1

Πενταμερής διάσκεψη για το Κυπριακό ή the show must go on

Αναδημοσίευση από το commune.org.gr

του Γρηγόρη Ιωάννου*

Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την κατάρρευση των συνομιλιών το 2017, τον Μάρτιο του 2021 αναμένεται να πραγματοποιηθεί ξανά πενταμερής διάσκεψη για το Κυπριακό. Αυτή η διάσκεψη θα είναι «άτυπη», επειδή δεν αναμένεται να καταλήξει σε αποτέλεσμα˙ θα διερευνήσει αν υπάρχει έδαφος για μια άλλη, τυπική, πενταμερή που θα πραγματοποιηθεί αργότερα με σκοπό εκείνη να καταλήξει κάπου. Οι συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού έχουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια πάρει τη μορφή σαπουνόπερας που, ενώ τα δεδομένα και οι χαρακτήρες αλλάζουν, η κεντρική δομή του σεναρίου παραμένει η ίδια. Το Κυπριακό δεν λύνεται διότι το κυρίαρχο τμήμα της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης έχει αποφασίσει ότι το ρίσκο που μπορεί να προκύψει γι’ αυτήν από την επανένωση της χώρας είναι μεγαλύτερο από το όφελος που μπορεί να έχει.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την πλειοψηφική απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από την ελληνοκυπριακή κοινότητα, έγινε ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση από ελληνοκυπριακής πλευράς για συμβιβασμό που θα επέτρεπε τον διαμοιρασμό εξουσίας και τη συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων εντός μιας ομόσπονδης κρατικής δομής. Έτσι, η διχοτόμηση έγινε ουσιαστικά όχι απλώς μια αποδεκτή εξέλιξη, αλλά η πρώτη επιλογή της ελληνοκυπριακής ελίτ. Την ίδια στιγμή, η διχοτόμηση με τη μορφή μιας επίσημης συμφωνίας αλληλο-αναγνώρισης δύο κυρίαρχων κρατών στην Κύπρο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ούτε διεθνώς ούτε εσωτερικά, ενώ, ακόμα και αν μπορούσε να τύχει ικανοποιητικής ανοχής, η διαπραγμάτευσή της είναι δυσκολότερη από τη διαπραγμάτευση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη δεν φημίζεται για τη διορατικότητα ή για την ευφυΐα της. Ουσιαστικά η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου είναι η ιστορία ενός κοντόφθαλμου μικρομεγαλισμού από πλευράς της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, τόσο απέναντι στους Τουρκοκυπρίους όσο και διεθνώς και σε σχέση με την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ενός μικρομεγαλισμού που διαρκώς τιμωρείται, ηττάται και ξεφτιλίζεται, αλλά παρ’ όλα αυτά επιβιώνει.

Παρά την κυρίαρχη αντίληψη στην ελληνοκυπριακή κοινότητα και στην Ελλάδα περί Τουρκίας που είναι αδιάλλακτη, επεκτατική ή και «νευρική», η Τουρκία έχει αποδείξει στο ζήτημα των υδρογονανθράκων αλλά και γενικότερα στην πολιτική της για τα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου ότι είναι δύναμη που γνωρίζει καλά και τους συσχετισμούς ισχύος, τους οποίους αποτυπώνει σε όλα τα επίπεδα και όχι απλώς στο στρατιωτικό, αλλά και τα όριά της ως περιφερειακής δύναμης. Γνωρίζει [πολύ καλύτερα από την ελληνο-κυπριακή πλευρά να υποχωρεί προς όφελος ενός αμοιβαίου συμβιβασμού, όπως απέδειξε το 2004 για το ζήτημα της κυριαρχίας και το 2017 για το ζήτημα των εγγυήσεων, αλλά έχει ταυτόχρονα την ισχύ, όπως και η Βρετανία και οι μεγαλύτερες δυνάμεις ΗΠΑ και Ρωσία, να διασφαλίσει τα συμφέροντά της και σε συνθήκες μη επίλυσης του Κυπριακού. Το πόσο εύκολα μπλόκαρε το μονομερές ενεργειακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και ξεγύμνωσε το αφήγημα του East Med και των συμμαχιών της με Ελλάδα, Ισραήλ και Αίγυπτο είναι αποκαλυπτικό.

Ο Αναστασιάδης υπήρξε ο πρώτος Ελληνοκύπριος ηγέτης που εισηγήθηκε στην Τουρκία τη διχοτόμηση της Κύπρου. Δεν είναι ξεκάθαρο αν οι λόγοι που τον ώθησαν σε αυτό ήταν η μέθη από τα κέρδη της «αρπαχτής» με τα διαβατήρια ή μια γενικότερη ανεπάρκεια αντίληψης των γεωπολιτικών και πολιτικών δεδομένων. Όπως και να έχει, είτε ήταν προϊόν μιας απερίσκεπτης αφέλειας είτε ενός αψήφιστου τυχοδιωκτισμού, η κίνηση αυτή έχει αναμφίβολα επιτείνει την καταστροφική πορεία του Κυπριακού. Όχι επειδή υπάρχει άμεσος κίνδυνος επισημοποίησης της διχοτόμησης -αυτό χρειάζεται ακόμα μια γενιά για να γίνει αποδεκτό εσωτερικά-, αλλά επειδή διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις να κυλήσει άλλη μία δεκαετία χωρίς προοπτική, με την Τουρκία απενοχοποιημένη και ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει και στο βόρειο μέρος και στη θάλασσα γύρω από την Κύπρο και επειδή μετέτρεψε το Κυπριακό από αυτόνομο ζήτημα και καταλύτη μιας μελλοντικής διευθέτησης στα ελληνο-τουρκικά σε υποσημείωση ενός ευρύτερου γεωπολιτικού ανταγωνισμού για τις ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου, στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί καν αντικειμενικά να έχει οποιονδήποτε ουσιαστικό λόγο.

Η αντίληψη ότι η διχοτόμηση της Κύπρου σημαίνει απλώς το χάρισμα της βόρειας Κύπρου στην Τουρκία με αντάλλαγμα η Τουρκία να αφήσει το νότιο μέρος και τη νότια θάλασσα ελεύθερο πεδίο για να κάνουν ό,τι θέλουν οι Ελληνοκύπριοι και η Ελλάδα, είναι μυθική και εξόφθαλμα παιδαριώδης – και όμως φαίνεται ότι, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, η ελληνοκυπριακή ελίτ πίστεψε και η ίδια το παραμύθι το οποίο πούλησε στην κοινή γνώμη που ακόμα το πιστεύει. Η μονοπώληση του κράτους, περιορισμένου στο νότιο μέρος του νησιού, από τους Ελληνοκυπρίους για μισό αιώνα εδραίωσε την αντίληψη ότι αυτό είναι κάποιου είδους «κεκτημένο» που κλείδωσε και που δεν απειλείται από τη διχοτόμηση. Η διχοτόμηση όμως δεν είναι πολλαπλασιασμός της κυριαρχίας, από μονή σε διπλή˙ είναι διαίρεσή της. Η διαδικασία αναβάθμισης της βόρειας Κύπρου θα είναι ταυτόχρονα διαδικασία υποβάθμισης της νότιας Κύπρου καθώς αυτή αντλεί τη νομιμοποίησή της ως Κυπριακή Δημοκρατία μόνο στον βαθμό που είναι -και φαίνεται- έτοιμη να δεχτεί τους Τουρκοκύπριους επί ίσοις όροις. Καθώς αυτή η εικόνα διαβρώνεται, ή ακριβέστερα καθώς αυτό το ψέμα αποκαλύπτεται, η πορεία προς τα δύο κράτη σε βάθος χρόνου θα είναι ιδιαίτερα επίπονη για την ελληνοκυπριακή κοινότητα.

Στο Κραν Μοντάνα το 2017 υπήρξε ένα ιστορικό ναυάγιο ανάλογο με αυτό του 2004 με καθαρή ευθύνη του Νίκου Αναστασιάδη, ο οποίος κατάφερε να χρησιμοποιήσει και να εργαλειοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς στην πορεία προς αυτό και τον Νίκο Κοτζιά, εκμεταλλευόμενος τον υπερφίαλο χαρακτήρα και τη ματαιοδοξία του, και φυσικά τις δυνάμεις που εκπροσωπούσε μέσα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και το ελληνικό «βαθύ κράτος». Από τότε μόνο χειρότερα έχουν γίνει τα δεδομένα, αφού ο Μουσταφά Ακιντζί έχασε τις εκλογές στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και ο Αναστασιάδης έχασε κάθε ψήγμα αξιοπιστίας, καθώς έσπρωξε τη χώρα βαθιά σε ένα τέλμα διαφθοράς, ισοπέδωσης των θεσμών και γενικευμένης απαξίωσης.

Τα ελληνο-τουρκικά έχουν τις δικές τους δυναμικές και τα δικά τους αδιέξοδα. Σε αυτή τη συγκυρία, το να κρατηθεί το Κυπριακό ένα άλυτο και ανοιχτό ζήτημα φαίνεται ότι κέρδισε έδαφος και στους κόλπους της ελληνικής ελίτ. Από τη μια, λειτουργεί ως επιπλέον ανάχωμα και άλλοθι στην απροθυμία της να ξεκινήσει συνολικό διάλογο εφ΄όλης της ύλης με τη Τουρκία˙ από την άλλη, διευκολύνει την προσπάθεια εκμετάλλευσης της επιδείνωσης της σχέσης της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και τη Δύση για ενίσχυση της περιφερειακής θέσης της Ελλάδας. Η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι επίσης κοντόφθαλμη και με στοιχεία τυχοδιωκτισμού – αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταστήσει σαφές ότι δεν αποδέχεται δύο κυπριακά κράτη εντός της, έχει τονίσει ότι ολόκληρη η Κύπρος είναι τμήμα της επικράτειάς της και ότι δεν προτίθεται να εγκαταλείψει τους Τουρκοκύπριους πολίτες της. Στην πραγματικότητα, όμως, η ΕΕ βρίσκεται σε αδιέξοδο που την καταδικάζει σε στάση αδράνειας, καθώς δεν έχει επαρκείς μηχανισμούς να πιέσει την ελληνοκυπριακή πλευρά χωρίς να περιπλέξει τη σημαντική σχέση της με την Τουρκία και να στενέψει τα όρια διαπραγμάτευσης της ειδικής τους σχέσης. Ο ΟΗΕ βρίσκεται σε παρόμοιο αδιέξοδο με την ΕΕ, έχοντας ακόμα στενότερο περιθώριο δράσης. Ο ΟΗΕ αντιλαμβάνεται ότι το Κυπριακό έχει καταστεί σχεδόν ανεπίλυτο ζήτημα και έχει υπαινιχθεί ότι θα μπορούσε να αποστασιοποιηθεί από αυτό. Την ίδια στιγμή ξέρει πολύ καλά, καλύτερα από πολλούς Κύπριους, ότι το στάτους κβο δεν είναι στατικό ούτε σταθερό ούτε ασφαλές, ιδιαίτερα μετά την αύξηση της έντασης σε σχέση με τα ζητήματα της ΑΟΖ. Έτσι υπάρχει ένα αντικειμενικό όριο στο κατά πόσο στα αλήθεια μπορεί να αποστασιοποιηθεί, ή στο κατά πόσο μπορεί ρητά να αποδώσει τις ευθύνες της μη επίλυσης του Κυπριακού. Αυτό εξηγεί και τη σύγκληση αυτής της πενταμερούς, που μάλλον έχει σκοπό να συντηρήσει όσο είναι δυνατόν τα δεδομένα επί του εδάφους μέχρι παρακάτω.

Ωστόσο, εν τέλει, όσο και αν το Κυπριακό καθίσταται κατά καιρούς «μικροενόχληση» για τη διεθνή κοινότητα, αντλώντας περισσότερους πόρους από ό,τι δικαιολογεί το μέγεθος και η σημαντικότητα του νησιού, λέγεται κυπριακό πρόβλημα διότι είναι πρώτα από όλα πρόβλημα των Κυπρίων – αυτοί επηρεάζονται άμεσα από αυτό και μόνο αυτοί μπορούν να το λύσουν. Η τραγικότητα της κατάστασης είναι ότι η μερίδα που αντιλαμβάνεται το άλυτο Κυπριακό ως αυξανόμενα επικίνδυνο παραλογισμό επισκιάζεται από τη μερίδα που βολεύεται καθώς κερδίζει από αυτό. Μια άλλη μερίδα Κυπρίων, πιθανότατα μεγαλύτερη από τις δυο προαναφερόμενες, αρκείται στο να παρακολουθεί αδιάφορα, έστω από συνήθεια, τη συνέχιση της προβολής αυτού του σόου.

* Ο Γρηγόρης Ιωάννου είναι πολιτικός κοινωνιολόγος, ερευνητής στο πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και συγγραφέας του βιβλίου «Ο Ντενκτάς στον Νότο: η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά», Εκδόσεις Ψηφίδες.

 

 

Πηγή: commune.org.gr




ΚΥΠΡΟΣ: επικίνδυνες εξελίξεις για την ειρήνη στους λαούς

Του Σωτήρη Βλάχου

Οι δυνατότητες για λύση του εθνικού προβλήματος στην Κύπρο φαίνεται να εξαντλούνται. Με όλες τις απροσμέτρητες συνέπειες που αυτό θα συνεπάγεται σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη που οι εθνικές συγκρούσεις μαίνονται ανεξέλεγκτες και χωρίς όρια.

Με την πολιτική του Ερντογάν που εναρμονίζεται με το γενικότερο κλίμα της περιοχής, το κλίμα των εθνικών αντιπαραθέσεων και πολέμων, που υποθηκεύει το μέλλον και του ίδιου του λαού του, φανερά πια συντονίζεται και η πολιτική της κυβέρνησης Αναστασιάδη.

Ότι κατακτήθηκε μέσα από πενήντα χρόνια συνομιλιών, ότι θεωρείτο ως δεδομένο, αμφισβητείται πια καθαρά. Όχι από την «αδιάλλακτη Τουρκία», αλλά από την ελληνοκυπριακή ηγεσία.

Η ίδια η λύση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας πάνω στην οποία η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία εστίασε όλες της τις προσπάθειες για τέσσερις δεκαετίες, αμφισβητείται από τον Νίκο Αναστασιάδη, που υιοθετεί πια τη θέση του Ραούφ Ντενκτάς, του τούρκικου στρατού και τούρκικου βαθιού κράτους.

Είναι πια χωρίς αμφισβήτηση το γεγονός ότι ήταν ο Αναστασιάδης που διέκοψε τη μεγάλη προσπάθεια στο Κραν Μοντάνα πριν ενάμιση χρόνο. Μια προσπάθεια που είχε φέρει τη λύση τόσο κοντά όσο ποτέ προηγουμένως.

Τη διέκοψε σπρώχνοντας τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ να εκθειάσει τη στάση της Τουρκίας.

Η διαλυτική στάση του Νίκου Αναστασιάδη και το ουσιαστικό σαμποτάρισμα των προσπαθειών λύσης, καταμαρτυρούνται από πολλούς χώρους. Αυτά καταγγέλλει η ελληνοκυπριακή αριστερά και ο Γενικός της Γραμματέας Άντρος Κυπριανού σε πολλές πρόσφατες παρεμβάσεις του, αλλά και πρώην κορυφαία στελέχη του κόμματος του Νίκου Αναστασιάδη, όπως ο Αλέκος Μαρκίδης, πρώην Γενικός Εισαγγελέας, ο Χρήστος Πουργουρίδης, για χρόνια Βουλευτής και πολλοί άλλοι.

Μόνο που κανείς στην Ελλάδα δεν πληροφορείται για αυτά από τα πολύ «αντικειμενικά» ΜΜΕ. Όχι πως τα ΜΜΕ στην Κύπρο είναι γενικά καλύτερα, αλλά εκεί οι εξελίξεις είναι σε πρώτο πλάνο, αφορούν τη ζωή και το μέλλον άμεσα και η ολοφάνερα υπονομευτική της διαδικασίας λύσης στάση Αναστασιάδη, έχει προκαλέσει κύμα αντιδράσεων και στο ίδιο του το κόμμα που δεν θα μπορούσαν να αποσιωπηθούν –στην Ελλάδα προς το παρόν τα καταφέρνουν.

Προς το παρόν στην Ελλάδα «Η κοινή γνώμη πληροφορείται απλώς ότι θα αρχίσει η γεώτρηση από την ΕXXON Mobil στο οικόπεδο 10 , ότι οι Τούρκοι στέλνουν δικό τους γεωτρύπανο…»

«Ακολουθεί η συνήθης διατύπωση για νέες τουρκικές προκλήσεις…»

«Για την άλλη , την παράλληλη πολιτική διαδικασία που γίνεται με πρωτοβουλία του ΓΓ του ΟΗΕ και αποσκοπεί στην συνέχιση και ολοκλήρωση των συνομιλιών από το σημείο που είχαν φτάσει πέρυσι στο Κρανς Μοντανά, τίποτε δεν πληροφορείται η ελληνική κοινή γνώμη» (Νικος Μπιστης Opinion 19 Νοεμβρίου 2018)

Και για την άλλη, την προκλητική για την ειρήνη πολιτική Αναστασιάδη, επίσης τίποτε δεν πληροφορείται η ελληνική κοινή γνώμη. Ούτε καν από τα έντυπα της αριστεράς που και αυτά εστιάζουν στην παρουσίαση της «τουρκικής αδιαλλαξίας και προκλητικότητας».

Ένα από τα θύματα του όλου σκηνικού είναι η τεράστια ευκαιρία που χάθηκε στο Κραν Μοντάνα.

Είχε εκεί για πρώτη φορά στην ιστορία καταγραφεί μια απρόσμενη για τους ε/κ εξέλιξη.

Μαζί με την παραχώρηση των εδαφών που ζητούσαν, συμπεριλαμβανομένης και της Μόρφου, και πολλών άλλων, το πιο ανέλπιστο βήμα αποτέλεσε η επίσημα δηλωμένη πρόθεση της Τουρκίας να αποσυρθεί από εγγυητής της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι που της έδινε το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης.

Τη θέση των εγγυητριών δυνάμεων θα έπαιρνε διεθνής δύναμη υπό τον ΟΗΕ, χωρίς κανένας πια να έχει το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης.

Αυτό το ανέλπιστο βήμα φυσικά δεν έχει πρακτική σημασία. Πλαστά και υποκριτικά ο ανερχόμενος εθνικισμός στην ελληνοκυπριακή κοινότητα είχε αναγάγει το ζήτημα σε «μείζον». Πιθανότατα για να έχει ακόμα ένα πρόσχημα για να εμποδίσει τη λύση.

Η ασφάλεια των ελληνοκυπρίων εξαρτάται κύρια από τη δράση εθνικιστικών και φασιστικών ε/κ οργανώσεων και γεγονότων ανάλογων του ελληνικού πραξικοπήματος, που θα στοχοποιούσαν την τ/κ κοινότητα. Σε τέτοιες συνθήκες ο τούρκικος στρατός θα επέμβαινε είτε του είχε «παραχωρηθεί» το δικαίωμα επέμβασης είτε όχι.

Και δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα με το ζήτημα της ανάδειξης των εγγυήσεων σε μείζον ζήτημα και της πρόταξης τους.

Για δεκαετίες συνομιλιών η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία δεν είχε τολμήσει ποτέ να βάλει αυτό το ζήτημα ως όρο για λύση του κυπριακού, διότι γνώριζε κάτι πολύ καλά. Αν η Τουρκία δεν τον δεχόταν, τότε οι διαπραγματεύσεις σταματούσαν, το κυπριακό έμενε άλυτο, τα τουρκικά στρατεύματα στη θέση τους, τα εδάφη της Βόρειας Κύπρου στην κατοχής της και οι εγγυήσεις σε ισχύ.

Τόσο κοντόφθαλμη ήταν ο πολιτική της πρόταξης των εγγυήσεων, τόσο αδιέξοδη, που ακόμα και ο πρώην Πρόεδρος της κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος, που είχε στείλει το Σχέδιο Ανάν στο πυρ το εξώτερον, θρηνώντας περίπου για κάθε πρόνοια του, δεν είχε τολμήσει να θίξει αυτό το ζήτημα.

Το Κραν Μοντανά παρόλα αυτά αφαίρεσε και αυτό το «εμπόδιο». Έτσι, η διακοπή των συνομιλιών από τον Αναστασιάδη, άφηνε λίγες αμφιβολίες ότι πήγε στο Κραν Μοντανά όχι για να βρει λύση, αλλά για να τουμπάρει τη δυνατότητα λύσης, ότι και να συνέβαινε.

Όλες οι εξελίξεις από τότε σε αυτό συνηγορούν. Με κύρια ότι δεν χάνει πια ευκαιρία να αναδείξει τις «αδυναμίες» της ΔΔΟ.

Από το 1977 όμως η ΔΔΟ έγινε το αποδεκτό πλαίσιο αναζήτησης λύσης από όλη την ε/κ πολιτική ηγεσία.

Σαράντα περίπου χρόνια μετά, η ΔΔΟ αμφισβητείται από την κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη.

Ακόμα και αν θεωρούσαμε δεδομένο ότι η ΔΔΟ είναι μια κακή λύση, η απαξίωση της από την ε/κ πλευρά μετά από δεκαετίες συνομιλιών πάνω σε αυτή, μετά από επανειλημμένα ψηφίσματα του ΟΗΕ που τόνιζαν ότι αυτό είναι το πλαίσιο λύσης, μετά που κερδηθήκαν πάνω σε αυτή όλοι όσοι θεωρούνται σύμμαχοι, πραγματικοί και ιδεατοί, μαζί και η Ευρωπαϊκή Ένωση, φέρνει την ε/κ πλευρά στη θέση του απόλυτα εκτεθειμένου, ανυπόληπτου, ηττημένου.

Από αυτή τη στιγμή όλο το πεδίο είναι ανοικτό στην Τούρκικη Κυβέρνηση να κάνει ότι παιγνίδι θέλει έχοντας την «κατανόηση» όλων.

Ελπίδες ότι η αποκήρυξη της «κακής» ΔΔΟ θα οδηγήσει σε κάτι καλύτερο, μπορούν να στηθούν μόνο πάνω στην πιο ρηχή, ανεύθυνη πολιτική ανάλυση.

Η αποκήρυξη της ΔΔΟ τώρα, είναι η απόλυτη ήττα ακόμα και αν θεωρούσαμε δεδομένο ότι είναι μια κακή λύση.

Πόσω μάλλον αν εκτιμήσουμε τη ΔΔΟ ως αυτό που πραγματικά είναι: η μόνη λύση που μπορεί να κρατήσει τις δύο κοινότητες μαζί και να βάλει τις βάσεις για ένα ειρηνικό μέλλον.

Η ΔΔΟ που παρουσιάζεται σήμερα ως διχοτομική, είναι η μορφή πολιτεύματος που κρατεί ενωμένα μια σειρά κράτη.

Ένας μεγάλος αριθμός κρατών, όπως η Ελβετία, το Βέλγιο, η Αυστρία, ο Καναδάς, η Γερμανία, οι ΗΠΑ, λειτουργούν πάνω σε ομοσπονδιακή, κοινοτική βάση, με αποτελεσματική συμμετοχή στο κεντρικό κράτος και κάποια αυτονομία στις κοινότητες, ή περιφέρειες ή πολιτείες.

Το ένας άνθρωπος μία ψήφος, υπόκειται σε περιορισμούς σε όλες τις περιπτώσεις. Χωρίς να διανοηθεί ποτέ κανείς να χαρακτηρίσει τα κράτη διχοτομημένα.

Τους περιορισμούς στο ένας άνθρωπος ένας ψήφος, επέβαλαν κατά κανόνα ιστορικές πραγματικότητες εθνοτικής καταπίεσης και βίας, όπου σε κατατρεγμένες μειοψηφίες έπρεπε να δοθεί επιπλέον προστασία για να δεχτούν αυτές να παραμείνουν μέσα στα πλαίσια ενός κράτους με τις πλειοψηφίες που τις καταπίεσαν.

Η ΔΔΟ στην Κύπρο έγινε, μέσα από τις πραγματικότητες της Κύπρου, η μόνη λύση που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από την τουρκοκυπριακή κοινότητα μετά τις σφαγές που ακολούθησαν τις δικοινοτικές συγκρούσεις πριν τα γεγονότα του 1974, τους τουρκοκύπριους νεκρούς και αγνοούμενους.

Όσο πιο δεξιά κινείσαι στον πολιτικό χάρτη για ανίχνευση του, όσο πιο βαθειά μπαίνεις στο εθνικιστικό και φασιστικό του φάσμα, τόσο πιο αναμενόμενο είναι να εντοπίσεις διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας. Αυτό είναι απαραίτητο για συντήρηση του μύθου ότι όλα τα δίκαια ανήκουν στο έθνος και όλα τα άδικα και κακά στους άλλους.

Θα ανέμενε όμως κάποιος από τα τμήματα της ελληνικής αριστεράς που σήμερα ανακαλύπτουν τις αδυναμίες της ΔΔΟ, να έχουν ψάξει λίγο περισσότερο την ιστορία του εθνικού ζητήματος στην Κύπρο.

Να γνωρίζουν τουλάχιστον, έστω και μόνο αυτό, ότι η τραγική πτυχή των αγνοουμένων δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τους ελληνοκύπριους. Ότι ακόμα και μετά τα εγκλήματα της τουρκικής εισβολής ενάντια σε ελληνοκύπριους αιχμαλώτους και άμαχους, η αναλογία τουρκοκύπριων αγνοουμένων σε σχέση με τον πληθυσμό, είναι μεγαλύτερη από αυτή των ελληνοκυπρίων –πραγματικότητα καταγραμμένη από τον ΟΗΕ και αποδεκτή από την επίσημη ελληνοκυπριακή ηγεσία.

Η ιστορία της Κύπρου τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν κύρια η βία ελληνοκυπριακών εθνικιστικών και φασιστικών ομάδων ενάντια στον τουρκοκυπριακό πληθυσμό. Με το ελληνικό πραξικόπημα να οδηγεί την κατάσταση στα άκρα για τους τουρκοκύπριους. Μέχρι που η εισβολή του τούρκικου στρατού έβαλε, με τη δική της βία και ισχύ των όπλων, τέλος στη βία του ελληνικού πραξικοπήματος και του ελληνοκυπριακού εθνικισμού.

Αυτή η ιστορία κάνει τη λύση της ΔΔΟ τη μοναδική εφικτή.

Έτσι, σε αντίθεση και πάλι με τοποθετήσεις από αριστερούς χώρους, ότι η ΔΔΟ επιβλήθηκε από τους ιμπεριαλιστές, η αλήθεια είναι ότι η ΔΔΟ είναι η μόνη λύση που μπορεί να κρατήσει τις δύο κοινότητες μαζί.

Η αλήθεια είναι ότι είναι η μόνη λύση που ενώνει την τουρκοκυπριακή και ελληνοκυπριακή αριστερά, μια λύση από την οποία φαίνεται να απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, τουρκοκυπριακές και ελληνοκυπριακές.

Εγκατάλειψη της από την ελληνοκυπριακή πλευρά θα δείξει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο σε αυτούς που εναντιώνονται στην «διχοτομική» ΔΔΟ, τι σημαίνει διχοτόμηση. Μια διχοτόμηση μάλιστα που θα εδραιωθεί πάνω σε κλίμα αμφισβήτησης της άλλης κοινότητας, εθνικισμού και θερμών συνόρων που αναπόφευκτα θα δημιουργήσει η κατάρρευση πενήντα χρόνων συνομιλιών.

Πίσω από την αλλαγή πλεύσης της κυβέρνησης Αναστασιάδη, είναι δύσκολό να κρυφτεί το πραγματικό της κίνητρο, που δεν είναι άλλο από τη ψευδαίσθηση ότι, χωρίς λύση θα μπορεί το ε/κ κεφάλαιο να εκμεταλλευτεί από μόνο του τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που έχουν εντοπιστεί, χωρίς να χρειαστεί να τα μοιραστεί με την τ/κ κοινότητα.

Η μόνη πια ελπίδα που φαίνεται να υπάρχει στον ορίζοντα είναι η μαζική κινητοποίηση τουρκοκυπρίων και ελληνοκυπρίων από την τ/κ και ε/κ αριστερά, για να απαιτήσουν την άμεση κατάληξη σε λύση.