παθιασμένη έμφαση στην αυτενέργεια και την πρωτοβουλία της εργατικής τάξης, που κυριαρχούσε σε όλη την πολιτική της σκέψη και δράση, τι συμπεράσματα άντλησε η Ρόζα Λούξεμπουργκ για το ρόλο και τη φύση του επαναστατικού κόμματος; Για να απαντήσουμε σ’αυτό το ερώτημα είναι καταρχήν απαραίτητο να είμαστε καθαροί όσο αφορά τα συμπεράσματα που δεν άντλησε, καθώς αυτή έχει τόσο συχνά παρερμηνευθεί πάνω σε αυτό το θέμα, από επίδοξους υποστηρικτές και επικριτές εξίσου.
Αυτή δεν εισηγήθηκε, όπως έχει συχνά υποδειχθεί, μια θεωρία αμιγώς αυθόρμητης επανάστασης μέσα στην οποία το επαναστατικό κόμμα και η πολιτική ηγεσία δεν παίζουν ρόλο. Αυτό είναι εύκολο να διαπιστωθεί, καθώς ολόκληρη η πολιτική της σταδιοδρομία και πρακτικά καθετί που αυτή έγραψε μαρτυρούν το αντίθετο. Απ’όταν, σχεδόν ως μαθήτρια, εντάχθηκε στο Πολωνικό Προλεταριακό Κόμμα ως το τέλος της ζωής της, υπήρξε πάντα μέλος ενός πολιτικού κόμματος. Πράγματι το SDKPL, οργανωμένο από τον κοντινότερο σύντροφό της Λέο Γιόγκισες, σε συνθήκες παρόμοιες με αυτές της Ρωσίας, ήταν εξαιρετικά σκληρό, συγκεντρωτικό και συνωμοτικό. Στα Οργανωτικά Ζητήματα της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας αυτή γράφει πως «η σοσιαλδημοκρατία είναι, κατά κανόνα, εχθρική σε οποιεσδήποτε εκφράσεις τοπικισμού ή φεντεραλισμού***. Πασχίζει να ενώσει όλους τους εργάτες και όλες τις εργατικές οργανώσεις σε ένα μοναδικό κόμμα.»[21]
Στο Μαζική Απεργία αφιέρωσε ένα τμήμα της παμφλέτας στην επιχειρηματολογία για την ανάγκη ενωτικής δράσης μεταξύ συνδικάτων και Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος υπό την ηγεσία του κόμματος. [22] Μετά το 1914 και την κατάρρευση της Δεύτερης Διεθνούς σε σοβινισμό, η Λούξεμπουργκ, όπως κι ο Λένιν, υποστήριξε το χτίσιμο μιας συγκεντρωτικής Διεθνούς, αντιτιθέμενης σε μια ομοσπονδιακή. Στο τέλος του “Η Μπροσούρα του Γιούνιους” έγραφε στις επισυναπτόμενες Θέσεις για τα Καθήκοντα της Διεθνούς Σοσιαλδημοκρατίας:

3. Το κέντρο βάρους της οργάνωσης του προλεταριάτου ως τάξη είναι η Διεθνής. Η Διεθνής αποφασίζει σε καιρό ειρήνης την τακτική που πρέπει να υιοθετείται από τα εθνικά τμήματα για τα προβλήματα του μιλιταρισμού, της αποικιακής πολιτικής, των πολιτικών του εμπορίου και του εορτασμού της Πρωτομαγιάς και τέλος τη συλλογική τακτική που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση πολέμου.
4. Η υποχρέωση εφαρμογής των αποφάσεων της Διεθνούς προηγείται όλων των άλλων. Εθνικά τμήματα που δεν συμμορφώνονται με αυτήν, θέτουν τον εαυτό τους εκτός της Διεθνούς.[23]

Από αυτό είναι σαφές ότι η Ρόζα Λούξεμπουργκ αναγνώριζε την ανάγκη η εργατική τάξη να καθοδηγείται από ένα επαναστατικό κόμμα, ακριβώς όπως κι ο Λένιν. Ήταν στην αντίληψη του τι είδους κόμμα αυτό έπρεπε να είναι και ποια ήταν τα καθήκοντά του, που βρίσκονταν οι διαφορές της με τον Λένιν. Λόγω της υπέρτατης εμπιστοσύνης της στις ικανότητες των μαχόμενων εργατών, έβλεπε τα πρωτεύοντα καθήκοντα του κόμματος με όρους πολιτικής ηγεσίας, σε αντίθεση με την απεύθυνση εκκλήσεων σε δράση και την πρακτική οργάνωση του αγώνα. «Αντί να σπαζοκεφαλιάζουν με την τεχνική πλευρά, με το μηχανισμό της μαζικής απεργίας, οι σοσιαλδημοκράτες καλούνται να αναλάβουν πολιτική ηγεσία καταμεσής της επαναστατικής περιόδου.»[24]
Ουσιαστικά αυτή είναι μια προπαγανδιστική αντίληψη των καθηκόντων του κόμματος και αυτό έχει επιπτώσεις στο βαθμό συγκεντρωτισμού και πειθαρχίας που απαιτείται από την κομματική οργάνωση. Η αυστηρή πειθαρχία που επιδίωκε ο Λένιν αποσκοπούσε πάνω απ’όλα στο να πετύχει ενότητα στη δράση. Ένα κόμμα που, γενικά μιλώντας, περιόριζε τον εαυτό του στην προπαγάνδα, δε θα’χε καμιά ανάγκη τέτοιου άτεγκτου καθεστώτος∙ η ελεύθερη διακίνηση ιδεών θα ήταν πολύ πιο σημαντική. Μια από τις καλύτερες απεικονίσεις της διαφοράς μεταξύ Λούξεμπουργκ και Λένιν από αυτήν την άποψη, είναι η αντίθεση των στάσεών τους προς την κομματική διεύθυνση και τη ρουτίνα. Ο Λένιν εμπλεκόταν πάντα έντονα σε όλες τις λεπτομέρειες της κομματικής οργάνωσης, τα οικονομικά και την προετοιμασία συνεδρίων, αλλά η Λούξεμπουργκ μόλις και μετά βίας λάβαινε μέρος σε αυτά τα ζητήματα στο Πολωνικό είτε στο Γερμανικό κόμμα. Ο βιογράφος της, ο Νετλ, γράφει:

Σε κάποιο στάδιο είχε παρθεί μια επίσημη κομματική απόφαση (από το SDKPL) ότι αυτή δε θα’πρεπε να απασχολεί καθόλου τον εαυτό της με οργανωτικά ζητήματα, ότι δε θα’πρεπε να συμμετέχει σε κανένα από τις επίσημες συνδιασκέψεις ή συνέδρια.[25]

Επίσης, επειδή ο νους της ήταν εστιασμένος στο καθήκον της προπαγάνδας, η διάκριση μεταξύ του κομματικού μέλους που υπόκειται στην πειθαρχία της κομματικής οργάνωσης και των υποστηρικτών ή συμπαθούντων του κόμματος, που ήταν τόσο ζωτική για τον Λένιν, την απασχολούσε πολύ λιγότερο, όπως έδειχνε η προειδοποίησή της κατά «της ανόρθωσης ενός αδιαπέραστου τείχους» ανάμεσα στα κομματικά μέλη και το «άμεσο λαϊκό περιβάλλον» τους.
Γι’αυτό για την Λούξεμπουργκ η επιρροή του κόμματος πάνω στο προλεταριάτο όφειλε να ασκηθεί πρωτευόντως μέσω των ιδεών του, του προγράμματός του και των συνθημάτων του, παρά μέσω της ισχύος της οργάνωσής του ή της δικής του πρωτοβουλίας δράσης, ενώ στον Λένιν αυτά τα δύο στοιχεία ήταν πολύ πιο ισορροπημένα.
Είναι σημαντικό να κρατήσουμε στη σχετικότητά τους αυτές τις διαφορές μεταξύ Λούξεμπουργκ και Λένιν, όσο σπουδαίες κι αν ήταν. Η προσπάθεια που έχει γίνει είναι να σταθεί ο ισχυρισμός ότι η απόκλιση της Λούξεμπουργκ από τον Λένιν για τη φύση του κόμματος την ξεχώρισε κατά κάποιο τρόπο θεμελιωδώς από το κύριο ρεύμα του επαναστατικού μαρξισμού τον εικοστό αιώνα –ότι αυτή εκπροσωπούσε μια δημοκρατική, σχεδόν φιλελεύθερη, έκδοση του μαρξισμού αντιτιθέμενη με τη δικτατορική αδιαλλαξία του Λένιν. Ο Μπέρτραμ Ντ. Βολφ, ένας από τους βασικούς υποστηρικτές αυτής της άποψης, γράφει στην εισαγωγή του στο “Η Ρωσική Επανάσταση και ο Μαρξισμός και Λενινισμός;”:

Αν και αυτοί [Λένιν και Λούξεμπουργκ] αποκαλούνταν κι οι δυο «επαναστάτες» σοσιαλιστές, τα αποκλίνοντα ταπεραμέντα τους και οι διαφοροποιημένες στάσεις τους για τη φύση της σοσιαλιστικής ηγεσίας, την κομματική οργάνωση και την πρωτοβουλία και αυτενέργεια της εργατικής τάξης, τους κράτησαν εκ διαμέτρου αντίθετους.[26]

Το επιχείρημα εδώ είναι ότι οι ενστάσεις της Λούξεμπουργκ στον «υπερσυγκεντρωτισμό» του Λένιν ήταν θεμελιώδεις, ενώ η συμφωνία τους ως επαναστάτες σοσιαλιστές ήταν κάτι τυχαίο ή επιφανειακό. Όμως αυτό είναι χονδροειδής διαστρέβλωση, διαπραγμένη έτσι ώστε να κατατάξει την Ρόζα Λούξεμπουργκ στην ιδεολογική μάχη του ψυχρού πολέμου****. Διαψεύδεται τελεσίδικα από το ίδιο το ντοκουμέντο που παρουσιάζει ο Βολφ ως το κύριο αποδεικτικό του στοιχείο, την Ρωσική Επανάσταση (της Λούξεμπουργκ).[27]

Οι Μπολσεβίκοι έδειξαν ότι είναι ικανοί για όλα όσα ένα αυθεντικά επαναστατικό κόμμα μπορεί να συνεισφέρει μέσα στα όρια των ιστορικών δυνατοτήτων… Δεν είναι ζήτημα αυτού ή του άλλου δευτερεύοντος προβλήματος τακτικής, αλλά της ικανότητας του προλεταριάτου για δράση, της δύναμης να δράσει, της θέλησης για την ισχύ του σοσιαλισμού ως τέτοια. Σε αυτό ο Λένιν κι ο Τρότσκι και οι φίλοι τους ήταν οι πρώτοι, εκείνοι που τράβηξαν μπροστά ως ένα παράδειγμα για το παγκόσμιο προλεταριάτο∙ είναι ακόμη οι μόνοι ως τώρα που μπορούν να κραυγάσουν μαζί με τον Χούτεν*****«Εγώ τόλμησα».
Αυτό είναι το ουσιαστικό και ανθεκτικό στοιχείο στην Μπολσεβίκικη πολιτική. Με αυτή την έννοια τους ανήκει η αθάνατη ιστορική υπηρεσία ότι μπήκαν επικεφαλής του διεθνούς προλεταριάτου με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και την πρακτική τοποθέτηση του προβλήματος της υλοποίησης του σοσιαλισμού και του σθεναρού προχωρήματος στο ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας σε ολόκληρο τον κόσμο. Στη Ρωσία το πρόβλημα μπορούσε μόνο να τεθεί. Δε μπορούσε να λυθεί στη Ρωσία. Και με αυτήν την έννοια, το μέλλον ανήκει παντού στον Μπολσεβικισμό.[28]

Επιπλέον, μέσα σε λίγους μήνες από τη συγγραφή αυτών των λέξεων η Λούξεμπουργκ δεσμεύτηκε στην πιο χειροπιαστή μορφή πρακτικής αλληλεγγύης στον Λένιν με το να συμμετάσχει στην ίδρυση του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος.[29]
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ υπήρξε μια στοχάστρια μεγάλου αναστήματος και ανεξαρτησίας. Ως τέτοια, αναπόφευκτα διαφοροποιήθηκε από τον Λένιν πάνω σε πολλά σημεία θεωρίας και τακτικής∙ αλλά αυτό που μοιραζόταν με τον Λένιν -ολοκληρωτική στράτευση στον επαναστατικό μαρξισμό και τη διεθνή ταξική πάλη του προλεταριάτου- ήταν πολύ πιο θεμελιώδες. Διαμάχονταν σφοδρά, ναι, αλλά μέσα σε ένα κοινό πλαίσιο και καθόλου με τον τρόπο που αμφότεροι πολεμούσαν τον Μπέρνσταϊν και τον ύστερο Κάουτσκι. Μόνο στη βάση μιας κατανόησης αυτού του κοινού πλαισίου, της κοινής τους αφετηρίας, μπορούν να γίνουν αντιληπτές και να εκτιμηθούν κατάλληλα οι διαφωνίες τους για τη φύση και το ρόλο του κόμματος.

3. Το υπόβαθρο των απόψεων της Λούξεμπουργκ

Εάν, όπως έχουμε ισχυριστεί, ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ ξεκινούσαν από τις ίδιες θεμελιώδεις προϋποθέσεις, πώς τότε πρέπει να εξηγηθούν οι πολύ πραγματικές τους διαφορές στο ζήτημα του κόμματος; Εξηγήσεις με όρους ταμπεραμέντου της Λούξεμπουργκ δε μας πηγαίνουν πολύ μακριά. Οποιαδήποτε ιδιοσυγκρασιακή αποστροφή κι αν αυτή ένιωθε για τις μεθόδους του Λένιν, ήταν μια αρκετά πειθαρχημένη επαναστάτρια για να υπερβεί τα προσωπικά της συναισθήματα αν το θεωρούσε πολιτικά αναγκαίο, ακριβώς όπως ο Τρότσκι έκανε το 1917. Ακόμη λιγότερο μπορούν να αποδοθούν σε κάποια διανοητική αδυναμία από μέρους της, καθώς λίγη υπερβολή υπήρχε στην περιγραφή του Φραντς Μέρινγκ γι’αυτήν ως: «η λαμπρότερη διανοούμενη μεταξύ όλων των επιστημονικών κληρονόμων των Μαρξ και Ένγκελς».[30]
Οι αληθινές ρίζες των διαφορών της Λούξεμπουργκ με τον Λένιν εντοπίζονταν στις πολύ διαφορετικές ιστορικές καταστάσεις στις οποίες αυτοί λειτουργούσαν. Παρόλο που τόσο τα Οργανωτικά Ζητήματα της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας όσο και το Μαζική Απεργία πραγματεύονταν το Ρωσικό εργατικό κίνημα, είναι καθαρό ότι η Λούξεμπουργκ έγραφε με το βλέμμα έντονα προσανατολισμένο στη Γερμανική κατάσταση και με τη Γερμανική εμπειρία κατά νου. Στο Μαζική Απεργία αυτός ο προσανατολισμός είναι προφανής, μα ακόμη και στο προηγούμενο έργο βρίσκουμε πως όταν αυτή θέλει ένα στέρεο παράδειγμα των κινδύνων του υπερσυγκεντρωτισμού και των συντηρητικών τάσεων της ηγεσίας, είναι στην Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία και την προσαρμογή της στον κοινοβουλευτισμό που ανατρέχει.[31] Πάνω απ’όλα, ήταν η Γερμανική κατάσταση που μορφοποίησε την αντίληψή της για το κόμμα∙ και οι συνθήκες που αντιμετώπιζαν το Γερμανικό και Ρωσικό εργατικό κίνημα δύσκολα θα μπορούσαν να είναι πιο ανόμοιες.
Πρώτα απ’όλα, ερχόμενη στη Γερμανία η Λούξεμπουργκ εντάχθηκε σε ένα ήδη υπαρκτό μαζικό κόμμα -το μεγαλύτερο, πιο επιτυχημένο σοσιαλιστικό κόμμα που είχε δει ο κόσμος- με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, χιλιάδες τοπικές οργανώσεις, περίπου ογδόντα καθημερινές εφημερίδες και αρκετές δεκαετίες αγώνων πίσω του. Ο Λένιν, ωστόσο, είχε να οικοδομήσει ένα κόμμα από το μηδέν. Έτσι, ενόσω ο Λένιν έπρεπε να πάρει πολύ σοβαρά όλα τα πρακτικά (και γι’αυτό τα θεωρητικά) προβλήματα οργάνωσης, την αποτελεσματικότητα και τον επαγγελματισμό, η Λούξεμπουργκ μπορούσε να τα παίρνει όλα αυτά για δεδομένα. Το πώς ακριβώς το κόμμα θα’πρεπε να οργανωθεί, ποτέ δεν αποτέλεσε θέμα στο SPD και δεν υπάρχει καμία απολύτως απόδειξη ότι αυτή σκέφτηκε ποτέ στα σοβαρά τις λεπτομέρειες της οργάνωσης. Από αυτήν την άποψη η διαφορά με τον Λένιν δε θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη.
Κατά δεύτερο λόγο, υπήρχε το γεγονός ότι το SPD, μαζί και τα συνδεόμενα συνδικάτα του, είχαν ήδη φτάσει σε ένα προχωρημένο στάδιο γραφειοκρατικοποίησης, μέσα σε αυτό που αποτελούσε την πατρίδα της γραφειοκρατίας και της ευταξίας [το Γερμανικό κράτος -ΣτΜ]. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει σε αυτή τη μελέτη, το Γερμανικό εργατικό κίνημα συντηρούσε ένα τεράστιο στρώμα προνομιούχων και μόνιμων αξιωματούχων, των οποίων το παρασύνθημα «οργάνωση» εξυπηρετούσε ως διηνεκές άλλοθι για την αποφυγή δράσης: είτε (υποτίθεται πως) η οργάνωση δεν ήταν ακόμη αρκετά δυνατή για δράση, είτε η δράση (υποτίθεται πως) μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις οργανώσεις. Αυτό η Ρόζα Λούξεμπουργκ το είδε πιο καθαρά και πιο νωρίς από κάθε άλλο μαρξιστή, σίγουρα πολύ πριν από τον Λένιν, κι αντέδρασε σθεναρά. Ήταν γιατί αποσκοπούσε στο να διαπεράσει αυτό το μεγάλο τέλμα της συντηρητικής αξιωματουχοκρατίας που παρακινούσε τόσο έντονα την αυθόρμητη δημιουργικότητα των μαζών.

Επιπλέον, ήταν ακριβώς ο αυθορμητισμός και η πάλη που έλειπαν από το Γερμανικό εργατικό κίνημα. Το επίπεδο απεργιακής δραστηριότητας στη Γερμανική εργατική τάξη τα πρώτα χρόνια του αιώνα ήταν πολύ χαμηλό. Τα έξι χρόνια από το 1900 ως το 1905 υπήρχε ένας μέσος όρος 1.171 απεργιών ανά έτος, εμπλέκοντας ένα μέσο όρο 122.606 απεργών ανά έτος (που θέτει το μέσο όρο των εργατών ανά απεργία σε μόνο 104). [32] Ας συγκρίνουμε αυτή την καταγραφή με τα νούμερα στη Ρωσία όπου, με μια πολύ μικρότερη εργατική δύναμη, υπήρχαν 87.000 απεργοί το 1903∙ 2.863.000 το 1905 (1.843.000 από τους οποίους εμπλεκόμενοι σε πολιτικές απεργίες)∙ και 550.000 πολιτικοί απεργοί το 1912. [33] Από αυτό μπορούμε να δούμε ότι το κίνημα των Γερμανών εργατών, μ’όλο το μεγάλο του σοσιαλιστικό κόμμα και τις υπέροχες οργανώσεις του, ήταν σχετικά αδύναμο και παθητικό στον στοιχειακό ταξικό αγώνα κατά των εργοδοτών, ενώ στη Ρωσία, όπου δεν υπήρχε κανένα μαζικό κόμμα και όπου η συνδικαλιστική οργάνωση ήταν πρακτικά ανύπαρκτη, οι εργάτες πάλευαν σε μεγάλες μάχες κατά και των αφεντικών και του κράτους. Ήταν στη φύση μιας επαναστάτριας σαν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, όπως ακριβώς ήταν στη φύση του Λένιν, να βάζει όλη την έμφαση σε αυτό το στοιχείο-κλειδί που φαινόταν να λείπει από την κατάσταση –που για αυτήν ήταν ο αυθορμητισμός και η μαζική δράση από τα κάτω. Έτσι, ο Λένιν, παίρνοντας τον αυθορμητισμό ως δεδομένο, μπορούσε να γράφει «Δώστε μας μια οργάνωση επαναστατών και θα αναποδογυρίσουμε τη Ρωσία», ενώ η Λούξεμπουργκ έλεγε, κατ’ουσίαν, «Δώστε μας τον αυθορμητισμό των μαζών και θα έχουμε την επανάσταση.»
Επιπρόσθετα σε αυτούς τους γενικούς παράγοντες, η Λούξεμπουργκ επηρεαζόταν επίσης από τη συγκεκριμένη κατάσταση μέσα στο SPD. Το προφανές πρώτο βήμα προς την οικοδόμηση ενός γνήσιου επαναστατικού κόμματος στη Γερμανία θα έπρεπε να είναι ο σχηματισμός μιας φράξιας μέσα στο SPD. Όμως αυτό θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, καθώς αυτή θα είχε πολύ λίγη υποστήριξη για τις απόψεις της -ακόμη κι ο Λένιν δε θα υποστήριζε ένα τέτοιο τόλμημα πριν τον Αύγουστο του 1914. Το κύρος των δύο μεγάλων ηγετών του κόμματος, του Κάουτσκι ως θεωρητικού και του Μπέμπελ ως πρακτικού οργανωτή, ήταν πελώριο -πολύ μεγαλύτερο από εκείνο του Πλεχάνοβ, της μόνης συγκρίσιμης μορφής στη Ρωσία- και την επιρροή που η Λούξεμπουργκ όντως είχε στο Γερμανικό κίνημα την όφειλε, τουλάχιστον εν μέρει, στην ανοχή τους απέναντί της και στο γεγονός ότι ως το 1910 ήταν στραμμένη προς τον Κάουτσκι. Αυτό που η Ρόζα περισσότερο χρειαζόταν ήταν μια συμμαχία με το κέντρο του κόμματος για να πολεμήσει την απειλή του Μπερνσταϊνισμού.
Τέλος, υπήρχε το γεγονός ότι η ύπαρξη μιας φράξιας εγείρει πάντα χωρίς εξαίρεση το ζήτημα μιας διάσπασης και σε αυτό η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν τελείως ενάντια. Πάνω σ’αυτό, είναι πιθανό να ήταν επηρεασμένη από τη μοίρα του Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Κόμματος, μιας αρκετά μεγάλης ομάδας επαναστατών που διασπάστηκαν από το SPD στα 1891, κατηγορώντας το για ρεφορμισμό. Αυτό [το κόμμα -ΣτΜ] είχε μια πολύ μικρή διάρκεια ζωής πριν την πλήρη εξαφάνισή του. Μέχρι και το Γενάρη του 1917 η Λούξεμπουργκ επιχειρηματολογούσε ακόμη εναντίον μιας διάσπασης:

Όσο αξιέπαινη και κατανοητή η ανυπομονησία κι η πικρία που οδηγεί τόσα πολλά από τα καλύτερα στοιχεία να αφήσουν το κόμμα σήμερα, η φυγή παραμένει φυγή. Είναι μια προδοσία των μαζών που, ξεπουλημένες στην αστική τάξη, σφαδάζουν και ασφυκτιούν από τον στραγγαλισμό των Σάιντεμαν και Λέγκιεν******. Μπορεί κάποιος να αποχωρεί από μικρές σέκτες όταν δεν του ταιριάζουν πια, ώστε να ιδρύσει καινούργιες σέκτες. Δεν είναι τίποτε άλλο από ανώριμη φαντασίωση να θέλεις να απελευθερώσεις τη μάζα του προλεταριάτου από αυτόν τον βαρύ και τρομερό ζυγό της αστικής τάξης με μιαν απλή αποχώρηση, πιστεύοντας ότι έτσι θέτεις ένα τολμηρό παράδειγμα. Η απόρριψη από κάποιους των καρτών μέλους σαν μια ψευδαίσθηση απελευθέρωσης δεν είναι τίποτε άλλο από μια ψευδαίσθηση που έχει δημιουργηθεί στο κεφάλι του, ότι ενυπάρχει  δύναμη σε μια κάρτα μέλους. Και τα δύο είναι διαφορετικοί πόλοι του οργανωτικού κρετινισμού, της δομικής ασθένειας της παλιάς Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας.[34]

4. Η δύναμη και οι αδυναμίες της θέσης της

Έχουμε δείξει πώς η έμφαση της Λούξεμπουργκ στον αυθορμητισμό και η αντίληψή της για το ρόλο του κόμματος διέπονταν από τη συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση, αλλά η εξήγηση δεν αποτελεί δικαιολόγηση. Είναι αναγκαίο να κάνουμε επίσης μια εκτίμηση των απόψεών της, αναφορικά με τη δυνατότητά τους να λύσουν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η εργατική τάξη στην πάλη της για την εξουσία. Θα έπρεπε να ξεκινήσουμε εκθέτοντας τις αρετές της, καθώς οι ιδέες της απορρίπτονται συχνά από μαρξιστές, μόνο και μόνο στη βάση του κύρους του “Τι να κάνουμε;”.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε δίκιο ότι τα σημαντικότερα προχωρήματα στο πεδίο των τακτικών και των μεθόδων πάλης του προλεταριάτου δεν επινοούνται από καμία κεντρική επιτροπή ή ηγεσία, μα ανακαλύπτονται και δημιουργούνται από τους ίδιους τους εργάτες μέσα στη φωτιά της μάχης. Αυτό έχει φανεί ξανά και ξανά, τόσο σε μεγάλη κλίμακα, με την αυθόρμητη δημιουργία ενός νέου τύπου κράτους (η Παρισινή Κομμούνα∙ τα Ρωσικά σοβιέτ), όσο και μ’έναν παρόμοιο τρόπο στις καταλήψεις εργοστασίων και την επινόηση των κινητών απεργιακών φρουρών (Βρετανοί ανθρακωρύχοι και οικοδόμοι στα 1972).
Είχε δίκιο ότι η ταξική πάλη σε πλήρη εξέλιξη δεν επιτρέπει τον μηχανιστικό διαχωρισμό του οικονομικού και του πολιτικού και οι διατυπώσεις της πάνω σε αυτό το ζήτημα στο Μαζική Απεργία είναι μακράν πιο διαλεκτικές από μερικά αφηρημένα σχήματα στο “Τι να κάνουμε;”. Και πάλι οι πρόσφατοι αγώνες της Βρετανικής εργατικής τάξης φωτίζουν αυτό το σημείο θαυμάσια. Η ύπαρξη του Νόμου Εργοστασιακών Σχέσεων των Τόρις και το πάγωμα μισθών στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, σήμαινε πως αμιγώς συνδικαλιστικές, οικονομικές διεκδικήσεις όπως οι αγώνες των λιμενεργατών κατά της μεταφοράς με κοντέινερ στα 1972, η απεργία για συνδικαλιστική αναγνώριση στο εργοστάσιο Con-Mech στα 1973 και η απεργία των ανθρακωρύχων στα 1974, μετατράπηκαν αναπόφευκτα σε μαζικούς πολιτικούς αγώνες κατά του νόμου και της κυβέρνησης. Πράγματι, αφού οι μοντέρνες καπιταλιστικές κυβερνήσεις είναι σήμερα όλο και πιο αναγκασμένες να επεμβαίνουν στη βιομηχανία και να κάνουν κέντρο της όλης στρατηγικής τους τον περιορισμό των μισθών, ο πολιτικός κι ο οικονομικός αγώνας της εργατικής τάξης είναι στενότερα από ποτέ συνδεδεμένοι και αυτή η πλευρά της σκέψης της Λούξεμπουργκ γίνεται αυξανόμενα συναφής [με την πραγματικότητα -ΣτΜ].
Η Λούξεμπουργκ είχε δίκιο να προειδοποιεί για τις εγγενείς συντηρητικές τάσεις στην κορυφή σοσιαλιστικών κομμάτων κι ακόμη και μέσα στα κόμματα συνολικά, οι οποίες παράγονται λόγω απομόνωσης απ’τις δυναμικές πιέσεις που δρουν αδιόρατες στα βάθη της εργατικής τάξης. Ο ίδιος ο Λένιν, όπως έχουμε δει, το βίωσε αυτό μέσα στο Μπολσεβίκικο κόμμα στα 1905, όσο και στα 1917. Ένας σύγχρονος μαρξιστής, ο Ντάνκαν Χάλας, έχει εξηγήσει με σαφήνεια πώς μπορεί αυτό να συμβεί μέχρι και σε εργοστασιακό επίπεδο:

Μερικές φορές συμβαίνει ακόμη και οι καλύτεροι αγωνιστές να βρίσκουν τους εαυτούς τους προσπερασμένους από τα γεγονότα και να καταλαμβάνουν, για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα, μια θέση στα δεξιά από εργάτες προηγουμένως αδρανείς. Η εμπειρία είναι γνωστή σε ενεργούς συνδικαλιστές της βάσης. Συνθήματα κι αιτήματα που χτες ήταν αποδεκτά μόνο από τους πιο συνειδητούς ανθρώπους, μπορούν αρκετά ξαφνικά να γίνουν πολύ περιορισμένα για την πλειοψηφία, όταν ένας αγώνας αναπτυχθεί πέρα από το αναμενόμενο σημείο. Αναπότρεπτα, η μεγαλύτερη πείρα και γνώση των ακτιβιστών επιφέρει έναν ορισμένο κίνδυνο, κανονικά μέτριο, που όμως, σε μια ραγδαία μεταβαλλόμενη κατάσταση, μπορεί μερικές φορές να αποτελέσει πραγματικό εμπόδιο στην πρόοδο.[35]

Είχε επίσης δίκιο να αντιτάσσει στην αντίληψη του Λένιν για την εισαγωγή του σοσιαλισμού στην εργατική τάξη «από τα έξω», τον πελώριο ρόλο και τα επιτεύγματα του αυθορμητισμού. Το κόμμα δεν είναι ούτε η πηγή όλης της σοφίας ούτε ο παντοδύναμος διευθύνων σύμβουλος της ταξικής πάλης και υπάρχει ένα στοιχείο αλήθειας στην κατηγορία ότι ο Λένιν λύγιζε το κλωνί υπερβολικά προς την κατεύθυνση του βολονταρισμού (αν και, όπως έχουμε δείξει, αυτό ήταν επίσης, με μια έννοια, το μεγάλο του επίτευγμα).
Κατ’αυτόν τον τρόπο, σε μια σειρά σημείων, η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν κοντύτερα σε μια σωστή μαρξιστική ανάλυση απ’ότι ήταν ο Λένιν του 1901-04. [36] Δυστυχώς η αντίληψή της επίσης περιλάμβανε αποφασιστικές αδυναμίες που εκτέθηκαν καθαρά στην πορεία της ιστορίας. Είναι εύκολο να δούμε το μονόπλευρο των απόψεών της για τον αυθορμητισμό των μαζικών απεργιών. Ενώ τέτοιες απεργίες μπορούν -και συχνά το κάνουν- να ξεσπάσουν αυθόρμητα, τα πράγματα δεν είναι συνέχεια έτσι κι ούτε αυτό είναι πάντα πλεονέκτημα. Η Βρετανική Γενική Απεργία του 1926 το αποδεικνύει καλά. Όλη η δύναμη, η ενέργεια και η πρωτοβουλία για την απεργία ήρθε από τα κάτω, μα η απεργία ήταν σχεδιασμένη και καλεσμένη από την ηγεσία, το Γενικό Συμβούλιο της TUC* και, το πιο σημαντικό, ανακλήθηκε αποτελεσματικά από εκείνη την ηγεσία την κρίσιμη στιγμή. Τους μήνες πριν την απεργία, η Βρετανική άρχουσα τάξη προετοιμαζόταν πολύ προσεκτικά, εξίσου πολιτικά και στρατιωτικά, για την αναμέτρηση. Ξεκάθαρα, σε εκείνη την κατάσταση η μαρξιστική κριτική έπρεπε να προσανατολιστεί όχι στην ιδέα ότι η απεργία μπορούσε να σχεδιαστεί, αλλά εναντίον του Γενικού Συμβουλίου για την αποτυχία να σχεδιάσει και να προετοιμάσει επαρκώς, όταν ήταν γνωστό ότι ο εχθρός το έκανε. Όμως, αυτό ήταν ένα σχετικά μικρό λάθος, που η Λούξεμπουργκ ήταν άνετα ικανή να διορθώσει. [37] Πολύ σπουδαιότερο είναι το γεγονός ότι η στρατηγική της απέτυχε στην πολυσήμαντη δοκιμασία της ίδιας της Γερμανικής επανάστασης.
Κατά την πολυαναμενόμενη Γερμανική επανάσταση του 1918-19 η Ένωση Σπάρτακος της Ρόζας Λούξεμπουργκ (αρχικά σχηματισμένη ως μια φράξια μέσα στο SPD το 1916) αποδείχθηκε η μοναδική συνεπώς επαναστατική δύναμη στη Γερμανία. Μολαταύτα ήταν πολύ αδύναμη σε αριθμούς, πείρα και οργανωτική συνοχή για να επηρεάσει αποφασιστικά τα γεγονότα. Αντίθετα, παράδερνε συνέχεια μέσα στην επαναστατική θύελλα, ανίκανη να διαμορφώσει μια συνεκτική στρατηγική διαφορετική από τα επανειλημμένα καλέσματα για μαζική δράση και για τη μεταβίβαση όλης της εξουσίας στα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών. Ο Ράντεκ, παρών ως απεσταλμένος από τη Ρωσία, ανάφερε ότι στην έναρξη της επανάστασης οι Σπαρτακιστές δεν είχαν πάνω από πενήντα οργανωμένους ανθρώπους στο Βερολίνο [38] και μέχρι και στη Συνδιάσκεψη στην οποία η Ένωση Σπάρτακος ίδρυσε το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ένιωθε υποχρεωμένος να σχολιάσει: «Ακόμη δεν αισθανόμουν πως είχα μπροστά μου ένα κόμμα.»[39]
Μέχρι και ο πιο ένθερμος κι αβασάνιστος υποστηρικτής της Ρόζας Λούξεμπουργκ, ο Πάουλ Φρέλιχ, επιβεβαιώνει αυτή την εικόνα αδυναμίας (αν και δεν αναγνωρίζει την βλαβερή επίδραση αυτής της αδυναμίας στη στρατηγική): «Όταν η επανάσταση ήρθε, η Ένωση Σπάρτακος ήταν μονάχα μια ομοσπονδία τοπικών ομάδων που υπήρχαν σε σχεδόν όλες τις μεγαλύτερες πόλεις κι όχι ακόμη ένα πολιτικό κόμμα.» [40] Επιπρόσθετα υπέφερε από όλες τις «παιδικές ασθένειες» μιας νεαρής οργάνωσης. Η Λούξεμπουργκ και η Εκτελεστική παραμερίστηκαν από μια σοβαρή πλειοψηφία στην ιδρυτική συνδιάσκεψη του KPD, πάνω στο ερώτημα της συμμετοχής στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση. (Οι Μπολσεβίκοι είχαν ξεφορτωθεί τέτοιου είδους υπεραριστερισμό μια δεκαετία πριν τη δοκιμασία του 1917.) Ανίκανη να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο μέσα στα εργατικά συμβούλια, η Ένωση Σπάρτακος αναγκάστηκε σε μια ασταθή συμμαχία με το USPD (Ανεξάρτητοι Σοσιαλδημοκράτες, που είχαν διασπαστεί από το SPD το 1917) και τους Επαναστάτες Εμποροϋπαλλήλους και έπειτα έπρεπε να προσπαθεί να απεμπλακεί όταν οι τελευταίοι ταλαντεύτηκαν. Στο τέλος, παρά τα λόγια στο πρόγραμμά του ότι: «Η Ένωση Σπάρτακος δε θα αναλάβει ποτέ κυβερνητική εξουσία, εκτός αν αυτό συμφωνεί με τη σαφή και πρόδηλη επιθυμία της μεγάλης πλειοψηφίας των προλεταριακών μαζών στη Γερμανία», [41] παρασύρθηκε από τα γεγονότα και οδηγήθηκε σε μια απελπιστικά πρόωρη εξέγερση που κατέληξε στη συντριβή της επανάστασης και στη δολοφονία των Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ.
Η Λούξεμπουργκ αδιαμφισβήτητα είχε συνείδηση των λαθών που γίνονταν, αλλά ήταν ανίσχυρη να τα εμποδίσει. Έτσι, η αποτυχία της να συνδέσει τους προχωρημένους εργάτες σε ένα πειθαρχημένο ανεξάρτητο κόμμα πρωτοπορίας, τελικά της κόστισε τη ζωή της. Το ότι δεν είχε ξεκινήσει αυτήν την αποστολή όπως είχε ο Λένιν στα 1903, οφειλόταν ίσως σε αναπόδραστους ιστορικούς παράγοντες, αλλά το ότι αυτό δεν έγινε αργότερα ήταν εν μέρει μια συνειδητή απόφαση. Ο Νετλ καταγράφει ότι: «Οι ηγέτες του Σπάρτακου αποφάσισαν εσκεμμένα να παρακάμψουν κάθε συστηματική προσπάθεια δημιουργίας μιας οργάνωσης το 1918. Θεωρούσαν ότι οι επαναστατικές δυνατότητες την καθιστούσαν άσκοπη σπατάλη ενέργειας.»[42]
Το άλλο μεγάλο ελάττωμα στη στρατηγική της Λούξεμπουργκ ήταν η από μέρους της υποτίμηση της ικανότητας των ρεφορμιστών ηγετών να συγκρατήσουν και να αποπροσανατολίσουν την εργατική τάξη. Παρόλο που υπήρξε η πρώτη που συνέλαβε τις θεωρητικές επιπτώσεις του Μπερνσταϊνισμού και την παθητικότητα του Καουτσκικού κέντρου, ωστόσο απέτυχε να προβλέψει την παραλυτική και διχαστική επίδραση που αυτές οι τάσεις θα είχαν στην εργατική τάξη, ακόμη και καταμεσής των μαζικών δράσεων που λαχταρούσε. Στα 1913 έγραφε: «Ηγέτες που διστάζουν σίγουρα θα παραμεριστούν από τις εφορμούσες μάζες.» [43]
Όμως στην πραγματικότητα αυτό δεν αποδείχθηκε τόσο απλό. Αντίθετα, οι σοσιαλδημοκράτες στάθηκαν ικανοί να εκμεταλλευτούν την από καιρό καθιερωμένη αφοσίωση εκατομμυρίων εργατών για να σαμποτάρουν την επανάσταση. Ήταν εξαιτίας της αποτυχίας της να αδράξει αυτό το πρόβλημα αρκετά νωρίς, που η Λούξεμπουργκ δεν είδε την ανάγκη να παλέψει τον οπορτουνισμό οργανωτικά –δηλαδή, με διατάξεις στο κομματικό καταστατικό, με διάσπαση κλπ- όσο και μέσω της πολιτικής διαμάχης.

5. Οι θεωρητικές ρίζες των σφαλμάτων της

Έχουμε ήδη υποδείξει το υπόβαθρο των απόψεων της Λούξεμπουργκ και μπορεί κανείς να δει πώς μαζί η δύναμη κι οι αδυναμίες της θέσης της ήταν ιστορικά εξαρτημένες. Όμως τι γίνεται με τις θεωρητικές ρίζες των σφαλμάτων της; Για την πηγή αυτών των λαθών πρέπει να στραφούμε σε δύο αλληλένδετες περιοχές της σκέψης της: την ανάλυσή της για τη διαδικασία με την οποία το προλεταριάτο αναπτύσσει την επαναστατική του συνείδηση και την σύλληψή της για τη δυναμική της ίδιας της επανάστασης.
Για την επικρατούσα τάση της σοσιαλδημοκρατίας, η συνείδηση βλεπόταν ως αναπτυσσόμενη μέσω μιας αρμονικής διαδικασίας σταδιακής συσσώρευσης χωρίς αντιφάσεις και χωρίς ποσοτικά άλματα. Η έμφαση της Λούξεμπουργκ στον αυθορμητισμό των μαζών την τοποθετούσε μακρύτερα από όλους τους δυτικούς μαρξιστές απ’αυτή την ορθόδοξη άποψη, αλλά ακόμη δεν είχε σπάσει τελείως τον κύκλο. Δεν ήταν ότι υπερεκτιμούσε τα ύψη στα οποία οι εργάτες μπορούσαν να φτάσουν αυθόρμητα, μα ότι υπερεκτιμούσε την ομαλότητα με την οποία αυτή η διαδικασία μπορούσε να επέλθει. Αναγνώριζε καθαρά ότι μερικοί εργάτες είναι πιο ικανοί και θαρραλέοι από άλλους κι ότι μερικοί έχουν ένα ψηλότερο επίπεδο σοσιαλιστικής συνείδησης από άλλους. Αυτό που δεν κατανοούσε πλήρως ήταν πως μεταξύ του επαναστάτη εργάτη που επιθυμεί να ανατρέψει τον καπιταλισμό και τον λιγότερο προχωρημένο εργάτη που επιθυμεί να βελτιώσει τις συνθήκες του μέσα στον καπιταλισμό, υπάρχει μια ορισμένη αντίφαση (ωστόσο όχι μια ανεπίλυτη αντίφαση)∙ και ότι στη βάση αυτής της αντίφασης ανακύπτουν κόμματα που ισχυρίζονται ότι είναι κόμματα της εργατικής τάξης, μα που στ’αλήθεια λειτουργούν ως μεσάζοντες των αστών μέσα στο εργατικό κίνημα.
Ήταν εξαιτίας αυτού του κενού στη θεωρία της που απέτυχε να δει την αναγκαιότητα οργάνωσης των προχωρημένων επαναστατών εργατών ξεχωριστά και ανεξάρτητα, ούτως ώστε να αυξήσουν την επιρροή τους μέσα στην τάξη συνολικά και να εξοπλιστούν για την πάλη κατά των επιρροών του οπορτουνισμού και του ρεφορμισμού στην τάξη. Η υποτίμησή της για τις αρνητικές επιδράσεις των κακών ηγετών επίσης προκύπτει απ’αυτήν την πηγή. Γιατί αν η εργατική τάξη ριζοσπαστικοποιούταν όχι μόνο αυθόρμητα αλλά και ομοιόμορφα, τότε όντως «ηγέτες που διστάζουν θα παραμερίζονταν από τις εφορμούσες μάζες».[44]
Όσο για την αντίληψη της Λούξεμπουργκ για την επανάσταση, ένα σχόλιο του Τόνι Κλιφ μπορεί να εξυπηρετήσει ως σημείο αφετηρίας:

Ο κύριος λόγος για την από πλευράς Ρόζας Λούξεμπουργκ υπερεκτίμηση του παράγοντα του αυθορμητισμού και την υποεκτίμηση του παράγοντα της οργάνωσης, πιθανώς έγκειται στην αναγκαιότητα για τον τονισμό του αυθορμητισμού ως το πρώτο βήμα σε όλες τις επαναστάσεις, μπροστά στο καθήκον της άμεσης πάλης κατά του ρεφορμισμού. Από αυτό το ένα μόνο στάδιο στην πάλη του προλεταριάτου, εκείνη γενικεύει υπερβολικά πλατιά ώστε να συμπεριλάβει την πάλη συνολικά.[45]

Μπορούμε αυτό να το αναπτύξουμε παραπέρα λέγοντας ότι η Λούξεμπουργκ έτεινε να ταυτίζει τη μαζική απεργία (που συχνά συμπίπτει με το αυθόρμητο ξέσπασμα επαναστάσεων) με το αποκορύφωμα της ίδιας της επανάστασης. Στο Μαζική Απεργία έγραφε ως εξής:

Σήμερα όταν οι εργατικές τάξεις διαφωτίζονται στο σκοπό των επαναστατικών αγώνων, όταν πρέπει να παρατάξουν τις δυνάμεις τους και να μπουν επικεφαλής κι όταν η επανάσταση κατευθύνεται τόσο εναντίον της παλιάς κρατικής εξουσίας όσο και εναντίον της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, η μαζική απεργία εμφανίζεται ως το φυσικό μέσο στρατολόγησης των ευρύτερων προλεταριακών στρωμάτων στον αγώνα, όντας ταυτόχρονα ένα μέσο υπόσκαψης κι ανατροπής της παλιάς κρατικής εξουσίας και αναχαίτισης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης…
Η υπέρτατη μορφή προηγούμενων αστικών επαναστάσεων, η μάχη στα οδοφράγματα, η ανοιχτή σύγκρουση με την ένοπλη εξουσία του κράτους, αποτελεί στην επανάσταση του σήμερα μόνο το σημείο κλιμάκωσης, μόνο μια στιγμή στη διαδικασία της προλεταριακής ταξικής πάλης.[46]

Όμως στην πραγματικότητα, η γενική απεργία, όποια κι αν είναι τα μεγέθη, η δύναμη και η μαχητικότητά της, απλώς εγείρει το ερώτημα της εξουσίας –δεν το απαντά κι ούτε μπορεί. Μόνο η καταστροφή της παλιάς κρατικής εξουσίας μέσω της εξέγερσης μπορεί να το κάνει. Και η εξέγερση πρέπει, από την ίδια τη φύση της, να είναι οργανωμένη: πρέπει να είναι μία ενοποιημένη, ταυτόχρονη ενέργεια αποφασιστικών τμημάτων του προλεταριάτου, ετοιμασμένη μυστικά από πριν και κανονισμένη για ορισμένη ημερομηνία. Η εκτέλεσή της απαιτεί, επομένως, μια καλά στερεωμένη ιεραρχία με επιρροή και κύρος που εκτείνεται σε όλη την τάξη. Με άλλα λόγια, μια εξέγερση, όπως δείχθηκε από την ανάλυσή μας για την Οκτωβριανή Επανάσταση στο Κεφάλαιο 3, μπορεί να οργανωθεί επιτυχώς μόνο από το κόμμα -και όχι απλά από οποιοδήποτε είδος κόμματος, μα από ένα πειθαρχημένο κόμμα μάχης, ικανό να κινείται ως μονάδα.
Δε θα’ταν αλήθεια να πούμε ότι η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν αναλογίστηκε ποτέ το ζήτημα της εξέγερσης (έγραψε μια μικρή παμφλέτα πάνω σε αυτό το Γενάρη του 1906 [47]), αλλά αυτό αναφέρεται μόνο παρεμπιπτόντως στο Μαζική Απεργία και δεν υπάρχει απόδειξη ότι αντιμετώπισε ποτέ το πρόβλημα ευθέως ή ότι στοχάστηκε για τις επιπτώσεις του στη φύση του κόμματος. Αν το είχε κάνει, θα αναγκαζόταν να αναθεωρήσει την προπαγανδιστική της αντίληψη για το ρόλο του κόμματος (γιατί είναι ακριβώς με την εξέγερση που η ισορροπία μεταξύ προπαγάνδας και δράσης μέσα στο έργο του κόμματος, μετατοπίζεται αποφασιστικά προς όφελος της τελευταίας) κι επίσης τις απόψεις της για την πειθαρχία και τον συγκεντρωτισμό. Ο Λένιν, αντίθετα, είχε σχετίσει τη φύση της οργάνωσής του με την κατάληψη της εξουσίας απ’την αρχή.
Το πρόβλημα της εξέγερσης και του κόμματος επίσης σχετίζεται με την ανισομέρεια της συνειδητότητας του προλεταριάτου, μ’έναν τρόπο που’ναι ιδιαίτερα σχετικός με τη μοίρα της Ρόζας Λούξεμπουργκ στη Γερμανική Επανάσταση. Την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, που προκαλεί μερικά τμήματα της τάξης να μένουν πίσω από άλλα (και να συνεχίζουν να προσκολλούνται σε ρεφορμιστικά κόμματα), αποτελεί η παρώθηση που δίνει η επανάσταση στους προχωρημένους εργάτες να προσπαθήσουν να καταλάβουν την εξουσία πρόωρα. Ακριβώς αυτό συνέβη στη Ρώσικη Επανάσταση με τα «Ιουλιανά» και στη Γερμανική Επανάσταση με την Ταραχή του Γενάρη. Στη Ρωσία, όπως σημειώσαμε στο Κεφάλαιο 3, οι Μπολσεβίκοι ήταν ικανοί να αντιταχθούν ξεκάθαρα στην περιπέτεια, να την αποτρέψουν να κάνει υπερβολικά πολλή ζημιά, να διατηρήσουν την οργάνωσή τους και να προετοιμαστούν για τον επόμενο γύρο της μάχης. Στη Γερμανία, η Ένωση Σπάρτακος παρασύρθηκε από τα γεγονότα, ως την καταστροφή. Η διαφορά έγκειτο όχι στην «εξυπνάδα» ή το «ρεαλισμό» του Λένιν, σε αντίθεση με τον «επαναστατικό ρομαντισμό» της Ρόζας Λούξεμπουργκ, αλλά στην ύπαρξη ενός σκληραγωγημένου κόμματος με κύρος ανάμεσα στους προχωρημένους εργάτες στη Ρωσία και την απουσία του στη Γερμανία.

6. Μαρξ, Λένιν και Λούξεμπουργκ

Τα σημεία αναφοράς για οποιαδήποτε συνολική αποτίμηση της θεωρίας της Ρόζας Λούξεμπουργκ για το κόμμα, πρέπει απαραίτητα να είναι οι Μαρξ και Λένιν. Από πολλές απόψεις η Λούξεμπουργκ ήταν κοντύτερα στον Μαρξ απ’ότι ο Λένιν. Αυτή μοιραζόταν τα δυνατά σημεία του Μαρξ, την αντίθεσή του στο σεκταρισμό και την έμφασή του στη μαζική δραστηριότητα της εργατικής τάξης. Επίσης μοιραζόταν την αδυναμία του: μια υπεραισιόδοξη και συμπυκνωμένη οπτική της διαδικασίας με την οποία η τάξη-καθεαυτή μεταμορφώνει τον εαυτό της σε τάξη-για-τον-εαυτό-της -η υπόθεση πως η αντικειμενική οικονομική ενότητα της εργατικής τάξης θα οδηγούσε αυθόρμητα στην τελική πολιτική της ενότητα. Συνεπώς, μοιραζόταν με τον Μαρξ μια ορισμένη τάση στον φαταλισμό στη σφαίρα της οργάνωσης.Έχουμε ήδη σημειώσει ότι εναντίον του Λένιν δεν ήταν εντελώς λάθος στις πολεμικές του 1904, μα ο Λένιν ήταν ικανός, μέσω της εμπειρίας του 1905, να διορθώσει το μονόπλευρο των πρώιμων διατυπώσεών του κι έτσι να αξιοποιήσει το αποφασιστικό του προχώρημα πέρα απ’τον Μαρξ, ενώ η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν ήταν.  Αν είχε ζήσει για να αφομοιώσει την εμπειρία της Γερμανικής Επανάστασης και να προβληματιστεί πάνω της, είναι δυνατό, πραγματικά πιθανό, να είχε επιτύχει αυτή τη διόρθωση.

Έτσι εχόντων των πραγμάτων, η θεωρία της Ρόζας Λούξεμπουργκ για το κόμμα και τη σχέση του με την εργατική τάξη παραμένει ένα χρήσιμο όπλο για το εργατικό κίνημα, το οποίο σε όλον τον κόσμο έχει υποφέρει δεκαετίες γραφειοκρατικής επικυριαρχίας από τη σοσιαλδημοκρατία όπως και τον Σταλινισμό. Όμως τελικά, αποτελεί ένα χρήσιμο όπλο μόνο στο βαθμό που ενσωματώνεται μέσα στο πλαίσιο του Λενινισμού. Ως μια εναλλακτική στον Λενινισμό, ο Λουξεμπουργκισμός πρέπει να κριθεί άκυρος.

* αναφέρεται στους Ναρόντνικους και την εφημερίδα τους «Λαϊκή Θέληση»

** είδος δερμάτινου μαστίγιου με μεταλλικές απολήξεις, όργανο βασανισμού στη Ρωσία του Τσάρου

*** φεντεραλισμός: η αντίληψη της ομοσπονδιακής οργάνωσης

**** Ο Μπ.Ντ. Βολφ (Γενάρης 1896-Φλεβάρης 1977), παλιό πατριωτικό μέλος του ΚΚ ΗΠΑ, εξελίχθηκε τη δεκαετία του ’50 σε στέλεχος του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ.

***** Ούλριχ βον Χούτεν (Απρίλης 1488-Αύγουστος 1523), λουθηρανός θεολόγος που εκστράτευσε κατά των παπικών στρατευμάτων στη Δυτική Γερμανία και ηττήθηκε.

******-Λέγκιεν Καρλ (Δεκέμβρης 1861, Μαρίενμπουργκ – Δεκέμβρης 1920, Βερολίνο). Σοσιαλδημοκράτης ηγέτης των εργατικών συνδικάτων που στήριξε τον Α’ Παγκόσμιο και προσπάθησε να καταπνίξει το κίνημα των γερμανικών σοβιέτ χρησιμοποιώντας συμφωνίες με τους μεγάλους καπιταλιστές (Στίνες, Ζίμενς κ.α.) το Νοέμβρη του 1919.

-Σάιντεμαν Φίλιπ (Ιούλης 1865, Κάσελ – Νοέμβρης 1939, Κοπενγχάγη). Γερμανός πολιτικός του SPD. Δεύτερος καγκελάριος της αστικής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που στήθηκε σε συμμαχία με δεξιά αστικά κόμματα επάνω στο αιματοκύλισμα της εξέγερσης των σπαρτακιστών και της Γερμανικής Επανάστασης των επόμενων ετών.

******* Trade Union Congress, η βρετανική εργατική συνομοσπονδία

 

Παραπομπές

[1] Ήταν η συνεχής εμπλοκή της Ρόζας Λούξεμπουργκ στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας (SDKPL) που εξηγεί την ιδιαίτερη ανησυχία της για τη Ρωσία, αφού η Πολωνία ήταν τότε μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

[2] Αυτή δημοσιεύτηκε στα Αγγλικά υπό τον παραπλανητικό τίτλο «Λενινισμός ή Μαρξισμός;», στο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η Ρωσική Επανάσταση και Λενινισμός ή Μαρξισμός;, συνταγμένο και προλογισμένο από τους Μπέρτραμ Ντ. Βολφ, Αν Άρμπορ 1971.

[3] στο ίδιο σ.82-83.

[4] στο ίδιο σ.83.

[5] στο ίδιο

[6] στο ίδιο σ.85.

[7] στο ίδιο σ.86.

[8] στο ίδιο σ.88.

[9] στο ίδιο

[10] στο ίδιο σ.89.

[11] στο ίδιο σ.91.

[12] στο ίδιο σ.94.

[13] στο ίδιο

[14] στο ίδιο σ.104.

[15] στο ίδιο σ.103.

[16] στο ίδιο

[17] στο ίδιο σ.108.

[18] στο ίδιο σ.185.

[19] στο ίδιο σ.188.

[20] στο ίδιο σ.69-71.

[21] στο ίδιο σ.85.

[22] Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Μαζική Απεργία, Κόμμα και Συνδικάτα», στο Μαίρη Άλις Γουότερς (συντ.), Η Ρόζα Λούξεμπουργκ Ομιλεί, Νέα Υόρκη 1970, σ.207-208.

[23] Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Η Παμφλέτα Γιούνιους», στο Μαίρη Άλις Γουότερς (συντ.), ο.π. σ.207-208.

[24] Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Μαζική Απεργία, Κόμμα και Συνδικάτα», ο.π. σ.189.

[25] Τζ.Π. Νετλ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τομ.1, Λονδίνο 1966, σ.265.

[26] Μπέρτραμ Ντ. Βολφ, «Εισαγωγή» στη Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η Ρωσική Επανάσταση και Μαρξισμός ή Λενινισμός;, ο.π. σελ 1. Αυτή η οπτική έχει ορισμένους περίεργους και ετερογενείς υποστηρικτές, συμπεριλαμβανομένων Σταλινικών, για τους οποίους κάθε κριτική στον Λένιν ήταν ισοδύναμη με αίρεση και για τους οποίους η έμφαση της Λούξεμπουργκ στον αυθορμητισμό της εργατικής τάξης αντιπροσώπευε όχι μόνο μια παρέκκλιση μα επίσης μια απειλή. (Για έναν απολογισμό της Λούξεμπουργκ στα χέρια Σοβιετικών και Ανατολικοευρωπαίων ιστορικών δες Τζ.Π. Νετλ, ο.π. τομ. ΙΙ, Κεφάλαιο XVIII και Τρότσκι, «Κάτω τα χέρια από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ», της Μαίρη Άλις Γουότερς (συντ.), ο.π. σ.441-50)∙ και ποικίλων αναρχικών, αναρχοσυνδικαλιστών και «Λουξεμπουργκικών» που αναζήτησαν το σχηματισμό ομάδων ή κινημάτων ανεξάρτητων από τον Σταλινισμό ή τον Τροτσκισμό. (Δες Τρότσκι, «Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και η Τέταρτη Διεθνής», της Μαίρη Άλις Γουότερς (συντ.), ο.π. σελ 451-54).

[27] Αυτή η κριτική κάποιων πλευρών της Μπολσεβίκικης πολιτικής στη Ρωσική Επανάσταση γράφτηκε από την Λούξεμπουργκ στη φυλακή το 1918 και ποτέ δε δημοσιεύτηκε κατά τη διάρκεια της ζωής της. Δεν είδε το φως της μέρας μέχρι που τη δημοσίευσε ο Πάουλ Λέβι στα 1921, όταν αποτάχθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή.

[28] Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η Ρωσική Επανάσταση και Λενινισμός ή Μαρξισμός;, ο.π. σ.80.

[29] Ο ισχυρισμός του Βόλφ ότι η Λούξεμπουργκ αντιτίθετο στον σχηματισμό της Τρίτης Διεθνούς είναι, ως συνήθως, βασισμένος στην παραπλανητική ανάδειξη σε ζήτημα αρχής, μιας διαφωνίας τακτικής για το συγχρονισμό.

[30] Παρατίθεται στο Πάουλ Φρέλιχ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λονδίνο 1972, σ.140.

[31] Δες Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η Ρωσική Επανάσταση και Λενινισμός ή Μαρξισμός;, ο.π. σ.93.

[32] Αυτοί οι αριθμοί υπολογίζονται από τα απεργιακά στατιστικά στο Sozialgeschichtliches Arbeitsbuch, Materialien zur Statistik des Kaiserreichs 1870-1914, Μόναχο 1975, σ.132.

[33] Νούμερα από Τρότσκι, Η Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, Λονδίνο 1977, σ.59

[34] Παρατίθεται στο Τόνι Κλιφ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λονδίνο 1959, σ.52.

[35] Ντάνκαν Χάλας, «Ο Δρόμος προς τα Εμπρός», στο Τζον Πάλμερ και Νάιτζελ Χάρις (συντ.), Παγκόσμια Κρίση, Λονδίνο 1971, σ.266.

[36] Για ένα μαρξιστή που παίρνει παρόμοια θέση δες Τόνι Κλιφ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο.π. σ.45.

[37] Θα έπρεπε να σημειωθεί ότι όταν, στα 1910, η Γερμανική εργατική τάξη ξεκίνησε τη μάχη για το ίσο εκλογικό δικαίωμα, η ίδια η Λούξεμπουργκ «απαιτούσε η Εκτελεστική του Κόμματος να επεξεργαστεί ένα μεγάλο σχέδιο δράσης». Πάουλ Φρέλιχ, ο.π. σελ 171.

[38] Βλ. Τζ.Π. Νετλ, Τομ.ΙΙ, ο.π. σ.747.

[39] στο ίδιο σ.752.

[40] Πάουλ Φρέλιχ, ο.π. σ.279.

[41] στο ίδιο σ.270.

[42] Τζ.Π. Νετλ, Τομ.ΙΙ, ο.π. σ.724.

[43] Παρατίθεται στο Πάουλ Φρέλιχ, ο.π. σ.143.

44] Μόλις συλλάβουμε αυτή τη θεμελιώδη αδυναμία, πολλά από τα άλλα λάθη της Ρόζας Λούξεμπουργκ συνταιριάζονται –για παράδειγμα, η αντίθεσή της στο δικαίωμα των εθνών να αυτοπροσδιορίζονται και στην Μπολσεβίκικη πολιτική της γης στους αγρότες. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις, ήταν η ανομοιόμορφη ανάπτυξη της σοσιαλιστικής συνείδησης μέσα στις μάζες που υπαγόρευε την τακτική των Μπολσεβίκων και σε αμφότερες τις περιπτώσεις η Λούξεμπουργκ απέτυχε να το καταλάβει.

[45] Τόνι Κλιφ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο.π. σ.43.

[46] Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Μαζική Απεργία, Πολιτικό Κόμμα και Συνδικάτα», ο.π. σ.202.

[47] Για αποσπάσματα από την παμφλέτα και μια συζήτηση για αυτήν, δες Πάουλ Φρέλιχ ο.π. σ.102-108. Δυστυχώς ο Φρέλιχ κάνει μια μη πειστική προσπάθεια να εξισώσει τις απόψεις της Λούξεμπουργκ για την εξέγερση με αυτές του Λένιν.

 




Ο Μαρξισμός και το Κόμμα- 3ο κεφάλαιο

Του Τζον Μόλινιου (1978)

Μετάφραση Βασίλης Μορέλλας (3ο κεφάλαιο)

https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/

(τα έντονα μαυρισμένα γράμματα είναι παρέμβαση του διαχειριστή του σάιτ και του μεταφραστή, όχι του συγγραφέα)

 

κεφάλαιο 3-Λένιν: από το Ρωσικό Μπολσεβικισμό στην Κομμουνιστική Διεθνή

 

Όπως έχουμε δείξει, ως το 1904 ο Λένιν είχε αναπτύξει έναν αριθμό ιδεών που συνιστούσαν οριστικό προχώρημα πάνω στην γενικά αποδεκτή άποψη για το κόμμα. Εξαιτίας αυτού και λόγω της ιστορικής συνέχειας της Μπολσεβίκικης φράξιας από τη διάσπαση του 1903 ως την επανάσταση του 1917, έχει συχνά διατυπωθεί η υπόθεση πως ο Λένιν είχε σχεδόν από την πρώτη στιγμή, τη δική του σαφώς επεξεργασμένη θεωρία για το κόμμα, πολύ διακριτή από εκείνη της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση. Αλλά αυτό ισοδυναμεί με το λάθος να διαβλέπει στο παρελθόν ιδέες που έγιναν ξεκάθαρες πολύ αργότερα. Στην πραγματικότητα ο Λένιν, σε αυτό το στάδιο, δεν είχε επίγνωση ότι απέκλινε θεμελιωδώς από τη σοσιαλδημοκρατική ορθοδοξία. Ταύτιζε του Μενσεβίκους με το Μπερνσταϊνικό «ρεβιζιονισμό» και τον εαυτό του με την επικρατούσα τάση Μπέμπελ-Κάουτσκι του SPD.

Οι παραθέσεις από τον Κάουτσκι, ως την κύρια μαρξιστική αυθεντία, συγκροτούν λεγεώνες αυτόν τον καιρό στα έργα του Λένιν και παραμένουν έτσι κατά τη διάρκεια όλης της προπολεμικής περιόδου. Μέχρι και η τάση του Κάουτσκι να ευνοεί τους Μενσεβίκους δεν επιτρέπεται να επηρεάσει αυτή την γνώμη∙ αυτό πάντα αποδίδεται στην άγνοια του Κάουτσκι για την πραγματική κατάσταση στη Ρωσία.[i] Ακόμη και τόσο αργά όσο τον Αύγουστο του 1913, ο Λένιν μπορεί να αναφέρεται στον Μπέμπελ ως ένα «πρότυπο ηγέτη των εργατών»[ii] και να τον επαινεί ως τον εκπονητή «των στοιχειωδών στην κοινοβουλευτική τακτική για τη Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, τακτική που ποτέ δεν παραχώρησε ούτε μια ίντσα στον εχθρό… (και) πάντα κατευθύνεται στην επίτευξη του τελικού σκοπού».[iii] Αναφορικά με τη διόραση του συντηρητισμού του SPD, όχι μόνο η Λούξεμπουργκ, η οποία παρακολουθούσε τους ηγέτες του από πρώτο χέρι, μα επίσης κι ο Τρότσκι ήταν μακράν πιο μπροστά από τον Λένιν. Από το 1906 ο Τρότσκι προειδοποιούσε πως:

 

Τα Ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα, ιδιαίτερα το μεγαλύτερο από αυτά, το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, έχουν αναπτύξει τον συντηρητισμό τους σε αναλογία με τις μάζες που έχουν αγκαλιάσει τον σοσιαλισμό και τόσο περισσότερο όσο αυτές οι μάζες έχουν οργανωθεί και πειθαρχηθεί. Ως συνέπεια αυτού, η σοσιαλδημοκρατία, ως οργάνωση που ενσαρκώνει την πολιτική πείρα του προλεταριάτου, μπορεί σε μια ορισμένη στιγμή να μετατραπεί σε άμεσο εμπόδιο για το άνοιγμα της σύγκρουσης μεταξύ εργατών και αστικής αντίδρασης. [iv]

 

Αυτό το σημείο τονίζεται ως μια διόρθωση στην ευρέως διαδεδομένη τάση να υπερβάλλεται η «ενότητα» της σκέψης του Λένιν, ώστε να φτιαχτεί από τις ιδέες του ένα πλήρως συνεπές σύστημα στο οποίο τα πάντα, από την αρχή ως το τέλος, ταιριάζουν κομψά στη θέση τους.[v] Όπως ο Τρότσκι σχολίαζε μια φορά: «Αν ο Λένιν το 1903 είχε καταλάβει και διατυπώσει όλα όσα απαιτούνταν για τους ερχόμενους καιρούς, τότε το υπόλοιπο της ζωής του θα αποτελούταν μόνο από επαναλήψεις. Στην πραγματικότητα το πράγμα δεν ήταν καθόλου έτσι.»[vi] Υπάρχει ένα μεγάλο κενό ανάμεσα στην κομματική θεωρία του Λένιν στα 1903-04 και σε εκείνη του 1919 κατά την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Λένιν ανάπτυξε εκείνη τη θεωρία, όχι μονομιάς, μα διαμέσου μιας σειράς αποκρίσεων και γενικεύσεων στην πορεία της ταξικής πάλης. Συνεπώς, όπως και με τον Μαρξ, η κατανόηση εκείνης της θεωρίας δεν μπορεί να αποσπαστεί από ένα ή δύο κείμενα-κλειδιά, αλλά πρέπει να εξαχθεί από μια εξέταση της συνολικής πρακτικής του Λένιν.

 

  1. Ο αντίκτυπος του 1905

 

Μετά τη διάσπαση του 1903, το επόμενο συμβάν που είχε μείζονα αντίκτυπο στη θεωρία του Λένιν για το κόμμα, ήταν η επανάσταση του 1905. Η πρώτη συνέπεια του 1905 ήταν να βαθύνει τη διάσπαση μεταξύ Μπολσεβίκων και Μενσεβίκων. Αρχικά η διαίρεση είχε να κάνει μόνο με την οργάνωση, φαινομενικά άσχετη με ζητήματα προγράμματος ή στρατηγικής, αλλά τώρα αναδύθηκε μια κεφαλαιώδης απόκλιση αναφορικά με την εκτίμηση των καθοδηγητικών δυνάμεων της επανάστασης. Ο Λένιν, όπως έχουμε υποδείξει παραπάνω, δεχόταν την αστική φύση της επανάστασης, αλλά, λόγω της συντηρητικής, αδύναμης και δειλής φύσης της Ρώσικης αστικής τάξης, επέμενε ότι η αστική επανάσταση θα’πρεπε να γίνει από το προλεταριάτο σε συμμαχία με την αγροτιά. Προσπαθώντας να συμπήξει αυτήν τη θέση για το σκοπό της επαναστατικής δράσης, ο Λένιν ισχυριζόταν ότι οι σοσιαλδημοκράτες όφειλαν να εργαστούν για να σπάσουν την επιρροή των αστών φιλελεύθερων (Καντέ κλπ) πάνω στην αγροτιά και μετά να μεθοδεύσουν μια κοινή προλεταριακή-αγροτική εξέγερση για την ανατροπή της αυταρχίας. Απόρροια ενός πετυχημένου ξεσηκωμού θα ήταν μια προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση, αποτελούμενη από το κόμμα των επαναστατημένων εργατών (τη Σοσιαλδημοκρατία) και το κόμμα της επαναστατημένης αγροτιάς (τους Σοσιαλεπαναστάτες) που θα εκπροσωπούσαν τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς». Μετά από μια σύντομη περίοδο ενεργητικών μέτρων για να σαρωθεί κάθε υπόλειμμα της φεουδαρχίας, η προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση θα συγκαλούσε μια συντακτική συνέλευση, που λόγω της αγροτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού θα ήταν αναπότρεπτα αντι-σοσιαλιστική και οι σοσιαλδημοκράτες θα γίνονταν τότε ένα κόμμα αντιπολίτευσης, ηγούμενο του αγώνα για τον σοσιαλισμό. Με αυτόν τον τρόπο, υποστήριζε ο Λένιν, η Ρώσικη επανάσταση θα ήταν ολοκληρωμένη (όπως στη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, παρά ένας άθλιος συμβιβασμός όπως στη Γερμανία το 1848) και θα διασφάλιζε τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις για τις μελλοντικές μάχες του προλεταριάτου.[vii]

Οι Μενσεβίκοι ωστόσο, απέρριπταν αυτήν την προοπτική. Όλο και περισσότερο έτειναν προς την άποψη πως επειδή η επανάσταση ήταν αστική, η καθοδηγητική της δύναμη έπρεπε να είναι η αστική τάξη, και ανέθεταν μόνο έναν συμπληρωματικό ρόλο  στο προλεταριάτο. Η δουλειά των σοσιαλδημοκρατών ήταν να πιέζουν τους αστούς φιλελεύθερους έτσι ώστε να τους «επαναστατικοποιήσουν», μα την ίδια στιγμή να μην τους τρομάξουν. Αυτοί απέρριπταν τη φόρμουλα της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» και την συμμετοχή σε μια προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση, γιατί πιθανώς θα «προκαλούσαν την απόσυρση των αστικών τάξεων από την επανάσταση και γι’αυτό την ελάττωση της σαρωτικής της δύναμης».[viii] Κατά τη διάρκεια της ανόδου της επανάστασης, οι Μενσεβίκοι παρασύρθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τα γεγονότα, μα μόλις το κίνημα άρχισε να υποχωρεί, όλο και περισσότερο άρχιζαν να εκφράζουν μεταμέλεια για τις ακραίες θέσεις και δράσεις στις οποίες είχαν σπρωχτεί -μια διαδικασία που αποκορυφώθηκε στη διαβόητη παρατήρηση του Πλεχάνοβ, «Δε θα έπρεπε να έχουμε πάρει τα όπλα.»[ix]

Η παρατήρηση των χειρισμών των Μενσεβίκων από τον Λένιν, τον έπεισε για την σύνδεση μεταξύ οπορτουνισμού στην οργάνωση και οπορτουνισμού στις πολιτικές. Γι’αυτό, παρόλο που η κοινή δράση Μπολσεβίκων και Μενσεβίκων εργατών στους επαναστατικούς αγώνες παρήγαγε μεγάλες πιέσεις για ενοποίηση, στις οποίες ο Λένιν επίσημα συναινούσε*, γινόταν πιο αποφασισμένος από ποτέ να ενδυναμώσει την ανεξάρτητη οργάνωση της δικής του τάσης. Στο άρθρο του, στα 1910, πάνω στο «Ιστορικό νόημα της εσωκομματικής πάλης στη Ρωσία», είναι πάνω στο θέμα του ρόλου του προλεταριάτου στην επανάσταση που ο Λένιν εστιάζει, γράφοντας ότι «ο Μπολσεβικισμός ως τάση πήρε οριστικό σχήμα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1905».[x]

Η δεύτερη συνέπεια της επανάστασης ήταν να αναδείξει μια μετατόπιση έμφασης στην αντίληψη του Λένιν για τη σχέση ανάμεσα στο κόμμα και την τάξη. Στο Τι να κάνουμε; ο Λένιν είχε δικαιολογήσει την άποψή του για το κόμμα με το επιχείρημα ότι ο σοσιαλισμός έπρεπε να εισαχθεί στην εργατική τάξη «από τα έξω» και ότι αυθόρμητα η εργατική τάξη δε μπορούσε να υψωθεί πάνω από το επίπεδο του συνδικαλισμού. Ενόψει των πελώριων και αυθόρμητων επαναστατικών επιτευγμάτων της Ρωσικής εργατικής τάξης, ο τόνος των γραπτών του Λένιν αλλάζει εντελώς.

 

Δεν υπάρχει η παραμικρότερη αμφιβολία πως η επανάσταση θα διδάξει “σοσιαλδημοκρατισμό” στις μάζες των εργατών στη Ρωσία… Μια τέτοια ώρα η εργατική τάξη αισθάνεται μια ενστικτώδη παρόρμηση για ανοιχτή επαναστατική δράση.[xi]

Η εργατική τάξη είναι ενστικτωδώς, αυθόρμητα σοσιαλδημοκρατική.[xii]

 

Είναι τώρα που ο Λένιν σημειώνει «πως το στοιχειακό ένστικτο του εργατικού κινήματος μπορεί να διορθώνει τις συλλήψεις των μεγαλύτερων μυαλών»[xiii] και από αυτό το σημείο και μετά γίνεται επιφυλακτικός για τις διατυπώσεις του Τι να κάνουμε; «Το Τι να κάνουμε;», γράφει στα 1907, «είναι μια αντιφατική διόρθωση «οικονομιστικών» διαστρεβλώσεων και θα ήταν να λάθος να ιδωθεί η παμφλέτα υπό οποιοδήποτε άλλο φως».[xiv] Αυτή η επανεκτίμηση δεν εμπεριείχε, ωστόσο, μια επιστροφή στην αυθορμητίστικη ή φαταλιστική στάση προς τα καθήκοντα του κόμματος -αντίθετα ήταν ακριβώς σε αυτό το σημείο που ο Λένιν επιτέθηκε πιο δυνατά στους Μενσεβίκους. «Καλοί διαδηλωτές, μα κακοί ηγέτες, αυτοί μειώνουν την υλιστική αντίληψη της ιστορίας αγνοώντας τον ενεργό, ηγετικό και καθοδηγητικό ρόλο στην ιστορία που μπορεί και πρέπει να παιχτεί από κόμματα που κατανοούν τα υλικά προαπαιτούμενα της επανάστασης και που έχουν τοποθετήσει τον εαυτό τους στην κεφαλή των προοδευτικών τάξεων.»[xv] Η ρήξη με τον οικονομίστικο φαταλισμό που είχε επιτευχθεί στο Τι να κάνουμε; και το Ένα Βήμα Εμπρός, Δύο Βήματα Πίσω διατηρείται και αναπτύσσεται, αλλά απελευθερώνεται από το ελιτίστικο θεμέλιο που ο Λένιν της είχε δώσει στην αρχή. Οι διατυπώσεις στο Δύο Τακτικές είναι εξόχως διαλεκτικές. «Αναμφίβολα, η επανάσταση θα διδάξει εμάς και θα διδάξει τις μάζες του λαού. Αλλά το ερώτημα που τώρα αντικρίζει ένα μαχητικό πολιτικό κόμμα είναι: εμείς θα γίνουμε ικανοί να διδάξουμε τίποτα στην επανάσταση;»[xvi]

Το επακόλουθο αυτής της θεωρητικής μετατόπισης ήταν ο αγώνας του Λένιν, μέσα στην Μπολσεβίκικη φράξια, κατά της επιρροής των «επαγγελματιών επαναστατών» ή των «ανθρώπων των επιτροπών» στους οποίους είχε δώσει τόσο πολύ έμφαση ένα-δυο χρόνια νωρίτερα. Στην προεπαναστατική περίοδο της μυστικής δραστηριότητας αυτοί οι «επίτροποι» παρείχαν την απαραίτητη σταθερότητα και ειδημοσύνη για να εδραιωθεί στέρεα το κόμμα σε τέτοιες δύσκολες περιστάσεις, αλλά επίσης έγιναν θύμα ενός ορισμένου ρουτινιάρικου αυτοματισμού που αποκάλυψε τα αντιδραστικά χαρακτηριστικά του με την έλευση της επανάστασης. Συγκεκριμένα, αυτοί αποτελούσαν απτή ενσάρκωση της θεωρίας της «μεταφοράς του σοσιαλισμού στην εργατική τάξη από τα έξω» και ως τέτοιοι συνήθιζαν να έχουν μια υπεροπτική στάση προς τους εργάτες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πρακτικά καθόλου εργάτες στις επιτροπές των Μπολσεβίκων. Το ζήτημα ανάδειξης εργατών στις επιτροπές αναφάνηκε στο τρίτο συνέδριο των Μπολσεβίκων τον Απρίλη του 1905. Η Κρούπσκαγια έχει περιγράψει τη διαμάχη:

 

Ο Βλάντιμιρ Ίλιτς υπερασπίστηκε σθεναρά την ιδέα συμπερίληψης εργατών. Οι άνθρωποι του εξωτερικού, ο Μπογκντάνοβ και οι συγγραφείς ήταν επίσης υπέρ. Οι Κομιτέτσικς (άνθρωποι των επιτροπών) ήταν κατά. Και οι δυο πλευρές εξάφθηκαν πολύ…

Στο λόγο του σε αυτή τη συζήτηση ο Βλάντιμιρ Ίλιτς είπε: «Νομίζω ότι θα’πρεπε να αναλογιστούμε το ερώτημα πλατύτερα. Το να φέρεις εργάτες στις επιτροπές δεν είναι ένα μόνο εκπαιδευτικό, αλλά ένα πολιτικό καθήκον. Οι εργάτες έχουν ένα ταξικό ένστικτο κι ακόμη και με λίγη πολιτική πείρα γίνονται πολύ γρήγορα αμετακίνητοι Σοσιαλδημοκράτες. Θα ήθελα πάρα πολύ να δω οχτώ εργάτες στις επιτροπές μας για κάθε δύο διανοούμενους…»

Όταν ο Μιχαήλκοβ (Πεστολόβσκι) είπε, «οπότε στην πρακτική δουλειά πολύ μικρές απαιτήσεις υπάρχουν για διανοούμενους, μα εξαιρετικά μεγάλες απαιτήσεις υπάρχουν για εργάτες», ο Βλάντιμιρ Ίλιτς κραύγασε: «Αυτό είναι απολύτως σωστό!» Η αναφώνησή του πνίχτηκε από μια χορεία «Όχι σωστό!» από τους Κομιτέτσικς. Όταν ο Ρουμγιάνστιεβ είπε «Υπάρχει μόνο ένας εργάτης στην επιτροπή της Πετρούπολης, παρόλο που η δουλειά συνεχίζεται εδώ και δεκαπέντε χρόνια» ο Βλάντιμιρ Ίλιτς φώναξε: «Τι αίσχος».[xvii]

 

Η διαμάχη γύρω από την εργατική ανάμειξη στις επιτροπές, πάνω στην οποία, παρεμπιπτόντως, ο Λένιν ηττήθηκε από το συνέδριο, υπήρξε μία μόνο πλευρά της πάλης του Λένιν κατά του συντηρητικού σεκταρισμού στις τάξεις των Μπολσεβίκων. Ένα άλλο ζήτημα πάνω στο οποίο συγκρούσθηκε με τους υποστηρικτές του, ήταν η στάση του κόμματος προς το σοβιέτ. Ο Τρότσκι, ο πρόεδρος του σοβιέτ, έχει περιγράψει την αρχική αντίδραση των Μπολσεβίκων σε αυτόν τον ιστορικό οργανισμό.

 

Η Επιτροπή Πετρούπολης των Μπολσεβίκων αρχικά τρόμαξε με ένα τέτοιο νεωτερισμό σαν τη μη κομματική εκπροσώπηση των μαχόμενων μαζών και δεν μπόρεσε να βρει τίποτε καλύτερο να κάνει απ’το να παρουσιάσει στο σοβιέτ ένα τελεσίγραφο: άμεσα να υιοθετήσει ένα Σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα ή να διαλυθεί. Το σοβιέτ της Πετρούπολης ως σύνολο, συμπεριλαμβανομένου και του αποσπάσματος Μπολσεβίκων εργατών, αγνόησε αυτό το τελεσίγραφο χωρίς να κουνήσει βλεφαρίδα.[xviii]

 

Ακόμη και από το εξωτερικό, ο Λένιν είδε τη στειρότητα μιας τέτοιας προσέγγισης και  αντιτάχθηκε σε αυτήν με ένα γράμμα προς την εφημερίδα του κόμματος Νοβάγια Ζιζν**, στο οποίο ισχυριζόταν ότι το ζήτημα δεν ήταν σοβιέτ ή κόμμα, μα «και Σοβιέτ Εργατικών Αντιπροσώπων και κόμμα»[xix] και ότι θα ήταν ασύνετο για το σοβιέτ «να προσχωρήσει σε οποιοδήποτε μοναδικό κόμμα».[xx] «Στο μυαλό μου», έγραφε ο Λένιν, «το Σοβιέτ Εργατικών Αντιπροσώπων, ως ένα επαναστατικό κέντρο που παρέχει πολιτική ηγεσία, δεν είναι πολύ πλατύ για οργάνωση, μα αντίθετα, μια πολύ συγκεκριμένων καθηκόντων οργάνωση. Το σοβιέτ πρέπει να αυτοανακηρυχθεί προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση ή να σχηματίσει μια τέτοια κυβέρνηση.»[xxi]

Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των «επιτρόπων» και του Λένιν ήταν πως οι πρώτοι επιθυμούσαν να εφαρμόσουν στην επανάσταση την έννοια του κόμματος που είχε λειτουργήσει στην προεπαναστατική περίοδο, ενώ ο Λένιν ήθελε να αναδιοργανώσει τελείως το κόμμα έτσι ώστε να αγκαλιάσει νέες δυνάμεις και να αντιμετωπίσει τα νέα καθήκοντα που ξεπετάχτηκαν από την επανάσταση.

 

Αν αποτύχουμε να δείξουμε γενναία πρωτοβουλία στην σύσταση νέων οργανώσεων, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε ως ανεδαφικές όλες τις αξιώσεις για τον ρόλο της πρωτοπορίας. Αν σταματήσουμε ανήμποροι στα κεκτημένα όρια, σχήματα και περιορισμούς των επιτροπών, ομάδων, συνεδριάσεων και κύκλων θα αποδείξουμε μονάχα τη δική μας ανικανότητα. Χιλιάδες κύκλοι ξεπηδούν τώρα παντού χωρίς τη βοήθειά μας, χωρίς οποιοδήποτε καθορισμένο πρόγραμμα ή στόχο, απλώς από τον αντίκτυπο των γεγονότων… Ας αφήσουμε όλους αυτούς τους κύκλους, εκτός εκείνων που είναι δηλωμένα μη σοσιαλδημοκρατικοί, είτε να ενταχθούν άμεσα στο κόμμα είτε να ευθυγραμμίσουν τον εαυτό τους με το κόμμα. Στην τελευταία περίπτωση δεν πρέπει να απαιτήσουμε να αποδεχτούν το πρόγραμμά μας ή να αποκτήσουν απαραίτητα οργανωτικές σχέσεις με εμάς. Η διάθεσή τους για διαμαρτυρία και η συμπάθειά τους για την υπόθεση της διεθνούς επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας καθαυτές αρκούν, εφόσον οι σοσιαλδημοκράτες δουλεύουν ανάμεσά τους.[xxii]

 

Ο κομματικός μηχανισμός αντιστάθηκε στις παραινέσεις του Λένιν, μα η πορεία των γεγονότων ήταν με το μέρος του. Ως τον Νοέμβρη του 1905 μπορούσε να σημειώνει με ικανοποίηση:

 

Στο τρίτο συνέδριο του Κόμματος, πρότεινα να υπάρχουν περίπου οχτώ εργάτες για κάθε δύο διανοούμενους στις κομματικές επιτροπές. Πόσο παρωχημένη μοιάζει αυτή η πρόταση σήμερα! Τώρα πρέπει να επιθυμούμε κάθε νέα κομματική οργάνωση να έχει ένα σοσιαλδημοκράτη διανοούμενο σε αρκετές εκατοντάδες σοσιαλδημοκράτες εργάτες.[xxiii]

 

Ακριβώς όπως η θεωρητική επανεκτίμηση του Λένιν για τις αυθόρμητες δυνατότητες του προλεταριάτου δεν περιείχε μια επιστροφή στον οικονομικό φαταλισμό, ούτε και οι νέες απόψεις του για την οργάνωση του κόμματος σημαίνουν υιοθέτηση της Μενσεβίκικης θέσης για το πλατύ κόμμα. Η προσαρμόσιμη επέκταση που οραματίστηκε ο Λένιν την επαναστατική περίοδο ήταν εφικτή μόνον στην βάση της συμπαγούς προετοιμασίας του κόμματος πρωτύτερα.

 

Διακινδυνεύει η σοσιαλδημοκρατία με την υλοποίηση του σχεδίου που προτείνουμε;

Ο κίνδυνος μπορεί να ειπωθεί ότι έγκειται σε μια ξαφνική εισροή μεγάλων αριθμών μη-σοσιαλδημοκρατών μέσα στο κόμμα. Αν αυτό συνέβαινε, το κόμμα θα διαλυόταν μέσα στις μάζες, θα έπαυε να είναι η συνειδητή πρωτοπορία της τάξης του, ο ρόλος του θα υποβαθμιζόταν σε εκείνον της ουράς. Αυτό όντως θα σήμαινε μια αξιοθρήνητη περίοδο. Και αυτός ο κίνδυνος θα μπορούσε αναμφίβολα να μετατραπεί σε πολύ σοβαρό αν εμείς δείχναμε οποιαδήποτε κλίση στην δημαγωγία, αν στερούμασταν κομματικών αρχών… εντελώς, ή αν εκείνες οι αρχές ήταν ασθενικές και ετοιμόρροπες. Όμως το γεγονός είναι ότι τέτοια «αν» δεν υπάρχουν. Εμείς οι Μπολσεβίκοι δεν έχουμε δείξει ποτέ καμία κλίση στην δημαγωγία… Έχουμε απαιτήσει ταξική συνειδητοποίηση από εκείνους που εντάσσονται στο κόμμα, έχουμε επιμείνει στην τρομερή σημασία της συνέχειας στην ανάπτυξη του κόμματος, έχουμε υπάρξει κήρυκες της πειθαρχίας και έχουμε απαιτήσει κάθε κομματικό μέλος να εκπαιδευτεί στη μία ή την άλλη από τις κομματικές οργανώσεις…

Μην ξεχνάτε ότι σε κάθε ζωντανό και αναπτυσσόμενο κόμμα πάντα θα υπάρχουν στοιχεία αστάθειας, αναποφασιστικότητας, αμφιταλάντευσης. Όμως αυτά τα στοιχεία μπορούν να επηρεαστούν και θα ενδώσουν στην επιρροή του αμετακίνητου και στέρεου πυρήνα των σοσιαλδημοκρατών.[xxiv]

 

Έτσι η πείρα της «μεγάλης γενικής πρόβας» της Ρώσικης Επανάστασης ύψωσε τη θεωρία του Λένιν για το κόμμα σε ένα νέο επίπεδο. Βάθυνε την αντίθεσή του στον οπορτουνισμό και ενδυνάμωσε την αποφασιστικότητά του να χτίσει ένα ειδικά επαναστατικό κόμμα. Επίσης ξεκαθάρισε την από μέρους του κατανόηση της σχέσης μεταξύ κόμματος και τάξης. Το κόμμα παραμένει μια πρωτοπορία, διακριτό από την τάξη ως όλον, αλλά τώρα είναι το κόμμα των προχωρημένων εργατών -ένα τμήμα της τάξης, όχι το κόμμα της ταξικά υποβαθμισμένης διανόησης που εισάγει το σοσιαλισμό «από τα έξω». Όμως δεν ήταν μόνο το ανάβρυσμα της επανάστασης που επηρέασε τον Λένιν, η περίοδος της αντίδρασης που ακολούθησε επίσης πρόσθεσε σημαντικά στοιχεία στην θεωρία του για το κόμμα.

 

  1. Η αντίδραση ατσαλώνεται

 

Μετά την ήττα της επανάστασης του 1905, φριχτή αντίδραση αγκάλιασε τη Ρωσία για σειρά ετών. Η ηττοπάθεια ενέσκηψε παντού, οι Μπολσεβίκικες οργανώσεις συντρίφτηκαν.

Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς την απάντηση του Λένιν σ’αυτή την κατάσταση με εκείνη του Μαρξ μετά την ήττα των επαναστάσεων του 1848. Ο Μαρξ διέλυσε την Κομμουνιστική Ένωση, άφησε τους εμιγκρέδες στους μικροκαβγάδες τους και αποσύρθηκε στη μελέτη. Ο Λένιν, ωστόσο, προσκολλήθηκε απεγνωσμένα στα απομεινάρια της κομματικής του οργάνωσης όσο και στην κομματική ιδέα, υπερασπιζόμενός τα ενάντια σ’όλες τις επιθέσεις. «Αφήστε τους Μαυροεκατονταρχίτες*** αντιδραστικούς να αγαλλιάζουν και να ωρύονται», έγραφε, «αφήστε την αντίδραση να μαίνεται… Ένα κόμμα που πετυχαίνει να εδραιωθεί, για επίμονη εργασία σε επαφή με τις μάζες, ένα κόμμα της προοδευτικής τάξης που πετυχαίνει να οργανώσει την πρωτοπορία της και που διευθύνει τις δυνάμεις του με τέτοιο τρόπο ώστε να επηρεάσει με σοσιαλδημοκρατικό πνεύμα κάθε έκφανση της ζωής του προλεταριάτου -ένα τέτοιο κόμμα θα νικήσει ό,τι κι αν συμβεί.»[xxv]

Για να διατηρήσει και να χτίσει το είδος του κόμματος που ήθελε, ο Λένιν είχε να δώσει πολλές φραξιονιστικές μάχες. Ο τρεις σημαντικότερες από αυτές ήταν εναντίον (α) του «λικβινταρισμού» της δεξιάς πτέρυγας, (β) του «οτζοβισμού» («ανακλητισμού») της άκρας αριστεράς και (γ) του κεντριστικού «συμφιλιωτισμού»****. Αυτές οι αντιδικίες έγιναν πολύ άγριες και πολύ περιπλεγμένες και το θεωρητικό επίπεδο των πολεμικών που παρήγαγαν δεν ήταν πάντοτε πολύ υψηλό. Συνεπώς, δεν υπάρχει ανάγκη να μπούμε εδώ σε λεπτομέρειες γύρω απ’αυτές, μα ωστόσο ορισμένες σπουδαίες γενικές αρχές αναδύθηκαν, οι οποίες είναι άξιες σημείωσης και οι οποίες κράτησαν τον Λένιν σε πλεονεκτική θέση τα επόμενα χρόνια.[xxvi] Πρώτα, ότι το κόμμα δεν είναι μόνο ένα οργανισμός επίθεσης, αλλά επίσης και «συντεταγμένης υποχώρησης». «Από όλα τα ηττημένα αντιπολιτευτικά και επαναστατικά κόμματα, οι Μπολσεβίκοι διενέργησαν την πιο συντεταγμένη υποχώρηση, με την ελάχιστη απώλεια στο “στρατό” τους, με τον πυρήνα του καλύτερα διατηρημένο.»[xxvii] Δεύτερο, η αρχή του «συνδυασμού παράνομης δουλειάς με τη χρήση “νόμιμων ευκαιριών”.»[xxviii] Και τρίτο, η αρχή της διεξαγωγής της πάλης κατά του οπορτουνισμού μέχρι τα οργανωτικά του συμπεράσματα και της πραγματοποίησης διάσπασης με όλα τα μη επαναστατικά στοιχεία.

Ήταν αυτό το τελευταίο σημείο που αποτέλεσε αληθινά τη διακριτή σφραγίδα του Λενινισμού και που απέφερε στα 1912 την επίσημη ίδρυση του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι) ως ένα πλήρως ξεχωριστό και ανεξάρτητο κόμμα. Ο Κάουτσκι είχε πολεμήσει τον Μπέρνσταϊν θεωρητικά, αλλά οι ρεβιζιονιστές δεν είχαν εξοριστεί από το SPD. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ πολέμησε τον Κάουτσκι και το κέντρο του SPD, αλλά δεν έχτισε καμιά ξέχωρη οργάνωση. Ο Τρότσκι ήταν αντίθετος και στον λικβινταρισμό και στον οτζοβισμό και ήταν ακριβώς το ίδιο επικριτικός με τον Λένιν για την πολιτική γραμμή των Μενσεβίκων[xxix], ωστόσο εργαζόταν δραστήρια εναντίον μιας διάσπασης. Αποτέλεσε επίσης προχώρημα και στην προηγούμενη θέση του ίδιου του Λένιν, καθώς ότι η διάσπαση του 1903 ήταν σε μεγάλο βαθμό έργο των Μενσεβίκων κι ο Λένιν ήταν συχνά πρόθυμος να ευνοήσει μια επανένωση, ενώ τώρα αυτός έσπαζε από τους Μενσεβίκους μια για πάντα.

Το αποτέλεσμα των αποφασιστικών αγώνων του Λένιν κατά τη διάρκεια της αντίδρασης ήταν πως οι Μπολσεβίκοι άρχιζαν τη ζωή τους ως ολοκληρωτικά ανεξάρτητο κόμμα τη στιγμή που το εργατικό κίνημα άρχιζε να επανέρχεται. Το βραδέως αναζωογονούμενο κίνημα δέχτηκε μεγάλη ώθηση από τη σφαγή των χρυσωρύχων στο Λένα στις 4 Απρίλη 1912, κάτι που παρήγαγε ένα κύμα απεργιών, συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας και διαδηλώσεων σε όλη τη χώρα, κλιμακούμενο σε μια Πρωτομαγιάτικη απεργία των 400.000. Ο Λένιν παρενέβη σε αυτήν την κατάσταση μέσω της παραγωγής μιας νόμιμης καθημερινής εφημερίδας, της Πράβντα*****, το πρώτο τεύχος της οποίας εμφανίστηκε 18 μέρες μετά τη σφαγή του Λένα. Η Πράβντα συνδύαζε μια αδιάλλακτη επαναστατική πολιτική γραμμή[xxx] με πολυάριθμα ραπόρτα από εργάτες που οι ίδιοι εξιστορούσαν τις καθημερινές τους συνθήκες και μάχες. Σε ένα χρόνο 11.000 τέτοια εργατικά γράμματα και συνεισφορές είχαν δημοσιευτεί.[xxxi] Η καθημερινή κυκλοφορία της Πράβντα έφτασε πάνω από 40.000 και ο σχηματισμός εργατικών ομάδων που μάζευαν χρήματα για την εφημερίδα αντιστάθμιζε την έλλειψη ενός μαζικού νόμιμου κόμματος. Στη βάση μιας φιλόπονης ανάλυσης αυτών των εισπράξεων ο Λένιν έδειξε ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν κερδίσει την καθαρή ηγεμονία πάνω στους πολιτικά συνειδητούς εργάτες. Το 1913 η Πράβντα έλαβε δωρεές από 2.181 ομάδες, ενώ οι Μενσεβίκικες εφημερίδες πήραν δωρεές από 661 ομάδες. Το 1914 ως τις 13 Μάη το νούμερο για την Πράβντα ήταν 2.873 απέναντι σε 671 για τους Μενσεβίκους.[xxxii] Από αυτό ο Λένιν συμπέραινε, «ο Πραβντισμός, οι Πραβντιστικές αποφάσεις και οι Πραβντιστικές τακτικές έχουν ενώσει τα τέσσερα πέμπτα των ταξικά συνειδητών εργατών της Ρωσίας.»[xxxiii] Ο Λένιν είχε έτσι γίνει ο πρώτος μαρξιστής που έφτιαξε ένα κόμμα αποτελούμενο αποκλειστικά από επαναστάτες, δίχως καμία ρεφορμιστική ή οπορτουνιστική πτέρυγα, το οποίο είχε επίσης μια σοβαρή βάση στην εργατική τάξη.

 

  1. Η πιο επαναστατική μερίδα της Δεύτερης Διεθνούς

 

Σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να εξετάσουμε σαν τι αληθινά έμοιαζε στην πράξη το Μπολσεβίκικο κόμμα, η απτή ενσάρκωση των ιδεών του Λένιν για το κόμμα, και να δούμε πώς συγκρινόταν με τα πιο «ορθόδοξα» σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.

Αρχικά, οι Μπολσεβίκοι ήταν, βέβαια, ένα παράνομο κόμμα που λειτουργούσε σε μια χώρα όπου δεν υπήρχαν καθόλου δημοκρατικές ελευθερίες και ενεργά συνδικάτα, ενώ οι περισσότερες Δυτικές σοσιαλδημοκρατίες είχαν από καιρό αποκτήσει τη νομιμότητά τους. Κατά συνέπεια, οι Μπολσεβίκοι δεν ανέπτυξαν ούτε μπορούσαν να αναπτύξουν, όπως για παράδειγμα το SPD, ένα πλατύ στρώμα λειτουργών αποτελούμενο από τοπικούς αξιωματούχους, συνδικαλιστές ηγέτες, μέλη του κοινοβουλίου, τοπικούς συμβούλους κλπ. Αυτό είναι ένα στρώμα αναπότρεπτα υποκείμενο σε τεράστιες «μετριαστικές» πιέσεις από το περιβάλλον του. Υψωμένοι σε μια προνομιούχα θέση απέναντι στους κοινούς εργάτες, τέτοιοι λειτουργοί βρίσκουν ότι υπάρχει ένα ορισμένος ρόλος που έχουν να παίξουν, όχι μόνο μέσα στο εργατικό κίνημα, μα επίσης μέσα στον καπιταλισμό, ως μεσολαβητές μεταξύ των τάξεων και επομένως έχουν άμεσο συμφέρον για κοινωνική ειρήνη. Γι’αυτό και συνιστούν μείζονα συντηρητική δύναμη. Στο εσωτερικό της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, αυτό το στρώμα ενεργούσε ως μια μόνιμη βάση για το ρεφορμισμό. Το γεγονός ότι η Μπολσεβίκικη ηγεσία και το τοπικό της προσωπικό βρίσκονταν κοντύτερα στη φυλακή ή τη Σιβηρική εξορία, παρά σε υπουργικά πόστα ή τη συνδικαλιστική υπαλληλοκρατία και ότι το ίδιο το κόμμα δεν είχε κάτι περισσότερο από ένα κουρελιασμένο διοικητικό μηχανισμό, έκαναν το κόμμα σχετικά (αν και όχι απόλυτα) απρόσβλητο στον γραφειοκρατικό ρουτινισμό.

Δεύτερο, το Μπολσεβίκικο κόμμα ήταν έντονα προλεταριακό σε σύνθεση. Ο Ντέιβιντ Λέιν έχει εξάγει την ακόλουθη ανάλυση των μελών των Μπολσεβίκων για το 1905: εργάτες, 61.9 τοις εκατό∙ αγρότες, 4.8 τοις εκατό∙ υπάλληλοι, 27.4 τοις εκατό∙ άλλοι 5.9 τοις εκατό∙[xxxiv] και συμπεραίνει, «αν κριθεί από τις κατώτατες βαθμίδες του κόμματος και ειδικά από τη λαϊκή του υποστήριξη, μπορεί να ειπωθεί πως οι Μπολσεβίκοι ήταν ένα “εργατικό” κόμμα», ενώ, «φαίνεται πιθανό ότι οι Μενσεβίκοι είχαν συγκριτικά περισσότερα “μικροαστικά” μέλη και λιγότερους εργατικούς υποστηρικτές στις κατώτατες βαθμίδες».[xxxv] Κατά τη διάρκεια της αντίδρασης υπήρξε μια μαζική έξοδος διανοουμένων από το κίνημα, ενώ οι εργοστασιακοί πυρήνες, μολονότι απομονωμένοι, επιβίωσαν καλύτερα, αυξάνοντας έτσι την προλεταριοποίηση του κόμματος. Η προαναφερόμενη ανάλυση του Λένιν περί χρηματικών εισπράξεων μεταξύ 1912 και 1914 επικυρώνει αυτήν την εικόνα. Από όλες τις δωρεές στην Πράβντα στο πρώτο τέταρτο του 1914, 87 τοις εκατό προερχόταν από εργατικές εισπράξεις και 13 τοις εκατό από μη-εργάτες, ενώ μόνο το 44 τοις εκατό των δωρεών στις Μενσεβίκικες εφημερίδες προερχόταν από εργάτες και 56 τοις εκατό από μη-εργάτες.[xxxvi]

Ο συνδυασμός της παράνομης κατάστασης του κόμματος και της προλεταριακής του σύνθεσης συνετέλεσαν σε μια οργανωτική δομή ριζικά διαφορετική από την κανονική σοσιαλδημοκρατική παράδοση. Παρά την επαναστατική τους ρητορική, η ουσιαστική στρατηγική των περισσότερων κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς ήταν η επίτευξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Συνεπώς, οι βασικές μονάδες αυτών των κομμάτων ήταν οργανωμένες πάνω σε οικιστικές ή γεωγραφικές γραμμές, ώστε να διευκολύνουν την κινητοποίηση των κομματικών μελών για εκλογικές εκστρατείες στις αντίστοιχες εκλογικές περιφέρειες. Στη Ρωσία η απουσία κοινοβουλευτικών εκλογών και η ανάγκη μυστικότητας οδήγησαν τους Μπολσεβίκους να βασίσουν την οργάνωσή τους στα εργοστάσια. Ο Όσιπ Πιατνίτσκι, ένας παλιός Μπολσεβίκος οργανωτής, καταγράφει ότι «κατά τη διάρκεια όλων των περιόδων, η κατώτερη κομματική οργάνωση των Μπολσεβίκων υπήρχε στον τόπο δουλειάς παρά στον τόπο κατοικίας».[xxxvii] Αυτή η δομή, παρά το μικρό μέγεθος του Μπολσεβίκικου κόμματος, συντέλεσε για μια πιο επιστήθια σχέση μεταξύ του κόμματος και του προλεταριάτου απ’ό,τι είχε επιτευχθεί απ’τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπου η επαφή με τα εργοστάσια έτεινε να διατηρείται μόνο έμμεσα, διαμέσου του ελέγχου των συνδικάτων κι όπου ένας καθορισμένος καταμερισμός εργασίας λειτουργούσε μεταξύ του βιομηχανικού αγώνα που χειρίζονταν τα σωματεία και του πολιτικού αγώνα που χειριζόταν το κόμμα. Κανένας τέτοιος ντε φάκτο διαχωρισμός δεν συνέβη με τους Μπολσεβίκους. Ο Πιατίνσκι έχει περιγράψει τη δουλειά των Μπολσεβίκικων εργοστασιακών πυρήνων:

 

Στην Τσαρική Ρωσία οι πυρήνες… αξιοποιούσαν όλες τις στενοχώριες στα εργοστάσια∙ την τραχύτητα των επιστατών, τις μειώσεις των μισθών, τα πρόστιμα, την αποτυχία παροχής ιατρικής βοήθειας σε ατυχήματα κλπ, για προφορική αγκιτάτσια στον χώρο δουλειάς, μέσω φυλλαδίων, συναντήσεις στις πύλες του εργοστασίου ή στις αυλές του εργοστασίου και ξέχωρες συναντήσεις των πιο ταξικά συνειδητών και επαναστατικών εργατών. Οι Μπολσεβίκοι πάντα έδειχναν τη σύνδεση ανάμεσα στην κακομεταχείριση στα εργοστάσια και την κυριαρχία της αυταρχίας… Την ίδια στιγμή η αυταρχία συνδεόταν στην αγκιτάτσια των κομματικών πυρήνων με το καπιταλιστικό σύστημα, ούτως ώστε μόλις από την αρχή ανάπτυξης του εργατικού κινήματος, οι Μπολσεβίκοι εγκαθίδρυσαν ένα δεσμό μεταξύ της οικονομικής πάλης και της πολιτικής.[xxxviii]

 

Γι’αυτόν τον λόγο το Μπολσεβίκικο κόμμα, αντί να είναι απλώς ο πολιτικός εκπρόσωπος της εργατικής τάξης, υπήρξε ένα επεμβατικό μαχητικό κόμμα, που πάσχιζε να ηγηθεί της τάξης και να την καθοδηγήσει σε όλες τις μάχες της.

Εξίσου σημαντική ήταν η νεότητα των κομματικών μελών. Στα 1907 περίπου 22 τοις εκατό των κομματικών μελών ήταν νεότερα από 20 χρονών∙ 37 τοις εκατό ήταν μεταξύ 20 και 24 και 16 τοις εκατό μεταξύ 25 και 29.[xxxix] Ο Τρότσκι έχει σχολιάσει τη σπουδαιότητα αυτού του πράγματος. «Ο Μπολσεβικισμός τον καιρό της μυστικότητας ήταν πάντα ένα κόμμα νέων εργατών. Οι Μενσεβίκοι επαφίονταν στο πιο αξιοσέβαστο ειδικευμένο ανώτερο στρώμα, πάντοτε περήφανοι γι’αυτό και περιφρονούσαν τους Μπολσεβίκους. Τα επακόλουθα γεγονότα τους έδειξαν το λάθος τους με σκληρό τρόπο. Την αποφασιστική στιγμή η νεολαία παρέσυρε το πιο ώριμο στρώμα κι ακόμη και τους γέρους.»[xl] Και ο Λέιν σημειώνει πως «οι Μπολσεβίκοι ήταν νεότεροι από τους Μενσεβίκους στις κατώτατες βαθμίδες την κομματικής οργάνωσης και περισσότερο μεταξύ των “ακτιβιστών” παρά μεταξύ των συνηθισμένων μελών. Αυτό υποδηλώνει ότι η Μπολσεβίκικη οργανωτική δομή επέτρεπε στους νέους να προχωρούν σε θέσεις ευθύνης πιο εύκολα απ’ότι στους Μενσεβίκους…. πολιτικά, αυτοί οι νέοι άντρες ίσως να παρείχαν πιο δυναμική και σθεναρή ηγεσία στην Μπολσεβίκικη φράξια.»[xli] Σίγουρα η νεότητα του κόμματος ήταν άλλος ένας μείζων παράγοντας για την απελευθέρωσή του από τον συντηρητικό ρουτινισμό.

Τέλος, το Μπολσεβίκικο κόμμα ήταν ένα πειθαρχημένο σώμα. Το εσωτερικό καθεστώς του κόμματος χαρακτηριζόταν ως δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, αλλά αυτή η φράση από μόνη της δεν έχει μεγάλη σπουδαιότητα. Ως μια οργανωτική φόρμουλα δεν ήταν καθόλου ιδιαζόντως Λενινιστική, όντας αποδεκτή στη θεωρία και από τους Μενσεβίκους και από πολλά άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.[xlii] Αυτό που είχε σημασία ήταν η ερμηνεία που δόθηκε στον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό στην πράξη. Ο Λένιν τον όρισε ως «ενότητα στη δράση, ελευθερία συζήτησης και κριτικής»,[xliii] με το οποίο εννοούσε την ελευθερία κριτικής μέσα στα σύνορα του κομματικού προγράμματος και μέχρι να ληφθεί μια οριστική απόφαση, έπειτα την εφαρμογή εκείνης της απόφασης από το κόμμα ως ένα. Κανένα κόμμα που περιέχει και μια επαναστατική και μια ρεφορμιστική πτέρυγα, δηλ. ομάδες με θεμελιωδώς αποκλίνοντες στόχους, δε μπορεί στην πράξη να είναι μια πειθαρχημένη οργάνωση. Γι’αυτό, παρόλο που η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία απέδωσε μεγάλη σημασία στον διοικητικό συγκεντρωτισμό και την κομματική ενότητα, είχε πολύ χαλαρή στάση απέναντι σε παραβιάσεις της πειθαρχίας από κομματικούς αξιωματούχους, συνδικαλιστές ηγέτες κι ούτω καθεξής. Η πειθαρχία υπάρχει για να πετυχαίνει την ενότητα στη δράση, μα αν η οργανωτική ενότητα τοποθετηθεί πάνω από τις αρχές, τότε η πραγματική πειθαρχία αναπόφευκτα εξαφανίζεται. «Εκτός κι αν οι μάζες οργανωθούν, το προλεταριάτο είναι ένα τίποτα. Οργανωμένο -είναι τα πάντα. Οργάνωση σημαίνει ενότητα δράσης, ενότητα σε πρακτικές λειτουργίες. Αλλά κάθε δράση έχει αξία, βέβαια, μόνο επειδή και ενόσω εξυπηρετεί για να σπρώξει τα πράγματα μπροστά και όχι πίσω… Οργάνωση που δε βασίζεται σε αρχές είναι χωρίς νόημα και στην πράξη μετατρέπει τους εργάτες σε ελεεινό εξάρτημα της μπουρζουαζίας στην εξουσία… Επομένως, οι ταξικά συνειδητοί εργάτες δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούν πως σοβαρές καταπατήσεις αρχών, που κάνουν επιτακτική τη διακοπή όλων των οργανωτικών σχέσεων, συμβαίνουν.»[xliv]

Το Μπολσεβίκικο κόμμα αναγκάστηκε από την κατάστασή του να είναι πειθαρχημένο και ήταν ικανό να πετύχει την απαραίτητη πειθαρχία επειδή ήταν πολιτικά ενωμένο. Όμως, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως αυτή η πειθαρχία δεν απέκλειε, όπως συχνά αξιώνεται, την ανεξάρτητη πρωτοβουλία από τη βάση του κόμματος. Τα ίδια καταπιεστικά μέτρα που καθιστούσαν την ενότητα στη δράση αναγκαιότητα, επίσης ανάγκαζαν τα τοπικά τμήματα να δρουν για τον εαυτό τους. Ο Πιατνίτσκι γράφει:

 

Η πρωτοβουλία των τοπικών κομματικών οργανώσεων, των πυρήνων, ενθαρρυνόταν. Αν οι Μπολσεβίκοι της Οδησσού ή της Μόσχας ή του Μπακού ή της Τιφλίδας ήταν να περιμένουν πάντα για τις κατευθυντήριες από την Κεντρική Επιτροπή, τις επαρχιακές επιτροπές κλπ οι οποίες κατά τη διάρκεια των ετών της αντίδρασης και του πολέμου συχνά δεν υπήρχαν καθόλου, χάρη στις συλλήψεις, ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα; Οι Μπολσεβίκοι δε θα κατακτούσαν τις εργαζόμενες μάζες και δε θα ασκούσαν καμία επιρροή επάνω τους.[xlv]

 

Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνδυασμένοι έκαναν το Μπολσεβίκικο κόμμα του Λένιν, την παραμονή του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, κατά τα λόγια του Τρότσκι, «το πιο επαναστατικό -στ’αλήθεια το μόνο επαναστατικό- τμήμα της Δεύτερης Διεθνούς».[xlvi]

 

  1. Η ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατία

 

Ο χαρακτηρισμός του Τρότσκι για τους Μπολσεβίκους ως  «το μόνο επαναστατικό τμήμα της Δεύτερης Διεθνούς», ωστόσο, επίσης υποδεικνύει τα όρια των επιτευγμάτων του Λένιν ως αυτό το σημείο, γιατί κάνει φανερό το γεγονός ότι οι Μπολσεβίκοι παρέμεναν ένα τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό καθεαυτό δείχνει πως παρόλο που ο Λένιν είχε αναπτύξει στην πράξη ένα κόμμα ολότελα ασύμφωνο με το σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο, δεν είχε ακόμη γενικεύσει συνειδητά αυτήν την πείρα σε μια διακριτή και νέα θεωρία για το κόμμα. Ήταν μόνο η κατάρρευση της Διεθνούς ενόψει του παγκόσμιου πολέμου που προξένησε την ολοσχερή ρήξη του Λένιν με τον παλιό σοσιαλισμό και τη γέννηση μιας ιδιαιτέρως Λενινιστικής θεωρίας για το κόμμα.

Ο Λένιν, είναι καλά γνωστό, αιφνιδιάστηκε τελείως από τη στήριξη που δόθηκε στον πόλεμο από όλα τα κύρια Ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα, προς ολοκληρωτική περιφρόνηση όλης της προηγούμενης πολιτικής τους. Η πρώτη του αντίδραση προς το τεύχος της Vorwarts****** που κατέγραφε την ψήφιση των πολεμικών πιστώσεων από το SPD ήταν ότι σίγουρα ήταν πλαστογραφημένο. Όμως μόλις συνέλαβε την κλίμακα της υποταγής, η σκέψη του αναπτύχθηκε εξαιρετικά ραγδαία. Το πολύ πρώτο άρθρο του Λένιν μετά το ξέσπασμα του πολέμου, «Τα Καθήκοντα της Επαναστατικής Σοσιαλδημοκρατίας στον Ευρωπαϊκό Πόλεμο», γραμμένο όχι αργότερα από τις 28 Αυγούστου 1914, όχι μόνο καταδίκαζε τους ηγέτες της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας για την «από μέρους τους προδοσία του σοσιαλισμού»[xlvii] και κατέγραφε την «ιδεολογική και πολιτική χρεοκοπία της Διεθνούς»,[xlviii] μα επίσης ταυτοποιούσε σε αυτήν την προδοσία και εγκατάλειψη παρελθουσών θέσεων μια συνέχιση τάσεων που εργάζονταν από καιρό στην προπολεμική περίοδο. Ο σοσιαλσωβινισμός ταυτοποιείται ως προϊόν και εξέλιξη του οπορτουνισμού. «Αυτή η κατάρρευση [της Διεθνούς] έχει προκληθεί κύρια από την αληθινή επικράτηση του μικροαστικού οπορτουνισμού εντός της… Το αποκαλούμενο Κέντρο του Γερμανικού και των άλλων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έχει στην πραγματικότητα υποταχθεί λιγόψυχα στους οπορτουνιστές.»[xlix] Από αυτό ο Λένιν αμέσως έβγαλε το συμπέρασμα ότι «πρέπει να είναι το καθήκον της μελλοντικής Διεθνούς να απαλλαχθεί αποφασιστικά και αμετάκλητα από αυτήν την αστική τάση μέσα στο σοσιαλισμό».[l]

Από αυτό το σημείο και μετά ο Λένιν δεν θα είχε καμιά δοσοληψία με σχέδια επανένωσης ή ανάστασης της παλιάς Διεθνούς. «Αντίθετα, αυτή η κατάρρευση πρέπει να αναγνωριστεί και να κατανοηθεί ειλικρινά, έτσι ώστε να κάνουμε δυνατό το χτίσιμο μιας νέας και διαρκέστερης σοσιαλιστικής ενότητας των εργατών όλων των χωρών.»[li] Ως την 1η Νοέμβρη η Μπολσεβίκικη Κεντρική Επιτροπή είχε κυκλοφορήσει το σύνθημα «Ζήτω μια προλεταριακή Διεθνής απελευθερωμένη από τον οπορτουνισμό».[lii] Τον Δεκέμβρη ο Λένιν ρωτούσε «δεν είναι καλύτερο να παρατήσουμε το όνομα των Σοσιαλδημοκρατών που έχει κηλιδωθεί και ατιμαστεί από αυτούς και να επιστρέψουμε στο παλιό μαρξιστικό όνομα των Κομμουνιστών;»[liii] και ως το Φλεβάρη του 1915 η συνδιάσκεψη του Μπολσεβίκικου κόμματος είχε αυτοδεσμευτεί επίσημα για την τελική δημιουργία μιας «Τρίτης Διεθνούς».[liv]

Μέχρι το 1914 ο Λένιν έβλεπε τον εαυτό του ως έναν ορθόδοξο σοσιαλδημοκράτη που εφάρμοζε στις ιδιάζουσες συνθήκες της Τσαρικής Ρωσίας τη δοκιμασμένη κι ελεγμένη θεωρία και μέθοδο των Κάουτσκι και Μπέμπελ. Όμως η απόφαση υπέρ μιας Τρίτης Διεθνούς σηματοδοτούσε όχι αποφασιστικότητα να υποβαστάξει εκείνη την παράδοση, εγκαταλειμμένη από τους ηγέτες της, αλλά μια διεξοδική απόρριψή της. Ο Λένιν κατεύθυνε δύο διασυνδεμένες μεταξύ τους επιθέσεις στην Δεύτερη Διεθνή: α) πως αυτή ήταν προϊόν μιας παρατεταμένης περιόδου «ειρήνης» -«ειρήνης» που δηλώνει όχι μόνο ειρήνη μεταξύ εθνών, μα επίσης σχετική ειρήνη μεταξύ τάξεων- κατά την οποία είχε εξοικειωθεί τόσο με τις νόμιμες μεθόδους και το μεγάλωμα των νόμιμων μαζικών της οργανώσεων που ήταν απρόθυμη και ανίκανη να κάνει την αναγκαία μετάβαση στην παράνομη δουλειά∙ και β) πως αυτή ήταν μια συμμαχία ανάμεσα σε επαναστάτες και οπορτουνιστές προς όφελος των τελευταίων.

 

Τυπικό παράδειγμα των σοσιαλιστικών κομμάτων της εποχής της Δεύτερης Διεθνούς ήταν ότι ανέχονταν καταμεσής της τις δεκαετίες της «ειρηνικής» περιόδου, μια οπορτουνιστική οικοδόμηση… Αυτός ο τύπος έχει ξεπεράσει τη διάρκεια ζωής του. Αν ο πόλεμος τελειώσει το 1915, θα βρεθεί κανείς σοσιαλιστής πρόθυμος να ξεκινήσει, το 1916, για να επαναφέρει τα εργατικά κόμματα μαζί με τους οπορτουνιστές, γνωρίζοντας από πείρα ότι σε κάθε νέα κρίση όλα αυτά, ως τον τελευταίο άνθρωπο…θα είναι υπέρ της μπουρζουαζίας.[lv]

 

Συγκρινόμενη με τη Δεύτερη Διεθνή, που ο Κάουτσκι εύστοχα περιέγραψε ως «ένα όργανο για την ειρήνη, ακατάλληλο για τον πόλεμο», η Τρίτη Διεθνής επρόκειτο να γίνει ακριβώς όργανο πολέμου -διεθνούς εμφύλιου πολέμου κατά της ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας- και επομένως δε μπορούσε να ανέχεται στις γραμμές τις ούτε μια πέμπτη φάλαγγα ούτε αμφιταλαντευόμενους. Εξαπολύοντας αυτή την κριτική της σοσιαλδημοκρατίας, είναι ξεκάθαρο ότι ο Λένιν βάσιζε τις ιδέες του πάνω στις εμπειρίες του με τους Μπολσεβίκους και την πάλη κατά των Μενσεβίκων, αλλά τώρα για πρώτη φορά αυτές οι εμπειρίες και οι πολυάριθμες θεωρητικές διοράσεις που τις συνόδευαν, γενικεύθηκαν διεθνώς σε μια νέα θεωρία του κόμματος που θα αντικαθιστούσε παντού τις παλιές μορφές οργάνωσης.

Μια νέα θεωρία του κόμματος, ωστόσο, δε μπορούσε να σταθεί μόνη της∙ απαιτούσε την ολόπλευρη αναζωογόνηση του μαρξισμού. Γιατί μια θεωρία για το κόμμα είναι απλώς η εφαρμογή στο επίπεδο της οργάνωσης μιας ανάλυσης της ταξικής πάλης συνολικά. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν και παραγωγοί και προϊόντα μιας μηχανιστικής και φαταλιστικής ερμηνείας του μαρξισμού, στην οποία η ενοποίηση του προλεταριάτου και η μεγέθυνση του πολιτικού του κόμματος θεωρούνταν σαν προοδεύουσες ομαλά και αρμονικά σε μια σταθερά ανοδική ευθεία, ως μια αναπόφευκτη συνέπεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Τα καθήκοντα των μαρξιστών σε αυτό το σχέδιο διατυπώθηκαν απ’τον Κάουτσκι ως «χτίσιμο της οργάνωσης, κέρδισμα όλων των θέσεων εξουσίας, που εμείς μπορούμε να κερδίσουμε και να κρατήσουμε στέρεα με τη δική μας δύναμη, μελέτη του κράτους και της κοινωνίας κι εκπαίδευση των μαζών∙ άλλους στόχους δε μπορούμε να θέσουμε συνειδητά και συστηματικά ούτε στους εαυτούς μας ούτε στις οργανώσεις μας»[lvi] και το σκοπούμενο ως «η κατάκτηση της κρατικής εξουσίας κερδίζοντας μια πλειοψηφία στην βουλή και ανυψώνοντας τη βουλή σε επίπεδο κυρίου της κυβέρνησης».[lvii] Το τελευταίο θα υλοποιούταν αναπόφευκτα μόνο προϋποθέτοντας ότι το κόμμα θα απέφευγε τη διάλυση των πολύτιμών του «οργανώσεων» με το να τραβηχτεί σε ανόητες ή πρόωρες συγκρούσεις. Στην πράξη, η αποφυγή τέτοιων αναστατώσεων έγινε η μοναδική έγνοια πολλών από τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες. Τα πρώτα χρόνια του πολέμου ο Λένιν καταπιάστηκε συστηματικά με την εξάρθρωση αυτής της προοπτικής και την εγκαθίδρυση μιας καινούργιας θεωρητικής θεμελίωσης για τη μελλοντική Τρίτη Διεθνή. Αυτό το έργο οδήγησε τον Λένιν σε τρεις κύριες περιοχές θεωρητικής έρευνας: α)φιλοσοφία, β) οικονομικά (η ανάλυση του ιμπεριαλισμού), γ) πολιτική (το κράτος). Καθεμία από αυτές αποτελούσε σημαντικό στήριγμα της θεωρίας του για το κόμμα, και επομένως, παρόλο που δεν είναι δυνατό εδώ να προχωρήσουμε βαθιά σε οποιοδήποτε από αυτά τα ζητήματα, είναι απαραίτητο να υποδείξουμε τουλάχιστον τις κύριες διασυνδέσεις.

Σε σχέση με τη φιλοσοφία, έχουμε ήδη υποστηρίξει ότι το κλειδί στη στάση του Λένιν, στην αρχική διάσπαση με τους Μενσεβίκους, ήταν η από μέρους του απόρριψη της φαταλιστικής («νοοτροπίας ουράς») προσέγγισης των τελευταίων στα προβλήματα οργάνωσης. Εκείνο τον καιρό, η θέση του Λένιν ήταν προϊόν περισσότερο του δεινού πολιτικού του ενστίκτου και της πρακτικής του αντίληψης, παρά μιας φιλοσοφικής ρήξης με το μηχανιστικό υλισμό, όπως διαφωτίζεται από τις διατυπώσεις του στο «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός».[lviii] Στα τέλη του 1914, ωστόσο, ο Λένιν βυθίστηκε στη μελέτη του Χέγκελ, συγκεκριμένα της Επιστήμης της Λογικής του Χέγκελ. Ο Λένιν, σαν τον Μαρξ, ποτέ δεν έγραψε τη «Διαλεκτική» του, όμως μολαταύτα, οι πάνω στον Χέγκελ σημειώσεις του στα περιθώρια[lix] δείχνουν καθαρά τη φιλοσοφική «επανάσταση» που έφερε με αυτό το διάβασμα. Για πρώτη φορά ο Λένιν συλλαμβάνει καθαρά και αφομοιώνει τη μαρξιστική διαλεκτική. Διαμέσου της επανόρθωσης αυτής της διαλεκτικής και της πράξης στη δικαιωματική τους θέση μέσα στην μαρξιστική κοσμοθεωρία,[lx] ο Λένιν έθεσε τη φιλοσοφική βάση για ένα κόμμα που στόχευε, όχι να αντικατοπτρίσει παθητικά την εργατική τάξη και να περιμένει την έκβαση σιδερένιων ιστορικών νόμων, μα αληθινά να παρέμβει στη διαμόρφωση της ιστορίας.

Σε σχέση με τα οικονομικά, η αποστολή του Λένιν ήταν να δείξει ότι η αντικειμενική κατάσταση ήταν ώριμη για τη δημιουργία ενός νέου διεθνούς κόμματος, το οποίο ήταν επαναστατικό όχι μόνο στους απώτατους στόχους τους, μα επίσης στην άμεση προάσπιση και προετοιμασία των επαναστατικών μεθόδων αγώνα.

Στην μπροσούρα του Ιμπεριαλισμός, το Ανώτερο Στάδιο του Καπιταλισμού, ο Λένιν στόχευε να δείξει πως σε παγκόσμια κλίμακα μια επανάσταση βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. Το επιχείρημα του Λένιν, στο σκελετό του, ήταν πως ο ιμπεριαλισμός αποτελούσε προϊόν της μεταμόρφωσης, μέσω του νόμου της συγκέντρωσης κεφαλαίου, του καπιταλισμού του βασισμένου στον ελεύθερο ανταγωνισμό, στον αντίθετό του μονοπωλιακό καπιταλισμό. Αυτό συνοδευόταν από την κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου πάνω στο βιομηχανικό κεφάλαιο******* και τη συσσώρευση ενός πλεονάσματος κεφαλαίου που μπορούσε να βρει κερδοφόρες διεξόδους στις καθυστερημένες χώρες, όπου η εργασία ήταν φτηνή και το κεφάλαιο σπάνιο. Κατά συνέπεια, ο κόσμος είχε μοιραστεί μεταξύ των μεγάλων μονοπωλίων και των αντίστοιχων κυβερνήσεων των «πατρίδων» τους. Αφού ένα τέτοιο μοίρασμα μπορούσε να λάβει χώρα μόνο στη βάση του συσχετισμού δύναμης και αφού τα σχετικά σθένη των μονοπωλίων και των καπιταλιστικών δυνάμεων δε θα παρέμεναν σταθερά, η διαπάλη για ξαναμοίρασμα, πάλι στη βάση της ισχύος (δηλ. ο πόλεμος), θα ενέσκηπτε αναπόφευκτα. Σε αυτή τη βάση, κάθε επίτευγμα της ειρήνης θα αποτελούσε μονάχα το προοίμιο σε έναν νέο πόλεμο. Πάνω απ’όλα, ο ιμπεριαλισμός επέτεινε την αντίφαση μεταξύ της κοινωνικοποίησης της παραγωγής και του ιδιωτικού της σφετερισμού∙ και γι’αυτό ο ιμπεριαλισμός σημάδευε την αρχή της πτώσης του καπιταλισμού και το άνοιγμα της εποχής των «πολέμων και επαναστάσεων».

Επιπρόσθετα, στην εδραίωση της αντικειμενικής βάσης για μια νέα επαναστατική διεθνή, η ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό παρείχε επίσης μια οικονομική θεμελίωση για την από μέρους του κριτική της Δεύτερης Διεθνούς. Ανακαλώντας τα σχόλια του Ένγκελς για την αστικοποίηση ενός τμήματος του Αγγλικού προλεταριάτου λόγω του βιομηχανικού και αποικιακού μονοπωλίου της Αγγλίας,[lxi] ο Λένιν ισχυρίστηκε ότι τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια κέρδιζαν «υπερκέρδη» από την εκμετάλλευση των αποικιών τους και ότι αυτό καθιστούσε ικανή «την αστική τάξη μιας ιμπεριαλιστικής “Μεγάλης” Δύναμης [να] δωροδοκήσει οικονομικά τα ανώτερα στρώματα των εργατών “της”».[lxii] Τον δέκατο ένατο αιώνα αυτό ήταν δυνατό μόνο για την Αγγλία, μα λειτουργούσε εκεί για δεκαετίες για να διαφθείρει το εργατικό κίνημα. Τώρα από την άλλη μεριά, «κάθε ιμπεριαλιστική “Μεγάλη” Δύναμη μπορεί να δωροδοκήσει και όντως δωροδοκεί μικρότερα στρώματα [απ’ότι στην Αγγλία στα 1848-68] της “εργατικής αριστοκρατίας”».[lxiii] Κατ’ αυτόν τον τρόπο «σε όλες τις χώρες η αστική τάξη είχε ήδη… εξασφαλίσει για τον εαυτό της “αστικά εργατικά κόμματα” σοσιαλσωβινιστών».[lxiv] Έτσι, ο Λένιν απέδειξε ότι ο οπορτουνισμός ή ο ρεφορμισμός, στο κίνημα της εργατικής τάξης, δεν ήταν μόνο μια εναλλακτική σχολή σκέψης, ένα σημάδι ανωριμότητας ή ακόμη, απλώς ένα προϊόν της πίεσης της αστικής ιδεολογίας∙ μάλλον είχε «λάβει υπόσταση οικονομικά».[lxv] Ο οπορτουνισμός ήταν η θυσία των συνολικών συμφερόντων του προλεταριάτου ως όλον, για τα άμεσα συμφέροντα ξεχωριστών ομάδων εργατών. Η έννοια του «αστικού εργατικού κόμματος» σηματοδοτεί πως ο οπορτουνισμός θεωρείται ως ο πράκτορας του ταξικού εχθρού μέσα στις γραμμές του προλεταριάτου.

Αυτός ο ορισμός του οπορτουνισμού, που κανένας μαρξιστής δεν είχε διατυπώσει τόσο καθαρά πρωτύτερα, είναι κρίσιμος για την κομματική θεωρία του Λένιν. Είναι ο βασικός λόγος γιατί το κόμμα πρέπει να αποκλείει αυστηρά όλες τις ρεφορμιστικές τάσεις από τις γραμμές του. Είναι μια αναγνώριση ότι το επαναστατικό κόμμα πρέπει να οργανωθεί για τον αγώνα όχι μόνο ενάντια στη μπουρζουαζία, αλλά επίσης (με διαφορετικό τρόπο) ενάντια στους αστικούς οργανισμούς μέσα στην εργατική τάξη. Είναι μια κατανόηση και μια υλιστική εξήγηση των δυσκολιών που ενέχονται στη μετάβαση από την τάξη καθεαυτή στην τάξη για τον εαυτό της. Στα 1901 ο Λένιν είχε αδράξει αυτό το πρόβλημα, μα το είχε εξηγήσει με όρους ανικανότητας της εργατικής τάξης να πετύχει σοσιαλιστική συνειδητότητα με δικές της προσπάθειες. Τώρα το εξηγούσε με όρους αντίφασης ανάμεσα στα ιστορικά και τα άμεσα συμφέροντα του προλεταριάτου, τα οποία για περιορισμένες περιόδους και περιορισμένα στρώματα μπορούσαν να επικυριαρχήσουν της απώτατης ανάγκης για ταξική ενότητα.

Η σοσιαλιστική ενοποίηση της εργατικής τάξης αναπτύσσεται διαλεκτικά, μέσω εσωτερικής πάλης. Ως πράκτορας αυτής της πάλης, το επαναστατικό κόμμα πρέπει να περιορίσει την ιδιότητα του μέλους σε εκείνους για τους οποίους τα ολόπλευρα συμφέροντα του προλεταριάτου στέκουν ψηλότερα από τα άμεσα συμφέροντα, με μια λέξη, στους διεθνιστές.

Τελικώς, υπάρχει το ζήτημα του κράτους, το οποίο είχε μεταφερθεί στο προσκήνιο από τις διαμάχες για τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο.[lxvi] Η ουσία της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι η μεταφορά της κρατικής εξουσίας από τη μπουρζουαζία στο προλεταριάτο. Αφού η οργάνωση του κόμματος απαραίτητα είναι μερικώς προσδιορισμένη από τα καθήκοντα που θα πρέπει να επιτελέσει στην επανάσταση, το πώς αυτή η μεταφορά εξουσίας σαρκώνεται είναι μεγάλης σημασίας για τη θεωρία του κόμματος. Οι θεωρητικοί της Δεύτερης Διεθνούς δεν απέκλειαν τη βία, ειδικά την αμυντική βία, στην πάλη για εξουσία, μα ουσιαστικά αυτοί προσδοκούσαν από την επανάσταση ν’ αφήσει την κρατική μηχανή καθεαυτή ανέπαφη. Ο ρόλος του κόμματος θα ήταν να αναλάβει το υπάρχον κράτος, αναμφίβολα αλλάζοντας το ηγετικό του προσωπικό, αναδιοργανώνοντάς το κι ούτω καθεξής, αλλά όχι αλλάζοντας εκ βάθρων τη δομή του. Με μια τέτοια άποψη των καθηκόντων της επανάστασης σε σχέση με το κράτος, το κέντρο βάρους της ταξικής πάλης πρέπει αναπόφευκτα να ιδωθεί ως ευρισκόμενο στη βουλή και τις βουλευτικές εκλογές. Έτσι ο Κάουτσκι έγραφε –«Αυτή η άμεση δράση των σωματείων μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο ως βοηθητική δράση κι όχι ως υποκατάστατο, της κοινοβουλευτικής δράσης»[lxvii] και «[το κοινοβούλιο] είναι ο πιο ισχυρός μοχλός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανόρθωση του προλεταριάτου έξω από την οικονομική, κοινωνική και ηθική του κατάπτωση».[lxviii] Από αυτό συνεπάγεται ότι η ηγεσία του κόμματος συμπίπτει με τους κοινοβουλευτικούς του αντιπροσώπους, αφού η επαναστατική κυβέρνηση είναι μέσω μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που θα σχηματιστεί. Με αυτή την έννοια ο ρόλος της βάσης του κόμματος και ακόμη περισσότερο εκείνος των εργατών εκτός κόμματος, είναι ουσιαστικά παθητικός: γιατί παρόλο που αυτοί μπορεί να κληθούν να παλέψουν, δεν απαιτείται απ’αυτούς είτε να δημιουργήσουν οι ίδιοι νέες δομές εξουσίας, είτε να συμμετάσχουν στη διαχείρισή των. Η γραφειοκρατική αντίληψη της σοσιαλδημοκρατίας για την επανάσταση επέφερε μια γραφειοκρατική οργάνωση του κόμματος.

Για τους Μπολσεβίκους, όπως έχουμε δείξει παραπάνω, τίποτε απ’αυτά δεν είχε εφαρμογή, καθώς κανένα σύγχρονο «δημοκρατικό» κράτος δεν υπήρχε στη Ρωσία κι αυτοί ήταν απ’την αρχή παράνομοι. Όμως τώρα, με μια νέα Διεθνή κατά νου, ο Λένιν όφειλε να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα θεωρητικά. Το αποτέλεσμα ήταν πως ξανα-ανακάλυψε, διευκρίνισε και συστηματοποίησε τη γενίκευση του Μαρξ από την πείρα των Γαλλικών επαναστάσεων του 1848-1852 και του 1871 ότι «η εργατική τάξη δε μπορεί απλώς να καταλάβει την προϋπάρχουσα κρατική μηχανή και να τη χειριστεί για τους δικούς της σκοπούς».[lxix] Ο Λένιν, στα τετράδιά του, συνόψισε το ζήτημα ως εξής:

 

Αλλαγές μετά το 1871; Είναι όλες τέτοιες, ή η γενική τους φύση ή το άθροισμά τους είναι τέτοιο, που η γραφειοκρατία έχει υπερυψωθεί παντού (και στον κοινοβουλευτισμό, εντός του -και στην τοπική αυτοδιοίκηση, και στις μετοχικές εταιρείες, στα τραστ κι ούτω καθεξής). Αυτό είναι το πρώτο. Και δεύτερο: τα εργατικά «σοσιαλιστικά» κόμματα έχουν, στα ¾, «αναπτυχθεί» σε μια παρόμοια γραφειοκρατία. Η διάσπαση μεταξύ των σοσιαλπατριωτών και των διεθνιστών, μεταξύ των ρεφορμιστών και των επαναστατών, έχει, κατά συνέπεια, μία ακόμη βαθύτερη σπουδαιότητα: οι ρεφορμιστές και οι σοσιαλπατριώτες «τελειοποιούν» τη γραφειοκρατική κρατική μηχανή… ενώ οι επαναστάτες πρέπει να τη «συντρίψουν», αυτή τη «γραφειοκρατική-στρατιωτική κρατική μηχανή», να τη συντρίψουν, αντικαθιστώντας την με την «Κομμούνα», ένα νέο «ημι-κράτος».

Κανείς θα μπορούσε, πιθανώς, σύντομα και δραστικά, να εκφράσει το όλο θέμα έτσι∙ αντικατάσταση της παλιάς («προϋπάρχουσας») κρατικής μηχανής και των κοινοβουλίων από Σοβιέτ Εργατικών Αντιπροσώπων και των πληρεξουσίων τους. Εκεί έγκειται η ουσία!![lxx]

 

Ένα κόμμα που στοχεύει να συντρίψει το κράτος δε μπορεί να οργανωθεί με τον ίδιο τρόπο μ’ένα κόμμα που προτίθεται να το αναλάβει. Το κέντρο βάρους του δεν πρέπει να είναι στο κοινοβούλιο, μα στα εργοστάσια, από τα οποία το νέο κράτος θα προέλθει. Η βάση του κόμματος δε μπορεί απλώς να είναι παθητικοί ψηφοφόροι ή ακόμη και προπαγανδιστές. Αυτοί οι ίδιοι οφείλουν να γίνουν ηγέτες των συναδέλφων τους, οικοδόμοι της δικιάς τους καινούργιας κρατικής μηχανής. Πέραν τούτου, η θέση ότι το αστικό κράτος έπρεπε να συντριφτεί, έκλεισε τελικά την επιλογή μιας ειρηνικής ή συνταγματικής επανάστασης ακόμη και για τις πιο «ελεύθερες» των αβασίλευτων δημοκρατιών.[lxxi] Η προλεταριακή επανάσταση εξ ορισμού θα ενείχε μαζική πάλη για την εξουσία κι επομένως κάθε επαναστατικό κόμμα θα έπρεπε να είναι έτσι οργανωμένο ώστε να’ναι ικανό να ηγηθεί μιας τέτοιας πάλης. Αυτό σήμαινε τη δημιουργία παράλληλων νόμιμων και παράνομων μηχανισμών, την οργάνωση μάχιμων αποσπασμάτων, τη δημιουργία κομματικών ομάδων μέσα στις ένοπλες δυνάμεις κι ούτω καθεξής.

Τελικά, η θεωρία του Λένιν για το κράτος άλλαξε ριζικά τις τρέχουσες αντιλήψεις για τη σχέση του κόμματος με το εργατικό κράτος κατά τη διάρκεια και κατόπιν της κατάκτησης της εξουσίας. Εάν η επανάσταση σήμαινε την ανάληψη του υπάρχοντος κράτους, τότε το ταξικό περιεχόμενο του κράτους ως ένα εργατικό κράτος ορίζεται από το κόμμα που το ελέγχει. Το κόμμα και το κράτος πρέπει να συγχωνευτούν. Με αυτή την έννοια, για τη σοσιαλδημοκρατία, το κόμμα ήταν το έμβρυο του νέου κράτους. Η θεωρία του Λένιν για την αντικατάσταση του υπάρχοντος κράτους από σοβιέτ (εργατικά συμβούλια) εγκαθίδρυσε μια ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ του εργατικού κράτους και του επαναστατικού κόμματος. Το ταξικό περιεχόμενο του νέου κράτους ορίζεται από το γεγονός ότι είναι η δημιουργία της εργατικής τάξης συνολικά και εμπλέκει την τάξη συνολικά στη λειτουργία του. «Υπό τον σοσιαλισμό… η μάζα του πληθυσμού θα υψωθεί για να λάβει έναν ανεξάρτητο ρόλο, όχι μόνο για την ψήφο και τις εκλογές, μα επίσης στην καθημερινή διοίκηση του κράτους[lxxii] Ο ρόλος του κόμματος δεν είναι να αποτελεί το εργατικό κράτος, αλλά να αποτελεί την προχωρημένη μειοψηφία που ηγείται και καθοδηγεί τη διαδικασία δημιουργίας και στερέωσης του νέου κράτους. Όπως το έχει θέσει ο Κρις Χάρμαν, «Το Σοβιετικό κράτος είναι η υψηλότερη χειροπιαστή ενσάρκωση της αυτενέργειας ολόκληρης της εργατικής τάξης∙ το κόμμα είναι εκείνη η μερίδα της τάξης που είναι περισσότερο συνειδητοποιημένη για τις παγκόσμιες ιστορικές επιπτώσεις της αυτενέργειας.»[lxxiii] Είναι επειδή το κόμμα και το κράτος δεν ταυτίζονται, που περισσότερα από ένα κόμματα μπορούν να φιλονικούν για επιρροή και διακυβέρνηση μέσα στο πλαίσιο των θεσμών της εργατικής κρατικής εξουσίας.

Έτσι, η θεωρία του Λένιν για το κράτος υπήρξε επιβεβλημένο συμπλήρωμα στη θεωρία του για το κόμμα. Ήταν αυτή που διασφάλισε ότι η περιστολή του κόμματος στην προχωρημένη μειοψηφία του προλεταριάτου δεν υπονοούσε με κανένα τρόπο υποκατάσταση της συνολικής τάξης από το ίδιο το κόμμα ή απόπειρα αρπαγής της εξουσίας ως μειοψηφία. Ήταν η θεωρία του κράτους που έφερε την Λενινιστική θεωρία του κόμματος σε αρμονία με τη θεμελιώδη αρχή του μαρξισμού πως «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης πρέπει να κατακτηθεί από την ίδια την εργατική τάξη».[lxxiv]

Ως απόρροια αυτών των λίγων ετών έντονης θεωρητικής εργασίας, τα θεωρητικά θεμέλια της Δεύτερης Διεθνούς είχαν κατεδαφιστεί ολοκληρωτικά και η καινούργια θεωρία του Λένιν για το κόμμα ήταν πια πλήρως σχηματισμένη (που δε σημαίνει ότι αποκλείστηκαν παραπέρα συμπληρώσεις ή αναπτύξεις). Η νέα θεωρία εκπροσωπούσε, όχι μια μεμονωμένη αιφνίδια καινοτομία, μα τα επιστεγαστικά πρακτικά συμπεράσματα μιας περιεκτικής ανανέωσης της μαρξιστικής κοσμοαντίληψης. Και δεν ήρθε ούτε στιγμή πρόωρα, αντιμετωπίζοντας τώρα την κρίσιμη δοκιμασία της πράξης με το ξέσπασμα της Ρωσικής Επανάστασης το Φλεβάρη του 1917. Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι: πώς ανταποκρίθηκε σε αυτή τη δοκιμασία;

 

  1. Το κόμμα στην επανάσταση

Τα βαρυσήμαντα γεγονότα της Ρωσικής Επανάστασης επιβεβαίωσαν τη θεωρία του Λένιν για το κόμμα με δύο βασικούς τρόπους. Πρώτα, αποδείχθηκε ότι μια καταρχήν πολύ μικρή οργάνωση μπορούσε, μέσα στη θέρμη του αγώνα, να μεγαλώσει εξαιρετικά ραγδαία και, ακόμη σημαντικότερο, να κερδίσει τη στήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας της εργατικής τάξης. Το Γενάρη του 1917 τα μέλη του Μπολσεβίκικου κόμματος ανέρχονταν σε 23.600. Ως το τέλος του Απρίλη είχαν αυξηθεί σε 79.204 και τον Αύγουστο εκτιμιόνταν σε περίπου 200.000.[lxxv] Ενδεχομένως τον Οκτώβρη να ήταν ακόμη περισσότερα. Μετρημένο απέναντι στον συνολικό Ρωσικό πληθυσμό, το 200.000 παρέμενε ένας σχεδόν ασήμαντος αριθμός, αλλά τα Μπολσεβίκικα μέλη συγκεντρώνονταν στη μικρή, μα πολιτικά αποφασιστική, εργατική τάξη. Ο Λέοναρντ Σαπίρο έχει καταγράψει πως: «Ένα δείγμα ανταποκρίσεων από τις οργανώσεις σε είκοσι πέντε πόλεις δείχνει ότι το ποσοστό οργανωμένων Μπολσεβίκων ανάμεσα στους εργοστασιακούς εργάτες στις πόλεις αυτή την χρονολογία (Αύγουστος 1917) ποίκιλε μεταξύ 1 τοις εκατό και 12 τοις εκατό –με το μέσο όρο για τις είκοσι πέντε πόλεις να είναι 5,4 τοις εκατό.»[lxxvi] Για ένα πειθαρχημένο ακτιβίστικο κόμμα αυτή ήταν μία πολύ υψηλή αναλογία. Σήμαινε ότι στα βιομηχανικά κέντρα-κλειδιά, ειδικά την Πετρούπολη, οι Μπολσεβίκοι είχαν την πλήρη πολιτική ηγεσία του προλεταριάτου. Έτσι, το πρώτο αντιπροσωπευτικό σώμα που έδωσε μια Μπολσεβίκικη πλειοψηφία ήταν μια συνδιάσκεψη εργοστασιακών εκπροσώπων της Πετρούπολης στα τέλη Μαΐου και όταν η κυριαρχούμενη από Μενσεβίκους κι Εσέρους εκτελεστική επιτροπή των σοβιέτ, κάλεσε μια μαζική διαδήλωση στην Πετρούπολη στις 18 Ιούνη, περίπου 400.000 παρέλασαν και 90 τοις εκατό των πανό έφεραν Μπολσεβίκικα συνθήματα. Όσο για τον Οκτώβρη, ο παλιός αντίπαλος του Λένιν, ο Μαρτόβ, έγραφε «Κατάλαβε, παρακαλώ, ότι αυτό που έχουμε ενώπιόν μας τελικά, είναι μια νικηφόρα εξέγερση του προλεταριάτου –σχεδόν ολόκληρο το προλεταριάτο υποστηρίζει τον Λένιν και προσδοκά την κοινωνική του απελευθέρωση από την εξέγερση.»[lxxvii] Σε εννέα μήνες οι Μπολσεβίκοι ανορθώθηκαν από φαινομενικά άσχετη διάσπαση στην πιο ισχυρή πολιτική δύναμη στη Ρωσία.

Δεύτερο, η Επανάσταση κατέδειξε την απόλυτη αναγκαιότητα ενός συγκεντρωτικού επαναστατικού κόμματος για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας από την εργατική τάξη. Η Φεβρουαριανή Επανάσταση που ανέτρεψε τον Τσαρισμό και γέννησε τα σοβιέτ, δεν ήταν, βέβαια, καθοδηγημένη από τους Μπολσεβίκους ή από κάποιο άλλο πολιτικό κόμμα. Όπως σχολιάζει ο Ε.Χ. Καρρ:

 

Η Φεβρουαριανή Επανάσταση… ήταν το αυθόρμητο ξέσπασμα μιας λαϊκής μάζας εξοργισμένης από τις στερήσεις του πολέμου και την επιδεικτική ανισότητα στην κατανομή των βαρών… Τα επαναστατικά κόμματα δεν έπαιξαν κανέναν άμεσο ρόλο στην παρασκευή της επανάστασης. Δεν την περίμεναν και στην αρχή σάστισαν μπροστά της. Η δημιουργία του Σοβιέτ των Εργατικών Αντιπροσώπων της Πετρούπολης τη στιγμή της επανάστασης, ήταν μια αυθόρμητη ενέργεια ομάδων εργατών χωρίς κεντρική διεύθυνση.[lxxviii]

 

Όμως ακριβώς εξαιτίας αυτού, η νικηφόρα επανάσταση που συντελέστηκε από εργάτες και στρατιώτες (ένστολους αγρότες), δεν έθεσε την εξουσία στα χέρια της εργατικής τάξης. Αντίθετα, παρέδωσε την εξουσία εθελοντικά στη μπουρζουαζία, με τη μορφή της Προσωρινής Κυβέρνησης. Οι εργάτες και στρατιώτες σίγουρα δεν συμπάθησαν αυτήν την εξέλιξη. «Από νωρίς, στις 3 Μαρτίου, συσκέψεις στρατιωτών και εργατών άρχισαν να απαιτούν το σοβιέτ να καθαιρέσει πάραυτα την Προσωρινή Κυβέρνηση της φιλελεύθερης μπουρζουαζίας και να πάρει την εξουσία στα δικά του χέρια».[lxxix] Αλλά, ελλείψει οργάνωσης και πολιτικής ηγεσίας, ήταν ανίκανες να επιβάλουν τη θέλησή τους. Μόνο με το μεγάλωμα των Μπολσεβίκων σε μαζικό κόμμα και την ανάδειξη μιας Μπολσεβίκικης πλειοψηφίας στα σοβιέτ θα ήταν ικανά αυτά τα έμβρυα εργατικής κρατικής εξουσίας να πραγματοποιήσουν τις δυνατότητές τους. Μόνο μέσω ενός κόμματος θα μπορούσε να μορφοποιηθεί ένα ξεκάθαρο και περιεκτικό πολιτικό πρόγραμμα -«Ψωμί, Γη και Ειρήνη», «Όλη η Εξουσία στα Σοβιέτ»- ικανό να συγκεκριμενοποιήσει τα αισθήματα των μαζών και να ενώσει τα διαφορετικά νήματα της επανάστασης, τους εργάτες, τους αγρότες και τους στρατιώτες.

Επίσης, το κόμμα ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη διεξαγωγή και την επιτυχία της ίδιας της εξέγερσης. Καταρχήν, ήταν ικανό με την δυνατότητά του να εκτιμήσει την κατάσταση συνολικά στη Ρωσία, την πειθαρχία και το ηθικό του κύρος μέσα στους εργάτες, να εμποδίσει έναν πρόωρο ξεσηκωμό στα «Ιουλιανά»********, που θα απομόνωνε την ορμητικότητα των εργατών και στρατιωτών της Πετρούπολης από την υπόλοιπη χώρα. Αν οι Μπολσεβίκοι ήταν λιγότερο πειθαρχημένοι και λιγότερο καλά εδραιωμένοι, θα παγιδεύονταν μάλλον εύκολα από τα γεγονότα και θα σέρνονταν σε έναν ανέλπιδο ξεσηκωμό που θα είχε την τύχη της Παρισινής Κομμούνας ή της Γερμανικής επανάστασης του 1919.[lxxx] Έπειτα όταν, μετά την ήττα της σκευωρίας του Κορνίλοβ, η διάθεση της χώρας, όχι μόνο της Πετρούπολης, είχε μετακινηθεί προς όφελός τους και έγινε ξεκάθαρο ότι οι Μπολσεβίκοι θα είχαν την πλειοψηφία στο δεύτερο συνέδριο των σοβιέτ, το κόμμα ήταν ικανό να αρπάξει την κρίσιμη στιγμή όταν η εξουσία μπορούσε να κερδηθεί γρήγορα και ομαλά. Ο Καρρ γράφει ότι, «Για την οργάνωση της σχεδόν αναίμακτης νίκης της 25ης Οκτώβρη-7ης Νοέμβρη 1917, ήταν υπεύθυνα το Σοβιέτ της Πετρούπολης και η στρατιωτική-επαναστατική του επιτροπή.»[lxxxi] Αλλά το σοβιέτ είχε μια Μπολσεβίκικη πλειοψηφία και η στρατιωτική-επαναστατική επιτροπή είχε μόνο έναν μη-Μπολσεβίκο (έναν νεαρό αριστερό Εσέρο). Εξάλλου, η αρχική απόφαση για την εξαπόλυση της εξέγερσης, την οποία εφάρμοζαν, πάρθηκε όχι από το σοβιέτ, μα από την κεντρική επιτροπή του κόμματος σε μυστική συνεδρίαση.[lxxxii] Ούτε και θα μπορούσε να’χει γίνει αλλιώς, καθώς συγχρονισμός και μυστικότητα ήταν θέματα ουσίας. Μια δημόσια διαμάχη στο σοβιέτ θα προειδοποιούσε την Προσωρινή Κυβέρνηση και θα της έδινε την ευκαιρία να αναλάβει προληπτική δράση. Από τη φύση τους, τα σοβιέτ ήταν πολιτικά ετερογενή. Μόνο ένα πειθαρχημένο και πολιτικά ενοποιημένο σώμα, το κόμμα, θα μπορούσε να συζητήσει τα τακτικά υπέρ και κατά της εξέγερσης και να σχεδιάσει την εκτέλεσή της. Κι αμέσως μετά την κατάκτηση της εξουσίας μόνο το Μπολσεβίκικο κόμμα διέθετε ενότητα θέλησης και σκοπού για να σχηματίσει μια κυβέρνηση ικανή ν’αντιμετωπίσει την απεριόριστα δύσκολη και χαοτική κατάσταση που αντίκριζε η επανάσταση.

Ο εξέχων ρόλος του Μπολσεβίκικοι κόμματος στην Οκτωβριανή εξέγερση, συνδυασμένος με τον σχετικά μικρό αριθμό μετεχόντων στη μάχη και τη βραχύτητα της επιχείρησης (τουλάχιστον στην πρωτεύουσα) έχει οδηγήσει πολλούς σχολιαστές να απεικονίσουν την επανάσταση ως ουσιαστικά ένα πραξικόπημα μιας μικροσκοπικής πλην αποφασισμένης μειοψηφίας, δρώσας σχεδόν ανεξάρτητα από την τάξη που ισχυριζόταν ότι εκπροσωπεί.[lxxxiii] Αυτή η άποψη φαίνεται ενδυναμωμένη από την επανειλημμένη επιμονή του Λένιν ότι ήταν «αναγκαίο να πολεμήσουμε κατά των συνταγματικών ψευδαισθήσεων κι ελπίδων που επενδύθηκαν στο συνέδριο των σοβιέτ, για να απορρίψουμε την προκατειλημμένη ιδέα ότι πρέπει οπωσδήποτε να “περιμένουμε” γι’αυτό.»[lxxxiv] Δεν παραβίαζε πλήρως η πραγματική πορεία της εξέγερσης τη διάκριση μεταξύ κόμματος και κράτους, την οποία εμείς συζητήσαμε νωρίτερα, και δε σήμαινε αυτό ότι στην πράξη η Λενινιστική αντίληψη του κόμματος ως πρωτοποριακής μειοψηφίας αναγκαστικά οδηγούσε στην κατάληψη της εξουσίας απ’εκείνη τη μειοψηφία; Απαντώντας αυτά τα ερωτήματα είναι απαραίτητο να κοιτάξουμε όχι απλά την περίοδο, όταν όλη η μοίρα της επανάστασης εξαρτιόταν από μια ολιγοήμερη μάχη, αλλά την εξέλιξη της πολιτικής του Λένιν μέσα στο 1917. Ο Λένιν πρώτος έβαλε τους Μπολσεβίκους στην πορεία για την κατάκτηση της εξουσίας με τις «Θέσεις του Απρίλη» του, αλλά από την αρχή προφύλαγε τον εαυτό του «από κάθε είδος Μπλανκιστικού τυχοδιωκτισμού».[lxxxv] «Στις θέσεις», έγραφε ο Λένιν, «ανήγαγα πολύ συγκεκριμένα το ζήτημα, σε αυτό της πάλης για επιρροή μέσα στα Σοβιέτ των Αντιπροσώπων των Εργατών, Αγρεργατών, Αγροτών και Στρατιωτών. Για να μην αφήσω καμία σκιά αμφιβολίας σε αυτόν τον λογαριασμό, τόνισα δις σε αυτές τις θέσεις την ανάγκη για υπομονετική και επίμονη “εξηγητική” δουλειά “προσαρμοσμένη στις πρακτικές ανάγκες των μαζών”.»[lxxxvi] Η «υπομονετική εξήγηση», παρέμεινε η γραμμή του Λένιν και των Μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1917 και πάντοτε ο αγώνας για εξουσία ήταν δεμένος με το κέρδισμα των σοβιέτ. Ακόμη κι όταν το Ιούλη ο Λένιν θεώρησε ότι τα σοβιέτ είχαν μετακινηθεί αποφασιστικά στο αντεπαναστατικό στρατόπεδο και επομένως θέλησε να αποσύρει το σύνθημα «Όλη η Εξουσία στα Σοβιέτ», ήταν ωστόσο προσεκτικός για να προειδοποιήσει ότι «μια αποφασιστική πάλη θα είναι εφικτή μόνο ενόψει μιας νέας επαναστατικής ανόδου στα κατάβαθα των μαζών».[lxxxvii] Ούτε και εγκατέλειψε τότε τη σοβιετική ιδέα. «Τα σοβιέτ μπορούν να εμφανιστούν σε αυτή τη νέα επανάσταση και όντως είναι υποχρεωμένα να εμφανιστούν, αλλά όχι τα τωρινά σοβιέτ, όχι ως όργανα συνεργασίας με τη μπουρζουαζία, αλλά ως όργανα επαναστατικού αγώνα κατά της μπουρζουαζίας. Είναι αλήθεια ότι ακόμη και τότε θα πρέπει να είμαστε υπέρ της οικοδόμησης ολόκληρου του κράτους με βάση το μοντέλο των σοβιέτ.»[lxxxviii] Μόνο όταν οι Μπολσεβίκοι είχαν πετύχει μια πλειοψηφία στα σοβιέτ, ο Λένιν τοποθέτησε την εξέγερση στην ημερήσια διάταξη.

Το γεγονός ότι ήταν πρωταρχικά το κόμμα, δρώντας μέσω του Σοβιέτ της Πετρούπολης, που διενέργησε τον ξεσηκωμό, δεν αναιρεί αυτήν την προοπτική, επειδή αυτός [ο ξεσηκωμός –ΣτΜ] ήταν ουσιαστικά μια επιχείρηση καταστροφής. Η νέα δομή της κρατικής εξουσίας ήταν ήδη εν ζωή και αναγνωρισμένη από την ανώτατη αρχή των εργατών, μαζί και του στρατού. Η δράση της νύχτας της 24/25 Οκτώβρη απλώς εξάλειψε την Προσωρινή Κυβέρνηση, αφήνοντας τα σοβιέτ ως τη μοναδική εξουσία. Πέραν τούτου, ήταν πάνω στη σοβιετική πλειοψηφία, όχι στο δικαίωμα της ένοπλης κατάκτησης, που οι Μπολσεβίκοι βάσισαν την αξίωσή τους να σχηματίσουν κυβέρνηση. Στις 5 Νοέμβρη ο Λένιν έγραφε:

 

Δεν πρέπει να υπάρχει άλλη κυβέρνηση στη Ρωσία παρά μια σοβιετική κυβέρνηση. Η σοβιετική εξουσία έχει κερδηθεί στη Ρωσία και η κυβέρνηση μπορεί να μεταβιβαστεί από τα χέρια ενός σοβιετικού κόμματος στα χέρια ενός άλλου σοβιετικού κόμματος χωρίς καμία επανάσταση, απλά με μια απόφαση των σοβιέτ, απλά με νέες εκλογές αντιπροσώπων των σοβιέτ. Το Μπολσεβίκικο κόμμα αποτελούσε την πλειοψηφία στο Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ. Μόνο μία κυβέρνηση σχηματισμένη από εκείνο το κόμμα αποτελεί, επομένως, μια σοβιετική κυβέρνηση.[lxxxix]

 

Γι’αυτό γενικά, η πρακτική δοκιμασία της Ρώσικης Επανάστασης επιβεβαίωσε λαμπρά την κομματική θεωρία του Λένιν. Δικαιολόγησε πλήρως τη δέσμευσή του πως μια πειθαρχημένη και με αρχές πρωτοπορία θα έπαιζε έναν αποφασιστικό ρόλο στην επίτευξη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Όμως εδώ πρέπει να ηχήσει μια προειδοποιητική νότα, καθώς η διαδικασία με την οποία το Μπολσεβίκικο κόμμα κατάφερε  να παίξει στ’αλήθεια αυτόν τον ρόλο, δεν ήταν καθόλου αυτόματη.

Πριν από την επιστροφή του Λένιν στη Ρωσία, η Μπολσεβίκικη ηγεσία γλίστρησε σε μια θέση στήριξης υπό όρους προς την Προσωρινή Κυβέρνηση κι επίσης προς τον πόλεμο. Όταν ο Λένιν πρωτοσυντάχθηκε υπέρ της ανατροπής της Προσωρινής Κυβέρνησης και το «Όλη η Εξουσία στα Σοβιέτ», δε βρήκε καμία υποστήριξη στο εσωτερικό των ηγετικών κύκλων του κόμματος. Οι τελευταίοι, βασιζόμενοι στην μακρόβια Μπολσεβίκικη φόρμουλα της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς», αποκήρυξαν τη θέση του Λένιν ως «απαράδεκτη» στην Πράβντα. Μέχρι και το πιο σχολαστικά προετοιμασμένο επαναστατικό κόμμα δε μπορούσε να προεξοφλήσει όλα τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της επανάστασης κι επομένως έπρεπε να μάθει από την πραγματικότητα και από τους εργάτες. Μέσα στην κομματική ηγεσία ο Λένιν αποτέλεσε τον μεσάζοντα αυτής της μορφωτικής διαδικασίας. «Η θεωρία φίλε μου, είναι γκρίζα, μα πράσινο το αιώνιο δέντρο της ζωής»,[xc] έγραφε ο Λένιν, καταδικάζοντας «εκείνους τους “παλιούς Μπολσεβίκους” που έχουν ήδη παίξει, πάνω από μια φορά, τόσο αξιολύπητο ρόλο στην ιστορία του κόμματός μας, επαναλαμβάνοντας φόρμουλες ανόητα αποστηθισμένες, αντί να μελετούν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της νέας και ζωντανής πραγματικότητας».[xci] Το ότι, ξεκινώντας από θέση φαινομενικής απομόνωσης, ο Λένιν κέρδισε πολύ γρήγορα το κόμμα στη δική του θέση, οφειλόταν στο μεγάλο προσωπικό του γόητρο, μα επίσης στο γεγονός ότι άρθρωνε θεωρητικά τις απόψεις των προχωρημένων εργατών που κατέκλυζαν το κόμμα. Οι εξάψαλμοι του Λένιν κατά των «παλιών Μπολσεβίκων» συνδυάζονταν με την πίεση που ερχόταν από τις εργοστασιακές περιοχές. Επανειλημμένα μέσα στο 1917, ο Λένιν θα σχολίαζε ότι το κόμμα ήταν στα αριστερά της κεντρικής του επιτροπής και ότι οι μάζες ήταν στα αριστερά του κόμματος.

Ακόμη και αφότου ο Λένιν είχε κερδίσει τη νίκη επί των αρχών στην Απριλιανή Συνδιάσκεψη, τμήματα του κόμματος συνέχιζαν να ταλαντεύονται και αυτό σημειώθηκε ιδιαίτερα σε σχέση με το ζήτημα της εξέγερσης. Οι Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Νόγκιν, Μιλιούτιν και Ρίκοβ σχημάτισαν μια ομάδα εντός της ηγεσίας, πλήρως αντιτιθέμενη στην ενορχήστρωση μιας εξέγερσης.[xcii] Οι Κάμενεφ και Ζινόβιεφ έστεκαν, δίπλα στο Λένιν, ως οι πιο έγκυροι ηγέτες του κόμματος κι ωστόσο την αποφασιστική στιγμή κλονίστηκαν. Πήρε ένα μήνα σφυροκοπήματος από τον Λένιν, συμπεριλαμβανομένων απειλών ότι θα παραιτούταν και θα έκανε καμπάνια στη βάση,[xciii] για να υπερκερασθεί αυτή η αντιπολίτευση και να αποτινάξει η κεντρική επιτροπή την αδράνειά της. Όταν, αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας, η ομάδα Ζινόβιεφ-Κάμενεφ απαίτησε να μπουν οι Μπολσεβίκοι σε μια συμμαχία με τους Μενσεβίκους και τους Εσέρους, ο Λένιν άλλη μια φορά απείλησε με διάσπαση («μια ειλικρινής και ανοιχτή διάσπαση θα ήταν τώρα ασύγκριτα καλύτερη από το εσωτερικό σαμποτάζ, την παρεμπόδιση των ίδιων των αποφάσεών μας, την αποδιοργάνωση και τον ξεπεσμό»[xciv]) και δήλωσε ότι αν η αντιπολίτευση είχε πλειοψηφία στο κόμμα, αυτοί θα όφειλαν να σχηματίσουν τη συμμαχική κυβέρνησή τους και αυτός θα «πήγαινε στους ναύτες».

Το ότι τμήματα του Μπολσεβίκικου κόμματος και κατά καιρούς το κόμμα συνολικά, παραπατούσαν κατ’αυτόν τον τρόπο, δεν ακύρωνε, φυσικά, τις αρχές πάνω στις οποίες αυτό είχε χτιστεί. Ούτε πρωτύτερα, ούτε κι από τότε δεν έχει επιβεβαιωθεί καλύτερα ένα κόμμα της εργατικής τάξης σε συνθήκες επαναστατικής έκρηξης. Αυτό όμως όντως σημαίνει ότι η οργάνωση του κόμματος σε Λενινιστικές γραμμές δεν αποτελεί, καθεαυτή, καμία εγγύηση επιτυχίας. Δεν είναι ένα οργανωτικό κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες της ιστορίας. Το επαναστατικό κόμμα είναι αναντικατάστατο, μα και το πιο επαναστατικό από όλα τα κόμματα υπόκειται σε ένα στοιχείο συντηρητικής ρουτίνας, απλώς επειδή οφείλει να είναι μια μόνιμη, σταθερή οργάνωση. Η ίδια η δημιουργία ενός κόμματος ως διακριτό σώμα, εξίσου ενέχει το ρίσκο το κόμμα να διαχωρίσει τον εαυτό του από την τάξη. Το πλεονέκτημα του Λενινιστικού κόμματος ήταν ότι παρόλο που δε μπορούσε να αποκλείσει αυτούς τους κινδύνους, τους μείωσε στο ελάχιστο. Η μεγαλοσύνη του Λένιν στη Ρώσικη Επανάσταση ήταν ότι αυτός -ο κατεξοχήν κομματικός άνδρας- υπερέβη σε τελευταία ανάλυση το κόμμα του. Ήταν ικανός, τρόπος του λέγειν, να περάσει πάνω από το κεφάλι του κόμματος στη μάζα των Ρώσων εργατών και στρατιωτών, όχι τόσο για να τους απευθυνθεί, όσο για να τους ανταποκριθεί, όντας έτσι ικανός να αναγκάσει το κόμμα να ανταποκριθεί επίσης. Εκφράζοντας αυτό το πνεύμα σαν μια θεωρητική γενίκευση, μπορεί κανείς να πει πως για τον Λένιν, παρόλο που το κόμμα όφειλε συχνά να διατηρεί υψηλό βαθμό αυτονομίας απέναντι στην εργατική τάξη και παρόλο που οι [ανεξάρτητες από την τάξη -ΣτΜ] αξιώσεις του κόμματος και της πειθαρχίας του ήσαν ισχυρές, σε τελική ανάλυση το κόμμα παρέμενε υποταγμένο σε και εξαρτημένο από την τάξη. Η Λενινιστική θεωρία του κόμματος δεν υπονοεί με κανένα τρόπο τη φετιχοποίηση της κομματικής αφοσίωσης που χαρακτήριζε τη σοσιαλδημοκρατία και που επρόκειτο αργότερα να λάβει τις πιο τερατώδεις μορφές και διαστάσεις στα επίσημα Κομμουνιστικά Κόμματα της Σοβιετικής Ένωσης και του κόσμου.

 

  1. Το ενιαίο παγκόσμιο κόμμα

Η θεωρία του Λένιν για το κόμμα σχηματίστηκε πλήρως στα βασικά της σημεία, όπως έχουμε δείξει, ως τις αρχές του 1917. Τώρα με τη θεωρία που δικαιώθηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Λένιν κατείχε το πολιτικό κύρος και την επιρροή να φέρει στη ζωή το λογικό συμπέρασμα εκείνης της θεωρίας, δηλαδή την Κομμουνιστική Διεθνή. Το πρώτο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς ξεκίνησε στη Μόσχα στις 2 Μάρτη 1919, μα στην πραγματικότητα αυτό δεν συνιστούσε πολλά περισσότερα από το στήσιμο ενός λάβαρου και τη διακήρυξη της πρόθεσης. Μονάχα 35 απεσταλμένοι παρευρέθηκαν και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν από μικρά έθνη που άλλοτε αποτελούσαν μέρος της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Μέχρι το δεύτερο συνέδριο τον Ιούλη του 1920, που παρακολούθησαν 217 απεσταλμένοι, η νέα Διεθνής δεν πήρε οριστικό σχήμα ως μαζικός μαχητικός οργανισμός. Η ηγεσία της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήταν, φυσικά, έργο πολλών χεριών κι ο Λένιν συχνά έπαιρνε μια θέση όπισθεν. Ο Ζινόβιεφ ήταν ο πρόεδρός της και πολλά από τα σημαντικότερα μανιφέστα της γράφτηκαν από τον Τρότσκι. Ωστόσο, είναι πολύ θεμιτό να αναλογιστούμε το έργο της Κομμουνιστικής Διεθνούς σε μια μελέτη της θεωρίας του Λένιν, καθώς αυτός ήταν και ο ιδρυτής της και ο πιο ένθερμος υπέρμαχός της (μερικές φορές και εναντίον των ίδιων των υποστηρικτών του) και σίγουρα παρότρυνε είτε ενέκρινε όλες τις σημαντικές της στρατηγικές αποφάσεις.[xcv] Η συζήτηση εδώ θα είναι εξαιρετικά σύντομη και ανεπαρκής. Υπάρχουν δύο λόγοι για αυτό: πρώτον, μια επαρκής επεξεργασία όλων των ζητημάτων κομματικής στρατηγικής, τακτικών και οργάνωσης που διαχειρίστηκε η Διεθνής στα πρώτα της λίγα χρόνια θα απαιτούσε τουλάχιστον ένα ολόκληρο βιβλίο∙ δεύτερο, έχουμε ασχοληθεί πρωτευόντως με την ανάπτυξη της θεωρίας του Λένιν για το κόμμα και το έργο της Διεθνούς ενείχε κυρίως την εφαρμογή των ιδεών που έχουμε ήδη συζητήσει. Συνεπώς, εδώ θα υποδειχθεί μόνο το κύριο περίγραμμα, με έμφαση σ’εκείνες τις πλευρές της Κομιντέρν που αποτέλεσαν κατά κάποιο τρόπο καινούργιες αφετηρίες.

Η πιο άμεσα χτυπητή διαφορά μεταξύ της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς, ως οργανώσεων, έγκειται στο γεγονός πως η πρώτη ήταν μια χαλαρή ομοσπονδία ανεξάρτητων εθνικών κομμάτων, ενώ η τελευταία προοριζόταν να γίνει αυστηρά συγκεντρωτική. Όπως το έθετε το καταστατικό που υιοθετήθηκε στο δεύτερο συνέδριο: «Η Κομμουνιστική Διεθνής πρέπει, στην πραγματικότητα και στην πράξη, να αποτελεί ενιαίο κομμουνιστικό κόμμα ολόκληρου του κόσμου. Τα κόμματα που εργάζονται στις διάφορες χώρες δεν είναι παρά τα ξεχωριστά του τμήματα.»[xcvi] Η ανώτατη αρχή παραχωρήθηκε στο παγκόσμιο συνέδριο που θα συνεδρίαζε τακτικά μια φορά το χρόνο, αλλά ανάμεσα στα συνέδρια η Διεθνής θα διοικούταν από την εκλεγμένη της Εκτελεστική Επιτροπή, στην οποία είχαν δοθεί εκτεταμένες εξουσίες.

 

Η Εκτελεστική Επιτροπή διεξάγει ολόκληρη τη δουλειά της Κομμουνιστικής Διεθνούς από το ένα συνέδριο στο επόμενο… και εκδίδει οδηγίες που είναι δεσμευτικές για όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις που ανήκουν στην Κομμουνιστική Διεθνή. Η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς θα αποπέμπει ομάδες ή άτομα που προσβάλλουν την διεθνή πειθαρχία και έχει επίσης το δικαίωμα να αποπέμπει από την Κομμουνιστική Διεθνή εκείνα τα κόμματα που παραβιάζουν αποφάσεις του παγκόσμιου συνεδρίου.[xcvii]

 

Αυτή η αντίληψη της Διεθνούς ως ένα συγκεντρωτικό παγκόσμιο κόμμα ήταν μείζον προχώρημα. Εν μέρει σχεδιάστηκε για να εμποδίσει κάθε επανάληψη του εθνικού κατακερματισμού που κατέστρεψε τη Δεύτερη Διεθνή το 1914. Περισσότερο θετικά, ο στόχος της ήταν να δημιουργήσει ένα ενοποιημένο γενικό επιτελείο αυτού που υποτίθετο ότι ήταν η επικείμενη παγκόσμια επανάσταση. Ο Τρότσκι έχει συνοψίσει εύστοχα τη σκέψη που υπέφωσκε πίσω από αυτή τη μορφή οργάνωσης.

 

Ο διεθνισμός του Λένιν δεν είναι μια φόρμουλα για την εναρμόνιση εθνικών και διεθνών συμφερόντων σε μια κενή πολυλογία. Είναι ένας οδηγός επαναστατικής δράσης που αγκαλιάζει όλα τα έθνη. Ο πλανήτης μας, κατοικημένος από την αποκαλούμενη πολιτισμένη ανθρωπότητα, θεωρείται ως ένα ενιαίο πεδίο μάχης, όπου ποικίλα έθνη και κοινωνικές τάξεις διαγωνίζονται.[xcviii]

 

Το ένα πεδίο μάχης απαιτούσε ένα στρατό και ένα γενικό επιτελείο. Η Κομμουνιστική Διεθνής προοριζόταν να γίνει, όπως το έχει θέσει ο Λούκατς, «Το Μπολσεβίκικο Κόμμα -με την αντίληψη του Λένιν για το κόμμα- σε παγκόσμια κλίμακα.»[xcix]

Για να υλοποιήσει αυτόν τον στόχο, ήταν αναγκαίο να υποθάλψει τη ραγδαία ανάπτυξη γνήσιων επαναστατικών κομμάτων σε όλες τις βασικές καπιταλιστικές χώρες. Για να το κάνει αυτό, η Κομιντέρν εργάστηκε για να συνελκύσει υπάρχουσες Κομμουνιστικές ομάδες και τάσεις και να τις ενώσει σε σταθερά κόμματα και να κερδίσει όσο μεγαλύτερη μερίδα ήταν δυνατό από τη βάση των Ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων (ιδίως του USPD, του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI) και του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος). Σε αυτή τη διαδικασία ο κύριος εχθρός ήταν ο «κεντρισμός»,[c] κατά το ότι οι κεντριστές ηγέτες έπρεπε να απαξιωθούν για να κατακτηθούν οι υποστηρικτές τους και κατά το ότι έπρεπε να εμποδιστούν να μπουν στη Διεθνή και να τη μολύνουν. Ήταν ακριβώς η υπέρ της Διεθνούς πίεση από τη βάση που τράβηξε ρεφορμιστές στην κατεύθυνσή της και δημιούργησε αυτόν τον τελευταίο κίνδυνο. Στο δεύτερο συνέδριο ο Λένιν προειδοποίησε ότι «Η Κομμουνιστική Διεθνής μετατρέπεται, σε ορισμένο βαθμό, σε μόδα… [και] μπορεί να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο διάλυσης από την εισροή ταλαντευόμενων και αναποφάσιστων ομάδων που έχουν μέχρι τώρα αποχωριστεί την δευτεροδιεθνιστική ιδεολογία τους.»[ci] Ακριβώς όπως στα 1903 ο Λένιν είχε επιμείνει στο Άρθρο 1 των Κομματικών Κανονισμών ως όπλο κατά του οπορτουνισμού, τώρα κατάστρωσε 21 όρους για την αποδοχή στην Κομμουνιστική Διεθνή. Αυτοί ήταν εξαιρετικά άκαμπτοι. Ο Όρος 2 απαιτούσε ότι «Οποιαδήποτε οργάνωση θέλει να ενταχθεί στην Κομμουνιστική Διεθνή πρέπει να αποτάξει με συνέπεια και συστηματικότητα ρεφορμιστές και “κεντριστές” από θέσεις οποιασδήποτε ευθύνης στο εργατικό κίνημα.»[cii] Ο Όρος 4 επέμενε στη «συστηματική προπαγάνδα και αγκιτάτσια… στις ένοπλες δυνάμεις».[ciii] Ο Όρος 14 απαιτούσε «Κομμουνιστικά κόμματα, σε χώρες όπου οι κομμουνιστές μπορούν να διεξάγουν το έργο τους νόμιμα, πρέπει να εκτελούν περιοδικές εκκαθαρίσεις μελών (επανεγγραφές) με στόχο την απαλλαγή του κόμματος από μικροαστικά στοιχεία που αναπόφευκτα διεισδύουν μέσα σε αυτά.» Συνοψίζοντας τους 21 Όρους ο Ζινόβιεφ δήλωσε, «Ακριβώς όπως δεν είναι εύκολο για μια καμήλα να περάσει από το μάτι της βελόνας, έτσι, ελπίζω, δε θα είναι εύκολο για τους οπαδούς του κέντρου να ξεγλιστρήσουν μέσα από τους 21 Όρους.»[civ] Διακεκριμένοι ηγέτες του κέντρου, οι Κρισπιέν και Ντίτμαν από το USPD και ο Σερράτι από το PSI, ήταν παρόντες στο συνέδριο αλλά οι ενστάσεις τους αποκρούστηκαν ισχυρά από τον Λένιν ως «θεμελιακά Καουτσκικές…[και] διαποτισμένες με αστικό πνεύμα».[cv]

Παράλληλα με την πάλη κατά του κεντρισμού, υπήρχε μια αντιδικία με ποικίλες επαναστατικές πλην ακροαριστερές ή συνδικαλιστικές τάσεις. Αυτή διεξάχθηκε με έναν πολύ φιλικότερο τρόπο. Τα λάθη των «Αριστερών» ανάχθηκαν πρωτίστως στη «νεότητα» και την απειρία τους. Ορισμένοι από τους «Αριστερούς», με προεξάρχοντες τους Πεστάνα από τους Ισπανούς συνδικαλιστές και Τάννερ από το Βρετανικό Κίνημα Εμποροϋπαλλήλων, ήταν τόσο αηδιασμένοι από τον οπορτουνισμό των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που απέρριπταν συνολικά την ανάγκη για ένα προλεταριακό κόμμα. Προς απάντηση, οι Λένιν, Τρότσκι και Ζινόβιεφ περιέγραψαν υπομονετικά την αλφαβήτα της Λενινιστικής θεωρίας για το κόμμα, τονίζοντας την αντίθεση μεταξύ ενός σοσιαλδημοκρατικού κι ενός κομμουνιστικού κόμματος.[cvi] Είναι αξιοσημείωτο πως δεν υπήρξαν εξάψαλμοι κατά του «οικονομισμού» και καμία νύξη για «εισαγωγή του σοσιαλισμού στην εργατική τάξη από τα έξω». Οι υιοθετημένες θέσεις δήλωναν ότι «Οι επαναστάτες συνδικαλιστές συχνά μιλούν για τον μεγάλο ρόλο που μπορεί να παιχτεί από μια αποφασισμένη επαναστατική μειοψηφία. Μια αληθινά αποφασισμένη μειοψηφία της εργατικής τάξης, μια μειοψηφία που είναι κομμουνιστική, που θέλει να δράσει, που έχει ένα πρόγραμμα, που στρέφεται έξω για να οργανώσει τον αγώνα των μαζών -αυτό ακριβώς είναι το κομμουνιστικό κόμμα.»[cvii]

Δυσκολότερη και διδακτικότερη ήταν η αντιπαράθεση με εκείνους που δέχονταν την ανάγκη για ένα επαναστατικό κόμμα, μα που το ήθελαν να επιζητά μια υποκριτικά αγνή πολιτική με κανένα συμβιβασμό, κανένα ελιγμό και καμιά συμμετοχή σε αστικά κοινοβούλια ή αντιδραστικά συνδικάτα -αυτή ήταν η γραμμή του KAPD (πρόσφατης διάσπασης από το Γερμανικό ΚΚ), του Μπορντίγκα στην Ιταλία, των Γκόρτερ και Πάννεκουκ στην Ολλανδία, των Γκάλλαχερ και Σύλβιας Πάνκχερστ στη Βρετανία. Για τον Λένιν, όλα αυτά ήταν «παλιά και γνωστά σκουπίδια»,[cviii] μα η απάντησή του, Αριστερισμός-Η Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού, ειδικά γραμμένη για το δεύτερο συνέδριο, ήταν μια από τις πιο ενδελεχείς και φωτεινές του εκθέσεις στρατηγικής και τακτικής του επαναστατικού κόμματος. Ανακτώντας μερικά από τα λιγότερο γνωστά επεισόδια στην ιστορία του Μπολσεβικισμού, ο Λένιν υποστήριζε ότι ήταν απαραίτητο να παραμείνεις στα συνδικάτα και να «συνεχίσεις το κομμουνιστικό έργο μέσα τους με κάθε κόστος»[cix] και ότι «καθώς σου λείπει η δύναμη να ξεφορτωθείς τα αστικά κοινοβούλια και κάθε άλλο τύπο αντιδραστικού θεσμού, πρέπει να εργαστείς μέσα τους».[cx] «Το καθήκον που έχει ανατεθεί στους Κομμουνιστές», έγραφε, «είναι να πείσουν τα καθυστερημένα στοιχεία, να εργαστούν ανάμεσά τους και όχι να περιχαρακωθούν από αυτά με τεχνητά και παιδιάστικα “Αριστερά” συνθήματα.»[cxi] Ο Λένιν ανησυχούσε ότι οι κομμουνιστές δε θα’πρεπε να «θεωρούν ό,τι είναι για εμάς ξεπερασμένο ως ξεπερασμένο για μια τάξη, για τις μάζες».[cxii]

Η έννοια του κόμματος που παρουσιάστηκε από τον Λένιν στον Αριστερισμό δεν είναι αυτή ενός ομίλου παρωπιδικών δογματικών που βαδίζουν σε μία μόνο κατεύθυνση -μπροστά- αλλά ενός σώματος πολιτικά οξυδερκούς και υψηλής επίγνωσης, ικανού να ελίσσεται, κατά καιρούς να συμβιβάζεται και να υποχωρεί, έτσι ώστε ποτέ να μην χάνει την επαφή με την τάξη που στοχεύει να καθοδηγήσει κι ωστόσο ικανού «διαμέσου όλων των ενδιάμεσων σταθμών και όλων των συμβιβασμών… [να] ξεχωρίζει καθαρά και να επιδιώκει διαρκώς τον τελικό στόχο».[cxiii] Φυσικά, δεν θα ήταν πάντα εύκολο να διακρίνει μεταξύ συμβιβασμών που είναι αναγκαίοι και εκείνων που ήταν προδοτικοί, αλλά «Θα ήταν παράλογο να διατυπώσουμε μια συνταγή ή ένα γενικό κανόνα (“Όχι συμβιβασμοί”) που να ταιριάζει σε όλες τις περιπτώσεις».[cxiv] Αυτό που απαιτούταν, ισχυριζόταν ο Λένιν, ήταν ανάλυση της χειροπιαστής κατάστασης.

 

Είναι, στ’αλήθεια, μια από τις λειτουργίες μιας κομματικής οργάνωσης και  κομματικών ηγετών άξιων του ονόματός τους, να αποκτούν, μέσα από τις παρατεταμένες, επίμονες, διαποίκιλτες και διεξοδικές προσπάθειες όλων των σκεπτόμενων αντιπροσώπων μιας δεδομένης τάξης, τη γνώση, την πείρα και -επιπρόσθετα της γνώσης και της πείρας- την πολιτική διαίσθηση που χρειάζεται η σβέλτη και σωστή διόρθωση πολύπλοκων πολιτικών προβλημάτων.[cxv]

 

Κατά τη διάρκεια του 1919 και 1920, η κύρια έμφαση μέσα στην Κομιντέρν τοποθετούταν στην πάλη κατά του οπορτουνισμού, με τον αριστερισμό να θεωρείται ως μια πολύ λιγότερο σοβαρή παρέκκλιση, αλλά στα 1921 αυτό άλλαξε. Διαμέσου όλης της Ευρώπης το εργατικό κίνημα είχε διασπαστεί και οι οπορτουνιστές και κεντριστές είχαν αποταχθεί από τη Διεθνή -τώρα η έμφαση μετατοπίστηκε στη μάχη με τον «αριστερισμό». Η βασική αιτία για αυτό ήταν η αλλαγή στην αντικειμενική κατάσταση. Η άμεση μεταπολεμική περίοδος είχε γίνει μάρτυρας ενός διεθνούς κύματος ευθέων επαναστατικών αγώνων και η μπουρζουαζία είχε καταληφθεί από πανικό. Η προοπτική της Διεθνούς ήταν αυτή της άμεσης παγκόσμιας επανάστασης. Αλλά σε μία χώρα μετά την άλλη η εργατική τάξη είχε νικηθεί και η μπουρζουαζία είχε ανακτήσει αυτοπεποίθηση. Σε όλες τις περιπτώσεις τα νέα κομμουνιστικά κόμματα είχαν καταφανώς αποτύχει να κερδίσουν την υποστήριξη την πλειοψηφίας της εργατικής τάξης.

Ο άμεσος καταλύτης του επαναπροσανατολισμού της στρατηγικής της Κομιντέρν ήταν η καταστροφική δράση του Μάρτη από το KPD********* στα 1921. Υπερ-αντιδρώντας στην επιτηδευμένα προκλητική αστυνομική κατάληψη των ανθρακωρυχείων του Μάνσφιλντ, οι Γερμανοί Κομμουνιστές ηγέτες αποπειράθηκαν, χωρίς προετοιμασία και χωρίς μαζική υποστήριξη, να καλέσουν μια γενική απεργία και να τη μεταμορφώσουν σε εξέγερση. Όταν οι εργάτες παρέλειψαν να ανταποκριθούν, τα κομματικά μέλη διατάχθηκαν να τους εξωθήσουν στους δρόμους και οι άνεργοι, μεταξύ των οποίων το κόμμα είχε μια ισχυρή βάση, χρησιμοποιήθηκαν στην κατάληψη εργοστασίων ενάντια στη θέληση των εργατών. Το αποτέλεσμα ήταν άγριες μάχες μεταξύ κομμουνιστών και μη κομμουνιστών εργατών, πλήρης κατατρόπωση των πρώτων και αποδεκατισμός του κόμματος (τα μέλη έπεσαν κατά σχεδόν δύο τρίτα).[cxvi] Ανικανοποίητη με αυτό, η «αριστερή» ηγεσία του KPD προσπάθησε να γενικεύσει τον καταγέλαστο τυχοδιωκτισμό της σε σύστημα, υπό το όνομα «η θεωρία της επίθεσης».

Ήταν σαφώς ώρα να μπει ένα φρένο. Ο Λένιν ανακοίνωσε ότι εάν οι «θεωρητικοί της επίθεσης» συγκροτούσαν μια καθορισμένη τάση, τότε «είναι απαραίτητη μια αδυσώπητη μάχη κατά αυτής της τάσης, γιατί αλλιώς δεν υπάρχει καμία Κομμουνιστική Διεθνής».[cxvii] Το τρίτο συνέδριο της Διεθνούς τον Ιούνη-Ιούλη του 1921, υιοθέτησε το σύνθημα «Προς τις μάζες» και δήλωσε ότι «Το σπουδαιότερο ζήτημα προ της Κομμουνιστικής Διεθνούς σήμερα είναι να κερδίσει κυριαρχική επιρροή στην πλειοψηφία της εργατικής τάξης.»[cxviii] Ιδιαίτερη προσοχή έπρεπε τώρα στους «μερικούς αγώνες και τα μερικά αιτήματα». «Το καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων είναι να επεκτείνουν, να βαθύνουν και να ενοποιήσουν αυτόν τον αγώνα για χειροπιαστά αιτήματα… Αυτά τα μερικά αιτήματα, αγκυροβολημένα στις ανάγκες των ευρύτερων μαζών, πρέπει να προωθηθούν από τα κομμουνιστικά κόμματα με τρόπο που δεν οδηγεί τις μάζες μόνο στον αγώνα, αλλά από την ίδια του τη φύση τις οργανώνει.»[cxix] Λογική συνέπεια αυτής της νέας γραμμής ήταν η πολιτική του ενιαίου μετώπου, που διακηρύχθηκε από την Εκτελεστική της Διεθνούς το Δεκέμβρη του 1921 και επικυρώθηκε από το τέταρτο συνέδριο στα 1922. Η ιδέα του ενιαίου μετώπου ήταν ότι έπρεπε να γίνουν δημόσιες εκκλήσεις στους ηγέτες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που να προτείνουν ενιαία δράση πάνω σε ένα κοινό πρόγραμμα βασικών οικονομικών και πολιτικών αιτημάτων αναδεικνυόμενων από τις άμεσες ανάγκες της εργατικής τάξης. Εάν οι σοσιαλδημοκράτες συμφωνούσαν, τότε τα κομμουνιστικά κόμματα θα είχαν μια ευκαιρία να αποδείξουν στην πράξη την ανωτερότητά τους ως υπερασπιστές του προλεταριάτου. Εάν οι σοσιαλδημοκράτες απέρριπταν τις προτάσεις, τότε η κατηγορία για κάθε διχασμό θα έπεφτε επάνω σ’αυτούς. Όμως, όπως αποτελούσε έμμεσο όπλο κατά των σοσιαλδημοκρατών, το ενιαίο μέτωπο ήταν επίσης σχεδιασμένο να συμβιβάσει την ύπαρξη ξέχωρων κομμουνιστικών κομμάτων με την ανάγκη της εργατικής τάξης για ενότητα στην καθημερινή πάλη κατά των βιομηχάνων και του κράτους.[cxx]

Για να γίνουν ικανά τα κόμματα της Διεθνούς να εφαρμόσουν αποτελεσματικότερα αυτήν την καθημερινή αγκιτάτσια για άμεσα αιτήματα και να της δώσουν επαναστατικό χαρακτήρα και για να’ναι καλύτερα προετοιμασμένα για μελλοντικές επαναστατικές ευκαιρίες, κρίθηκε απαραίτητο να «μπολσεβικοποιήσουν» όχι μόνο την ιδεολογία, στρατηγική και τακτική τους, μα επίσης τις λεπτομέρειες της οργάνωσής τους και των μεθόδων δουλειάς. Συζητήσαμε νωρίτερα τις διαφορές μεταξύ της οργάνωσης του προεπαναστατικού Μπολσεβίκικου κόμματος και της ισχύουσας στα Ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Το 1921 πολλά από τα Δυτικά ΚΚ λειτουργούσαν ακόμα με το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο. Για να το διορθώσει αυτό, το τρίτο συνέδριο υιοθέτησε θέσεις για την «Οργάνωση και την Οικοδόμηση Κομμουνιστικών Κομμάτων» που προορίζονταν να εφαρμοστούν από κάθε εθνικό τμήμα. Εκτός από γενικές παρατηρήσεις για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, οι θέσεις τόνιζαν την υποχρέωση όλων των μελών να δουλεύουν, το ρόλο-κλειδί των εργοστασιακών και συνδικαλιστικών πυρήνων, τη σπουδαιότητα των ραπόρτων κάθε δραστηριότητας και την αναγκαιότητα ενός παράνομου δικτύου επικοινωνιών κι έδιναν οδηγίες για το πώς προετοιμάζεις συσκέψεις και δουλεύεις στους κλάδους των συνδικάτων.

Η οργάνωση εκατομμυρίων εργατών σε ένα μοναδικό παγκόσμιο κόμμα, την Κομμουνιστική Διεθνή κατά τη διάρκεια των πρώτων της χρόνων, σημαδεύει από πολλές απόψεις το ύψιστο σημείο που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα από το μαρξιστικό επαναστατικό κίνημα. Κι ωστόσο επίσης ήταν μια αποτυχία∙ όχι μόνο στο ότι δεν παρήγαγε μια άμεση παγκόσμια επανάσταση, μα και στο ότι μέσα σε λίγα χρόνια έπαψε τελείως να αποτελεί επαναστατική δύναμη και μετατράπηκε σε υποτακτικό όργανο της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ρωσική κυριαρχία ήταν ο βράχος στον οποίο η Κομμουνιστική Διεθνής θεμελιώθηκε. Ήταν βέβαια αναπόφευκτο ότι οι ηγέτες της πρώτης επιτυχημένης εργατικής επανάστασης στον κόσμο θα ακούγονταν με σεβασμό. Επιπρόσθετα, αυτό ήταν, αρχικά, ένας θετικός παράγοντας, καθώς οι Ρώσοι ηγέτες, ειδικά οι Λένιν και Τρότσκι, ήταν σαφώς ανώτεροι στη θεωρία και την πρακτική πείρα από οποιονδήποτε στα νέα Ευρωπαϊκά κόμματα. Ο Λένιν αναγνώριζε με ειλικρίνεια το γεγονός της Ρωσικής καθοδήγησης, αλλά υπέθετε πως θα ήταν μόνο προσωρινό. «Η ηγεσία στην επαναστατική προλεταριακή Διεθνή έχει περάσει -για μικρό χρονικό διάστημα, εννοείται- στους Ρώσους, ακριβώς όπως στις διάφορες περιόδους του δέκατου ένατου αιώνα ήταν στα χέρια των Βρετανών, έπειτα των Γάλλων, ύστερα των Γερμανών.»[cxxi] Όσο η Ρωσική Επανάσταση συνέδεε το πεπρωμένο της με την επιτυχία της επανάστασης παγκόσμια,[cxxii] η υπεροχή των Ρώσων ηγετών βοηθούσε τη Διεθνή, μα μόλις αυτός ο προσανατολισμός εγκαταλείφθηκε η Διεθνής ρήμαξε.

Δύο παράγοντες εξηγούν τη συνεχιζόμενη παθητική υποταγή των ξένων κομμουνιστικών κομμάτων στη Ρωσική διεύθυνση. Ο πρώτος ήταν η σειρά των ηττών που μάστισαν το διεθνές εργατικό κίνημα. Μονάχα οι Ρώσοι διατήρησαν την αίγλη της επιτυχίας και στη βάση μόνο πισωγυρισμάτων κανένα άλλο κόμμα δεν ανέπτυξε την αυτοπεποίθηση ή το κύρος να τους διαμφισβητήσει. Ο δεύτερος ήταν η αποτυχία των Μπολσεβίκων να επικοινωνήσουν, ή βαλμένο ανάποδα, η αποτυχία των ξένων κομμάτων να διδαχθούν. Οι κομμουνιστές της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας κλπ έβρισκαν τους εαυτούς τους να υφίστανται συνεχώς κριτική και διορθώσεις, πρώτα από τα αριστερά και μετά από τα δεξιά. Μέσα στη διαδικασία, φαίνεται να απορρόφησαν όχι τη συνολική Λενινιστική μέθοδο, πάνω στην οποία οι διορθώσεις βασίζονταν, αλλά μόνο την ιδέα πως η Μόσχα ήταν πάντα σωστή. Κατά συνέπεια, ποτέ δεν ανάπτυξαν την ικανότητα για ανεξάρτητη χειροπιαστή ανάλυση, την οποία ο Λένιν θεωρούσε λειτουργία που το κόμμα θα παρήγαγε στο πρόσωπο των ηγετών του. Στον τελευταίο του λόγο στην Κομμουνιστική Διεθνή το Νοέμβρη του 1922, ο Λένιν έμοιαζε να αρχίζει να καταπιάνεται μ’αυτό το πρόβλημα, αν και δεν είχε την ευκαιρία να αναπτύξει τις ιδέες του.

 

Στο τρίτο συνέδριο στα 1921, υιοθετήσαμε ένα ψήφισμα για την οργανωτική δομή των κομμουνιστικών κομμάτων και για τις μεθόδους και το περιεχόμενο των δραστηριοτήτων τους. Το ψήφισμα είναι εξαιρετικό, αλλά είναι σχεδόν ολοκληρωτικά Ρώσικο, με άλλα λόγια, το καθετί μέσα του βασίζεται στις Ρώσικες συνθήκες. Αυτό είναι το καλό του σημείο, μα επίσης είναι η αποτυχία του. Είναι η αποτυχία του επειδή είμαι σίγουρος πως κανένας ξένος δε μπορεί να το διαβάσει… και… αν κατ’εξαίρεση κάποιος ξένος μπορεί όντως να το καταλάβει, δε μπορεί να το εφαρμόσει… δεν έχουμε μάθει πώς να παρουσιάζουμε τη Ρωσική πείρα μας στους ξένους… το πιο σπουδαίο πράγμα για όλους μας, Ρώσους και ξένους συντρόφους ομοίως, είναι να κάτσουμε και να μελετήσουμε… Εμείς μελετάμε με τη γενική έννοια. Αυτοί ωστόσο, πρέπει να μελετήσουν με την ειδική έννοια, έτσι ώστε να μπορούν να κατανοήσουν πραγματικά την οργανωτική δομή, τη μέθοδο και το περιεχόμενο του επαναστατικού έργου.[cxxiii]

 

Η αποτυχία της Διεθνούς και ο μετασχηματισμός της σε εργαλείο της ανερχόμενης Ρωσικής κρατικής γραφειοκρατίας, δεν αναιρεί τη σύλληψη του συγκεντρωτικού παγκόσμιου κόμματος, καθώς εκείνη η σύλληψη ήταν η αντανάκλαση της διακρατικής φύσης της ταξικής πάλης. Όμως, πράγματι δείχνει ότι η δημιουργία μιας Διεθνούς εντείνει όχι μόνο τα πλεονεκτήματα, μα επίσης και τους κινδύνους τους εγγενείς στη δημιουργία κι ενός απλού κόμματος. Μια υγιής Διεθνής θα αποτελούσε ισχυρό αντίβαρο στις διαδικασίες εκφυλισμού που τελούνταν στη Ρωσία. Όπως ήταν, η Διεθνής αποδείχθηκε αξιόπιστο έρεισμα και υποστήριγμα για τη Σταλινική γραφειοκρατία. Αυτό που παρέμεινε από τα πρώτα χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήταν, με τα λόγια του Τρότσκι, «μια ανεκτίμητη προγραμματική κληρονομιά».[cxxiv] Σε αυτό μπορεί κανείς να προσθέσει ότι τα ντοκουμέντα της, οι θέσεις της, οι αντιδικίες της και από κάποιες απόψεις η πρακτική της, μας δίνουν την πιο ολοκληρωμένη εικόνα εφαρμογής της πλήρως αναπτυγμένης Λενινιστικής θεωρίας για το κόμμα.

 

  1. Η ουσία της θεωρίας του Λένιν

Από την προηγούμενη αποτίμηση είναι καθαρό ότι η θεωρία του Λένιν για το κόμμα, ήταν ένα εξαιρετικά περίπλοκο, πολυεπίπεδο δόγμα. Έχουμε ισχυριστεί ότι για να κατανοήσουμε πλήρως αυτή τη θεωρία, είναι αναγκαίο να εξιχνιάσουμε την εξέλιξή της συσχετίζοντας κάθε βήμα στην ανάπτυξή της με τα πρακτικά και θεωρητικά προβλήματα που την προκαλούσαν. Αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε και πάνω σε αυτή τη βάση είναι εφικτό να τολμήσουμε μια σύντομη σύνοψη της ουσίας της θεωρίας.

Υπάρχουν δύο βασικά θέματα στην κομματική θεωρία του Λένιν: πρώτο, η απολύτως ανεξάρτητη οργάνωση των προχωρημένων εργατών, που υποβαστάζει άκαμπτα τα συνολικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και όλων των εκμεταλλευμένων και τον τελικό στόχο της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης∙ δεύτερο, η στενότερη δυνατή σχέση με τη μάζα των εργατών, συντηρούμενη με την παροχή πρακτικής καθοδήγησης σε κάθε αγώνα που ενέχονται οι εργάτες ή που επηρεάζει τα συμφέροντά τους. Το πρώτο σημαίνει σταθερή προσκόλληση σε αρχές, προθυμία να αποδεχτεί κανείς, για μια περίοδο, τη θέση μιας μικροσκοπικής και φαινομενικά απομονωμένης μειοψηφίας και διεξαγωγή αδυσώπητης πάλης μέσα στην εργατική τάξη εναντίον όλων των εκφράσεων του οπορτουνισμού. Το τελευταίο σημαίνει ακραία τακτική ευελιξία και την ικανότητα να εκμεταλλεύεσαι κάθε οδό για να διατηρήσεις επαφή με τις μάζες.

Αυτά τα δύο στοιχεία δεν είναι ξεχωριστά μα διαλεκτικά συσχετισμένα και αμοιβαία εξαρτημένα. Χωρίς σταθερές αρχές και πειθαρχημένη οργάνωση, το κόμμα είτε θα είναι ανίκανο να εκτελέσει τις απαραίτητες απότομες τακτικές στροφές είτε θα εκτροχιαστεί από αυτές. Χωρίς βαθιά εμπλοκή στους αγώνες της εργατικής τάξης, το κόμμα θα είναι ανίκανο να σφυρηλατήσει και να διατηρήσει την πειθαρχία του και θα γίνει αντικείμενο της πίεσης ξένων τάξεων. Αν δεν συνδεθεί ο καθημερινός αγώνας της εργατικής τάξης με τον τελικό στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού, θα αποτύχει στον σκοπό του. Αν δεν μπορεί το κόμμα να σχετίσει τον τελικό στόχο με τους άμεσους αγώνες, θα εκφυλιστεί σε άχρηστη σέκτα. Όσο πιο αναπτυγμένη η αυθόρμητη δραστηριότητα των εργατών, τόσο πιο πολύ απαιτεί, επί ποινή καταστροφικής ήττας, συνειδητή επαναστατική οργάνωση. Όμως, μια επαναστατική οργάνωση δε μπορεί να συντηρείται και να ανανεώνεται, εκτός αν δέχεται μετάγγιση νέου αίματος από τον αυθόρμητο ξεσηκωμό των μαζών.

Όλες οι οργανωτικές μορφές του Μπολσεβικισμού -η στενή παρακολούθηση των συνόρων του κόμματος, η δέσμευση σε δραστηριότητα από όλα τα μέλη, η αυστηρή πειθαρχία, η πλήρης εσωκομματική δημοκρατία, ο πρωτεύων ρόλος του πυρήνα στο χώρο εργασίας, ο συνδυασμός νόμιμης και παράνομης δουλειάς- απορρέουν από την ανάγκη συνδυασμού αυτών των δύο στοιχείων. Το Λενινιστικό κόμμα αποτελεί τη συμπαγή έκφραση της μαρξιστικής σύνθεσης ντετερμινισμού και βολονταρισμού********** στην επαναστατική πρακτική.

Μέσα στην επαναστατική σταδιοδρομία του Λένιν οι δυο πλευρές που σκιαγραφήθηκαν εδώ ήταν συνεχώς παρούσες, αλλά σε διαφορετικές στιγμές η μία πλευρά υπερίσχυε της άλλης στις ανησυχίες του. Στα 1903 και 1914 και στα δύο πρώτα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ήταν η ανεξαρτησία του κόμματος που κυριαρχούσε. Στα 1905 και στο τρίτο και τέταρτο συνέδριο της Διεθνούς, ήταν η σχέση με τις μάζες. Τον Οκτώβρη του 1917 οι δυο τους ήταν αξεδιάλυτα συντηγμένες ακριβώς επειδή η επανάσταση σημάδεψε τη σύντηξη μέσα στην εργατική τάξη των άμεσων αιτημάτων και των ιστορικών συμφερόντων της. Μέρος της μοναδικής ιδιοφυίας του Λένιν ήταν η ικανότητά του να κρίνει ποιες πλευρές να τονίζει, με ποιον τρόπο να «λυγίζει το κλαρί» σε μια συγκεκριμένη στιγμή.

«Δεν αρκεί» έγραφε, «να είσαι επαναστάτης και υπέρμαχος του σοσιαλισμού γενικώς. Είναι απαραίτητο να γνωρίζεις σε κάθε στιγμή πώς να βρίσκεις τον ιδιαίτερο κρίκο της αλυσίδας που πρέπει κανείς να αδράξει με όλη του τη δύναμη, ώστε να κρατηθεί στη θέση της όλη η αλυσίδα και πώς να προετοιμάζεσαι να συνεχίσεις στον επόμενο κρίκο.»[cxxv]

=2663Αποτελούν τα κριτήρια με τα οποία και σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο μέσα στο οποίο, όλες οι άλλες συνεισφορές στην κομματική θεωρία, περιλαμβανομένης και του Μαρξ, πρέπει να εκτιμώνται.

* Μετά την ήττα της «γενικής πρόβας», της επανάστασης του 1905, συγκλήθηκε το Τέταρτο Συνέδριο του ΡΣΔΕΚ (Απρίλης-Μάης 1906), με τις φράξιες Μενσεβίκων και Μπολσεβίκων να καταλήγουν, μετά από σκληρές διαμάχες για τις διατυπώσεις και τα ψηφίσματα, σε μια τυπική ενότητα. Η εκτεταμένη διάλυση που η ήττα έφερε στις μαχητικές Μπολσεβίκικες τοπικές οργανώσεις είχε ως αποτέλεσμα μια Μενσεβίκικη πλειοψηφία στο Συνέδριο. Ουσιαστικά όμως οι δυο φράξιες εξακολούθησαν να λειτουργούν σαν ξεχωριστά κόμματα. Η οριστική διάσπαση έγινε το 1912.

** Νοβάγια Ζιζν (Νέα Ζωή): Εφημερίδα-όργανο της σοσιαλδημοκρατίας από το Νοέμβρη του 1905, με πρώτο εκδότη τον Μαξίμ Λιτβίνοβ. Με το ίδιο όνομα δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1917 η καθημερινή εφημερίδα της σοσιαλδημοκρατικής τάσης των Διεθνιστών (οπαδοί του Μάρτοβ) που αμφιταλαντεύονταν μεταξύ Μενσεβίκων και Μπολσεβίκων. Απαγορεύτηκε από την κυβέρνηση Κερένσκι το Σεπτέβμρη του 1917 και έκλεισε οριστικά για αντεπαναστατική δράση τον Ιούλη του 1918.

*** Μαύρες Εκατονταρχίες: από τις αρχές του 20ου αιώνα αντεπαναστατικό, μοναρχικό και εθνικιστικό κίνημα, οργανωμένο από την Τσαρική αστυνομία. Ουσιαστικά οι συναφείς οργανώσεις συσπείρωναν καθυστερημένα στοιχεία από όλες τις τάξεις, κυρίως όμως γαιοκτήμονες, μικροαστούς και λούμπεν προλετάριους. Επιδίδονταν σε αντιεβραϊκά πογκρόμ και δολοφονίες επαναστατών ή φιλελεύθερων αστών.

**** Ως κεντρισμός περιγράφεται ένα ποικιλόχρωμο φάσμα αντιλήψεων που ταλαντεύονται μεταξύ ρεφορμιστικής κι επαναστατικής πολιτικής.

***** Πράβντα (στα ρωσικά: Αλήθεια). Καθημερινή εφημερίδα-όργανο των Μπολσεβίκων από τον Απρίλη του 1912. Βγήκε πρώτα στην Πετρούπολη. Η κυκλοφορία της έφτανε και τα 60.000 φύλλα. Ο Λένιν τη διεύθυνε από το εξωτερικό, στέλνοντας συνεχώς άρθρα και οδηγίες. Η αστυνομία την έκλεινε συχνά, αλλά αυτή εκδιδόταν με διαφορετικά ονόματα (Ραμπότσαγια Πράβντα, Σεβέρναγια Πράβντα, Πράβντα  Τρούντα, Ζα Πράβντου, Προλετάρσκαγια Πράβντα, Πουτ Πράβντι, Ραμπότσι, Τρουντόβαγια Πράβντα). Μετά τον Ά Παγκόσμιο, ξαναβγήκε μόλις το Μάρτη του 1917.

****** στα Γερμανικά «Εμπρός», όργανο του SPD από το 1891 ως το 1933.

******* Το χρηματιστικό κεφάλαιο (finance capital) δεν πρέπει να μπερδεύεται με το χρηματικό, που διαχειρίζονται στο μεγαλύτερο βαθμό οι τράπεζες. Το χρηματιστικό κεφάλαιο έγκειται στη στενή διασύνδεση, στην ένωση, βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου. Μια προχωρημένη συγκέντρωση κεφαλαίου σε λίγες καπιταλιστικές επιχειρήσεις οδηγεί στην απορρόφηση ή εκμηδένιση του καθαρά βιομηχανικού κεφαλαίου από το χρηματιστικό. Το ζήτημα έχει αναλύσει, εκτός από τον Λένιν στον Ιμπεριαλισμό και ο Μπουχάριν στο Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία.

********Ιουλιανά: τα γεγονότα της πρόωρης εξέγερσης των εργατών της Πετρούπολης μεταξύ 3 (16) και 7 (20) Ιουλίου 1917. Οι μάζες της Πετρούπολης εξουθενωμένες από την πείνα, τον συνεχιζόμενο πόλεμο και την φιλοκαπιταλιστική πολιτική της Προσωρινής Κυβέρνησης προχωρούν σε ένοπλες απεργιακές διαδηλώσεις, ζητώντας να πάει όλη η εξουσία στα Σοβιέτ. Ηγεσία όμως των Σοβιέτ είναι οι Μενσεβίκοι κι οι Εσέροι που απλώς θα προσχωρήσουν με τη λήξη των ταραχών στην Προσωρινή Κυβέρνηση, για να τις αποτρέψουν στο μέλλον με το «κύρος» τους. Οι Μπολσεβίκοι κατανοώντας ότι η υπόλοιπη χώρα δεν είναι ούτε πρόθυμη ούτε προετοιμασμένη για ανατροπή της Κυβέρνησης, συμμετέχουν μεν στο κίνημα, αλλά καταφέρνουν να το αποσοβήσουν έγκαιρα. Τον επόμενο μήνα θα ακολουθήσει κύμα καταστολής και συλλήψεων κατά των μπολσεβίκων (Τρότσκι και Λουνατσάρσκι φυλακίζονται, Λένιν και Ζινόβιεφ κρύβονται) μέχρι την απόπειρα πραξικοπήματος του στρατηγού Κορνίλοβ. Η στάση των Μπολσεβίκων εξασφάλισε το μικρότερο δυνατό κόστος για το προλεταριάτο και ταυτόχρονα δεν τους αποξένωσε από αυτό.

********* Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, ιδρυμένο μόλις στις 30 Δεκεμβρίου 1918 από την Ένωση Σπάρτακος των Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ.

********** -ντετερμινισμός: αιτιοκρατία, αντίληψη σύμφωνα με την οποία όλα τα φαινόμενα έχουν δικά τους ειδικά και ανιχνεύσιμα αίτια, κυρίως τέτοια που συνιστούν άκαμπτους νόμους της φύσης, της ιστορίας, της οικονομίας κλπ. Ενώ ιστορικά αποτέλεσε θεμέλιο της επιστημονικής και ερευνητικής σκέψης, σε κόντρα με την σκοτεινή αυθαιρεσία των θεών ή  της Φύσης, στη μηχανιστική του υπερβολή μπορεί να καταλήξει στο φαταλισμό, την άποψη ότι ο άνθρωπος δε μπορεί να επηρεάσει τα ιστορικά γεγονότα, την άρνηση της ανθρώπινης ελευθερίας δράσης.

-βολονταρισμός: (κατά λέξη «εθελοντισμός»), αντίληψη υπερβολικής πίστης στο υποκείμενο, σύμφωνα με την οποία η συνειδητή δράση του ατόμου (ή ομάδων ατόμων) μπορεί να αλλάξει κατά το δοκούν οποιεσδήποτε αντικειμενικές συνθήκες.

[i] Βλ. Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.17, Μόσχα 1962, σ.74-75.

[ii] στο ίδιο Τομ.19, σ.301.

[iii] στο ίδιο Τομ.19, σ.298.

[iv] Τρότσκι, Η Διαρκής Επανάσταση και Αποτελέσματα και Προοπτικές, Νέα Υόρκη 1969, σ.114.

[v] Οι χειρότεροι δράστες από αυτήν την πλευρά, είναι βέβαια επίσημοι Σοβιετικοί ιστορικοί και θεωρητικοί, για τους οποίους ο Λένιν έχει μετατραπεί σε αλάνθαστο πάπα, αλλά υπάρχει μια τάση σε αυτή την κατεύθυνση ακόμη και σε έργα τέτοια, όπως το Λένιν του Λούκατς.

[vi] Τρότσκι, «Κάτω τα χέρια από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ», στο Μαίρη Άλις Γουότερς (συντ.), Η Ρόζα Λούξεμπουργκ Ομιλεί, Νέα Υόρκη 1970, σ.444.

[vii] Τα επιχειρήματα του Λένιν συνοψίζονται στο Δύο Τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη Δημοκρατική Επανάσταση, Πεκίνο 1965.

[viii] Ψήφισμα της Μενσεβίκικης Καυκασιανής Συνδιάσκεψης του 1905, παρατίθεται στο ίδιο, σ.102.

[ix] Για την από μέρους του Λένιν καταδίκη και τη σύγκριση της στάσης του Πλεχάνοβ προς το 1905 με εκείνη του Μαρξ προς την Παρισινή Κομμούνα, δες Επιλεγμένα Έργα, Τομ.12, ο.π., σ.104-112.

[x] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.16, ο.π., σ.380.

[xi] Λένιν, Δύο Τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη Δημοκρατική Επανάσταση, ο.π., σ.2-3.

[xii] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.10, ο.π., σ.32.

[xiii] Λένιν, Δύο Τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη Δημοκρατική Επανάσταση, ο.π., σ.155.

[xiv] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.13, ο.π., σ.108.

[xv] Λένιν, Δύο Τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη Δημοκρατική Επανάσταση, ο.π., σ.155.

[xvi] στο ίδιο σ.2.

[xvii] Ν. Κρούπσκαγια, Αναμνήσεις του Λένιν, Λονδίνο 1970, σ.115-16.

[xviii] Τρότσκι, Στάλιν, Λονδίνο 1968, σ.64-65.

[xix] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.10, ο.π., σ.19.

[xx] στο ίδιο Τομ.10, σ.39.

[xxi] στο ίδιο Τομ.10, σ.23.

[xxii] στο ίδιο Τομ.8, σ.219.

[xxiii] στο ίδιο Τομ.10, σ.36.

[xxiv] στο ίδιο Τομ.10, σ.32.

[xxv] στο ίδιο Τομ.15, σ.355.

[xxvi] Ο Λένιν συνόψισε την πείρα του Μπολσεβίκικου κόμματος, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην περίοδο της αντίδρασης, ως βάση των επιχειρημάτων του κατά του ακροαριστερισμού στο Αριστερισμός- Παιδική Ασθένεια του Κομμουνισμού.

[xxvii] Λένιν, Αριστερισμός- Παιδική Ασθένεια του Κομμουνισμού, Μόσχα 1960, σ.12.

[xxviii] στο ίδιο σ.13.

[xxix] Δες Τρότσκι, «Οι Διαφορές μας», στο 1905, νέα Υόρκη 1971, σ.299-318.

[xxx] Εξαιτίας της λογοκρισίας, έπρεπε να επιστρατεύεται Αισώπεια γλώσσα. Έτσι το Μπολσεβίκικο πρόγραμμα αναφερόταν ως «τα αμετρίαστα αιτήματα του 1905».

[xxxi] Βλ. Τόνι Κλιφ, «Η Πράβντα του Λένιν», Διεθνής Σοσιαλισμός (International Socialism), 67, σ.12.

[xxxii] Βλ. Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.20, ο.π., σ.363.

[xxxiii] στο ίδιο σ.366.

[xxxiv] Ντ. Λέιν, Οι Ρίζες του Ρωσικού Κομμουνισμού, Άσεν 1969, σ.26.

[xxxv] στο ίδιο σ.50.

[xxxvi] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.20, ο.π., σ.369.

[xxxvii] Ο.Πιατνίτσκι, Η Μπολσεβικοποίηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων με την Εξάλειψη των Σοσιαλδημοκρατικών Παραδόσεων, Εκδόσεις Κομμουνιστικής Διεθνούς 1934, τυπωμένο από την Λονδρέζικη Συμμαχία για την Υπεράσπιση των Εργατικών Δικαιωμάτων (χ.ημερ.), σ.5.

[xxxviii] στο ίδιο σ.6.

[xxxix] Νούμερα υπολογισμένα από Ντ. Λέιν, ο.π. σ.37.

[xl] Τρότσκι, Η Προδομένη Επανάσταση, Λονδίνο 1967, σελ 159.

[xli] Ντ. Λέιν, ο.π. σ.37.

[xlii] Ο Λέοναρντ Σαπίρο σχολιάζει: «Θα θυμίσουμε ότι, στο Ρώσικο πλαίσιο, η φράση πήγαζε από το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κίνημα και χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά στα 1865 από τον Τζ.Μπ.Σβάιτσερ, έναν από του πρωτεύοντες ακόλουθους του Λασάλ.» Λέοναρντ Σαπίρο, Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, Λονδίον 1970, σελ 75 σημ.

[xliii] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.11, ο.π., σ.320.

[xliv] στο ίδιο σ.320-21.

[xlv] Ο. Πιατνίτσκι, ο.π. σ.13.

[xlvi] Τρότσκι, Στάλιν, ο.π. σ.168.

[xlvii] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.21, ο.π., σ.16.

[xlviii] στο ίδιο σ.16.

[xlix] στο ίδιο σ.16-17.

[l] στο ίδιο σ.17.

[li] στο ίδιο σ.31.

[lii] στο ίδιο σ.34.

[liii] στο ίδιο σ.93.

[liv] στο ίδιο σ.162.

[lv] στο ίδιο σ.110.

[lvi] Καρλ Κάουτσκι, παρατίθεται στο Λένιν, Ο Μαρξισμός για το Κράτος, Μόσχα 1972, σ.78.

[lvii] στο ίδιο

[lviii] Λένιν, «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», Επιλεγμένα Έργα, Τομ.14, ο.π.

[lix] Λένιν, «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», Επιλεγμένα Έργα, Τομ.38, ο.π.

[lx] Αυτό το θέμα συζητιέται σε μεγαλύτερο βάθος σε σχέση με τον Γκράμσι στο Κεφάλαιο 6.

[lxi] Βλ. Ένγκελς στον Μαρξ, 7 Οκτώβρη 1858, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.110, και Ένγκελς στον Κάουτσκι, 12 Σεπτέμβρη 1882, στο ίδιο σ.351.

[lxii] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.23, ο.π., σ.115.

[lxiii] στο ίδιο σ.116.

[lxiv] στο ίδιο σ.116-17.

[lxv] στο ίδιο σ.116.

[lxvi]Επειδή ο Λένιν έγραψε το Κράτος και Επανάσταση τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη του 1917, συχνά υποτίθεται ότι η έμπνευση γι’αυτό το θεωρητικό προχώρημα ήρθε από την εμπειρία της Ρώσικης Επανάστασης. Το γεγονός είναι πως ο Λένιν πρωτοαναφέρθηκε στην ανάγκη για μια θεωρητική μελέτη του κράτους απαντώντας σε άρθρο του Μπουχάριν (βλ. Λένιν, Διαλεκτά Έργα, τομ.23, ο.π., σελ 165-166) και το Φλεβάρη του 1917 ο Λένιν είχε ολοκληρώσει όλες τις προετοιμασίες γι’αυτό. Οι σημειώσεις του έχουν δημοσιευτεί στο Λένιν, Ο Μαρξισμός για το Κράτος: Προπαρασκευαστικό Υλικό για το Βιβλίο: “Κράτος και Επανάσταση”, Μόσχα 1972. (Για κάποιο λόγο δεν εμπεριέχονται στις αγγλικές εκδόσεις των Διαλεκτών Έργων.) Μια εξέταση αυτού του υλικού δείχνει πως περιέχει όλες τις ουσιαστικές ιδέες του Κράτος και Επανάσταση.

[lxvii] Καρλ Κάουτσκι, Ο Δρόμος για την Εξουσία, Σικάγο 1910, σ.95, παρατίθεται στο Κρις Χάρμαν, «Κόμμα και Τάξη», Λονδίνο (χ.ημρ.), σ.50.

[lxviii] Καρλ Κάουτσκι, Το Πρόγραμμα της Ερφούρτης, Σικάγο 1910, σ.188, παρατίθεται στο ίδιο σ.49.

[lxix] Μαρξ, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, Πεκίνο 1966, σ.64.

[lxx] Λένιν, Ο Μαρξισμός για το Κράτος: Προπαρασκευαστικό Υλικό για το Βιβλίο: “Κράτος και Επανάσταση”, ο.π. σ.50-51.

[lxxi] Το να το λέμε αυτό, δε σημαίνει πως η επανάσταση πρέπει απαραίτητα να ενέχει πολλή αιματοχυσία. Αυτό θα εξαρτηθεί από την ισορροπία δυνάμεων και την αντίδραση της άρχουσας τάξης. Όμως απαραίτητα ενέχει τη χρήση «παράνομης» και «αντισυνταγματικής» φυσικής δύναμης, ακριβώς επειδή η επανάσταση ανατρέπει την παλιά νομιμότητα, την παλιά συνταγματική τάξη και τις αντίστοιχες δομές εξουσίας.

[lxxii] Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, Πεκίνο 1965, σ.139-40.

[lxxiii] Κρις Χάρμαν, «Κόμμα και Τάξη», ο.π. σ.63.

[lxxiv] Βέβαια, μετά την επανάσταση στη Ρωσία (θα συζητήσουμε αυτό το θέμα ξανά σε σχέση με την πραγματική κατάληψη της εξουσίας τον Οκτώβρη) η πραγματικότητα δεν συμβιβάστηκε καθόλου με αυτό το σχήμα. Πρώτα αργά και μετά με αυξανόμενη ταχύτητα, κόμμα και κράτος άρχιζαν να συγχωνεύονται, ωσότου, από καιρό, πια να ταυτίζονται σε όλες τις προθέσεις και τους σκοπούς. Αλλά αυτό δεν ήταν μια βαθμιαία μεταφορά της θεωρίας στην πράξη. Αντίθετα, ήταν μια πλευρά του εκφυλισμού της επανάστασης συνολικά, παραγμένη από το συνδυασμό της απομόνωσης της Ρωσίας, της καθυστέρησής της, της καταστροφής της οικονομίας της και του αποδεκατισμού και της αποθάρρυνσης της Ρωσικής εργατικής τάξης.

[lxxv] Το νούμερο του Αυγούστου το μάντεψε ο Σβερντλόβ, ο κομματικός γραμματέας. Τα νούμερα του Γενάρη και του Απρίλη ήταν επίσημα κομματικά νούμερα, μα επίσης μόνον προσεγγίσεις.

[lxxvi] Λέοναρντ Σαπίρο, ο.π. σ.173.

[lxxvii] Μάρτοβ στον Άξελροντ, 19 Νοέμβρη 1917, παρατίθεται στο Ι. Γκέτζλερ, Μάρτοβ, Κέιμπριτζ 1967, σ.172.

[lxxviii] Ε.Χ. Καρρ, Τομ1, σ.81.

[lxxix] Τρότσκι, Η Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, Λονδίνο 1977, σ.236.

[lxxx] Ο Τρότσκι γράφει: «Η Βδομάδα του Σπάρτακου το Γενάρη του 1919 στο Βερολίνο, ανήκε στον ίδιο τύπο ενδιάμεσης μισο-επανάστασης με τα Ιουλιανά στην Πετρούπολη… Αυτό που έλειπε ήταν ένα Μπολσεβίκικο κόμμα.» ο.π. σελ 591

[lxxxi] Ε.Χ. Καρρ, Τομ1, ο.π.σ.81.

[lxxxii] Η απόφαση πάρθηκε με 10 ψήφους εναντίον 2, σε ένα ψήφισμα που έθεσε ο Λένιν στις 10 Οκτώβρη (δηλ. 23 Οκτώβρη στο Ρωσικό (Ιουλιανό) Ημερολόγιο). Για τη συζήτηση δες, Οι Μπολσεβίκοι και η Οκτωβριανή Επανάσταση, Πρακτικά της Κεντρικής Επιτροπής του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι), Αύγουστος 1917-Φλεβάρης 1918, Λονδίνο 1974, σελ. 85-89.

[lxxxiii] Έτσι, ο Λέοναρντ Σαπίρο γράφει: «Αυτή είναι μια ιστορία του πώς μια ομάδα αποφασισμένων ανδρών κατέλαβαν την εξουσία για τον εαυτό τους στη Ρωσία το 1917 και εμπόδισαν τους άλλους να την μοιραστούν.» Η Προέλευση της Κομμουνιστικής Αυταρχίας, Λονδίνο 1966.

[lxxxiv] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.26, ο.π., σ.144.

[lxxxv] στο ίδιο Τομ.24, σ.48.

[lxxxvi] στο ίδιο σ.49.

[lxxxvii] στο ίδιο τομ.25, σ.189.

[lxxxviii] στο ίδιο

[lxxxix] στο ίδιο Τομ.26, σ.303.

[xc] στο ίδιο Τομ.24, σ.45.

[xci] στο ίδιο σ.44.

[xcii] Για τα επιχειρήματα αυτής της ομάδας δες το ντοκουμέντο των Κάμενεφ και Ζινόβιεφ για την «Τρέχουσα Κατάσταση», στο Οι Μπολσεβίκοι και η Οκτωβριανή Επανάσταση, ο.π. σελ 89-95.

[xciii] Βλ. Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.26, ο.π. σ.84.

[xciv] στο ίδιο σ.282.

[xcv] Εδώ αναφερόμαστε, βέβαια, στα πρώτα χρόνια της Κομιντέρν, ειδικά στην περίοδο των πρώτων τεσσάρων συνεδρίων της.

[xcvi] Τζέιν Ντεγκρά (συντ.), Η Κομμουνιστική Διεθνής 1919-1943. Ντοκουμέντα. Τομ1, σ.164.

[xcvii] στο ίδιο σ.165.

[xcviii] Τρότσκι, Για τον Λένιν, Λονδίνο 1971, σ.143.

[xcix] Γκέοργκ Λούκατς, ο.π. σ.59.

[c] Κεντρισμός -ο Λενινιστικός όρος για το Καουτσκικό «κέντρο» της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας και παρόμοιων τάσεων σε άλλες χώρες π.χ. ο Μάρτοβ στη Ρωσία, ο Σεράτι στην Ιταλία και ο ΜακΝτόναλντ στην Αγγλία.

[ci] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.31, ο.π., σ.206-207.

[cii] στο ίδιο σ.207.

[ciii] στο ίδιο σ.208.

[civ] Ντεγκρά (συντ.), ο.π. Τομ1, σ.167.

[cv] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.31, ο.π. σ.250-51.

[cvi] Για την ομιλία του Λένιν για το ζήτημα βλ. Επιλεγμένα Έργα, Τομ.31, ο.π. σ.235-39. Για του Τρότσκι βλ. Τα Πρώτα Πέντε Χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, Τομ.1, Νέα Υόρκη 1973, σ.97-101.

[cvii] Ντεγκρά (συντ.), ο.π. Τομ1, σ.131.

[cviii] Λένιν, Αριστερισμός- Παιδική Ασθένεια του Κομμουνισμού, ο.π. σ.25.

[cix] στο ίδιο σ.38.

[cx] στο ίδιο σ.42.

[cxi] στο ίδιο σ.38.

[cxii] στο ίδιο σ.42.

[cxiii] Ένγκελς, παρατίθεται στο ίδιο σ.50.

[cxiv] στο ίδιο σ.52.

[cxv] στο ίδιο

[cxvi] Για ένα πιο λεπτομερή απολογισμό της καταστροφής της «Δράσης του Μάρτη», δες Φραντς Μπόρκεναου, Παγκόσμιος Κομμουνισμός, Ανν Άρμπορ 1971, σ.214-20.

[cxvii] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.32, ο.π., σ.469.

[cxviii] Ντεγκρά (συντ.), ο.π. Τομ1, σ.243.

[cxix] στο ίδιο σ.259.

[cxx] Για παραπέρα πραγμάτευση του ενιαίου μετώπου δες Κεφάλαιο 5 παρακάτω.

[cxxi] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.29, ο.π. σ.310.

[cxxii] Το τέταρτο συνέδριο ήταν απερίφραστο σε αυτό το σημείο. Ένα ομόφωνα υιοθετημένο ψήφισμα περιλάμβανε τη δήλωση: «Το τέταρτο παγκόσμιο συνέδριο υπενθυμίζει στο προλεταριάτο όλων των χωρών ότι η προλεταριακή επανάσταση δε μπορεί ποτέ να θριαμβεύσει ολοκληρωτικά μέσα σε μία μόνο χώρα, παρά πρέπει να θριαμβεύσει διεθνώς, ως παγκόσμια επανάσταση.» Τζέιν Ντεγκρά (επ.), Τομ. 1, ο.π., σελ 444. Αυτό το ζήτημα επίσης εξετάζεται πληρέστερα στο Κεφάλαιο 5.

[cxxiii] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.33, ο.π. σ.430-32.

[cxxiv] Τρότσκι, Τα Πρώτα Πέντε Χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, Τομ.1, ο.π.

[cxxv] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.22, ο.π. σ.286.




Ο Μαρξισμός και το Κόμμα- ενότητες 2.3 και 2.4

Του Τζον Μόλινιου (1978)

Μετάφραση Βασίλης Μορέλλας

(ενότητες 3 και 4  από το δεύτερο κεφάλαιο)

https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/

  1. Σοσιαλισμός από τα έξω;

 

Σε αυτό το σημείο, έχουμε συνοψίσει τα κύρια προχωρήματα που έγιναν από το Τι να κάνουμε; πάνω στη θεωρία του κόμματος που βρίσκουμε στον Μαρξ και που επικρατούσε σε πιο δογματική μορφή στον Ρωσικό «οικονομισμό» και σε ορισμένη έκταση στην Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Όμως, απομένει μια σημαντική πλευρά της επιχειρηματολογίας του Λένιν που δεν έχουμε διαπραγματευτεί -σημαντική όχι λόγω της κεντρικότητάς της στη θεωρία και πρακτική του ίδιου του Λένιν, αλλά λόγω της επιρροής της σε πολλούς μετέπειτα οπαδούς. Αναφερόμαστε στη θέση ότι η «πολιτική συνείδηση» μπορεί μόνο να εισαχθεί στο κίνημα της εργατικής τάξης «από τα έξω», κάτι που παρεμβάλλεται για να δώσει θεωρητική δικαιολόγηση στην επίθεση κατά του αυθορμητισμού. Αυτή η θέση εμφανίζεται στο Τι να κάνουμε; σε δύο μορφές. Η μία, που ήδη έχουμε παραθέσει, είναι ότι:

Η ταξική πολιτική συνείδηση μπορεί να μεταφερθεί στους εργάτες μόνο από τα έξω, δηλαδή μόνο έξω από την οικονομική πάλη, έξω από τη σφαίρα των σχέσεων μεταξύ εργατών και εργοδοτών.

Η άλλη είναι πως:

Έχουμε πει ότι δε θα μπορούσε να υπάρχει σοσιαλδημοκρατική συνείδηση μεταξύ των εργατών. Θα έπρεπε αυτή να τους μεταφερθεί από τα έξω. Η ιστορία όλων των χωρών δείχνει ότι η εργατική τάξη, αποκλειστικά με δική της προσπάθεια, είναι ικανή να αναπτύξει μόνον συνδικαλιστική συνείδηση δηλ. την πεποίθηση ότι είναι αναγκαίο να συνενώνεται σε σωματεία, να μάχεται τους εργοδότες και να πασχίζει να υποχρεώσει την κυβέρνηση να περάσει απαραίτητη εργατική νομοθεσία κλπ. Η θεωρία του σοσιαλισμού, ωστόσο, ανέκυψε από φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες επεξεργασμένες λεπτομερώς από μορφωμένους εκπροσώπους των ιδιοκτητριών τάξεων, από διανοούμενους. Σύμφωνα με το κοινωνικό τους στάτους, οι ίδιοι οι ιδρυτές του σύγχρονου επιστημονικού σοσιαλισμού, οι Μαρξ και Ένγκελς, ανήκαν στην αστική διανόηση. Με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, στη Ρωσία, το θεωρητικό δόγμα της σοσιαλδημοκρατίας αναδείχθηκε εν γένει ανεξάρτητα από την αυθόρμητη ανάπτυξη του κινήματος της εργατικής τάξης∙ αναδείχθηκε ως ένα φυσικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα της εξέλιξης της σκέψης μέσα στην επαναστατική σοσιαλιστική διανόηση.[1]

Υπάρχει μια ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ των δύο διατυπώσεων. Η πρώτη είναι απλά ένας ακραίος και ελαφρώς αδέξιος τρόπος να πεις ότι οι εργάτες πρέπει να καταλάβουν την ολότητα των κοινωνικών σχέσεων και όλες τις μορφές καταπίεσης, γνώση που προέρχεται από μια πολύ ευρύτερη σφαίρα απ’ότι («έξω από») το εργοστάσιο. Ως τέτοια, θα μπορούσε κανείς να ψιλολογήσει τη φρασεολογία, μα το περιεχόμενο είναι σαφώς άμεμπτο. Στη δεύτερη διατύπωση, ωστόσο, το «από τα έξω» σημαίνει εκτός της εργατικής τάξης, ειδικότερα από την αστική διανόηση και επιπρόσθετα φέρει μια απόπειρα θετικής περιγραφής των καταβολών και της ανάπτυξης της θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού. Αυτό εγείρει προβλήματα αξιοσημείωτης θεωρητικής σπουδαιότητας, ιδιαίτερα για τη θεωρία του κόμματος, οπότε είναι αναγκαίο ν’αποτολμηθεί εδώ μια αρκετά λεπτομερής κριτική ανάλυση της αντίληψης του Λένιν.

Η πρώτη επισήμανση που πρέπει να γίνει είναι πως ο Λένιν εδώ εξέφραζε ιδέες παρμένες κατευθείαν από τον Καρλ Κάουτσκι* και όντως χρησιμοποιεί μια περικοπή από τον Κάουτσκι για να παράσχει στον εαυτό του θεωρητικό κύρος.

Αλλά ο σοσιαλισμός και η ταξική πάλη αναδεικνύονται δίπλα-δίπλα και όχι το ένα έξω από το άλλο∙ το καθένα αναδεικνύεται υπό διαφορετικές συνθήκες. Η σύγχρονη σοσιαλιστική συνείδηση μπορεί να αναδειχθεί μόνο στη βάση βαθιάς επιστημονικής γνώσης. Πράγματι, η σύγχρονη οικονομική επιστήμη είναι τόσο προϋπόθεση για την σοσιαλιστική παραγωγή, όσο, λόγου χάρη, η σύγχρονη τεχνολογία και το προλεταριάτο δε μπορεί να δημιουργήσει ούτε το ένα ούτε το άλλο, άσχετα με το πόσο ίσως το επιθυμεί∙ και τα δύο προκύπτουν από τη σύγχρονη κοινωνική εξέλιξη. Το όχημα της επιστήμης δεν είναι το προλεταριάτο αλλά η αστική διανόηση.[2]

Αυτή η προσφυγή στον Κάουτσκι, δεδομένης της μηχανιστικής έκδοσης μαρξισμού του τελευταίου και της επακόλουθης πολιτικής της εξέλιξης, είναι φανερά ένα σήμα κινδύνου για εκείνους από εμάς που εργάζονται με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων άποψης και ένας αριθμός κατοπινών Λενινιστών κριτικάρουν αυτό το σημείο. Ο Τρότσκι σχολιάζει ότι ο ίδιος ο Λένιν «μεταγενέστερα αναγνώρισε την προκατειλημμένη φύση και με αυτό, τη σφαλερότητα της θεωρίας του».[3] Ο Λούτσιο Μάγκρι αποκαλεί την περικοπή από τον Κάουτσκι σε ένα πρόσφατο άρθρο «σχήμα διαφώτισης»[4] και ο Νάιτζελ Χάρις αναφέρεται σ’αυτή ως «ελιτίστικη δήλωση».[5]

Το βασικό πρόβλημα είναι ότι αν κανείς δεχτεί κυριολεκτικά τη διατύπωση Λένιν-Κάουτσκι ότι η πολιτική συνείδηση προέρχεται από την αστική διανόηση και την ίδια στιγμή ότι η πολιτική πάλη πρέπει να επικυριαρχεί της οικονομικής πάλης, τότε λίγα κι ακριβά απομένουν απ’τη θεμελιώδη ρήση του Μαρξ πως «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι πράξη της ίδιας της εργατικής τάξης»: αντίθετα ο ρόλος της εργατικής τάξης θα ήταν αυστηρά εξαρτημένος. Η πραγματικά επαναστατική τάξη θα ήταν όχι η εργατική, μα οι δυσαρεστημένοι διανοούμενοι, άδηλα επιβεβαιώνοντας έτσι την τυπική αστική εικόνα των ριζοσπαστικών κινημάτων ως φτιαγμένων από μια κακεντρεχή μεσοαστική ηγεσία και μια «αθώα», χειραγωγημένη, εργατική βάση. Η διαίρεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, εγγενής στην ταξική κοινωνία, αντί να υπερκερασθεί, μεταφέρεται στο σοσιαλιστικό κίνημα και καθαγιάζεται στο επαναστατικό κόμμα.

Στην πραγματικότητα η όλη παρουσίαση επιστήμης, θεωρίας και σοσιαλιστικής συνείδησης (που εδώ εξισώνονται) είναι τελείως μη-μαρξιστική και έχει περισσότερα κοινά με θετικισμό και ιδεαλισμό δέκατου ένατου αιώνα. Η επιστήμη παρατηρείται σαν αναπτυσσόμενη σε πλήρη απομόνωση από την κοινωνική ζωή, από την πρακτική. Όσο αφορά τις φυσικές επιστήμες, τη φιλοσοφία και την αστική κοινωνική επιστήμη, αυτό φαίνεται να είναι αλήθεια, στο βαθμό που ο στοχαστής τείνει στην απομόνωση του ησυχαστηρίου, αλλά στην πραγματικότητα αυτό είναι μόνο μια ψευδαίσθηση, μια σύγχυση παραγμένη από την αστική κοινωνία. Γι’αυτόν τον λόγο ο Μαρξ αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι η φιλοσοφία ή οποιοσδήποτε άλλος κλάδος γνώσης έχει τη δική του ιστορία, ανεξάρτητη από την ιστορία των ενεργών στην κοινωνία ανθρώπων. Σε ό,τι αφορά τη θεωρία του σοσιαλισμού, ακόμη και η σχετική και απατηλή αυτονομία της αστικής επιστήμης δεν υπάρχει και δε θα’πρεπε να υπάρχει, αν αυτή η θεωρία πρόκειται να είναι γνήσια επαναστατική. Αντίθετα, πρέπει να’ναι στενά σχετισμένη με, επηρεασμένη από τη δραστηριότητα της εργατικής τάξης και βασισμένη σ’αυτήν. Γι’αυτό ο Μαρξ γράφει:

Όπως ακριβώς οι οικονομολόγοι είναι οι επιστημονικοί αντιπρόσωποι της μπουρζουαζίας, έτσι οι σοσιαλιστές και κομμουνιστές είναι οι θεωρητικοί του προλεταριάτου. Καθόσον το προλεταριάτο δεν είναι επαρκώς αναπτυγμένο για να συγκροτήσει τον εαυτό του σε τάξη, καθόσον επομένως η πάλη του προλεταριάτου με τη μπουρζουαζία δεν έχει προσλάβει πολιτικό χαρακτήρα και καθώς οι παραγωγικές δυνάμεις δεν είναι επαρκώς αναπτυγμένες, μέσα στην ίδια την αστική κοινωνία, για να δώσουν μια ένδειξη των υλικών προϋποθέσεων που είναι απαραίτητες για την απελευθέρωση του προλεταριάτου και τη συγκρότηση μιας νέας κοινωνίας, αυτοί οι θεωρητικοί παραμένουν Ουτοπικοί που, για να ανακουφίσουν την ταλαιπωρία των καταπιεσμένων τάξεων, αυτοσχεδιάζουν συστήματα και κυνηγούν μια αναμορφωτική επιστήμη. Αλλά καθώς συνεχίζεται η ιστορία και καθώς η πάλη του προλεταριάτου σχηματοποιείται πιο καθαρά, αυτοί δεν έχουν παραπέρα ανάγκη να ψάχνουν για μια επιστήμη μέσα στα ίδια τους τα μυαλά∙ οφείλουν μόνο να παρατηρούν το τι συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους και να κάνουν τους εαυτούς τους όχημα της έκφρασής του.[6]

 

Μια εξέταση της ιστορίας της σοσιαλιστικής και μαρξιστικής σκέψης, επίσης αντικρούει σαφώς τη θεωρία «Λένιν-Κάουτσκι» για «ξεχωριστή εξέλιξη». Η ίδια η ιδέα του σοσιαλισμού και της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν ήταν κάτι επινοημένο ή ανακαλυμμένο από τον Μαρξ∙ περισσότερο αναδύθηκε από του αγώνες των μαζών ως την άκρα αριστερή πτέρυγα των αστικών επαναστάσεων στην Αγγλία και τη Γαλλία -μάρτυρας των Ισοπεδωτών και της Συνωμοσίας των Ίσων του Μπαμπέφ** (στην οποία ο Μαρξ αναφερόταν ως το πρώτο κομμουνιστικό κόμμα παγκόσμια). Η Ράγια Ντουναγιέβσκαγια στο Μαρξισμός και Ελευθερία καταγράφει τον αντίκτυπο του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου και της πάλης των Άγγλων εργατών για την εργάσιμη μέρα πάνω στη δομή του Κεφαλαίου. Γράφει:

Κανείς δεν είναι περισσότερο τυφλός στην μεγαλοσύνη των συνεισφορών του Μαρξ από εκείνους που τον επαινούν στους ουρανούς για την ιδιοφυία του, λες κι εκείνη η ιδιοφυία είχε ωριμάσει έξω από τους υφιστάμενους αγώνες της περιόδου που αυτός έζησε. Λες κι αυτός κέρδισε τα ερεθίσματα από την αμιγή ανάπτυξη των δικών του σκέψεων, αντί από τους ζωντανούς εργάτες που άλλαζαν την ζωντανή πραγματικότητα με τις πράξεις τους.[7]

Όντως, ήταν από τους εξεγερμένους εργάτες του Παρισιού [στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 -ΣτΜ] που ο Μαρξ έμαθε πως η εργατική τάξη δε μπορεί απλώς να αναλάβει την υπάρχουσα κρατική μηχανή, μα πρέπει να τη συντρίψει.

Η ιστορία επίσης παρέχει πολυάριθμα παραδείγματα εργατών που ξεσηκώνονται αυθόρμητα σε πολύ μεγαλύτερα ύψη από τον συνδικαλισμό και τη συνδικαλιστική πολιτική: οι Χαρτιστές, η επανάσταση του 1848 στη Γαλλία, η Παρισινή Κομμούνα, οι Ρώσοι εργάτες το 1905 και το Φλεβάρη του 1917, η Ουγγρική Επανάσταση του 1956 και ούτω καθεξής.

Όμως, η κριτική του τρόπου με τον οποίο ο Λένιν δικαιολογούσε θεωρητικά την τοποθέτησή του εκείνο τον καιρό, δεν υποσκάπτει, όπως μερικοί αγιογράφοι του Λένιν ίσως ισχυρίζονται, την συνολική βάση της θεωρίας του Λένιν για το κόμμα. Το γεγονός ότι οι εργάτες φτάνουν στη σοσιαλιστική συνείδηση αυθόρμητα, δε συνεπάγεται επιστροφή σε μια σοσιαλδημοκρατική βαθμιδωτή άποψη, επειδή αυτή  η συνείδηση δεν αναπτύσσεται βαθμιαία, συσσωρευόμενη σταθερά και αναπότρεπτα. Αντίθετα, κάνει γιγάντια και ξαφνικά άλματα μπροστά και μπορεί να υποστεί εξίσου καταστροφικά ναυάγια. Ούτε και η συνειδητοποίηση εξαπλώνεται ομοιόμορφα  μέσα στην τάξη, ώστε η συνειδητοποίηση των προχωρημένων σοσιαλιστών εργατών να πρέπει να οργανώνεται και να συγκεντροποιείται για να αυξάνει στο μέγιστο τη συνολική επιρροή της μέσα στην ιδεολογικά ετερογενή τάξη. Αργότερα σε αυτήν την εργασία, θα επιστρέψουμε σε αυτές τις ιδέες και θα τις αναπτύξουμε, ειδικά κατά την πραγμάτευση της συνεισφοράς της Ρόζας Λούξεμπουργκ.

 

  1. Η διάσπαση Μπολσεβίκων-Μενσεβίκων

Εξαιτίας της μεγάλης του θεωρητικής, ιστορικής και πρακτικής σημασίας, το Τι να κάνουμε; τείνει να θεωρείται ως το ιδρυτικό ντοκουμέντο του Μπολσεβικισμού. Με μια ορισμένη έννοια αυτό είναι σωστό, που’ναι κι ο λόγος που το υποβάλαμε σε τόσο λεπτομερή ανάλυση. Αλλά δεν ήταν το Τι να κάνουμε; που άμεσα επέφερε τη διάσπαση του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος στις φράξιες των Μπολσεβίκων και των Μενσεβίκων. Αντίθετα, η παμφλέτα λειτούργησε ως ένα σημείο αφετηρίας στην πάλη για το δεύτερο συνέδριο του ΡΣΔΕΚ***, ενώνοντας μαχητές σε πανρωσική βάση κι έχοντας την φαινομενικά ενωμένη υποστήριξη των ηγετικών διανοουμένων του Ρωσικού μαρξισμού -τους Πλεχάνοβ, Μάρτοβ, Άξελροντ, Τρότσκι κλπ. Η προσπάθεια να τεθεί το πρόγραμμα του Τι να κάνουμε; στην πράξη, ήταν που παρήγαγε τη διάσπαση. Εκείνοι που νόμιζαν του εαυτούς τους σύμφωνους στη θεωρία, βρέθηκαν σε βίαιη ασυμφωνία όταν εκείνες οι θεωρίες μεταφράστηκαν σε πρακτικούς κανόνες και αποφάσεις στο Δεύτερο Συνέδριο στο Λονδίνο το 1903.

Η ιστορία της ανάπτυξης της διάσπασης είναι και περίπλοκη και ασαφής. Μια καταγραφή χτύπημα-το-χτύπημα είναι διαθέσιμη στο Ένα Βήμα Εμπρός, Δύο Βήματα Πίσω του Λένιν, γραμμένο αμέσως μετά τη διάσπαση στα 1904. Εν συντομία, αυτό που συνέβη ήταν το εξής. Η προηγουμένως ενωμένη (και κυρίαρχη) Ισκραϊκή τάση στο κόμμα, διαιρέθηκε πάνω στη διατύπωση της Παραγράφου Ι των Κανονισμών. Η διατύπωση του Μάρτοβ ήταν η ακόλουθη: «Μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος είναι κάποιος που αποδέχεται το πρόγραμμά του, υποστηρίζει το κόμμα οικονομικά και αποδίδει τακτική προσωπική βοήθεια σε αυτό, υπό την διεύθυνση μιας από τις οργανώσεις του.» Ενώ στο σχέδιο του Λένιν διαβάζεται: «μέλος του Κόμματος είναι κάποιος που αποδέχεται το πρόγραμμά του και που υποστηρίζει το Κόμμα και οικονομικά και με προσωπική συμμετοχή σε μία από τις Κομματικές οργανώσεις.» [Δική μου η υπογράμμιση -Τζ.Μ.] Πάνω σε αυτό το ζήτημα οι Ισκραϊκοί διασπάστηκαν σε δύο καθορισμένες φράξιες. Ο Πλεχάνοβ υποστήριξε τον Λένιν, μα όταν έφτασε στην ψηφοφορία, ο Μάρτοβ, με τη βοήθεια αντι-συγκεντρωτικών «οικονομίστικων» στοιχείων που παρέμεναν στο κόμμα, κέρδισε την πλειοψηφία. Όμως, με την αποχώρηση των οικονομιστών της Ραμπότσαγια Ντιέλο και της Μπουντ**** σε μετέπειτα συνεδρίαση, η πλειοψηφία πέρασε στη φράξια του Λένιν, κάτι που του έδωσε τη δύναμη να προωθήσει τη δική του λίστα υποψηφίων για την εκδοτική ομάδα της Ίσκρα. Αυτό αντικατέστησε την παλιά ομάδα των έξι (Πλεχάνοβ, Άξελροντ, Ζασούλιτς, Λένιν, Μάρτοβ, Ποτρέσοβ) με μια ομάδα τριών (Λένιν, Πλεχάνοβ, Μάρτοβ). Ο Μάρτοβ και οι υποστηρικτές τους αρνήθηκαν να αποδεχτούν αυτή την απόφαση και ο Μάρτοβ παραιτήθηκε από την Ίσκρα. Οι όροι Μπολσεβίκοι και Μενσεβίκοι (που σημαίνουν «πλειοψηφία» και «μειοψηφία») αναφέρονταν στην ψηφοφορία για την εκδοτική ομάδα, αλλά, επειδή επίσημα οι δυο φράξιες παρέμειναν μέρη του ίδιου κόμματος, τα ονόματα κόλλησαν και πέρασαν στην ιστορία.

Για τους σκοπούς αυτής της μελέτης είναι ανάγκη να αποτείνουμε δύο ερωτήματα. Πρώτο, για ποιο πράγμα στ’αλήθεια ήταν αυτές οι αντιδικίες, φαινομενικά σαν καυγάς για το μοίρασμα της τρίχας; Δεύτερο, ποιος ήταν ο αντίκτυπος της διάσπασης στην ανάπτυξη της Λενινιστικής θεωρίας του κόμματος; Για να συλλάβουμε το πραγματικό νόημα οποιασδήποτε αντιδικίας στο μαρξιστικό κίνημα, είναι πάντα αναγκαίο να τη δούμε στο περιβάλλον της. «Η αλήθεια είναι χειροπιαστή» όπως άρεσε στον Λένιν να λέει. Σε αυτό το πνεύμα βρίσκουμε να γράφει ο Πάουλ Φρέλιχ, ο οποίος συνοψίζει την κατάσταση ως εξής:

Για να καταλάβουμε αυτές τις διαμάχες, είναι απαραίτητο να έχουμε στο νου την κατάσταση του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος εκείνο τον καιρό, με τα ασταθή και αναρχικά δίκτυα κύκλων του και τις συνθήκες στις οποίες ένας παράνομος κομματικός οργανισμός όφειλε να λειτουργεί υπό την απολυταρχία. Τη ίδια στιγμή, είναι απαραίτητο να καταλάβουμε ότι στις συζητήσεις για τους καταστατικούς κανόνες απέληγαν βαθιοί πολιτικοί ανταγωνισμοί, ανταγωνισμοί που ωστόσο μόνο γίνονταν αισθητοί παρά εκφράζονταν ξεκάθαρα σε κάθε επιχείρημα. Ο Λένιν διαισθανόταν σκοτεινούς κινδύνους να καιροφυλακτούν και ήθελε να τους αποκρούσει οργανώνοντας το κόμμα πιο σφιχτά. Είχε επίγνωση των τρομακτικών καθηκόντων που θα αντιμετώπιζε το κόμμα στην επικείμενη επανάσταση και ήθελε να το σφυρηλατήσει σε σιδερένιο όπλο. Και τελικά, αναγνώρισε ότι αυτός μόνος από όλη την ομάδα της «Ίσκρα» θα ήταν ικανός να ηγηθεί του κόμματος με την αναγκαία αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Ο πολύ απρόσωπος και αντικειμενικός τρόπος με τον οποίο έφτασε σε αυτό το συμπέρασμα εξηγεί το πείσμα του σε αυτό το ζήτημα.

Η φρασεολογία των δύο προτάσεων για την Παράγραφο Ι των καταστατικών κανονισμών ίσα που δίνει μια υπόνοια του ανταγωνισμού. Είναι σίγουρο ότι ο Μάρτοβ ήθελε ένα κόμμα με ακαθόριστα σύνορα σε συμφωνία με την πραγματική κατάσταση του κινήματος και με ισχυρή αυτονομία για τις μεμονωμένες ομάδες∙ ένα κόμμα αγκιτάτσιας που θα αγκάλιαζε πλατιά και χαλαρά κάθε έναν που αποκαλούσε τον εαυτό του σοσιαλιστή. Ο Λένιν, ωστόσο, ένιωθε πως ήταν σημαντικό να υπερβεί την αυτονομία και την απομόνωση των τοπικών ομάδων και έτσι να αποφύγει τους εγγενείς στις υπεραπλουστευμένες και αποστεωμένες ιδέες τους κινδύνους, για να μη μιλήσουμε για την καθυστερημένη πολιτική τους ανάπτυξη. Ήθελε ένα στέρεα και σφιχτά οργανωμένο κόμμα που, ως η πρωτοπορία της τάξης, θα συνδεόταν στενά με αυτή, αλλά την ίδια στιγμή θα ήταν καθαρά διακριτό από αυτή.[8]

Υπήρχε, ωστόσο, άλλη μια πλευρά της διαμάχης στην οποία ο Λένιν προσκολλήθηκε. Υπήρχε μια δεύτερη δυνατή ερμηνεία της διατύπωσης του Μάρτοβ∙ «ότι μια Κομματική οργάνωση [θα ήταν] αρμόδια να θεωρεί κομματικό μέλος τον καθένα που της αποδίδει τακτική προσωπική βοήθεια υπό τη διεύθυνσή της» και «ότι μια επιτροπή θα απένεμε λειτουργίες και θα επόπτευε την εκτέλεσή τους». Ο Λένιν σχολιάζει:

Τέτοιες ειδικές απονομές ποτέ δε θα γίνουν, βέβαια, στις μάζες των εργατών, στις χιλιάδες των προλετάριων (για τους οποίους ο Σύντροφος Άξελροντ κι ο Σύντροφος Μαρτίνοβ μιλούν) -αυτές θα δίνονται συχνά σε… καθηγητές… μαθητές λυκείου… και επαναστάτες νεολαίους… Με μια λέξη, η φόρμουλα του Συντρόφου Μάρτοβ ή θα παραμείνει νεκρό γράμμα, μια κούφια φράση, ή θα αποβεί προς όφελος κύρια και σχεδόν αποκλειστικά των «διανοούμενων που είναι βαθιά εμποτισμένοι με αστικό ατομισμό» και δεν επιθυμούν να ενταχθούν σε μια οργάνωση. Στα λόγια, η διατύπωση του Μάρτοβ υπερασπίζεται τα συμφέροντα των πλατιών στρωμάτων του προλεταριάτου, αλλά στην πραγματικότητα υπηρετεί τα συμφέροντα των αστών διανοούμενων, που ντροπαλά αποφεύγουν την προλεταριακή πειθαρχία και οργάνωση.[9]

Η Ράγια Ντουναγιέβσκαγια επίσης εστιάζει σε αυτό το σημείο ως το κεντρικό ζήτημα της αντιδικίας.

Η πειθάρχηση από τις τοπικές ήταν τόσο κρίσιμη για την αντίληψη του Λένιν που επικράτησε πάνω στην λεκτική προσχώρηση στη μαρξιστική θεωρία, την προπαγάνδιση μαρξιστικών απόψεων και την κατοχή μιας κάρτας μέλους… Ο Λένιν επέμεινε ότι ο μαρξιστής διανοούμενος χρειαζόταν την ιδεολογική πειθαρχία των προλετάριων στην τοπική, επειδή αλλιώς δεν αντιστεκόταν μόνο στην τοπική πειθαρχία, μα επίσης αντιστεκόταν στο να είναι θεωρητικά πειθαρχημένος από το οικονομικό περιεχόμενο της Ρώσικης επανάστασης.[10]

Ήταν αυτή η επιείκεια στους αστούς διανοούμενους που αποτέλεσε πιθανώς την κύρια αιτία της Μαρτοβικής εχθρότητας προς τον Λένιν (και αυτό θα ταίριαζε πολύ καλά στο μοτίβο των μελλοντικών διαφορών Μπολσεβίκων-Μενσεβίκων). Όμως για να εξουδετερώσει αυτή την ιδιαίτερη παρέκκλιση ο Λένιν δεν χρειαζόταν να εγκαταλείψει το έδαφος της Καουτσκικής σοσιαλδημοκρατικής ορθοδοξίας. Οι οργανωτικές απόψεις των Μενσεβίκων μπορούσαν να συγκαταλεχθούν μαζί με εκείνες των Μπέρνσταϊν, Ζωρές***** και της γενικής οπορτουνιστικής τάσης στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία[11] και υπήρξε μέχρι και μια μακροσκελής περικοπή από τον ίδιο τον Κάουτσκι για να ταιριάξει ο λογαριασμός.[12] Αυτό που ήταν κρίσιμο για την ανάπτυξη της σκέψης του Λένιν -δηλ. αυτό που τον κατέστησε ικανό να κάνει μια εντυπωσιακή καινοτομία σε μια μαρξιστική προσέγγιση της οργάνωσης- ήταν το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ του κόμματος της τάξης και της τάξης της ίδιας, που ο Λένιν αναγκάστηκε να διασαφηνίσει μέσω της διαμάχης για τους όρους της ιδιότητας του μέλους.

Όσο πιο δυνατές οι κομματικές μας οργανώσεις, αποτελούμενες από αληθινούς σοσιαλδημοκράτες, όσο λιγότερη αμφιταλάντευση και αστάθεια υπάρχει μέσα στο κόμμα, τόσο πλατύτερη, πιο ποικιλόμορφη, πλουσιότερη και γονιμότερη θα είναι η επιρροή του κόμματος στα στοιχεία των μαζών της εργατικής τάξης που το περιβάλλουν και καθοδηγούνται από αυτό. Το κόμμα, ως η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, δεν πρέπει να συγχέεται, τελικά, με ολόκληρη την τάξη. [δική μου η έμφαση -Τζ. Μ.][13]

Είναι αυτή η τελευταία πρόταση που σηματοδοτεί τη ρήξη με την αντίληψη του Μαρξ για την οργάνωση, στην οποία η διάκριση μεταξύ κόμματος και τάξης παραμένει θολωμένη και πιο αποφασιστικά, με την ορθόδοξη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη του κόμματος ως αντιπροσώπου της τάξης. Αυτό που κάνει αυτή τη ρήξη μόνιμη παρά προσωρινή και οικουμενικής παρά μονάχα Ρώσικης σημασίας, είναι ότι ο Λένιν τη γειώνει όχι στις πρακτικές ανάγκες της μυστικότητας (αν και αυτές φυσικά δεν χάνονται απ’τα μάτια) ούτε και σε μια σφαλερή θεωρία εισαγωγής της συνειδητότητας «από τα έξω», αλλά στην αντικειμενική κατάσταση του προλεταριάτου υπό τον καπιταλισμό:

Ακριβώς επειδή υπάρχουν διαφορές στο βαθμό συνειδητότητας και στο βαθμό δραστηριότητας, μια διάκριση πρέπει να γίνει στο βαθμό εγγύτητας στο κόμμα… θα ήταν… «νοοτροπία ουράς» να σκεφτόμαστε ότι ολόκληρη η τάξη, ή σχεδόν ολόκληρη η τάξη, μπορεί ποτέ να αρθεί, υπό τον καπιταλισμό, στο επίπεδο της συνειδητότητας και δραστηριότητας της πρωτοπορίας της, του σοσιαλδημοκρατικού της κόμματος.[14]

Μεγάλης σημασίας σε αυτό το χωρίο είναι η κατηγορία «νοοτροπίας ουράς» που απευθύνεται στους αντιπάλους του. «Νοοτροπία ουράς» (από το Ρωσικό κβοστ=ουρά) είναι ο παραστατικός και πολεμικός όρος του Λένιν για το «φαταλισμό» που επρόκειτο να αποδειχθεί αχίλλειος πτέρνα της Δεύτερης Διεθνούς. Η αντίθεση μεταξύ της Μπολσεβίκικης ακτιβιστικής, επαναστατικής κοσμοαντίληψης και της φαταλιστικής μακαριότητας της «νοοτροπίας ουράς» των Μενσεβίκων, διατρέχει σαν μια κόκκινη κλωστή το Ένα Βήμα Εμπρός, Δύο Βήματα πίσω. Τίποτα δεν το απεικονίζει καλύτερα αυτό, από μία εκ των αντιδικιών με τον Τρότσκι.

Στην κατηγορία των επιχειρημάτων, που αναπόφευκτα ξεφυτρώνουν όταν γίνονται προσπάθειες δικαιολόγησης της διατύπωσης του Μάρτοβ, ανήκει ειδικότερα η δήλωση του Συντρόφου Τρότσκι ότι «ο οπορτουνισμός παράγεται από πιο πολύπλοκες (ή: καθορίζεται από βαθύτερες) αιτίες από τη μία ή την άλλη πρόταση στους Κανονισμούς: έρχεται στο προσκήνιο από το σχετικό επίπεδο ανάπτυξης της αστικής δημοκρατίας και του προλεταριάτου.» Το θέμα δεν είναι ότι οι διατάξεις στους Κανονισμούς μπορεί να παράγουν οπορτουνισμό, μα ότι με τη βοήθειά τους μπορεί να σφυρηλατηθεί ένα περισσότερο ή λιγότερο αιχμηρό όπλο κατά του οπορτουνισμού. Όσο βαθύτερες οι αιτίες του, τόσο πιο αιχμηρό θα’πρεπε να είναι αυτό το όπλο. Επομένως, το να δικαιολογείς μια διατύπωση που ανοίγει την πόρτα στον οπορτουνισμό πάνω στο έδαφος ότι ο οπορτουνισμός έχει «βαθύτερα αίτια» είναι πρώτης γραμμής νοοτροπία ουράς.[15]

Ο Τρότσκι αναλύει και εξηγεί ένα φαινόμενο και το αφήνει ως εκεί. Ο Λένιν δέχεται την εξήγηση αλλά θέλει να τη χρησιμοποιήσει για να κάνει κάτι γι’αυτό.

 

* Καρλ Κάουτσκι, (Οκτώβρης 1854, Πράγα – Οκτώβρης 1938, Άμστερνταμ), ο γνωστότερος θεωρητικός του γερμανικού SPD και της Β’ Διεθνούς, θεωρούταν αυθεντία και «Πάπας του Μαρξισμού» πριν το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου στα 1914. Εφαρμόζοντας μια μισομαρξιστική-μισομηχανιστική μέθοδο σκέψης, έγινε ανίκανος να συλλάβει τον τρόπο εξέλιξης του σύγχρονου καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Διατύπωσε τη θεωρία του υπεριμπεριαλισμού, σύμφωνα με την οποία τα ίδια μονοπώλια καταλήγουν να επιβάλουν τα συμφέροντά τους σε όλες τις χώρες και ο ενδοϊμπεριαλιστικός πόλεμος γίνεται ασύμφορος γι’αυτά. Με την ανάπτυξη του Πολέμου αποκαλύφθηκε περίτρανα πως ο «κεντρισμός» του κατέληγε σε μια ιδεαλιστική αντίληψη ομαλής κοινοβουλευτικής μετατροπής του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, μέσω των προλεταριακών κομμάτων και σε πρακτική άρνηση της επαναστατικής βίας (θεωρούσε λάθος και την Οκτωβριανή Επανάσταση). Θεωρούσε δίκαιο και αμυντικό τον πόλεμο της Γερμανίας κατά της Τσαρικής Ρωσίας, αλλά κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου συμμετείχε στη διάσπαση του SPD και το σχηματισμό του USPD, διαφωνώντας από μικροαστική-δημοκρατική σκοπιά με την υπερπατριωτική θέση του πρώτου. Λίγο πριν αυτοεξοριστεί στην Ολλανδία για να αποφύγει την προσάρτηση της Αυστρίας στη χιτλερική Γερμανία, επιχειρηματολογούσε για την υπερτίμηση του χιτλερικού κινδύνου.

** -Ισοπεδωτές (Levellers): Η ριζοσπαστική πτέρυγα της αγγλικής αστικής επανάστασης του 1648, αποτελούμενη από μικροαστικά και αγροτικά κατώτερα στρώματα. Αμφισβητώντας τη μοναρχία, μάχονταν για «λαϊκή κυριαρχία», εκτεταμένο εκλογικό δικαίωμα, ανεξιθρησκία και ισονομία. Καταπολεμήθηκαν από την αστική πτέρυγα της επανάστασης που υποστήριζε τη συνταγματική μοναρχία (Κρόμγουελ) και οι ηγέτες τους στον αστικό επαναστατικό στρατό εκτελέστηκαν.

-Η Συνωμοσία των Ίσων στόχευε στην πρόκληση ένοπλης εξέγερσης των κατώτερων στρωμάτων κατά του αστικού Διευθυντηρίου που προέκυψε από τη συντηρητικοποίηση της Γαλλικής Επανάστασης και διοικούσε τη Γαλλία. Είχε  απώτατο σκοπό την «καθαρή δημοκρατία» και τον «εξισωτικό κομμουνισμό». Το σχέδιο αποκαλύφθηκε το Μάη του 1796 και σε ένα χρόνο η ηγεσία -και ο Μπαμπέφ- εκτελέστηκε.

*** Το Δεύτερο Συνέδριο έγινε μεταξύ 17 (30) Ιούλη και 10 (23) Αυγούστου 1903. Ξεκίνησε στις Βρυξέλλες, αλλά λόγω διώξεων από τις βελγικές αρχές μετακινήθηκε στο Λονδίνο.

**** Μπουντ (Bund): Γενική Ομοσπονδία (Μπουντ) Εβραίων Εργατών Λιθουανίας, Πολωνίας και Ρωσίας από το 1897. Κοσμικό σοσιαλιστικό αντισιωνιστικό κόμμα για μια δημοκρατική και σοσιαλιστική Ρωσία, με αναγνώριση μειονοτικών δικαιωμάτων στους Εβραίους. Το 1903 έφυγε από το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα, όταν η πλειοψηφία του της αρνήθηκε μια αυτόνομη θέση εντός του. Αντιτάχθηκε στην Οκτωβριανή Επανάσταση πιστεύοντας κι αυτή στην καπιταλιστική ανάπτυξη της Ρωσίας. Με τον αντισημιτισμό των Λευκών κατά τον εμφύλιο πόλεμο, αναγνώρισε τελικά τη Σοβιετική εξουσία και μέλη της υπηρέτησαν στον Κόκκινο Στρατό. Μετά διασπάστηκε και το μεγαλύτερο μέρος της μπήκε οριστικά στους Μπολσεβίκους ως το 1921. Πολλοί πρώην Μπουντικοί πέθαναν στις εκκαθαρίσεις του Στάλιν τη δεκαετία του ’30.

*****  Ο Ζαν Λεόν Ζωρές (Σεπτέμβρης 1859 – Ιούλης 1914), σοσιαλιστής ηγέτης της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας. Έγινε σοσιαλιστής το 1893, ποτέ όμως μαρξιστής. Περισσότερο πίστευε σε μια σταδιακή εξέλιξη της αστικής δημοκρατίας σε σοσιαλισμό. Με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου κράτησε πασιφιστική στάση και δολοφονήθηκε από φανατικό εθνικιστή.

[1] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.31-32.

[2] στο ίδιο σ.40.

[3] Τρότσκι, Στάλιν, Λονδίνο 1968, σ.58.

[4] Λούτσιο Μάγκρι, «Προβλήματα της Μαρξιστικής Θεωρίας του Επαναστατικού Κόμματος», Νέα Αριστερή Επιθεώρηση (New Left Review), 60, σ.104.

[5] Νάιτζελ Χάρις, Πεποιθήσεις στην Κοινωνία, Λονδίνο 1971, σ.156.

[6] Μαρξ, Επιλεγμένα Έργα στη Κοινωνιολογία και την Κοινωνική Φιλοσοφία, στο Τ.Μπ. Μπότομορ και Μ. Ράμπελ (συντ.), Λονδίνο 1972, σ.82-83.

[7] Ράγια Ντουναγιέβσκαγια, ο.π. σ.81.

[8] Πάουλ Φρέλιχ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λονδίνο 1972, σ.82-83.

[9] Λένιν, Ένα Βήμα Εμπρός, Δύο Βήματα πίσω, ο.π. σ.66.

[10] Ράγια Ντουναγιέβσκαγια, ο.π. σ.180-81.

[11] Λένιν, Ένα Βήμα Εμπρός, Δύο Βήματα πίσω, ο.π. σ.199.

[12] στο ίδιο σ.121-23.

[13] στο ίδιο σ.57.

[14] στο ίδιο σ.58.

[15] στο ίδιο σ.71.

 




Ο μαρξισμός και το κόμμα- ενότητες 1.4, 1.5, 1.6

του Τζον Μόλινιου

Μετάφραση Βασίλης Μορέλας.

(ενότητες 4, 5 και 6 από το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο “Καρλ Μαρξ: τάξη και κόμμα”).

https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/ch01.htm

 

  1. Τα χρόνια της υποχώρησης

 

Σε αυτό το σημείο ο Μαρξ άρχισε μια περίοδο της ζωής του αφιερωμένη, εκτός από τις ανάγκες της βιοπάλης, σχεδόν ολοκληρωτικά στις οικονομικές του έρευνες. Συνόψισε την προοπτική του για τα ερχόμενα χρόνια στο τελευταίο τεύχος της Neue Rheinische Revue το Νοέμβρη του 1850.

 

Εν όψει της γενικής ευμάρειας που τώρα επικρατεί και επιτρέπει στις παραγωγικές δυνάμεις της αστικής κοινωνίας να αναπτυχθούν όσο πιο γρήγορα είναι ποτέ εφικτό μέσα στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας, δε μπορεί να υπάρχει ζήτημα κάποιας αληθινής επανάστασης… Μια νέα επανάσταση θα καταστεί δυνατή μόνο ως αποτέλεσμα μιας νέας κρίσης, μα είναι ακριβώς τόσο βέβαιη όσο και η έλευση της ίδιας της κρίσης.[i]

 

Οι κύκλοι των εκπατρισθέντων είχαν πάντα κακή φήμη για τους ασήμαντους καβγάδες τους, τα σκάνδαλα και τις αλληλοεξοντωτικές διαμάχες τους, ώστε ήταν βασικό για την ψυχολογική επιβίωση του Μαρξ και την επιτυχία του θεωρητικού του έργου να αποσυρθεί από αυτό το ψυχοφθόρο περιβάλλον.

Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς χαιρέτησαν αυτή την ανάπαυλα από την κομματική πολιτικολογία με εγκάρδιους στεναγμούς ανακούφισης. «Είμαι πολύ ευχαριστημένος», έγραφε ο Μαρξ στον Ένγκελς, «από τη δημόσια, αυθεντική απομόνωση στην οποία εμείς οι δύο, εσύ κι εγώ, τώρα βρισκόμαστε. Ανταποκρίνεται πλήρως στη θέση και τις αρχές μας.»[ii] Στο οποίο ο Ένγκελς απαντούσε: «Επιτέλους έχουμε ξανά -για πρώτη φορά εδώ και κάμποσο καιρό- μια ευκαιρία να δείξουμε ότι δεν χρειαζόμαστε καμία στήριξη από κανένα κόμμα καμίας κι οποιασδήποτε χώρας και ότι η θέση μας είναι παντελώς ανεξάρτητη από τέτοια σκουπίδια.»[iii] Ο Φραντς Μέρινγκ προειδοποιεί να μην παίρνονται τέτοιες πρόχειρες και ιδιωτικές παρατηρήσεις πολύ σοβαρά[iv], αλλά μερικοί σχολιαστές, ονομαστικά οι Μπέρτραμ Ντ. Βολφ[v] και Σλόμο Αβινέρι[vi], έχουν επιδιώξει να τις παρουσιάσουν σαν τις «αληθινές» απόψεις του Μαρξ για το κόμμα. Μα αυτή η απόπειρα συνεπάγεται την απόσπαση αυτών των εκφράσεων τόσο από το ιστορικό τους πλαίσιο όσο και από το πλαίσιο της συγκυρίας (δηλ. αυτό των ιδιωτικών γραμμάτων μεταξύ στενών φίλων),[vii] όπως και την αντιπαράθεσή τους με δηλώσεις που είναι σαφώς πιο ζυγισμένες και προσεκτικές και είναι γραμμένες για δημόσια κατανάλωση. Παρμένα κυριολεκτικά, αυτά και άλλα σχόλια των Μαρξ και Ένγκελς θα μπορούσαν να κρατηθούν για να υποδηλώσουν αντίθεση σε όλη την πολιτική δραστηριότητα, κάτι προφανώς γελοίο. Ακόμη και κατά τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα, όταν ο Μαρξ ήταν πάρα πολύ βαθιά απορροφημένος από το Κεφάλαιο, ποτέ δεν αποσύρθηκε τελείως από την πολιτική ζωή, συνεχίζοντας να συνεισφέρει στις Χαρτιστικές εφημερίδες και κρατώντας ένα άγρυπνο μάτι πάνω στον Έρνεστ Τζόουνς που, στα 1857, [ο Μαρξ -ΣτΜ] είπε ότι θα όφειλε να «σχηματίσει ένα κόμμα, για το οποίο πρέπει να πάει στις βιομηχανικές περιοχές».[viii]

Ποιοι ήταν τότε οι κύριοι παράγοντες σχετικά με την 12χρονη απουσία του Μαρξ από κάθε πολιτικό κόμμα; Πρώτον, υπήρχε, όπως ήδη υποδείχτηκε, η άποψή του ότι η αστική κοινωνία είχε εισέλθει σε μια παρατεταμένη περίοδο σταθεροποίησης και επέκτασης. Δεύτερο, υπήρχε η μεγάλη σπουδαιότητα που απέδιδε στο θεωρητικό του έργο. Όταν προσεγγίστηκε από έναν Γερμανό εκπατρισθέντα στη Νέα Υόρκη για να αναστήσει την Κομμουνιστική Ένωση, ο Μαρξ ανταπάντησε «είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι οι θεωρητικοί μου κόποι φέρνουν μεγαλύτερα οφέλη στην εργατική τάξη από τη συμμετοχή σε οργανώσεις για τις οποίες ο καιρός έχει περάσει.»[ix] Τρίτον, υπήρχε ένα μεγάλο κενό που χώριζε τη αντίληψη του Μαρξ για το επαναστατικό κίνημα από εκείνη της συντριπτικής πλειοψηφίας των επαναστατών εκείνη την εποχή.

Αφού για τον Μαρξ η καθοδηγήτρια δύναμη της ιστορίας ήταν η ταξική πάλη και ο στόχος του ήταν η αυτο-απελευθέρωση της εργατικής τάξης, η λειτουργία του κόμματος ήταν να ηγείται και να υπηρετεί το προλεταριάτο στις μάχες του και όχι να «στοιχειοθετεί δικές του σεκταριστικές αρχές, με τις οποίες διαμορφώνει και καλουπώνει το προλεταριακό κίνημα». Το επαναστατικό κίνημα των μέσων του δέκατου ένατου αιώνα, ωστόσο, κυριαρχούταν από παντελώς αλλότριες συλλήψεις και παραδόσεις. Οι κυρίαρχες τάσεις του καιρού ήταν είτε κατάλοιπα από την συνωμοσιολογική Γιακωβίνικη παράδοση της Γαλλικής Επανάστασης*, είτε προέρχονταν από μικροαστούς ουτοπικούς σοσιαλιστές που πίστευαν σε μια συμφιλίωση κεφαλαίου και εργασίας στη βάση των δικών τους πεφωτισμένων ιδεών. Και οι δύο ήταν εξίσου ελιτίστικες στη στάση τους προς την εργατική τάξη, η πρώτη επιθυμώντας να δράσει πίσω από την πλάτη της τάξης και προς όφελός της, η δεύτερη απαιτώντας η τάξη να μείνει παθητική ωσότου όλοι οι άνδρες με καλή θέληση να πειστούν από τη δύναμη της λογικής. Ο Μαρξ είχε από καιρό απορρίψει αυτές τις θέσεις κι ενώ ήταν έτοιμος να τις καταπολεμήσει στα πλαίσια ενός ζωντανού εργατικού κινήματος, εκτός ενός τέτοιου πλαισίου, μέσα σε μικροσκοπικές και άσχετες λέσχες κι εταιρείες, θεωρούσε ότι θα έχανε το χρόνο του αν πήγαινε να μπλεχτεί μ’αυτές μ’οποιονδήποτε τρόπο.

 

  1. Η Πρώτη Διεθνής -πράξη και θεωρία

 

Αυτό που τελικά τράβηξε τον Μαρξ έξω από την αυτεπιβεβλημένη απομόνωσή του ήταν μια πρόσκληση για την ιδρυτική συνάντηση της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων που διεξήχθη στο Μέγαρο Σεντ Μάρτιν στις 26 Σεπτεμβρίου 1864. Η Διεθνής δεν ιδρύθηκε από τον Μαρξ ούτε ήταν μαρξιστικής έμπνευσης. Περισσότερο προέκυψε από τη γενική ανάταση των οικονομικών αγώνων της Ευρωπαϊκής εργατικής τάξης και το εργατικό ενδιαφέρον για τέτοια διεθνή ζητήματα, σαν την υποστήριξη στο Βορρά του Αμερικανικού Εμφυλίου, τους σκοπούς της Πολωνικής ανεξαρτησίας και την ενοποίηση της Ιταλίας και μια από τις σπουδαιότερες πρακτικές δραστηριότητές της ήταν να εμποδίσει τη χρήση εργασίας μεταναστών στο σπάσιμο απεργιών. Η άμεση πρωτοβουλία για την συνάντηση στο Μέγαρο Σεντ Μάρτιν ήρθε από συνδικαλιστές του Λονδίνου και του Παρισιού. Αλλά ήταν ακριβώς αυτή η αυθεντικότητα και ο αυθορμητισμός που προσέλκυσαν τον Μαρξ. «Ήξερα», έγραφε στον Ένγκελς, «ότι αυτή τη φορά αληθινές “δυνάμεις” εμπλέκονταν και στις δυο πλευρές του Λονδίνου και του Παρισιού και επομένως αποφάσισα να αντιπαρέλθω τον συνήθη άκαμπτο κανόνα να αρνούμαι κάθε τέτοια πρόσκληση… γιατί η αναγέννηση της εργατικής τάξης λαμβάνει εμφανώς χώρα.»[x]

Αναπόφευκτα αυτά τα θετικά στοιχεία είχαν την αρνητική τους πλευρά στην ακραία θεωρητική και πολιτική ετερογένεια και σύγχυση. Μεταξύ εκείνων που συμμετείχαν στη Διεθνή υπήρχαν οπαδοί του Ματσίνι που’ταν ουσιαστικά Ιταλοί εθνικιστές, Γάλλοι Προυντονικοί που ήθελαν να συμφιλιώσουν κεφάλαιο και εργασία, Οουενικοί**όπως ο Γουέστον[xi] που αντιτίθεντο στις απεργίες και μυστικές εταιρείες, φαινομενικά μασονικού τύπου, όπως οι Φιλαδελφικοί.[xii] Για να δουλέψει μαζί με αυτό το άμορφο σώμα και να το κατευθύνει στις γραμμές που ήθελε, ο Μαρξ ήταν υποχρεωμένος να λειτουργήσει με μεγάλη λεπτότητα κι όχι λίγη πονηριά. Έχοντας ελιχθεί ως την ανάληψη του σχεδιάσματος των Κανονισμών της Διεθνούς και καταφέρνοντας να παρεμβάλλει τη δική του «Εναρκτήρια Προσφώνηση»,[xiii] μια αξιόλογη ποσότητα συμβιβασμού ήταν αναγκαία για να αποφύγει ν’αποξενώσει τους άλλους συμμετέχοντες.

 

Ήταν πολύ δύσκολο να πλαισιώσεις το πράμα έτσι που οι απόψεις μας να εμφανιστούν με μορφή αποδεκτή από την τωρινή οπτική του εργατικού κινήματος. Σε λίγες βδομάδες οι ίδιοι άνθρωποι θα κάνουν συναντήσεις για το εκλογικό δικαίωμα με τους Μπράιτ και Κόμπτεν. Θα πάρει καιρό ώσπου το ξαναξυπνημένο κίνημα να επιτρέψει την παλιά λεκτική τόλμη. Θα είναι απαραίτητο να είσαι «fortiter in re, suaviter in modo***».[xiv]

 

Η μέθοδος του Μαρξ ήταν να τονίζει τον ταξικό χαρακτήρα του κινήματος και το διεθνισμό του, με έμφαση στο τότε δημοφιλές θέμα της αυτο-απελευθέρωσης,[xv] χωρίς να γίνεται συγκεκριμένος όσο αφορά τους επαναστατικούς στόχους ή μεθόδους. Έτσι, οι Κανονισμοί δηλώνουν ότι «η απελευθέρωση των εργαζόμενων τάξεων πρέπει κατακτηθεί από τις ίδιες τις εργαζόμενες τάξεις» κι ότι «η οικονομική απελευθέρωση των εργαζόμενων τάξεων είναι, επομένως, το μεγάλο τέλος στο οποίο κάθε πολιτικό κίνημα θα έπρεπε να υποτάσσεται ως μέσο» κι ότι «η απελευθέρωση της εργασίας δεν είναι ούτε τοπικό, ούτε εθνικό, αλλά κοινωνικό πρόβλημα, που αγκαλιάζει όλες τις χώρες που υπάρχει η σύγχρονη κοινωνία».[xvi] Όμως δεν αναφέρουν την κολεκτιβοποίηση των μέσων παραγωγής, που θα αναστάτωνε τους Προυντονικούς, ή επανάσταση, που θα τρόμαζε τους Άγγλους συνδικαλιστές. Αυτή η στρατηγική πήγε πολύ καλά. Η Διεθνής απέφυγε να μετατραπεί, κατά τη φράση του Μέρινγκ, σε «ένα μικρό σώμα με μεγάλο κεφάλι»,[xvii] αλλά την ίδια στιγμή ο Μαρξ, χάρη στην υπέρτερη συνολική του άποψη για το κίνημα, εδραίωσε βαθμιαία την ιδεολογική του ηγεμονία στο Γενικό Συμβούλιο. Όσο η Διεθνής μεγάλωνε σε δύναμη, επωφελούμενη ιδίως από το κύμα των επισπευσμένων από την οικονομική κρίση του 1866-67 απεργιακών αγώνων, τόσο ο Μαρξ έπειθε διαδοχικά συνέδρια να υιοθετούν προοδευτικά όλο και πιο σοσιαλιστικές πολιτικές. Το Συνέδριο της Λοζάννης (1867) πέρασε την απόφαση: «Η κοινωνική απελευθέρωση των εργαζόμενων είναι αδιαχώριστη από της πολιτική τους απελευθέρωση.»[xviii] Το Συνέδριο των Βρυξελών (1868) έγινε μάρτυρας της ήττας των Προυντονικών στην συλλογική ιδιοκτησία γης, σιδηροδρόμων, ορυχείων και δασών∙ και η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου (1871) αποφάσισε να προσθέσει στους Κανονισμούς την πρόταση ότι:

 

Στον αγώνα του κατά της συλλογικής ισχύος των ιδιοκτητριών τάξεων, το προλεταριάτο μπορεί να ενεργήσει ως τάξη μονάχα συγκροτώντας για τον εαυτό του ένα διακριτό πολιτικό κόμμα αντιτιθέμενο σε όλα τα παλιά κόμματα που σχεδιάστηκαν από τις κατέχουσες τάξεις.

Αυτή η συγκρότηση του προλεταριάτου σε πολιτικό κόμμα είναι εκ των ων ουκ άνευ για να διασφαλίσει το θρίαμβο της Κοινωνικής Επανάστασης και του απώτατού της σκοπού: της κατάργησης των τάξεων.[xix]

 

Όμως παρόλα αυτά τα προχωρήματα, η Διεθνής παρέμενε ένα αμάλγαμα υπερβολικά πολλών αποκλινουσών τάσεων για να γίνει οτιδήποτε που να πλησιάζει ένα διεθνές κομμουνιστικό κόμμα κι ούτε κι ο Μαρξ προσπάθησε ποτέ να επιβάλει μια τέτοια έννοια σ’αυτήν. Μάλλον δεχόταν ότι η Διεθνής δε θα μπορούσε να’ναι κάτι περισσότερο από μια πλατιά ομοσπονδία εργατικών οργανισμών και κομμάτων σε διαφορετικές χώρες και ότι θα έπρεπε «να αφήσει κάθε τμήμα να σχηματίζει ελεύθερα το δικό του θεωρητικό πρόγραμμα».[xx]

Αυτή ακριβώς η χαλαρότητα, που ήταν η δύναμη της Διεθνούς στο ότι καθιστούσε ικανό τον Μαρξ να συγκρατήσει τις ποικίλες φράξιες ενώ την ίδια στιγμή παρείχε γενική καθοδήγηση, ήταν επίσης η αδυναμία της στο ότι κατέστησε τη Διεθνή έναν εύκολο στόχο παρείσφρησης από τον Μιχαήλ Μπακούνιν****και την αναρχική του Διεθνή Αδελφότητα, η οποία, με την αμφίεση της Διεθνούς Συμμαχίας της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, μπήκε στη Διεθνή το 1868 και αποδείχτηκε μείζων παράγοντας στην τελική της κατάρρευση. Ο Μπακούνιν ήταν ένας ρομαντικός τυχοδιώκτης και συνωμότης παρά ένας θεωρητικός και το πρόγραμμα που προωθούσε ήταν αφελές και μπερδεμένο. Υπερμαχόταν την «ισότητα των τάξεων», την άμεση κατάργηση του κράτους, την κατάργηση του δικαιώματος κληρονομιάς ως πρωταρχικά αιτήματα του κινήματος και πάνω απ’όλα την παντελή αποχή από την πολιτική. Ο Μαρξ έβλεπε αυτές τις ιδέες με περιφρόνηση -«ένα κομφούζιο υπολειμμάτων, επιφανειακά συναρμολογημένο από τα Δεξιά και από τα Αριστερά… αυτό το παιδικό αλφαβητάρι… ο κυκεώνας που έχει αποστάξει από κομματάκια Προυντόν, Σεν-Σιμόν και άλλων»[xxi]– αλλά δεν αρνήθηκε στους αναρχικούς το δικαίωμα να υποστηρίζουν τη θέση τους μέσα στη Διεθνή. Ήταν μια διαφωνία, όχι για το δόγμα, μα για το είδος της οργάνωσης που η Διεθνής προοριζόταν να γίνει, που βρισκόταν στη ρίζα της ζημιογόνου διαμάχης μεταξύ Μαρξ και Μπακούνιν. Ο Μπακούνιν, εκμεταλλευόμενος τις πολυάριθμες τάσεις και διαιρέσεις της Διεθνούς, εξαπέλυσε μια εκστρατεία εναντίον του «αυταρχισμού» του Γενικού Συμβουλίου, η οποία υπολόγιζε να μαζέψει τους διάφορους δυσαρεστημένους γύρω της. Όμως εντός του πλαισίου αυτού του «αντι-αυταρχισμού» ο Μπακούνιν έψαχνε να υλοποιήσει τη μη εκλεγμένη «συλλογική και αόρατη δικτατορία»[xxii] των δικών του μυστικών εταιρειών και συνωμοσιών. Το πραγματικό ζήτημα ήταν, όπως λέει ο Μόντι Τζόνστοουν, «εάν η Διεθνής θα έπρεπε να συνεχίζει ως ένας δημόσιος δημοκρατικός οργανισμός σε συμφωνία με κανονισμούς και πολιτικές κατατεθειμένες στα συνέδριά του ή εάν θα έπρεπε να επιτρέψει στον Μπακούνιν να «παραλύσει τη δραστηριότητά της με μυστικές ίντριγκες» και σε ομοσπονδίες και τμήματα να αρνούνται να αποδεχτούν αποφάσεις συνεδρίων με τις οποίες διαφώνησαν.»[xxiii]

Οι δραστηριότητες του Μπακούνιν έλαβαν την σπουδαιότητά τους επειδή διασταυρώθηκαν με τον άλλο μείζονα παράγοντα του θανάτου της Διεθνούς, την Παρισινή Κομμούνα. Η παθιασμένη υπεράσπιση της Κομμούνας από τον Μαρξ στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία οδήγησε στην ταύτιση της Διεθνούς με την Κομμούνα και από εκεί σε μαζικό «κόκκινο πανικό» και κυνήγι μαγισσών κατά της Διεθνούς σε όλη την Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, αυτή η εμφάνιση της κοινωνικής επανάστασης στην πραγματικότητα και η επακόλουθη διαύγεια με την οποία τοποθετούνταν τα πολιτικά ερωτήματα, αναπόφευκτα θρυμμάτισε την ευπαθή ενότητα όπου βασιζόταν η Διεθνής.

Για να διαχειριστεί αυτήν την κατάσταση ο Μαρξ, στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, ζήτησε και απέκτησε αυξημένες εξουσίες για το Γενικό Συμβούλιο, αλλά αυτό με τη σειρά του πέταξε εκείνους που απεχθάνονταν την «παρέμβαση» του Γενικού Συμβουλίου στο στρατόπεδο του αντι-αυταρχισμού του Μπακούνιν. Ως το 1872 ο Μαρξ, είναι σαφές, είχε αποφασίσει ότι ο καιρός της Διεθνούς είχε περάσει (αν και δεν ενδιαφερόταν να το πει δημόσια). Την ίδια ώρα, ήταν αποφασισμένος να μην πέσει στα χέρια των συνωμοτών, είτε Μπακουνικών είτε Μπλανκιστών****** που θα αναιρούσαν τα θετικά επιτεύγματα της Διεθνούς με άσκοπες περιπέτειες. Ο Μαρξ πέτυχε αυτούς τους στόχους στο Συνέδριο της Χάγης εξασφαλίζοντας την αποβολή του Μπακούνιν (σε μάλλον αμφίβολη βάση)[xxiv] και μεταφέροντας την έδρα της Διεθνούς στην Αμερική, όπου και αυτή απεβίωσε ήσυχα το 1876.

Η Διεθνής Ένωση Εργαζομένων ήταν αναμφίβολα η πιο σημαντική πρακτική πολιτική δουλειά στη ζωή του Μαρξ. Έδωσε τεράστια ώθηση στην ανάπτυξη του κινήματος παντού. Δημιούργησε πολύ πιο εκτεταμένη επίγνωση για κάποιες τουλάχιστον βασικές αρχές του Μαρξ, απ’ότι υπήρξε ποτέ πρωτύτερα. Πάνω απ’όλα, εδραίωσε την παράδοση του διεθνισμού και της διεθνούς οργάνωσης στην καρδιά του σοσιαλιστικού κινήματος της εργατικής τάξης. Αυτά υπήρξαν μεγάλα επιτεύγματα, μα είναι επίσης προφανές ότι η Διεθνής περιείχε στη βάση των θεμελίων της τους σπόρους της αποσύνθεσής της. Από την άποψη της εκτίμησης της αντίληψης του Μαρξ για το κόμμα, είναι αναγκαίο, επομένως, να εξετάσουμε τις δυνατότητες και τις αδυναμίες των θεωρητικών ιδεών που υπέφωσκαν στο έργο του αυτήν την περίοδο.

Αφού για τον Μαρξ το κόμμα λογιζόταν πάντα σε σχέση με την εργατική τάξη και η εργατική τάξη ορίζεται βασικά από την οικονομική της κατάσταση, το κομβικό θεωρητικό πρόβλημα ήταν η φύση της σχέσης μεταξύ οικονομικών και πολιτικής και ειδικά μεταξύ των οικονομικών αγώνων της εργατικής τάξης και της ανάπτυξης της πολιτικής της συνείδησης και οργάνωσης. Υπάρχουν διάφορα κείμενα της περιόδου που δείχνουν πως, ουσιαστικά, ο Μαρξ διατηρούσε την άποψη ότι η πολιτική συνείδηση αναδύεται αυθόρμητα από τις οικονομικές περιστάσεις και πάλη των εργαζομένων. Γι’αυτό, σε ένα λόγο προς μια αντιπροσωπεία Γερμανών συνδικαλιστών το 1869, ο Μαρξ είπε:

 

Τα συνδικάτα είναι τα σχολεία του σοσιαλισμού. Είναι στα συνδικάτα που οι εργαζόμενοι εκπαιδεύουν τους εαυτούς τους και γίνονται σοσιαλιστές, επειδή μπροστά στα ίδια τους τα μάτια και καθημερινά λαμβάνει χώρα η πάλη με το κεφάλαιο… Η μεγάλη μάζα των εργαζομένων, σε όποιο κόμμα κι αν αυτοί ανήκουν, έχει επιτέλους κατανοήσει ότι οι υλική της κατάσταση πρέπει να γίνει καλύτερη. Αλλά τη στιγμή που η υλική κατάσταση του εργαζόμενου θα έχει γίνει καλύτερη, αυτός θα μπορεί να συγκεντρωθεί στην εκπαίδευση των παιδιών του∙ η γυναίκα και τα παιδιά του δε θα χρειάζονται να πάνε στο εργοστάσιο∙ αυτός ο ίδιος θα μπορεί να καλλιεργήσει το μυαλό του περισσότερο, να προσέξει το σώμα του καλύτερα κι έτσι γίνεται σοσιαλιστής χωρίς να το προσέξει.[xxv]

 

Ενώ κάποιες από τις πιο ακραίες προτάσεις εδώ δεν χρειάζεται να ληφθούν κυριολεκτικά, ο Μαρξ επανέλαβε ουσιαστικά την ίδια θεωρητική σύλληψη σε ένα κομβικό απόσπασμα σε ένα γράμμα προς τον Φ. Μπόλτε το 1871:

 

Το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης έχει ως τελικό του αντικείμενο, βέβαια, την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας για αυτήν την τάξη και αυτό φυσικά απαιτεί μια προηγούμενη οργάνωση της εργατικής τάξης, αναπτυγμένης ως ορισμένο βαθμό και αναδυόμενης από τους οικονομικούς της αγώνες.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, κάθε κίνημα στο οποίο η εργατική τάξη έρχεται ως τάξη αντιμέτωπη με τις κυρίαρχες τάξεις και προσπαθεί να τις επιβληθεί με εξωτερική πίεση, αποτελεί ένα πολιτικό κίνημα. Για παράδειγμα, η απόπειρα σε ένα ιδιαίτερο εργοστάσιο, ή ακόμη ένα ορισμένο επάγγελμα, να αναγκάσεις σε μικρότερη εργάσιμη μέρα τους μεμονωμένους καπιταλιστές μέσω απεργιών κλπ, είναι αμιγώς οικονομικό κίνημα. Από την άλλη πλευρά, το κίνημα για να επιβάλεις το οχτάωρο κλπ σε νόμο είναι πολιτικό κίνημα. Και με αυτόν τον τρόπο, από ξεχωριστά οικονομικά κινήματα των εργαζομένων, αναφύεται παντού ένα πολιτικό κίνημα, σαν να λέμε, ένα κίνημα της τάξης, με αποτέλεσμα την επιβολή των συμφερόντων της με γενική μορφή, με μια μορφή που κατέχει γενική κοινωνική δύναμη εξαναγκασμού [η έμφαση στο πρωτότυπο].[xxvi]

 

Η δύναμη της σύλληψης του Μαρξ έγκειται στον υλισμό της, την έμφασή της στη μάθηση μέσα από την εμπειρία και την πάλη∙ η αδυναμία έγκειται στον οικονομικό ντετερμινισμό και τον αισιόδοξο εξελικτισμό της. Η ιστορία έχει φανερώσει όχι μόνο τη διαδικασία ανάπτυξης που περιγράφει ο Μαρξ, μα επίσης ένα ευρύ φάσμα αντιτιθέμενων δυνάμεων που υπηρετούν την παρεμπόδιση της μετάβασης από τη συνδικαλιστική συνείδηση στη σοσιαλιστική συνείδηση. Συγκεκριμένα η ικανότητα των οικονομικών κατακτήσεων, ακόμη και συμπεριλαμβανομένων των κερδισμένων με αγώνα, να εξυπηρετούν ως καταπραϋντικά κι όχι ως διεγερτικά, όπως και το σφιχταγκάλιασμα του προλεταριάτου από την αστική ιδεολογία, με την απορρέουσα ικανότητα αυτής να διαιρεί και να κατακερματίζει το κίνημα, ήταν και τα δύο σοβαρά υποτιμημένα από τον Μαρξ. Στα 1890 ο Ένγκελς σχολίασε ότι «ο Μαρξ κι εγώ είμαστε εν μέρει υπεύθυνοι για το ότι οι νεότεροι άνθρωποι μερικές φορές δίνουν παραπάνω έμφαση στην οικονομική πλευρά απ’ότι της αρμόζει. Εμείς έπρεπε να υπογραμμίσουμε την κύρια αρχή, απέναντι στους αντιπάλους μας που την αρνούνταν και δεν είχαμε πάντα χρόνο, χώρο ή ευκαιρία να αποδώσουμε τα οφειλόμενα και στα άλλα εμπλεκόμενα στην αλληλεπίδραση στοιχεία»[xxvii] και το ζήτημα της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής συνείδησης είναι ένα από αυτά όπου ο Μαρξ ήταν ιδιαίτερα ένοχος υπερτονισμού «της κύριας αρχής» εις βάρος των «άλλων εμπλεκόμενων στην αλληλεπίδραση στοιχείων».

Ήταν πάνω σε αυτή την υπεραπλουστευμένη και υπεραισιόδοξη άποψη του μετασχηματισμού της εργατικής τάξης από «τάξη καθεαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της» που ο Μαρξ βάσισε τις ιδέες της οργάνωσης και τη δραστηριότητά του στη Διεθνή. Για τον Μαρξ το κύριο πρόβλημα ήταν η ίδρυση ενός πολιτικού οργανισμού  που βασίζεται στην ιδέα της ταξικής πάλης και που περιέχει πλατιά στρώματα εργαζομένων. Έχοντας επιτύχει αυτό, πίστευε ότι ο οργανισμός θα εξελισσόταν σε επαναστατική κατεύθυνση με τους δικούς του ρυθμούς.

Υπάρχει, επομένως, ένα ισχυρό στοιχείο φαταλισμού****** στην στάση του Μαρξ απέναντι στο σχηματισμό του κόμματος. Η πάλη ιδεών και τάσεων μέσα στο εργατικό κίνημα θα τακτοποιηθεί μόνη της, καθώς οι ταξικές τάσεις των εργατών επιβάλλουν τον εαυτό τους. Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι ο Μαρξ απέτυχε να συλλάβει τη δυνατότητα ο εργατικός πολιτικός ρεφορμισμός (δηλ. αυτό που τώρα εμείς καλούμε σοσιαλδημοκρατία ή εργατισμό) να αναλάβει έναν τόσο σοβαρό έλεγχο του κινήματος, έτσι που αυτός δε θα αυτομετασχηματιζόταν ή θα άνοιγε απλά το δρόμο για επαναστατική δράση όταν ο καιρός του θα’χε περάσει, αλλά θα συγκροτούσε μείζον εμπόδιο, φράζοντας το δρόμο στην επανάσταση. Επειδή δεν είδε τον κίνδυνο, ο Μαρξ επίσης δεν είδε το μέσο για τον αντιπαλέψει -τη δημιουργία ενός σχετικά στενού και πειθαρχημένου κόμματος πρωτοπορίας-εμπροσθοφυλακής.

 

  1. Σοσιαλδημοκρατία και το πρόβλημα του ρεφορμισμού

 

Από το 1872 κι εξής οι Μαρξ και Ένγκελς δεν ξαναναμείχθηκαν ποτέ άμεσα, ούτε έγιναν μέλη, σε καμία οργάνωση ή κόμμα, αλλά παρόλα αυτά θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως έχοντες «ειδική θέση ως εκπροσώπους του διεθνούς σοσιαλισμού»[xxviii] και με αυτή την ιδιότητα έστελναν συμβουλές σε σοσιαλιστές όλου του κόσμου. Εν πολλοίς ήταν ο Ένγκελς που ενεργοποιούταν σε αυτό το ρόλο, παρά ο Μαρξ, του οποίου η υγεία έφθινε και ο οποίος συγκεντρωνόταν στις μελέτες του. Όμως φαίνεται λογικό, τουλάχιστον σε αυτή τη σφαίρα, να θεωρούμε τις απόψεις του Ένγκελς χοντρικά αντιπροσωπευτικές αυτών του Μαρξ.

Το πιο σημαντικό φαινόμενο αυτής της περιόδου ήταν η άνοδος των σοσιαλδημοκρατικών εργατικών κομμάτων σε έναν αριθμό χωρών, ειδικά στη Γερμανία. Αυτές οι οργανώσεις συνδύαζαν ένα ανοιχτά σοσιαλιστικό πρόγραμμα με μαζική υποστήριξη μέσα στην εργατική τάξη. Η παρατήρηση αυτής της εξέλιξης, συνδυασμένη με την πείρα της Διεθνούς, φαίνεται να οδήγησε σε μια ορισμένη επανεκτίμηση ή τουλάχιστον σε μια αλλαγή της έμφασης, τις απόψεις των Μαρξ και Ένγκελς. Γι’αυτό το 1873 βρίσκουμε τον Ένγκελς να προειδοποιεί τον Μπέμπελ******* να μην «παραπλανηθεί από την κραυγή για “ενότητα”… ένα κόμμα βγάζει τον εαυτό του νικητή με τη διάσπαση και όντας ικανό να αντέξει τη διάσπαση»[xxix] και το 1874 να προβλέπει στον Ζόργκε ότι «η επόμενη Διεθνής -αφού τα γραπτά του Μαρξ θα έχουν παράξει τις επιδράσεις τους για κάποια χρόνια- θα είναι απευθείας Κομμουνιστική και θα διακηρύσσει ακριβώς τις αρχές μας».[xxx]

Στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, όπου υπήρχαν πολύ ισχυρές εργατικές τάξεις, μα οι εργαζόμενοι ήταν πολιτικά υποτελείς στα κόμματα της άρχουσας τάξης και τα σοσιαλιστικά ρεύματα ήταν εξαιρετικά αδύναμα, οι Μαρξ και Ένγκελς συνέχισαν την παλιά γραμμή τους να υπερασπίζονται το σχηματισμό ενός πλατιού ανεξάρτητου εργατικού κόμματος χωρίς να ανησυχούν για το πρόγραμμα ή τη θεωρητική του βάση. Ο Ένγκελς έγραψε μια σειρά άρθρων για αυτό το σκοπό στην εφημερίδα Εργατικό Κριτήριο Labour Standard το 1881, επιχειρηματολογώντας, με την προσδοκία του τρόπου που το Εργατικό Κόμμα θα εγειρόταν, ότι «δίπλα, ή πάνω από, τις Ενώσεις ιδιαίτερων επαγγελμάτων, πρέπει να ξεπηδήσει μια γενική ένωση, ένας πολιτικός οργανισμός της συνολικής εργατικής τάξης[xxxi] και το 1893 παρότρυνε όλους τους σοσιαλιστές να προσχωρήσουν στον Ανεξάρτητη Εργατικό Κόμμα. Σε σχέση με την Αμερική, ο Ένγκελς υποστήριζε ότι:

 

Το σημαντικό πράγμα είναι να βάλεις την εργατική τάξη να κινηθεί ως τάξη ∙ μόλις αυτό αποκτηθεί σύντομα θα βρουν τη σωστή κατεύθυνση… Το να περιμένεις τους Αμερικάνους να αρχίσουν με πλήρη συνείδηση της θεωρίας που φτιάχτηκε στις παλιότερες βιομηχανικές χώρες, είναι σα να περιμένεις το αδύνατο… Οι ψήφοι από ένα ή δύο εκατομμύρια εργαζόμενων τον επόμενο Νοέμβρη για ένα γνήσιο κόμμα των εργαζόμενων αξίζουν απείρως περισσότερο τώρα από εκατό χιλιάδες ψήφους για μια δογματικά τέλεια πλατφόρμα… Όμως καθετί που ίσως καθυστερήσει ή εμποδίσει αυτήν την εθνική εδραίωση του κόμματος των εργαζομένων -ασχέτως σε ποια πλατφόρμα- εγώ θα το θεωρούσα μέγα λάθος.[xxxii]

 

Όμως, όταν αφορούσε τη Γαλλία και τη Γερμανία, όπου το κίνημα ήταν πολύ πιο προχωρημένο, η στάση των Μαρξ και Ένγκελς ήταν πολύ διαφορετική. Εδώ έβλεπαν το ενδεχόμενο, για πρώτη φορά, της δημιουργίας στέρεων μαρξιστικών κομμάτων στο σχήμα του Parti Ouvrier Français και του Γερμανικού SDAP και για να υλοποιηθεί αυτό το ενδεχόμενο έδειχναν ιδιαίτερη προσοχή σε ζητήματα θεωρίας και προγράμματος. Γι’αυτό όταν το 1882 το Γαλλικό κόμμα διασπάστηκε σε μαρξιστές υπό τους Γκεσντ και Λαφάργκ και «ποσιμπιλιστές» υπό τους Μαλόν και Μπρους (αναρχικούς που έγιναν ρεφορμιστές)********, ο Ένγκελς καλωσόρισε το συμβάν ως «αναπότρεπτο» και ως «ένα καλό πράγμα», ισχυριζόμενος ότι «το επίπλαστο κόμμα του Σεν Ετιέν [οι ποσιμπιλιστές] όχι μόνο δεν είναι εργατικό κόμμα, αλλά ούτε και ένα οποιοδήποτε κόμμα, επειδή στην πραγματικότητα δεν έχει πρόγραμμα»[xxxiii] και σχολιάζοντας «φαίνεται ότι κάθε εργατικό κόμμα μεγάλης χώρας μπορεί να αναπτυχθεί μόνο με εσωτερική πάλη, κάτι που συμφωνεί με τους νόμους της διαλεκτικής ανάπτυξης γενικά».[xxxiv] Όμως πάνω απ’όλα, ήταν στις σχέσεις τους με τη Γερμανική σοσιαλδημοκρατία που ο Μαρξ κι ο Ένγκελς διατήρησαν τον ύψιστο βαθμό θεωρητικού σφρίγους.

Όταν το 1875 το SDAP ενώθηκε με το Λασσαλικό ADAV για να σχηματίσει το Γερμανικό Σοσιαλ-Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (SAPD, αργότερα  SPD), οι Μαρξ και Ένγκελς αντιτέθηκαν στην κίνηση αυτή ως «βεβιασμένη από τη μεριά μας»[xxxv] και συνεπαγόμενη θεωρητικές εκχωρήσεις. Ο Μαρξ αμέσως υπέβαλε το πρόγραμμα ενοποίησης σε μια ισοπεδωτική κριτική,[xxxvi] εκθέτοντας όχι μόνο τις αντιδραστικές συνέπειες Λασσαλικών διατυπώσεων σαν τον «σιδερένιο νόμο των μισθών», «τα ίσα δικαιώματα στα ακέραια προϊόντα της εργασίας» και «τους συνεταιρισμούς παραγωγών με κρατική βοήθεια», μα επίσης αναλαμβάνοντας όλο το ζήτημα της ταξικής φύσης του κράτους σε αντιπαράθεση με την έκκληση για ένα «ελεύθερο λαϊκό κράτος», καταδικάζοντας το πρόγραμμα για την έλλειψη διεθνισμού και διαμαρτυρόμενος ότι «δεν υπάρχει τίποτα στα πολιτικά του αιτήματα πέρα από την παλιά και γενικώς γνωστή δημοκρατική λιτανεία: καθολικό εκλογικό δικαίωμα, άμεση νομοθέτηση, λαϊκή δικαιοσύνη, λαϊκός στρατός κλπ.»[xxxvii] Tο 1877 ο Ένγκελς, για να συντηρήσει την ηγεμονία του μαρξισμού στο Γερμανικό κίνημα, ανέλαβε το πελώριο έργο του Αντι-Ντύρινγκ και στα 1879 οι Μαρξ και Ένγκελς απέστειλαν ένα «Kυκλικό Γράμμα» στους κομματικούς ηγέτες, εξανιστάμενοι με τους δυναμικότερους χαρακτηρισμούς κατά της ανάδειξης μέσα στο κόμμα μη προλεταριακών τάσεων που αρνούνταν την ταξική πάλη και άρα την ταξική φύση του κόμματος και  που «διακήρυσσαν ανοιχτά πως οι εργάτες είναι πολύ αμόρφωτοι για να απελευθερώσουν τους εαυτούς τους και πρέπει να απελευθερωθούν απ’τα πάνω από φιλάνθρωπους μεγαλοαστούς και μικροαστούς».[xxxviii] Επίσης το 1879 αντέδρασαν στην «παράκαιρη αδυναμία του Λίμπκνεχτ********* στο Ράιχσταγκ»[xxxix] μπροστά στον αντισοσιαλιστικό νόμο του Βίσμαρκ και στην οπορτουνιστική στήριξη προς την προστατευτική δασμολογική πολιτική του Βίσμαρκ από την κοινοβουλευτική ομάδα του SAPD, σε απάντηση της οποίας ο Μαρξ ανακοίνωσε ότι «αυτοί είναι ήδη τόσο πολύ επηρεασμένοι από τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό που νομίζουν ότι βρίσκονται υπεράνω κριτικής».[xl]

Αλλά αυτό η αδιάκοπη ροή κριτικής δεν πρέπει να ξεγελά. Καθρέφτιζε όχι εχθρότητα προς τη Γερμανική σοσιαλδημοκρατία, αλλά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ανησυχία των Μαρξ και Ένγκελς για την οργάνωση που επανειλημμένα ανέφεραν ως «κόμμα τους». Παρά τις σφοδρές τους επιθέσεις σε κάθε ανοιχτή εκδήλωση ρεφορμισμού και υποταγής στην αστική δημοκρατία, οι Μαρξ και Ένγκελς παρέμειναν προσδεμένοι στο Γερμανικό κόμμα με «δεσμούς αλληλεγγύης»[xli] και επομένως, με τις ευλογίες τους, αυτό έγινε για τον υπόλοιπο κόσμο το μοντέλο μαρξιστικού κόμματος. Αυτό που οι Μαρξ και Ένγκελς απέτυχαν να συλλάβουν ήταν ότι ο κύριος κίνδυνος δεν έγκειτο στο τι το κόμμα έλεγε, αλλά στο τι έκανε, στο τι ουσιαστικά ήταν. Αυτό το πρόβλημα προβλήθηκε λίγα χρόνια αργότερα στην επονομαζόμενη «ρεβιζιονιστική συζήτηση» όταν ο Μπέρνσταϊν απαίτησε από το κόμμα να πάρει μια ανοιχτά ρεφορμιστική στάση. Σε ένα πολύ διορατικό γράμμα ο Βαυαρός σοσιαλιστής, Ίγκνατς Άουερ, έγραψε στον Μπέρνσταϊν: «Αγαπητέ μου Έντε, δεν αποφασίζει κανείς επίσημα να κάνει ό,τι ζητάς, δεν το λέει κανείς αυτό, κανείς το κάνει. Όλη μας η δραστηριότητα -ακόμη και κάτω από τον επονείδιστο αντισοσιαλιστικό νόμο- υπήρξε η δραστηριότητα ενός σοσιαλδημοκρατικού ρεφορμιστικού κόμματος. Ένα κόμμα που λογαριάζει τις μάζες απλά δε μπορεί να είναι τίποτα άλλο.»[xlii] Η ρίζα του προβλήματος έγκειτο στην αντίληψη της σχέσης μεταξύ κόμματος και εργατικής τάξης, μιας αντίληψης που ούτε ο Μάρξ ούτε ο Ένγκελς δεν αμφισβήτησαν ποτέ καθαρά∙ δηλ. αυτής ενός πλατιού κόμματος, σταθερά και ομαλά επεκτεινόμενου, που οργανωνόταν μέσα σε αενάως ευρύτερα τμήματα του προλεταριάτου, ώσπου στο τέλος θα αγκάλιαζε την συντριπτική πλειοψηφία.

Όπως ο Κρις Χάρμαν έχει γράψει: «Αυτό που είναι κεντρικό για το σοσιαλδημοκράτη είναι ότι το κόμμα εκπροσωπεί την τάξη.»[xliii] Αν το κόμμα εκπροσωπεί την τάξη, τότε πρέπει να περιλαμβάνει μέσα του τις διαφορετικές τάσεις που υπάρχουν μέσα στην εργατική τάξη και οι Μαρξ και Ένγκελς, αν και πάσχιζαν για την κυριαρχία του μαρξισμού, το αποδέχονταν αυτό. Γι’αυτό ο Ένγκελς έγραφε στα 1890: «Το κόμμα είναι τόσο μεγάλο που η απόλυτη ελευθερία συζήτησης μέσα του αποτελεί αναγκαιότητα… Το μεγαλύτερο κόμμα στη χώρα δε μπορεί να υπάρχει χωρίς όλες οι αποχρώσεις γνωμών να κάνουν μέσα του τον εαυτό τους αισθητό.»[xliv] Αν το κόμμα εκπροσωπεί την τάξη σε μια περίοδο καπιταλιστικής επέκτασης και σταθερότητας στην οποία η μάζα της εργατικής τάξης είναι ρεφορμιστική, τότε το κόμμα πρέπει να είναι επίσης ρεφορμιστικό, ακόμη κι αν δεν το παραδέχεται ανοιχτά. Αλλά οι ρεφορμιστές εργάτες και οι ρεφορμιστές πολιτικοί ηγέτες δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα. Η συνείδηση του μέσου εργάτη είναι ένα μείγμα πολλών, συχνά αντιφατικών στοιχείων και άρα με το ερέθισμα των υλικών αναγκών του, την άμεση εμπλοκή του στην πάλη και δραματικές αλλαγές στην πολιτική κατάσταση, είναι δυνατό η συνείδησή του να αλλάξει ταχύτατα. Η συνείδηση του ηγέτη, ωστόσο, είναι πολύ περισσότερο οριστικά σχηματισμένη και συνεκτική (αυτό είναι που τον κάνει ηγέτη) και επομένως πολύ πιο ανθεκτική στη μεταβολή∙ εκτός αυτού, ο ηγέτης δεν υπόκειται στις ίδιες υλικές πιέσεις με τον εργάτη, μα περισσότερο είναι πιθανό να έχει λαξεύσει μια προνομιακή θέση για τον εαυτό του (π.χ. ως βουλευτής ή συνδικαλιστής ηγέτης). Η συνέπεια είναι ότι η σχέση εκπροσώπησης της εργατικής τάξης στη ρεφορμιστική της φάση, μετατρέπεται σε σχέση εναντίωσης και προδοσίας της στην επαναστατική φάση. Για να είναι σε μια επαναστατική κατάσταση μαζί με την τάξη, το κόμμα πρέπει να βρίσκεται κατά τι μπροστά από αυτήν στην προ-επαναστατική περίοδο. Το κόμμα δεν παύει να εκπροσωπεί τα συμφέροντα της τάξης ως σύνολο, μα για να το κάνει οφείλει να περιορίσει τα μέλη του σε εκείνα για τα οποία τα συμφέροντα της τάξης συνολικά, επικυριαρχούν των ατομικών, τμηματικών, εθνικών ή άμεσων οφελών, δηλ. σε επαναστάτες.

Το ότι ο Μαρξ ποτέ δεν προήγαγε ή άρθρωσε καθαρά αυτή την ιδέα, αληθινά το ουσιαστικό σημείο αφετηρίας για μια θεωρία του επαναστατικού κόμματος, έγκειται σε αυτό που αποκαλέσαμε νωρίτερα «αισιόδοξο εξελικτισμό» της άποψής του για την ανάπτυξη της εργατικής πολιτικής συνείδησης, για την οποία νόμισε ότι προβιβάζεται σχετικά ομαλά και ομοιόμορφα, χοντρικώς αναλογικά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Το ότι ο Μαρξ δεν προχώρησε πέρα από αυτή την άποψη δεν είναι, όμως, προς έκπληξη ή κάτι για το οποίο μπορεί να κατηγορηθεί. Για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του Μαρξ το πρόβλημα του ρεφορμισμού δεν είχε αναδειχτεί με κανένα τρόπο ως μείζων απειλή∙ τα κύρια καθήκοντα ήταν η υπέρβαση των, κληρονομημένων από τη Γαλλική Επανάσταση, μικροαστικών, σεκταριστικών, συνωμοτικών και ουτοπικών σοσιαλιστικών παραδόσεων της επαναστατικής οργάνωσης και η καθιέρωση της πολιτικής ανεξαρτησίας του προλεταριάτου. Η συνεισφορά του Μαρξ στην επίτευξη αυτών των καθηκόντων από το προλεταριάτο των περισσότερων Ευρωπαϊκών χωρών ήταν πελώρια. Αν στην πορεία της πάλης «λύγιζε το κλωνί» στην κατεύθυνση του οικονομικού ντετερμινισμού, τότε αυτό είναι τελείως κατανοητό. Αλλά είναι εξίσου αναγκαίο να καταλάβουμε ότι στη σφαίρα της θεωρίας του για το κόμμα, η κληρονομιά του Μαρξ, με τα όποια επιτεύγματα, ήταν κάτι που έπρεπε να ξεπεραστεί εγκαίρως από το μαρξιστικό κίνημα, αν ήταν να ανατραπεί ο καπιταλισμός.

* Γιακωβίνοι: Ριζοσπαστικό εθνικιστικό κόμμα («Λέσχη») με μεσοαστική-μικροαστική ηγεσία που κυριάρχησε μεταξύ 1789-1794 στη Γαλλική Επανάσταση, πριν την επιβολή της αντίδρασης των μεγαλοαστικών κύκλων και τη δικτατορία του Ναπολέοντα. Ο Γιακωβινισμός ουσιαστικά αποτέλεσε το πρώτο κίνημα μαζικής απεύθυνσης (στη Γαλλία είχαν ξεπεράσει τις 400.000 μέλη) με διεθνή επιρροή. Ο διασημότερος Γιακωβίνος ήταν ο δικηγόρος Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος που ταύτισε το όνομά του με την περίοδο της Τρομοκρατίας (1793-1794) κατά αριστοκρατικών και μεγαλοαστικών στοιχείων. Οι μεσοαστοί Γιακωβίνοι ηγέτες κατάφεραν, πολύ αποτελεσματικά για ένα διάστημα, να συσπειρώσουν πίσω τους τα ανοργάνωτα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας (μισθωτοί των πόλεων -«Ξεβράκωτοι»- και αγρότες) στον πόλεμο κατά των ευρωπαϊκών στρατών που είχαν εισβάλει στη χώρα και κατά των πλούσιων και προνομιούχων στο εσωτερικό. Γι’αυτούς του λόγους, συνιστώντας το πιο αριστερό από τα οργανωμένα κόμματα στη Γαλλία, ο Γιακωβινισμός ταυτίστηκε με τη ριζοσπαστική και βίαιη επαναστατικότητα. Ωστόσο, επρόκειτο για μικροαστικό πολιτικό ρεύμα και αργότερα διάφοροι επίγονοί τους μπόρεσαν να κρατήσουν μόνο τα χαρακτηριστικά των «μεγάλων ηγετών», του έντονου φραξιονισμού και των μηχανορραφιών, ελλείψει επαναστατικών συνθηκών. Η έλευση του βιομηχανικού προλεταριάτου στην κοινωνική σκηνή κατέστησε το Γιακωβινισμό ιστορικά ξεπερασμένο. Έτσι ο όρος χρησιμοποιείται ενίοτε από μαρξιστές για να υποδηλώσει το μικροαστικό και σεκταριστικό ριζοσπαστισμό.

**Ρόμπερτ Όουεν (Νιούταουν Ουαλίας Μάης 1771 – Νοέμβρης 1858), ουτοπικός σοσιαλιστής, εργοστασιάρχης, που έφτιαξε βιομηχανικές κοοπερατίβες σαν μοντέλα κομμουνιστικών κοινωνιών. Προσπάθησε να προτείνει τις κοοπερατίβες ως γενικό οικονομικό μοντέλο, επιτέθηκε γι’αυτό στους θεσμούς της ατομικής ιδιοκτησίας, της θρησκείας και της οικογένειας και κατά συνέπεια καταπολεμήθηκε από την αστική κοινωνία. Πτώχευσε και κατέληξε εργάτης.

*** λατινικά: δυναμικός στην εκτέλεση, ήπιος στον τρόπο

**** Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Μπακούνιν (Μάης 1814 – Ιούλης 1876), Ρώσος αναρχικός επαναστάτης. Στην ιδεαλιστική/συναισθηματική θεωρία του, οι μάζες έχουν ένα «ένστικτο για ισότητα» που μπορεί να τις οδηγήσει «αυθόρμητα» στην ανατροπή των αστικών θεσμών και την εγκαθίδρυση μιας κοινοτικής ομοσπονδίας. Θεωρούσε την ύπαρξη οποιουδήποτε επίσημου κράτους αντίθετη με τη «δημιουργική ελευθερία δράσης», μα δεχόταν τη «συλλογική δικτατορία» της δικής του «ανεπίσημης» μυστικής οργάνωσης, που πρέπει να «κατευθύνει τη «λαϊκή επανάσταση».

*****Λουί Αγκούστ Μπλανκί (Φλεβάρης 1805-Γενάρης 1881), Γάλλος επαναστάτης. Μέλος της Εταιρείας των Καρμπονάρων (ιταλικής εθνικιστικής, φιλελεύθερης συνωμοτικής οργάνωσης) ως το 1824. Αυτός ο λάτρης των οδοφραγμάτων είχε μια πραξικοπηματική-συνωμοτική αντίληψη για την επανάσταση (μπλανκισμός), σύμφωνα με την οποία μια πολύ οργανωμένη μυστική ομάδα παίρνει την εξουσία και ανακηρύσσει το σοσιαλισμό.

******μοιρολατρίας

******* Αύγουστος Μπέμπελ (22 Φλεβάρη 1840, Ντόιτς Κολωνίας – 13 Αυγούστου 1913, Πάσουγκ), επιπλοποιός στο επάγγελμα, ήταν ο ένας από τους δύο ιδρυτικούς ηγέτες του SPD (ο άλλος ήταν ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ). Διακρίθηκε για τις οργανωτικές και ρητορικές του ικανότητες, αλλά και για τη διεθνιστική στάση που είχε κρατήσει μαζί με τον Λίμπκνεχτ κατά τη διάρκεια του πολέμου Γερμανίας-Γαλλίας στα 1870 (και γι’αυτό είχαν φυλακιστεί). Ωστόσο, η εδραιωμένη θέση του SPD στην γερμανική πολιτική ζωή τα επόμενα χρόνια, βοήθησε το Μπέμπελ να γλιστρήσει στη συντηρητικοποίηση και πρακτικά το ρεφορμισμό. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ θα ασκούσε αργότερα επίμονη κριτική στην κεντριστική κομματική ηγεσία Μπέμπελ-Κάουτσκι.

 ******** Οι ποσσιμπιλιστές λέγονταν έτσι γιατί υποστήριζαν ότι ένα εργατικό κόμμα πρέπει να επιδιώκει ό,τι “εφικτόj (possible) για τους εργάτες

*********Πρόκειται βέβαια για τον Βίλχελμ Λίμπκνεχτ (1826-1900), ιδρυτικό ηγέτη του SPD και όχι για τον γιο του Καρλ Λίμπκνεχτ (1871-1919).

[i] Παρατίθεται στο Φραντς Μέρινγκ, ο.π. σ.207-208.

[ii] Μαρξ στον Ένγκελς, 11 Φλεβάρη 1851, παρατίθεται στο Μπέρτραμ Ντ. Βολφ, Μαρξισμός: 100 Έτη στη Ζωή ενός Δόγματος, Λονδίνο 1967, σ.196.

[iii] Ένγκελς στον Μαρξ, 13 Φλεβάρη 1851, παρατίθεται στο ίδιο σ.196.

[iv] Φραντς Μέρινγκ, ο.π. σ.209.

[v] Μπέρτραμ Ντ. Βολφ, ο.π. σ.209.

[vi] Σλόμο Αβινέρι, Η Κοινωνική και Πολιτική Σκέψη του Καρλ Μαρξ, Κέιμπριτζ 1969, σ.255.

[vii] Ακόμη και μια βιαστική ματιά στην αλληλογραφία Μαρξ και Ένγκελς αποκαλύπτει ότι λόγω του ισχυρού δεσμού φιλίας και κατανόησής τους, χρησιμοποιούν κάθε είδους απερίσκεπτες και εξωφρενικές εκφράσεις ποτέ δε θα διανοούνταν να ξεστομίσουν σε δημόσιες δηλώσεις.

[viii] Μαρξ στον Ένγκελς, 25 Νοέμβρη 1857, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.99.

[ix] Παρατίθεται στο Μπέρτραμ Ντ. Βολφ, ο.ο. σ.200.

[x] Μαρξ στον Ένγκελς, 4 Νοέμβρη 1864, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π., σ.146.

[xi]Ήταν σε απάντηση στον Πολίτη Γουέστον που ο Μαρξ έγραψε τη διάσημη παμφλέτα του Μισθός, Τιμή και Κέρδος.

[xii] Βλ. Μπόρις Ι. Νικολάγιεβσκι, «Μυστικές Εταιρείες και η Πρώτη Διεθνής», στο Μίλοραντ Ντρακόβιτς (συντ.), Οι Επαναστατικές Διεθνείς 1863-1943, Λονδίνο 1966.

[xiii] Μαρξ στον Ένγκελς, 4 Νοέμβρη 1864, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.148.

[xiv] στο ίδιο σ.149.

[xv] Βλ. Χαλ Ντρέιπερ, ο.π.

[xvi] «Προσωρινοί Κανονισμοί της Πρώτης Διεθνούς», στο Ντ. Φέρνμπαχ (συντ.), Καρλ Μαρξ: Η Πρώτη Διεθνής και Μετά, ο.π. σ.82.

[xvii] Παρατίθεται στο ίδιο σ.269.

[xviii] στο ίδιο

[xix] Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.Ι ο.π. σ.388.

[xx] Παρατίθεται στο Μόντι Τζόνστοουν, ο.π. σ.131.

[xxi] Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Αναρχισμός και Αναρχοσυνδικαλισμός, Μόσχα 1972, σ.56.

[xxii] Μπακούνιν στον Ρίτσαρντ, 1 Απρίλη 1870, παρατίθεται στο Μόντι Τζόνστοουν ο.π. σ.134.

[xxiii] Μόντι Τζόνστοουν ο.π. σ.134.

[xxiv] Ο Μαρξ πέτυχε την αποβολή του Μπακούνιν, όχι σε πολιτική βάση, αλλά εμπλέκοντάς τον στις δραστηριότητες του αυταπατώμενου Ρώσου συνωμότη Νετσάγεφ και κατηγορώντας τον για εξαπάτηση του Μαρξ, σε σχέση με 300 ρούβλια για τη μετάφραση του Κεφαλαίου.

[xxv] Παρατίθεται στο Ντ.ΜακΛίλλαν ο.π. σ.175-76.

[xxvi] Μαρξ στον Μπόλτε, 23 Νοέμβρη 1871, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.270-71.

[xxvii] Ένγκελς στον Μπλοχ, 21-22 Σεπτέμβρη 1890, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.418.

[xxviii] Ένγκελς στον Μπέρνσταϊν, 27 Φλεβάρη-1 Μάρτη 1883, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.358.

[xxix] Ένγκελς στον Μπέμπελ, 21 Ιούνη 1873, στο ίδιο σ.283-85.

[xxx] Ένγκελς στον Ζόργκε, 12-17 Σεπτέμβρη, στο ίδιο σ.289.

[xxxi] Ένγκελς, «Συνδικάτα ΙΙ», Το Εργατικό Κριτήριο, 4 Ιούνη 1881, στο Γ.Ο.Χέντερσον (συντ.), Επιλεγμένα Έργα του Ένγκελς, Λονδίνο 1967, σ.109.

[xxxii] Ένγκελς στον Φ.Κ.Βισνέβστσκι, 28 Δεκέμβρη 1886, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.398-99.

[xxxiii] Ένγκελς στον Μπέρνσταϊν, 20 Οκτώβρη 1875, στο ίδιο σ.352.

[xxxiv] στο ίδιο σ.353.

[xxxv] Ένγκελς στον Μπέμπελ, 12 Οκτώβρη 1875, στο ίδιο σ.298.

[xxxvi] «Κριτική στο Πρόγραμμα της Γκότα», στο Ντ. Φερνμπαχ (συντ.), Καρλ Μαρξ: Η Πρώτη Διεθνής και Μετά, ο.π.

[xxxvii] στο ίδιο σ.355.

[xxxviii] Μαρξ και Ένγκελς στους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Μπράκε και άλλους, 17-18 Σεπτέμβρη 1879, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, ο.π. σ.327.

[xxxix] Ένγκελς στον Μπέκερ, 1 Ιούλη 1879, στο ίδιο σ.328.

[xl] Μαρξ στον Ζόργκε, 19 Σεπτέμβρη 1879, στο ίδιο σ.328.

[xli] Μαρξ και Ένγκελς στους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Μπράκε και άλλους, στο ίδιο σ.327.

[xlii] Παρατίθεται στο Τζέιμς Τζολ, Η Δεύτερη Διεθνής, Λονδίνο 1968, σ.94.

[xliii] Κρις Χαρμαν, «Κόμμα και Τάξη», στο Ντάνκαν Χάλας κ.α., Κόμμα και Τάξη, Λονδίνο (χ.ημερ.),σ.50.

[xliv] Ένγκελς στον Ζόργκε, 9 Αυγούστου 1890, παρατίθεται στο Μόντι Τζόνστοουν, ο.π. σ.157.




O Mαρξισμός και το Κόμμα (1978)-Εισαγωγή και Ενότητα 1.1

Του Τζον Μόλινιου

Μετάφραση: Βασίλης Μορέλλας

(Εισαγωγή και ενότητα 1 από το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο “Καρλ Μαρξ: τάξη και κόμμα”).

https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/index.htm

Εισαγωγή

Αυτό το βιβλίο γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και όπως κάθε άλλο έργο, φέρει το στίγμα των καιρών του. Οι αρχές του ’70 στη Βρετανία ήταν χρόνια μαζικής και σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένης πάλης της εργατικής τάξης: κορυφώσεις ήταν η συντριβή του Νόμου Βιομηχανικών Σχέσεων της κυβέρνησης των Τόρις από τους λιμενεργάτες και τους μηχανουργούς, το σπάσιμο του παγώματος μισθών από τους εργάτες των ορυχείων στα 1972 και τέλος, η ανατροπή της κυβέρνησης των Τόρις του Έντουαρντ Χιθ από την απεργία των ορυχείων του 1974. Υπήρξαν ήττες, φυσικά, αλλά γενικά η εικόνα έδειχνε μια ανοδική κίνηση της εργατικής τάξης.

Διεθνώς επίσης υπήρχε έδαφος για σημαντική αισιοδοξία. Η υπέροχη χρονιά του 1968 ήταν ακόμη σχετικά φρέσκια στο μυαλό μας, με την επίθεση του Τετ στο Βιετνάμ, τα δραματικά γεγονότα του Μάη στη Γαλλία, την παγκόσμια εξάπλωση της φοιτητικής εξέγερσης και τις διαδηλώσεις των μαύρων στις πόλεις της Αμερικής. Επιπρόσθετα, το 1968 ακολουθήθηκε από το «καυτό καλοκαίρι» των Ιταλών εργατών το 1969, την συντριπτική ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και την Πορτογαλική Επανάσταση με τις πολλές της συνέπειες στην Αφρική το 1974. Άλλη μια φορά υπήρχαν ήττες, αλλά συνολικά φαινόταν ότι η παγκόσμια επαναστατική διαδικασία κέρδιζε έδαφος.

Συγκεκριμένα έμοιαζε πως οι δυνάμεις του αυθεντικού επαναστατικού Μαρξισμού άρχιζαν επιτέλους να επανακάμπτουν από το εξώτερο περιθώριο της πολιτικής ζωής, στο οποίο είχαν παραδοθεί από τον καιρό της ανόδου του Σταλινισμού τη δεκαετία του 1920. Στη Βρετανία οι Διεθνείς Σοσιαλιστές (τώρα το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα) είχαν μεταμορφώσει εαυτούς από μικροσκοπική προπαγανδιστική ομάδα κάνα δυο εκατοντάδων ανθρώπων σε ένα βιώσιμο μικρο-κόμμα αρκετών χιλιάδων με μια μικρή μα σοβαρή βάση στην εργατική τάξη. Στην Ευρώπη υπήρχε ένας αριθμός από ελπιδοφόρες ομάδες παρόμοιου ή μεγαλύτερου μεγέθους που, ενώ η πολιτική τους ήταν κατά τι συγκεχυμένη (η επιρροή του Μαοϊσμού ήταν ισχυρή), ήταν ωστόσο καθαρά επαναστατικές και είχαν σαφή προσανατολισμό προς την εργατική τάξη. Όπως το έβαζε το Ο Μαρξισμός και το Κόμμα, υπήρξε «σε πολλές χώρες ανάδυση ευμεγέθων οργανώσεων (όχι μαζικών κομμάτων, αλλά αρκετά μεγάλων για να συνιστούν ένα σοβαρό ξεκίνημα) με το στόχο το χτίσιμο ενός επαναστατικού κόμματος».

Η προοπτική που αποτελεί τη βάση του Ο Μαρξισμός και το Κόμμα ήταν ότι αυτές οι τάσεις θα συνέχιζαν κι ότι γερά επαναστατικά κόμματα θα μεγάλωναν και θ’αναπτύσσονταν, όχι μόνο στη Βρετανία μα και σ’έναν αριθμό άλλων χωρών. Δυστυχώς πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή η προοπτική δεν έχει πραγματωθεί. Συνολικά τα εργατικά κινήματα στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες και μαζί με αυτά οι δυνάμεις του επαναστατικού σοσιαλισμού, είναι κατά τι πιο αδύναμα απ’ότι ήταν μια δεκαετία πριν.

Η μετατόπιση στην ισορροπία των ταξικών δυνάμεων στη Βρετανία συνοψίζεται στα αντιθετικά πεπρωμένα των απεργιών των εργατών ορυχείων στα 1974 και 1984-5. Η ήττα του 1985 αποτέλεσε κλιμάκωση και συνέπεια μια μακράς σειράς αποτυχιών που είχαν υποσκάψει τη μαχητικότητα και την ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος.

Βάση αυτής της διαδικασίας υπήρξε το γεγονός ότι η έναρξη της πολυαναμενόμενης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 1974 και η συνέχισή της (τονισμένη από μικρές ανανήψεις) ως σήμερα, δεν απέδωσε τη μαζική ριζοσπαστικοποίηση των εργατών που οι επαναστάτες σοσιαλιστές ανέμεναν. Περισσότερο έφερε έναν κατήφορο προς την αποκαρδίωση. Η μακρά ύφεση έχει εκθέσει τη χρεοκοπία της ρεφορμιστικής συνδικαλιστικής συνείδησης που κυριαρχούσε στο εργατικό κίνημα, αλλά το έκανε αυτό σε μια στιγμή που οι επαναστάτες δεν ήταν καθόλου αρκετά ισχυροί για να συγκροτήσουν ένα σοβαρό εναλλακτικό πόλο έλξης. Οι εργάτες που θα προωθούνταν στην επίθεση και θα σημείωναν τη μια νίκη μετά την άλλη όταν πίστευαν ότι «τα λεφτά υπήρχαν», με μια ορισμένη μερίδα τους να βγάζει επαναστατικά συμπεράσματα στη διαδικασία, έχουν γίνει πιο προσεκτικοί και απρόθυμοι να πολεμήσουν απ’τη στιγμή που πείστηκαν πως ο εργοδότης είναι ίσως στα αλήθεια έτοιμος να καταστραφεί ή πως «η χώρα δεν θα μπορούσε να το αντέξει».

Αυτές είναι πολύ πλατιές γενικεύσεις στις οποίες έχουν υπάρξει, φυσικά, πολλές εξαιρέσεις και αντισταθμιστικές ροπές. Σε παγκόσμια κλίμακα έχει υπάρξει ένας αριθμός μεγαλειωδών αγώνων και κάποιες αξιοσημείωτες νίκες -το κίνημα Solidarnosc [Αλληλεγγύη -ΣτΜ] στην Πολωνία, η επανάσταση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα, η ανατροπή του Σάχη στο Ιράν κι ούτω καθεξής- μα για τον έναν ή άλλο λόγο καμία δεν έχει δώσει στον επαναστατικό σοσιαλισμό την ίδια διεθνή έμπνευση με το Μάη του ’68 ή την ήττα των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ. Το αποτέλεσμα ήταν μια καθοδική περίοδος για την επαναστατική αριστερά στην οποία η δική μου οργάνωση, το SWP, τα’χει καταφέρει καλά να συντηρηθεί και να μεγαλώσει λίγο και στην οποία πολλά άλλα δυνητικά επαναστατικά κόμματα έχουν είτε συρρικνωθεί, είτε καταρρεύσει, είτε μετακινηθεί προς τα δεξιά.

Παρά αυτόν τον μελαγχολικό ισολογισμό πιστεύω ότι οι βασικές ιδέες του Ο Μαρξισμός και το Κόμμα παραμένουν σχετικές με την τωρινή κατάσταση. Οι ήττες και αποτυχίες της περασμένης δεκαετίας οφείλονταν όχι στην παρουσία αλλά στην απουσία του είδους των Μαρξιστικών κομμάτων που υποστηρίζω σε αυτό το βιβλίο. Αυτές οι ήττες έκαναν δυσκολότερο το χτίσιμο τέτοιων κομμάτων, μα επίσης πιστοποίησαν την αναγκαιότητα συνέχισης της προσπάθειας. Συν τοις άλλοις, η προσπάθεια παραμένει χρηστική, επειδή οι ήττες, αν και σοβαρές, ήταν γενικώς μερικές παρά ολοκληρωτικές. Το εργατικό κίνημα έχει όντως αδυνατίσει, αλλά όχι εξαρθρωθεί και συντριβεί, όπως είχε, για παράδειγμα, σ’εκείνες τις Ευρωπαϊκές χώρες που ενέδωσαν στο φασισμό ανάμεσα στους δυο παγκόσμιους πολέμους ή, για το ίδιο θέμα, στην ΕΣΣΔ υπό το Στάλιν. Κατά συνέπεια, συνεχίζουν να υπάρχουν πολλοί εργατικοί αγώνες με τους οποίους οι επαναστάτες μπορούν να αποκτήσουν σχέση και μια μικρή μα αυξανόμενη μειοψηφία εργατών που δε θέλει μόνο να πολεμήσει, αλλά επίσης θέλει εξηγήσεις για τις παρελθούσες αποτυχίες και ψάχνει για ιδέες και στρατηγικές που μπορούν να οδηγήσουν στη νίκη στο μέλλον.

Η ανάγκη για ένα επαναστατικό κόμμα εκφράζεται χειροπιαστά στη Βρετανία από την πρόσφατη εξέλιξη του Εργατικού Κόμματος. Η κάμψη του αριστερού ρεύματος που είχε μορφοποιηθεί γύρω από τον Τόνι Μπεν από τη στιγμή της άνθισής του το 1982 και η δεξιόστροφη μετατόπιση του κόμματος υπό την ηγεσία του Νιλ Κίνοκ, φέρνει όλους τους γνήσιους σοσιαλιστές στο Εργατικό Κόμμα αντιμέτωπους με την αναγκαιότητα να έρθουν σε ξεκάθαρη ρήξη με το ρεφορμισμό. Είναι τώρα φανερό ότι μια μελλοντική Εργατική κυβέρνηση υπό τον Νιλ Κίνοκ (ή μια συμμαχική κυβέρνηση του Εργατικού και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος) θα είναι καταστροφή για την εργατική τάξη, πιθανόν χειρότερη από την καταστροφική διαχείριση Γουίλσον-Κάλαγκαν στα τέλη του ’70, εκτός κι αν αντικρίσει μαζική αντίσταση από τα κάτω. Στο κέντρο μιας τέτοιας αντίστασης, δίνοντάς της συνοχή και προοπτική, πρέπει να βρεθεί ένα επαναστατικό Μαρξιστικό κόμμα.

Συνεπώς, αν είχα χρόνο να ξαναγράψω ή να αναθεωρήσω το Ο Μαρξισμός και το Κόμμα σήμερα (που δεν έχω) οι κύριες γραμμές της επιχειρηματολογίας και τα πρωταρχικά της συμπεράσματα θα παρέμεναν αμετάβλητα. Το ζήτημα ακόμα είναι, όπως έγραφα τότε, ότι το χτίσιμο των επαναστατικών κομμάτων και της διεθνούς τους ενοποίησης είναι σήμερα το πρωτεύον και πιο επείγον στρατηγικό καθήκον που αντικρίζει τους επαναστάτες σοσιαλιστές σ’όλο τον κόσμο. Aν δεν επιτευχθεί, η εργατική τάξη θα καταστεί ανίκανη να επιλύσει προς το συμφέρον της την κρίση του καπιταλισμού που γίνεται οξύτερη μέρα με τη μέρα!

Ωστόσο, θα υπήρχαν, φυσικά, ορισμένες αλλαγές έμφασης. Η πιο σημαντική από αυτές αφορά στην εκτίμηση του Γκράμσι. Ακόμη θεωρώ τον Γκράμσι έναν μεγάλο επαναστάτη Μαρξιστή που είχε πολλή και σημαντική οξυδέρκεια, αλλά γράφοντας σήμερα θα πρόσφερα μια λιγότερο διογκωμένη εκτίμηση της συνεισφοράς του στη θεωρία του κόμματος. Την ίδια στιγμή θα έδινα περισσότερο χώρο για μια ισχυρή υπεράσπιση του Γκράμσι ενάντια στην Ευρωκομμουνιστική και ακαδημαϊκά Μαρξιστική παρερμηνεία ότι αυτός υπήρξε ρεφορμιστής και προφήτης του Λαϊκού Μετώπου και της «Ευρείας Δημοκρατικής Συμμαχίας».

Αυτά τα σημεία συνδέονται, καθώς είναι τώρα σαφές για εμένα ότι παρόλο που ο Γκράμσι ήταν ένας επαναστάτης που πίστευε στην αναγκαιότητα της ένοπλης εξέγερσης, στα σοβιέτ και το τσάκισμα του καπιταλιστικού κράτους, πολλές από τις διατυπώσεις του -για τον «πόλεμο θέσης» που αντικαθιστά τον «πόλεμο ελιγμών», τη σχέση ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία των πολιτών και τις διαφορές μεταξύ Ρωσίας και Δυτικής Ευρώπης- ήταν ανακριβείς και μπερδεμένες και γι’αυτό άνοιξαν την πόρτα σε μια ρεφορμιστική ερμηνεία που ο ίδιος ο Γκράμσι θα αποκήρυσσε. Όπως βρίσκεται, το κεφάλαιό μου για τον Γκράμσι θα έπρεπε να διαβαστεί σε σύνδεση με την παμφλέτα του Κρις Χάρμαν Γκράμσι εναντίον Ρεφορμισμού (Λονδίνο 1983) η οποία παρέχει την αναγκαία διόρθωση.

Επιπλέον θα αφιέρωνα περισσότερο χώρο για την αντίληψη κόμματος και τάξης την ενσωματωμένη στα στρατηγικά γραπτά του Τρότσκι του 1928-37, με άλλα λόγια την κριτική του στο Σταλινικό υπεραριστερισμό της «τρίτης περιόδου» που διέσπασε την εργατική τάξη μπροστά στον Χίτλερ και του επακόλουθου οπορτουνισμού της περιόδου του Λαϊκού Μετώπου. Αυτά τα γραπτά έχουν αποδειχτεί εξαιρετικά σχετικά και χρήσιμα τα πρόσφατα χρόνια και παραμένουν έτσι ως σήμερα. Από τη μια πλευρά, διαμορφώνουν το ουσιαστικό θεωρητικό φόντο για την πάλη ενάντια στην αναβίωση του Ναζισμού, που αποκάλυψε τον εαυτό του στη Βρετανία το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 και που συνεχίζει στη Γαλλία σήμερα. Από την άλλη πλευρά, αποτελούν κομβικό σημείο εκκίνησης για τη Μαρξιστική κριτική της σημερινής στρατηγικής του Ευρωκομμουνισμού και πολλών άλλων αριστερών και όχι-και-τόσο-αριστερών ρεφορμιστών. Ο αναγνώστης που επιθυμεί να παρακολουθήσει αυτό το ζήτημα μπορεί να το κάνει εύκολα στον Μαρξισμό του Τρότσκι (Λονδίνο 1985) του Ντάνκαν Χάλας.

Ένα πράγμα, ωστόσο, δεν έχει αλλάξει καθόλου την περασμένη δεκαετία. Αυτό είναι η επείγουσα αναγκαιότητα ανατροπής του καπιταλισμού, αν η ανθρωπότητα, οδηγούμενη από την εργατική τάξη, είναι να προχωρήσει πέρα από τη σκιά του πυρηνικού μανιταριού. Αν αυτό το βιβλίο μπορέσει να συνεισφέρει σε αυτή τη διαδικασία με οποιοδήποτε τρόπο, τότε θα εκπληρώσει το σκοπό του.

Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλονται στον Τόνι Κλιφ για τις πολύτιμες κριτικές και προτάσεις του και για τη δουλειά του ως επιμελητή, στην Ανίτα Μπρόμλεϊ για τη δακτυλογράφηση μεγάλων τμημάτων του χειρόγραφου και στους Τζιλ, Σάρα και Τζακ που ανέχτηκαν τόσες χαλασμένες διακοπές.

Τζον Μόλινιου

Σεπτέμβριος 1985

 

 

  1. Καρλ Μαρξ: τάξη και κόμμα
  1. Τα ταξικά θεμέλια

 

Το θεμέλιο όλων των μαρξιστικών προσεγγίσεων στην ανάλυση των πολιτικών κομμάτων είναι η θεωρία του Μαρξ για την ταξική πάλη. Για τους μαρξιστές η βασική εξήγηση για την ύπαρξη διαφορετικών και ανταγωνιζόμενων πολιτικών κομμάτων βρίσκεται στην οικονομική δομή της κοινωνίας. Τα πολιτικά κόμματα συστήνονται, προσελκύουν υποστήριξη και συνεχίζουν να λειτουργούν πρώτα απ’όλα ως εκπρόσωποι ταξικών συμφερόντων.

Φυσικά αυτή η ιδέα, όπως και στην περίπτωση πολλών μαρξιστικών αρχών, μετατρέπεται σε μια ανοησία αν γίνει κατανοητή χοντροκομμένα και δογματικά. Η θέση ότι τα πολιτικά κόμματα εκπροσωπούν ταξικά συμφέροντα δε σημαίνει ότι αυτά απαραίτητα το κάνουν με μια ευθύγραμμη σχέση ένα-προς-ένα. Δε σημαίνει ότι όλες τις φορές ένα κόμμα εκπροσωπεί τα συμφέροντα μίας τάξης∙ ή ότι τα συμφέροντα μίας τάξης, με την ιστορική έννοια, μπορούν να μορφοποιηθούν απλά με όρους άμεσου οικονομικού οφέλους∙ ή ότι οι πράξεις κάθε κόμματος μπορούν να εξηγηθούν μόνο αναφορικά με την τάξη στην οποία βασίζεται. Γεγονός είναι ότι  η ιστορία παρέχει πολυάριθμα παραδείγματα κάθε είδους συνδυασμού τάξης/κόμματος: από κόμματα που ξεκινούν εκπροσωπώντας τα συμφέροντα μιας τάξης, αλλά καταλήγουν υπηρετώντας τα συμφέροντα μιας άλλης∙ από κόμματα που επιχειρούν να υπηρετήσουν τα συμφέροντα δυο ή ακόμη και τριών τάξεων μεμιάς∙ από κόμματα που υπηρετούν ένα τμήμα μια τάξης ενάντια στα συμφέροντα της τάξης αυτής ως σύνολο∙ από δυο ή τρία μικρά κόμματα που ανταγωνίζονται για να γίνουν ο αδιαμφισβήτητος εκπρόσωπος της ίδιας τάξης κι ούτω καθεξής.

Γι’αυτό στη Βρετανία σήμερα έχουμε τρία μείζονα πολιτικά κόμματα:

το Κόμμα των Τόρις, που είναι πρώτιστα το κόμμα των μεγάλων καπιταλιστών, αλλά ψηφίζεται από πολλούς εργάτες και υποστηρίζεται ενεργά από πλατιά τμήματα της μικροαστικής τάξης∙

το Εργατικό Κόμμα, που βασίζεται στις οργανώσεις της εργατικής τάξης και υπολογίζει κυρίως σε εργάτες για τις ψήφους του, αλλά που έχει μια μεσοαστική ηγεσία η οποία δέχεται τη συνέχεια του καπιταλιστικού συστήματος και είναι επομένως συχνά αναγκασμένη να δρα ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής της βάσης∙

το Φιλελεύθερο Κόμμα, που είναι βασικά ένα μικροαστικό κόμμα, που στηρίζεται από λίγους μεγαλύτερους καπιταλιστές και αποσπά κάποιες από τις ψήφους του από την εργατική τάξη.

Κανένα από αυτά τα παραδείγματα δεν διαψεύδει την μαρξιστική θέση. Περισσότερο την επιβεβαιώνουν, καθώς το μόνο που αυτή ισχυρίζεται είναι ότι το θεμελιώδες σημείο εκκίνησης για την ανάλυση των πολιτικών κομμάτων, όπως και της πολιτικής γενικά, πρέπει να είναι η ταξική δομή της κοινωνίας. Οι πολυάριθμες πολυπλοκότητες που έχουμε αναφέρει υψώνονται με βάση το γεγονός ότι οι τάξεις στην κοινωνία δεν στέκονται απλά η μία δίπλα στην άλλη, αλλά η μία πάνω στην άλλη σε μια κατάσταση διαρκούς και δυναμικής διαμάχης κι ότι τα πολιτικά κόμματα παίζουν έναν σπουδαιότατο ρόλο σε αυτή τη διαμάχη. Μια συγκεκριμένη διάταξη πολιτικών κομμάτων αντικατοπτρίζει τα σχετικά στάδια ανάπτυξης όπου έχουν φτάσει οι διάφορες τάξεις και το βαθμό ηγεμονίας που έχει αποκτήσει μία τάξη πάνω στις άλλες. Κατά συνέπεια, όταν πραγματευόμαστε μαρξιστικές θεωρίες του κόμματος, και πάνω απ’όλα εκεί όπου ο ίδιος ο Μαρξ εστίαζε,  δεν ενδιαφέρεται κανείς μόνο για μια στενή και διαχωρισμένη θεωρία οργάνωσης, μα πάντα για τη σχέση μεταξύ κόμματος και τάξης. Τα κόμματα είναι στιγμές στην εξέλιξη των τάξεων.

Ο Μαρξ επιθυμούσε να αποκαλύψει τις καθοδηγήτριες δυνάμεις της ιστορίας προκειμένου να υποβοηθήσει τη δημιουργία ιστορίας. Κατά συνέπεια, για τον Μαρξ οι τάξεις δεν είναι απλώς στατικές οντότητες, μα κοινωνικές ομάδες που αποκτούν υπόσταση διαμέσου ιστορικών διαδικασιών και περνούν από ποικίλα στάδια ανάπτυξης και ωριμότητας. Πάνω απ’όλα, οι τάξεις αυτοπροσδιορίζονται μέσα από τις διαμάχες. «Άτομα σχηματίζουν μία τάξη μόνο στο βαθμό που καταπιάνονται σε ένα κοινό αγώνα με μια άλλη τάξη»[i]. Στην πορεία του αγώνα οι τάξεις αποκτούν (ή χάνουν) συνοχή, οργάνωση, αυτοπεποίθηση και συνείδηση. Τα πολιτικά κόμματα είναι όπλα στην πάλη μεταξύ των τάξεων.

Στην ανάλυση του καπιταλισμού από τον Μαρξ «η κοινωνία ως σύνολο διασπάται όλο και περισσότερο σε δύο μεγάλα στρατόπεδα, σε δύο μεγάλες τάξεις που αντιμετωπίζουν άμεσα η μία την άλλη: τη μπουρζουαζία και το προλεταριάτο».[ii] Δεν ήταν ότι ο Μαρξ πίστευε πως οι κατηγορίες της μπουρζουαζίας και του προλεταριάτου κάλυπταν τους πάντες στην καπιταλιστική κοινωνία -το να διατείνεται κάτι τέτοιο ως εμπειρικό γεγονός στα 1847 θα ήταν παράλογο. Περισσότερο ο ισχυρισμός του ήταν ότι η διαμάχη μεταξύ μπουρζουαζίας και προλεταριάτου είναι εγγενής και θεμελιώδης στο καπιταλιστικό σύστημα. Κάτω από τον καπιταλισμό η παραγωγή λαμβάνει χώρα στη βάση της εκμετάλλευσης μισθού και εργασίας. Γι’αυτό σφηνωμένη στην καρδιά της καπιταλιστικής οικονομίας είναι μια διαρκής διαμάχη συμφερόντων και αυτή η βασική διαμάχη διέπει κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής. Όπως το έθεσε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο:

 

«Είναι πάντα η άμεση σχέση των κατεχόντων τα μέσα παραγωγής με τους άμεσους παραγωγούς…μέσα στην οποία βρίσκουμε το τελικό μυστικό, την κρυμμένη βάση όλης της κοινωνικής δομής, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών μοτίβων κυριαρχίας και υποτέλειας, σε συντομία, ενός ορισμένου ιδιαίτερου τύπου κυβερνήσεων.[iii]»

 

Στην τελευταία ανάλυση, οι ποικίλες άλλες τάξεις ή κοινωνικά στρώματα μπορούν να δράσουν μόνο μέσα στο πλαίσιο εναλλακτικών που παρέχεται από τις δύο μείζονες τάξεις. Στο τέλος πρέπει να συνταχθούν με τη μία ή την άλλη τάξη. Συνεπώς, από μια μαρξιστική σκοπιά, το βασικό κριτήριο για την αποτίμηση των πολιτικών κομμάτων δεν είναι απλά το πάνω σε ποιες τάξεις βασίζονται, μα πού στέκονται μέσα στην ταξική πάλη ανάμεσα σε μπουρζουαζία και προλεταριάτο.

Όμως, όταν κανείς μιλά για τη θεωρία του Μαρξ για το κόμμα, το θέμα δεν είναι τα πολιτικά κόμματα γενικά, αλλά το επαναστατικό κόμμα που έχει ως στόχο του την ανατροπή του καπιταλισμού -ιδιαίτερα μιλά κανείς για την σύλληψη ενός προλεταριακού πολιτικού κόμματος από τον Μαρξ, καθότι, ασφαλώς, ήταν η άποψή του ότι «το προλεταριάτο μονάχα είναι μια πραγματικά επαναστατική τάξη… Οι άλλες τάξεις αποσυντίθενται και τελικά εξαφανίζονται μπροστά στην μοντέρνα βιομηχανία∙ το προλεταριάτο είναι το ειδικό και ουσιαστικό προϊόν της.»[iv] Ο καταστηματάρχης, ο τεχνίτης, ο μικρός αγρότης, ο χωρικός, όλοι υποσκάπτονται από την επέκταση του καπιταλισμού, αλλά το προλεταριάτο μεγεθύνεται. «Στην ίδια αναλογία που η μπουρζουαζία, δηλ. το κεφάλαιο, αναπτύσσεται, στην ίδια αναλογία αναπτύσσεται το προλεταριάτο, η μοντέρνα εργατική τάξη.»[v] Η κλίμακα της παραγωγής μεγαλώνει, οπότε οι εργάτες συγκεντρώνονται σε όλο και μεγαλύτερες μονάδες. «Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας το προλεταριάτο όχι μόνο αυξάνει σε αριθμό, μα συγκεντρώνεται σε μεγαλύτερες μάζες, η δύναμή του μεγαλώνει και αισθάνεται τη δύναμή του περισσότερο.» Το προλεταριάτο επομένως, στέκει στο κέντρο της οικονομικής δομής. Δυνητικά είναι η πιο ισχυρή εκμεταλλευόμενη τάξη στην ιστορία. Αυτή η ισχύς δίνει στο προλεταριάτο την ικανότητα για αυτο-απελευθέρωση, μία ικανότητα που αποτελεί ζωτικό στοιχείο  στη θεωρία του Μαρξ για την επανάσταση.[vi] Ο δεύτερος και εξίσου σημαντικός παράγοντας στην αποτίμηση του προλεταριάτου από τον Μαρξ είναι η άποψή του ότι το προλεταριάτο αποτελεί την πρώτη τάξη της οποίας η νίκη θα κατέληγε όχι σε μια νέα μορφή ταξικής κοινωνίας, αλλά στην κατάργηση όλων των τάξεων. Αυτή η άποψη βασίζεται στην αναγκαστικά συλλογική φύση του προλεταριακού αγώνα. Εκτός ασυνήθιστων εξαιρέσεων, ο μεμονωμένος εργάτης δε μπορεί να πλησιάσει τον εργοδότη του και να ζητήσει αύξηση μισθού με οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας∙ είναι υποχρεωμένος να συμπράξει με τους συναδέλφους του. Ο εργάτης δεν έχει κυριότητα στα μέσα παραγωγής και δεν μπορεί να την αποκτήσει ως άτομο, επειδή η μοντέρνα βιομηχανία δεν μπορεί να διαιρεθεί και να τεμαχιστεί σε εκατομμύρια κομμάτια. Για να κατακτήσει τα μέσα παραγωγής, η εργατική τάξη πρέπει να το κάνει συλλογικά, μέσω της κοινωνικής ιδιοκτησίας.

Η επιμονή του Μαρξ για το προλεταριάτο ως τη μόνη επαναστατική τάξη και οι αιτιολογίες του για αυτό, απεικονίζονται καλά με την στάση του προς τον άλλο πιο προφανή υποψήφιο για τον τίτλο, την αγροτιά. Τον καιρό του Μαρξ η αγροτιά σχημάτιζε την τεράστια πλειοψηφία ακόμη και στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και ήταν τουλάχιστο τόσο φτωχή και καταπιεσμένη όσο και το προλεταριάτο. Επιπρόσθετα, υπήρχε μακρά παράδοση βίαιων αγροτικών εξεγέρσεων. Αλλά ο Μαρξ τα αψηφούσε όλα αυτά, λόγω της εξατομικευμένης και κατακερματισμένης φύσης του αγροτικού τρόπου ζωής.

 

«Οι μικρο-ιδιοκτήτες χωρικοί σχηματίζουν μια τεράστια μάζα, τα μέλη της οποίας ζουν σε παρόμοιες συνθήκες, μα χωρίς να μπαίνουν σε πολύμορφες σχέσεις μεταξύ τους. Η μέθοδος παραγωγής τους τούς απομονώνει τον έναν απ’τον άλλο, αντί να τους φέρνει σε αμοιβαία συναναστροφή… Με αυτόν τον τρόπο, οι μεγάλες μάζες του Γαλλικού έθνους σχηματίζονται από απλή πρόσθεση ομόλογων μεγεθών, εν πολλοίς όπως πατάτες σε ένα τσουβάλι σχηματίζουν ένα τσουβάλι πατάτες. Στο βαθμό που εκατομμύρια οικογενειών ζουν κάτω από οικονομικές συνθήκες ύπαρξης που διαχωρίζουν τον τρόπο ζωής τους, τα συμφέροντά τους και την κουλτούρα τους από εκείνα άλλων τάξεων και τις βάζουν σε εχθρική αντιπαράθεση με τις τελευταίες, αυτές σχηματίζουν μια τάξη. Στο βαθμό που υπάρχει μόνο μια τοπική διασύνδεση μεταξύ αυτών των μικρο-ιδιοκτητών χωρικών και η ταυτότητα των συμφερόντων τους δεν γεννάει καμία κοινότητα, κανένα πανεθνικό δεσμό και καμία πολιτική οργάνωση, δεν σχηματίζουν τάξη. Είναι κατά συνέπεια ανίκανοι να επιβάλουν τα ταξικά τους συμφέροντα στο όνομα το δικό τους, είτε μέσω ενός κοινοβουλίου είτε μέσω μιας συνέλευσης. Δεν μπορούν να εκπροσωπήσουν τους εαυτούς τους, πρέπει να εκπροσωπούνται [από άλλους -ΣτΜ].[vii]»

 

Η ικανότητα του προλεταριάτου, αντίθετα με της αγροτιάς, για αυτο-εκπροσώπηση και επομένως αυτο-απελευθέρωση, είναι κρίσιμη για τη θέση του ως επαναστατική τάξη και για την ικανότητά του να δημιουργήσει ένα επαναστατικό κόμμα.

Ωστόσο, δε θα πρέπει κανείς να μπερδεύει τη δυνατότητα του προλεταριάτου να δημιουργήσει το δικό του κόμμα με την εμπειρική πραγματικότητα. Ο Μαρξ είχε επίγνωση του κενού ανάμεσα στο προλεταριάτο ως τάξη «καθεαυτή» και του προλεταριάτου ως τάξη «για τον εαυτό της»[viii] και του μακροχρόνιου αγώνα που κείται μεταξύ των δύο. Ούτε και απέτυχε να δει ο Μαρξ τις εξουθενωτικές επιπτώσεις της ανταγωνιστικής αστικής κοινωνίας στην οργάνωση και την ενότητα της εργατικής τάξης.

 

«Ο ανταγωνισμός διαχωρίζει τα άτομα το ένα απ’το άλλο, όχι μόνο τους αστούς, αλλά ακόμη περισσότερο τους εργάτες, παρά το γεγονός ότι τους μαζεύει κοντά. Ως εκ τούτου, περνά πολύς χρόνος πριν αυτά τα άτομα μπορέσουν να ενωθούν… Ως εκ τούτου, κάθε οργανωμένη δύναμη που στέκεται πάνω από και ενάντια σε αυτά τα απομονωμένα άτομα, που ζουν σε σχέσεις που καθημερινά αναπαράγουν αυτή την απομόνωση, μπορεί μόνο να υπερνικηθεί μετά από μακροχρόνιους αγώνες.[ix]»

 

Αναγνώριζε επίσης τη δύναμη της αστικής ιδεολογίας.

 

Η τάξη που έχει τα μέσα της υλικής παραγωγής στη διάθεσή της έχει ταυτόχρονα τον έλεγχο τον μέσων πνευματικής παραγωγής, έτσι ώστε, γενικά μιλώντας, οι ιδέες αυτών που στερούνται τα μέσα πνευματικής παραγωγής να υπόκεινται σε αυτήν.[x]

 

Ο σχηματισμός ενός πολιτικού κόμματος των εργατών ήταν, επομένως, αναγκαίος για να αντιπαλέψει αυτές τις πανίσχυρες τάσεις προς τον κατακερματισμό και να καθιερώσει την ανεξαρτησία του προλεταριάτου ως τάξης. Πράγματι ο Μαρξ συχνά υποδήλωνε ότι οι εργάτες δεν μπορούν να θεωρούνται ως τάξη με την πλήρη έννοια της λέξης, μέχρι να δημιουργήσουν το δικό τους διακριτό κόμμα. Γι’αυτό βρίσκουμε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι «η οργάνωση των προλετάριων σε τάξη και συνεπώς σε πολιτικό κόμμα, συνεχώς αναταράσσεται από τον ανταγωνισμό μεταξύ των ίδιων των εργατών»[xi] και στην απόφαση της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου (1871) της Πρώτης Διεθνούς ότι «το προλεταριάτο μπορεί να ενεργήσει ως τάξη μόνο συγκροτώντας για τον εαυτό του ένα διακριτό πολιτικό κόμμα»[xii]. Αυτή η βασική ιδέα παρέμεινε κεντρική στη θεωρία και την πρακτική και του Μαρξ και του Ένγκελς, από τα μέσα του 1840 ως το τέλος της ζωής τους.

 

Αναφορές

 

  1. Καρλ Μαρξ: τάξη και κόμμα

[i] Μαρξ και Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, παρατίθεται από τον Ρ.Ντάχρεντορφ στο Τάξη και Ταξική Σύγκρουση στη Βιομηχανική Κοινωνία, Λονδίνο 1959, σ.14.

[ii] Μαρξ και Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, Μόσχα 1957, σ.48.

[iii] Μαρξ, Κεφάλαιο, Τομ.ΙΙΙ παρατίθεται από τον Ντάρεντορφ, ό.π. σ.13.

[iv] Μαρξ και Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ό.π. σ.66.

[v]στο ίδιο σ.58.

[vi] Βλ. Χαλ Ντράπερ, «Η Αρχή της Αυτο-Απελευθέρωσης στους Μαρξ και Ένγκελς», Σοσιαλιστικό Μητρώο (Socialist Register), 1972

[vii] Μαρξ, Η Δέκατη Όγδοη Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Νέα Υόρκη 1963, σ.123-24.

[viii] Βλ. Μαρξ, Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, Μόσχα 1966, σ.150.

[ix] Μαρξ και Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, Λονδίνο 1965, σ.78 σημ.

[x] στο ίδιο σ.61.

[xi] Μαρξ και Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ό.π. σ.64.

[xii] Παρατίθεται στο Ντ. Μακ Λίλλαν, Η Σκέψη του Καρλ Μαρξ, Λονδίνο 1971, σ.177.