1

Η Κούβα επαναφέρει τον θεσμό του πρωθυπουργού. Τι σημαίνει αυτό;

Μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο για τις πολιτικές εξελίξεις στην Κούβα, που βρήκαμε στη σελίδα της 4ης Διεθνούς. Είναι γνωστό ότι δεν ασπαζόμαστε τη θέση του αρθρογράφου (ότι η Κούβα ήταν σοσιαλιστική το 1959 ή το 1976 ή ότι –ακόμα χειρότερα- ο Ραούλ Κάστρο απαλλοτρίωνε πολυεθνικές και οδηγούσε τις μάζες στην …επανάσταση μέχρι πριν λίγους μήνες). Η Κούβα μετά το 1990 θα έμπαινε –και όντως μπήκε- στην ίδια τροχιά μετεξέλιξης που ακολούθησαν και τα υπόλοιπα πρώην σοβιετικά καθεστώτα: από καθεστώτα κρατικού καπιταλισμού σε κλασικά καπιταλιστικά καθεστώτα – τύπου Κίνας και Ρωσίας. Το τουριστικό κεφάλαιο παίζει όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην οικονομία της Κούβας, κι αυτό ξεκίνησε επί Φιντέλ και γιγαντώθηκε επί Ραούλ. Το κείμενο ωστόσο είναι αποκαλυπτικό προς όσους είχαν κι έχουν αυταπάτες για τη «σοσιαλιστική Κούβα». Το μικρό κράτος της Καραϊβικής μπαίνει σε ακόμα μεγαλύτερη τροχιά «δυτικοποίησης», αποκτώντας με τις ευλογίες του Ραούλ Κάστρο επικεφαλής έναν μεγαλοξενοδόχο , που αδιαφορεί ακόμα και για το αν για μεγάλο ποσοστό των φτωχών κατοίκων της πρωτεύουσας η πρόσβαση στο πόσιμο νερό είναι δυσπρόσιτη. Κι αυτή η εξέλιξη σημειώνεται χωρίς καμία αντεπανάσταση (σε αντίθεση με αυτό που πιθανά υπονοεί ο συγγραφέας, κάνοντας στο τέλος του κειμένου, αντιπαραβάλλοντας τον Ραούλ με τον Κρουζ) : οι ρίζες της εξέλιξης είναι προφανές ότι βρίσκονται στο γραφειοκρατικό καθεστώς που χτίσανε ο Φιντέλ και ο Ραούλ, με τη βοήθεια της ΕΣΣΔ.

http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article6342

 

Nέος Πρωθυπουργός αναλαμβάνει καθήκοντα στην Κούβα

Η Κούβα επαναφέρει τον θεσμό του πρωθυπουργού, μια θέση που είχε καταργηθεί το 1976 με το πρώτο σοσιαλιστικό σύνταγμα της χώρας και που επιστρέφει με το νέο σύνταγμα που καταρτίστηκε τον Μάιο του 2019. Ποιος είναι αυτός ο νέος επικεφαλής της κυβέρνησης που κανείς δεν περίμενε; Πώς πήρε τη δουλειά και ποιες είναι οι πιθανές πολιτικές στοχεύσεις;

Κανείς δεν τον περίμενε σε αυτή τη θέση. Το δελτίο τύπου που αναγγέλλει τον διορισμό του τονίζει ότι είναι ένας “μετριοπαθής και απλός” άνθρωπος, κάτι που δεν ακούγεται πολύ αξιόπιστο. Ο νέος πρωθυπουργός ήταν διευθυντής ξενοδοχείου, έπειτα πρόεδρος των διευθυντών ξενοδοχείων μιας επαρχίας, και αργότερα Υπουργός Τουρισμού.

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των κρατών που περιστρέφονταν γύρω από το Κρεμλίνο, η Κούβα γνώρισε τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση της τη δεκαετία του 1990. Μέχρι τις αρχές αυτής της δεκαετίας, η τουριστική βιομηχανία ήταν αδύναμη. Οι λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης, που αντιπροσώπευαν σχεδόν το 85% των εμπορικών εταίρων της χώρας, δεν πρόσφεραν κερδοφόρο τουρισμό και πρακτικά η Κούβα επιβίωνε πουλώντας ζάχαρη στη Μόσχα.

Η προαναφερθείσα οικονομική κρίση υποχρέωσε την κυβέρνηση να στραφεί πλήρως στην προώθηση του τουρισμού. Έτσι, (ο τουρισμός) σήμερα αποτελεί τη βιομηχανία με την υψηλότερη σταθερή ανάπτυξη στη χώρα, με σχεδόν 5 εκατομμύρια ξένους επισκέπτες ανά έτος.

Πριν από δεκαπέντε χρόνια, ο Φιντέλ Κάστρο διόρισε έναν νέο υπουργό για να υπηρετεί τη βιομηχανία αναψυχής: τον Μάνουελ Μαρέρο Κρουζ. Λίγο αργότερα, για λόγους υγείας, ο παλιός ηγέτης παρέδωσε την εξουσία στον μικρότερο αδελφό του, Ραούλ Κάστρο. Μετά από δύο χρόνια μεταβατικού καθεστώτος, τον Φεβρουάριο του 2008 ο Ραούλ Κάστρο ανακηρύχθηκε επισήμως Πρόεδρος του Συμβουλίου του Κράτους και των Υπουργών.

(Ο Ραούλ) τον Μάρτιο του 2009 προχώρησε σε μια αμφισβητήσιμη εκκαθάριση υπουργικού συμβουλίου, απολύοντας όλους τους υπουργούς της κυβέρνησης του Φιντέλ, υποστηρίζοντας ότι έτρεφαν μια επικίνδυνε φιλοδοξίες για εξουσία. Μόνο ένας υπουργός από όσους είχαν διοριστεί από τον παλιό ηγέτη επιβίωσε σε αυτή την αλλαγή: ο Υπουργός Τουρισμού που είχε διοριστεί από τον Φιντέλ λίγα χρόνια πριν.

Ο Μάνουελ Μαρέρο Κρουζ επιβίωσε όχι μόνο αυτής της εκκαθάρισης, αλλά και ολόκληρης της περιόδου της διακυβέρνησης Ραούλ, πριν γίνει αποδεκτός και από τον νέο πρόεδρο Μιγκέλ Ντίαζ-Κανέλ Μπερμούντες, που μάλιστα τον πρότεινε για τη θέση, και εγκριθεί από το κοινοβούλιο ως νέος πρωθυπουργός . Κάτι συμβαίνει εδώ, αφού όταν η εφημερίδα του κόμματος τον χαρακτήριζε «μετριοπαθή» σύντροφο, εννοούσε ότι ποτέ δεν τον ενδιέφερε η εξουσία.

Και είναι αλήθεια ότι ο Μαρέρο Κρουζ είναι ο τυπικός επιχειρηματίας που εργάζεται μόνο για την επιτυχία της επιχείρησης χωρίς να περιμένει μεγαλύτερη αναγνώριση από το αφεντικό πέρα από ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Δεν ήθελε να ανέλθει στην κυβέρνηση: το έκανε μόνο για να διατηρήσει την ανάπτυξη του τουρισμού της χώρας. Σε τέτοιο βαθμό, που κατέληξε να διορίζεται όχι μόνο ως υπουργός τουρισμού, αλλά και ως επικεφαλής του Επιχειρηματικού Ομίλου Gaviota – ιδιοκτησίας των ενόπλων δυνάμεων – που ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του κουβανικού τουριστικού τομέα. Ενώ τα μέλη της υπόλοιπης πολιτικής και διοικητικής ηγεσίας της χώρας ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος θα καταλάβει θέσεις εξουσίας, αυτός ήταν αφοσιωμένος μόνο στο να εκπληρώσει το έργο του.

Στις 10 Απριλίου 2019, μετά από μακρές συζητήσεις με πολίτες και ένα συνταγματικό δημοψήφισμα, η Κούβα υιοθέτησε νέο σύνταγμα. Μέχρι τότε, ο Ραούλ Κάστρο – και πριν από αυτόν ο Φιντέλ- ήταν ταυτόχρονα Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος- του μόνου κόμματος στο νησί και συνεπώς του ανώτατου πολιτικού γραφείου στη χώρας-, Πρόεδρος του Συμβουλίου των Υπουργών, πρακτικά πρωθυπουργός και Πρόεδρος του Συμβουλίου του Κράτους, δηλαδή Επικεφαλής του Κράτους. Την ίδια περίοδο, τόσο ο Φιντέλ όσο και ο Ραούλ κατείχαν την ανώτατη στρατιωτική θέση στον στρατό που είχαν ιδρύσει. Ο Ραούλ ήξερε ότι επρόκειτο για αφύσικη συγκέντρωση εξουσίας και ότι κάποιος με τέτοια πολιτική και διοικητική δύναμη θα μπορούσε να προσανατολίσει το έθνος όπου ο ίδιος ήθελε.

Ως εκ τούτου, με το νέο Σύνταγμα υπάρχει ο Γενικός Γραμματέας του Κόμματος – ο Ραούλ Κάστρο Ρουζ, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας – ο Μιγκέλ Ντίας Κανέλ Μπερμούντες και στις 21 Δεκεμβρίου – συμπτωματικά 140 χρόνια μετά τη γέννηση του Στάλιν – ο μόνος υπουργός που επιβίωσε μετά την αποχώρηση του Φιντέλ από την εξουσία και την άφιξη του αδελφού του Ραούλ (ο οποίος επίσης επιβίωσε στις νέες προεδρικές εκλογές και τις αντίστοιχες αλλαγές του υπουργικού συμβουλίου, καθώς και τις συνταγματικές αλλαγές), ο Μάνουελ Μαρέρο Κρουζ εξελέγη πρωθυπουργός.

Αλλά υπάρχει κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε. Αν και ο «μετριοπαθής» χαρακτήρας του Μαρέρο –που ήταν ταυτόχρονα και ένας επιτυχημένος τεχνοκράτης – ήταν αυτό που εγγυήθηκε την επιβίωσή του ως Υπουργός Τουρισμού, ενώ πολλοί εκδιώχθηκαν, η μακρά πολιτική του επιβίωση και τώρα ο διορισμός του ως πρωθυπουργός επηρέασε και κάτι που πολλοί ξεχνούν.

Όταν ο νέος πρόεδρος Ντίας-Κανέλ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τον επικεφαλής του κόμματος σε μια απομακρυσμένη επαρχία στα ανατολικά της χώρας, ο Μαρέρο Κρουζ ήταν ο Επικεφαλής του τουρισμού σε ολόκληρη αυτή την επαρχία. Συμπτωματικά, η σημερινή Πρώτη Κυρία ήταν επίσης από εκείνη την επαρχία και εκεί ήταν που τη γνώρισε ο Ντίας-Κανέλ. Επίσης, καθαρά τυχαία, η σημερινή πρώτη κυρία διορίστηκε κατ’ εντολή του Μαρέρo ως διευθύντρια του γραφείου τουρισμού του Υπουργείου Πολιτισμού. Και μια λεπτομέρεια που δεν πρέπει να ξεχαστεί: σύμφωνα με το νέο Σύνταγμα, ο πρωθυπουργός διορίζεται μετά από πρόταση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Δηλαδή, ο Μαρέρο Κρουζ διορίστηκε από τον Ντίας-Κανέλ Μπερμούντες.

Ως επιτυχημένος πρόεδρος των διευθυντών ξενοδοχείων σε όλη την Κούβα, ο Μαρέρο Κρουζ γέμισε την παλιά πόλη της Αβάνας με ξενοδοχεία, αδιαφορώντας για τη συνεχιζόμενη κρίση πρόσβασης στο νερό, από την οποία υποφέρουν όσοι ζουν στην περιοχή αυτή της πρωτεύουσας. Αυτές οι εκλογές που έγιναν από τον πρόεδρο, επικυρώθηκαν από το κοινοβούλιο και εγκρίθηκαν από το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος, δείχνουν τις προθέσεις της νέας κυβέρνησης που σχηματίστηκε, ενώ οι παλιοί ηγέτες της επανάστασης του Ιανουαρίου 1959 απέρχονται από την εξουσία.

Ο πρώην Πρωθυπουργός, όπως και ο σημερινός, είχε και εκείνος μια γενειάδα, προερχόταν από μια απομακρυσμένη επαρχία στα ανατολικά της χώρας και είχε μια μακρά σταδιοδρομία πολιτικής αντίστασης όπως αυτός που μόλις διορίστηκε. Αλλά ο Φιντέλ Κάστρο – ο πρώην Πρωθυπουργός – αντιστάθηκε στις θανατηφόρες παγίδες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού για το καλό της Κούβας, ενώ ο Μανουέλ Μαρέρο Κρουζ αφιερώθηκε στο να αντισταθεί στις παγίδες της κουβανικής γραφειοκρατίας για το δικό του το καλό. Η σχέση του Φιντέλ με τις πολυεθνικές ήταν να τις απαλλοτριώνει, η σχέση του Μαρέρο μαζί τους ήταν να τις προσελκύει. Η σχέση του Φιντέλ με τους εργαζόμενους ήταν να τους οδηγεί στην επανάσταση, η σχέση του Μαρέρο μαζί τους ήταν να τους βάζει να φτιάχνουν VIP ζώνες στα νέα ξενοδοχεία που χτίζονταν. Σε λιγότερο από τρεις μήνες, θα καθοριστούν μέτρα για την οικονομική κατεύθυνση της χώρας. Ένας πρωθυπουργός, δηλαδή ένας αρχηγός κυβέρνησης, θα παίξει σοβαρό ρόλο προς τη νέα κατεύθυνση του έθνους.




O τροτσκισμός μετά τον Τρότσκι (ΙV)

του Τόνι Κλιφ

 

Κεφάλαιο 4: H διεθλασμένη διαρκής επανάσταση

-Η άνοδος του Μάο στην εξουσία

-Η Επανάσταση του Κάστρο

– Τι είχε πάει στραβά με τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκι;

-Διεθλασμένη Διαρκής επανάσταση

Ένα ακόμη ζήτημα στο οποίο οι μεταπολεμικοί τροτσκιστές δυσκολεύονταν ήταν οι εξελίξεις στον Τρίτο Κόσμο. Η θεωρία της διαρκούς επανάστασης όπως διατυπώθηκε από τον Τρότσκι στη Ρωσία προέβλεπε την αποδυνάμωση του ιμπεριαλισμού και την κοινωνική αλλαγή στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Η κοινωνική αλλαγή θα προέκυπτε από την εργατική τάξη,  η οποία θα αγωνιζόταν για να ολοκληρώσει τα αστικοδημοκρατικά  καθήκοντα και ταυτόχρονα θα συνέχιζε να αγωνίζεται για τον σοσιαλισμό. Το ζήτημα του κατά πόσο η θεωρία του Τρότσκι για τη διαρκή επανάσταση εξηγούσε επαρκώς τις σημαντικές διεργασίες στον Τρίτο Κόσμο τέθηκε με πιο οξύ τρόπο στην Κίνα του Μάο και στην Κούβα του Κάστρο. Ίσχυε σε αυτές τις περιπτώσεις η θεωρία του; Για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, δεν  έφτανε ούτε ένα “ναι” ούτε ένα “όχι”. Υπήρχαν πολλά κοινά μεταξύ του τι συνέβη σε αυτές τις χώρες και της θεωρίας του Τρότσκι, αλλά από κάποιες πλευρές υπήρχαν και σοβαρές αποκλίσεις. Έτσι προέκυψε η ανάγκη να διαμορφωθεί μια θεωρία που θα μπορούσε να περιλαμβάνει και τις δύο όψεις. Αυτή ήταν η θεωρία της διεθλασμένης διαρκούς επανάστασης.

Η άνοδος του Μάο στην εξουσία

Η βιομηχανική εργατική τάξη δεν έπαιξε κανέναν ρόλο στη νίκη των Κινέζων Κομμουνιστών του Μάο έναντι του εθνικιστικού Κουομιντάνγκ το 1949. Ακόμη και η κοινωνική σύνθεση του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν εντελώς μη εργατικής σύνθεσης. Η άνοδος του Μάο στην ηγεσία του κόμματος συνέπεσε με μια εποχή που το κόμμα έπαψε να είναι εργατικό κόμμα. Προς τα τέλη του 1926, το 66% τουλάχιστον των μελών του ήταν εργάτες, άλλοι 22% διανοούμενοι και μόνο 5% αγρότες. [99] Μέχρι το Νοέμβριο του 1928, το ποσοστό των εργαζομένων μειώθηκε περισσότερο από 80% κι έπεσε στο μόλις 10% των μελών. Μια επίσημη κομματική έκθεση παραδεχόταν ότι το κόμμα «δεν διέθετε ούτε έναν υγιή κομματικό πυρήνα μέσα στη βιομηχανική εργατική τάξη». [100] Έναν χρόνο αργότερα οι εργάτες αποτελούσαν μόνο το 3% του συνόλου και αυτό δεν άλλαξε ουσιαστικά μέχρι τα τέλη του 1930. [101] Από τότε μέχρι και την τελική νίκη του Μάο, το κόμμα δεν είχε ουσιαστικά καθόλου βιομηχανικούς εργάτες στις γραμμές του.

Για αρκετά χρόνια το κόμμα περιόριζε τη δράση του στα αγροτικά αντάρτικα κινήματα στις επαρχίες στα βάθη της κεντρικής Κίνας, όπου ίδρυσε μια Κινεζική Σοβιετική Δημοκρατία. Αργότερα, μετά από τη στρατιωτική ήττα στις κεντρικές επαρχίες το 1934, το κόμμα μετακινήθηκε στο βόρειο Σένσι στα βορειοδυτικά. Και στις δύο αυτές περιοχές δεν υπήρχε βιομηχανική εργατική τάξη για να απευθυνθεί. Ένα όργανο της Κομιντέρν δεν υπερέβαλλε όταν έγραφε: «Η περιοχή στα σύνορα είναι κοινωνικά και οικονομικά μια από τις πιο καθυστερημένες περιοχές της Κίνας». [102] Ο Τσου Τεχ επαναλάμβανε: «Οι περιφέρειες υπό την καθοδήγηση των κομμουνιστών είναι οι πλέον καθυστερημένες οικονομικά σε ολόκληρη τη χώρα». [103] Δεν υπήρχε καμία πραγματική πόλη υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών μέχρι δύο χρόνια πριν από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Τόσο ασήμαντοι ήταν οι εργάτες στη στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος κατά την περίοδο της ανόδου του Μάο στην εξουσία που το κόμμα δεν έκρινε καν απαραίτητο να συγκαλέσει Εθνικό Συνέδριο των Συνδικάτων, 19 χρόνια μετά από εκείνο που διεξήχθη το 1929. Δεν μπήκε το κόμμα ποτέ στον κόπο να αναζητήσει την εργατική υποστήριξη, όπως αποδεικνυόταν και από τη διακήρυξή της ότι δεν σκόπευε να διατηρήσει καμία κομματική οργάνωση στις περιοχές που ελέγχονταν από το Κουόμινταγκ κατά την κρίσιμη περίοδο 1937-45. [104] Όταν, τον Δεκέμβριο του 1937 η κυβέρνηση του Κουόμινταγκ θέσπισε την ποινή του θανάτου για τους εργάτες που θα απεργούσαν ή ακόμα και θα προπαγάνδιζαν  μια απεργία, ενώ ο πόλεμος ενάντια στους Ιάπωνες βρισκόταν σε εξέλιξη, ο εκπρόσωπος του Κομμουνιστικού Κόμματος δήλωνε σε μια συνέντευξη ότι το κόμμα ήταν «πλήρως ικανοποιημένο» με τη διεξαγωγή του πολέμου από την κυβέρνηση. [105] Ακόμη και μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου μεταξύ  Κομμουνιστικού Κόμματος και  Κουόμινταγκ, δεν υπήρχε σχεδόν καμία οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος στις περιοχές που έλεγχε το Κουόμινταγκ, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν όλα τα βιομηχανικά κέντρα της χώρας.

Η κατάκτηση των πόλεων από τον Μάο αποκάλυπτε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το πλήρες διαζύγιο του Κομμουνιστικού Κόμματος από τη βιομηχανική εργατική τάξη. Οι κομμουνιστές ηγέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποτρέψουν τις εργατικές εξεγέρσεις στις πόλεις την παραμονή της κατάκτησής τους. Πριν από την πτώση του Τιεντσίν και του Πεκίνου, για παράδειγμα, ο στρατηγός Λιν Πιάο, Στρατηγός του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, εξέδωσε μια προκήρυξη που καλούσε τους ανθρώπους:

«… να διατηρήσουν την τάξη και να συνεχίσουν τις δουλειές τους. Οι υπάλληλοι του Κουομιντάνγκ σε νομισματικό σύστημα, αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας σε επίπεδο χωριού, επαρχίας, πόλης, χώρας και σε οποιοδήποτε κυβερνητικό πόστο… υποχρεούνται να παραμείνουν στις θέσεις τους.» [106]

Την εποχή που διέσχιζαν τον ποταμό Γιανγκ Τσε, πριν πέσουν οι μεγάλες πόλεις της κεντρικής και της νότιας Κίνας (Σανγκάη, Χανκόου, Καντόνα), οι Μάο και Τσου Τεχ  κυκλοφόρησαν προκήρυξη  με τους πανομοιότυπο περιεχόμενο:

«… οι εργάτες και οι υπάλληλοι όλων των επαγγελμάτων να συνεχίσουν να εργάζονται … οι υπάλληλοι των κεντρικών, επαρχιακών, δημοτικών ή νομαρχιακών κυβερνήσεων του Κουόμινταγκ σε όλα τα επίπεδα επίπεδα ή εκπρόσωποι της «Εθνοσυνέλευσης», οι υπάλληλοι στο νομισματικό σύστημα, τα μέλη του Λαϊκού Πολιτικού Συμβουλίου, το αστυνομικό προσωπικό και οι επικεφαλής του δικαστικού συστήματος … πρέπει να παραμείνουν στις θέσεις τους.» [107]

Η εργατική τάξη διατάχθηκε να παραμείνει αδρανής και έτσι έγινε. Μια αναφορά από την πόλη Νανκίνγκ στις 22 Απριλίου 1949, δύο ημέρες πριν την καταλάβει ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, περιέγραφε την κατάσταση έτσι:

« Ο πληθυσμός της Νανκίνγκ δεν δίνει ενδείξεις ενθουσιασμού. Περίεργα πλήθη εντοπίστηκαν σήμερα το πρωί να συγκεντρώνονται στο φράγμα του ποταμού για να παρακολουθήσουν την ένοπλη αναμέτρηση στην απέναντι πλευρά του ποταμού. Οι δουλειές συνεχίζονται όπως συνήθως. Ορισμένα καταστήματα είναι κλειστά, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει δουλειά … Οι κινηματογράφοι εξακολουθούν να προβάλλουν τις ταινίες τους φωτίζοντας τις στριμωγμένες οικοδομές».

Έναν μήνα αργότερα ένας ανταποκριτής της Νέας Υόρκης έγραφε από τη Σαγκάη: “Τα κόκκινα στρατεύματα άρχισαν να κολλούν αφίσες στα κινέζικα, δίνοντας οδηγίες στον λαό να είναι ήσυχος και διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν έχουν να φοβούνται τίποτα.” [108] Στην Καντόνα “μετά την είσοδό τους οι κομμουνιστές ήρθαν σε επικοινωνία με το αστυνομικό τμήμα και έδωσαν οδηγίες στους αξιωματικούς και τους υπαλλήλους να παραμείνουν στη θέση τους για να διατηρήσουν την τάξη. ” [109]

Η επιχειρηματολογία του Τρότσκι ότι τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα, όπως η απελευθέρωση από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, θα μπορούσαν να εκπληρωθούν μόνο από τους εργάτες, δεν  μπορούσε να εξηγήσει τι συνέβη στην Κίνα.

Η επανάσταση του Κάστρο

Ένα άλλο παράδειγμα εξελίξεων που δεν ταιριάζαν με το σενάριο του Τρότσκι ήταν η  Κούβα. Εδώ ούτε η εργατική τάξη ούτε καν η αγροτιά έπαιξαν σοβαρό ρόλο. Οι μεσοαστοί διανοούμενοι κυριάρχησαν πλήρως στην αρένα της πάλης κατά την άνοδο του Φιντέλ Κάστρο στην εξουσία. Το βιβλίο του Τ. Ράιτ Μιλς, «Άκου Γιάνκη», που αποτελεί λίγο-πολύ  έναν αυθεντικό μονόλογο των Κουβανών ηγετών, καταπιάνεται πρωτίστως με το τι δεν ήταν η επανάσταση:

«… η ίδια η επανάσταση δεν ήταν μάχη … μεταξύ μισθωτών και καπιταλιστών … Η επανάστασή μας δεν είναι μια επανάσταση που γίνεται από εργατικά σωματεία ή μισθωτούς εργάτες στην πόλη ή από εργατικά κόμματα ή από οτιδήποτε τέτοιο … οι μισθωτοί εργάτες στην πόλη δεν απέκτησαν συνείδηση με οποιονδήποτε επαναστατικό τρόπο. Τα συνδικάτά τους ήταν ακριβώς όπως τα δικά σας συνδικάτα στη Β. Αμερική: έβγαιναν στους δρόμους μόνο για περισσότερα χρήματα και καλύτερες συνθήκες δουλειάς. Αυτό ήταν το μόνο που τα κινητοποιούσε. Και μερικά ήταν ακόμα πιο διεφθαρμένα από μερικά δικά σας.» [110]

Μετά από συζητήσεις με τους κουβανούς ηγέτες, ο Πολ Μπάραν, ένας άκριτος υποστηρικτής του Κάστρο, έγραψε:

«Φαίνεται ότι το τμήμα της βιομηχανικής εργατικής τάξης παρέμεινε συνολικά παθητικό σε όλη την επαναστατική περίοδο. Η διαμόρφωση του “αριστοκρατικού” στρώματος του προλεταριάτου της Κούβας, δηλαδή αυτών των εργαζομένων που συμμετείχαν στα κέρδη των μονοπωλιακών επιχειρήσεων – ξένων και ντόπιων – πληρώνονταν καλά κατά τα λατινοαμερικάνικα πρότυπα και απολάμβαναν ένα επίπεδο ζωής πολύ υψηλότερο από αυτό των μαζών του κουβανικού λαού. Το αρκετά ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα κυριαρχούνταν από τον «εργοδοτικό συνδικαλισμό», στο στυλ των Ηνωμένων Πολιτειών, και χαρακτηριζόταν πλήρως από εκβιασμούς και τρομοκρατία.» [111]

Η αδιαφορία του βιομηχανικού προλεταριάτου αποδείχθηκε και με το εντελώς αποτυχημένο κάλεσμα του Κάστρο για γενική απεργία στις 9 Απριλίου 1958, περίπου δεκαέξι μήνες μετά την έναρξη της εξέγερσης και οκτώ μήνες πριν από την πτώση του κουβανού δικτάτορα, του Μπατίστα. Οι εργαζόμενοι παρέμειναν απαθείς και οι Κομμουνιστές τη σαμποτάρισαν.  Λίγο αργότερα ήταν που πήδηξαν στο άρμα του Κάστρο. [112]

Δεν ήταν μόνο η εργατική τάξη που δεν ενεπλάκη στην άνοδο του Κάστρο, αλλά το ίδιο ίσχυσε και για την αγροτιά. Μέχρι τον Απρίλιο του 1958 ο συνολικός αριθμός των οπλισμένων ανδρών υπό τον Κάστρο εφτανε μόνο τους 180 και στην περίοδο της πτώσης του Μπατίστα αυξήθηκε κι έφτασε τους 803 μόνο. [113] Τα στελέχη των ομάδων του Κάστρο ήταν διανοούμενοι. Και οι αγρότες που όντως συμμετείχαν δεν ήταν εργάτες γης. Ο Τσε Γκεβάρα περιγράφει τους αγρότες που συντάχθηκαν με τον Κάστρο στη Σιέρα Μαέστρα:

«Οι στρατιώτες που απαρτίζουν τον πρώτο μας αντάρτικο στρατό των κατοίκων της χώρας προέρχονταν από το τμήμα αυτής της κοινωνικής τάξης που εκφράζει πιο επιθετικά την αγάπη της για την ιδιοκτησία γης, κάτι που κάνει τον προσδιορισμό «μικροαστοί» τον πιο κατάλληλο για να χαρακτηρίσει τους στρατολογημένους». [114]

Το κίνημα του Κάστρο ήταν κίνημα της μεσαίας τάξης. Οι 82 άνδρες υπό τον Κάστρο που εισέβαλαν στην Κούβα από το Μεξικό τον Δεκέμβριο του 1956 και οι 12 που επέζησαν για να πολεμήσουν στη Σιέρα Mαέστρα προέρχονταν από αυτή την τάξη. “Τις βαρύτερες απώλειες υπέστη το σε γενικές γραμμές μεσοαστικό κίνημα αντίστασης, κάτι που δημιούργησε τα πολιτικά και ψυχολογικά «οξέα» που διέβρωσαν την πολεμική ισχύ του Μπατίστα” [115].

Χαρακτηριστική για το κουβανικό κίνημα ήταν μια περιγραφή  του Τσε Γκεβάρα που υπονοούσε ότι η βιομηχανική εργατική τάξη θα είναι αμέτοχη σε όλες τις μελλοντικές σοσιαλιστικές επαναστάσεις: «Οι αγρότες, με έναν στρατό φτιαγμένο από τους ίδιους που θα αγωνίζεται για τους δικούς τους μεγάλους στόχους, κυρίως για μια δίκαιη αναδιανομή της γης, θα έρθουν από την ύπαιθρο για να κατακτήσουν τις πόλεις … Αυτός ο στρατός, έχοντας φτιαχτεί στην ύπαιθρο, όπου οι υποκειμενικές συνθήκες ωρίμασαν για την κατάληψη της εξουσίας, θα βρεθεί έξω από τις πόλεις και θα μπει για να τις κατακτήσει…» [116]

Σε άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου, η εργατική τάξη δεν έπαιξε ποτέ κάτι παραπάνω από  επικουρικό ρόλο στους μεταπολεμικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς και, ακόμη και όταν ήταν παρούσα, δεν λειτουργούσε ως ανεξάρτητη δύναμη που αγωνίζεται για τον επαναστατικό σοσιαλισμό, όπως συνέβη στη Ρωσία το 1917. Έτσι, οι διεργασίες για την υπέρβαση των εγγενώς καθυστερημένων κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και η επίτευξη της εθνικής απελευθέρωσης από τον ιμπεριαλισμό είχαν ως αιχμή του δόρατος μια ποικιλία δυνάμεων που προέρχονταν κυρίως από τη διανόηση ή το κράτος, παίζοντας τον ρόλο που απέδιδε στην εργατική τάξη η θεωρία της διαρκούς επανάστασης του Τρότσκι. Αν και τα πολιτικά αποτελέσματα στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική ποικίλλανε, ο κρατικός καπιταλισμός ήταν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, το βασικό αποτέλεσμα.

Τι είχε πάει στραβά με τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκι;

Τα βασικά στοιχεία της θεωρίας του Τρότσκι μπορούν να συνοψιστούν σε έξι σημεία:

(1) Μια αστική τάξη που φτάνει καθυστερημένα στην καπιταλιστική σκηνή είναι θεμελιωδώς διαφορετική από τους προγόνους της έναν ή δυο αιώνες νωρίτερα. Δεν είναι σε θέση να προσφέρει μια συνεπή, δημοκρατική, επαναστατική λύση στα προβλήματα που δημιούργησε η φεουδαρχία και η ιμπεριαλιστική καταπίεση. Δεν είναι σε θέση να επιτελέσει την σαρωτική καταστροφή της φεουδαρχίας, την επίτευξη πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας και πολιτικής δημοκρατίας. Έχει πάψει να είναι επαναστατική, είτε στις αναπτυγμένες είτε στις καθυστερημένες χώρες. Είναι μια απολύτως συντηρητική δύναμη.

(2) Ο καθοριστικός επαναστατικός ρόλος πέφτει στις πλάτες του προλεταριάτου, ακόμη κι αν το προλεταριάτο είναι πολύ μικρό αριθμητικά και νεαρό.

(3) Οι αγρότες, όντας ανίκανοι για ανεξάρτητη δράση, θα ακολουθήσουν τις πόλεις και, λαμβάνοντας υπόψη τα πρώτα δύο σημεία, θα πρέπει να κινηθούν υπό την ηγεσία του βιομηχανικού προλεταριάτου.

(4) Η ουσιαστική επίλυση του αγροτικού ζητήματος, του εθνικού ζητήματος, η διάλυση των κοινωνικών και ιμπεριαλιστικών φραγμών που εμποδίζουν μια γρήγορη οικονομική ανάπτυξη, θα απαιτήσει να ξεπεραστούν τα όρια της αστικής ατομικής ιδιοκτησίας: «Η δημοκρατική επανάσταση μετατρέπεται άμεσα σε σοσιαλιστική, και έτσι προκύπτει η διαρκής επανάσταση ». [117]

(5) Η ολοκλήρωση της σοσιαλιστικής επανάστασης “μέσα στα εθνικά όρια είναι αδιανόητη … Έτσι, η σοσιαλιστική επανάσταση γίνεται διαρκής επανάσταση και με μια νέα κι ευρύτερη έννοια του όρου. Ολοκληρώνεται μόνο με την τελική νίκη της νέας κοινωνίας σε ολόκληρο τον πλανήτη μας ». [118]  «Είναι αντιδραστική, κοντόφθαλμη ουτοπία το να προσπαθήσουμε να πετύχουμε ” σοσιαλισμό σε μια χώρα “.

(6) Ως εκ τούτου, η επανάσταση στις καθυστερημένες χώρες θα προκαλέσει κοινωνικές αναταραχές  στις αναπτυγμένες χώρες.

Ενώ η συντηρητική, δειλή φύση μιας αργά αναπτυσσόμενης αστικής τάξης (το πρώτο σημείο του Τρότσκι) είναι απαραβίαστος νόμος, ο επαναστατικός χαρακτήρας της νέας εργατικής τάξης (δεύτερο σημείο) δεν ισχύει ούτε απόλυτα ούτε αναπόφευκτα. Εάν η εργατική τάξη δεν είναι, στην πραγματικότητα, επαναστατική, τότε τα σημεία (3) έως (5) δεν θα υλοποιηθούν.

Αν η μονίμως επαναστατική φύση της εργατικής τάξης, κεντρικός πυλώνας της θεωρίας του Τρότσκι, τεθεί υπό αμφισβήτηση, ολόκληρο το σχήμα καταρρέει. Το τρίτο του σημείο δεν ισχύει, καθώς η αγροτιά δεν μπορεί να ακολουθήσει μια μη επαναστατημένη εργατική τάξη και στη συνέχεια αναιρούνται και τα υπόλοιπα σημεία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Μια αλληλουχία εθνικών και διεθνών συνθηκών θέτει τις παραγωγικές δυνάμεις σε σύγκρουση με τα δεσμά της φεουδαρχίας και του ιμπεριαλισμού. Οι αγροτικές εξεγέρσεις αποκτούν βαθύτερο, πιο σαρωτικό χαρακτήρα από ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για την εθνική εξέγερση για υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και εναντίον της οικονομικής καταστροφής που επιφέρει ο ιμπεριαλισμός. Το αποτέλεσμα ήταν ένας τύπος μετασχηματισμού που περιλάμβανε στοιχεία της διαρκούς επανάστασης αλλά επίσης απέκλινε από αυτόν ριζικά. Αυτό το φαινόμενο το ονομάσαμε «διεθλασμένη διαρκή επανάσταση», μια θεωρία που διατυπώθηκε για πρώτη φορά σε γενικές γραμμές το 1963. [119]

Εάν οι δύο κύριες τάξεις της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, οι καπιταλιστές και οι εργάτες δεν έπαιζαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο – η πρώτη τάξη επειδή είχε γίνει συντηρητική δύναμη, και η δεύτερη γιατί έχασε τον προορισμό της εξαιτίας του σταλινισμού ή του ρεφορμισμού – πώς θα γραφόταν μια τόσο σπουδαία εξέλιξη; Η κίνηση των παραγωγικών δυνάμεων και η επαναστατικότητα της αγροτιάς δεν αρκούσαν από μόνα τους για να τσακίσουν τον ζυγό της φεουδαρχίας και του ιμπεριαλισμού. Τέσσερις ακόμη παράγοντες έπρεπε να συμβάλλουν:

 

(1) Η αποδυνάμωση του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού ως αποτέλεσμα των οξυνόμενων  αντιφάσεων μεταξύ των δύο μπλοκ υπερδυνάμεων, ενώ και τα δυο είχαν παραλύσει από την ύπαρξη της ατομικής βόμβας. Αυτό περιόριζε εν μέρει την ικανότητά τους να παρεμβαίνουν στον Τρίτο Κόσμο υπό τον φόβο να πυροδοτήσου έναν πόλεμο μεταξύ τους.

(2) Η αυξανόμενη σημασία του κράτους στις καθυστερημένες χώρες. Είναι ένα από τα αστεία της ιστορίας ότι όταν ένα ιστορικό καθήκον έρχεται αντιμέτωπο με την κοινωνία και η τάξη που παραδοσιακά το φέρνει σε πέρας απουσιάζει, κάποια άλλη ομάδα ανθρώπων αναλαμβάνει να το υλοποιήσει, αρκετά συχνά οργανωμένη ως κρατική εξουσία. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κρατική εξουσία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Αντικατοπτρίζει όχι μόνο, ούτε κυρίως, την εθνική οικονομική βάση πάνω στην οποία αναδύεται, αλλά τις υπερεθνικές επιταγές της παγκόσμιας οικονομίας.

(3) Ο αντίκτυπος του σταλινισμού και του ρεφορμισμού που εξέτρεπε τη δυναμική των εργατικών κινημάτων σε κατεύθυνση διαφορετική από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Πολύ συχνά τα κομμουνιστικά κόμματα ή παρόμοια κινήματα με επιρροή στην εργατική τάξη συγκέντρωναν όλες τους τις προσπάθειες για να συνεργαστούν και ενισχύσουν τοπικές δυνάμεις που εκπροσωπούσαν άλλα ταξικά συμφέροντα.

(4) Η αυξανόμενη σημασία της διανόησης ως ηγέτη και ενοποιητή του έθνους, και πάνω απ’ όλα ως παράγοντα χειραγώγησης των μαζών. Αυτό το τελευταίο σημείο χρειάζεται ξεχωριστή ανάλυση.

Ο ηγετικός ρόλος της διανόησης σε ένα επαναστατικό κίνημα βρίσκεται σε ευθεία αναλογία με τη γενική καθυστέρηση – οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική – των μαζών που εκπροσωπεί. Χαρακτηριστικό είναι ότι το ρωσικό λαϊκιστικό κίνημα, το οποίο περισσότερο από κάθε άλλο έδινε έμφαση την ανάγκη επαναστατικοποίησης των πιο καθυστερημένων στοιχείων της κοινωνίας, των αγροτών, ήταν επίσης η ομάδα που πιο πολύ έδινε τον πρώτο ρόλο στους διανοούμενους, τις αυθεντίες της «κριτικής σκέψης».

Η επαναστατική διανόηση αποδείχθηκε πολύ πιο αποφασιστικός παράγοντας συνοχής στα αναδυόμενα μεταπολεμικά έθνη απ’ ότι στην τσαρική Ρωσία. Με την ντόπια αστική τάξη πολύ αδύναμη να διαμορφώσει τη νέα κατάσταση και το βάρος του ιμπεριαλισμού να μην είναι πλέον ανεκτό, ο κρατικός καπιταλισμός πρόβαλε  ως  λύση. Πατώντας πάνω στην αποδυνάμωση του ιμπεριαλισμού, την αυξανόμενη σημασία του κρατικού σχεδιασμού, το παράδειγμα της Ρωσίας και την οργανωμένη, πειθαρχημένη δράση των Κομμουνιστικών Κομμάτων, ο κρατικός καπιταλισμός πρόσφερε στη διανόηση ένα συνεκτικό πρόγραμμα. Ως το μοναδικό μη εξειδικευμένο τμήμα της κοινωνίας (επειδή δεν περιοριζόταν από έναν συγκεκριμένο ταξικό ρόλο στις παραγωγικές σχέσεις), η διανόηση ήταν η πηγή μιας “επαγγελματικής επαναστατικής ελίτ”  όσο και ταυτόχρονα φαινόταν να εκπροσωπεί τα συμφέροντα του “έθνους”. “Σε σύγκρουση με τα αντικρουόμενα τμήματα και τα ταξικά συμφέροντα. Επιπλέον, ήταν το κομμάτι της κοινωνίας που διαπνεόταν περισσότερο από την εθνική κουλτούρα, καθώς οι αγρότες και οι εργάτες δεν είχαν ούτε τον ελεύθερο χρόνο ούτε την παιδεία γι ‘αυτό.

Οι διανοούμενοι ήταν επίσης ευαισθητοποιημένοι με την τεχνολογική υστέρηση των χωρών τους. Συμμετέχοντας στον επιστημονικό και τεχνολογικό κόσμο του 20ού αιώνα, ένιωθαν να ασφυκτιούν από την καθυστέρηση του δικού τους έθνους. Αυτό το συναίσθημα εντεινόταν από την ενδημική πνευματική ανεργία στις χώρες αυτές. Δεδομένης της γενικής οικονομικής καθυστέρησης, η μόνη ελπίδα για τους περισσότερους φοιτητές ήταν μια κυβερνητική θέση, αλλά δεν υπήρχαν αρκετές τέτοιες για όλους. [120]

Η πνευματική ζωή των διανοουμένων ήταν επίσης σε κρίση. Σε μια καταρρέουσα τάξη, όπου το παραδοσιακό πρότυπο βρισκόταν σε αποσύνθεση, ένιωθαν ανασφαλείς, χωρίς ρίζες, στερούμενοι σταθερών αξιών. Η διάλυση των πολιτισμών γεννούσε την ισχυρή ώθηση για μια νέα ολοκλήρωση που έπρεπε να είναι συνολική και δυναμική, εφόσον επρόκειτο να γεμίσει το κοινωνικό και πνευματικό κενό. Οι διανοούμενοι αγκάλιασαν τον εθνικισμό με θρησκευτικό ζήλο.

Πριν αποκτήσουν την πολιτική τους ελευθερία, οι διανοούμενοι βρίσκονταν κάτω από διπλή πίεση – ήταν προνομιούχοι απέχοντας ​​από την πλειοψηφία του λαού τους, αλλά ταυτόχρονα ήταν και υποταγμένοι στους ξένους άρχοντες. Αυτό εξηγεί τις δισταγμούς και τις κλυδωνισμούς που χαρακτήριζαν τον ρόλο τους στα εθνικά κινήματα. Τα πλεονεκτήματά τους δημιουργούσαν ένα αίσθημα ενοχής, ένα αίσθημα «χρέους» απέναντι στις «σκοτεινές» μάζες και ταυτόχρονα ένα αίσθημα διαχωρισμού και ανωτερότητας απέναντι σε αυτές. Οι διανοούμενοι ανησυχούν γιατί θέλουν να ανήκουν κάπου χωρίς να αφομοιώνονται, χωρίς να παύουν να παραμένουν υπεράνω. Βρίσκονταν σε αναζήτηση ενός δυναμικού κινήματος το οποίο θα ενοποιούσε το έθνος, ανοίγοντας νέους ευρείς ορίζοντες για το ίδιο, αλλά ταυτόχρονα θα έδινε και δύναμη στην ίδια τη διανόηση.

Είχαν πίστευαν πολύ στην ικανότητα, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας να παρεμβαίνουν στην κοινωνική μηχανική. Ήλπιζαν για μεταρρύθμιση από πάνω και λαχταρούσαν να παραδώσουν τον νέο κόσμο σε έναν ευγνώμονα λαό, περισσότερο από το να δουν τον απελευθερωτικό αγώνα ενός συνειδητοποιημένου και ελεύθερα συνεταιρισμένου λαού  να οδηγεί τον εαυτό του σε έναν νέο κόσμο. Φρόντισαν σε μεγάλο βαθμό να πάρουν μέτρα για να βγάλουν το έθνος τους από τη στασιμότητα, αλλά έκαναν ελάχιστα για τη δημοκρατία. Ενσάρκωσαν την ανάγκη για εκβιομηχάνιση, για συσσώρευση κεφαλαίου, για εθνική ανάταση. Η εξουσία τους ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την αδυναμία των άλλων τάξεων και τον ασήμαντο πολιτικό τους ρόλο.

Όλα αυτά κατέστησαν τον ολοκληρωτικό κρατικό καπιταλισμό έναν πολύ ελκυστικό στόχο για τους διανοούμενους. Και μάλιστα, έγιναν οι κύριοι σημαιοφόροι του κομμουνισμού στα αναδυόμενα έθνη. “Ο κομμουνισμός γνώρισε μεγαλύτερη αποδοχή στη Λατινική Αμερική από τους φοιτητές και τη μεσαία τάξη”, έγραφε κάποιος λατινομερικάνος που γνώριζε καλά την κατάσταση. [121] Στην Ινδία, στο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Αμριτσάρ (Μάρτιος / Απρίλιος 1958), «το 67% περίπου των εκπροσώπων προέρχονταν από άλλες τάξεις πέρα από το προλεταριάτο και την αγροτιά (μεσαία τάξη, κτηνοτροφία και «μικρές επιχειρήσεις») . Το 72% είχε λάβει  κολλεγιακή εκπαίδευση». [122] Το 1943 διαπιστώθηκε ότι 16% όλων των μελών του Κόμματος ήταν κρατικοί υπάλληλοι πλήρους απασχόλησης. [123]

Διεθλασμένη Διαρκής Επανάσταση

Στον Τρίτο Κόσμο η θεωρία του Τρότσκι έβλεπε ότι οι κινητήριες δυνάμεις της κοινωνικής εξέλιξης θα οδηγούσε σε διαρκή επανάσταση και οι εργάτες θα αγωνίζονταν για τον σοσιαλισμό. Όμως, εν απουσία αυτού του επαναστατικού σεναρίου, της προλεταριακής δράσης και ηγεσίας, το αποτέλεσμα μπορούσε να είναι μια διαφορετική ηγεσία και ένας διαφορετικός στόχος – ο κρατικός καπιταλισμός. Χρησιμοποιώντας το κομμάτι από τη θεωρία του Τρότσκι που είχε καθολική αξία (τον συντηρητικό χαρακτήρα της αστικής τάξης) και το κομμάτι που αποτελούσε μεταβλητή (την υποκειμενική δράση του προλεταριάτου), προέκυπτε μια παραλλαγή που, λόγω αδυναμίας να βρεθεί καλύτερο καλού ονόματος, ονομάστηκε «διεθλασμένη, κρατικοκαπιταλιστική, διαρκής επανάσταση». Ωστόσο, το κεντρικό σχήμα της θεωρίας του Τρότσκι παραμένει εξίσου έγκυρο: το προλεταριάτο πρέπει να συνεχίσει τον επαναστατικό αγώνα του έως ότου θριαμβεύσει τον κόσμο. Χωρίς αυτόν τον στόχο, δεν μπορεί να επιτύχει την ελευθερία του.

https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch04.htm

Μετάφραση Αλέξης Λιοσάτος