1

Επαναστατική Οργάνωση – Ενιαίο Μέτωπο. Αναστοχασμοί.

Του Αλέξη Λιοσάτου

 

Ιστορία 

Το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην οργανωμένη πολιτική Αριστερά και στο κίνημα αντίστασης ήταν πάντα ένα από τα κεντρικά προβλήματα θεωρίας, πολιτικής, οργάνωσης του κινήματος. Ένας από τους βασικούς λόγους είναι ότι το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί διαχρονικά παρά μόνο στις βασικές αρχές του, ότι πάντα χρειάζεται μια συγκεκριμενοποίηση, που μπορεί να ενέχει σοβαρά πολιτικά λάθη.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά τις πρώτες απόπειρες εργατικών επαναστάσεων της περιόδου της Κομμούνας, δόθηκε η πρώτη ολοκληρωμένη απάντηση στο ζήτημα του κόμματος, με την ίδρυση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και της Β’ Διεθνούς.Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ορίστηκαν ως “κόμματα μαζών”. Στο εσωτερικό τους επιχειρούσαν να περιλάβουν το σύνολο της εργατικής τάξης και όλων των δραστηριοτήτων της: από την κοινοβουλευτική ομάδα και τα συνδικάτα ως τους αθλητικούς συλλόγους.

Αυτοί οι γιγάντιοι οργανισμοί, με κορυφαίο παράδειγμα το γερμανικό SPD, πολύ σύντομα αποδείχτηκε ότι είχαν μια ισχυρή ροπή προς την οργάνωση της εργατικής αντίστασης μέσα στα όρια που έβαζε ο καπιταλισμός, προς το μεταρρυθμισμό-ρεφορμισμό. Ήταν ζήτημα χρόνου αυτό να αποκρυσταλλωθεί και θεωρητικά, με τις ιδεολογικές και πολιτικές μετατοπίσεις από την παράδοση του Μαρξ και του Ένγκελς. Αυτή η απομάκρυνση προέκυψε μεταξύ άλλων και από την επιλογή στο χαρακτήρα του κόμματος. Το σύνολο της εργατικής τάξης μέσα στον καπιταλισμό υπάρχει ως κυριαρχούμενη τάξη, που σε πολλά επίπεδα (και σε μεγάλα χρονικά διαστήματα) αποδέχεται τις κυρίαρχες ιδέες. Η επαναστατική συνείδηση σε μη επαναστατικές συνθήκες περιορίζεται σε μικρά τμήματα της εργατικής τάξης, στην «πρωτοπορία» της.

Η εξέλιξη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε ρεφορμιστικά κόμματα (που τόσο τραγικά επιβεβαιώθηκε με την προδοσία της Β’ Διεθνούς το 1914) δεν έγινε ομαλά, χωρίς εσωτερική μάχη. Κορυφαία σ’ αυτή την αντιπαράθεση ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η Ρόζα υπεράσπισε τον μαρξισμό στο ζήτημα της στρατηγικής της επανάστασης. Όμως, στο ζήτημα του κόμματος ανέθεσε  την απάντηση –σε ό,τι αφορά τη ροπή των κομματικών ηγεσιών προς το ρεφορμισμό- στην αυθόρμητη κίνηση των εργατικών μαζών. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ρόζα έμεινε μέσα στο SPD σχεδόν μέχρι το τέλος, ότι επιχείρησε να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη επαναστατική οργάνωση πολύ αργά (όταν η επανάσταση είχε ήδη ξεσπάσει), κάτι που πλήρωσε με τη ζωή της, αλλά, δυστυχώς, και με την ήττα της επανάστασης στη Γερμανία.

Η απάντηση του Λένιν υπήρξε διαφορετική, συγκροτώντας σε μεγάλο βαθμό τη μαρξιστική θεωρία για το κόμμα. Δύο είναι τα βασικά της στοιχεία:

  1. Το αναγκαίο κόμμα ορίζεται ως “κόμμα στελεχών”, ως κόμμα της εργατικής πρωτοπορίας, σε ρήξη με την παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας.
  2. Το επαναστατικό κόμμα είναι “κόμμα δημοκρατικού συγκεντρωτισμού”, κόμμα πολιτικής δράσης, που επιχειρεί συστηματικά να “ανεβάσει” το σύνολο της τάξης στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο της πρωτοπορίας της. Η απόλυτη εσωτερική δημοκρατία είναι το απαραίτητο στοιχείο για να συγκεντρώνονται οι επαναστατικές πρωτοπορίες μέσα στο κόμμα και να προσανατολίζονται πολιτικά. Ο συγκεντρωτισμός (η πειθαρχία της μειοψηφίας μόνο σε μια συγκεκριμένη δράση) είναι το απαραίτητο στοιχείο για να δρα το κόμμα μέσα στην τάξη ως “έμβολο” προς την επανάσταση.

Στη θεωρία και στη δράση του Λένιν ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν αποτελεί οργανωτική φόρμουλα (στην ιστορία των μπολσεβίκων υπάρχουν τα πιο διαφορετικά οργανωτικά σχήματα), αλλά θεωρητική άποψη για τη σχέση κόμματος και τάξης. Η παράδοση αυτή είναι από τις πιο συκοφαντημένες από τη σταλινική κληρονομιά. Το κόμμα του Λένιν δεν είχε τίποτα κοινό με τις απόψεις για “μονολιθικότητα”: στο εσωτερικό του υπήρχε έντονη συζήτηση, δημόσιες διαφορές και συγκρούσεις, δημιουργία τάσεων με δημόσια διαφοροποίηση στα πιο μεγάλα ζητήματα. Η άποψη του Λένιν είναι εχθρική απέναντι σε όλες τις ιδέες υποκατάστασης της τάξης από το κόμμα: Προτείνει μια μορφή οργάνωσης προσανατολισμένη στο στρατηγικό στόχο της επανάστασης, ικανή να δρα μέσα στο κίνημα συστηματικά προς αυτή την κατεύθυνση και ικανή να μεταβάλλεται μέσα από τη σχέση με την εργατική τάξη. Άλλωστε, ακόμα και στο ζήτημα του χαρακτήρα και της στρατηγικής της επανάστασης στη Ρωσία οι μπολσεβίκοι “διδάχτηκαν” από το εργατικό κίνημα και προσάρμοσαν τις απόψεις τους στην κίνησή του.

Ιστορικά, το κόμμα “τύπου Λένιν” ήταν και παραμένει το μοναδικό μοντέλο που κατάφερε να οδηγήσει -πρόσκαιρα βεβαίως- στην ανατροπή του καπιταλισμού και στο πρώτο (και μοναδικό μέχρι σήμερα) παράδειγμα εργατικού κράτους.

Η άποψη του Λένιν για το επαναστατικό κόμμα άνοιξε το δρόμο για να απαντηθεί σωστά και το ζήτημα της σχέσης των επαναστατών με τα άλλα πολιτικά ρεύματα (ρεφορμιστικά, κεντριστικά κ.λπ.) που αναπτύσσονται μέσα στο εργατικό κίνημα. Στα 4 πρώτα συνέδρια της 3ης Διεθνούς κεντρικό ζήτημα αποτελούσε η συζήτηση για το ενιαίο μέτωπο. Με βασικούς εισηγητές τον Λένιν και τον Τρότσκι, το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα αποδεχόταν την πρόκληση της ενότητας στη δράση (δηλαδή την ενότητα στην άμυνα-αντίσταση απέναντι στην καπιταλιστική επίθεση)  με τα πιο διαφορετικά ρεύματα της πολιτικής Αριστεράς. Ταυτόχρονα όμως, παράλληλα με την ενότητα στη δράση, δεν υποχωρούσε ούτε βήμα από την ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση με το ρεφορμισμό, με στόχο την αλλαγή των συσχετισμών μέσα στην Αριστερά υπέρ του επαναστατικού ρεύματος. Ενιαίο Μέτωπο για τους «κλασικούς» δεν σήμαινε πολιτική, εκλογική,  ιδεολογική ή οργανωτική ενότητα, αντίθετα σήμαινε «βαδίζουμε χωριστά-χτυπάμε μαζί». Αυτή η παράδοση διακόπηκε βίαια από το σταλινισμό, είτε με τις υπερ-σεχταριστικές θεωρίες της “3ης περιόδου” (που οδήγησαν στην παράλυση της εργατικής τάξης το 1929-32 και στην ήττα από τους ναζί στη Γερμανία) είτε από τη δεξιά στροφή των “λαϊκών μετώπων”, που οδήγησε στην υποταγή των ΚΚ στις αστικοδημοκρατικές στρατηγικές και στην οριστική μετατροπή τους σε ρεφορμιστικά κόμματα ταξικής συνεργασίας.

 

Ενιαίο μέτωπο και κόμμα μετά το 1990 (κρίση ρεφορμισμού, δεξιά μετατόπιση σοσιαλδημοκρατίας, σταδιακή άνοδος εργατικών-κοινωνικών αγώνων)

Οι αναφορές στην επαναστατική παράδοση μας εξοπλίζουν με ιδέες, αλλά δεν μας λύνουν το πρόβλημα των απαντήσεων, που θα πρέπει να προέλθουν και από τη “συγκεκριμένη ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών”. Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 η κρίση των ΚΚ και η δεξιά μετατόπιση της σοσιαλδημοκρατίας δημιούργησαν ένα τεράστιο πολιτικό και οργανωτικό κενό στον χώρο της Αριστεράς. Αυτό σήμαινε ότι έπεσαν οι “υγειονομικές ζώνες” που οι ρεφορμιστές έχτιζαν ενάντια στην επαναστατική Αριστερά, αλλά σήμαινε επίσης ότι σε πολλές χώρες είχε διακοπεί η σχέση μεταξύ των εργατικών και νεολαιίστικων πρωτοποριών με τον μαρξισμό, την επαναστατική προοπτική, την “κουλτούρα” της οργανωμένης ζωής και αντίστασης που είχαν χτίσει οι προηγούμενοι αγώνες (κυρίως του ’60 και του ’70). Η κατάσταση αυτή συνέπεσε με το πέρασμα  του καπιταλισμού στη “σκληρή” φάση του (νεοφιλελευθερισμός, ανατροπή κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών), όπου δηλωνόταν καθαρά ότι οι κυρίαρχες τάξεις δεν αποδέχονται μεταρρυθμίσεις. Η κίνηση δεξιά του συστήματος περιόριζε εξαιρετικά τα περιθώρια αναγέννησης των «παραδοσιακών»  ρεφορμιστικών κομμάτων, που δεν μπορούσαν να καλύψουν το κενό στην Αριστερά από μόνα τους. Αυτές οι συνθήκες επέτρεψαν τη δημιουργία νέων «πλατιών κομμάτων», από τμήματα του ρεφορμισμού σε συνεργασία με αγωνιστές-τριες και μικρές οργανώσεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Ο ρεφορμισμός αφορούσε είτε τμήματα του «παραδοσιακού» ρεφορμισμού που  «έστριβαν» αριστερά για να εξασφαλίσουν κοινοβουλευτική επιβίωση (πχ ΣΥΝασπισμός), είτε έναν  ρεφορμισμό νέου τύπου, αρχικά μη οργανωμένο, που αναδύθηκε μέσα από το κίνημα και οργανώθηκε στη συνέχεια (πχ Podemos), είτε άλλα τμήματα του οργανωμένου ρεφορμισμού που φυτοζωούσαν για δεκαετίες και ξαφνικά έδειξαν να αναγεννώνται από τις στάχτες τους (πχ DSA, ΗΠΑ) κλπ. Τέτοια εγχειρήματα συγκροτήθηκαν σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Λατινική Αμερική και λειτούργησαν δελεαστικά για πειραματισμούς σε αρκετές οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς (οργανώσεις της IST, της 4ης Διεθνούς, της CWI, οι ISO-ΔΕΑ κλπ). Τέτοιες οργανώσεις συμμετείχαν για χρόνια σε «πλατιά» κόμματα επικαλούμενες το Ενιαίο Μέτωπο, την κοινή δράση και την ανάγκη συσσώρευσης δυνάμεων απέναντι στην κλιμακούμενη επιθετικότητα των αρχουσών τάξεων, τα «πλατιά ακροατήρια» και τη δυνατότητα της επαναστατικής Αριστεράς να δεθεί μαζί τους και ούτω καθεξής. Σήμερα μπορεί να γίνει ένας πρώτος απολογισμός, και σίγουρα δεν είναι θετικός.

Μερικές δεκαετίες μετά την αναγέννηση των επαναστατικών οργανώσεων που ακολούθησαν το επαναστατικό 1968, μετά τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, μετά την κατάρρευση του κρατικού καπιταλισμού και την κρίση του ιστορικού ρεφορμισμού, καμιά από τις οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς διεθνώς δεν μπόρεσε να έχει μια εκρηκτική ανάπτυξη (τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο), καμία οργάνωση δεν κατάφερε να λύσει το πρόβλημα με την ανάδειξή της σε μαζικό επαναστατικό κόμμα. Αυτό ήταν εν μέρει αντικειμενικό: για να ξεπεραστούν οι ιδεολογικές ήττες του ’80 και του ’90 σίγουρα θα χρειαζόταν χρόνος ή οι μαζικές εμπειρίες κάποιων μεγάλων επαναστατικών γεγονότων. Ωστόσο έχει να κάνει με τα συνεχή λάθη, μικρά ή μεγάλα, «αριστερά» ή «δεξιά» της επαναστατικής Αριστεράς. Δεν είναι τυχαίο ότι την μερική ανάπτυξη αρκετών επαναστατικών οργανώσεων ακολούθησε σοβαρότερη κρίση τους, ότι ο απολογισμός για κάθε οργάνωση ξεχωριστά (τουλάχιστον στη συντριπτική τους πλειοψηφία) και συνολικά για την επαναστατική Αριστερά είναι από πενιχρός μέχρι αρνητικός.

Ένα σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει από την εμπειρία των τελευταίων χρόνων διεθνώς, είναι ότι ο ρεφορμισμός έχει την ικανότητα να επιβιώνει, να αναπαράγεται, να αλλάζει μορφές και σε κάθε περίπτωση να διαιωνίζει την κυριαρχία του μέσα στην οργανωμένη κι ανοργάνωτη, αγωνιζόμενη και μη εργατική τάξη. Αυτή η δυνατότητα του ρεφορμισμού υποτιμήθηκε μαζικά από τις εκτιμήσεις της επαναστατικής Αριστεράς που ενεπλάκη σε τέτοιου είδους εγχειρήματα, στο όνομα του γενικού-ιστορικού όρου «κρίση του ρεφορμισμού». Η κυριαρχία και η αναπαραγωγή του ρεφορμισμού εν μέρει είναι «αντικειμενικά» αναπόφευκτες, έχουν να κάνουν με την αποσάθρωση των οργανώσεων της εργατικής τάξης, την απουσία μεγάλων εργατικών αγώνων κι επαναστατικών εκρήξεων, την κυριαρχία των εμπειριών ήττας επί δεκαετίες για την εργατική τάξη, το γεγονός ότι ακόμα και οι λιγοστές εργατικές-κινηματικές νίκες είχαν συνήθως αποτρεπτικό-αναβλητικό των επιθέσεων χαρακτήρα και δεν αποτελούσαν νίκες που επιφέρουν τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών. Επιπλέον η αποσάθρωση των παραδοσιακών πολιτικών «εργαλείων» της τάξης έδωσε και δίνει τη θέση της σε όλο και πιο αδύναμα υποκατάστατα: για παράδειγμα η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία (πχ ΠΑΣΟΚ) με τις βαθιές ρίζες της στα συνδικάτα και τις κάποτε μαζικές και μαχητικές οργανώσεις βάσης έδωσε τη θέση της στον ΣΥΡΙΖΑ (κυρίως μικροαστικής σύνθεσης, με ανενεργές και άμαζες οργανώσεις βάσης). Οι απανωτές ήττες βάρυναν πάνω ακόμα και στον κόσμο της Αριστεράς, που έπαψε πλέον να πιστεύει στη δύναμη των απεργιών, των διαδηλώσεων, των καταλήψεων, ενώ ενίσχυσαν τις λογικές εκλογικής «ανάθεσης» και κυβερνητισμού. Ωστόσο η δυνατότητα του ρεφορμισμού να επιβιώνει έχει και μια «υποκειμενική διάσταση»: τα συνεχή λάθη, μικρά ή μεγάλα, «αριστερά» ή «δεξιά» της επαναστατικής Αριστεράς. Αυτά είναι που ενίσχυσαν κι άλλο την κυριαρχία του ρεφορμισμού, απέτυχαν να «αλλάξουν τους συσχετισμούς», οδήγησαν περαιτέρω στην απαξίωση των επαναστατικών ιδεών και οργανώσεων και ανατροφοδότησαν τον φαύλο κύκλο απογοήτευσης/ήττας.

 

Οι στρεβλώσεις του Ενιαίου Μετώπου, το «πλατύ κόμμα» και η σημερινή κρίση της διεθνούς επαναστατικής Αριστεράς

Σε μεγάλο βαθμό τα «δεξιά» λάθη αφορούν τις λογικές «ανασύνθεσης» και «πλατιού κόμματος». Μέχρι στιγμής, όπου δοκιμάστηκε για χρόνια το «πλατύ κόμμα» (κι έχει δοκιμαστεί αρκετές φορές τα τελευταία 30 χρόνια) επέδειξε τόσο την  χρεοκοπία (αργά ή γρήγορα) του ίδιου αυτού του «νέου» αριστερού «εργαλείου» (καθώς αποδείχθηκε πιο καταστροφικό,  πιο δεξιόστροφο, πιο εύκολα τιθασεύσιμο ακόμα και από τα «παλιά» ρεφορμιστικά κόμματα οδηγώντας σε μαζική απογοήτευση και απαξίωση της Αριστεράς)  όσο και την πλήρη αποτυχία και ήττα των οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς που ενεπλάκη σε αυτά τα εγχειρήματα (που κατέληξε αποδυναμωμένη πολιτικά και οργανωτικά με ενισχυμένο τον ρεφορμιστή «σύμμαχο», δεξιά μετατοπισμένη και απαξιωμένη, συνένοχη με τον ρεφορμισμό).

Τη δεκατία του ’90 και του ‘2000 οι επαναστάτες αντιμετώπιζαν ένα περιβάλλον με πολύ μικρούς “πυρήνες” με τις ιδέες, την τακτική και την οργανωτικότητα των επαναστατών και πολλούς  «ανένταχτους» αγωνιστές-τριες με όρεξη για δράση αλλά και πολλά κενά τόσο στις ιδέες όσο και στη συστηματικότητα της πολιτικής δράσης. Το κενό στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας και τις αδυναμίες της ρεφορμιστικής Αριστεράς έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι επαναστατικές οργανώσεις με ένα δίπολο: α) διαρκείς προσπάθειες και απευθύνσεις για ενιαίο μέτωπο δράσης με τους ρεφορμιστές σε συγκεκριμένες μάχες απέναντι στον καπιταλισμό, για να «μετρηθούν» στην πράξη στα μάτια των ανένταχτων αγωνιστών και να αποδείξουν ότι είναι πιο αποτελεσματικοί στην οργάνωση της αντίστασης και β) επιμονή στην προσπάθεια οικοδόμησης επαναστατικής οργάνωσης (με προοπτική τη συγκρότηση επαναστατικού κόμματος). Για παράδειγμα αυτόν τον προσανατολισμό υιοθέτησαν στην Ελλάδα οι δυνάμεις εντός του ΣΕΚ (από τις βασικές συνιστώσες της IST, με μεγάλη ανάπτυξη τη δεκαετία του ‘90) που αργότερα (2001) αποσχίστηκαν και δημιούργησαν τη ΔΕΑ.

Αντίθετα, ωστόσο, στο ίδιο διάστημα καλλιεργήθηκε από αρκετές οργανώσεις σε μεγάλο βαθμό η ιδέα να “παρακαμφθεί” αυτή η διπλή μακροπρόθεσμη προσπάθεια. Ήταν η άποψη για τη δυνατότητα οικοδόμησης ενός “πλατιού αντικαπιταλιστικού κόμματος της Αριστεράς”, που θα ξεπερνούσε τα στρατηγικά διλήμματα στη βάση μιας πολιτικής ενότητας και θα συγκέντρωνε στις γραμμές του την πλειοψηφία των αγωνιστών του κινήματος, πέρα από τη διάκριση ρεφορμιστικής – επαναστατικής αριστεράς. Η μορφή «πλατύ κόμμα» εκπροσωπήθηκε κυρίως στη δεξιά εκδοχή του, ως πλατιά κόμματα με τους ρεφορμιστές, ενώ είδαμε σε μερικές περιπτώσεις και (προσπάθειες για) την αριστερή εκδοχή του ως πλατύ μέτωπο της επαναστατικής κι αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

Τα βασικά παραδείγματα της πρώτης εκδοχής ήταν το Εργατικό Κόμμα (PT) του Λούλα στη Βραζιλία και Κομμουνιστική Επανίδρυση (PRC) στην Ιταλία. Στη Βραζιλία η κυβέρνηση Λούλα αποδείχθηκε μια τυπική σοσιαλδημοκρατική-νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, ενώ η Κομμουνιστική Επανίδρυση έστριψε προς τα δεξιά, αυτοδιαλυόμενη μέσα στον σοσιαλφιλελεύθερο συνασπισμό της “Ελιάς”. Και στις δυο περιπτώσεις οι επαναστατικές οργανώσεις που συμμετείχαν σε αυτά τα «πλατιά κόμματα» οδηγήθηκαν στην κρίση και τη συρρίκνωση. Το λάθος τους ήταν ότι σύρθηκαν πίσω από λογικές «ανασύνθεσης» μεταξύ ρεφορμισμού κι επανάστασης, με την λανθασμένη εκτίμηση ότι το «κίνημα» και η αριστερόστροφη ριζοσπαστικοποίηση θα προσανατολίσουν τον κόσμο στους επαναστάτες (εντός των πλατιών κομμάτων), θα διατηρούν επ’ αόριστον -μέσω της πίεσης από την κομματική βάση- τις ρεφορμιστικές ηγεσίες σε αριστερή κατεύθυνση και θα συμβάλλουν στην οικοδόμηση ενός μαζικού ενδιάμεσου «αντικαπιταλιστικού κόμματος» ή/και μιας «μαζικής επαναστατικής πτέρυγας» που θα μπορούσε να παίξει ρόλο στην οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος.

Ωστόσο το κίνημα και η αριστερόστροφη ριζοσπαστικοποίηση ούτε διατηρούνται για πάντα ούτε αρκούν για να μετατραπούν οι αγωνιστές-στριες «αυθόρμητα» σε επαναστάτες-τριες, κι αυτό αποδείχθηκε ξανά και ξανά, κάνοντας την ιστορία να επαναλαμβάνεται πότε σαν τραγωδία και πότε σαν φάρσα. Αυτό πολύ περισσότερο ισχύει για τους ρεφορμιστές ηγέτες και τις οργανώσεις-κόμματά τους: η άποψή τους είναι η ταξική συνεργασία και το όριο δράσης τους αυτό που τους επιβάλλει ο καπιταλισμός. Όσο «αριστερά» και αν πάνε οι ρεφορμιστικές δυνάμεις 1) το κάνουν χωρίς να πιστεύουν πραγματικά σε δυνατότητες βελτίωσης από τα κάτω, αφού πιστεύουν ότι πρώτα πρέπει να κατακτήσουν την –αστική- κυβέρνηση και μετά να αρχίσει η ‘αριστερή’ διαχείριση, 2) Κάποια στιγμή θα στρίψουν δεξιά μόλις τους τραβήξει το αυτί το σύστημα. 3) Όταν «στρίβουν» αριστερά με μόνο στόχο την αφομοίωση των αριστερών πιέσεων, την ενσωμάτωση (κι εκλογική εγκόλπωση) των ενδεχόμενων νέων ριζοσπαστικών ακροατηρίων, τον κατευνασμό του κινήματος και το καναλιζάρισμά του σε εκλογικούς δρόμους, την κατοχύρωση της κυριαρχίας τους στην Αριστερά, για να μπορούν ελεύθερα μετά να κάνουν παζάρια με την αστική τάξη και δυνάμεις προς τα δεξιά τους. 4) πάνε αριστερά μόνο υπό την πίεση που δέχονται από τα αριστερά τους (από τη βάση τους, από το κίνημα, από τις επαναστατικές οργανώσεις). Το ότι δεν αρκεί «η κίνηση της τάξης» για να μετατραπεί ο ρεφορμιστής ηγέτης σε αντικαπιταλιστή κι ο λαϊκός αγωνιστής σε συνειδητό μαχητή στρατευμένο στην ανατροπή του καπιταλισμού είναι ένας βασικός λόγος που η μαρξιστική κι επαναστατική παράδοση, η οικοδόμηση ανεξάρτητων επαναστατικών εργαλείων-οργανώσεων στην προοπτική και στη βάση επιδίωξης  δημιουργίας ενός επαναστατικού κόμματος παραμένουν απαραίτητα μέσα για την παρέμβαση στο κίνημα.

Οι επαναστάτες πρέπει να έχουν καθαρό ότι αποτελούν αντίπαλο πολιτικό ρεύμα προς τους ρεφορμιστές, με διαφορετική στρατηγική που οδηγεί συνήθως και σε αποκλίνουσες τακτικές. Ενώ σύντομες, τακτικές ή επιμέρους κοινές δράσεις με τμήματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς είναι εφικτές, η επιδίωξη «αναμέτρησης» μεταξύ ρεφορμιστών και επαναστατικών οργανώσεων -για την αλλαγή των συσχετισμών υπέρ των δεύτερων- πρέπει να είναι μόνιμη. Οι επαναστάτες έχουν στόχο να κερδίσουν σε επιρροή και δύναμη τους ρεφορμιστές, αποδεικνύοντας ότι οι δικές τους ιδέες και πρακτικές είναι πιο χρήσιμες για να δικαιωθούν οι προσδοκίες των εργαζομένων που συνδιεκδικούνται στις κοινές δράσεις από τα δυο αντίπαλα πολιτικά ρεύματα. Οι επαναστάτες έχουν στόχο να πείσουν την πλειοψηφία του κόσμου (εντός κι εκτός πλατιών κομμάτων) ότι η στρατηγική των ρεφορμιστικών δυνάμεων είναι καταδικασμένη να οδηγεί τον κόσμο τους σε ήττες, προδοσίες και απογοητεύσεις, και ότι στην πραγματικότητα τα περισσότερα για τα οποία «αγωνίζονται» ή  «υπόσχονται» οι ρεφορμιστές ηγέτες δεν τα εννοούν και δεν θα τα υλοποιήσουν, γιατί είναι αδύνατο να υλοποιηθούν στα πλαίσια του καπιταλισμού και μάλιστα στη φάση της παρακμής του.

Αυτός είναι ο λόγος που τα «πλατιά κόμματα» οδήγησαν σε ήττες, μαζική απογοήτευση και σε κρίση τόσο την Αριστερά γενικώς όσο και την επαναστατική Αριστερά ειδικώς. Αποδείχθηκε ξανά και ξανά ότι η συνοικοδόμηση πλατιών κομμάτων από μεριάς επαναστατών είναι απαράδεκτη, καθώς θέτει τους επαναστάτες στην υπηρεσία-ουρά του ρεφορμισμού. Οι ρεφορμιστές μπορεί να έχουν «ταξικές απόψεις» σε κάποια ζητήματα αλλά έχουν μια σειρά αστικές απόψεις σε άλλα ζητήματα οι οποίες αργά ή γρήγορα γίνονται κυρίαρχες, ανάλογα με τις πιέσεις που δέχονται από τμήματα της αστικής τάξης, εωσότου κάποια «στιγμή» περάσουν στο στρατόπεδο της αστικής τάξης (όπως έγινε με τον ΣΥΡΙΖΑ). Ο λόγος είναι ότι ναι μεν από τη μια μεριά δέχονται τις πιέσεις της αριστερής-εργατικής τους βάσης, αλλά από την άλλη καθορίζονται από τον στρατηγικό τους στόχο να συμμαχήσουν με την αστική τάξη και να διαχειριστούν τον καπιταλισμό. Μπορεί κάτω από την πίεση του κινήματος να στρίβουν για λόγους τακτικής αριστερά, αλλά όσο περισσότερο πλησιάζουν στην εξουσία δέχονται όλο και περισσότερο μόνο την «καθοδήγηση» του κεφαλαίου. Ακόμα και στις πιο αριστερές εκδοχές του ρεφορμισμού, όταν αυτός έφτασε στην εξουσία, είδαμε κάθε είδους προδοσία των εργατικών συμφερόντων από τις «αριστερές κυβερνήσεις». Το δεδομένο ότι οι ρεφορμιστές θα βάλουν κάποια «στιγμή» τα αστικά συμφέροντα πάνω από τα εργατικά πρέπει να καθορίζει και την τακτική των επαναστατών.  Συνεπώς και σήμερα το καθήκον μας, παράλληλα με την οργάνωση της ενότητας στην δράση απέναντι στα μέτρα των καπιταλιστών, είναι η σκληρή (από άποψη περιεχομένου) ιδεολογική και πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση με το ρεφορμισμό, με στόχο την αλλαγή των συσχετισμών μέσα στην Αριστερά υπέρ των επαναστατικών οργανώσεων, με στόχο το επαναστατικό κόμμα.

Την «αριστερή εκδοχή» του πλατιού αντικαπιταλιστικού κόμματος την είδαμε στη Γαλλία, με την αυτοδιάλυση της τροτσκιστικής κομμουνιστικής LCR μέσα στο NPA. To NPA διανύει εδώ και αρκετά χρόνια περίοδο κρίσης και ανυποληψίας, με αρκετά από τα εναπομείναντα στελέχη να αναγνωρίζουν το λάθος της αυτοδιάλυσης της LCR. Στην Αριστερά της Γαλλίας κυριαρχεί το «μετα-αριστερό» προσωπαγές σχήμα του Μελανσόν, ενώ το NPA και η επαναστατική Αριστερά δείχνουν ανήμπορες να βγουν από τα όρια της ανυποληψίας. Στην Ελλάδα ως τέτοιο εγχείρημα –και με παρόμοια αποτελέσματα- μπορεί να θεωρηθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ένα εγχείρημα που γεννήθηκε κάτω από την πίεση του ΣΥΡΙΖΑ και πλέον θεωρείται θνησιγενές, με άλλες του συνιστώσες (και την πλειοψηφία των ανένταχτων) να έχουν αποχωρήσει, άλλες συνιστώσες να διερευνούν την δυνατότητα άλλου μετωπικού εγχειρήματος και την βασική του συνιστώσα (ΝΑΡ) να προσανατολίζεται στη δημιουργία νέου επαναστατικού κόμματος… Στην αριστερή εκδοχή τους τα πλατιά κόμματα σαφώς δεν αποδείχθηκαν εξίσου καταστροφικά για τους εργάτες, αφού άλλωστε ποτέ δεν κατάφεραν να παίξουν κεντρικό πολιτικό ρόλο, να δεθούν σοβαρά με σοβαρά τμήματα της αγωνιστικής πρωτοπορίας και να αποκτήσουν πανεθνική εμβέλεια. Οι δικές τους ευθύνες περιορίζονται στις λάθος τακτικές και στα συνήθως «αριστερά» λάθη (καταγγελιολογία, ηττοπάθεια, σεχταρισμός, μικροηγεμονισμός κλπ) και στην αδυναμία τους να δεθούν με τμήματα της πρωτοπορίας και της βάσης του (οργανωνένου και μη) ρεφορμισμού, ώστε να καταφέρουν να αλλάξουν τους συσχετισμούς με τους ρεφορμιστές και να αποτρέψουν τις προδοσίες τους ή έστω να περιορίσουν τις καταστρεπτικές συνέπειες της προδοσίας.

Δυστυχώς τα συμπεράσματα που προέκυπταν στις αρχές του 2000 δεν αφομοιώθηκαν από αρκετές  επαναστατικές οργανώσεις που ορκίζονταν στο Ενιαίο Μέτωπο και ξόρκιζαν την «ανασύνθεση» της Αριστεράς, με αποτέλεσμα να γλιστρήσουν στα ίδια δεξιόστροφα λάθη που λίγα χρόνια πριν καταδίκαζαν και την ιστορία να επαναληφθεί τραγικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εκφυλιστικής πορείας προς τα δεξιά πρόσφερε η ΔΕΑ στην Ελλάδα, με τη συμμετοχή της στον ΣΥΡΙΖΑ και έπειτα στη ΛΑΕ με όλο και περισσότερα χαρακτηριστικά αυτοδιάλυσης, πολιτικής ουράς υπό τον ρεφορμιστή «σύμμαχο» και ανασυνθετικών λογικών μέσα στα πλατιά κόμματα. Τελικά έφτασαν οι σύντροφοι-φισσες της ΔΕΑ να υπογράφουν κείμενα και «επισήμως» υπέρ της ανασύνθεσης της Αριστεράς… Άλλο παράδειγμα είναι οι Ισπανοί «Αντικαπιταλίστας» που ακολουθούν την εδώ και χρόνια πορεία των Pοdemos προς τα δεξιά (έχοντας μάλιστα αυτοδιαλυθεί «επισήμως» ως επαναστατική οργάνωση) εξακολουθώντας να βρίσκονται μέσα στο «πλατύ κόμμα» (ανεξαρτήτως του τι θα πράξουν όταν –πιθανότατα- σε λίγες εβδομάδες οι Podemos στηρίξουν κυβέρνηση σοσιαλνεοφιλελεύθερων στην Ισπανία). Τρίτο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η  ISΟ των ΗΠΑ, όπου εσφαλμένα προβαλλόταν η τακτική της ΔΕΑ ως πρότυπο, ακολούθησε όπως ήταν λογικό η “μετάφραση”-συγκεκριμενοποίηση της «τακτικής ΔΕΑ» από την πλειοψηφία των μελών της ISO στις αμερικανικές συνθήκες κι αναζητήθηκε ένας «αμερικανικός ΣΥΡΙΖΑ», μόλις αυτό έγινε εφικτό (ριζοσπαστικοποίηση τμήματος των Δημοκρατικών, άνοδος κινήματος, μαζικοποίηση των ρεφορμιστών των DSA). Έτσι, σε μια – δεξιότερη αλλά σίγουρα στο ίδιο πνεύμα λογική- προέκυψε η διάλυση της ISO και ο προσανατολισμός της «ανασύνθεσης» με τους DSA.

Η εξέλιξη αυτή με τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ ή των Podemos, αλλά και την αποτυχία των τακτικών των επαναστατικών οργανώσεων εντός τους, έρχεται να προστεθεί στη μακριά λίστα με τις ήττες, τις χρεοκοπίες και τις εκφυλιστικές συνέπειες του ρεφορμισμού, που επαναφέρουν τη στρατηγική διάκριση “Ρεφορμισμός ή επανάσταση;” και καθιστά την επαναχάραξη μιας επαναστατικής στρατηγικής αναγκαία.

 

Ανάγκη για επαναπροσανατολισμόπρος το «πραγματικό Ενιαίο Μέτωπο»

Η κομμουνιστική στρατηγική και σήμερα βάζει το διπλό καθήκον ανεξάρτητης επαναστατικής οικοδόμησης-ενιαίου μετώπου. Το ενιαίο μέτωπο είναι η προσπάθεια να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις για να δοθούν οι απαραίτητες -εδώ και τώρα- μάχες με το σύστημα. Κάθε απόρριψή του στα λόγια, αλλά κυρίως στην πράξη, όσο κι αν γίνεται με επικλήσεις ιδεολογικοπολιτικής καθαρότητας, στην πραγματικότητα αποτελεί δεξιά απόκλιση. Αναστέλλει τις μάχες για ένα απροσδιόριστο μέλλον (όπου οι “καθαρά επαναστατικές” πολιτικές δυνάμεις θα έχουν ενισχυθεί και θα μπορούν να καθορίσουν το κίνημα…) και παγιδεύει ένα πολύτιμο δυναμικό σε ρόλο παθητικό και προπαγανδιστικό, την ώρα που οι λαϊκές μάζες έχουν επείγουσα ανάγκη από οργανωτές της ευρύτερης δυνατής αντίστασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι η στάση του ΚΚΕ.

Στην πραγματικότητα, η προσήλωση στην ανάγκη οικοδόμησης του επαναστατικού κόμματος συμπληρώνει την υποστήριξη της ενότητας δράσης και το αντίστροφο: Στην ενότητα δράσης πιέζει ‘αυθόρμητα’ η εργατική τάξη που αγωνίζεται ενάντια στον καπιταλισμό. Όμως ενότητα δράσης χωρίς κομμουνιστική προοπτική είτε θα ηττηθεί είτε θα οδηγήσει σε πρόσκαιρες κατακτήσεις θα ανατραπούν γρήγορα. Ενότητα δράσης χωρίς να γενικεύουν οι εργάτες και οι εργάτριες τα συμπεράσματα ενάντια στο σύστημα, χωρίς να εκπαιδεύονται ενάντια σε κάθε μορφή εκμετάλλευσης και καταπίεσης, χωρίς να κερδίζουν έδαφος οι κομμουνιστικές ιδέες στην εργατική τάξη σημαίνει ότι δεν δημιουργείται η απαραίτητη πολιτική «συσσώρευση» δυνάμεων για να δοθεί η επόμενη μάχη με καλύτερους όρους. Στην κοινή δράση οι κομμουνιστές δρουν ως οι πιο αποτελεσματικοί οργανωτές της αντίστασης, σαν το τμήμα που προωθεί την μεγαλύτερη πολιτικοποίηση-γενίκευση κινήματος, στην κατεύθυνση ενοποίησης της τάξης μας σε (εθνικό και διεθνές επίπεδο) απέναντι στον (εθνικό και διεθνή) καπιταλισμό. που Το δίπολο Ενιαίο Μέτωπο-οικοδόμηση επαναστατικής οργάνωσης/οργανώσεων αποτελεί τη μέθοδο για το ξαναχτίσιμο της σχέσης ανάμεσα στις φυσικές πρωτοπορίες των υπαρκτών κοινωνικών αντιστάσεων και στον επαναστατικό μαρξισμό.

Το Ενιαίο Μέτωπο μπορεί να αφορά από το πιο μικρό κινηματικό καθήκον ως το κεντρικό πολιτικό. Όμως αυτό πρέπει να το κάνουμε με ένα συγκεκριμένο τρόπο: εμμένοντας στη διάκριση ρεφορμισμού – επανάστασης, παλεύοντας για να κερδίσουμε αγωνιστές στη σχέση με τον επαναστατικό μαρξισμό, χτίζοντας (στο μέτρο των δυνάμεών μας) μια ανεξάρτητη επαναστατική οργάνωση, που θα οργανώνει την αντίσταση σε επίπεδο κινήματος, γειτονιάς, εργασιακού χώρου, σχολής, σχολείου, πείθοντας τον κόσμο  που την παρακολουθεί και δουλεύει μαζί της για την αξία της επαναστατικής οργάνωσης στην πράξη. Πείθοντας ότι οι επαναστατικές οργανώσεις είναι πιο χρήσιμες και αποτελεσματικές στο ΣΗΜΕΡΑ για να πετύχουμε επιμέρους ΝΙΚΕΣ από ότι οι «μεγάλοι» ρεφορμιστικοί σχηματισμοί που όμως δεν πιστεύουν στη δύναμη της εργατικής τάξης. Και μέσα από την επιβεβαίωση της χρησιμότητάς μας στη  δράση, μπορούν να πείθονται ταχύτερα και και να στρατεύονται βαθύτερα οι σημερινοί αγωνιστές και αγωνίστριες, για την ανωτερότητα και της επαναστατικής θεωρίας και ιδεών, στον δρόμο για να χτίσουμε ένα επαναστατικό κόμμα, για την την υπόθεση του διεθνούς σοσιαλισμού.

 

Είναι ο αναρχισμός η απάντηση στην κρίση της ρεφορμιστικής κι επαναστατικής Αριστεράς;

Αρκετοί νέοι και νέες σήμερα έλκονται από τον «αναρχισμό», όχι στη θεωρία όσο από την αίσθηση «ελευθερίας» που αποπνέει, ενώ η έννοια «οργάνωση» αποπνέει περισσότερο «φυλακή».

Από τη μια μεριά, τα τείχη που χωρίζουν αναρχισμό από κομμουνισμό σήμερα δεν είναι τόσο μεγάλα όσο παλιότερα, ο ίδιος ο αναρχισμός απαρτίζεται από μια πανσπερμία ρευμάτων και ομάδων ενώ η εποχή έχει γεννήσει και χώρους-υβρίδια από τη σύνθεση των δυο ιδεολογιών. Πολλές αναρχικές ομάδες και χώροι λειτουργούν στην πράξη πολύ πιο «μπολσεβίκικα» από αρκετούς «κομμουνιστές» (στον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό για παράδειγμα, που σημαίνει «συζητάμε συλλογικά και δρούμε όλοι μαζί», οι αναρχικοί έχουν πολύ καλύτερες επιδόσεις από την επαναστατική Αριστερά…) ή πλέον πολλές αναρχικές ομάδες έχουν αναφορά στην εργατική τάξη, για παράδειγμα.

Από την άλλη μεριά όμως, είναι πολλά και μεγάλα τα πολιτικά προβλήματα-ανεπάρκειες του αναρχισμού, ενώ άλλες αναρχικές ομάδες λειτουργούν ή λύνουν τα προβλήματά τους με πολύ πιο «σταλινικό τρόπο». Η γενική απόρριψη της κεντρικής πολιτικής σκηνής ή/και των εκλογών αφήνει κενό στα «μεγάλα» πολιτικά ζητήματα και θέματα στρατηγικής που έρχονται να καλύψουν άλλες δυνάμεις. Δυσκολεύεται ή και αδιαφορεί να επηρεάσει μαζικά και να βάλει σε κίνηση ευρύτερες μερίδες κόσμου, και κυρίως στη μεγάλη πλειοψηφία του δεν φιλοδοξεί να συμβάλει στη συγκρότηση της τάξης με την παρέμβασή του,  δεν έχει κέντρο δράσης του τους μαζικούς χώρους ζωής κι εργασίας… Η γενική προπαγανδιστική καταγγελία του καπιταλισμού/αφεντικών/τραπεζών κλπ, οι «συμβολικές κινήσεις βίας», το γεγονός ότι –συνήθως- δεν ξεκινάει από τις σημερινό επίπεδο συνείδησης των απλών ανθρώπων είναι χαρακτηριστικά που πολιτικά απομονώνουν τον αναρχισμό, και διευκολύνουν την υπαγωγή του στο στόχαστρο των δυνάμεων καταστολής. Κατά τα άλλα η  –θεωρητική- απόρριψη της επαναστατικής οργάνωσης-κόμματος (λέμε θεωρητικά γιατί στην πράξη κανονικές «οργανώσεις» είναι συνήθως οι αναρχικές ομάδες) σημαίνει ότι ο αναρχισμός απορρίπτει την ανάγκη να δράσει η εργατική τάξη ενιαία και συντονισμένα απέναντι στην κρατική βία. Όμως η ιστορία δείχνει ότι δεν αρκεί η αυθόρμητη έκρηξη και η άγρια εξέγερση για να γκρεμιστεί ο καπιταλισμός, ότι η εργατική τάξη μπορεί να φτάσει μέχρι τα «εργατικά συμβούλια» και τη δυαδική εξουσία αλλά αυτά δεν γκρεμίζουν από μόνα τους τον καπιταλισμό, ότι οι εργάτες δέχονται την βία και επίδραση του συστήματος και κάποια στιγμή η επαναστατικότητά τους υποχωρεί. Τα εργατικά συμβούλια φτάνουν μέχρι την απειλή του καπιταλισμού αλλά έχουν ταυτόχρονα όριο τους τη συνύπαρξη μαζί του και όχι την ανατροπή του.  Έχει διαφανεί ιστορικά ότι οι πρωτοπόροι εργάτες-τριες πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους έναν «μηχανισμό» που θα σπρώχνει προς τα μπρος και θα δυσκολεύει τις υποχωρήσεις, θα θέτει την πολιτική προοπτική του σοσιαλισμού και της εργατικής εξουσίας, θα επιδιώκει να κερδίσει μαζί του την υπόλοιπη εργατιά και τα ενδιάμεσα στρώματα. Ότι θα πρέπει να διαθέτουν ένα σχέδιο για να αντιμετωπίσουν την κρατική βία, να περάσουν σε μέτρα καταστολής-διάλυσης του κράτους και αντικατάστασης των θεσμών του με δομές εργατικής εξουσίας, δημοκρατίας και ελέγχου, να περάσει σε διεθνιστική «εξωτερική πολιτική» και μέτρα διεθνοποίησης της επανάστασης κλπ. Αυτά δεν μπορούν να γίνουν χωρίς επαναστατικό κόμμα.

Δυστυχώς η επαναστατική Αριστερά έχει συκοφαντήσει με τα λάθη της ακόμα περισσότερο την έννοια της «επαναστατικής», την έννοια της οργάνωσης, την έννοια του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, την έννοια της κεντρικής επιτροπής (ως μια κάστα γραφειοκρατών, ενδεχομένως και πληρωμένων)… Κι ακόμα βασικότερο: η επαναστατική Αριστερά παρουσιάζεται συνήθως να έχει «ξεχάσει» τις μεθόδους χτισίματος σε εργατικούς χώρους και οργάνωσης της αντίστασης κι έχει μετατραπεί σε προπαγανδιστή (πυρήνες, εφημερίδα, σποραδικές εμφανίσεις σε κεντρικές διαδηλώσεις, αυτά). Εδώ πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τουλάχιστον οι αναρχικοί πολύ συχνά επιδεικνύοντας καλύτερα αντανακλαστικά όταν υπάρχει ανάγκη «άμεσης δράσης», αναλαμβάνοντας οργανωτικά πχ μεγάλο κομμάτι του αντιφασιστικού ή αντικατασταλτικού αγώνα, την ανθρωπιστική-κοινωνική αλληλεγγύη μέσα από τα διάφορα στέκια κλπ. Μπορεί η παρέμβασή τους να έχει συγκεκριμένα όρια, αλλά συνήθως φαντάζουν ως πιο αποτελεσματικοί οργανωτές της αντίστασης, ακριβώς επειδή η επαναστατική Αριστερά έχει μείνει πολύ πίσω.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις αδυναμίες του αναρχικού ρεύματος είναι η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Ένα κίνημα στο οποίο διάφορες εκδοχές του αναρχισμού ηγεμόνευσαν και του έδωσαν πολλά από τα χαρακτηριστικά τους, καθόρισαν όμως και τα όρια και τις αδυναμίες του- την αδυναμία να γίνει η εξέγερση υπόθεση του εργατικού κινήματος και μιας κοινωνίας σε δράση. Τότε το αναρχικό κίνημα γνώρισε πιθανότατα την καλύτερη στιγμή του και τη μεγαλύτερη ανάπτυξή του στην Ελλάδα. Σήμερα, ωστόσο, βρίσκεται αρκετά πίσω και από το σημείο που βρισκόταν πριν το 2008.

Εν ολίγοις, η Αναρχία δεν βρίσκεται σε άνθιση, βιώνει τη δική της κρίση και αδιέξοδα- αλλά επιβιώνει γιατί η ρεφορμιστική και επαναστατική Αριστερά είναι σε ίδια και χειρότερη κατάσταση.

 

Έχει ξοφλήσει σήμερα η έννοια της επαναστατικής οργάνωσης;

Σήμερα οι επαναστατικές οργανώσεις βρίσκονται σε μια από τις αδύναμες ιστορικά στιγμές τους από τις αρχές του 20ού αιώνα κι έπειτα… Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς εύλογα για τη ματαιότητα μιας τέτοιας προσπάθειας. Οι απανωτές αποτυχίες επαναστατών και ρεφορμιστών και οι διαδοχικές ήττες έχουν απαξιώσει ακόμα περισσότερο βασικές έννοιες όπως την έννοια της «οργάνωσης»: συνδικαλιστικής, πολιτικής, κομματικής κλπ.

Στη πλειοψηφία της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της βαραίνουν οι απανωτές ήττες. Όσον αφορά την Ελλάδα, πρόσφατα ο κόσμος του κινήματος έχασε τη μάχη των πλατειών και των απεργιών (2010-2012) κι έπειτα είδε την «κωλοτούμπα» του κόμματος που πλειοψηφικά αναγνώριζε ως ηγέτη. Είναι λογικό να διαπερνάται ακόμα περισσότερο από ρεφορμιστικές ή και συντηρητικές ιδέες, έχοντας στο μυαλό της ακόμα πιο απαξιωμένες τις έννοιες «αγώνας», «απεργία», «διαδήλωση». Κάποιοι περιμένανε ότι μετά την «προδοσία» ο κόσμος θα σπεύσει να βγάλει ρηξιακά και επαναστατικά συμπεράσματα  και να οργανωθεί σε αριστερές αντιμνημονιακές δυνάμεις και κομμουνιστικές οργανώσεις. Έπεσαν έξω γιατί η Αριστερά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν μπόρεσε ούτε στην πράξη να αποδείξει ότι είναι καλύτερος οργανωτής της αντίστασης ούτε (μέσα από την πράξη) να ξεσκεπάσει την απάτη του ρεφορμισμού.  Την εργατική τάξη σήμερα την χαρακτηρίζει ηττοπάθεια, εκλογικισμός, η αίσθηση «τίποτα δεν μπορούμε να αλλάξουμε-δεν υπάρχει εναλλακτική». Η ταξική πάλη βρίσκεται στο ναδίρ και μας κυβερνά με μνημόνια η κυβέρνηση ενός κόμματος που δηλώνει και ήταν κάποτε  αριστερό. Η εναπομείνασα ρεφορμιστική Αριστερά παραπαίει (όταν δεν κάνει εθνικιστική κριτική στην κυβέρνηση). Οι περισσότεροι λοιπόν πολιτικοποιημένοι και κινηματικοί άνθρωποι δηλώνουν απογοητευμένοι, επιστρέφουν στην ιδιώτευση. Αυτή η παθητικοποίηση και απαξίωση μεταφέρονται και στη νέα γενιά, που όλο και περισσότερο δηλώνει πως «δεν ασχολούμαι με την πολιτική», παρά τη διάχυτη οργή και ριζοσπαστικοποίηση.

Κι όμως, πρέπει να επιμείνουμε πως η έννοια της επαναστατικής οργάνωσης παραμένει αναντικατάστατη τόσο για το κίνημα και την τακτική της εδώ-και-τώρα αντίστασης όσο και για τη στρατηγική της επανάστασης, ενώ είναι απαραίτητη και για τους ανένταχτους αγωνιστές-τριες. Μια βασική εμπειρία, κυρίως με αρνητικό τρόπο, επιβεβαιώθηκε ξανά και ξανά στα μεγάλα κινήματα και συνεχίζει να επιβεβαιώνεται μέχρι σήμερα: οι ιδέες χρειάζονται οργανώσεις για να τις στηρίζουν ή αλλιώς τα μεγέθη παίζουν ρόλο. Η επαναστατική Αριστερά έπαιξε πολιτικό ρόλο πολύ μεγαλύτερο από τα οργανωτικά κιλά της στο Πολυτεχνείο του ’73, στο φοιτητικό κίνημα του ΄79 ενάντια στον νόμο 815, στις νικηφόρες καταλήψεις του 2006-2007, στις μεγάλες αντιπολεμικές και αντιρατσιστικές-αντιφασιστικές μάχες  των δυο τελευταίων δεκαετιών… Δεν πρέπει να απορρίψουμε γενικά την έννοια της Οργάνωσης επειδή μέχρι σήμερα βιώσαμε την αποτυχημένη κατάληξή τους, δεν πρέπει να πετάξουμε «το μωρό μαζί με τα βρωμόνερα», αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε για να μην αποτύχουμε και πάλι. Είναι ακριβώς για τον ίδιο λόγο που δεν απορρίπτουμε τη στρατηγική της εργατικής επανάστασης, παρόλο που γνώρισε δεκάδες ήττες από την Παρισινή Κομμούνα κι έπειτα (με μια μόνο νίκη που αποδείχθηκε εξαιρετικά βραχύβια και «πύρρειος» στη Ρωσία).

Υπό το βάρος των αποτυχιών και των απογοητεύσεων, σήμερα μάλλον η μεγαλύτερη τάση των αγωνιστ(ρι)ών είναι να δηλώνουν «ανένταχτοι». Και γιατί όχι;-θα ρωτήσει εύλογα κάποιος. Γιατί η στράτευση σε επαναστατική οργάνωση –υπό προϋποθέσεις- μπορεί να ανυψώσει πολιτικά, ιδεολογικά, ηθικά και κοινωνικά τόσο τον ανένταχτο-η όσο και την ίδια την οργάνωση, είναι η απάντηση.

Οι ανένταχτοι αγωνιστές και αγωνίστριες δεν καταπιάνονται με την οργάνωση της αντίστασης με συστηματικό τρόπο  και συνήθως αποσύρονται-παθητικοποιούνται όταν το κίνημα βρίσκεται σε ύφεση. Η έλλειψη συστηματικότητας τους οδηγεί σε αποσπασματική πολιτικοποίηση και αυτή με τη σειρά της σε αποσπασματική σχέση με το κίνημα αντίστασης.  Πολύ περισσότερο οι «ανένταχτοι» δεν είναι σε θέση να κάνουν την κοπιαστική συλλογική δουλειά στη μελέτη της θεωρίας και της ιστορίας, ή τον συστηματικό απολογισμό της παρέμβασης, τον τρόπο διάδοσης μιας πετυχημένης παρέμβασης  και τις πιθανές βελτιώσεις-διορθώσεις σε επόμενες μάχες ή τη συζήτηση και τον σχεδιασμό για το πώς θα προσεγγίσουν τις υπόλοιπες πρωτοπορίες στον χώρο τους κλπ. Ο συνδυασμός παρεμβάσεων, η αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπων με κοινές εμπειρίες και γενικό σχέδιο, η συλλογική επεξεργασία κι αλληλεπίδραση, η εκπαίδευση στη δημοκρατία, η μεταφορά των εμπειριών-μνημών από τις καλύτερες στιγμές της ταξικής πάλης  είναι πράγματα που μπορεί να πάρει κανείς σήμερα από μια κομμουνιστική οργάνωση, έστω και μικρή, δεν μπορεί όμως να τα βιώσει ως «ανένταχτος-η». Όλα τα παραπάνω είναι κάποια στοιχεία που θα μπορούσε να προσφέρει θεωρητικά μια οργάνωση έναν ανένταχτο αγωνιστή-αγωνίστρια -ώστε να αξίζει  να οργανωθεί.  Το «θεωρητικά» σημαίνει ότι μένει  να αποδειχθούν στην πράξη, κι ότι δυστυχώς έως σήμερα οι αγωνιστές-τριες είδαν κατά κύριο λόγο «λάθος δείγματα γραφής».

Μια σύγχρονη επαναστατική οργάνωση πρέπει να πείθει πολιτικά-ιδεολογικά-θεωρητικά. Να πείθει ότι εκπαιδεύει και αυτο-εκπαιδεύεται. Να πείθει ότι εκπαιδεύει στην σωστή κατεύθυνση, δηλαδή ότι αυτά που λέει βοηθούν στην ερμηνεία της πραγματικότητας κι επιβεβαιώνονται από την πραγματικότητα. Να δημιουργεί χειροπιαστά παραδείγματα χρησιμότητάς της στην ταξική πάλη, να εφαρμόζει τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό με το πραγματικό του νόημα, και μάλιστα με μεγαλύτερη έμφαση στο σκέλος της δημοκρατίας, όπου συναντήθηκαν κατά βάση σοβαρές στρεβλώσεις.

Η κομμουνιστική οργάνωση, παράδοση και παρέμβαση έχει στόχο να συνειδητοποιήσουν οι εργάτες και γενικά οι «από κάτω» ότι οι ίδιοι έχουν τη δύναμη να πάρουν στα χέρια τους την κοινωνία και να την αλλάξουν, αφού ανατρέψουν τον καπιταλισμό, το κράτος και την εξουσία των αφεντικών, ότι ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει κάποιους σωτήρες που ψηφίζονται κάθε 4 χρόνια. Να πειστούν μέσα από την εμπειρία τους οι εργάτ(ρι)ες για την ανωτερότητα των επαναστατικών  ιδεών και οργάνωσης, μέσα από την παρέμβαση στις καθημερινές κοινωνικές αντιστάσεις. Στόχος είναι η όλο και μεγαλύτερη απήχηση και υλική δύναμη μέσα από τις μικρές μάχες στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, ώστε να παίζουμε όλο και πιο καθοριστικό ρόλο  σε όλο και ευρύτερης κλίμακας αμυντικές μάχες για το ψωμί και τα τριαντάφυλλα. Αλλά και να αποκτήσουμε σε αυτή τη διαδρομή εκείνη την κρίσιμη μάζα που απαιτείται στην επανάσταση, όταν αυτή ξεσπάσει, για να ανατραπεί ο καπιταλισμός, και μάλιστα σε διεθνή κλίμακα.

Σήμερα μπορεί να φαντάζει ότι βρισκόμαστε σε μια παρατεταμένη κινηματική άμπωτη που θα κρατήσει αρκετά ακόμα, αλλά οφείλουμε να κινούμαστε σαν να βρισκόμαστε στη νηνεμία πριν από μια καταιγίδα που θα ξεσπάσει σύντομα. Η ταξική ειρήνη δεν κράτησε ποτέ για πάντα-πόσο μάλλον σήμερα σε ένα περιβάλλον λιτότητας, πολέμων, εξοπλισμών, εθνικισμών, αναμονής για υποτροπή της διεθνούς οικονομικής κρίσης… Ούτε το 2008 ούτε το 2010-2012 περιμέναμε να γίνουν τα ρυάκια χείμαρρος αλλά έγιναν. Από αυτά η επαναστατική Αριστερά δεν κεφαλαιοποίησε τίποτα-μάλλον έχασε κιόλας. Ωστόσο τέτοιες στιγμές επωάζονται και θα ξανάρθουν. Κι αν δεν υπάρχουν ισχυρές επαναστατικές οργανώσεις, το κενό θα το καλύψουν οι ρεφορμιστικές, οι αμιγώς αστικές και οι υπεραντιδραστικές ακροδεξιές ιδέες κι οργανώσεις πηγαίνοντάς μας ακόμα πιο πίσω. Δεν έχουμε επιλογή λοιπόν, η ταξική πάλη θέτει καθήκοντα. Η σημερινή περίοδος έχει χαρακτήρα προεργασίας, και το στοίχημα είναι  το πώς οι επόμενες  μαζικές «εκρήξεις» θα είναι νικηφόρες. Εργάτες, άνεργες, νεολαία, ας οργανωθούμε και ας καταπιαστούμε με το σχέδιο νίκης.

 

 




H Aριστερά σε τέλμα- μια μαζική ενιαιομετωπική επαναστατική Αριστερά το ζητούμενο

 του Αλέξη Λιοσάτου

Η επίθεση της άρχουσας τάξης στην εργατική τάξη της Ελλάδας καλά κρατεί μετά από 8 χρόνια μνημονίων και η ήττα που έχει υποστεί ο κόσμος της δουλειάς δείχνει να εμπεδώνεται. Η μεγάλη μείωση που δέχτηκε ο μισθός, η σύνταξη, η αγοραστική δύναμη έρχονται να προστεθούν στην μεγάλη αύξηση της ανεργίας και της επισφάλειας, της αποσάθρωσης των σωματείων και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, των συλλογικών συμβάσεων, της επέκτασης και βουβής αποδοχής της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και τρομοκρατίας.

Καθοριστικό ρόλο στο αίσθημα της ήττας έπαιξε ο εξανδραποδισμός του ΣΥΡΙΖΑ από την αστική τάξη, που βάρυνε αποφασιστικά στη συνείδηση του κόσμου που συμμετείχε σε μαζικούς αγώνες τα προηγούμενα χρόνια. Το 2001-2013 στην Ελλάδα δόθηκαν μεγάλοι εργατικοί και νεολαιίστικοι αγώνες, μεγάλες μάχες του αντιπολεμικού , αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού κινήματος. Αυτές οι κοινωνικές μάχες αλληλεπίδρασαν σε μεγάλο βαθμό με την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ (και πριν από αυτόν το «κοινωνικό του αντίστοιχο», το Ελληνικο Κοινωνικό Φόρουμ, ένα μέτωπο αριστερών δυνάμεων σε κοινωνικό πεδίο) στήριξε όλους αυτούς τους αγώνες σε κινηματικό και σε κοινοβουλευτικό πεδίο , μετατρεπόμενος σε «κόμμα-φωνή» των αγωνιζόμενων κλάδων της ελληνικής κοινωνίας. Κατάφερε σταδιακά και ανέπτυξε –εκλογικούς κυρίως- δεσμούς εμπιστοσύνης με την βάση της σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ), της Αριστεράς (κυρίως του ΚΚΕ) και τη νεολαία . Τα ποσοστά του ήταν ανοδικά και κατέληξε να γίνει πρώτα ηγεμονική δύναμη μέσα στην Αριστερά και έπειτα να προσπεράσει εκλογικά τη Σοσιαλδημοκρατία. Αυτή η διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ μοιραία τον κατέστησε ικανό να επιδρά στην ψυχολογία των αγωνιζόμενων μαζών, είτε θετικά (προσμονή για αριστερή κυβέρνηση, ανατροπή μνημονίων, σύγκρουση μετά το δημοψήφισμα) είτε αρνητικά (μετά την «κωλοτούμπα», όπου η πλειοψηφία του αριστερού-αγωνιζόμενου κόσμου έχασε το βασικό «εργαλείο» με το οποίο έβλεπε εφικτή την αλλαγή).

Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε τη στρατηγική «Κυβέρνηση της Αριστεράς», όχι σαν μεταβατικό στάδιο για την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά σαν μεταβατικό στάδιο ενσωμάτωσης της Αριστεράς στον καπιταλισμό, μετατροπής της σε διαχειριστική συστημική δύναμη, εκλογικής χειραγώγησης της εργατικής τάξης και της νεολαίας, ξεδοντιάσματος, παθητικοποίησης και εκλογικής εκτόνωσης του κινήματος αντίστασης. Και απ’ ότι φαίνεται τα κατάφερε περίφημα. Μετά το 2013 η κοινωνική πλειοψηφία περίμενε την εκλογική λύση και τον άφθαρτο Τσίπρα προσωπικά, που δεν ήταν «λαμόγιο σαν τους ΠΑΣΟΚ-ΝΔ», να σκίσει τα μνημόνια,να μας κρατήσει στο ευρώ και να βελτίωσει και λίγο το οικονομικό μας επίπεδο, ή τουλάχιστον «να σταματήσει την καταστροφή» . Την τελευταία 5ετία αυτή η παθητικότητα όχι μόνο δεν έχει σπάσει, αλλά έχει βαθύνει. Πλέον στο όνομα της Αριστεράς υπογράφτηκε μνημόνιο, υλοποιούνται σκληρά αντεργατικά-αντικοινωνικά μέτρα, που σίγουρα φθονούν ο ΓΑΠ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Έχουν ενισχυθεί απόψεις όπως «όλοι ίδιοι είναι, οι αγώνες δεν κάνουν τίποτα, η Αριστερά εντάσσεται κι αυτή στο συστημικό κάδρο, το σύστημα είναι ανίκητο, είμαστε δέσμιοι της ΕΕ» κλπ.

Αυτή η απογοήτευση και η απώλεια του «ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς» μπορούν να αποτελέσουν το έδαφος για την αντεπίθεση της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς, το λίπασμα για τις πιο συντηρητικές μετατοπίσεις και ιδέες. Στοιχεία αυτής της τάσης βλέπουμε ήδη στις εξορμήσεις για το Μακεδονικό και την αποθράσυνση των φασιστικών συμμοριών, την συνδιοργάνωση συλλαλητηρίων από το «ενιαίο μέτωπο» Δεξιάς-Φασιστών, τη δημιουργία νέων ακροδεξιών κομμάτων με δημοσκοπική ανίχνευση, τη χρηματοδότηση των φασιστών από επιχειρηματίες τύπου Ιβάν Σαββίδη (βλέπε φασιστικές επιθέσεις «ΠΑΟΚτσήδων», επιθέσεις «Ποντίων» στον Μπουτάρη ) κ.ο.κ. Σε πολύ μικρότερο επίπεδο –δυστυχώς- , μπορούν να αποτελέσουν μια αφορμή και μια βοήθεια για να ξεκαθαρίσουν οι αυταπάτες και οι σωστές ή λάθος απόψεις, στον κόσμο της Αριστεράς . Και για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα από αυτή τη διαδικασία να περάσουν οι ίδιες οι οργανώσεις της Αριστεράς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πάτησε πάνω στην ιστορία των Φόρουμ και συγκροτήθηκε ως μέτωπο της ρεφορμιστικής , ριζοσπαστικής και επαναστατικής Αριστεράς. Κυρίαρχη δύναμη βεβαίως ήταν ο ΣΥΝασπισμός, αλλά χαρακτηριζόμενος τόσο από τη στροφή προς τα αριστερά (απορρίπτοντας –στα λόγια- τον κυβερνητισμό και την κεντροαριστερά) όσο και από παραχωρήσεις/υποχωρήσεις προς την άκρα Αριστερά . Οι υποχωρήσεις-ταλαντεύσεις του ΣΥΝ είχαν να κάνουν με την επιτυχία του εκλογικού εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ, με την αθρόα συσπείρωση ριζοσπαστικών ακροατηρίων και με την αριστερόστροφη επίδραση αυτών μέσα στο εγχείρημα. Έτσι κατάφερε να μπει για τα καλά «στο μάτι» της ελληνικής άρχουσας τάξης, με κορυφαία στιγμή –κατά τη γνώμη μου- τη στήριξη της βίαιης εξέγερσης του Δεκέμβρη.

Ωστόσο ο ΣΥΝ ήταν ρεφορμιστική δύναμη και δεν το έκρυψε ποτέ. Το ενδεχόμενο να βρεθεί προ κυβερνητικών ευθυνών ήταν δεδομένο ότι θα αντιμετωπιστεί από την ηγεσία του (Τσίπρας) ακριβώς με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε: διαχειριστικά και σε συνεννόηση με την άρχουσα τάξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι η «προδοσία» του ΣΥΡΙΖΑ ήταν νομοτελειακή , ή ότι η επίδραση της προδοσίας του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα θα ήταν νομοτελειακά τόσο εκτεταμένη. Θεωρητικά υπήρχε το ενδεχόμενο να νικήσουν οι δυνάμεις της επαναστατικής/άκρας Αριστεράς-αριστερής πτέρυγας εντός ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό ενδεχομένως με τη βοήθεια των δυνάμεων της εκτός ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς.

Υπήρχε η περίπτωση να ανατραπεί η μνημονιακή συνθηκολόγηση Τσίπρα από τα Αριστερά, με μαζικές απεργίες , διαδηλώσεις και καταλήψεις που θα καθοδηγεί η άκρα Αριστερά.

Υπήρχε η περίπτωση να ανατραπεί η κλίκα Τσίπρα μέσα στο κόμμα ΣΥΡΙΖΑ πριν συνθηκολογήσει.

Υπήρχε η περίπτωση να κρατήσει ο Τσίπρας την (μνημονιακή) κυβέρνηση, αλλά να πεταχτεί έξω από το κόμμα του.

Υπήρχε η περίπτωση να τον ρίξει το κόμμα του.

Υπήρχε και η περίπτωση να μη γίνει τίποτα από αυτά, αλλά η Αριστερά (αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖA και υπόλοιποι να δημιουργήσουν ένα σοβαρό ρήγμα στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ και να διατηρήσουν ζωντανά την ελπίδα και το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, συνεχίζοντας με αξιώσεις (αν και από χειρότερες θέσεις) τη μάχη για την εργατική τάξη, λειτουργώντας συσπειρωτικά και προετοιμάζοντας το επόμενο κύμα αγώνων.

Εδώ και πολύ καιρό βεβαίως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι κανένα από αυτά τα ενδεχόμενα δεν πραγματώθηκε, αφενός γιατί το εργατικό κίνημα αποκλιμακώθηκε και τέθηκε «εν υπνώσει» μετά την κορύφωση του 2010-12, αφετέρου γιατί ούτε οι δυνάμεις της επαναστατικής/άκρας Αριστεράς είχαν τα μεγέθη, την αναγνωρισιμότητα αλλά και τις ικανότητες να τα καταφέρουν.

Αριστερή Πλατφόρμα

Η Αριστερή Πλατφόρμα ήταν ο κορμός της αριστερής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ. Κυρίαρχη δύναμη μέσα σε αυτήν ήταν το Αριστερό Ρεύμα. Το Αριστερό Ρεύμα εντάχθηκε με ενθουσιασμό στο σχέδιο «Κυβέρνηση Αριστεράς», από το 2011, συμβάλλοντας στις αυταπάτες ότι η Κυβέρνηση της Αριστεράς θα υλοποιηθεί μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα. Ενώ αντιπολιτεύτηκε σε εσωκομματικό επίπεδο τον Τσίπρα, με κέντρο τις συμμαχίες και το νόμισμα, ενώ πολέμησε εσωκομματικά το αντιδραστικό ευρωκομμουνιστικό σχέδιο «ειρηνικής μεταρρρύθμισης» της ΕΕ, το δημόσιο στίγμα του Αρ.Ρ. εξέπεμπε πίστη ότι την κρίσιμη στιγμή ο Τσίπρας θα διαλέξει τη ρήξη με την ΕΕ, ότι δεν θα προδώσει τις λαϊκές ελπίδες, ότι θα πιεστεί ενδεχομένως να το κάνει από την Αριστερή Πλατφόρμα. Σε κανένα σημείο η Αρ.Πλ. δεν αμφισβήτησε το σχέδιο Τσίπρα και δεν διεκδίκησε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό που έπρεπε να κάνει είναι να εξηγεί ότι το σχέδιο «Κυβέρνηση της Αριστεράς» δεν είχε τίποτα κοινό με το σχέδιο Τσίπρα, ότι προϋπόθεση για να νικήσει το κομμουνιστικό-μεταβατικό σχέδιο για την Κυβέρνηση της Αριστεράς είναι να ηττηθεί η σοσιαλδημοκρατική-δεξιά στροφή του Τσίπρα, να προειδοποιεί δημόσια ότι οι λαϊκές ελπίδες θα προδοθούν. Σε πολλές περιπτώσεις η κριτική στον Τσίπρα αυτοπεριοριζόταν εν μέρει εσωκομματικά και σχεδόν ποτέ δημόσια «για να μην δοθούν αφορμές για πόλεμο των Σαμαροβενιζέλων απέναντι στην Αριστερά». Όμως έτσι χανόταν από το κάδρο το απαραίτητο στοιχείο της κριτικής σε μια ηγεσία που οδηγούσε νομοτελειακά στην προδοσία, στον ταξικό συμβιβασμό. Αν δεν έχανε ο Τσίπρας στον ΣΥΡΙΖΑ, θα έχανε η εργατική τάξη στην κοινωνία.

Αλλά στην πραγματικότητα το πρόβλημα είναι βαθύτερο για το Αριστερό Ρεύμα. Στην πραγματικότητα , ως τάση του ΣΥΝ, είχε υιοθετήσει εξίσου μια ρεφορμιστική εκδοχή του «σοσιαλισμού από τα πάνω» , μιας κυβέρνησης διαχείρισης του καπιταλισμού και ταξικής συνεργασίας, όπου ο λαός απλά θα έχει δευτερεύοντα λόγο. Το σχήμα του όλου ΣΥΝ για τον σοσιαλισμό ή την υπέρβαση του καπιταλισμού έλεγε πως η Αριστερά θα βρίσκεται στην κυβέρνηση και ο λαός απλά θα «πιέζει» για φιλολαϊκές αλλαγές. Αυτή ήταν η βάση για την ειρηνική συνύπαρξη Αρ.Ρεύματος και Ανανεωτικής/Δεξιάς πτέρυγας του ΣΥΝ, αλλά και οι ατελείωτες ενδοεπικοινωνίες και συνεννοήσεις σε όλη την ιστορία του ΣΥΝ. Αυτή ήταν και η βάση για τη «συντροφική κριτική» στον εκάστοτε πρόεδρο του κόμματος, και στο Τσίπρα συγκεκριμένα, τη στιγμή που ο Τσίπρας έστριβε δεξιά κι έσκαβε τον λάκκο των , ομοϊδεατών κατά βάση, συντρόφων του.

Τουλάχιστον όμως, ο Π.Λαφαζάνης και το Αρ.Ρ., υπερασπίζονταν και μια σειρά σωστές απόψεις την εποχή του ΣΥΡΙΖΑ. Από το 2011 ο Π.Λ ασκούσε κριτική στον Τσίπρα ότι η «αντικαθιστά την συμπαράταξη της Αριστεράς με το αντιμνημονιακό μέτωπο». Η Αρ.Πλ. υπερασπιζόταν παθιασμένα το μέτωπο όλης της Αριστεράς (και του ΚΚΕ, παρά την άρνησή του)και επισήμαινε σωστά ότι το αντιμνημονιακό μέτωπο χωρίς ταξικό πρόσημο μπορεί να οδηγήσει σε κεντροαριστερή στροφή. Όλα αυτά ξεχάστηκαν όμως με την ίδρυση της ΛΑΕ, το καλοκαίρι του 2015.

ΛΑΕ

Στα πρώτα χρόνια του ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούσε ως μέτωπο συνιστωσών και καλούσε όλη την Αριστερά σε συμπαράταξη. Αυτό ήταν ένα βασικό χαρακτηριστικό που έκανε το ΣΥΡΙΖΑ πόλο έλξης και διεμβόλισε σημαντικά τη βάση του ΚΚΕ. Από το 2009 ξεκίνησαν οι πιέσεις για «ενιαιοποίηση του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ» , που προχώρησαν το 2012, αλλά τουλάχιστον ακόμα και τότε το Αρ. Ρ. συνέχισε να μιλά για συμπαράταξη της Αριστεράς, μέχρι και το 2015. Η συμπαράταξη της Αριστεράς απέναντι στις κεντροαριστερές συμμαχίες ήταν το κέντρο όλων των τοποθετήσεων της Α.Πλ. απέναντι στη δεξιά πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ.

Όταν όμως το Αριστερό Ρεύμα χρειάστηκε να πάρει την πρωτοβουλία για να δημιουργήσει νέο φορέα της Αριστεράς και να διεκδικήσει τον κόσμο των αγώνων από τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, επέβαλε στη ΛΑΕ ένα προφίλ διεκδίκησης όχι συμπαράταξη της Αριστεράς, αλλά πατριωτικού αντιμνημονιακού μετώπου . Παράλληλα υιοθέτησε για λογαριασμό της ΛΑΕ μια σειρά ακόμα χαρακτηριστικά του ΣΥΝ, όπως αρχηγοκεντρισμό, έμφαση στα ΜΜΕ και κοινοβουλευτικοκεντρισμό, διγλωσσία (άλλα γράφουν οι αποφάσεις, άλλα λέμε στα ΜΜΕ). Έπιασε το νήμα όχι από τον πετυχημένο ΣΥΡΙΖΑ των πρώτων χρόνων (μέτωπο συνιστωσών) αλλά από τον προεδρικό ΣΥΡΙΖΑ-ενιαίο κόμμα του 2012 που ετοίμαζε τη δεξιά στροφή. Από τη συζήτηση που άνοιγε ο Λαφαζάνης για τον σοσιαλισμό και τον μπολσεβικισμό του 21ου αιώνα, το γύρισε στην αναπτυξιολογία , στην ανασυγκρότηση της Ελλάδας με δραχμή! Το «συμπαράταξη της Αριστεράς για ρήξη με την ΕΕ και το ντόπιο κατεστημένο και την υπέρβαση του καπιταλισμού» (έστω με τα προβλήματα και τις αντιφάσεις του Αρ.Ρ.) μετατρεπόταν σε μήνυμα «ψηφίστε μας για να κυβερνήσουμε με δραχμή». Έτσι ο «καπετάνιος» αποδεικνυόταν γυμνός : ασυνεπής με το προφίλ που είχε καλλιεργήσει τα προηγούμενα χρόνια και παράλληλα ανεπαρκής για ηγεσία ενός νέου αριστερού μετώπου, ανεπαρκής για να τον εμπιστευτεί ο κόσμος στη μάχη απέναντι στη μνημονιακή προδοσία. Η ανεπάρκεια που αποκαλυπτόταν τώρα, φώτιζε καλύτερα αναδρομικά τις αυταπάτες και τις ανεπάρκειες που οδήγησαν στην ήττα από τον Τσίπρα, στην μη έγκαιρη προετοιμασία, στην αναποτελεσματική μάχη ενάντια στο προεδρικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή είναι η βάση της αρχικής ελπίδας και της επακόλουθης άμεσης και ραγδαίας απελπισίας των συμμετεχόντων στη ΛΑΕ, η βάση της όλο και μεγεθυνόμενης αποσυσπείρωσής της και της οριστικής χρεοκοπίας της ως μετωπικό εγχείρημα της Αριστεράς.

ΚΚΕ

Το 2004-2012, το ΚΚΕ βρέθηκε σαφώς στα δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ και γι αυτό σταδιακά έχασε και την ηγεμονία του μέσα στην Αριστερά, αλλά και τμήμα της αριστερής του βάσης. Η πολιτική του στόχευε στη συντήρηση δυνάμεων, στην ελεγχόμενη κινηματική αντιπολίτευση , στην παθητική κριτική του καπιταλισμού και στην παραπομπή του σοσιαλισμού στο μακρινό μέλλον, αφού πρώτα ενισχυθεί εκλογικά το ΚΚΕ. Μέχρι τότε δεν μπορούσε να αλλάξει τίποτα, δεν μπορούσε να επιτευχθεί καμία νίκη, αλλά με υπομονή και ψήφο την ψήφο, στη σοσιαλιστική δευτέρα παρουσία όλα θα αλλάζανε, αυτό το μοτίβο καθόριζε την τακτική του. Επρόκειτο για μια βαθιά συντηρητική και ηττοπαθή πολιτική μέσα στην Αριστερά που φάνηκε μέσα από δεκάδες παραδείγματα: διάσπαση απεργιακών και κινηματικών προτάσεων , διάσπαση των δυνάμεων στα εργατικά μπλοκ διαδηλώσεων, εναντίωση σε προτάσεις για απεργίες διαρκείας, υποτίμηση του αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού κινήματος, κραυγαλέα υποτίμηση του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και των Φόρουμ, εναντίωση στις φοιτητικές καταλήψεις του άρθρου 16 (2006-2007), εναντίωση στην εξέγερση του Δεκέμβρη (2008), εναντίωση στο κίνημα των πλατειών – περικύκλωση της Βουλής για να την προστατεύσει από τα επεισόδια (2011) , δεκάδες λιβανίσματα, χειροκροτήματα και εύσημα αστών πολιτικών κι εκπροσώπων για το ΚΚΕ που «είναι ένα σοβαρό κόμμα», μποϊκοτάζ του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015 (όπου η συντριπτική πλειοψηφία της εκλογικής του βάσης αγνόησε τη γραμμή της ηγεσίας) κι άλλα.

Η από τα αριστερά πίεση που δέχτηκε το ΚΚΕ τα προηγούμενα χρόνια αποτυπώθηκε σε μαζικές διαγραφές κι αποχωρήσεις , αλλά και σε φυσιογνωμικές αλλαγές (πχ λεκτική αμφισβήτηση της θεωρίας των σταδίων και ακύρωση της πρότασης για «αντι-ιμπεριαλιστική-αντιμονοπωλιακή συμμαχία» που εμφανιζόταν ως στάδιο πριν την ανατροπή του καπιταλισμού) που οδήγησαν άλλους σταλινογενείς πολιτικούς χώρους σε κριτική του ΚΚΕ για …τροτσκιστική απόκλιση.

Στην πραγματικότητα όμως, το ΚΚΕ παραμένει το συντηρητικό ρεφορμιστικό κόμμα που όλοι γνωρίσαμε, ένα κόμμα που δεν μπορεί να οδηγήσει την εργατική τάξη σε νίκες .Από την ιστορία της περασμένης 20ετίας αυτό επιβεβαιώθηκε σε πληθώρα παραδειγμάτων. Όποτε το σύστημα κινδύνευε πραγματικά, το ΚΚΕ βρισκόταν πίσω, απ’ έξω ή απέναντι από τις κινηματικές εκρήξεις. Όταν ακολουθούσε η άμπωτη του κινήματος, το ΚΚΕ «ρέφαρε» πολιτικά κι εκλογικά, αξιοποιώντας την μεγάλη υπεροχή του σε οργανωτικές δυνάμεις συγκριτικά με την υπόλοιπη Αριστερά, με συμβολικές διαδηλώσεις και απεργίες.

Και αυτό συμβαίνει και σήμερα. Στο έδαφος της βαθιάς ήττας του κινήματος και της Αριστεράς που έκλεισαν τον κύκλο 2000-2015, το ΚΚΕ αξιοποιεί το μονοπώλιό του ως αριστερή δύναμη στη Βουλή και τις μεγάλες οργανωτικές του δυνάμεις και σήμερα φαντάζει και πάλι σανίδα σωτηρίας για αρκετό κόσμο της Αριστεράς. Η ήττα της Αριστεράς και η αποτυχία-διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη της Αριστεράς αξιοποιείται για να ξεπροβάλει το ΚΚΕ και πάλι ως «σταθερή αξία». Το γεγονός ότι οι μαζικοί αγώνες έχουν εκλείψει, οι υπαρκτές αντιστάσεις έχουν ελαχιστοποιηθεί και το γεγονός ότι το ΚΚΕ μπορεί να κινητοποιεί πολύ περισσότερο κόσμο στους δρόμους από κάθε άλλον, και να διαδηλώνει με σχετική μαζικότητα και συχνότητα, για πολλούς μοιάζει σαν πρωτοκαθεδρία στο κίνημα, στην αντίσταση στο πεζοδρόμιο. Γι αυτό και το ΚΚΕ έχει επαναπαυτεί σήμερα επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ακόμα περισσότερο. Οι απεργίες και οι διαδηλώσεις του, συμβολικές ούτως ή άλλως, έχουν αραιώσει, αφού δεν του μπαίνει πλέον –εκλογική- πίεση από τα αριστερά. Για όποιον-α λοιπόν δε βλέπει ή δεν πιστεύει πλέον ότι μπορούμε να νικήσουμε τους καπιταλιστές ή να φτιάξουμε μια νέα Αριστερά, το ΚΚΕ αποτελεί εκλογικό καταφύγιο, την μοναδική υπαρκτή μαζική φωνή που πρέπει να ενισχυθεί γιατί τουλάχιστον «ακούγεται» και «το παλεύει» . Πρόκειται για απόλυτα κατανοητή στάση, πλην όμως λάθος. Γιατί είναι δεδομένο , ακόμα και από την πρόσφατη ιστορία του, ότι το ΚΚΕ θα παίξει ρόλο πυροσβέστη , διασπαστή ή υπονομευτή και στις επόμενες πλημμυρίδες κι εκρήξεις του κινήματος.

Με τον κόσμο του ΚΚΕ έχουμε και πάλι το καθήκον της απεύθυνσης για κοινή δράση , για νίκες στο σήμερα και όχι στο μακρινό μέλλον, της ανάδειξης του συντηρητισμού της ηγεσίας του, παράλληλα με τη συζήτηση για να φτιάξουμε (με κόσμο του ΚΚΕ, αλλά έξω από το ΚΚΕ) την επαναστατική Αριστερά που χρειαζόμαστε. Να συζητήσουμε ότι παρά την ταξική φλυαρία, όταν η ελληνική αστική τάξη σφίγγει τα λουριά, το ΚΚΕ και σήμερα δείχνει να ευθυγραμμίζεται.

Είναι χαρακτηριστικό το τελευταίο εννιάμηνο, όπου ΚΚΕ και ΛΑΕ ανταγωνίζονται σε εθνικιστικές δηλώσεις αστικής νομιμοφροσύνης, από τον αντιτουρκισμό μέχρι τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο για τις ΑΟΖ των Λάτσηδων, και από τον «αλυτρωτισμό των Σκοπίων» μέχρι το καλόπιασμα του ελληνικού στρατού, του βασικού δηλαδή μηχανισμού εξουσίας της αστικής τάξης, κάνοντας κριτική στην κυβέρνηση από τα δεξιά.

ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν το πιο πετυχημένο (από άποψη πλατύτητας, αναγνωρισιμότητας, μακροβιότητας) μέτωπο της επαναστατικής αριστεράς (Επ.Α.) στην Ελλάδα, πρωταγωνιστώντας κινηματικά, καταφέρνοντας να συσπειρώσει κάποιες χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες στον δρόμο , έχοντας μια καλή δημόσια καταγραφή για τα δεδομένα της επαναστατικής αριστεράς στην Ελλάδα.

Στην Επ.Α. όμως η κριτική οφείλει γίνεται με διαφορετικά κριτήρια απ’ ότι στη ρεφορμιστική Αριστερά. Για παράδειγμα δεν αρκεί να επικροτήσουμε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ επειδή έχει πολύ ορθότερη τοποθέτηση στα εθνικά θέματα ή για την μεγαλύτερη έμφαση που δίνει στο κίνημα σε σχέση με τη ΛΑΕ. Ούτε από την σχετικά μεγάλη αναγνωρισιμότητα «για τα συνηθισμένα δεδομένα της Επ.Α.», που άλλωστε συνεχίζει να καταγράφεται στο περιθώριο του πολιτικού σκηνικού . Εξάλλου η δύναμη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που καταγράφεται στους δρόμους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην οργανωμένη δύναμη και την επιρροή του ΝΑΡ και του ΣΕΚ, μακράν των δυο μεγαλύτερων οργανώσεων της Επ.Α. στην Ελλάδα. Η Επ.Α. μετριέται με το ποια τακτική επιλέγει για να συνδεθεί με ευρύτερες πλειοψηφίες εργαζομένων, με το πόσο καταφέρνει να διαλύσει τις ρεφορμιστικές αυταπάτες της συντριπτικής πλειοψηφίας των αγωνιστικών πρωτοποριών, με το πόσο καταφέρνει να αποσπάσει τον κόσμο από την επιρροή των ρεφορμιστικών κομμάτων και να αλλάξει τον συσχετισμό ρεφορμισμού-επανάστασης υπέρ της δεύτερης, με το πόσο συμβάλλει στο προχώρημα των συνειδήσεων και στις νίκες προς όφελος της εργατικής τάξης.

Στα παραπάνω καθήκοντα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έπαψε να μετράει κατά βάση αποτυχίες. Σε μεγάλο βαθμό συγκροτήθηκε ως αντίβαρο στην πίεση του ΣΥΡΙΖΑ πάνω σε εκείνο το τμήμα της άκρας Αριστεράς που δεν ήθελε καμία σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η στάση αυτή παθητικής αντιμετώπισης και αυτοπεριχαράκωσης δεν δικαίωσε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε ρόλο «μικρού ΚΚΕ» μπορεί να επιχαίρει εκ των υστέρων για την πρόβλεψη της προδοσίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτή η πρόβλεψη καθόλου δεν την βοήθησε να βαθύνει τη σχέση της με την εργατική τάξη, να την απεγκλωβίσει από τον ρεφορμισμό, να την πείσει για την επαναστατική ανατροπή, να φέρει πιο κοντά τον στόχο οικοδόμησης επαναστατικού κόμματος. Δεν βοήθησε τον κόσμο που πίστεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να ξεπεράσει τις αυταπάτες του με κριτική «από την ίδια μεριά του οδοφράγματος», αλλά στάθηκε απέναντι και απομονώθηκε. Δεν κατάφερε να βοηθήσει ουσιαστικά την εργατική τάξη να ανατρέψει την πορεία του Τσίπρα προς τα δεξιά και την προδοσία, αλλά ούτε και την Αριστερή Πλατφόρμα να δώσει πιο αποτελεσματικά τη μάχη απέναντι στον Τσίπρα, άρα καταγράφτηκε ως μια ακόμα αναποτελεσματική Αριστερά. Η παθητική στάση απέναντι στο εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ, το ξέκομμα από τις μαζικές εμπειρίες και ανάγκες του κόσμου, η καταγγελιολογία και οι λογικές αυτόκλητης πρωτοπορίας που αναγνωρίζεται ως πρωτοπορία μόνο από τον εαυτό της δεν αποδείχθηκαν αποτελεσματικά εργαλεία. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (όπως και τα προγονικά της σχήματα) την περίοδο των αγώνων τα έδινε όλα, αλλά την πολιτική αίγλη και επιρροή της Αριστεράς -και μέσα σε αυτήν την πολιτική υπεραξία που παρήγαγε η κινηματική δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ- την καρπωνόταν όλη ο ΣΥΡΙΖΑ, με κορυφαία στιγμή το 2012 που σάρωσε. Το 2012-2015 που ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε σε τροχιά βίαιης δεξιάς «ωρίμανσης» , ξανά και ξανά αποδείχθηκε ότι η πιο αναγνωρίσιμη αλλά και επικίνδυνη αντιπολίτευση στον Τσίπρα (παρά τις μεγάλες ανεπάρκειές της) προερχόταν μέσα από την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ και όχι από την υπόλοιπη Αριστερά . Παράλληλα υπήρξαν και υπάρχουν οι αντιφάσεις που προκύπτουν μεταξύ των διαφόρων συνιστωσών του, και δεν σταμάτησαν ποτέ οι προστριβές που σχετίζονται με τον αρχηγικό ρόλο που είχε και έχει το ΝΑΡ (ανάλογο με τον ρόλο που έχει το Αρ.Ρ. στη ΛΑΕ) . Ο τελικός απολογισμός έγραψε διαχρονική εκλογική αποτυχία και οργανωτική στασιμότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που αποτέλεσαν την βάση για την αποχώρηση των ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ (3η και 4η μεγαλύτερη δύναμη της αρχικής ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Πρακτικά δεν κατάφερε να πείσει ως μέτωπο, να διευρυνθεί και να εντάξει νέες δυνάμεις , κατέληξε σε στασιμότητα και κλυδωνισμούς εντός της συμμαχίας, σε αποχωρήσεις, σε κρίση αλλά και σε διασπάσεις των οργανώσεών της, σε προσπάθεια αλλαγής φυσιογνωμίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς το σεχταριστικότερο-«κομματικότερο» κ.ο.κ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ , αποδεδειγμένα σήμερα μετά από 10 χρόνια, δεν μπορεί να ισχυρίζεται με αξιώσεις ότι ούτε ότι πέτυχε τους στόχους της ούτε ότι μπορεί να παίξει προωθητικό ρόλο ως τέτοια στην ανασυγκρότηση της Αριστεράς – το ίδιο ισχυρίζονται και πολλοί-ές που συμμετείχαν εξαρχής , για χρόνια και με ενθουσιασμό στο εγχείρημα αυτό.

Ανάγκη για χτίσιμο μιας νέας επαναστατικής αριστεράς- ανάγκη για Ενιαίο Μέτωπο της Αριστεράς

Η ανατροπή του καπιταλισμού και η αναγκαία οικοδόμηση ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος είναι σαφώς ο «τελικός στόχος» στον οποίο λογοδοτεί η αναζήτηση της μιας ή της άλλης τακτικής των επαναστατών-σοσιαλιστών.

Πώς όμως θα φτάσουμε στον τελικό στόχο; Αν μπορούσε να το κάνει η κάθε μικρή δύναμη της άκρας αριστεράς «από μόνη της», αυτό θα είχε φανεί ήδη. Η Επ.Α. στην Ελλάδα (και διεθνώς βεβαίως) δεν παύει να έχει μεγάλες ανεπάρκειες οργανωτικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Η κάθε οργάνωση μεμονωμένα δεν δύναται να οδηγήσει τους εργατικούς αγώνες σε νίκη (ούτε καν σε επιμέρους εργασιακούς χώρους και κλάδους) , πολύ περισσότερο δεν δύναται να τους οδηγήσει στην ανατροπή του καπιταλισμού. Αλλά και όλες οι οργανώσεις της να ενώνονταν, ούτε αυτό θα ήταν αρκετό για να λύσει τα υπαρκτά προβλήματα στις απαντήσεις, τις τακτικές την ισχνότητα της σχέσης της με την εργατική τάξη.

Επιπλέον, τα πράγματα γίνονται πολύ πιο δύσκολα από τις απανωτές ήττες που έχει υποστεί η εργατική τάξη, από το χτύπημα των εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, από την υπαρκτή απαξίωση των συνδικάτων, τον πολύ μικρό βαθμό συνδικαλισμού της εργατικής τάξης (ιδιαίτερα της νέας), το βάρος που δημιουργούν όλα αυτά στην αυτοπεποίθηση των εργατών, τη συκοφάντηση των μαρξιστικών-σοσιαλιστικών ιδεών (από τον καπιταλισμό αλλά και τον σταλινισμό), την μεγάλη αποϊδεολογικοποίηση που χαρακτηρίζει την εποχή μας (η οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και στα λάθη και «προδοσίες» της Αριστεράς, που έχουν εμπεδώσει ξανά και ξανά ότι «αριστερά και δεξιά όλοι ίδιοι είναι»), στην επιφύλαξη μεγάλου τμήματος των «από κάτω» απέναντι στην έννοια της στράτευσης, της οργάνωσης, του σοσιαλιστικού οράματος .

Η φύση των αγώνων της εργατικής τάξης απέναντι στους καπιταλιστές εμπεριέχει την έννοια του Ενιαίου Μετώπου (ΕΜ), την ενότητα δράσης για τη μέγιστη συσπείρωση δυνάμεων απέναντι στον καπιταλισμό. Από τις απαρχές του εργατικού κινήματος στα μέσα του 19ου αιώνα , η εργατική τάξη έδωσε τις μάχες ενωμένη μέσα από τις οργανώσεις της (σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, συνδικάτα, σύλλογοι κλπ) , παρότι μέσα σε αυτές συνυπήρχαν διαφορετικές ιδέες και στρατηγικές. Η παράδοση αυτή εφαρμόστηκε και τεκμηριώθηκε θεωρητικά από την κομμουνιστική παράδοση (Μπολσεβίκοι, 3η διεθνής). Παρά την προδοσία της Σοσιαλδημοκρατίας και τη ρήξη που προκάλεσε ο σοσιαλσωβινισμός του 1914 στα κόμματα της Εργατικής τάξης, το ΕΜ ήταν η μέθοδος ώστε να ενώνονται οι δυνάμεις των εργατικών οργανώσεων απέναντι στον κοινό εχθρό και ταυτόχρονα να αλλάζουν οι συσχετισμοί μεταξύ ρεφορμιστών κι επαναστατών υπέρ των δεύτερων, αφού αποδεικνύονταν οι συνεπέστερες και αποτελεσματικότερες δυνάμεις μέσα στις μεγάλες απεργιακές μάχες και τις επαναστατικές φλόγες. Το ΕΜ δεν ήταν δυνατό να εφαρμόζεται πάντα, γιατί οι επαναστάτες ήταν πολύ μικροί, γιατί οι ρεφορμιστές ήταν αρκετά δεξιοί ή γιατί η ύφεση του εργατικού κινήματος δεν πίεζε αρκετά τα ρεφορμιστικά κόμματα, αλλά οι Κομμουνιστές πάντα έπρεπε να επικαλούνται την ανάγκη του ΕΜ και να απευθύνονται στις ρεφορμιστικές ηγεσίες για μεγάλες και μικρές μάχες της τάξης.

Αν οι ρεφορμιστές δέχονταν, τότε ενισχυόταν ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό και ταυτόχρονα οι επαναστάτες είχαν μεγαλύτερες δυνατότητες να πείσουν ότι είναι καλύτεροι υπερασπιστές της εργατικής τάξης και να ενισχύονται. Αν οι ρεφορμιστές αρνούνταν, τότε οι επαναστάτες κέρδιζαν και πάλι σε επιρροή γιατί οι εργάτες κατανοούσαν την αναγκαιότητα της ενότητας στη δράση, ενώ η ευθύνη της διάσπασης των δυνάμεων μπορούσε να αποδοθεί στους ρεφορμιστές ηγέτες που εκτίθεντο στα μάτια της βάσης τους.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των τραγικών ηττών που μπορούν να προκύψουν για την εργατική τάξη και την Αριστερά από την αποτυχία συγκρότησης ενιαιομετωπικής δράσης αποτελεί η άνοδος του Χίτλερ στη Γερμανία του ’30, τη χώρα με το ισχυρότερο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα στη Δυτική Ευρώπη.

Το ΕΜ εκ φύσεως έχει προϋποθέσεις (να δεχτούν οι ρεφορμιστές τον κοινό αγώνα σε συγκεκριμένα αιτήματα που προωθούν τη μάχη της εργατικής τάξης απέναντι στον καπιταλισμό) και κρύβει παγίδες για τους επαναστάτες , που μπορεί να υποπέσουν σε υπεραριστερά λάθη (σεχταρισμός) και δεξιά (συμφιλιωτισμός με τους ρεφορμιστές ηγέτες). Απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι συμφωνίες να γίνονται δημόσια, και οι επαναστάτες να μην υποστέλλουν στο ελάχιστο ούτε την πολιτική (ελευθερία απόλυτης κριτικής στους ρεφορμιστές χωρίς λογοκρισία και αυτολογοκρισία) ούτε την οργανωτική τους ανεξαρτησία. Επιπλέον όταν χαράχτηκε η τακτική του ΕΜ αφορούσε μαζικά εργατικά σοσιαλδημοκρατικά κι κομμουνιστικά κόμματα και κι ένα επίπεδο ταξικής πάλης πολύ ψηλότερο από το σημερινό. Βέβαια, η ανάγκη μιας τακτικής των επαναστατών που να λογοδοτεί στο ΕΜ δεν έχει εκλείψει σήμερα, αντιθέτως. Οι σημερινές υποκειμενικές και αντικειμενικές δυσκολίες καθιστούν ακόμα μεγαλύτερη την ανάγκη για ΕΜ, προσπαθώντας να κάνουμε κάθε φορά συγκεκριμένη ανάλυση της κατάστασης.

Στην Ελλάδα όλες οι οργανώσεις της άκρας Αριστεράς έχουν (έχουμε) αποτύχει στο καθήκον να ανταποκριθούμε στο αναγκαίο δίπολο «επαναστατική οργάνωση-ΕΜ». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αποτελεί ΕΜ, αλλά μέτωπο κομμουνιστών μεταξύ τους, ο ΣΥΡΙΖΑ παλιότερα (ακόμα κι ο πρώιμος ΣΥΡΙΖΑ των «μετωπικών χαρακτηριστικών») και ακόμα περισσότερο η ΛΑΕ δεν είναι ενιαία μέτωπα αλλά σχηματισμοί-κόμματα (έστω «υβριδικά») με τους ρεφορμιστές να επιβάλλουν τους όρους τους λιγότερο ή περισσότερο στους επαναστάτες . Για παράδειγμα πόσο συμβάλλει στην ταξική σύγκρουση των Ελλήνων εργατών με τους Έλληνες καπιταλιστές ο αντιτουρκισμός, η φιλία με τον Πούτιν, η υπεράσπιση βραχονησίδων, ΑΟΖ και υδρογοναθράκων από τη ΛΑΕ; Αυτά δεν είναι χαρακτηριστικά που έχουν συμφωνηθεί με τους επαναστάτες, αλλά που τα έχουν «φορέσει» οι ρεφορμιστές πάνω στους επαναστάτες. Το δε ΚΚΕ, η μεγαλύτερη δύναμη στην αριστερά, αρνείται συστηματικά το ΕΜ, καθώς η περιχαράκωση του κόσμου του και η μη «μόλυνσή» του με επαναστατικές ιδέες έχει αποδειχθεί πετυχημένη συνταγή: στη χειρότερη περίπτωση του εξασφαλίζει την κομματική επιβίωση, στην καλύτερη (συνήθως σε περιόδους ήττας όπως η σημερινή) αυξάνει (ελεγχόμενα) τα εκλογικά ποσοστά του.

Σε κινηματικό επίπεδο, ενιαιομετωπικός στόχος σημαίνει η επιδίωξη όλη η Αριστερά (ρεφορμιστές κι επαναστάτες) και όλα τα συνδικάτα να συντονίζονται σε κοινές απεργιακές μάχες και συγκεντρώσεις-διαδηλώσεις. Ότι η Αριστερά πρέπει να συντονίζει τις δυνάμεις της για κοινές προτάσεις μάχης μέσα στους εργασιακούς χώρους ή σε κοινές πρωτοβουλίες κι εκδηλώσεις ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, τον πόλεμο, τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, τον φασισμό κ.ο.κ.

Η στάση της επαναστατικής αριστεράς απέναντι στις εκλογές, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΛΑΕ

Οι πειραματισμοί «ΕΜ σε πολιτικό πεδίο» κάνουν τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα. Όλα τα εγχειρήματα διεθνώς τις τελευταίες δεκαετίες που ομνύανε στην τακτική του ΕΜ κατέληξαν σε τραγωδία τόσο για τους επαναστάτες όσο και για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα συνολικά. Τελικά η κύρια πολιτική δύναμη που δείχνει να ενισχύεται διεθνώς από το «προοδευτικό» στρατόπεδο είναι οι… Πράσινοι.Αυτό δεν σημαίνει ότι ενωτικά αριστερά εγχειρήματα σε εκλογικό επίπεδο πρέπει να αποκλειστούν, αντιθέτως. Αλλά πρέπει να γίνονται με όρους που να μην εκτίθενται οι επαναστάτες στο όνομα κάποιου …ΕΜ. Άλλωστε το ΕΜ δεν αφορά τις εκλογές, αλλά την ταξική πάλη, την κίνηση των μαζών απέναντι σε έναν κοινό εχθρό (τα αφεντικά, τους φασίστες κλπ). Η σημερινή απεύθυνση για εκλογική συνεργασία σε πολιτικό επίπεδο αφορά τόσο το ΚΚΕ όσο και τη ΛΑΕ ή τον ΣΥΡΙΖΑ παλιότερα. Η ενότητα-συμπαράταξη της Αριστεράς (σε κάθε επίπεδο, από το εργοστάσιο μέχρι τις εκλογές) είναι πλατύ αίτημα της αγωνιζόμενης εργατικής τάξης εδώ και πολλά χρόνια, είναι αίτημα που έχρισε τον ΣΥΡΙΖΑ ηγεμόνα μέσα στην Αριστερά, που ισχυροποίησε την Αριστερή Πλατφόρμα εντός ΣΥΡΙΖΑ το 2012-2015 και συνεχίζει σήμερα να αποτελεί ευρέως ζητούμενο.

Στην περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερή δύναμη με θετικό πρόσημο στις μάχες των εργατών και της νεολαίας (2004-2012) ένα περίγραμμα ΕΜ θα ήταν να προτείνει η Επ.Α. κοινή εκφώνηση στον ΣΥΝ σε ορισμένα αιτήματα –αιχμές και κοινές πρωτοβουλίες και δράσεις, αποκλείοντας όμως κοινό κομματικό «πρόγραμμα» ( αφού οι ρεφορμιστές εξ ορισμού διαφωνούν με τους επαναστάτες) ,αφαιρώντας από τον ΣΥΝ τη δυνατότητα να μονοπωλεί στα ΜΜΕ και στη Βουλή εκφράζοντας τις απόψεις του ΣΥΝ (πολύ περισσότερο τη δεξιά πτέρυγα του ΣΥΝ, όπως γινόταν στην πραγματικότητα).

Αν υπήρχε άρνηση σε όλα αυτά από τον ΣΥΝ (όπως είναι το λογικό) , θα έπρεπε να δημιουργηθεί μια πρωτοβουλία από την Επ.Α. και κόσμο της βάσης του ΣΥΝ που να πιέζει τον ΣΥΝ να δεχτεί μια ισότιμη κεντρική συμφωνία , και μέχρι να γινόταν αυτό, οι επαναστάτες θα συνεργάζονταν για ευρύτερες κοινές δράσεις το κόμμα του ΣΥΝ. Σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε όμως η Επ.Α. να επιδιώκει κοινά εκλογικά σύμβολα και να παίρνει την ευθύνη για έναν σχηματισμό με καθαρά ρεφορμιστικό στίγμα και πρόγραμμα, όπως συνέβη ακόμα και στον πρώιμο ΣΥΡΙΖΑ.

Ίσως κάποιες κεντρικές συμμαχίες ήταν εφικτές κάτω από την πίεση του κινήματος και της βάσης του ΣΥΝ, αλλά οι όποιες συμφωνίες ήταν αδύνατο να τηρηθούν από τους ρεφορμιστές παρά για πολύ μικρά χρονικά διαστήματα. Σύντομα θα τορπίλιζαν τη μετωπική λειτουργία λόγω των δυσανάλογων μεγεθών, λόγω της σημασίας που έχει γι αυτούς ο κοινοβουλευτισμός, η ψηφοθηρία, τα ΜΜΕ, οι εξετάσεις που δίνουν στον καπιταλισμό. Για να προσομοιάζει μια τακτική με τον ΣΥΡΙΖΑ σε ΕΜ, έπρεπε να εξηγούνται συστηματικά δημόσια οι όποιες συμφωνίες κορυφής, να εκτίθενται εξίσου οι αθετήσεις των συμφωνιών από τον αφερέγγυο ΣΥΝ , να οδηγείται το εγχείρημα στη διάλυση διεκδικώντας τον κόσμο του ΣΥΝ που έχει αποστασιοποιηθεί από τον οπορτουνισμό της ηγεσίας του. Το «δημόσια» βεβαίως θα έπρεπε να περιλαμβάνει ισότιμη στάση και στα μεγάλα ΜΜΕ (κάτι που ήταν σχεδόν απίθανο), διαφορετικά και πάλι δεν θα μιλούσαμε για ΕΜ αλλά για πρόσδεση των επαναστατών στο ρεφορμιστικό άρμα. Το «δημόσια» πάντως δεν αφορά την κριτική του ΣΥΝ σε μια εφημερίδα συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ που την διαβάζανε κάποιες δεκάδες άνθρωποι, ενώ ο ΣΥΝ είχε πανελλαδική εφημερίδα και καθημερινή παρουσία στα κανάλια. Η προσπάθεια της Επ.Α. πάντως θα είχε νόημα να γίνει, έχοντας καθαρά όμως όλα τα παραπάνω, χωρίς να δέχεται συμβιβασμούς που θα την εκθέσουν στη συνέχεια.

Διαφορετικά, η Επ.Α. ήταν πολύ αδύναμη εκλογικά για να επιβάλει τη δική της ατζέντα και ο κόσμος προσανατολιζόταν πάντα στα «μεγάλα» ρεφορμστικά κόμματα (ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ), ενώ αντιλαμβανόταν κάθε άλλη απόπειρα ως άσκοπη διάσπαση δυνάμεων. Η Επ.Α. έπρεπε να αντιμετωπίζει την εκλογική μάχη τακτικά, άλλωστε οι εκλογές δεν αποτελούν καν την πιο σημαντική μάχη. Μια πιο ενδεδειγμένη αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ από την αυτόνομη εκλογική καταγραφή (αλλά και την ενσωμάτωση) θα σήμαινε η πρόταση κριτικής ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίζοντας έτσι τη σχέση εμπιστοσύνης που έχει αναπτυχθεί με ένα τμήμα της βάσης του στους κοινούς αγώνες και δράσεις. Ταυτόχρονα όμως έπρεπε να κάνει κριτική στην ρεφορμιστική ηγεσία (που δεν δρα ενιαιομετωπικά σε πολιτικό πεδίο, που ακολουθεί κεντροαριστερή-ευρωκεντρική γραμμή, που καλλιεργεί την ανάθεση αντί να επιδιώκει την οργάνωση της ταξικής αναμέτρησης, που θολώνει το αντικαπιταλιστικό στίγμα και ρίχνει γέφυρες σε κομμάτια του συστήματος και των αφεντικών κλπ), να εξηγεί στους ρεφορμιστές εργάτες ότι ο ρεφορμισμός δεν αποτελεί λύση , ότι ο Τσίπρας (ή ο Αλαβάνος) θα «προδώσει» . Ότι η λύση είναι η ανατροπή του καπιταλισμού και ότι προϋπόθεση γι’ αυτό είναι το χτίσιμο της επαναστατικής οργάνωσης/κόμματος.

Μετά το 2012, ακόμα περισσότερο, η Επ.Α. θα έπρεπε να προειδοποιεί ότι ο Τσίπρας δεν θα είναι «αριστερός πρωθυπουργός» αλλά ότι θα υπογράψει μνημόνιο. Με τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ και τυπικά σε ενιαίο κόμμα έπρεπε να είναι απαγορευτικό για τους επαναστάτες να το υπερασπίζονται δημόσια ως λύση για τα προβλήματα των εργαζομένων. Μπορούσαν οργανωμένα να επιδιώξουν να είναι μέλη (όχι στο όνομα του ΕΜ, αλλά του εισοδισμού) μόνο και μόνο για να κάνουν πιο αποτελεσματικό σαμποτάζ στον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ, με κριτική μέσα κι έξω από το κόμμα, δημόσια και στα ΜΜΕ, ενώ ταυτόχρονα κρατούσαν την πολιτική και οργανωτική τους ανεξαρτησία. Αν τους διέγραφε ο μηχανισμός του ΣΥΝ που έσφιγγε γοργά τους δεσμούς του με το κεφάλαιο, θα του χρέωναν την επιλογή και θα μπορούσαν να κερδίσουν σε επιρροή από τη βάση του ρεφορμισμού. Μπορούσαν να διεκδικήσουν να γίνουν παρατηρητές του κόμματος με τον ίδιο σκοπό. Η κριτική της Επ.Α. έπρεπε να περιλαμβάνει και την Α.Πλατφόρμα, ότι είναι υποχωρητική, και να την καλεί σε πλήρη απειθαρχία απέναντι στον Τσίπρα. Μέχρι και τον Γενάρη του 2015 είχε μια λογική η κριτική ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ, μόνο όμως στη λογική (και με έμφαση στο) να συνδεθεί η Επ.Α. με ένα τμήμα της εργατικής τάξης και να εξηγεί πιο αποτελεσματικά το γιατί ο Τσίπρας θα προδώσει τις λαϊκές ελπίδες, κατανοώντας το δικαίωμα των εργατών κι εργατριών να δοκιμάσουν τις αυταπάτες τους. Από τη στιγμή όμως της συγκρότησης με Καμμένο όμως, τους πασόκους υπουργούς, τον Πάκη και την ενδιάμεση συμφωνία Βαρουφάκη, αυτή η κυβέρνηση γινόταν εξ ορισμού προδοτική και αντεργατική, έπρεπε να πέσει από την ίδια της τη βάση, οι αριστεροί βουλευτές έπρεπε να καλούνται να απειθαρχούν, να καταψηφίσουν , να ανεξαρτητοποιηθούν και να ρίξουν τον Τσίπρα, να πάρουν την πλειοψηφία από τον Τσίπρα και να τον διώξουν από το κόμμα.

Το 2015, η Επ.Α. με παρόμοιο τρόπο έπρεπε να είναι πολύ πιο διεκδικητική απέναντι στην ηγεσία του Αρ.Ρ., του οποίου το κύρος είχε ήδη τρωθεί εντός ΣΥΡΙΖΑ από τις αυταπάτες για τον Τσίπρα, την προετοιμασία-μη προειδοποίηση για την επερχόμενη προδοσία, την καθυστέρηση αποχώρησης και τις κυβερνητικές ευθύνες του. Ο συσχετισμός ήταν πολύ καλύτερος για να επιβληθεί ισότιμη εκλογική συνεργασία από την Επ.Α. στην ηγεσία Λαφαζάνη, η οποία επιπλέον «καιγόταν» να μπει στη Βουλή. Αν αρνιόταν η ηγεσία Λαφαζάνη, μετά τις εκλογές η αριστερή βάση της ΛΑΕ θα είχε πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβάλλει ενωτικό πνεύμα στην ηγεσία . Σωστή στάση της Επ.Α. ήταν η κριτική ψήφος στη ΛΑΕ, παράλληλα όμως με σκληρή κριτική στην δραχμο-αναπτυξιολογία και το κάλεσμα για το χτίσιμο επαναστατικού κόμματος και της αντικαπιταλιστικής προοπτικής. Μια τέτοια στάση θα είχε σύντομα ως αποτέλεσμα τη στήριξη στην Επ.Α. εκατοντάδων ή και χιλιάδων ανθρώπων που συσπειρώθηκαν μέσα και γύρω από τη ΛΑΕ , και μετά από λίγους μήνες κατέληξαν, κομματικά τουλάχιστον, στην ιδιώτευση. Η Επ.Α. θα μπορούσε να κερδίσει σοβαρό τμήμα της βάσης της ΛΑΕ και του Αρ.Ρ. (του οποίου η ηγεσία το πρώτο διάστημα δεχόταν σοβαρή εσωτερική αμφισβήτηση), και υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να κερδηθεί εντός ΛΑΕ η ηγεμονία από τους επαναστάτες. Ελλείψει αυτής της τακτικής από μεριάς Επ.Α., όλος αυτός ο κόσμος δεν βρήκε διέξοδο (και βέβαια πλην εξαιρέσεων δεν κατεληξε ούτε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ούτε στο ΚΚΕ) .

Σήμερα τι πρέπει να κάνουν οι επαναστάτες;

Πρέπει να απευθυνθούν πρωτίστως στην εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, τον κόσμο του ΚΚΕ και της ΛΑΕ και ευρύτερα στον ανένταχτο αριστερό-προοδευτικό κόσμο της δουλειάς. Η ηγεσία του ΚΚΕ μπορεί να αρνείται μετωπική λειτουργία και αριστερή συμπαράταξη αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να απευθυνθούμε σε αυτήν για να αποκτήσουμε «πρόσβαση» στη βάση της. Στο ΚΚΕ ή στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή η απεύθυνση έχει καθαρά προπαγανδιστικό χαρακτήρα, προσπαθώντας παράλληλα να εμπλέξουμε τον κόσμο τους σε μικρότερες ενιαιομετωπικές πρωτοβουλίες.

Η ηγεσία της ΛΑΕ επίσης αρνείται πλέον την αριστερή συμπαράταξη (προτιμώντας την «ενωτική» απεύθυνση… παντού: από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι … ΕΠΑΜ, Restart, Xριστιανοδημοκράτες, Ζουράρηδες κλπ) . Η ηγεσία Λαφαζάνη έχει επιβάλει δεσποτικό έλεγχο μέσα στη ΛΑΕ και χαρακτηριστικά που πάνε πίσω και όχι μπροστά τη συνείδηση της εργατικής τάξης. Στην αναζήτηση δεξιοπατριωτικών συμμαχιών, την κεϊνσιανή αναπτυξιολογία και τον εκλογοκεντρισμό και τον φιλοϊμπεριαλισμό (μέσω Ρωσίας), έχουν προστεθεί τα ολέθρια χαρακτηριστικά της –επί της ουσίας- εθνικής ενότητας στην εξωτερική πολιτική, της έχθρας απέναντι στον μακεδονικό λαό, του αντιτουρκισμού, ακόμα και της έγκρισης/προτροπής πολεμικών λύσεων απέναντι στον τουρκικό λαό. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν επιτρέπουν κοινό πολιτικό φορέα υπό οποιεσδήποτε προϋποθέσεις.

Υπάρχουν όμως ακόμα κάποιοι αγωνιστές-τριες ή οργανώσεις μέσα και γύρω από τη ΛΑΕ που θέλουν την ενότητα της Αριστεράς στη δράση και προβληματίζονται με τις επιλογές της ηγεσίας τους. Μια πολιτική που στοχεύει στο ΕΜ πρέπει να καλεί όλους αυτούς σε κοινό μέτωπο που θα πιέζει την ηγεσία της ΛΑΕ να «στρίψει» σε αριστερή-ταξική κατεύθυνση, θα κάνει κριτική στις δεξιές-ρεφορμιστικές επιλογές και θα καθιστά κάθε διαφορετική επιλογή της ηγεσίας να κοστίζει απώλεια κύρους και δυνάμεων.

Με τα σημερινά δεδομένα, θεωρητικά σε μια τέτοια υπόθεση θα μπορούσαν να μπλεχτούν η αριστερή πτέρυγα της ΛΑΕ, το αντισεχταριστικό τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αρκετές ακόμα οργανώσεις (ΟΚΔΕ, Ξεκίνημα, ΑΡΚ, ΔΙΡΙΖΑ, Δίκτυο, Αναμέτρηση, Kommon κλπ).

Η ιδέα για ενωτική πρωτοβουλία της Αριστεράς (που στα λόγια υιοθέτησε και η πρώιμη ΛΑΕ) , για έναν νέο χώρο διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς (με αιχμές για παράδειγμα σήμερα την πάλη ενάντια στη λιτότητα, τον ρατσισμό-φασισμό, τον εθνικισμό και τον πόλεμο), θα μπορούσε σήμερα να παίξει προωθητικό ρόλο τόσο στο κίνημα όσο και στις ανασυνθέσεις και την ανασυγκρότηση της Αριστεράς.

Με περίπου δεδομένη την ακαμψία της ηγεσίας Λαφαζάνη (με την κατεύθυνση που έχει επιλέξει) , η λογική κατάληξη μιας τέτοιας προσπάθειας θα είναι η δημιουργία ενός νέου πολιτικού μετωπικού «χώρου» ανάμεσα στη ΛΑΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που κατά τη γνώμη μου είναι και ό,τι πιο εφικτό μπορεί να συγκροτηθεί με ενιαιομετωπική τακτική στην παρούσα φάση. Ενός νέου «χώρου» όχι απαραίτητα εκλογικού, με την εκλογική του στάση να κρίνεται κάθε φορά συγκεκριμένα.

Στην προσπάθεια οργάνωσης της τάξης μας, στο χτίσιμο και την ενίσχυση των αντιστάσεων με ενιαιομετωπικές τακτικές, στην οικοδόμηση εναλλακτικών απαντήσεων σε κινηματικό και πολιτικό πεδίο απέναντι στην καπιταλιστική-μνημονιακή βαρβαρότητα, τον φασισμό και τον πόλεμο, θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό οι επόμενες απόπειρες των επαναστατών, να κερδίσουν δύναμη και να καθορίσουν τις εξελίξεις. Σε αυτή την κατεύθυνση φιλοδοξούμε να συνεισφέρουμε ως «Κόκκινο Νήμα».

Παρακάτω, ακολουθεί κείμενό μου που κατατέθηκε –με μικρές τροποποιήσεις- στον εσωτερικό διάλογο της ΔΕΑ για τη Συνδιάσκεψη του Μαρτίου 2018, γύρω από τον απολογισμό της ΔΕΑ, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ.

ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΜΕΤΩΠΟ ΚΑΙ O ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ της ΔΕΑ

Του σ. Αλέξη Λιοσάτου

Σύντροφοι και συντρόφισσες, η ΔΕΑ εκτροχιάζεται όλο και περισσότερο από τις ιδρυτικές αρχές της «χτίσιμο μαζικής επαναστατικής οργάνωσης-ενιαίο μέτωπο» , με αποτέλεσμα αντί να κάνουμε τη διαφορά στην επαναστατική Αριστερά στην Ελλάδα, κάτι που θέσαμε τα πρώτα χρόνια της Ο., να οδηγούμαστε στην πολιτική και οργανωτική εκφύλισή μας.

Το Αριστερό Ρεύμα κι η ανάλυσή μας

Η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε. Η Πλεύση και το Αρ.Ρ./ΛΑΕ ακολουθούν μετα-αριστερή πορεία. Το κεντρικό στίγμα της ΛΑΕ είναι δραχμή-πατριωτισμός-ανάπτυξη-Πούτιν, με μπόλικα συνομωσιολογικά άρθρα. Η ίδια η ηγεσία του Αρ.Ρ εκπέμπει στα «κύματα» του ΕΠΑΜ σε πολλά σημαντικά ζητήματα, ανεξάρτητα αν τελικά θα συμμαχήσει μαζί του εκλογικά ή όχι. Στην Iskra θα βρεί κανείς φιλοξενία δεκάδων άρθρων κι αναφορών στους «συντρόφους» του Καζάκη , ενώ η ηγεσία του Αρ.Ρ. επιδιώκει να διαδηλώνουνε μαζί. Αν ψάξει κανείς το πόσα φιλορωσικά άρθρα έχουν δημοσιευτεί τον τελευταίο χρόνο μόνο στην Iskra, θα βρεί ΠΑΝΩ ΑΠΟ 500, μέσα στα οποία φιλοξενούνται δεκάδες αναφορές/εγκώμια σε δηλώσεις του Πούτιν ή του Λαβρόφ. Δηλαδή κατά μέσο όρο πάνω από ένα φιλοϊμπεριαλιστικό άρθρο κάθε μέρα στην Iskra, που συνοδεύεται μάλιστα από συνεχώς κλιμακούμενο φιλορωσισμό. Οι σ. του Αρ.Ρ. στηρίζουν τον Πούτιν που είχε μέχρι πρόσφατα ΝΑΖΙ στην κυβέρνησή του , επιδιώκουν συμφωνίες μαζί του (δηλαδή μνημόνιο), ενώ επιχαίρουν για τις ιμπεριαλιστικές βόμβες του Πούτιν…

Σε αυτά προστίθενται ο προσωποκεντρισμός και η γραφειοκρατία, η αδυναμία (ακόμα και σήμερα) διαχωρισμού του Αρ.Ρ από τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ σε συνδικάτα και αυτοδιοίκηση. Και μια σειρά επιλογών εντός ΣΥΡΙΖΑ στην πιο δεξιά εκδοχή του: η συμφωνία βουλευτών και υπουργείων σε υπόγειες συνεννοήσεις με τον Τσίπρα (δεν ρώτησε καν εμάς τους «συμμάχους» του), η αποδοχή των πασόκων βουλευτών και υπουργών (Διαρκές Συνέδριο παρωδία και πρώτες μέρες κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) , τα υπουργεία του Αρ.Ρ. σε καιρό συμφωνίας 20/2 (δηλαδή εφαρμοσμένου μνημονίου), η συζήτηση εντός του Αρ.Ρ μήπως δεχτεί ακόμα και το 47σέλιδο μνημόνιο Τσίπρα πριν το δημοψήφισμα, το «στηρίζουμε δεν ψηφίζουμε» τη μνημονιακή κυβέρνηση και η δυσκολία ρήξης με τον μνημονιακό Τσίπρα ακόμα τον Αύγουστο του 2015. Αυτά και μόνο αρκούν για να χαρακτηρίσουν το Αρ.Ρ. στην καλύτερη περίπτωση) ως ρεφορμισμό ή πατριωτική σοσιαλδημοκρατία παρά ως αριστερό ρεφορμισμό ή κεντρισμό, όπως ισχυρίστηκε η ΚΕ σε μια επιχείρηση εξωραϊσμού του Αρ.Ρ και συγκάλυψης της πραγματικότητας, σε πρόσφατο Εσωτερικό Δελτίο (ΕΣ.Δ) . Άλλωστε η ΛΑΕ προτάσσει τον σοσιαλισμό ως … ορίζοντα όπως οι γνωστοί … κεντριστές Αντρέας και Αλέξης.

Το επιχείρημα της ΚΕ ότι το Αρ.Ρ. παράτησε υπουργεία που θα μπορούσε να διατηρήσει, άρα (ίσως;) …δεν είναι ρεφορμιστικό είναι τελείως έωλο. Άρα και η ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη είναι κεντριστική ή αριστερός ρεφορμισμός γιατί παραιτήθηκε από τα μνημονιακά υπουργεία; Μάλιστα, το γεγονός ότι ο κόσμος επιφύλαξε για τον Λαφαζάνη ό,τι επιφύλαξε για τον Κουβέλη (δηλαδή μια μεγάλη μούτζα) μάλλον θα έπρεπε να μας προβληματίζει περισσότερο.Ο ρεφορμισμός δεν στοιχειοθετείται από το αν διατηρεί σχέσεις (και τι είδους) με μερίδες της αστικής τάξης ή από αν διατηρεί, και μάλιστα αενάως, τα υπουργεία σε αντιλαϊκές κυβερνήσεις , αλλά από την έλλειψη πίστης στην επανάσταση και πίστη στην ταξική συνεργασία. Αυτή ήταν παραδοσιακά η άποψή της Οργάνωσής μας.

Σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ των πρώτων χρόνων, η ΛΑΕ δεν διεκδικεί φορολόγηση 45% των κερδών, βαριά φορολογία (ή και απαλλοτρίωση) της περιουσίας της Εκκλησίας, μαζικές προσλήψεις στο Δημόσιο (πχ για τις 100.000 προσλήψεις που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ είχε λυσσάξει η Δεξιά κι η Ακροδεξιά), ή μηδενισμό των στρατιωτικών δαπανών. Αντίθετα το Αρ.Ρ. φτάνει να κάνει κριτική από τα δεξιά στην κυβέρνηση για τη στάση της απέναντι σε Τουρκία-Δ.Μακεδονίας.

Χωρίς καν να απαιτούμε αλλαγή των παραπάνω χαρακτηριστικών της ΛΑΕ, η γραμμή μας παραμένει «πάση θυσία στη ΛΑΕ». Ναι αλλά αυτή η τακτική σίγουρα δεν αποτελεί Ενιαίο Μέτωπο.

Άλλο δείγμα σύγχυσης της ηγεσίας μας συναντάμε στο σημείο που αποκαλεί το Αρ.Ρ κεντριστικό γιατί «με τη σημερινή πολιτική του. δεν μπορεί να μπει «ειρηνικά» σε πολιτική «διαλόγου» και διαπραγμάτευσης με την αστική τάξη. Όμως το γεγονός ότι δεν υπάρχει σοβαρό τμήμα της αστικής τάξης υπέρ της δραχμής ή του Λαφαζάνη δεν αρκεί για να σώσει τη ΛΑΕ. Είναι σαν να λέμε ότι ο ΣΥΝ της Δαμανάκη ήταν κεντριστικός επειδή η αστική τάξη διατηρούσε την εμπιστοσύνη της στο ΠΑΣΟΚ. Θυμόμαστε όμως ότι έπρεπε να καρατομηθεί η Δαμανάκη για να δημιουργηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και να υπάρχουν ελπίδες κοινοβουλευτικής επιβίωσης του ΣΥΝ… Εξαρτάται η περιγραφή του Αρ.Ρ ως ρεφορμιστικό, από το αν η αστική τάξη σήμερα μπορεί να δεχτεί τη δραχμή ή τον αποκλειστικά φιλορωσικό προσανατολισμό της; Μα με αυτό το επιχείρημα υπερασπίζεται η σταλινική Αριστερά τον Πούτιν σήμερα!

Τέλος, το Αριστερό Ρεύμα διαθέτει επαγγελματικά στελέχη, εκλογικό μηχανισμό και σχέσεις με τμήματα του κράτους που δεν μπορούμε να έχουμε εμείς. Παρ’ όλα αυτά μοιάζει να έχει μεγαλύτερες απώλειες από εμάς και σοβαρό οργανωτικό πρόβλημα, γιατί έχει ξαναζεσταμένη σοσιαλδημοκρατική πολιτική. Αν ακολουθούσαμε πραγματικά ενιαιομετωπική τακτική, θα μπορούσαμε σήμερα να κυριαρχούμε εντός ΛΑΕ . Δεν το κάναμε γιατί ήταν επιλογή μας κι έτσι επιτρέψαμε στο Αρ.Ρ. να ελέγχει απόλυτα τη ΛΑΕ.

Η κατάσταση της ΔΕΑ

Συχνά υποτιμούσαμε τις άλλες οργανώσεις της άκρας Αριστεράς, τα μεγέθη τους, την ανάπτυξή τους, το μέλλον τους. Θεωρώ πως σήμερα δεν έχουμε πετύχει τίποτα περισσότερο από αυτές, αντίθετα κάποιες έχουν να επιδείξουν καλύτερα οργανωτικά αποτελέσματα. Σίγουρα καμία από αυτές τις οργανώσεις δεν ξεχώρισαν συγκλονιστικά, αλλά κάποιες τουλάχιστον μπορούν να μιλάνε για θετικούς απολογισμούς σε αντίθεση με εμάς, ακόμα κι αν δεν συμμετείχαν στον ΣΥΡΙΖΑ, τη ΛΑΕ, κάποιες δε ούτε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το δε ρεφορμιστικό ΚΚΕ όχι μόνο κρατάει τις δυνάμεις του αλλά και ανακάμπτει εκλογικά.

Έγραφα πέρυσι «Ο κομματικός απολογισμός μας περιορίζεται στο να πούμε ότι δεν αυτοδιαλυθήκαμε, αντέξαμε στην πίεση του Τσίπρα , φτιάξαμε αριστερή πτέρυγα και είμασταν το πιο προχωρημένο κομμάτι της , μπήκαμε στο μάτι του Τσίπρα … Όντως τα κάναμε όλα αυτά αλλά δεν αποτελούσαν στόχους του ΕΜ… Ούτε μαζική επαναστατική οργάνωση χτίσαμε, ούτε σοβαρό αριστερό μαζικό μετωπικό εγχείρημα φτιάξαμε» (μετά τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ).

Η κατάστασή της ΔΕΑ οργανωτικά φαίνεται κακή. Τα νούμερα στα μπλοκ των διαδηλώσεων, στις συνδιασκέψεις, στα κάμπιγκ, στις εκδηλώσεις μας είναι μικρά. Κάποτε οι διαδηλώσεις ήταν προτεραιότητα καθώς και η παρουσία μας σε αυτά, τώρα μοιάζει να μην μας ενδιαφέρει καν πώς καταγραφόμαστε στα ριζοσπαστικά ακροατήρια γύρω μας.

Το 2004 μετά τη διπλή διάσπαση ισχυριστήκαμε ότι πλέον ότι ξεκαθάρισε η οργάνωση από τις πολλαπλές γραμμές, ότι θα αποφύγουμε το διπλό λάθος ανασύνθεσης-σεχταρισμού , προσηλωμένοι στο δίπολο επαναστατικής οργάνωσης-Ενιαίο Μέτωπο με τον ρεφορμισμό. Η γραμμή είχε επιτυχία στα χρόνια του κινήματος , όπου ο ΣΥΡΙΖΑ είτε δεν υπήρχε (2004-2007), είτε υπήρχε αλλά δεν αφιερώναμε όλες μας τις δυνάμεις εκεί (2007-2009) και κινούμασταν με κέντρο την ανεξάρτητη οικοδόμησή μας, ενώ έπειτα ο ΣΥΡΙΖΑ ξαναπέρασε μια περίοδο πρακτικής ανυπαρξίας (2010-11) και συνεχίσαμε πρακτικά τη δράση με κέντρο τις ανεξάρτητες πρωτοβουλίες και οικοδόμηση της Οργάνωσης. Πριν το 2012 είμασταν ήδη μια σχετικά μαζική οργάνωση, με πολύ ευρύτερη δυνατότητα κινητοποίησης σε κινηματικά γεγονότα.

Έπειτα περάσαμε στην περίοδο του 2012-15 με τη συμμετοχή στον ΣΥΡΙΖΑ ως πλατύ κόμμα και όχι ως μέτωπο. Ως το 2014 γνωρίσαμε μια επιπλέον ανάπτυξη, χάνοντας ωστόσο κι αρκετούς παλιότερους σ. που ήδη δυσανασχετούσαν με τη δεξιά μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ, τη δική μας αδυναμία ανεξάρτητης καταγραφής, σύγκρουσης με τον Τσίπρα και ανάσχεσης της δεξιάς στροφής αλλά και την σχετικά υποτονική-«μετρημένη» αντίδραση στη δεξιά στροφή. Λειτουργούσαμε με κριτήριο να μην αποκοπούμε από τη «βάση του ΣΥΡΙΖΑ». Ωστόσο: α) η βάση του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν ήταν αμιγώς ή κυρίως εργατική β) το 2012-2015 η σύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ άλλαζε προς το δεξιότερο και το μικροαστικότερο, με αρκετό ριζοσπαστικό εργατολαϊκό κόσμο του αγώνα να τον εγκαταλείπει, χωρίς να μπορούμε να τον κερδίσουμε εμείς και γ) ο ΣΥΡΙΖΑ σαν σύνολο συνεχώς απομακρυνόταν από τις αγωνιστικές και πολιτικές πρωτοπορίες- παρόλο που συνέχιζαν να ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ, η σχέση τους μαζί του γινόταν όλο και πιο απόμακρη. Με κριτήριο λοιπόν τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ προσαρμόσαμε κι εμείς τη λειτουργία μας, αλλάζοντας κι εμείς με τη σειρά μας σύνθεση αλλά και πολιτική.

Από την ίδρυση της ΛΑΕ ως την μετεκλογική βουβαμάρα, την πρώτη–μαζικότατη- σύσκεψη της ΛΑΕ και έπειτα αντιμετωπίσαμε αρκετές αποστρατεύσεις και ορατή αποσυσπείρωση/αδρανοποίηση των μελών μας και μείωση του περίγυρου, και συνεχίζουμε να έχουμε μέχρι σήμερα απώλειες με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό, ενώ χάθηκε η δικτύωση κι η δύναμή μας στην επαρχία.

Προσπαθούσαμε να «περνάμε μέσα από το ΣΥΡΙΖΑ» όλες τις δουλειές-μέτωπα της ΔΕΑ στον (όλο και ταχύτερα σοσιαλδημοκρατικοποιούμενο) ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα την απαξίωση, τον ευνουχισμό ή το κλείσιμό τους. Ενώ παραδοσιακά στους απολογισμούς μας διαπιστώναμε για παράδειγμα ότι η ανάπτυξή μας προέρχεται κυρίως από τον κόσμο της ΚΑΡ, εμείς υποβαθμίσαμε την ΚΑΡ και προσπαθούσαμε να εντάξουμε τον κόσμο της ΚΑΡ στις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός ο κόσμος μπορεί να ψήφιζε ΣΥΡΙΖΑ αλλά όλο και λιγότερο πειθόταν ή ήθελε να συμμετέχει στον ΣΥΡΙΖΑ. Η Οργάνωσή μας ΕΣΦΑΛΜΕΝΑ προσάρμοζε την κάθε λειτουργία της ΔΕΑ στον ΣΥΡΙΖΑ κι έχανε τα ριζοσπαστικά ακροατήρια που ανοίγονταν από τις άλλες παρεμβάσεις της, χάνοντας ουσιαστικά υπονομεύοντας την οικοδόμησή της. Αντί να υποτάσσουμε το μέτωπο ΣΥΡΙΖΑ στο χτίσιμο της ΔΕΑ, να εντάσσουμε τον κόσμο του ρεφορμισμού (που θα τους απογοήτευε κάποια στιγμή) σε δικές μας δομές και σχέδιο ,εμείς σε γενικές γραμμές κάναμε το αντίθετο, εκχωρώντας σχεδόν τελείως τη διακριτότητά μας.

Όταν εντάχθηκα στη ΔΕΑ, παρεμβαίναμε ως ΔΕΑ, και λίγο αργότερα ως ΔΕΑ-«συνιστώσα» ΣΥΡΙΖΑ. Αργότερα αρχίσαμε ως ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα ΔΕΑ-συνιστώσα ΣΥΡΙΖΑ (στην προ του 2012 εποχή, τα πιο «αριστερά χρόνια» του ΣΥΡΙΖΑ). Καταλήξαμε μετά το 2012 να μοιράζουμε σχεδόν μόνο τις προκηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ (στη δεξιότερη περίοδό του) και σήμερα της ΛΑΕ και καθόλου της ΔΕΑ! Για όλα αυτά δεν υπάρχει η δικαιολογία της οικονομικής κρίσης, αλλιώς θα επηρεάζονταν και οι άλλες οργανώσεις της άκρας αριστεράς, που μάλιστα δεν απολάμβαναν και τις επιχορηγήσεις του «πλατιού κόμματος» μέχρι το 2012.

Τα λάθη της Αριστερής Πλατφόρμας και τα δικά μας σε αυτήν

Τουλάχιστον όμως όντως φτιάξαμε/συμμετείχαμε στην Αριστερή Πτέρυγα, την Αριστερή Πλατφόρμα και τη ΛΑΕ, έστω με τα γνωστά προβλήματα, είναι ο αντίλογος.Σημαίνει κάτι αυτό από μόνο του ή επιβεβαιώνει απλώς τα παραπάνω; Σε ένα σχέδιο πλήρους εξέλιξης σοσιαλδημοκρατικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ, η Α.Πλ. ως σύνολο κρατούσε μια ανασυνθετική στάση μελών ενιαίου κόμματος κυρίως του τύπου «κάνουμε κριτική στα όργανα», όπου πάντα αποτελούσε μειοψηφία και δεν περνούσε ποτέ η άποψή της-πέρα από μεμονωμένους ελιγμούς του Τσίπρα, που όταν δεν μπορούσε να περάσει μια άποψη απλά την μετέθετε σε επόμενη διαδικασία κι εν τω μεταξύ την υλοποιούσε de facto με το κομματικό παράκεντρο που είχε στήσει για να οικοδομήσει δεσμούς με την άρχουσα τάξη. Το σύνολο του κόμματος πήγαινε δεξιά ακολουθώντας την κεντρική εκφώνηση του ΣΥΝ, κι εμείς υπερασπιζόμασταν τις «επίσημες θέσεις» του ΣΥΡΙΖΑ από όλο και κατώτερες θέσεις. Ο κόσμος όμως δεν στήριζε Α. Πλ. γιατί είναι καλή και τίμια, αλλά γιατί έλπιζε ότι δεν θα άφηνε τον Τσίπρα να προδώσει. Σε αυτό η Α.Πλ. απέτυχε. Αντί να προετοιμάσει πόλεμο, επωμίστηκε και αυτή λοιπόν τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση και τη χρεώθηκε σχεδόν εξίσου. Στο τέλος η Α.Πλ. φάνηκε ότι εκδιώχνεται γιατί δεν θα είχε θέση στις εκλογικές λίστες. Ίσως άδικη κατηγορία, αλλά όλοι οι προηγούμενοι γραφειοκρατικοί χειρισμοί, τα παζαρέματα, οι ταλαντεύσεις, η καθυστέρηση αποχώρησης συνετέλεσαν να γίνει πιστευτό αυτό. Η Α.Πλ. καθιέρωσε μια δειλή και παθητική στάση όπως αυτή του ΚΚΕ, που απλώς περίμενε διαψευστεί ο Τσίπρας και έπειτα να έρθει ο κόσμος «από μόνος του» στην Α.Πλ. ή στη ΛΑΕ. Μετά την συγκρότηση κυβέρνησης με τον ακροδεξιό Καμμένο και τους διεφθαρμένους νεοφιλελεύθερους πασόκους, το «70% καλό μνημόνιο» και τη συμφωνία Βαρουφάκη στις 20/2, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ψηφίσει μνημόνιο 1 και 2 και στραγγάλιζε τις δυνατότητες για ρήξη, αλλά το Αρ.Ρ. διατηρούσε τα υπουργεία, κατάπιε τον Πάκη, συζητούσε το 47σέλιδο μνημόνιο, «στήριζε αλλά δεν ψήφιζε» για σχεδόν 1,5 μήνα μετά την προδοσία του δημοψηφίσματος και περίμενε τις εκλογές. Αρχές Ιουλίου προδόθηκε το δημοψήφισμα. Θέμα ηγεσίας, σύγκρουσης ή ρήξης με τον Τσίπρα, έμπαινε αναγκαστικά αρκετά πριν τον Αύγουστο το 2015. Μετά απλά έμενε για την Α.Πλ. να αποχωρήσει «περήφανα» αλλά βασικά ηττημένη.

Γιατί παρ’όλα αυτά ως ΔΕΑ (όπως και η Α.Πλ.) μεγαλώναμε μέχρι το 2014, αλλά ΔΕΝ μεγαλώσαμε το 2015; Γιατί μέχρι το 2014 ένα κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ (μικρό αντικειμενικά, αλλά μεγάλο και σημαντικό για τα δικά μας «κιλά») έλπιζε να είμαστε το πιο χρήσιμο γρανάζι απέναντι στον Τσίπρα. Όμως εμείς δεν είχαμε καθαρό ότι θέλουμε να νικήσουμε τον Τσίπρα. Πιέζαμε τον Τσίπρα (που ήθελε κυβέρνηση πασόκων-Καμμένου) να κάνει κυβέρνηση αριστερή. Στηρίζαμε την κυβέρνηση Τσίπρα-πασόκων-Καμμένου που μετά τις 20/2 ήταν μνημονιακή να …έρθει σε ρήξη. Είχαμε ελπίδα ότι θα «διορθώσουμε» τον Τσίπρα, , σε συμμαχία με άλλους ρεφορμιστές. Πιέζαμε 53+ να συμμαχήσουν με το Αρ.Ρ. «για να σώσουμε το ΣΥΡΙΖΑ» και περιμέναμε πότε το Αρ.Ρ. και πότε τους 53+, αντί να έχουμε καθαρό πως ό,τι κερδηθεί θα κερδηθεί με δική  μας πρωτοβουλία, έστω κι αν κερδηθεί μόνο ένα μικρό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ. Έπρεπε να επιδιώκουμε να τραβάμε και τους ρεφορμιστές μαζί μας χωρίς όμως απαραίτητα να περιμένουμε έγκριση ή να τους περιμένουμε. Έτσι ΚΑΙ θα κερδίζαμε πολύ περισσότερο κόσμο ΚΑΙ θα πιέζαμε καλύτερα τους ταλαντευόμενους ρεφορμιστές. Αλλά δεν υπήρχε τέτοια προτεραιότητα. Νομίζαμε ότι απλά θα «πιέζουμε» επ’ άπειρον, αντί να καιροφυλακτούμε για να βγούμε μπροστά. Το 2015 ήταν η χρονιά της κρίσης και κριθήκαμε εξίσου ανεπαρκείς με το Αρ.Ρ. , καταγραφτήκαμε ως συνυπεύθυνο/ηττημένο κομμάτι. Αρκετός κόσμος μας πλησίασε μέχρι και το 2015, κι έφυγε μαζί μας από τον ΣΥΡΙΖΑ για να «σώσει την ψυχή του», αλλά χωρίς να πειστεί από μας. Τελικά καταφέραμε να μας φορτώσουν παρόμοιες ευθύνες με τους ρεφορμιστές της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος. Πρόκειται πραγματικά για κατόρθωμα επαναστατικής οργάνωσης.

Απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ για τη ΔΕΑ;

Ο απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ πρέπει να γίνει, όχι αφηρημένα (δεν υπάρχει ένας απολογισμός για όλες τις δυνάμεις που συμμετέχουν), αλλά για τη ΔΕΑ.Το 2015 η ΚΕ υπεξέφυγε, λέγοντας «ο απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ (και ο δικός μας δηλαδή) θα γραφτεί στη ΛΑΕ». Όμως ήταν υπεκφυγή. Όταν στρατολογήθηκα το 2004, με κέρδισε το επιχείρημα ότι επιλέγουμε ΕΜ με το ΣΥΝ για να μην ηττηθεί όλη η Αριστερά όπως το’89. Τότε , λέγαμε, η επαναστατική Αριστερά δεν είχε ενιαιομετωπική πολιτική και γι αυτό, όταν ήρθε η αναμενόμενη νομοτελειακά δεξιά στροφή του ρεφορμισμού ο κόσμος δεν πήγε προς την επανάσταση αλλά προς την απογοήτευση και «στο σπίτι του». Η δική μας ομάδα , εντός ΟΣΕ-ΣΕΚ τότε, έβγαλε αυτά τα συμπεράσματα, κατηγόρησε την ηγεσία του ΣΕΚ ότι απέτυχε να μεγαλώσει (και) γι’ αυτούς τους λόγους και γεννήθηκε η ΔΕΑ. Στόχος μας; Η αριστερά να κερδίσει τον κόσμο του ρεφορμισμού όταν θα κάνει τη στροφή δεξιά, για να μην πάει σπίτι του. Είμασταν βέβαιοι ότι κάποτε ο ΣΥΝ θα προδώσει, αλλά τουλάχιστον εμείς με την ΕΜ πολιτική μας θα κερδίζαμε σημαντικό κομμάτι της βάσης του, ένα σημαντικό τμήμα της βάσης του ρεφορμισμού θα κερδιζόταν με μας ή μαζί μας και η επαναστατική Αριστερά θα έδινε τη μάχη για το χτίσιμο του επαναστατικού κόμματος με καλύτερους όρους. Γι αυτό και μόνο ΘΑ ΑΞΙΖΕ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΣΥΡΙΖΑ και ο απολογισμός θα ήταν θετικός ακόμα κι όταν –αργά ή γρήγορα- θα πρόδιδε ο Τσίπρας.

Αν κινούμασταν ως Ενιαιομετωπική Οργάνωση από την ίδρυση της ΛΑΕ , είχαμε τις δυνατότητες να κερδίσουμε την ηγεσία της ΛΑΕ και να επιβάλλουμε τη γραμμή «ΛΑΕ=αριστερό και όχι πατριωτικό μέτωπο». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε ήδη το ρήγμα της ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ, και ακολούθησε η κρίση του ΝΑΡ κι άλλων οργανώσεων. Συνεπώς ούτε η ΛΑΕ ήταν «χαμένη από χέρι υπόθεση». Υπήρχε βέβαια και η μικρή πιθανότητα στην αντιπαράθεσή μας με το Αρ.Ρ. να καταφέρει μας διώξει το Αρ.Ρ, οπότε θα φεύγαμε με πολύ περισσότερες δυνάμεις, τραβώντας μαζί μας και αριστερό κόσμο που συσπείρωνε το Αρ.Ρ.. Αυτό προϋπέθετε όμως να έχουμε καθαρό τον στόχο οικοδόμησης επαναστατικής οργάνωσης ως προτεραιότητα, τις υποδοχές για να συνεχίσουμε ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ και μόνοι μας, προϋπέθετε να μην έχουμε γραμμή «πάση θυσία στη ΛΑΕ». ΔΕΝ ΘΕΛΑΜΕ να επιδιώξουμε πρωταγωνιστικό ρόλο, γιατί έχει διαμορφωθεί στην Ο. όλη αυτή η λάθος ερμηνεία του ΕΜ, που δεν είναι ΕΜ αλλά συμφιλιωτισμός και παραπληρωματική δύναμη σε ρεφορμιστές συμμάχους.

Σήμερα κάνουμε τα ίδια λάθη που κάναμε στο ΣΥΡΙΖΑ, απλώς τα κάνουμε σε μεγαλύτερο βαθμό και σε χειρότερο περιβάλλον. Έφυγαν 10.000 από το ΣΥΡΙΖΑ, πέρασαν 5.000 από τη ΛΑΕ, ίσως πέρασαν και 1000 από γύρω μας. Η οργάνωση όμως πρακτικά βρίσκεται περίπου στο σημείο εκκίνησης του 2004, και η ΛΑΕ αποσαθρώνεται μέρα με τη μέρα, διώχνοντας τον κόσμο, αντί να διατηρεί σημαντικό τμήμα της βάσης του ρεφορμισμού. Διατηρείται απλά ο μηχανισμός του Αρ.Ρεύματος, ενώ το 90+% των ανένταχτων και η πλειοψηφία των οργανώσεων έχει αποχωρήσει/αδρανοποιηθεί. Εμείς καταγραφόμαστε ως συμπολίτευση, δεν έχουμε καν συγκροτήσει Αριστερή Πτέρυγα, κάνουμε ακόμα λιγότερη κριτική στην ηγεσία της ΛΑΕ απ’ ότι στην ηγεσία Τσίπρα, ενώ παραδεχόμαστε ότι δεν επιδιώκουμε να εκμεταλλευτούμε (!) τα προβλήματα του Αρ. Ρεύματος. Συμβουλεύουμε τον Λαφαζάνη να κάνει αριστερό μέτωπο με το ίδιο σκεπτικό, αντί να πάρουμε εμείς πρωτοβουλία, ενώ αυτός θέλει ντε και καλά πατριωτικό μέτωπο. Πιέζουμε ντε και καλά να κάνει αριστερή στροφή ο Κορωνάκης, ο Λαφαζάνης, η Ζωή, αλλά εμείς μόνοι μας δεν κάνουμε τίποτα για δημιουργηθεί αριστερό μέτωπο. Κι όταν μας δίνεται ευκαιρία να κάνουμε κριτική στο Αρ.Ρεύμα, το αποφεύγουμε ή το κάνουμε τόσο έμμεσα που το καταλαβαίνουν μόνοι όσοι γνωρίζουν …αποκρυφισμό, οπότε δεν ενοχλείται το Αρ.Ρ. Αρνούμαστε να κάνουμε ευθεία κριτική στις απόψεις του Αρ.Ρ. ως καταστροφικές στο κίνημα, να προειδοποιούμε τον κόσμο του ότι θα προδοθεί, αντιπαραβάλλοντας τις δικές μας ως τις κατάλληλες για τη νίκη, διεκδικώντας τον κόσμο μαζί μας – μα αυτό είναι το Ενιαίο Μέτωπο. Στην πραγματικότητα μένει ανοιχτό αν θέλουμε να γίνουμε ποτέ ηγεσία ευρύτερων δυνάμεων και να αλλάξουμε τον συσχετισμό με τους ρεφορμιστές (αυτό σημαίνει ΕΜ). Φαίνεται ότι η σημερινή ΚΕ θεωρεί πως δεν έχει καμία σημασία αν η ΔΕΑ θα έχει 200 ή 500 μέλη, γι’ αυτό και σχετικοποιεί τον απολογισμό γύρω από το αν και πόσο μεγαλώσαμε.

Όταν η ηγεσία της ΛΑΕ εκπέμπει στίγμα τύπου «περιοδικό Επίκαιρα», πατριωτική Σοσιαλδημοκρατία και συντηρητισμό, η ΚΕ αντιτείνει «μα το Αρ.Ρ. διαδηλώνει για τους πλειστηριασμούς» ή λέει «όχι στις ιδιωτικοποιήσεις» κλπ. Μα αυτά δεν αρκούν για να αλλάξει το κεντρικό δεξιόστροφο στίγμα που εκπέμπει ο Λαφαζάνης στα ΜΜΕ και Iskra στα περισσότερα κεντρικοπολιτικά ζητήματα.

Ενιαίο Μέτωπο και χτίσιμο επαναστατικής οργάνωσης/κόμματος ή πλατύ κόμμα και ανασύνθεση;

Το 2004, κάναμε λόγο για Ενιαίο Μέτωπο και αργότερα για «ενιαίο μέτωπο» στο πολιτικό πεδίο. Ενότητα στη δράση και αλλαγή του συσχετισμού υπέρ των επαναστατών . Τότε χρησιμοποιούσαμε το δικαίωμα του βέτο ως απόδειξη (και ως ασφαλιστική δικλείδα) ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι Ε.Μ. και όχι «πλατύ κόμμα». Μάλιστα μεγαλώναμε τότε, οπότε αυτός ο ισχυρισμός για Ε.Μ. και προσμονή της αλλαγής συσχετισμών φάνταζαν ρεαλιστικά. Το είχαμε καθαρό: Άλλο επαναστατικό κόμμα, άλλο Ενιαίο Μέτωπο, άλλο ανασύνθεση. Άλλο αντικαπιταλιστική Αριστερά, άλλο Επαναστατική Αριστερά, άλλο το πλατύ αντικαπιταλιστικό κόμμα –γι αυτό μιλούσαμε τότε-, άλλο το «κεντριστικό» κόμμα και άλλο το πλατύ κόμμα γενικώς-πλατύ κόμμα να’ ναι κι ό,τι να’ ναι! Μπορεί να χαρακτηριστεί αντικαπιταλιστικό κόμμα η ΛΑΕ της δραχμικής-πατριωτικής-αναπτυξιολογικής γραμμής;

Γράφει για παράδειγμα η σ. Μ.Μπόλ. σε κείμενο στο περιοδικό Διεθνιστική Αριστερά (ΔΑ) τ.3 του 2004: «Στο πλατύ αντικαπιταλιστικό κόμμα οι επαναστάτες πρέπει να προετοιμάζονται για την αναμέτρηση με τους ρεφορμιστές… Όμως το πλατύ κόμμα δεν αποτελεί την πρόταση των επαναστατών….τα καθήκοντα συγκρότησης παίζονται γύρω από το δίπολο ενιαίο μετωπο-επαναστατικές οργανώσεις…εμμένοντας στη διάκριση ρεφορμισμού-επανάστασης, …χτίζοντας μια ξεκάθαρη επαναστατική οργάνωση». Στο ίδιο περιοδικό, γράφει ο σ. Αντ.Νταβ: «Η ρεφορμιστική Αριστερά δεν είναι πλέον ένα μεγάλο και συμπαγές πολιτικό ρεύμα που κατόρθωνε να εκφράσει ένα μεγάλο μέρος των ελπίδων (και των αυταπατών) των εργαζόμενων και της νεολαίας, αλλά κατόρθωνε επίσης να περιθωριοποιεί (ή τουλάχιστον να περιορίζει σε δεύτερους ρόλους) την επαναστατική αριστερά. Ο χάρτης της παγκόσμιας Αριστεράς ξαναγράφεται…Ως «αντικαπιταλιστική Αριστερά» κανένας δεν εννοούσε ένα υποκατάστατο της άκρας ή επαναστατικής Αριστεράς. …Η συζήτηση αυτή ήταν πρωτόγνωρη για την επαναστατική Αριστερά στο σύνολό της και αναπόφευκτα εμπεριείχε τον κίνδυνο λαθών. Το πιο σημαντικό ήταν η αυταπάτη ότι το δίλημμα «Μεταρρύθμιση ή επανάσταση;» έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις, ότι είναι εφικτό να προχωρήσει σε κάποια νέα, πλατιά, πολυτασικά κόμματα, που θα συσπείρωναν επαναστάτες, κεντριστές και ρεφορμιστές στη βάση μιας πολιτικής (και όχι ιδεολογικής) ενότητας για την αντιμετώπιση της περιόδου…» (σ.σ. ΑΛ δηλαδή ούτε προσωρινά δεν δεχόμασταν τα πλατιά πολυτασικά κόμματα!). Στο ίδιο άρθρο ο σ. έγραφε ότι στη Βραζιλία ο Λούλα προσπαθούσε να εξοντώσει την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, παρόλο που εμείς κάναμε κριτική στους τροτσκιστές σ. για ανασύνθεση. Συνεπώςη συγκρότηση αριστερής πτέρυγας, η συμμετοχή μας στην Α.Πλ και η στοχοποίησή μας από τον Τσίπρα δεν σημαίνει εξ ορισμού ότι κάναμε το καθήκον μας, δεν αποκλείει την δεξιά απόκλισή μας. Έγραφε ο σ., συνεχίζοντας, για το PTστη Βραζιλία και την Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία «το κρίσιμο πρόβλημα είναι πλέον πόσο έτοιμες είναι οι επαναστατικές τους πτέρυγες να αντιμετωπίσουν τη δεξιά στροφή των ηγεσιών τους» (σ.σ ΑΛ οι επαναστατικές πτέρυγες. Όχι οι ρεφορμιστές όπως το Αρ.Ρ και οι 53+ , που περιμέναμε -και περιμένουμε- να πάρουν πρωτοβουλία για να συρθούμε πίσω τους…) «Κι αυτό αποδεικνύει ότι το ζήτημα της ανεξάρτητης οικοδόμησης των δυνάμεων των επαναστατών, είναι και θα παραμένει καθοριστικό… Οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς πρέπει να επιμείνουν στην ενιαιομετωπική τακτική κλιμάκωσης της μαζικής αντίστασης…Όμως δεν πρέπει να ξεχνούν ότι αυτή η τακτική δεν είναι υποκατάστατο για την οικοδόμηση ανεξάρτητων επαναστατικών πολιτικών οργανώσεων. Αντίθετα, αυτή η τακτική είναι αποδοτική μόνο αν εφαρμοστεί ως μέσο για την αλλαγή των συσχετισμών και μέσα στην Αριστερά, ως το μέσο για την οικοδόμηση των επαναστατικών κομμάτων, που είναι πιο αναγκαία από ποτέ… Για τη ΔΕΑ η συμμετοχή στην πρωτοβουλία (για τη συσπείρωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς-μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ) … δεν έχει να κάνει με αυταπάτες για τη δυνατότητα οικοδόμησης κάποιου πλατιού κόμματος πολιτικής και όχι ιδεολογικής ενότητας. Αντίθετα αντιμετωπίζουμε την ενότητα δράσης και την εμπλοκή στην επίμονη πολιτική συζήτηση με άλλα ρεύματα της Αριστεράς, όχι ως υποκατάστατο, αλλά ως μέσο για να χτίσουμε μια μαζική επαναστατική οργάνωση στην Ελλάδα…»!!!

«Επαναστατική αριστερά, επαναστάτες, αλλαγή συσχετισμών για την οικοδόμηση των επαναστατικών κομμάτων, όχι αυταπάτες για τους ρεφορμιστές και τα πλατιά κόμματα, να χτίσουμε μαζική επαναστατική οργάνωση στην Ελλάδα…» Τέτοιες διατυπώσεις τις είχαμε «ψωμοτύρι» σε κάθε φύλλο Ε.Α και στο περιοδικό μας Δ.Α. Σήμερα έχουν (κατά 99% αν όχι 100%) καταργηθεί. Πώς προετοιμάζουμε εμείς σήμερα τη σύγκρουση με τους ρεφορμιστές και πώς κάνουμε διάκριση με τον ρεφορμισμό; Μόνο επίκληση στην ενότητα και ευγενική διπλωματία προκύπτει από τη στάση μας. Όχι τυχαία από εκείνη τη μεγάλη φουρνιά στρατολογιών και στελεχοποιήσεων ελάχιστες έχουν μείνει στην Ο. Φαίνεται καθαρά από τα «ιδρυτικά-φυσιογνωμικά» αυτά κείμενα ότι τα πλατιά πολυτασικά κόμματα τα θεωρούμε λάθος, αυταπάτη, δεξιά ανασύνθεση, αυτοδιάλυση της επαναστατικής Αριστεράς. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ τότε για να θεωρηθεί (έστω με ενστάσεις και αστερίσκους) «αντικαπιταλιστικός», όπως κι όλα τα άλλα ρεφορμιστικά-κεντριστικά σχέδια, προϋπόθεση ήταν η απόρριψη του κυβερνητισμού , ο στόχος «ισχυρή Αριστερά- αντιπολίτευση για τους αγώνες» , η κριτική στάση απέναντι στο ζήτημα κυβέρνησης/διαχείρισης. Καμία σχέση με τη ΛΑΕ σήμερα δηλαδή («θα κυβερνήσω με δραχμή»).

Το πλατύ κόμμα το συνδέαμε με διαδικασίες ανασύνθεσης και κάναμε κριτική στους σ. που συμμετείχαν σε πλατιά κόμματα και δεν είχαν καθαρό τον στόχο οικοδόμησης επαναστατικής οργάνωσης, λέγαμε ότι στα πλατιά κόμματα γίνεται σκληρή πάλη για τους συσχετισμούς, ότι τελικά θα κυριαρχήσει ο ρεφορμισμός ή η επανάσταση. Και ότι ο βασικός στόχος είναι το μεγάλωμα των επαναστατών- το δικό μας.

Ήταν η περίοδος που τα κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζανε «συνθήματα» στα οποία υπήρχε ομοφωνία. Το 2008 δίναμε μάχη με το Ξεκίνημα και το Κόκκινο, που τους κατηγορούσαμε για ανασυνθετικούς γιατί διεκδικούσανε «ενιαίο πολυτασικό κόμμα». Πολύ περισσότερο αυτή η διάκριση ήταν επείγον να γίνει για την τακτική σε κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ , οι PODEMOS ή (ακόμα περισσότερο) η ΛΑΕ , που δεν ήταν/είναι πλατιά αντικαπιταλιστικά κόμματα, αντίθετα κυριαρχούσαν/κυριαρχούν οι ρεφορμιστικές δυνάμεις που (συνήθως) κινούνται δεξιά, ιδιαίτερα στην κινηματική άμπωτη.

Σήμερα όμως, φαίνεται ξεκάθαρα η μετατόπιση της ΚΕ ακόμα και λεκτικά. Τα πλατιά κόμματα αθωώνονται ή προκρίνονται ως λύσεις γενικώς, και μάλιστα χωρίς καν τον προσδιορισμό «αντικαπιταλιστικά», και ταυτίζονται με το ΕΜ, βλέπε κείμενο εισήγησης: «Η σταδιακή συνειδητοποίηση και η προσπάθεια για αντίδραση σε αυτήν την κατάσταση, οδήγησε στις πρωτοβουλίες που μέσα στον χρόνο συναθροίζονται κάτω από τον, όχι τόσο ακριβή, τίτλο «πλατιά κόμματα». .. Στη βάση όλων των «επιχειρήσεων» που συνωθούνται κάτω από τον τίτλο «πλατιά κόμματα»… Με την έννοια αυτή, τα «πλατιά κόμματα» επιχειρηματολογήθηκαν από σχεδόν όλους τους πρωταγωνιστές τους ως μορφές Ενιαίου Μετώπου ή ακριβέστερα ως μορφές ενιαιομετωπικής τακτικής.»

Τοτε κάναμε κριτική κατά των πλατιών αντικαπιταλιστικών κομμάτων και υπέρ του ΕΜ, σήμερα είμαστε υπέρ του πλατιού κόμματος, παρόλο που 15 χρόνια μετά έχει αποτύχει δεκάδες φορές και δεν έχει πετύχει (ούτε για την εργατική τάξη -πέρα από μικρά χρονικά διαστήματα- ούτε για τους επαναστάτες) !

«…Ο όρος Επαναστατική Αριστερά αντικαταστάθηκε σταδιακά από τον όρο «Ριζοσπαστική Αριστερά» ή «Αντικαπιταλιστική Αριστερά» (εισήγηση ΚΕ).Εδώ φαίνεται να αθωώνεται η υποστολή του όρου «επαναστατική Αριστερά», πολύ περισσότερο η υποστολή του στόχου του επαναστατικού εργατικού κόμματος.» (Διαφωνεί ο σ.Αντ.Νταβ με αυτά που έγραφε το 2004, βλέπε παραπάνω.) Στα πρώτα χρόνια η ΔΕΑ μιλούσε καθαρά για την ανάγκη χτισίματος επαναστατικής αριστεράς-επαναστατικής οργάνωσης, με στόχο το χτίσιμο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ. Οτιδήποτε λιγότερο το θεωρούσαμε πηγή αποπροσανατολισμού/δεξιών λαθών της άκρας αριστεράς. Μια τέτοια αλλαγή γραμμής, αυτή ποτέ δεν έχει περάσει από καμία συνδιάσκεψη!

Συνεχίζει η εισήγηση της ΚΕ: «Ήταν φανερό ότι το επίδικο ζήτημα ήταν αν οι εναπομείνασες δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς αναλαμβάνουν την ευθύνη να συνεργαστούν μεσοπρόθεσμα ακόμα και στο πολιτικό πεδίο, με δυνάμεις του «ριζοσπαστικού» ή «αριστερού» ρεφορμισμού και του κεντρισμού»… Μα η συνεργασία με τον ρεφορμισμό (απέναντι στον καπιταλισμό) πρώτον προϋποθέτει να βοηθά ο ρεφορμισμός τον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό και δεύτερον δεν αναιρεί την αντιπαράθεση μεταξύ τους. Το ΕΜ δεν μπορεί να γίνεται παντού και πάντα και με οποιοδήποτε κόστος, για παράδειγμα: 1) Με τον ΣΥΝ του 2001-2003 δεν συνεργαστήκαμε πολιτικό πεδίο. 2) Οι ίδιοι θεωρούσαμε τελειωμένο και διασπασμένο τον ΣΥΡΙΖΑ από τις Ευρωεκλογές του 2004 ως την εκλογή Αλαβάνου, φορτώνοντας την ευθύνη στον ΣΥΝ. 3) Μήπως το εγχείρημα του ΣΥΝ με τον Μητρόπουλο (2010) ήταν αριστερός ρεφορμισμός ή κεντρισμός; Μήπως τότε που ουσιαστικά είχαμε διασπάσει τον ΣΥΡΙΖΑ είμασταν αντι-μετωπικοί;

Το 2011-2 σε Ε.Α/Δ.Α γράφαμε ότι ο ΣΥΝ δεν θέλει κυβέρνηση Αριστεράς αλλά σοσιαλδημοκρατία και συνεργασία με πασόκους παράγοντες. Και μια μέρα μετά καλούσαμε για κυβέρνηση της Αριστεράς με τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορείς να κάνεις ΕΜ με ένα κόμμα που βαδίζει προς την κυβέρνηση και πασοκοποιείται πριν τις εκλογές του 2012; Και πώς;

Συνεχίζει η ΚΕ ότι τα πλατιά κόμματα είναι απαραίτητα «…για να μπορέσουν να συμβάλουν στη συσπείρωση της «θάλασσας» των ανένταχτων δυνάμεων… δημιουργώντας μια νέα πολιτικοποίηση, αλλά και διασώζοντας την παλιότερη από τις μυλόπετρες της απογοήτευσης/ιδιώτευσης.» Μα η ΛΑΕ αποσυσπειρώνει κόσμο κι έχουμε εκατοντάδες και ίσως χιλιάδες παραδείγματα. Κι είναι γνωστό τι ακριβώς πολιτικοποίηση δημιουργεί το Αριστερό Ρεύμα: δραχμή, ανάπτυξη, Πούτιν, ΕΠΑΜ, συνομωσιολογία και …Λέσχη Μπίλντεμπεργκ, «οι δημοσκοπήσεις πολεμάνε τη ΛΑΕ» και καθημερινά «τελειωμένη/πέφτει η κυβέρνηση Τσίπρα». Αυτή η φυσιογνωμία της ΛΑΕ/Αρ.Ρ είναι αριστερός ρεφορμισμός; ΟΧΙ. Πρώτα πρέπει να προσδιορίσουμε σωστά τον χαρακτήρα του Αρ.Ρ. (που δεν είναι κεντρισμός/αριστερός ρεφορμισμός) και μετά να αποφασίσουμε αν και πώς κάνουμε ΕΜ. ΕΜ με το Αρ.Ρ. μπορεί να νοηθεί μόνο ως σκληρή πάλη με τις ιδέες του που όχι μόνο δεν βοηθάνε την εργατική τάξη να νικήσει αλλά συκοφαντεί ακόμα περισσότερο την έννοια «Αριστερά» και στέλνει τους αριστερούς σπίτι τους ή σε άλλους πολιτικούς χώρους.

Σε πρόσφατο ΕΣ.Δ. φαίνεται ακόμα πιο καθαρά η λάθος άποψη γύρω από το ΕΜ, μιλώντας για «αρνητικά» στοιχεία του Αρ.Ρ. : «…η μετακίνηση του Αρ. Ρεύματος (και άλλων) γίνεται μόνο κάτω από πίεση». Το ότι το Αρ.Ρ.και ο κάθε ρεφορμισμός κινείται κάτω από πίεση δεν είναι αρνητικό, αλλά η… πεμπτουσία του ΕΜ. Καλλιεργούμε αυταπάτες ότι υπάρχει και ο …θετικός ρεφορμισμός που κινείται χωρίς πίεση από μόνος του; Και σε τελική ανάλυση αν υπάρχει καλός ρεφορμισμός που κινείται με πίεση ή χωρίς πίεση, τότε γιατί να μεγαλώσουν οι επαναστατικές οργανώσεις ; Μήπως σε αυτή την παρανόηση βρίσκεται η ρίζα του κακού;

Άλλο, ακόμα χειρότερο, σημείο στο ίδιο ΕΣ.Δ. « Η τακτική των «πλατιών κομμάτων» -παρόλο που μέσα σε αυτήν έγιναν κάποτε και σοβαρά λάθη …. είναι ταυτόχρονα και η βάση ανασύνταξης των δυνάμεων της Επ.Αριστεράς….» Πρόκειται για δήλωση που με λίγες λέξεις αθωώνει όλους τους λάθος τρόπους, τις ανασυνθετικές λογικές και τα δικά μας γλιστρήματα επί ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αναιρεί την ίδρυση της ΔΕΑ που βασίστηκε στο δίπολο ΕΜ-επαναστατική οργάνωση και όχι στο πλατύ κόμμα . Πουθενά δεν ήταν τα πλατιά κόμματα η βάση ανασύνταξης των επαναστατικών οργανώσεων. Αντίθετα οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς στην Ελλάδα ανασυντάσσονται σε μεγαλύτερο βαθμό εκτός πλατιών κομμάτων.

Συνεχίζει η ΚΕ για τα πλατιά κόμματα: «Είναι μοιραίο λάθος η αυτοδιάλυση των επαναστατικών οργανώσεων … είναι επίσης κρίσιμο λάθος η υποτίμηση της δημόσιας πάλης για την έγκαιρη διαμόρφωση «αριστερής πτέρυγας» . Όμως τα «μέτωπα» αυτά λειτουργώντας στο πολιτικό πεδίο και σε μακρό χρόνο, αποκτούν υποχρεωτικά κάποια χαρακτηριστικά κόμματος…» Εμείς δεν αυτοδιαλυόμαστε τυπικά. Αλλά όταν υποχωρούμε συνεχώς στα δεξιά λάθη του ρεφορμιστή συμμάχου, όταν υποστέλλουμε τα λάβαρά μας, δεν αντιπαρατιθόμαστε, δεν δείχνουμε με κάθε κίνηση και λέξη ότι οι επαναστάτες πρέπει να δυναμώσουν και ότι ο ρεφορμισμός ετοιμάζει νέες ήττες, όταν δεν κινούμαστε επιθετικά για να πάρουμε την ηγεσία των αριστερών στον ΣΥΡΙΖΑ ή τη ΛΑΕ, όταν μοιάζει απλώς να βολευόμαστε στις λίγο πιο αριστερές διατυπώσεις και στις «ευγενικές κριτικές», όταν μοιάζει απλώς να «κάνουμε κριτική στα όργανα» και προς τα έξω να κινούμαστε μαζί και να χρεωνόμαστε τη δεξιά στροφή ανήμποροι να την σταματήσουμε , όταν ΔΕΝ παλεύουμε δημόσια το Αρ.Ρ. ούτε συγκροτούμε Αριστερή Πτέρυγα (όπως δεν κάνει η ΔΕΑ στη ΛΑΕ), δεν διαπράττουμε παρόμοια λάθη όπως αυτοί που αυτοδιαλύονται ΚΑΙ τυπικά; Όταν υπάρχουν χαρακτηριστικά κόμματος και υποτασσόμαστε στους κανόνες πλειοψηφία-μειοψηφία (που θεωρούσαμε παλιότερα ανασύνθεση), αναιρούμε την ίδια την έννοια του ΕΜ, αλλά και άρθρα που δημοσιεύσαμε το 2015 όπως του σ.Ηλ. Ιωακείμογλου (που δεν προέρχεται από την επαναστατική Αριστερά!) που έλεγε ότι μεταξύ των συνιστωσών της ΛΑΕ υπάρχουν τεράστιες διαφορές και δεν μπορεί να υπάρξει κόμμα αλλά μόνο μέτωπο, βαδίζουμε χωριστά , χτυπάμε μαζί. Αυτά λέγαμε και τα πρώτα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ άλλωστε.

Συνεχίζει η ΚΕ «Προσπαθούμε να χτιστεί μια ριζοσπαστική-αντιμνημονιακή-αντικαπιταλιστική αριστερή αντιπολιτευτική απάντηση…που θα έχει μια σοβαρή μαζική βάση… το κέρδισμα πρωτοπόρων στοιχείων της κοινωνικής αντίστασης δεν μπορεί στις παρούσες συνθήκες να επιχειρείται μόνο με τη συζήτηση πάνω στην κινηματική εμπειρία…» (και μετά αναφέρεται σε κάποια προβλήματα της ΛΑΕ, όπως στη διαταξική απεύθυνση.)

Φυσικά προσπαθούμε να φτιάξουμε μαζική αριστερή- αντικαπιταλιστική απάντηση και γι αυτό θέλουμε συνεργασία αριστερών ρεφορμιστικών και επαναστατικών δυνάμεων, αλλά ΛΑΕ σημαίνει πατριωτικό μέτωπο- ανάπτυξη -δραχμή – Πούτιν. Δεν είναι αντικαπιταλισμός αλλά κεϊνσιανισμός. Και διαταξική απεύθυνση είχε μόνο το ΠΑΣΟΚ ή ο ΣΥΡΙΖΑ του 2012-15. Ο ΣΥΡΙΖΑ των πρώτων χρόνων αναφερόταν στους εργάτες και τους φτωχούς, όπως και κάθε αριστερός ρεφορμισμός. Άρα τι σόι αριστερός ρεφορμισμός είναι το Αριστερό Ρεύμα/ΛΑΕ; Τέλος, η ΛΑΕ δεν έχει μαζική βάση και ούτε πρόκειται να έχει με αυτή την πολιτική.

Τι τύπου εισοδισμός;

Η πολιτική της ΔΕΑ μετά το 2012 μοιάζει με προβληματική εκδοχή εισοδισμού, ως συμμετοχή σε πολυτασικό κόμμα, με πλειοψηφίες-μειοψηφίες κι «επίσημη γραμμή» το επιτελείο Τσίπρα, και την υποχώρησή μας σε όλα τα επίπεδα (όπως περιέγραψα) «για να μην απομονωθούμε και μας διώξουν». Και αυτό κόστισε.

Ξεκινάω με ένα παράδειγμα: στη Συνδιάσκεψή μας το 2014 αποφασίσαμε να μην δεχτούμε θέσεις ευθύνης στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ , γιατί δεν θα ήταν κυβέρνηση Αριστεράς αλλά κυβέρνηση Εθνικής/Κοινωνικής Σωτηρίας. Την απόφαση δεν την δημοσιοποιήσαμε. Και ένα μήνα μετά τρέχαμε παντού μοιράζοντας φυλλάδια του ΣΥΡΙΖΑ «Εμπρός για την κυβέρνηση της Αριστεράς». Αυτό σημαίνει μια υπαρκτή (αν και δεν την παραδεχόμασταν δημόσια) πειθαρχία στους όρους «πλειοψηφία-μειοψηφία», μια συμμόρφωση με την ρεφορμιστική ηγεσία. Αντίθετα έπρεπε να μοιράζουμε φυλλάδια της ΔΕΑ-συνιστώσας και να προειδοποιούμε τον κόσμο ότι ΔΕΝ θα είναι αριστερή κυβέρνηση και να τον καλούμε ετοιμάζεται μαζί μας για αντιπαράθεση μαζί της. Αυτό θα σήμαινε σύγκρουση με την ηγεσία. Εμείς ούτε αυτό δεν κάναμε. Άλλο παράδειγμα είναι οι βουλευτίνες μας που καταγράφονταν ως ΣΥΡΙΖΑ (έστω ως αριστερή του πτέρυγα) αντί να καταγράφονται ως μέλη της ΔΕΑ και της επαναστατικής Αριστεράς σε πλήρη αντιπαράθεση με το σχέδιο Τσίπρα, στην πάλη για την ανατροπή του ταξικού συμβιβασμού. Αντί να αξιοποιούμε τη Βουλή για να κάνουμε παντού γνωστή τη ΔΕΑ και την επαναστατική Αριστερά, με αποκλειστικό στόχο την ισχυροποίηση της οργάνωσης, βολευτήκαμε-περιοριστήκαμε στα «ακροατήρια» που όμως μας αντιμετώπιζαν ως ΣΥΡΙΖΑ, έστω ως «αριστερό ΣΥΡΙΖΑ».

Γράφει ο Ντ. Χάλας παραπέμποντας στον Τρότσκι, (περιοδικό Δ.Α. τεύχος 4, 2004, για την προσπάθεια χτισίματος επαναστατικών κομμάτων μετά το ’30) , ότι ο εισοδισμός « δεν συνεπάγεται μια μακροπρόθεσμη προοπτική. Είναι μόνο ένα στάδιο που, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να περιοριστεί σε ένα επεισόδιο»…Γράφει όμως και τον κίνδυνο του παρασιτικού εισοδισμού. «Ο εισοδισμός δρα μέσα σε ένα ξένο σώμα. Ένας ορισμένος βαθμός προσαρμογής στις συνήθειες αυτού του σώματος είναι αναπόφευκτος. Η προσαρμογή όμως μπορεί να σημαίνει όχι μόνο προσοχή στη γλώσσα κ.λπ., αλλά και μια μετατόπιση στις πολιτικές εμφάσεις. Ήδη στον αρχικό βραχύβιο εισοδισμό στη Γαλλία, συνέβη ακριβώς αυτό. Ο Τρότσκι έγραφε «για αυτούς (τον κύκλο του Ρ. Μολινέ) που, ενθουσιασμένοι από τις αρχικές επιτυχίες, προσδοκούσαν μια μακρά περίοδο ήρεμης δραστηριότητας μέσα στο ρεφορμιστικό κόμμα. Και ήταν ακριβώς αυτά τα στοιχεία, που στηρίζονταν σε νέους συμμάχους και μισο-συμμάχους στα δεξιά, που άρχισαν να ακούν μια πολύ μεγάλη επιρροή στην πολιτική γραμμή της ομάδας μας».Όταν από την δεκαετία του 1950 και μετά, ο μακροπρόθεσμος εισοδισμός, ο λεγόμενος «βαθύς εισοδισμός», υιοθετήθηκε από ορισμένες τροτσκιστικές ομάδες, η πολιτική προσαρμογή του παράσιτου στον οργανισμό πήγε πολύ μακριά. Έγινε πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τον εισοδιστή από το θήραμά του. Αυτό συνοδεύτηκε από ένα άλλο είδος μυστικισμού, την πίστη σε «βαθιές ιστορικές δυνάμεις» που δούλευαν υπέρ του σοσιαλισμού, ανεξάρτητα από την πραγματική δράση της εργατικής τάξης…Οι ‘’μεγάλες ιστορικές δυνάμεις’’ βολεύουν πάρα πολύ. Και αυτή η στρέβλωση εξακολουθεί να υπάρχει σε διάφορους ‘’τροτσκισμούς’’.»

Η σημερινή πολιτική της ΔΕΑ δεν είναι ΕΜ, αλλά περισσότερο μοιάζει–κατά την Δ.Α.- με τα φαινόμενα βαθέος εισοδισμού και παρασιτισμού: μακρά ήρεμη δραστηριότητα, μετατόπιση συνηθειών και πολιτικών εμφάσεων, αναζήτηση συμμάχων στα δεξιά (Αρ.Ρ, 53+, Πλεύση, Δικτύωση κλπ) , αδυναμία διαχωρισμού από το Αρ.Ρ./ΛΑΕ και «μεγάλες ιστορικές δυνάμεις» (εδώ η αναμονή του κινήματος ή της πολιτικής κρίσης και των εκλογών, ανεξάρτητα από την πραγματική κατάσταση της τάξης, για να γλιστράμε από τις πιέσεις που μας βάζει η κρίση της ΛΑΕ κι η αδυναμία αντιπαράθεσης με το Αρ.Ρ. «Θα αλλάξουν τα πράγματα από μόνα τους και στην Αριστερά», σαν να λέμε, λες και η κρίση της Αριστεράς δεν επηρεάζει το κίνημα ή λες κι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό ). Και σε επόμενο άρθρο του ίδιου τεύχους Δ.Α. : «…Μέσα σε τέτοιες συνθήκες ο αποπροσανατολισμός είναι εύκολος. Η μόνη εξασφάλιση (σ.ΑΛ των ίδιων των επαναστατικών οργανώσεων αλλά και της επιτυχίας των «πλατιών» εγχειρημάτων) είναι να έχουν ξεκάθαρο στα μυαλά τους οι επαναστάτες το στόχο που επιδιώκουν (δηλαδή την οικοδόμηση ενός επαναστατικού κόμματος) και ξεκινώντας από τον στόχο τους να μετρούν πόσο το κάθε βήμα τους φέρνει πιο κοντά ή τους απομακρύνει απ΄ αυτό το σκοπό.» Το μέτρημα αυτό είναι βασικά οι στρατολογίες, σ. και σ.

Επίλογος: Back to the Basics (πίσω στα βασικά της επαναστατικής παράδοσης)

Από το σημείο της ΔΕΑ ως μοναδικό αριστερό πόλο του ΣΥΡΙΖΑ περάσαμε στην ενσωμάτωσή μας στην Αριστερή Πλατφόρμα . Έπειτα περάσαμε ουσιαστικά στην πειθάρχησή μας στην ηγεσία της ΛΑΕ με ένα προφίλ σαφέστατα στα δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ του 2012 επιλέξαμε να σταθούμε στο πλευρό του Αρ.Ρ στο ζήτημα Γαβρίλη-Δούρου στα τέλη του 2015 («του δώσαμε χρόνο»), μετά δώσαμε χρόνο στο Αρ.Ρ. μέχρι τον Μάρτιο του 2016, μετά μέχρι τον Ιούνιο του 2016 και γενικά καταγραφόμαστε μέχρι σήμερα ως συμπολίτευση του Αρ.Ρ. και συνεχίζουμε να του δίνουμε χρόνο, με την ΚΕ να λέει σε πρόσφατο ΕΣ.Δ. ότι «μπορεί να δεχθούμε εκλογική συνεργασία ΛΑΕ-Πλεύσης» (όχι μόνο ΛΑΕ αλλά και Πλεύση, αλλά κατά τα άλλα δεν είμαστε δεδομένοι για τη ΛΑΕ).

Το να κερδίσεις κόσμο των ρεφορμιστών σε αντιπαράθεση με τη ρεφορμιστική ηγεσία θεωρείται περίπου υστεροβουλία και … αντισυντροφικότητα. Κι όμως είναι το Α και Ω της πολιτικής του ΕΜ και ο βασικός δείκτης επιτυχίας ή αποτυχίας της. Φτάσαμε να ακούμε επιχειρήματα του τύπου «ε, και που μεγαλώνουν οι άλλοι περισσότερο τι χτίζουν; Σημασία δεν έχει το μέγεθος μόνο, αλλά η εμπειρία, η ποιότητα, η ακτινοβολία-αναγνωρισιμότητα» κλπ. Ρε σύντροφοι εγώ στρατολογήθηκα σε άλλη οργάνωση το 2004!

Αλλά ακόμα κι αν προσπεράσουμε όλους τους πιο πάνω προβληματισμούς και πούμε απλώς ότι είμαστε στα ίδια επίπεδα με το 2004- και «μια από τα ίδια» με τις υπόλοιπες οργανώσεις, ότι δεν τα καταφέραμε αλλά ούτε οι άλλοι τα κατάφεραν. Γιατί θα πρέπει να μας καλύπτει αυτό; Γιατί να μην είμαστε πολύ καλύτερα από όλη την υπόλοιπη άκρα αριστερά που θεωρούσαμε τελειωμένη, παρωχημένη, σεχταριστική, σταλινική κλπ, όταν καυχιόμασταν για την πολιτική και ιδεολογική ανωτερότητά μας και το σημαντικό όπλο του ΕΜ που θα έκανε ζημιά στους ρεφορμιστές και θα άλλαζε τους συσχετισμούς υπέρ των επαναστατών «για να μην πάει ο κόσμος σπίτι του»; Και γιατί θα πρέπει να συγκινηθούμε πίσω από την κρίση του SWP και της LCR; Το SWP γνώρισε 5 διασπάσεις , η ηγεσία του έκανε τους γνωστούς οπορτουνισμούς χωρίς να λογαριάζει τη βάση του , είχε λάθος άποψη για το μέτωπο , για την περίοδο, για την οικοδόμηση και ξέραμε από το 2004 ότι θα αποτύχει. Για την LCR γράφαμε/λέγαμε ότι «φιλελευθερίζει», ότι έχει 3.000 μέλη και πουλάει μόνο 1000 φύλλα εφημερίδας, ότι αυτοδιαλύεται ανασυνθετικά σε κάτι πιο πλαδαρό (NPA), ότι υποκλίνεται στην ισλαμοφοβία, ότι σεχτάρει το ρεφορμισμό κ.ά., άρα ξέραμε από το 2004 ότι θα αποτύχει. Το ερώτημα είναι: εμείς που λέγαμε από το 2004 ότι κάνουμε «σωστό ενιαίο μέτωπο» κι έχουμε έρθει σε ρήξη με τις ανασυνθετικές αυταπάτες, ότι χτίζουμε επαναστατική οργάνωση τι καταφέραμε μετά από 14 χρόνια; Συνολικά ζούμε μια ήττα της αριστεράς…Κι όμως, την προηγούμενη φορά που έγινε κάτι τέτοιο, το ’90, η σταλινική Αριστερά ήταν αμήχανη και η ΟΣΕ κάλπαζε. Σήμερα μοιάζει με την αντεπίθεση των σταλινικών ιδεών μέσα στην Αριστερά κι εμάς αμήχανους . Μήπως κάτι δεν κάνουμε καλά; Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Δυο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: 1) το ενιαίο μέτωπο είναι λάθος σαν τακτική. Αυτό όμως αποκλείεται σαν πιθανότητα. Το Ενιαίο Μέτωπο συγκροτείται ως δυνατότητα από την ανάγκη να δοθούν μαζικές απαντήσεις στους καπιταλιστές αλλά και από την κρίση του ρεφορμισμού . Αν ήταν δυνατός ο ρεφορμισμός δεν θα είχε ανάγκη και δεν θα συζητούσε καν με τους επαναστάτες (βλέπε και άρθρο σ.Αν.Νταβ πιο πάνω). Η αδιαλλαξία της άρχουσας τάξης όμως στον καιρό της κρίσης κάνει τους ρεφορμιστές να πείθουν όλο και λιγότερο τους εργάτες για την δυνατότητα διαχείρισης του συστήματος, αλλά και να «στρογγυλεύουν» τις θέσεις τους, κάνοντας τους επαναστάτες πιο δημοφιλείς. Οι επαναστάτες δικαιώνονται για τις εκτιμήσεις τους και την κριτική τους στον ρεφορμισμό , ενώ μέσα στον κοινό αγώνα προβάλλουν ως οι καλύτεροι υπερασπιστές της τάξης. Άρα θεωρητικά η αλλαγή συσχετισμών είναι περίπου νομοτέλεια, αν κάνουμε καλά τη δουλειά μας.

2) Δεν εφαρμόσαμε ενιαίο μέτωπο ή δεν το εφαρμόσαμε σωστά, είναι προφανώς η σωστή απάντηση. Αυτό εξηγεί και το γιατί η περίοδος που έμοιαζε να ξεχωρίζουμε στην επαναστατική αριστερά είναι το 2004-2009, έπειτα ακολούθησε μια σχετική στασιμότητα ως το 2015, που μας πήρε η κάτω βόλτα- μας πήρε η κρίση του ρεφορμισμού μαζί της. Μεγάλωσε μεν η ακτινοβολία-επιρροή μας όσο ο κόσμος έλπιζε (και) σε μας,αλλά σήμερα κατέρρευσε, η τακτική μας απορρίφθηκε ως αποτυχημένη και ηττημένη από τον ρεφορμισμό. Ηττηθήκαμε στον ΣΥΡΙΖΑ και ξαναηττηθήκαμε από το Αρ.Ρ στην ΛΑΕ. Σήμερα έχουμε αποικοδόμηση, όχι οικοδόμηση της ΔΕΑ. Και αυτή είναι η βάση για την αποστράτευση και την αμφισβήτηση που δέχεται από τη μισή περίπου οργάνωση.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουν οι σ. ότι ΔΕΝ είναι πάντα εφικτό να γίνει ενιαίο μέτωπο. Πριν το 2004 δεν ήταν εφικτό το ΕΜ, και το 2004 κράτησε ουσιαστικά «μια στιγμή» πριν διαλυθεί. Το 2010 ο ΣΥΡΙΖΑ επί της ουσίας είχε διασπαστεί. Σήμερα είμαστε σε μια εποχή ήττας όμοια με αυτή της δεκαετίας του ’90, που ούτε τότε μπορούσε να υπάρξει «πλατύ κόμμα», ούτε καν γενικευμένο ΕΜ με ρεφορμιστές-παρά μόνο ίσως σε επιμέρους μέτωπα. Σε περιόδους ήττας και πτώσης των αγώνων, όταν ο ρεφορμισμός πάει δεξιά, δεν πιέζεται από το κίνημα και ψάχνει αστικές/ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, είναι δυνατόν να μη «χωράει» σε αριστερά μέτωπα. Συχνά το «μέτωπο» μπορεί να υπάρξει μόνο με δεξιά μετατόπιση των επαναστατικών οργανώσεων, δηλαδή αυτό που κάνουμε σήμερα. Άλλωστε ΕΜ έλεγε ότι κάνει και η τροτσκιστική Σοσιαλιστική Έκφραση κι έφυγε από το ΠΑΣΟΚ το 2010…Από όλα αυτά έχουμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η ΔΕΑ α) απέτυχε στην εφαρμογή του ΕΜ , και β) ότι σήμερα δεν εφαρμόζει πολιτική ΕΜ.