1

OTροτσκισμός μετά τον Τρότσκι (V+VI)

Του Τόνι Κλιφ

Κεφάλαιο 5: Η κληρονομιά

Το παρόν κείμενο ξεκίνησε με την αντιπαραβολή μεταξύ των προβλέψεων του Τρότσκι για την κατάσταση στον κόσμο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το τι πραγματικά έγινε. Ακολούθησε η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η μεγάλη πλειονότητα των τροτσκιστών έκλεισε τα μάτια της μπροστά στην πραγματικότητα, παραμένοντας πιστή στα λεγόμενα του Τρότσκι, ξεκόβοντας όμως έτσι πλήρως από το πνεύμα του. Ο Τρότσκι θα μπορούσε δικαίως να πει : “Έσπειρα δόντια δράκων αλλά θέρισα ψύλλους.” Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί ο Μαντέλ, ο Πάμπλο και άλλοι κορυφαίοι τροτσκιστές, που ήταν πολύ σοβαροί και όχι ηλίθιοι, αντέδρασαν έτσι και προτίμησαν να ζουν σε έναν φανταστικό κόσμο; Ο λόγος ήταν ότι επί αρκετά χρόνια σκοτεινής αντίδρασης – του ναζισμού και του σταλινισμού – οι τροτσκιστές βρίσκονταν πολύ απομονωμένοι με ελάχιστες ρίζες στην εργατική τάξη. Όντας στην έρημο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, διψασμένοι για το νερό, υπέκυψαν σε ψευδαισθήσεις, βλέποντας οφθαλμαπάτες από πράσινα δέντρα και νερά.

Προσπαθώντας να ακολουθήσει την ουσία των κειμένων του Μαρξ, του Λένιν, της Λούξεμπουργκ και του Τρότσκι και να συμβαδίσει με την πραγματική κατάσταση στον κόσμο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Διεθνής Σοσιαλιστική Τάση μπήκε στον κόπο να αναπτύξει τρία κομμάτια της θεωρίας: τον προσδιορισμό της σταλινικής Ρωσίας ως κρατικού καπιταλισμού που εξηγούσε τη μακρόχρονη σταθερότητα και την μελλοντική κατάρρευση του,την μακρόχρονη έκρηξη του δυτικού καπιταλισμού που πατούσε πάνω στην μόνιμη οικονομία όπλων, αλλά εμπεριείχε τους σπόρους των μελλοντικών κρίσεων και μια εξήγηση για τις νίκες του Μάο και του Κάστρο μέσω της διεθλασμένης διαρκούς επανάστασης.

Υπήρχαν συνδετικοί κρίκοι στον πραγματικό κόσμο μεταξύ αυτών των τριών θεωριών; Πράγματι υπήρχαν. Η επιβίωση και η ισχύς του σταλινικού καθεστώτος στη Ρωσία αποτελούσε το κλειδί για τις άλλες δύο επεξεργασίες.

Καταρχάς, η σταλινική επιρροή διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο να μην μετατραπούν οι μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σε προλεταριακές επαναστάσεις. Οι κοινωνικές εντάσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο ήταν πολύ οξύτερες και βαθύτερες από ό, τι στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε πυροδοτήσει επαναστάσεις στη Ρωσία, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ουγγαρία και επαναστατικές καταστάσεις σε πληθώρα άλλων χωρών. Αν αυτό δε συνέβη το 1945, αυτό οφείλεται στα κομμουνιστικά κόμματα. Χρησιμοποιώντας τη ριζοσπαστική τους αύρα, οι σταλινικοί ηγέτες ήταν σε θέση να παίξουν τον βασικό ρόλο στο να μπει φρένο στην ανερχόμενη παλίρροια της επανάστασης, λειτουργώντας ως ασπίδα προστασίας για τον καπιταλισμό.

Τα παραδείγματα της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας αποτυπώνουν τις δυνατότητες που χάθηκαν. Τον Αύγουστο του 1944 ήταν η Αντίσταση, υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, που απελευθέρωσε το Παρίσι από τα ναζιστικά στρατεύματα: ο πλήρης έλεγχος πέρασε στα χέρια του. Ας συγκρίνουμε τους κομμουνιστές με τις αντίπαλες πολιτικές ομάδες. Το βιβλίο «Η Πολιτική του Πολέμου» του Γκάμπριελ Κόλκο εξηγεί ότι «οι 3 γκωλικές ιδεολογικά ομάδες Αντίστασης αποτελούσαν σταθερά μια μικρή μειοψηφία. Σε πολλές περιοχές-κλειδιά της Γαλλίας δεν υπήρχαν καθόλου.»[124] Το Σοσιαλιστικό Κόμμα εξάλλου στερούταν λαϊκής υποστήριξης:

Οι Σοσιαλιστές ήταν το κατ’ εξοχήν κόμμα της Τρίτης Δημοκρατίας και η παθολογική επιδίωξή τους να παραμείνουν στην πολιτική σκηνή, ακόμα και επί καθεστώτος Βισύ, τελικά κατέληξε στο να φύγουν από το κόμμα τα δύο τρίτα των μελών της Εθνοσυνέλευσης κατηγορώντας το για δοσιλογισμό και συμβιβασμό. Μετά το 1941 οι Σοσιαλιστές εξαφανίστηκαν κυριολεκτικά ως κόμμα και μόνο σταδιακά άρχισαν να ανασυγκροτούνται μετά το 1944. [125]

Έτσι έμεινε το πεδίο ελεύθερο για το Κομμουνιστικό Κόμμα: «Το ΚΚ κυριάρχησε στην οργάνωση της Αντίστασης, με τους αντάρτες των FrancsTireurs et Partisans (=ελεύθεροι σκοπευτές και παρτιζάνοι) … να αποτελούν τη μεγαλύτερη οργάνωση». [126] Ο Ίαν Μπέρτσαλ περιγράφει την κατάσταση στη Γαλλία ως εξής:

«Η απελευθέρωση της Γαλλίας από τη ναζιστική κατοχή στο δεύτερο μισό του 1944 οδήγησε τη χώρα σε κατάσταση αναβρασμού. Αρχικά η κεντρική κυβέρνηση ελάχιστα ήλεγχε την κατάσταση. Σε διάφορους δήμους δημιουργήθηκαν επιτροπές απελευθέρωσης. Στη Μασσαλία, οι τοπικές αρχές ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα τοπικών κοινωνικοποιήσεων χωρίς καν να συμβουλευτούν το Παρίσι. Δημιουργήθηκαν λαϊκά δικαστήρια και εκτελέστηκαν περίπου 11.000 δοσίλογοι.»

Οι επιτροπές απελευθέρωσης ελέγχονταν ως επί το πλείστον από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και η κυβέρνηση ήταν ανίσχυρη να παρέμβει, με τον υπουργό εσωτερικών να τους απευθύνει έκκληση να σταματήσουν να ενεργούν αυτόνομα. Μόνο η παρέμβαση του Μορίς Τορέζ, ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος, μπορούσε να τους σταματήσει. Ο τελευταίος επέμενε:

«Οι τοπικές επιτροπές απελευθέρωσης δεν πρέπει να υποκαταστήσουν την ηγεσία των δήμων και των υπουργείων, όπως και το Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης δεν έχει υποκαταστήσει την κυβέρνηση.»[127]

Ήταν ο Μορίς Τορέζ που, επιστρέφοντας από τη Μόσχα στη Γαλλία, απεύθυνε το κάλεσμα “Μια αστυνομία. Ένας Στρατός. Ένα κράτος.”Και έτσι η Αντίσταση αφοπλίστηκε. Ο Κόλκο γράφει:

«Ο Τορέζ επέβαλε πειθαρχία στην παλαιότερη, μαχητική ηγεσία γύρω από τον Αντρέ Μαρτί και τον Σαρλ Τιλόν, τους οποίους τελικά έδιωξε από το κόμμα. Απαγόρευσε τις απεργίες και απαίτησε από τους εργάτες να δουλεύουν περισσότερο και ενέκρινε τη διάλυση των [Αντιστασιακών Οργανώσεων]. Υπέταξε κάθε κοινωνικό στόχο στον στόχο της νίκης στον πόλεμο. «Το καθήκον των Επιτροπών Απελευθέρωσης δεν είναι να διοικούν», δήλωνε στην κεντρική επιτροπή του κόμματος τον Ιανουάριο του 1945, «αλλά να βοηθούν αυτούς που διοικούν. Πρέπει, πάνω απ ‘όλα, να κινητοποιήσουν, να εκπαιδεύσουν και να οργανώσουν τις μάζες ώστε να πετύχουν τη μέγιστη πολεμική προσπάθεια και να υποστηρίξουν την Προσωρινή Κυβέρνηση στην υλοποίηση του προγράμματος που κατατέθηκε από την Αντίσταση.”Εν συντομία, στο κρίσιμο σημείο της ιστορίας του γαλλικού καπιταλισμού, το κόμμα της αριστεράς αρνήθηκε να δράσει εναντίον του. «Η ενότητα του έθνους», δεν κουραζόταν ποτέ να επαναλαμβάνει ο Τορέζ, αποτελούσε  «κατηγορηματική προσταγή» … Το κόμμα συνέβαλε στον αφοπλισμό της Αντίστασης, στην ανάκαμψη μιας ετοιμοθάνατης οικονομίας και στην αναγκαία σταθεροποίηση που χρειαζόταν η παλιά τάξη πραγμάτων για να πάρει σημαντικές ανάσες – κι αργότερα μάλιστα καμάρωνε γι’ αυτό το κατόρθωμα. [128]

Αν μην τι άλλο, στην Ιταλία το κύμα της επανάστασης έφτασε ακόμη ψηλότερα. Ο Πιέρ Μπρουέ γράφει: «Στην Ιταλία ήταν η εργατική δράση – και κανείς δεν θα εκπλαγεί όταν μάθει ότι η δράση ξεκίνησε από το εργοστάσιο της Fiat – που τελικά τίναξε το έδαφος πάνω στο οποίο πατούσε το καθεστώς των φασιστών και έσκαψε τον τάφο του Μπενίτο Μουσολίνι». [129]

Η απεργία στο τεράστιο εργοστάσιο της Fiat μετατράπηκε σε γενική απεργία που κατεδάφισε το καθεστώς την επόμενη μέρα. Έναν χρόνο αργότερα:

«Τον Μάρτιο του 1944 … μια νέα και ακόμη πιο εντυπωσιακή διαδήλωση διαδόθηκε σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ιταλία. Αυτή τη φορά τα συνθήματα των απεργών ήταν πιο πολιτικά, απαιτώντας άμεση ειρήνη και τον τερματισμό της πολεμικής παραγωγής για λογαριασμό της Γερμανίας. Ο αριθμός των διαδηλωτών ξεπέρασε και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. 300.000 εργαζόμενοι βγήκαν στους δρόμους στην περιοχή του Μιλάνου. Στην ίδια την πόλη οι εργάτες των τραμ απέργησαν την 1η Μαρτίου και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη δουλειά τους την 4η και 5η μέρα λόγω μιας τρομοκρατικής εκστρατείας εναντίον τους. Η απεργία επεκτάθηκε πέρα από τη βιομηχανική ζώνη στα κλωστοϋφαντουργικά εργοστάσια στην επαρχία της Βενετίας και στις σημαντικές ιταλικές πόλεις Μπολόνια και Φλωρεντία. Οι γυναίκες και οι κατώτεροι μισθωτοί ήταν στην πρώτη γραμμή της μάχης. Κάποια στιγμή την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι κατέστρεψαν τα εργαλεία τους.» [130]

Ο οικονομικός, πολιτικός και ένοπλος αγώνας της ιταλικής εργατικής τάξης διεξαγόταν ασταμάτητα, πράγμα που σήμαινε ότι το 1945 οι εργατικές περιοχές στο Τορίνο αποτελούσαν ουσιαστικά περιοχές απαγορευμένες για τους φασίστες και τους Γερμανούς. [131] Τελικά:

«Την 1η Μαΐου ολόκληρη η βόρεια Ιταλία ήταν ελεύθερη. Ο λαϊκός κι επαναστατικός χαρακτήρας της απελευθέρωσης, που άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στις μνήμες εκείνων που είχαν συμμετάσχει, έγινε ευπρόσδεκτη στις περισσότερες συνοικίες. Σε άλλες προκάλεσε σοβαρή ανησυχία. Υπήρξε ένα μεγάλο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, με ίσως μέχρι και 12.000-15.000 άτομα να εκτελούνται αμέσως μετά την απελευθέρωση. Όσο για τους βιομηχάνους του Βορρά, ήλπιζαν σε μια ανώδυνη μετάβαση της εξουσίας από τους φασίστες στις αγγλοαμερικανικές αρχές. Αντ’ αυτού βρήκαν τα εργοστάσια τους κατειλημμένα, τους εργάτες οπλισμένους, και ένα διάστημα 10 μερών μεταξύ της εξέγερσης και της άφιξης των συμμάχων. Οι πιο σεσημασμένοι δοσίλογοι δεν τόλμησαν να περιμένουν και διέφυγαν στην Ελβετία. Τους επόμενους μήνες ο φόβος της επικείμενης κοινωνικής επανάστασης παρέμενε πολύ ισχυρός στους καπιταλιστικούς κύκλους.» [132]

Το γεγονός ότι αυτή η επανάσταση δεν υλοποιήθηκε οφείλεται κυρίως στον έλεγχο που άσκησε το ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Μπρουέ γράφει:

«Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα – αυτό το κομμάτι της Κομμουνιστικής Διεθνούς που υπόκειτο στον άμεσο έλεγχο της Μόσχας –επιδίωξε προσέγγιση με τους «επισήμους», τους «μετανιωμένους» φασίστες, τους στρατηγούς και τους ηγέτες της εκκλησίας, για να προτείνει έναν συμβιβασμό με στόχο να τους σώσει από την πίεση του κινήματος με αντάλλαγμα ένα υπουργείο της κυβέρνησης και συνεπώς και με τη νομιμοποίηση των εκπροσώπων του κόμματος που βρίσκονταν στη Μόσχα». [133]

Όπως και ο Τορέζ στη Γαλλία,  βασικός ρόλο διαδραμάτισε ο Ιταλός Κομμουνιστής ηγέτης, ο Τολιάτι, που επέστρεψε μετά από μεγάλη παραμονή του στη Μόσχα. Ο Γκίνσμπουργκ γράφει:

«Κατά την άφιξή του στο Σαλέρνο, ο Τολιάτι εξήγησε στους συντρόφους του, εν μέσω μεγάλης έκπληξης και εν μέρει διαφωνιών, τη στρατηγική που σκόπευε να ακολουθήσει το κόμμα στο εγγύς μέλλον. Οι κομμουνιστές, είπε, θα έπρεπε να θέσουν σε αναστολή την ανοιχτά εκφρασμένη εχθρότητά τους στη μοναρχία. Αντίθετα, έπρεπε να πείσουν όλες τις αντιφασιστικές δυνάμεις να συμμετέχουν στην βασιλική κυβέρνηση, η οποία  πλέον ήλεγχε όλη την Ιταλία νότια του Σαλέρνο. Η συμμετοχή στην κυβέρνηση, υποστήριζε ο Τολιάτι, ήταν το πρώτο βήμα προς την επίτευξη του πρωταρχικού στόχου της περιόδου – της εθνικής ενότητας απέναντι στους Ναζί και τους φασίστες. Ο κύριος στόχος των κομμουνιστών έπρεπε να είναι η απελευθέρωση της Ιταλίας, όχι η σοσιαλιστική επανάσταση.

Ο Τολιάτι επέμενε ότι η ενότητα της περιόδου του πολέμου θα έπρεπε, ει δυνατόν, να συνεχιστεί και στην περίοδο της ανασυγκρότησης. Αυτός ο μεγάλος συνασπισμός έπρεπε να αγκαλιάσει όχι μόνο τους Σοσιαλιστές αλλά και τους Χριστιανοδημοκράτες (DC). Σε μια ομιλία στη Ρώμη τον Ιούλιο του 1944 χαρακτήρισε το DC ως κόμμα που είχε στις τάξεις του “μάζες εργαζομένων, αγροτών, διανοουμένων και νέων, οι οποίοι ουσιαστικά μοιράζονται τις φιλοδοξίες μας, γιατί όπως κι εμείς επιθυμούν μια δημοκρατική και προοδευτική Ιταλία”. [134]

Τον Απρίλιο του 1944 ο Τολιάτι επιχειρηματολόγησε ότι τα κόμματα της Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης έπρεπε να δηλώσουν όρκο πίστης στον βασιλιά και να συμμετέχουν στην κυβέρνηση του στρατάρχη Μπαντόλιο. Ο Μπαντόλιο ήταν αρχιστράτηγος του Μουσολίνι και ηγέτης των ιταλικών στρατευμάτων που εισέβαλαν στην Αιθιοπία το 1935. Ο Τολιάτι έφτασε να γίνει ένας από τους υπουργούς του Μπαντόλιο! [135]

Στη Γερμανία, ο επαναστατικός αγώνας ήταν ακόμα πιο δύσκολος απ’ ότι στη Γαλλία και την Ιταλία, αλλά ακόμη και εδώ διαφάνηκε μια δυνατότητα επανάστασης που δεν πραγματοποιήθηκε. Είναι αλήθεια ότι η ναζιστική καταστολή έκανε την αντίσταση στο Τρίτο Ράιχ εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, αλλά αυτή ήταν μόνο η μία πλευρά της εξίσωσης. Η δυνατότητα για αντεπίθεση υποσκάφθηκε συστηματικά από το αντιναζιστικό στρατόπεδο. Η καταστροφική πολιτική ηγεσία του ρεφορμιστικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και πάνω απ’ όλα του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) υπό τον σταλινικό έλεγχο εγκατέλειψε τους Γερμανούς εργάτες μέσα στην απογοήτευση και τη σύγχυση, κι επιτράπηκε στον Χίτλερ να ανέλθει στην εξουσία χωρίς να «σηκωθεί ούτε ένα δάχτυλο» εναντίον του.

Η υπογραφή του Συμφώνου Χίτλερ-Στάλιν το 1939 έσπασε το ηθικό των Γερμανών Κομμουνιστών που συγκροτούσαν τη μόνη μαζική αντίσταση στον ναζισμό. Ενδεικτικό είναι ότι οι κατασχέσεις παράνομων φυλλαδίων από την Γκεστάπο μειώθηκαν από 15.922 το 1939 σε μόλις 1.277 το 1940.

Ακόμη και όταν ο πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, η τακτική των Συμμάχων φαινόταν να είναι η αποθάρρυνση εξέγερσης ενάντια στο Τρίτο Ράιχ και να καλλιεργούν αντ’ αυτού μια θλιβερή νομιμοφροσύνη. Στην Ανατολή, ο Στάλιν ισχυριζόταν ότι δίνει τον “Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο” και  στόχος, αντί για το ναζιστικό καθεστώς, έγιναν όλοι οι Γερμανοί. Η αντι-γερμανική, επί της ουσίας ρατσιστική, προπαγάνδα της Ρωσίας υπονόμευσε την ανάπτυξη ενός κινήματος αντίστασης στους Ναζί. Ξανά και ξανά, ο Ίλια Έρενμπουργκ, γράφοντας στον ρωσικό Τύπο, επαναλάμβανε τη φράση “Καλός Γερμανός είναι ο νεκρός Γερμανός”. Θυμάμαι ένα σύντομο άρθρο του, στο οποίο περιγράφει πως ένας Γερμανός στρατιώτης, αντιμετωπίζοντας έναν Ρώσο στρατιώτη, σήκωσε ψηλά τα χέρια και είπε: “Είμαι γιος σιδηρουργού” – υπάρχει καλύτερη διατύπωση ταυτοποίησης της εργατικής τάξης Ποια ήταν η αντίδραση του Ρώσου στρατιώτη; Ο Έρενμπουργκ γράφει: «Ο Ρώσος στρατιώτης είπε:‘Είσαι Γερμανός και υπεύθυνος για τα εγκλήματα των Γερμανών’ και στη συνέχεια έμπηξε την ξιφολόγχη του στο στήθος του Γερμανού στρατιώτη.»

Οι Γερμανοί στρατιώτες σταμάτησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με επανάσταση εναντίον του Αυτοκράτορα, αλλά στις συνθήκες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν προέκυψε τέτοια εξέγερση, γιατί όπως εξηγούσε ένας στρατιώτης: «Ο Θεός απαγορεύει να χάσουμε τον πόλεμο. Αν η εκδίκηση έρθει κατά πάνω μας, θα περάσουμε δύσκολες μέρες.»

Αλλά οι σπόροι της επανάστασης ήταν ακόμα εκεί. Στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο μπαμπούλας της καταστολής πάνω από τους Γερμανούς εργάτες εξαλείφθηκε και τους δόθηκε μια πραγματική ευκαιρία να εκφραστούν. Αυτό που ακολούθησε ήταν εκπληκτικό. Ένα γιγάντιο κίνημα αντιφασιστικών επιτροπών, των «Αντίφα», σάρωνε όλη τη Γερμανία κάθε φορά που απελευθερωνόταν μια περιοχή από τον ναζισμό. Δημιουργήθηκαν πολύ περισσότερες από 500 τέτοιες επιτροπές, οι οποίες ήταν σε συντριπτικά ποσοστά εργατικές στη σύνθεση τους. Για μια σύντομη περίοδο, μεταξύ της ανατροπής του ναζιστικού καθεστώτος και της επαναφοράς της «τάξης» από τις κατοχικές Συμμαχικές Δυνάμεις (τη Ρωσία στην Ανατολή, τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Δύση), οι εργάτες ήταν ελεύθεροι με μια διπλή έννοια. Όχι μόνο είχε εξαφανιστεί η ναζιστική τυραννία, αλλά η κυριαρχία της Γκεστάπο είχε διακόψει προσωρινά τη διαβρωτική επιρροή τόσο των ρεφορμιστών σοσιαλδημοκρατών ηγετών όσο και του σταλινικού κομμουνιστικού κόμματος.

Οι «Αντίφα» αναπτύχθηκαν ραγδαία. Στη Λειψία (Ανατολική Γερμανία) υπήρχαν 38 τοπικές επιτροπές που αριθμούσαν 4.500 αγωνιστές και 150.000 οπαδούς. Παρά τις δυσκολίες που είχε γεννήσει η καταστροφή του πολέμου (ο πληθυσμός είχε πέσει από 700.000 σε 500.000, για παράδειγμα), περίπου 100.000 άνθρωποι διαδήλωσαν την Πρωτομαγιά του 1945. Στη Βρέμη (Δυτική Γερμανία), μια πόλη όπου το 55% των σπιτιών ήταν πλέον μη κατοικήσιμο και το ένα τρίτο του πληθυσμού είχε μεταναστεύσει, υπήρχαν 14 τοπικές ομάδες, που αριθμούσαν 4.265 μέλη. 15 μέρες αργότερα ο αριθμός είχε γίνει 6.495. Πολλές επιτροπές«Αντίφα» οργανώθηκαν στους χώρους δουλειάς. Στο κέντρο της περιοχής του Ρουρ, λίγο μετά την απελευθέρωση, μια συνέλευση εργοστασιακών αντιπροσώπων αριθμούσε 360 αντιπροσώπους από 56 ορυχεία και πολλές άλλες επιχειρήσεις.

Οι «Αντίφα» ήταν αποφασισμένοι να συντρίψουν τον ναζισμό. Ξεκίνησαν απεργίες με αίτημα το ξήλωμα των Ναζιστών. Στη Βρέμη και αλλού τα κτίρια του ναζιστικού συνδικάτου, του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου, καταλήφθηκαν. Όσοι επέστρεφαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εγκαθίσταντο σε χώρους που διατίθεντο στους Ναζί και οι πιο σεσημασμένοι από αυτούς παραδίδονταν στις αρχές. Η Στουτγκάρδη προχώρησε πιο πέρα και ίδρυσε τα δικά της “επαναστατικά δικαστήρια”.

Αναπτυσσόταν η αίσθηση ότι μόνο αν οι εργάτες αναλάβουν οι ίδιοι δράση θα μπορούσαν να εξαλείψουν πλήρως τον Ναζισμό. Το ορυχείο Prince Regent στη  Μπόχουμ κάλεσε σε πολιτική γενική απεργία και λάνσαρε το σύνθημα “Ζήτω ο Κόκκινος Στρατός”, με αναφορά όχι στις σοβιετικές δυνάμεις αλλά στις δυνάμεις της εξέγερσης κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Επανάστασης του 1918-23. Διατύπωσε την άποψη ότι «στο μέλλον δεν θα υπάρχουν πλέον εργοδότες όπως πριν. Πρέπει να οργανωθούμε και να δουλεύουμε σαν να είναι η επιχείρηση δική μας!» Σε κάποια εργοστάσια οι εργαζόμενοι κατέλαβαν τα εργοστάσιά τους και η διοίκηση το έβαλε στα πόδια. Οι «Αντίφα» δημιούργησαν τις δικές τους εργατικές πολιτοφυλακές και αντικατέστησαν τους αρχηγούς της αστυνομίας και τους δημάρχους με τους δικούς τους εκπροσώπους. Η κατάσταση στη Στουτγκάρδη και το Ανόβερο περιγραφόταν ως «δυαδική εξουσία», με τους Αντίφα να έχουν οργανώσει δικά τους αστυνομικά σώματα, έχοντας καταλάβει πολλά κομβικά τοπικά διοικητικά πόστα και ξεκινώντας να οργανώνουν υπό τον έλεγχό τους κρίσιμες  υπηρεσίες όπως η παροχή τροφίμων.

Η αυτόπτης μαρτυρία ενός αξιωματούχου των Ηνωμένων Πολιτειών αξίζει να εξεταστεί σε βάθος:

«Σε πολλές και διαφορετικές περιοχές, και με πολλά διαφορετικά ονόματα και προφανώς χωρίς καμία σχέση μεταξύ τους, τα αντι-ναζιστικές ενωτικές μετωπικές πρωτοβουλίες έκαναν σύντομα μετά την κατάρρευση της ναζιστικής κυβέρνησης την εμφάνισή τους … Αν και δεν έχουν καμία επαφή μεταξύ τους, αυτές οι ομάδες παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες στον τρόπο συγκρότησης και στο πρόγραμμά τους. Η πρωτοβουλία για τη δημιουργία τους φαίνεται σε κάθε περίπτωση να λαμβάνεται από τους ανθρώπους που ήταν ενεργοί κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου και με τη μια ή την άλλη μορφή διατηρούσαν μια επαφή μεταξύ τους … Η αποκήρυξη των Ναζί, η προσπάθεια να αποτραπεί η ανάπτυξη  ενός παράνομου ναζιστικού κινήματος, η αποναζιστικοποίηση των πολιτικών αρχών και της ιδιωτικής βιομηχανίας, η βελτίωση των συνθηκών στέγασης και η διανομή τροφίμων – αυτά είναι τα κεντρικά ζητήματα που απασχολούν τις νεοσύστατες οργανώσεις … Το συμπέρασμα βγαίνει λοιπόν αβίαστα, ότι αυτές οι συλλογικότητες εκπροσωπούν την αυθόρμητη συσπείρωση των δυνάμεων αντι-ναζιστικής αντίστασης, οι οποίες, όσο συντηρούνταν το καθεστώς τρομοκρατίας, ήταν ανίσχυρες.

Η αναφορά συνέχιζε να αντιπαραβάλλει τις δραστηριότητες της Αριστεράς, η οποία τόνιζε ότι το ξερίζωμα κάθε ίχνους του ναζισμού αποτελούσε προϋπόθεση για μια νέα αρχή με αυτές της Δεξιάς που “επικεντρώθηκε στην προσπάθεια να διασώσει οτιδήποτε μπορούσε να φανεί χρήσιμο από τα συντρίμμια του καθεστώτος του Χίτλερ”.

Δυστυχώς, οι Αντίφα μπόρεσαν να υπάρχουν μόνο σε κάποιες περιοχές και για μερικές εβδομάδες, επειδή βρήκαν απέναντί τους όχι μόνο τις κατοχικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένου του ρωσικού στρατού) αλλά και τους σταλινικούς στο εργατικό κίνημα. Μόλις οι δυνάμεις κατοχής εξασφάλισαν τον έλεγχο της περιοχής, οι Αντίφα τέθηκαν σε απαγόρευση. Αυτό ίσχυσε τόσο στον ανατολικό τομέα που ελεγχόταν από τη Ρωσία όσο και στον δυτικό τομέα. Οι Αντίφα διαλύθηκαν με τη συνεργασία και των δύο εργατικών κομμάτων. Μετά τη συμφωνία της Γιάλτας, το σταλινικόKPD δέχθηκε ότι οι δυτικοί σύμμαχοι είχαν πλήρη δικαιώματα να ελέγξουν τη σφαίρα επιρροής τους και φυσικά δεν ήταν διατεθειμένοι να ανεχτούν ούτε την οποιαδήποτε ανεξάρτητη δράση στην Ανατολή. Στη Δύση, το ρεφορμιστικό SPD δεν ενδιαφερόταν διόλου για την προώθηση της επανάστασης. Έτσι, η εν λόγω περίοδος ήταν σύντομη – λίγες μόνο εβδομάδες σε κάποιες περιοχές την άνοιξη του 1945. Παρ ‘όλα αυτά, οι εξελίξεις αποκάλυψαν τη μεγάλη δύναμη που μπλοκαρίστηκε, σε μεγάλο βαθμό από τον σταλινισμό -από τα πάνω και από τα κάτω. [136]

 

Κεφάλαιο 6: Συμπέρασμα

Αν το σταλινικό καθεστώς δεν είχε επιβιώσει από τον πόλεμο, όπως προέβλεπε ο Τρότσκι, είναι σίγουρο ότι τα σταλινικά κόμματα σε Γαλλία και Ιταλία δεν θα αποκτούσαν τόσο μεγάλη δύναμη ώστε να συμβάλουν στην διατήρηση της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων στις χώρες αυτές. Ομοίως, η γερμανική εργατική τάξη δεν θα παρέλυε μετά την πτώση του Χίτλερ.

Η επιβίωση του κρατικού καπιταλισμού οδήγησε στην επιβίωση του δυτικού καπιταλισμού, γιατί ήταν προς το συμφέρον και των δυονα αποφύγουν την επανάσταση. Αλλά επρόκειτο για ένα σύστημα «αδελφών-εχθρών» κι έτσι οι πρώην σύμμαχοι στον πόλεμο σύντομα ενεπλάκησαν σε μια εξόχως κοστοβόρα κούρσα εξοπλισμών – τον Ψυχρό Πόλεμο. Αυτή αποτελούσε τη βάση για τη διαρκή οικονομία των όπλων που λειτούργησε στη Δύση.

Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της ύπαρξης του σταλινικού καθεστώτος στη Ρωσία και της διεθλασμένης διαρκούς επανάστασης στην Κίνα και την Κούβα είναι πιο προφανής. Ήταν η ύπαρξη μιας ισχυρής Ρωσίας που έδωσε έμπνευση στα μαοϊκά στρατεύματα ώστε να συνεχίσουν να πολεμούν ενάντια στον ιαπωνικό ιμπεριαλισμό επί πολλά χρόνια, αλλά και εναντίον του Κουόμιντανγκ του Τσιάνγκ Καϊ-Σεκ. Ήταν το παράδειγμα της δυναμικής και ταχείας εκβιομηχάνισης της καθυστερημένης Ρωσίας υπό τον Στάλιν που ενέπνευσε τα σταλινικά κόμματα και τις νέες κυβερνήσεις που προέκυπταν σε ολόκληρο τον Τρίτο Κόσμο και αποτέλεσε ένα πρότυπο για να ακολουθήσουν. Η σταλινική πολιτική της συμμαχίας με τις ντόπιες αστικές δυνάμεις σήμαινε ότι ο ιμπεριαλισμός δεν ανατράπηκε από εργατική επανάσταση. Ο ιμπεριαλισμός έβρισκε συχνά τη δυνατότητα να απεμπλέκεται πολιτικά από τις αποικίες χωρίς να χρειάζεται να εγκαταλείπει και τον οικονομικό στραγγαλισμό τους. Όταν ακολουθούνταν οι κρατικοκαπιταλιστικές πολιτικές, επιβάλλονταν οι συμμαχίες με το ρωσικό μπλοκ, αλλά η κατάσταση των εργαζομένων εξακολουθούσε να τελεί υπό εκμετάλλευση και υποταγή στην καπιταλιστική εξουσία.

Συνεπώς, αφού οι προβλέψεις του Τρότσκι για την τύχη του σταλινικού καθεστώτος στη Ρωσία δεν δικαιώθηκαν, οι υπόλοιπες προβλέψεις του – σχετικά με τις εξελίξεις στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες καθώς και στις καθυστερημένες χώρες –επίσης δεν πραγματοποιήθηκαν.

Αυτή η τριπλέτα, η «τρόικα» – ο κρατικός καπιταλισμός, η διαρκής οικονομία των όπλων και η διεθλασμένη διαρκής επανάσταση – αποτελούν ένα ενιαίο όλον, που εξηγούν τις αλλαγές στην κατάσταση της ανθρωπότητας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποτελούν μια γενική επιβεβαίωση του Τροτσκισμού, ενώ εν μέρει αποτελούν την άρνησή του. Ο μαρξισμός ως ζωντανή θεωρία οφείλει να συνεχίζει όπως  και την ίδια στιγμή να αλλάζει. Ωστόσο, η τρόικα δεν συνελήφθη ενιαία ως έννοια και ως θεωρία δεν διατυπώθηκε μονομιάς. Ήταν το αποτέλεσμα αρκετών μακροχρόνιων μελετών των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών σε τρία τμήματα του πλανήτη: τη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη, τις αναπτυγμένες βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες και τον Τρίτο Κόσμο. Τα μονοπάτια της έρευνας διασταυρώνονταν ξανά και ξανά. Αλλά μόνο στο τέλος της όλης διαδικασίας κατέστησαν σαφείς οι αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των διαφόρων τομέων έρευνας. Μόνο από την κορυφή του βουνού μπορεί κανείς να βλέπει καθαρά τη σχέση μεταξύ των διαφόρων μονοπατιών που έχουν σχεδιαστεί να οδηγούν στην κορυφή και μόνο διαθέτοντας αυτήν την πλεονεκτική θέση η ανάλυση μετατρέπεται σε σύνθεση, ώστε να θριαμβεύσει η μαρξιστική διαλεκτική.

Η κατανόηση των πραγματικών αλλαγών στη δομή της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής στον κόσμο, με τις τεράστιες ανισότητες που τη σπαράσσουν, καθιστά δυνατή την κατανόηση από μεριάς επαναστατών των πραγματικών, ουσιαστικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων να τοποθετηθούν σωστά μέσα στη διαδικασία της αλλαγής.

Σήμερα, το σταλινικό καθεστώς στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη δεν υπάρχει πια. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν προχωρά μπροστά βασιζόμενος στη διαρκή οικονομία των όπλων. Ο κρατικοκαπιταλιστικός δρόμος προς την οικονομική ανάπτυξη στον Τρίτο Κόσμο εγκαταλείφθηκε καθώς η μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομική ολοκλήρωση περιορίζει το περιθώριο για ελιγμούς των τοπικών αρχουσών τάξεων ή των ομάδων που φιλοδοξούν να διαδραματίσουν αυτόν τον ρόλο. Σε όλο τον κόσμο – τη Δύση, την Ανατολή και τις αναπτυσσόμενες χώρες – έχουν απολυθεί εκατομμύρια εργαζόμενοι. Δεκάδες εκατομμύρια ανέργων ζουν πλάι σε έναν αυξανόμενο αριθμό εκατομμυριούχων και πολύ-εκατομμυριούχων.

Η τρόικα – ο ορισμός της Ρωσίας ως κρατικού καπιταλισμού, η διαρκής οικονομία των όπλων ως εξήγηση για την μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και η διεθλασμένη διαρκής επανάσταση ως εξήγηση για την επιτυχία του μαοϊσμού στον Τρίτο Κόσμο –μπορεί να φαίνεται ότι δεν έχουν σημασία στους σημερινούς μαρξιστές. Αλλά δεν είναι έτσι.

Πρώτα απ ‘όλα, οι ιδέες επιβιώνουν, αρκετά συχνά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την εξαφάνιση των υλικών συνθηκών που τις έφεραν στη ζωή. Τα κύματα που προκαλούνται στο νερό από την πτώση μιας πέτρας συνεχίζονται ακόμα κι αφού η πέτρα σταματήσει να κινείται.

Έτσι, οι ψευδαισθήσεις για το σταλινικό καθεστώς εξακολουθούν να επιβιώνουν τόσο μεταξύ των υποστηρικτών του όσο και μεταξύ των αστών αντιπάλων του. Η ιδέα ότι η κρατική ιδιοκτησία της βιομηχανίας και ο οικονομικός σχεδιασμός, ακόμη και χωρίς εργατική δημοκρατία, ισοδυναμεί με  σοσιαλισμό, είναι ακόμα ζωντανή.

Ήταν η πλήρης ή σχεδόν πλήρης απασχόληση που ακολούθησε το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που έκανε πιο ελκυστική τη θεωρία του Κεϊνσιανισμού. Η θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων ήταν η μόνη σοβαρή μαρξιστική εναλλακτική απάντηση στον κεϋνσιανισμό για να εξηγήσει την κατάσταση εκείνη την εποχή. Ο κεϋνσιανισμός επιβιώνει και «δαγκώνει» ακόμα και σήμερα, προβάλλοντας ως η οικονομική εναλλακτική λύση απέναντι στην  οικονομία της ελεύθερης αγοράς.

Οι ιδέες του μαοϊσμού εξακολουθούν να είναι αρκετά ελκυστικές στους ανθρώπους, ειδικά στον Τρίτο Κόσμο. Η εικόνα του Τσε Γκεβάρα εξακολουθεί να έχει μεγάλη απήχηση στη Λατινική Αμερική. Η ιδέα ότι μόνο η εργατική τάξη που αυτό-οργανώνεται για να πολεμήσει για τον σοσιαλισμό υπό την ηγεσία των επαναστατών μαρξιστών δεν είναι ευρέως διαδεδομένη στα εθνοαπελευθερωτικά κινήματα.

Υπάρχει ακόμα ένας λόγος για τον οποίο πρέπει να μελετηθούν οι τρεις θεωρίες με τις οποίες ασχολούμαστε. Έχει να κάνει με τη φύση και τη συνέχεια της μαρξιστικής παράδοσης. Όπως το έθεσε ο Τρότσκι, το επαναστατικό κόμμα είναι η μνήμη της εργατικής τάξης. Πριν από τον θάνατο του Τρότσκι αυτή η μνήμη, η πραγματική συνέχεια του κινήματος, διατηρούνταν ζωντανή από μεγάλες μάζες ανθρώπων. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί συγκεκριμένα.

Η Πρώτη Διεθνής συγκροτήθηκε από σχετικά μεγάλες οργανώσεις και μολονότι υπήρξε ένα διάλειμμα περίπου δύο δεκαετιών μεταξύ του τέλους της πρώτης και της ίδρυσης της Δεύτερης Διεθνούς, πολλές χιλιάδες μέλη της Πρώτης εντάχθηκαν στη Δεύτερη. Η Τρίτη Διεθνής (η Κομμουνιστική Διεθνής ή Κομιντέρν) προέκυψε ως αποτέλεσμα μεγάλων διασπάσεων στους κόλπους της Δεύτερης Διεθνούς. Το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, κατά τη συνδιάσκεψη που πραγματοποίησε στη Μπολόνια τον Σεπτέμβριο του 1919, ψήφισε να ενταχθεί στην Κομμουνιστική Διεθνή, προσθέτοντας 300.000 μέλη. Στη Γερμανία οι ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι διασπάστηκαν το 1917 από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, αποφάσισαν επίσης να ενταχθούν στην Κομμουνιστική Διεθνή, προσθέτοντας άλλα 300.000 μέλη. Το 1920 προσχώρησε το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, προσθέτοντας 140.000 μέλη. Τον Ιούνιο του 1919 οι Βούλγαροι Σοσιαλιστές ψήφισαν να συνδεθούν στην Τρίτη Διεθνή, προσθέτοντας 35.478 μέλη. Το Γιουγκοσλαβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, επίσης ένα μαζικό κόμμα, εντάχθηκε.

Το Τσεχοσλοβάκικο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα διασπάστηκε τον Δεκέμβριο του 1920, όπου η Κομμουνιστική Αριστερά πήρε μαζί της τα μισά μέλη και ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα με 350.000 μέλη. Μια άλλη διάσπαση της γερμανόφωνης μειονότητας στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα πρόσθεσε και άλλες δυνάμεις, και μετά την ενοποίησή τους το κόμμα έφτασε τα 400,000 μέλη.

Το Νορβηγικό Εργατικό Κόμμα εντάχθηκε στην Κομιντέρν την άνοιξη του 1919. Στη Σουηδία, η πλειοψηφία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, μετά από διάσπαση, προσχώρησε στην Κομιντέρν, προσθέτοντας άλλα 17.000. [137]

Δυστυχώς, δεν υπήρχε σχεδόν καμία παρόμοια συνέχεια όσον αφορά τους επαναστάτες ως άτομα μεταξύ της Κομμουνιστικής Διεθνούς του Λένιν και του Τρότσκι στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και του τροτσκιστικού κινήματος στη δεκαετία του 1930 και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Συντετριμμένες ανάμεσα στη μαζική επιρροή του Στάλιν και την τρομοκρατία του Χίτλερ, οι τροτσκιστικές οργανώσεις αποτελούσαν πάντα μικροσκοπικές ομάδες στο περιθώριο των μαζικών κινημάτων. Έτσι, ο αριθμός των τροτσκιστών στο Βερολίνο την παραμονή της νίκης του Χίτλερ ήταν 50! [138] Παρά την ισπανική επανάσταση του 1936, τον Σεπτέμβριο του 1938, σύμφωνα με την αναφορά της Ιδρυτικής Συνδιάσκεψης της Τέταρτης Διεθνούς, τα μέλη του ισπανικού τμήματος ήταν μεταξύ 10 και 30! [139]

Oι Πρώτη, Δεύτερη και Τρίτη Διεθνείς γεννήθηκαν σε περιόδους προχωρήματος της εργατικής τάξης. οι τροτσκιστικές οργανώσεις γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας φρικτής περιόδου στην ιστορία της εργατικής τάξης – τη νίκη του ναζισμού και του σταλινισμού. Αν δεν κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους ο Τροτσκισμός επί δύο γενιές ήταν απομονωμένος και ανίσχυρος και άρα τους λόγους για τους οποίους οι τροτσκιστές ήταν επιρρεπείς στον αποπροσανατολισμό, θα οδηγηθούμε σε εντελώς απαισιόδοξα συμπεράσματα για το μέλλον. Η κατανόηση του παρελθόντος καθιστά σαφέςγια τον τροτσκισμό, ότι αποτελεί τον συνδετικό κρίκο με τη συνέχεια του μαρξισμού, και ως εκ τούτου το μέλλον θα τον δικαιώσει.

Σήμερα ο σταλινισμός, το μεγάλο φράγμα που εμπόδιζε την εξέλιξη του επαναστατικού μαρξισμού, του τροτσκισμού, έχει εκλείψει. Ο καπιταλισμός στις αναπτυγμένες χώρες δεν επεκτείνεται πλέον και έτσι οι λέξεις του «Μεταβατικού Προγράμματος» του 1938 ότι “δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν συστηματικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και αύξηση του βιοτικού επιπέδου των μαζών” (στα πλαίσια του καπιταλισμού, στΜ) είναι και πάλι επίκαιρες. [140] Η κλασική θεωρία της διαρκούς επανάστασης, όπως την υπερασπίστηκε ο Τρότσκι, βρίσκεται και πάλι στην ημερήσια διάταξη, όπως έδειξε η Ινδονησιακή Επανάσταση το 1998.

Η τρόικα εξηγεί γιατί για αρκετό καιρό το υπάρχον σύστημα – ο καπιταλισμός – συνέχισε να υπάρχει, έστω και αν αναγκάστηκε να αλλάξει αρκετές φορές μεταμφίεση. Ταυτόχρονα έδωσε την εξήγηση για τις διαδικασίες που υπονομεύουν αυτή τη σταθερότητα: για κάποιο χρονικό διάστημα οι διεργασίες αυτές βρίσκονταν σε μοριακό επίπεδο και ήταν ελάχιστα ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Αλλά, τελικά, οι ποσοτικές μεταβολές γίνονται ποιοτικές και το σύστημα στο σύνολό του κλονίζεται από κρίσεις και αστάθεια. Στη συνέχεια, όπως το έθεσε ο Μαρξ, η ανθρωπότητα «θα αναπηδήσει από το κάθισμά της και θα αναφωνήσει θριαμβευτικά:« Έσκαψες καλά, γεροτυφλοπόντικα!»[141]

Τόνι Κλιφ, 1999.

https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch05.htm

https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch06.htm

Μετάφραση: Αλέξης Λιοσάτος

 

 

 

 




O Τροτσκισμός μετά τον Τρότσκι (III)

Του Τόνι Κλιφ

 

Κεφάλαιο 3: Η διαρκής οικονομία όπλων

-1914: το σημείο καμπής

– Εξοπλισμοί, οικονομική έκρηξη και πτώση

-Οι συνέπειες της οικονομίας των όπλων

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο καπιταλισμός της αγοράς άνθισε στην Δύση. Αυτό το γεγονός ερχόταν σε άμεση σύγκρουση με τις προβλέψεις του Τρότσκι, που συνέχιζε να αναπαράγεται από τον Μαντέλ και άλλους. Η προσπάθεια επίλυσης αυτής της αντίφασης οδήγησε στη θεωρία της διαρκούς οικονομίας όπλων. Για να κατανοήσουμε τι σήμαινε αυτή, θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε μια σύντομη παράκαμψη αυτοβιογραφικού χαρακτήρα. Το γεγονός ότι στην Παλαιστίνη δημιούργησα από την αρχή μια μικρή ανεξάρτητη τροτσκιστική ομάδα – περίπου 30 μέλη – ήταν μια πολύτιμη προετοιμασία για την αντιμετώπιση ων μεγάλων δυσκολιών που βίωνε το διεθνές τροτσκιστικό κίνημα στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήμουν σαν το μικρό παιδί στην ιστορία του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν με τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα. Μετά από χρόνια απομόνωσης και βασανιστηρίων από τον ναζισμό και τον σταλινισμό, οι τροτσκιστές έπασχαν από την ψυχολογική ανάγκη να πιστεύουν σε θαύματα. Η πραγματική κατάσταση ήταν πολύ επώδυνη για να την αντιμετωπίσουν. Αν η πολιτική μου εξέλιξη δενόταν με τη βρετανική τροτσκιστική οργάνωση, η οποία το 1946 είχε περίπου 400 μέλη, θα είχα πιέσει πιθανώς να «συμμορφωθώ». Αυτό βέβαια δεν αρκούσε για να αποφύγω τον δογματισμό με τη δικαιολογία ότι έχω διαβάσει Μαρξ, Ένγκελς,  Λένιν,  Τρότσκι και το Λούξεμπουργκ. Ο Μαντέλ και ο Πάμπλο δεν γνώριζαν λιγότερο από μένα τα μαρξιστικά κείμενα. Το να είσαι απομονωμένος Παλαιστίνιος στη Βρετανία αποτελούσε, βλέποντάς το εκ των υστέρων, πολιτικό πλεονέκτημα.

Ερχόμενος στη Μεγάλη Βρετανία το 1946 και βλέποντας τις συνθήκες εδώ από την πλευρά μιας αποικιακής χώρας, με εντυπωσίασε το γεγονός ότι: «… το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων ήταν υψηλό. Όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά το σπίτι ενός εργάτη – απλά ένα συνηθισμένο σπίτι – ρώτησα πού δουλεύει και μου είπε ότι ήταν μηχανικός. Τα αγγλικά μου δεν ήταν πολύ καλά, έτσι σκέφτηκα ότι εννοούσε μηχανικός με πτυχίο. Ήταν όμως ημικαταρτισμένος τεχνίτης εργάτης. Ήταν το απόλυτο σοκ. Τα παιδιά ζούσαν καλύτερα από ό, τι στη δεκαετία του ’30. Η μόνη περίπτωση που είδα παιδιά χωρίς παπούτσια ήταν στο Δουβλίνο. Τα παιδιά δεν υπέφεραν πλέον από ραχίτιδα. Αυτό με βοήθησε να συνειδητοποιήσω ότι η «τελική κρίση» δεν βρισκόταν ακριβώς προ των πυλών». [78]

Μερικοί άνθρωποι στο τροτσκιστικό κίνημα δυσκολεύονταν να αντιμετωπίσουν την αναντιστοιχία μεταξύ της μακράς άνθισης και των προβλέψεών τους. Ο Τζέρι Χίλι συνέχισε να ζει στον φανταστικό κόσμο της επικείμενης καπιταλιστικής καταστροφής. Ο Μαντέλ πάντα βρισκόταν πίσω από τα γεγονότα και διάφορα μπερδεμένα σχήματα για τον μηχανισμό λειτουργίας του καπιταλισμού. Αντί να ξεκαθαρίζει το τοπίο, έσπερνε σύγχυση. [79] Το πρώτο πολεμικό άρθρο που έγραψα πάνω στο θέμα αμφισβητούσε τον Μαντέλ και δημοσιεύτηκε το 1947. Επρόκειτο για μια κριτική της προσπάθειάς του να αρνηθεί την ύπαρξη οικονομικής ανάκαμψης μετά τον πόλεμο, αλλά ακόμα δεν υπερέβαινε την απόρριψη μιας μηχανιστικής αντίληψης για τη μαρξιστική οικονομολογία. [80]

Μια επαρκής κατανόηση του όλου ζητήματος δεν έπρεπε να αντιμετωπίσει μόνο τα προβλήματα που προέκυπταν από την αποτυχημένη πρόβλεψη του Τρότσκι. Είχε επίσης να αντιμετωπίσει τους προφήτες της αιώνιας καπιταλιστικής ανάπτυξης, που επιχειρηματολογούσαν ότι το σύστημα θα ευημερήσει όσο ακολουθούνταν οι κεϋνσιανές οικονομικές πολιτικές.

Η πλήρης απασχόληση βέβαια ήταν γεγονός μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά το να υποθέσουμε ότι αποτελούσε προϊόν των κεϋνσιανών πολιτικών είναι σαν να πιστεύουμε ότι ο κόκορας προκαλεί την ανατολή του ηλίου. Από το 1928 και μετά ο Τζον Μέιναρντ Κέινς υποστήριζε ότι η κύρια ευθύνη της κυβέρνησης είναι να χρησιμοποιεί τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική για να διασφαλίζει ότι υπάρχει επαρκής πραγματική ζήτηση στην οικονομία για να διατηρείται η πλήρης απασχόληση. Το 1936 ο Κέινς ανέπτυξε περαιτέρω τις ιδέες του στο βιβλίο του «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, των Τόκων και του Χρήματος». Αλλά σε καμία περίπτωση οι συμβουλές του δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη από τις κυβερνήσεις της εποχής. Ούτε οι Συντηρητικοί, ούτε οι Εργατικοί ούτε οι κυβερνήσεις εθνικής ενότητας ούτε οι κυβερνήσεις δέχονταν την επιχειρηματολογία του Κέινς.

Τα πράγματα άλλαξαν με το ξέσπασμα του πολέμου. Οι καπιταλιστές, που ήταν πολύ απρόθυμοι  στο να δαπανήσουν χρήματα για δημόσια έργα σε περίοδο ειρήνης, όπως πρότεινε ο Κέινς, εμφανίζονταν τώρα πολύ γενναιόδωροι για να πετάνε με τη σέσουλα χρήματα για εξοπλισμούς. Έτσι, για παράδειγμα, οι καπιταλιστές των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι ήταν πολύ θυμωμένοι με τον Ρούσβελτ επειδή δημιουργήθηκε ετήσιο έλλειμμα ύψους πάνω από  2 δισεκατομμύρια δολάρια και μέχρι πάνω από 4 δισεκατομμύρια δολάρια (1934, 3,6 δισεκατομμύρια, 1935, 3 δις δολάρια, 1936, 4,3 δις, 1937, 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια) δεν πτοήθηκαν από το έλλειμμα 59 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 1941-42. Είναι απίθανο ο Χίτλερ να είχε διαβάσει τη Γενική Θεωρία του Κέινς, αλλά κατάφερε να πετύχει πλήρη απασχόληση επιστρατεύοντας εκατομμύρια ανθρώπους στον στρατό και την πολεμική βιομηχανία. Ήταν η κούρσα των εξοπλισμών, όχι ένας οικονομολόγος του Κέιμπριτζ, που έκανε τη διαφορά.

Ωστόσο, όταν για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες επιτεύχθηκε τελικά η πλήρης απασχόληση, η ιδέα ότι θα μπορούσε να διατηρηθεί με την κρατική διαχείριση της ζήτησης έγινε πολύ διαδεδομένη. Για τους κορυφαίους πολιτικούς όλων των κομμάτων στη μεταπολεμική περίοδο, το δόγμα που πρότεινε ο Κέινς φαινόταν πλήρως δικαιωμένο.

Ακόμη και αρκετοί πρώην μαρξιστές δήλωναν οπαδοί του Κέινς. Μεταξύ αυτών ήταν ο ο Τζον Στρέιτσι. Το 1932-35 ο Στρέιτσι έγραψε τρία βιβλία: «Η ερχόμενη μάχη για την εξουσία», «Η απειλή του φασισμού» και «Η φύση της καπιταλιστικής κρίσης», όπου ισχυριζόταν ότι είναι ορθόδοξος μαρξιστής (αν και στην πραγματικότητα επηρεαζόταν πολύ από τον σταλινισμό). Το 1940 ο Στρέιτσι δημοσίευσε ένα νέο βιβλίο, « Ένα Πρόγραμμα για την επιτυχία». Αυτό υποστήριζε ότι, ενώ μακροπρόθεσμα ο σοσιαλισμός ήταν η μόνη λύση σε περίπτωση κατάρρευσης του καπιταλισμού, βραχυπρόθεσμα αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα προσωρινό πρόγραμμα μεταρρύθμισης του καπιταλισμού παρόμοιο με εκείνο του Νιου Ντιλ του Ρούσβελτ. Το πρόγραμμά του περιελάμβανε έξι βασικά σημεία: επέκταση των δημόσιων επιχειρήσεων,  χαμηλά επιτόκια δανειακού κεφαλαίου, αναπτυγμένες κοινωνικές υπηρεσίες, νομισματικές διευκολύνσεις σε ιδιώτες και αναδιανεμητική φορολογία. Προϋπέθετε επίσης κρατικό τραπεζικό σύστημα και αυστηρό δημόσιο έλεγχο του ισοζυγίου πληρωμών. [81] Το πρόγραμμα αυτό ήταν τόσο μινιμαλιστικό ώστε ο δεξιός  Άντονι Κρόσλαντ είπε: «Ήταν ασύγκριτα πιο μετριοπαθές από το πρόγραμμα που υιοθέτησε το Εργατικό Κόμμα (στη Βρετανία, στΜ) το 1937». [82] Ο Τζον Στρέιτσι συνέχισε να αποτίει φόρο τιμής σε μερικές από τις αναλύσεις του Μαρξ και να περιγράφει την κοινωνία ως «καπιταλιστική». Τώρα όμως κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η ανεργία και οι κρίσεις ανήκαν πλέον στο παρελθόν. Η πλατιά δημοκρατία και οι τεχνικές κυβερνητικής οικονομικής παρέμβασης που ανακάλυψε ο Κέινς, ισχυριζόταν ο Στρέιτσι, σήμαιναν ότι ο καπιταλισμός πλέον ήταν προγραμματισμένος.

Ο Κρόσλαντ επίσης γινόταν λυρικός για το κεφάλαιο που μεταρρυθμιζόταν με τις κεϋνσιανές μεθόδους. Το βιβλίο του «Το μέλλον του σοσιαλισμού», που δημοσιεύτηκε το 1956, υποστήριζε ότι η αναρχία του καπιταλισμού καταργήθηκε και το ίδιο είχε συμβεί  και με τις ταξικές συγκρούσεις. Το σύστημα γινόταν όλο και πιο ορθολογικό και δημοκρατικό. Ο ίδιος ο καπιταλισμός θα διαλυόταν ειρηνικά. Όλη η συζήτηση για την παραγωγή που είναι προσανατολισμένη στην πραγματοποίηση κερδών αντί της ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών αποτελούσε, σύμφωνα με τον Κρόσλαντ, τεράστια ανοησία. “Η ιδιωτική βιομηχανία επιτέλους εξανθρωπίζεται.” [83] Μια «ειρηνική επανάσταση» είχε αρχίσει, στην οποία η ταξική σύγκρουση θα ήταν αδιανόητη: «Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί σήμερα μια συνειδητή επιθετική συμμαχία μεταξύ κυβέρνησης και εργοδοτών εναντίον των συνδικάτων», έγραφε ο Crosland. [84] «Ζούμε, στη Βρετανία, στο κατώφλι της μαζικής αφθονίας» [85]. Τώρα που ο κεϋνσιανισμός εγγυόταν την ανεμπόδιστη ανάπτυξη, έλεγε ο Κρόσλαντ, το κράτος θα μπορούσε να προσβλέπει σε υψηλά φορολογικά έσοδα που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και σχέδια κοινωνικής πρόνοιας. Οι σοσιαλιστές έπρεπε πλέον να μην ασχολούνται με οικονομικά ζητήματα. Και να ασχοληθούν με τι; «… θα στρέψουμε την προσοχή μας όλο και περισσότερο σε άλλους και, μακροπρόθεσμα, πιο σημαντικούς τομείς – της προσωπικής ελευθερίας, της ευτυχίας και της πολιτιστικής προσπάθειας, της καλλιέργειας του ελεύθερου χρόνου, της ομορφιάς, της χάρης, της ευθυμίας, του ενθουσιασμού … περισσότερες υπαίθριες καφετέριες, φωτεινότεροι και πιο χαρούμενοι δρόμοι τη νύχτα, μεγαλύτερο ωράριο εξυπηρέτησης στα δημόσια κτίρια, περισσότερα τοπικά θέατρα, καλύτεροι και πιο φιλόξενοι ξενοδόχοι … περισσότερα τοιχογραφίες και εικόνες σε δημόσιους χώρους, καλύτερος σχεδιασμός επίπλων, κεραμικών και γυναικείων ρούχων, αγάλματα μεταξύ των νέων οικοδομών, καλύτερα σχεδιασμένες λάμπες και τηλεφωνικοί θάλαμοι στον δρόμο και ούτω καθεξής.» [86]

Ενώ οι Μαντέλ και Χίλι διαψεύστηκαν μέσα από τις άμεσες συνέπειες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής έκρηξης, οι κεϋνσιανοί και άλλοι απολογητές του καπιταλισμού έχασαν τον μπούσουλα αργότερα, μέσα  από τις ολοένα βαθύτερες και ανεξέλεγκτες κρίσεις που σάρωσαν τον δυτικό καπιταλισμό από τη δεκαετία του ’70.

Η θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων απέφευγε τις παγίδες και των δύο θέσεων. Ξεκίνησε από την ανάπτυξη της θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού. Η κατανόηση της Ρωσίας έγινε το κλειδί για την κατανόηση της μεταπολεμικής έκρηξης στον δυτικό καπιταλισμό. Γιατί συνέβη αυτό; Η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού χαρακτήριζε τον στρατιωτικό ανταγωνισμό μεταξύ της Ρωσίας και των δυτικών καπιταλιστικών χωρών ως τον κύριο μηχανισμό που επιβάλλει τη δυναμική της συσσώρευσης κεφαλαίου στη Ρωσία. Η παραγωγή εξοπλισμών στη Ρωσία εξηγεί επίσης γιατί αυτή δεν επηρεάστηκε από τον κύκλο ανάπτυξης-ύφεσης. Το αντίστροφο ήταν επίσης αλήθεια – από την άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος οι στρατιωτικές δαπάνες παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο ακόμα και όταν  τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Το κείμενο του 1948 «Η ταξική φύση της σταλινικής Ρωσίας» έχει ένα κεφάλαιο με τίτλο «Παραγωγή και κατανάλωση μέσων καταστροφής». Η παραγωγή όπλων διαθέτει ιδιόμορφες ιδιότητες. Δεν παρέχει νέα μέσα παραγωγής (Τμήμα Ι, να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Μαρξ στο κεφάλαιο) ούτε συμβάλλει στην κατανάλωση της εργατικής τάξης (Τμήμα ΙΙα). Συνεπώς, η παραγωγή της πολεμικής βιομηχανίας  δεν ανατροφοδοτεί την περαιτέρω παραγωγή. Είναι μια μορφή μη παραγωγικής κατανάλωσης, ανάλογη με την κατανάλωση ειδών πολυτελείας από τους ίδιους τους καπιταλιστές (Τμήμα ΙΙβ ή ΙΙΙ). [87]

Η παραγωγή εξοπλισμών είναι “η συλλογική κατανάλωση της καπιταλιστικής τάξης” η οποία διασφαλίζει ότι η τάξη αυτή μέσω της στρατιωτικής επέκτασης θα “αποκτήσει νέο κεφάλαιο, νέες δυνατότητες συσσώρευσης”. Η ικανότητα απόκτησης νέων δυνατοτήτων συσσώρευσης καθιστά την «παραγωγή και κατανάλωση μέσων καταστροφής» διαφορετική από την υπόλοιπη κατανάλωση της καπιταλιστικής τάξης.

Η «ταξική φύση της σταλινικής Ρωσίας» επεσήμαινε ότι οι σταθεροποιητικές ιδιότητες της παραγωγής όπλων εξηγούσαν γιατί ο ρωσικός κρατικός καπιταλισμός δεν βίωσε τον κλασικό κύκλο της εκρηκτικής ανάπτυξης και ύφεσης που χαρακτηρίζει τις οικονομίες της αγοράς. [88] Η παραπάνω ανάλυση αποτέλεσε τη γέφυρα για τη θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων, η οποία υπογραμμίζει το ρόλο των στρατιωτικών δαπανών στην επέκταση της οικονομίας των καπιταλιστικών χωρών της αγοράς.

Τον Μάιο του 1957, η επιχειρηματολογία έγινε πιο συγκεκριμένη με το άρθρο με τίτλο «Προοπτικές για τη Διαρκή Οικονομία του Πολέμου», το οποίο ξεκινούσε από την επίδραση των στρατιωτικών δαπανών στη δυναμική της σταλινικής Ρωσίας κι έφτανε στην επίδρασή τους στον καπιταλισμό της Δύσης και της Ιαπωνίας. [89] Ο αντίκτυπος των στρατιωτικών δαπανών δεν θεωρούνταν τυχαίος. Το οικονομικό επίπεδο της κοινωνίας, το επίπεδο στο οποίο έχουν φτάσει οι παραγωγικές δυνάμεις, είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για την οργάνωση των στρατών της. Όπως δήλωσε ο Μαρξ, «η θεωρία μας ότι η οργάνωση της εργασίας εξαρτάται από τα μέσα παραγωγής, φαίνεται, δεν επιβεβαιώνεται πουθενά τόσο λαμπρά όσο και στην «βιομηχανία ανθρώπινου σφαγείου». »

Στην πρώιμη περίοδο του καπιταλισμού, η καθυστέρηση της οικονομίας κατέστησε αδύνατο να τροφοδοτεί και να οπλίζει μεγάλα στρατεύματα. Σε σύγκριση με τους μαζικούς στρατούς που κινητοποιήθηκαν κατά τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι στρατοί του πρώιμου ανερχόμενου καπιταλισμού ήταν πολύ μικροί. Ακόμη και κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, η Γαλλία, κυβερνήτης πρακτικά ολόκληρης της Ευρώπης, δεν είχε ποτέ περισσότερο από μισό εκατομμύριο στρατιωτών. Οι βρετανικές ένοπλες δυνάμεις τότε ήταν μικρότερες από το ένα δέκατο της Γαλλίας. Ο Μέγας Φρειδερίκος δήλωσε για τους πολέμους του 18ου αιώνα, «Ο ειρηνικός πολίτης δεν θα πρέπει καν να συνειδητοποιεί ότι η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο». [90] Ακόμα και κατά τη διάρκεια των πολέμων του 19ου αιώνα, των Ναπολεόντειων Πολέμων, των Πολέμων του Οπίου, του Πολέμου της Κριμαίας κ.λπ., η ζωή των εμπόλεμων εθνών δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου.

 

1914: το σημείο Καμπής

Όλα αυτά άλλαξαν με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε η Γαλλία, της οποίας ο πληθυσμός ήταν μόνο περίπου δέκα εκατομμύρια περισσότεροι απ’ ό,τι την εποχή του Ναπολέοντα (40 εκατομμύρια έναντι 30), κινητοποίησε πέντε εκατομμύρια στρατιώτες. Οι άλλες εμπόλεμες χώρες παρουσίασαν παρόμοια αύξηση. Μαζί με την τεράστια αύξηση του μεγέθους των στρατών προέκυψε επίσης και μια τεράστια αύξηση στις δαπάνες για  στρατιωτική τεχνολογία. Αυτά από κοινού άλλαξαν τον ρόλο του στρατιωτικού τομέα στο σύνολο της εθνικής οικονομίας.

Με την επιστράτευση σημαντικής μερίδας του πληθυσμού και μεγάλου ποσοστού της οικονομίας να διοχετεύεται στην υπηρεσία του πολέμου, όχι μόνο οι στρατιώτες που ενεπλάκησαν στις μάχες, αλλά και εκατομμύρια βιομηχανικοί εργάτες, εργαζόμενοι στον αγροτικό τομέα και αγρότες κλπ. – στην πραγματικότητα, όλος ο ενήλικος πληθυσμός – βίωσαν τον αντίκτυπο του πολέμου.

Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ήταν σε κάποιο βαθμό προετοιμασμένες για μάχες, η οικονομία ήταν κάθε άλλο παρά προσανατολισμένη στην παραγωγή εξοπλισμών. Μόνο μετά την έναρξη των διαφόρων πολεμικών μαχών η κυρίαρχη τάξη πήρε αποφάσεις για να αντιμετωπίσει την κατάσταση με την οποία ερχόταν πλέον αντιμέτωπη – ή όπλα ή βούτυρο.

Έως το 1914, λοιπόν, ήταν δυνατό να αναλύεται η εξέλιξη του καπιταλισμού χωρίς να δίνεται ιδιαίτερο βάρος στους πολέμους ή στις πολεμικές προετοιμασίες, καθώς έπαιζαν μικρό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη. Αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο στρατιωτικός τομέας της οικονομίας υποχώρησε και πάλι: οι μεγάλοι στρατοί συρρικνώθηκαν σε μεγάλο βαθμό και η παραγωγή εξοπλισμών μειώθηκε δραστικά.

Εντούτοις, μετά την μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του ’30 και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά στην ιστορία ένας ισχυρός στρατιωτικός τομέας σε περίοδο ειρήνης. Μεταξύ 1939 και 1944 η παραγωγή πυρομαχικών πενταπλασιάστηκε στη Γερμανία, στην Ιαπωνία δεκαπλασιάστηκε, στη Βρετανία 25πλασιάστηκε και στις Ηνωμένες Πολιτείες 50πλασιάστηκε. [91]

Η οικονομία του πολέμου
  Γερμανία
(δισεκατομμύρια μάρκα)
Βρετανία (εκατομμύρια λίρες) ΗΠΑ
εκατομμύρια δολάρια)
1939 1943 1938 1943 1939-1940 1944-1945
GE** 60.0* 100.0* 1.0 5.8 16.0   95.3
NI 88.0* 125.0* 5.2 9.5 88.6* 186.6*
GE/NI 68% 80% 19.2% 61.1% 18% 51%
GE = κυβερνητικά έξοδα, NI = εθνικό εισόδημα
* οι υπολογισμοί στο περίπου
         ** που αφορούσαν κυρίως στρατιωτικές δαπάνες

Ενώ μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε μια περίοδος περίπου μιάμισης δεκαετίας στην οποία καμία αναπτυγμένη χώρα δεν είχε σχετικά μεγάλο πολεμικό τομέα, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν υπήρχε τέτοιο «διάλειμμα». Σύντομα μετά το τέλος του, η κούρσα εξοπλισμών ενεργοποιήθηκε για άλλη μια φορά.

Εξοπλισμοί, οικονομική έκρηξη και πτώση

Στο παρελθόν, για περισσότερο από έναν αιώνα, ο καπιταλισμός διένυε έναν ρυθμικό κύκλο ευημερίας και ύφεσης. Οι κρίσεις έκαναν την εμφάνισή τους τακτικά κάθε (πάνω-κάτω) δέκα χρόνια. Αλλά με την έλευση μιας διαρκούς οικονομίας του πολέμου ο κύκλος αυτός κατά κάποιον τρόπο είχε σπάσει. Για να κατανοήσουμε πώς συνέβη αυτό, πώς ένας στρατιωτικός κλάδος ίσος με το 10% ή λιγότερο της εθνικής οικονομίας θα μπορούσε να αποτρέψει μια γενικευμένη κρίση, θα πρέπει πρώτα να συνοψίσουμε σύντομα τις αιτίες της κρίσης στον «κλασικό» καπιταλισμό.

Η βασική αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων υπερπαραγωγής είναι η σχετικά χαμηλή αγοραστική δύναμη των μαζών σε σύγκριση με την παραγωγικότητα της βιομηχανίας. Όπως είπε ο Μαρξ:

«Η αιτία σε τελική ανάλυση για όλες τις πραγματικές κρίσεις παραμένει πάντοτε η φτώχεια και η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών που έρχονται σε αντίθεση με την τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις σαν η απόλυτη καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας να αποτελεί το μόνο όριό της.» [92]

Σε τελική ανάλυση, η αιτία της καπιταλιστικής κρίσης είναι το ότι όλο και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος της κοινωνίας πέφτει στα χέρια της καπιταλιστικής τάξης και όλο και μεγαλύτερο μέρος αυτής δεν κατευθύνεται προς την αγορά μέσων κατανάλωσης, αλλά αντίθετα προς την αγορά μέσων παραγωγής – δηλαδή, κατευθύνεται προς τη συσσώρευση κεφαλαίου. Η σχετική αύξηση του ποσοστού του εθνικού εισοδήματος που προορίζεται για συσσώρευση σε σχέση με το ποσοστό που προορίζεται για κατανάλωση οδηγεί υποχρεωτικά σε υπερπαραγωγή, μια κατάσταση όπου η αυξανόμενη ποσότητα των αγαθών που παράγονται δεν μπορεί να πωληθεί επειδή οι καταναλωτές δεν έχουν τη δυνατότητα να τα αγοράσουν.

Εδώ έχουμε μια συσσωρευτική διαδικασία. Καθώς η αύξηση της συσσώρευσης συνοδεύεται από εξορθολογισμό και τεχνολογικές καινοτομίες, καταλήγει σε αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης. Όσο μεγαλύτερος είναι ο ρυθμός εκμετάλλευσης, τόσο μεγαλύτερο είναι το ταμείο από το οποίο αντλείται η συσσώρευση σε σύγκριση με τους εργατικούς μισθούς και το εισόδημα του καπιταλιστή. Η συσσώρευση γεννά τη συσσώρευση.

Οι συνέπειες της οικονομίας των όπλων

Οι γιγάντιες στρατιωτικές δαπάνες μετά τον πόλεμο επέδρασαν στις κρισιακές τάσεις του συστήματος. Τώρα η οικονομία των εξοπλισμών έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στο επίπεδο της λαϊκής αγοραστικής δύναμης, στο επίπεδο της συσσώρευσης πραγματικού κεφαλαίου και στην ποσότητα των αγαθών που αναζητούσαν αγορές.

Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν 1 εκατομμύριο άνθρωποι που αναζητούν εργασία σε μια συγκεκριμένη χώρα και, επιπλέον, ότι το 10% αυτών απασχολούνται από την κυβέρνηση για την παραγωγή όπλων – περίπου 100.000 άτομα. Η αγοραστική τους δύναμη θα επιφέρει την απασχόληση περισσότερων ανθρώπων σε άλλους τομείς. Η αριθμητική σχέση μεταξύ του μεγέθους της πρώτης και της δεύτερης ομάδας ονομάστηκε “πολλαπλασιαστής” από τον Κέινς. Για λόγους ευκολίας μπορούμε να δανειστούμε αυτόν τον όρο. Αν ο πολλαπλασιαστής είναι «επί δύο», η απασχόληση 100,000 εργαζομένων από το κράτος θα αυξήσει τη γενική απασχόληση κατά 200.000. Εάν ο πολλαπλασιαστής είναι «επί τρία», η αύξηση θα είναι 300.000 κ.ο.κ. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το συσσωρευτικό αποτέλεσμα ενός  στρατιωτικού προϋπολογισμού ίσου με το 10% του εθνικού εισοδήματος μπορεί να παίξει αρκετά δυσανάλογο προς το μέγεθός του ρόλο στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μαζών.

Από την άλλη πλευρά, όταν το 10% του εθνικού εισοδήματος πηγαίνει σε όπλα, τα κεφάλαια που αναζητούν επενδύσεις στην παραγωγή σε καιρό ειρήνης μειώνονται δραστικά: στο παράδειγμα μας, από το 20% του εθνικού εισοδήματος στο 10%. Η αυξανόμενη αγοραστική δύναμη του λαού, μαζί με τη νέα κρατική ζήτηση για όπλα, στρατιωτικό ρουχισμό, στρατώνες κ.λπ., δίνουν μεγαλύτερα περιθώρια για πώληση και οδηγούν στο ξεπέρασμα της κρίσης υπερπαραγωγής.

Επιπροσθέτως, μια οικονομία πολέμου έχει φυσικά μεγάλη επίδραση στο ρυθμό αύξησης της προσφοράς μη στρατιωτικών αγαθών που αναζητούν πολίτες-αγοραστές. Η πλήρης απασχόληση όχι μόνο αυξάνει τον συνολικό αριθμό των ατόμων που έχουν έναν μισθό, αλλά και προκαλεί ασφυξία στην αγορά εργασίας, κάτι που επιτρέπει στους εργαζόμενους να κερδίζουν υψηλότερους μισθούς. Παραδόξως, αυτό δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με τη δυνατότητα αύξησης των κερδών: το κεφάλαιο λειτουργεί πληρέστερα από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, υπάρχει πολύ λιγότερη παραπανίσια παραγωγική ικανότητα ή κεφάλαιο που λειτουργεί με ζημία. Το κέρδος του είναι μεγαλύτερο. Έτσι, για παράδειγμα, τα έτη 1937-42 οι συνολικοί μισθοί στη βιομηχανία των Ηνωμένων Πολιτειών αυξήθηκαν κατά 70 τοις εκατό, τα κέρδη κατά 400 τοις εκατό!

Με τις εκπληκτικές παραγωγικές δυνάμεις που έχει διαθέσιμες η κοινωνία, η αύξηση του φορτίου των εξοπλισμών δεν οδηγούσε απαραιτήτως σε περικοπές της κατανάλωσης των πολιτών, αλλά το αντίθετο. Αυτό φάνηκε πιο καθαρά στην πλουσιότερη καπιταλιστική χώρα του κόσμου, τις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Παρόλο που το 1943 οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν το τεράστιο ποσό των 83,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τον πόλεμο, η κατανάλωση των πολιτών δεν έπεσε αλλά ήταν στην πραγματικότητα υψηλότερη από ό, τι πριν από τον πόλεμο, αυξανόμενη από 61,7 δισεκατομμύρια δολάρια το 1939 σε 70,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 1943 (με βάση τις τιμές του 1939),  μια αύξηση 14,7%.

Η θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων εξηγούσε γιατί η πρόβλεψη του Τρότσκι δεν είχε επαληθευτεί. Αλλά έκανε και κάτι ακόμα. Αποδείκνυε ότι μακροπρόθεσμα η οικονομική ευημερία που θα ανέβαινε πάνω από την κορυφή του κώνου μιας πυρηνικής βόμβας δεν θα μπορούσε να είναι σταθερή και ασφαλής. Ακόμη και όταν ο παγκόσμιος καπιταλισμός ευημερούσε, ως αποτέλεσμα των στρατιωτικών δαπανών, δεν σήκωναν όλες οι χώρες το ίδιο βάρος των υψηλών στρατιωτικών δαπανών. Αυτά που δαπανούσαν ελάχιστα επωφελήθηκαν αντιστρόφως ανάλογα από τις στρατιωτικές δαπάνες. Το κείμενο του 1948 για τη Ρωσία υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός γενικά αντιμετώπιζε μόνο μια προσωρινή σταθεροποίηση. Έλεγε:

«… τα κράτη μπορεί να φτάσουν να ανταγωνίζονται τόσο έντονα στην παγκόσμια αγορά, που το καθένα, προκειμένου να τοου γεγονότος ότι η Βρετανία πιέζεται να μειώσει τον “αμυντικό προϋπολογισμό” της λόγω του ανταγωνισμού με τη Γερμανία και την επιδείνωση του  ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών της. Μέχρι στιγμής, καμία χώρα δεν μπόρεσε να φτάσει στο επίπεδο των ΗΠΑ, να τις αναγκάσει να εγκαταλείψουν την κούρσα εξοπλισμών και να αρχίσουν να μπαίνουν στον ανταγωνισμό του  “ποιος περικόπτει τον στρατιωτικό προϋπολογισμό του πιο γρήγορα”. Μπορεί να αντέξει τον μεγαλύτερο στρατιωτικό προϋπολογισμό στον κόσμο και τις μεγαλύτερες χωρίς όρια επενδύσεις στη βιομηχανία.» [93]

Η ανισομέρεια στα βάρη της κούρσας των εξοπλισμών θα οδηγούσε σε αποσταθεροποίηση, αν και το κείμενο προέβλεπε, εσφαλμένα όπως αποδείχθηκε, ότι η Ρωσία θα μπορούσε να είναι ο νικητής:

«… με τα τεράστια βήματα της ρωσικής βιομηχανίας, είναι πιθανό ότι σε άλλα δέκα ή είκοσι χρόνια, μπορεί, ακόμη και αν δεν φθάσει σε απόλυτους αριθμούς στο επίπεδο της βιομηχανίας των Ηνωμένων Πολιτειών, να αμφισβητήσει  τουλάχιστον την κυριαρχία των ΗΠΑ στην παγκόσμια αγορά σε ορισμένους κλάδους – σε εκείνους της βαριάς βιομηχανίας. Στη συνέχεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν … να μειώσουν τον «αμυντικό» προϋπολογισμό τους προκειμένου να ξεπεράσουν την ήττα στην παγκόσμια αγορά». [94]

Ωστόσο, η βασική επιχειρηματολογία ήταν σωστή:  «Η οικονομία του πολέμου μπορεί να χρησιμεύει όλο και λιγότερο ως θεραπεία για υπερπαραγωγή, ως σταθεροποιητής της καπιταλιστικής ευημερίας. Όταν η οικονομία του πολέμου αρχίσει να γίνεται αναλώσιμη, είναι βέβαιο ότι θα ακουστεί η καμπάνα από την κηδεία της καπιταλιστικής έκρηξης.» [95]

Στην πραγματικότητα δεν ήταν η Ρωσία που ανάγκασε τις Ηνωμένες Πολιτείες να μειώσουν τον στρατιωτικό τους προϋπολογισμό, αλλά πρωτίστως η Δυτική Γερμανία και η Ιαπωνία, οι δύο χώρες που τους είχε απαγορευτεί να διατηρούν μεγάλους στρατούς επειδή έχασαν τον πόλεμο. Παρόλα αυτά, «Η ταξική Φύση της σταλινικής Ρωσίας» προέβλεψε σωστά ότι η προσωρινή σταθεροποίηση του καπιταλισμού της αγοράς μέσω των στρατιωτικών δαπανών θα ήταν προσωρινή. Πράγματι, η απόσπαση υπεραξίας από τις παραγωγικές επενδύσεις έτεινε να αποτρέψει τις κρίσεις με τίμημα όμως μια μακροπρόθεσμη τάση προς τη στασιμότητα. Οι οικονομίες που είχαν σχετικά υψηλό επίπεδο στρατιωτικών δαπανών θα βρίσκονταν με ανταγωνιστικό μειονέκτημα και θα αναγκάζονταν, επομένως, να αυξήσουν το ποσοστό των επενδύσεων που προορίζονταν για τις μη στρατιωτικές βιομηχανίες. Αυτό επέτρεψε στις τάσεις προς έναν «κλασσικό» καπιταλιστικό κύκλο να επανεκδηλωθούν. [96]

Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, αφενός, και της Ιαπωνίας και της Δυτικής Γερμανίας, αφετέρου, οξυνόμενος από την άνιση κατανομή των στρατιωτικών βαρών, οδήγησε όντως σε αποσταθεροποίηση της οικονομίας και στην επιστροφή των παγκόσμιων υφέσεων. Η πρόβλεψη ότι η παγκόσμια οικονομία θα επιβραδυνόταν μετά από αρκετά χρόνια έχει γίνει πραγματικότητα: η παγκόσμια παραγωγή που αυξανόταν ετησίως κατά 5,4% μεταξύ 1950-63 και κατά 6% μεταξύ 1963-73, έπεσε στο 2,6% μεταξύ 1973-90, και στο 1,4% μεταξύ 1990-96. [97]

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του εθνικού οικονομικού εισοδήματός τους σε εξοπλισμούς από την Ιαπωνία ή τη Δυτική Γερμανία. Η Ιαπωνία δεν δαπάνησε ποτέ πάνω από το 1% του εθνικού της εισοδήματος για την άμυνα. Ως αποτέλεσμα, η Ιαπωνία κατόρθωσε να συγκεντρώσει περισσότερα κεφάλαια και να εφεύρει περισσότερο στη βιομηχανία αναβαθμίζοντας τα εργοστάσιά της. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία προχώρησε μπροστά σε άλματα. Η ιαπωνική ναυπηγική βιομηχανία αντικατέστησε τη βρετανική βιομηχανία στην πρώτη θέση παγκοσμίως, ενώ στην ηλεκτρονική βιομηχανία η Ιαπωνία ξεπέρασε τη Γερμανία που κατείχε μέχρι τότε την πρώτη θέση κ.λπ.

Ο πόλεμος του Βιετνάμ επιδείνωσε την καθυστέρηση της βιομηχανίας των Ηνωμένων Πολιτειών σε σχέση με εκείνη της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το 1973 η αδυναμία του δολαρίου εκδηλώθηκε με μια έκρηξη της τιμής του πετρελαίου – που εκφραζόταν σε δολάρια. Η μεγάλη έκρηξη της καπιταλιστικής οικονομίας είχε φτάσει στο τέλος.

Η θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων θεωρούσε δεδομένο ότι ο παραλογισμός του καπιταλισμού δεν γινόταν μικρότερος με τη γήρανση του συστήματος. Ο καπιταλισμός, ο οποίος σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μαρξ καλυπτόταν σε όλη του την ιστορία με  αίμα και λάσπη, δεν έγινε ξαφνικά καλοκάγαθος στα γεράματα. Στην πραγματικότητα, η διαρκής  οικονομία των όπλων ήταν η πιο ακραία έκφραση της κτηνωδίας και βαρβαρότητας του συστήματος. [98]

https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch03.htm

Μετάφραση: Αλέξης Λιοσάτος.