1

Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ

Της Αθηνάς Σκαμπά

Θεωρούμε σημαντικό το θέμα γιατί:

  • τα φασιστικά κόμματα, σήμερα έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή που είχαν ποτέ, σε παγκόσμιο επίπεδο, από την ήττα του φασισμού στο τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Αυτό κάνει την πιθανότητα της φασιστικής νίκης και επικράτησης μια ισχυρή πιθανότητα για το άμεσο μέλλον. (κόμματα σε κυβερνήσεις – Ουγγαρία, Βραζιλία. Συμμετοχή σε κυβερνητικούς συνασπισμούς – Αυστρία, Ιταλία, μεγάλη κοινωνική και εκλογική επιρροή – Γαλλία, ισχυρά κόμματα και οργανώσεις σε όλες τις χώρες, με αξιοσημείωτα εκλογικά ποσοστά και διεκδίκησης του δρόμου – Γερμανία AFD, Ελλάδα Χρυσή Αυγή+ κόμμα Βελόπουλου).
  • πολλές από τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις, που έπαιξαν ρόλο στην άνοδο και την επικράτηση του φασισμού τη δεκαετία του ’30, ισχύουν και σήμερα. Α) η οικονομική κρίση β) ο ρεβανσισμός της αστικής τάξης (επιθέσεις στα κοινωνικά δικαιώματα, ανάθεμα της μεταπολίτευσης, αυταρχικό κράτος) γ) ήττα της Αριστεράς.
  • ο φασισμός δεν είναι ένα «μοιραίο» γεγονός, είναι αποτέλεσμα ιδιαίτερων συνθηκών και δράσεων, οι οποίες ως ανθρώπινο οικοδόμημα μπορούν (από ανθρώπους) να αποδομηθούν και ως εκ τούτου, ο φασισμός μπορεί να καταπολεμηθεί.

 

Χρησιμοποιώντας κυρίως το Γερμανικό παράδειγμα της δεκαετίας του ’30, δηλαδή τους Ναζί, θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τα κοινά χαρακτηριστικά που αφορούν γενικά τον φασισμό και όχι τις ιδιαιτερότητες της Γερμανίας.

Τα χαρακτηριστικά του φασισμού – ναζισμού

  • Ακραίος και επεκτατικός εθνικισμός
    Είναι ένα χαρακτηριστικό που συναντάμε σε όλα τα φασιστικά κόμματα και αυτά της δεκαετίας του ‘30 και τα σύγχρονα, από τους ΝΑΖΙ του Χίτλερ μέχρι την Ελληνική Χρυσή Αυγή. Επειδή οι φασίστες, όπως θα δούμε παρακάτω δεν έχουν εργατική ταξική βάση, αλλά είναι κόμματα που την ταξική τους βάση συγκροτούν οι μικροαστοί και επειδή, σε αντίθεση με τους εργάτες που έχουν από τη φύση τους την τάση να οργανώνονται σε μαζικές οργανώσεις λόγω της συλλογικής φύσης της εργασίας τους, ενώ οι μικροαστοί έχουν ανταγωνισμούς μεταξύ τους, χρειάζεται μια ισχυρή ιδεολογία που να ενώνει αυτά τα διαφορετικά, ανταγωνιστικά και ετερογενή κομμάτια. Η ιδεολογία αυτή είναι η «αρχή του Εθνικού κράτους», στηριγμένο συνήθως στις έννοιες της εθνικής και της φυλετικής ταυτότητας. Συνεκτική και εχθρική ως προς αυτούς που δεν εντός του εθνικού κράτους.
  • Καταστρέφει τις οργανώσεις της εργατικής τάξης πολιτικές και συνδικαλιστικές, δηλαδή εργατικά κόμματα και συνδικάτα και η απαγόρευση κάθε ανεξάρτητης άποψης. Ακριβώς επειδή οι φασίστες ανάγουν ως κυρίαρχο το εθνικό στοιχείο πάνω από το ταξικό, κάθε κόμμα ή συλλογική οργάνωση που εκπροσωπεί συγκεκριμένα συμφέροντα μιας τάξης, ενάντια στο κράτος, ακυρώνει το ενοποιητικό στοιχείο του έθνους. Έτσι οι φασίστες διαλύουν πρωτίστως τις εργατικές οργανώσεις, ακόμα κι αν αυτές είναι γραφειοκρατικές και συμβιβασμένες, αλλά ακόμα και αστικά κόμματα, ακόμα και θρησκευτικές οργανώσεις γιατί δεν ανέχονται γενικά τις διαιρέσεις εντός του εθνικού κράτους, όπως τις ταξικές. Αυτό ακριβώς είναι και η βάση του ολοκληρωτικού χαρακτήρα των κομμάτων αυτών, πλήρης έλλειψη ανοχής κάθε αντιπολίτευσης, αφού αυτή εναντιώνεται στην ιδέα του εθνικού κράτους και κατάργηση της δημοκρατίας.
  • Είναι μαζικά κινήματα. Δεν πρόκειται για απλά κοινοβουλευτικά κόμματα, μόνο με εκλογική επιρροή, αλλά για κόμματα με μέλη και σφικτή οργάνωση. Αυτό ανταποκρίνεται πλήρως στο προηγούμενο χαρακτηριστικό τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα σημερινά «ακροδεξιά» κόμματα που είναι στη πράξη κοινοβουλευτικές δυνάμεις (όπως το κόμμα της Λεπέν), δεν είναι φασίστες. Τα κόμματα αυτά βρίσκονται σε μια τέτοια φάση που τους εξυπηρετεί αυτό το μοντέλο, κανείς δεν μας αποκλείει το ενδεχόμενο να εξελιχθούν σε κάτι τελείως διαφορετικό.
  • Η κοινωνική ταξική τους βάση είναι τα μεσοστρώματα, οι αγρότες και το λούμπεν προλεταριάτο (εκτός αγοράς εργασίας άνθρωποι που επιβιώνουν δρώντας στο όριο της παραβατικότητας). Οι μικροαστοί χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στη λεγόμενη «παλαιά» μεσαία τάξη και στην λεγόμενη «νέα» μεσαία τάξη. Η παλαιά μεσαία τάξη είναι οι μικροί ιδιοκτήτες, μαγαζάτορες , έμποροι και οι αυτοαποσχολούμενοι. Η νέα μεσαία τάξη, είναι μισθωτοί που μισθώνουν την «πνευματική εργατική τους δύναμη». Η παλαιά μεσαία τάξη προέρχεται από τις παλαιότερες εποχές του καπιταλισμού, όταν η μονοπωλιακή του φύση δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένη και το μικρό κεφάλαιο και οι μικροεπιχειρήσεις αποτελούσαν ένα σημαντικό κομμάτι της παραγωγής, αυτό τους έδινε ένα υψηλό κοινωνικό status. Η νέα μεσαία τάξη, με την είσοδό της στην παραγωγή, ήταν ένα μικρό τμήμα υπαλλήλων με μόρφωση και αποτελούσαν τα στελέχη των επιχειρήσεων, με υψηλότερους μισθούς και κοινωνικό status από αυτό των εργατών. Και των δύο μερίδων τα προνόμια είναι κατάλοιπο του παρελθόντος γιατί με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, αυτός έχει την τάση να εντείνει τα μονοπώλια, οπότε το μεν μικρό κεφάλαιο εξαφανίζεται , οι δε υπάλληλοι γίνονται πολλοί και οι μισθοί τους πέφτουν στο επίπεδο της εργατικής τάξης.

Από την άλλη πλευρά, σε περίπτωση ανατροπής του καπιταλισμού, από την εργατική τάξη εγκαθίστανται σοσιαλιστικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Αυτές λοιπόν οι κοινωνικές ομάδες, είναι εξαιρετικά συντηρητικές, ενάντια στην πρόοδο της κοινωνίας και την εξέλιξη της γιατί αυτή θίγει τα προνόμιά τους. Γι αυτό κάθε πολιτικό κίνημα που βασίζεται αποκλειστικά σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες, είναι εξορισμού αντιδραστικό. Επιπλέον, κάθε πολιτικό κίνημα που εκφράζει τα συμφέροντα αυτών των κοινωνικών ομάδων δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες του, αφού αυτές εναντιώνονται στην κοινωνική εξέλιξη και πρόοδο και αργά ή γρήγορα θα περιέλθει κάτω από την ηγεσία μιας εκ των δύο βασικών κοινωνικών τάξεων.
Σε περιόδους κρίσης τα μεσαία στρώματα συνθλίβονται, για την μεν παλαιά μεσαία τάξη ο ανταγωνισμός εντείνεται σε βαθμό που να μην μπορεί να ανταπεξέλθει και να κλείνει, για τη νέα μεσαία τάξη, δηλαδή τους μορφωμένους, η συρρίκνωση της παραγωγής τους καθιστά περιττούς, δεν βρίσκουν δουλειά στο αντικείμενο που έχουν εκπαιδευτεί και για το οποία έχουν κοπιάσει και θυσιάσει την προσωπικότητά τους και αυτό το βιώνουν ως αδικία.

  • Έχουν στρατιωτική δομή και ιεραρχία και τυφλή υπακοή στον ηγέτη. Η αναγωγή του εθνικού κράτους ως κυρίαρχο ενοποιητικό στοιχείο και συνεκτικό ιστό, είναι που τους οδηγεί και στην αποθέωση του ιμπεριαλισμού. Η επιθετικότητα, δηλαδή απέναντι σε οποιονδήποτε εχθρό, αυτό τους κάνει να υιοθετούν κομματικές μορφές οργάνωσης που μοιάζουν με στρατό, με την αντίστοιχη πειθαρχία και αυστηρή ιεραρχία και η αναγνώριση ενός φωτισμένου ηγέτη, απόλυτου και αδιαμφισβήτητου. Η αποθέωση του εθνικού κράτους και η στρατιωτική δομή, τους κάνουν εχθρικούς απέναντι σε κριτική σκέψη και προκειμένου να τα υπερασπιστούν ως απόλυτες, αυταπόδειχτες αξίες υιοθετούν παράλογες και εντελώς αντιεπιστημονικές αξίες, όπως οι ιδέες περί καθαρότητας του αίματος, ανωτερότητας της φυλής κλπ.
  • Δαιμονοποίηση κοινωνικών και πολιτικών ομάδων. Για τους ΝΑΖΙ ήταν οι εβραίοι και οι κομμουνιστές. Ο αντισημιτισμός των Γερμανών ναζί, ήταν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, άσχετα αν υιοθετήθηκε αργότερα και από τα άλλα φασιστικά κόμματα. Σήμερα οι Εβραίοι έχουν αντικατασταθεί από τους μετανάστες και κυρίως τους Άραβες, ως απειλή της φυλετικής καθαρότητας και βεβαίως πάντα οι κομμουνιστές και εν γένει οι αριστεροί και οι αναρχικοί κλπ, αφού είναι φορείς μιας ιδεολογίας εντελώς αντίθετης με τις δικές τους αρχές, υπερασπιστές του ταξικού συμφέροντος της εργατικής τάξης, υπερασπιστές των αδύναμων και αντιρατσιστές.
  • Κοινωνικός Δαρβινισμός. Οι φασιστές είναι εχθροί των ασθενών, των ΑΜΕΑ, των ψυχικά ασθενών, μέχρι εξοντώσεως τους και αυτό έκαναν και όταν κατέλαβαν την εξουσία, τους εξόντωσαν φυσικά. Θεωρούν ότι η στάση τους αυτή είναι προς το γενικό συμφέρον, αφού με αυτόν τον τρόπο καθαρίζουν τη φυλή από τα αδύναμα, ελαττωματικά άτομα και την κάνουν πιο δυνατή. Την άποψη αυτή, την αντιλαμβάνονται ως απονομή δικαιοσύνης προς μια ανώτερη φυλετικά ελίτ που κινδυνεύει να μολυνθεί.
  • Εμφανίζονται ως ριζοσπαστικά κόμματα. Επειδή είναι κόμματα που έχουν μικροαστική κοινωνική βάση κι επειδή συνήθως αποκτούν δύναμη σε περιόδους κρίσης, έχουν στα προγράμματα τους στοιχεία εναντίον του μεγάλου κεφαλαίου και είναι υπέρ του ελέγχου της επιχειρηματικής του δραστηριότητας από το κράτος, όμως αυτός ο ριζοσπαστισμός τους δεν έχει καμία σχέση με το ριζοσπαστισμό της Αριστεράς. Δεν καταφέρονται εναντίον του Καπιταλισμού, ούτε εναντίον του κράτους, αντιθέτως το ισχυροποιούν, υπερασπίζονται όμως τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης έναντι του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά και της εργατικής τάξης.
  • Για να καταλάβουν την εξουσία συμμαχούν με την αστική τάξη. Παρότι στα προγράμματα τους καταφέρονται ενάντια στους καπιταλιστές και υπόσχονται επίθεση στις μεγάλες επιχειρήσεις, κανένα φασιστικό κόμμα δεν υλοποίησε ένα τέτοιο πρόγραμμα στην πράξη. Επίσης κανένα φασιστικό κόμμα δεν κατέλαβε την εξουσία αντιμετωπίζοντας την ένοπλη αντίσταση της αστικής τάξης. Αντίθετα η κατάληψη της εξουσίας τους επιτράπηκε ή/και ήταν ευπρόσδεκτη από μεγάλα τμήματα της αστικής τάξης.

Πώς κατέλαβαν οι φασίστες την εξουσία

Πολλοί πιστεύουν πως οι φασίστες είναι ένα υποχείριο της αστικής τάξης, που το χρησιμοποιεί όποτε το χρειάζεται για να επιτυγχάνει την κυριαρχία της. Η αλήθεια είναι ότι ο φασισμός είναι μία από τις επιλογές του μεγάλου κεφαλαίου. Δεν υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι οι καπιταλιστές προτιμούν το φασισμό από άλλα μέσα ταξικής κυριαρχίας, ούτε ότι είναι η μόνη επιλογή τους, αλλά ότι αυτή εξαρτάται από την ύπαρξη ή απουσία κάποιων προϋποθέσεων. Για εκείνους, η επιλογή μεταξύ αστικής δημοκρατίας και φασισμού αποτελεί προϊόν ορθολογιστικού υπολογισμού του καλύτερου τρόπου διαχείρισης της κυριαρχίας τους.

Για ένα σύστημα όπως ο καπιταλισμός, στον οποίο μια πολύ μικρή μερίδα ανθρώπων κυριαρχεί σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας, η επιλογή ενός τρόπου διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας, εξαρτάται από το πώς θα καταφέρει να έχει ένα σχέδιο εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους και ταυτόχρονα από το πώς θα εξασφαλίσει τη συναίνεση των υποτελών τάξεων, έτσι ώστε να συνεχίσουν να είναι υποτελείς.

Στον ιστορικό χρόνο που υπάρχει ο καπιταλισμός, για το μεγαλύτερο διάστημα το κεφάλαιο έχει επιλέξει λύσεις διαχείρισης «ταξικής συνεργασίας» και όχι φασισμό. Εξασφαλίζει, δηλαδή την κυριαρχία του με κόμματα που διαπραγματεύονται τους όρους της ταξικής εκμετάλλευσης. Ο φασισμός αποτελεί λύση όταν η μορφή του κράτους (που είναι το μέσο επιβολής της εξουσίας) που έχει προκύψει από την ταξική συνεργασία, δεν μπορεί να επιτελέσει πλέον το σκοπό του.

Μία βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη των φασιστικών κομμάτων είναι η οικονομική κρίση. Και τη δεκαετία του 30, αλλά και σήμερα το βλέπουμε αυτό. Όμως ο φασισμός δεν είναι η υποχρεωτική επιλογή του κεφαλαίου στην περίπτωση της κρίσης,  αντιθέτως ο φασισμός αποτελεί λύση στην περίπτωση πολιτικής κρίσης. Τι σημαίνει αυτό; Στις περιόδους οικονομικής κρίσης το κεφάλαιο χρειάζεται να πάρει εκείνα τα μέτρα που θα το βοηθήσουν στην ανασυγκρότησή του. Όταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν μπορούν να προσφέρουν τη λύση αυτή με όρους ταξικής συνεργασίας, τότε υπάρχουν προϋποθέσεις να επιλεγεί ώστε να επιλεχθεί ο φασισμός ως εναλλακτική λύση.

Μία άλλη προϋπόθεση για να επιλέξουν οι καπιταλιστές τη λύση του φασισμού, είναι να υπάρχει το φασιστικό κόμμα και να είναι μαζικό. Η ανάπτυξη του φασιστικού κόμματος, όμως, δεν ελέγχεται από την αστική τάξη, ούτε ταυτίζεται με αυτήν. Αντιθέτως είδαμε ότι τα φασιστικά κόμματα έχουν μικροαστική ταξική βάση και σε αυτά συμμετέχουν κοινωνικές ομάδες που πλήττονται από την ανάπτυξη των μονοπωλίων και είναι εχθρικές προς το κεφάλαιο. Οι συνθήκες αυτές γίνονται ιδιαιτέρως έντονες σε περιόδους κρίσης. Όμως δεν είναι αυτόματο ότι αυτές οι κοινωνικές τάξεις θα γίνουν φασιστικές σε κάθε περίπτωση, ούτε αυτή είναι μια διαδικασία που μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά παραγγελία από το κεφάλαιο, παρότι υπήρξαν και υπάρχουν καπιταλιστές που ενθαρρύνουν ή/και χρηματοδοτούν φασιστικά κόμματα.

Ας δούμε λοιπόν το παράδειγμα της Γερμανίας. Από το τέλος του 19ου αιώνα ο νεότευκτος Γερμανικός καπιταλισμός αναπτυσσόταν πολύ πιο γρήγορα από την παλαιό Βρετανικό καπιταλισμό. Επειδή όμως ο Βρετανικός ήταν παλαιότερος, έλεγχε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της υδρογείου. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να συνεχίσει την ανάπτυξη του ο Γερμανικός καπιταλισμός ήταν η στρατιωτική σύγκρουση. Αυτό συνέβη μεταξύ του 1914 και του 1918, με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Όμως σε αυτόν τον πόλεμο οι Γερμανοί καπιταλιστές έχασαν, γεγονός που διατήρησε την ανισορροπία και οδήγησε στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.

Γιατί όμως ο Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα ήταν η καλύτερη επιλογή για να επιλύσει ο Γερμανικός καπιταλισμός το πρόβλημά του και να οδηγηθεί η Γερμανία σε πόλεμο;

Ένας λόγος ήταν η υπόσχεση του Χίτλερ να «καταστρέψει το Μαρξισμό» και με τον όρο αυτό δεν εννοούσε μόνο τους κομμουνιστές, αλλά και τα εργατικά συνδικάτα και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Με τον τρόπο αυτό, αφόπλιζε την εργατική τάξη και εξασφάλιζε την καπιταλιστική κυριαρχία. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό.

Οι σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία είχαν προσφέρει παρόμοιες υπηρεσίες στο κεφάλαιο, στο παρελθόν. Το 1919 είχε ξεσπάσει μία επανάσταση. Την οποία κατέπνιξε στο αίμα το SPD, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ενώ η επιρροή τους σε μεγάλες εργατικές μάζες ήταν υπόσχεση ταξικής συνεργασίας. Το τίμημα αυτής της διαπραγμάτευσης ήταν η δημιουργία της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, με την ταξική συνεργασία κατοχυρωμένη στο ίδιο το σύνταγμα. Δηλαδή δικαιώματα και προνόμια και στην εργατική τάξη που εξασφάλιζαν την υποστήριξή τους στο SPD. Επιπλέον οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες είχαν υπογράψει τη συνθήκη των Βερσαλλιών που περιόριζε τους Ιμπεριαλιστικούς στόχους του Γερμανικού κεφαλαίου. Ο στόχος για την επίλυση της οικονομικής κρίσης, που ήταν ο πόλεμος με σκοπό την επέκταση σε νέες αγορές, δεν ήταν εφικτός εντός του πλαισίου της Βαϊμάρης και των Βερσαλλιών.

Έτσι λοιπόν, το πρόγραμμα του NSDAP, του κόμματος των ΝΑΖΙ, όριζε το τέλος της συνθήκης των Βερσαλλιών και η επαναφορά της Γερμανίας σε θέση ισχύος. Αυτό ήταν αποφασιστικό σημείο σύγκλισης.

Ένα άλλο σημείο του προγράμματος του Χίτλερ ήταν αυτό που ονόμαζε «ζωτικό χώρο». Την περίοδο εκείνη γερμανικές μειονότητες υπήρχαν σε διάφορες περιοχές της ανατολικής Ευρώπης. Ο Χίτλερ θεωρούσε αυτονόητο δικαίωμα του εθνικού κράτους της Γερμανίας να καταλάβει τις περιοχές αυτές. Έτσι το τρίτο σκέλος του προγράμματος του απαιτούσε «γη και εκτάσεις για τη διατροφή του λαού μας και για την εγκατάσταση του πλεονάζοντος πληθυσμού μας». Αυτό το σημείο του προγράμματος σήμαινε γη για τον αγρότη, για τον εξειδικευμένο υπάλληλο σήμαινε δουλεία στην διευρυμένη διοίκηση που απαιτούσε μια τέτοια εξάπλωση, για τον μικρό επιχειρηματία σήμαινε τη δυνατότητα επενδύσεων σε μια εντελώς καινούργια αγορά. Αυτό, λοιπόν το σχέδιο εθνικής υπερηφάνειας, δεν ήταν απλώς ένα γελοίο ιδεολόγημα περί ανωτερότητας της φυλής, ούτε αποτελούσε ένα εθνικό ιδανικό, όπως παρουσιαζόταν, αλλά ικανοποιούσε τα υλικά οφέλη των τάξεων που εκπροσωπούσε ο φασισμός. Από την άλλη μεριά, αυτό σήμαινε πόλεμο. Ο πόλεμος προϋπέθετε την ανάπτυξη πολεμικής βιομηχανίας, αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου της Γερμανίας που ήταν βιομηχανικό. Επιπλέον η αποθέωση του πολέμου και η ανάκτηση της εθνικής υπερηφάνειας που πληγώθηκε από την ήττα της Γερμανίας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, του έδινε πρόσβαση σε μεγάλο κομμάτι του στρατού.

Συνοψίζοντας, στις αρχές της δεκαετίας του 30, ο Χίτλερ είχε στα χέρια του ένα μαζικό φασιστικό κίνημα που του επέτρεψε να διαπραγματεύεται με το μεγάλο κεφάλαιο (βιομηχανικό κεφάλαιο), είχε ένα σχέδιο που έδινε λύση στην κρίση με την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας και τον πόλεμο και ικανοποιούσε τις ανάγκες τόσο του μεγάλου κεφαλαίου, όσο και της μικροαστικής κοινωνικής του βάσης και μεγάλη πρόσβαση στο στρατό που ζούσε με την ελπίδα της ανάκτησης της εθνικής υπερηφάνειας. Έτσι σχημάτισε ένα συμπαγή συνασπισμό εξουσίας : NSDAP, μεγάλο κεφάλαιο και στρατός που του εξασφάλισε την άνοδο στην εξουσία.

Μετά το ‘33 και τη ναζιστική νίκη ο Χίτλερ προχώρησε στη διάλυση των εργατικών οργανώσεων, στερώντας από την εργατική τάξη τα εργαλεία εκείνα που τις χρειάζονται για να εξεγερθεί ή για να διεκδικήσει τα δικαιώματά της. Από την άλλη πλευρά η ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας προσέφερε λύση στο τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας σχεδόν εξαλείφοντάς την. Στο πολιτικό προσκήνιο δεν εμφανίζεται εκείνη την περίοδο κανένα εργατικό κόμμα με εναλλακτικό σχέδιο εξουσίας ικανό να πείσει τις εργατικές μάζες και όλα αυτά συμβαίνουν σε περίοδο ήττας, γεγονός που εξασφαλίζει στο Χίτλερ, όχι την υποστήριξη, αλλά την παθητικότητα της εργατικής τάξης.

Με αυτές τις συνθήκες, αυτές τις προϋποθέσεις και αυτό το σχέδιο, ο Ναζισμός κερδίζει και στη συνέχεια εγκαθιστά την εξουσία του. Αυτό δεν ήταν ένα μοιραίο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, αλλά αποτέλεσμα πολλών διαφορετικών παραγόντων.

 

Σχέση του φασισμού με την αστική τάξη

Ήδη έχουμε δει ότι οι Ναζί δεν έφτασαν στην εξουσία παρά μόνο αφού συμμάχησαν με το μεγάλο κεφάλαιο. Χρειάζεται να διευκρινίσουμε εδώ ότι η αστική τάξη δεν είναι ενιαία αλλά αποτελείται από διαφορετικές μερίδες. Η επιλογή του Χίτλερ και ο στόχος του ήταν η συμμαχία ακριβώς με αυτό το τμήμα του Γερμανικού κεφαλαίου που ήταν πλειοψηφικό στην αστική τάξη και αυτό στη Γερμανία του μεσοπολέμου ήταν το μεγάλο, βιομηχανικό κεφάλαιο.

Μετά την κατάληψη της εξουσίας το ‘33, προχωρά σε μεταρρυθμίσεις και εφαρμογή του προγράμματός του. Αφενός «αφοπλίζει» την εργατική τάξη διαλύοντας τις οργανώσεις της, αφετέρου ξεκινά το πρόγραμμα της πολεμικής βιομηχανίας και ταυτόχρονα ενισχύει κατά πολύ τον κρατικό μηχανισμό, ο οποίος αναπτύσσεται προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του προγράμματος αλλά ταυτόχρονα εκκαθαρίζεται τόσο φυλετικά (εξόντωση των Εβραίων), όσο και από κάθε αντιφρονούντα και μορφωμένο άνθρωπο με επιθυμία ανεξάρτητης σκέψης. Στον κρατικό τομέα προσλαμβάνονται και στελεχώνουν πιστά στο NSDAP στελέχη και μέλη. Ταυτόχρονα 3 νέοι σχηματισμοί ιδρύονται και μεγαλώνουν και αυτοί είναι τα SS, η αστυνομία και η ασφάλεια.

Το 1935 ο Χίτλερ ανακοινώνει ότι η επανάσταση ολοκληρώθηκε. Ένα από τα βασικά τμήματα του κόμματος του, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την άνοδό του στην εξουσία τα τάγματα εφόδου, τα γνωστά SA,  δυσαρεστούνται από αυτή την εξέλιξη και εξεγείρονται, γιατί επιθυμούν να συνεχίσει η πολιτική των Ναζί στο πλαίσιο που αρχικά είχε χαραχθεί, ένα πρόγραμμα δηλαδή που να εξυπηρετεί τη μεσαία τάξη. Στις 29 Ιουνίου, ο Χίτλερ αιφνιδιάζει  και σφάζει όλη την ηγεσία των SA- η νύχτα αυτή έγινε γνωστή ως η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών. Τα SA ήταν προερχόμενα από λαϊκά στρώματα και επέμεναν στα «ριζοσπαστικά» χαρακτηριστικά του ναζιστικού προγράμματος, γεγονός που έθετε σε κίνδυνο τη σχέση του με το μεγάλο κεφάλαιο.

Συνοψίζοντας:

  • Ο Χίτλερ δεν συμμάχησε με ολόκληρη την αστική τάξη αλλά με τμήμα της και αυτό ήταν το μεγάλο κεφάλαιο. Το μεγάλο κεφάλαιο της περιόδου εκείνης στη Γερμανία ήταν το μεγαλύτερο και ισχυρότερο τμήμα της αστικής τάξης. Αυτό το χαρακτηριστικό δεν υπάρχει μόνο στο φασισμό, γενικά είναι χαρακτηριστικό του αστικού κράτους, το οποίο υπάρχει για να διασφαλίζει τα γενικά συμφέροντα του συστήματος και αυτό πολλές φορές το κάνει δυσαρεστώντας τμήματα του κεφαλαίου.
  • Εξυπηρετώντας τη συμμαχία του αυτή, παραιτείται από τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του προγράμματος του που μιλούσαν για έλεγχο των μονοπωλίων προς όφελος των μικροαστών. Ποτέ δεν στράφηκε ενάντια στην αστική τάξη.
  • Εκκαθαρίζει το κόμμα του από τα λαϊκά στοιχεία , τα SA.
  • Στην θέση των SA, ως μηχανισμοί καταστολής και δημόσιας τάξης εγκαθιστά και ισχυροποιεί τα SS, την αστυνομία και την ασφάλεια. Σε αντίθεση με τα SA, τα SS ήταν αριστοκρατικής καταγωγής.
  • Το σημαντικότερο στοιχείο σύγκλισης με το μεγάλο κεφάλαιο ήταν η επιλογή του Χίτλερ για πόλεμο προκειμένου να ανατρέψει η Γερμανία την ισορροπία ισχύος και να επεκταθεί σε νέες αγορές, ένα σημείο του σχεδίου του που πρόσφερε λύση ανασυγκρότησης από την κρίση του 30 στον καπιταλισμό της Γερμανίας.
  • Κατά την περίοδο σταθεροποίησης της παραγωγής ο Χίτλερ καταργεί το δικαίωμα της απεργίας, διαλύει τα συνδικάτα, οργανώσεις και τα πολιτικά κόμματα της εργατικής τάξης και εισάγει στην παραγωγή προκαπιταλιστικές μορφές εργασίας, όπως τα καταναγκαστικά έργα και η δουλεία.

Οι Ναζί, όπως και όλα τα φασιστικά κόμματα δεν συγκρούστηκαν με την αστική τάξη κατά την άνοδό τους στην εξουσία, αντιθέτως συμμάχησε με το μεγαλύτερο τμήμα της και το πρόγραμμα διακυβέρνησής τους υποτάχθηκε στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και στα συμφέροντα του κεφαλαίου.

 

Σχέση του φασισμού με την εργατική τάξη

Όπως είδαμε οι Ναζί ανήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην εξουσία επειδή κατάφεραν να σχηματίσουν ένα στιβαρό μπλοκ εξουσίας. Από την άλλη μεριά, για να είναι βιώσιμη η πολιτική εξουσία πρέπει να εξασφαλίζει τη συναίνεση ή την ανοχή των υποτελών τάξεων.

Για τη σχέση της Γερμανικής εργατικής τάξης με τους Ναζί υπάρχουν 2 μύθοι που είναι ευρέως διαδεδομένοι αλλά δεν επαληθεύονται από τα ιστορικά στοιχεία.

Ο πρώτος μύθος είναι ότι οι Γερμανοί εργάτες στήριξαν το Χίτλερ.

Παραμονές των εκλογών του ‘33, με τους Ναζί στην κορύφωση της δημοτικότητάς τους, στις εκλογές των συνδικάτων οι υποψήφιοι των ΝΑΖΙ παίρνουν το 11% των ψήφων. Αυτό δεν εντυπωσιάζει αφού από τη φύση τους τα φασιστικά κόμματα δεν καταφέρνουν να αποκτήσουν ερείσματα στις εργατικές οργανώσεις κι αυτό γιατί αρνούνται την υπεράσπιση του ταξικού συμφέροντος σε σύγκρουση με το κράτος. Επιχειρούν και επιδιώκουν να αποκτήσουν προσβάσεις στην εργατική τάξη αλλά δύσκολα το καταφέρνουν.

Στις ίδιες τις εκλογές του ‘33, οι πλειοψηφία των εργατών παραμένουν πιστοί στα παραδοσιακά εργατικά κόμματα, το SPD (σοσιαλιστικό) και το KPD (κομμουνιστικό).

Οι μαζικές στρατολογίες του ναζιστικού κόμματος ήταν αγρότες, εργάτες που μόλις είχαν μετακομίσει στις πόλεις από την ύπαιθρο για να βρουν δουλειά με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, άρα δεν είχαν τον χρόνο να αναπτύξουν προλεταριακή συνείδηση όπως οι παλαιότεροι εργάτες με τις εμπειρίες τους, άνεργοι, κυρίως υπάλληλοι που είχαν χάσει τη δουλειά τους, αν και αυτό είναι υπό έλεγχο γιατί αυτοί που είχαν κάρτα του ναζιστικού κόμματους μπορούσαν να την επιδεικνύουν όταν αναζητούσαν δουλειά και λαμβάνονταν υπόψη ως προσόν, οπότε υπήρχαν πολλοί άνεργοι που έπαιρναν κάρτα μέλους για να βρουν δουλειά και δημόσιοι υπάλληλοι.

Μέχρι το ‘33 – ‘34, οι Ναζί είχαν ως πολιτική την ταξική συνεργασία (εργάτες και εργοδότες μαζί) για να πάει μπροστά η Γερμανία. Συμμετείχαν όμως στα συνδικάτα, πήραν μέρος ακόμα και σε απεργίες. Μετά την άνοδό τους στην εξουσία απαγόρεψαν την απεργία και διέλυσαν τα εργατικά συνδικάτα (εκτός από ένα το ναζιστικό).

Οι μισθοί καθορίζονταν με διάταγμα. Οι εργοδότες είχαν δικαίωμα διακύμανσης του μισθού σε ατομικό επίπεδο. Οι αυξήσεις ελέγχονταν από το κράτος και όποιες κρίνονταν υπερβολικές κόβονταν.

Αυτό που ο Χίτλερ εξασφάλισε ήταν η παθητικότητα της εργατικής τάξης. Όμως γιατί έγινε αυτό;

Εδώ υπάρχει ένας δεύτερος μύθος, ο οποίος λέει ότι ο φασισμός έρχεται για να τσακίσει την αντίσταση της εργατικής τάξης, η ιστορική πραγματικότητα επίσης υπήρξε διαφορετική, ο φασισμός κατάφερε να εξασφαλίσει την κυριαρχία επί της εργατικής τάξης επειδή αυτή ήταν ήδη ηττημένη.

Το 1919 στη Γερμανία ξέσπασε επανάσταση, τη οποία κατέστειλε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, πνίγοντάς την στο αίμα και δολοφονώντας την επαναστατική ηγεσία, όπως ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Το 1920 έγινε στη Γερμανία ένα πραξικόπημα , το πραξικόπημα του Καπ, ενάντια στο οποίο εξεγέρθηκαν οι εργατικές μάζες, ένοπλα και κατάφεραν να το σταματήσουν. Λόγω ανεπάρκειας της ηγεσίας τους οδηγήθηκαν σε συλλήψεις, εκτελέσεις κλπ

Το 1923 πάλι έγινε μια εξέγερση, η οποία πνίγηκε στο αίμα λόγω ανεπάρκειας της ηγεσίας.

Μετά από αυτές τις απανωτές ήττες, η εργατική πάλη εξασθένισε και περιορίστηκε μόνο σε οικονομικούς αγώνες, που βέβαια είχαν τα κέρδη τους, όπως το 8ωρο, οι μισθοί κλπ.

Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθούν οι οργανώσεις της εργατικής τάξης σε κρίση. Τόσο τα συνδικάτα, όσο και τα πολιτικά κόμματα. Το κομμουνιστικό κόμμα, το KPD, από το ‘23 και μετά δεν μπορεί να πείσει ότι έχει ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο, ικανό να αποτελεί πρόταση εξουσίας.

Ο άλλος παράγοντας είναι ότι το KPD έκανε πληθώρα τραγικών λαθών.

  • Υποτίμησε πάρα πολύ το φασιστικό κίνδυνο. Στην πράξη δεν ασχολήθηκε ποτέ πριν το ‘33. Δεν έκανε ούτε καν κριτική στη δημαγωγία των Ναζί, την οποία θεωρούσε ανάξια λόγου. Το αποτέλεσμα ήταν να τους αφήνει ανενόχλητους να παρουσιάζονται ως ριζοσπαστική δύναμη και πολλές φορές να συμμετέχουν και σε αγώνες προσπαθώντας να κερδίσουν επιρροή (όπως και σήμερα επιχείρησαν με τα κίτρινα γιλέκα και παλαιότερα στην Ελλάδα με τις πλατείες κλπ).
  • Υιοθέτησε τη θεωρία του σοσιαλφασισμού, στρέφοντας τις δυνάμεις ενάντια και στη σοσιαλδημοκρατία και λέγοντας ότι κι αυτοί φασίστες είναι, απομονώνοντας τις δυνάμεις του από τις εργατικές δυνάμεις που ανήκαν στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και αφήνοντας τους σοσιαλιστές εργάτες στο έλεος της συμβιβαστικής ηγεσίας τους.
  • Είχε επικρατήσει ο σταλινισμός, απομακρύνοντας το κομμουνιστικό κόμμα, όπως και τα υπόλοιπα τις 3ης διεθνούς από τις μαρξιστικές, λενινιστικές αρχές.

Αυτά αποτέλεσαν τις προϋποθέσεις για την παθητικότητα της εργατικής τάξης.

Κατά τη διακυβέρνησή του ο Χίτλερ με την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας, η οποία έθεσε σε κίνηση το σύνολο της οικονομίας, μείωσε δραματικά την ανεργία. Από εκατομμύρια ανέργους, το ‘38-‘39 έφτασε τις 100.000. Οι μισθοί σταμάτησαν να μειώνονται .Έφτασε μάλιστα το ‘38 να γίνουν και απεργίες για αυξήσεις, στις οποίες πέτυχαν και αυξήσεις. Ο Χίτλερ επέλεξε να μην χτυπήσει αυτές τις απεργίες για να μην διαταράξει την ισορροπία που είχε πετύχει.

Με την έναρξη του πολέμου, αλλάζουν οι συνθήκες (για κάποιους, ένας από τους λόγους που ξεκίνησε ο πόλεμος ευσπευσμένα ήταν κι αυτός, η αύξηση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργατών λόγω μείωσης της ανεργίας). Η εισαγωγή τη καταναγκαστικής εργασίας με τους αιχμαλώτους πολέμου, που καθιστά ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης εργοδηγούς, είναι μια ακόμα παράμετρος.

Συνολικά πάντως, σε όλα αυτά τα χρόνια αναθέρμανσης της οικονομίας το ύψος του μέσου μισθού αυξήθηκε το πολύ 10%, χωρίς να φτάσει βέβαια τα επίπεδα του ‘29, ενώ η αύξηση των κερδών έφτασε το 127%. Είναι εμφανές λοιπόν το είδος της πολιτικής που άσκησαν οι Ναζί.

Συμπεράσματα

Ο φασισμός είναι ένα μαζικό αντιδραστικό κίνημα που υπερασπίζεται τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης. Παρότι εμφανίζεται ως ριζοσπαστική δύναμη, ποτέ στην ιστορία δεν κατέλαβε την εξουσία χωρίς την υποστήριξη της αστικής τάξης. Για να την πετύχει αυτή έπρεπε να διαθέτει ένα σχέδιο διατήρησης της κυριαρχίας της, η οποία δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί από άλλες διαχειρίσεις.

Η νίκη του φασισμού υπό συνθήκες δεν είναι μοιραία, αλλά είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους και η δράση της εργατικής τάξης όπως και της αριστεράς. Επομένως ο φασισμός αξίζει να μελετηθεί, ακριβώς για να διδαχθούμε τους τρόπους που πρέπει να υιοθετήσουμε για να τον πολεμήσουμε.




Tι είναι και πώς παλεύεται ο φασισμός;

Του Αλέξη Λιοσάτου

 

Είναι απαραίτητο να απαντήσουμε, καθώς 1) τα φασιστικά κόμματα, σήμερα έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή που είχαν ποτέ, σε παγκόσμιο επίπεδο, από την ήττα του φασισμού στο τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Αυτό κάνει την πιθανότητα της φασιστικής νίκης και επικράτησης μια ισχυρή πιθανότητα για το άμεσο μέλλον. 2) πολλές από τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις, που έπαιξαν ρόλο στην άνοδο και την επικράτηση του φασισμού τη δεκαετία του ’30, ισχύουν και σήμερα. Α) η οικονομική κρίση β) ο ρεβανσισμός της αστικής τάξης (επιθέσεις στα κοινωνικά δικαιώματα, ανάθεμα της μεταπολίτευσης, αυταρχικό κράτος) γ) ήττα της αριστεράς.

 

 

Τα χαρακτηριστικά του φασισμού – ναζισμού

 

Ο φασισμός για τους κλασικούς αναλυτές του φασισμού αποτελεί ένα μαζικό αντιδραστικό κίνημα που υπερασπίζεται τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης σε συμμαχία με μεγάλο κεφάλαιο. Σήμερα χωράει συζήτηση για το αν είναι επαρκής αυτός ο ορισμός, πάντως είναι αρκετά ασφαλές να πούμε ότι πρόκειται για ένα κίνημα που στόχο έχει τον κοινωνικό εμφύλιο μεταξύ των φτωχών-υποτελών τάξεων για να ηττηθεί η εργατική τάξη και να εδραιωθεί η κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου, όταν οι παραδοσιακές μορφές πολιτικής κυριαρχίας του καπιταλισμού δεν μπορούν να το καταφέρουν. Βασικός στόχος του φασισμού παραμένει η καταστροφή των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης (όσο συμβιβασμένες κι αν είναι), η κατάργηση της δημοκρατίας και η απαγόρευση κάθε ανεξάρτητης άποψης. Και βασικό μέσο επιβολής τους είναι η μαζική βία και τρομοκρατία στον δρόμο, όχι το κοινοβούλιο.

 

Το φασιστικό κίνημα είτε λειτουργεί συμπληρωματικά στις δυνάμεις καταστολής, είτε –εφόσον αναπτυχθεί- αναλαμβάνει το ίδιο τον κεντρικό ρόλο στην καταστολή και στην καταστροφή των συλλογικοτήτων και των αγώνων των φτωχών ενάντια στα αφεντικά τους. Στο δρόμο για την επίτευξη αυτού του στόχου, που είναι κοινός για τον καπιταλισμό και το φασισμό, οι φασίστες χτίζουν «πάνω στα έτοιμα», αξιοποιούν τον προϋπάρχοντα εθνικισμό, τον ρατσισμό και κάθε αντιδραστική ιδέα που η άρχουσα τάξη έχει φροντίσει να φυτέψει στα μυαλά της πλειοψηφίας των ανθρώπων σε καιρούς «ειρήνης και ανάπτυξης». Ο καπιταλισμός κάνει καλά τη δουλειά του, έχοντας καταφέρει να οδηγήσει τα θύματά του να γυρεύουν το δίκιο τους σε συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ τους, αντί να στραφούν στον κοινό εχθρό. Ο κοινωνικός ανταγωνισμός καλλιεργείται από την έλλειψη εξουσίας των απλών ανθρώπων και την πεποίθηση/αποδοχή της ιδέας ότι «το κράτος-το σύστημα δεν αλλάζει», οπότε με βάση το συγκεκριμένο επίπεδο παροχών πρέπει να προσαρμοστούμε και να επιβιώσουμε ο ένας απλός άνθρωπος σε βάρος του άλλου, να αρπάξουμε ο ένας το ξεροκόμματο της πίτας που περισσεύει από τον άλλο. Αυτό είναι το υπόβαθρο πάνω στο οποίο ανθίζουν εύκολα ο ρατσισμός ή ο εθνικισμός και τελικά ο φασισμός,  ιδιαίτερα σήμερα που το ξεροκόμματο της πίτας έχει μικρύνει κατά πολύ (για την ακρίβεια μας έχουν πείσει ότι έχει μικρύνει, γιατί ο πλούτος είναι περισσότερος από ποτέ).

 

Ο φασισμός εμφανίζεται ως ριζοσπαστική κι εν μέρει «αντισυστημική δύναμη», για να κερδίσουν από τη λαϊκή δυσαρέσκεια  ή/και για να πάρουν επιρροή από την Αριστερά, οπότε κατά κανόνα το πρόγραμμά τους είναι θολό και «αχταρμάς». Μπορεί να εμφανίζονται κατά των «πολυεθνικών», ακόμα και κατά του «καπιταλισμού», αλλά είναι υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας και της (καπιταλιστικής) «εθνικής ανάπτυξης». Οι οπαδοί του φασισμού συνήθως πιστεύουν στην «αντισυστημικότητα» της φασιστικής ηγεσίας, αν και δεν πρόκειται ποτέ να δικαιωθούν γι αυτη την πίστη. Μπορεί ο φασισμός καθώς  μαζικοποιείται να πάει κόντρα σε επιλογές κεφαλαίου εν μέρει και η ηγεσία τους έτσι να διαπραγματευτεί μαζί του τους όρους συμμαχίας μαζί του, αλλά στο τέλος θα συμμαχήσει με το μεγάλο κεφάλαιο. Όχι τυχαία, κανένα φασιστικό κόμμα δεν κατέλαβε την εξουσία αντιμετωπίζοντας την ένοπλη αντίσταση της αστικής τάξης. Αντίθετα η κατάληψη της εξουσίας τους επιτράπηκε ή/και ήταν ευπρόσδεκτη από μεγάλα τμήματα της αστικής τάξης.Η πιο τρανταχτή απόδειξη περί αυτού είναι πορεία του Χίτλερ στην εξουσία και οι σφαγές των «συναγωνιστών» των SA τη Νύχτα Μεγάλων Μαχαιριών (1934).  O Χίτλερ αξιοποίησε τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του φασιστικού κινήματος για να πάρει την κυβέρνηση κι έπειτα τα θυσίασε προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου. Στη ναζιστική Γερμανία, στα τέλη του ’30 οι μισθοί είχαν ανέβει κατά 10% (κυρίως λόγω της «ανάπτυξης» ελέω πολεμικής βιομηχανίας), αλλά τα κέρδη των καπιταλιστών κατά 127%.

 

Η ενοποίηση στη βάση έθνους και όχι τάξης, η στρατιωτική δομή και ιεραρχία και τυφλή υπακοή στον ηγέτη, ο κοινωνικός δαρβινισμός, η δαιμονοποίηση κοινωνικών και πολιτικών ομάδων, οι καλές σχέσεις με τα σώματα ασφαλείας είναι σταθερά χαρακτηριστικά τους.

 

Ο φασισμός είναι μία από τις επιλογές του μεγάλου κεφαλαίου για την ανάληψη της κυβέρνησης, αλλά σίγουρα όχι η πρώτη. Ιστορικά ο καπιταλισμός για  το μεγαλύτερο διάστημα το επιλέγει λύσεις διαχείρισης «ταξικής συνεργασίας» που εξασφαλίζουν –συνήθως- δια της πειθούς στοιχειώδη κοινωνική συναίνεση. Είναι δύσκολο και ριψοκίνδυνο να ποντάρουν στην καταπίεση της συντριπτικής πλειοψηφίας με την ωμή βία από μια πολύ μικρή μερίδα ανθρώπων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Γι αυτό τις περισσότερες φορές οι φασίστες περιορίζονται σε χρήσιμα συμπληρώματα, πχ για την καταπολέμηση του κινήματος. Μία βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη των φασιστικών κομμάτων είναι η οικονομική κρίση και η κατάρρευση των κομμάτων του «κέντρου», οπότε τη θέση της ταξικής συνεργασίας πρέπει να πάρει ο εξαναγκασμός. Επιπλέον στην οικονομική κρίση τα κόμματα ταξικής συνεργασίας (πχ Σοσιαλδημοκρατία) έχουν όρια στο πόσο αντεργατικοί μπορεί να γίνουν σε αντίθεση με τον φασισμό που το διατυμπανίζει ανοιχτά κι έχει κι εναν ακόμα στρατό-καταναγκαστικό μέσο για να το πετύχει. Επιπλέον ο φασισμός στην κυβέρνηση συνήθως υποδηλώνει ανάγκη και προετοιμασία για πόλεμο απέναντι στους άλλα κράτη-«εχθρούς του έθνους». Με βάση τα παραπάνω οι καπιταλιστές ζυγίζουν κάθε φορά πόσο θα στηρίξουν ή δεν θα στηρίξουν μια φασιστική δύναμη και ποιον ρόλο θα της αναθέσουν. Σε αυτή την εξίσωση εμπλέκονται διάφοροι παράγοντες. Ένας από αυτούς είναι η μαζικότητα του φασιστικού κόμματος, κάτι που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την αστική τάξη αλλά και από το κατά πόσο οι υποτελείς τάξεις θα εμπλακούν στο φασιστικό φαινόμενο. Ο πιο σημαντικός παράγοντας ωστόσο ιστορικά φαίνεται να είναι η δράση των ανθρώπων και των οργανώσεων του κινήματος και της Αριστεράς. Από τη δράση τους ή τα λάθη τους καθορίστηκε η νίκη ή η ήττα του φασισμού.  Δεν είναι τυχαίο ότι ο φασισμός δεν έρχεται πάνω στην άνοδο του εργατικού κινήματος, αλλά πάνω στην ήττα, την παθητικότητα και την απογοήτευση που σκορπάει. Στην άνοδο του εργατικού κινήματος, συνήθως εργάτες και μικροαστικά στρώματα αγωνίζονται μαζί. Στην ήττα ανοίγει το έδαφος για τον κοινωνικό κανιβαλισμό μεταξύ των υποτελών τάξεων. Έτσι έγινε στη Γερμανία (μετά τις αποτυχημένες επαναστάσεις του 1918, 1920, 1923) και στην Ιταλία (καταλήψεις εργοστασίων 1919-1920). Από αυτή τη σκοπιά ο φασισμός δεν είναι καθόλου ένα «μοιραίο» γεγονός, αλλά αποτέλεσμα ιδιαίτερων συνθηκών και δράσεων, οι οποίες ως ανθρώπινο οικοδόμημα μπορούν να αποδομηθούν από ανθρώπους. Ο φασισμός μπορεί να νικηθεί. Και είναι ζωτικής σημασίας να ηττηθεί. Γιατί ναι μεν «ο καπιταλισμός έχει πολλά πρόσωπα κι ένα από αυτά είναι ο φασισμός», αλλά ο φασισμός είναι το πιο αποκρουστικό του πρόσωπο, αυτό που σκοπεύει στη συντριβή του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Όπως έλεγε κι ο Τρότσκι, «Είναι σωστό ότι για να εξαφανιστεί η ανεργία και η αθλιότητα είναι αναγκαίο να καταστραφεί πρώτα ο καπιταλισμός. Ναι, είναι σωστό. Αλλά πρέπει να είσαι ο μεγαλύτερος βλάκας για να βγάλεις απ’ όλα αυτά το συμπέρασμα, ότι δεν πρέπει να παλέψουμε, από σήμερα κιόλας, με όλες μας τις δυνάμεις, ενάντια σ’ εκείνα τα μέτρα, που με τη βοήθεια τους ο καπιταλισμός αυξάνει την αθλιότητα των εργατών… Αν ένας από τους εχθρούς μου με ποτίζει με μικρές καθημερινές δόσεις από δηλητήριο κι ένας άλλος από την άλλη μεριά ετοιμάζεται να με πυροβολήσει κατάστηθα, θα κοιτάξω πρώτα να ρίξω από τα χέρια του δεύτερου εχθρού το πιστόλι, γιατί αυτό μου δίνει την ευκαιρία να απαλλαγώ κι από τον πρώτο εχθρό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως το δηλητήριο είναι «μικρότερο κακό» από το πιστόλι.» (Γράμμα στον Γερμανό κομμουνιστή εργάτη, 1931)

 

Ιταλία ‘20

Όχι τυχαία ο φασισμός γεννήθηκε μετά την πρώτη νικηφόρα εργατική επανάσταση και το διεθνές επαναστατικό κύμα που προκάλεσε. Η επανάσταση προκάλεσε διεθνώς φαινόμενα μαζικής συναδέλφωσης εργατών και φαντάρων. Στα μυαλά της άρχουσας τάξης, ηια την αντεπανάσταση ήταν φανερό ότι χρειαζόταν κάτι περισσότερο από τον στρατό και την αστυνομία. πρώτα άνθισε στη Γερμανία και την Ιταλία

Στην Ιταλία οι εργάτες και οι αγρότες είχαν κερδίσει, από το 1918, μια πληθώρα κοινωνικών κατακτήσεων, υπό τον φόβο της επανάστασης. Παρ’ όλα αυτά έφτασαν πολύ κοντά στην επανάσταση. Το 1919-20 όμως ο ρόλος της Αριστεράς (Σοσιαλιστικό Κόμμα) ήταν προδοτικός.  Το κύμα των απεργιών εξαντλήθηκε, και η κρίση με την ανεργία που έφερε και η απογοήτευση παρέλυσαν εντελώς το εργατικό κίνημα. Τότε γεννήθηκε ο ιταλικός φασισμός που εξαπέλυσε κύμα χιλιάδων δολοφονικών επιθέσεων και τρομοκρατίας,  με την κάλυψη του στρατού και της αστυνομίας και χρηματοδότηση από το μεγάλο κεφάλαιο. Εισέβαλαν σε πόλεις και ισοπέδωναν χώρους του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Οι εργάτες αρχίζουν να οργανώνουν την άμυνά τους απέναντι στις φασιστικές εισβολές, με την πρώτη νίκη να σημειώνεται στο Λιβόρνο με μαζική κινητοποίηση και απεργία την άνοιξη του 1921. Μέσα από τέτοιες εμπειρίες γεννιούνται τελικά οι Arditi Del Popolo, η πρώτη αντιφασιστική οργάνωση στον κόσμο, τον Ιούνιο του 1921, που προσπαθούν να καλύψουν το κενό της Αριστεράς. Την ώρα που το ΣΚ κάνει εκκλήσεις στο κοινοβούλιο, την αστυνομία και τη δικαιοσύνη (φτάνοντας να υπογράφει «σύμφωνο μη βίας» με τον Μουσολίνι…), την ώρα που το νεογέννητο ΚΚ υποτιμά τον φασισμό και κρατά εχθρική στάση απέναντι στο ΣΚ και τους Arditi, οι τελευταίοι συγκρούονται με τους φασίστες, όπου επιχειρούν να επιβάλουν την τρομοκρατία τους, τρέποντας τα τάγματα του Μουσολίνι σε φυγή, δημιουργώντας ρήγματα στο φασιστικό στρατόπεδο και μειώνοντας τα θύματα των δολοφονικών επιθέσεων. Πώς έδρασαν οι Arditi;

 

Oργανώνοντας κόσμο με επιτροπές στις γειτονιές, εμπλέκοντας εργατικά κέντρα και οργανώσεις, και αποδεχόμενοι στους κόλπους τους κάθε αντιφασίστα, από διαφορετικά κόμματα αλλά και αναρχικούς κι  ανένταχτους. Ήταν ριζωμένοι στην εργατική τάξη.  Απαντούσαν με αντιβία στη βία των φασιστών, αλλά το έκαναν μαζικά εμπλέκοντας τις οργανώσεις της εργατικής τάξης, όχι με την «ατομική τρομοκρατία».

 

Πιο σημαντικές νίκες καταγράφτηκαν στη Σαρτσάνα (Ιούλης 1921)  , στη Ρώμη (Νοέμβρης 1921), και στην Πάρμα (Αύγουστος 1922).

 

Το καλοκαίρι του 1922 ανακοινώνεται από τα συνδικάτα Αντιφασιστική Γενική Απεργία στην Ιταλία, αλλά ακυρώνεται (!) υπό το τελεσίγραφο του Μουσολίνι «να ακυρωθεί η απεργία»,  διαφορετικά θα επέβαλλε την τάξη αυτός ή ο στρατός». Στην Πάρμα όμως δεν δέχονται την ακύρωση της απεργίας και οργανώνουν την άμυνα της πόλης με οδοφράγματα και αυτοσχέδια όπλα. Η μάχη κράτησε για  τέσσερις μέρες. Επιστρατεύτηκε ο στρατός αλλά οι φαντάροι συναδελφώθηκαν με το αντιφασιστικό κίνημα και τελικά υποχώρησε. Τελικά οι φασίστες διαλύθηκαν πανικόβλητοι. Ο ίδιος ο Μουσολίνι είπε αρκετά χρόνια αργότερα αναφερόμενος στην Πάρμα: «Αν το παράδειγμα της Πάρμας είχε ακολουθηθεί και αλλού, το δικαίωμα των βετεράνων πολέμου (σημ.: των φασιστών) να ελέγχουν τη δημόσια ζωή θα ήταν υπό αμφισβήτηση».

Οι Arditi τελικά ηττήθηκαν από την κρατική καταστολή και ο Μουσολίνι ανήλθε στην εξουσία. Ηττήθηκαν όμως μόνο και μόνο γιατί το παράδειγμά τους δεν γενικεύτηκε, γιατί η Αριστερά (ΣΚ και ΚΚ) όχι μόνο δεν τους στήριξε αλλά και τους πολέμησε συνειδητά (παρόλο που η βάση των δυο κομμάτων συμμετείχε σε μεγάλο βαθμό στους Arditi «εκτός γραμμής»). Η νίκη απέναντι στον Μουσολίνι ήταν εφικτή, από τα εκατομμύρια των εργατών που ήταν οργανωμένοι σε συνδικάτα και τους πάνω από 170.000  που ήταν οργανωμένοι στην Αριστερά, ήταν εφικτή.

Συμπεράσματα από την Ιταλία του 1920: Οι θεσμοί (κοινοβούλιο, αστυνομία, στρατός κλπ) δεν θα μας προστατεύσουν απέναντι στην βία και τους στόχους του φασισμού. Η μάχη με όρους ιδεολογικής καθαρότητας πρέπει να αποκλειστεί γιατί εγγυάται την ήττα όλων μας από τους φασίστες. Η πλατιά κι ενωτική αντιφασιστική εργατική συμμαχία (και η με αυτούς τους όρους ένοπλη άμυνα απέναντι στους ένοπλους φασίστες) ίναι το μοναδικό εργαλείο για την ήττα του φασισμού.

 

ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1928-33

Σε μια χώρα με τα ισχυρότερα συνδικάτα, την ισχυρότερη Σοσιαλδημοκρατία , το μαζικότερο ΚΚ της Δύσης και την Ακροδεξιά με μηδαμινή επιρροή μέχρι το 1928, η τακτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου θα μπορούσε να αποτρέψει εύκολα την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.  Το ΚΚ Γερμανίας έπρεπε να απευθύνει στη Σοσιαλδημοκρατία δημόσια ένα κοινό σχέδιο με συγκεκριμένα βήματα για να εξουδετερωθούν τα ναζιστικά τάγματα εφόδου. Οι εργάτες των δυο κομμάτων ήδη πίεζαν από ταξικό ένστικτο για κοινή δράση απέναντι στους φασίστες.Απέναντι στην (πιθανή) άρνηση της Σ/Δ ηγεσίας την κοινή δράση, πολλοί εργάτες θα «έσπαγαν» από τη Σοσιαλδημοκρατία και θα πάλευαν μαζί με τους κομμουνιστές απέναντι στους φασίστες. Άλλωστε με παρόμοια τακτική το 1920-23 οι Κομμουνιστές κατάφεραν να πολλαπλασιάσουν τα μέλη τους και να γίνουν πρώτη φορά μαζικό κόμμα.  Αντίθετα, δυστυχώς, το το 1928-1933 η Κομμουνιστική Διεθνής εγκαινίαζε μια νέα λογική που επί της ουσίας αναγνώριζε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ως «βασικούς εχθρούς» των κομμουνιστών και όχι τους φασίστες. Αυτό έδινε άλλοθι στις Σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες να μπετονάρουν τη βάση τους απέναντι στην κομμουνιστική «απειλή». Αυτή η τακτική  οδήγησε διεθνώς στη βαθύτατη διάσπαση της εργατικής τάξης , την παθητικότητα, την απομόνωση και συρρίκνωση της κομμουνιστικής Αριστεράς , την εδραίωση της Σοσιαλδημοκρατίας, την ενίσχυση της Δεξιάς και  του Φασισμού. Τα συνδικάτα και οι κινητοποιήσεις διασπώνταν, ενώ σημειώθηκαν και κοινές δράσεις των Κομμουνιστών με τους Ναζί απέναντι στο SPD. Το ΚΚ Γερμανίας έφτασε να λέει πως «ο εργάτης που ανήκει στο SPD είναι σάπιος» και να αποκαλεί τους εργάτες του SAP (αριστερή διάσπαση του SPD) ως «φασίστες χειρότερους από αυτούς του SPD»- έτσι αποκόπηκε από τη μεγάλη μάζα των εργατών. … Το 1930 η Πράβντα πανηγύριζε πως οι ναζιστικές εκλογικές επιτυχίες δημιουργούσαν δυσκολίες στον γαλλικό ιμπεριαλισμό, ενώ ακόμα χειρότερα το ΚΚ Γερμανίας έφτασε να κάνει κριτική στους φασίστες πως δεν είναι αρκετά πατριώτες αλλά πράκτορες των Γάλλων (κριτική από τα δεξιά στον Χίτλερ). Έτσι ανήλθε ο Χίτλερ στην εξουσία κι έσφαξε τόσο τους σοσιαλδημοκράτες όσο και τους κομμουνιστές.

 

 

Γαλλία ‘36:

Διεθνές οικονομικό και πολιτικό υπόβαθρο

Στη Γαλλία μεταξύ 1928 και 1934 η βιομηχανική παραγωγή είχε μειωθεί 17% ενώ μεταξύ 1929-36 το μέσο εργατικό εισόδημα μειώθηκε κατά 30% κι άλλαξαν 17 κυβερνήσεις. Η φασιστική Ακροδεξιά άρχισε να μαζικοποιείται ραγδαία- η Γαλλική Δράση έφτασε στις αρχές του 1934 στα 60,000 μέλη, οι Νέοι Πατριώτες στα 90.000,  150.000 ο Πύρινος Σταυρός. Με τα τάγματα εφόδου να πολλαπλασιάζονται και να εξοπλίζονται συνεχώς, οι φασίστες θεώρησαν ότι ήταν καλή ευκαιρία να προχωρήσουν σε απόπειρα πραξικοπήματος στις 6 Φεβρουαρίου 1934. Η δράση από τα κάτω έπαιξε σοβαρό ρόλο για μην κυριαρχήσουν τέτοιες σκέψεις στη γαλλική αστική τάξη. Το γαλλικό κίνημα και η Αριστερά (Σοσιαλιστικό και Κομμουνιστικό Κόμμα- ΣΚ και ΚΚ) γνώριζαν πολύ καλά τι τους περίμενε σε ενδεχόμενη νίκη του φασισμού – τα γεγονότα στη Γερμανία απείχαν μόλις λίγους μήνες.  Στις 9 Φλεβάρη κάλεσαν σε αντιφασιστικές διαδηλώσεις που πνίγηκαν στο αίμα (με 9 νεκρούς).  Ακολούθησε κάλεσμα για γενική απεργία. Η απεργία ήταν ένας πραγματικός σεισμός, με 4,5 εκατομμύρια απεργούς να νεκρώνουν τη χώρα. ΚΚ και ΣΚ οργανώνουν γιγάντιες συγκεντρώσεις αλλά σε διαφορετικά σημεία, λόγω της έχθρας που είχε καλλιεργηθεί την «υπεραριστερή» περίοδο. Κι όμως, από τα κάτω επιβάλλεται στις ηγεσίες κοινή συγκέντρωση στις 161 από τις 346 πόλεις. Στο Παρίσι τα πλήθη ενώνονται φωνάζοντας μαζί «Ενότητα, ενότητα»! Το ενιαίο μέτωπο ηταν η απάντηση που επέλεγαν αυθόρμητα οι μάζες για να αντιμετωπίσουν την κρίση και το φασισμό. Την επόμενη διετία το πολιτικό σκηνικό αντιστράφηκε.  Οι εργάτες κι Αριστερά ανέκτησαν την αυτοπεποίθησή τους, οι φασίστες απέκτησαν αντίπαλο δέος κι η δυναμική τους αναχαιτίστηκε. Από τότε η  κοινωνική βάση πίεζε όλο και περισσότερο τις κομματικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες σε κοινή δράση. Η έχθρα μεταξύ ΚΚ και ΣΚ ατονούσε. Η γραμμή πάλης του ΚΚ ενάντια στο «σοσιαλφασισμό» σταδιακά υποχώρησε, μέχρι να αλλάξει οριστικά γραμμή τον Ιούλιο του 1934.  Μέσα από την ενότητα της Αριστεράς ο φασισμός αναχαιτίστηκε και ακολούθησε η άνοδος του εργατικού κινήματος το 1934-36, με τη μαζικοποίηση των συνδικάτων. Το ΚΚ Γαλλίας από το 1933 ως το 1936 δεκαπλασίασε τα μέλη του, το 1936 η Αριστερά κερδίζει τις εκλογές και ξεσπάει το μεγάλο κίνημα καταλήψεων των εργοστασίων (τον Ιούνη του 1936 στη Γαλλία ξέσπασαν 12.142 απεργίες και καταλήφθηκαν 8.941 εργοστάσια) που οδήγησε σε μεγάλες εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις.

 

 

Αγγλία ’36

Αντίθετα στην Αγγλία, οι φασίστες του Μόσλεϊ (BUF) αντιμετωπίστηκαν πετυχημένα, παρόλο που γνώριζαν ανάπτυξη παρόμοια με αυτή του Χίτλερ. Κομβική ήταν η μάχη της Cable Street στο Λονδίνο το 19136, όταν οργανώθηκε μέσα από μαζική καμπάνια διαδήλωση 500.000 ανθρώπων που οπλισμένοι με ξύλα και διάφορα αντικείμενα, συνεπικουρούμενοι από τους γείτονες στα μπαλκόνια κατάφεραν να αποτρέψουν τους φασίστες από το να παρελάσουν στο East End, νικώντας και την αστυνομία. Όμως αυτό δεν αρκούσε. Το East End ήταν μια πολύ φτωχή συνοικία-παραγκούπολη του Λονδίνου με τεράστια ανεργία, όπου οι φασίστες είχαν ριζώσει και η απουσία της Αριστεράς «βοούσε». Τότε το ΚΚ Βρετανίας αποφάσισε να επικεντρωθεί στα προβλήματα των υποβαθμισμένων συνοικιών, παρά τον άμεσο κίνδυνο φασιστικών επιθέσεων. Τον Ιούνιο του 1937 η Αριστερά μπήκε μπροστά στη μάχη ενάντια στις εξώσεις και την αύξηση των ενοικίων, ενώ τα μέλη τoυ BUF δεν έκαναν τίποτα γι αυτό το λαϊκό πρόβλημα. Δηλαδή το ΚΚ μπήκε πράξη μπροστά στη μάχη και απέδειξε ότι είναι ο καλύτερος υπερασπιστής των φτωχών.Οργάνωσε μάχες για επισκευές στα κτίρια, μειώσεις στα νοίκια, καλύτερο φωτισμό. Συγκροτήθηκαν τοπικές ομάδες που υπερασπίζονταν με κινητοποιήσεις όσους απειλούνταν με έξωση. Έτσι καλλιέργησε την ιδέα ότι ο ταξικός αγώνας είναι πιο αποτελεσματικός και όχι ο εθνικός, για τη βελτίωση της ζωής των απλών ανθρώπων, κέρδισε σε μαζικά σε εργατική επιρροή  κι αναπτύχθηκε ραγδαία στο East End.  Στις συνθήκες της κρίσης, αυτή η παρουσία και δράση έπαιξε καθοριστικό ρόλο και αργότερα οδήγησε σε εκλογικές επιτυχίες του ΚΚ σε αυτές τις περιοχές, ξεριζώνοντας τους φασίστες και την επιρροή τους από την περιοχή, ενώ στρατολόγησε μαζικά ακόμα και φασίστες που σκίζανε τις φασιστικές κάρτες μέλους δημόσια και περνούσαν στις γραμμές του ΚΚ. Η γραμμή αντιμετώπισης «προπαγάνδα, ταξική πάλη, φυσική πάλη (αυτοάμυνα κι απαγόρευση διαδηλώσεων) αποδείχθηκε και πάλι αποτελεσματική.

Αγγλία ’77-81

Η Αγγλία έδωσε και το επόμενο νικηφόρο παράδειγμα αντιφασιστικής δράσης απέναντι στους φασίστες του Εθνικού Μετώπου. Το «Εργατικό Κόμμα» ανήλθε στην κυβέρνηση το 1974 ως «Αριστερά» αλλά ακολούθησε δεξιά πολιτική κι έσπειρε απογοήτευση. Σε αυτό το έδαφος άρχισε να αναπτύσσεται το Εθνικό Μέτωπο. Το 1976-1977 έλαβε  διψήφια ποσοστά σε διάφορες περιοχές του Λονδίνου και άλλες πόλεις στις τοπικές εκλογές κι εξαπέλυσε έναν βίαιο ρατσιστικό πόλεμο, διαπράττοντας δεκάδες ρατσιστικές επιθέσεις. 31 άνθρωποι μαύρου δέρματος δολοφονήθηκαν μεταξυ 1976 και 1981, ενώ το πολιτικό σκηνικό μετατοπιζόταν δεξιά κι οι ρατσιστικές ιδέες κέρδιζαν έδαφος. Τον Αύγουστο του 1976, γεννήθηκε από αντιφασίστες μουσικούς η Κίνηση «Ροκ ενάντια στο Ρατσισμό» (ΡΕΡ) κι οργάνωσε μια σειρά συναυλιών ενάντια στο «Εθνικο Μετωπο». Στις 13 Αυγουστου 1977, χιλιάδες αντιφασίστες απέτρεψαν φασιστική πορεία στο Λιούισαμ (περιοχή του Λονδίνου).  Αυτό ήταν το έναυσμα για να ιδρυθεί η «Αντιναζιστική Λίγκα» (ANL) με ενεργό ρόλο της επαναστατικής Αριστεράς.

Επρόκειτο για μια μετωπική πρωτοβουλία που συσπείρωνε τη βρετανική Αριστερά και τμήμα της βάσης του Εργατικού κόμματος, συνδικαλιστές ηγέτες και σωματεία, μουσικούς, αθλητές και οπαδικούς συνδέσμους, αριστερούς   Vegetarians κ.ά. και κατάφερε να φτιάξει δεκάδες επιτροπές και να κινητοποιήσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους απέναντι στον φασισμό. Τα μεγαλύτερα γεγονότα που διοργανώθηκαν ήταν τα τεράστια Φεστιβάλ. Το πρώτο κεντρικό Φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε στις 30/4/1978, με 80.000 κόσμο και το δεύτερο είχε πάνω από 100.000. Μέχρι το 1979 πραγματοποιήθηκαν πολλές αντιφασιστικές κινητοποιήσεις και αρκετές κατάφεραν να ακυρώσουν τις φασιστικές παρελάσεις.  Οι φασίστες είχαν χάσει τη μάχη των δρόμων, α συνθήματά τους σβήνονταν, δεν μπορούσαν να διαδηλώσουν και τον Απρίλη του 1979 στις εκλογές πήραν μόλις 1,3%. Με πεσμενο το ηθικό, διασπάστηκε σε 3 κομμάτια και τελικά διαλύθηκε. Ο συνδυασμός μουσικής και μαζικής ενωτικής κινηματικής δράσης οδήγησε και πάλι τον φασισμό στην ήττα.

 

Σήμερα η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την οργανωτική υποχώρηση της Αριστεράς και την απογοήτευση γέννησαν οι διάφορες αριστερές εκδοχές τα τελευταία 30 χρόνια οδήγησαν στην ανάκαμψη των φασιστών αλλά και στη δημιουργία εκδοχών «κυριλέ Ακροδεξιάς», ή αλλιώς των «φασιστών με γραβάτα». Δεν επιτρέπεται κανένας εφησυχασμός. Κάθε εκλογική επιτυχία της «κυριλέ» ακροδεξιάς συνοδεύεται από κλιμάκωση των φασιστικών επιθέσεων, τα φασιστικά κόμματα μπορούν να περάσουν εύκολα από τη μια μορφή στην άλλη (πχ το AfD στη Γερμανία αρχικά ήταν «κυριλέ» και μετά απέκτησε δράση στον δρόμο ενώ για το κόμμα της Λεπέν ισχύει το αντίστροφο), στην Ελλάδα η ΧΑ για ένα διάστημα περιόρισε τα τάγματα εφόδου της αλλά τα μακεδονοφάγα συλλαλητήρια έβγαλαν και πάλι όλη την Ακροδεξιά στον δρόμο, γεννώντας και νέες φασιστικές συμμορίες δημιουργώντας το έδαφος για ανασυνθέσεις Δεξιάς-Ακροδεξιάς. Τόσο το κίνημα PEGIDA που ξεκίνησε από τη Γερμανία κι εξαπλώθηκε και στις γύρω χώρες όσο και οι «Μακεδονομάχοι» στην Ελλάδα συσπείρωναν «σοβαρές» αστικές και ακροδεξιές δυνάμεις με παράλληλη δράση «ταγμάτων εφόδου» που προχωρούσαν σε δράσεις βίας και τρομοκρατίας. Η προπαγάνδα των φασιστών με γραβάτα ενισχύει εκείνους με τη μπότα και το μαχαίρι και οδηγεί πάντα σε αύξηση των κρουσμάτων ρατσιστικής βίας. Απέναντι λοιπόν στους φασίστες του Βελόπουλου κι εκείνους του Μιχαλολιάκου απαιτείται ενιαία αντιμετώπιση.

Κάποια συμπεράσματα που προκύπτουν από την πιο πάνω αναδρομή για τον τρόπο αντιμετώπισης του φασισμού είναι τα εξής:

  1. Η Αριστερά είναι ανάγκη να ριζώσει και πάλι σε συνδικάτα και γειτονιές, να ξαναστήσει πάλι σωματεία και κοινωνικές συλλογικότητες που θα οργανώνουν τη ζωή και την αντίσταση της τάξης μας. Δεν είναι τυχαίο ότι η εμφάνιση «Επιτροπών Κατοίκων» τύπου Αγίου Παντελεήμονα πάτησε στην απουσία της Αριστεράς από υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας. Απαιτείται παρέμβαση που δεν θα αφήνει περιθώρια στην ακροδεξιά παρουσία και δημαγωγία, αλλά ούτε και χώρο για «εξορμήσεις» και πογκρόμ.
  2. Η στρατιωτικοποίηση της αντιπαράθεσης με δική μας ευθύνη και τακτικές που προσιδιάζουν στην ατομική τρομοκρατία είναι λάθος. Άλλωστε οι χρυσαυγίτες είχαν φάει πάμπολλες φορές ξύλο από αναρχικούς αλλά αυτό δεν απέτρεψε την είσοδό τους στη Βουλή- κάποια δε στιγμή έφτασαν να διεκδικούν τη δεξιά δεξαμενή από τη Νέα Δημοκρατία. Η φυσική πάλη είναι απαραίτητη στα πλαίσια αυτοάμυνας, στην προσπάθεια να μπλοκάρουμε τις μαζικές φασιστικές δράσεις στον δρόμο, καθώς μέσα από αυτή την «άμεση δράση», τη βία και την επίδειξη δύναμης μόνο μπορεί να αναπτυχθεί ο φασισμός. Αυτή η αντιβία είναι απαραίτητη αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι εμπλέκει το μέγιστο αριθμό δυνάμεων και εργατικών-λαϊκών συλλογικοτήτων. Όχι τυχαία, η ΧΑ περιορίστηκε μέσα από το ξεπήδημα και τη μαζικοποίηση δεκάδων αντιφασιστικών πρωτοβουλιών που ξεπήδησαν σε όλη τη χώρα, και ιδιαίτερα μετά την αντιφασιστική εξέγερση για τη δολοφονία του Π.Φύσσα. Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα αντιμετώπισης των φασιστών στην Πτολεμαΐδα πρόσφατα, όπου δεν χρειάστηκε καν να υπάρχει στρατιωτική αντιπαράθεση, παρόλο που είμασταν έτοιμοι για όλα τα ενδεχόμενα.

 

  1. Η προπαγάνδα δεν είναι το ισχυρό όπλο των φασιστών (αντιφάσεις του προγράμματος, φιλοκαπιταλιστικές προγραμματικές αρχές και δράσεις) , κι η βάση τους είναι ευάλωτη στην προπαγάνδα της Αριστεράς, με την προϋπόθεση ότι θα κυριαρχήσουν οι ιδέες μιας Αριστεράς αντικαπιταλιστικής, που πραγματικά δείχνει να εννοεί τη σύγκρουση με το κεφάλαιο για τη μεταφορά του πλούτου και της εξουσίας από τους λίγους στους πολλούς. Η Αριστερά αυτή μόνο μπορεί να αποδεικνύει ότι οι φασίστες είναι μπράβοι και ρουφιάνοι του συστήματος και δεν πρόκειται να λύσουν κανένα λαϊκό πρόβλημα. Αντίθετα η Αριστερά δεν πρέπει να κάνει εκπτώσεις στο δικό της πρόγραμμα, όπως να παριστάνει την «πραγματική πατριωτική δύναμη» (παίζοντας στο γήπεδο του αντιπάλου και υποσκάπτοντας την ταξική συνείδηση και ενότητα), ή υποχωρήσεις στους μικρούς εργοδότες στο όνομα της συμμαχίας με τη «μεσαία» τάξη που αποδυναμώνουν τον κινητήρα του αντιφασιστικού κινήματος, δηλαδή την εργατική τάξη. Για να κερδηθεί η «μεσαία τάξη» (για την ακρίβεια τα χαμηλότερα στρώματα αυτής) στον αντιφασιστικό και τελικά στον αντικαπιταλιστικό αγώνα χρειάζεται ένα ισχυρό εργατικό κίνημα κι ένα καθαρό εργατικό πρόγραμμα, ριζοσπαστική από τα κάτω εργατική δράση και καταπολέμηση κάθε αντιδραστικής ιδέας που τους διακατέχει (ρατσισμός, εθνικισμός, σεξισμός, ανταγωνιστικοτητα/ατομισμός, ομοφοβία, θρησκευτικός σκοταδισμός κλπ)

 

  1. Ο φασισμός μπορεί να νικηθεί από τη συμμαχία των εργατικών οργανώσεων, επαναστατικών και ρεφορμιστικών. Οι ρεφορμιστικές ηγεσίες απειλούνται και αυτές από τον φασισμό (που δεν κάνει διακρίσεις, σιχαίνεται όλους τους εργατικούς σχηματισμούς εξίσου) κι έχουν συμφέρον να συμμετέχουν στο αντιφασιστικό μέτωπο. Αν δεν το κάνουν, τουλάχιστον η επαναστατική Αριστερά δεν πρέπει να πάρει την ευθύνη της διάσπασης δυνάμεων, ώστε να κερδίσει τη βάση του ρεφορμισμού στη μάχη και τελικά στις ιδέες της. Η κριτική του ρεφορμισμού είναι απαραίτητη πάντα αλλά δεν μπορεί να στήνονται συμμαχίες με όρους ιδεολογικής καθαρότητας, που συνήθως τις πληρώνει η τάξη μας.

 

  1. Πάνω απ’ όλα η ταξική πείρα και πάλη διαβρώνουν το έδαφος για τη φασιστική προπαγάνδα και δράση. Όχι τυχαία, οι φασίστες δυσκολεύονται να αποκτήσουν ρίζες σε χώρους που οργανώνονται οι άνθρωποι ταξικά, πχ στα σωματεία.  Επιπλέον οι εργάτες είναι η μεγάλη πλειοψηφία στην κοινωνία κι αν οργανωθούν μπορούν να παρασύρουν και την πλειοψηφία κατώτερων μικροαστικών στρωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι το μεγάλο εργατικό κίνημα στην Ελλάδα (2010-2012) με τις 30 γενικές απεργίες έστριψε την πλειοψηφία των μικροαστικών στρωμάτων αριστερά, ούτε ότι η Αριστερά κυριάρχησε στις πλατείες έναντι των Ακροδεξιών.  Αντί για αυτοπεριορισμό και «υπευθυνότητα» για να «κερδηθούν οι νοικοκυραίοι με το μέρος μας», οι εργάτες πρέπει να είναι μαχητικοί και να πετυχαίνουν νίκες σε βάρος των εργοδοτών- αυτά είναι που εμπνέουν ευρύτερες μάζες να εμπλακούν στη μάχη στο πλευρό τους και αποσυσπειρώνει τη μεγάλη μάζα της χαλαρής φασιστικής βάσης και την αυτοπεποίθηση του φασιστικού κορμού. Οι εργατικές-λαϊκές νίκες με πρωταγωνιστή την Αριστερά, δηλαδή οι κινήσεις που δείχνουν έμπρακτα ότι μπορεί να νικηθεί ο καπιταλισμός από τα κάτω και ανεβάζουν τα επίπεδα ταξικής συνειδητοποίησης και αυτοπεποίθησης των εργατών είναι ο πιο ασφαλής δρόμος για να μετατοπιστεί η οργή του κόσμου αριστερά και να ξεριζωθούν οι φασίστες από γειτονιές και πόλεις.

 

Αυτά είναι τα απαραίτητα όπλα για να τσακίσουμε φασισμό. Κι εφόσον η ανάπτυξη και η νίκη του φασισμού υπό οποιεσδήποτε συνθήκες δεν είναι μοιραία, αλλά εξαρτάται κυρίως από τη δράση μας, ας μην αφήσουμε την ιστορία να επαναληφθεί, αντίθετα ας διδαχτούμε από αυτήν κι ας παλέψουμε για να γράψουμε τη δική μας ιστορία.