1

Το δικαίωμα των γυναικών σε άμυνα όταν δέχονται σεξιστική επίθεση

Της Κικής Σταματόγιαννη

Η Π., η Κ., η Ν., η Τ., η J. και τόσες άλλες που ούτε τα αρχικά του ονόµατός τους δεν µάθαµε. Και ούτε θα µάθουµε ποτέ. Γυναίκες που υπέστησαν κακοποιητική συµπεριφορά. Μία ή περισσότερες φορές. Και που σε αντίθεση µε χιλιάδες άλλες, αντέδρασαν, υπερασπιζόµενες το σώµα και τη ζωή τους. Και από θύµατα βρέθηκαν κατηγορούµενες.

Τα στοιχεία βίας και κακοποίησης σε βάρος γυναικών -σε τοπική και παγκόσµια κλίµακα- είναι συντριπτικά. Σύµφωνα µε την τελευταία καταγραφή (2018), σε παγκόσµιο επίπεδο, µία στις τρεις γυναίκες κάποια στιγµή στη ζωή της θα αντιµετωπίσει σωµατική ή/και σεξουαλική βία από το σύντροφό της. Μία στις πέντε θα πέσει θύµα βιασµού ή απόπειρας βιασµού. Μέσα σε ένα χρόνο, πάνω από 16.700.000 γυναίκες υπέστησαν σωµατική βία ή σεξουαλική κακοποίηση µόνο µέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε ετήσια βάση 500.000 µε 2 εκατοµµύρια γυναίκες (πολλές απ’ αυτές παιδιά), διακινούνται παράνοµα µε σκοπό τη σεξουαλική εκµετάλλευση και την εξαναγκαστική εργασία. Η κύρια αιτία θανάτου στις γυναίκες (18-44) είναι η δολοφονία από το σύντροφο ή τον πρώην σύντροφό τους – ο θάνατος από ασθένειες, όπως ο καρκίνος, ή από αυτοκινητικό δυστύχηµα έπονται µε µεγάλη διαφορά! Κάθε 3 µέρες µία γυναίκα χάνει τη ζωή της κακοποιηµένη. Στην Ελλάδα το ποσοστό των γυναικών που κακοποιούνται συστηµατικά µέσα στην οικογένεια έχει ξεπεράσει το 73% (εκτιµάται ότι τείνει να προσεγγίσει το 80%), καθώς πολλά περιστατικά δεν αναφέρονται ποτέ και δεν περιλαµβάνονται στις στατιστικές.

Ωστόσο, σε οποιοδήποτε περιστατικό κακοποιητικής συµπεριφοράς, οι γυναίκες θα βρεθούν µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο απολογούµενες. Είτε γιατί οι ίδιες «προκάλεσαν» την εις βάρος τους επίθεση. Είτε γιατί… δεν αντιστάθηκαν «αρκετά» και δεν µπόρεσαν να αποτρέψουν το βιασµό τους. Υπάρχει, όµως, ένα ακόµη ενδεχόµενο. Όταν στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να αµυνθούν, αφαιρούν τη ζωή του θύτη της σεξιστικής επίθεσης.

Μέχρι ποιο σηµείο, λοιπόν, µπορεί µια γυναίκα που δέχεται σεξιστική επίθεση να αµυνθεί χωρίς να υπερβεί τα όρια; Και ποια είναι αυτά τα όρια; Ποια είναι αυτή η περίφηµη «εξίσωση» βίας και «επιτρεπτής αντίδρασης» µιας γυναίκας -που κακοποιείται- σε αυτή;

 

Κάποιες εµβληµατικές περιπτώσεις

Η Τ., µετανάστρια από τη Ρωσία και µητέρα, συζεί µε τον Έλληνα σύντροφό της. Πολλά επεισόδια σοβαρής σωµατικής κακοποίησης. Ο σύντροφός της την εκµεταλλεύεται παράλληλα και οικονοµικά. Απειλεί να τη διώξει από το σπίτι, το οποίο ήταν δικό της και το συντηρούσε µόνη της. Σε µία ακόµα επίθεση, τον Αύγουστο του 2016, στην προσπάθεια να υπερασπιστεί τον εαυτό της, τον µαχαιρώνει. Μεταφέρεται τραυµατισµένος στο νοσοκοµείο, όπου και καταλήγει. Η Τ. κατηγορείται για ανθρωποκτονία σε ήρεµη ψυχική κατάσταση από πρόθεση και παράνοµη οπλοχρησία. Καταδικάζεται, καθώς το δικαστήριο αποφάνθηκε πως «δεν φτάνουν πέντε µήνες κακοποίησης για να θεωρείται αυτό µακρόχρονη ενδοοικογενειακή βία». Κατά τη διάρκεια της δίκης υπήρχαν ερωτήσεις από την πλευρά της έδρας, όπως: «Πώς γίνεται ένας άνθρωπος που έχει κατάθλιψη και τάσεις αυτοκτονίας να χτυπάει τη γυναίκα του;» ή «Πώς έχετε τέτοιο καηµό για τον γιο σας, από τη στιγµή που τον αφήσατε στη Ρωσία;», «και γιατί δεν φύγατε από το σπίτι ή γιατί δεν τον µαχαιρώσατε τις άλλες φορές, αφού σας χτύπαγε;»…

Η Ν., γεννηµένη στην Ελλάδα, µε καταγωγή από Κένυα και Νότια Αφρική, δέχεται βία από τον Έλληνα σύντροφό της από την αρχή κιόλας της σχέσης τους. Αρχικά λεκτική που δεν άργησε να µετατραπεί σε σωµατική. Κάποια στιγµή επιχειρεί να τη ρίξει από έναν γκρεµό µε το αυτοκίνητο. Του ζητεί να χωρίσουν. Τη χτυπά µε βιαιότητα σέρνοντάς την από τα µαλλιά µέσα στο σπίτι. Καθώς είναι στην κουζίνα, βλέπει µπροστά της ένα µαχαίρι. Στην προσπάθειά της να τον ακινητοποιήσει, τον τραυµατίζει. Όσο αυτός βρίσκεται στο νοσοκοµείο µάλιστα, φροντίζει να λάβει ασφαλιστικά µέτρα εναντίον της, χωρίς να  µπορεί η ίδια να πλησιάσει το σπίτι, έστω για να πάρει τα πράγµατά της. Η δίκη της στις 8/11/2017 στη Σύρο αποτελεί ορόσηµο για το φεµινιστικό κίνηµα, καθώς αναγνωρίζεται στη Ν. το δικαίωµα στην άµυνα προκειµένου να υπερασπιστεί τη σωµατική ακεραιότητα και τη ζωή της. Αθωώνεται.   

Η Π., 22 χρονών, µε νοητική στέρηση, φτωχή, και µε ιστορικό σοβαρής κακοποίησης από τον πατέρα της, εγκαταλείπει το σχολείο και το σπίτι της και τριγυρνά στους δρόµους µη αντέχοντας να βιώνει άλλο την ενδοοικογενειακή βία. Τον Ιούνιο του 2016 δέχεται σεξουαλική επίθεση τόσο αυτή όσο και µία φίλη της από έναν µεθυσµένο σωµατώδη 46χρονο άντρα. Οι απειλές, οι υβριστικοί χαρακτηρισµοί και η απαίτησή του για πληρωµένη σεξουαλική συνεύρεση µε τις κοπέλες µετατρέπονται σε επίθεση. Η Π. σε κατάσταση φόβου και πανικού και, καθώς βλέπει να ξετυλίγεται µπροστά της όλο το φιλµ της κακοποίησης που είχε βιώσει τα προηγούµενα χρόνια, νοµίζει ότι ο 46χρονος ετοιµάζεται να βγάλει όπλο. Βγάζει το µαχαίρι που κουβαλούσε πάντα µαζί της για αυτοπροστασία. Τον σκοτώνει. Καταδικάζεται πρωτόδικα σε 15 χρόνια και 4 µήνες για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεµη ψυχική κατάσταση και παράβαση της νοµοθεσίας περί όπλων, µε την εισαγγελέα να λέει στην κατάπτυστη αγόρευσή της: «η κατηγορουµένη λόγω του περιβάλλοντός της δεν µπορεί να αντιληφθεί την αξία της ανθρώπινης ζωής όπως εµείς που είµαστε άλλου µορφωτικού επιπέδου. ∆εν σέβεται τη ζωή µπροστά στο ένστικτο επιβίωσης. Το θύµα πρέπει να παραδοθεί λευκό χωρίς το στίγµα που του αποδίδει η κατηγορουµένη». Ταξικότατη µεροληψία της δικαιοσύνης µέσα σε πέντε µοναχά γραµµές.   

Κατάσταση άµυνας

Σύµφωνα µε τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα «Άµυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτεθέµενου στην οποία προβαίνει το άτοµο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους» (άρθρο 22 ΠΚ). Και αξιολογεί ο νοµοθέτης ως κάτι τόσο σοβαρό την άµυνα, ώστε φτάνει η τελευταία να αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης. Παρ’ όλα αυτά, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά φειδωλά στην αναγνώριση άµυνας όταν πρόκειται να κρίνουν περιπτώσεις έµφυλης βίας.

∆εν µπορείς να κρίνεις µε τα ίδια µέτρα όµως, όταν έχουν αλλάξει τα σταθµά. Όταν µια γυναίκα υφίσταται για χρόνια βία και κακοποίηση µέσα στο σπίτι, οι δικαστές δεν µπορούν να προσηλώνονται στο γράµµα του νόµου που απαιτεί η επίθεση σε βάρος της αµυνόµενης να είναι «παρούσα». Όταν µια γυναίκα αντιδράσει σε µια παραβιαστική συµπεριφορά, δεν µπορεί να βγαίνει η µεζούρα για να µετρηθεί εάν και κατά πόσο η αντίδραση της αµυνόµενης γυναίκας,  η «αναγκαία προσβολή», ξεπερνούσε το όριο της επίθεσης που δέχτηκε. Μια σεξιστική επίθεση δεν µπορείς ποτέ να ξέρεις µε ποιο τρόπο θα λήξει. ∆εν µπορείς να ξέρεις αν ο θύτης θα «περιοριστεί» σε ένα πείραγµα, σε ένα άγγιγµα, αν φέρει όπλο και αν θα το χρησιµοποιήσει. Σε µια κοινωνία όπου είναι κανονικοποιηµένη η παραβιαστική συµπεριφορά σε βάρος των γυναικών, η παρενόχληση  θεωρείται περίπου «φυσιολογική». Ή αναµενόµενη. Και αν µια γυναίκα αντιδράσει, θεωρείται στην καλύτερη περίπτωση «υπερβολική». Το ζήτηµα, όµως, είναι ακριβώς αυτό: να αντιστραφούν οι όροι. Να πάψει να θεωρείται κανονικότητα η παραβίαση του προσωπικού χώρου.

Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει η τάση να επικεντρώνουν όλοι -δικαιοσύνη, ΜΜΕ, κοινή γνώµη- στο αποτέλεσµα: στην πράξη βίας στην οποία κατέφυγε µια γυναίκα αµυνόµενη. Και αντιστρόφως, παραβλέπονται οι συνθήκες µέσα στις οποίες µια γυναίκα αναγκάστηκε να αµυνθεί. Στην περίπτωση της νεαρής κοπέλας από την Κόρινθο, που βρέθηκε στην επικαιρότητα, κανείς δεν αναρωτήθηκε γιατί ένα πλάσµα µε νοητική στέρηση γυρνούσε στους δρόµους, κουβαλώντας ένα µαχαίρι στην τσάντα. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για τη χρόνια κακοποίηση που είχε υποστεί η ίδια – όσο και η µητέρα και η αδερφή της από τον πατέρα της οικογένειας. Κανείς δεν µπήκε στον κόπο να αναρωτηθεί γιατί οι αφιλόξενοι δρόµοι τα βράδια τής ήταν πιο οικείοι από ένα σπίτι. Όλοι διερωτώνταν ξαφνικά γιατί «αντέδρασε υπερβολικά µαχαιρώνοντας έναν άνθρωπο». Ελάχιστοι όµως διερωτήθηκαν γιατί ένας άντρας θεωρεί ότι είναι δικαίωµά του να χρησιµοποιήσει σεξιστικό λόγο, να ευτελίσει, να απειλήσει, να επιτεθεί, να αγγίξει το σώµα µιας γυναίκας, να την εκβιάσει σε σεξουαλική συνεύρεση.

Όχι, λοιπόν, η «∆ικαιοσύνη» δεν είναι τυφλή, είναι ταξικά προσανατολισµένη. Είναι σάρκα από τη σάρκα αυτού του συστήµατος και  επιφυλάσσει τη χειρότερη µοίρα σε όσους και όσες το αµφισβητούν µε λόγια και πράξεις. Και οι πατριαρχικές αντιλήψεις είναι ένας από τους σταθερούς πυλώνες αυτού του σαθρού συστήµατος.

 

Οι εξαιρέσεις

Έχουν υπάρξει, ωστόσο, και κάποιες εµβληµατικές εξαιρέσεις στη συνήθη δικαστική αντιµετώπιση των γυναικών που βρέθηκαν σε άµυνα.

«Mama Lion»

Σεπτέµβριος 2017, Νότια Αφρική. Μια µητέρα 56 χρόνων ειδοποιείται τηλεφωνικά ότι τρεις άντρες βιάζουν την κόρη της. Ειδοποιεί την τοπική αστυνοµία, η οποία δεν κινητοποιείται. Και τότε η Μάνα Λέαινα αποφασίζει να επέµβει για να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια και τη ζωή της κόρης της. Κρατώντας το κουζινοµάχαιρο που είχε εκείνη τη στιγµή στα χέρια της καλύπτει τρέχοντας µια απόσταση 3χλµ. Τραυµατίζει δύο από τους θύτες και σκοτώνει τον τρίτο. Παρότι της ασκείται δίωξη για ανθρωποκτονία και για δύο απόπειρες ανθρωποκτονίας, η Εθνική Εισαγγελική Αρχή αποσύρει τελικά όλες τις κατηγορίες σε βάρος της, δηλώνοντας ότι «δεν στοιχειοθετείται καµία ρεαλιστική βάση για την καταδίκη αυτής της γυναίκας». Χιλιάδες σπεύδουν να εκφράσουν έµπρακτα την αλληλεγγύη τους στη µητέρα συγκεντρώνοντας ένα σηµαντικό χρηµατικό ποσό για την κάλυψη των δικαστικών εξόδων.

Ζακλίν Σοβάζ

Η Ζακλίν Σοβάζ από τη Γαλλία κακοποιείται σωµατικά και σεξουαλικά από τον άντρα της για σχεδόν τρεις δεκαετίες. Επί 47 χρόνια ο σύζυγος και πατέρας, βιάζει και κακοποιεί όχι µόνον αυτή, αλλά και τα τέσσερα παιδιά τους. Το 2012 ο γιος δεν αντέχει. Αυτοκτονεί. Την επόµενη µέρα, η Σοβάζ πυροβολεί και σκοτώνει µε τρεις σφαίρες στην πλάτη το σύζυγό της. Καταδικάζεται τόσο πρωτόδικα όσο και στο εφετείο. Οι κόρες της ξεκινούν µια τεράστια καµπάνια συλλογής υπογραφών και αλληλεγγύης. Βρίσκουν την ανταπόκριση χιλιάδων. Κάτω από την πίεση αυτού του πρωτόγνωρου -για ανάλογο ζήτηµα- κύµατος συµπαράστασης, ο πρόεδρος Ολάντ αναγκάζεται να της απονείµει χάρη: Χριστούγεννα του 2016, η Σοβάζ αποφυλακίζεται.

 

Συλλογική άµυνα

Κι ενώ στην Ελλάδα, τώρα µόλις αρχίζουµε να συζητούµε για την ατοµική άµυνα απέναντι σε σεξιστικές επιθέσεις, στο εξωτερικό η συζήτηση έχει προχωρήσει αρκετά. Και αφορά τις προσπάθειες συλλογικής υπεράσπισης γυναικών-θυµάτων σεξιστικής βίας. Στην Ινδία, στην περιοχή της Ούταρ Πραντές συναντούµε τη «Συµµορία µε τα ροζ». Ντυµένες στα ροζ, µε καλάµια από µπαµπού, αριθµούν 10.000 µέλη και υπερασπίζουν γυναίκες συνήθως των πιο φτωχών περιοχών, για τις οποίες κανείς δεν δείχνει να ενδιαφέρεται. Στην Ινδία µε τις 1.000 επιθέσεις µε οξύ ενάντια σε γυναίκες, και µε περιστατικά όπως τον οµαδικό βιασµό µιας κοπέλας από 18 άντρες σε δηµόσιο χώρο, όπου πολλοί περαστικοί βιντεοσκοπούν και κανείς δεν επεµβαίνει για να σταµατήσει τη φρίκη.

Οι «Κόρες της Βίας» στο Μεξικό, σε µια χώρα µε τροµακτικά ποσοστά βίας και γυναικοκτονιών. Γυναίκες παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους και προσπαθούν να υπερασπιστούν όσες πέφτουν θύµατα σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόµο. «Πυροβολούν» συµβολικά το θύτη µε κοµφετί, τραγουδώντας παράλληλα τραγούδια µε αντισεξιστικό στίχο «Οραµατίζοµαι την ηµέρα που θα µπορώ να περπατάω χωρίς να πρέπει να φροντίζω τον εαυτό µου, χωρίς να πρέπει να κρύβω το σώµα µου».

   

Αν θες να αλλάξεις τον κόσµο, πρέπει πρώτα να τον δεις µέσα από τα µάτια των γυναικών

Οι θύτες στις περιπτώσεις των σεξιστικών επιθέσεων είναι άντρες. Ωστόσο, το πρόβληµα δεν είναι οι «άντρες». Ζούµε σε µια κοινωνία, στην οποία το σύστηµα διαιρεί τους ανθρώπους σε τάξεις, σε φύλα, σε χρώµατα, φυλές και θρησκείες, πατώντας στην από αιώνες εδραιωµένη πατριαρχία.

Σε έναν κόσµο όπου καταπιέζονται οι γυναίκες ούτε οι άντρες µπορούν να είναι πραγµατικά ελεύθεροι. Ο αγώνας κόντρα στο σεξισµό δεν είναι ένας δρόµος που τον βαδίζουµε οι γυναίκες µόνες. Χρειαζόµαστε συνοδοιπόρους και συµπαραστάτες. Και πολλές φορές αυτή τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη και το νοιάξιµο το βρίσκουµε όχι µόνο σε γυναίκες, αλλά και σε άντρες. Ένας κόσµος όπου ο µισός πληθυσµός υφίσταται καταπίεση, βία και διακρίσεις είναι ένας κόσµος άδικος. Και αντιστοιχεί σε γυναίκες και άντρες να τον αλλάξουµε.

Όσοι θα σπεύσουν να αµφισβητήσουν το δικαίωµα των γυναικών στην υπεράσπιση του σώµατος και της ζωής τους, ας αναρωτηθούν πόσα θύµατα χρειάστηκε να θρηνήσουµε µέχρι να ανοίξει η συζήτηση αυτή. Πόσες παρενοχλήσεις κατέληξαν σε γυναικοκτονίες, πόσες χιλιάδες γυναίκες υποµένουν βουβά, σε πόσες περιπτώσεις καλούνται να καταπιούν µαζί µε τα δάκρυά τους τον κοινωνικό στιγµατισµό και την ντροπή που συνοδεύουν µια τέτοια επίθεση. Χρειάζεται περίσσιο θράσος να µιλάς εκ του ασφαλούς κουνώντας το δάχτυλο και υποδεικνύοντας στους καταπιεσµένους για το ποιος είναι ο «ενδεδειγµένος» τρόπος να διεκδικούν.     

Μέσα σε ένα σύστηµα δοµηµένο πάνω στην αδικία, τη βία και την καταπίεση, η σεξιστική βία δεν θα τερµατιστεί µε τη λάµα ενός µαχαιριού ή µε τη σφαίρα ενός όπλου. Ωστόσο, για να µπορεί να αποκτήσει πραγµατικό νόηµα η έκφραση «Κάτω τα χέρια από τα σώµατά µας», θα πρέπει ταυτόχρονα να διασφαλίζεται το γεγονός ότι οι γυναίκες θα µπορούν να τα υπερασπιστούν µε όποιο µέσο διαθέτουν. Αλλιώς, µένει φράση κενή περιεχοµένου. Και η Αριστερά που δεν κάνει δική της υπόθεση την ανάγκη των γυναικών να υπερασπιστούν το σώµα και τη ζωή τους, είναι µια Αριστερά περιττή.

Στις αρχές του 20ού αιώνα οι γυναίκες χρησιµοποιούσαν τις βελόνες µε τις οποίες ήταν στερεωµένες οι κορδέλες στα καπέλα τους για να αποτρέψουν µια σεξιστική επίθεση: «Κάθε γυναίκα µε θάρρος και µια βελόνα µπορεί να αποδείξει τι µπορεί να πάθει ένας δειλός που την πλησιάζει µε δόλιο σκοπό». Μόνο που δεν µας αρκεί µια κοινωνία όπου οι γυναίκες θα αποδεικνύουν πόσο γενναίες, ευφάνταστες και δηµιουργικές µπορούν να γίνουν εφευρίσκοντας κάθε φορά καινούριους τρόπους αυτοπροστασίας στην επιστροφή από το σχολείο, στο δρόµο για τη δουλειά ή στην προσπάθεια να αντιµετωπίσουν στο σπίτι έναν κακοποιητικό σύντροφο, σύζυγο ή πατέρα. Θέλουµε έναν κόσµο, στον οποίο οι cis* και τρανς γυναίκες δεν θα βρίσκονται σε ευάλωτη θέση µόνο και µόνο επειδή είναι γυναίκες. Θέλουµε έναν κόσµο, στον οποίο δεν θα υπάρχει καν η ανάγκη να γράφονται τέτοια άρθρα.     

*cis ή µη τρανς είναι τα άτοµα, που η αντίληψή τους για το φύλο τους (ταυτότητα φύλου) συµφωνεί µε το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση.




Το δικαίωμα στην αυτοάμυνα είναι αυτονόητο;

Της Μελίνας Καλφαντή
Για τις 27 Ιουνίου, έχει οριστεί η εκδίκαση της έφεσης για την «Υπόθεση της Κορίνθου», την υπόθεση της 22χρονης Π.Α., σχετικά με την δολοφονία του Ν.Ζ. τον Ιούνιο του 2016 στην Κόρινθο.

Η πρώτη δίκη της υπόθεσης έγινε στις 27 Σεπτεμβρίου 2017 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο του Ναυπλίου, το οποίο, βρίσκοντας την Π.Α. ένοχη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, την καταδίκασε σε 15 χρόνια φυλάκιση.

Η 22χρονη κοπέλα βρίσκεται έκτοτε στη φυλακή, περιμένοντας την εκδίκαση της έφεσης, που πήρε αναβολή από τις 13 Ιουνίου, μετά από αίτηση της πολιτικής αγωγής. Με την έφεση η υπεράσπιση της Π.Α. ελπίζει σε μία ελάφρυνση της ποινής.

 

Η υπόθεση

Η μιντιακή κάλυψη του θέματος της Π.Α. είχε επικεντρωθεί στο ζήτημα της αυτοάμυνας και το περιστατικό περιγράφεται -με ελάχιστες παραλλαγές- ως εξής: η πράξη της Π.Α. τελέστηκε σε συνθήκες άμυνας, όταν ο θανών κινήθηκε παραβιαστικά προς την 22χρονη και τη 17χρονη φίλη της, μια νύχτα που οι δυο τους κάθονταν σε δημόσιο χώρο της Κορίνθου, τον Ιούνιο του 2016. Ο Ν.Ζ. είπε χαρακτηριστικά στη νεαρότερη κοπέλα: «Ξέρω τον μπαμπά σου, τι ρούχα είναι αυτά που φοράς; Θα σας γαμήσω» και κινούμενος επιθετικά προς το μέρος της, έπιασε το στήθος της. Σε μία κίνηση να βγάλει κάποιο αντικείμενο από την τσέπη του, η 17χρονη φοβήθηκε ότι βγάζει μαχαίρι, το είπε στην φίλη της, η οποία σε άμυνα αντέδρασε πρώτη, έβγαλε το δικό της μαχαίρι που είχε ως άστεγη για αυτοπροστασία και τον χτύπησε στο στήθος, προκαλώντας το τραύμα που οδήγησε στο θάνατό του. Οι κοπέλες έφυγαν τρέχοντας, άφησαν το μαχαίρι είκοσι μέτρα μακριά από τον θανόντα, και καταγράφηκαν από κάμερες μαγαζιού να τρέχουν. Μία μάρτυρας από κοντινό μαγαζί τις κατονόμασε και έτσι η αστυνομία οδηγήθηκε γρήγορα στη σύλληψή τους. Η απόφαση του δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2017 βρήκε την Π.Α. ένοχη γιαανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, οπλοφορία και οπλοχρησία.

Το δικαστήριο δεν αναγνώρισε το δικαίωμα της Π.Α. να αμυνθεί. Στην πραγματικότητα μάλλον δεν αναγνώρισε καν ότι υπήρξε σαφής επίθεση. Διερευνώντας προηγούμενες υποθέσεις που σχετίζονται με σεξουαλική και έμφυλη βία, τόσο στο ελληνικό συγκείμενο όσο και διεθνείς, μία τέτοια απόφαση δεν σοκάρει. Σύμφωνα με την πλειοψηφία της δικαστικής αντιμετώπισης περιστατικών σεξουαλικής βίας, αν δεν υπάρχουν σωματικά τεκμήρια βίας, δεν γίνεται δεκτό πως υπήρξε μη συναινετική πράξη. Για οποιονδήποτε όμως, παρακολούθησε τη θάλασσα των #metoo που κατέκλυσαν τα social media, οι μη συναινετικές πράξεις είναι πολύ πιο συνηθισμένο φαινόμενο απ’ ό,τι αναδεικνύει η νομολογιακή πρακτική.

Η συζήτηση για την άμυνα στην οποία εξαναγκάζονται τα θύματά τους παραμένει πολύ περιορισμένη και οι περιπτώσεις που την έχουν φέρει στο προσκήνιο είναι μεμονωμένες και εντοπισμένες κυρίως εκτός των ορίων της χώρας:

  • Το 2016, ο François Ηollande έδωσε χάρη στην Jacqueline Sauvage, μία γυναίκα που είχε καταδικαστεί σε 10 χρόνια φυλάκισης, και είχε ήδη εκτίσει τα τρία, γιατί το 2012 πυροβόλησε και σκότωσε τον άνδρα της, που κακοποιούσε εκείνη και τα παιδιά της για χρόνια, σε μία υπόθεση που είχε φέρει το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας στο κέντρο της γαλλικής, και όχι μόνο, δημόσιας σφαίρας.
  • Η Cilem Dogan είχε λάβει θέση φεμινιστικού συμβόλου για χιλιάδες γυναίκες στην Τουρκία το 2015, όταν σκότωσε το άνδρα της και στη σύλληψή της δήλωσε: «Πάντα οι γυναίκες θα πεθαίνουν; Ας πεθάνει κι ένας άνδρας».

Στην υπόθεση της Κορίνθου, όλα τα προσωπικά αντικείμενα του θανόντα βρέθηκαν πάνω του, πράγμα που δείχνει πως δεν υπήρξε το κίνητρο της κλοπής, για να διαπραχθεί ο φόνος. Το μαχαίρι που χρησιμοποιήθηκε πετάχτηκε δίπλα του, οι κοπέλες έτρεξαν για να φύγουν κάτω από κάμερες, και μπροστά σε ανθρώπους που τις γνωρίζουν. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το κίνητρο, η πρόθεση, η ήρεμη ψυχική κατάσταση, γίνεται δύσκολο να στοιχειοθετηθούν – όλα τα στοιχεία δείχνουν πως οι κοπέλες τελούσαν σε κατάσταση πανικού, πανικός ο οποίος, αν δεν βρίσκονταν σε άμυνα, δεν εξηγείται.

Προκειμένου να αποσαφηνιστεί ο τρόπος που εξελίχθηκε η διαδικασία, μίλησα, μετά την πρώτη δίκη, με την Ιωάννα Στεντούμη, τη συνήγορο της 22χρονης, που εκτιμά ότι υπήρξε η παραδοχή πως κάτι συνέβη (αν και δεν προσδιορίστηκε περαιτέρω) ως επίθεση προς τις κοπέλες: «Υπήρχε η παραδοχή πως το θύμα έκανε κάτι παραπάνω, είπε κάτι παραπάνω, είχε πιει και λίγο παραπάνω… Αποδέχτηκαν με ένα τρόπο ότι κάτι μεσολάβησε, γιατί αλλιώς δεν θα είχαν δεχθεί το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων. Μιλάμε για ανθρωποκτονία. Το αγαθό της ανθρώπινης ζωής είναι το ανώτερο αγαθό που έχει ο κάθε άνθρωπος. Το να αφαιρείται αυτό και ταυτόχρονα να δίνεται το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων είναι με ένα τρόπο ενδιαφέρον. Στην ανθρωποκτονία δεν δίνεται ούτε εύκολα, ούτε συχνά, αυτό το ελαφρυντικό».

Στην αγόρευσή της η εισαγγελέας ισχυρίστηκε πως, λόγω του βίαιου περιβάλλοντος από το οποίο προέρχεται και των συνθηκών της ζωής της, η κατηγορούμενη δεν μπορεί να αντιληφθεί την αξία της ανθρώπινης ζωήςόπως άτομα άλλου μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου και πως δεν σέβεται την ζωή μπροστά στο ένστικτο επιβίωσης: Τα μη ταπεινά αίτια εξηγήθηκαν με αυτή τη αιτιολόγηση, ότι η κατηγορούμενη έδρασε βάσει του δικού της αξιακού κώδικα, που δίνει προτεραιότητα στο ένστικτο επιβίωσης.

Προκειμένου να γίνει αντιληπτή η σημασία κι η αντιμετώπιση του περιστατικού, δεν γίνεται να ληφθεί υπ’ όψιν μόνο το αποτέλεσμα (ο θάνατος του 46χρονου) ή μόνο η αιτιολόγηση εκ μέρους της κατηγορούμενης (η σεξουαλική επίθεση). Οι συνθήκες που περιέβαλαν το όλο περιστατικό έχουν σημασία: «Η κοπέλα κατέθεσε από την αρχή ότι απειλήθηκαν, εξυβρίστηκαν. Υπήρξαν κάποιες κινήσεις, θωπείες, υπήρξε ένα τράβηγμα μαλλιών δικών της. Σε όλο αυτό το κλίμα τρομοκρατήθηκε. Το περασμένο της ώρας, ένας άνδρας σωματώδης, σε κατάσταση προχωρημένης μέθης. Δύο κοπέλες, μικροκαμωμένες, η μία ανήλικη. Τις πλησιάζει απειλητικά σε μία στιγμή που δεν είναι κανένας τριγύρω. Η εντολέας μου είχε καταθέσει ότι υπήρχαν άλλες τρεις κοπέλες εκεί κοντά τις οποίες είχε πάει να παρενοχλήσει ο θανών. Εκείνες φύγανε και αυτός ακολούθησε αυτές τις δύο, που προσπάθησαν να απομακρυνθούν. Είναι λογικό σε αυτές τις συνθήκες οι κοπέλες να φοβηθούν και να θεωρήσουν ότι βρίσκονται σε κατάσταση άμυνας. Πραγματικά θεώρησαν ότι θα έβγαζε μαχαίρι. Είναι αλλιώς να σου επιτίθεται κάποιος όταν είσαι μέσα στο μετρό και είναι γύρω σου άλλοι δέκα άνθρωποι (που συνήθως δεν συμβαίνει έτσι), είναι αλλιώς να σου επιτίθεται όταν γυρίζεις σπίτι (και νιώθεις ότι είσαι αρκετά κοντά και προλαβαίνεις να φτάσεις), είναι αλλιώς όταν δεν έχεις σπίτι. Είναι αλλιώς αν είναι τρεις η ώρα το πρωί, αν περνάει κόσμος. Όλα αυτά επιδρούν στον τρόπο με τον οποίο θα εκλάβει κανείς τον κίνδυνο».

 

Το δικαίωμα στην αυτοάμυνα

Η φεμινιστική διεκδίκηση να αναγνωριστεί το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, δεν σημαίνει πως η κοπέλα σκόπευε να έχει η πράξη της το αποτέλεσμα αυτό. Σύμφωνα με τη συνήγορό της, η κοπέλα εξ αρχής έλεγε πως λυπάται πολύ για ό,τι συνέβη και ευχόταν να μην είχε συμβεί. Δεν είναι αυτό όμως που έκρινε τελικά το δικαστήριο: «Έχει σημασία η διαφορά, από το αντιδρώ βίαια, μέχρι το έχω το δόλο, δηλαδή τη συνειδητή απόφαση να διαπράξω ανθρωποκτονία, να αφαιρέσω μία ζωή», εξηγεί η Ιωάννα Στεντούμη. «Δεν προσπάθησε να διαφύγει. Στο σπίτι της τη συνέλαβαν. Ψυχολογικά είναι πολύ επιβαρυμένη, έχει πάθει πολλές κρίσεις πανικού στη φυλακή, έχει καταθέσει πως έχει προσπαθήσει να κόψει τις φλέβες της, τις έχει κόψει δύο φορές… είναι φανερό πως είναι ένα άτομο το οποίο υποφέρει».

Η πολιτική αγωγή, που υποστήριξε την πλευρά του θανόντα, βασίστηκε στο επιχείρημα πως, ακόμα κι αν υπήρξε παραβιαστική συμπεριφορά και γίνει δεκτό ότι προηγήθηκε λεκτική κακοποίηση και εξύβριση, η αντίδραση της ανθρωποκτονίας είναι αναντίστοιχη.

Η γραμμή υπεράσπισης εξήγησε πως μία σεξουαλική επίθεση δεν ξέρει κανείς πώς θα προχωρήσει: «Δεν είναι κάτι που σταματάει, να ξέρεις ότι ο άλλος θα μείνει στη θωπεία, θα μείνει στην προσβολή, στο τράβηγμα των μαλλιών ή του χεριού. Δεν ξέρεις πού θα σταματήσει. Οπότε, όταν φοβάσαι, εκείνη την ώρα με κάποιο τρόπο θα αμυνθείς. Ψυχολογικά, οι αντιδράσεις των θυμάτων κατηγοριοποιούνται σε τρεις: fight, flight or freeze. Παλεύω, φεύγω ή παγώνω. Στις περισσότερες υποθέσεις περιστατικών βιασμού ή γενικά σεξουαλικής επίθεσης που έχω χειριστεί, τα θύματα στη μεγάλη τους πλειονότητα παγώνουν. Μπορεί επίσης να προσπαθήσουν να ξεφύγουν, αν δουν ότι έχουν τη δυνατότητα. Μπορεί όμως και να αντεπιτεθούν. Εδώ είναι που έρχεται το κομμάτι της άμυνας. Νομικά, ο όρος είναι άμυνα, όχι αυτοάμυνα…».

Η βαρύτητα του να αναγνωριστεί το ότι πράγματι επρόκειτο για άμυνα εντοπίζεται στο γεγονός πως, στην περίπτωση αυτή, η κατηγορούμενη αθωώνεται. Για την Ιωάννα Στεντούμη, είναι κατανοητή η δυσκολία να γίνει αυτό αποδεκτό απ’ το δικαστήριο, όταν υπάρχει ένα άτομο που έχει αποβιώσει. «Αν θεωρηθεί ότι είσαι σε άμυνα, θεωρείται ότι δεν έπραξες άδικα και δεν τιμωρείσαι. Αν πάλι υπερέβης τα όρια της άμυνας από φόβο και ταραχή, η πράξη σου παραμένει άδικη, αλλά μένεις ατιμώρητος. Στην περίπτωση που αναγνωριστεί η νομιζόμενη άμυνα, το «νομίζω ότι κάποιος έχει όπλο, αλλά δεν έχει», τότε μπορεί να κατηγορηθείς για φόνο εξ αμελείας. Ο φόβος και η ταραχή είναι ένα στοιχείο που θεωρώ ότι θα έπρεπε να έχει αξιοποιηθεί διαφορετικά. Σε αυτό το στάδιο αναδείχθηκε ότι μιλάμε για ένα παιδί που έχει βίαια βιώματα, τόσο βίαια που προτιμάει να κοιμάται στο δρόμο από το να κοιμάται στο σπίτι του. Είχε άλλες κοινωνικές εμπειρίες και μία έντονα βίαιη κατάσταση δεν θα της ήταν ξένη, γι’ αυτό το λόγο ήταν πιο λογικό να τρομοκρατηθεί σε τέτοιο βαθμό». Το δικαστήριο όμως, δεν αναγνώρισε καν ότι επρόκειτο για νομιζόμενη άμυνα.

Η έμφυλη βία δεν είναι ένα φαινόμενο που περιορίζεται σε ανθρώπους με τόσο κατάφωρα βίαια βιώματα. ‘Ενα τέτοιο περιστατικό θα έκανε κάθε γυναίκα να νιώσει ανασφάλεια, φόβο και καμία δεν μπορεί να προκαταβάλει αντιδράσεις, όπως και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιος είναι ικανός για μία σεξουαλική επίθεση.

Η πολιτική αγωγή, περιγράφει η Ιωάννα Στεντούμη, έκανε επίμονες ερωτήσεις για το τι μουσική άκουγε ο θανών. «Για να πάρουμε την απάντηση ότι άκουγετζαζ. Γιατί αν άκουγε λαϊκά, ανήκει στο προφίλ του βιαστή ή του κακοποιητή, ενώ αν ακούει τζαζ, ας πούμε, είναι μία κουλτούρα παραπάνω; Είναι αυτά κριτήρια; Σε μείζονα κοινωνικά ζητήματα, όπως είναι η βία κατά των γυναικών, δεν μπορείς να απαντάς ούτε στερεοτυπικά, ούτε με αφορισμούς: «αυτός δεν θα το έκανε γιατί ήταν έτσι, αυτή θα το έκανε γιατί ήταν έτσι». Αυτό είναι ένα ευρύτερο κοινωνικό ζήτημα: Πώς διαμορφώνεται μία σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και μία σεξουαλική κουλτούρα. Θεωρείται πως ένας άνθρωπος δεν προσβάλει το άλλο φύλο, όταν πλησιάζει απειλητικά μια κοπέλα; Δεν γίνεται να θεωρείται νορμάλ να περπατάς στο δρόμο και ο άλλος να σου μιλάει χυδαία, να σου λέει τι θα σου κάνει, να σου περιγράφει τι θα σου κάνει – οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να τιμωρείται, να τιμωρείται για να διαπαιδαγωγείται και να διαπαιδαγωγείται για να μη χρειάζεται να τιμωρηθεί. Πρέπει κάποια στιγμή να μη χρειάζεται να το λέει ο ποινικός νόμος».

Ο τρόπος που αντιπαρατίθεται η προσωπικότητα και το ποιόν του θανόντα με το ποιόν της κατηγορούμενης υπερβαίνει το απλώς έμφυλο. Αναδεικνύει ζητήματα ταξικά, και ρατσιστικά: «Είναι άνθρωπος με ειδικές ανάγκες στην πραγματικότητα, άνθρωπος περιθωριοποιημένος, φτωχός, άστεγος, κακοποιημένος και σε όλα αυτά έρχεται ένας άνθρωπος και του επιτίθεται. Στο αφήγημα της πολιτικής αγωγής δεν υπήρχε ένα άλλοθι για το γιατί το έκανε. Δηλαδή ή θα πούμε πως ήταν ένα βίαιο άτομο που της ήρθε ξαφνικά και τον μαχαίρωσε – το οποίο όμως δεν έχει προκύψει γιατί ήταν ένα άτομο 22 χρονών που ζούσε στο δρόμο και παρ’ όλ’ αυτά δεν είχε καμία εμπλοκή με το νόμο ποτέ, δεν είχε κάνει τίποτα. Κάτι μεσολάβησε. Αν δεν μεσολάβησε μία τέτοια επίθεση, τι μεσολάβησε; Δεν αποδίδεις ανθρωποκτόνο δόλο σε έναν άνθρωπο έτσι ξαφνικά», εξηγεί η Ιωάννα Στεντούμη.

 

Η κανονικοποίηση των παραβιαστικών συμπεριφορών

Αν ένα δικαστήριο είναι έτοιμο να πιστέψει πως μία κοπέλα είχε πρόθεση να σκοτώσει έναν άνδρα στα ξαφνικά, χωρίς να γίνεται σαφές το κίνητρό της, αλλά δεν είναι έτοιμο να πιστέψει πως ο άνδρας αυτός ενδέχεται να κινήθηκε παραβιαστικά και δυνάμει βίαια προς δύο κοπέλες, το δικαστήριο αυτό δεν είναι εξαίρεση και αυτή η αντιμετώπιση δεν είναι τυχαία ή σοκαριστική. Είναι μία αντιμετώπιση απόλυτα συνεπής προς μια κουλτούρα όπου τέτοιες παραβιαστικές συμπεριφορές είναι κανονικοποιημένες, όπου ο καλός (Έλληνας) πολίτης (που ακούει τζαζ) είναι πάντα υπεράνω υποψίας, ενώ η άστεγη ρομά είναι πάντα ένοχη.

Η στήριξη από φεμινιστικές οργανώσεις, με παρουσία στη δίκη, κείμενα και αφίσες, έφερε αυτά τα ζητήματα στην επιφάνεια – αυτή η στήριξη έχει βοηθήσει ψυχολογικά πολύ την Π.Α., δίνοντάς της την ελπίδα ότι θα μπορέσει να κάνει κάτι καλύτερο για τον εαυτό της στο μέλλον, αφού εκτίσει την ποινή της.

Όμως, αν η απόφαση μείνει ως έχει, η κοπέλα αυτή θα περάσει στη φυλακή περίπου όσα χρόνια έχει ζήσει – και στην περίπτωση αυτή, δεν θα είναι μόνο το δικαίωμα στην αυτοάμυνα που δεν θα έχει αναγνωριστεί. Δεν θα έχει αναγνωριστεί η έμφυλη βία ως διαρκές ενδεχόμενο και συχνή πραγματικότητα, ικανή να γεμίζει φόβο κάθε κοπέλα που είναι δυνάμει θύμα της.

 

Πηγή: https://info-war.gr