1

Μαρξισμός και Κόμμα- Το επαναστατικό κόμμα σήμερα

Του Τζον Μόλινιου (1978)

Μετάφραση Βασίλης Μορέλλας

Πηγή: https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/

Οι εμφάσεις με έντονα μαύρα γράμματα από τη διαχείριση του σάιτ

7o κεφάλαιο: Το επαναστατικό κόμμα σήμερα

       1.Η θεωρία για το κόμμα από τον καιρό του πολέμου

Έχουμε ως τώρα ιχνογραφήσει την ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας του κόμματος από την πρωταρχική καθιέρωση της ιδέας ενός κόμματος της εργατικής τάξης απ’τον Μαρξ, μέσα από την έννοια του κόμματος πρωτοπορίας του Λένιν, την έμφαση της Ρόζας Λούξεμπουργκ στη δημιουργικότητα των μαζών, τη μοναχική υπεράσπιση του Λενινισμού από τον Τρότσκι, μέχρι την ανάλυση του Γκράμσι περί πάλης για ηγεμονία. Ο απολογισμός μας έχει τώρα ουσιαστικά ολοκληρωθεί, καθώς απ’την εποχή του Τρότσκι και του Γκράμσι δεν έχει υπάρξει καμία μείζων συνεισφορά στη θεωρία του κόμματος.

Ο λόγος για αυτή τη στασιμότητα δεν είναι δύσκολο να βρεθεί. Η μεταπολεμική περίοδος έχει κυριαρχηθεί απ’την πιο επιμηκυμένη άνθηση στην ιστορία του καπιταλισμού, η οποία έχει συντελέσει στο μέγιστο βαθμό στη ρεφορμιστική ενσωμάτωση της εργατικής τάξης. Συνθλιβόμενος ανάμεσα στη σχετική παθητικότητα της εργατικής τάξης και το νεκρό χέρι της Σταλινικής «ορθοδοξίας», ο αυθεντικός μαρξισμός ωθήθηκε, όπως είχαν τα πράγματα, στο περιθώριο. Εκείνοι οι λίγοι που παρέμειναν αφοσιωμένοι στο στόχο της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης ήταν αναγκαστικά απορροφημένοι στην υπεράσπιση των στοιχειωδών του μαρξισμού (του ρόλου της εργατικής τάξης, της εργασιακής θεωρίας της αξίας, των αντιφάσεων του καπιταλισμού) και την επεξεργασία των μείζονων αλλαγών που λάμβαναν χώρα στον κόσμο (του φαινόμενου του κρατικού καπιταλισμού, της διαρκούς οικονομίας των όπλων, των αλλαγών στον ιμπεριαλισμό). Τους έλειπε η πρακτική πείρα της επαναστατικής πάλης για να κάνουν την παραπέρα ανάπτυξη της μαρξιστικής κομματικής θεωρίας εφικτή είτε επιτακτική.

Έχει διατεθεί, ωστόσο, ένας αριθμός μη-μαρξιστικών εναλλακτικών στο επαναστατικό εργατικό κόμμα, ως μέσα επίτευξης της ανατροπής του καπιταλισμού. Η μεταπολεμική περίοδος έχει γίνει μάρτυρας αναβίωσης ποικίλων μορφών βολονταρισμού, αυθορμητισμού και λαϊκομετωπισμού, αλλά όλες έχουν αποτύχει στη δοκιμασία της πράξης. Ο βολονταρισμός έλαβε την πιο ακραία και σημαντική του έκφραση στη θεωρία ότι η επανάσταση μπορούσε να γίνει από μια μικρή κομπανία αγροτών ανταρτών, χωρίς να περιμένει για την ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών και χωρίς να κινητοποιήσει τη μάζα της εργατικής τάξης.[1] Αλλά μετά την αρχική θεαματική επιτυχία στην Κούβα,[2] η στρατηγική των αντάρτικων εστιών απέτυχε να σημειώσει πρόοδο στη Λατινική Αμερική και τελικά καταποντίστηκε στην Βολιβιανή ζούγκλα με το θάνατο του Τσε Γκεβάρα το 1967. Ούτε και η προσπάθεια να διατηρηθεί η μέθοδος, αλλά να μετατοπιστεί ο χώρος της στις κωμοπόλεις, με παράδειγμα τους Τουπαμάρος της Ουρουγουάης*, είχε παραπάνω από προσωρινή επιτυχία.[3] Ο αυθορμητισμός -η απόρριψη οργάνωσης, αρχής και πάνω απ’όλα πολιτικού κόμματος- υπήρξε εν πολλοίς προϊόν της φοιτητικής εξέγερσης που απλώθηκε σε όλον τον κόσμο τη δεκαετία του 1960. Όμως, το υψηλότερο επίτευγμα αυτής της φάσης του κινήματος, τα γεγονότα του Γαλλικού Μάη του 1968, αποτέλεσε επίσης την πιο ακαταμάχητη εκδήλωση της ανεπάρκειάς της. Ακριβώς εξαιτίας της απουσίας ενός μαζικού επαναστατικού εργατικού κόμματος, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα στάθηκε ικανό να αποσοβήσει τη μαχητικότητα της μεγάλης γενικής απεργίας και να εξυφάνει έναν ισχνό συμβιβασμό με τον Ντε Γκωλ, εκτονώνοντας έτσι την οξεία κοινωνική κρίση, σχεδόν τόσο γρήγορα όσο είχε αναδυθεί.[4] Τέλος, η στρατηγική του λαϊκού μετώπου και η ειρηνική μετάβαση στον σοσιαλισμό μπήκαν ακόμη μια φορά σε δοκιμή, στο σχήμα της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή, με καταστροφικές συνέπειες που είναι γνωστές σε όλους.[5]

Αυτή η εκδήλωση της χρεοκοπίας αυτών των εναλλακτικών (και οι περιπτώσεις που μόλις παρατέθηκαν είναι μονάχα τα σαφέστερα από πολλά παραδείγματα) έχει συνδυαστεί με το βάθεμα της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού και τη συνεπαγόμενη άνοδο στην πάλη της εργατικής τάξης κατά την τελευταία δεκαετία [του ’70 -ΣτΜ] για να μας κάνει να επικεντρώσουμε και πάλι την προσοχή μας στην μαρξιστική θεωρία του κόμματος. Το αποτέλεσμα είναι, από τη μία, η εμφάνιση ενός αριθμού μελετών αφιερωμένων στο ξεθάψιμο της μαρξιστικής παράδοσης πάνω στο ζήτημα του κόμματος και την υπόδειξη προοπτικών για το σήμερα[6] και από την άλλη, η ανάδειξη σε διάφορες χώρες ευμεγεθών οργανώσεων (όχι μαζικών κομμάτων, μα αρκετά μεγάλων για να συγκροτούν ένα σοβαρό ξεκίνημα) με τον στόχο οικοδόμησης του επαναστατικού κόμματος. Είναι ως μια συνέχιση και συστηματοποίηση του προηγούμενου έργου και ως μια βοήθεια στην τελευταία που το παρόν πόνημα έγινε νοητό. Αυτό που απομένει, επομένως, είναι να συνοψίσουμε τις κύριες αρχές της μαρξιστικής θεωρίας για το κόμμα, όπως διαγράφηκαν από αυτή τη μελέτη της ανάπτυξής της και να υποδείξουμε σημεία-κλειδιά για την εφαρμογή τους σήμερα.

 

  1. Κεντρικά χαρακτηριστικά και καθήκοντα του επαναστατικού κόμματος

 

Ο ρόλος, τα καθήκοντα και οι οργανωτικές μορφές του κόμματος δεν είναι παγιωμένες όλον τον καιρό και σε όλα τα μέρη∙ πρέπει αναγκαία να αποκομίζονται από και να προσαρμόζονται σε χειροπιαστές καταστάσεις όπου το κόμμα λειτουργεί. Παρόλα αυτά, στη βάση ενός αγώνα που κρατάει πάνω από έναν κι ένα τέταρτο αιώνα, μπορούμε να κάνουμε τις ακόλουθες γενικεύσεις:

Η ταξική φύση του κόμματος. Το επαναστατικό κόμμα πρέπει να είναι ένα κόμμα της εργατικής τάξης. Αυτή η στοιχειώδης και θεμελιώδης αρχή, καθιερωμένη από τον Μαρξ, χρειάζεται να επαναληφθεί άλλη μια φορά, επειδή τόσο συχνά ξεχνιέται ή αγνοείται τα τελευταία χρόνια. Το κόμμα πρέπει να είναι προλεταριακό, όχι μόνο με την έννοια ότι το πρόγραμμά του αποτελεί ενάρθρωση των σοσιαλιστικών φιλοδοξιών της εργατικής τάξης, μα επίσης στην κοινωνική του σύνθεση και το πεδίο των καθημερινών του δραστηριοτήτων. Καμία ομάδα ανταρτών, κανένα αγροτικό κίνημα, φοιτητικό κίνημα ή συνάθροιση διανοουμένων, όσο περίφημο κι αν είναι το πρόγραμμά τους, δεν μπορούν να αποτελέσουν υποκατάστατο για ένα κόμμα με ρίζες στο βιομηχανικό προλεταριάτο. Μια νεαρή οργάνωση που βρίσκει τον εαυτό της, όπως συχνά συμβαίνει, κυρίως μικροαστικό στη σύνθεσή του, πρέπει να κάνει επίμοχθη προσπάθεια αυτοκριτικής και αυτο-μεταμόρφωσης ώστε να κάνει τη μετάβαση προς ένα εργατικό κόμμα.

Το κόμμα ως πρωτοπορία. Η ανάγκη για ένα κόμμα προέρχεται από την ανομοιόμορφη εξέλιξη της εργατικής τάξης και το κόμμα στοχεύει να αγκαλιάσει όχι ολόκληρη την τάξη (που σε «κανονικούς» καιρούς κυριαρχείται από αστική ιδεολογία), μα την ταξικά συνειδητή πρωτοπορία. Αυτό το σημείο, καθιερωμένο από τον Λένιν, έχει τόσο συχνά διαστρεβλωθεί και παρερμηνευτεί, που απαιτεί την ακόλουθη διευκρίνιση: το κόμμα αποτελεί μια πρωτοπορία, αλλά η πρωτοπορία δεν είναι μια μικροσκοπική ελίτ που στέκεται έξω από το κύριο σώμα της τάξης∙ είναι οι εκατοντάδες χιλιάδες εργατών που αληθινά ηγούνται της τάξης στις καθημερινές μάχες της στα εργοστάσια, τα ορυχεία, τα γραφεία, τα εργοτάξια και τους δρόμους. Το κόμμα καθοδηγεί την τάξη, δεν κάνει την ουρά της, αλλά την καθοδηγεί από μέσα, όχι από έξω.

Το κόμμα είναι μια οργάνωση μάχης. Αυτό έχει δυο πλευρές. Πρώτον, το κόμμα δεν διεκδικεί την ηγεσία της τάξης σαν από δικαίωμα, αλλά έχει να παλέψει για να την κερδίσει, παράγοντας απτές προτάσεις δράσης για κάθε θέμα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη, από το μικρότερο ζήτημα περί εργοστασιακών συνθηκών ως τα μεγαλύτερα ζητήματα διεθνούς πολιτικής. Το κόμμα πρέπει να αποδείξει στην πράξη, στον αγώνα, ότι είναι ο καλύτερος υπερασπιστής των συμφερόντων της εργατικής τάξης και όλων των εκμεταλλευομένων. Δεύτερον, το κόμμα πρέπει τελικά να προετοιμάζεται για την ταξική πάλη στην οξύτερη μορφή της, το μαζικό ξεσηκωμό και την εξέγερση. Αυτό δε σημαίνει πρόωρη υιοθέτηση μιας παραστρατιωτικής στάσης με τρόπο που να θυσιάζει τη νομιμότητα του κόμματος και να το εμποδίζει να διεξάγει τα πιο βασικά του καθήκοντα στον καθημερινό αγώνα, αλλά όντως περιλαμβάνει, σε ορισμένο σημείο, την επιτέλεση προσεχτικών ετοιμασιών και τη δημιουργία του είδους της οργάνωσης που μπορεί ταχύτατα να λειτουργήσει σε στρατιωτική βάση. Επειδή με αυτούς τους τρόπους το κόμμα είναι οργάνωση μάχης, δεν έχει χώρο για ένα στρώμα παθητικών κατόχων καρτών μέλους ή προνομιούχων, εξασφαλισμένων γραφειοκρατών. Τα μέλη του πρέπει να διαθέτουν ενεργητικότητα κι αυτοθυσία κι είναι επομένως πιθανό να’ναι νεαρά.

Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός. Καμία χρήσιμη γενίκευση δεν μπορεί να γίνει ως προς συγκεκριμένες οργανωτικές δομές -αυτές πρέπει να είναι εξαιρετικά ευέλικτες-, αλλά το ότι το κομματικό καθεστώς πρέπει να συνδυάζει δημοκρατία και συγκεντρωτισμό δεν αποτελεί σκέτη οργανωτική φόρμουλα, παρά απορρέει απευθείας από τα καθήκοντα του κόμματος και τη φύση της ταξικής πάλης. Η δημοκρατία είναι ουσιώδης επειδή το κόμμα δεν αποτελεί δεσπότη της εργατικής τάξης, μα ένα όργανο της αυτο-απελευθέρωσής της. Χωρίς δημοκρατία κι ελεύθερη συζήτηση δεν υπάρχει τρόπος το κόμμα να μπορεί να διαμορφώσει πολιτικές που αντιστοιχούν πραγματικά στις ανάγκες της εργατικής τάξης και ταιριάζουν στη χειροπιαστή κατάσταση. Ο συγκεντρωτισμός είναι ουσιώδης επειδή το κόμμα πρέπει να διεξαγάγει έναν οδυνηρό αγώνα εναντίον ενός πολύ συγκεντρωτικού εχθρού -το καπιταλιστικό κράτος. Χωρίς ενότητα στη δράση, όπως κάθε συνδικαλιστής γνωρίζει, η ήττα είναι αναπότρεπτη.

Αναφορικά με τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, υπάρχουν δύο παγίδες που είναι ιδιαίτερα πιθανό να ταλαιπωρήσουν νέες και μέχρι τούδε μικρές οργανώσεις του είδους που κυρίως υπάρχουν στην επαναστατική αριστερά ανά τον κόσμο σήμερα. Η πρώτη είναι ο κίνδυνος μια μικρή ομάδα, στην καλύτερη ένα έμβρυο κόμματος, να υιοθετήσει την πλήρη πανοπλία των διοικητικών δομών που αναλογούν σε ένα επαναστατικό κόμμα και έτσι να γίνει καταγέλαστα υδροκέφαλη. Η δεύτερη είναι ο κίνδυνος, ειδικά όταν μια οργάνωση έχει να κάνει τη μετάβαση από την προπαγάνδα στην αγκιτάτσια, να είναι υπερ-δημοκρατική και να κουβεντιάζει όλα τα ζητήματα ατέλειωτα. Το κόμμα δεν είναι όμιλος συζήτησης -κουβεντιάζει έτσι ώστε να φτάσει σε μια απόφαση και μετά εφαρμόζει αυτήν την απόφαση με ενιαίο τρόπο.

Η ανεξαρτησία του κόμματος. Το κόμμα παίρνει τη θέση του πάνω σε μαρξιστικές αρχές ως ο εκπρόσωπος των ιστορικών συμφερόντων της εργατικής τάξης -ποτέ δεν πρέπει να θυσιάζει την ανεξαρτησία του σε οποιαδήποτε πολιτική δύναμη, ανοιχτά αστική, ρεφορμιστική ή κεντριστική. Αυτό κατά κανένα τρόπο δεν αποκλείει οποιοδήποτε αριθμό από συμμαχίες, συμβιβασμούς, προσωρινές συμφωνίες κλπ. με άλλες οργανώσεις, αλλά πράγματι αποκλείει να εγκαταλείψει το δικαίωμα σε ελεύθερη κριτική, μια ξέχωρη πολιτική γραμμή και μια ξέχωρη οργάνωση. Αυτό ισχύει ακόμη και στην ακραία περίπτωση εισόδου σε ή σύναψης δεσμού με ένα μεγαλύτερο κόμμα (π.χ. το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα). Η εξάρτηση, πρέπει να θυμόμαστε, δε χρειάζεται να είναι θέμα επίσημων συμφωνιών ή περιορισμών. Το Βρετανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, για παράδειγμα, είναι επίσημα μια ανεξάρτητη οργάνωση, ωστόσο πολιτικά είναι δεμένη στους «αριστερούς» συνδικαλιστές ηγέτες και τους «αριστερούς» Εργατικούς βουλευτές. Ένα μαρξιστικό κόμμα ποτέ δεν πρέπει να επιτρέπει στον εαυτό του να προσκολλάται άκριτα στον κάθε λαϊκιστή δημαγωγό ή διαπρεπή αριστερό ρεφορμιστή, οσοδήποτε ριζοσπαστικός.

Το κόμμα και η ενότητα της εργατικής τάξης. Το κόμμα είναι η πρωτοπορία της τάξης και πρέπει να διατηρεί την ανεξαρτησία του, αλλά ο στόχος του είναι η ενότητα της εργατικής τάξης. Τρία πράματα συνεπάγονται από αυτό. Πρώτον, ότι το κόμμα πρέπει να αγωνίζεται αδυσώπητα ως ζήτημα αυστηρότατης αρχής εναντίον όλων εκείνων των διαιρέσεων μέσα στην εργατική τάξη -διαιρέσεων φυλής, εθνικότητας, μεταξύ ανδρών και γυναικών, ειδικευμένων και ανειδίκευτων, εργαζόμενων και ανέργων, ηλικιωμένων και νέων, κλπ.- που τόσο επιμελώς υποδαυλίζονται από την άρχουσα τάξη και μέσω των οποίων αυτή συντηρεί την εξουσία της. Δεύτερον, το κόμμα δεν πρέπει να επιτρέπει η ύπαρξή του ως μια ξεχωριστή οργάνωση να διαρρηγνύει την ενότητα που χρειάζεται η τάξη στην καθημερινή της πάλη κατά των εργοδοτών και του κράτους. Από αυτήν την επιταγή προέρχεται η στρατηγική του ενιαίου μετώπου με ρεφορμιστικές οργανώσεις, αλλά αυτή η στρατηγική (εφαρμόσιμη σε πολλές, μα όχι όλες τις περιστάσεις) είναι μόνο μία έκφραση της γενικής αρχής που κυβερνά τη σχέση του κόμματος με όλες τις άλλες πολιτικές τάσεις στην εργατική τάξη -βαδίζουμε χώρια, χτυπάμε μαζί. Τρίτον, παρόλο που το κόμμα πρέπει να αγρυπνά για το “νέρωμα” του προγράμματος και των πολιτικών του υπό την πίεση των καθυστερημένων εργατών, δεν πρέπει διόλου να περιχαρακωθεί από αυτούς τους εργάτες και πρέπει να αξιοποιήσει κάθε οδό για να τους προσεγγίσει. Έτσι, ενώ εκατομμύρια εργατών παραμένουν σε αντιδραστικά συνδικάτα, το κόμμα πρέπει να δουλέψει μέσα σε αυτά τα συνδικάτα, άσχετα πόσο προδοτική και διεφθαρμένη η ηγεσία τους. Ενόσω η μάζα των εργατών διατηρεί ψευδαισθήσεις για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, το κόμμα πρέπει παροτρύνει σε στήριξη αυτών των κομμάτων εναντίον των ανοιχτά αστικών κομμάτων, έτσι ώστε αυτές οι ψευδαισθήσεις να διαλυθούν από την πείρα. Ενόσω η πλειοψηφία της τάξης επενδύει με εμπιστοσύνη την κοινοβουλευτική δημοκρατία, το κόμμα πρέπει να συμμετέχει στις εκλογές, χρησιμοποιώντας τες για να κάνει επαναστατική προπαγάνδα και να υποσκάπτει το κοινοβουλευτικό σύστημα από μέσα.

Τα μορφωτικά καθήκοντα του κόμματος. Το κόμμα πρέπει να αναλάβει ένα διαρκές και περίπλοκο έργο μόρφωσης. Πρέπει να εκπαιδεύει επαναστάτες ηγέτες εμβαπτισμένους στην μαρξιστική παράδοση, αλλά ικανούς για χειροπιαστές αναλύσεις και για ανεξάρτητη κρίση. Πρέπει να παράγει ένα ευρύ στρώμα, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Γκράμσι, «οργανικών διανοούμενων», εργατών με καθαρή αντίληψη της συνολικής φύσης του αγώνα και των μεθόδων διεξαγωγής του. Πρέπει να δουλέψει για την πλατύτερη δυνατή διάδοση βασικών μαρξιστικών και σοσιαλιστικών αρχών μέσα στην εργατική τάξη, μεταγλωττίζοντας ασταμάτητα τη θεωρία του σε θεματικά κι ευκολονόητα παραδείγματα και εκθέσεις στον τύπο του κι όλη του την προπαγάνδα. Σχετικά με την εκπαίδευση, δύο σημεία πρέπει να συγκρατηθούν στο μυαλό: η διαδικασία εκπαίδευσης πρέπει να είναι επικρατέστερα πρακτική παρά ακαδημαϊκή στο χαρακτήρα της (αφού το δεύτερο οδηγεί αναπόφευκτα στην κυριαρχία μικροαστικών στοιχείων) και, όπως τόνισε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, το κόμμα πρέπει να είναι τόσο ικανό να μαθαίνει από τους εργάτες όσο και να τους διδάσκει. Το κόμμα συνιστά συλλογική μνήμη κι εγκέφαλο της εργατικής τάξης, μα είναι ένας εγκέφαλος που χρειάζεται αδιάλειπτη ανανέωση κι ενημέρωση.

Ο αγώνας για ηγεμονία. Το κόμμα πρέπει να εργαστεί για να συνενώσει όλες τις δυνάμεις των καταπιεσμένων σε ένα κοινό αγώνα κατά του καπιταλισμού, υπό την ηγεσία του προλεταριάτου. Ιστορικά και σε παγκόσμια κλίμακα, αυτό έχει υπάρξει πρωταρχικά ένα ζήτημα υλοποίησης μιας συμμαχίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς και κάθε εργατικό κόμμα πρέπει να σιγουρευτεί ότι περιλαμβάνει την υπεράσπιση των συμφερόντων των φτωχών αγροτών στο πρόγραμμά του. Επιπρόσθετα σε αυτό, η τελευταία δεκαετία έχει δει την ανάδυση μιας σειράς νέων δυνάμεων -με το κίνημα των μαύρων, το γυναικείο κίνημα και το φοιτητικό κίνημα ως σημαντικότερα- που κατέχουν μεγάλο επαναστατικό δυναμικό, μα που θέτουν ορισμένα στρατηγικά προβλήματα για το κόμμα. Από τη μια πλευρά, κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα για μικρές οργανώσεις χωρίς ισχυρή προλεταριακή βάση, το κόμμα μπορεί να ριχτεί τόσο άκριτα και ενθουσιωδώς μέσα σε αυτά τα κινήματα που υποκύπτει στον αναγκαστικά κατακερματισμένο χαρακτήρα τους και αμελεί το θεμελιακό καθήκον του στην βιομηχανική εργατική τάξη. Από την άλλη πλευρά, το κόμμα μπορεί να απορρίψει δογματικά τα ειδικά προβλήματα και τις διεκδικήσεις των διάφορων καταπιεσμένων στρωμάτων και να παρουσιάσει στα κινήματά τους ένα τελεσίγραφο ότι αυτά θα πρέπει να αποδεχτούν εκ των προτέρων την ηγεσία του προλεταριακού κόμματος, κάτι που καταλήγει όχι σε ενότητα μα σε αποξένωση. Επομένως, αυτό που χρειάζεται είναι η άνευ όρων υποστήριξη στα δικαιολογημένα αιτήματα των καταπιεσμένων στρωμάτων, συνδυασμένη με επιμονή που βασίζεται σε αρχές μα και σε υπομονή, για την ανάγκη ενότητας στον αγώνα κατά του κοινού εχθρού, για τον ταξικό χαρακτήρα του αγώνα και για τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης. Πάνω απ’όλα, ο ολοκληρωμένος αγώνας για ηγεμονία, που ενέχει την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της επαναστατικής κουλτούρας σε κάθε πεδίο της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων, μπορεί να διεξαχθεί αποτελεσματικά μόνο από ένα κόμμα που έχει ήδη εξασφαλίσει μια γερή βάση μέσα στην εργατική τάξη.

Η Διεθνής. Το προλεταριάτο είναι μια διεθνής τάξη και η κοινωνική επανάσταση είναι μια διεθνής διαδικασία. Κατά συνέπεια, όλα τα χαρακτηριστικά ενός επαναστατικού κόμματος που έχουμε απαριθμήσει εδώ, πρέπει να πραγματωθούν εν τέλει σε διεθνή κλίμακα σε ένα μοναδικό παγκόσμιο κόμμα. Την παρούσα στιγμή, μια τέτοια Διεθνής δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να χτιστεί μέσα σε μια μέρα. Ένα «παγκόσμιο κόμμα», αποτελούμενο, σαν την Τέταρτη Διεθνή, από μια χούφτα ομοϊδεατών σεκτών, είναι φαντασίωση που δε μπορεί να παράγει διεθνή ηγεσία με οποιοδήποτε κύρος. Από την άλλη πλευρά, μια ομοσπονδία βασικά ετερογενών οργανώσεων, όπως η Πρώτη διεθνής, θα καταρρεύσει την κρίσιμη στιγμή. Η Τρίτη Διεθνής σχηματίστηκε πάνω στο κύρος της νικηφόρας Ρωσικής Επανάστασης, αλλά μια επανάληψη αυτής της ακολουθίας γεγονότων δε μπορεί να αναμένεται παθητικά. Πώς μπορεί λοιπόν να χτιστεί η Διεθνής; Προς το παρόν, ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για τις υπάρχουσες επαναστατικές εργατικές οργανώσεις είναι να απασχοληθούν οπουδήποτε είναι εφικτό σε πρακτική συνεργασία και σε αδιάκοπη ανταλλαγή θεωρητικών θέσεων, ούτως ώστε βαθμιαία, πάνω στη βάση αυτής της από κοινού δουλειάς και υπό τον αντίκτυπο των συμβάντων, να μπορούν να επιτευχθούν στενότεροι δεσμοί και μεγαλύτερη πολιτική ομοιογένεια. Αλλά αυτή η δουλειά πρέπει να διεξάγεται με τη ξεκάθαρη προοπτική ότι ο στόχος της είναι η δημιουργία μιας νέας επαναστατικής εργατικής Διεθνούς. Γιατί η οικοδόμηση επαναστατικών κομμάτων και η διεθνής τους ενοποίηση αποτελεί τώρα το πρωταρχικό και πιο επείγον στρατηγικό καθήκον που αντιμετωπίζουν οι επαναστάτες σε όλον τον κόσμο. Αν δεν κατορθωθεί, η εργατική τάξη θα είναι ανίκανη να επιλύσει προς όφελός της την κρίση του καπιταλισμού που γίνεται οξύτερη μέρα με τη μέρα.

 

Τέλος, διατρέχοντας όλα αυτά που το κόμμα είναι και κάνει, το νήμα που συνδέει όλα τα κεντρικά του χαρακτηριστικά και καθήκοντα είναι η διαρκής μάχη να συνδεθεί η θεωρία με την πράξη. Το κόμμα υπάρχει για να μεταφράσει τους γενικούς στόχους του σοσιαλισμού σε χειροπιαστές πρακτικές δραστηριότητες και να συναρμόσει κάθε άμεσο αγώνα με τον απώτατο στόχο του σοσιαλισμού. Μέσα από το κόμμα, η θεωρία -η υλιστική ερμηνεία της ιστορίας, η ανάλυση του καπιταλισμού και των αντιφάσεών του και η κατανόηση του ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης- κατατοπίζει την πρακτική και μέσα από το κόμμα, η πρακτική -η πάλη για να αλλάξεις τον κόσμο- διεγείρει, κατευθύνει, δοκιμάζει και τελικά πραγματοποιεί τη θεωρία.

Όταν ο καπιταλισμός είναι σταθερός και η εργατική τάξη δεν αποτελεί καμία ανοιχτή πρόκληση για το σύστημα, θεωρία και πράξη χωρίζονται αναπόφευκτα. Σε τέτοιες συνθήκες το επαναστατικό κόμμα μπορεί να προετοιμαστεί, αλλά όχι να χτιστεί. Παραμένει αφηρημένη αναγκαιότητα. Αλλά όταν, όπως σήμερα, το σύστημα βασανίζεται από κρίση, τότε θεωρία και πράξη συνελκύονται και η οικοδόμηση του κόμματος γίνεται, όχι πια αφηρημένη φιλοδοξία, μα τόσο πρακτική αναγκαιότητα όσο και πραγματική δυνατότητα.

 

 

* Τουπαμάρος (Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα), από το όνομα του Τουπάκ Αμάρου του 2ου, βασιλιά των Ίνκας που πολέμησε τους Ισπανούς κατακτητές: ήταν επαναστατική οργάνωση της Ουρουγουάης, με κυρίως μεσοαστική-μικροαστική σύνθεση, που έδρασε τις δεκαετίες του 1960 και 1970, απαντώντας στην στρατιωτική καταστολή που συνόδεψε την οικονομική κρίση της χώρας το 1968. Ξεκινώντας από διανομές κλεμμένων τροφίμων στον φτωχό πληθυσμό, πέρασε σε πολιτικές απαγωγές και έφτασε στην τακτική του αντάρτικου πόλεων∙ γι’αυτό λειτουργούσε συνωμοτικά. Ηττήθηκε στρατιωτικά το 1972. Σήμερα πολλά στελέχη του έχουν μετακινηθεί στο ρεφορμισμό, το σοσιαλφιλελευθερισμό, όπως και σε κυβερνητικές θέσεις (π.χ. ο Χοσέ Μουχίκα, πρόεδρος της χώρας το 2009).

 

  1. Το επαναστατικό κόμμα σήμερα

[1] Όπως το έθεσε ο Τσε Γκεβάρα όταν συνόψιζε την ουσία του ανταρτοπόλεμου:

  1. Οι λαϊκές δυνάμεις μπορούν να κερδίσουν τον πόλεμο κατά του στρατού.
  2. Δεν είναι απαραίτητο να περιμένεις μέχρι να υπάρξουν όλοι οι όροι για τη διεξαγωγή της επανάστασης∙ η εξέγερση μπορεί να τους δημιουργήσει.

3.Στην υπανάπτυκτη Αμερική η ύπαιθρος είναι το βασικό πεδίο του ένοπλου αγώνα.

(Ανταρτοπόλεμος, Νέα Υόρκη 1961, σ.15.)

[2] Η Κουβανική κατάσταση αποτελούσε εξαίρεση από δυο πλευρές: (α) το καθεστώς Μπατίστα ήταν σε κατάσταση προχωρημένης διάλυσης και αποσύνθεσης και εγκατέλειψε σχεδόν αμαχητί∙ (β) οι Ηνωμένες Πολιτείες πίστευαν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους στασιαστές για να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους σκοπούς και αρχικά δεν ήταν εχθρικές -ένα σφάλμα που δεν ξαναέκαναν. Επίσης, το ότι μιλάμε για «επιτυχία στην Κούβα» δε θα’πρεπε να εκληφθεί ότι σημαίνει επιτυχία της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οι ίδιοι οι Κουβανοί επαναστάτες δεν διεκδικούσαν τόσα πολλά τότε. Μόνο αφού η Κούβα είχε επιλέξει το Κομμουνιστικό μπλοκ το 1961, έγινε η Κουβανική επανάσταση αναδρομικά «σοσιαλιστική». Στην πραγματικότητα, η απουσία ενός επιτυχημένου αγώνα αυτο-απελευθέρωσης της εργατικής τάξης σήμαινε ότι οι οικονομική δομή της Κούβας μετατράπηκε αναγκαστικά σε κρατικοκαπιταλιστική.

[3] Βλ. Φρανκ Ρόμπερτς, «Οι Τουπαμάρος», Διεθνής Σοσιαλισμός (International Socialism), 65.

[4] Βλ. Τόνι Κλιφ και Ίαν Μπέρτσαλ, Γαλλία: Ο Αγώνας Συνεχίζεται, Λονδίνο 1968.

[5] Για μια ανάλυση και κριτική της στρατηγικής της Λαϊκής Ενότητας από έναν μετέχοντα στα γεγονότα, βλ. Χίλιος Πριέτο, Χιλή: Οι Γορίλες είναι Ανάμεσά Μας, Λονδίνο 1974.

[6] Για παράδειγμα: Λούτσιο Μάγκρι, «Προβλήματα της Μαρξιστικής Θεωρίας του Επαναστατικού Κόμματος», Νέα Αριστερή Επιθεώρηση (New Left Review), 60∙ Ροσάνα Ροσάντα, «Τάξη και Κόμμα», Σοσιαλιστικό Μητρώο (Socialist Register), 1970∙ Ζαν-Πολ Σαρτρ, «Μάζες, Αυθορμητισμός, Κόμμα», Σοσιαλιστικό Μητρώο, 1970∙ Ερνέστ Μαντέλ, «Η Λενινιστική Θεωρία της Οργάνωσης», Λονδίνο (χ. ημερ.)∙ Μόντι Τζόνστοουν, «Μαρξ και Ένγκελς και η Έννοια του Κόμματος», Σοσιαλιστικό Μητρώο, 1967∙ Κρις Χάρμαν, «Κόμμα και Τάξη» και Τόνι Κλιφ, «Ο Τρότσκι για τον “Υποκαταστατισμό”», στο Ντάνκαν Χάλας κ.α., Κόμμα και Τάξη, Λονδίνο, (χ. ημερ.).




Οκτωβριανή Επανάσταση 1917. Τι κόμμα ήταν οι Μπολσεβίκοι;

Toυ Αλέξη Λιοσάτου

 

Οι Μπολ­σε­βί­κοι έμειναν στην ιστορία ως οι επικεφαλής της Ρωσικής Επανάστασης. Ωστόσο ο ρόλος τους συνήθως παραμορφώνεται ή και συκοφαντείται από την αστική ιστοριογραφία αλλά ακόμα και από την Αριστερά. Στη Ρωσία του 1903-1917  οι συγκεκριμένες συνθήκες έκαναν δυνατό να κυριαρχήσουν  οι Μπολσεβίκοι  μέσα σε ένα ευρύτερο περιβάλλον επα­να­στα­τών που ηγήθηκε του με­γα­λύ­τε­ρου απερ­για­κού κύ­μα­τος στην πα­γκό­σμια ιστο­ρία.1

Οι «υποκειμενικές» προϋποθέσεις της νίκης της επανάστασης ήταν βασικά δύο και αλληλένδετες μεταξύ τους, τα Σοβιέτ-Εργατικά Συμβούλια και το επαναστατικό κόμμα (Μπολσεβίκοι). Χωρίς την κίνηση της τάξης οποιοδήποτε κόμμα δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό, δεν μπορούσαν να επιτευχθούν ούτε νίκες και κατακτήσεις και βελτίωση του λαϊκού βιοτικού επιπέδου ούτε πολύ περισσότερο να πραγματοποιηθεί (πόσο  μάλλον να νικήσει) η επανάσταση.2,3 Σε ένα από τα γράμματα που έστελνε τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη ο  Λένιν στην ηγεσία των Μπολσεβίκων για να τους πείσει υπέρ της εξέγερσης έγραφε: «Για να στεφθεί η εξέγερση με επιτυχία, πρέπει να στηρίζεται όχι σε κάποια συνωμοσία, όχι σε ένα κόμμα, αλλά στην πρωτοπόρα (εργατική) τάξη»4, τάξη που ήδη είχε φτιάξει τα Σοβιέτ (Εργατικά Συμβούλια) στη Ρωσία από τον Φλεβάρη-Μάρτη του 1917.

Ο αυθορμητισμός και η οργάνωση αποτελούσαν το ένα συμπλήρωμα του άλλου, διαφορετικές πλευρές της διαδικασίας μέσω της οποίας όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι μπόρεσαν να αποκτήσουν συνείδηση της κατάστασής τους, αλλά και της δύναμής τους να αλλάξουν να καθορίσουν το πολιτικό σκηνικό και τελικά να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία.5

 

Η απόλυτα δημοκρατική σχέση του κόμματος με τάξη.

Το Κόμμα ήταν κεντρικό για την (μοναδική μέχρι σήμερα) νίκη της εργατικής επανάστασης. Το 1917-1923 αλλά και αργότερα  η εργατική τάξη στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη εξεγέρθηκε, επαναστάτησε, έφτιαξε θεσμούς που έμοιαζαν με εργατικά συμβούλια, κινήματα επιτροπών δράσης κι εργοστασιακών επιτροπών, γενικές απεργίες διαρκείας και καταλήψεις εργοστασίων, αλλά δεν κατάφερε να επαναλάβει το ρωσικό 1917 ακριβώς γιατί δεν υπήρχε ένα τέτοιο κόμμα.

Η εργατική τάξη και οι φαντάροι από τις 3 Μαρτίου κινούνταν με δυσπιστία απέναντι στην Προσωρινή Κυβέρνηση και αντιμετώπιζαν τα Σοβιέτ ως ανώτατη εξουσία, αλλά δεν μπορούσαν να επιβάλουν τη θέλησή τους και τα αιτήματά τους παρέμεναν ανικανοποίητα και προδομένα από την ρεφορμιστική ηγεσία των Σοβιέτ (Μενσεβίκοι κι Εσέροι).

Οι μπολ­σε­βί­κοι περνούσαν ένα μή­νυ­μα: πως δεν μπορείς να μοιραστείς την εξουσία με τους αστούς. Αυτό το μή­νυ­μα στελ­νό­ταν κάθε μέρα, από τον Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη. Είχε ως απο­τέ­λε­σμα την πλειο­ψη­φία των μπολ­σε­βί­κων στα σο­βιέτ, επει­δή τα γε­γο­νό­τα απο­δεί­κνυαν ότι είχαν δίκιο.6 Με τη δράση ενός κόμματος με προγραμματικές αιχμές τα αιτήματα του κόσμου («Ψωμί, Γη και Ειρήνη») και κεντρικό αίτημα να περάσει  «όλη η Εξουσία στα Σοβιέτ» έγινε δυνατό να ενωθούν τα διαφορετικά τμήματα της επανάστασης, τους εργάτες, τους αγρότες και τους στρατιώτες που μέχρι τον Οκτώβρη είχαν αφαιρέσει κάθε εξουσία από το αστικό κράτος και τα αφεντικά.5

 

Το ρωσικό επαναστατικό κόμμα είχε διαμορφώσει ένα σκληρό κι έμπιστο δίκτυο που δεν λύγιζε και δεν μπορούσε να αποδιαρθρωθεί εύκολα από την καταστολή και που ήξερε που να υποχωρεί, πώς να προσαρμόζεται στην κίνηση, τις ανάγκες και τα αισθήματα των μαζών, είχε τη δυνατότητα να αποκαλύπτει τις αντεπαναστατικές κινήσεις να πρωταγωνιστεί στη δράση για την ανατροπή τους, ανακόπτει την επιρροή των ρεφορμιστών (Μενσεβίκων και Εσέρων) στο εργατικό κίνημα και τέλος έναν μηχανισμό για να οργανώσει την εξέγερση. Το γεγονός ότι υπήρχε ένα τέτοιο κόμμα ήταν βασικά ο λόγος που το 1917 που αποφεύχθηκε μια πρόωρη επανάσταση απομονωμένη στην Πετρούπολη που θα οδηγούσε στη σφαγή όπως στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 και που δεν κατέληξε μια επανάσταση χαμένη και σφαγμένη όπως οι υπόλοιπες. Το κόμμα δεν υποκαθιστούσε την τάξη ή τα Σοβιέτ, αντίθετα δρούσε ως «έμβολο» με στόχο να “ανεβάσει” το επίπεδο κίνησης και συνείδησης της τάξης ώστε να πάρει η ίδια την εξουσία.2,3,5,7-10

 

Το κόμμα δεν υποκαθιστούσε την τάξη. Ο στόχος του κόμματος δεν ήταν να κυβερνήσει, αλλά να κάνει αγκιτάτσια και προπαγάνδα στους εργάτες, να ενοποιήσει τα εργαζόμενα στρώματα για να οργανώσουν και να συντηρήσουν τα εργατικά συμβούλια, για να ανατρέψουν τις αστικές μορφές εξουσίας και να πάρουν οι ίδιοι την εξουσία. Τα Σοβιέτ ήταν το ύψιστο σημείο αυτενέργειας της τάξης, το κόμμα το πιο συνειδητό τμήμα αυτής της δράσης. Το κόμμα όμως ήταν διαφορετικό από την τάξη. Όλη η εργατική τάξη συμμετείχε στα εργατικά συμβούλια. Στο κόμμα έπρεπε να συμμετέχουν οι πιο στρατευμένοι και πολιτικοποιημένοι εργάτες.  Ο λόγος είναι ότι στον καπιταλισμό η συνείδηση των εργατών δεν είναι ποτέ ενιαία. Κάποια τμήματα είναι πάντα πιο προχωρημένα από κάποια και τραβιούνται στην αντιπαράθεση με το σύστημα και κάποια άλλα είναι πιο πίσω δεχόμενα την επίδραση της αστικής τάξης. Υπάρχει μια συνεχής διαπάλη όπου  τα προχωρημένα τμήματα θα έπρεπε να επιχειρηματολογήσουν και ή θα τραβήξουν μπροστά τους υπόλοιπους ή θα τραβηχτούν πίσω από αυτούς. Η υπόκλιση στο αυθόρμητο αφήνει τα πιο προχωρημένα τμήματα της τάξης έρμαιο στη θέληση των τμημάτων που βρίσκονται πιο πίσω πολιτικά. Η τάξη βρίσκεται συνεχώς σε ασυνείδητη αντιπολίτευση με τον καπιταλισμό. Το επαναστατικό κόμμα είναι το συνειδητό τμήμα της τάξης που παλεύει να δώσει συνειδητή κατεύθυνση στον αγώνα των υπόλοιπων.11

 

Η Ρώσικη επανάσταση έδωσε πολλά παραδείγματα της αμφίδρομης σχέσης που πρέπει να έχουν επαναστατικό κόμμα και τάξη.  Όταν  πλακάτ των φτωχών αγροτών στις διαδηλώσεις έγρα­φαν ότι «το δι­καί­ω­μα στη ζωή είναι ση­μα­ντι­κό­τε­ρο από το δι­καί­ω­μα στην ιδιο­κτη­σία», το κόμμα έδινε στο ταξικό αυτό αίτημα πολιτική κατεύθυνση και το μετέτρεπε σε οδηγό για αντικαπιταλιστική δράση:«Μέχρι τώρα νό­μι­ζαν ότι νόμος και τάξη είναι ό,τι συμ­φέ­ρει τον γαιο­κτή­μο­να και τον γρα­φειο­κρά­τη. . .  Το ση­μα­ντι­κό για εμάς είναι η επα­να­στα­τι­κή πρω­το­βου­λία και οι νόμοι θα έπρε­πε να είναι το απο­τέ­λε­σμά της. Αν πε­ρι­μέ­νε­τε μέχρι να γρα­φτούν οι νόμοι χωρίς να ανα­πτύ­ξε­τε την επα­να­στα­τι­κή δράση, τότε δεν θα πά­ρε­τε ούτε νόμο ούτε και γη», έγραφε ο Λένιν.12

«Πώς ενώνονται οι ανομοιογενείς μάζες; Με το κόμμα. Αυτό που θέλουν με συγκεχυμένο τρόπο οι ναύτες της Κροστάνδης, οι στρατιώτες του Καζάν, οι εργάτες στην Πετρούπολη, στο Ιβάνοβο-Βοζνεσένσκ, στη Μόσχα και παντού…αυτό που θέλουν οι αγρότες… τις ανάγκες ενημέρωσης,συντονισμού, εκπαίδευσης, κοινής έκφρασης και κοινής δράσης το πετυχαίνουν μέσω των μπολσεβίκων. ..Το κόμμα είναι η συνείδηση και η οργάνωσή τους», έγραφε ο -πρώην αναρχικός- Β.Σερζ.4

Ένα τέτοιο κόμμα δεν μπορούσε να φτιαχτεί «τελευταία στιγμή», τη στιγμή της μάχης (όπως δεν πρόλαβε να το φτιάξει η Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1919 πριν τη δολοφονήσουν). Απαιτούσε μια μακρά περίοδο δικτύωσης μέσα στην εργατική τάξη και τα μέτωπα, πείρας μέσα στους αγώνες,  εκπαίδευσης-σκληραγώγησης μέσα στην παρανομία, ξεκαθαρίσματος σωστών και λάθος απόψεων. Απαιτούσε μια τέτοια δικτύωση και διαμόρφωση ώστε να μπορεί να λειτουργεί το κόμμα με την ηγεσία της να κρύβεται και σε μεγάλο βαθμό να απουσιάζει, χωρίς να μπορεί να δίνει πολλές φορές οδηγίες, να λειτουργεί ακόμα και όταν πολλά βασικά της στελέχη βρίσκονταν στη φυλακή, τα κομματικά γραφεία κατάσχονταν, τα εκτυπωτικά μηχανήματα καταστρέφονταν κλπ.

Μια μακρά περίοδος σκληρής δοκιμασίας παρήγαγε αξιοθαύμαστα στελέχη και αυθεντικούς ηγέτες που η κοινή δράση σφυρηλάτησε την ενότητα της σκέψης τους, συλλογική νοημοσύνη κι εθελοντική πειθαρχία.Η βάση που τους ένωνε ήταν κυρίως η πάλη ενάντια στην αστική τάξη και τον ρεφορμισμό.4

Για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο κόμμα επίσης απαιτούταν μια «κρίσιμη αρχική μάζα», μια σοβαρή «μαγιά» από σοσιαλιστές-αγωνιστές, δεν μπορούσε να γίνει από ολιγομελείς ομάδες (όπως είναι σήμερα οι επαναστατικές οργανώσεις). Ήδη πριν την πρώτη αποτυχημένη επανάσταση του 1905 στη Ρωσία υπήρχαν 10.000 μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (που περιλάμβανε Μπολσεβίκους και Μενσεβίκους)  που έπαιζαν ηγετικό ρόλο στους αγώνες της Εργατικής Τάξης. Το  1907, ο αριθ­μός των μελών του είχε φτάσει στις 150.000.Το 1914 η σο­σια­λι­στι­κή εφη­με­ρί­δα «Πράβ­ντα»των Μπολσεβίκων είχε ημε­ρή­σια κυ­κλο­φο­ρία 30.000-40.000 φύλ­λων, σε καιρό παρανομίας και μά­λι­στα σε μια, σε με­γά­λο βαθμό, αγράμ­μα­τη χώρα. Αυτού του είδους το σκληρό δίκτυο που σφυρηλατήθηκε στην παρανομία έκανε εφικτό να αποκτήσουν οι Μπολσεβίκοι από 2000 μέλη στην Πετρούπολη στις αρχές του 1917, 16 χιλιάδες τον Απρίλη και διπλάσιοι τον Ιούνιο, και σε εθνικό επίπεδο από 26.000 μέλη το Φεβρουάριο σε 200.000-400.000 τον Οκτώβριο.13,14,15

To ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα των Μπολσεβίκων (Kαμιά συνεργασία με την αστική τάξη- Ψωμί-Γη-Ειρήνη -Όλη η Εξουσία στα Σοβιέτ) που ταυτιζόταν με τις λαϊκές προσδοκίες και εμπλουτιζόταν από αυτές15 (για παράδειγμα το ζήτημα του εργατικού ελέγχου μπήκε στο πρόγραμμα των Μπολσεβίκων αφού είχε αρχίσει να επεκτείνεται από τα κάτω απέναντι στα σαμποτάζ των αφεντικών)16  ήταν καθοριστικό για τον ηγετικό ρόλο τους στην επανάσταση, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η Προσωρινή Κυβέρνηση χρεωνόταν ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, τη συνέχιση της συμμετοχής στον πόλεμο, και την ανοχή – αν όχι υποστήριξη – απέναντι στην αντεπανάσταση.15

Ακόμα και το ζήτημα της εξέγερσης μπήκε στην ημερήσια διάταξη μόνο αφού οι Μπολσεβίκοι τον Σεπτέμβρη είχαν πετύχει  πλειοψηφία στα Σοβιέτ, μια δομή που αναγνωριζόταν ως η μόνη νόμιμη εξουσία από την πλειοψηφία των εργατών και στρατιωτών. Μεταξύ Φλεβάρη και Οκτώβρη υπήρχε «δυαδική εξουσία» και πάλη μεταξύ τους. Η Προσωρινή Κυβέρνηση εκπροσωπούσε την αστική τάξη, τα Σοβιέτ είχαν μαζί τους τη συντριπτική πλειοψηφία των εργατών, φαντάρων και φτωχών αγροτών. Οι περιορισμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις μεταξύ 24-26 Οκτώβρη απλώς εξάλειψαν την Προσωρινή Κυβέρνηση, αφήνοντας τα Σοβιέτ ως τη μοναδική εξουσία.5

Οι Μπολσεβίκοι αξιοποίησαν την απειλή της αντεπανάστασης τον Οκτώβρη για να αποκτήσουν τον έλεγχο όλης της Φρουράς της Πετρούπολης μέσω της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής του Σοβιέτ της Πετρούπολης. Έτσι αφόπλισαν την κυβέρνηση χωρίς να ρίξουν ούτε μία τουφεκιά. Και όμως μόνο όταν ο Κερένσκι ξεκίνησε στρατιωτική καταστολή εναντίον των Μπολσεβίκων, άρχισε η ένοπλη δράση κατά της κυβέρνησης, την οποία ο Λένιν ζητούσε επίμονα για πάνω από ένα μήνα. Μόνο μετά την κατανοητή αλλά απέλπιδα στρατιωτική επίθεση του Κερένσκι κατά των Μπολσεβίκων, υπήρξε εφικτή η ένοπλη δράση. Ο Οκτώβρης ήταν σε μεγάλο βαθμό αυθεντική έκφραση των λαϊκών δυνάμεων και κυρίως μια πολιτική επικράτηση, ενώ η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε χάσει κάθε λαϊκό έρεισμα αρκετά πριν από την υποτυπώδη στρατιωτική αποκαθήλωσή της.8,15

 

Η απόλυτα δημοκρατική σχέση του της ηγεσίας με τα μέλη

Οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν σε καμία περίπτωση το «ενιαίο-συμπαγές τέλειο και αλάνθαστο κόμμα» ούτε είχε τον «την τέλεια, ενιαία και αλάνθαστη ηγεσία με αρχηγό τον παντογνώστη υπεράνθρωπο Λένιν», όπως συνήθως παρουσιάζεται από «αγιογράφους» της Αριστεράς. Τα επίσημα αρχεία δείχνουν ότι το 1918 η Κ.Ε. των μπολσεβίκων δεν είχε ακόμη στη διάθεσή της ούτε καταλόγους των μελών του κόμματος. Μεσολαβούσαν μέρες μέχρι να φτάσουν οι αποφάσεις του κομματικού «κέντρου» (πολύ περισσότερο που ο Λένιν ή άλλα στελέχη «καθοδηγούσαν» συχνά εξόριστοι σε άλλες χώρες) σε άλλες πόλεις, πόσο μάλλον σε απομακρυσμένες περιοχές της αχανούς Ρωσίας, κάτι που αναγκαστικά ενθάρρυνε την πρωτοβουλία των τοπικών κι εργοστασιακών οργανώσεων.17

Από το Μάρτιο του 1917 και μετά, η οργάνωση των Μπολσεβίκων περιλάμβανε στους κόλπους της δεξιές, κεντρώες και αριστερές συγκροτημένες τάσεις. Μέσα στις συνθήκες παρανομίας η Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων ήταν απλώς ανήμπορη να ελέγξει τα τυπικά κατώτερα κλιμάκια του κόμματος και συχνά τα ακολουθούσε. Οι ιεραρχικά κατώτερες οργανώσεις ήταν σχετικά ελεύθερες να διαμορφώνουν τον πολιτικό τους λόγο και την τακτική τους. Αυτή η τεράστια ευαισθησία απέναντι στις ανάγκες και στους πόθους των «από κάτω» συνέβαλε στην γιγάντωση του κόμματος με τα δεκάδες χιλιάδες νέα μέλη στις γραμμές του και αντίστροφα η γιγάντωση αυτή τροφοδοτούσε τον ριζοσπαστικές τάσεις και κόντραρε τις συντηρητικές τάσεις της ηγεσίας.15

Σε αντίθεση με την (αστική και σταλινική) μυθολογία, κεντρικό χαρακτηριστικό για την επιτυχία των Μπολσεβίκων ήταν το πιο δημοκρατικό κόμμα στην ιστορία. Ο περίφημος συγκεντρωτισμός του κόμματος του Λένιν δεν σήμαινε επιβολή από τα πάνω προς τα κάτω, αντίθετα ήταν προϋπόθεση για κοινή δράση,  ανάπτυξη των πρωτοβουλιών και ανεξαρτησία των μελών του κόμματος.5

Η ανοιχτή δημοκρατική, ανεκτική και αποκεντρωμένη δομή του κόμματος έπαιξε κεντρικό ρόλο στη νίκη της επανάστασης, η ανοχή στις αποκλίνουσες θεωρητικές απόψεις που άφηνε έναν σημαντικό βαθμό πρωτοβουλίας και ανεξαρτησίας τακτικής, η συνεχής αλληλεπίδραση των μελών του κόμματος σε όλα τα επίπεδα με τους βιομηχανικούς εργάτες, τους στρατιώτες και τους ναύτες, η προσαρμοστικότητά του στις κυρίαρχες λαϊκές διαθέσεις, συνέβαλαν αποδεδειγμένα στην νίκη.8,15

Η πειθαρχία και ο συγκεντρωτισμός είχαν να κάνουν με την υπευθυνότητα του κόμματος απέναντι στην τάξη και δεν είχαν να  κάνουν σε τίποτα με αυταρχικές συμπεριφορές της ηγεσίας απέναντι στα μέλη, αντίθετα η ηγεσία προσαρμοζόταν στην αυτενέργεια των μελών που με τη σειρά της προσαρμοζόταν στην αυτενέργεια της τάξης.

Οι Μπολσεβίκοι «διδάσκονταν» από την εργατική τάξη σε ό,τι αφορά την τακτική, τα συνθήματα,  το πρόγραμμα και προσάρμοζαν τις απόψεις τους στην κίνηση της τάξης. Τα μεσαία στελέχη τους δέχονταν την πίεση της κομματικής βάσης και της τάξης, ευθυγραμμίζοντας μαζί της και έτσι ήταν εφικτό συχνά να επιβάλλουν γραμμή στην ηγεσία. Τον Φλεβάρη του 1917 οι αγω­νι­στές Μπολ­σε­βί­κοι έπαι­ξαν πράγματι κρί­σι­μο ρόλο όλες τις μέρες της επα­νά­στα­σης, αλλά σε διάσταση με την ηγε­σία τους. Ακόμη και μετά την απερ­γία της 23ης Φλε­βά­ρη, τμήμα της ηγεσίας ισχυριζόταν ότι είναι πρό­ω­ρο να κα­λε­στεί γε­νι­κή απερ­γία. Το κομματικό Γρα­φείο αρ­νή­θη­κε τα αι­τή­μα­τα για εξο­πλι­σμό των ερ­γα­τών για τις επι­κεί­με­νες μάχες. Οι πιο πολ­λές πρω­το­βου­λί­ες έρ­χο­νταν από τα στελέχη-συνδικαλιστές ων εργοστασίων του Βί­μποργκ, είτε από τις απλές εργάτριες του κόμματος -ιδιαί­τε­ρα στις 23/2.Όταν το Σο­βιέτ της Πε­τρού­πο­λης πα­ρέ­δω­σε την πο­λι­τι­κή εξου­σία στην μπουρ­ζουα­ζία στη 1 Μάρτη, ούτε ένας Μπολ­σε­βί­κος από τους έντε­κα στην εκτε­λε­στι­κή επι­τρο­πή δεν αντι­τά­χθη­κε. Μπολσεβίκοι ήταν οι εργάτες που πήραν την πρωτοβουλία απεργιών για το 8ωρο,  Μπολσεβίκοι οι φαντάροι πρωτοστατούσαν στις συλλήψεις τσαρικών αξιωματούχων. Στις 5 Μάρτη, η Επι­τρο­πή Πε­τρού­πο­λης (η κομματική ηγεσία των Μπολσεβίκων στην πόλη) υπο­στή­ρι­ξε την έκ­κλη­ση του σο­βιέτ στους ερ­γά­τες να επι­στρέ­ψουν στις δου­λειές τους, έστω κι αν το οχτά­ω­ρο, ένα από τα κύρια αι­τή­μα­τα του επα­να­στα­τι­κού κι­νή­ματος, δεν είχε ακόμη νομοθετηθεί. Ωστόσο οι απεργοί της βάσης και τα συνδικαλιστές μπολσεβίκοι συνέχιζαν την απεργία επιβάλλοντας τη διόρθωση της «γραμμής».1

Το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!» δεν προέκυψε από το κεφάλι του Λένιν, αλλά ο ίδιος το είδε σε κάποιο πανό εργατικής διαδήλωσης και το ανέδειξε.2

Τον Μάη του 1917, από τους 40 μπολσεβίκους στη συνεδρίαση του Σοβιέτ της Πετρούπολης, μόνο οι 19 σήκωσαν το χέρι για να καταψηφίσουν την συμμετοχή αστών στην προσωρινή κυβέρνηση, παρά τις αποφάσεις του Απρίλη.

Στην εξέγερση του Ιουλίου της Πετρούπολης η ηγεσία πίστευε ότι τα μέλη και η τάξη κάνουν «λάθος». Τα μέλη πήγαν κόντρα στη «γραμμή», το κομματικό Γραφείο πόλης (Επιτροπή Πετρούπολης) και η Στρατιωτική Οργάνωση (στρατιωτική κίνηση των Μπολσεβίκων) πρωταγωνίστησαν στην εξέγερση. Η ηγεσία του κόμματος υποτάχθηκε και μπήκε επικεφαλής τους.8,15,18

Το ίδιο το διάσημο το «Κρά­τος και Επα­νά­στα­ση», που σήμερα θεωρείται κορυφαίο θεωρητικό έργο του Λένιν που επιχειρηματολογεί υπέρ της εργατικής εξουσίας και κατά των συμβιβασμών με την αστική τάξη απέναντι στους ρεφορμιστές αλλά και τους αναρχικούς, γράφτηκε το καλοκαίρι του 1917 αλλά δεν έπαι­ξε κα­νέ­να ρόλο στο κόμμα, καθώς εκ­δό­θη­κε το 1918.19

Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της υπερτίμησης του ρόλου της «φωτισμένης ηγεσίας» είναι η απάντηση εργατών και αγροτών στην απόπειρα πραξικοπήματος από τον Κορνίλοφ (26-29 Αυγούστου). Το πραξικόπημα κατέρρευσε χωρίς να πέσει πυροβολισμός. Ο Λένιν κρυβόταν στην Φινλανδία. Η επιστολή του προς την ΚΕ για την αλλαγή τακτικής των Μπολσεβίκων  (που  καλούσε ουσιαστικά σε συνεργασία με Μενσεβίκους-Εσέρους, στο να ασκηθεί πίεση στην Προσωρινή Κυβέρνηση με επιμέρους αιτήματα όπως να εξοπλίσει  τους εργάτες, να νομοθετήσει το πέρασμα της γης στους αγρότες και τον εργατικό έλεγχο στα εργοστάσια, αποσύροντας από την πρώτη γραμμή το αίτημα ανατροπής της) γράφτηκε στις 30/8 αλλά έφτασε αρχές Σεπτέμβρη στο κόμμα. Κι όμως οι σύντροφοί του την είχαν ήδη υλοποιήσει τσακίζοντας το πραξικόπημα. Αυτό έδειχνε ταυτόχρονα πόσο ριζωμένο, εκπαιδευμένο και προσηλωμένο στα συμφέροντα της τάξης ήταν το κόμμα των Μπολσεβίκων- η ταύτιση με την κίνηση της τάξης οδηγούσε στην «ομογενοποίηση της ηγεσίας» προς τη σωστή κατεύθυνση και αυτό της προσέδιδε κύρος.8

Ο Σερζ σχολίαζε πως τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη η χρήση όπλων διδασκόταν σε 79 εργοστάσια της Πετρούπολης και η Κόκκινη Φρουρά είχε 20.000 στην Πετρούπολη. Η στρατιωτική υπηρεσία εκτελούταν εκ περιτροπής, όπου ανά πάσα στιγμή τα δυο τρίτα των εργατών έκαναν τη δουλειά τους στο εργοστάσιο και το ένα τρίτο ήταν σκοπιά. Αυτές οι πρωτοβουλίες των εργατών δεν υλοποιούσαν «γραμμή Λένιν» χωρίς να τον έχουν διαβάσει: Ο Λένιν από τις 7 Μάρτη του 1917 έγραφε επιστολή καλώντας τους εργάτες να δημιουργήσουν προλεταριακές πολιτοφυλακές. Η ΚΕ των Μπολσεβίκων δεν είχε επιτρέψει τη δημοσίευση της και δημοσιεύτηκε πολύ αργότερα ως ιστορικό ντοκουμέντο.4

Άνθρωποι σαν τον Τρότσκι, τον Μπουμπνόφ, τον Σοκόλνικοφ, τον Σβερντλόφ όπως και άλλες ηγετικές προσωπικότητες, βρίσκονταν σε καθημερινή επαφή με εργάτες και στρατιώτες και είχαν μια ρεαλιστική εικόνα για τη διάθεση των μαζών.8

Χαρακτηριστικό της εσωκομματικής δημοκρατίας ήταν και οι ταλαντεύσεις ηγετικού τμήματος τον Οκτώβρη του 1917. Οι εσωκομματικές αντιπαραθέσεις όχι μόνο δεν άρθηκαν τον Οκτώβρη αλλά έφτασαν να λειτουργούν προς όφελος της αντεπανάστασης, όταν Κάμενεφ και Ζινόβιεφ διέδωσαν στον αστικό τύπο το σχέδιο της Μπολσεβίκικης ηγεσίας για εξέγερση και την ημερομηνία της. Στη Μόσχα οι δισταγμοί της τοπικής ηγεσίας είχαν ως απόρροια την αιματηρή παράταση της εξέγερσης για οχτώ μέρες. Ακόμα και στις 3 Νοέμβρη, μετά τη νικηφόρα εξέγερση, οι Κάμενεφ, Ζινόβιεφ και άλλα στελέχη πρώτης γραμμής καταψήφιζαν την πρόταση της σοβιετικής ΚΕΕ για συγκρότηση επαναστατικής κυβέρνησης και την κατάγγελλαν δημόσια ως καταστροφικά σεχταριστική. Όλοι τους  διατήρησαν τις θέσεις τους στο κόμμα και την κυβέρνηση. Αυτά τα χαρακτηριστικά εκτόνωναν τις κρίσεις κι ενθάρρυναν τα μέλη να διορθώνουν τις ηγεσίες τους.11

Φωτισμένη ηγεσία και …«Λένιν μεγαλοδύναμε»;

Καμία σχέση επίσης με την παντοδυναμία και το αλάνθαστο του ηγέτη:Σε αρκετές περιπτώσεις, τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο, ο Λένιν έβγαλε “ντιρεκτίβες” που, αν εφαρμόζονταν κατά γράμμα, θα απέβαιναν πιθανότατα ολέθριες.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, κομματικά όργανα και μπολσεβίκοι ηγέτες, απόλυτα συντονισμένοι στην ταχύτατα μεταβαλλόμενη πολιτική πραγματικότητα και στις λαϊκές διαθέσεις, είτε απέρριψαν τις εντολές του Λένιν είτε τις προσάρμοσαν ώστε να ταιριάζουν στην επικρατούσα κατάσταση.15 Μετά την εξέγερση του Ιουλίου, ο Λένιν πρότεινε την απόσυρση του συνθήματος «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!» Όπως παραδέχθηκε αργότερα, έκανε λάθος.2 Ευτυχώς, οι υπόλοιποι κομματικοί ηγέτες διατήρησαν το σύνθημα και αυτό λειτούργησε προς όφελος των Μπολσεβίκων το φθινόπωρο, όταν το σοβιετικό σύστημα τροφοδοτήθηκε με νέες δυνάμεις.15

Κατώτερα στελέχη του κόμματος αμφισβητούσαν ανοιχτά τις θέσεις του Λένιν βάζοντάς τον ακόμα και στη θέση της μειοψηφίας αρκετές φορές, ακόμα και σε κρίσιμες στιγμές8,20 Ενώ ο Λένιν τον Απρίλιο ή τον Σεπτέμβριο δεν άρχισε να μοιράζει ντιρεκτίβες και να συνωμοτεί για να ξηλώσει την συντηρητική ηγεσία των Μπολσεβίκων αλλά προσπάθησε να κερδίσει η δική του επιχειρηματολογία στη βάση του κόμματος χωρίς κανένας να τον κατηγορεί ότι λειτουργούσε αντικομματικά. Το Απρίλη και τον Σεπτέμβρη ο Λένιν διαπίστωνε ξανά και ξανά πως οι μάζες βρίσκονται στα αριστερά του κόμματος κι απευθυνόταν στην κομματική βάση όχι για προσωπικό όφελος αλλά για να ευθυγραμμίσει την ηγεσία με τη βάση. Όλη η ηγεσία και όλο το κόμμα είχε σφυρηλατηθεί σε αυτού του είδους τη λειτουργία. Η πειθαρχία του κόμματος απέναντι στην τάξη έμπαινε πάνω από την πειθαρχία στην όποια ηγεσία. Αυτό το χαρακτηριστικό ήταν που έσωνε την τιμή των Μπολσεβίκων ως επαναστατικό κόμμα, διορθώνοντας λάθος και συντηρητικές συμπεριφορές.5,7

Τελικά το κοινό σημείο αφετηρίας για τόσο για την ηγεσία όσο και τη βάση ήταν η πολιτική ανεξαρτησία και ο ηγετικός ρόλος της εργατικής τάξης. Τα υπόλοιπα τα έλυσε η πραγματικότητα, από την οποία οι μπολσεβίκοι ήταν διαμορφωμένοι να διδάσκονται.21

Με την ηγεσία άλλωστε να κρύβεται, να είναι στην παρανομία, να έχει συλληφθεί ή να βρίσκεται εξόριστη, φαίνεται ότι τα δίκτυα και οργανώσεις επαναστατών ανά περιοχή και ανά εργοστάσιο που συνδέονταν τόσο με τις διαθέσεις των μαζών όσο και με το κόμμα έπαιξαν τον κεντρικό ρόλο στην επανάσταση. Αυτός ήταν ο λόγος που μπορούσε γρήγορα και δημοκρατικά το κόμμα να επιβάλλει γραμμή στην ηγεσία, να ανατρέπει αποφάσεις της, να κερδίζει ο Λένιν την πλειοψηφία σε κρίσιμα σημεία όπως με τις Θέσεις του Απρίλη κλπ.22

Ο Λένιν αποδείχθηκε ικανός ηγέτης ΕΠΕΙΔΗ ήταν μέλος μιας ομάδας που διόρθωνε τις ατομικές παρανοήσεις. Το κόμμα δεν ήταν ενιαίο επειδή διέθετε έναν μεγάλο ηγέτη- μάλλον περισσότερο ο Λένιν ήταν σοβαρός ηγέτης επειδή το κόμμα του ήταν ενωμένο γύρω από τη βασική στρατηγική της ταξικής ανεξαρτησίας της εργατικής τάξης και της σοσιαλιστικής στρατηγικής.2

Η ανεξάρτητη σκέψη, ο δημόσιος και συντροφικός διάλογος και εσωκομματική αντιπαράθεση, η τοποθέτηση των συμφερόντων της τάξης πάνω από αυτά του κόμματος,  η έλλειψη αρχηγισμού με την πιο ουσιαστική έννοια- ότι οι εργάτ(ρι)ες του κόμματος μέσα από τη συμμετοχή τους στην ταξική πάλη μπορούσαν όχι μόνο να αναιρούν τη «γραμμή» της ηγεσίας αλλά και να της επιβάλλουν γραμμή, η διάθεση άφθονου στις μειοψηφίες, η ενθάρρυνση της πρωτοβουλίας και της αυτενέργειας, η βαθιά σχέση με την τάξη και η ταύτιση με τις καλύτερες διαθέσεις της, η προσήλωση στην ανεξαρτησία της εργατικής τάξης και στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού,  η απόρριψη κάθε συνεργασίας με τα αφεντικά και η αντιπαράθεση πάνω σε αυτό το ζήτημα με τον ρεφορμισμό, είναι στοιχεία που συνέβαλαν καθοριστικά στη νίκη του 1917 και στοιχεία που σίγουρα πρέπει να κρατήσουν οι επαναστατικές οργανώσεις του σήμερα, όσες φιλοδοξούν να γίνουν οι Μπολσεβίκοι των επόμενων επαναστατικών εξάρσεων της ιστορίας.

 

 

  1. Κέβιν Μέρφι https://rproject.gr/article/i-istoria-tis-fevroyarianis-epanastasis
  2. Λαρς Λι,  https://jacobinmag.com/2017/05/russian-revolution-power-soviets-bolsheviks-lenin-provisional-government
  3. Chris Harman, Party and Class(Winter 1968/69), Marxists Internet Archive
  4. Βίκτορ Σέρζ, ΕΤΟΣ 1 της Ρώσικης Επανάστασης
  5. Τζον Μόλινιου, ο Μαρξισμός και το Κόμμα
  6. Λαρς Λι, https://rproject.gr/article/oli-i-exoysia-sta-soviet-i-viografia-enos-synthimatos
  7. Φιλ Γκάσπερ, https://rproject.gr/article/xanaanakalyptontas-ton-lenin
  8. Αλεξάντερ Ραμπίνοβιτς – Η άνοδος των Μπολσεβίκων στην Εξουσία
  9. Ντάνκαν Χάλας, Για το επαναστατικό σοσιαλιστικό κόμμα, περιοδικό Διεθνιστική Αριστερά, τεύχος 1
  10. Μαρία Μπόλαρη Διεθνιστική Αριστερά, τεύχος 3, Κίνημα και Κόμμα, Επαναστατικό Κόμμα κι Ενιαίο Μέτωπο
  11. Βασίλης Μορέλλας, Οκτώβρης 1917-Η εξέγερση που άλλαξε την Ιστορία, kokkinot.9, fthinoporo 1917
  12. Τοντ Κρέτιεν https://rproject.gr/article/prin-apo-ton-flevari
  13. Τζον Μόλινιου, Για την εσωκομματική Δημοκρατία, Διεθνιστική Αριστερά τεύχος 18
  14. Ντανιέλ Γκαϊντο, https://rproject.gr/article/oi-meres-toy-ioyli
  15. Αλεξάντερ Ραμπίνοβιτς, https://rproject.gr/article/pos-nikisan-oi-mpolsevikoi
  16. Νταβίντ Μαντέλ, Εργοστασιακές Επιτροπές και εργατικός έλεγχος στην Πετρούπολη το 1917
  17. Αντώνης Νταβανέλος, Διεθνιστική Αριστερά, τέυχος 13 , 90 χρόνια μετά
  18. Άχμεντ Σόκι, Η Ρώσικη Επανάσταση, Διεθνιστική Αριστερά τεύχος 13
  19. Λαρς Λι, https://rproject.gr/article/oli-i-exoysia-sta-soviet-i-viografia-enos-synthimatos
  20. Έιμι Μολντούν Η πολιορκημένη Επανάσταση, περιοδικό Κόκκινο 2017, τεύχος 7
  21. David Whitehouse, Αποτελέσματα και Προοπτικές, Διεθνιστική Αριστερά τεύχος 6
  22. Αντώνης Νταβανέλος https://rproject.gr/article/i-klironomia-toy-1917



Ο Μαρξισμός και το Κόμμα: ενότητες 1.2-1.3

Του Τζον Μόλινιου (1978)

(Μετάφραση Β.Μορέλλας)

(ενότητες 2 και 3 από το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο “Καρλ Μαρξ: τάξη και κόμμα”).

https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/index.htm

 

2.Κομμουνιστές και προλετάριοι

 

Αυτό μας φέρνει τώρα στο θεμελιώδες ζήτημα της μαρξιστικής θεωρίας του κόμματος. Οι Μαρξιστές πιστεύουν ότι η ταξική πάλη είναι ο κινητήρας της ιστορίας κι ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης πρέπει να κατακτηθεί από την εργατική τάξη την ίδια».[i] Την ίδια στιγμή, θέλουν να δημιουργήσουν ένα πολιτικό κόμμα για να εκπροσωπήσει τα ιστορικά συμφέροντα της τάξης ως όλον. Ποια είναι τότε η σχέση μεταξύ αυτού του κόμματος και της μάζας της εργατικής τάξης; Ο Μαρξ απεύθυνε στον εαυτό του αυτό το ερώτημα στο μέρος του Κομμουνιστικού Μανιφέστου με τίτλο «Προλετάριοι και Κομμουνιστές».

 

Μέσα σε ποια σχέση αντιμετωπίζουν οι Κομμουνιστές τους προλεταρίους ως σύνολο;

Οι Κομμουνιστές δεν σχηματίζουν ένα ξεχωριστό κόμμα αντιτιθέμενο σε άλλα εργατικά κόμματα.

Δεν έχουν συμφέροντα ξεχωριστά και ανεξάρτητα από το προλεταριάτο ως σύνολο.

Δεν στοιχειοθετούν δικές τους σεκταριστικές αρχές, με τις οποίες διαμορφώνουν και διαπλάθουν το προλεταριακό κίνημα.

Οι Κομμουνιστές διακρίνονται από τα άλλα εργατικά κόμματα μόνο σε αυτό: 1. Στους εθνικούς αγώνες των προλετάριων των διαφόρων χωρών, αυτοί καταδεικνύουν και φέρνουν στο προσκήνιο τα κοινά συμφέροντα ολόκληρου του προλεταριάτου, ανεξαρτήτως εθνικότητας. 2. Στα ποικίλα στάδια ανάπτυξης από τα οποία η πάλη της εργατικής τάξης κατά της μπουρζουαζίας οφείλει να περάσει, αυτοί πάντα και παντού εκπροσωπούν τα συμφέροντα του κινήματος ως όλον.

Οι Κομμουνιστές, επομένως, αποτελούν από τη μια μεριά, πρακτικά, το πιο προχωρημένο και αποφασισμένο τμήμα των εργατικών κομμάτων κάθε χώρας, αυτό το τμήμα που ωθεί μπροστά όλα τα άλλα∙ από την άλλη μεριά, θεωρητικά, αυτοί έχουν το πλεονέκτημα πάνω από τη μεγάλη μάζα του προλεταριάτου να καταλαβαίνουν καθαρά τη γραμμή πορείας, τις συνθήκες και τα απώτατα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος.[ii]

 

Αυτές οι λίγες πυκνές και λαμπρές παράγραφοι εμπεριέχουν και το σπέρμα της λύσης στο πρόβλημα της σχέσης κόμμα/τάξη και μια σειρά αδρών κατευθυντήριων γραμμών που έχουν διαμορφώσει την πρακτική του μαρξιστικού κινήματος ως τη σημερινή μέρα. Πρώτα απ’όλα, απολύτως αποκλεισμένη είναι η συνωμοσιολογική οπτική του ρόλου του κόμματος ως μια μικρή ομάδα τυχοδιωκτών που δρουν για λογαριασμό της τάξης, μα χώρια από αυτήν. Επίσης αποκλεισμένη είναι η αυταρχική οπτική ενός κόμματος που υποβάλλει διαταγές από τα πάνω για να υπακούσουν οι ουσιαστικά παθητικές μάζες, όπως και η αμιγώς προπαγανδιστική οπτική μιας σέκτας που μονάχα κηρύσσει τα δόγματά της μέχρι να κερδηθεί ο υπόλοιπος κόσμος. Στέρεα εδραιωμένη είναι η έννοια της ηγεσίας που κερδίζεται στη βάση της επίδοσης στην ταξική πάλη στην υπηρεσία της εργατικής τάξης και η αρχή της ανόρθωσης, μέσα στους καθημερινούς οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες των εργατών, των συνολικών στόχων του κινήματος. Προμηνυόμενες σε αυτές τις γραμμές είναι η μαρξιστική στρατηγική του ενιαίου μετώπου,[iii] η πολιτική της δουλειάς μέσα στα συνδικάτα αναγνωρίζοντας τους περιορισμούς του συνδικαλισμού και η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων ενώ πασχίζεις να προχωρήσεις πέρα από την αστική δημοκρατία.

Αλλά, παρ’ όλη τη σημασία της, η διατύπωση του Μαρξ περιέχει ορισμένους περιορισμούς και κενά. Είναι γραμμένη με υψηλό βαθμό γενικότητας και πουθενά δεν πραγματεύεται συγκεκριμένα την οργανωτική μορφή που έχουν να υιοθετήσουν οι κομμουνιστές. Πράγματι, δεν περιέχει καμία ξεκάθαρη υπόδειξη του τι εννοείται ως κόμμα. Αυτή η πρωταρχική ανακρίβεια κρύβεται πίσω από την μόνη πρόταση στο απόσπασμα που έχει αναιρεθεί από τα επακόλουθα γεγονότα, δηλαδή ότι «οι Κομμουνιστές δεν σχηματίζουν ένα ξεχωριστό κόμμα αντιτιθέμενο σε άλλα εργατικά κόμματα». Αυτό έχει νόημα ως μια γενική αρχή μόνο αν εκληφθεί ως σχεδόν ταυτόσημο στη σημασία του με την πρόταση ότι «αυτοί δεν έχουν συμφέροντα ξεχωριστά και ανεξάρτητα από το προλεταριάτο ως σύνολο». Ούτε και αποτελεί αυτή η ασάφεια στη χρήση της λέξης «κόμμα» μια μεμονωμένη περίπτωση περιορισμένη στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Σε όλο το έργο του ο Μαρξ χρησιμοποιεί τον όρο κόμμα με μια ποικιλία τρόπων (Ο Μόντι Τζόνστοουν έχει ταυτοποιήσει τουλάχιστον πέντε μείζονα «μοντέλα»[iv]) για να αναφερθεί σε τόσο ευρέως διαφορετικά φαινόμενα, όπως το εξαιρετικά πλατύ και χαλαρό Χαρτιστικό* κίνημα, η δική του μικρή ομάδα συνεργατών και οπαδών και ο γενικός επαναστατικός σκοπός. Γι’αυτό ο Μαρξ μπορούσε να γράφει στον Φράιλιγκραθ ότι «η [Κομμουνιστική] Ένωση, όπως η Κοινωνία των Εποχών** στο Παρίσι και μια εκατοστή άλλες εταιρείες, ήταν μόνο ένα επεισόδιο στην ιστορία του κόμματος που αναφύεται παντού αυθόρμητα από το έδαφος της σύγχρονης ιστορίας… Με τον όρο «κόμμα», εγώ καταλαβαίνω το κόμμα με την μεγάλη ιστορική σημασία της λέξης».[v] Και μπορούσε να γράφει στον Κούγκελμαν ότι η Παρισινή Κομμούνα ήταν «η πιο ένδοξη πράξη του Κόμματός μας από την εξέγερση του Ιούνη στο Παρίσι [1848]».[vi]

Εξαιτίας της ασάφειας του Μαρξ σ’αυτό το σημείο, δεν είναι δυνατό να δομήσουμε ή να αναδομήσουμε κάποια μοναδική ή συστηματική θεωρία του κόμματος με αναφορές αποσπασμένες από τα συμφραζόμενα τους. Η μόνη δυνατή διαδικασία είναι να εξετάσουμε την πραγματική εξέλιξη της πολιτικής δραστηριότητας του Μαρξ και να ερμηνεύσουμε τα ποικίλα του σχόλια για το ζήτημα του κόμματος μέσα στα ιστορικά τους πλαίσια.[vii] Κάνοντας αυτό, πρέπει να έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας ένα κεντρικό δεδομένο. Η έλλειψη ενός καθαρού ορισμού του Μαρξ για το πολιτικό κόμμα δεν είναι ούτε τυχαία ούτε προϊόν πνευματικής νωθρότητας. Περισσότερο αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι για ένα μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας του Μαρξ, πολιτικά κόμματα με τη σύγχρονη έννοια του όρου δεν υπήρχαν ακόμη, ούτε για τη μπουρζουαζία ούτε για το προλεταριάτο. Το σύγχρονο μαζικό κόμμα με σαφώς καθορισμένη την ιδιότητα του μέλους, την οργάνωση και το καταστατικό είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο. Απέκτησε υπόσταση αρχικά για να αντεπεξέλθει στην πρόκληση της καθολικής ψηφοφορίας και της πλήρως αναπτυγμένης αστικής δημοκρατίας και προϋπέθετε ένα σημαντικό δίκτυο επικοινωνιών, μέσα μαζικής ενημέρωσης και αναγνωστική ικανότητα. Πρωτύτερα, το σύγχρονο πολιτικό κόμμα δεν απαιτούταν από το σχετικά πρωτόγονο  πολιτικό σύστημα. Το μόνο απαραίτητο ήταν ή χαλαροί και ανεπίσημοι σύλλογοι βασισμένοι σε ένα δίκτυο τοπικών προσωπικοτήτων (συνήθως γαιοκτημόνων) ή διαφορετικά μικρές συναθροίσεις, σε λέσχες και σαλόνια, διανοούμενων με επιρροή. Είναι παράλογο να περιμένεις συλλήψεις του Μαρξ που πάνε πέρα από την πείρα των καιρών του. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές, καθώς είναι πολύ δυσκολότερο να κάνεις προβλέψεις στη σφαίρα των χειροπιαστών μορφών οργάνωσης απ’ότι είναι στη σφαίρα της γενικής οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

Για τον σκοπό της χαρτογράφησης της εξέλιξης της κομματικής έννοιας του Μαρξ, η πολιτική του ζωή μπορεί να διαιρεθεί κατάλληλα σε τέσσερις κύριες περιόδους: 1. 1847-1850, την περίοδο της Ένωσης Κομμουνιστών∙ 2. 1850-1864, το μεγάλο ιντερλούδιο στην ταξική πάλη∙ 3. 1864-1872, τη Διεθνή Ένωση Εργαζομένων 4. 1873 και μετά, τις αρχές της μαζικής σοσιαλδημοκρατίας.

 

3.Η Ένωση Κομμουνιστών

 

Στα 1846 οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν εγκαθιδρύσει τις Κομμουνιστικές Επιτροπές Ανταπόκρισης, με έδρα στις Βρυξέλλες και διατηρούσαν συνδέσμους σε Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία. Ήταν μέσω αυτών των επιτροπών που είχαν επαφή με την Ένωση των Δικαίων, μια διεθνή μυστική εταιρεία, απαρτισμένη κυρίως από Γερμανούς τεχνίτες. Ως το 1847 οι ηγέτες της Ένωσης είχαν κερδηθεί και οι Μαρξ και Ένγκελς καλέστηκαν να προσχωρήσουν. Σε αυτό συμφώνησαν, με τον όρο να απορριφθούν οι παλιές συνωμοτικές μορφές οργάνωσης. Η Ένωση των Δικαίων άλλαξε τότε το όνομά της σε Ένωση Κομμουνιστών και διεξήγαγε ένα αναδιοργανωτικό συνέδριο στο οποίο οι Μαρξ και Ένγκελς συμμετείχαν. Τα κύρια σημεία του συνεδρίου ήταν η επίτευξη μιας «διεξοδικά δημοκρατικής» δομής «με εκλεγμένα και άμεσα ανακλητά όργανα» και ο αγώνας κατά «κάθε λατρείας της συνωμοσίας».[viii] Οι Μαρξ και Ένγκελς πολέμησαν για μια στροφή προς την ανοιχτή προπαγάνδα κομμουνιστικών ιδεών μέσα στην εργατική τάξη. Γι’αυτό και βλέπουμε ως το 1847 την σύμπηξη ενός αριθμού ιδεών-κλειδιά για τη μαρξιστική θεωρία του κόμματος. Πρώτα, η ανάγκη του προλεταριάτου, οπουδήποτε είναι εφικτό, για μια διεθνή οργάνωση. Δεύτερο, ο δεσμός μεταξύ της ταξικής πάλης, της αυτο-απελευθέρωσης του προλεταριάτου και της ανάγκης για μια εσωτερικά δημοκρατική οργάνωση που διακηρύσσει ανοιχτά τους στόχους της.

Η Ένωση αυτοαποκαλούταν, εναλλακτικά, διεθνές σώμα και «Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας», μα στην πραγματικότητα υπήρξε πολύ αδύναμη για να είναι είτε ένας πρόδομος της Πρώτης Διεθνούς είτε ένα αυθεντικό εθνικό κόμμα. Μάλλον, με μόνο 200-300 μέλη,[ix] απλωμένα σε αρκετές χώρες, δε μπορεί να θεωρηθεί παραπάνω από έμβρυο κόμματος ή, για να δανειστούμε έναν όρο από το Παρίσι του 1968, ένα «γκρουπούσκουλο». Αρχικά η υιοθετημένη στρατηγική για τους Κομμουνιστές ήταν να δουλεύουν όσο περισσότερο γίνεται μέσα σε ήδη υπάρχοντα κινήματα διαφορετικών χωρών. Κατά συνέπεια, στη Βρετανία ο Έρνεστ Τζόουνς έδρασε μέσα στους Χαρτιστές και στη Γαλλία τα μέλη της Ένωσης εντάχθηκαν στους Σοσιαλδημοκράτες του Λεντρί-Ρολλάν και του Λουί Μπλανκ. Η αδυναμία της Ένωσης αναδείχτηκε στιγμιαία όταν εμβαπτίστηκε στον πανευρωπαϊκό ξεσηκωμό του 1848. Όπως σημειώνει ο Ένγκελς, «οι λίγες εκατοντάδες μελών της Ένωσης εξαφανίστηκαν μέσα στην πελώρια μάζα που εξακοντίστηκε ξαφνικά μέσα στο κίνημα».[x] Με αυτό δε λέμε ότι τα μέλη της Ένωσης δεν είχαν τίποτε να προσφέρουν. Αντίθετα, ως άτομα έπαιξαν ένα σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη της επανάστασης. Όπως το έθετε στον Μαρξ ο Στέφεν Μπορν, «η Ένωση έχει πάψει να υπάρχει κι ωστόσο υπάρχει παντού».[xi]

Μη έχοντας καμία βιώσιμη οργάνωση ως βάση και με μια εργατική τάξη ακόμη μικρή και πολιτικά ανώριμη σε συνδυασμό με μια ακραία επαναστατική κατάσταση, ο Μαρξ οδηγήθηκε να παρεκκλίνει κάπως από το κύριο σχήμα που διατάσσεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Αντί να παρουσιαστεί ως ξεκάθαρος υπέρμαχος της προλεταριακής επανάστασης και εκπρόσωπος ενός ανεξάρτητου κόμματος της εργατικής τάξης, ο Μαρξ υποχρεώθηκε να δράσει μέσω της Neue Rheinische Zeitung*** ως η άκρα αριστερή πτέρυγα της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, εργαζόμενος για να σπρώξει μπροστά την αστική επανάσταση ως το σημείο που οι αντιφάσεις θα άνοιγαν κάτω απ’τα πόδια της.

Ο Μαρξ είχε συνείδηση των εγγενών προβλημάτων της θέσης του και τον Απρίλη του 1849, όταν ο Γερμανικός αστικός ριζοσπαστισμός εκδήλωσε την ανικανότητά του να προχωρήσει την επανάσταση, αυτός και οι συνεργάτες του Βολφ, Σάπερ και Μπέκερ, παραιτήθηκαν από την Επιτροπή Δημοκρατικών Ενώσεων Περιοχής Ρήνου. «Κατά τη γνώμη μας», έγραψαν, «η παρούσα μορφή οργάνωσης των δημοκρατικών ενώσεων αγκαλιάζει υπερβολικά πολλά ετερογενή στοιχεία για να καταστήσει δυνατή οποιαδήποτε χρήσιμη δραστηριότητα για την προώθηση του στόχου της. Κατά τη γνώμη μας, μια στενότερη ένωση εργατικών οργανώσεων θα είναι πιο χρήσιμη επειδή αυτές οι οργανώσεις συνθέτονται από πιο ομοιογενή στοιχεία.»[xii] Από αυτό το σημείο και μετά, ο αγώνας για τον ανεξάρτητο πολιτικό οργανισμό της εργατικής τάξης έγινε κεντρικός στη θεωρία και την πρακτική του μαρξισμού.

Η ραγδαία κατάρρευση της Γερμανικής επανάστασης εμπόδισε την άμεση πρακτική υλοποίηση αυτής της προοπτικής, αλλά το φθινόπωρο του 1849 ο Μαρξ, τώρα εξόριστος στο Λονδίνο, επανίδρυσε την Κεντρική Επιτροπή της Ένωσης Κομμουνιστών και ξεκίνησε την αναδιοργάνωσή στη Γερμανία, αυτή τη φορά, από ανάγκη, ως ένα μυστικό συγκεντρωτικό κόμμα. Το Μάρτιο του 1850, στην Έκκληση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ένωση Κομμουνιστών (κοινώς γνωστή ως Η Έκκληση του Μάρτη) ο Μαρξ συνόψισε την εμπειρία αυτής της περιόδου και τα οργανωτικά μαθήματα που πρέπει να εξαχθούν από αυτή:

 

Την ίδια στιγμή, η προηγούμενη σταθερή οργάνωση της Ένωσης ατόνησε αισθητά. Ένα μεγάλο τμήμα μελών που συμμετείχαν άμεσα στο επαναστατικό κίνημα πίστεψαν ότι ο καιρός για μυστικές εταιρείες έχει παρέλθει και οι δημόσιες δράσεις από μόνες τους αρκούν. Οι μεμονωμένοι κύκλοι και κοινότητες άφησαν τις συνδέσεις τους με την Κεντρική Επιτροπή να χαλαρώσουν και να ναρκωθούν. Ως επακόλουθο, ενώ το δημοκρατικό κόμμα, το κόμμα της μικροαστικής τάξης, οργανωνόταν όλο και περισσότερο στη Γερμανία, το εργατικό κόμμα έχασε τη μόνη σταθερή του βάση, παρέμεινε οργανωμένο, στην καλύτερη, σε ξεχωριστές τοποθεσίες για τοπικούς σκοπούς και γι’αυτό στο γενικό κίνημα ήλθε τελείως κάτω από κυριαρχία και ηγεσία των μικροαστών δημοκρατών. Ένα τέλος πρέπει να μπει σε αυτήν την κατάσταση πραγμάτων, η ανεξαρτησία των εργατών πρέπει να ανακτηθεί…

Αναδιοργάνωση μπορεί μόνο να εφαρμοστεί από έναν απεσταλμένο και η Κεντρική Επιτροπή θεωρεί εξαιρετικά σημαντικό ο απεσταλμένος να φύγει ακριβώς τη στιγμή που μια νέα επανάσταση επίκειται, όταν, επομένως, το εργατικό κόμμα θα πρέπει να ενεργήσει με τον πιο οργανωμένο, ομόθυμο και ανεξάρτητο τρόπο που είναι δυνατός, αν δεν προορίζεται ξανά να χρησιμοποιηθεί  και να συρθεί από τη μπουρζουαζία όπως το 1848.[xiii]

 

Από ορισμένες πλευρές, είναι στην Έκκληση του Μάρτη που ο Μαρξ κάνει την πλησιέστερη προσέγγισή του στην ιδέα του Λένιν για ένα κόμμα πρωτοπορίας (αν και βέβαια υπάρχουν ακόμη μείζονες διαφορές). Το κλειδί σε αυτές τις οργανωτικές προτάσεις είναι ότι αποτελούν το προϊόν της πιο άμεσης ανάμειξης σε επαναστατική δράση που ο Μαρξ θα βίωνε ποτέ και ότι είναι σχεδιασμένες ως οδηγός δράσης σε μια κατάσταση στην οποία υποτίθεται ότι «μια νέα επανάσταση επίκειται». Το σχέδιο σύσφιξης της οργάνωσης της Ένωσης και ενδυνάμωσης της ανεξαρτησίας της δεν στέκεται μόνο του ως μια απομονωμένη οργανωτική μηχανή, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας προοπτικής δυναμικής επαναστατικής δράσης, στην οποία η εργατική τάξη προορίζεται να αναλάβει την ηγεσία μέσα στην δημοκρατική επανάσταση και να την ωθήσει σε μια σοσιαλιστική κατεύθυνση.

 

Δίπλα στις νέες επίσημες κυβερνήσεις πρέπει να εγκαθιδρύσουν ταυτόχρονα τις δικές τους εργατικές κυβερνήσεις, είτε με τη μορφή των κοινοτικών επιτροπών και κοινοτικών συμβουλίων, είτε με τη μορφή εργατικών λεσχών ή εργατικών επιτροπών… Όπλα και πολεμοφόδια δεν πρέπει να παραδοθούν με καμία πρόφαση∙ κάθε απόπειρα αφοπλισμού πρέπει να εξουδετερωθεί, αν χρειάζεται και με βία. Καταστροφή της επιρροής των αστών δημοκρατών στους εργάτες, άμεση ανεξάρτητη και ένοπλη οργάνωση των εργατών και επιβολή όρων, όσο πιο δύσκολων και εκχωρητικών γίνεται, πάνω στην αναπόφευκτη στιγμιαία κυριαρχία της αστικής δημοκρατίας -αυτά είναι τα κύρια σημεία που το προλεταριάτο και άρα η Ένωση πρέπει να κρατήσει υπόψη κατά τη διάρκεια και μετά από την επερχόμενη εξέγερση.[xiv]

 

Γι’αυτό η ομοιότητα σε αυτό το σημείο μεταξύ της έννοιας του κόμματος του Μαρξ και του Λένιν πενήντα ή περισσότερα χρόνια μετά, προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τις αντιστοιχίες στις καταστάσεις τους. Δεν είναι σύμπτωση που από την Έκκληση του Μάρτη ο Τρότσκι άντλησε την θεωρία του της «διαρκούς επανάστασης» και τα γραπτά των Μαρξ και Ένγκελς αυτής της περιόδου ο Λένιν μνημονεύει συχνά όταν ψάχνει στήριξη σε κείμενα για τις Μπολσεβίκικες τακτικές στις δυο Ρώσικες Επαναστάσεις.

Αλλά ο Μαρξ ποτέ δεν μετέτρεψε σε φετίχ κάποια ιδιαίτερη οργανωτική μορφή ή, πραγματικά, κάποιο ιδιαίτερο κόμμα. Καθώς άλλαζαν οι συνθήκες, έτσι άλλαζε και η στάση του. Κατά συνέπεια, όταν, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1850, έγινε ξεκάθαρο πως η προοπτική πάνω στην οποία τα οργανωτικά σχέδια βασίζονταν ήταν λάθος και πως δε θα υπήρχε κανένα πρώιμο ξέσπασμα της επανάστασης, ο Μαρξ αστραπιαία εγκατέλειψε τις προτάσεις του. Σχεδόν αναπόφευκτα, αυτό οδήγησε σε διάσπαση στην Κεντρική Επιτροπή της Ένωσης μεταξύ εκείνων που αναγνώρισαν την άμπωτη του επαναστατικού κύματος και εκείνων που αρνούνταν να αντικρίσουν την πραγματικότητα. Η τελευταία φράξια, καθοδηγούμενη από τους Βίλιτς και Σάπερ, επεδίωκε να επισπεύσει τεχνητά την επανάσταση και αναμίχθηκε σε κάθε είδους τυχοδιωκτικές μηχανορραφίες εκπατρισθέντων, όπως μια συνομωσία για ένοπλη εισβολή στη Γερμανία. Αυτή η διάσπαση έβαλε ουσιαστικά τέλος στην Ένωση των Κομμουνιστών ως οργάνωση με κάποιο νόημα και παρόλο που έγινε μια προσπάθεια να σωθεί μεταφέροντας την Κεντρική Επιτροπή στην Κολωνία, ο Μαρξ σύντομα παραιτήθηκε και λίγο αργότερα η ίδια η Ένωση διαλύθηκε.

* Χαρτιστικό κίνημα: Από το 1838,  πολιτικοκοινωνικό κίνημα, με εργατική βάση και μικροαστική στήριξη, που περιγράφεται από τον Ένγκελς ως το «πρώτο εργατικό κόμμα της εποχής μας». Στη «Χάρτα του Λαού» του διεκδικούσε πολιτικά δικαιώματα (καθολική, μυστική και ισότιμη ψήφο για όλους τους άνδρες, δικαίωμα εκλέγεσθαι για όλους, μισθό για τους βουλευτές, εκλογές κάθε χρόνο), αλλά αυθόρμητα συνδυάστηκε και με αγώνες κατά της ακραίας καταπίεσης κι εκμετάλλευσης της αγγλικής εργατικής τάξης. Κατέρρευσε για εσωτερικούς λόγους την πέμπτη δεκαετία του αιώνα, αλλά η βιομηχανική άνθηση ικανοποίησε τα περισσότερα αιτήματά του μετά το 1867.

** Κοινωνία (ή Εταιρεία) των Εποχών: Συνωμοτική οργάνωση λίγων εκατοντάδων μελών που επιχείρησε αποτυχημένο πραξικόπημα στο Παρίσι το Μάη του 1839. Πρωτεργάτες οι Μπλανκί, Μπαρμπέ, Ρασπάγ και Μαρτέν-Μπερνάρ.

*** «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου», καθημερινό φύλλο που άρχισαν να εκδίδουν οι Μαρξ και Ένγκελς τον Ιούνη του 1848 στην Κολωνία, όπου ήταν χαλαρότερη η λογοκριτική νομοθεσία. Με την καταστολή του επαναστατικού κινήματος, την απαγόρευσαν το Μάη του 1849, ενώ είχε 6000 συνδρομητές, πολύ μεγάλο για την εποχή νούμερο.

[i] «Προσωρινοί Κανονισμοί της Πρώτης Διεθνούς», στο Ντ. Φερνμπαχ (συντ.), Καρλ Μαρξ: Η Πρώτη Διεθνής και Μετά, Λονδίνο 1974, σ.82.

[ii] Μαρξ και Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο.π. σ.72.

[iii] Ο Τρότσκι θα αναφερόταν σε αυτό το χωρίο όταν θα υποστήριζε τη θέση του για ενιαίο μέτωπο κατά του φασισμού στη Γερμανία. Βλέπε Κεφάλαιο 5 παρακάτω.

[iv] Μόντι Τζόνστοουν, «Μαρξ και Ένγκελς και η Έννοια του Κόμματος», Σοσιαλιστικό Μητρώο (Socialist Register), 1967, σ.122.

[v] Μαρξ στον Φράιλιγκραθ (1860), παρατίθεται στο Ντ.ΜακΛίλλαν, Η Σκέψη του Καρλ Μαρξ, ο.π. σ.169.

[vi] Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένη Αλληλογραφία, Μόσχα 1965, σ. 263

[vii] Αυτό μου φαίνεται ως η γενικά πιο επιθυμητή διαδικασία, ακόμη κι αν δεν ήταν, όπως στην περίπτωση του Μαρξ, η μόνη εφικτή.

[viii] Ένγκελς, «Για την Ιστορία της Κομμουνιστικής Διεθνούς», στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.ΙΙ, Μόσχα 1962, σ.348.

[ix] Ο αριθμός είναι παρμένος από τον Μόντι Τζόνστοουν, ο.π.

[x] Ένγκελς, «Ο Μαρξ και η Neue Rheinische Zeitung“, στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.ΙΙ, ο.π. σ.330.

[xi] Παρατίθεται στο Φραντς Μέρινγκ, Καρλ Μαρξ, Λονδίνο 1966, σ.155.

[xii] Παρατίθεται στο ίδιο σ.185-86.

[xiii] Μαρξ, «Η Έκκληση του Μάρτη», στο Μαρξ και Ένγκελς, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.Ι, ο.π. σ.106-107.

[xiv] στο ίδιο, σ.112.




O Mαρξισμός και το Κόμμα (1978)-Εισαγωγή και Ενότητα 1.1

Του Τζον Μόλινιου

Μετάφραση: Βασίλης Μορέλλας

(Εισαγωγή και ενότητα 1 από το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο “Καρλ Μαρξ: τάξη και κόμμα”).

https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/index.htm

Εισαγωγή

Αυτό το βιβλίο γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και όπως κάθε άλλο έργο, φέρει το στίγμα των καιρών του. Οι αρχές του ’70 στη Βρετανία ήταν χρόνια μαζικής και σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένης πάλης της εργατικής τάξης: κορυφώσεις ήταν η συντριβή του Νόμου Βιομηχανικών Σχέσεων της κυβέρνησης των Τόρις από τους λιμενεργάτες και τους μηχανουργούς, το σπάσιμο του παγώματος μισθών από τους εργάτες των ορυχείων στα 1972 και τέλος, η ανατροπή της κυβέρνησης των Τόρις του Έντουαρντ Χιθ από την απεργία των ορυχείων του 1974. Υπήρξαν ήττες, φυσικά, αλλά γενικά η εικόνα έδειχνε μια ανοδική κίνηση της εργατικής τάξης.

Διεθνώς επίσης υπήρχε έδαφος για σημαντική αισιοδοξία. Η υπέροχη χρονιά του 1968 ήταν ακόμη σχετικά φρέσκια στο μυαλό μας, με την επίθεση του Τετ στο Βιετνάμ, τα δραματικά γεγονότα του Μάη στη Γαλλία, την παγκόσμια εξάπλωση της φοιτητικής εξέγερσης και τις διαδηλώσεις των μαύρων στις πόλεις της Αμερικής. Επιπρόσθετα, το 1968 ακολουθήθηκε από το «καυτό καλοκαίρι» των Ιταλών εργατών το 1969, την συντριπτική ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και την Πορτογαλική Επανάσταση με τις πολλές της συνέπειες στην Αφρική το 1974. Άλλη μια φορά υπήρχαν ήττες, αλλά συνολικά φαινόταν ότι η παγκόσμια επαναστατική διαδικασία κέρδιζε έδαφος.

Συγκεκριμένα έμοιαζε πως οι δυνάμεις του αυθεντικού επαναστατικού Μαρξισμού άρχιζαν επιτέλους να επανακάμπτουν από το εξώτερο περιθώριο της πολιτικής ζωής, στο οποίο είχαν παραδοθεί από τον καιρό της ανόδου του Σταλινισμού τη δεκαετία του 1920. Στη Βρετανία οι Διεθνείς Σοσιαλιστές (τώρα το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα) είχαν μεταμορφώσει εαυτούς από μικροσκοπική προπαγανδιστική ομάδα κάνα δυο εκατοντάδων ανθρώπων σε ένα βιώσιμο μικρο-κόμμα αρκετών χιλιάδων με μια μικρή μα σοβαρή βάση στην εργατική τάξη. Στην Ευρώπη υπήρχε ένας αριθμός από ελπιδοφόρες ομάδες παρόμοιου ή μεγαλύτερου μεγέθους που, ενώ η πολιτική τους ήταν κατά τι συγκεχυμένη (η επιρροή του Μαοϊσμού ήταν ισχυρή), ήταν ωστόσο καθαρά επαναστατικές και είχαν σαφή προσανατολισμό προς την εργατική τάξη. Όπως το έβαζε το Ο Μαρξισμός και το Κόμμα, υπήρξε «σε πολλές χώρες ανάδυση ευμεγέθων οργανώσεων (όχι μαζικών κομμάτων, αλλά αρκετά μεγάλων για να συνιστούν ένα σοβαρό ξεκίνημα) με το στόχο το χτίσιμο ενός επαναστατικού κόμματος».

Η προοπτική που αποτελεί τη βάση του Ο Μαρξισμός και το Κόμμα ήταν ότι αυτές οι τάσεις θα συνέχιζαν κι ότι γερά επαναστατικά κόμματα θα μεγάλωναν και θ’αναπτύσσονταν, όχι μόνο στη Βρετανία μα και σ’έναν αριθμό άλλων χωρών. Δυστυχώς πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή η προοπτική δεν έχει πραγματωθεί. Συνολικά τα εργατικά κινήματα στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες και μαζί με αυτά οι δυνάμεις του επαναστατικού σοσιαλισμού, είναι κατά τι πιο αδύναμα απ’ότι ήταν μια δεκαετία πριν.

Η μετατόπιση στην ισορροπία των ταξικών δυνάμεων στη Βρετανία συνοψίζεται στα αντιθετικά πεπρωμένα των απεργιών των εργατών ορυχείων στα 1974 και 1984-5. Η ήττα του 1985 αποτέλεσε κλιμάκωση και συνέπεια μια μακράς σειράς αποτυχιών που είχαν υποσκάψει τη μαχητικότητα και την ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος.

Βάση αυτής της διαδικασίας υπήρξε το γεγονός ότι η έναρξη της πολυαναμενόμενης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 1974 και η συνέχισή της (τονισμένη από μικρές ανανήψεις) ως σήμερα, δεν απέδωσε τη μαζική ριζοσπαστικοποίηση των εργατών που οι επαναστάτες σοσιαλιστές ανέμεναν. Περισσότερο έφερε έναν κατήφορο προς την αποκαρδίωση. Η μακρά ύφεση έχει εκθέσει τη χρεοκοπία της ρεφορμιστικής συνδικαλιστικής συνείδησης που κυριαρχούσε στο εργατικό κίνημα, αλλά το έκανε αυτό σε μια στιγμή που οι επαναστάτες δεν ήταν καθόλου αρκετά ισχυροί για να συγκροτήσουν ένα σοβαρό εναλλακτικό πόλο έλξης. Οι εργάτες που θα προωθούνταν στην επίθεση και θα σημείωναν τη μια νίκη μετά την άλλη όταν πίστευαν ότι «τα λεφτά υπήρχαν», με μια ορισμένη μερίδα τους να βγάζει επαναστατικά συμπεράσματα στη διαδικασία, έχουν γίνει πιο προσεκτικοί και απρόθυμοι να πολεμήσουν απ’τη στιγμή που πείστηκαν πως ο εργοδότης είναι ίσως στα αλήθεια έτοιμος να καταστραφεί ή πως «η χώρα δεν θα μπορούσε να το αντέξει».

Αυτές είναι πολύ πλατιές γενικεύσεις στις οποίες έχουν υπάρξει, φυσικά, πολλές εξαιρέσεις και αντισταθμιστικές ροπές. Σε παγκόσμια κλίμακα έχει υπάρξει ένας αριθμός μεγαλειωδών αγώνων και κάποιες αξιοσημείωτες νίκες -το κίνημα Solidarnosc [Αλληλεγγύη -ΣτΜ] στην Πολωνία, η επανάσταση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα, η ανατροπή του Σάχη στο Ιράν κι ούτω καθεξής- μα για τον έναν ή άλλο λόγο καμία δεν έχει δώσει στον επαναστατικό σοσιαλισμό την ίδια διεθνή έμπνευση με το Μάη του ’68 ή την ήττα των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ. Το αποτέλεσμα ήταν μια καθοδική περίοδος για την επαναστατική αριστερά στην οποία η δική μου οργάνωση, το SWP, τα’χει καταφέρει καλά να συντηρηθεί και να μεγαλώσει λίγο και στην οποία πολλά άλλα δυνητικά επαναστατικά κόμματα έχουν είτε συρρικνωθεί, είτε καταρρεύσει, είτε μετακινηθεί προς τα δεξιά.

Παρά αυτόν τον μελαγχολικό ισολογισμό πιστεύω ότι οι βασικές ιδέες του Ο Μαρξισμός και το Κόμμα παραμένουν σχετικές με την τωρινή κατάσταση. Οι ήττες και αποτυχίες της περασμένης δεκαετίας οφείλονταν όχι στην παρουσία αλλά στην απουσία του είδους των Μαρξιστικών κομμάτων που υποστηρίζω σε αυτό το βιβλίο. Αυτές οι ήττες έκαναν δυσκολότερο το χτίσιμο τέτοιων κομμάτων, μα επίσης πιστοποίησαν την αναγκαιότητα συνέχισης της προσπάθειας. Συν τοις άλλοις, η προσπάθεια παραμένει χρηστική, επειδή οι ήττες, αν και σοβαρές, ήταν γενικώς μερικές παρά ολοκληρωτικές. Το εργατικό κίνημα έχει όντως αδυνατίσει, αλλά όχι εξαρθρωθεί και συντριβεί, όπως είχε, για παράδειγμα, σ’εκείνες τις Ευρωπαϊκές χώρες που ενέδωσαν στο φασισμό ανάμεσα στους δυο παγκόσμιους πολέμους ή, για το ίδιο θέμα, στην ΕΣΣΔ υπό το Στάλιν. Κατά συνέπεια, συνεχίζουν να υπάρχουν πολλοί εργατικοί αγώνες με τους οποίους οι επαναστάτες μπορούν να αποκτήσουν σχέση και μια μικρή μα αυξανόμενη μειοψηφία εργατών που δε θέλει μόνο να πολεμήσει, αλλά επίσης θέλει εξηγήσεις για τις παρελθούσες αποτυχίες και ψάχνει για ιδέες και στρατηγικές που μπορούν να οδηγήσουν στη νίκη στο μέλλον.

Η ανάγκη για ένα επαναστατικό κόμμα εκφράζεται χειροπιαστά στη Βρετανία από την πρόσφατη εξέλιξη του Εργατικού Κόμματος. Η κάμψη του αριστερού ρεύματος που είχε μορφοποιηθεί γύρω από τον Τόνι Μπεν από τη στιγμή της άνθισής του το 1982 και η δεξιόστροφη μετατόπιση του κόμματος υπό την ηγεσία του Νιλ Κίνοκ, φέρνει όλους τους γνήσιους σοσιαλιστές στο Εργατικό Κόμμα αντιμέτωπους με την αναγκαιότητα να έρθουν σε ξεκάθαρη ρήξη με το ρεφορμισμό. Είναι τώρα φανερό ότι μια μελλοντική Εργατική κυβέρνηση υπό τον Νιλ Κίνοκ (ή μια συμμαχική κυβέρνηση του Εργατικού και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος) θα είναι καταστροφή για την εργατική τάξη, πιθανόν χειρότερη από την καταστροφική διαχείριση Γουίλσον-Κάλαγκαν στα τέλη του ’70, εκτός κι αν αντικρίσει μαζική αντίσταση από τα κάτω. Στο κέντρο μιας τέτοιας αντίστασης, δίνοντάς της συνοχή και προοπτική, πρέπει να βρεθεί ένα επαναστατικό Μαρξιστικό κόμμα.

Συνεπώς, αν είχα χρόνο να ξαναγράψω ή να αναθεωρήσω το Ο Μαρξισμός και το Κόμμα σήμερα (που δεν έχω) οι κύριες γραμμές της επιχειρηματολογίας και τα πρωταρχικά της συμπεράσματα θα παρέμεναν αμετάβλητα. Το ζήτημα ακόμα είναι, όπως έγραφα τότε, ότι το χτίσιμο των επαναστατικών κομμάτων και της διεθνούς τους ενοποίησης είναι σήμερα το πρωτεύον και πιο επείγον στρατηγικό καθήκον που αντικρίζει τους επαναστάτες σοσιαλιστές σ’όλο τον κόσμο. Aν δεν επιτευχθεί, η εργατική τάξη θα καταστεί ανίκανη να επιλύσει προς το συμφέρον της την κρίση του καπιταλισμού που γίνεται οξύτερη μέρα με τη μέρα!

Ωστόσο, θα υπήρχαν, φυσικά, ορισμένες αλλαγές έμφασης. Η πιο σημαντική από αυτές αφορά στην εκτίμηση του Γκράμσι. Ακόμη θεωρώ τον Γκράμσι έναν μεγάλο επαναστάτη Μαρξιστή που είχε πολλή και σημαντική οξυδέρκεια, αλλά γράφοντας σήμερα θα πρόσφερα μια λιγότερο διογκωμένη εκτίμηση της συνεισφοράς του στη θεωρία του κόμματος. Την ίδια στιγμή θα έδινα περισσότερο χώρο για μια ισχυρή υπεράσπιση του Γκράμσι ενάντια στην Ευρωκομμουνιστική και ακαδημαϊκά Μαρξιστική παρερμηνεία ότι αυτός υπήρξε ρεφορμιστής και προφήτης του Λαϊκού Μετώπου και της «Ευρείας Δημοκρατικής Συμμαχίας».

Αυτά τα σημεία συνδέονται, καθώς είναι τώρα σαφές για εμένα ότι παρόλο που ο Γκράμσι ήταν ένας επαναστάτης που πίστευε στην αναγκαιότητα της ένοπλης εξέγερσης, στα σοβιέτ και το τσάκισμα του καπιταλιστικού κράτους, πολλές από τις διατυπώσεις του -για τον «πόλεμο θέσης» που αντικαθιστά τον «πόλεμο ελιγμών», τη σχέση ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία των πολιτών και τις διαφορές μεταξύ Ρωσίας και Δυτικής Ευρώπης- ήταν ανακριβείς και μπερδεμένες και γι’αυτό άνοιξαν την πόρτα σε μια ρεφορμιστική ερμηνεία που ο ίδιος ο Γκράμσι θα αποκήρυσσε. Όπως βρίσκεται, το κεφάλαιό μου για τον Γκράμσι θα έπρεπε να διαβαστεί σε σύνδεση με την παμφλέτα του Κρις Χάρμαν Γκράμσι εναντίον Ρεφορμισμού (Λονδίνο 1983) η οποία παρέχει την αναγκαία διόρθωση.

Επιπλέον θα αφιέρωνα περισσότερο χώρο για την αντίληψη κόμματος και τάξης την ενσωματωμένη στα στρατηγικά γραπτά του Τρότσκι του 1928-37, με άλλα λόγια την κριτική του στο Σταλινικό υπεραριστερισμό της «τρίτης περιόδου» που διέσπασε την εργατική τάξη μπροστά στον Χίτλερ και του επακόλουθου οπορτουνισμού της περιόδου του Λαϊκού Μετώπου. Αυτά τα γραπτά έχουν αποδειχτεί εξαιρετικά σχετικά και χρήσιμα τα πρόσφατα χρόνια και παραμένουν έτσι ως σήμερα. Από τη μια πλευρά, διαμορφώνουν το ουσιαστικό θεωρητικό φόντο για την πάλη ενάντια στην αναβίωση του Ναζισμού, που αποκάλυψε τον εαυτό του στη Βρετανία το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 και που συνεχίζει στη Γαλλία σήμερα. Από την άλλη πλευρά, αποτελούν κομβικό σημείο εκκίνησης για τη Μαρξιστική κριτική της σημερινής στρατηγικής του Ευρωκομμουνισμού και πολλών άλλων αριστερών και όχι-και-τόσο-αριστερών ρεφορμιστών. Ο αναγνώστης που επιθυμεί να παρακολουθήσει αυτό το ζήτημα μπορεί να το κάνει εύκολα στον Μαρξισμό του Τρότσκι (Λονδίνο 1985) του Ντάνκαν Χάλας.

Ένα πράγμα, ωστόσο, δεν έχει αλλάξει καθόλου την περασμένη δεκαετία. Αυτό είναι η επείγουσα αναγκαιότητα ανατροπής του καπιταλισμού, αν η ανθρωπότητα, οδηγούμενη από την εργατική τάξη, είναι να προχωρήσει πέρα από τη σκιά του πυρηνικού μανιταριού. Αν αυτό το βιβλίο μπορέσει να συνεισφέρει σε αυτή τη διαδικασία με οποιοδήποτε τρόπο, τότε θα εκπληρώσει το σκοπό του.

Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλονται στον Τόνι Κλιφ για τις πολύτιμες κριτικές και προτάσεις του και για τη δουλειά του ως επιμελητή, στην Ανίτα Μπρόμλεϊ για τη δακτυλογράφηση μεγάλων τμημάτων του χειρόγραφου και στους Τζιλ, Σάρα και Τζακ που ανέχτηκαν τόσες χαλασμένες διακοπές.

Τζον Μόλινιου

Σεπτέμβριος 1985

 

 

  1. Καρλ Μαρξ: τάξη και κόμμα
  1. Τα ταξικά θεμέλια

 

Το θεμέλιο όλων των μαρξιστικών προσεγγίσεων στην ανάλυση των πολιτικών κομμάτων είναι η θεωρία του Μαρξ για την ταξική πάλη. Για τους μαρξιστές η βασική εξήγηση για την ύπαρξη διαφορετικών και ανταγωνιζόμενων πολιτικών κομμάτων βρίσκεται στην οικονομική δομή της κοινωνίας. Τα πολιτικά κόμματα συστήνονται, προσελκύουν υποστήριξη και συνεχίζουν να λειτουργούν πρώτα απ’όλα ως εκπρόσωποι ταξικών συμφερόντων.

Φυσικά αυτή η ιδέα, όπως και στην περίπτωση πολλών μαρξιστικών αρχών, μετατρέπεται σε μια ανοησία αν γίνει κατανοητή χοντροκομμένα και δογματικά. Η θέση ότι τα πολιτικά κόμματα εκπροσωπούν ταξικά συμφέροντα δε σημαίνει ότι αυτά απαραίτητα το κάνουν με μια ευθύγραμμη σχέση ένα-προς-ένα. Δε σημαίνει ότι όλες τις φορές ένα κόμμα εκπροσωπεί τα συμφέροντα μίας τάξης∙ ή ότι τα συμφέροντα μίας τάξης, με την ιστορική έννοια, μπορούν να μορφοποιηθούν απλά με όρους άμεσου οικονομικού οφέλους∙ ή ότι οι πράξεις κάθε κόμματος μπορούν να εξηγηθούν μόνο αναφορικά με την τάξη στην οποία βασίζεται. Γεγονός είναι ότι  η ιστορία παρέχει πολυάριθμα παραδείγματα κάθε είδους συνδυασμού τάξης/κόμματος: από κόμματα που ξεκινούν εκπροσωπώντας τα συμφέροντα μιας τάξης, αλλά καταλήγουν υπηρετώντας τα συμφέροντα μιας άλλης∙ από κόμματα που επιχειρούν να υπηρετήσουν τα συμφέροντα δυο ή ακόμη και τριών τάξεων μεμιάς∙ από κόμματα που υπηρετούν ένα τμήμα μια τάξης ενάντια στα συμφέροντα της τάξης αυτής ως σύνολο∙ από δυο ή τρία μικρά κόμματα που ανταγωνίζονται για να γίνουν ο αδιαμφισβήτητος εκπρόσωπος της ίδιας τάξης κι ούτω καθεξής.

Γι’αυτό στη Βρετανία σήμερα έχουμε τρία μείζονα πολιτικά κόμματα:

το Κόμμα των Τόρις, που είναι πρώτιστα το κόμμα των μεγάλων καπιταλιστών, αλλά ψηφίζεται από πολλούς εργάτες και υποστηρίζεται ενεργά από πλατιά τμήματα της μικροαστικής τάξης∙

το Εργατικό Κόμμα, που βασίζεται στις οργανώσεις της εργατικής τάξης και υπολογίζει κυρίως σε εργάτες για τις ψήφους του, αλλά που έχει μια μεσοαστική ηγεσία η οποία δέχεται τη συνέχεια του καπιταλιστικού συστήματος και είναι επομένως συχνά αναγκασμένη να δρα ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής της βάσης∙

το Φιλελεύθερο Κόμμα, που είναι βασικά ένα μικροαστικό κόμμα, που στηρίζεται από λίγους μεγαλύτερους καπιταλιστές και αποσπά κάποιες από τις ψήφους του από την εργατική τάξη.

Κανένα από αυτά τα παραδείγματα δεν διαψεύδει την μαρξιστική θέση. Περισσότερο την επιβεβαιώνουν, καθώς το μόνο που αυτή ισχυρίζεται είναι ότι το θεμελιώδες σημείο εκκίνησης για την ανάλυση των πολιτικών κομμάτων, όπως και της πολιτικής γενικά, πρέπει να είναι η ταξική δομή της κοινωνίας. Οι πολυάριθμες πολυπλοκότητες που έχουμε αναφέρει υψώνονται με βάση το γεγονός ότι οι τάξεις στην κοινωνία δεν στέκονται απλά η μία δίπλα στην άλλη, αλλά η μία πάνω στην άλλη σε μια κατάσταση διαρκούς και δυναμικής διαμάχης κι ότι τα πολιτικά κόμματα παίζουν έναν σπουδαιότατο ρόλο σε αυτή τη διαμάχη. Μια συγκεκριμένη διάταξη πολιτικών κομμάτων αντικατοπτρίζει τα σχετικά στάδια ανάπτυξης όπου έχουν φτάσει οι διάφορες τάξεις και το βαθμό ηγεμονίας που έχει αποκτήσει μία τάξη πάνω στις άλλες. Κατά συνέπεια, όταν πραγματευόμαστε μαρξιστικές θεωρίες του κόμματος, και πάνω απ’όλα εκεί όπου ο ίδιος ο Μαρξ εστίαζε,  δεν ενδιαφέρεται κανείς μόνο για μια στενή και διαχωρισμένη θεωρία οργάνωσης, μα πάντα για τη σχέση μεταξύ κόμματος και τάξης. Τα κόμματα είναι στιγμές στην εξέλιξη των τάξεων.

Ο Μαρξ επιθυμούσε να αποκαλύψει τις καθοδηγήτριες δυνάμεις της ιστορίας προκειμένου να υποβοηθήσει τη δημιουργία ιστορίας. Κατά συνέπεια, για τον Μαρξ οι τάξεις δεν είναι απλώς στατικές οντότητες, μα κοινωνικές ομάδες που αποκτούν υπόσταση διαμέσου ιστορικών διαδικασιών και περνούν από ποικίλα στάδια ανάπτυξης και ωριμότητας. Πάνω απ’όλα, οι τάξεις αυτοπροσδιορίζονται μέσα από τις διαμάχες. «Άτομα σχηματίζουν μία τάξη μόνο στο βαθμό που καταπιάνονται σε ένα κοινό αγώνα με μια άλλη τάξη»[i]. Στην πορεία του αγώνα οι τάξεις αποκτούν (ή χάνουν) συνοχή, οργάνωση, αυτοπεποίθηση και συνείδηση. Τα πολιτικά κόμματα είναι όπλα στην πάλη μεταξύ των τάξεων.

Στην ανάλυση του καπιταλισμού από τον Μαρξ «η κοινωνία ως σύνολο διασπάται όλο και περισσότερο σε δύο μεγάλα στρατόπεδα, σε δύο μεγάλες τάξεις που αντιμετωπίζουν άμεσα η μία την άλλη: τη μπουρζουαζία και το προλεταριάτο».[ii] Δεν ήταν ότι ο Μαρξ πίστευε πως οι κατηγορίες της μπουρζουαζίας και του προλεταριάτου κάλυπταν τους πάντες στην καπιταλιστική κοινωνία -το να διατείνεται κάτι τέτοιο ως εμπειρικό γεγονός στα 1847 θα ήταν παράλογο. Περισσότερο ο ισχυρισμός του ήταν ότι η διαμάχη μεταξύ μπουρζουαζίας και προλεταριάτου είναι εγγενής και θεμελιώδης στο καπιταλιστικό σύστημα. Κάτω από τον καπιταλισμό η παραγωγή λαμβάνει χώρα στη βάση της εκμετάλλευσης μισθού και εργασίας. Γι’αυτό σφηνωμένη στην καρδιά της καπιταλιστικής οικονομίας είναι μια διαρκής διαμάχη συμφερόντων και αυτή η βασική διαμάχη διέπει κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής. Όπως το έθεσε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο:

 

«Είναι πάντα η άμεση σχέση των κατεχόντων τα μέσα παραγωγής με τους άμεσους παραγωγούς…μέσα στην οποία βρίσκουμε το τελικό μυστικό, την κρυμμένη βάση όλης της κοινωνικής δομής, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών μοτίβων κυριαρχίας και υποτέλειας, σε συντομία, ενός ορισμένου ιδιαίτερου τύπου κυβερνήσεων.[iii]»

 

Στην τελευταία ανάλυση, οι ποικίλες άλλες τάξεις ή κοινωνικά στρώματα μπορούν να δράσουν μόνο μέσα στο πλαίσιο εναλλακτικών που παρέχεται από τις δύο μείζονες τάξεις. Στο τέλος πρέπει να συνταχθούν με τη μία ή την άλλη τάξη. Συνεπώς, από μια μαρξιστική σκοπιά, το βασικό κριτήριο για την αποτίμηση των πολιτικών κομμάτων δεν είναι απλά το πάνω σε ποιες τάξεις βασίζονται, μα πού στέκονται μέσα στην ταξική πάλη ανάμεσα σε μπουρζουαζία και προλεταριάτο.

Όμως, όταν κανείς μιλά για τη θεωρία του Μαρξ για το κόμμα, το θέμα δεν είναι τα πολιτικά κόμματα γενικά, αλλά το επαναστατικό κόμμα που έχει ως στόχο του την ανατροπή του καπιταλισμού -ιδιαίτερα μιλά κανείς για την σύλληψη ενός προλεταριακού πολιτικού κόμματος από τον Μαρξ, καθότι, ασφαλώς, ήταν η άποψή του ότι «το προλεταριάτο μονάχα είναι μια πραγματικά επαναστατική τάξη… Οι άλλες τάξεις αποσυντίθενται και τελικά εξαφανίζονται μπροστά στην μοντέρνα βιομηχανία∙ το προλεταριάτο είναι το ειδικό και ουσιαστικό προϊόν της.»[iv] Ο καταστηματάρχης, ο τεχνίτης, ο μικρός αγρότης, ο χωρικός, όλοι υποσκάπτονται από την επέκταση του καπιταλισμού, αλλά το προλεταριάτο μεγεθύνεται. «Στην ίδια αναλογία που η μπουρζουαζία, δηλ. το κεφάλαιο, αναπτύσσεται, στην ίδια αναλογία αναπτύσσεται το προλεταριάτο, η μοντέρνα εργατική τάξη.»[v] Η κλίμακα της παραγωγής μεγαλώνει, οπότε οι εργάτες συγκεντρώνονται σε όλο και μεγαλύτερες μονάδες. «Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας το προλεταριάτο όχι μόνο αυξάνει σε αριθμό, μα συγκεντρώνεται σε μεγαλύτερες μάζες, η δύναμή του μεγαλώνει και αισθάνεται τη δύναμή του περισσότερο.» Το προλεταριάτο επομένως, στέκει στο κέντρο της οικονομικής δομής. Δυνητικά είναι η πιο ισχυρή εκμεταλλευόμενη τάξη στην ιστορία. Αυτή η ισχύς δίνει στο προλεταριάτο την ικανότητα για αυτο-απελευθέρωση, μία ικανότητα που αποτελεί ζωτικό στοιχείο  στη θεωρία του Μαρξ για την επανάσταση.[vi] Ο δεύτερος και εξίσου σημαντικός παράγοντας στην αποτίμηση του προλεταριάτου από τον Μαρξ είναι η άποψή του ότι το προλεταριάτο αποτελεί την πρώτη τάξη της οποίας η νίκη θα κατέληγε όχι σε μια νέα μορφή ταξικής κοινωνίας, αλλά στην κατάργηση όλων των τάξεων. Αυτή η άποψη βασίζεται στην αναγκαστικά συλλογική φύση του προλεταριακού αγώνα. Εκτός ασυνήθιστων εξαιρέσεων, ο μεμονωμένος εργάτης δε μπορεί να πλησιάσει τον εργοδότη του και να ζητήσει αύξηση μισθού με οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας∙ είναι υποχρεωμένος να συμπράξει με τους συναδέλφους του. Ο εργάτης δεν έχει κυριότητα στα μέσα παραγωγής και δεν μπορεί να την αποκτήσει ως άτομο, επειδή η μοντέρνα βιομηχανία δεν μπορεί να διαιρεθεί και να τεμαχιστεί σε εκατομμύρια κομμάτια. Για να κατακτήσει τα μέσα παραγωγής, η εργατική τάξη πρέπει να το κάνει συλλογικά, μέσω της κοινωνικής ιδιοκτησίας.

Η επιμονή του Μαρξ για το προλεταριάτο ως τη μόνη επαναστατική τάξη και οι αιτιολογίες του για αυτό, απεικονίζονται καλά με την στάση του προς τον άλλο πιο προφανή υποψήφιο για τον τίτλο, την αγροτιά. Τον καιρό του Μαρξ η αγροτιά σχημάτιζε την τεράστια πλειοψηφία ακόμη και στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και ήταν τουλάχιστο τόσο φτωχή και καταπιεσμένη όσο και το προλεταριάτο. Επιπρόσθετα, υπήρχε μακρά παράδοση βίαιων αγροτικών εξεγέρσεων. Αλλά ο Μαρξ τα αψηφούσε όλα αυτά, λόγω της εξατομικευμένης και κατακερματισμένης φύσης του αγροτικού τρόπου ζωής.

 

«Οι μικρο-ιδιοκτήτες χωρικοί σχηματίζουν μια τεράστια μάζα, τα μέλη της οποίας ζουν σε παρόμοιες συνθήκες, μα χωρίς να μπαίνουν σε πολύμορφες σχέσεις μεταξύ τους. Η μέθοδος παραγωγής τους τούς απομονώνει τον έναν απ’τον άλλο, αντί να τους φέρνει σε αμοιβαία συναναστροφή… Με αυτόν τον τρόπο, οι μεγάλες μάζες του Γαλλικού έθνους σχηματίζονται από απλή πρόσθεση ομόλογων μεγεθών, εν πολλοίς όπως πατάτες σε ένα τσουβάλι σχηματίζουν ένα τσουβάλι πατάτες. Στο βαθμό που εκατομμύρια οικογενειών ζουν κάτω από οικονομικές συνθήκες ύπαρξης που διαχωρίζουν τον τρόπο ζωής τους, τα συμφέροντά τους και την κουλτούρα τους από εκείνα άλλων τάξεων και τις βάζουν σε εχθρική αντιπαράθεση με τις τελευταίες, αυτές σχηματίζουν μια τάξη. Στο βαθμό που υπάρχει μόνο μια τοπική διασύνδεση μεταξύ αυτών των μικρο-ιδιοκτητών χωρικών και η ταυτότητα των συμφερόντων τους δεν γεννάει καμία κοινότητα, κανένα πανεθνικό δεσμό και καμία πολιτική οργάνωση, δεν σχηματίζουν τάξη. Είναι κατά συνέπεια ανίκανοι να επιβάλουν τα ταξικά τους συμφέροντα στο όνομα το δικό τους, είτε μέσω ενός κοινοβουλίου είτε μέσω μιας συνέλευσης. Δεν μπορούν να εκπροσωπήσουν τους εαυτούς τους, πρέπει να εκπροσωπούνται [από άλλους -ΣτΜ].[vii]»

 

Η ικανότητα του προλεταριάτου, αντίθετα με της αγροτιάς, για αυτο-εκπροσώπηση και επομένως αυτο-απελευθέρωση, είναι κρίσιμη για τη θέση του ως επαναστατική τάξη και για την ικανότητά του να δημιουργήσει ένα επαναστατικό κόμμα.

Ωστόσο, δε θα πρέπει κανείς να μπερδεύει τη δυνατότητα του προλεταριάτου να δημιουργήσει το δικό του κόμμα με την εμπειρική πραγματικότητα. Ο Μαρξ είχε επίγνωση του κενού ανάμεσα στο προλεταριάτο ως τάξη «καθεαυτή» και του προλεταριάτου ως τάξη «για τον εαυτό της»[viii] και του μακροχρόνιου αγώνα που κείται μεταξύ των δύο. Ούτε και απέτυχε να δει ο Μαρξ τις εξουθενωτικές επιπτώσεις της ανταγωνιστικής αστικής κοινωνίας στην οργάνωση και την ενότητα της εργατικής τάξης.

 

«Ο ανταγωνισμός διαχωρίζει τα άτομα το ένα απ’το άλλο, όχι μόνο τους αστούς, αλλά ακόμη περισσότερο τους εργάτες, παρά το γεγονός ότι τους μαζεύει κοντά. Ως εκ τούτου, περνά πολύς χρόνος πριν αυτά τα άτομα μπορέσουν να ενωθούν… Ως εκ τούτου, κάθε οργανωμένη δύναμη που στέκεται πάνω από και ενάντια σε αυτά τα απομονωμένα άτομα, που ζουν σε σχέσεις που καθημερινά αναπαράγουν αυτή την απομόνωση, μπορεί μόνο να υπερνικηθεί μετά από μακροχρόνιους αγώνες.[ix]»

 

Αναγνώριζε επίσης τη δύναμη της αστικής ιδεολογίας.

 

Η τάξη που έχει τα μέσα της υλικής παραγωγής στη διάθεσή της έχει ταυτόχρονα τον έλεγχο τον μέσων πνευματικής παραγωγής, έτσι ώστε, γενικά μιλώντας, οι ιδέες αυτών που στερούνται τα μέσα πνευματικής παραγωγής να υπόκεινται σε αυτήν.[x]

 

Ο σχηματισμός ενός πολιτικού κόμματος των εργατών ήταν, επομένως, αναγκαίος για να αντιπαλέψει αυτές τις πανίσχυρες τάσεις προς τον κατακερματισμό και να καθιερώσει την ανεξαρτησία του προλεταριάτου ως τάξης. Πράγματι ο Μαρξ συχνά υποδήλωνε ότι οι εργάτες δεν μπορούν να θεωρούνται ως τάξη με την πλήρη έννοια της λέξης, μέχρι να δημιουργήσουν το δικό τους διακριτό κόμμα. Γι’αυτό βρίσκουμε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι «η οργάνωση των προλετάριων σε τάξη και συνεπώς σε πολιτικό κόμμα, συνεχώς αναταράσσεται από τον ανταγωνισμό μεταξύ των ίδιων των εργατών»[xi] και στην απόφαση της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου (1871) της Πρώτης Διεθνούς ότι «το προλεταριάτο μπορεί να ενεργήσει ως τάξη μόνο συγκροτώντας για τον εαυτό του ένα διακριτό πολιτικό κόμμα»[xii]. Αυτή η βασική ιδέα παρέμεινε κεντρική στη θεωρία και την πρακτική και του Μαρξ και του Ένγκελς, από τα μέσα του 1840 ως το τέλος της ζωής τους.

 

Αναφορές

 

  1. Καρλ Μαρξ: τάξη και κόμμα

[i] Μαρξ και Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, παρατίθεται από τον Ρ.Ντάχρεντορφ στο Τάξη και Ταξική Σύγκρουση στη Βιομηχανική Κοινωνία, Λονδίνο 1959, σ.14.

[ii] Μαρξ και Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, Μόσχα 1957, σ.48.

[iii] Μαρξ, Κεφάλαιο, Τομ.ΙΙΙ παρατίθεται από τον Ντάρεντορφ, ό.π. σ.13.

[iv] Μαρξ και Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ό.π. σ.66.

[v]στο ίδιο σ.58.

[vi] Βλ. Χαλ Ντράπερ, «Η Αρχή της Αυτο-Απελευθέρωσης στους Μαρξ και Ένγκελς», Σοσιαλιστικό Μητρώο (Socialist Register), 1972

[vii] Μαρξ, Η Δέκατη Όγδοη Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Νέα Υόρκη 1963, σ.123-24.

[viii] Βλ. Μαρξ, Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, Μόσχα 1966, σ.150.

[ix] Μαρξ και Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, Λονδίνο 1965, σ.78 σημ.

[x] στο ίδιο σ.61.

[xi] Μαρξ και Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ό.π. σ.64.

[xii] Παρατίθεται στο Ντ. Μακ Λίλλαν, Η Σκέψη του Καρλ Μαρξ, Λονδίνο 1971, σ.177.