1

Η επαναστατική εφημερίδα- Η εφημερίδα “Σοσιαλιστής Εργάτης”/ Η επαναστατική εφημερίδα σήμερα

Κρις Χάρμαν (1984)

Mτφρ: ΑΛ

 

Σοσιαλιστής Εργάτης: τα πρώτα χρόνια

Η εφημερίδα Socialist Worker (Σοσιαλιστής Εργάτης, ΣΕ), η εφημερίδα της οργάνωσής μας, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (SWP), έχει 16 χρόνια ζωής. Ξεκίνησε να κυκλοφορεί σε μια περίοδο ανόδου του κινήματος, και συνέχισε στην περίοδο των υποχωρήσεων και της απογοήτευσης. Πρωτοκυκλοφόρησε τον Σεπτέμβρη του 1968, όταν το φοιτητικό κίνημα και το αντιπολεμικό κίνημα του Βιετνάμ έφταναν στην κορύφωσή τους.

Τα προηγούμενα χρόνια σαν Διεθνείς Σοσιαλιστές {IS}  (όπως τότε ονομαζόμασταν) βγάζαμε μεγαλύτερες μηνιαίες εφημερίδες- τη Socialist Review (από το 1950 ως το 1962), τη Young Guard (την εφημερίδα που στήριζε η οργάνωση νεολαίας του Εργατικού Κόμματος από το 1961 ως το 1964) και την Labour Worker (που άλλαξε το όνομά της σε Socialist Worker το 1967). Αυτές ήταν διαφορετικής ποιότητας.Στις καλύτερες στιγμές τους συνδύασαν τη σοβαρή ανάλυση των γενικών πολιτικών ζητημάτων (το Εργατικό Κόμμα, τον αγώνα των συνδικάτων, την επαναστατική παράδοση, τη Ρωσία, την παρατεταμένη μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη κλπ) με πιο σύντομα ραπόρτα από αγώνες και τρέχοντα γεγονότα.Έγιναν προσπάθειες για να μετατραπούν σε πιο αγκιτατόρικες δεκαπενθήμερες οι εκδόσεις τόσο της Socialist Review όσο και της Labour Worker, αλλά αυτό δεν αντιστοιχούσε ούτε στην περίοδο (μια περίοδος χαμηλής κλίμακας γενικευμένων αγώνων συνοδευόμενη από το ανέβασμα της ποιότητας ζωής της εργατικής τάξης) ούτε στις δυνατότητες της οργάνωσής μας (που αναπτύχθηκε από κάτι παραπάνω από 20 μέλη το 1950 σε περίπου 100 το 1960 και περίπου 300 το 1967). Υποχρεωθήκαμε στη γρήγορη οπισθοχώρησή μας στη μηνιαία έκδοση και στις δυο περιπτώσεις.

H Labour Worker πούλησε 2300 φύλλα περίπου το Φλεβάρη του 1967, μόλις πριν την απογείωση του φοιτητικού κινήματος (450 στο Islington, 200 στο Manchester, 124 στη Γλασκόβη, 172 στην Tottenham, 187 στοNewcastle). Η κυκλοφορία ήταν χαμηλή σε απόλυτους αριθμούς, ωστόσο σήμαινε ότι το κάθε μέλος έδινε το 8 φύλλα κατά μέσο όρο.

Αλλά τόσο η πολιτική ατμόσφαιρα όσο και οι Διεθνείς Σοσιαλιστές γνώρισαν μια ορατή μεταμόρφωση την περίοδο της πρεμιέρας της Socialist Worker ως εβδομαδιαίας εφημερίδας το Σεπτέμβρη του 1968. Το κύμα φοιτητικών καταλήψεων και μεγάλων αντιπολεμικών διαδηλώσεων για το Βιετνάμ έμπασε στην πολιτική δράση δεκάδες χιλιάδες νέους ανθρώπους ενώ η γενική απεργία στη Γαλλία έδειξε τις δυνατότητες  της εργατικής τάξης να δράσει. Η αποτίμηση της κυβέρνησης Wilson αποδείκνυε τη χρεοκοπία του ρεφορμισμού και η Ρώσικη εισβολή στην Τσεχοσλοβακία αποσυνέθετε το Σταλινισμό ρωσικού τύπου. Μικρές οργανώσεις επαναστατών σοσιαλιστών άρχισαν να έχουν απήχηση πολύ πέρα απ’ αυτό που αναλογούσε στα μεγέθη τους. Οι Διεθνείς Σοσιαλιστές από αυτήν την κατάσταση επωφελήθηκαν περισσότερο από κάθε άλλη οργάνωση στη Βρετανία. Αυτό έγινε εν μέρει γιατί κάποια από τα μέλη μας έπαιξαν ηγετικό ρόλο στους φοιτητικούς αγώνες όπως αυτόν στο LSE (London School of Economics) το 1967. Γιατί θέσαμε τους εαυτούς μας στην ολόψυχη εμπλοκή μας στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα του Βιετνάμ. Εν μέρει γιατί δεν είχαμε την πίκρα λόγω (σ.μ. του ξεσκεπάσματος) του σταλινισμού που είχαν κάποιοι στην αριστερά. Αλλά κυρίως, επειδή επιμέναμε ότι η μειοψηφία των ριζοσπαστικοποιημένων φοιτητών πρέπει να συνδεθεί με τη μόνη δύναμη που πραγματικά μπορεί να αλλάξει την κοινωνία, την εργατική τάξη. Σε αυτή τη βάση αναπτυχθήκαμε από περίπου 300 μέλη στην αρχή του 1968 σε περίπου 1000 το φθινόπωρο του ίδιου έτους και θέσαμε σε κυκλοφορία τη Socialist Worker σε εβδομαδιαία βάση σαν μέσο σύνδεσης του ενθουσιασμού των νέων επαναστατών με τους αγώνες των εργατών ενάντια στην κυβέρνηση των Εργατικών. Η νέα εφημερίδα, εκ πρώτης όψεως, δεν εντυπωσίαζε σαν εγχείρημα. Τυπωνόταν σε ένα δωμάτιο με έναν μόνο δημοσιογράφο κι έναν δακτυλογράφο, και αποτελούνταν από 4 σελίδες με ειδήσεις και στοιχεία. Οι ειδήσεις ήταν συχνά παραστριμωγμένες, όχι ιδιαίτερα ευανάγνωστες, και οι φωτογραφίες της συνήθως ήταν χαμηλής ποιότητας. Ωστόσο, για τα δεδομένα μας ήταν μια σπουδαία επιτυχία, πιο πετυχημένη από απόπειρες άλλων εφημερίδων να επωφεληθούν από τον αέρα του 1968, όπως η Black Dwarf του Tariq Ali , που διέθετε περισσότερους πόρους και ήταν πιο εναρμονισμένη με την επαναστατική υπεραισιοδοξία της γενιάς του 1968.

Η εφημερίδα μας τυπωνόταν αρχικά σε 8000 αντίτυπα, που πουλιόντουσαν με ενθουσιασμό από τα μέλη των IS. Το πούλημα δεν ήταν ποτέ εύκολο. Οι άνθρωποι έπρεπε να ξυπνάνε από τις 6 για να βρίσκονται στις πύλες του εργοστασίου κάθε Παρασκευή, για να ξεφορτωθούν 4-5 φύλλα αν ήταν τυχεροί, μετά να ξοδεύουν ώρες πουλώντας στον κεντρικό δρόμο τα Σάββατα πετυχαίνοντας λίγο περισσότερες πωλήσεις, μετά να τριγυρνάνε στις συνοικίες τα κυριακάτικα πρωινά. Αλλά η εφημερίδα γνώρισε απήχηση σε μια μειοψηφία ανθρώπων στους εργασιακούς χώρους και στα συνδικάτα.  Ήταν τα χρόνια που η πολιτική της κυβέρνησης των Εργατικών –της καθήλωσης των μισθών, των «συμφωνιών παραγωγικότητας» και «απολύσεων πλεονάζοντος προσωπικού» μέσω των προωθούμενων συγχωνεύσεων κρατικών οργανισμών- άρχισε να συναντά αντίσταση- πρώτα από παραδοσιακούς μαχητικούς κλάδους όπως οι εργάτες αυτοκινήτων, τους καλύτερα οργανωμένους κλάδους των οικοδόμων και των λιμενεργατών, κι έπειτα από κομμάτια του κόσμου χωρίς εμπειρίες αγώνων, όπως οι σκουπιδιάρηδες του Λονδίνου, οι καθηγητές, και οι εργάτες στη βιομηχανία υάλου του St Helens. Η ανάταση του κινήματος βρήκε έναν ακόμα πολιτικό σύμμαχο όταν το 1969 η προσπάθεια της κυβέρνησης να περάσει νόμους ενάντια στο συνδικαλισμό ανατράπηκε από την αντίσταση των συνδικάτων, που περιλάμβανε και την πρώτη πολιτική απεργία μετά από μισό αιώνα. Η εφημερίδα φιλοξένησε όλους αυτούς τους αγώνες, κι επιπλέον κέρδισε ένα αναγνωστικό κοινό ανάμεσα στους αγωνιστές που συμμετείχαν σε αυτούς. Αν και η IS ήταν φοιτητοκρατούμενη οργάνωση, η εφημερίδα ήταν από πολλές πλευρές μια εργατική εφημερίδα. Μπορούσε να διαβαστεί με όρεξη από πολλούς αγωνιστές εργάτες που στις συνεδριάσεις μας ένιωθαν έξω από τα νερά τους. Μέχρι τις γενικές εκλογές του Ιούνη του 1970 που ανέδειξαν κυβέρνηση των Τόρις, η εφημερίδα τύπωνε πλέον 14.000 φύλλα και ήταν έκτασης 6 και μετά 8 σελίδων- παρά το γεγονός ότι τα μέλη της IS είχαν μειωθεί λίγο σε 900.

Ένας παράγοντας επιτυχίας της εφημερίδας ήταν η ικανότητα να παρουσιάζει περιγραφές των αγώνων και να μιλά για τα γεγονότα με γλώσσα που απέφευγε τις ξύλινες αφηρημένες έννοιες που αγαπήθηκαν τόσο και από το σταλινισμό και από τον ακαδημαϊκό μαρξισμό. Ο βασικός στόχος ήταν να χρησιμοποιήσει ένα λεξιλόγιο όχι τόσο διαφορετικό από την Daily Mirror για να παρουσιάσει μια εντελώς διαφορετική αλληλουχία εμπειριών και ιδεών. Συγγραφείς όπως οι  Paul Foot, Duncan Hallas και Eamonn McCann , ο τελευταίος με βδομαδιάτικα ρεπορτάζ από την πρώτη γραμμή στο Derry, ήταν αξιοθαύμαστα ικανοί να πετύχουν κάτι τέτοιο. Αλλά αυτός δεν ήταν ο βασικός λόγος της επιτυχίας μας. Δυστυχώς, τα περισσότερα μέλη μας δε διέθεταν τέτοιες μαγικές δημοσιογραφικές ικανότητες. Ωστόσο, αυτό που έκαναν ήταν να εξασφαλίσουν ότι η εφημερίδα θα περιέχει ρεπορτάζ από κυριολεκτικά κάθε αγώνα που βρισκόταν σε εξέλιξη εκείνα τα χρόνια- από τον αγώνα των γυναικών στη Φορντ για ίση εργασία μέχρι εκείνον των ψαράδων στο Aberdeen, από τον αγώνα των εργατών στον ιματισμό στη Leeds μέχρι εκείνον των Ασιατών εργατών του Brick Lane ενάντια στις ρατσιστικές επιθέσεις.

Το στοιχείο της εμπειρίας, τόσο σημαντικό για κάθε εφημερίδα στην άνοδο του κινήματος, διέτρεχε όλη την εφημερίδα, έστω κι αν επρόκειτο συνήθως για εμπειρία της αγωνιστικής μειοψηφίας στην τάξη και όχι τόσο της πλατιάς μάζας των εργατών (που αντέδρασαν στις προδοσίες της κυβέρνησης των Εργατικών πιο πολύ με παθητικότητα και αποπολιτικοποίηση παρά με τον προσανατολισμό τους αριστερά). Κάθε φορά που βρισκόταν σε εξέλιξη ένας αγώνας, τα μέλη μας ήταν ικανά να στέλνουν ανταποκρίσεις, και μια βδομάδα αργότερα επέστρεφαν στο χώρο των αγωνιζόμενων κλάδων με μια εφημερίδα που αντιμετώπιζε τον αγώνα διαφορετικά από κάθε άλλη εφημερίδα. Οι γενικές ιδέες της εφημερίδας ήταν επίσης πολύ ουσιαστικές για την επιτυχία της. Οι άνθρωποι που τη διάβαζαν έρχονταν σε επαφή για πρώτη φορά με τον Μαρξισμό της πλήρους ρήξης με κάθε στοιχείο γραφειοκρατισμού και σταλινισμού, που εξηγούσε το Ρωσικό καθεστώς, που δεν απολογούταν για την επιμονή του στην κεντρικότητα της εργατικής τάξης, που επιχειρηματολογούσε ότι η αυτοαπελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι πράγματι έργο της ίδιας.

Οι νέοι αγωνιστές έβρισκαν συχνά στην εφημερίδα ιδέες που είχαν μισοεπεξεργαστεί από μόνοι τους αλλά δεν μπορούσαν να συμφιλιωθούν με την καρικατούρα του δυτικού και ανατολικού «μαρξισμού». Τέλος η εφημερίδα ήταν πολύ ουσιαστική στο θέμα «τι πρέπει να γίνει». Ξεχώριζε από τις υπόλοιπες εφημερίδες του κινήματος του 1968 για την επιμονή της να εστιάζει στην εργατική τάξη. Και μέσα στο εργατικό κίνημα, ξεχώριζε από όλες τις άλλες για τη λεπτομερειακή ανάλυση του τι προσπαθεί να κάνει η άρχουσα τάξη στην οργάνωση της εργατικής τάξης, με τις «συμφωνίες παραγωγικότητας» που βασίζονται σε συστήματα πληρωμής μέσω αξιολόγησης της εργασίας κάθε μέρα από τη μια μεριά και την αντι-συνδικαλιστική νομοθεσία από την άλλη. Ενώ η υπόλοιπη αριστερά λίγο πολύ αγνοούσε το πρώτο και κατήγγειλε το δεύτερο σαν «τις απαρχές ενός συντεχνιακού κράτους» η Socialist Worker επέμενε ότι και τα δυο ήταν κομμάτια ενός ενιαίου σχεδίου της άρχουσας τάξης να εξασθενίσει τον έλεγχο από τη βάση και να ενισχύει τη θέση της γραφειοκρατίας μέσα στα συνδικάτα. Αυτό εξηγούταν διεξοδικά, κάθε βδομάδα, με μακροσκελή συχνά και λεπτομερειακά άρθρα των Tony Cliff, Roger Cox, Peter Bain, John Setters (Roger Rosewell), Richard Hyman κι άλλων. Ένα από τα καλύτερα κολακευτικά σχόλια που κέρδισε η εφημερίδα εκείνη την περίοδο ήταν όταν η χίπικη International Times διαμαρτυρήθηκε ότι για να κατανοήσεις την Socialist Worker έπρεπε να είσαι επί 5 χρόνια εκλεγμένος συνδικαλιστής βάσης σε εργοστάσιο αυτοκινήτων!

Ενώ η Socialist Worker απογειώθηκε τα χρόνια 1968-70, η μεγαλύτερη της επιτυχία της ήρθε την περίοδο της έξαρσης των βιομηχανικών αγώνων μετά την επιστροφή της κυβέρνησης των Τόρις του Edward Heath. Εκείνα τα χρόνια έδωσαν τις μεγαλύτερες ταξικές συγκρούσεις από το τη δεκαετία του 1920: μεγάλες πανεθνικές κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις των ταχυδρομικών, των ορυχείων, των μηχανικών, των οικοδόμων, των λιμενεργατών, συγκρούσεις σε εργοστάσια αυτοκινήτων, με μια σειρά πολιτικών απεργιών ενάντια στο Νόμο για τις Εργασιακές Σχέσεις (Industrial Relations Act), και το άπλωμα της μαχητικής συνδικαλιστικής δράσης για πρώτη φορά σε κλάδους όπως οι νοσοκομειακοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι.

Η φόρμουλα πάνω στην οποία βασίστηκε η Socialist Worker έδωσε τώρα καταπληκτικά αποτελέσματα. Ο αριθμός φύλλων που τυπώνονταν  αυξήθηκε από 13000 φύλλα το 1970 σε 28.000 κατά τη διάρκεια της απεργίας στα ορυχεία το 1972, για να σταθεροποιηθεί περίπου στα 27.000 φύλλα το Μάρτη του 1973. Στο τέλος εκείνης της χρονιάς ανέβηκε ξανά και ξανά , φτάνοντας τα 40.000 φύλλα κατά τη διάρκεια της απεργίας στα ορυχεία το 1974 και άγγιξε ακόμα και τα 53,000 σε ένα φύλλο λίγο πριν τις καθοριστικές εκλογές του 1974 που διεξήχθησαν με το δίλημμα «ποιος κυβερνά τη χώρα».

Υπήρχε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ της αύξησης των πωλήσεων της εφημερίδας και του αριθμού των μελών της οργάνωσης που τις αύξησαν.  Η κυκλοφορία της εφημερίδας θα μεγάλωνε μόνο από τη σταθεροποίηση ενός ακροατηρίου που δεν θα έμπαινε στην IS – είτε γιατί δεν ήταν πεισμένοι για τις ιδέες της είτε γιατί μια φαινομενικά φοιτητική οργάνωση δεν τους ήταν ελκυστική. Μετά σε κάποια φάση η ηγεσία της IS θα αντιλαμβανόταν ότι πολλοί από αυτούς μπορούν να στρατολογηθούν, αν δινόταν η μάχη του μετασχηματισμού της οργάνωσης για να τη νιώσουν δική τους . Τα μέλη της  IS θα πολλαπλασιάζονταν κι έπειτα θα έπρεπε να φτιαχτεί μια καινούρια περιφέρεια ανεβάζοντας κι άλλο την κυκλοφορία της εφημερίδας.

Αλλά αυτή η διαδικασία θα δούλευε μόνο όταν οι αντικειμενικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές. Τα μέλη αυξήθηκαν το 1971 και έπειτα ξανά με εντατικές καμπάνιες στρατολογιών το 1973-74. Αλλά η προσπάθεια να ενισχυθεί αυτή η διαδικασία στην «καμπάνια του φθινοπώρου-χειμώνα» το 1972 ήταν ανεπιτυχής, παρά το υψηλό επίπεδο των ταξικών αγώνων εκείνη τη χρονιά. Έμοιαζε να ισχύει ότι όταν η εργατική τάξη κέρδιζε, οι αγωνιστές μπορούσαν να αγοράζουν μια εφημερίδα αλλά δεν έβλεπαν κανένα λόγο να οργανωθούν σε επαναστατική οργάνωση. Η αύξηση των πωλήσεων της εφημερίδας συνοδεύτηκε από βελτίωση στα οικονομικά της. Μεγάλωσε σε μέγεθος κι έφτασε τις  12 σελίδες το 1971 και τις 16 το 1972, το προσωπικό της αυξήθηκε μέχρι που απασχολούσε αρκετούς δημοσιογράφους πλήρους απασχόλησης,  περιέχοντας στις γραμμές της συγγραφείς με μεγάλη εμβέλεια όπως οι Paul Foot και Laurie Flynn, η εμφάνισή της έγινε από τις καλύτερες στη Fleet Street, κι άρχισε να κάνει κάτι που δεν μπορούσε παλιότερα, να χρησιμοποιεί φωτογραφικό υλικό για να σφυρηλατεί πολιτικά συμπεράσματα. Οι αυξημένες υλικές δυνάμεις της επέτρεψαν να περιέχει εμπεριστατωμένες «αποκαλύψεις»- για τη Ματωμένη Κυριακή στο Derry,  για μια τραγωδία στα ορυχεία του Yorkshire, για μια απεργοσπαστική εταιρία στο Ανατολικό Λονδίνο και για τη «μικρή εταιρία» (στην πραγματικότητα θυγατρική της γιγάντιας αυτοκρατορίας Vestey) που βρισκόταν πίσω από τη φυλάκιση των λιμενεργατών στο Pentonville. Αυτές εξουδετέρωναν πολλά από τα επιχειρήματα της κυβέρνησης και των ΜΜΕ και έκαναν την εφημερίδα να κερδίζει τον σεβασμό ακόμα και από ανθρώπους που δεν συμφωνούσαν με την πολιτική της. Φαινόταν σε πολλούς υποστηρικτές μας ότι μετατρεπόταν στην «επαναστατική Daily Mirror».

Παρά τη δημοφιλή εικόνα της, διατηρούσε το παλιό μείγμα των αναφορών σε πληθώρα αγώνων, της σοβαρής ανάλυσης εθνικών και διεθνών πολιτικών γεγονότων , της συζήτησης για τη στρατηγική της κυβέρνησης και των αφεντικών, την κριτική στη στάση των διαφόρων ρευμάτων του ρεφορμισμού, και καλογραμμένες παρουσιάσεις της βασικής οικονομικής θεωρίας. Συνέχιζε να συνδυάζει την «αισιοδοξία στη θέληση» πχ και την «απαισιοδοξία στη σκέψη» -προειδοποιώντας κάθε βδομάδα για τις επικίνδυνες παραχωρήσεις των συνδικαλιστών ηγετών στα Ναυπηγεία του Upper Clyde, κι επιμένοντας ότι δεν ήταν όλα ρόδινα μετά τη νίκη στο Pentonville σε ένα άρθρο (του Tony Cliff) που προειδοποιούσε ότι «οι λιμενεργάτες θα πληρώσουν ακριβά» για τους συμβιβασμούς της συνδικαλιστικής ηγεσίας του συνδικάτου TGWU.

Ήταν αυτός ο συνδυασμός στοιχείων,  μαζί με το όποιο ιδιαίτερο δημοσιογραφικό ταλέντο και τεχνική αρτιότητα, που μετέτρεψαν το ασυνάρτητο σεντόνι του 1968 στην εντυπωσιακή 16σέλιδη εφημερίδα του 1974.

Η Socialist Worker του 1974-84

To 1974 η απεργία των ορυχείων οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης των Τόρις, τη στιγμή που ο κόσμος βαλλόταν από τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση από τη δεκαετία του 1930. Οι υπουργοί ψιθυρίζανε ο ένας στον άλλο για «το τέλος του πολιτισμού όπως τον ξέρουμε». Η αγωνιστικότητα της εργατικής τάξης βρισκόταν σε άνοδο και έμοιαζε να ξεπερνά κάθε εμπόδιο. Ο αριθμός των εργατών που ήταν έτοιμοι να ακούσουν τις επαναστατικές ιδέες μεγάλωνε περισσότερο απ’ ότι πολλές δεκαετίες πίσω. Έτσι δεν είναι παράξενο ότι εμείς, που είχαμε ζήσει την εκτίναξη του αριθμού τυπωμένων φύλλων  της Socialist Worker να φτάνει από τα 8,000 στα 40,000 φύλλα μέσα σε πέντε χρόνια, περιμέναμε την ανοδική τάση να συνεχιστεί. Νιώθαμε ότι είχε έρθει ο καιρός να απλωθούμε σε ένα ακόμα πλατύτερο ακροατήριο εργατών που είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί από τα γεγονότα του χειμώνα του 1973-74. Σε ένα σπουδαίο άρθρο στο Διεθνή Σοσιαλισμό (International Socialism) ο Tony Cliff επιχειρηματολογούσε ότι τώρα ήταν πραγματικά η ώρα να εφαρμόσουμε τα μαθήματα από την Πράβντα του Λένιν: «Ένα από τα προβλήματα που παρουσιάζουν οι Διεθνείς Σοσιαλιστές στη Βρετανία σήμερα είναι το πώς θα χτίσουν τη γέφυρα που θα συνδέει τη μικρή αλλά αναπτυσσόμενη οργάνωσή μας με τον αυξανόμενο αριθμό αγωνιστών και σοσιαλιστών μέσα στην εργατική τάξη… Πώς μια επαναστατική οργάνωση των λίγων χιλιάδων μπορεί να συνδεθεί με τις δεκάδες χιλιάδες των εργατών που κινούνται αυθόρμητα προς την πολιτική μας; Μπορούμε να πάρουμε ένα καλό μάθημα από τη χρήση της Πράβντα από το Λένιν σαν οργανωτή στα χρόνια 1912-14.»

Αυτό περιελάμβανε τη συντονισμένη προσπάθεια να μετατραπούν οι αγοραστές της  Socialist Worker σε πωλητές, δημιουργώντας ένα πλατύ δίκτυο πωλητών και υποστηρικτών της εφημερίδας. Αλλά αυτό σήμαινε επίσης, όπως το έθεσε ο Κλιφ σε εσωτερικό δελτίο της οργάνωσης, την αλλαγή της μορφής της ίδιας της εφημερίδας: «χρειαζόμαστε …μια καθαρή απόφαση ότι τα πράγματα που γράφονται ή λέγονται από εργάτες πρέπει να βρίσκουν χώρο στην εφημερίδα… Το ζήτημα του να γράφουν οι εργάτες στην εφημερίδα τίθεται επί τάπητος από την ανάγκη να ταυτιστούν οι εργάτες με την εφημερίδα. Στην αστική δημοσιογραφία είναι κυρίαρχη η ιεραρχική αντίληψη μιας μικρής χούφτας ανθρώπων που από τα πάνω τροφοδοτεί τις καταναλωτικές ανάγκες εκατομμυρίων. Για την εφημερίδα της εργατικής τάξης το ζήτημα της εμπλοκής του «καταναλωτή» είναι κεντρικό. Η κατάργηση της αβύσσου μεταξύ δημιουργού και καταναλωτή είναι κεντρικής σημασίας. Έτσι η ιστορία που γράφεται από έναν εργάτη, που αφορά άμεσα μόνο λίγες δεκάδες εργάτες που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον του χώρου δουλειάς του, είναι σπουδαίας σημασίας. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η εφημερίδα ριζώνει βαθύτερα στην τάξη.»

Υπήρχαν διαφωνίες  στις διατυπώσεις του Κλιφ (πιο πολύ από τον Jim Higgins, που τέλεσε εθνικός γραμματέας το 1972-3, και από τον Roger Protz, τον συντάκτη της εφημερίδας μέχρι την άνοιξη του 1974). Αλλά ήταν διαφωνίες που ως εναλλακτική πρότειναν μια εφημερίδα που θα απευθύνεται στους «έμπειρους πολιτικά αγωνιστές»- κάτι που στην πραγματικότητα απέρριπταν το 1973-74 όλοι όσοι συμμετείχαν ενεργά στο χτίσιμο των Διεθνών Σοσιαλιστών, επειδή ξέραμε ότι η νέα γενιά αγωνιστών συχνά δεν είχε καμιά απολύτως «πολιτική εμπειρία», αν και ήταν διψασμένοι να απορροφήσουν την επαναστατική πολιτική της οργάνωσής μας.  Επιπλέον, κάποιοι τουλάχιστον από τους υποστηρικτές της άποψης αυτής έβλεπαν έναν άλλο μαγικό τρόπο να κλείσει το κενό μεταξύ της οργάνωσής μας με την τάξη-μέσω της διατύπωσης των «μεταβατικών αιτημάτων».   Αυτό πάντα ισχυριζόμασταν ότι οδηγεί στη δεξιά στροφή και στην προσαρμογή στη ρεφορμιστική γραφειοκρατία. Η ζωή μας δικαίωσε σε αυτήν την εκτίμηση στα χρόνια μεταξύ 1974-79: αυτοί οι «πολιτικά πεπειραμένοι αγωνιστές» που ακολούθησαν τη διαδρομή των «μεταβατικών αιτημάτων απέναντι στην κυβέρνηση των Εργατικών» γραφειοκρατικοποιήθηκαν και τράβηξαν δεξιά. Έτσι η οργάνωση άρχισε να υιοθετεί τη λογική που σκιαγραφήθηκε από τον Κλίφ κι ενέκρινε η πλειοψηφία της συντακτικής ομάδας της εφημερίδας. Ούτε οι πωλήσεις της εφημερίδας ούτε τα μέλη της οργάνωσής μας αυξήθηκαν όσο προσδοκούσαμε. Για λόγους που έχουμε εξηγήσει αλλού (βλέπε Τόνι Κλιφ, «η ισορροπία των ταξικών δυνάμεων σήμερα», ΔΣ 2:6, Κρίς Χάρμαν, «η κρίση της ευρωπαϊκής επαναστατικής αριστεράς», ΔΣ 2:4 και Άλεξ Καλλίνικος «το κίνημα των από τα κάτω σήμερα», ΔΣ 2:17) η κυβέρνηση των Εργατικών πέτυχε να κάμψει την εργατική μαχητικότητα μέσω μιας πολιτικής γενικευμένων παραχωρήσεων στην πρώτη χρονιά της, που συνοδεύτηκε από μια συμφωνία με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία για πολύ αυστηρή επιτήρηση των μισθολογικών διεκδικήσεων ενώ το κύμα απολύσεων έριχνε από κάθε άποψη τη μαχητικότητα των εργατών.  Μεταξύ 1975 και 1976 ο αριθμός των απεργιών και των εργατών που συμμετείχαν σε αυτές έπεφτε σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τα πρώτα χρόνια του ’70. Πολλοί από τους αγωνιστές που κερδήθηκαν στην επαναστατική πολιτική την προηγούμενη περίοδο τώρα βρέθηκαν απομονωμένοι στους χώρους δουλειάς , υπό ασφυκτική πίεση να προσαρμοστούν στη συνδικαλιστικής γραφειοκρατία με δεξιά στροφή στην πολιτική τους.  Το πούλημα της Socialist Worker σίγουρα δεν ήταν ευκολότερο. Η κυκλοφορία αντί να ανέβει έπεσε λίγο. Με 30.000 φύλλα περίπου μέχρι το Νοέμβρη του 1975, αλλά πληρωμένα στο κεντρικό ταμείο της οργάνωσης μόνο τα 14,910 (αυτό μάλλον είναι υποεκτίμηση των πραγματικών πληρωμένων φύλλων- οι λιγότερο αναπτυγμένες τοπικές οργανώσεις είχαν μια σταθερή τάση να χρησιμοποιούν κάποια από τα έσοδα από τις εφημερίδες γι άλλους σκοπούς, όπως για να ναυλώνουν λεωφορεία για τις διαδηλώσεις, να πιάνουν το πλάνο συγκέντρωσης οικονομικών ενισχύσεων/συνδρομών από τα μέλη κλπ)  Σε αυτές τις συνθήκες, οι προσπάθειες να τη μετατρέψουμε σε εφημερίδα που γράφεται από τους εργάτες δεν θα μπορούσαν να πετύχουν στην πράξη. Οι αγωνιστές βρίσκονταν σε άμυνα και τα άρθρα τους έτειναν συχνά να αναμασούν απλά αυτά που διάβασαν στην εφημερίδα την προηγούμενη εβδομάδα παρά να την εμπλουτίζουν με ζωντανές εμπειρίες της τάξης που ανακάλυπτε τη δύναμή της μέσα στις μάχες. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν ακόμα και περιπτώσεις από άρθρα που γράφονταν στο γραφείο και το όνομα του εργάτη συμπληρωνόταν εκ των υστέρων! Συμβιβαστήκαμε με αυτήν την κατάσταση το 1975-6 γιατί ο πραγματικός κόσμος μας ξεκαθάριζε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Αλλά πιστεύαμε ότι θα είναι μια προσωρινή κατάσταση που σύντομα θα δώσει τη θέση της στο ξεπέταγμα μιας νέας αγωνιστικότητας και στην επιστροφή στις αυξανόμενες πωλήσεις. Τα μέλη της οργάνωσης αυξήθηκαν το 1976, κυρίως μέσω της διάθεσής μας να παλέψουμε κόντρα στο ρεύμα ενός αντιμεταναστευτικού ρατσισμού στο οποίο η κυβέρνηση των Εργατικών και το Εργατικό Κόμμα παραδόθηκαν πλήρως. Παρασυρόμενοι από αυτήν την ανάκαμψη, μετονομάσαμε την οργάνωση σε Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα και αναμέναμε αισιόδοξοι μεγάλα πράγματα.

Οι εκτιμήσεις μας έμοιαζαν να δικαιώνονται το 1977 όταν ζήσαμε μια μικρή άνοδο των εργατικών αγώνων. Εγώ ο ίδιος έγραψα ένα άρθρο στο ξεκίνημα της χρονιάς, με ενθουσιώδη και φανατική υποστήριξη της ηγεσίας μας, που ξεκινούσε : «Η νηνεμία έσπασε.Η άνοδος των αγώνων που περιμέναμε εδώ και τρία χρόνια έφτασε».  Εκείνη τη χρονιά όντως ζήσαμε κάποιους μεγάλους εργατικούς αγώνες- κυρίως τις μαζικές διαδηλώσεις του Grunwicks στο Βόρειο Λονδίνο το καλοκαίρι και  την απεργία των πυροσβεστών το επόμενο χειμώνα. Επίσης αυξήσαμε σημαντικά τις στρατολογίες στο κόμμα, αφού αποκτήσαμε αναγνωρισιμότητα σε όλη τη χώρα καθοδηγώντας μια πετυχημένη μαζική διαδήλωση ενάντια στην παρέλαση των Ναζί στο Lewisham, στο Νοτιο-ανατολικό Λονδίνο.  Όλα αυτά μας έκαναν να αναμένουμε την επιστροφή των πωλήσεων της εφημερίδας στους αλματώδεις ρυθμούς ανάπτυξης των πρώτων χρόνων του ’70. Αντίθετα, έμειναν στάσιμες και κρατήθηκαν γύρω στις 30,000. Εύκολα καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι κάτι πήγαινε τελείως λάθος με την εφημερίδα. Όντως κάτι πήγαινε λάθος. Η εργατική ανάταση του 1977 ήταν αναλαμπή που μας ξεγέλασε. Οι περισσότεροι εργάτες δεν έβλεπαν άλλο δρόμο από τη συναίνεσή τους με την κυβέρνηση, και η μειοψηφία των αγωνιστών βρισκόταν εν πολλοίς σε άμυνα. Αλλά διατηρούσαμε τη μορφή της εφημερίδας της ανόδου του κινήματος του 1969-74. Πράγματι κινούμασταν ακόμα με την εικόνα ότι η εφημερίδα πρέπει να γίνεται όλο και πιο «δημοφιλής». Άλλαξε το 1976 σε μια μορφή σύντομων άρθρων λιγότερων λέξεων- δεν αντιληφθήκαμε ότι αυτό έκανε δυσκολότερο να επεξεργαστούμε μια σοβαρή ανάλυση του τι πήγαινε λάθος στο κίνημα.   Θυμάμαι ένα μέλος του κόμματος να διαμαρτύρεται ότι η εφημερίδα ήταν σαν «μασημένη τροφή για παιδιά»- δεν παρείχε τις ιδέες που χρειάζονταν οι σοσιαλιστές για στηρίξουν την επιχειρηματολογία τους. Κάποιος άλλος έκανε παρόμοια επισήμανση παρομοιάζοντάς την με κινέζικο γεύμα- νόμιζες ότι έχεις σκάσει, αλλά πεινούσες ξανά μια ώρα μετά. Αλλά απορρίψαμε αυτά τα παράπονα σαν αντιδράσεις «γκρινιάρηδων» και συνεχίσαμε όπως πριν. Τελικά όλα τα προβλήματα μας οδήγησαν σε κρίση-αλλά χωρίς να βλέπει κανείς ξεκάθαρα το τι πρέπει να αλλάξει. Η συντακτική ομάδα χωρίστηκε στη μέση, σε αυτούς που επέμεναν σε έναν τύπο εφημερίδας όμοιο με τον παλιό του 1968-76, και σε εκείνους που έλεγαν ότι το λάθος με την εφημερίδα είναι ότι δεν ήταν αρκετά «δημοφιλής»- ότι χρειαζόταν περισσότερο «ελκυστική ερευνητική δημοσιογραφία», περισσότερα διαγράμματα και εικόνες, περισσότερα θέματα που ενδιαφέρουν τους εργάτες, όπως αθλητικά και μουσική, λιγότερα «βαριά» άρθρα , λιγότερη εργατική ύλη. Οι «καινοτόμοι» ήταν λογικό να κερδίσουν, αφού έδιναν την εναλλακτική απέναντι σε μια φόρμα που έτρεφε τη δυσαρέσκεια (παρ’ότι ήταν μια εναλλακτική που ακολουθούσε τελείως λάθος κατεύθυνση), ενώ οι υπόλοιποι προτείναμε «μια από τα ίδια».Η εφημερίδα έκανε «επανεκκίνηση» την άνοιξη του 1978, με νέα μορφή σχεδιασμένη να ελκύει τις νεολαιίστικες μάζες που συμμετείχαν στα φεστιβάλ της Αντιναζιστικής Πλατφόρμας του 1978 (που κέρδισε τον χαρακτηρισμό «η εφημερίδα της πανκ») και τους αγωνιστές που δρούσαν σε άλλα κινήματα όπως των γυναικών και των γκέι. Η ανανεωμένη μορφή της δεν υπήρχε περίπτωση να πετύχει τους στόχους της. Η εναντίωση στους Ναζί το 1978 δεν έκανε αυτόματα τους ανθρώπους επαναστάτες σοσιαλιστές. Μπορούσε να είναι η αφετηρία πολιτικοποίησής τους, με την προϋπόθεση ότι θα στηρίζονταν με πολιτική επιχειρηματολογία- και αυτά τα επιχειρήματα ήταν πολύ πιο δύσκολα όταν η τάξη παρέμενε σε μεγάλο βαθμό παθητική σε σχέση με δέκα χρόνια πριν, στο ξεκίνημα μιας πραγματικής ανόδου του κινήματος. Κι έτσι, ακόμα και η καλύτερη εφημερίδα στον κόσμο ήταν καταδικασμένη να κερδίσει μόνο ένα πολύ μικρό αναγνωστικό κοινό ανάμεσα στους 100.000 που συνέρρευσαν στα αντιφασιστικά φεστιβάλ.  Η υποβάθμιση της σκληρής πολιτικής επιχειρηματολογίας και της παρουσίασης των ταξικών αγώνων στη Socialist Worker σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει ούτε αυτούς που την αγόραζαν. Ένα χρόνο μετά την «επανεκκίνηση» και η κυκλοφορία και και τα πληρωμένα φύλλα πέσανε κατά 2000 από τα νούμερα του 1977.  Τα πειράματα με την εφημερίδα δεν κράτησαν πολύ.  Ο πυρήνας της βάσης του κόμματος αποκήρυξε το εγχείρημα στο συνέδριο του 1978, και σύντομα θα γίνονταν προσπάθειες να επανέλθει στη μορφή της «εργατικής» εφημερίδας, όπως καταγράφεται καθαρά σε ένα αρχείο της συντακτικής ομάδας στα τέλη του 1979: «ένα από τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει το  SWP τους επόμενους μήνες είναι να συνδεθεί με τον αυξανόμενο αριθμό των αγωνιστών  εργατών… Η εφημερίδα πρέπει να είναι εργατική εφημερίδα…Πρέπει να μυρίζει σαν τη βότκα των εργατών. Με άλλα λόγια, να μην είναι γραμμένη από επαγγελματίες συγγραφείς για τους εργάτες, αλλά γραμμένη από τους εργάτες, μια εφημερίδα που ασχολείται με θέματα που ενδιαφέρουν τους συνηθισμένους ανθρώπους της εργατικής τάξης, όπως και τους αγώνες των εργατών…»

Αυτή η φόρμουλα μπορούσε να μπει σε εφαρμογή το 1979 ακόμα λιγότερο απ’ ότι το 1975. Η κάμψη των ταξικών αγώνων επανήλθε δριμύτερη με περαιτέρω υποχώρηση το 1980, κι αυτοί που έβγαζαν την εφημερίδα βρέθηκαν στην όχι αξιοζήλευτη θέση να προσπαθούν να πετύχουν το ανέφικτο. Έκαναν ό,τι καλύτερο, συχνά με μεγάλη προσωπική αυτοθυσία, αλλά δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια εφημερίδα που να τραβήξει και να συγκρατήσει το νέο αναγνωστικό κοινό για να ανεβάσει μόνιμα τα πληρωμένα φύλλα της σε ένα νούμερο πάνω από τα 10-12.000 περίπου και τον συνολικό αριθμό τυπωμένων φύλλων σε περίπου να 25,000 (με την άνοδο της μαζικής ανεργίας,  το νούμερο των πληρωμένων φύλλων έγινε ακόμα πιο αναξιόπιστο, αφού χιλιάδες εφημερίδες δίνονταν μισοτιμής στους ανέργους) . Ωστόσο η εφημερίδα δεν ικανοποιούσε πλέον τους αγωνιστές που την αγόραζαν, με την ελπίδα να βρούνε απαντήσεις σε προβλήματα που τους βασάνιζαν , όσο το έκανε το 1976.

H επαναστατική εφημερίδα σήμερα

Το να βγάζεις μια επαναστατική εφημερίδα τη δεκαετία του ’80 είναι πιο δύσκολο αλλά το ίδιο προκλητικό και σημαντικό με τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Οι πιθανότητες για εργατικούς αγώνες είναι πολύ μεγαλύτερη σήμερα, σε μια περίοδο ασταμάτητης παγκόσμιας κρίσης, απ’ ότι τότε. Η ανάγκη να κερδηθεί μια μειοψηφία εργατών στην επαναστατική προοπτική είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Η εφημερίδα παραμένει απολύτως αναντικατάστατη για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Έχει μόνο λίγο περισσότερα από δυο χρόνια που εμείς της εφημερίδας Socialist Worker αναμετρηθήκαμε με την ανάγκη έκδοσης ενός τύπου εφημερίδας που να ανταποκρίνεται σε μια περίοδο υποχώρησης και απογοήτευσης. Αυτό ήταν κομμάτι της γενικότερου προόδου διάρκειας πέντε χρόνων στην οποία το SWP συνέλαβε τον τρόπο για αντεπεξέλθει σε μια κατάσταση αρκετά διαφορετική από εκείνη στην οποία η πλειοψηφία της ηγεσίας μας είχε λάβει το πολιτικό βάπτισμα.

Διαμορφώσαμε την εφημερίδα που μπορούσε να ικανοποιεί μόνο τις ανάγκες των μελών και των στενών επαφών, εφόσον απαντούσε στα ζητήματα που τους βασάνιζαν: γιατί συμβαίνουν οι ήττες; Τι μπορούμε να κάνουμε για να τις σταματήσουμε;  Με ποιον τρόπο διατηρείς την επιμονή στον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης, όταν το 99% των εργατών που συναντάς αποδέχεται την προπαγάνδα των αφεντικών για την κρίση; Ακόμα κι όταν αναφερόμασταν σε εργατικές διαμάχες, διαπιστώσαμε ότι ήταν πιο σημαντικό να απαντάμε στην ερώτηση «τι να κάνουμε;» παρά να εξηγούμε την υπόθεση της απεργίας. Διαπιστώσαμε επίσης ότι με το να απαντάμε στα προβλήματα των μελών και των στενών επαφών, καταπιανόμασταν επίσης με ζητήματα που έβαζαν αυτοί που έρχονταν πρώτη φορά σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες. Γιατί, αν και χρειάζονταν  μια επαναδιατύπωση των επιχειρημάτων για τον σοσιαλισμό κι ενάντια στον καπιταλισμό, χρειάζονταν επίσης απαντήσεις για την υποχώρηση και τις αποτυχίες του κινήματος. Ήταν η προϋπόθεση γι’ αυτούς για να βρουν το οποιοδήποτε νόημα για να ενταχθούν σε επαναστατική οργάνωση.  Έτσι η εφημερίδα μας δημοσίευε μεγαλύτερα και αναλυτικότερα άρθρα απ’ ότι πριν (με κάθε φύλλο να περιλαμβάνει τουλάχιστον δυο θέματα με πάνω από 1200 λέξεις) κι έδωσε βάρος πολύ περισσότερο στο τι να κάνουμε απ’ ότι στην απλή αποτύπωση της εμπειρίας ή περιγραφών για το πόσο άσχημα είναι τα πράγματα με τις ζωές των ανθρώπων και τις εργασιακές συνθήκες. Αυτό φυσικά δε σήμαινε ότι αγνοούσαμε άλλα θέματα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου στα νησιά Φώκλαντ, για παράδειγμα, ήταν τόσο μικρή η μειοψηφία που αντιστάθηκε στον πόλεμο που το εξώφυλλο της Socialist Worker κάθε βδομάδα έμοιαζε λίγο-πολύ με αφίσα ενάντια στον πόλεμο, και οι υπόλοιπες σελίδες έπρεπε να αναλώνονται για να απαντήσουν στο τελευταίο κύμα ψεμάτων για τον πόλεμο από την κυβέρνηση. Επίσης, κάθε φύλλο έπρεπε να περιέχει υλικό ενάντια στην κυβέρνηση των Τόρις, το ρόλο της αστυνομίας κλπ. Το σημείο κλειδί, ωστόσο, ήταν να προσπαθούμε να καταπιανόμαστε συνέχεια με τα θέματα που απασχολούσαν τη μειοψηφία των εργατών που προσπαθούσε να απαντήσει στις επιθέσεις- αν η αριστερά των Εργατικών μπορούσε να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της, γιατί οι ψηφοφορίες των εργατών στα ορυχεία βγαίναν συνέχεια αντίθετες στην απεργία, γιατί η Αλληλεγγύη (Solidarnosc) νικήθηκε στην Πολωνία κλπ. Η νέα στροφή στην εφημερίδα γνώρισε επιτυχία, και ανέκτησε το ενδιαφέρον κάποιων αναγνωστών της που πριν τη διάβαζαν μόνο με μισή καρδιά. Ωστόσο, όπως οποιαδήποτε αλλαγή σε μια επαναστατική οργάνωση, εγκυμονούσε έναν κίνδυνο από μόνη της. Τα κομματικά μέλη συχνά λειτουργούσαν σαν να μην ενδιαφέρει η εφημερίδα κανέναν έξω από το κόμμα. Δεν έσπασε η συνήθεια να βλέπουν το πούλημα της εφημερίδας σαν μια μορφή αυτοθυσίας που απέφευγαν όποτε μπορούσαν (ένα είδος «επαναστατικής νηστείας»),  και παρόλο που οι πωλήσεις δεν ήταν τόσο φτωχές όσο κάποιες άλλες περιόδους, ακόμα παρέμεναν χαμηλές.

Αλλά η πτώση του κινήματος δεν κρατάει για πάντα. Ζούμε μια περίοδο ηττών και υποχωρήσεων του εργατικού κινήματος, αλλά και μια περίοδο στην οποία ξεσπάνε ξαφνικά πολύ μεγάλοι αγώνες, ακόμα κι αν είναι συνήθως αμυντικοί– η απεργία στο ατσάλι το 1980, η απεργία των σιδηροδρομικών και των νοσοκομειακών το 1982, οι μάχες στο νερό, στις τηλεπικοινωνίες, των κοινωνικών λειτουργών και των εργατών στις εκδόσεις στο  Warrington το 1983. Σε κάθε τέτοιον αγώνα κάποιοι λίγοι εργάτες ριζοσπαστικοποιούνται και μας πλησιάζουν  όπως γίνεται με πολύ μεγαλύτερες μερίδες εργατών σε μια περίοδο επίθεσης της εργατικής τάξης. Ένας άλλος τρόπος να το θέσουμε είναι ότι κατά τη διάρκεια της κάμψης του κινήματος υπάρχουν μικροαναλαμπές του, αγώνες που σου δίνουν μια ιδέα για το πώς θα μπορούσε να είναι μια πραγματική άνοδος του κινήματος. Σε τέτοιες περιόδους, οι σύντομες εμπειρίες της αυτοπεποίθησης, της αυτενέργειας και της δύναμης της εργατικής τάξης πρέπει να τροφοδοτούν την εφημερίδα,   ακόμα κι αν παραμένει αλήθεια ότι τέτοιες εμπειρίες θα αποκτούν μονιμότητα εν τω μεταξύ μόνο αν δένονται εντασσόμενες σε μια πιο συνολική προοπτική της πάλης για το σοσιαλισμό.  Με τον ίδιο τρόπο, σε τέτοιες στιγμές τα μέλη της επαναστατικής οργάνωσης πρέπει να χρησιμοποιούν την εφημερίδα για να οργανώνουν την αγωνιστική μειοψηφία στους εργασιακούς χώρους, εξασφαλίζοντας ότι περιλαμβάνει άρθρα γι αυτούς και δηλώσεις από αυτούς, που χρησιμοποιούνται για να ανεβούν οι πωλήσεις της εφημερίδας στους εργασιακούς χώρους.   Απαιτείται τεράστια ευελιξία και υπευθυνότητα από τα μέλη, τους τοπικούς εκπροσώπους και πωλητές της εφημερίδας αυτήν την περίοδο. Τη μια βδομάδα, αυτό που θα χρειαστεί οπωσδήποτε η εφημερίδα είναι ραπόρτα από τις πρωτοβουλίες των εργατών, με δηλώσεις των εργατών να τις περιγράφουν. Την επόμενη εβδομάδα θα πρέπει να υπάρχει ουσιώδης ανάλυση από τη συντακτική ομάδα που να εξηγεί γιατί η κυβέρνηση και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία στάθηκαν ικανές να πνίξουν αυτήν την πρωτοβουλία και τι να κάνουμε για να τις αντιμετωπίσουμε.

Το παρελθόν μπορεί να βαραίνει σαν εφιάλτης στο μυαλό των ανθρώπων, όπως το έθεσε ο Μαρξ. Μερικά χρόνια αδυναμίας κατανόησης της περιόδου που ζούμε και της εφημερίδας που της ταιριάζει μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε αποτυχία να χρησιμοποιήσουμε την εφημερίδα σωστά κάθε φορά που ξεσπάει ένας αγώνας. Αλλά αν οι επαναστάτες δεν αρπάζουν τέτοιες ευκαιρίες για να ανεβάσουν τις πωλήσεις τους και να χτίσουν την επιρροή τους, τότε απλά ανεβαίνουν (στΜ. ψυχολογικά) με το φούσκωμα του κινήματος και  βυθίζονται με την υποχώρησή του. Δεν ξεκινάν να δημιουργούν ένα μόνιμο δίκτυο σοσιαλιστών αγωνιστών μέσα σε κάθε εργασιακό χώρο που να μπορεί να αντιμετωπίσει την ολέθρια επιρροή της ρεφορμιστικής γραφειοκρατίας και να σπάσει τον φαύλο κύκλο της ήττας.

Ευτυχώς, υπάρχουν ενδείξεις ότι τα μέλη του SWP το κατανοούν αυτό.  Ο τρόπος αντίδρασης σε μια σειρά μεγάλης κλίμακας αμυντικών αγώνων από το Νοέμβρη του 1983 (Warrington, GCHQ, ορυχεία, τη μάχη των εκπαιδευτικών για τους μισθούς) ήταν αρκετά διαφορετικός από προηγούμενες περιόδους αναλαμπών του κινήματος σε περίοδο κάμψης- το 1977 και το χειμώνα του 1978-9. Δεν έχουμε κάνει το λάθος που κάναμε το 1977 που περιμέναμε την αυτόματη λήξη της περιόδου ηττών κι απογοήτευσης. Αλλά ούτε και το λάθος του 1978-9 να φτιάξουμε μια εφημερίδα που δεν συγκεντρώνεται με όλη της την ψυχή ούτε στην παρακίνηση της τάξης για δράση .

Τους τελευταίους μήνες τα μέλη μας ξεκίνησαν να ξαναμαθαίνουν πώς να μεταφέρουν ζωντανές εικόνες του αγώνα στην εφημερίδα, χωρίς να ξεχνάνε τα ζητήματα μεγάλης σημασίας «τι γίνεται λάθος» και «τι να κάνουμε γι αυτό». Και παρεμβαίνοντας στους αγώνες με την εφημερίδα, πέτυχαν να ανεβάσουν τις πωλήσεις της πρώτη φορά τα τελευταία οχτώ χρόνια- φτάνοντας την κυκλοφορία σε 31.000 και τα πληρωμένα φύλλα σε 14,000 τη βδομάδα (ακόμα περισσότερο αν λάβουμε υπόψη τις μισές τιμές, τα έξοδα στα πρακτορεία τύπου κλπ). Τέτοια νούμερα γίνονται ακόμα πιο εντυπωσιακά αν τα συγκρίνει κανείς με ανταγωνιστές στην αριστερά όπως η Tribune (της οποίας οι πωλήσεις υπολογίζονται σε λιγότερες από 10.000) και η Socialist Action (αυτή η πρόσφατη μετεξέλιξη της Black Dwarf του 1968 τυπώνει μόνο 7,000 φύλλα, όσα η πρόγονός της 16 χρόνια πριν!).   Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πωλήσεις της Socialist Worker – και η επιρροή των επαναστατικών ιδεών- μπορούν να ανέβουν ακόμα περισσότερο αν γίνει προσπάθεια, εφόσον παραμείνει το σημερινό ανεβασμένο επίπεδο εργατικών μαχών. Υπάρχει ένας  νέος αέρας αυτοπεποίθησης κι αγωνιστικότητας στη μειοψηφία των εργατών. Αυτή η αγωνιστικότητα μπορεί να είναι βραχύβια, από τη στιγμή που η συνδικαλιστική γραφειοκρατία βάζει τα δυνατά της για να κλείσει τους αγώνες και οι εργάτες στερούνται πρόσφατων εμπειριών ανεξάρτητης οργάνωσης του αγώνα από τα κάτω. Αλλά ακόμα και στην πιο απαισιόδοξη προοπτική, οι σοσιαλιστές ακόμα θα έχουν μια μοναδική ευκαιρία να επηρεάσουν την αγωνιστική μειοψηφία με τις ιδέες τους. Η επαναστατική εφημερίδα είναι, όπως και στο παρελθόν, το κλειδί για να το πετύχουν.

Διατηρώντας τη Socialist Worker στην κάμψη του κινήματος των δέκα τελευταίων χρόνων, έχουμε εξασφαλίσει τη συντήρηση μιας πιο ισχυρής επιρροής στο βρισκόμενο σε υποχώρηση, γραφειοκρατικοποιημένο, ρεφορμιστικό εργατικό κίνημα απ’ ότι (σ.μ. έχουν επαναστάτες σοσιαλιστές) σε άλλες χώρες με πολύ υγιέστερες πολιτικές παραδόσεις. Παρά τα προβλήματα που είχε η εφημερίδα έδωσε τη δυνατότητα στην επαναστατική οργάνωση να κρατήσει ζωντανή επαφή με τους αγώνες εκείνους που ξεδιπλώθηκαν κι έτσι να διατηρήσει τα μέλη της περίπου στον αριθμό-ρεκόρ του 1974.

Τώρα πρέπει να αξιοποιήσουμε κάθε περίοδο αναλαμπής των αγώνων, όσο σύντομοι κι αν είναι, για να διακινήσουμε σε νέους αγωνιστές την εφημερίδα μας, να τη χρησιμοποιήσουμε για να τους βοηθήσουμε να κατανοήσουν ότι είναι τμήμα ενός πλατύτερου ρεύματος ανθρώπων που θέλουν να παλέψουν, με την προοπτική να αυξήσει και την αποτελεσματικότητά τους και την επιρροή του επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος μέσα στην τάξη.

https://www.marxists.org/archive/harman/1984/xx/revpress.html




Η επαναστατική εφημερίδα- Αποτυχημένες εφημερίδες/H επαναστατική εφημερίδα και το κόμμα

Toυ Κρις Χάρμαν (1984)

Μτφρ ΑΛ

https://www.marxists.org/archive/harman/1984/xx/revpress.html

 

Αποτυχημένες εφημερίδες

Η αδυναμία των εφημερίδων να προσαρμοστούν στην περίοδο της υποχώρησης και της απογοήτευσης μπορεί να τις οδηγήσει σε πλήρη αποτυχία να συσπειρώσουν τη μειοψηφία των αγωνιστών που αντιστέκεται στην κάμψη του κινήματος. Ο απλούστερος δρόμος και και συχνά ο πιο δελεαστικός είναι να προσπαθήσεις να διατηρήσεις τη δημοτικότητα της εφημερίδας αντιγράφοντας το ύφος και το περιεχόμενο του πλατιάς απεύθυνσης αστικού τύπου. Οποιοσδήποτε έχει ασχοληθεί με την έκδοση εφημερίδας έχει ακούσει την κραυγή : “θα μπορούσαμε να πουλάμε περισσότερο αν μοιάζαμε πιο πολύ με τις δημοφιλείς καθημερινές εφημερίδες”. Αυτό δεν είναι τίποτα καινούριο. Ένας τρόπος με τον οποίο οι ριζοσπάστες εκδότες προσπάθησαν να διατηρήσουν την πλατιά αναγνωσιμότητα της εφημερίδας μετά την κατάρρευση του Χαρτισμού ήταν να τυπώσουν εφημερίδες γεμάτες με ζοφερές περιγραφές εγκλημάτων, σεξουαλικών σκανδάλων, αθλητικών γεγονότων κλπ- στην πραγματικότητα ριζοσπαστικές εφημερίδες όπως η Reynold’s News έπαιξαν πρωτοπόρο ρόλο στην εξέλιξη του κυριακάτικου τύπου. Επίσης, η επίσημη εφημερίδα των Εργατικών, ο προπολεμικός ανταγωνιστής της Herald, η Daily Citizen συνειδητά ξεκίνησε να μιμείται τον υπόλοιπο δημοφιλή τύπο (εκδιδόταν από  τον πρώην εκδότη της μετέπειτα κορυφαίας σε πωλήσεις εφημερίδας, της Daily Mail). Όταν η ίδια η Herald πέρασε στα χέρια της TUC και της Odhams, ακολούθησε την ίδια διαδρομή. Ωστόσο το αποτέλεσμα της αναζήτησης δημοτικότητας με αυτόν τον τρόπο αναπόφευκτα υποβαθμίζει μια σοβαρή παρουσίαση της σοσιαλιστικής επιχειρηματολογίας. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει μια πολύ στενή συσχέτιση του πλατιού αστικού τύπου με την ιδεολογική λειτουργία του.

Μια σοσιαλιστική εφημερίδα προσπαθεί να τροφοδοτήσει τους αναγνώστες της με μια συνεκτική οπτική για τον κόσμο, με την οποία κάθε νέα είδηση εντάσσεται σε ένα ξεκάθαρο σχέδιο, καθιστώντας τους ικανούς να κατανοούν τις πραγματικές δυνάμεις της σοσιαλιστικής εξέλιξης και πώς αυτές μπορούν να μετασχηματιστούν. Αντίθετα, ο σκοπός των πλατιάς κυκλοφορίας αστικών φυλλάδων είναι φρενάρουν το προχώρημα αυτής της συνεκτικής κατανόησης του κόσμου. Πρέπει να κάνουν την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα να μοιάζει ότι αποτελείται από μια μάζα άσχετων και ανεξέλεγκτων τυχαίων γεγονότων. Όπως ανέδειξε ο Ούγγρος Κομμουνιστής Adalbert Fogararsi σε ένα πρωτοπόρο άρθρο το 1921, αυτό το πετυχαίνουν παρουσιάζοντας «ειδήσεις» σαν ένα πλήθος άσχετων τεμαχιδίων πληροφορίας: «πετυχαίνουν το συστηματικό προχώρημα της άγνοιας με τη μορφή μετάδοσης ένα σωρό γνώσεων και πληροφοριών… Ο αστικός τύπος προσπαθεί να διαμορφώσει τη δομή της συνείδησης των αναγνωστών με τέτοιον τρόπο  ώστε να τον καταστήσει ανήμπορο να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα, να συσχετίσει αιτίες και αποτελέσματα, να εντάξει τα μεμονωμένα γεγονότα στο συνολικό πλαίσιο που τα περιβάλλει, να αφομοιώσει με λογική τη γνώση στην άποψή του…Σε αυτήν τη διαδικασία η συνείδηση του αναγνώστη πρέπει να διατηρείται σε μια κατάσταση μόνιμης ανασφάλειας, αβεβαιότητας και σύγχυσης…» (μεταφρασμένο στη  Radical America, Μάης-Ιούνης 1969).

Ο αναγνώστης καθοδηγείται να πιστεύει ότι υπάρχει πραγματική αξία και πραγματικό ενδιαφέρον στη μάθηση  κάθε είδους πληροφορίας γύρω από πράγματα που στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία σχέση με τη ζωή του- τα κατορθώματα της βασιλικής οικογένειας, τη σεξουαλική ζωή των σταρ του κινηματογράφου, τη συμπεριφορά των κορυφαίων αθλητών, την κατάταξη των δίσκων της ποπ, τις προβλέψεις των αστρολόγων, την πιο μικρή λεπτομέρεια για ένα έγκλημα. Δημιουργείται μια κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι νιώθουν ότι δεν μπορούν να συμμετέχουν σε κανονικές συζητήσεις με άλλους ανθρώπους αν δε γνωρίζουν όλα αυτά τα πράγματα. Ωστόσο τα πληροφοριακά «μεζεδάκια» σπάνια είναι ιδεολογικά ουδέτερα. Παίρνουν ως δεδομένη την αποδοχή της μοναρχίας, την αντιμετώπιση των γυναικών σαν εμπόρευμα, το αναπόφευκτο του ανταγωνισμού, την ταύτιση με τη χώρα «σου» ενάντια σε όλες τις άλλες χώρες σε κάθε πεδίο (από την επιστήμη μέχρι τον πόλεμο).  Μια σοσιαλιστική εφημερίδα που αναλώνεται στη μετάδοση αυτού του είδους των «ειδήσεων» σύρεται αναπόφευκτα στη διασπορά  ενός κάρου άχρηστων πληροφοριών που επιβεβαιώνουν την ισχύουσα τάξη πραγμάτων. Γι αυτό οι θέσεις της Κομιντέρν ήταν αρκετά σωστές όταν επέμεναν ότι «οι εφημερίδες μας δεν πρέπει να ικανοποιούν τη δίψα του κοινού για «πιπεράτες» ειδήσεις ή τη ρηχή διασκέδαση». Στη άνοδο του κινήματος αυτό δεν εμποδίζει τις επαναστατικές εφημερίδες να είναι οι ίδιες πολύ δημοφιλείς. Η εμπειρία του αγώνα οδηγεί τους εργάτες να ψάξουν για την πραγματική κατανόηση της θέσης τους και την πραγματική ζωντανή ατμόσφαιρα που επικρατεί στον αγώνα και όχι για τη χειραγώγηση της υποκατάστασης και της ταύτισης με τα κατορθώματα των βασιλιάδων, των σταρ ή των αθλητικών ομάδων. Στην κάμψη του κινήματος, ωστόσο,  αυτό σημαίνει οπωσδήποτε ότι η σοσιαλιστική εφημερίδα κριτικάρεται από τους απολίτικους εργάτες για το ότι δεν περιέχει τα θέματα που θέλουν (είτε είναι αθλητικές ειδήσεις είτε μια σελίδα με τσόντες). Αντί να νιώσουν πως αυτό σημαίνει ότι κάτι δεν κάνει σωστά η εφημερίδα, οι σοσιαλιστές πρέπει να το κατανοήσουν απλά σαν μια αντανάκλαση της έλλειψης δημοτικότητας για τις επαναστατικές ιδέες, κάτι που δεν θα διαρκέσει για πάντα.

Ένα δεύτερο λάθος που γίνεται μερικές φορές είναι να πέφτουνε (οι σοσιαλιστές) στην παγίδα της έκδοσης μιας εφημερίδας που μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο από τους μυημένους. Η ιταλική οργάνωση Democracia Proletaria (Εργατική Δημοκρατία) έκανε αυτό το λάθος με την (πρώτα καθημερινή και μετά βδομαδιάτικη) Quotidiano dei Lavoratori που απευθυνόταν βασικά στη ριζοσπαστική διανόηση και όχι στους αγωνιστές των εργασιακών χώρων.Στην πραγματικότητα, αφού δεν καταπιανόταν με το τι πραγματικά γινόταν στο εργατικό κίνημα, δεν είχε να πει πολλά ούτε στους διανοούμενους. Μια παρόμοια εκδοχή του ίδιου λάθους έχει επαναληφθεί από πολυάριθμες σέχτες, που αντιδρούν στην κάμψη του κινήματος απλά επαναλαμβάνοντας τις ιδρυτικές αρχές τους, χωρίς να ασχοληθούν καθόλου με το επείγον ζήτημα του “τι να κάνουμε”. Αντί να υπερασπίζονται καθαρά και σθεναρά τις γενικές ιδέες του Μαρξισμού δένοντάς τες με τις δυσκολίες κι εμπειρίες της αγωνιστικής μειοψηφίας, οσοδήποτε μικρή κι αν αυτή είναι, απλά συνομιλούν με τον εαυτό τους και καταλήγουν στο πουθενά. Ένα κάπως παρόμοιο λάθος γίνεται από αυτούς τους σοσιαλιστές που βλέπουν τα μη ταξικά κινήματα να ανθίζουν, ενώ οι εργατικοί αγώνες είναι σε χαμηλό επίπεδο, κι αφιερώνουν τις εφημερίδες τους σε αυτά. Έχουν υπάρξει πολλά παραδείγματα εφημερίδων της ευρωπαϊκής επαναστατικής αριστεράς που ήταν κάτι σαν συλλογή εμπειριών από τα διάφορα κινήματα- μια σελίδα για την οικολογία , μια σελίδα για τις καμπάνιες ειρήνης, μια σελίδα για το φεμινιστικό κίνημα, μια σελίδα για τα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα, μια σελίδα για τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας και μια σελίδα για τις δράσεις στα συνδικάτα, χωρίς καμιά προσπάθεια να τις εντάσσουν σε ένα ενιαίο σχέδιο συνολικού αγώνα στον οποίο ο ρόλος της εργατικής τάξης είναι αποφασιστικός. Τέτοιες εφημερίδες δεν έχουν τίποτα να πούνε στους εργάτες που θέλουν να παλέψουν, και συνήθως δεν έχουν να πούνε κάτι κανούριο ούτε στα «κινήματα».

Ένα άλλο λάθος που μπορεί να γίνει είναι να φτιάξουν μια «ψευδο-αγκιτατόρικη» εφημερίδα. Αυτή μοιάζει σαν εφημερίδα που αντανακλά μια άνοδο του κινήματος. Γράφεται σε γλώσσα που οι εργάτες χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους ,είναι γεμάτη με περιγραφές συναρπαστικών μαχών και του τρόμου του συστήματος γι αυτές. Ωστόσο αυτή η πραγματικότητα είναι εντελώς ψεύτικη, αφού αν και γίνονται κατά περιόδους αγώνες μεγάλης κλίμακας, αυτοί είναι αμυντικοί και συνήθως χάνουν. Αντί να παρέχει στους αγωνιστές την επιχειρηματολογία για να αναμετρηθούν με αυτήν την κατάσταση, η εφημερίδα με την πλαστή εικόνα του ενθουσιασμού και των επιτυχιών απλά αφήνει τους αναγνώστες της αδιάφορους.

Τυπικό παράδειγμα του πώς μπορεί να γίνει αυτό ήταν αυτό που συνέβη με τις εφημερίδες του βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τη Workers Weekly κι έπειτα με τη Daily Worker στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές του ‘30. Μετά από διαδοχικά αλλόκοτα πειράματα (για λεπτομέρειες βλέπε το χρήσιμο άρθρο της Jane Ure Smith στο IS 2: 18), το κόμμα πέτυχε να μετατρέψει την Workers Weekly σε μια καλή εργατική εφημερίδα αγκιτάτσιας τα χρόνια 1924-25. Αν διάβαζες την εφημερίδα εκείνα τα χρόνια, ένιωθες ότι οι άνθρωποι που την εξέδιδαν είχαν διδαχτεί από τα θετικά της παλιάς Daily Herald.

Αλλά τότε εγκαινιάστηκε η σταλινική έφοδος της «τρίτης περιόδου» στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και αυτό οδήγησε τους εκδότες να μην μπορούν να συμβαδίσουν με την τρομερή υποχώρηση που γνώρισαν τα συνδικάτα στην Αγγλία. Το ύφος της εφημερίδας γινόταν ολοένα και πιο μαχητικό και καλούσε σε περισσότερη δράση, ενώ η διάθεση των μαζών έπεφτε. Και η τάση επιδεινώθηκε με τη μετατροπή της εφημερίδας σε καθημερινή. Αν και η εφημερίδα φαινόταν να παρουσιάζει συναρπαστικά γεγονότα, δεν ήταν ακριβώς αυτός ο τρόπος που τα αντιλαμβάνονταν οι ίδιες οι εργατικές μάζες που εμπλέκονταν, οι οποίοι δέχονταν τη μια οδυνηρή ήττα πίσω από την άλλη. Στην πραγματικότητα το ψευδο-αγκιτατόρικο ύφος εμπόδιζε οποιαδήποτε αντικειμενική ανάλυση του τι πραγματικά συνέβαινε στην τάξη ή οποιαδήποτε διαυγή παρουσίαση των ιδεών που χρειάζονταν οι αγωνιστές για να επιβιώσουν σε μια τέτοια περίοδο. Κι έτσι, αντί να βοηθήσει στο χτίσιμο του κόμματος, η καθημερινή εφημερίδα ήταν τα πρώτα χρόνια της ένας επιπρόσθετος παράγοντας που μείωνε τον ενθουσιασμό και την αγωνιστικότητα των μελών.

Τέλος η πιο κλασσική μορφή ίσως της εφημερίδας στην κάμψη του κινήματος είναι η εφημερίδα που περιέχει προπαγάνδα και αναλύσεις για το πόσο κακό είναι το υπάρχον σύστημα, αλλά από την άλλη ελάχιστη καθαρή ανάλυση για το τι να κάνουμε γι αυτό. Ο τύπος αυτός της εφημερίδας είναι δημοφιλής, ωστόσο στην πραγματικότητα το ακροατήριο είναι μικρό και τη βαριέται.  Τυπικά παραδείγματα στη Βρετανία σήμερα είναι η Labour Herald, η Morning Star και η Militant. Σε όλες θα δεις αναλύσεις για το πόσο άσχημα συμπεριφέρονται οι Τόρις στο λαό, ή πόσο άσχημες είναι οι συνθήκες για τους ανέργους, για το ελεεινό σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας ή για τη στέγαση των δήμων. Αλλά καμιά δεν αναλύει σοβαρά την κατάσταση του εργατικού κινήματος και δεν εξηγεί λεπτομερώς τι να κάνουμε για να σπάσουμε τον κύκλο των ηττών.

H επαναστατική εφημερίδα και το κόμμα

Πολύ πετυχημένες επαναστατικές εφημερίδες πρωτοκυκλοφόρησαν σε περιόδους της ανόδου του κινήματος χωρίς καμιά οργάνωση από πίσω τους. Στοίχισαν σημαντικά τμήματα του κόσμου πίσω τους και δημιούργησαν ρεύματα που άρχισαν να εκπληρώνουν το ρόλο του των κομμάτων. Τέτοιες ήταν όπως είδαμε οι περιπτώσεις των L’Ami du Peuple, Northern Star και Daily Herald. Εξάλλου ο Τρότσκι της ανεπιτυχούς προσπάθειας (για να φτιάξει πετυχημένη εφημερίδα) των χρόνων 1908-12 γνώρισε πολύ μεγαλύτερη επιτυχία τη χρονιά της επανάστασης, το 1905. Γράφει στην αυτοβιογραφία του ότι είχε φτιάξει εφημερίδες που γνώρισαν μακράν μεγαλύτερη επιτυχία από τον μπολσεβίκικο τύπο: «με τον Πάρβους ξεκινήσαμε την παντελώς άγνωστη Russian Gazette και τη μετατρέψαμε σε όργανο μάχης των μαζών. Σε λίγες μέρες μόνο η κυκλοφορία εκτοξεύτηκε από τις  30,000 στις 100,000. Ένα μήνα μετά έφτασε στο μισό εκατομμύριο… Στις 13 Νοέμβρη, σε συνεργασία με τους Μενσεβίκους βάλαμε μπρός τη δημιουργία ενός μεγάλου πολιτικού οργάνου, της Nachalo.Η κυκλοφορία της έκανε άλματα. Χωρίς το Λένιν η μπολσεβίκικη Novaya Zhizn ήταν αρκετά μονότονη…. Η Nachalo από την άλλη γνώριζε εκπληκτική επιτυχία… Ο Κάμενεφ, ένας από τους εκδότες της, μου περιέγραφε έκ των υστέρων ότι παρακολουθούσε μια μέρα τις πωλήσεις των εφημερίδων στο σταθμό… Η ζήτηση αφορούσε μόνο επαναστατικές εφημερίδες. «Nachalo, Nachalo», ακουγόταν από τα αδημονούντα πλήθη, μετά «Novaya Zhizn», και μετά ξανά  «Nachalo, Nachalo, Nachalo».  «Είπα από μέσα μου τότε», ομολόγησε ο Κάμενεφ, «Αυτοί στη Nachalo γράφουν καλύτερα από εμάς». » (Η ζωή μου, Νέα Υόρκη 1960, σελ 178) . Σε τέτοιες καταστάσεις κυριολεκτικά η εφημερίδα πουλάει από μόνη της. Μπορεί να βοηθήσει στο χτίσιμο ενός κόμματος, αλλά δεν  προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κόμματος για να γνωρίσει βραχυπρόθεσμη επιτυχία.   Τα πράγματα γίνονται τελείως διαφορετικά στην περίοδο της υποχώρησης και της απογοήτευσης. Σε τέτοιες συνθήκες, η επαναστατική εφημερίδα δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς μια επίπονη συστηματική προσπάθεια που μόνο ένα κόμμα μπορεί να καταβάλει. Ο Τρότσκι το κατάλαβε όταν αποπειράθηκε να βγάλει την Βιενέζικη Pravda διακινώντας την σχεδόν μόνος του. Λόγω οικονομικής αδυναμίας την έβγαζε πολύ σποραδικά- μόνο πέντε φύλλα κυκλοφόρησαν τον πρώτο χρόνο έκδοσής της. Αλλά πιο δύσκολο από το γράψιμό της ήταν  διακίνησή της παράνομα στη Ρωσία. Ο εκδότης έκανε έκκληση στους αναγνώστες να στηρίξουν, παραπονούμενος ότι αρκετές στοίβες εφημερίδων είχαν κολλήσει στα ρωσικά σύνορα και δεν μπορούσαν να προωθηθούν λόγω της μη καταβολής 50 ρουβλιών, τα χειρόγραφο υλικό για το νέο φύλλο ήταν στοιβαγμένο στο γραφείο του και δεν μπορούσε να το στείλει για εκτύπωση, η (Βιενέζικη) Πράβντα υποχρεώθηκε να σταματήσει την επικοινωνία με τους αναγνώστες της στη Ρωσία αφού δεν μπορούσε να ανταποκριθεί οικονομικά στα ταχυδρομικά τέλη.. (The Prophet Armed, Λονδίνο, 1954, σελ. 192)

Τα οικονομικά προβλήματα λύθηκαν προσωρινά μόνο όταν το 1910 η μπολσεβίκικη πλειοψηφία της ηγεσίας του ρώσικου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος πήρε την απόφαση να ενισχύει οικονομικά την εφημερίδα, και ξαναεμφανίστηκαν όταν η οικονομική στήριξη διακόπηκε, οπότε η εφημερίδα του Τρότσκι σταμάτησε την κυκλοφορία της, την ίδια εποχή που η εφημερίδα των Μπολσεβίκων άρχιζε να γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στην Πετρούπολη!

Οι Μπολσεβίκοι δεν τα βρήκαν ευκολότερα από τον Τρότσκι στην έκδοση της εφημερίδας και στη διακίνησή της στη Ρωσία τα χρόνια της κάμψης των αγώνων. Αλλά η ύπαρξη μιας πειθαρχημένης οργάνωσης σήμαινε ότι υπήρχε ένα δίκτυο υποστηρικτών που αναλάμβανε να κάνει την απαιτούμενη κοπιαστική και επικίνδυνη δουλειά που χρειαζόταν, παρ’ ότι  αντιμετώπιζαν τη σκληρότερη καταστολή.  Έτσι για παράδειγμα, μπόρεσαν να διακινήσουν αντίτυπα της παράνομης εφημερίδας στη Ρωσία λίγες μόνο εβδομάδες  μετά το ξέσπασμα του πολέμου τον Αύγουστο το 1914 που έδωσε την ευκαιρία στον τσάρο να απομονώσει τους επαναστάτες, να κλείσει τις νόμιμες εφημερίδες και να συλλάβει όσους συνέβαλαν στην έκδοσή τους. Στην 1η Νοέμβρη τυπώθηκαν 1500 φύλλα της  Sotsial Democrat καταγγέλοντας τον πόλεμο, και δεκαπέντε μέρες μετά ο Λένιν μπορούσε να καμαρώνει ότι ήταν όλα έτοιμα για να περάσουν στη Ρωσία. (Κρούπσκαγια, Αναμνήσεις από το Λένιν, Λονδίνο 1970, σελ. 254) . Ο μπολσεβίκος μεταλλεργάτης, ο Σλιάπνικοφ, περιέγραψε πώς κατάφερε να τις περάσει λαθραία εντός συνόρων: «Λόγω των ελέγχων στα σύνορα, οι άνθρωποι απέφευγαν να κουβαλάνε μαζί τους οτιδήποτε ενοχοποιητικό, οπότε έπρεπε να βρούμε τρόπο να τις κρύψουμε. Υπήρχαν διάφοροι τρόποι: σε μπαούλα, σε βιβλία, σε ρούχα, σε ομπρέλες, σε μπαστούνια,  σε παπούτσια κλπ. Εγώ προτιμούσα τα παπούτσια. Έστειλα τις μπότες μου σε τσαγκάρη που μου πρότειναν και του ζήτησα να δημιουργήσει χώρο στις σόλες και στις φτέρνες και να τις γεμίσει με φύλλα της Sotsial Democrat. Στο πρώτο ζευγάρι χώρεσε ένας μικρός αριθμός φύλλων που από περιφερειακές διαδρομές έφτασαν στην Πετρούπολη… (Την παραμονή του 1917, Λονδίνο 1982, σελ.38)

Περιγράφει πώς έναν χρόνο αργότερα προσπάθησε χωρίς επιτυχία να διασχίσει μια γέφυρα από τη Σουηδία στο ρωσικό τμήμα της Φινλανδίας μεταφέροντας μπόλικο έντυπο υλικό. Το σχέδιο ήταν να κατέβει από τη γέφυρα στον πάγο που έλιωνε , και να περάσει κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια των ένοπλων φρουρών της τσαρικής αυτοκρατορίας για να μεταφέρει  τις εφημερίδες εκεί όπου ήταν περισσότερο χρήσιμες. Ωστόσο η προσπάθεια άξιζε.

Στην Πετρούπολη: « η ζήτηση για τον παράνομο σοσιαλιστικό τύπο ήταν τόσο μεγάλη που ο φτωχός παράνομος εξοπλισμός μας δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Για να τα καταφέρει χρειάστηκε την ατομική πρωτοβουλία. Κάθε λογής χειρόγραφα, χιλιογραμμένα ή ανατυπωμένα κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους εργάτες, με περιεχόμενο παράνομες προκηρύξεις, άρθρα παράνομων εκδόσεων του εξωτερικού κλπ. Η Sotsial Democrat και η  Kommunist θεωρούνταν  είδη πολυτελείας, καθώς μια ανάγνωση κόστιζε 50 καπίκια ή ένα ρούβλι. (σελ. 92).

Η εφημερίδα θεωρούταν ένα σημαντικό μέσο στο χτίσιμο παράνομων κομματικών ομάδων στους χώρους δουλειάς. Όπως το έθεταν οι κατευθυντήριες γραμμές του κόμματος για τους «οργανωτές» (σ.μ. δηλ. οι οργανωτικοί υπεύθυνοι για την κυκλοφορία της εφημερίδας) : «κάθε οργανωτής πρέπει να έχει ένα απόθεμα εφημερίδων και να το προμηθεύει στις ομάδες.Μετά τη διανομή τους, πρέπει να συγκεντρώνει ραπόρτα με τις εντυπώσεις που άφησε η εφημερίδα στη συγκεκριμένη επιχείρηση» (σελ. 96).

Η εφημερίδα του κόμματος έπρεπε να αντέξει κάτω και από τις δυσκολότερες περιστάσεις. Ήταν ο ζωντανός σύνδεσμος μεταξύ των εξόριστων που ήταν επιφορτισμένοι με με τη θεωρητική ανάλυση της ταξικής πάλης σε όλες της τις πτυχές, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, τους παράνομους αγωνιστές που διέτρεχαν το συνεχή κίνδυνο σύλληψης καθώς προσπαθούσαν να χτίσουν την παράνομη οργάνωση και τους αγωνιστές της εργατικής τάξης που πρωτοστατούσαν στη δράση μέσα στα εργοστάσια για τους μισθούς,  για το φαγητό κλπ. Η κομματική οργάνωση μπόρεσε  να επιβιώσει μετά το 1914 και να καθοδηγήσει την επανάσταση του 1917, επειδή μπόρεσε, έστω και σε μικρό βαθμό, να βγάζει παράνομες εφημερίδες στα ενδιάμεσα χρόνια που περιλάμβαναν από τη μια τις μακροσκελείς αναλύσεις του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, τον πόλεμο και τις προδοσίες της σοσιαλδημοκρατίας, κι από την άλλη ανταποκρίσεις από το εσωτερικό της Ρωσίας και τις αντιστάσεις των εργατών στον πόλεμο. Διατήρησε το συνδυασμό: ιδέες, εμπειρίες, τι να κάνουμε.

Καμιά εφημερίδα του ενός ατόμου και χωρίς κόμμα δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Και επίσης δε θα το έκανε καμιά οργάνωση που δε θα κατάφερνε να βγάλει μια εφημερίδα για τους πρωτοπόρους αγωνιστές εργάτες.Το κόμμα και η εφημερίδα του συσπείρωσαν τα πιο συνειδητοποιημένα στοιχεία της τάξης την περίοδο της κάμψης του κινήματος, και έτσι τα εκπαίδευσε για να παίξουν τον ηγετικό ρόλο στην επόμενη ανάταση των αγώνων.




H επαναστατική εφημερίδα – Στην άνοδο και την υποχώρηση του κινήματος

Του Κρις Χάρμαν, Καλοκαίρι 1984

https://www.marxists.org/archive/harman/1984/xx/revpress.html

 

Οι εφημερίδες της ανόδου του κινήματος

Τα τέσσερα παραδείγματα που εξετάσαμε αποτελούν τέλεια παραδείγματα για το είδος του χαρακτήρα που πρέπει να έχει η επαναστατική εφημερίδα στην άνοδο του επαναστατικού κινήματος. Πρέπει να είναι εφημερίδες που όχι μόνο διατυπώνουν επαναστατικές ιδέες και προτάσεις για το “τι να κάνουμε”, αλλά και να εκφράζουν πτυχές των ζωντανών εμπειριών των μαζών. Αν το κάνουν, μπορούν να είναι εφημερίδες ΤΩΝ μαζών, αλλά και ΓΙΑ τις μάζες, εφημερίδες που οργανώνουν τη δράση παράλληλα με το κήρυγμα για τη σημασία της.

Το ζήτημα έπιανε σωστά ο Ζινόβιεφ σε ένα γράμμα του, στο οποίο έγραφε για λογαριασμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς στους εκδότες των κομμουνιστικών εφημερίδων το 1921. Παραπονιόταν ότι:

«οι εφημερίδες μας είναι υπερβολικά «στεγνές», υπερβολικά αφηρημένες, υπερβολικά όμοιες με τις εφημερίδες του παλιού τύπου. Αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από θέματα που ενδιαφέρουν τους επαγγελματίες πολιτικούς, και περιέχουν πολύ λίγα θέματα που θα μπορούσαν να διαβαστούν με ενθουσιασμό από τον κάθε εργαζόμενο, τον κάθε μεροκαματιάρη, την κάθε υπηρέτρια, τον κάθε στρατιώτη. Οι εφημερίδες μας περιέχουν πάρα πολλές επιτηδευμένες άγνωστες λέξεις, τόσο πολλά μακροσκελή και στείρα άρθρα. Πασχίζουμε να μιμηθούμε τις «σοβαρές» εφημερίδες. Όλο αυτό πρέπει να αλλάξει… Μια καθημερινή Κομμουνιστική εφημερίδα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να καταπιάνεται αποκλειστικά με ό,τι αποκαλείται «υψηλή» πολιτική. Αντίθετα, τα τρία τέταρτα της εφημερίδας πρέπει να είναι αφιερωμένα στην καθημερινότητα των εργατών…  Οι εφημερίδες μας πρέπει να ανταγωνιστούν τις αστικές και άλλες εφημερίδες. Πρέπει να διαθέτουμε άφθονο καλό υλικό, καλοστημένο και ευανάγνωστο… Πρέπει να σκεφτόμαστε συστηματικά γιατί ο απλός λαός γοητεύεται από …τις αστικές εφημερίδες… Πρέπει να μάθουμε από εφημερίδες όπως η Daily Herald που πασχίζει να καλύψει όλες τις φάσεις της ζωής του εργάτη και της οικογένειάς του… Επιπλέον, πρέπει να εισάγουμε ένα χαρακτηριστικό που μας κάνει ιδιαίτερους, κάτι που οι αστικές και σοσιαλδημοκρατικές εφημερίδες δεν μπορούν να έχουν. Αυτό είναι συγκεκριμένα τα γράμματα από τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες από τα εργοστάσια και τα εργαστήρια, τα γράμματα από τους στρατιώτες κλπ.  Πρέπει να διαμορφώσουμε τον νέο κομμουνιστή δημοσιογράφο . Αυτός πρέπει να ενδιαφέρεται λιγότερο για τα παρασκήνια του κοινοβουλίου και περισσότερο για τα εργοστάσια και τους άλλους εργασιακούς χώρους , τα σπίτια των εργατών, τα σαλόνια των εργατών, τα σχολεία των εργατών κλπ. Θα πρέπει να τροφοδοτεί την εφημερίδα όχι με παρασκηνιακό κουτσομπολιό, αλλά με ραπόρτα εργατικών συνελεύσεων, περιγραφές των εργατικών αναγκών, την πιο εμπεριστατωμένη ενημέρωση για την αύξηση του κόστους ζωής κλπ… Ο απλός λαός εκτιμά πάρα πολύ έναν δηκτικό σαρκασμό, έναν δηλητηριώδη χλευασμό προς τον εχθρό. Μια γελοιογραφία (σ.μ. ενός εργάτη) που χτυπά το καρφί στο κεφάλι (σ.μ. του εχθρού) είναι πιο χρήσιμη απ ό,τι μια ντουζίνα αυτοαποκαλούμενα «μαρξιστικά» άρθρα υψηλής έμπνευσης … Πρέπει συχνά, αντί για τα συνηθισμένα «σοβαρά» καθημερινά πρώτα θέματα, να βάλουμε ένα περισσότερο ή λιγότερο αξιόλογο γράμμα από έναν εργάτη  ή ομάδα εργατών σε κάποιο εργοστάσιο, ή μια εικόνα κάποιων εργατών που έχουν συλληφθεί ή τη βιογραφία ενός εργάτη που καταδικάστηκε  από τα αστικά δικαστήρια και επέδειξε ακέραια στάση στη δίκη του. Λιγότερο αφηρημένες και περισσότερο συγκεκριμένες- αυτό χρειάζεται να γίνουν οι εφημερίδες μας…» (Ανακοίνωση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το 1921).

Αυτή είναι μια καταπληκτική περιγραφή για το τι έπρεπε να κάνει μια επαναστατική εφημερίδα σε περίοδο ανόδου των εργατικών αγώνων. Είναι μια σύνοψη του τι έκανε όχι μόνο η Πράβντα, αλλά κι αυτό που έκαναν καλύτερα η L’Ami du Peuple, η Northern Star και η Daily Herald.

Κάνοντας αυτά, η εφημερίδα αντανακλούσε τα αισθήματα των χρόνων μεταξύ 1917 και 1921, όταν η μια χώρα πίσω από την άλλη σαρωνόταν από το επαναστατικό κύμα, με τα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης να χωρίζονται στη μέση, με τους  μισούς αγωνιστές τους να περνάνε στο στρατόπεδο του επαναστατικού κομμουνισμού. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τις παρατηρήσεις του Ζινόβιεφ για το πώς θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι η επαναστατική εφημερίδα κατάλληλες για όλες τις εποχές και σε όλες τις περιστάσεις.  Γιατί καμιά από τις εφημερίδες που περιγράψαμε μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να επιβιώσει στην αρχική της μορφή, καθώς η ανάπτυξη και η ενίσχυση του αγώνα έδωσαν τη θέση τους σε μια περίοδο ηττών και απογοήτευσης.

Η L’Ami du Peuple δεν επιβίωσε μετά τη δολοφονία του Μαρά το 1793, κι οι εφημερίδες που πήραν το αναγνωστικό κοινό της, όπως η re Duchesne του bert, δεν άντεξαν στην πτώση του επαναστατικού κύματος μετά το Θερμιδώρ του 1794. Η Northern Star τα έβγαζε πέρα κουτσά στραβά για τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία μεγάλη αναλαμπή του Χαρτισμού το 1848, αλλά με πολύ μειωμένη κυκλοφορία κι επιρροή πριν καταρρεύσει το 1852. Όπως είδαμε, η Daily Herald έγινε εβδομαδιαία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και απλά επιβίωσε μετά τις μεγάλες ήττες των συνδικάτων το 1921 μετακινούμενη απότομα προς τα δεξιά και παύοντας να είναι μια «εργατική» εφημερίδα απ’ οποιαδήποτε άποψη.

Η Πράβντα εξαναγκάστηκε να κλείσει μετά την πτώση του κινήματος που επέφερε το ξέσπασμα του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου κι επέτρεψε στον τσαρισμό να υιοθετήσει μια πολύ πιο “περιοριστική” πολιτική από εκείνη που ακολούθησε το 1911-13. Η εφημερίδα μπόρεσε να ξανανοίξει με την επανάσταση του Φλεβάρη του 1917- αλλά μόνο επειδή το Μπολσεβίκικο Κόμμα κατάφερε να διατηρήσει τον παράνομο μηχανισμό του στο μεσοδιάστημα, βγάζοντας εφημερίδες αρκετά διαφορετικού τύπου από την Πράβντα.

Η εφημερίδα την περίοδο της υποχώρησης

Η σχέση μεταξύ καθημερινής εμπειρίας των εργατών και ιδεών του επαναστατικού σοσιαλισμού είναι αρκετά διαφορετική στην περίοδο της υποχώρησης απ’ ότι στην περίοδο ανόδου του κινήματος. Οι εργάτες πλέον δεν βιώνουν και γι αυτό δεν αναγνωρίζουν τη δύναμη της συλλογικής δράσης. Δε βλέπουν πλέον στην πράξη πόσο απατηλές είναι οι ιδέες της άρχουσας τάξης. Μόνο μια μειοψηφία -μερικές φορές μια ισχνή μειοψηφία- της τάξης είναι που διατηρεί την πίστη σε ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό όραμα. Και αυτό το κάνουν όχι στη βάση της άμεσης εμπειρίας, αλλά των γενικών ιδεών που έχουν εξελιχθεί από τους αγώνες του μακρινού παρελθόντος ή μακρινών χωρών. Το μοντέλο της εφημερίδας που ταιριάζει σε αυτήν την περίοδο είναι αρκετά διαφορετικό από αυτό της Πράβντα της ανόδου του κινήματος. Πρέπει να βασίζεται περισσότερο πάνω στη γενική θεωρητική επιχειρηματολογία και πάνω στο τι πρέπει να γίνει για να μπει ένα τέλος στις διαδοχικές ήττες. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να συσπειρώσει τη μειοψηφία των εργατών που συνεχίζουν να γοητεύονται από τις επαναστατικές ιδέες και να τους εξοπλίσει ώστε να αντέξουν την καθολική πίεση για δεξιά στροφή. Ιστορικά, οι καλύτερες εφημερίδες που κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια της κάμψης του κινήματος ήταν αρκετά διαφορετικής δομής από αυτές που κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια της ανόδου του. Η Neue Rheinische Zeitung (στΜ εφημερίδα του Καρλ Μαρξ) που γραφόταν στην εξορία το 1850 ήταν  ένα ογκώδες έντυπο με μακροσκελή άρθρα, όπως αποσπάσματα του κειμένου «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία». Η Red Republican που έβγαλε ο Julian Harney το 1850 σε μια προσπάθεια να συσπειρώσει τη ριζοσπαστική πτέρυγα των Χαρτιστών, περιελάμβανε ραπόρτα από εργατικές συνελεύσεις και απεργίες, αλλά ο πυρήνας της απαρτιζόταν από εκτεταμένα άρθρα-όπως η δημοσίευση της πρώτης αγγλικής μετάφρασης του Κομμουνιστικού Μανιφέστου (με το εμπροσθόφυλλο να  ξεκινά με την αθάνατη φράση «ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη…»). Οι παράνομες εφημερίδες που περνούσαν οι Μπολσεβίκοι λαθραία από το εξωτερικό στη Ρωσία στα χρόνια 1907-11 και 1914-17 περιλάμβαναν άρθρα πολλών χιλιάδων λέξεων, σε αντίθεση με τα άρθρα των 500-600 λέξεων της Πράβντα. Η επαναστατική εφημερίδα είναι αναντικατάστατο εργαλείο για την οργάνωση τόσο στην κάμψη όσο και στην ανάταση του κινήματος. Είναι το μέσο με το οποίο οι πενιχρές και διασκορπισμένες δυνάμεις του επαναστατικού σοσιαλισμού επικοινωνούν μεταξύ τους, θωρακίζονται απέναντι στις πιέσεις ενός ιδεολογικά εχθρικού περιβάλλοντος, και κερδίζουν λίγο νέο κόσμο μαζί τους. Αλλά είναι ένα εργαλείο που (σε κάθε περίπτωση) πρέπει να φτιάχνεται διαφορετικά, γιατί η ουσία της δουλειάς είναι διαφορετική. Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, για παράδειγμα, αν μια εφημερίδα στην κάμψη του κινήματος εφαρμόσει κατά γράμμα την έκκληση του Ζινόβιεφ να αφιερώσει το μισό χώρο της σε γράμματα συνηθισμένων εργατών; Είτε ξεπέφτει στην κραυγαλέα απάτη, παρουσιάζοντας ιδέες των στρατευμένων επαναστατών και παρουσιάζοντάς τες σαν να πηγάζουν κατευθείαν μέσα από το εργοστάσιο. Είτε ,το πιο πιθανό, αποτυπώνει τα βάσανα των εργατών, χωρίς ωστόσο να δίνει καμιά ξεκάθαρη ιδέα  για το τι πρέπει να γίνει γι αυτά.

Γιατί αν η διάθεση της τάξης είναι αυτή της μιζέριας και της απογοήτευσης, και όχι αυτή της αυτοπεποίθησης για να παλέψει, τότε η εφημερίδα απλά θα αντανακλά τη μιζέρια και την απογοήτευση. Αντί να εκφράζει το θυμό της τάξης, όπως κάνει η εφημερίδα της ανόδου του κινήματος, εκφράζει την πτώση του ηθικού της- και πολύ συχνά καταλήγει να υποκύπτει σε ρεφορμιστικές αυταπάτες, οι οποίες αναπτύσσονται μέσα στην τάξη όταν πέφτει το ηθικό της. Φυσικά υπάρχουν μερικά στοιχεία που ενώνουν την εφημερίδα της κάμψης και εκείνη της ανόδου του κινήματος. Και οι δυο μορφές της πρέπει να είναι εργαλεία μάχης κι όχι απλά σχολιαστές της πραγματικότητας.  Όπως το έθεσαν οι Θέσεις του 3ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς: «η εφημερίδα μας πρέπει να στοχεύει στη συγκεντροποίηση των πολύτιμων εμπειριών όλων των μελών του κόμματος και  να διαδίδει αυτήν την εμπειρία με τη μορφή κατευθυντήριων γραμμών με στόχο οι κομμουνιστικές μέθοδοι δουλειάς να επανεξετάζονται και να βελτιώνονται διαρκώς…Οι εφημερίδες μας θα εδραιώσουν την επιρροή τους βασισμένες στην ασυμβίβαστη στάση που κρατάνε σε όλα τα προλεταριακά σοσιαλιστικά ζητήματα…Πρέπει να αγνοήσουν τις κριτικές των λιπόψυχων αστών διανοουμένων και των δεξιοτεχνών της δημοσιογραφίας και να μην επιδιώξουν να συμμετέχουν σε τέτοιες φιλολογικές συζητήσεις.»

Πρέπει τόσο να δίνουν βάση στις επιφανειακές πλευρές των γεγονότων όσο και να αποκαλύπτουν την ταξική τους ουσία. Όπως επέμενε ο Τρότσκι, όταν έκανε κριτική στη γαλλική κομμουνιστική εφημερίδα  l’Humanité το 1921, δεν πρέπει να κάνουν το λάθος να δουν την πολιτική με όρους κοινοβουλίου («Τα πέντε πρώτα χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς», τόμ.1, σελ. 166) ούτε τα διεθνή γεγονότα με όρους διπλωματίας. Οι αναλύσεις της εφημερίδας πρέπει να σχετίζονται με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αγωνιστές της εργατικής τάξης, και η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένη πρέπει να είναι κατανοητή από αυτούς τους αγωνιστές.

Αλλά η εφημερίδα της κάμψης του κινήματος έχει έναν πολύ διαφορετικό, κι από πολλές απόψεις πιο δύσκολο, στόχο να εκπληρώσει. Αντιμετωπίζει μια κατάσταση όπου οι επαναστατικές σοσιαλιστικές ιδέες δέχονται συνεχείς επιθέσεις απ’ όλα τα μέτωπα, και πρέπει να αφιερώσει χώρο στις σελίδες της για να τις υπερασπιστεί. Μια από τις βασικές αποστολές της είναι να εξοπλίσει τους αναγνώστες της ιδεολογικά, και αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν τους παρέχει μια ξεκάθαρη, συνολική σκοπιά για τον κόσμο. Ακόμα και η πιο κεντρική ιδέα, αυτή της δύναμης των εργατών, δεν μπορεί να αποδειχθεί παραθέτοντας κάποιο γεγονός πρόσφατο, αλλά απαιτεί εμπεριστατωμένα ιστορικά άρθρα και μια επίπονη ανάλυση του τι συμβαίνει στον καπιταλισμό σε παγκόσμια κλίμακα. Στην άνοδο του κινήματος οι ιδέες του επαναστατικού σοσιαλισμού ανταποκρίνονται περισσότερο στα προχωρήματα που κάνει αυθόρμητα η εργατική τάξη. Αλλά στην κάμψη του κινήματος η κατάσταση μοιάζει πάρα πολύ με αυτήν που περιγράφεται στο «Τι να κάνουμε», της σοσιαλιστικής συνείδησης που έρχεται έξω από την τάξη- από τα επιχειρήματα ενός κόμματος που διατηρεί τη μνήμη του τι έγινε στις προηγούμενες ανόδους του κινήματος.Η εφημερίδα της κάμψης του κινήματος πρέπει να περιέχει ραπόρτα από τους εργατικούς αγώνες που ξεδιπλώνονται. Αυτοί οι αγώνες είναι το κλειδί που καθιστά την εφημερίδα ικανή να σχετιστεί με τη μειοψηφία που συνεχίζει να αγωνίζεται. Αλλά τα ραπόρτα δεν μπορούν να είναι απλές περιγραφές, αφού αυτές οι περιγραφές θα ήταν πιθανότερο να βρίθουν ηττών και προδοσιών. Αυτό που χρειάζεται είναι αρκετά μακροσκελείς συζητήσεις για το τι πήγε λάθος και τι θα μπορούσε να γίνει για να διορθωθούν τα πράγματα. Στην άνοδο του κινήματος μπορούμε να δούμε αρκετές εφημερίδες που δίνουν αρκετά μπερδεμένες απαντήσεις στο τι πρέπει να γίνει, όπως πχ είδαμε με την Daily Herald. Στην κάμψη όμως  όχι μόνο τέτοια μπερδέματα ανοίγουν το δρόμο για την ήττα, αλλά κι εξασφαλίζουν ότι η εφημερίδα θα είναι αποτυχημένη.  Γιατί τη μειοψηφία των αγωνιστών την ενδιαφέρει να ανακαλύψει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο τον τρόπο που θα αποφύγουμε τις νέες ήττες.

Το τι συμβαίνει όταν μια εφημερίδα δεν δίνει τέτοιες απαντήσεις φαίνεται από το παράδειγμα μιας εφημερίδας που εξέδιδε ο Τρότσκι παράνομα από την εξορία τα χρόνια 1908-12 (την αποκαλούμενη «Βιεννέζικη» Πράβντα, για να μην μπερδεύεται με τη μετέπειτα μπολσεβίκικη ομώνυμη εφημερίδα).  Ο Τρότσκι ήταν μακράν ο πιο ταλαντούχος πολιτικός συγγραφέας μεταξύ των Ρώσων επαναστατών σοσιαλιστών.

Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Ισαάκ Ντόιτσερ στην κλασσική βιογραφία του (του Τρότσκι) : «σε όλα τα φύλλα της Πράβντα δε χώρεσε ούτε μια από τις μεγάλες δημοσιογραφικές δουλειές του Τρότσκι. Ήθελε να απευθύνεται στους «απλούς εργάτες» και όχι στα πολιτικοποιημένα μέλη του κόμματος, και να «στηρίζει, όχι να καθοδηγεί» τους αναγνώστες.» Η απλή γλώσσα της Πράβντα (σ.μ. η “βιεννέζικη Πράβντα” του Τρότσκι) και το γεγονός ότι κήρυττε την ενότητα του κόμματος της εξασφάλισε μια σταθερή αναγνωσιμότητα αλλά όχι σταθερή επιρροή. Όσοι επιδιώκουν τη δημιουργία μιας φράξιας ή μιας ομάδας συνήθως  καταφεύγουν σε μια λίγο-πολύ περίπλοκη επιχειρηματολογία κι απευθύνονται στα ανώτερα και μεσαία στελέχη του κινήματος παρά στα απλά μέλη».

Οι τελευταιίοι είναι ικανοί «να κερδίσουν τα στελέχη ενός κόμματος με την αναπτυγμένη επιχειρηματολογία τους», τα οποία στελέχη «μεταφέρουν την επιχειρηματολογία, σε πιο απλοποιημένη μορφή στα απλά μέλη».




Η επαναστατική εφημερίδα (1984)-Η Pravda των μπολσεβίκων

 

Του Κρις Χάρμαν

https://www.marxists.org/archive/harman/1984/xx/revpress.html

 

Η Pravda (Πράβντα) των μπολσεβίκων

Δύσκολα θα φιγούρα τόσο διαφορετική από τους Τζορτζ Λάνσμπερι και Φίργκους Ο’ Κόνορ στην ιστορία του εργατικού κινήματος όσο ο Βλάντιμιρ Λένιν. Ωστόσο, ο Λένιν είχε μαζί τους κάτι κοινό. Όχι μόνο συνέλαβε την κεντρική σημασία της εργατικής εφημερίδας, αλλά ήξερε και ποια χαρακτηριστικά έπρεπε να έχει η εφημερίδα για να παίξει το ρόλο της. Η Πράβντα εκδόθηκε στη Ρωσία λίγες μέρες μετά την επανεκκίνηση της Daily Herald σαν συστηματική έκδοση τον Απρίλη του 1912. Αυτό ήταν σύμπτωση. Αυτό που δεν ήταν σύμπτωση ήταν ο τρόπος με τον οποίο γνώρισε την ανάπτυξη, όπως και η βρετανική καθημερινή, μέσα από μια διογκούμενη παλίρροια εργατικών αγώνων. Για το Λένιν η εφημερίδα έγινε αντιληπτή σαν μέσο για τη συγκεντροποίηση των εμπειριών των εργατών στον αγώνα, τη γενίκευση των εμπειριών και τον πολιτικό προσανατολισμό τους.

Όπως είδαμε, ο Λένιν είχε ήδη κατανοήσει τον κομβικό ρόλο της επαναστατικής εφημερίδας από το 1902 με τα κείμενα «Από πού να ξεκινήσουμε» και «Τι να κάνουμε».  Την περίοδο της υποχώρησης μετά την επανάσταση του 1905, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κυκλοφορήσουν παράνομες εφημερίδες και να αποστέλλονται στη Ρωσία, παρά μόνο σε μη τακτική και σποραδική βάση. Η ίδια η μπολσεβίκικη οργάνωση μόλις και μετά βίας υπήρχε στη Ρωσία. Ο Λένιν έγραφε το 1911: « Προς το παρόν η πραγματική θέση του κόμματος είναι τέτοια που σχεδόν παντού κατά τόπους υπάρχουν μικροί, άτυποι, εξαιρετικά μικροί και μικροσκοπικοί πυρήνες και ομάδες εργατών που συναντιούνται σποραδικά. Δε συνδέονται μεταξύ τους. Πολύ σπάνια φτάνει στα χέρια τους έντυπο υλικό.» (Διαλεχτά Έργα , τόμ.17, σελ.202)

Αλλά εκείνη τη χρονιά υπήρξε η ανάκαμψη των εργατικών αγώνων, και το κόμμα μπόρεσε να βγάλει μια νόμιμη εφημερίδα (δηλαδή μια εφημερίδα γραμμένη με ειδική, αισώπεια γλώσσα για να αποφεύγει τη λογοκρισία), τη Zvezda στην Πετρούπολη σε εβδομαδιαία βάση κι έπειτα δυο φορές τη βδομάδα. Ένα συνέδριο του κόμματος το Γενάρη του 1912 αποφάσισε την έκδοση μιας καθημερινής νόμιμης εφημερίδας, της Pravda (παρά τις αμφιβολίες του Λένιν και του Ζινόβιεφ για τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος), και το πρώτο φύλλο της κυκλοφόρησε 22 Απρίλη.

Εκείνη την περίοδο το κύμα των αγώνων απογειώθηκε. Στις 5 Απρίλη οι δυνάμεις καταστολής του τσάρου άνοιξαν πυρ απέναντι σε ένα πλήθος άοπλων απεργών στις χρυσοφόρες περιοχές του Λένα, στα βάθη της Σιβηρίας, σκοτώνοντας 500. Οι μέρες που ακολούθησαν σημαδεύτηκαν από γιγάντιες απεργίες διαρκείας και διαδηλώσεις σε όλη τη Ρωσία, στις οποίες συμμετείχαν 300.000 εργάτες. Οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν την Πρωτομαγιά με μια τεράστια απεργία 400.000 εργατών. Αυτά σε σύγκριση με ένα σύνολο μόνο 105.110 απεργών σε ολόκληρο το 1911! Η Πράβντα εκτινάχθηκε ως η εφημερίδα που αντανακλούσε τις νέες διαθέσεις της τάξης. Όπως έλεγε κι ένας αντίπαλος των Μπολσεβίκων, στις σελίδες της εφημερίδας: « διαβάζουμε για τις δράσεις των εργατικών οργανώσεων, των συνδικάτων, των συλλόγων και των συνεταιρισμών, τις συνελεύσεις των μελών αυτών των οργανισμών και τις συνεδριάσεις των ηγετικών επιτροπών τους…. Για τις συζητήσεις που οργανώνονται από τους εργάτες, για τις απεργίες και τις απεργιακές επιτροπές, για την οργάνωση διάφορων συγκεντρώσεων, για τις απόπειρες για πολιτικές δραστηριότητες από μέρους εργατικών ομάδων προς υπεράσπιση των εργατικών εφημερίδων, για να τιμήσουν τη μνήμη του Μπέμπελ (του Γερμανού σοσιαλιστή ηγέτη που μόλις είχε πεθάνει) ή μερικές άλλες τρέχουσες δραστηριότητες.»

Όπως το έθεσε ο Λένιν: « Καθώς κοιτάνε τις αναφορές από τις εργατικές συναθροίσεις σε συνδυασμό με τα γράμματα από τους εργοστασιακούς και τους εργάτες σε υπηρεσίες απ’ όλα τα μέρη της Ρωσίας, οι αναγνώστες της Πράβντα, οι περισσότεροι όντας διασκορπισμένοι και χωρισμένοι μεταξύ τους από τις ακραίες συνθήκες της ρωσικής ζωής, παίρνουν μια ιδέα του πώς παλεύουν οι προλετάριοι σε διάφορα συνδικάτα και διάφορες περιοχές, πώς αφυπνίζονται για την υπεράσπιση της εργατικής δημοκρατίας.  Το χρονικό της ζωής των εργατών έχει αρχίσει μόλις να εξελίσσεται σε ένα μόνιμο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Πράβντα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αργότερα, πέρα από τα γράμματα για τις {εργοδοτικές} παραβιάσεις στα εργοστάσια, για το ξύπνημα κάποιου νέου κλάδου του προλεταριάτου, τις συγκεντρώσεις για το ένα ή άλλο ζήτημα  που απασχολούσε τους εργάτες,  η εφημερίδα αρχίζει να δέχεται αναφορές με τις σκέψεις και τα αισθήματα των εργατών, τις εκλογικές διαδικασίες, τις εκλογές για τους αντιπροσώπους των εργατών, για το τι διαβάζουν οι εργάτες, για ζητήματα ειδικού ενδιαφέροντός τους κλπ. Η εφημερίδα των εργατών είναι μια εργατική πλατφόρμα. Πριν απ’ οπουδήποτε αλλού η εργατική τάξη της Ρωσίας θα έπρεπε να απευθύνεται εδώ για τα διάφορα -το ένα μετά το άλλο- ζητήματα της καθημερινότητας των εργατών γενικά και της εργατικής τάξης συγκεκριμένα.» (Διαλεχτά Έργα, τόμ. 18, σελ. 300).

Ο Ζινόβιεφ ισχυριζόταν ότι: « αφιέρωνε πάνω από το μισό της χώρο σε γράμματα από τους εργοστασιακούς εργάτες και εργάτριες. Η Πράβντα ήταν ένα ιδιαίτερο είδος Κομμουνιστικής εφημερίδας. Έβαζε καθήκοντα, κάτι που δεν έκανε καμιά άλλη εφημερίδα. Διέφερε ακόμα και στην εξωτερική μορφή από όλες τις άλλες αστικές και σοσιαλδημοκρατικές φυλλάδες. Η μισή εφημερίδα γραφόταν από εργάτες κι εργάτριες, στρατιώτες, ναύτες, μάγειρες, αμαξοδηγούς, βοηθούς καταστημάτων…  Αυτά τα γράμματα μιλούσαν για την καθημερινότητα στο εργοστάσιο, στο εργοστάσιο, στους στρατώνες, στις εργατοσυνοικίες. Με απλή γλώσσα, εξιστορούνταν οι λεπτομέρειες για τις στερήσεις και την καταπίεση που βίωναν οι εργάτες. Αυτά τα γράμματα εξέθεταν τη μικρόψυχη τυραννία των ανωτέρων στα εργοστάσια και στα εργαστήρια. Αυτά τα γράμματα έδιναν μια ανάγλυφη εικόνα της φτώχειας και των δεινών που υφίσταντο οι μάζες. Αυτά τα γράμματα, καλύτερα από καθετί άλλο στον κόσμο εξέφραζαν τις οξυνόμενες διαμαρτυρίες  που κοχλάζανε και αργότερα ξεσπάσανε στη μεγάλη επανάσταση. Η εφημερίδα έγινε ο μεγάλος δάσκαλος των εργαζόμενων μαζών, και οι ίδιοι εργάτες  συνεισέφεραν σε σημαντικό βαθμό σε αυτήν την κατεύθυνση. Απλά αρκούσε να εμφανιστεί κάποιο γράμμα από συγκεκριμένο εργοστάσιο ή στρατώνα για να ρουφηχτεί με όρεξη από τους αναγνώστες στο συγκεκριμένο χώρο.Οι εργάτες εξοικειώθηκαν στην ανάγνωση αυτού του είδους της ανταπόκρισης. Η δημοσίευση ενός γράμματος  που αφορούσε συγκεκριμένο εργοστάσιο γινόταν ένα σπουδαίο γεγονός σε εκείνο το εργοστάσιο. Η αποκάλυψη θα διαβαζόταν από μέλη και μη μέλη του κόμματος και η εφημερίδα θα γινόταν ο φόβος και ο τρόμος όλων των καταπιεστών της εργατικής τάξης…» (Ανακοίνωση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 1921)

Αφού η εφημερίδα αντανακλούσε με αυτόν τον τρόπο τις εμπειρίες των μαζών, έγινε πολύ εύκολα οργανωτής τους. Αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Μπολσεβίκους, αφού λειτουργούσαν σαν παράνομο κόμμα, με καμιά δυνατότητα να προβαίνουν σε ανοιχτές στρατολογίες. Μπορούσαν,ωστόσο να φτιάξουν ένα δίκτυο ανθρώπων που επικοινωνούσαν με τη εφημερίδα, τη διακινούσαν και κάνανε συναθροίσεις γι αυτήν στους εργασιακούς χώρους. Έτσι για παράδειγμα οι μισές εφημερίδες που πουλιόνταν στην Αγ. Πετρούπολη πουλιόνταν μέσα στα εργοστάσια. Το άτομο που χρεωνόταν την πώλησή τους ήταν στην πράξη η ανακάλυψη του νόμιμου τρόπου για να οργανωθούν οι υποστηρικτές του παράνομου κόμματος.  Η συγκέντρωση ενός καπικίου (ρωσικό νόμισμα) για την εφημερίδα από κάθε εργάτη έκανε την οικονομική ενίσχυση του κόμματος μια έκφραση υποστήριξης στο κόμμα. Οι λίστες των εισφορών δημοσιεύονταν στην εφημερίδα δίνοντας μια εικόνα του πόσο εξαπλωμένο ήταν το δίκτυο υποστήριξης στην εφημερίδα. Έτσι όταν ο Λένιν ήθελε να δείξει πόσο πιο δυνατοί ήταν οι Μπολσεβίκοι σε σχέση με το ρεφορμιστικό «λικβινταριστικό» ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα (στΜ κατηγορία που απευθυνόταν κυρίως στους Μενσεβίκους), σύγκρινε τη  λίστα οικονομικών ενισχύσεων που δημοσιεύονταν στην Πράβντα με τη αντίστοιχη λίστα της λικβινταριστικής εφημερίδας, της Luch. Το γεγονός  ότι η Πράβντα πουλούσε 40.000 φύλλα καθημερινά και λάμβανε εισφορές από 2.181 από διαφορετικές ομάδες εργατών το 1913, σε αντίθεση με τα 16.000 φύλλα καθημερινά μόνο και τις 671 εισφορές  για τις λικβινταριστικές εφημερίδες, ήταν η απόδειξη γι αυτόν του πόσο μεγαλύτερη υποστήριξη είχαν οι Μπολσεβίκοι. (Βλέπε για παράδειγμα, Διαλεχτά Έργα, τόμ 20, σελ 381-387).

Αλλά η Πράβντα δεν αντανακλούσε απλώς τις εμπειρίες των εργατών. Έψαχνε να κάνει τις συνδέσεις με τις γενικές ιδέες που διείπαν τους Μπολσεβίκους. Ο Λένιν ισχυριζόταν στο «Τι να κάνουμε» ότι η επαναστατική εφημερίδα έπρεπε να κάνει κάτι παραπάνω από το να αποκαλύπτει τις ιδιαίτερες συνθήκες που βίωναν οι εργάτες στα εργοστάσια. Έπρεπε να παρέχει επίσης μια σφαιρική κριτική της κοινωνίας σαν σύνολο- του τσαρικού κράτους, της ανάπτυξης του καπιταλισμού μέσα σε αυτό, του ρόλου των διάφορων τάξεων, του κάθε είδους αγώνων ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση όπως επίσης και των εργατικών αγώνων. Ο Λένιν μετακόμισε από τη Γενεύη στην Κρακοβία (στο ελεγχόμενο από τη Γερμανία κομμάτι της Πολωνίας), έτσι ώστε να τροφοδοτεί σε σχεδόν καθημερινή βάση την εφημερίδα με άρθρα, για να εξασφαλίσει ότι οι ξεκάθαρες μαρξιστικές ιδέες θα έβρισκαν το δρόμο τους στο χαρτί.

Έγραψε κυριολεκτικά εκατοντάδες άρθρα.  Πολλά ήταν σύντομα, 500 ή 600 λέξεις, σχολιάζοντας μια ευρεία γκάμα θεμάτων- το συνέδριο του ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, τα 18 χρόνια του ρωσικού εργατικού κινήματος, την καριέρα ενός γηράσκοντος αντιδραστικού που κάποτε ήταν φιλελεύθερος, τη συγκέντρωση της παραγωγής στη Ρωσία, τα επίπεδα των μισθών και των απεργιών, τη Βρετανική Φιλελεύθερη κυβέρνηση, το αν οι παπάδες θα έπρεπε να εμπλέκονται με την πολιτική, τον Ιταλικό πόλεμο στη Λιβύη, τους Βαλκανικούς πολέμους, την Κινέζικη επανάσταση του 1912, τις εκλογές στις ΗΠΑ, το συνέδριο του Βρετανικού Εργατικού κόμματος, τον θάνατο του Χάρι Κουέλτς του βρετανικού  SDF, τη φιλοσοφία του Ντίτσγκεν.

Το νόημα αυτών των άρθρων δεν η ενημέρωση απλά για την ενημέρωση. Κάθε άρθρο ήταν στρατευμένο σε ένα  πολιτικό στόχο: να ξεσκεπάσει τον προδοτικό ρόλο της αστικής τάξης στη μάχη κατά του τσαρισμού, τον κίνδυνο του ρεφορμιστικού ρεύματος για το εργατικό κίνημα, τον τρόπο που ο ιμπεριαλισμός οδηγούσε στον πόλεμο, τη σχέση μεταξύ του αγώνα για εθνική απελευθέρωση και της πάλης για τον σοσιαλισμό κλπ. Ο στόχος ήταν να ανυψώσει τη συνείδηση των εργατών-αναγνωστών, έτσι ώστε να αρχίσουν να βλέπουν την σύνδεση της ίδιας τους της εμπειρίας με τον παγκόσμιο αγώνα της τάξης τους.

Ο Λένιν έγραψε επίσης άρθρα διαφορετικού είδους-πολύ μεγαλύτερα (δυο χιλιάδες λέξεις και πάνω, μερικές φορές δημοσιευόμενα σε συνέχειες σε δυο ή τρία φύλλα της εφημερίδας), στα οποία καταπιανόταν εκτεταμένα με επιχειρήματα που κυκλοφορούσαν στο εργατικό κίνημα ως προς τους στόχους της περιόδου.  Βασικά αυτά πήραν τη μορφή ενάντια στους «λικβινταριστές». Σε μια φάση το ζήτημα που μπήκε ήταν αν το εργατικό κίνημα έπρεπε να αυτοπεριοριστεί απλά στο να χτίσει ένα πλατύ ριζωμένο νόμιμο κόμμα γύρω από τα συνδικάτα, τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, τις νόμιμες εφημερίδες κλπ. Οι Μπολσεβίκοι, και αρχικά και το τμήμα των Μενσεβίκων γύρω από τον Πλεχάνοφ, ισχυρίστηκαν ότι κάτι άλλο ήταν ζωτικής σημασίας- η διατήρηση παράνομου μηχανισμού, με τις εφημερίδες του να λαμβάνονται παράνομα από το εξωτερικό. Αλλά κάτω από αυτή τη διαμάχη κρυβόταν μια άλλη, πιο θεμελιώδης. Περιοριζόμενοι σε νόμιμες μορφές οργάνωσης,  οι λικβινταριστές έπρεπε να αρνηθούν την επαναστατική ανατροπή του τσαρισμού και να θολώσουν τις διαφορές τους με τους φιλελεύθερους αστούς που απλά ήθελαν να μεταρρυθμίσουν τον τσαρισμό. Γι αυτό μόνο ο παράνομος τύπος ήταν δυνατό να μιλήσει ανοιχτά για την επαναστατική ανατροπή της κοινωνίας, και ήταν μόνο μέσα από παράνομες μορφές οργάνωσης που μπορούσαν να γίνουν οι προετοιμασίες για κάτι τέτοιο. Με την επιμονή να ανοίγονται τέτοια ζητήματα στην εφημερίδα (σε ορισμένες περιπτώσεις σε αντίθεση με τις επιθυμίες των τότε εκδοτών στην Αγ. Πετρούπολη) , ο Λένιν επέμενε ότι η εφημερίδα έπρεπε να είναι κάτι παραπάνω από ένα μέσο αντανάκλασης της εργατικής εμπειρίας ή ένα όργανο προπαγάνδας για τις γενικές ιδέες του Μαρξισμού. Έπρεπε να απαντήσει και στο ερώτημα «Τι να κάνουμε;». Από αυτή την άποψη ο Λένιν ήταν πιο κοντά στον συνεπή αστό επαναστάτη Μαρά απ ‘ ότι σε αυτούς που εξέδιδαν εργατικές εφημερίδες, όπως η Northern Star και η Daily Herald. Κι ακριβώς γι αυτό, όπως ο Μαρά, ήταν ικανός να χρησιμοποιήσει την εφημερίδα για να φέρει πιο κοντά την επανάσταση.

 




H επαναστατική εφημερίδα: Η Daily Herald: 1911-22

Του Κρις Χάρμαν, Καλοκαίρι 1984

 

Η Daily Herald (Ντέιλι Χέραλντ=Ο Καθημερινός Αγγελιοφόρος) δεν ήταν μια επαναστατική εφημερίδα, με την έννοια ότι δεν καλούσε καθαρά και ξάστερα στη βίαιη ανατροπή της υπάρχουσας κοινωνίας. Αλλά αξίζει να τη μελετήσουμε για δυο λόγους. Έδειξε πώς κατάφεραν αυτοί που  βρίσκονταν στην άκρα αριστερά του πολιτικού φάσματος  να εκδώσουν μια εφημερίδα που σε μια περίοδο ανόδου των αγώνων κατάφερε να κοντράρει τον αστικό τύπο εξαπλώνοντας την αναγνωσιμότητά της μέσα στην εργατική τάξη. Και ακριβώς γι αυτό το λόγο μνημονευόταν συχνά από την Κομμουνιστική Διεθνή στα πρώτα της χρόνια σαν ένα παράδειγμα από το οποίο έπρεπε να αντλήσει μαθήματα ο επαναστατικός Τύπος.

Η εφημερίδα ξεκίνησε να κυκλοφορεί σαν ένα απλό τετρασέλιδο απεργιακό σεντόνι κατά τη διάρκεια ενός λοκ-άουτ των εκδοτών το Γενάρη του 1911 στο Λονδίνο. Τα πρώτα της φύλλα καταπιάνονταν  μόνο για την απεργία, και παρά το γεγονός ότι το πρώτο άρθρο ξεκινούσε με στίχους του William Morris, η γλώσσα της αντανακλούσε την επιρροή των διακηρυγμένων ιδεών των εκδοτών της: «οι Άγγλοι που έχουν αναθρέψει τους γιους τους για να πεθαίνουν στις μάχες της αυτοκρατορίας στο εξωτερικό, δεν θα υποταχθούν σαν ένα πλήθος πεινασμένων ιθαγενών… Το κεφάλαιο μπορεί να είναι ισχυρό, αλλά η ανθρωπότητα είναι ισχυρότερη»,  έγραφε άρθρο σε κάποιο εμπροσθόφυλλο.

Αλλά η εφημερίδα σύντομα άρχισε να ασχολείται με με άρθρα σχετικά με την εργασία- με τις εργασιακές συνθήκες στους φούρνους, ή με το τι συνέβαινε στο συνδικάτο εργατών ορυχείων στο Fife– και εξέφραζε τις απόψεις των πεισμένων σοσιαλιστών που συμμετείχαν στην έκδοσή της, όπως ο Μπεν Τίλετ από το συνδικάτο των λιμενεργατών και ο αριστερός βουλευτής των Εργατικών Τζορτζ Λάνσμπερι.  Περιελάμβανε από άρθρα που υποστήριζαν τη σοσιαλιστική υπόθεση μέχρι ευρύτερου ενδιαφέροντος θέματα όπως ποδοσφαιρικές στήλες και στήλες κηπουρικής.  Και ο «συντεχνιακός» χαρακτήρας των πρώτων φύλλων της άρχισε να αλλάζει: στις 21 Απρίλη στο εμπροσθόφυλλο φιγουράριζε η εικόνα γυναικών αποθηκάριων απεργών να διαδηλώνουν και μια συνέντευξη με την Έλεν Σμιθ, της οργανώτριας του γυναικείου τμήματος του συνδικάτου αποθηκαρίων και κοπτών.

Η επιτυχία του απεργιακού φύλλου- οι πωλήσεις του ανέβηκαν από 12,000 στα 27,000 – ώθησε τους εκδότες της να αναζητήσουν πόρους για να την κάνουν καθημερινή εφημερίδα. Προσπάθησαν αλλά σε πρώτη φάση δεν τα κατάφεραν και τρεις μήνες μετά αναδιπλώθηκαν προσωρινά. Αλλά ένα χρόνο αργότερα , τον Απρίλη του 1912, ξαναέγινε καθημερινή εφημερίδα , και παρ΄ότι το αρχικό κεφάλαιο της ανερχόταν μόνο στα 300 δολάρια, γνώρισε εκπληκτική επιτυχία τα επόμενα δυο χρόνια. Οι ακριβείς πωλήσεις της δεν είναι γνωστές, αλλά υπολογίζεται ότι έφτασαν σε  ένα νούμερο ανάμεσα στα 50 – 150 χιλιάδες φύλλα. Η κυκλοφορία της δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο των πιο δημοφιλών καθημερινών εφημερίδων της εποχής, δηλαδή των Mail και Mirror,  που πουλούσαν στα 750 χιλιάδες και 1 εκατομμύριο φύλλα, αλλά βρισκόταν σε  παρόμοια επίπεδα με τις Express και Telegraph, των οποίων οι πωλήσεις ήταν μεταξύ  200,000-300,000 – ιδίως αν πάρουμε υπόψη ότι το αναγνωστικό κοινό της ήταν χειρωνακτικοί εργάτες, που δεν είχαν ακόμα αναπτύξει τη συνήθεια να αγοράζουν μια καθημερινή εφημερίδα όπως έκαναν με την κυριακάτικη. Η επιτυχία της Herald γίνεται ακόμα πιο αξιοσημείωτη με δεδομένο ότι η επίσημη ηγεσία του Εργατικού Κόμματος ξεκίνησε να εκδίδει ανταγωνιστικά με τη Herald μια δικιά της εφημερίδα, την Daily Citizen, με πολύ μεγαλύτερη χρηματοδότηση, το καλοκαίρι του 1912.

Η νέα έκδοση της Herald χρησιμοποιούσε χωρίς ενδοιασμούς τις τελευταίες τεχνικές της έκδοσης των πιο δημοφιλών εφημερίδων. Έτσι το τρίτο φύλλο είχε , αρκετά προβλέψιμα,  τον κεντρικό τίτλο: «ο Τιτανικός βυθίζεται». Αλλά οι τεχνικές επιδίωξης εντυπωσιασμού όσο το δυνατό συχνότερα στρέφονταν ενάντια στο υπάρχον σύστημα. Κι έτσι μέρα με τη μέρα έγειρε ερωτήματα στο εμπροσθόφυλλο γύρω από τις συνθήκες βύθισης- μέτρα ασφαλείας του πλοίου, η κατάσταση του πληρώματος, πάνω απ’ όλα γιατί στους άντρες κι επιβάτες της πρώτης θέσης επιτράπηκε να επιβιβαστούν στις διασωστικές λέμβους, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά από τις θέσεις του καταστρώματος εξαναγκάστηκαν να παραμείνουν στο βυθιζόμενο κουφάρι.

Αλλά το πιο βασικό χαρακτηριστικό της Herald δεν ήταν αυτές οι τεχνικές, αλλά ο τρόπος που τις έδενε με τους εργατικούς αγώνες. Έγινε γνωστή σαν η «εφημερίδα των επαναστατών» , επειδή, όπως το έθεσε ο Τζορτζ Λάνσμπερι «πάντα υπερασπιζόταν τους εργάτες που κατέβαιναν σε απεργία… Όλοι οι άντρες και γυναίκες που πάλευαν να βελτιώσουν τις εργασιακές συνθήκες τους ενστικτωδώς στράφηκαν στη Daily Herald εκείνα τα πρώτα χρόνια…»

Οι σελίδες της περιείχαν αμέτρητες αφηγήσεις απεργιών, εργασιακών συνθηκών, διαμαχών με τους εργοδότες. Έτσι το πρώτο φύλλο της νέας έκδοσης περιλάμβανε νέα για μια απεργία σιδηροδρομικών, συζήτηση για την απεργία των αναθρακωρύχων που μόλις είχε λήξει, λεπτομέρειες για το κλείσιμο της απεργίας των 30,000 εργατών γης στο Dundee, και την περιγραφή διαμάχης μεταξύ των ηλεκτροτεχνιτών στο Earls Court. Καλούσε «τους γραμματείς των συνδικάτων, τους εκπροσώπους τους, τους επίτροπους του Εργατικού Κόμματος και τους συνεταιρισμούς… να προωθούν οποιοδήποτε νέο στη Daily Herald». Όταν 100.000 λιμενεργάτες κι εργαζόμενοι στις μεταφορές απεργούσαν στο Λονδίνο τον Ιούνιο και τον Ιούλιο,  εφημερίδα έγινε το επίσημο όργανο της απεργίας. Όταν οι εργάτες του Δουβλίνου αντιμετώπισαν ένα χρόνο αργότερα λοκ-άουτ από τα αφεντικά, η Herald ήταν αυτή που πρωτοστάτησε στην καμπάνια αλληλεγγύης στην υπόλοιπη Βρετανία. Αυτά τα χρόνια γνώρισαν το μεγαλύτερο ξέσπασμα των εργατικών αγώνων από την εποχή του Χαρτισμού (δεκαετία 183-40), με μαζικές απεργίες που οδηγούσε σε δημιουργία συνδικάτων στη βιομηχανία  μετά την άλλη, με την πρωτοβουλία να παίρνεται συνήθως από μη «θεσμικά» στοιχεία που επηρεάζονταν από σοσιαλιστικές και συνδικαλιστικές (στΜ με την έννοια «αναρχοσυνδικαλιστικές») ιδέες. Και η Herald ήταν το μέσο με το οποίο οι εργάτες που συμμετείχαν σε αυτές τις μάχες μπορούσαν να αποκτήσουν την αίσθηση της δύναμής τους μέσα από την ανάγνωση των ραπόρτων για την κάθε αντιπαράθεσή τους με το σύστημα. Αντανακλώντας η εφημερίδα τις εμπειρίες τους σε μια εποχή μεγάλων αγώνων, ενίσχυσε την ίδια τους την πείρα. Όπως το έθεσε ένα γράμμα προς τη Herald τον Οκτώβρη του 1912: « Ας θεωρήσουν όλοι την επιρροή της Herald μεταδοτική μέρα με τη μέρα, ας θεωρήσουν μεταδοτικό το υποσυνείδητο μήνυμα της επανάστασης και της ανεξαρτησίας. Μέρα με τη μέρα η καταγραφή των ξεσπασμάτων των εργατών δίνει μια πιο συνολική εικόνα της πάλης της εργατιάς και επιβεβαιώνουν την ανάγκη για αλληλεγγύη και δράση σε πλατιά κλίμακα.»  Αλλά τι γίνεται με τις γενικές ιδέες που τροφοδοτούσαν τους εκδότες της εφημερίδας; Σίγουρα με κανέναν τρόπο δεν ήταν ξεκάθαρες. Ο Λάνσμπερι, ο οποίος όλο και περισσότερο κυριαρχούσε πάνω στη γραμμή της εφημερίδας, την αντιλαμβανόταν σαν μια πλατφόρμα για να εκφράζονται όλες οι ιδέες που αμφισβητούσαν το υπάρχον σύστημα, παρά σαν μια εφημερίδα που βγαίνει προς τα έξω με μια ενιαία γραμμή. Και έτσι οι ιδέες των συνδικαλιστών (αναρχοσυνδικαλιστών), των χριστιανών σοσιαλιστών, των σουφραζετών, των συντεχνιακών σοσιαλιστών, των μαρξιστών, των αναρχικών, των «ντιστριμπιουνιστών» όπως οι Τσέστερτονς και ο Χιλέρ Μπελόκ διαγκωνίζονταν μεταξύ τους στα κεντρικά άρθρα της εφημερίδας. Η μόνη γενική ιδέα που τους ένωνε όλους ήταν το αίσθημα ότι η αγωνιστικότητα ενάντια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων ήταν καλό πράγμα.  Το συνονθύλευμα ιδεών που τροφοδοτούσε την εφημερίδα οδηγούσε σε χαοτικά συμπεράσματα ως  προς το «τι να κάνουμε».

Αυτό δεν πείραζε πολύ μέχρι το καλοκαίρι του 1914. Όλες αυτές οι ιδέες φαίνονταν απαραίτητες για να δοθεί περαιτέρω ώθηση στο ανοδικό κύμα αγώνων σε κάθε μέτωπο- στη βιομηχανία, απέναντι στους συντηρητικούς συνδικαλιστές ηγέτες της παλιότερης γενιάς, για την αυτονομία της Ιρλανδίας, για το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, ενάντια στις απόπειρες να εξαγοραστούν οι εργάτες με τα πρώτα βήματα για τη δημιουργία ενός κράτους πρόνοιας. Εκδότης της εφημερίδας, αρκετά κατάλληλος για τη θέση, για έναν περίπου χρόνο ήταν ένας καθαρός (αναρχο)συνδικαλιστής, ο Τσαρλς Λάπγουορθ, μέλος των IWW. Ο Λάνσμπερι τον απομάκρυνε γιατί δεν μπορούσε να ανεχθεί τη μέθοδο της ανάλυσής του που αποκαλούσε «βασικά το παλιό καλό κήρυγμα του μίσους» (The miracle of Fleet Street, σελ.33).  Στην πραγματικότητα, αν και ο Λάνσμπερι είχε οργανώσει την «Ένωση της Herald» για τους υποστηρικτές της εφημερίδας, που αποτελούταν από πενήντα τοπικές ομάδες, εξασφάλισε ότι αυτή η Ένωση δεν θα ασκεί πραγματικό έλεγχο πάνω στην εφημερίδα! Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1914 φάνηκε πόσο σημαντική είναι η απουσία ξεκάθαρης πολιτικής κατεύθυνσης. Το ξέσπασμα του πολέμου σήμανε μια ανοιχτή διάσταση απόψεων μεταξύ του Λάνσμπερι, που οι πασιφιστικές του απόψεις τον οδήγησαν να εναντιωθεί στον πόλεμο, και ανθρώπων όπως οι Τίλετ και Τσέστερτονς, που υποστήριξαν τον πόλεμο. Η κυκλοφορία της εφημερίδας έπεσε ενώ το κόστος εκτύπωσης εκτινάχθηκε στα ύψη και λίγες βδομάδες μετά άρχισε να κυκλοφορεί σε βδομαδιάτικη αντί σε καθημερινή βάση.

Ανέκτησε την καθημερινή της κυκλοφορία, με μια τρίτη επανεκκίνηση, στις 31 Μαρτίου του 1919, αυτή τη φορά με ένα κεφάλαιο μεγαλύτερο των 140,000 λιρών, που μαζεύτηκε από δωρεές συνδικάτων και συνεταιρισμών. Η νέα πηγή χρηματοδότησης οδήγησε σε μια σημαντική αλλαγή σε σύγκριση με την προπολεμική εφημερίδα: δεν ήταν πλέον η επαναστατική εφημερίδα που χαρακτηριζόταν από την υποστήριξη στις  «εξωθεσμικές» απεργίες, αλλά μια εφημερίδα με την έγκριση από τους θεσμικούς ηγέτες του εργατικού κινήματος. Έτσι λογικά, το πρώτο φύλλο περιελάμβανε χαιρετισμούς όχι μόνο από αριστερές προσωπικότητες όπως οι Τομ Μαν και Άλμπερτ Ίνκπιν, αλλά επίσης και από τους Ράμσεϊ Μακντόναλντ, Τζ.Χ. Τόμας, Φίλιπ Σνόουντεν και Έντουαρντ Μπερνστάιν. Ο  Λάνσμπερι,  που αργότερα σημείωνε ότι οι εργάτες προσδοκούσαν από τη Herald να υποστηρίζει τους αγώνες τους ανεξάρτητα από το αν ήταν «θεσμικοί ή εξωθεσμικοί», έγραψε ότι …ευτυχώς δεν υπήρχαν πολλές εξωθεσμικές απεργίες το 1919 και το 1920.

Αλλά οι αγώνες ήταν υπαρκτοί και μάλιστα σε μαζική κλίμακα. Το 1919 ξεκίνησε με μια μαζική απεργία μηχανικών στη Γλασκόβη, η οποία οδήγησε σε αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία, και με μια γενική απεργία στο Μπέλφαστ. Συνέχισε με μια κινητοποίηση διαρκείας στα ορυχεία, που ξανά και ξανά έτεινε να μετατραπεί σε απεργιακή έκρηξη διαρκείας, μια απεργία αστυνομικών που κατεστάλη βίαια, μια απεργία σιδηροδρομικών, τον ανταρτοπόλεμο ενάντια στη δικτατορία των Βρετανών στην Ιρλανδία. Και όλα αυτά με φόντο τη Μπολσεβίκικη Επανάσταση στη Ρωσία που εξαπλωνόταν ήδη στην Ουγγαρία και φαινόταν να αγκαλιάζει και τη Γερμανία.

Η Herald συνέχισε να καταγράφει τις εμπειρίες των εργατών στον αγώνα, σε μια ξεχωριστή σελίδα που είχε τίτλο «ο κόσμος της εργασίας μέρα με τη μέρα», με την οποία παρουσίαζε κατά μέσο όρο τη μέρα δεκαπέντε απεργιακά ραπόρτα, μισθολογικές διαπραγματεύσεις κλπ. Σε άλλες σελίδες ειδήσεων μπορούσες να βρεις υποθέσεις όπως πχ τη δίκη των ηγετών των μηχανικών της Γλασκόβης  , και δευτερευόντως δολοφονίες και άλλες περιπέτειες με τις οποίες καταπιανόταν και ο υπόλοιπος λαοφιλής τύπος. Οι διεθνείς ειδήσεις ήταν ειδήσεις αγώνων- από απεργίες στις ΗΠΑ, τον πόλεμο της Ιρλανδίας,  τις αναταραχές στην Ινδία, τις μάχες των κόκκινων στρατών στη Ρωσία και την Ουγγαρία.

Επιπλέον,  εφημερίδα χειριζόταν δημοσιογραφικές τεχνικές δημιουργίας εντυπώσεων, για να περιγράψει τόσο τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι άνθρωποι (με εμπροσθόφυλλα «τρόμου» όπως δείχνοντας εικόνες από τις στεγαστικές συνθήκες στη Bethnal  Green ) όσο και τις ενέργειες της κυβέρνησης να χτυπήσει το εργατικό κίνημα εντός κι εκτός χώρας. Η εφημερίδα πέτυχε τέσσερα σημαντικά χτυπήματα- όταν έδωσε στη δημοσιότητα τις μυστικές συμφωνίες που είχε κάνει η βρετανική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του πολέμου κι είχαν έρθει στο φως με τη Ρώσικη Επανάσταση, όταν δημοσίευσε τις μυστικές διαταγές σε αξιωματικούς του στρατού να προετοιμάσουν τα στρατεύματά τους για να χτυπήσουν τις απεργίες, όταν αποκάλυψε τις λεπτομέρειες της συνάντησης μεταξύ του Τσόρτσιλ και ενός «λευκού» Ρώσου αξιωματούχου για την αποστολή 10.000 «εθελοντών» ενάντια στη ρώσικη επανάσταση και όταν έβγαλε στη φόρα πως η βρετανική κυβέρνηση είχε εκδώσει  πλαστό αντίγραφο της Πράβντα (στΜ εφημερίδα των Μπολσεβίκων).

Δε μας κάνει εντύπωση λοιπόν ότι η εφημερίδα ήταν λαοφιλέστατη ανάμεσα σχεδόν σε όλους τους αγωνιστές του εργατικού κινήματος, με μια κυκλοφορία μεταξύ 200,000 και 370,000, φτάνοντας στην κορύφωση των 500,000 κατά τη διάρκεια της απεργίας των σιδηροδρομικών του 1919. Δεν προκαλεί εντύπωση ότι η κυβέρνηση ανησύχησε τόσο πολύ για την επιρροή της που απαγόρευσε τη διανομή της στις ένοπλες δυνάμεις.

Πώς χρησιμοποίησε η εφημερίδα τη δημοτικότητά της;

Παρέμενε μια εφημερίδα της «αριστεράς», με την έννοια ότι υπερασπιζόταν την «άμεση δράση», την εργατική δράση για πολιτικούς σκοπούς και πάλευε για την πλατύτερη δυνατή αλληλεγγύη με τους αγωνιζόμενους. Αλλά το 1919 και το 1920 λίγοι ήταν αυτοί μέσα στο εργατικό κίνημα που μπορούσαν να επιχειρηματολογήσουν ευθέως ενάντια σε αυτά. Οι ηγέτες των βασικών συνδικάτων έχτισαν την «τριπλή συμμαχία» αλληλοϋποσχόμενοι αμοιβαία υποστήριξη, ο Ράμσεϊ Μακντόναλντ κυκλοφόρησε ένα βιβλίο στο οποίο ισχυριζόταν ότι η εργατική δράση για πολιτικούς σκοπούς ήταν θεμιτή εφόσον κινούταν σε συνταγματικά και όχι αντισυνταγματικά πλαίσια, και ακόμα και ο άρχοντας της «μετριοπάθειας» Τζ.Χ. Τόμας  ψήφιζε αποφάσεις υπέρ της άμεσης δράσης στα συνέδρια.

Ένα μεγάλο κομμάτι της επιχειρηματολογίας της εφημερίδας διαπερνιόταν από την άποψη ότι δεν φτάνουν μόνο τα λόγια, αλλά χρειάζεται και δράση. Αλλά δεν ήταν ικανή να συγκεκριμενοποιήσει  το τι συνεπάγεται αυτό.  Ένας από τους ίδιους τους αρθρογράφους της Herald, ο Χ.Ν. Μπρέιλσφορντ,  παρατηρούσε ότι ενώ ευρωπαϊκά η αριστερά έθετε τη μέθοδο της άμεσης δράσης σε εφαρμογή, στη Βρετανία απλώς συζητούσαν αν είναι σωστό ή όχι να την υιοθετήσουν: «Στην Ευρώπη οι σοσιαλιστές συζητούσαν για τη μηχανική της μεθόδου, στη χώρα μας μου φαίνεται δε συζητάμε τίποτα παρά μόνο της ηθική της» (Daily Herald, 17 Σεπτέμβρη 1919).

Το 1920 αυτό σήμαινε ότι η εφημερίδα πάλευε, ορθώς, για την ανάγκη να ενοποιηθούν οι διαφορετικοί αγώνες, είτε το ζήτημα ήταν η σύνδεση του αγώνα στη Βρετανία με τον αγώνα για ανεξαρτησία στην Ιρλανδία ,είτε ο συντονισμός του αγώνα των σιδηροδρομικών με τον αγώνα των ανθρακωρύχων.  Αλλά όταν έφτανε η ώρα να καταδείξει ποιος ευθυνόταν για τη διάσπαση αυτής της ταξικής ενότητας, τηρούσε σιγή ιχθύος. Αυτό έγινε τελείως καθαρό το 1921, όταν οι ηγέτες των συνδικάτων των σιδηροδρομικών και των μεταφορών πρόδωσαν την τριπλή συμμαχία κι άφησαν τους εργάτες στα ορυχεία να ηττηθούν απομονωμένοι. Η Herald κήρυξε τη «Μαύρη Παρασκευή» και δημοσίευσε αποφάσεις από κλαδικά σωματεία σιδηροδρομικών που αποκήρυσσαν αυτό που είχε συμβεί. Αλλά το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας επέμενε «δεν μας αφορά να κατηγορήσουμε συγκεκριμένα άτομα ή τμήματα του κινήματος». Η Daily Herald δεν μπορούσε να «κατηγορήσει» τα «άτομα» που ευθύνονταν για την πιο σημαντική ήττα της εργατικής τάξης για μια ολόκληρη γενιά, λόγω του «πλατιού», «απελευθερωμένου» ρόλου που ήθελε να παίζει, και πιο συγκεκριμένα λόγω των δεσμών της με τους «αριστερούς» συνδικαλιστές ηγέτες (ο -ηγέτης στο συνδικάτο μεταφορών- Μπέβιν ηγείτο της επιτροπής οικονομικής ενίσχυσης της εφημερίδας).

Όπως παρατηρούσε ο Άλασνταϊρ Χάτσετ σε μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη για την εφημερίδα: «η εφημερίδα πάντα έδειχνε σεβασμό σε όλες τις πτέρυγες του κινήματος, με στόχο την τροφοδότησή της με νέα από τους εργασιακούς χώρους και την αντικυβερνητική κατεύθυνση. Αλλά η τακτική της εκδοτικής ομάδας να μην κάνει κριτική και να μην παίρνει θέση όταν συζητούσε για τα προβλήματα του κινήματος και τις αντιπαραθέσεις για κάθε ζήτημα που ανέκυπτε, όποιες κι αν ήταν, της επέτρεψε να υποστηρίζει τις επαναστατικές τάσεις και ταυτόχρονα  να μετατρέπει τον αριστερό ρεφορμισμό σε «κανονικό» ρεφορμισμό.  Η υποστήριξη στην άμεση δράση εκφραζόταν με τρόπους που, ως επί το πλείστον, άφηναν τον αριστερό κοινοβουλευτισμό ανεπηρέαστο».

Μια «πλατιά εφημερίδα» που σχετιζόταν με αόριστα με καλέσματα για αγωνιστική δράση, θα μπορούσε να γνωρίσει ανάπτυξη σε μια περίοδο ανόδου των αγώνων, όταν η αποτύπωση των οργισμένων κραυγών διαφορετικών τμημάτων της εργατικής τάξης έφτανε για να εκφραστεί ο βρηχυθμός της γενικευμένης εξέγερσης. Αλλά όταν ξαφνικά κι ανέλπιστα ο αγώνας έφτασε στο αποφασιστικό σημείο καμπής, δεν είχε τίποτα να πει.

Αυτή η σιωπή της σήμαινε ότι υπήρχε μόνο μια κατεύθυνση να ακολουθήσει από εκείνο το σημείο και μετά-προς τα δεξιά. Το επακόλουθο της ήττας των εργατών ορυχείων ήταν ότι η ανεργία πήρε την ανιούσα χωρίς αντίσταση και η αριθμητική δύναμη των συνδικάτων έπεσε κατακόρυφα. Το πνεύμα αγωνιστικότητας  που χαρακτήριζε την παλιά Herald αμβλύνθηκε και οι πωλήσεις της εφημερίδας έπεσαν. Τελικά, το 1925 ο Λάνσμπερι ξεπούλησε κυριολεκτικά και παραχώρησε τον έλεγχο της εφημερίδας του στο Γενικό Συμβούλιο της Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας TUC,  που με τη σειρά της πούλησε το μισό μερίδιο στην εταιρεία-εκδοτικό γίγαντα Όνταμς. Η εφημερίδα γνώρισε πρόοδο τις δεκαετίες του 1920 και 1930, όχι γιατί έφερε το επαναστατικό πνεύμα ,  αλλά χάρη στις προσφορές της. Όταν δεν μπορούσε να προχωρήσει πλέον σε αυτή τη βάση τη δεκαετία του 1960  έσβησε στα χέρια της TUC και τελικά κατέληξε ως Τhe Sun, στα χέρια του Ρούπερτ Μέρντοκ.

Ωστόσο για μια περίοδο η εφημερίδα ήταν, όπως το θέτει ο Κομμουνιστής ιστορικός της εργατικής τάξης Ρ. Πέιτζ Άρνοτ «ό,τι πλησιέστερο έχει δει αυτή η χώρα σε συλλογικό οργανωτή και προπαγανδιστή των επαναστατικών διαθέσεων».  («Ο αντίκτυπος της Ρώσικης Επανάστασης στη Βρετανία», 1967, σελ.151).

 

Πηγή: https://www.marxists.org/archive/harman/1984/xx/revpress.html Μετάφραση Αλέξης Λιοσάτος




H επαναστατική εφημερίδα – Η Northern Star (=το Αστέρι του Βορρά)

Του Κρις Χάρμαν, Καλοκαίρι 1984

Μτφρ: Αλέξης Λιοσάτος

Οι πρώτοι αγώνες του κινήματος της Βρετανικής εργατικής τάξης ήταν αδιαχώριστα δεμένοι με την έκδοση και τη διανομή εφημερίδων και περιοδικών. Οι κινητοποιήσεις που έφτασαν στην κορύφωσή τους με το τη σφαγή του «Πιτερλό» το 1819 (στΜ λογοπαίγνιο με το Βατερλό, μια σφαγή εργατών που έγινε στην πλατεία του Άγιου Πέτρου –Πίτερ στα αγγλικά- στο Μάντσεστερ) και έπειτα οι κινητοποιήσεις για τις μεταρρυθμίσεις το 1830 σε πολύ μεγάλο βαθμό οργανώνονταν από εφημερίδες όπως η Political Register (Πολιτική Καταγραφή) του Combett (Κόμπετ) και η Black Dwarf (Μαύρο Αστέρι) του Γούλερ.

Ο φόβος για τις ανατρεπτικές επιδράσεις του ριζοσπαστικού τύπου στις κατώτερες τάξεις οδήγησε σε μια συνειδητή προσπάθεια επιχείρησης των κυβερνήσεων  να μειώσουν την κυκλοφορία των εφημερίδων στο ελάχιστο, βάζοντας έναν απαγορευτικό φόρο Τύπου. Αλλά ο ριζοσπαστικός τύπος έβρισκε τρόπους να τον αποφεύγει (όπως εκδίδοντας έντυπα που υποτίθεται ότι δεν ήταν εφημερίδες επειδή περιλάμβαναν μόνο σχόλια και όχι ειδήσεις) ή και να παραβαίνει ανοιχτά το νόμο,  όταν οι μεσαίες τάξεις είχαν πετύχει τη μεταρρύθμιση του 1832, που άφηνε την εργατική τάξη χωρίς δικαιώματα. Ο βασικός πρωταγωνιστής  αυτής της προσπάθειας ήταν η οκτασέλιδη εβδομαδιαία Poor Man’s Guardian (=O φύλακας του φτωχού) που εκδιδόταν από τον Χένρι Χέθινγκτον και στην αρχισυνταξία της για μεγάλο διάστημα ύπαρξής της βρισκόταν ο Μπράιαν Μπρόντερ Ο’ Μπράιαν. Η εφημερίδα καταπιάστηκε σοβαρά με τις κινητοποιήσεις των συνδικάτων που ξεπήδησαν στα μέσα του 1830 και η κυκλοφορία της ανέβηκε στα 16.000 φύλλα, παρά τις επαναλαμβανόμενες συλλήψεις και φυλακίσεις όποιων συμμετείχαν στην έκδοση και διανομή της. Η επιτυχία της ανάγκασε την κυβέρνηση να ακολουθήσει μια διαφορετική τακτική το 1836- να καταργήσει  το φόρο Τύπου και αντ’ αυτού να αφήσει τους νόμους της αγοράς να οδηγήσουν στο περιθώριο τις -φτωχές σε κεφάλαια- ριζοσπαστικές εφημερίδες. Στην αρχή το μέτρο φάνηκε να έχει επιτυχία. Η κυκλοφορία της Poor Man’s Guardian άρχισε να πέφτει καθώς το συνδικαλιστικό κίνημα γνώρισε πτώση το 1835-6, και ο Χέθρινγκτον την έκλεισε , κάνοντας στροφή σε πιο πετυχημένες εφημερίδες, που με τα δικά του λόγια ασχολιόντουσαν με «το αστυνομικό ρεπορτάζ, με φόνους, βιασμούς, αυτοκτονίες, πυρπολήσεις, ακρωτηριασμούς,  με θεατρικά έργα, αγώνες δρόμου, πυγμαχία και όλους τους άλλους τρόπους διασκέδασης».  Αλλά έπειτα, το Νοέμβρη του 1837 άρχισε να εκδίδεται η Northern Star (Νόρδερν Σταρ) στηn πόλη Λιντς.

Ήταν μια οκτασέλιδη βδομαδιάτικη εφημερίδα-«σεντόνι» (δηλαδή περίπου στο μέγεθος της σημερινής Financial Times), γεμάτη με στήλες και μια εικόνα ανά πέντε θέματα, και κόστιζε τέσσερις και μισό πένες  (σε μια εποχή που ο εργάτης έβγαζε ελάχιστα, ένα σελίνι τη μέρα.)  {στΜ. 1 πένα=1/100 λίρας= 1/12 σελινίου} Ωστόσο γνώρισε τεράστια επιτυχία. Μέχρι το Φλεβάρη του 1837 πουλούσε 10.000 φύλλα τη βδομάδα, κι ένα χρόνο αργότερα ανταγωνιζόταν την καθημερινή εφημερίδα του Λονδίνου,The Times, με πωλήσεις που ξεπερνούσαν τα 50.000 φύλλα. Το ταχυδρομείο υποχρεώθηκε να αγοράσει ειδικά φορτηγά, πέρα από τις συνηθισμένες ταχυδρομικές άμαξες,  για τη διανομή της!

Η αναγνωσιμότητά της ήταν σχεδόν σίγουρα 10 ή 20 φορές πάνω από τον αριθμό πωλήσεών της.  Την αγόραζαν ταβερνιάρηδες για τους πελάτες της εργατικής τάξης, και ομάδες εργατών αγόραζαν συνεταιρικά από μια εφημερίδα για να τη διαβάζουν όλοι μαζί. Ο Μπέντζαμιν Ουίλσον, ένας χαρτιστής από το  Χάλιφαξ, περιγράφει τι γινόταν στη βιομηχανία μαλλιού: «το συνηθίζαμε να συναντιόμαστε σε σπίτια φίλων, να διαβάζουμε την εφημερίδα και να συζητάμε για τις πολιτικές εξελίξεις.»  Μια άλλη μαρτυρία έχουμε από την πόλη Τοντμόρντεν :  τη μέρα που κυκλοφορούσε η Northern Star, άνθρωποι συνέρρεαν καταλαμβάνοντας το δρόμο και περιμένανε με αγωνία την άφιξή της, “κάτι που ήταν πρωτόγνωρο για εκείνη την εποχή” (αναφέρεται στο The Early Chartist, της Ντόροθι Τόμπσον, Λονδίνο 1971, σελ. 13)

Στo Λέισεστερ, οι εργάτες στον ιματισμό συγκεντρώνονταν στο εργοστάσιο για το απογευματινό διάλειμμα για τσάι: «κάποιοι κάθονταν στα σκαμπό της εργασίας τους, άλλοι σε τούβλα, άλλοι σε ξύλινες σανίδες… διαβάζονταν σύντομα άρθρα της Northern Star, κι έπειτα αυτά αποτελούσαν και το βασικό θέμα για σκέψη και συζήτηση για το υπόλοιπο της ημέρας.»

Με τα κριτήρια που περιγράψαμε πριν- γενικές ιδέες, εμπειρίες, “τι να κάνουμε”- δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κλειδί για την επιτυχία της εφημερίδας ήταν η ικανότητα να εκφράζει εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες που συμμετείχαν σε ένα κίνημα που ακολουθούσε ανοδική τροχιά. Τις χρονιές 1837-1839 υπήρξε ένα ξέσπασμα μαζικών αγώνων- ενάντια στη μαζική εξαθλίωση των ανθρώπων της δουλειάς σαν αποτέλεσμα των επιπτώσεων της οικονομικής καταπίεσης, ενάντια στις προσπάθειες της κυβέρνησης Whig (Oυίγκ, πολιτικό κόμμα) να επιβάλει την τροποποιητική πράξη του Νόμου των Φτωχών του 1834, με τα φτωχοκομεία του στις βιομηχανικές περιοχές του Βορρά {στΜ.  Ο Νόμος των Φτωχών ίσχυε με διάφορες τροποποιήσεις από τον 16ο αιώνα στην Αγγλία, αφορώντας το σύστημα κοινωνικής προστασίας των φτωχών- η τροποποιητική πράξη του 1834 υποχρέωνε τους άπορους και τους άνεργους να επιλέξουν ανάμεσα σε ένα οποιοδήποτε μεροκάματο, οσοδήποτε χαμηλό, και την ταπείνωση του φτωχοκομείου. Η κοινωνική “βοήθεια” ήταν υπολογισμένη  ώστε να είναι λιγότερο ελκυστική από οποιαδήποτε άλλη χειρότερη διαθέσιμη λύση} , ενάντια στην «Αστυνομική Δράση» (νέες αστυνομικές δυνάμεις που αντικαθιστούσαν  τους εκλεγμένους αστυνομικούς) , ενάντια στη δίκη και την απέλαση ενός ηγέτη στην απεργία των υφαντουργών στη Γλασκόβη,  για τη διεκδίκηση δικαιώματος ψήφου για την εργατική τάξη, ακόμα και ενάντια στην καταστολή μιας εξέγερσης στον Καναδά από βρετανικά στρατεύματα.

Έτσι ένα φύλλο της Northern Star στις 13 Ιανουαρίου 1838 έγραφε: «οι στήλες μας για άλλη μια φορά βρίθουν από διαδηλώσεις. Παντού οι άνθρωποι φαίνεται να ζωντανεύουν. Στο παρόν φύλλο συναντάει κανείς ραπόρτα από συγκεντρώσεις στη Στάλιμπριτζ, τη Λιντς και τη Μπράντφορντ…Μια σύντομη αναφορά στη δημόσια συγκέντρωση στη Χάλ για το καναδικό ζήτημα…και στη Χάντερσφιλντ , όπου η σθεναρή αποφασιστικότητα των ανθρώπων ματαίωσε τον διορισμό υπαλλήλου που θα ήταν υπεύθυνος για την εφαρμογή του Νόμου των Φτωχών …»

To προηγούμενο φύλλο, της 6ης Ιανουαρίου, περιείχε ανταποκρίσεις από συγκεντρώσεις στη Μπάρνσλεϊ (για την τοπική Αστυνομική Δράση), στη Λιντς και στη Χάντερσφιλντ (για τους συνεταιρισμούς), στην Αλμόνμπερι,  στη Χάλιφαξ, στη Ντιούζμπερι (για τον Νόμο των Φτωχών),  στη Σάντλουορθ (για τους εργάτες μαλλιού που τράβηξαν στα δικαστήρια τον εργοδότη τους), στη Μάντσεστερ (για τα γεγονότα στον Καναδά) , στη Χάιντ (για τον νόμο των Φτωχών) , στη Χάντερσφιλντ και τη Μπράντφορντ (για τον Νόμο των Φτωχών),  όπως επίσης και  μια λίστα οικονομικών ενισχύσεων στους υφαντουργούς της Γλασκόβης και το ρεπορτάζ μιας «σπουδαίας διαδήλωσης» στη Νορδάμπερλαντ και τη Ντούρχαμ, όπου οι άνθρωποι επινόησαν και φώναξαν τα συνθήματα : «η οργή του θεού πρέπει να πέσει πάνω σε αυτούς που χωρίζουν έναν άντρα από τη γυναίκα του» , «πήγαινε πλούσιε να κλάψεις και να ουρλιάξεις για τις δυστυχίες που θα σε βρούνε», «για τη γυναίκα μας και το παιδί μας θα πολεμήσουμε μέχρις εσχάτων», «οι γενναίοι πατριώτες θα καταφέρουν να υπερασπιστούν το Σύνταγμα του Καναδά».

Με  αναφορές στις ομιλίες αυτών των συγκεντρώσεων, η εφημερίδα εξηγούσε τα γεγονότα σε γλώσσα που οι αναγνώστες της (και ίσως το πιο σημαντικό, εκείνοι που άκουγαν τους άλλους να διαβάζουν φωναχτά) μπορούσαν εύκολα να κατανοούν.  Μπορούσε να μεταδώσει τον τρόμο (στΜ. στους «από πάνω») για τη «Βαστίλλη» του Νόμου των Φτωχών, τις απόπειρες των εργοδοτών να κόψουν τους μισθούς με νόμιμα μέσα, τις στερήσεις με τις οποίες οι άνθρωποι αναγκάζονταν να ζήσουν. Αλλά μπορούσε εξίσου να μεταδώσει κάτι πολύ σημαντικό: την αίσθηση ενός ανοδικού κύματος αγώνων ενάντια σε όλα αυτά τα γεγονότα. Αντανακλούσε την εμπειρία, αλλά ταυτόχρονα την επεξεργαζόταν, την «φίλτραρε» και την ενίσχυε.

Δεν ήταν μόνο τα ραπόρτα-ρεπορτάζ που το έκαναν αυτό. Το ίδιο έκαναν και πολλά από τα άρθρα της εφημερίδας (στΜ άρθρα γνώμης= articles, αντίθετα reports=ραπόρτα/ρεπορτάζ είναι τα κείμενα περιγραφής, πχ περιγραφή μιας διαδήλωσης). Η εφημερίδα είχε συνεργάτες, όπως τον ιδιοκτήτη Φίργκους Ο’ Κόνορ, που διέθετε οξυμένη την ικανότητα να εκφράζει την απογοήτευση και την οργή των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευομένων με δικά τους λόγια.

Ο Τζ.Ντ.Χ. Κόουλ περιέγραφε πως: « ο Φίργκους Ο’ Κόνορ  ήταν αδιαμφισβήτητα ο πιο αγαπητός αλλά και ο πιο μισητός άνθρωπος του κινήματος των Χαρτιστών. Όχι μόνο σε μια περιοχή αλλά και σε ολόκληρη την Αγγλία, ασκούσε τεράστια επιρροή πάνω στους ανθρώπους…   Η μετριοπάθεια στην ομιλία δεν ήταν ίδιον της προσωπικότητάς του, και η συνήθεια να γράφει σχεδόν ακριβώς όπως μιλάει καλλιεργούταν όλο και πιο πολύ μέσα του- χρησιμοποιώντας τις λέξεις και φράσεις ως μέσο για να διεγείρει τα πάθη των αναγνωστών, όχι λογομαχώντας αλλά υπερασπιζόμενος φλογερά τα πιστεύω του, και χωρίς να πλαισιώνει στο ελάχιστο τους σφόδρα παθιασμένους και τεκμηριωμένους λόγους του με αφηρημένες ιδέες… Η συναίσθησή του για τα βάσανα των ανθρώπων ήταν ισχυρή κι αυθεντική, κι έκανε τους εξαθλιωμένους και καταπιεσμένους σε όλη την Αγγλία να τον βλέπουν σαν φίλο, να τον συγχωρούν και να τον αγαπούν ό,τι στραβό και να έκανε.» (Chartist Studies, σελ.300-301).

Μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι αυτό του έδινε κύρος ανάμεσα στις φτωχές μάζες των εργατών στον ιματισμό και στα ορυχεία και των εργοστασιακών εργατών.  Τυπικό του ύφους που προσέδιδε στην εφημερίδα ήταν ένα κεντρικό άρθρο για την τροποποιητική πράξη του Νόμου των Φτωχών στο πρώτο φύλλο του 1838: «Αυτή η Πράξη αποτελεί προσβολή για τους πλούσιους,  κοροϊδία για τους φτωχούς και προδοσία απέναντι στη φύση.  Αποτελεί έναν κλέφτη, απέναντι στον οποίο θα έπρεπε να ξεσηκωθεί κατακραυγή, ένα τρελό σκυλί που πρέπει να κυνηγηθεί από λόφο σε λόφο κι από λιβάδι σε λιβάδι.  Όποιος πέσει στη μάχη ενάντια στον εχθρό του έθνους θα αξίζει περισσότερο ένα μνημείο στη μνήμη του, απ ‘όσο ένας εκπαιδευμένος πολεμιστής που πουλάει τον εαυτό του έναντι αμοιβής, αδιαφορώντας για τους σκοπούς της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί.»

Δεν ήταν ακριβώς η τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία που θα έβρισκες σε πολλά άλλα ριζοσπαστικά έντυπα.  Ήταν ένα υβρεολόγιο που συχνά βασιζόταν σε αντιφατικά συμπεράσματα. Αλλά έπιανε το σφυγμό κυριολεκτικά εκατομμυρίων ανθρώπων, και κάνοντας αυτό τους έφερε πιο κοντά στο να κατανοήσουν την πραγματική πηγή της καταπίεσής τους.

Οι άνθρωποι διψούσαν να διαβάσουν την εφημερίδα, γιατί τους έλεγε ό,τι οι ίδιοι και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι όπως αυτοί ένιωθαν και βίωναν. Και όχι μόνο τη διαβάζανε. Την  τροφοδοτούσανε με ραπόρτα και βοηθούσαν στη διακίνησή της. Είχε ανταποκριτές απ’ οπουδήποτε γινόταν ο παραμικρός εργατικός αγώνας. Όπως έγραψε ο αρχισυντάκτης της το 1841: «Η Star έχει περισσότερο πρωτογενές υλικό απ’ ότι οποιεσδήποτε άλλες δέκα εφημερίδες μαζί στο βασίλειο». ΄Ηταν αυτό το χαρακτηριστικό που έκανε την εφημερίδα κάτι περισσότερο από αναγνωστικό αντικείμενο: την έκανε παράλληλα οργανωτή του κινήματος.

Η Northern Star συχνά θεωρείται ως  υποπροϊόν του κινήματος των χαρτιστών. Αλλά στην πραγματικότητα ξεκίνησε να εκδίδεται έξι ολόκληρους μήνες πριν το κίνημα των χαρτιστών συγκροτηθεί επίσημα στη βάση συνάντησης ανθρώπων όπως ο Λόβετ στο Λονδίνο, ανθρώπων πολύ πιο μετριοπαθών από τον Ο’ Κόνορ. Ήταν  ο τρόπος της Northern Star να παρακινεί σε δράση γύρω από μια ολόκληρη ποικιλία «οικονομικών» θεμάτων- ειδικά για το Νόμο των Φτωχών και το ζήτημα των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων- που οδηγούσε στην πολιτική γενίκευση που τροφοδότησε την τόσο μαζική βάση του κινήματος για τα εκλογικά αιτήματα  των Χαρτιστών.  Αυτό φάνηκε από τον βαθμό στον οποίο ο Ο’ Κόνορ μπόρεσε να κυριαρχήσει στο κίνημα για δέκα χρόνια, ενώ αυτοί που το είχαν ξεκινήσει “επίσημα” πολύ σύντομα περιθωριοποιήθηκαν.  Ωστόσο, το κύρος της  Star δε βασιζόταν μόνο στην αποτύπωση της εμπειρίας. Ο Ο’ Κόνορ ήταν αρκετά ώριμος για να τραβήξει στην εκδοτική του ομάδα ανθρώπους που είχαν την καθαρότητα των ιδεών που αυτός στερούταν. Όπως παρατήρησε η Ντόροθι Τόμπσον,  «στο προσωπικό του συγκαταλέγονταν κάποιοι από τους ικανότερους ανθρώπους του κινήματος». Συγκεκριμένα, ο κύριος αρθρογράφος από το 1838 ως το 1840 , ο Μπρόντερ Ο’ Μπράιαν κι ο αρχισυντάκτης για σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία του 1840,ο Τζούλιαν Χάρνι, ήταν στην πραγματικότητα άνθρωποι που πήραν πολύ στα σοβαρά τη διατύπωση ξεκάθαρων ιδεών κι επιχειρημάτων ενάντια στην ιδεολογία της άρχουσας τάξης. Και οι δύο βασίστηκαν στις ιδέες της άκρας αριστερής πτέρυγας της Γαλλικής Επανάστασης: ο Ο’ Μπράιαν μετέφρασε στα αγγλικά το βιβλίο του Μπουοναρότι  για τη «Συνωμοσία των ίσων» του Μπαμπέφ κι έγραψε ο ίδιος μια ημιτελή βιογραφία του Ροβεσπιέρου, ενώ ο Χάρνι ήταν ο μόνιμος σύνδεσμος με τους πρόσφυγες των ευρωπαϊκών επαναστατικών κινημάτων.  Αλλά και οι δυο έπρεπε να πάνε παραπέρα, να καταπιαστούν με τις οικονομικές θεωρίες της ανερχόμενης βιομηχανικής αστικής τάξης. Δεν μπόρεσαν παρά μόνο εν μέρει να το πετύχουνε αυτό,  αλλά τουλάχιστον  ξεκίνησαν να διαμορφώνουν κάποιες σκέψεις που κατάφερε να επεξεργαστεί ο Μαρξ για να συγκροτήσει μια συγκεκριμένη κριτική της αστικής κοινωνίας σαν σύνολο. Και εκείνοι χρησιμοποίησαν αυτές τις σκέψεις για να κάνουν τους εργάτες να αρχίσουν να συνειδητοποιούν τα ταξικά τους συμφέροντα. Όπως εξηγούσε ο «μετριοπαθής» μεταρρυθμιστής Φράνσις Πλέις:

«Ο Ο’ Μπράιαν διατύπωνε στην εφημερίδα σκέψεις που ταυτίζονταν πλήρως με αυτές της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργατών που έδειχναν κάποιο ενδιαφέρον για τα κοινά. Ο σκοπός του ήταν πάντα η καταστροφή της ατομικής ιδιοκτησίας, όλων των κερδών, όλων των τόκων, όλης της συσσώρευσης…» (αναφέρεται στον  Κόουλ, σελ .245).

Τυπικό της διαύγειας με την οποία έγραφε ήταν ένα άρθρο για την Ιρλανδία στη Star της 27ης Φλεβάρη 1838:

«Αυτή η κλίκα (δηλ. της κυβέρνησης) κάνει λόγο δήθεν για τις αποικίες ΜΑΣ. Λένε ψέματα οι απατεώνες. Εμείς δεν έχουμε καμία αποικία- η αριστοκρατία μας, οι έμποροι  κατέχουν αποικίες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, αλλά ο λαός της Αγγλίας, ο πραγματικός λαός της Αγγλίας δεν έχει στην ιδιοκτησία του ούτε ένα κομματάκι γης στη δική του χώρα, πόσο μάλλον αποικίες στις άλλες χώρες. Αυτό που αποκαλούν «αποικίες» ανήκει στους εχθρούς μας, στους καταπιεστές μας, στους δυνάστες μας.»

Το πιο αδύναμο σημείο της εφημερίδας ήταν όταν έφτανε στο “τι να κάνουμε”. Οι αδυναμίες της ήταν αδυναμίες του Ο’ Κόνορ,  που ναι μεν μπορούσε λαμπρά να αποτυπώνει τους πόνους των ανθρώπων, αλλά ήταν εντελώς ανίκανος να καταλήγει σε μια συγκεκριμένη στρατηγική και τακτική για να τους παρακινήσει, και πάντα έκανε πίσω σε κρίσιμες στιγμές του αγώνα.

Ήταν εύκολο για την εφημερίδα να λέει “τι να κάνουμε” στο πρώτο «φούσκωμα» του κινήματος, είτε το 1837-8, είτε το 1841-2 είτε το 1847-8. Πρακτικά καλούσε το λαό να μείνει ενωμένος σε ένα μαζικό κίνημα διαμαρτυρίας, να βασίσει τις ελπίδες του στη δική του δύναμη και όχι στο να δώσει “ηθικό κίνητρο” στην άρχουσα τάξη για να της αλλάξει γνώμη («ηθική αλητεία» ήταν ο χαρακτηρισμός της εφημερίδας για την έκφραση «ηθικό κίνητρο» το 1838). Αλλά όταν το κίνημα αντιμετώπιζε τριγμούς, όπως τα καλοκαίρια του  1839 και του 1842 και την άνοιξη του 1848, η εφημερίδα ήταν ανήμπορη να δώσει οποιαδήποτε ξεκάθαρη ώθηση προς τα εμπρός. Και έτσι, μετά τις στιγμές κορύφωσης του κάθε αγώνα, η κυκλοφορία της έπεφτε ραγδαία, σε  18,000 το 1840, σε 12,000 το 1842, σε 6,000 το 1846, ξεπέρασε πάλι τα 10,000 το 1848, για να ξανακάνει βουτιά στα 5000 το 1850. Παρ’ όλα αυτά, συγκράτησε συσπειρωμένο τον πυρήνα του πρώτου παγκοσμίως κινήματος της εργατικής τάξης για πάνω από μια δεκαετία, αν και σε δύσκολες εποχές, όταν, σύμφωνα με τα λόγια κάποιου που κριτίκαρε τον «εξτρεμισμό» του κινήματος, αποτελούνταν μόνο από «μίζερες παρέες μιας-δυο ντουζίνων ανθρώπων σε κάθε πόλη, που γενικά συναντιόντουσαν  σε κάποια μπυραρία και αποκαλούσαν τους εαυτούς τους ‘Τμήματα της Εθνικής Οργάνωσης  Χαρτιστών’». (Mάθιου Φλέτσερ, από την πόλη Μπέρι, αναφέρεται από τη Ντόροθι Τόμπσον, σελ.77). Κι ήταν, από πολλές πλευρές, ένα φωτεινό παράδειγμα του τι μπορεί να πετύχει μια επαναστατική εφημερίδα της εργατικής τάξης.

https://www.marxists.org/archive/harman/1984/xx/revpress.html




H επαναστατική εφημερίδα – Ο Μαρά και η εφημερίδα L’Ami du Peuple

H επαναστατική εφημερίδα – Ο Μαρά και η εφημερίδα L’Ami du Peuple

Του Κρις Χάρμαν, Καλοκαίρι 1984

Μετάφραση Α.Λ.

 

Η L’Ami du Peuple (=Φίλος του Λαού) ήταν η εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία κατά τη διάρκεια της μεγάλης Γαλλικής επανάστασης του 1789-93. Δεν ήταν εφημερίδα για τους εργάτες. Ο εκδότης της, Ζαν Πολ Μαρά ήταν ένας πρώην γιατρός που πάλεψε για να φτάσει ως το τέλος η αστική επανάσταση. Αλλά κατάλαβε ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει αυτό αν οι επαναστάτες δεν κινητοποιούσαν τις εξαθλιωμένες μάζες του Παρισιού. Θεώρησε λοιπόν την εφημερίδα ως ένα σημαντικό εργαλείο για να το πετύχει. Αμέσως μετά τη συμμετοχή του στη λαϊκή κινητοποίηση τη μέρα της κατάληψης της Βαστίλης- 14 Ιουλίου 1789- πρότεινε στη λαϊκή επιτροπή της περιοχής που διέμενε την έκδοση μιας εφημερίδας. Όταν η πρότασή του απορρίφθηκε, ξεκίνησε την εφαρμογή ενός τέτοιου εγχειρήματος με δική του πρωτοβουλία. Έγραφε οχτώ σελίδες -σε σημερινό μέγεθος περίπου Α5- κάθε μέρα, και πλήρωνε από την τσέπη του για να τις τυπώνει. Χωρίς καμιά οργάνωση πίσω του, βασίστηκε πάνω στην εφημερίδα για να βρει το δικό του αναγνωστικό κοινό μέσω των πλανόδιων εφημεριδοπωλών στους δρόμους.Η εφημερίδα συνάντησε τεράστια ανταπόκριση, και σύντομα ήταν η πρώτη σε πωλήσεις στο Παρίσι. Αυτό συνέβη εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο ο Μαρά πέτυχε το συνδυασμό των τριών στοιχείων- γενικές ιδέες, εμπειρίες, «τι να κάνουμε».

Οι ιδέες του δεν ήταν καινούριες. Τις είχε εκθέσει σε διάφορες προκηρύξεις πριν και κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της επανάστασης. Βασικά επρόκειτο για αναμάσημα των αστικών δημοκρατικών ιδανικών που περιέχονταν στα γραπτά έργα του Ρουσώ. Αν η εφημερίδα απλά τα επαναλάμβανε, είναι αμφίβολο αν θα είχε βρει την ελάχιστη ανταπόκριση. Ήταν τα άλλα δυο στοιχεία που έθεσαν τις βάσεις για την αναπάντεχη επιτυχία. Το κομμάτι του «τι να κάνουμε» ήταν κομβικό. Μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, για τέσσερα χρόνια ο Μαρά αποδομούσε τα επιχειρήματα των επίσημων ηγετών της επανάστασης, πρώτα των  Συνταγματικών Φιλελεύθερων, έπειτα των Μετριοπαθών Δημοκρατών της Γιρόνδης – και καλούσε για αποφασιστική δράση για την εξάπλωση και την υπεράσπιση της επανάστασης. Όπως εξηγεί η καλύτερη παρουσίαση  του έργου του Μαρά στα αγγλικά: «Η L’ Ami du Peuple αποτελούταν από οχτώ μικρές σελίδες σχεδόν αποκλειστικά γεμάτες με κριτικές και παρατηρήσεις πάνω σε τρέχοντα γεγονότα, γραμμένες από τον ίδιο τον Μαρά». Αυτές περιελάμβαναν παρακίνηση για δράση, περιφρόνηση για τους πιο πρόσφατους συμβιβασμούς, προειδοποιήσεις για τους κινδύνους, προσβολές σε αυτούς που θεωρούσε εχθρούς της επανάστασης. Ο ίδιος ο Μαρά εξηγούσε ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να διακρίνουν την εφημερίδα του από εκδόσεις-μαϊμού που βγαίναν με σκοπό να τον δυσφημίσουν, γιατί « οι συγγραφείς τους ήταν απατεώνες που κήρυτταν ειρήνη, ενώ εγώ ήμουν αδιάκοπα καταγγελτικός και ταυτόχρονα έκρουα τον κώδωνα του κινδύνου». Θα μπορούσε να είναι «κάπως κουραστικό να μελετά κανείς τη  L’Ami du Peuple και τις αλλεπάλληλες προτροπές για εγρήγορση, την ασταμάτητη καταγγελία της εξουσίας». Ωστόσο ακριβώς αυτή η επανάληψη του μηνύματος ότι η επανάσταση βρισκόταν σε κίνδυνο ήταν που χάρισε στην εφημερίδα την επιτυχία της.

Η απόρριψη κάθε είδους συμβιβασμών του Μαρά  με αυτούς που θεωρούσε εχθρούς της επανάστασης έφτασε στο αποκορύφωμα όταν πέθανε ο ρήτορας του πρώτου, του συνταγματικού σταδίου της επανάστασης, ο  Μιραμπό. Απ όλες τις άλλες πλευρές ο θάνατος χαρακτηρίστηκε πανωλεθρία. Η στάση που κράτησε ο Μαρά ήταν διαφορετική: «Άνθρωποι, να ευχαριστείτε το θεό», έγραψε. «Ο πιο τρομερός εχθρός σας έπεσε από το δρεπάνι του χάρου… Έπεσε θύμα των αναρίθμητων προδοσιών του…»

Δεν επαναπαυόταν ούτε παρασυρόταν σε εύκολη αισιοδοξία, ακόμα και όταν φαινόταν ότι ο λαός πετύχαινε μεγάλες νίκες. Μετά τον θάνατο του Βασιλιά σε ένα από τα μεγάλα μαζικά ξεσπάσματα της επανάστασης, ο Μαρά συνδύασε τους πανηγυρισμούς του με έναν βαθύτερο τόνο προειδοποίησης:  «η δοξασμένη μέρα της 10ης Αυγούστου  μπορεί να είναι αποφασιστική για το θρίαμβο της ελευθερίας, μόνο αν ξέρετε πώς να εκμεταλλευτείτε το πλεονέκτημά σας. Ένας μεγάλος αριθμός τυράννων έχουν ηττηθεί κατά κράτος στο παρελθόν, αλλά δεν αργούν να επιστρέψουν και να επιβληθούν με ένα ακόμα πιο φριχτό καθεστώς. Να φοβάστε την αντίδραση, επαναλαμβάνω. Οι εχθροί σας δε θα σας χαριστούν, όταν τους δοθεί η ευκαιρία. Συνεπώς κανένα έλεος. Είστε χαμένοι αν δεν τσακίσετε τα διεφθαρμένα μέλη του δήμου, τους δικαστές που στέκονται ενάντια στην πατρίδα και τους πιο σάπιους εκπροσώπους της Εθνοσυνέλευσης.»

Ήταν αυτή η σύνεση του Μαρά που συγκέντρωσε το άσβεστο μίσος όλων εκείνων που ήθελαν να σταματήσουν την επανάσταση στα μισά του δρόμου. Για αυτούς, ο Μαρά διέπραξε δυο μεγάλα εγκλήματα:

Πρώτον, επέμεινε ότι η επανάσταση δεν θα έπρεπε να δείξει έλεος στους εχθρούς της. Πολύ σωστά προειδοποιούσε ότι εκείνοι δεν θα δίσταζαν να προβούν σε οποιαδήποτε αιματοχυσία για να πετύχουν τους σκοπούς τους, και ότι η επανάσταση έπρεπε να προετοιμαστεί για να τους τσακίσει πρώτη: «είμαι αγανακτισμένος για τον ανόητο σεβασμό μας στους βάρβαρους εχθρούς μας, είμαστε ανόητοι, φοβόμαστε μην τους γρατζουνίσουμε. Αφήστε τους να γίνουν αρχηγοί για μια μέρα, και σύντομα θα τους δείτε να κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους, με τη φωτιά και το ξίφος στο χέρι,για να χτυπήσουν όλους αυτούς που αντιστάθηκαν, μακελεύοντας τους φίλους της χώρας, σφάζοντας γυναίκες και παιδιά, μετατρέποντας τις πόλεις μας σε στάχτες.»

Δεύτερον, προωθούσε συγκεκριμένα αιτήματα των μαζών του Παρισιού, παρακινώντας  τες να αναλάβουν δράση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν όταν προέκυψε δραματική  έλλειψη της βασικής τροφής, του ψωμιού.

«Σε κάθε χώρα που (η φράση) «τα ανθρώπινα δικαιώματα» δεν είναι μια κούφια φράση επιδεικτικά γραμμένη σε χαρτί, η λεηλασία κάποιων καταστημάτων, αφού προηγηθεί το κρέμασμα των κερδοσκόπων ιδιοκτητών στις πόρτες τους, σύντομα θα βάλει ένα τέλος σε αυτές τις διεφθαρμένες πρακτικές που οδηγούν πέντε εκατομμύρια ανθρώπους στην απόγνωση και προκαλούν χιλιάδες θανάτους από τις στερήσεις.»

Αυτή η έκφραση της λαϊκής δυσαρέσκειας συνδεόταν με το τρίτο χαρακτηριστικό της εφημερίδας του- απηχούσε τις εμπειρίες των ανθρώπων. Σύντομα μετά την πρώτη έκδοση της εφημερίδας, ο Μαρά εισήγαγε την καινοτομία να δημοσιεύει γράμματα στα οποία οι άνθρωποι περιέγραφαν την καταπίεση που υφίσταντο κάτω από το υπάρχον σύστημα. Τρεις με τέσσερις χιλιάδες τέτοια γράμματα δημοσιεύτηκαν όσο διήρκεσε η έκδοση της εφημερίδας. Ο Μαρά εξηγούσε ότι η έλλειψη χώρου τον ανάγκασε να επιμελείται κατά κάποιον τρόπο τα γράμματα: «δεν πρέπει να εκπλήσσει ότι τα περισσότερα γράμματα που δημοσιεύω έχουν το ίδιο στυλ: ο περιορισμένος χώρος της εφημερίδας με υποχρεώνει να τα επιμελούμαι τόσο ώστε να συγκρατώ μόνο την ουσία τους». Η επιτυχία με την οποία πετύχαινε η εφημερίδα του Μαρά τον συνδυασμό ιδεών-παρακίνησης σε δράση-εμπειριών αποδεικνύεται από τις προσπάθειες της εξουσίας να την καταστείλουν.  Και οι Συνταγματικοί Φιλελεύθεροι και οι Μετριοπαθείς Δημοκράτες προσπάθησαν να καταστρέψουν τα εκτυπωτικά του μηχανήματα, να τον συλλάβουν και να σταματήσουν την έκδοση της εφημερίδας. Πέρασε δυο χρόνια καταδιωκόμενος, μετακινούμενος από σπίτι σε σπίτι, δούλευε -κατά τα λεγόμενα το κόσμου- σε υπόγεια και κρυβόταν σε νταμάρια. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο η εφημερίδα του γνώρισε μια δημοτικότητα δίχως προηγούμενο.

Όταν ο Μαρά βγήκε τελικά από τις συνθήκες παρανομίας, με τη συντριβή του Συνταγματικού κόμματος, η δημοφιλία του ήταν πασιφανής. Ήρθε πέμπτος σε ψήφους στη λίστα αντιπροσώπων που εκλέχθηκαν απ΄το Παρίσι στη νέα Εθνοσυνέλευση, και μέσα από την επιρροή που ασκούσε στις επαναστατικές δημοτικές αρχές του Παρισιού αποτέλεσε έναν  από τους πιο ισχυρούς πολιτικούς παράγοντες. Αν και ποτέ νωρίτερα δεν είχε ποτέ έρθει σε  προσωπική επαφή με τον ηγέτη των Ακραίων Δημοκρατών των Γιακωβίνικων ομάδων, μετά την ήττα των Μετριοπαθών Δημοκρατών της Γιρόνδης, έγινε μέλος της τριανδρίας που στην πραγματικότητα κυβερνούσε τη χώρα, μαζί με τους Ροβεσπιέρο και Νταντόν.

Για κάποιον χωρίς οργάνωση, για έναν μοναχικό επαναστάτη, που ξεκίνησε να δημιουργεί μόνος του το μέσο που θεωρούσε σημαντικό (σ.μ. για τη νίκη της επανάστασης) ήταν πραγματικά ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα. Η αντεπανάσταση του το «αναγνώρισε», όταν τελικά έσβησε την επιρροή του με τον μόνο τρόπο που ήξερε-με το μαχαίρι του δολοφόνου καρφωμένο στο στήθος του, ενώ εργαζόταν πάνω σε κάποια άρθρα για την εφημερίδα του, μετά το μπάνιο του.

https://www.marxists.org/archive/harman/1984/xx/revpress.html




H επαναστατική εφημερίδα – Εισαγωγή

 

Του Κρις Χάρμαν, Καλοκαίρι 1984

 

Όταν κάποιοι προσπαθούν να απαξιώσουν τους επαναστάτες σοσιαλιστές, συχνά τους κοροϊδεύουν για την προσπάθεια που κάνουν να γράψουν, να διακινήσουν και να πουλήσουν την εφημερίδα τους. Μια τυπική γελοιογραφία μας είναι ….αγριεμένοι κακοντυμένοι ψυχάκηδες , που κρατάνε σφιχτά ένα μάτσο εφημερίδες που κανείς δε θέλει να αγοράσει. Αυτή την εικόνα  προωθούν και πρώην επαναστάτες, που τώρα έχουν βρει μια καλοπληρωμένη δουλειά στην «ευυπόληπτη» πολιτική ζωή. Συγκρίνουν την τωρινή τους επιρροή σαν εκλεγμένοι κοινοβουλευτικοί ή δημοτικοί εκπρόσωποι με τα χρόνια που σπατάλησαν να στέκονται έξω από εργοστάσια χωρίς να καταφέρνουν να πουλήσουν το ένα ή το άλλο βδομαδιάτικο φύλλο.

Δεν εκπλήσσει διόλου το γεγονός ότι ακόμα και οι ίδιοι οι σοσιαλιστές επηρεάζονται από τέτοιες απόψεις. Εύκολα φτάνουν στα συμπεράσματα του Χ.Μ. Χάιντμαν, του ιδρυτή της πρώτης μαρξιστικής οργάνωσης (στΜ το 1881) στη Βρετανία, της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατικής Οργάνωσης» (SDF). Μετά από 28 χρόνια έκδοσης της εφημερίδας «Δικαιοσύνη», χαρακτήριζε την εφημερίδα του:  «ένα καθαρά προπαγανδιστικό φύλλο, που καταπιάστηκε  με ζητήματα με τα οποία ο κόσμος στην πλειοψηφία του δεν ήθελε να κουράζει το μυαλό του…Θα έπρεπε να έχουμε διοχετεύσει το χρήμα που ξοδέψαμε και τον ενθουσιασμό μας σε άλλες κατευθύνσεις. Ήταν ένα από αυτά τα μοιραία λάθη που δε διορθώνονται και γεννούν ένα είδος μανιώδους ξεροκεφαλιάς.»

Συνήθως τα συμπεράσματα των επαναστατών -για την αποδόμηση της προσπάθειας έκδοσης και πουλήματος της εφημερίδας- δεν φτάνουν τόσο μακριά όσο του Χάιντμαν. Αλλά είναι αρκετά συχνό για τους επαναστάτες, είτε μεμονωμένα είτε για ολόκληρες οργανώσεις, να αισθανθούν ότι υπάρχουν πιο εύκολοι τρόποι να χτίσουν επιρροή- είτε πρακτικά παραμερίζοντας την διακίνηση εφημερίδας και προσπαθώντας να κερδίσουν επιρροή μέσα στο εργατικό κίνημα μοιράζοντας δωρεάν έντυπα, είτε προσπαθώντας να βρούνε ένα πιο εύκολο ακροατήριο μέσω της διείσδυσης στα υπάρχοντα μέσα (όπως ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός ή το περιοδικό «Νέα Μουσική Έκφραση».)  Ωστόσο αν μιλήσει κανείς για τους μεγάλους επαναστάτες σοσιαλιστές, θα τους συνδέσει αυτόματα με την εφημερίδα τους. Τον Μαρξ με τη Neue Rheinische Zeitung, τον Λένιν με την Iskra και την Pravda, τον Γκράμσι με την Ordine Nuovo, τον  Τζέιμς Κόνολι με την The Workers Republic, τον Τρότσκι με την Nasha Slovo, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ με τη Rote Fahne.

Η σύνδεση των επαναστατών ηγετών με την εφημερίδα τους αφορά επαναστάτες που στόχο είχαν να χτίσουν μαζικά κινήματα.  Δε συναντάμε το ίδιο φαινόμενο σε ηγέτες των οποίων η αντίληψη για την αλλαγή της κοινωνίας συνδέεται με μικρές, αποφασισμένες μειοψηφίες που προβαίνουν σε ηρωικές ενέργειες για λογαριασμό της πλειοψηφίας. Έτσι δεν μιλάμε για την εφημερίδα του Κρόμγουελ, του Ροβεσπιέρου, του Μπακούνιν, του Γκαριμπάλντι ή του Τσε Γκεβάρα… Ακόμα και εκείνοι οι αστοί επαναστάτες που στηρίχθηκαν στη μαζική δράση για να πετύχουν τους σκοπούς τους έπρεπε να έχουν την εφημερίδα τους. Στη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση ο Μαρά δεν θα ήταν τίποτα χωρίς την εφημερίδα του, L’Ami du Peuple, το ίδιο και ο Εμπέρτ χωρίς την re Duchesne.

Όλα αυτά δεν είναι συμπτώσεις.  Η κομβική σημασία της εφημερίδας πηγάζει από τον πολύ συγκεκριμένο σκοπό να κερδηθεί μαζική υποστήριξη στην επανάσταση.  Κάθε πραγματική επανάσταση εμπλέκει μεγάλες μάζες ανθρώπων που έρχονται σε ρήξη με τις γενικές ιδέες με τις οποίες γαλουχήθηκαν και υιοθετούν έναν νέο τρόπο να βλέπουν και τον κόσμο και το ρόλο τους μέσα σε αυτόν. Οι επαναστάτες πάντα ξεκινάνε σαν μειοψηφία προσπαθώντας να διαδώσουν τη θέση τους για τον μελλοντικό «νέο κόσμο». Και έχουν να αντιμετωπίσουν, για μεγάλες χρονικές περιόδους, όχι μόνο την εχθρότητα της άρχουσας τάξης, αλλά και την αδιαφορία από την πλειοψηφία των ανθρώπων των καταπιεσμένων τάξεων. Δεν μπορούμε με κανέναν τρόπο να παρακάμψουμε αυτήν την περίοδο της αντιδημοτικότητας, από τη στιγμή που σε κάθε κοινωνία η άρχουσα τάξη κυριαρχεί απόλυτα ιδεολογικά. Οι «ιδέες της κοινωνίας» στην πραγματικότητα είναι οι ιδέες της άρχουσας τάξης.

Οι επαναστάτες δεν είναι δυνατό να αρχίσουν να κερδίζουν τη μάχη των ιδεών, αν δεν βρούνε τον τρόπο να συνδεθούν με τις εμπειρίες της πλειοψηφίας των «συνηθισμένων» «μη-πολιτικοποιημένων» ανθρώπων. Πρέπει να αποδεικνύουν ότι η επαναστατική οπτική για τον κόσμο ταιριάζει καλύτερα με τουλάχιστον κάποιες από τις εμπειρίες τους σε σύγκριση με την κυρίαρχη ιδεολογία.

Αλλά οι επαναστάτες δεν ενδιαφέρονται απλά να κερδίσουν τον κόσμο σε νέες ιδέες. Πρέπει να καταφέρουν να βάλουν τον κόσμο να κινηθεί στη βάση αυτών των ιδεών, να μην λένε μόνο το τι είναι λάθος, αλλά επίσης, και κυρίως, το «τι να κάνουμε». Η επιτυχία για ένα επαναστατικό ρεύμα σε οποιαδήποτε φάση ανάπτυξής του είναι εφικτή μόνο αν καταφέρει με κάποιον τρόπο να κάνει τις απαραίτητες συνδέσεις μεταξύ ιδεών, εμπειριών και καθηκόντων της εκάστοτε περιόδου.

Η επαναστατική εφημερίδα είναι απολύτως απαραίτητη ακριβώς γιατί είναι ο μηχανισμός για να κάνει αυτές τις συνδέσεις, για να γεφυρώσει το κενό ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Όπως το είχε θέσει ο Έρνεστ Τζόουνς,  ο Χαρτιστής ηγέτης, όταν προσπαθούσε να περισώσει ό,τι είχε απομείνει από εκείνο το μεγάλο εργατικό κίνημα (σ.μ. των χαρτιστών) στις αρχές της δεκαετίας 1850:

«Η πιο ζωτική ανάγκη κάθε κινήματος είναι να έχει ένα μέσο για να καταγράφει τις ενέργειές του, να έχει τη δυνατότητα αλληλοεπικοινωνίας, αλληλοπροσέγγισης, αλληλοενθάρρυνσης, μια κοινή γραμμή άμυνας και κοινά συμπεράσματα.  Αυτό το μέσο είναι ο συνεκτικός ιστός μιας οργάνωσης, ο δείχτης της προόδου της και το μέσο επιχειρηματολογίας της. Είναι αυτό που την βοηθά να μη χάνει τον προσανατολισμό της μέσα στον κυκεώνα των άλλων κομμάτων κι απόψεων και να συγκρατεί τα διάφορα «συστατικά» της ενωμένα.»

Ο Λένιν έφτασε στο ίδιο συμπέρασμα μισό αιώνα αργότερα στο άρθρο του «Από πού να ξεκινήσουμε» και στο βιβλίο του «Τι να κάνουμε» :

«Η εφημερίδα είναι όχι μόνο συλλογικός προπαγανδιστής και αγκιτάτορας,αλλά και συλλογικός οργανωτής. Μπορεί να συγκριθεί με τη σκαλωσιά που στήνεται γύρω από ένα κτίριο υπό κατασκευή… Η οργάνωση που χτίζεται γύρω από αυτήν την εφημερίδα θα είναι έτοιμη για τα πάντα, από το να υποστηρίξει τη σημαία, το κύρος και τη συνέχεια του κόμματος σε περιόδους σοβαρής υποχώρησης του επαναστατικού κύματος μέχρι το να οργανώσει την πανεθνική ένοπλη εξέγερση.»

Είναι εκπληκτικός ο αριθμός των αναφορών από ανθρώπους του κινήματος στο «Τι να κάνουμε», χωρίς να αναφέρεται καθόλου το γεγονός ότι πάνω από το μισό βιβλίο είναι αφιερωμένο στο ζήτημα της επαναστατικής εφημερίδας!

Αλλά το να εκδίδεται απλά μια εφημερίδα δεν αρκεί από μόνο του για να γεφυρωθεί το κενό μεταξύ θεωρίας και δράσης. Η εφημερίδα πρέπει να κάνει τη σύνδεση μεταξύ ιδεών, εμπειριών και καθηκόντων της περιόδου με τον σωστό τρόπο. Κι αυτός ο τρόπος αλλάζει πάρα πολύ ανάλογα με την άνοδο και την ύφεση του κινήματος. Όπως επεσήμανε ο Γκράμσι, οι εμπειρίες των ανθρώπων στον καπιταλισμό είναι δύο ειδών αρκετά διαφορετικών μεταξύ τους. Από τη μια βρίσκονται οι εμπειρίες της ζωής τους μέσα στο σύστημα και τα βάσανα που αυτό προκαλεί. Αυτές σπάνια τους διεγείρουν επαναστατικές ανησυχίες. Πιο πολύ τους οδηγούν να θεωρούν το σύστημα δεδομένο, να αποδέχονται τον ορισμό που δίνει η άρχουσα τάξη για το τι είναι και τι δεν είναι δυνατό. Από την άλλη βρίσκονται οι εμπειρίες, αν και περιορισμένες, των αγώνων ενάντια σε πλευρές του συστήματος. Είναι μέσα από τέτοιους αγώνες που η καταπιεσμένη τάξη αρχίζει να αισθάνεται ότι έχει τη συλλογική δύναμη να θέσει μια εναλλακτική στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.

Το να κάνουν τη σύνδεση μεταξύ ιδεών και εμπειριών των μαζών, σημαίνει ότι το επαναστατικό κόμμα και η εφημερίδα του εστιάζουν σε εκείνα τα στοιχεία της ανθρώπινης εμπειρίας που έχουν προκύψει μέσα από τους αγώνες, «διαχωρίζοντάς» τα από τις υπόλοιπες εμπειρίες τους και αξιοποιώντας τα για να προσφέρουν τη βάση για μια εντελώς διαφορετική οπτική του κόσμου.

Αυτό είναι ευκολότερο να γίνει όταν οι αγώνες της καταπιεσμένης τάξης ενισχύονται διαρκώς, με τον κάθε νικηφόρο αγώνα να εμπνέει νέους νικηφόρους αγώνες. Σε τέτοιες περιόδους υπάρχει μια μεγάλη αυθόρμητη άνθιση νέων τρόπων να βλέπεις τον κόσμο. Η επαναστατική εφημερίδα πρέπει να είναι ικανή να εκφράζει τις ιδέες της με λέξεις και εικόνες που χρησιμοποιούν τα ίδια τα μέλη της καταπιεσμένης τάξης. Παραμένει απαραίτητος ορισμένος «διαχωρισμός» των εμπειριών για να βοηθήσει να σπάσουν από τις  παλιές ιδέες που ακόμα κουβαλάνε στην πραγματική τους συνείδηση οι περισσότεροι άνθρωποι. Αλλά η διαδικασία αυτή του «διαχωρισμού» δεν είναι τόσο δύσκολη. Γι αυτό και και οι πιο πετυχημένες εφημερίδες έκαναν την εμφάνισή τους στις «πλημμυρίδες» του κινήματος.

Αν μελετήσουμε τέσσερις τέτοιες εφημερίδες, μπορούμε να δούμε ποιο ήταν το κατάλληλο μείγμα γενικών ιδεών, βιωμένης εμπειρίας και αγκιτάτσιας (στΜ agitation, στα ελληνικά μεταφράζεται κυριολεκτικά ως «διέγερση», όμως εδώ χρησιμοποιείται με την πολιτική σημασία της λέξης που σημαίνει «παρακίνηση σε δράση», την πολιτική προσπάθεια να μπει ο κόσμος σε κίνηση προτείνοντας «τι να κάνουμε»).

Πηγή: https://www.marxists.org/archive/harman/1984/xx/revpress.html

Μετάφραση Αλέξης Λιοσάτος