1

Όχι στο «ήπιο κλίμα»! Μαζική αντίσταση απ’ τα κάτω

«Κεντρώο» φτιασίδωµα του ρεβανσιστικού του προγράµµατος από τον Μητσοτάκη – κεντροαριστερός εκφυλισµός και διαπιστευτήρια «πολιτικού πολιτισµού» από τον Τσίπρα

Του Πάνου Κοσμά

Στο «παρά πέντε» των εκλογών της 7ης Ιουλίου η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν προώθησε µόνο τα µέτρα «ανακούφισης της κοινωνικής πλειοψηφίας» αλλά και κάποια άλλα, που από πρώτη µατιά µοιάζουν ανεξήγητα. Όπως, για παράδειγµα, το νοµοσχέδιο για τον νέο Ποινικό Κώδικα, ο οποίος ήταν γεµάτος µε εκδουλεύσεις προς το σύστηµα. Καλή ώρα, µε βάση τις προβλέψεις αυτού του νοµοσχεδίου απαλλάχθηκαν µερικά «καλά παιδιά» για την υπόθεση Ζίµενς, αποφυλακίστηκε ο Φλώρος, ενώ άλλα «καλά παιδιά» ζητούν την έκδοση µε βάση τις προβλέψεις του νέου Π.Κ. αποφάσεων δικαστηρίων που ελήφθησαν µε βάση τον παλιό Π.Κ. Εξάλλου, η αρχικώς προτεινόµενη ρύθµιση για το θέµα του βιασµού κάλυπτε τις πιο αντιδραστικές απόψεις – τελικά αποσύρθηκε κάτω από τη γενική κατακραυγή. Ύστερα από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, οι εκδουλεύσεις προς το σύστηµα συνεχίστηκαν, µε τη µορφή αυτή τη φορά αλλεπάλληλων διαπιστευτηρίων σε όλα τα επίπεδα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το κόµµα του «πολιτικού πολιτισµού», της «οµαλής εναλλαγής» και εν τέλει του «ήπιου κλίµατος». 

Το «ήπιο κλίµα» είναι… παλιά µου τέχνη κόσκινο για τη σοσιαλδηµοκρατία, κι όχι µόνο της ύστερης α λα Σηµίτη και Γιωργάκη: µην ξεχνάµε ότι βαδίζοντας προς τις εκλογές του 1981, ο Αντρέας Παπανδρέου «άδειασε» κυνικά και συνειδητά κάθε προοπτική να πέσει η ∆εξιά υπό την πίεση ενός µαχητικού κινήµατος ύστερα από τη βάρβαρη καταστολή της ∆εξιάς και τους δύο νεκρούς (Κουµή – Κανελλοπούλου) στην πορεία του Πολυτεχνείου το 1980.

Από την άλλη, ο Μητσοτάκης, φρονίµως ποιών, δεν άκουσε τις συµβουλές του Μάκη Βορίδη ώστε να πολιτευτεί άµεσα µε γνώµονα ένα ιδεολογικοποιηµένο ρεβανσισµό ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ, προτιµώντας να ανταποκριθεί στη χειρονοµία περί «πολιτικού πολιτισµού» του ΣΥΡΙΖΑ και να φτιασιδώσει µε κεντρώο επίχρισµα την πολιτική του.

Τόσο η Ν∆ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν τηρούν χωρίς σοβαρό λόγο µια τέτοια στάση. Και οι δύο, θέλουν τώρα να «ξεφορτωθούν τις «δουλείες» που τους άφησαν σαν παρακαταθήκη οι εντάσεις των εκλογών και κυρίως η ταξική πόλωση που κρύβεται πίσω από αυτές τις εντάσεις. Κυρίως όµως θέλουν, για διαφορετικούς λόγους καθένας, να ξορκίσουν τους «δαίµονες» που απειλούν τον «πολιτικό τους πολιτισµό».

 

Μητσοτάκης: εντολοδόχος του ρεβανσισµού του κεφαλαίου

Στον καπιταλισµό, ιδιαίτερα σε αυτόν της περιόδου ύστερα από την κρίση του 2008, όλες οι ωµότητες διαπράττονται στο όνοµα υψηλών αξιών. Αυτή η γλώσσα παραλλαγής είναι πλέον τυπική και αναγνωρίσιµη και είναι πάντα προποµπός πολιτικών και κοινωνικών ωµοτήτων.

Θα το πούµε εξαρχής: η κυβέρνηση του Μητσοτάκη είναι εντολοδόχος των ρεβανσιστικών απαιτήσεων της ελληνικής άρχουσας τάξης. ∆εν έχει ούτε χρόνο ούτε διάθεση να καθυστερήσει στην προσπάθεια να υλοποιήσει αυτές τις απαιτήσεις.

Με το «κεντρώο» φτιασίδωµα και σηκώνοντας τη σηµαία της «ανάπτυξης», ο Μητσοτάκης προβάλλει το σύνθηµα που συµπυκνώνει τους φόβους και τα άγχη, αλλά και τις ελπίδες και τη βουλιµία της ελληνικής άρχουσας τάξης. Τι φοβάται και τι θέλει η αστική τάξη βάζοντας τον Μητσοτάκη να σηκώσει τη σηµαία της ανάπτυξης;

Πρώτο, φοβάται γιατί γνωρίζει ότι ο ελληνικός καπιταλισµός εξακολουθεί να είναι ουσιαστικά χρεοκοπηµένος. Με κρατικό χρέος πάνω από 180% του ΑΕΠ (όταν η χρεοκοπία τού χτύπησε την πόρτα το 2010 µε χρέος λίγο υψηλότερο του 125% του ΑΕΠ), µε διαρκή διεύρυνση του τµήµατος του χρέους που θα χρηµατοδοτείται από τις αγορές (το οποίο θα έχει σε κάθε περίπτωση ακριβότερο επιτόκιο) και µε τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσµατα να απορροφούν πολύτιµους πόρους καθηλώνοντας τους ρυθµούς ανάπτυξης σε ισχνά έως µέτρια επίπεδα, η κατάσταση ουσιαστικής χρεοκοπίας παραµένει.

∆εύτερο, οι τράπεζες είναι επίσης χρεοκοπηµένες. Με «κόκκινα» δάνεια συνολικά γύρω στα 90 δισ. ευρώ και µε µεγάλα ποσά αναβαλλόµενου φόρου, οι τράπεζες είναι σε σηµαντικό βαθµό χρηµατοπιστωτικά κουφάρια, και ταυτόχρονα βαµπίρ που ζουν δεσµεύοντας και λεηλατώντας οικονοµικούς πόρους κι όχι χρηµατοδοτώντας την καπιταλιστική ανάπτυξη.

Την «καθαρή έξοδο από τα µνηµόνια» ήθελαν και επέβαλαν πρώτοι απ’ όλους οι δανειστές επειδή, για µια σειρά λόγους, δεν ήθελαν ούτε µπορούσαν να συνεχίσουν να είναι κρατικοί διαχειριστές του ελληνικού χρέους. Επέβαλαν λοιπόν µια µακροχρόνια ρύθµιση µε θεµέλιο λίθο τις συµφωνίες για το ύψος των πρωτογενών πλεονασµάτων (που γι’ αυτό δεν αλλάζουν) µε την οποία κατά συνθήκη το ελληνικό κρατικό χρέος θεωρείται βιώσιµο και οι ελληνικές τράπεζες «υγιείς» – αν και µε προβλήµατα. Αυτές οι δύο παραδοχές είναι κατά συνθήκην ψεύδη, αφού κρύβουν δύο µείζονα δοµικά/«υπαρξιακά» προβλήµατα για τον ελληνικό καπιταλισµό. Αυτά τα προβλήµατα κρύβονται κάτω από το «χαλί» των ρευστών διαθεσίµων ύψους περίπου 37 δισ. ευρώ, του περίφηµου «µαξιλαριού» ρευστότητας, που εξασφαλίζει τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους µέχρι και το 2022 και υπό προϋποθέσεις για λίγα ακόµη χρόνια ύστερα από αυτό. Όµως αυτό το «µαξιλάρι» δεν θα σηµαίνει πολλά πράγµατα αν µια νέα διεθνής κρίση «κλείσει» ξανά τις αγορές, ιδιαίτερα για τις χώρες µε τα µεγαλύτερα προβλήµατα κρατικού και ιδιωτικού χρέους – και η Ελλάδα είναι το δακτυλοδεικτούµενο παράδειγµα παγκοσµίως…

Με αυτά τα θεµελιώδη δεδοµένα, ο ελληνικός καπιταλισµός µοιάζει µε τον  µελλοθάνατο που περιµένει την «ώρα της κρίσεως», η οποία αργά ή γρήγορα θα έρθει. Εν προκειµένω, η «ώρα της κρίσεως» είναι η στιγµή που ο ανοδικός οικονοµικός κύκλος διεθνώς θα «γυρίσει» σε µια σηµαντική επιβράδυνση ή και ύφεση. Σε αυτή την περίπτωση, ο µεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι η επιβράδυνση ή η ύφεση καθαυτές, αλλά η ισχυρή πιθανότητα να πυροδοτήσουν µια νέα διεθνή χρηµατοπιστωτική κρίση. Σε ένα τέτοιο ενδεχόµενο, που τοποθετείται στο βραχυ-µεσοπρόθεσµο ορίζοντα κι όχι «κάποτε» στο µακρινό µέλλον, ο ελληνικός καπιταλισµός έχει κλείσει ραντεβού στα «γουναράδικα» της παγκόσµιας κερδοσκοπίας και τοκογλυφίας.

Τα ισχυρά ρίγη ρεβανσισµού που διατρέχουν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής άρχουσας τάξης εδράζονται πρώτα απ’ όλα σε αυτόν το δικαιολογηµένο φόβο: πρέπει να κάνει τα πάντα «εδώ και τώρα» για να οχυρωθεί απέναντι στον επερχόµενο κίνδυνο. Και τι µπορεί να κάνει; Πρέπει να στηρίξει τις τράπεζές του και να λεηλατήσει πόρους απ’ όλες τις δυνατές πηγές για να χρηµατοδοτήσει το κεφάλαιο. Αυτό σηµαίνει µια πιο ωµή διαχείριση, που παρά τις καλές του υπηρεσίες από τον Ιούλιο του 2015 µέχρι και χθες, δεν ήταν κατάλληλος να υλοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. ∆ιότι τα «λεφτά» δεν υπάρχουν στη στρατόσφαιρα: είναι ο πλούτος που παράγεται στην κοινωνική καπιταλιστική παραγωγή και µετριέται κάθε χρόνο µε το ΑΕΠ. Εξοικονόµηση πόρων για τις τράπεζες και την «ανάπτυξη», δηλαδή για τις ανάγκες του κεφαλαίου, σηµαίνει αντίστοιχη αφαίµαξη πόρων από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώµατα.

Έτσι εξηγούνται οι «µεγάλες ιδέες» που έχουν ακουστεί (ανεξάρτητα σε ποιο βαθµό ή αν θα εφαρµοστούν όλες):

• Η χρησιµοποίηση µέρους του «µαξιλαριού» ρευστών διαθεσίµων για να στηριχτούν κεφαλαιακά οι τράπεζες, να απαλλαγούν δηλαδή από µεγάλο µέρος του σάπιου ενεργητικού των «κόκκινων» δανείων. Βεβαίως αυτή η κίνηση, πέραν του ότι απαιτεί τη σύµφωνη γνώµη των δανειστών, θα κρεµάσει τον ελληνικό καπιταλισµό στα µανταλάκια των αγορών, αλλά ο πνιγµένος από τα µαλλιά του πιάνεται…

• Η κατάργηση του Κοινωνικού Εισοδήµατος Αλληλεγγύης (το 200σάρι στους εξαθλιωµένους), η οποία µεταφράζεται σε πόρους 800 περίπου εκατοµµυρίων ευρώ ετησίως, για να χρηµατοδοτηθούν οι φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο.

• Η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήµατος δηµόσιας περιουσίας, υποδοµών και κοινών αγαθών (τοµέας στον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ έπραξε τα άµεσα επιβαλλόµενα από τους δανειστές αλλά δεν έδειξε ζήλο για τις αναγκαίες «επιταχύνσεις»…). Είναι µια µορφή µεταφοράς δηµόσιων πόρων στο κεφάλαιο µπιρ παρά, µε εξασφαλισµένες υποδοµές και κύκλο εργασιών… Η ∆ΕΗ και το Ελληνικό θα είναι µόνο η αρχή.

• Η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης – µια επιχείρηση µεταφοράς ασφαλιστικών πόρων στους ιδιώτες.   

• Η άµεση και έµµεση ιδιωτικοποίηση τµηµάτων του δηµόσιου εκπαιδευτικού µηχανισµού – ένα ακόµη δώρο στους ιδιώτες επιχειρηµατίες.

• Η µείωση των φόρων για το κεφάλαιο (µείωση φορολογικών συντελεστών κερδών, µείωση ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ.).   

• Η πλήρης κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων.

Είναι εποµένως φανερό γιατί η «ανάπτυξη» είναι κεντρική έννοια στο πρόγραµµα του Μητσοτάκη. Και είναι επίσης φανερό γιατί µια τέτοια πολιτική, που θα καθηλώσει την εσωτερική ζήτηση, στηρίζεται τόσο πολύ στην ελπίδα των ξένων επενδύσεων και στο «σάρωµα των εµποδίων στο δρόµο της ανάπτυξης».

Τέλος, είναι επίσης φανερό γιατί ο ελληνικός καπιταλισµός -και σε αυτό τον τοµέα ο ΣΥΡΙΖΑ ξεπέρασε και τη ∆εξιά- είναι έτοιµος για κάθε τυχοδιωκτισµό στα ζητήµατα των ΑΟΖ και των σχέσεων µε το δυτικό ιµπεριαλισµό: «ανοίγοντας το παιχνίδι», ελπίζει ότι αυξάνει τις πιθανότητές του να βρει συµµάχους και «κατανόηση» στα ιµπεριαλιστικά κέντρα, να αποφύγει τα χειρότερα και τελικά να βγει κερδισµένος.

 

ΣΥΡΙΖΑ: κεντροαριστερός εκφυλισµός και «πολιτικός πολιτισµός»

Οι προεκλογικές εκδουλεύσεις προς το σύστηµα και τα µετεκλογικά διαπιστευτήρια «πολιτικού πολιτισµού» του ΣΥΡΙΖΑ έχουν, αντίστοιχα, τους δικούς τους λόγους:

Πρώτο, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εµπλακεί σε πόλεµο απόκτησης ερεισµάτων στο «βαθύ κράτος» (δικαστικό µηχανισµό, µίντια, κορυφαίους επιχειρηµατίες) για να µπορέσει να σταθεί πολιτικά. Και όλοι γνωρίζουµε ότι αυτοί οι πόλεµοι είναι πάντα «βρόµικοι» και διεξάγονται µε βρόµικα µέσα. Ο Λούλα και η Ρούσεφ είναι σε άλλη ήπειρο, αλλά συµβολίζουν µια πραγµατική απειλή για κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ: να εµπλακούν σε σκάνδαλα και δικαστικές διώξεις. Τα διαπιστευτήρια «πολιτικού πολιτισµού» ισοδυναµούν µε έκκληση για «ασυλία»…

∆εύτερο, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει έναντι µιας τέτοιας ασυλίας να προσφέρει κάτι σηµαντικό: να ρίξει το βάρος του ώστε η αντιπολίτευση στην κυβερνητική πολιτική Μητσοτάκη να µη βγει εκτός του πλαισίου του «πολιτικού πολιτισµού» και των «κονταροχτυπηµάτων» στη Βουλή και σε καµία περίπτωση να µην προσλάβει χαρακτηριστικά µαζικής αντιπαράθεσης στο δρόµο. Ο ΣΥΡΙΖΑ µπορεί να προσφέρει σε αυτό καλές υπηρεσίες ακριβώς γιατί δεν είναι ίδιος µε τη Ν∆: δεν είναι ένα αστικό κόµµα αλλά ένα εκφυλισµένο σοσιαλδηµοκρατικό κόµµα που «συνοµιλεί» µε τους φόβους και τις αυταπάτες, δηλαδή τις ελπίδες, µεγάλου µέρους του «λαού της Αριστεράς» και εργατικών/λαϊκών στρωµάτων που το πολιτικό/ταξικό τους ένστικτο τους λέει ότι ο Μητσοτάκης θα είναι µια φονική µηχανή του κεφαλαίου ενάντια στα δικαιώµατά τους.

Τρίτο, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ζητεί µόνο ασυλία. Ζητεί επιπλέον -και κυρίως- τα αστικά διαπιστευτήρια για να αποτελέσει το δεύτερο πυλώνα του «δικοµµατισµού» εξελισσόµενος σε «σοβαρό» κεντροαριστερό κόµµα, κανιβαλίζοντας σε αυτή την προοπτική και το ΚΙΝΑΛ.     

Όλα αυτά εξαντλούν τα περιθώρια «µαχητικής» αντιπολίτευσης σε δηµαγωγίες στη Βουλή – και αυτές χωρίς να εκφεύγουν από τα όρια του «πολιτικού πολιτισµού».

 

Τον Μητσοτάκη θα τον σταµατήσουµε στο δρόµο!

Τόσο το σχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη για υλοποίηση ενός ρεβανσιστικού προγράµµατος όσο και το σχέδιο του Τσίπρα για «ελεγχόµενη» αντιπολίτευση και µετασχηµατισµό του ΣΥΡΙΖΑ σε «µεγάλη δηµοκρατική παράταξη» µε τη συναίνεση του «µεγάλου αφεντικού», δηλαδή της αστικής τάξης, κινδυνεύουν να τιναχτούν στον αέρα από δύο βασικές αιτίες:

Πρώτο, από την υποτροπή της κρίσης του ελληνικού καπιταλισµού – µια ισχυρή πιθανότητα που, όπως είπαµε παραπάνω, τοποθετείται στο βραχυ-µεσοπρόθεσµο χρονικό ορίζοντα.

∆εύτερο, από την πιθανότητα να εκδηλωθεί αυτό ακριβώς που φοβούνται τόσο ο Μητσοτάκης όσο και ο Τσίπρας. Μαζική αντίσταση στις κυβερνητικές πολιτικές.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, µε βεβαρηµένο «ιστορικό», απέτυχε να σταµατήσει τον Μητσοτάκη στις εκλογές. Τώρα, µε όλων των ειδών τις εκλογές να απέχουν θεωρητικά 4 χρόνια, κανείς δεν µπορεί να πιστέψει ότι θα σταµατήσουµε τον Μητσοτάκη στη Βουλή. Στο ερώτηµα «πώς θα σταµατήσουµε στον Μητσοτάκη» ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να προσφέρει απάντηση, ή µάλλον έχει να προσφέρει µια απάντηση και λαθεµένη και µη πειστική. Όταν το «µαστίγιο της αντίδρασης» θα δουλεύει υπερωρίες, ο µαζικός εξωκοινοβουλευτικός αγώνας, ο «δρόµος», θα είναι η µόνη απάντηση.

Αυτή την απλή αλήθεια πρέπει η Αριστερά και οι µαχόµενες δυνάµεις του κινήµατος να κάνουν µαζική γραµµή: Όχι στο «ήπιο κλίµα» – όχι στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες – τον Μητσοτάκη θα τον σταµατήσουµε στο δρόµο!

Η κυβέρνηση της Ν∆ θα είναι στο εξής ο βασικός «µηχανισµός» που ασκεί πολιτικές για τα συµφέροντα του κεφαλαίου. Θα το κάνει από τη θέση και µε το ζήλο του βασικού κόµµατος του κεφαλαίου, που ως εντολοδόχος του ρεβανσισµού της άρχουσας τάξης, έρχεται για να εφαρµόσει ένα ρεβανσιστικό πρόγραµµα. ∆ίπλα σε αυτήν, πρέπει να έχουµε συνεχώς το νου µας για την ακροδεξιά «πρωτοπορία» και το ενδεχόµενο, αν οι περιστάσεις το ευνοήσουν ή το «απαιτήσουν», να εκφραστεί ξανά στο δρόµο, τραµπουκίζοντας ιδέες, κόσµο και συλλογικότητες της Αριστεράς και του κινήµατος. Αυτοί είναι οι πολιτικοί στόχοι που πάνω τους πρέπει να χτυπάνε όλα τα «σφυριά». Όποιος συσκοτίζει την απόλυτη προτεραιότητα να εστιάσουµε σε αυτούς τους στόχους και να συγκεντρώσουµε δυνάµεις ενάντιά τους, απλούστατα υπονοµεύει τη δυνατότητα να παλέψουµε αποτελεσµατικά εναντίον τους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικός αντίπαλος αλλά όχι ταξικός εχθρός. Ο ρεφορµισµός (εν προκειµένω εκφυλισµένος/σοσιαλδηµοκρατικού τύπου ρεφορµισµός) είναι πολιτικός αντίπαλος για την ταξική/αντικαπιταλιστική Αριστερά, είναι «πράκτορας» των αστικών ιδεών και πρακτικών µέσα στο εργατικό κίνηµα και την Αριστερά, αλλά είναι ο αντίπαλος που πρέπει να νικήσουµε για να παλέψουµε αποτελεσµατικά το «µεγάλο αφεντικό», τον Μητσοτάκη σαν πολιτικό εκπρόσωπο της άρχουσας τάξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξασφάλισε το 31,5% και τη θέση του ηγεµονικού φορέα της «µεγάλης δηµοκρατικής παράταξης» πατώντας πάνω στους φόβους και τις αυταπάτες κόσµου της Αριστεράς και των εργαζόµενων τάξεων, που χάρη σε ένα σωστό γενικά πολιτικό και ταξικό ένστικτο αντιλαµβάνονται ότι απειλούνται από τις πολιτικές µιας ρεβανσιστικής δεξιάς. Το γεγονός ότι ο κόσµος αυτός επέλεξε τον ΣΥΡΙΖΑ για να βάλει κάποιο εκλογικό «φρένο» στον Μητσοτάκη, το γεγονός ότι στις 7 Ιουλίου µε αυτή τη λογική ψήφισαν ακόµη και ψηφοφόροι του ΚΚΕ ή και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ την 26η Μαΐου, δείχνει ότι αυτός ο κόσµος δεν έβλεπε άλλο αξιόπιστο τρόπο για να σταµατήσουµε τον Μητσοτάκη. Αν η πολιτική της Αριστεράς δεν µπορεί να ξεχωρίσει το ιστορικό κόµµα του κεφαλαίου από το ρεφορµισµό (έστω και εκφυλισµένο/σοσιαλδηµοκρατικού τύπου), αν δεν µπορεί να ξεχωρίσει το «λαό της δεξιάς» (και άκρας δεξιάς) από το «λαό της Αριστεράς», αν δεν µπορεί να ξεχωρίσει την αστική τάξη και τους µικροµεσαίους συµµάχους της από τις πολιτικές αυταπάτες των εργαζόµενων τάξεων, τότε δεν µπορεί να ασκήσει καµία αποτελεσµατική πολιτική. Θα συνεχίσει να αποξενώνεται από τον κόσµο και να χάνει τις µάχες της εκπροσώπησής του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση του Μητσοτάκη πρέπει να στοχοποιηθεί για τις πολιτικές της και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ γιατί ούτε θέλει ούτε µπορεί να σταµατήσει τον Μητσοτάκη. Γιατί η κριτική της στις πολιτικές Μητσοτάκη είναι και λειψές και λαθεµένες και -κυρίως- γιατί ο τόπος και ο τρόπος για να σταµατήσουµε αυτές τις πολιτικές δεν είναι οι δηµαγωγίες στη Βουλή και ο επικοινωνιακός πόλεµος, αλλά το κίνηµα αντίστασης, ο δρόµος. Γιατί, παίζοντας το κακόγουστο παιχνίδι του «ήπιου κλίµατος» και του «πολιτικού πολιτισµού», και συµπαρατασσόµενη στο εργατικό κίνηµα ενεργά µε τις δυνάµεις της Ν∆ και του ΚΙΝΑΛ, προδίδει ανοιχτά τις διαθέσεις µεγάλου µέρους των ψηφοφόρων της για αντίσταση στον Μητσοτάκη.

Οργανώνοντας τη µαζική εξωκοινοβουλευτική αντίσταση στις πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, µπορούµε να νικήσουµε και τον Τσίπρα µε βάση το γενικό προσανατολισµό «Όχι στο ‘‘ήπιο κλίµα’’ – όχι στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες – τον Μητσοτάκη θα τον σταµατήσουµε στο δρόµο!».

 

 

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» Νο 12 που κυκλοφορεί




Από τη μνημονιακή «Αριστερά» στη ρεβανσιστική Δεξιά. Και ύστερα, τι;

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» Νο11 που κυκλοφορεί.

Του Πάνου Κοσμά

Επείγουσα ανάγκη ο εντοπισµός των αιτίων της δεινής ήττας της Αριστεράς και η διόρθωσή τους και η ανασυγκρότηση του κινήµατος αντίστασης

«Το ότι πολύ μεγάλος αριθμός μισθωτών και συνταξιούχων δεν πληρώνει ούτε ένα ευρώ  φόρο εισοδήματος, έχει σαν αποτέλεσμα οι φορολογούμενοι με μεσαία εισοδήματα να εξοντώνονται φορολογικά με πολύ υψηλούς ονομαστικούς φορολογικούς συντελεστές. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί στρεβλώσεις, όπως κίνητρο για φοροδιαφυγή και αντικίνητρα για περισσότερη εργασία η οποία ευνοεί την ανάπτυξη».

Αυτά έγραφε άρθρο στη νεοφιλελεύθερη «Ακρόπολη» της ιντερνετικής πληροφόρησης, το capital.gr, το οποίο γράφτηκε για να υπερασπιστεί την… αδίκως καταργηθείσα ρύθµιση για τη µείωση του αφορολόγητου. ∆εν υπάρχει πιο απλή και εύγλωττη περιγραφή του ταξικού πυρήνα του προγράµµατος της Ν∆: στήριξη της µεγάλης και της ευκατάστατης µεσαίας τάξης µε ταυτόχρονη σύνθλιψη των φτωχών εργαζόµενων, των άνεργων, των συνταξιούχων. Και µε λίγα λόγια, να επανέλθει στην εξουσία το ταξικό µπλοκ του «Ναι» στο δηµοψήφισµα του 2015, µε ένα ρεβανσιστικό πρόγραµµα κατά των δικαιωµάτων (όσων έχουν αποµείνει) των εργαζόµενων τάξεων και των φτωχών. Αυτό είναι το νόηµα της «ανάπτυξης» που επαγγέλλεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Ν∆: εντολοδόχος του ρεβανσισµού της άρχουσας τάξης

Σε ένα τέτοιο πρόγραμμα βλέπουν τη «σωτηρία» τους οι εφοπλιστές και οι βιομήχανοι που προσβλέπουν σε μια α λα Τραμπ γενναία μείωση της φορολογίας των κερδών, σε κάθε λογής «γενναίες» επιδοτήσεις και μπόνους, σε περαιτέρω συρρίκνωση και ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου και του δημόσιου τομέα στον ιδιωτικό, σε ένα α λα ΔΝΤ πλήρες ξεθεμελίωμα των εργασιακών δικαιωμάτων. Κοντά σε αυτούς, ο ευκατάστατος μικροαστός, μανιασμένος από τις απειλές που συσσωρεύονται στον ουρανό της ευημερίας του και έτοιμος να «απελευθερωθεί» από τους φόρους που συντηρούν τους «άχρηστους δημόσιους υπαλλήλους», τους «εκ συστήματος τρόφιμους του ταμείου ανεργίας» και της ελεύθερης πρόσβασης στα νοσοκομεία, το «αντιαναπτυξιακό» περιττό βάρος της κοινωνίας – τους συνταξιούχους.

Για όλους αυτούς ο Μητσοτάκης είναι ο άνθρωπός τους, ο «οδοστρωτήρας» που έρχεται να σαρώσει όλα τα εμπόδια που φράζουν το δρόμο μιας τέτοιας «ανάπτυξης», αυτός που θα δώσει τη χαριστική βολή στην τρισκατάρατη Μεταπολίτευση, που -κακή τη τύχη- συσσώρευσε τόσα «αντιαναπτυξιακά βάρη» στις πλάτες των πρωταγωνιστών της «ανάπτυξης», δηλαδή του μεσαίου και μεγάλου κεφαλαίου, με τη μορφή δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζόμενων τάξεων.            

Οι ιδεολογικοί μπράβοι του συστήματος σκούζουν στα τηλεπαράθυρα και χύνουν τόνους μελάνι για να διεκτραγωδήσουν τα κακά της Μεταπολίτευσης, χυδαιολογούν κατά των δικαιωμάτων των «περιττών» -και… αντιαναπτυξιακών βεβαίως βεβαίως- «περιττών πληθυσμών» που συσσωρεύει σε καλπάζοντα ποσοστά η ακραία λιτότητα και κάθε λογής αδύναμους, τραμπουκίζουν την Αριστερά και τις ιδέες της.

Είναι οι πολλά και αλληλοσυμπληρούμενες διαστάσεις ενός ιστορικού ρεβανσισμού που διατρέχει σαν ισχυρό ρίγος τη ραχοκοκαλιά της άρχουσας τάξης και του συνασπισμού εξουσίας που συγκροτεί με τα ευκατάστατα μεσαία στρώματα.

Αυτός ο ρεβανσισμός έχει καθολικό ταξικό χαρακτήρα: προγραμματικό, πολιτικό, ιδεολογικό. Απορρέει από τη γενικευμένη ανασφάλεια του κεφαλαίου, που μεταξύ δύο κρίσεων θέλει πιο στιβαρές εγγυήσεις για το παρόν και το μέλλον της κερδοφορίας του και σαρωτικές «μεταρρυθμίσεις» με το «μαχαίρι στο κόκαλο». Ο ελληνικός καπιταλισμός παραμένει κατ’ ουσίαν χρεοκοπημένος, απλώς το δυσθεώρητο κρατικό χρέος (που υπερίπταται στο 180% του ΑΕΠ) είναι κατά διεθνή συνθήκη «βιώσιμο», δηλαδή εξυπηρετήσιμο, υπό το δαμόκλειο όρο των υπερπλεονασμάτων 3,5% μέχρι το 2022 και 2,2% από κει και πέρα μέχρι το 2060! Χρειάζεται λοιπόν ωμές διαχειρίσεις. Δεν πιστεύει στην επάνοδο της «κανονικότητας», αλλά προετοιμάζεται για μια περίοδο «πολεμικού καπιταλισμού». Με τη σειρά του, αυτός δεν έχει μόνο προγραμματικά χαρακτηριστικά, αλλά θα συνοδεύεται και από προληπτική καταστολή σε όλη την κλίμακα: πολιτική και ιδεολογική παλινδρόμηση στο κράτος καταστολής του «νόμου και της τάξης», ιδεολογικός τραμπουκισμός της Αριστεράς και των ιδεών της, κρατική και θεσμική σκλήρυνση, επιστροφή στις ανάξιες «αξίες» του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».

 

Ακροδεξιά: εν αναµονή πιο «λειτουργικού» πολιτικού ρόλου

Και η άκρα δεξιά; Η Χ.Α.; Τι εκπροσωπούν; Τις εν αναμονή ακόμη πιο ωμές διαχειρίσεις – αν και όταν αυτές απαιτηθούν. Ο νεοφιλελεύθερος κοινωνικός δαρβινισμός της ΝΔ εφάπτεται, αν δεν αλληλοεισχωρεί, με τη ναζιστική θεωρία του «Καιάδα»: η εξουσία υπηρετεί το κεφάλαιο, ο ανταγωνισμός γενικεύεται, κι όσοι αντέχουν είναι οι «άριστοι» που αξίζει να επιβιώσουν – οι υπόλοιποι, στον Καιάδα. Ενδιάμεσα, η μη ναζιστική άκρα δεξιά επικοινωνεί και με τους δύο. Όμως, δεν πρόκειται μόνο για το ιδεολογικό φάσμα από τη δεξιά ως το ναζισμό, αλλά για διαβαθμίσεις «μοντέλων» πολιτικής διαχείρισης. Η Λατινική Αμερική μας έδειξε με εύγλωττο τρόπο την πολιτική μηχανική που τα διέπει και τη σημασία τους. Στη Βραζιλία, τον κεντροαριστερό Λούλα διαδέχθηκε μια «συνταγματική» δεξιά τύπου Μητσοτάκη. Ωστόσο, η θητεία της ήταν βραχυχρόνια και μεταβατική: ο βραζιλιάνικος καπιταλισμός έχει άμεση ανάγκη μιας εντελώς ωμής πολιτικής διαχείρισης, την οποία η βραζιλιάνικη δεξιά ήταν αδύναμη και να την εμπνεύσει και να την επιβάλει. Ήρθε λοιπόν η ώρας του ημι-φασίστα Μπολσονάρου, ο οποίος έλαβε τεράστια και εξόφθαλμη ώθηση από το βραζιλιάνικο κεφάλαιο, το στρατό και την Εκκλησία προς την εξουσία. Στην Αργεντινή το πολιτικό εκκρεμές βρίσκεται ακόμη στο «σημείο» της ρεβανσιστικής δεξιάς. Στη Βενεζουέλα οι ανάγκες της άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλισμού οδηγούν στην οργάνωση ανοιχτού πραξικοπήματος ενάντια στον Μαδούρο.

Παρόλο που μια τέτοια τάση εναλλαγής μοντέλων διαχείρισης μεταξύ «ήπιου» και επιθετικού «πολεμικού καπιταλισμού» έχει τα ρίσκα της για το σύστημα, είναι ενδεικτικό της «αναγκαιότητάς» τους ότι η βασική τους τυπολογία επαναλαμβάνεται σχεδόν παντού. Δεν πρέπει να έχουμε καμία αυταπάτη ότι και στην Ελλάδα έχει ενεργοποιηθεί μια τέτοια πολιτική μηχανική. Με τις ρυθμούς και σε ποιο βάθος θα παραγάγει τα αποτελέσματά της, συζητείται. Αυτό που είναι εκτός ιστορικού τόπου και χρόνου είναι η προσδοκία ή η αυταπάτη ότι εισήλθαμε σε μια περίοδο πολιτικής «κανονικότητας» με όρους δικομματικής εναλλαγής μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Καμία κανονικότητα δεν πρόκειται να υπάρξει, και καμία «δικομματική εναλλαγή» με τέτοιους όρους.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ: αποχωρεί αφού «τελείωσε τη δουλειά»…

Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε κόμμα του αριστερού ρεφορμισμού μέχρι και την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας τον Ιανουάριο του 2015, συστηματικά και ραγδαία εκφυλιζόμενο και δεξιά μετατοπιζόμενο από το 2012 και ύστερα. Το πρώτο εξάμηνο του 2015 ήταν το εξάμηνο της «βίαιης προσαρμογής» – που εξυμνούνταν από τη δεξιά του όλα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά έγινε εφικτή μόνο ύστερα από την αναρρίχησή του στην κυβερνητική εξουσία, με το «σουγιά στο κόκαλο και το λουρί στο σβέρκο». Ύστερα από την «κωλοτούμπα» του Ιουλίου του 2015, άρχισε η ραγδαία μνημονιακή και κεντροαριστερή εξαλλαγή του.

Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα εκφυλισμένο ρεφορμιστικό κόμμα. Δεν έγινε ούτε πρόκειται να καταφέρει να γίνει κλασικό κόμμα του κεφαλαίου. Δεν είναι ΠΑΣΟΚ ούτε ΝΔ. Άσκησε σκληρές μνημονιακές πολιτικές, αλλά τα κόμματα δεν είναι μόνο οι πολιτικές τους όταν είναι στην κυβέρνηση. Τα κόμματα είναι οι πολιτικές τους, είναι όμως επίσης ο τρόπος που οργανώνουν την αναπαραγωγή τους μέσα από σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης με κοινωνικά στρώματα. Το «μεταμνημονιακό» πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει μνημονιακό με την έννοια ότι αποδέχεται τους βασικούς πυλώνες του μνημονιακού καθεστώτος εκμετάλλευσης και στηρίζει όλη την «κοινωνική» του πολιτική στα υπερ-πλεονάσματα χωρίς να διανοείται ούτε να ψελίσει κάτι για την αμφισβήτησή τους. Παραμένει επίσης ένα πρόγραμμα αυταπατών περί ταξικής συνεργασίας: το περιβόητο win-win, στο πλαίσιο του οποίου υποτίθεται πως θα ωφεληθούν τόσο το κεφάλαιο όσο και η εργασία, αρκεί να υπάρχει μια αριστερή κυβέρνηση που θα μοιράσει δίκαια τα οφέλη. Είναι πρόγραμμα μνημονιακών δεσμεύσεων, μικροαστικών αριστερών αυταπατών και κεντροαριστερού κυβερνητικού οίστρου.

Πάνω απ’ όλα, είναι ένα πρόγραμμα μη ρεαλιστικό και ανέφικτο. Η κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού, και η διεθνής συγκυρία, δεν επιτρέπουν κανένα win-win, δεν επιτρέπουν συγκερασμό ταξικών συμφερόντων, δεν επιτρέπουν καν επιστροφή σε κάποια «μεταμνημονιακή κανονικότητα» που τάχα θα επιτρέψει την σταδιακή -έστω και πολύ σταδιακή και πολύ ξεθυμασμένη- «επούλωση των πληγών».

Το «νέο πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ είναι απολύτως ενδεικτικό του αδιεξόδου των αυταπατών περί «επούλωσης των πληγών» και ταξικής εξισορρόπησης των ωφελειών της «ανάπτυξης». Τα στελέχη του παραδέχονται τώρα ότι η πολιτική φορολογικής επιβάρυνσης των μεσαίων στρωμάτων για να κρατηθούν στη ζωή με επιδοματική πολιτική τα πιο φτωχοποιημένα τμήματα της κοινωνίας ήταν μεν «υποχρεωτική» μέχρι και την «καθαρή έξοδο από τα μνημόνια», αλλά πλέον δεν είναι υποχρεωτική. Τώρα μπορούν να στηριχτούν και τα μεσαία στρώματα. Αλλά και το μεγάλο κεφάλαιο επίσης – με λελογισμένη μείωση των φορολογικών συντελεστών των κερδών. Και όλα αυτά θα γίνουν με «σεβασμό» στις δεσμεύσεις για τα υπερπλεονάσματα!

Ο Μητσοτάκης είναι σε αυτό το ζήτημα (πιο) ρεαλιστής: δεν «αντέχει η οικονομία», δηλαδή η άρχουσα τάξη, να μειώσουμε τη φορολογία για όλους, να ελαφρύνουμε όλους, χωρίς να τιναχτεί στον αέρα το πλαίσιο της «δημοσιονομικής πειθαρχίας». Ο Στουρνάρας και η Κομισιόν το διαλαλούν: ο στόχος του 3,5% το 2019 κινδυνεύει…   

Η ελληνική άρχουσα τάξη δεν αρκείται και δεν χρειάζεται το Συριζικό μίγμα μνημονιακών δεσμεύσεων, μικροαστικών αριστερών αυταπατών και κεντροαριστερού κυβερνητικού οίστρου με αιχμή την επάνοδο στην «κανονικότητα» και την «επούλωση των πληγών». Χρειάζεται «ταξικό μπούλινγκ» κατά των δυνάμεων της εργασίας και ιδεολογικο-πολιτικό τραμπουκισμό κατά της Αριστεράς και όσων «αποκλίνουν».

Ωστόσο, το σύστημα δεν θα αφήσει ανεκμετάλλευτο τον κυβερνητικό κεντροαριστερό οίστρο του ΣΥΡΙΖΑ. Θα ασκήσει ασφυκτικές πιέσεις για περαιτέρω κεντροαριστερή προσαρμογή, και ύστερα από τις εκλογές του Ιουλίου – κι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει «σοβαρή» για να ζεσταίνει τις ελπίδες για επάνοδο στην κυβερνητική εξουσία.

Ωστόσο, η βασική γραμμή των εξελίξεων θα είναι άλλη: μια πολιτική ταξικού ρεβανσισμού από τον Μητσοτάκη, με τον ΣΥΡΙΖΑ να «γλυκαίνεται» τόσο όσο να διατηρεί τις αυταπάτες του για κυβερνητική επάνοδο. Αν ο Μητσοτάκης αποτύχει, τότε δεν θα ξανάρθει η ώρα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά η ώρα για ακόμη πιο ωμές διαχειρίσεις…     

Ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού «τελείωσε τη δουλειά», αποχωρεί δεχόμενος τα εύσημα: Ευχαριστούμε για τις υπηρεσίες σας, αλλά δεν σας χρειαζόμαστε άλλο.      

 

Και τώρα;

Ο πολιτικός κύκλος που άνοιξε το 2015 κλείνει κι ένα νέο ανοίγει. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει σε συνθήκες γενικευμένης πολιτικής και ιδεολογικής ήττας της Αριστεράς. Δεν φιλοδοξούμε εδώ να ανοίξουμε τη συζήτηση για τα αίτια αυτής της ήττας. Είναι όμως απαράγραπτος όρος για την ανασυγκρότηση μιας ταξικά μαχόμενης Αριστεράς να διεξαχθεί ουσιαστικά και με διάθεση αυτοκριτικής αυτή η συζήτηση από την επομένη κιόλας των εκλογών του Ιουνίου – όταν όλα τα «μετρήματα» θα είναι και πιο ακριβή. Ωστόσο, ύστερα από τις ευρωεκλογές η αντίδραση και στάση των περισσότερων δυνάμεων της Αριστεράς στο ζήτημα της αναζήτησης των αιτίων της ήττας είναι απογοητευτική. Δυστυχώς οι προβλέψεις μας είναι ότι αυτή η ήττα θα επαναληφθεί στις εθνικές εκλογές – και μάλιστα σε διευρυμένη κλίμακα… Ας ελπίσουμε αυτό να φέρει περισσότερη σύνεση και διάθεση αυτοκριτικής…   

Ανεξάρτητα από τις εξελίξεις σε αυτό το ζήτημα, χρειαζόμαστε ένα σχέδιο ανασυγκρότησης του κινήματος αντίστασης. Το ξετύλιγμα του ρεβανσιστικού ταξικού προγράμματος της ΝΔ κάνει την εκπόνηση ενός τέτοιου σχεδίου επείγουσα και «υπαρξιακής» σημασίας.   

Πρέπει όμως να ξεκαθαριστεί ένα θεμελιώδες ζήτημα: το ζήτημα του ενιαίου μετώπου. Το σχέδιο να «ενωθεί» (ό,τι και αν σήμαινε αυτό) σε πρώτο χρόνο η Αριστερά, για να καταφέρει σε δεύτερο χρόνο να ενώσει τις εργαζόμενες τάξεις και τον κόσμο της Αριστεράς και των κινημάτων στον αγώνα ενάντια στο σύστημα, αποδείχτηκε ότι αντιστρέφει τους όρους του προβλήματος. Όταν οργανώσεις της Αριστεράς «ενώνονται» σε μάξιμουμ πλαίσια και σε οργανωτικές μορφές «προωθημένου» πολιτικού μετώπου ή και υβριδικού κόμματος, κι ύστερα δεν μπορούν να κατέβουν μαζί σε μια διαδήλωση ή στις δημοτικές εκλογές, είναι φανερό ότι αυτή η μεθοδολογία της «ενότητας» χρεοκόπησε. Χρεοκόπησε επίσης η άλλη μεθοδολογία: κινηματισμός + κατέβασμα στις εκλογές, που θα φέρει το κρίσιμο και ζωογόνο πρώτο εκλογικό ξεπέταγμα.

Αντί γ’ αυτά, πρώτα πρέπει η Αριστερή να αποδείξει ότι μπορεί να ενωθεί και να ενώσει στις μάχες ενάντια στο σύστημα και ύστερα να δει, σε πραγματικές βάσεις και εμπειρίες μάχης, αν και πώς μπορεί να «ενωθεί» η ίδια – ή ποιοι μπορούν να ενωθούν με ποιους, και πώς. Μόνο στη βάση μιας τέτοιας αλλαγής μεθοδολογίας μπορεί να ξεκαθαρίσει το έδαφος για ανώτερης μορφής ενότητες. Μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορεί να επανατοποθετηθεί σε σωστές βάσεις η σχέση κόμματος – μετώπου. Κι ύστερα, να αναζωογονηθεί και η αναγκαία στρατηγική συζήτηση για τις στρατηγικές σταθερές της Αριστεράς – που έχουν ξεχαστεί μέσα στις αυταπάτες που γέννησε αυτό το μίγμα κινηματισμού – εκλογικισμού της ανοδικής περιόδου της προηγούμενης φάσης.   

Η ήττα της Αριστεράς δεν είναι μόνο βαθιά, είναι και ήττα μακροπεριόδου: ηττήθηκαν οι μέθοδοι οικοδόμησης και οργάνωσης των αντιστάσεων που κυριάρχησαν στη μακρά περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, καμία ουσιαστική συζήτηση δεν μπορεί να γίνει αν οι δυνάμεις της δεν δοκιμαστούν με επιτυχία στην οργάνωση των κοινωνικών αντιστάσεων. Είναι το πρώτιστο καθήκον!

 




Όσα φέρνει… ο ΣΥΡΙΖΑ

To κεντρικό πολιτικό άρθρο του Ν.10 της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» που κυκλοφορεί.

Του Πάνου Κοσμά
Η «αριστερή υπογραφή» στα µνηµόνια, η φιλοϊµπεριαλιστική πολιτική και ο σοσιαλδηµοκρατικός εκφυλισµός φέρνουν τη ρεβανσιστική δεξιά και ανοίγουν το δρόµο για την ακροδεξιά και τους ναζί

Ανάµεσα σε πολλά άλλα, οι συστηµικές δυνάµεις µοιάζουν στο εξής: προσποιούνται ότι όλα τα δεινά που συσσωρεύονται για τις εργαζόµενες τάξεις εξαιτίας των πολιτικών τους δεν οφείλονται σε αυτές, αλλά σε «υπέρτερες δυνάµεις», στην «κρίση» που ξεσπά σαν απρόβλεπτο και ανεξήγητο καιρικό φαινόµενο, σε υπέρτερους καταναγκασµούς που επιβάλλει το «σύστηµα» σαν απρόσωπη δύναµη. Ωστόσο, στα ζητήµατα της κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης τίποτε δεν είναι ανεξήγητο «φαινόµενο», ιστορική µάστιγα ή θεϊκή οργή, απρόσωπος αυτοµατισµός: όλα οφείλονται -και εξηγούνται- από τις «λειτουργίες» του κοινωνικού συστήµατος, από τη διαπάλη αντιτιθέµενων ταξικών συµφερόντων, από τις συνειδητές πράξεις και επιλογές πολιτικών δυνάµεων που κάθε άλλο παρά ταξικά «ουδέτερες» είναι. Οι παλιοί µνηµονιακοί ένιπταν τας χείρας για το γεγονός ότι η καπιταλιστική κρίση κατά «περίεργο» τρόπο συνέτριβε τα δικαιώµατα και τις κατακτήσεις των εργαζόµενων τάξεων για να διασώσει το σύστηµα από κλυδωνισµούς και τα κέρδη του κεφαλαίου – η κρίση ήταν τάχα µια «υπέρτερη δύναµη» που εντελώς τυχαία είχε αυτά τα ατυχή αλλά αναπόφευκτα αποτελέσµατα. Ο τωρινός ΣΥΡΙΖΑ, 4 χρόνια µετά τη µνηµονιακή κωλοτούµπα και εξαλλαγή, ανακαλύπτει τον κίνδυνο της ακροδεξιάς και τον αντιµετωπίζει σαν «ιστορική µάστιγα» – µόνο έτσι «δικαιούται» να νίπτει τας χείρας του και να διακηρύσσει ότι απάντηση σε αυτόν τον κίνδυνο είναι η «αριστερή»… υποκατάσταση της σοσιαλδηµοκρατίας µέσω του λεγόµενου «προοδευτικού πόλου».

 

Όρκοι πίστης στο µνηµονιακό καθεστώς και στη συστηµική σταθερότητα

Ο τρόπος που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ σέβεται απολύτως τις µνηµονιακές δεσµεύσεις και τις ανειληµµένες «υποχρεώσεις» προς τους εταίρους του κατ’ ευφηµισµόν µετονοµασθέντος σε «θεσµούς» κουαρτέτου των δανειστών και της ιµπεριαλιστικής επιτήρησης, είναι όχι µόνο εντυπωσιακός αλλά και εξοργιστικός. Όλα τα εξασθενηµένα ρινίσµατα φιλολαϊκής πολιτικής που διακηρύσσει και υλοποιεί, τίθενται υπό την έγκριση των «θεσµών» και µόνο υπ’ αυτή την προϋπόθεση προωθούνται. Καµία «µάχη» και προφανώς καµία έκκληση προς τον κόσµο της Αριστεράς και τις εργαζόµενες τάξεις να συµµετάσχει σε κάποια µάχη ή έστω να στηρίξει κάποια υποτιθέµενη µάχη της ίδιας της κυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αµετάκλητα στον αστερισµό της συστηµικής συναίνεσης σε όλη τη γραµµή! Το… πρόταγµα της συστηµικής συναίνεσης έχει εσωτερικευθεί σε τέτοιο βαθµό και επικρατήσει τόσο απόλυτα, ώστε ο συστηµικός ζήλος διαχέεται και σε ζητήµατα που κανείς και τίποτε δεν υποχρεώνει την κυβέρνηση «µε το πιστόλι στον κρόταφο» να ασκεί τις πολιτικές που ασκεί. Ποια «υπέρτερη δύναµη» υποχρεώνει την κυβέρνηση να εισηγείται την αλλαγή του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα σε αντιδραστική κατεύθυνση, υιοθετώντας σε αυτό το ζήτηµα µια ήπια εκδοχή της ακροδεξιάς ατζέντας; Ποια «υπέρτερη δύναµη» οδηγεί την «αριστερή» Γεροβασίλη, σε πλήρη σύµπνοια µε τη «δεξιά από κούνια» Παπακώστα, σε αστυνοµικές επιχειρήσεις εκκένωσης καταλήψεων που φιλοξενούν µετανάστες, να υλοποιεί ντροπιαστικές επιχειρήσεις καταστολής των µεταναστών στα ∆ιαβατά και να συγκαλύπτει το «κινήγι µεταναστευτικών κεφαλών» στην «άγρια ∆ύση» του Έβρου µε µέσα που δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτε αυτά που έγιναν διάσηµα στην αµερικανική άγρια ∆ύση; Ποια «υπέρτερη δύναµη» υποχρεώνει τον ΣΥΡΙΖΑ να εγκαταλείψει ακόµη και σε ρητορικό επίπεδο τον αντιµνηµονιακό λόγο; κ.λπ. κ.λπ.

Η αλήθεια είναι πολύ απλή και σε τέτοιο βαθµό πασιφανής ώστε να µη χρειάζονται πολλά επιχειρήµατα: Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον µια συστηµική και µνηυµονιακή πολιτική δύναµη. Η «καθαρή έξοδος από τα µνηµόνια» σηµαίνει απλώς ότι δεν θα υπάρξουν νέα µνηµονιακά µέτρα επιδείνωσης της κατάστασης των εργαζόµενων τάξεων πέραν όσων προβλέπουν τα τρία µνηµόνια – το τελευταίο των οποίων έχει τη δική του υπογραφή. Ναι, αλλά η νοµοθετηµένη νέα µείωση των συντάξεων αποφεύχθηκε – έρχεται ο αντίλογος. Την αλήθεια επ’ αυτού τη λέει ο µίστερ Ντοµπρόβσκις: δεν καταργήθηκε, αλλά «πάγωσε» – για όσο θα µπορούν να επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσµατα 3,5% χωρίς την  περικοπή των συντάξεων. Αν, για παράδειγµα, από την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισµού διαπιστωθεί ότι κάτι τέτοιο δεν επιτυγχάνεται για το 2020, το µέτρο θα επανέλθει «αυτόµατα» – η σχετική νοµοθετική ρύθµιση είναι σε ισχύ. Τα ίδια ισχύουν για τη νοµοθετηµένη µείωση του αφορολόγητου από 1/1/2020: θα «παγώσει» προσωρινά χωρίς να καταργηθεί, εάν και εφόσον από την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισµού του 2019 διαπιστωθεί µε ασφάλεια (κάπου στα τέλη Σεπτεµβρίου, όταν θα συντάσσεται το προσχέδιο προϋπολογισµού του 2020) ότι το 2020 µπορεί να εξασφαλιστεί πρωτογενές πλεόνασµα 3,5% χωρίς τη µείωση του αφορολόγητου. Πάντα σε συνεννόηση και συναίνεση µε τους «θεσµούς»…             

Το µνηµονιακό καθεστώς εκµετάλλευσης µένει ακλόνητο, η διαχωριστική µνηµόνιο/αντιµνηµόνιο θάφτηκε µε τη χορηγία του ΣΥΡΙΖΑ, η συστηµική συναίνεση είναι ακλόνητη… Και τι µένει σαν «σκιά της σκιάς» µιας δήθεν αριστερής πολιτικής «επούλωσης των πληγών»; Μια οριακή -και πάντα υπό την… άνωθεν έγκριση- αναδιανοµή της φτώχειας ανάµεσα στους φτωχούς και τους εξαθλιωµένους… Με δαχτυλίδι του στέµµατος το σύγχρονο Επίδοµα Κοινωνικής ∆υστυχίας των 200 ευρώ, µετονοµασµένο για λόγους ευφηµισµού σε Κοινωνικό Επίδοµα Αλληλεγγύης. Η επιτοµή µιας στρατηγικής διαχείρισης της εκτεταµένης φτώχειας και εξαθλίωσης και των µαζικών πλέον «περιττών πληθυσµών» που γεννά η ακραία λιτότητα, της οποίας πραγµατικοί εµπνευστές είναι το ∆ΝΤ και ο ΟΟΣΑ.

 

Απροσχηµάτιστη φιλοϊµπεριαλιστική πολιτική

Αν όµως η οικονοµία είναι υποτίθεται το πεδίο των «ανυπέρβλητων καταναγκασµών» (η υποτιθέµενα ακατανίκητη δύναµη του κεφαλαίου σαν καθολικής, απρόσωπης και ανεξέλεγκτης δύναµης), ποια «υπέρτερη δύναµη» ανάγκασε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να ασκεί µια τόσο φιλοϊµπεριαλιστική/φιλοατλαντική πολιτική που δεν διανοήθηκαν να ασκήσουν στη διάρκεια όλης της Μεταπολίτευσης ούτε οι δεξιοί εµπνευστές του «ανήκοµεν εις την ∆ύσιν»; Το ξεδιάντροπο ιµπεριαλιστικό µέτωπο µε το σιωνιστικό Ισραήλ και το δικτάτορα της Αιγύπτου Σίσι, υπό την µπαγκέτα και τις διθυραµβικές επιδοκιµασίες σύµπαντος του δυτικού ιµπεριαλισµού; Και µια τυχοδιωκτική πολιτική που διακινδυνεύει ψυχρές αντιπαραθέσεις ή και θερµά επεισόδια αν όχι και πόλεµο στο όνοµα των υδρογονανθράκων, µε τις πλάτες του ιµπεριαλισµού;

Κάποιοι αφελείς µέσα στον ΣΥΡΙΖΑ πίστεψαν, ή απλώς ισχυρίστηκαν βολικά, ότι αυτό είναι προϊόν «υπερβάσεων» των πρώην υπουργών Εξωτερικών Κοτζιά και Άµυνας Καµµένου. Όµως την ίδια πολιτική συνεχίζουν αδιατάρακτα οι κ. Κατρούγκαλος και Αποστολάκης υπό την καθοδήγηση του κ. Τσίπρα.   

Η φιλοσοφηµένη χυδαιότητα κάποιων «στρατηγικών εγκεφάλων» της κυβέρνησης λέει ότι εν προκειµένω η «υπέρτερη δύναµη» είναι η καθολική, απρόσωπη και ανεξέλεγκτη δύναµη του ιµπεριαλισµού, δηλαδή του καπιταλισµού σαν παγκόσµιας «ολότητας», µε την ιεραρχία συσχετισµών, τους στρατιωτικούς και οικονοµικούς µηχανισµούς ισχύος, καταναγκασµών και κυριαρχίας… Τι όµως αναγκάζει την «Αριστερά» να δείχνει τέτοιο «υπερβάλλοντα ζήλο» απέναντι σε αυτή την «υπέρτερη δύναµη»; Μα η εξυπηρέτηση, µέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο «ανυπέρβλητων καταναγκασµών», των «εθνικών συµφερόντων». Σε τι νόµισµα αποτιµώνται τα «εθνικά συµφέροντα» το µάθαµε από τους υπολογισµούς σε δολάρια των εκτιµώµενων κερδών των πολυεθνικών εξόρυξης και µεταφοράς πετρελαίου και υδρογονανθράκων, αλλά και σε ευρώ, από την πρόσφατη επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στη Βόρεια Μακεδονία υπό τη συνοδεία πολυπληθούς και ενθουσιώδους αντιπροσωπείας Ελλήνων επιχειρηµατιών, οι οποίοι ελπίζουν βάσιµα ότι θα «εξαργυρώσουν» τη Συµφωνία των Πρεσπών σε φτηνές εξαγορές βορειοµακεδονικών επιχειρήσεων και σε «µατωµένα» κέρδη στις Ειδικές Οικονοµικές Ζώνες της εργασιακής εξαθλίωσης µε δεκαετή φορολογική απαλλαγή, µισθούς πείνας 200 ευρώ και εργασιακές συνθήκες γαλέρας. Ποιος δεν θα φούσκωνε από «εθνική υπερηφάνεια» αν η Ελλάδα επιβάλει στους άλλους αυτά που οι «θεσµοί» δεν κατάφεραν ακόµη να επιβάλουν σε µας; Εξάλλου, σύµφωνα µε τη λούµπεν ατάκα που µας έρχεται από τις ΗΠΑ, «πατριωτισµός δεν είναι να πεθαίνεις για τη δική σου πατρίδα, αλλά να κάνεις τον άλλον τον καργιόλη να πεθάνει για τη δική του» – εν προκειµένω, να υποφέρει…

Σε αυτή την εξωτερική πολιτική πρέπει να προσθέσουµε τον άλλο βασικό της πυλώνα: το ζήλο µε τον οποίο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ υλοποιεί την πολιτική της Ελλάδας-«κρατητήριου» στην Ευρώπη-«φρούριο» (βλέπε και σελίδες 6-7). Και εδώ, το άλλοθι είναι οι «υπέρτερες δυνάµεις». Ωστόσο, όπως είπαµε ήδη, ο ζήλος της «αριστερής» κ. Γεροβασίλη να διατάσσει την εκκένωση καταλήψεων φιλοξενίας µεταναστών δεν µπορεί κατά κανένα τρόπο να αποδοθεί σε κάποιες «υπέρτερες δυνάµεις» – πολύ απλά, είναι πολιτική επιλογή…   

 

Υποκατάσταση της… σοσιαλδηµοκρατίας

Η υποκατάσταση της αριστερής και αντιµνηµονιακής πολιτικής από µια πολιτική µνηµονιακής υποταγής οδηγεί αναπόφευκτα σε µια άλλη υποκατάσταση: της Αριστεράς από τη σοσιαλδηµοκρατία. Η ηγεσία Τσίπρα εξακολουθεί να αναφέρεται στην Αριστερά ή και τη «Ριζοσπαστική Αριστερά» (το φάντασµα του Γκέµπελς χαµογελάει…), αλλά αυτές οι αναφορές είναι πρώτον τακτικού χαρακτήρα (για την εκλογική συσπείρωση κόσµου της Αριστεράς) και δεύτερον εργαλειακές: υπηρετούν το σχέδιο υποκατάστασης της σοσιαλδηµοκρατίας. Καθώς το «επίσηµο τµήµα» της ευρωπαϊκής Σοσιαλδηµοκρατικής «∆ιεθνούς» στην Ελλάδα είναι το ΠΑΣΟΚ µετονοµασµένο πλέον σε ΚΙΝΑΛ, το όλο εγχείρηµα πρέπει να παρουσιαστεί σαν «συνάντηση» και «ανασύνθεση» των δύο χώρων, όπου υποτίθεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί την Αριστερά…

Εννοείται ότι το ερώτηµα «ποιος είναι η σοσιαλδηµοκρατία στην Ελλάδα» από την άποψη της πολιτικής είναι κενό περιεχοµένου. Οι µεγαλόσχηµοι Ευρωπαίοι µέντορες και «προξενητές» αυτής της ανασύνθεσης, από τον Μάρτιν Σουλτς µέχρι τον Εµανουέλ Μακρόν, δεν είναι τα κορόιδα της ανατολίτικης πονηριάς του καθ’ ηµάς ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τα πραγµατικά αφεντικά, που γνωρίζουν πολύ καλά το συµφέρον της σοσιαλδηµοκρατίας σαν πυλώνα του ευρωπαϊκού συστήµατος. Από τακτική άποψη όµως, το brand name της σοσιαλδηµοκρατίας είναι επίζηλο αντικείµενο πολιτικής διαπάλης και ίντριγκας. ∆εν πρόκειται µόνο για την όποια «διεύρυνση» υπόσχεται στα εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά για κάτι πολύ σηµαντικότερο για την ηγετική οµάδα Τσίπρα: την εκκαθάριση του πεδίου για την πλήρη της αναγνώριση του ΣΥΡΙΖΑ σαν «σοβαρής» συστηµικής δύναµης-πυλώνα της διακυβέρνησης του ελληνικού καπιταλισµού µε όρους «σεβασµού» του µνηµονιακού καθεστώτος εκµετάλλευσης, προσαρµογής στους ιµπεριαλιστικούς καταναγκασµούς και συστηµικής συναίνεσης.

Ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ έχουν αποδεχθεί τη «µοίρα» τους: ότι, «έτσι όπως τα κατάφεραν», θα έρθει στην εξουσία η ρεβανσιστική δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Έχουν λοιπόν θέσει σαν «υπαρξιακό» και µάχιµο στόχο στις εκλογές να µείνουν στο παιχνίδι της κυβερνητικής εξουσίας σαν «αναγνωρισµένη» εναλλακτική από την ελληνική αστική τάξη και το διεθνές σύστηµα. Στο πλαίσιο αυτού του στόχου, το εγχείρηµα υποκατάστασης της σοσιαλδηµοκρατίας δεν έχει απλώς εκλογική στόχευση αλλά και αµιγώς πολιτική: την οριστική αποκάθαρση του ΣΥΡΙΖΑ από κάθε ίχνος αριστερού «λαϊκισµού» που θα µπορούσε να συντηρήσει, έστω και στρεβλά και έµµεσα, «θυλάκους» λαϊκής δυσαρέσκειας και λαϊκής πίεσης πάνω στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. ∆ιότι όλες οι «καθ’ ύλην αρµόδιες» συστηµικές δυνάµεις σε Ελλάδα και Ευρώπη γνωρίζουν πολύ καλά ότι η διακυβέρνηση Μητσοτάκη θα είναι σκληρή και θα έχει ρεβανσιστικό χαρακτήρα και ότι, εποµένως, ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποστεί για ένα λόγο παραπάνω κλυδωνισµούς κατά τη µετάβασή του στην αντιπολίτευση και πιέσεις για µετατόπιση σε κάποιου είδους αντιπολιτευτικό «λαϊκισµό».

Υπ’ αυτούς τους όρους, η υποκατάσταση της σοσιαλδηµοκρατίας συνιστά ένα ακόµη αντιδραστικό εγχείρηµα της ηγεσίας Τσίπρα και πολιτική ολοκλήρωση της µνηµονιακής και συστηµικής του προσαρµογής µε το βλέµµα στην επόµενη µέρα. Για την τύχη του θα αποφασίσουν το εύρος της εκλογικής ήττας, ο βαθµός σκληρότητας της µητσοτακικής διακυβέρνησης και η δύναµη των λαϊκών πιέσεων για επιστροφή στο «λαϊκισµό».   

 

Ο «αριστερός» εκφυλισµός, αέρας στα πανιά του Μητσοτάκη και του «µαύρου µετώπου»

Αφήσαµε όµως µετέωρη την απάντηση στο ερώτηµα ποια είναι η «υπέρτερη δύναµη» η οποία λειτουργεί σαν «άστρο λαµπρό» που καθοδηγεί τη διαρκή συστηµική µετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Παρόλο που η απάντηση υποφώσκει, θα τη διατυπώσουµε καθαρά και χωρίς περιστροφές: η υπέρτερη δύναµη είναι πάνω απ’ όλα τα συµφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης και, συνυφασµένα µε αυτά, τα συµφέροντα του διεθνούς συστήµατος. Είναι τα συµφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης που εξηγούν γιατί είναι απαραίτητος αυτός ο πλήρης ταξικός αποχρωµατισµός της «µάστιγας» της κρίσης και των «εθνικών συµφερόντων». Είναι το ταξικό έγκληµα της ακραίας εκµετάλλευσης και της τυχοδιωκτικής υποθήκευσης ακόµη και των ζωών των εργαζοµένων για τα κέρδη Ελλήνων και ξένων καπιταλιστών. Η προπαγανδιστική φαντασµαγορία µε τον υπερπληθωρισµό ουδέτερων και νερόβραστων εννοιών όπως «φως και σκότος», «προοδευτικό» και «αντιδραστικό», «προοπτική», «αναγέννηση», «κοινωνική δικαιοσύνη», «ανάπτυξη», «επενδύσεις» κ.λπ. είναι η συστηµική ιδεολογική και πολιτική έκφραση ωµών ταξικών συµφερόντων. Η επιβαλλόµενη «ταξική αχρωµατοψία», µε αριστερή πλέον υπογραφή «ΣΥΡΙΖΑ» και δευτερευόντως µε συνένοχη την πατριωτική αριστερά, στο βαθµό που επικρατεί, δηµιουργεί αυτή την εντυπωσιακή κατάσταση να εξαφανίζεται από το κάδρο των εξελίξεων η ελληνική αστική τάξη, το κεφάλαιο, ο ιµπεριαλισµός. Να συζητάµε για µικρολεπτοµέρειες της… επίπλωσης αλλά να µη βλέπουµε τον «ελέφαντα» στο δωµάτιο!    

Πρέπει λοιπόν να συµπληρώσουµε τη γνωστή και ολόσωστη «ατάκα» ότι «όποιος θεωρεί ότι ξεπεράστηκε η διαχωριστική ∆εξιάς – Αριστεράς είναι δεξιός», µε µια άλλη, της ίδιας τάξεως αλλά ακόµη βαθύτερη: όποιος δεν βλέπει πίσω από τα δεινά των εργαζόµενων τάξεων τα καπιταλιστικά κέρδη και τα συµφέροντα της αστικής τάξης είναι, συνειδητά ή ασυνείδητα, φορέας αντιλήψεων και πολιτικών που ευνοούν ή υπηρετούν αυτά τα συµφέροντα. Κανείς δεν µπορεί να είναι ταξικά ουδέτερος ούτε µπορεί να αίρεται πάνω από τα ταξικά συµφέροντα!

Η πρώτη και θεµελιώδης πράξη ανασύνταξης της Αριστεράς από την ήττα της, αναστύλωσης του κατεστραµµένου ηθικού των αγωνιστών/στεριών της και εκπόνησης ενός στοιχειώδους σχεδίου αποτελεσµατικής άµυνας, κινηµατικής και πολιτικής ανασύνταξης και δηµιουργίας προϋποθέσεων αντεπίθεσης, είναι ο βαθύς ταξικός αναπροσανατολισµός της σε όλα τα επίπεδα. Αν δεν αναγνωρίζεις καν τον ταξικό σου αντίπαλο, καµία µάχη δεν µπορείς να δώσεις αποτελεσµατικά! Η υποχρεωτική συνεπαγωγή είναι ο διεθνισµός, που δεν είναι παρά η εφαρµογή του ταξικού κριτηρίου στο επίπεδο των σχέσεων, της αλληλεγγύης και της κοινής δράσης των εργαζόµενων τάξεων και της Αριστεράς των διαφορετικών χωρών.

Ο ταξικός αποχρωµατισµός, στο εθνικό και το διεθνές πεδίο, είναι η αιτία και ταυτόχρονα η εξήγηση για τη µνηµονιακή µετάλλαξη και το σοσιαλδηµοκρατικό εκφυλισµό του ΣΥΡΙΖΑ, γενικότερα για την ήττα της Αριστεράς. Και όπως τα µνηµόνια δεν είναι η «αναπόφευκτη» συνέπεια του «φαινοµένου» της κρίσης, αλλά συνειδητή ταξική πολιτική, έτσι η επί θύραις εκλογική νίκη του Μητσοτάκη, η άνοδος στην κυβέρνηση µιας ρεβανσιστικής δεξιάς και το άνοιγµα του δρόµου για την ακροδεξιά και τους ναζί δεν είναι κάποιου είδους πολιτική «µάστιγα» που εξηγείται µε όρους µαζικής ψυχολογίας, αλλά η συνέπεια της ήττας του 2015, του συριζαϊκού εκφυλισµού και της υποστολής της ταξικής σηµαίας της Αριστεράς!

Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που στις εκλογές της 26ης Μαΐου µας αφορά, και πολύ µάλιστα, η διαχωριστική δεξιάς – αριστεράς και άρα θεωρούµε ζήτηµα πολιτικής µάχης να µη χαθεί καµία ψήφος για την πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά! Την ίδια στιγµή όµως, θεωρούµε ότι στο πλαίσιο της Αριστεράς πρέπει να υποστηριχτούν δυνάµεις, σχήµατα και υποψήφιοι µε ταξικές και διεθνιστικές θέσεις – γιατί µας αφορά, ταυτόχρονα και εξίσου, η ανασύνταξη της Αριστεράς σε ταξικές και διεθνιστικές βάσεις!

Με το βλέµµα προφανώς όχι στην καταµέτρηση των ψήφων καθαυτή, αλλά στην «επόµενη µέρα» της ταξικής πάλης.





Ταξική – διεθνιστική Αριστερά

Ούτε Τσίπρας ούτε Μητσοτάκης, ούτε (ακρο)δεξιά ούτε κεντροαριστερά

Πάει πολύς καιρός από τότε που το «µνηµόνιο/αντιµνηµόνιο» ήταν η βασική διαχωριστική γραµµή, η οποία καθόριζε τις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες. Η µνηµονιακή εξαλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ -σε συνδυασµό µε την ήττα του κινήµατος και της Αριστεράς- µετατόπισε αναπόφευκτα τον άξονα των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων δεξιά, σταθεροποίησε το αστικό/µνηµονιακό πολιτικό σύστηµα, «σκέπασε» µε τα υλικά της µιντιακής και αστικής (παρα)πολιτικής το ταξικό ρήγµα, που είχε δηµιουργηθεί από την κρίση και την υλοποίηση των µνηµονιακών πολιτικών. Εν τέλει υποκατέστησε τη διαχωριστική «µνηµόνιο/αντιµνηµόνιο» από τη διαχωριστική «Τσίπρας ή Μητσοτάκης» ή «(ακρο)δεξιά/κεντροαριστερά». 

Ωστόσο, οι σκληρές ταξικές πολιτικές συνεχίζονται αδιατάρακτα και η καθηµερινότητα των εργαζόµενων τάξεων είναι οδυνηρή. Έτσι, κάτω από τα επιφαινόµενα του πολιτικού σκηνικού, η σκληρή πραγµατικότητα «βυσσοδοµεί» προετοιµάζοντας τα ρήγµατα του µέλλοντος. Η διάχυση της ακροδεξιάς ιδεολογίας είναι η στρεβλή και σαπισµένη εκδοχή της αγανάκτησης, που έγινε «αντεπαναστατική απελπισία». Η εκκωφαντική «σιωπή» των εργαζόµενων τάξεων, αλλά και της πλειονότητας του κόσµου της Αριστεράς και των κινηµάτων αντίστασης, κρύβει και άλλες, υπόγειες διεργασίες. Οι επερχόµενες εκλογές, κυρίως οι βουλευτικές, ανεξάρτητα και από το αποτέλεσµά τους -πολύ περισσότερο όµως αν το αποτέλεσµα είναι το διαφαινόµενο, δηλαδή η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ- θα αποτελέσουν το σηµείο ανάδυσης στην επιφάνεια των υπόγειων διεργασιών. Τα αποτελέσµατά τους θα γίνουν ορατά τόσο στη σφαίρα των κινηµάτων αντίστασης όσο και στην πολιτική σφαίρα.

 

Από το 2015 µέχρι σήµερα: στρατηγική ήττα, αλλά και «ανοιχτοί λογαριασµοί»

Ο χαρακτήρας και τα «υστερόγραφα» της ήττας του 2015 εξακολουθούν να είναι το κλειδί για την «ανάγνωση» των πολιτικών διεργασιών και της δυναµικής των πολιτικών εξελίξεων. Σε µεγάλα τµήµατα της Αριστεράς είναι διαδεδοµένη η άποψη ότι η ήττα του 2015 ήταν όχι µόνο στρατηγική, αλλά και συντριπτική. Ότι υποχρεώνει την Αριστερά σε «µακρά νόµιµο ύπαρξη», σε µακροχρόνια υποχώρηση, αναδίπλωση και ιδεολογικοπολιτικές αναζητήσεις σε στενούς κύκλους. Πολύ περισσότερο από άποψη, αυτό είναι εµπεδωµένη ψυχολογία µε ευρεία διάδοση. Αυτή η προσέγγιση παραγνωρίζει -και όχι πάντα από απλή υποτίµηση ή παράλειψη- δύο βασικούς παράγοντες:

Πρώτο, ότι το 2015 είχαµε την ιδιότυπη περίπτωση ήττας όχι στο πεδίο της µάχης, αλλά διά της φυγοµαχίας. Στην Ιστορία είναι συχνά τα παραδείγµατα µαχών που χάθηκαν εξαιτίας εγκληµατικών πολιτικών λαθών της ηγεσίας. Σε συνθήκες, όµως, που η µάχη διεξάχθηκε πραγµατικά µε όλα τα µέσα που διέθετε το κάθε στρατόπεδο. Το 2015 δεν είναι µία από αυτές τις περιπτώσεις. Στην προκείµενη περίπτωση υπήρξε πλήρης φυγοµαχία! Στις µέρες του Ιουλίου του 2015 ο «αρχιστράτηγος» κήρυξε τη διάλυση του στρατεύµατος, υπέγραψε ταπεινωτική συνθηκολόγηση και, ακόµη χειρότερα: ανέλαβε να κυβερνήσει µε το πρόγραµµα του αντιπάλου! Η εξ αυτού του λόγου καταρράκωση του «ηθικού πλεονεκτήµατος» της Αριστεράς και η διακωµώδησή της σαν ηγεσίας στον αγώνα, η διάλυση του «σχηµατισµού µάχης» που είχε αρχίσει να συγκροτείται µε τους αγώνες του 2010-12, µε τη µαζικοποίηση του ρεύµατος ΣΥΡΙΖΑ και µε την κινητοποίηση του δηµοψηφίσµατος, οι οδυνηρές συνέπειες της µνηµονιακής κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ στο όνοµα της Αριστεράς, είναι οι προφανείς και συνοµολογηµένοι λόγοι που τεκµηριώνουν τον χαρακτηρισµό της ήττας ως στρατηγικής. Το γεγονός όµως ότι επρόκειτο για ήττα διά της φυγοµαχίας, αµφισβητεί την άποψη περί συντριπτικής ήττας. ∆ιότι, απλούστατα, όπως το κίνηµα και η Αριστερά έχασαν χωρίς µάχη, αντίστοιχα κέρδισε χωρίς µάχη το σύστηµα. Λέγοντας µάχη, εννοούµε αυτή που διεξάγεται µε όλα τα διαθέσιµα µέσα, και ύστερα από την οποία ο νικητής αποκτά δικαιώµατα να καθυποτάξει τον αντίπαλό του και µε τη βία, εγκαθιστώντας καθεστώς ανελευθερίας και τρόµου. Τέτοια νίκη δεν υπήρξε. Γι’ αυτό και δεν κερδήθηκε τέτοιο πλεονέκτηµα από τις δυνάµεις του συστήµατος.

∆εύτερο, το παράδοξο γεγονός ήταν πως ύστερα από την ήττα κυβέρνησαν οι… νικηµένοι – µε το πρόγραµµα των νικητών. Αλλά και µε βαριές υποχρεώσεις να κάνουν ό,τι µπορούν για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις στα µάτια των εργαζόµενων τάξεων. Αποφασίζοντας να υποταχθεί χωρίς να δώσει µάχη και εποµένως διαλύοντας το σχηµατισµό µάχης που είχε συγκροτηθεί, η ηγεσία Τσίπρα έδωσε «σκληρό αγώνα» για να βρει στηρίγµατα σε δυνάµεις του συστήµατος. Τα αποτελέσµατα ήταν έως και θεαµατικά όσον αφορά το διεθνές σύστηµα (αλλά ταυτόχρονα πρόσκαιρα). Πενιχρά, ωστόσο, όσον αφορά το εγχώριο «βαθύ κράτος» της ελληνικής άρχουσας τάξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις φιλότιµες προσπάθειές του, δεν έγινε ούτε πρόκειται να γίνει αποδεκτός σαν «κανονικό» αστικό κόµµα, σαν σαρξ εκ της σαρκός του συστήµατος. Οι λόγοι γι’ αυτή την… αποτυχία είναι βασικά δύο:

α. Ότι η µνηµονιακή σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση θα ήταν αδύνατη αν αδιαφορούσε εντελώς για τα λαϊκά στρώµατα που τον ψήφισαν όχι µόνο τον Ιανουάριο του 2015, αλλά και τον Σεπτέµβριο του 2015 ύστερα από τη µνηµονιακή «κωλοτούµπα». Η µνηµονιακή εξαλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ θα τον οδηγούσε σε κατάρρευση αν δεν επέλεγε να διατηρήσει ένα ρεφορµιστικού τύπου «πολιτικό συµβόλαιο» µε σηµαντικά τµήµατα των εργαζόµενων τάξεων, αλλά και του κόσµου της Αριστεράς: τώρα είµαστε αναγκασµένοι να υπογράψουµε και να υλοποιήσουµε το τρίτο µνηµόνιο. Αργότερα, όµως, στον κατάλληλο χρόνο, θα εξαντλήσουµε τα περιθώρια να επουλώσουµε τις πληγές που αυτό ανοίγει. Μη έχοντας άλλη εναλλακτική (γιατί κανείς από την υπόλοιπη Αριστερά δεν φρόντισε να τη δηµιουργήσει πραγµατικά), σηµαντικά τµήµατα των εργαζόµενων τάξεων και του κόσµου της Αριστεράς υπέκυψαν στο αναπόφευκτο ενός τέτοιου «συµβολαίου». Μπορεί να είναι µια πολύ ασθενική και ξεθυµασµένη εκδοχή της, αλλά είναι µια υποθήκη ελπίδων και προσδοκιών κάποια στιγµή να αρχίσουµε να παίρνουµε πράγµατα πίσω. Εγκλωβισµένος σε έναν τέτοιο «µηχανισµό» αναπαραγωγής, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να γίνει κάτι περισσότερο από κυβέρνηση «ειδικού σκοπού».

β. ∆ιότι η αστική τάξη γνωρίζει πολύ καλά ότι στο µέλλον θα χρειαστεί ακόµη πιο ωµές διαχειρίσεις, όταν το µεσοδιάστηµα αυτής της ασθενικής σταθεροποίησης τελειώσει. Για τέτοιες διαχειρίσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι εντελώς ακατάλληλος. Όχι γιατί οι προθέσεις της ηγεσίας του είναι φιλεργατικές, αλλά γιατί δεν κατάφερε και ούτε πρόκειται να καταφέρει να «χειραφετηθεί» από την εξάρτησή του από τις εργαζόµενες τάξεις και τον κόσµο της Αριστεράς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, µε τη µνηµονιακή του εξαλλαγή και την εν γένει πολιτική του, ενεργοποίησε µια πολιτική δυναµική διαρκών µετατοπίσεων.

Υπ’ αυτό το πρίσµα, στη συγκυρία υποβόσκει ένα «αόρατο» πολιτικό µέγεθος: Οι προδοµένες, υποθηκευµένες σε ένα χωρίς αντίκρισµα πολιτικό συµβόλαιο µε τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πάντως όχι οριστικά µαταιωµένες ελπίδες σηµαντικών τµηµάτων του κόσµου της εργασίας και της Αριστεράς για κάποιου είδους αναστροφή των µνηµονιακών πολιτικών. Οι «παγωµένες» και προσωρινά (δηλαδή για την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ) εγκλωβισµένες και εξουδετερωµένες διαθέσεις για αγώνα.

Στη δυναµική των εξελίξεων, στο πραγµατικό «συµβόλαιο µε την Ιστορία», είναι εγγεγραµµένες δύο βαριές υποθήκες: Από τη µια, η κυβερνητική αποκαθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει το άρωµα και τις συνέπειες µιας απλής δικοµµατικής εναλλαγής, όπως αυτές που ήταν συνηθισµένες µέχρι και το 2009. Θα πυροδοτήσει µια πολιτική και κοινωνική δυναµική ανάλογη µε αυτή που βλέπουµε να εξελίσσεται διεθνώς: µια ρεβανσιστική δεξιά (Ν∆) που έρχεται να αποκαθηλώσει τη µνηµονιακή αριστερά, µε όρους που θυµίζουν έστω και λίγο Αργεντινή και Βραζιλία. Μια άκρα δεξιά που έχει πλέον «λαό», χωρίς (ακόµη) να έχει κόµµα και ένα ναζιστικό κόµµα κοινοβουλευτικά εδραιωµένο, που αντέχει και περιµένει ξανά την ευκαιρία του.

Από την άλλη, η πυροδότηση µιας τέτοιας δυναµικής θα κάνει αναπόφευκτο ότι η µαταιωθείσα λόγω της φυγοµαχίας µάχη του 2015, θα δοθεί αναπόφευκτα σε «δεύτερο χρόνο». Αλλά πλέον από άλλο «στρατό», µε άλλο σχέδιο και σε άλλο «έδαφος».

 

Οι εκλογές σαν ορόσηµο

Η διαχωριστική γραµµή «ΣΥΡΙΖΑ ή Ν∆», «Τσίπρας ή Μητσοτάκης» είναι σε πλήρη αντίθεση µε την ταξική πόλωση στην ελληνική κοινωνία, στα όρια της παραδοξότητας. Σε µια χώρα όπου το ποσοστό της µισθωτής εργασίας στο σύνολο του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού ξεπερνά το 80% (αν συνυπολογίσουµε και το µεγαλύτερο τµήµα των αυτοαπασχολούµενων που ζουν από την εργασία τους και όχι από την εργασία των άλλων), το «σκέπασµα» του ταξικού ρήγµατος, το οποίο στα χρόνια της κρίσης εκφράστηκε µε τη διαχωριστική γραµµή «µνηµόνιο/αντιµνηµόνιο», είναι ο πραγµατικά µεγάλος «άθλος» του ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς τη δική του µνηµονιακή εξαλλαγή, χωρίς τα µνηµονιακά του έργα και ηµέρες στην κυβέρνηση, χωρίς τη µετατόπισή του στην κεντροαριστερά, χωρίς εν τέλει τη συνειδητή του προσπάθεια να εγκαταστήσει τη νέα διαχωριστική γραµµή «ΣΥΡΙΖΑ ή Ν∆», «Τσίπρας ή Μητσοτάκης», αυτό δεν θα ήταν κατορθωτό.

Το «πολιτικό συµβόλαιο» του ΣΥΡΙΖΑ µε σηµαντικά τµήµατα των εργαζόµενων τάξεων και του κόσµου της Αριστεράς κρύβει και αυτό µια πολιτική παραδοξότητα: ο αυτουργός της µεγάλης µνηµονιακής «κωλοτούµπας» παρέµεινε ο πολιτικός διαχειριστής των -«σκοτωµένων» πλέον- ελπίδων του. Αυτός που µε την προδοσία του 2015 και τη µνηµονιακή του κυβερνητική θητεία ενεργοποίησε τη δυναµική που φέρνει τον Μητσοτάκη και ανοίγει τον δρόµο στην ακροδεξιά, εκλαµβάνεται σαν «ανάχωµα» στην έλευση αυτών των πολιτικών «τεράτων».     

Όµως, η διεθνής συγκυρία έχει να επιδείξει και σοβαρές ενδείξεις πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών σε άλλη κατεύθυνση: είναι κυρίως τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία και το κίνηµα αντίστασης στις ΗΠΑ, καθώς και αντίστοιχες -αν και πιο αδύναµες- όψεις αντιστάσεων στην Ισπανία, τη Βραζιλία κ.λπ. Παρ’ όλες τις αναπόφευκτες αδυναµίες τους, είναι εκδηλώσεις µιας πρώτης απάντησης στη διεθνή δυναµική, που γεννά πολιτικά τέρατα και υπόσχεται «τα χειρότερα».

Στην Ελλάδα, οι επερχόµενες εκλογές αποτελούν ορόσηµο. Όχι γιατί θα συγκρουστεί το «φως» της κεντροαριστεράς µε το «σκότος» της (ακρο)δεξιάς. Αλλά γιατί θα λάβει τέλος αυτή η ιδιότυπη πολιτική συνθήκη, η οποία εγκαταστάθηκε το 2015, όπου κυβερνά µια υποταγµένη «Αριστερά» µε το πρόγραµµα του ταξικού αντιπάλου, εγκλωβίζοντας και αναστέλλοντας τη δική µας απάντηση στον µηχανισµό που γεννάει πολιτικά τέρατα.

 

Ποια Αριστερά χρειαζόµαστε

Η ήττα του 2015 συνιστούσε/συνιστά µια αποτυχία της απάντησης στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισµό, που χτίστηκε στα χρόνια της κινηµατικής και πολιτικής ανάκαµψης ύστερα από τον εργατικό ∆εκέµβρη του 1995 στη Γαλλία και στη συνέχεια το Σιάτλ, το αντιπαγκοσµιοποιητικό κίνηµα, τη συγκρότηση µαζικών αριστερών κοµµάτων/σχηµατισµών του µετανεωτερικού ρεφορµισµού (ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, Κόµµα των Εργατών στη Βραζιλία, Ποδέµος στην Ισπανία κ.λπ.) και τις «ροζ» κυβερνήσεις σε χώρες της Λατινικής Αµερικής.

Αυτή η απάντηση, που απέτυχε παταγωδώς και ηττήθηκε κατά κράτος, πρέπει να τεθεί υπό ανελέητη κριτική ως προς τους βασικούς της πυλώνες:

• Την αδυναµία να αναγνωρίσει καθαρά και να ορίσει ταξικά τον αντίπαλο. Που δεν είναι το «1%» (µια συµβολική καρικατούρα), αντιµέτωπο µε το 99%, αλλά η άρχουσα καπιταλιστική τάξη, το σύστηµα εξουσίας της και οι κοινωνικές συµµαχίες που τη στηρίζουν. Η «αχρωµατοψία» του «1%» ή των «50 (ή 10 ή…) οικογενειών» ή των «µονοπωλίων», που κατά περίπτωση ορίζονται σαν αντίπαλοι, πρέπει κατεπειγόντως να ξεπεραστεί. Αν δεν µπορούµε ούτε να αναγνωρίσουµε τον αντίπαλο, δεν υπάρχει καµία περίπτωση να τον νικήσουµε.   

• Την αδυναµία, στο πλαίσιο αυτό, να αναγνωρίσει την καπιταλιστική εκµετάλλευση σαν τη βάση όλου του συστήµατος εκµετάλλευσης και κυριαρχίας. Ο καπιταλισµός, που διαρκώς αλλάζει παραµένοντας ωστόσο ο ίδιος στα θεµελιώδη του χαρακτηριστικά, δεν είναι µια οµοσπονδία υποσυστηµάτων εκµετάλλευσης και καταπίεσης. ∆ιέπεται από τον µονισµό της καπιταλιστικής εκµετάλλευσης, της σχέσης κεφάλαιο/εργασία, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, της ταξικής πάλης πάνω σε αυτό το έδαφος. Βεβαίως, το προλεταριάτο δεν βγαίνει πάνοπλο από τη µήτρα του καπιταλισµού όπως η Αθηνά από το κεφάλι του ∆ία, µε εγγεγραµµένη στο DNA του την «ιστορική αποστολή» της εγκαθίδρυσης του σοσιαλισµού. Συγκροτείται σε «τάξη για τον εαυτό του» µέσα από την ταξική πάλη. Και µια τέτοια συγκρότηση ολοκληρώνεται µε κατεξοχήν πολιτικοϊδεολογικά µέσα. Όµως, το λάθος µιας ντετερµινιστικής ανάγνωσης του µαρξισµού δεν διορθώνεται µε την υποκατάσταση του µαρξισµού από τις «νέες κριτικές θεωρίες», από τις οποίες η καπιταλιστική εκµετάλλευση και το προλεταριάτο απουσιάζουν παντελώς.   

• Την απροθυµία να ορίσει µε σαφήνεια τον στόχο. Που δεν (µπορεί να) είναι ο εξανθρωπισµός του καπιταλισµού. Και µάλιστα του καπιταλισµού που είναι µπλεγµένος σε στρατηγικά αδιέξοδα και αναπαράγει διαρκώς κρισιακά φαινόµενα, ακόµη και στην περίοδο της «κανονικότητάς» του, αλλά ο σοσιαλισµός σαν υπέρβαση και ανατροπή του συστήµατος εκµετάλλευσης. Οι θεωρίες του win-win αποδείχτηκαν θεωρίες ταξικής µονοµέρειας υπέρ του κεφαλαίου. Η Αριστερά δεν έχει πλέον άλλες «ζωές» για να θυσιάσει στον βωµό της αυταπάτης ότι θα αλλάξουµε το σύστηµα από τα µέσα. Ο σοσιαλισµός, από την άλλη, δεν µπορεί να οριστεί σαν µια πιο «µαχητική» εκδοχή της σοσιαλδηµοκρατίας, αλλά σύµφωνα µε τον ορισµό της Α’ και της Τρίτης ∆ιεθνούς: ως σοσιαλισµός/κοµµουνισµός. Στην εποχή των τεράτων, όπου το ακραίο κέντρο διαλαλεί την ιδεολογική πραµάτεια της αγοράς και του τέλους της Ιστορίας και η άκρα δεξιά και οι φασίστες διακηρύσσουν ευθαρσώς τις πιο ωµές εκδοχές της εκµετάλλευσης και της καταπίεσης, αν δεν σηκώσουµε τη δική µας σηµαία, του σοσιαλισµού/κοµµουνισµού, είναι σαν δηλώνουµε απουσία από την ιστορική σκηνή.

• Την (ακόµη µεγαλύτερη) απροθυµία να επιλέξει µορφές συγκρότησης και οργάνωσης σύµφωνες µε αυτό τον στόχο. Που σηµαίνει ότι ο στόχος είναι πραγµατικός και όχι αναφορά συµβολικού και αξιακού χαρακτήρα. Εποµένως, πρέπει να τον πάρουµε στα σοβαρά και να τον υπηρετήσουµε µε βάση το… whatever it means: η υπέρβαση/ανατροπή του καπιταλισµού σηµαίνει ότι χρειαζόµαστε κίνηµα και πολιτικά «εργαλεία» κατάλληλα γι’ αυτόν τον στόχο. Χρειαζόµαστε κόµµα «τύπου Λένιν» και όχι τύπου ΣΥΡΙΖΑ (έστω και της ριζοσπαστικής του περιόδου), βραζιλιάνικου PΤ, Ποδέµος ή πορτογαλικού Μπλόκο. Και µας αρκεί η µεγάλη κοινωνική συµµαχία των εργαζόµενων τάξεων, όπου το πρόβληµα δεν είναι η ευρύτητά της (είναι στατιστικά πιο ευρεία και από τις πιο φαρδυπλατιές φαντασιώσεις του ρεφορµισµού), αλλά η δύσκολη και συστηµατική δουλειά που απαιτείται για τη συγκρότησή της σε σχηµατισµό µάχης. Χρειαζόµαστε έναν ταξικό σχηµατισµό µάχης και όχι τη «διεσπαρµένη τάξη» και το «πλήθος» του Νέγκρι ή το «µπουλούκι» του αταξικού κινηµατισµού, που διασπείρεται στα επιµέρους επίπεδα και στις άπειρες «πτυχώσεις» της καπιταλιστικής καταπίεσης.

• Την αδυναµία να χειραφετηθεί από τον σκληρό πυρήνα της αστικής ιδεολογίας: το έθνος/εθνικισµό, τη θρησκεία και τον σεξισµό. Αν σε αυτά αναγνωρίζουµε κάποιου είδους «λαϊκό συναίσθηµα» ή «ευαισθησία» και όχι την καταθλιπτική κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας, δεν πρόκειται ποτέ να γίνουµε ικανοί να συγκροτήσουµε αξιόµαχο αντίπαλο δέος στον καπιταλισµό.   

Χρειαζόµαστε µια αριστερά ταξική, διεθνιστική, επαναστατική και σοσιαλιστική/κοµµουνιστική. Ωστόσο, πρέπει να είµαστε έτοιµοι και έτοιµες και για το ενδεχόµενο επανεµφάνισης, ανάδυσης και πτώσης µετανεωτερικών εκδοχών µαζικής ρεφορµιστικής συγκρότησης. Είτε µε τη µορφή πολιτικών ρευµάτων είτε µε τη µορφή πολιτικών σχηµατισµών/κοµµάτων. Θα τις γεννάει ο συνδυασµός αδυναµίας της επαναστατικής/αντικαπιταλιστικής αριστεράς και ανάγκης για τη συγκρότηση πολιτικών εργαλείων κλίµακας σε συνθήκες κυριαρχίας της «µέσης συνείδησης» στις εργαζόµενες τάξεις. Στον βαθµό που (θα) έχουν έναν πηγαίο και ριζοσπαστικό χαρακτήρα, τέτοιες συγκροτήσεις δεν θα είναι αδιάφορες. Έχουµε όµως αρκετή -και πικρή- πείρα, ώστε να µην γινόµαστε ουρά τους και κυρίως να µην εγκαταλείπουµε το συστηµατικό έργο της οικοδόµησης µιας Αριστεράς µε τα θεµελιώδη χαρακτηριστικά που αναφέραµε. Επαναστατική οικοδόµηση και ενιαίο µέτωπο: αυτές είναι οι δύο θεµελιώδεις όψεις µιας στρατηγικής οικοδόµησης στην «εποχή των τεράτων».

Στα καθ’ ηµάς: Ούτε Τσίπρας ούτε Μητσοτάκης, ούτε (ακρο)δεξιά ούτε κεντροαριστερά – ταξική, διεθνιστική και σοσιαλιστική/κοµµουνιστική Αριστερά!




Μνημονιακή «Αριστερά» εναντίον ρεβανσιστικής Δεξιάς;

Οι πολιτικές προοπτικές πέρα από το κλισέ «Τσίπρας ή Μητσοτάκης»

Το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» νο7 που κυκλοφορεί

Του Πάνου Κοσμά

Όλα τα βασικά συστατικά του πολιτικού σκηνικού έλκουν την καταγωγή τους από την περίοδο µεταξύ των εκλογών του Ιανουαρίου 2015 και των εκλογών του Σεπτεµβρίου 2015. Χωρίς ένα ερµηνευτικό πλαίσιο όσων συνέβησαν τότε, είναι αδύνατο να αποκωδικοποιήσουµε την «πολιτική µηχανική» των πολιτικών εξελίξεων αλλά και τη σηµερινή τους δυναµική.

Οι «υποθήκες» του 2015

Στο άρθρο αυτό το «τι συνέβη το 2015» µας αφορά µόνο από την άποψη των δοµικών χαρακτηριστικών της συγκυρίας που δροµολογήθηκαν ύστερα από το πρώτο εννεάµηνο εκείνου του έτους. Αυτά τα δοµικά χαρακτηριστικά ήταν/είναι βασικά, σε πολύ αδρές γραµµές, τέσσερα:

1. Η ήττα της Αριστεράς και του κινήµατος:

Το καλοκαίρι του 2015 δεν ηττήθηκε µόνο ο ΣΥΡΙΖΑ ως τέτοιος, ως κόµµα και πολιτικό σχέδιο, αλλά συνολικότερα τα κινήµατα αντίστασης και η Αριστερά. Ηττήθηκε το πολιτικό σχέδιο της ανατροπής του µνηµονιακού καθεστώτος που θα άνοιγε δρόµους για συνολικότερες ανατροπές. Το γεγονός ότι η ήττα συντελέστηκε µε την εξευτελιστική «κωλοτούµπα» του καλοκαιριού του 2015, διά της φυγοµαχίας και χωρίς καν να δοθεί η κρίσιµη µάχη που θα άφηνε αγωνιστικές εµπειρίες και παρακαταθήκες, είχε/έχει ένα διπλό και αντιφατικό αποτέλεσµα: Από τη µια, οι τάσεις της ρήξης και της υποταγής/συναίνεσης δεν διαχωρίστηκαν στη δράση και τη µάχη, αφήνοντας µια υποθήκη όχι µε τη µορφή αγωνιστικών εµπειριών σύγκρουσης χρήσιµων για έναν επόµενο «γύρο» αλλά µε τη µορφή «συλλογικού απωθηµένου» για τη µάχη που δεν δόθηκε. Από την άλλη, αυτή η «ήττα χωρίς µάχη» δηµιούργησε γενικευµένα χαρακτηριστικά εκφυλισµού και αναξιοπιστίας της Αριστεράς σαν ηγεσίας του αγώνα.   

2. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ηττηµένη και ταυτόχρονα νικήτρια:

Το καλοκαίρι του 2015 δεν ηττήθηκε έτσι απλά, µονοδιάστατα και καθαρά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η πραγµατικότητα είναι αντιφατική: Πρώτον, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε µια διπλή νίκη: τόσο απέναντι στις παλιές µνηµονιακές δυνάµεις όσο και απέναντι στις διαθέσεις της ρήξης και τα διαφορετικά πολιτικά σχέδια µέσα στην Αριστερά. ∆εύτερον, την ίδια στιγµή ηττήθηκε η ίδια κατά κράτος από το σύστηµα, εγχώριο και διεθνές. Αυτή η διπλή και αντιφατική πραγµατικότητα εξηγεί πολλά: Γιατί, παρά την «κωλοτούµπα», θριάµβευσε στις εκλογές του Σεπτεµβρίου 2015, κερδίζοντας ξανά τη µαζική υποστήριξη των λαϊκών στρωµάτων. Γιατί, παρά το προφανές της πολιτικής του «προδοσίας» το καλοκαίρι του 2015, δεν πιέστηκε σοβαρά από τα αριστερά, ούτε στις εκλογές του Σεπτεµβρίου του 2015 ούτε στη διάρκεια της µνηµονιακής του κυβερνητικής θητείας µέχρι σήµερα. ∆ιότι οι άλλες αριστερές ηγεσίες και σχέδια, έξω από αλλά και µέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, είχαν ήδη χάσει τη µάχη και την αξιοπιστία τους ως οργανωτών της προοπτικής της ρήξης πριν ή και πολύ πριν µπούµε στο κρίσιµο 2015, γεγονός που «επιβεβαιώθηκε» στις εξελίξεις του πρώτου εννεαµήνου του 2015 και αποτυπώθηκε στις εκλογές του Σεπτεµβρίου.     

3. «Αριστερή» µνηµονιακή κυβέρνηση, σαν προ-στάδιο για την έλευση µιας ρεβανσιστικής ∆εξιάς:

Ωστόσο, η νίκη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε πύρρεια: δεν κατάφερε ούτε πρόκειται να καταφέρει να αλλάξει πραγµατικά «στάτους» και να γίνει «κανονική» επιλογή της αστικής διαχείρισης. Θα έχει τη µοίρα του «αναλώσιµου» της αστικής-µνηµονιακής διακυβέρνησης. Έχοντας επιλέξει ένα σχέδιο τύπου Λούλα αλλά στο πολύ πιο δυσµενές πεδίο της Ευρωζώνης και σε πολύ πιο δυσµενή χρόνο (µεσούσης της κρίσης που ξέσπασε το 2008), αλλά έχοντας ταυτόχρονα προλάβει να «θίξει» και «ερεθίσει» τα ανακλαστικά της αστικής τάξης και του διεθνούς ιµπεριαλισµού, έγινε αποδεκτή σαν µνηµονιακός κυβερνήτης µόνο υπό τους όρους µιας πολύ σκληρής επιτροπείας και µόνο υπό προθεσµίαν. Η πολιτική της λειτουργία θα είναι ανάλογη αυτής του Λούλα: θα εξαντλήσει τα περιθώρια να κάνει αναξιόπιστη την Αριστερά και θα προσφέρει πολύτιµες υπηρεσίες στο σύστηµα, αλλά µόνο για να «προετοιµάσει» την πολιτική της διαδοχή από µια ρεβανσιστική ∆εξιά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρωθυπουργός θα ήταν απλώς ένα ανέκδοτο χωρίς την «προεργασία» της µνηµονιακής κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ. Κατ’ αναλογία µε τη Βραζιλία αλλά σε πολύ πιο συµπυκνωµένο χρόνο, το «σχέδιο τύπου Λούλα» θα έχει τα ανάλογα αποτελέσµατα: το γάντζωµα στην κυβερνητική εξουσία µέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο κι ύστερα µια σκληρή αποκαθήλωση – ενδεχοµένως και µε άλλες αναλογίες µε τη Βραζιλία όπως δικαστικές διώξεις κ.λπ.

Οι δηλώσεις Βέµπερ ότι η νίκη Μητσοτάκη θα είναι νίκη ενάντια στο λαϊκισµό είναι προάγγελος αυτής της αποκαθήλωσης: ευχαριστούµε για τις υπηρεσίες σας, αλλά η φυσική σας θέση είναι «αλλού»…

4. Η άνοδος της ακροδεξιάς σαν «δείκτης» της δυναµικής των πολιτικών εξελίξεων:

Όµως, δεν πρόκειται µόνο για την «αριστερή» µνηµονιακή διακυβέρνηση που προετοιµάζει την επάνοδο µιας ρεβανσιστικής δεξιάς: παρόλο που ο ελληνικός καπιταλισµός διάγει περίοδο σχετικής «ηρεµίας του τρόµου» και βολεύεται µια χαρά µε την «αριστερή» µνηµονιακή διαχείριση, οι πολιτικές διεργασίες έχουν όλα τα προδροµικά σηµάδια µιας µελλοντικής επιτάχυνσης. Ο µηχανισµός της δεξιάς µετατόπισης, τυπικός πλέον διεθνώς σε πολλές και σηµαντικές χώρες, έχει µπει κι εδώ σε λειτουργία, αν και σε αργή ταχύτητα – προς το παρόν. Όπως και µε τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις της Λ. Αµερικής, η «αριστερή» µνηµονιακή διακυβέρνηση προετοιµάζει την έλευση µιας ρεβανσιστικής δεξιάς, αλλά η δύναµη που «ρυµουλκεί» τις πολιτικές εξελίξεις δεξιά, είναι η ακροδεξιά – που βάζει υποθήκες να διαδεχτεί µε τη σειρά της τη ρεβανσιστική δεξιά αν αυτή αποδειχτεί αναποτελεσµατική να επιβάλλει το «νόµο» και την «τάξη» που απαιτεί το κεφάλαιο.     

Η δυναµική αυτή των πολιτικών εξελίξεων όχι µόνο δεν µπορεί να κατανοηθεί εις βάθος αλλά διακωµωδείται αν γίνει προσπάθεια να περικλειστεί στο δίληµµα «Τσίπρας ή Μητσοτάκης».

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ: «φιλάνθρωπα» µνηµονιακός

Το βασικό άλλοθι της «κωλοτούµπας» του καλοκαιριού του 2015 ήταν τούτο: Μια ρήξη µε τους δανειστές θα είναι ακόµη χειρότερη από τα µνηµόνια. Η υποταγή στα µνηµόνια είναι αναπόφευκτη, ώστε να κερδίσουµε χρόνο µένοντας στην κυβερνητική εξουσία µέχρι η δαµόκλειος σπάθη της χρεοκοπίας να πάψει να σφυρίζει πάνω από τα κεφάλια µας. Τότε, έχοντας ανακτήσει την οικονοµική κυριαρχία, θα µπορέσουµε σιγά-σιγά να εφαρµόσουµε το πρόγραµµά µας. Ιδού λοιπόν, η υποτιθέµενη ανάκτηση της «οικονοµικής κυριαρχίας» ήρθε µε την «καθαρή έξοδο από τα µνηµόνια», αλλά όπως αναµενόταν και ήταν βέβαιο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε ξανά αντι-µνηµονιακός. Ούτε καν στα λόγια! Στις θριαµβολογίες των κυβερνητικών στελεχών, που βρίθουν µεγαλοστοµιών, δεν υπάρχει ούτε ίχνος αντι-µνηµονιακού λόγου.

Είναι απόλυτα φυσικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραµένει µνηµονιακός µε την πιο ουσιαστική έννοια του όρου: όχι µόνο δεν αµφισβητεί αλλά κινείται συνειδητά και µε απόλυτο σεβασµό εντός των σκληρών καταναγκασµών που επιβάλλει το καθεστώς συσσώρευσης και εκµετάλλευσης που οικοδοµήθηκε µε τα αλλεπάλληλα µνηµόνια – το τελευταίο από τα οποία έχει τη δική του υπογραφή. Όλο το σχέδιο για την υποτιθέµενη «επούλωση των πληγών» στηρίζεται στο µοίρασµα των υπερ-πλεονασµάτων, δηλαδή του τµήµατος του πρωτογενούς πλεονάσµατος που υπερβαίνει το θηριώδες 3,5%!

Πού οφείλεται αυτό το υπερ-πλεόνασµα; Σίγουρα όχι σε κάποιο αναπτυξιακό «µπουµ» του ελληνικού καπιταλισµού – η ανάκαµψη είναι µάλλον αναιµική και κινείται διαρκώς κάτω από τις κάθε φορά αρχικές προβλέψεις. Η λογική λέει, λοιπόν, πως είτε τα µνηµονιακά µέτρα για µυστηριώδεις λόγους υπεραποδίδουν είτε είχαν επιβληθεί… προληπτικά βαρύτερα µέτρα απ’ ό,τι ήταν αναγκαίο, σαν διπλή διασφάλιση για την επίτευξη των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασµα.

Αυτό το «ασφαλιστήριο συµβόλαιο» της υπερ-λιτότητας είναι που εξασφάλισε έως σήµερα τα υπερ-πλεονάσµατα. Μέρος αυτού του συµβολαίου είναι και η περικοπή των συντάξεων που ανεστάλη για το 2019 (και δεν καταργήθηκε σε µόνιµη βάση όπως ψευδώς ισχυρίζονται τα κυβερνητικά στελέχη) καθώς και η µείωση του αφορολόγητου ορίου (για την οποία έχουµε µόνο κυβερνητικές εικασίες αλλά καµιά επίσηµη δήλωση από τις Βρυξέλλες ότι µπορεί να ανασταλεί).

Ποια ισχυρίζεται λοιπόν ότι είναι η διαφορά του από τη Ν∆; Όχι ότι το πρόγραµµά του αποσκοπεί στο σταδιακό «ξήλωµα» του µνηµονιακού οικοδοµήµατος, αλλά η διαχείριση µε «κοινωνική ευαισθησία» των υπερ-πλεονασµάτων που παράγονται λόγω του «ασφαλιστήριου συµβολαίου» της υπερ-λιτότητας!

Έστω κι έτσι, όµως, το «ασφαλιστήριο συµβόλαιο» παραµένει ακέραιο και οι «ασφαλιστικές ρήτρες» (για νέες περικοπές στις συντάξεις, µείωση του αφορολόγητου) µπορούν µόνο να αναβάλλονται για µικρό χρονικό διάστηµα. Καθώς η «ανάπαυλα» της ανοδικής φάσης του οικονοµικού κύκλου διεθνώς θα βαίνει προς το τέλος της, τα υπερ-πλεονάσµατα θα µειωθούν ή και θα εξαφανιστούν εντελώς, µαζί µε αυτά τα µικρά περιθώρια για κυβερνητική φιλανθρωπία.

Γιατί όµως ο ΣΥΡΙΖΑ εµφανίζεται τόσο τυπικός στις µνηµονιακές του υποχρεώσεις και µάλιστα σε  ντε φάκτο προεκλογική περίοδο, όταν θα δικαιούνταν κάποιες, έστω λεκτικές, αντιµνηµονιακές… υπερβάσεις; ∆ιότι απλούστατα θέλει να µείνει απόλυτα µέσα στο παιχνίδι της αστικής διαχείρισης. Τα κορυφαία του -και όχι µόνο- στελέχη δεν µπορούν ούτε να διανοηθούν την επιστροφή στα «µολυβένια χρόνια» της κοινωνικής αντιπολίτευσης και των µικρών εκλογικών ποσοστών. Η «κυβερνώσα Αριστερά» του Κώστα Σκανδαλίδη… κυβερνάει πλέον τις προθέσεις, το θυµικό και τα πολιτικά τους σχέδια. Η µνηµονιακή προσαρµογή δεν ήταν «τακτική υποχώρηση», µια παρένθεση µέχρι να ανακτηθεί η δυνατότητα για επιστροφή σε αντιµνηµονιακές πολιτικές: ήταν βαθιά µνηµονιακή µετάλλαξη και εθισµός στο αστικό πολιτικό παιχνίδι. Το πολιτικό σχέδιο της ηγεσίας Τσίπρα είναι να παραµείνει, έστω και αν χάσει τις εκλογές, στο αστικό-µνηµονιακό πολιτικό παιχνίδι σαν δεύτερος ισχυρός πολιτικός πόλος δίπλα και ενάντια στη Ν∆.

 

Η Ν∆: ο «κεντρώος» Μητσοτάκης επικεφαλής εθνικιστικής στροφής

Η απορία κάποιων δηµοσιολογούντων «πώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ένας φιλελεύθερος κεντρώος, ηγείται µιας τέτοιας εθνικιστικής στροφής και µετέρχεται εµφυλιοπολεµικού πολιτικού λόγου» δηλώνει επιφανειακή προσέγγιση των πολιτικών εξελίξεων και αδυναµία κατανόησης των πολιτικών διεργασιών, στην Ελλάδα και διεθνώς. Όλα ξεκινούν από το γεγονός ότι το ξεπέρασµα της κρίσης του 2008 ήταν ασταθές και αδύναµο να δηµιουργήσει µια νέα δυναµική. Αντίθετα, κατά παραδοχή των ίδιων των αναλυτών του συστήµατος, ξανάστησε στα πόδια του το µοντέλο συσσώρευσης που µπήκε σε κρίση το 2008, σε ακόµα πιο ασταθή και κρισιακή µορφή.

. Η κρίση πολιτικής ηγεµονίας των κυρίαρχων αστικών δυνάµεων σε συνθήκες που οι πολιτικές ακραίας λιτότητας γενικεύονται και βαθαίνουν, η γενικευµένη αίσθηση ότι η κρίση θα επανέλθει και αυτή τη φορά η διαχείρισή της από τις κυρίαρχες ιµπεριαλιστικές δυνάµεις δεν θα είναι συναινετική αλλά ανταγωνιστική και η -ανεξάρτητα και από την κρίση- τάση ανατροπής των συσχετισµών δύναµης στην κορυφή της ιµπεριαλιστικής πυραµίδας ισχύος (ΗΠΑ-Κίνα, ∆ύση-Ανατολή), σε συνδυασµό µε την ήττα της Αριστεράς και των κινηµάτων αντίστασης της προηγούµενης δεκαετίας, εξηγούν τη γενικευµένη φθορά των κυρίαρχων έως σήµερα συστηµικών δυνάµεων, τη γενικευµένη φθορά της µεταπολεµικής αστικής δηµοκρατίας, την ανάδυση πολιτικών κράτους «έκτακτης ανάγκης», την ανάδυση της «λαϊκής», εθνικιστικής και ρατσιστικής (ακρο)δεξιάς.

Σε τέτοιες συνθήκες, η ∆εξιά, ακόµη και του τύπου της Ν∆, αντιπροσωπεύει ένα µοντέλο διαχείρισης που εµπνέεται από την πεποίθηση ότι λίαν προσεχώς θα απαιτηθούν πολιτικές διαχείρισης σκληρές, όχι απλά «του νόµου και της τάξης», αλλά του ροπάλου και της «έκτακτης ανάγκης». Επιπλέον, κάθε αστική τάξη διαπερνιέται πλέον από την ανασφάλεια της γενίκευσης των πολιτικών «εθνικής προτεραιότητας».

Η «Αριστερά» µετατοπίζεται στο µνηµόνιο, η ∆εξιά µετατοπίζεται προς την ακροδεξιά, η ακροδεξιά ανεβαίνει και καθαρά ναζιστικά κόµµατα (όπως η Χρυσή Αυγή) ενισχύονται και νοµιµοποιούν την παρουσία τους στο πολιτικό παιχνίδι: Τίποτε από όλα αυτά δεν µπορεί να ερµηνευτεί από µόνο του: καθένα από αυτά συµβαίνει για τους ίδιους λόγους που συµβαίνουν και όλα τα υπόλοιπα. Είναι η ενότητα των πολιτικών διεργασιών σε συνθήκες ανάπαυλας και αναµονής της νέας κρίσης.

 

Η «αναβληθείσα» µάχη θα δοθεί σε άλλο έδαφος

Ο ελληνικός καπιταλισµός ζει τη δική του ανάπαυλα, αλλά όλοι ετοιµάζονται για το τέλος της. Ο µνηµονιακά εξαλλαγµένος ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε το δικό του κοµβικό ρόλο σε αυτή την «ανάπαυλα» και τα χαρακτηριστικά που πήρε. Όµως αυτή η πολιτική ανάπαυλα τελειώνει µε τις επερχόµενες εκλογές, και µάλιστα σε συνθήκες που εξαντλείται ο κύκλος της διεθνούς ανάκαµψης που ακολούθησε  την κρίση του 2008…

Ο ελληνικός καπιταλισµός χρωστάει πολλά στον ΣΥΡΙΖΑ για τη σχετική του σταθεροποίηση µετά το καλοκαίρι του 2015, αλλά οι εξελίξεις θα απαιτήσουν σκληρές διαχειρίσεις για τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι εντελώς ακατάλληλος. Η Ν∆ θα έρθει για να συνεχίσει τη δουλειά από κει που θα την αφήσει το κόµµα του Αλ.Τσίπρα.

Και αν οι συνθήκες το απαιτήσουν, αν ούτε µια σκληρή ∆εξιά τύπου Ν∆ δεν είναι «αρκετή», µια καθαρόαιµη ακροδεξιά θα αναδυθεί – τα προδροµικά της στοιχεία τα βλέπουµε ήδη.   

Πού βαδίζουµε λοιπόν; Σε µια µακρόχρονη µνηµονιακή προσαρµογή µε δικοµµατισµό Ν∆ και ΣΥΡΙΖΑ, µε συµπληρωµατικούς ρόλους και διαφορές στα σηµεία; Ή στο τέλος της ανάπαυλας, επάνοδο βραχυµεσοπρόθεσµα των κρισιακών φαινοµένων και νέα σκληρή στροφή στη διαχείριση του συστήµατος; Πιστεύουµε ότι οι εξελίξεις θα κινηθούν στη δεύτερη κατεύθυνση. Οι εκλογές είναι ένα ορόσηµο πουν σηµατοδοτεί την αλλαγή φάσης. Όµως, αυτή η αλλαγή δεν θα κριθεί από το αποτέλεσµά τους, αλλά από τις βαθύτερες δυναµικές της περιόδου στην Ελλάδα και διεθνώς.

Για να ξαναγυρίσουµε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαµε: Τι απέγιναν οι αγωνιστικές διαθέσεις και η «συλλογική ευφυΐα» της περιόδου 2010-2015; Καταστράφηκαν εξαιτίας της µνηµονιακής προσαρµογής του ΣΥΡΙΖΑ και της συνακόλουθης ήττας; Η µάχη που δεν δόθηκε το 2015 µαταιώθηκε ή είναι «υπό αναστολή»; Ύστερα από όσα είπαµε, η δική µας απάντηση είναι η εξής:

Το κινηµατικό και ριζοσπαστικό κεφάλαιο της περιόδου 2010-2015 δεν ακυρώθηκε στο σύνολό του. Το 2015 η ήττα διά της φυγοµαχίας εξασφάλισε τη διατήρηση των «στρατευµάτων» της Αριστεράς άθικτων, αλλά της επέβαλε ποινή βαριάς αναξιοπιστίας. Στις εξελίξεις των επόµενων χρόνων, όµως, η νίκη ή η ήττα θα κριθούν στη µάχη – περιθώρια για νέα φυγοµαχία δεν θα υπάρξουν! Η «αναβληθείσα» µάχη θα δοθεί, αλλά σε νέο έδαφος και σε δυσκολότερες συνθήκες. Όχι όµως από «µαζικά πολιτικά εργαλεία» τύπου ΣΥΡΙΖΑ (πολύ περισσότερο που και ο «παλιός-καλός» αντιµνηµονιακός ΣΥΡΙΖΑ αποδείχτηκε εργαλείο άχρηστο την πιο κρίσιµη στιγµή) ή ΚΚΕ (πουν σε όλες τις κρίσιµες καµπές έπαιξε το ρόλο του αριστερού εγγυητή σταθερότητας για το σύστηµα). Οι ελπίδες µας είναι να µετουσιώσουµε το συλλογικό «απωθηµένο» του 2015 σε σχέδιο µάχης και να ανασυγκροτήσουµε και ενισχύσουµε ταχύτατα τις δυνάµεις της επαναστατικής αριστεράς, ώστε να µπορέσει να βγει στο φως ο «άδηλος» συσχετισµός δύναµης, δηλαδή οι αγωνιστικές διαθέσεις των εργαζόµενων, των φτωχών, των ανέργων, της νεολαίας.

 




Η λύση, από τα κάτω και αριστερά

Του Πάνου Κοσμά

«Εύφλεκτο» διεθνές περιβάλλον, πολιτική και θεσµική κρίση στην Ε.Ε. – άνοδος της ακροδεξιάς, συντηρητική αντεπανάσταση σε ΗΠΑ, Λ. Αµερική και Ευρώπη

«Προσεισµική ακολουθία» χαρακτηρίζουν συστηµικοί αναλυτές την αναταραχή που επικρατεί στα χρηµατιστήρια και τις παγκόσµιες αγορές στα τέλη της πρώτης εβδοµάδας του Οκτωβρίου. «Ο κόσµος πρέπει να αρχίσει να προετοιµάζεται από τώρα, που ακόµη µπορεί, για την επόµενη ύφεση», προειδοποιεί ο Economist. Οι εύφλεκτες ύλες στο διεθνές περιβάλλον δεν αφορούν µόνο την οικονοµία αλλά και την πολιτική. Συντονισµένη από τη διεθνή της αστικής αντίδρασης, µια συντηρητική αντεπανάσταση εκτυλίσσεται σε σηµαντικές χώρες και περιοχές, από τη Λ. Αµερική (όπου στη Βραζιλία ένας ακροδεξιός είναι προ των θυρών του προεδρικού µεγάρου) µέχρι την κεντρική Ευρώπη. Στην ίδια την Ευρώπη, τα προεόρτια µιας νέας επιβράδυνσης ή και ύφεσης βρίσκουν την περιλάλητη «ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική» στη χειρότερη δυνατή κατάσταση: η ηγεµονική γερµανική καγκελαρία είναι περιπλεγµένη σε µείζονα πολιτικά αδιέξοδα, η ακροδεξιά αναπτύσσει ηγεµονική δυναµική σε όλη την έκταση της ηπείρου απειλώντας µε πολιτικό Big Bang στις ευρωεκλογές του επόµενου Μαΐου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει ξεµείνει από «όπλα» και η Ιταλία σηµατοδοτεί µε τον πιο εύγλωττο τρόπο τους κινδύνους αποσάθρωσης που απειλούν το όλο «οικοδόµηµα».

Είναι σε αυτές τις συνθήκες που ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να κερδίσει το στοίχηµα της πολιτικής επιβίωσης σαν δεύτερου ισχυρού πόλου στο αστικό-µνηµονιακό πολιτικό σύστηµα, παζαρεύοντας έναντι ανταλλαγµάτων µε τους δανειστές µια µετάθεση του χρόνου υλοποίησης της περικοπής των συντάξεων για µετά τις εκλογές, που το υπουργείο Οικονοµικών διαβεβαιώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι… θωρακισµένες, που ο Ευκλείδης Τσακαλώτος αναζητεί… επενδυτές στο Μπαλί και επαιτεί τη σιωπηλή ανοχή του ∆ΝΤ στο να µην εφαρµοστεί σε προεκλογικό χρόνο η περικοπή των συντάξεων, που ο «συγκυβερνήτης» Καµµένος, σε ένα ρεσιτάλ πολιτικού αµοραλισµού, µοιάζει «έτοιµος για όλα» για να παραµείνει στο πολλαπλά επωφελές για τον ίδιο παιχνίδι της εξουσίας…

 

«Προσεισµική ακολουθία»

Ο κύκλος «ευρείας ανάκαµψης» (κατά την έκφραση του ∆ΝΤ) της παγκόσµιας οικονοµίας είναι στην αρχή της κάµψης του. Εκθέσεις «θεσµικών» κέντρων και παραγόντων του καπιταλισµού διαβλέπουν τις απαρχές µιας νέας επιβράδυνσης ή και ύφεσης, τοποθετώντας την στα τέλη του 2018 µέχρι τα µισά του 2019 – και στην πιο αισιόδοξη εκτίµηση στις αρχές του 2020. Οι εκτιµήσεις για τις συνέπειες µιας τέτοιας κάµψης ποικίλλουν: από αισιόδοξες (θα επιφέρει απλώς µια «διόρθωση» των αγορών, έστω και σηµαντική, χωρίς «δοµικές» συνέπειες) µέχρι… καταστροφολογικές (θα πυροδοτήσει µια κρίση µεγαλύτερη του 2008 και συγκρίσιµη µε του 1929). Σε κάθε µεγάλη πτώση των χρηµατιστηρίων οι «µαύρες» προφητείες επανέρχονται µε δριµύτητα – όπως τον περασµένο Φεβρουάριο αλλά και τώρα, µε τις µεγάλες «βουτιές» στα χρηµατιστήρια.

Ωστόσο, πριν και ανεξάρτητα από ένα νέο µεγάλο ορόσηµο κρίσης, η «ευρεία ανάκαµψη» είναι ισχνή και χαρακτηρίζεται από γενικευµένη ανασφάλεια και ανταγωνισµούς, η δε εγκατεστηµένη «κανονικότητα» αναπαράγει διαρκώς κρισιακά φαινόµενα: οικονοµικά, πολιτικά, ιδεολογικά. Αποδεικνύεται αδύναµη να επαναφέρει για τον καπιταλισµό την απολεσθείσα αισιοδοξία και ηγεµονική πνοή, µε αποτέλεσµα οι αστικές ηγεσίες να µην έχουν να υποσχεθούν τίποτε άλλο από «αίµα και δάκρυα» ακόµη και µεσούσης της «ευρείας ανάκαµψης». Εργαζόµενοι, νοικοκυριά, τάξεις, αλλά και επιχειρήσεις, νοµίσµατα και χώρες κουβαλούν το «βιογραφικό» τους, ένα «προφίλ ρίσκου», αξιολογούνται και επαναξιολογούνται διαρκώς από τους µηχανισµούς της χρηµατιστικής παγκοσµιοποίησης, υποκείµενοι σε σκληρές τιµωρίες αν χάσουν έστω και για µια στιγµή, έστω και λίγο, την προσήλωση στην απαιτούµενη πειθαρχία, ενώ χρηµατιστικές και οικονοµικές «καταιγίδες» σαρώνουν χώρες και περιοχές του πλανήτη επιβάλλοντας σκληρές «ποινές» στους «απείθαρχους». Ένας καπιταλισµός-βαµπίρ, της διαρκούς επαναξιολόγησης του ρίσκου, µε γενικευµένη ανασφάλεια, ανταγωνισµούς και διαρκή εµπλουτισµό του «ποινολογίου».

Αν όλα αυτά είναι οι κίνδυνοι της «κανονικότητας» σε συνθήκες «ευρείας ανάκαµψης», οι κίνδυνοι από την αναπόφευκτη νέα µεγάλη κρίση οµολογούνται δηµοσίως από τους αστούς αναλυτές:

Ποτέ άλλοτε το παγκόσµιο χρέος (δηµόσιο και ιδιωτικό) δεν ξεπερνούσε το 300% του παγκόσµιου ΑΕΠ όπως σήµερα.

Στον ανοδικό κύκλο, τα επιτόκια ανέβαιναν σηµαντικά (στις ΗΠΑ πάνω και από το 5%), οπότε στην περίοδο επιβράδυνσης-ύφεσης οι κεντρικές τράπεζες είχαν στη διάθεσή τους το όπλο της µείωσης των επιτοκίων. Τώρα, έχουµε φτάσει στην κορύφωση του ανοδικού κύκλου µε τα αµερικανικά επιτόκια µόλις στο 2% και τα ευρωπαϊκά – ιαπωνικά σχεδόν µηδενικά. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν «φουσκώσει» τροµακτικά τους ισολογισµούς τους και θα κινδυνεύσουν οι ίδιες µε κατάρρευση αν επαναλάβουν την πολιτική της «ποσοτικής χαλάρωσης» (φτηνό χρήµα). Οι κεντρικές τράπεζες έχουν πολύ λιγότερα περιθώρια σε σχέση µε το 2008 να αντιµετωπίσουν µια νέα κρίση.

Η πολιτική του φτηνού χρήµατος έχει δηµιουργήσει µεγάλες «φούσκες» (εφάµιλλες ή και µεγαλύτερες της περιόδου πριν το 2008), και η επιβράδυνση-ύφεση µπορούν να λειτουργήσουν σαν «ο αναπτήρας στην πυριτιδαποθήκη».

Στην κρίση του 2008 η αντίδραση των κεντρικών τραπεζών και των µεγάλων ιµπεριαλιστικών δυνάµεων υπήρξε συντονισµένη-«συνεργατική». Σε νέα κρίση προεξοφλείται ήδη ότι η διαχείρισή της θα είναι ανταγωνιστική. Οι µεγάλες ιµπεριαλιστικές δυνάµεις είναι ήδη σε φάση εµπορικού και νοµισµατικού πολέµου µέσης έντασης.

Η µετάσταση της κρίσης στο αστικό πολιτικό σύστηµα κάνει εντελώς αµφίβολη την πολιτική «φόρµουλα» αντιµετώπισης µιας νέας κρίσης.

Τελευταίο στη σειρά, αλλά κορυφαίας σηµασίας: η δροµολογηµένη ανατροπή των συσχετισµών στην κορυφή της παγκόσµιας πυραµίδας (κινεζική αµφισβήτηση της αµερικανικής πρωτοκαθεδρίας, «∆ύση της ∆ύσης» και άνοδος της Ανατολής) κάνει για έναν επιπλέον λόγο αδύνατη οποιαδήποτε «συναινετική» αντιµετώπιση µιας νέας κρίσης.

Ο κατάλογος θα µπορούσε να εµπλουτιστεί περαιτέρω, αλλά δεν είναι απαραίτητο. Να σηµειώσουµε µόνο ότι δεν χρειάζεται πολλή φιλοσοφία για να εκτιµήσουµε ποιο είναι το µέλλον του ελληνικού καπιταλισµού της «µεταµνηµονιακής» περιόδου σε ένα τέτοιο διεθνές περιβάλλον και µε τέτοιες διεθνείς προοπτικές…   

«Αρχιτέκτονες» σε απόγνωση

Ακόµη κι αν η εικόνα είναι πως ο κίνδυνος για τον καπιταλισµό είναι όχι η Αριστερά και τα κινήµατα αντίστασης αλλά οι δικοί του «δαίµονες», ο κίνδυνος αυτός είναι σοβαρός. Πουθενά αλλού δεν φαίνεται αυτό τόσο εύγλωττα όσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Μέρκελ και ο Μακρόν, οι µαθητευόµενοι µάγοι της περιλάλητης νέας «ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής», έχουν παρατήσει τις… αρχιτεκτονικές τους ιδέες και ασχολούνται τώρα µε πιο υπαρξιακά ζητήµατα. Η πολιτική τους αδυναµία είναι σε κοινή θέα: Ένα νεότευκτο ακροδεξιό κόµµα, η Εναλλακτική για τη Γερµανία (AfD) αναπτύσσει τέτοια δυναµική, ώστε να επιβάλει πολιτική ατζέντα, να απειλεί µε κατάρρευση τον κυβερνητικό συνασπισµό, να εγκλωβίζει τη Μέρκελ σε πολιτική παραλυσία. Στην τρίτη οικονοµική δύναµη της Ευρωζώνης και παραδοσιακή ιµπεριαλιστική δύναµη, την Ιταλία, κυβερνά η ακροδεξιά του Σαλβίνι, η οποία ηγείται πλέον ενός πανευρωπαϊκού ακροδεξιού ρεύµατος που έχει στόχο να προκαλέσει πολιτικό σεισµό στις ευρωεκλογές του επόµενου Μαΐου, ανατρέποντας τους ευρωπαϊκούς πολιτικούς συσχετισµούς από τα δεξιά.

Η δυναµική των εθνικών προτεραιοτήτων ενισχύεται παντού και µε όλους τους τρόπους: οικονοµικά, πολιτικά, ιδεολογικά. Οι ρωγµές στο ευρωπαϊκό «αρχιτεκτόνηµα» µεγαλώνουν και τα παραδοσιακά µέσα «πειθάρχησης» και αποκατάστασης της συνοχής υπολειτουργούν: ένας ακροδεξιός πολιτικός παλιάτσος σαν τον Όρµπαν, ο Σαλβίνι, η Λεπέν και οι οµοϊδεάτες τους «βγάζουν γλώσσα», η Βρετανή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι βάλλεται από τις Βρυξέλλες και απειλείται στο κόµµα της από τα δεξιά, το Brexit πελαγοδροµεί επικίνδυνα γι όλους, η ΕΚΤ δηλώνει ότι δεν θα «σώσει» την Ιταλία αν δεν είναι σε µνηµονιακό πρόγραµµα…

 

Προετοιµασία για καταιγίδα

Η Αριστερά, ο κόσµος της, οι αγωνιστές και αγωνίστριες των κινηµάτων αντίστασης πρέπει να πάρουν στα σοβαρά την προειδοποίηση του Economist περί επείγουσας ανάγκης προετοιµασίας – «τώρα, που ακόµη µπορούν». Το να συνεχίζουµε αµέριµνοι, µε την παραλυτική ψυχολογία του business as usual και του «βλέποντας και κάνοντας», απορροφηµένοι στις «µικροσκοπικές µας σκοτούρες», χωρίς πρόβλεψη και ορίζοντα, χωρίς σχέδιο και οργάνωση, µε τη µεσιανική προσδοκία ότι «την κρίσιµη στιγµή κάτι θα γίνει», οδηγούµαστε µε µαθηµατική ακρίβεια σε νέες τραγωδίες. Η πραγµατικότητα είναι πολύ σκληρή και δύσκολη, οι ήττες της Αριστεράς παγκόσµια την έχουν βάλει στο πολιτικό περιθώριο, ο καπιταλισµός στρέφεται όλο και περισσότερο σε «σκληρές» απαντήσεις – όχι µόνο οικονοµικές, αλλά και πολιτικές και ιδεολογικές. Μια νέα κρίση θα µεγιστοποιήσει τα δεινά για τις εργαζόµενες τάξεις και θα πιέσει ακόµη πιο ασφυκτικά την Αριστερά. Στην προηγούµενη κρίση ο καπιταλισµός αποδείχτηκε πολύ ικανότερος από την Αριστερά στο να την αξιοποιήσει σαν ευκαιρία και να τη µετατρέψει σε κίνδυνο για µας. Πρέπει να µάθουµε το γρηγορότερο απ’ αυτό το πάθηµα και να προετοιµαστούµε ώστε να αξιοποιήσουµε την έρπουσα τωρινή κρίση ή µια ανοιχτή κρίση αύριο σαν ευκαιρία για µας, µετατρέποντάς την σε κίνδυνο για το σύστηµα. ∆εν θα είναι καθόλου εύκολο. Θα είναι όµως εντελώς αδύνατο αν δεν προετοιµαστούµε από τώρα. Στο «απ’ τα πάνω και από τα δεξιά», πρέπει να απαντήσουµε µε το «από τα κάτω και αριστερά». Αυτός ο γενικός προσανατολισµός πρέπει να γίνει πρόγραµµα, οργάνωση, αγώνας.

Η κατάσταση επιβάλλει στον κόσµο της αριστεράς και των κινηµάτων αντίστασης, τη στράτευση, την ενίσχυση των οργανώσεων και των συλλογικοτήτων και όχι την παθητική αναµονή και τον «αυτόµατο πιλότο».

 

Το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας «Κόκκινο Νήμα» νο5 που κυκλοφορεί




Κόκκινο Νήμα φύλλο 4