1

Kεφάλαιο 14: Επίλογος- Να ξεπεράσουμε τις παθογένειες-η πάλη για τον σοσιαλισμό παραμένει επίκαιρη

Πηγή: https://www.marxists.org/archive/higgins/1997/locust/

Kεφάλαιο 14 του βιβλίου του Τζιμ Χίγκινς “More Υears for the Locust-The origins of SWP”

(«Κι άλλα χρόνια για την ακρίδα-η καταγωγή του SWP») Mετάφραση A.Λ.

Κεφάλαιο 14

Μιλήστε άλλη μία φορά για την ευτυχία της ελπίδας για ευτυχία.

Έτσι, τουλάχιστον κάποιοι θα ρωτήσουν:

Τι ήταν αυτό; Και πότε θα ξανάρθει;

Έριχ Φριντ

 

Στην πρώιμη χριστιανική εκκλησία υπήρχε ένα διαρκές πρόβλημα με το περίσσευμα επισκόπων. Ίσως έπρεπε να απομακρυνθούν από το αξίωμα ή ακόμα και να αφοριστούν από τον Πάπα, αντίθετα όμως,μέσα από τις μυστηριώδεις διαδρομές της αποστολικής διαδοχής που χρονολογείται από τον Άγιο Πέτρο, που χειροτόνησε τον πρώτο επίσκοπο, παρέμεναν επίσκοποι με τη δυνατότητα να χειροτονούν ακόμα περισσότερους επισκόπους. Αυτό προκάλεσε αγωνία σε διάφορους Πάπες που είχαν την άποψη ότι αφού μπορούσαν να τους κάνουν, μπορούσαν και να τους ξε-κάνουν. Τελικά ολόκληρη αυθεντία- ο Άγιος Αυγουστίνος, διακήρυξε ότι άπαξ και είχε δοθεί το χρίσμα δεν μπορούσε να παρθεί πίσω. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ενοχλητικό πλεόνασμα περιττών, ανίκανων ή επίορκων Επισκόπων, που περιπλανιόνταν συμπεριφερόμενοι σαν πρίγκιπες της εκκλησίας παρά το γεγονός ότι δεν είχαν Eπισκοπή. Ήταν γνωστοί στην πιάτσα ως Περιπλανώμενοι Επίσκοποι. Αυτό το σκοτεινό ιστορικό γεγονός δεν συζητιόταν στους εκκλησιαστικούς κύκλους, αλλά επισημάνθηκε από έναν παπά του 19ου αιώνα της Εκκλησίας της Αγγλίας, τον Α.Χ. Μάθιου, που με πονηριά κατόρθωσε να κάνει την Εκκλησία της Ουτρέχτης για να τον χρίσει Επίσκοπο της Βρετανίας.

Mε το που χειροτονήθηκε ο Μάθιου δημιούργησε τη δική του εκκλησία. Δεν υπάρχει τίποτα σαν τον επίσκοπο με τα άμφια και τη ράβδο του που τον κάνουν σικάτο και παράλληλα  αντικείμενο φθονερών ματιών από άλλους θέλω-κι-εγώ-να-γίνω-επισκόπους. Όταν ένας άνθρωπος το έχει αποτολμήσει, σίγουρα θα ακολουθήσουν κι άλλοι, έστω κι αν όχι πάντα από την ίδια διαδρομή. Ο Tζ. Ρ. Βάιλατ και ο Βέρνον Χέρφορντ χειροτονήθηκαν Επισκόποι από την Νεστοριανή Εκκλησία της ακτής του Malabar. Έτσι το καλό μας έργο συνέχισε στο ίδιο μοτίβο: οι νέοι επίσκοποι έχτιζαν τις εκκλησίες τους και, με την πάροδο του χρόνου, ένιωθαν την ανάγκη να δημιουργούν νέους επισκόπους. Nιώθοντας ότι θέλουν να κάνουν μια πατρική πράξη, επέλεγαν και χειροτονούσαν κατάλληλους υποψήφιους, που μερικές φορές, με τη σειρά τους, ανέπτυσσαν δογματικές διαφορές που τους οδηγούσαν σε ρήξη για να σχηματίσουν τη δική τους εκκλησία. Με κάθε διάσπαση υπήρχε και μια νέα προσθήκη θεολογικών εξωτικών στοιχείων. Ένας περιπλανώμενος επίσκοπος ανακάτεψε τον καθολικισμό με τη θεοσοφία και έχτισε τον καθεδρικό ναό του γύρω από ένα τεράστιο χάλκινο φουγάρο μέσω του οποίου ο Θεός έστελνε ευεργετικές ακτίνες στους πιστούς, οι οποίοι στέκονταν κάτω από τον ευλογημένο μεταλλικό αγωγό για να τις δεχτούν. Ένας άλλος , που ενδεχομένως αμφέβαλλε για την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας, χειροτονήθηκε επανειλημμένα σε διάφορες ανύπαρκτες εκκλησίες και τελευταία συστηνόταν ως Μαρ Γεώργιος, Πατριάρχης του Glastonbury, Επίσκοπος της Δύσης, ενώ οι συμπληρωματικοί τίτλοι του γέμιζαν σεντόνια. Μέσα σ ‘αυτή τη μικρή αλλά ξεκαρδιστική πανδαισία, ένας πραγματικά ποιοτικός αστέρας ήταν ο Γάλλος «επίσκοπος» που συνδύασε τον καθολικισμό με τον δρυϊδισμό. Βάπτιζε, καιρού επιτρέποντος, στη θάλασσα πέρα από την ακτή της Νορμανδίας. Αυτός ο υπέροχος τυπάς συστηνόταν ως  «Αυτού Λευκότης ταπεινός Tugdual ο δεύτερος». Είθε ο Θεός του να τον προστατεύει από την πνευμονία. Η πιο πρόσφατη καταμέτρηση, το 1961, του αριθμού τέτοιων “επισκόπων” έδειχνε ότι είναι πάνω από 200 και ειλικρινά ελπίζω ότι ο Tugdualο 2ος, που ήταν ένας από αυτούς, να εξακολουθεί να είναι μαζί μας. [1]

Δεν απαιτεί ιδιαίτερα βαθιά γνώση της τροτσκιστικής παράδοσης για να παρατηρήσουμε ορισμένες ομοιότητες μεταξύ του μαρξιστικού σκοταδισμού και του εθισμού στον χριστιανικό μυστικισμό, ενώ μοιράζονται και τις παρόμοιες διασπαστικές τάσεις. Υπάρχει ο Τρότσκι, όπως ο Πέτρος, ο πρώτος και ο καλύτερος από τους μαθητές και στη συνέχεια υπάρχει ο συνεχώς αυξανόμενος πολλαπλασιασμός των αιρέσεων (sects), των υπο-αιρέσεων και των παρασίτων (in-sects) που ισχυρίζονται ότι αυτοί είναι οι άμεσοι κληρονόμοι του κυρίου. Κάθε ένας από αυτούς έχει έναν ατσάλινο λόγο να πάει κόντρα στους άλλους.  Εάν η ταξική φύση της σταλινικής Ρωσίας φαινόταν ζωτικής σημασίας για τον Τρότσκι το 1940, τότε πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο των σκέψεών μας και το 1996. Δεν έχει σημασία ότι αυτή η χώρα δεν υπάρχει πλέον; η διατήρηση του επιχειρήματος είναι η διατήρηση της παράδοσης, έχει γίνει αυτοσκοπός. Τόσο ισχυρή είναι αυτή η λαχτάρα για τις βεβαιότητες του παρελθόντος, που ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο μερικοί από εμάς μιλούν και γράφουν θυμίζει την αργκό της Κομιντέρν της δεκαετίας του 1920, που πρόσφατα μεταφράστηκε από τη ρωσική γλώσσα από έναν ανίκανο. Πριν από μερικά χρόνια υπήρχε ένα μέλος της Επαναστατικής Σοσιαλιστικής Λίγκας (RSL), του οποίου η ευχέρεια με τη συγκεκριμένη αργκό ασκούσε φοβερή γοητεία. Ένα τυπικό παράδειγμα πήγαινε κάπως έτσι: «Κατά την προσεχή περίοδο, τα διάφορα αμαλγάματα θα συγκεκριμενοποιήσουν την προγραμματική συμφωνία για για μερικά και μερικά σχέδια για τη σταθεροποίηση και ούτω καθεξής και ούτω καθεξής».Οι τελευταίες πέντε λέξεις του κειμένου εντός εισαγωγικών συνήθως, αν και όχι υποχρεωτικά, συνήθως μπαίνουν για να δώσουν την εντελώς ψευδή εντύπωση ότι έχετε πολλά σημαντικά ακόμα να πείτε. Ο άκριτος, για να μην πούμε ειδωλολατρικός σεβασμός σε καθετί Μπολσεβίκικο, μέχρι το 1924, και η παθιασμένη επιθυμία να βλέπουν τα πάντα μέσα από το πρίσμα του ρωσικού προηγουμένου κατέληξε να οδηγεί πάρα πολλούς ανθρώπους που υποφέρουν από μια αυτοτροφοδοτούμενη ανικανότητα να επικοινωνούν με τους εργάτες σε μια γλώσσα που οι εργάτες δεν μπορούν να καταλάβουν χωρίς γνώσεις «επιπέδου Α»για τον ρωσικό μαρξισμό.

Το 1938 δημιουργήθηκε η Τέταρτη Διεθνής. Εάν είστε γαλαντόμοι, ή αφελείς, μπορεί να πιστέψετε στον ισχυρισμό του ιδρυτικού Συνεδρίου ότι είχε περίπου 6.000 μέλη παγκοσμίως. Πολύ λίγα θα μπορούσατε να σκεφτείτε για ένα «Παγκόσμιο Κόμμα της Επανάστασης» – και πιθανότατα αυτό ήταν  το ψηλότερο σημείο του. Ήταν μια συνάθροιση μικροσκοπικών ομάδων που συσπειρώθηκαν γύρω από την έλξη του ιστορικού ρόλου του Τρότσκι και της ισχυρής διάνοιας του. Αυτή (υποτίθεται ότι θα) ήταν η δύναμη που θα οδηγούσε την εργατική τάξη στην εξουσία όταν ο καπιταλισμός και ο σταλινισμός θα υπέκυπταν στην ακαταμάχητη δύναμη του ερχόμενου πολέμου. Στην πραγματικότητα,  ο πόλεμος ήρθε και για όσο κράτησε η 4η μετακόμισε στις ΗΠΑ μαζί με τους GracieFields (στΜ ηθοποιός και τραγουδίστρια) και WH Auden (στΜ ποιητής). Αφού όλα λέγονται και γίνονται, η πιθανότητα ότι η 4η θα πάρει την εξουσία ήταν τέτοια που η William Hill (στοιχηματική εταιρεία) θα σας έκανε πολυδισεκατομμυριούχο, αν το είχατε παίξει στο στοίχημα.

Ο Τρότσκι είδε το μέλλον να δουλεύει το 1917 και όλη του η σκέψη, η ανεξαρτησία και θέληση του να προβλέπει τις εξελίξεις επηρεάστηκαν καθοριστικά από αυτό το γεγονός. Η επιτυχία των μπολσεβίκων και η ικανότητά τους να αναπαραχθούν (στΜ διεθνώς) περιορίστηκε στο να εξηγηθεί με οργανωτικούς όρους και όχι με βάση το περιεχόμενό τους. Όπως έγινε και με τη Λούξεμπουργκ, η οποία μερικές φορές επέκρινε σωστά τον Λένιν πριν από την επανάσταση, ο Τρότσκι στη μάχη του ενάντια στον σταλινισμό έγινε υπέρ-λενινιστής, κάτι που παραδόξως εξασφάλιζε ότι θα απαρνηθεί την ουσία του Λένιν. Για τον Λένιν η μορφή ήταν πάντα συμπληρωματική στο επαναστατικό περιεχόμενο: δεν έβλεπε τίποτα λάθος στην ανάπτυξη μιας νέας στρατηγικής και τακτικής για να ανταποκριθεί στην αλλαγμένη πραγματικότητα και η κατάλληλη οργανωτική μορφή θα προέκυπτε από αυτή την ανάλυση. Τουλάχιστον, ωστόσο, η προπολεμική Τέταρτη Διεθνής ζούσε σε έναν κόσμο όπου η μνήμη της ρωσικής επανάστασης ήταν νωπή και οι απόψεις του Τρότσκι δεν είχαν ακόμη ακυρωθεί από τις απροσδόκητες αλλαγές στο σενάριο.

Σήμερα, υπάρχουν τόσες κι άλλες τόσες 4ες Διεθνείς, καθεμιά από τις οποίες υποστηρίζει ότι εκείνη εκφράζει τη σκέψη του ιδρυτή. Μπορεί κάποιοι από αυτούς να πιστεύουν όντως ότι είναι οι μόνοι χαρισματικοί και προετοιμασμένοι ώστε να οδηγήσουν τους εργαζόμενους στην εξουσία. Ίσως να έχετε στο μυαλό σας την εικόνα ενός εργάτη που αναζητά διαρκώς μια Τέταρτη Διεθνή, κατά προτίμηση μια με δημοκρατικό συγκεντρωτικό καταστατικό, ένα καθαρό αντίγραφο του Μεταβατικού Προγράμματος, μια πολεμική κραυγή «προς τα πρώτα τέσσερα συνέδρια της Κομμουνιστική Διεθνούς», και τίποτα μετά το 1940 σε επίπεδο πολιτικής θεωρίας. Μπορεί να υπάρχουν τέτοιοι εργαζόμενοι, αλλά σχεδόν σίγουρα βρίσκονται σε μια άλλη πολιτική ομάδα (στΜ λογικά εννοεί την ομάδα του Τζέρι Χίλι) εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια και, ως εκ τούτου, νομίζουν ότι είστε λίγο ηλίθιοι. Ο μέσος όρος του πρόσφατα ριζοσπαστικοποιημένου εργάτη δεν θα βρει ελκυστική την κάπως μυστικιστική και κάπου-κάπου σχεδόν υστερική, προσκόλληση σε μια αφηρημένη Διεθνή. Για τον Κρις Χάρμαν ισχύει ό,τι και για το βιβλίο Γκίνες: είναι μια γεύση που δεν γευτεί ποτέ η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων.

Ένα πράγμα που όλες οι ομάδες στην αριστερά μοιράζονται  είναι η αφοσίωση στον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Αυτό ισχύει για εκείνους που προέρχονται από την τροτσκιστική παράδοση και από τους επιζώντες του σταλινικού ναυαγίου. Ο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός είναι κάτι που θεωρείται αιώνια αλήθεια, ως κάτι τόσο προφανές σήμερα που ισχύει για όλες τις περιπτώσεις και δεν σηκώνει συζήτηση. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβουμε; Δεν είναι μια μορφή οργάνωσης που προκύπτει αυτονόητα από μια προσεκτική εξέταση των κλασικών μαρξιστικών κειμένων. Από την άλλη πλευρά, μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητή ως μια απαραίτητη οργανωτική απάντηση στην καταπίεση της τσαρικής αυτοκρατορίας και τις επιδρομές και επιθέσεις της Οχράνα. Το γεγονός ότι προέκυψε από τις συζητήσεις του 1903 στη Ρωσική Σοσιαλδημοκρατία, σχετικά με το ποιος είναι και ποιος δεν είναι μέλος του κόμματος και στη συνέχεια αναπτύχθηκε κομμάτι-κομμάτι σε ένα σύνολο κανόνων είναι επειδή επειδή αποτελούσε μια προσπάθεια απάντησης στα γεγονότα όπως συνέβαιναν και όχι ως αποτέλεσμα ενός προκαθορισμένου σχεδίου δράσης. Στην κομμουνιστική και τροτσκιστική παράδοση, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός έχει πλέον αποκτήσει μια καθολική ισχύ πέρα ​​από το χρόνο και το πλαίσιο. Είναι σαν κάποια παραλλαγή θρησκείας της Μελανησίας, όπου η αυστηρή τήρηση ορισμένων περίπλοκων τελετουργιών θα οδηγήσει στο τεράστιο τετρακίνητο πουλί που πετάει, φέρνοντας μαζί του ένα ζωοποιό μαζικό επαναστατικό κόμμα μόνο για εμάς.

Συχνά υποστηρίζεται ότι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός καθιστά την οργάνωση πιο αποτελεσματική, επιτρέποντάς της να καταστεί πιο αποτελεσματική οργάνωση μάχης. Έχω ακούσει συχνά αυτό το επιχείρημα, πράγματι ομολογώ ότι το ισχυρίστηκα κι εγώ ο ίδιος στον εαυτό μου μερικές φορές, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ οποιαδήποτε στιγμή ότι αυτό αποδείχθηκε προφανές στην πράξη και ένας μη επαρκώς τεκμηριωμένος ισχυρισμός σπάνια γίνεται αποδεκτός ως αποφασιστικό στοιχείο ενώπιον αμερόληπτων δικαστηρίων. Ας υποθέσουμε ότι μια δημοκρατική συγκεντρωτική οργάνωση χωρίζεται σε 49% και 51% σχετικά με το αν θα αποφασίσει ή όχι μια συγκεκριμένη πορεία δράσης. Μήπως η μαγεία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού θα εξασφαλίσει ότι το 49% θα ξεχυθεί στη δράση με κραυγές ενθουσιασμού ίσης έντασης με εκείνες του 51%; Θα είναι αθροιστικά τόσο αποτελεσματικοί όσο και μια άλλη οργάνωση, μη προικισμένη με λενινιστικούς κανόνες, όπου το 100% των μελών συμφωνεί για την συγκεκριμένη πορεία δράσης; Η απάντηση είναι ΌΧΙ. Γιατί ακόμη και η πιο «λενινιστική» οργάνωση απαρτίζεται μόνο από εθελοντές στη συντριπτική πλειοψηφία των μελών. Ανεξάρτητα από το πόσο στιβαρά η Κεντρική Επιτροπή δίνει τις ντιρεκτίβες της, η μόνη πραγματική τιμωρία απέναντι σε αυτούς που αρνούνται να την ακολουθήσουν είναι ότι δεν θα τους επιτρέπεται στο μέλλον να εκτελούν εντολές, να πληρώνουν δυσβάσταχτη συνδρομή και να παραβρίσκονται στις συνεδριάσεις. Όχι και πολύ σενάριο αν το καλοσκεφτείτε: στην πραγματικότητα μοιάζει περισσότερο με υπόσχεση παρά με απειλή. Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι για μερικούς ανθρώπους το «κόμμα» γίνεται τρόπος ζωής, μια διευρυμένη οικογένεια στην οποία νιώθετε σαν στο σπίτι σας. Είναι η περίπτωση που έχει επενδυθεί όλος ο ιδεαλισμός και ο ενθουσιασμός σας, όπου μπορεί να διαμορφωθεί μια ολοκληρωμένη κοινωνική ζωή.

Η εμπειρία δείχνει ότι οι πιο ενθουσιώδεις αντάρτες του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού είναι, πιο συχνά απ’ ότι δεν είναι, οι πιο απολυταρχικοί στον έλεγχο των κομματικών καθεστώτων. Κάποιος σκέφτεται (στΜ ότι εννοούμε μόνο) τον Κλιφ, τον Χίλι και το παλιό ΚΚ. Αυτοί ανήκουν, φυσικά, στην κορυφαία δεκάδα από του συγκεντρωτικού παγόβουνου ωστόσο κάτω από την επιφάνεια (της θάλασσας) υπάρχει πολύ μεγαλύτερη πληθώρα μικρότερων συγκεντρωτικών σεχτών όπου η δημοκρατία είναι το απόλυτο δικαίωμα των ανθρώπων που συμφωνούν με τον ηγέτη, όπου η ελευθερία του λόγου τους να επαινούν τον γκουρού και τα έργα του δεν είναι μόνο δεδομένη αλλά και υποχρεωτική. Υπάρχουν εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η δική τους εκδοχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού δίνει βάρος στη δημοκρατία και περιέχει μόνο μια κουταλιά του γλυκού συγκεντρωτισμό. Είναι ελεύθερος όποιος θέλει να πιστέψει αυτή την ιστορία, αλλά πριν βιαστεί να ενταχθεί για το όποιο χρονικό διάστημα, ίσως είναι συνετό να αναζητήσει όσους διαγράφτηκαν πρόσφατα (στΜ από την οργάνωση) για να δούμε αν αυτός ο ισχυρισμός είναι καθολικά αποδεκτός.

Διασφαλίζει η δημοκρατική συγκεντρωτική οργάνωση από την κατασκοπεία των οργάνων κρατικής ασφάλειας ή από κακόβουλους πολιτικούς αντιπάλους πολιτικών αντιπάλων; Όχι πραγματικά. Όποιος θέλει να μάθει την εσωτερική λειτουργία των ηγετικών οργάνων αρκεί απλώς να ενταχθεί στην ομάδα και να κλώθεται γύρω από το ηγετικό κέντρο δείχνοντας πως είναι χρήσιμος και συχνάζοντας στις σωστές καφετέριες. Σύντομα θα παρέχει στους υπεύθυνους κατασκοπείας του πληροφορίες για το ποιος κάνει τι σε ποιον, ποιος είναι μέσα και ποιος είναι έξω και αν τίποτα από όλα αυτά αξίζει φράγκο. Σε μια οργάνωση όπως το SWP, η δεξαμενή εμπειρίας περιορίζεται στα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής επειδή ο Όμιλος δεν είναι δομημένος έτσι ώστε να αξιοποιήσει την εμπειρία των μελών του. Το γεγονός ότι ένα τέτοιο σύστημα μπορεί όντως να διατηρεί ένα είδος οργάνωσης αποδεικνύεται από τη συνεχιζόμενη ύπαρξη του SWP. Αλλά για όσους από εμάς υποστηρίζουν τον ισχυρισμό της Ρόζα Λούξεμπουργκ ότι τα λάθη ενός πραγματικού εργατικού κινήματος είναι απείρως προτιμότερα από τις αποφάσεις της πιο σοφής κι αλάνθαστης κεντρικής επιτροπής, μπορούν να υπάρξουν ελάχιστα κοινά ενδιαφέροντα με τον Κλιφ και τα τσιράκια του.

Στην Πράγα πριν από τον Α ‘Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γιάροσλαβ Χάζεκ, συγγραφέας του «Καλού Στρατιώτη Σβέικ», ίδρυσε το «Κόμμα της Μετριοπαθούς Προόδου Εντός των Ορίων του Νόμου». Στόχος του ήταν να γελοιοποιήσει τις αυτοκρατορικές αρχές, να ξεφτιλίσει τα άλλα κόμματα και κυρίως για να φέρνει πελατεία στον φίλο του, ιδιοκτήτη ενός μπαρ όπου το νέο κόμμα πραγματοποιούσε τις συναντήσεις του. Ένα από τα πρώτα ψηφίσματα προέβλεπε ότι όποιος γούσταρε μπορούσε να συμμετέχει στην Κεντρική Επιτροπή – ο αριθμός των μελών περιοριζόταν μόνο από τη χωρητικότητα δύο τραπεζιών κολλημένων μαζί στον χώρο εστίασης.Σε ό,τι με αφορά, αν αυτό είναι κάπως πρόβλημα, μπορούμε πάντα να μετακινηθούμε σε μια μεγαλύτερη τραπεζαρία και να προσθέσουμε τραπέζια. Σίγουρα αυτό προσεγγίζει περισσότερο ένα λογικό ιδανικό από την καρικατούρα μπολσεβικισμού τόσων πολλών δημοκρατικών συγκεντρωτιστών μας.

Φυσικά, όλος αυτός ο οργανωτικός φετιχισμός δικαιολογείται, όπως σχεδόν όλα τα άλλα, με την αναφορά στα έργα των μεγάλων δασκάλων. Προφανώς, αυτό σημαίνει  Λένιν, με Τρότσκι ως χρήσιμο υποστηρικτή της λενινιστικής πρότασης. Έτσι το αλάθητο αποκτά τέτοια δύναμη ώστε η σημαντική πρόταση να έχει ακαταμάχητη δύναμη για τους πιστούς. Αυτό το επιχείρημα της παραπομπής αποδίδει θεϊκές ιδιότητες σε άτομα. Υποθέτει ότι ο Λένιν, ο οποίος πέθανε το 1924, και ο Τρότσκι, ο οποίος πέθανε μόλις 16 χρόνια αργότερα, περιέκλεισαν στις ζωές τους και σκέφτηκαν όλες τις πιθανές απαντήσεις για τα προβλήματα που θα έπλητταν τον επαναστατικό σοσιαλισμό μετά τους θανάτους τους. Είναι κρίμα, πραγματικά, που δεν επέδειξαν την ίδια διορατικότητα όταν ήταν ζωντανοί: θα μας είχαν σώσει όλους από μπόλικο και τρομερό πόνο και βάσανα.

Είναι τόση η συχνότητα με την οποία επιστρατεύονται ορισμένα αποσπάσματα του Λένιν που θα ήθελα να κάνω μια ταπεινή πρόταση για να εξοικονομηθεί χαρτί και μελάνι–που είναι μεγάλη υπόθεση σε αυτούς τους οικολογικά ευαίσθητους καιρούς. Στα καμπ ξυλείας της Βόρειας Αμερικής οι ξυλοκόποι ήταν απομονωμένοι για μήνες σύντομα έφτασαν να ακούνε ο ένας τα ανέκδοτα του άλλου τόσο συχνά που έδωσαν στον καθένα από έναν αριθμό. Έτσι, απλώς φωνάζοντας τον αριθμό –με εξαίρεση τον αριθμό 37, ο οποίος ήταν υπερβολικά αηδιαστικός ακόμη και για τους ξυλοκόπους –μπορούσε κανείς να γελάσει ακόμα κι αν είχατε ξεχάσει στην αφήγηση την τελευταία ατάκα του ανεκδότου. Με τον ίδιο τρόπο, γιατί να μην βάλουμε τέτοιους κωδικούς και στα αποσπάσματα του Λένιν; Χρησιμοποιώντας ένα τροποποιημένο σύστημα ταξινόμησης Ντιούι θα μπορούσαμε να γράφουμε LC17 / 430/2 / 1-5, εννοώντας το απόσπασμα του Λένιν από τα Διαλεκτά  έργα, τόμος 17, σελίδα 430, παράγραφος 2, σειρές 1-5. Με τον τρόπο που γίνεται τώρα(στΜ η παράθεση του αποσπάσματος) αποτελεί μια πολύ βαρετή αποκήρυξη του κίβδηλου φιλελευθερισμού των Καντέτων το 1905, αλλά θα μπορούσε να είναι μια ενδιαφέρουσα κωδικοποίηση του τύπουLC56 / 54/1 / 4-10. Στην οποία η μόνη απάντηση που αρμόζει, και σίγουρα μια καθαρά αμυντική απάντηση που θα σας βοηθούσε να ανασυνταχτείτε (μετά την επίθεση που δεχτήκατε με την προηγούμενη κωδικοποίηση στΜ), είναι η κωδικοποίηση LC24 / 623/1 / 1-4. Αυτό θα μπορούσε να γίνει δημοφιλής μέθοδος και θα αποκομίζαμε το ανυπολόγιστο όφελος της μείωσης της έκτασης των βιβλίων του Κλιφ σε διαχειρίσιμα μεγέθη.

Αν δεν ολοκληρωθεί μια τέτοια λογική μεταρρύθμιση, οι μικροαπατεώνες θα συνεχίσουν να ξεροσταλιάζουν στα Διαλεκτά Έργα ψάχνοντας τα κατάλληλα εισαγωγικά για να προσθέσουν λίγο κύρος στον όποιο πρόστυχο ελιγμό σχεδιάζουν. Αναπόφευκτα, κάποιος άλλος που διαφωνεί με την εκάστοτε κίνηση θα έχει αποκτήσει το δικαίωμα απάντησης –σίγουρα όχι τα μέλη του SWP–με ένα εξίσου εύλογο και αντίθετο απόσπασμα του Λένιν.

Η ιστορία του μαρξιστικού κινήματος είναι μια αποθήκη χρήσιμων πληροφοριών και μπορεί να προσφέρει πολλά μαθήματα για τις σημερινές πρακτικές, ιδιαίτερα για το τι δεν πρέπει να κάνουμε στο μέλλον. Αυτό, όμως, που δεν πρέπει ποτέ να κάνουμε, είναι να χάνουμε από τα μάτια μας την ανάγκη να τοποθετούμε κάθε ιστορικό έργο και κάθε απόσπασμα από αυτό στο πλαίσιό του. Αυτό δεν σημαίνει μόνο το πλαίσιο του πνεύματος που το χαρακτηρίζει, αλλά και το πλαίσιο της εποχής και τον κόσμο στον οποίο απευθυνόταν. Ο Λένιν έγραψε απίστευτα πολλά πράγματα και μερικά από αυτά είναι σαφώς πιο διαχρονικής σημασίας από άλλα. Ο ίδιος το αναγνώρισε όταν συνέστησε να μην αναδημοσιεύονται ορισμένα έργα του χωρίς σχόλια που να επεξηγούν ότι αφορούν κυρίως τη Ρωσία. Σε τελική ανάλυση, δεν ήταν ο Θεός να στέλνει μηνύματα με πέτρινες πλάκες, ήταν ένας  άνθρωπος που μπορεί και να έσφαλλε, έστω κι αν ήταν ένας από τους πιο ιδιοφυείς, του οποίου οι πιο σκοτεινές φραξιονιστικές  διαμάχες και αψιμαχίες μπορούν με ασφάλεια να αναπαύονται στους αλογόκριτους τόμους των έργων του (στΜ χωρίς να επιστρατεύονται), χωρίς απολύτως καμία απώλεια για το εργατικό κίνημα.

Φυσικά, αυτοί που επιβάλλουν μια θλιβερή «δημοκρατία» για το έργο του Λένιν, όπου οι πιο ασήμαντες πληροφορίες έχουν ίση σημασία με τις μεγάλες θεωρητικές συνεισφορές, θα συνεχίσουν να παραθέτουν αποσπάσματά του ανεξάρτητα από τις περιστάσεις. Ο Robin Blick, για παράδειγμα, ήταν κάποτε ένας λαμπρός νέος στην ομάδα του Τζέρι Χίλι. Από τότε που τα έσπασε με τον Τζέρι, διένυσε μια μεγάλη διαδρομή απορρίπτοντας το παρελθόν του. Αυτός είναι, σήμερα, μανιακός με το να τσιτάρει Λένιν, αλλά όπου έγραφε κάποτε συν τώρα γράφει πλην. Αυτό το κάνει με κάποια επιδεξιότητα, επιλεκτικά και χαρούμενα απελευθερωμένος από το πλαίσιο (μέσα στο οποίο γράφτηκαν τα αποσπάσματα στΜ) . Η πρόθεσή του είναι να αποδείξει ότι ο Λένιν ήταν ένας αδίστακτος κακοποιός, όχι μόνο ο μοναδικός δημιουργός του Τζόε Στάλιν, αλλά κι ένας πραγματικός απόγονος των ορδών των Τατάρων, ένας συνεργάτης των Γερμανών Μαύρων Εκατονταρχιών και τέλος πάντων ένας εντελώς σάπιος άνθρωπος. Ο Κλιφ, από την άλλη πλευρά, τσιτάρει Λένιν με κάποια επιδεξιότητα, επιλεκτικά και εξίσου έξω από το πλαίσιο, με σκοπό να αποδείξει ότι oΛένιν είναι ένας καθωσπρέπει κύριος που, εντελώς τυχαία, φαίνεται ότι έγραψε απίστευτα προφητικά κείμενα που δικαιολογούν οτιδήποτε θέλει να κάνει ο Κλιφ, ανεξάρτητα από το από ποιους ζητά να το κάνουν. Η μόνη υπερασπιστική γραμμή σε αυτή την επίθεση τσιτάτων είναι να έχετε το δικό σας αντίγραφο των Διαλεκτών Έργων, παρόλο που αυτές τις μέρες κοστίζουν αρκετά ακριβά και ο Κλιφ προσπαθεί μερικές φορές να σας ξεγελάσει χρησιμοποιώντας τη 4η ρωσική έκδοση. Καλύτερα να μην εντυπωσιαστείτε από οτιδήποτε μοιάζει να λέει ότι ο Λένιν καθόταν στα πόδια του Κλιφ, αφομοιώνοντας την καθαρή μαρξιστική μαγεία του τελευταίου του ενθουσιασμού. Για τον Blick και τον Κλιφ, ο Λένιν είναι μια αγελάδα γαλακτοπαραγωγής τσιτάτων με πλήρη λιπαρά, επιτρέποντάς τους να παραμένουν γεμάτοι αυταρέσκεια για τις βεβαιότητές τους- η εικόνα ενός φοβερά υψηλού επιπέδου πιστοποιητικού που πρέπει να διαφυλάσσεται από τους νέους και αθώους με κάθε κόστος.

Το SWP είναι το παράδειγμα της χειρότερης δυνατής εφαρμογής του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και η άρνηση της πολιτικής του Λένιν. Ο υποτιθέμενος κεντρικός ρόλος του επαναστατικού κόμματος έχει γίνει το όλο το αντικείμενο της άσκησης. Το μόνο μέτρο της επαναστατικής προόδου είναι ο αριθμός των μελών–σημασία δεν έχει η ποιότητα αλλά η ποσότητα. Προφανώς, στους εργαζόμενους έχει ανατεθεί ο ρόλος του πεζικού στην επανάσταση, ενώ η πρωτοπορία θα είναι εκεί για να τους οδηγήσει στο γλυκό μέλλον. Σε αυτό το σχήμα δεν υπάρχει ανάγκη να στρατολογηθούν εργαζόμενοι τώρα, γιατί μπορεί να χαλάσουν την απολυταρχική αναρχία της ηγετικής κλίκας.

Το κόμμα που δημιουργήθηκε το 1977 (στΜ το SWP) δεν κατέστη αναγκαίο από μεγάλες αναταραχές και πολιτικές διαφοροποιήσεις. Ήταν λιγότερο ικανό να ξεδιπλώνει τις πρωτοβουλίες του στο εργατικό κίνημα από ό, τι πριν από τρία χρόνια. Η ίδρυσή του έγινε για καθαρά εσωτερικούς λόγους, για να δοθεί στα μέλη μια αίσθηση προόδου, κι ακόμα καλύτερα για να συγκαλυφθεί το γεγονός ότι στην πραγματικότητα είχε σημειωθεί υποχώρηση. Η κοινωνική σύνθεση ήταν τώρα χειρότερη, η κυκλοφορία των εφημερίδων μειώθηκε. Ο απόλυτα επιτηδευμένος παραλογισμός της κίνησης αυτής οδήγησε σε παλιά και πολύτιμα μέλη όπως οι Πίτερ Σέντγκουικ, Ρίτσαρντ Κάπερ, ΜακΓκράθ, Μάρτιν Σω κι αρκετοί άλλοι να αποφασίσουν ότι ήταν πιο ρεαλιστικός και όμορφος στόχος να τους ζητηθεί ένα άλλο ταξίδι προς τη χώρα του Ποτέ χωρίς χάρτες. Κατευθύνθηκαν προς την έξοδο με την πεποίθηση ότι η παράσταση τελείωσε. Οι παρατάξεις και οι κλαδικές εργοστασιακές οργανώσεις μειώνονταν σε αριθμό και επιρροή. Οι εφημερίδες βάσης (στΜ τα τοπικά έντυπα που εκδίδονταν από τις παρατάξεις ανά χώρο δουλειάς) πέθαιναν αθόρυβα. Φυσικά υπήρξαν θορυβώδεις εκστρατείες – το «Δικαίωμα στην Εργασία» εδώ και κάποια αντιφασιστική δουλειά εκεί – αλλά ήταν καμπάνιες μιας χρήσης, που διατηρούνταν εν ζωή μόνο όσο έφερναν νέα μέλη: όταν αυτό σταματούσε τότε κατέβαζε διακόπτες και το σύστημα τροφοδότησής τους. Όπως συμβαίνει με όλες αυτές τις εμπνευσμένες δραστηριότητες των σεχτών, οι καμπάνιες αυτές δεν άξιζαν από μόνες τους, αλλά μόνο ως δημιουργήματα του κόμματος, που περιφρουρούνταν φθονερά από ξένους εισβολείς. Κάποιος σχεδόν άκουγε την κραυγή, “αυτό είναι το δικό μας μαγαζί στρατολογιών, αν θέλετε να πάτε να φτιάξετε το δικό σας”.

Μια οργάνωση όπως το SWP μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει παρά τον σεχταρισμό του και συμπεριφερόμενο προς τα έξω , όπως ένας απρόσκλητος επισκέπτης που είναι αντιπαθητικός τους οικοδεσπότες αλλά ξεγελά όλους τους υπόλοιπους. Θα συνεχίσει (να υπάρχει) εφόσον πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Όπως ότι το τυπογραφείο της συνεχίζει να παράγει επαρκή κέρδη από την εμπορική της δραστηριότητα για να χρηματοδοτεί τα έντυπα του κόμματος και τους επαγγελματίες πλήρους απασχόλησης. Οι άνθρωποι του μηχανισμού, με τη σειρά τους, θα οργανώνουν τη συλλογή συνδρομών και θα εξασφαλίζουν ένα εύλογο ρυθμό στρατολογιών  που θα αντισταθμίζει τουλάχιστον την απώλεια μελών. Πριν από πολύ καιρό το SWP καθιέρωσε μια πολιτική ελάχιστης αντιπαράθεσης (στΜ στο εσωτερικό του), η οποία σήμερα είναι τόσο σταθερά εδραιωμένη ώστε να αποτελεί μέρος της παράδοσης. H διαφωνία στοχοποιείται και οι φόρμες επαναστατικής δικαιοσύνης αγνοούνται. Η Κεντρική Επιτροπή έχει μοναδικά προσόντα κι εκφράζει άποψη για όλους και όλα, ενώ σήμερα ο αναγεννησιακός άντρας στις γραμμές της, ο Μαρξιστής Λεονάρντο Ντα Βίντσι, είναι ο Κρις Χάρμαν. Πριν από πολύ καιρό εξέφερε άποψη, με την ιδιότητα του αλάθητου του πάπα, ως συνήθως, , για το ζήτημα της ανθρωπολογίας και τώρα αυτή είναι η γραμμή, αν και το γιατί τοSWP πρέπει να έχει γραμμή για την ανθρωπολογία είναι κάτι που μου διαφεύγει. Ο ανθρωπολόγος-μέλος του SWP–ίσως είναι περισσότεροι από ένας- που αποδέχεται τη σύγχρονη ακαδημαϊκή σοφία επί του θέματος, με την οποία έρχεται σε κόντραο Χάρμαν, τηρεί όρκο σιωπής μπροστά στην αυθεντία του. Θυμάται κανείς τον Λυσένκο, ο οποίος, κατ’ εντολή του Τζόε Στάλιν, αναποδογύρισε τον Δαρβίνο, (στΜ ισχυριζόταν ότι)πέτυχε γενετικές αλλαγές στα φυτά μέσα σε λίγες γενιές, αλλάζοντας το περιβάλλον τους. Έτσι ισχυρίστηκε ότι θα μπορούσε να καλλιεργήσει σιτάρι τον χειμώνα και ντομάτες βόρεια του Αρκτικού κύκλου. Κανείς δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα να πλησιάσει για να εξετάσει πραγματικά τα φυτά του –από όσα γνωρίζω ήταν κατασκευασμένα από πλαστικό. Τελικά οδηγήθηκε σε πρόωρη συνταξιοδότηση, αλλά όχι πριν τερματίσει τη σταδιοδρομία κάποιων πιο συμβατικών γενετιστών. Το πολιτιστικό κλίμα του SWP θυμίζει τις ωραίες εκείνες ημέρες, όταν ο Ζντάνοφ χειριζόταν τον πολιτιστικό μπαλτά του Τζόε Στάλιν-μια θριαμβευτική εξόρμηση του φιλισταϊσμού.

Μια ηγετική επιτροπή με αυτό το είδος επικυριαρχίας σε οποιαδήποτε έρευνα με την οποία καταπιάνεται είναι απίθανο να καταρρεύσει μέσα από τις δικές της τάξεις, διότι η διαφωνία από ένα ή δύο μέλη μπορεί να καταπνιγεί από τα υπόλοιπα. Ούτε θα υποκύψει στην ανύπαρκτη  δημοκρατική πίεση του κόμματος. Θα είναι, ωστόσο, πιο ασταθής εάν χαθεί η ηγετική φιγούρα του. Κάποιος μπορεί να ελπίζει ότι ο Κλιφ έχει γράψει τη Διαθήκη του, σαν τον Λένιν. Θα ήταν τρομακτικό να δούμε ανίερες μάχες στο μέλλον (στΜ πάνω στην ερμηνεία της Διαθήκης), αν και το προηγούμενο του Λένιν δεν μας δίνει υπερβολικές ελπίδες για ομαλή διαδοχή. Την πάλη για το «χρίσμα» μπορούμε να τη φανταστούμε ως ένα μυθιστόρημα Ντάσιελ Χάμετ (στΜ συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας) αλλά χωρίς κανένα στυλ και χωρίς καθόλου τέχνη. Δεν θα ήταν καθόλου χριστιανικό να ευχηθώ οποιαδήποτε δυσάρεστη κατάσταση στους σημερινούς κατόχους της εξουσίας στο SWP. Από την άλλη πλευρά, φυσικά, είμαι άθεος.

Το άτυχο ταξίδι στις άγριες ακτές του σκοταδισμού που ξεκίνησε ο Κλιφ στις αρχές της δεκαετίας του 1970 κατέστη δυνατό από το γεγονός ότι τα προηγούμενα 20 χρόνια, είχε χτιστεί μια ομάδα σε τέτοιον βαθμό ώστε να δημιουργήσει μια  δυναμική, σε μεγάλο βαθμό αγνοώντας ή απορρίπτοντας μεγάλα κομμάτια της μπολσεβίκικης και τροτσκιστικής παράδοσης. Το ισχυρότερο χαρακτηριστικό που έκανε ελκυστικούς τους IS ήταν στον κάπως χαλαρό και μη σεχταριστικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν την επαναστατική πολιτική χωρίς να παριστάνουν τους φωστήρες γι’ αυτήν. Αν και οι αναλύσεις για τον κρατικό καπιταλισμό, τον ρεφορμισμό, τη μακρά άνθηση (του καπιταλισμού) και τη Λούξεμπουργκ ήταν υπό δοκιμή και ελλιπείς, έδειχναν αρκετή συνοχή ώστε να δείχνουν ότι υπήρχε κάποια ζωή στην επαναστατική πολιτική μετά τον θάνατο του Τρότσκι το 1940. Η ολοκλήρωση αυτής της σοβαρής δουλειάς δεν έγινε, αν και τα βιβλία για την «Εισοδηματική πολιτική» και την «Παραγωγικότητα» ήταν τέκνα αυτής της περιόδου σοβαρής και αξιόλογης έρευνας. Η “λενινιστική” φάση ήταν όταν ο Κλιφ σταμάτησε τη νέα σκέψη, μια υποχώρηση στις βεβαιότητες της ιστορίας που μπορούν να ξαναγραφτούν άρπα-κόλλα. Υπάρχει, για παράδειγμα, περισσότερος μαρξισμός στο βιβλιαράκι του Κλιφ περί παραγωγικότητας, παρά σε όλους μαζί τους τέσσερις τόμους του Λένιν. Το πρώτο ήταν προσανατολισμένο προς την οικοδόμηση της παρουσίας (των IS) στο εργατικό κίνημα, ενώ το δεύτερο ένα αστάρι για ένα κόμμα που λεγόταν κατ’ όνομα λενινιστικό και στην πράξη κατασκευαζόταν κατ’ εικόνα του Κλιφ. Αυτό το κόμμα δεν θα χτιστεί  ποτέ.

Το SWP αποτελεί ένα παράδειγμα του χειρότερου είδους υποτροπής- εκπροσωπεί το παρελθόν όχι το μέλλον. Με τα χρόνια σχεδόν όλοι όσοι γνώρισαν τον Όμιλο στις καλύτερες στιγμές του είτε έχουν διαγραφτεί είτε το εγκατέλειψαν αηδιασμένοι: οι λίγοι που παραμένουν ασκούνται στην «τέχνη της σιωπής» που συνέστησε ο Ισαάκ Μπάμπελ για τις εκκαθαρίσεις του Στάλιν.[2] Τα νέα μέλη είναι γενικά ανοιχτά σε όλες τις πολιτικές, μη γνωρίζοντας τις άλλες οργανώσεις στο σοσιαλιστικό κίνημα. Τα στενά όρια του SWP είναι το φρούριο από το οποίο γίνονται κατά καιρούς εξορμήσεις για πεπερασμένες καμπάνιες της οργάνωσης. Καθοδηγούνται να πιστεύουν, και κάποιοι προφανώς πιστεύουν, ότι έξω από το κόμμα υπάρχει μόνο έρημος άδεια από οάσεις – ούτε καν ένα ποτήρι μπύρας. Ευτυχώς για την υπόλοιπη ανθρωπότητα υπάρχει ένας πραγματικός κόσμος έξω από το SWP και, παρά τα όσα μπορεί να λέει ο κομματικός τύπος, το επαναστατικό κόμμα δεν έχει ακόμη χτιστεί.

Όταν χτιστεί, δεν θα βασίζεται σε ακατάλληλες ρωσικές οργανωτικές μορφές, που θα πηγάζουν από μια γλώσσα που προέκυψε από κακομεταφρασμένα ρωσικά. Ούτε θα κατασκευαστεί από το SWP με τη μέθοδο λιθαράκι-λιθαράκι του Κλιφ της πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης. Προκειμένου το SWP να αποτελέσει μέρος της διαδικασίας, θα πρέπει να υπάρξει μια κάθετη διαφοροποίηση μέσα στις γραμμές του και μια αποφασιστική ρήξη με τις τρέχουσες πρακτικές του. Ομοίως, η παραδοσιακή επίθεση “ενότητας” που κατέστρεψε το τροτσκιστικό κίνημα στο παρελθόν και αποτελεί μονίμως το προοίμιο ενός ή περισσοτέρων διασπάσεων, δεν θα βοηθήσει πάρα πολύ στο χτίσιμο των θεμελίων του κόμματος. Είναι σχεδόν δυνατόν να απελπίζεται κανείς όταν βλέπει ότι οι ομάδες – οι οποίες στις γραμμές τους περιλαμβάνουν καλούς κι έξυπνους συντρόφους – να προσκολλούνται τόσο φανατικά στις διαφορές τους με όλους τους άλλους. Η ειρωνεία είναι ότι αυτές οι διαφορές δημιουργούν έναν προστατευτικό κλοιό γύρω από τις ομάδες, σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα στις αρχές που τις ορίζουν. Είτε θα σταματήσουν να συμπεριφέρονται σε άλλες ομάδες όπως οι κλέφτες τη νύχτα, θεωρώντας τες (τις άλλες ομάδες) κατάλληλες μόνο για να λεηλατηθούν, είτε θα αποκλείσουν τελείως τους εαυτούς τους από τις δυνατότητες πραγματικής εξέλιξης. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να λέει ότι (οι σημερινές τροτσκιστικές ομάδες) μπορούν να μεταρρυθμιστούν, αλλά τα διδάγματα μετά από τόσα πολλά χρόνια αποτυχίας πρέπει τελικά να φτάσουν ακόμα και στα πιο περιχαρακωμένα μυαλά.

Η ιδέα του μικρού μαζικού επαναστατικού κόμματος δεν επιβιώνει μόνο στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Ο Άρθουρ Σκάργκιλ ελπίζει να πλασαριστεί έτσι ώστε να αποτελέσει το καταφύγιο για τους σοσιαλιστές που θα πεταχτούν έξω από τους Εργατικούς, όταν οι νέοι Εργατικοί του Τόνι Μπλερ αναλάβουν τη διακυβέρνηση του κράτους. Το ότι το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SLP) του Άρθουρ έχει μεγάλη ομοιότητα με το προ του 1956 Κομμουνιστικό Κόμμα είναι ένας λόγος για τον οποίο δεν θα το πετύχει. Ένα άλλο ζήτημα, βέβαια, είναι το κωμικό θέαμα να ελέγχεται ο κομματικός μηχανισμός του SLP από τα μέλη της Ηνωμένης Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς (που έχει περίπου τόσα μέλη όσα και τα γράμματα του ονόματός της) που κατά τα άλλα είναι βαθιά αφοσιωμένες στο καθήκον να αρνηθούν την ένταξη Τροτσκιστών άλλων πεποιθήσεων.

Οι πραγματικοί λόγοι ελπίδας βασίζονται στις αλλαγές που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια. Στο παρελθόν, το επαναστατικό κίνημα συντριβόταν στις μυλόπετρες του σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Και οι δύο αυτές εκδηλώσεις καρκίνοι στο σώμα της πολιτικής αποδείχθηκαν ανίκανοι να ταιριάξουν με τη δύναμη και τη δυναμική του καπιταλισμού. Όσες δεν ξεπεράστηκαν και δεν υποτάχθηκαν, απορροφήθηκαν. Οι συλλογικότητές τους, απέχοντας παρασάγγας από το να αντανακλούν και να οικοδομούν την εργατική αλληλεγγύη, έγιναν δυνάμεις εκμετάλλευσης, αθλιότητας και ανικανότητας. Πλέον και οι δύο έχουν φύγει: η σοσιαλδημοκρατία από μόνη της και ο σταλινισμός γιατί γέρασε πριν προλάβει να ωριμάσει. Παρόλο που αυτές οι εξελίξεις προξένησαν έκπληξη όλες τις (τροτσκιστικές στΜ) ομάδες – και η πρώτη αντίδρασή τους ήταν να τονίζουν ακόμα πιο έντονα τις καθοριστικές διαφορές τους, ιδιαίτερα αυτήν της στάσης τους απέναντι στην ταξική φύση της σημερινής ανύπαρκτης Σοβιετικής Ένωσης – πρέπει να παραδεχθούμε ότι ενώ επιθυμούμε να αποχαιρετήσουμε τον σταλινισμό, πρέπει και να αναγνωρίσουμε ότι ζούμε σε έναν μετα-τροτσκιστικό κόσμο. Η εξαφάνιση των δύο μυλοπετρών, απέχοντας πολύ από το να απελευθερώσει τον τροτσκισμό από τους περιορισμούς του, φαίνεται να έχει αφαιρέσει εκείνα τα χαρακτηριστικά με βάση τα οποία ο ίδιος ορίστηκε.

Το κόμμα δεν θα χτιστεί με τους απογοητευμένους οπαδούς του σταλινισμού ή τους σοσιαλιστές πρόσφυγες της σοσιαλδημοκρατίας, επειδή δεν υπάρχουν πλέον. Εκεί που πρέπει να αναλώσουμε όλον τον χρόνο μας είναι πίσω στην εργατική τάξη.

Υπάρχουν εκείνοι που ισχυρίζονται, όπως ο Έντουαρντ Μπερνστάιν πριν από αυτούς, ότι ο καπιταλισμός έχει αλλάξει έτσι ώστε όχι μόνο ο σταλινισμός και η σοσιαλδημοκρατία είναι περιττοί, αλλά και η ίδια η έννοια του σοσιαλισμού έχει ξεπεράσει την ημερομηνία λήξης της. Μας λένε ότι οι χειρωνακτικές δεξιότητες χρειάζονται ελάχιστα σήμερα και ότι αυτό που έχουμε είναι πολλή τεχνολογία και πολύ λιγότερους τεχνικούς. Ο τομέας της ανάπτυξης στην απασχόληση είναι οι γυναίκες με συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Οι εταιρίες της δεκαετίας του ’80 και της δεκαετίας του ’90 σήμερα εκσυγχρονίζονται (στΜ κυρίως με περικοπές δαπανών, μειώσεις μισθών, μείωση προσωπικού κλπ) και η βιομηχανική παραγωγή έχει μετακομίσει αμετάκλητα στην άλλη άκρη του Ειρηνικού και στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Σύμφωνα με αυτή την ιστορία, στον παλιό καπιταλιστικό κόσμο η εργατική τάξη έχει χτυπηθεί και αποδεκατιστεί. Φυσικά υπάρχει κάποια αλήθεια σε όλα αυτά, αλλά είναι, όπως κάθε άλλο στιγμιότυπο ενός περίπλοκου κόσμου, μια στατική και ανεπαρκής άποψη. Όλα ισχύουν αλλά, επειδή δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά στην κίνησή τους ή τα στοιχεία που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, είναι παραπλανητικά. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν περισσότερες γυναίκες στο εργατικό δυναμικό από ό, τι πριν- και τόσο το καλύτερο. Είναι αλήθεια ότι η μείωση του μεγέθους των εταιρειών επέτρεψε να αυξήσουν σημαντικά τα κέρδη τους χωρίς να πουλάνε περισσότερα προϊόντα, αλλά όπως και ο γκουρού του εκσυγχρονισμού, Stephen S Roach, τώρα ομολογεί: «Οι τακτικές του ασταμάτητου εκσυγχρονισμού και της πραγματικής συμπίεσης των μισθών είναι τελικά συνταγές για βιομηχανική εξαφάνιση … Αν το μόνο που κάνεις είναι να κόβεις τότε στο τέλος δεν θα μείνει τίποτα, κανένα μερίδιο αγοράς». Το ζήτημα για τη βιομηχανική παραγωγή δεν είναι αν θα  μεγαλώσει και πάλι, αλλά πότε. Το αυξανόμενο εργατικό δυναμικό θα χρειαστεί συνδικάτα – είτε αυτά που είναι διαθέσιμα είτε άλλα που θα δημιουργηθούν στο μέλλον. (Οι εργάτ(ρι)ες στΜ) θα χρειαστούν επίσης, όπως πάντα, ένα σοσιαλιστικό κίνημα που να μιλάει μια γλώσσα που μπορούν να καταλάβουν, που δεν είναι αυτάρεσκο και σεχταριστικό, που κάνει άνετο το περιβάλλον για να ζει κανείς εντός του και που τα μέλη του θα τροφοδοτούν την ανάπτυξή του. Όλα αυτά χρειάζονται χρόνο και υπομονή και αντοχή, αλλά όταν σκεφτείτε πόσο καιρό πηγαίνουμε στο πουθενά χωρίς αυτά τα προσόντα, ακούγεται λογικό να τους δώσουμε μια ευκαιρία.

Είναι σαφές ότι η αποστολή ανασυγκρότησης και ανανέωσης δεν θα είναι εύκολη και δεν είναι δύσκολο να αποκαρδιωθεί κανείς μπροστά στο μέγεθος της αποστολής. Παρ ‘όλα αυτά, πρέπει να γίνει μια προσπάθεια, επειδή δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα κανένας άλλος δρόμος να ακολουθήσουμε. Πρέπει να εκπαιδεύσουμε, να παρακινήσουμε και να οργανώσουμε, εφαρμόζοντας τα παραπάνω στους εαυτούς μας καθώς και σε άλλους. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις επιτυχίας, ούτε καν η υπόσχεση ότι η επιδίωξη του σοσιαλισμού θα σας κάνει ευτυχισμένους, αν και τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στο κίνημα. Η μόνη διαχρονική βεβαιότητα είναι ότι το μέλλον δεν θα κατακτηθεί προσπαθώντας να ξαναδημιουργήσουμε το παρελθόν. Ίσως θα ήταν κατάλληλο να αντιστρέψουμε τη διάσημη φράση του Λίνκολν Στέφενς, λέγοντας: «Ταξίδεψα στο παρελθόν – και δεν δουλεύει». Νέες μορφές, νέες δυνάμεις και νέες ιδέες που ανταποκρίνονται στον κόσμο στον οποίο ζούμε είναι πολύ πιο σημαντικές από τις αποτυχημένες βεβαιότητες του χθες. Ο ουρανός και η γη παραμένουν αδιατάρακτοι και έχουμε ακόμα έναν κόσμο να κερδίσουμε.

 

Σημειώσεις

  1. Για περαιτέρω πληροφορίες για το συναρπαστικό θέμα βλέπε:Περιπλανώμενοι Επίσκοποι και η Αγγλικανική Εκκλησία, του HRT Brandreth και Απίθανοι Επίσκοποι του PF Anson.
  2. Βασικά ακόμα και η σιωπή δεν έσωσε τον Μπάμπελ. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε μακρά περίοδο φυλάκισης.Πέθανε στη φυλακή. Ίσως ο Στάλιν, σαν τον βρετανικό στρατό, να του απέδωσε το έγκλημα “άρνηση να δώσει πληροφορίες.”

 

 




Κεφάλαιο 13: O φραξιονισμός της ηγεσίας χωρίς αρχές και η διαγραφή της Αντιπολίτευσης (ISO)

Πηγή: https://www.marxists.org/archive/higgins/1997/locust/

Kεφάλαιο 13 του βιβλίου του Τζιμ Χίγκινς “More Υears for the Locust-The origins of SWP” («Κι άλλα χρόνια για την ακρίδα-η καταγωγή του SWP»)

Mετάφραση A.Λ.

Κεφάλαιο 13 

Αν είναι αναγκαίο, ένας άνθρωπος μπορεί να αλλάξει ολοκληρωτικά…και μετά την ολοκλήρωση της εκάστοτε αλλαγής γίνεται κατάλληλος για κάθε χρήση.

Μπέρτολτ Μπρεχτ

Η οργή για τις αλλαγές στον προσανατολισμό και το προσωπικό του Σοσιαλιστή Εργάτη κατέστησε απαραίτητο για την ηγεσία να δημιουργήσει τη θεωρητική βάση για τα καραγκιοζιλίκια της.

Για μια τέτοια δουλειά ο Κλιφ ήταν εξαιρετικά εξειδικευμένος και το αποπειράθηκε στο Εσωτερικό Δελτίο του Μαΐου 1974, σε ένα απόσπασμα με τίτλο Ο δρόμος που ανοίγεται μπροστά στουςIS (βλ. Παράρτημα 5). Το κεντρικό πολιτικό σημείο του έτυχε αποτελεσματικής απάντησης από τη Ρουθ Νέλσον (επίσης στο Παράρτημα 5). Αυτό με το οποίο δεν ασχολήθηκε (η Ρουθ) ήταν η επί της ουσίας ανειλικρίνεια του άρθρου του Κλιφ. Το κείμενό του ξεκινούσε με μια κουραστική αναφορά σε αυτούς τους «ασήμαντους καβγάδες» από «κακοήθεις τύπους» ή «αδύναμους ημιμαθείς» που τον είχαν αναγκάσει να μπει σε διαμάχη μαζί τους. Εν τω μεταξύ ήταν αυτός που ξανάγραψε στο πόδι τη θεωρία  για να δικαιολογήσει αμφίβολες και τελικά ανεπιτυχείς οργανωτικές προτάσεις.

Όπως και σε πολλά από τα άρθρα του ξεκινούσε με ένα απόσπασμα από τον Λένιν χωρίς αναφορά στην πηγή, μια σίγουρη ένδειξη ότι η πλήρης ανάγνωση του κειμένου θα έδειχνε πιθανά το αντίστροφο αυτού που προσπαθούσε να αποδείξει. Σίγουρα πάντως δεν επιστράτευσε ποτέ απόσπασμα του μεγάλου Λένιν που να καταδικάζει την εμπειρία και την παράδοση των ώριμων (στΜ ηλικιακά) εργατών.

Η αναφορά στο άρθρο του Kίντρον στον Διεθνή Σοσιαλισμό, Νο. 7 βρίσκεται σε ένα κομμάτι με τίτλο «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση: Η απάντηση στον Αριστερό Ρεφορμισμό». Πρόκειται ουσιαστικά για μια έκθεση της θεωρίας της διαρκούς οικονομίας των όπλων (μια θεωρία που ας θυμηθούν οι αναγνώστες  ότι αποκηρύχθηκε από τον Κίντρον το 1977) με μια μόνο σελίδα αφιερωμένη στη “μεταδοτική φύση του ρεφορμισμού”. Με έναν πολύ αφηρημένο τρόπο,  στην πραγματικότητα ο Κίντρον κόντραρε την αντίληψη του Κλιφ ότι υπήρχε «αποπολιτικοποίηση της μάζας των εργαζομένων». Έγραφε: “Για αυτόν [τον εργαζόμενο] η μεταρρύθμιση και η επανάσταση δεν είναι ξεχωριστές δραστηριότητες, που διαφυλάσσονται σε διακριτές και ξεχωριστές οργανωτικές φόρμουλες, η μετάβασή του από τη μεταρρύθμιση στην επανάσταση είναι φυσική, άμεση, δεν εμποδίζεται από τα κατοχυρωμένα συμφέροντα της ρεφορμιστικής οργάνωσης και ανταποκρίνεται απόλυτα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες». Ο Κίντρον υπογραμμίζει το γεγονός ότι η νέα πολιτική της πάλης για μεταρρυθμίσεις στη βάση των σωματείων έχει τη δυνατότητα να περάσει στην επανάσταση για την υλοποίησή τους. Η μορφή της οργάνωσης είναι αυτή με την οποία ο εργαζόμενος μπορεί να συνδεθεί στενά και να την ελέγξει. Είναι η επιτροπή συνδικαλιστών ή οποιαδήποτε μορφή βάσης που αρμόζει στην δουλειά και είναι σε θέση να διεξάγει τον αγώνα. Οριακά το λες και παραίνεση στους «νέους  χωρίς εμπειρία».

Η συζήτηση πάνω στην παμφλέτα των Κλιφ-Μπάρκερ «Εισοδηματική Πολιτική, Νομοθεσία και Εκλεγμένοι Συνδικαλιστές Βάσης» είναι ακόμη λιγότερο προσεκτική. Εδώ υπήρχε ο κάπως αισιόδοξος ισχυρισμός ότι η παμφλέτα καθοδηγούσε τις επιτροπές βάσης να έρθουν σε αντιπαράθεση απέναντι στην κυβέρνηση και την ταξική συνεργασία των συνδικαλιστικών ηγετών όσον αφορά τους νόμους της εισοδηματικής πολιτικής. Όταν διαβάσαμε την ιδέα ότι το βιβλιαράκι απευθυνόταν στους πολύ νέους μας φάνηκε τελείως ηλίθια. Βασικά το γεγονός ότι το βιβλιαράκι περιείχε μια εισαγωγή από τον Ρεγκ Μπερτς, που τότε ήταν επί μακρόν κομμουνιστής συνδικαλιστής ηγέτης στο συνδικάτο AUEW δείχνει ότι ότι η παμφλέτα απευθυνόταν στους ώριμους συνδικαλιστές.

Επιπλέον, παράγωγο της παμφλέτας περί εισοδηματικής πολιτικής ήταν το βιβλιαράκι περί παραγωγικότητας. Αυτό ήταν ένα κείμενο που παρουσίαζε ένα λεπτομερές σχέδιο για την διαπραγμάτευση της παραγωγικότητας, το οποίο περιελάμβανε αιτήματα περί κινητής κλίμακας μισθών και δικαιωμάτων. Συγγράφτηκε μετά από μια μακρά σειρά συζητήσεων με τους συνδικαλιστές και τους εργάτες βάσης σε έναν αριθμό βιομηχανιών, κυρίως μηχανικών. Αρκεί να πούμε ότι οι πληροφοριοδότες του Κλιφ δεν ήταν ιδιαίτερα νεαροί ή άπειροι ή ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του βιβλίου για μαχητικό αγώνα κατευθύνονταν κυρίως σε όσους κάλυπταν θέσεις εκλεγμένων συνδικαλιστών βάσης ή άλλων εκπροσώπων της βάσης.

Ίσως η πιο ξεκάθαρη αναίρεση της νέας διορατικότητας του Κλιφ για την φύση της εργατικής επανάστασης ήταν η εμπειρία του ENV. Εδώ, ο Τζίοφ Κάρλσον, ένα καταξιωμένο και ταλαντούχο μέλος τωνIS, με την πάροδο του χρόνου συνέβαλε στο να φέρει στην οργάνωση πολλούς αγωνιστές, πολλοί από αυτούς πρώην μέλη του ΚΚ, για να δημιουργήσουν μια κλαδική οργάνωση των IS που ήταν το καμάρι του Κλιφ–η δικαίωση κι αποθέωση της θεωρίας του για τη φύση του ρεφορμισμού. Ήταν η ζωντανή άρνηση της ύστερης ανοησίας του.

Είχε δίκιο να λέει ότι οι IS στρατολογούσαν περισσότερους νέους παρά παλαιότερους εργαζόμενους, αλλά ήταν παράλογα λάθος να υποδηλώνει ότι (οι νέοι) ήταν κατά κάποιον τρόπο πιο αγνoί, επειδή στερούνταν συνδικαλιστικής εμπειρίας. Ισχύει πάντοτε ότι οι νέοι πείθονται πιο εύκολα για την επαναστατική πολιτική και είναι εξίσου αναπόφευκτο ότι οι επαναστάσεις δεν γίνονται χωρίς να υπάρχουν πολλοί επαναστάτες σε όλες τις ηλικίες. Εάν η ηλικία άνω των 25 ετών είναι, εξ ορισμού, ρεφορμιστική τότε ο Κλιφ είναι ήδη τρεις φορές χαμένος.

Για να κάνει χειρότερο το λάθος του, ο Κλιφ συνέχισε να αμφισβητεί τη δική του κρίση ισχυριζόμενος ότι τα χαρακτηριστικά της νεανικής αρετής ήταν ανταγωνιστικά στους εκλεγμένους συνδικαλιστές βάσης. Εάν (οι νέοι) είχαν μαζί τους αρκετούς εργαζόμενους να τους ψηφίσουν για να τους εκλέξουν, τότε θα έπρεπε στην πραγματικότητα να αποκτήσουν κάποια «συνδιαχειριστική» θέση (στΜ ως εκλεγμένοι συνδικαλιστές βάσης), ασχολούμενοι με πειθαρχικές υποθέσεις, επιδόματα, επιτόκια και την καλύτερη δυνατή υλοποίηση των εθνικών συμφωνιών, ζητήματα που δεν επιδέχονται πάντα την ενθουσιώδη κραυγή “όλοι έξω” (στΜ «όλοι σε απεργία»). Που είναι φυσικά ο λόγος για τον οποίο ο νέος δεν θα κέρδιζε την ψήφο των εργαζομένων.

Αν οι λέξεις έχουν αξία, έπρεπε η «Εργατική Εφημερίδα» να γράφεται από νέους και η «Εργατική ηγεσία» έπρεπε να απαρτίζεται από αυτούς τους νέους. Αυτή η αξιολύπητη προσπάθεια τεκμηρίωσης πρόσθετε παραλογισμό στον παραλογισμό, καταλήγοντας σε ένα σωρό μυστικιστικές ανοησίες. Επειδή ήταν εργαζόμενοι, (υποτίθεται πως) μπορούσαν να γράφουν για βιομηχανικά θέματα με αγκιτατόρικο τρόπο, συνδέοντάς τα με τη γενική πολιτική των IS. Με την ανανεωμένη σύνθεση (στΜ στο συγγραφικό δυναμικό της εφημερίδας), η πολιτική των IS θα γινόταν μαγική. (Η ηγεσία) δεν θα βασιζόταν στη στη βάση της εμπειρίας των εργατών που ηγούνται στον αγώνα, αλλά στο γεγονός ότι (οι συγγραφείς) ήταν εργαζόμενοι. Με βάση την ίδια αποσπασματική λογική, κάθε  αρσενικό του Θιβέτ θα μπορούσε να είναι ο Δαλάι Λάμα.

Στην πραγματικότητα, όσο άπειροι κι αν ήταν αυτοί οι νέοι, σίγουρα θα ήταν λιγότερο άσχετοι με το εργατικό κίνημα απ’ ότι ο Κλιφ και τα μεσοαστικά στελέχη του. Φυσικά, ούτε αυτοί ούτε άλλοι εργάτες έγραψαν στον Σοσιαλιστή Εργάτη σε μεγάλο βαθμό, ούτε απέκτησαν κάποιον ηγετικό ρόλο στην πολιτική των IS. Είχαν γίνει, όπως ακριβώς και η κιβωτός της διαθήκης, αντικείμενο ευλάβειας που εκπληρώνει μια καθαρά διακοσμητική λειτουργία. Η έμφυτη επαναστατική αξία τους θα περιοριζόταν στο να ψηφίζουν υπέρ του οτιδήποτε πρότεινε ο Κλιφ.

Η ίδια η ιδέα ενός κινήματος Βάσης που ξεπερνούσε τις συνδικαλιστικές ενώσεις και τις κλαδικές επιχειρήσεις, αλλά δεν διέθετε μια σταθερή βάση στους εκλεγμένους συνδικαλιστές βάσης και τους αξιωματούχους των συνδικάτων αποτελούσε αντίφαση. Ανεξάρτητα από το πώς ο Κλιφ και τα τσιράκια  του ελίσσονταν, ξαναέγραφαν τη θεωρία των IS και παραποιούσαν τον Λένιν, η αντίφαση παρέμενε. Με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης, φαίνεται ότι ο Κλιφ δεν πίστευε ότι οι IS μπορούν ακόμα και με τον σωστό προσανατολισμό να χτίσουν ένα κίνημα Βάσης. Είναι, φυσικά, απόλυτα τίμιο να έχει κανείς μια τέτοια άποψη. Αυτό που είναι απολύτως ανέντιμο είναι να αποκρύπτουμε αυτή τη σκέψη και να εξαπολύουμε κάποια μισοψημένη θεωρία, η προσκόλληση στην οποία θα διασφαλίσει την αποτυχία οποιασδήποτε στρατηγικής για ένα κίνημα Βάσης. Όταν συνειδητοποιήσουμε ότι η στρατηγική για το Κίνημα Βάσης είναι επίσημα το επίκεντρο της δραστηριότητας των IS εδώ και αρκετά χρόνια – παρά το γεγονός ότι μετά από μια πολλά υποσχόμενη αρχή έγινε πολύ γρήγορα ετοιμοθάνατη – μόνο και μόνο για να την αξιοποιήσει πρόσκαιρα ως μέσο για την καμπάνια «Δικαίωμα στην Εργασία», κανείς μπορεί να υποθέσει ότι αποτελούσε απλώς τη βιτρίνα για να καμουφλαριστεί μια πολύ κουρελιασμένη αξιοπιστία.

Για πολλούς από εμάς, που είχαμε περάσει αρκετό καιρό στους IS, ευλογώντας τους εαυτούς μας για την ασύγκριτη ανάλυσή τους, όλα αυτά έρχονταν σαν ένα δυσάρεστο σοκ. Ναι μεν δεν πιστεύαμε ότι οι IS κάλπαζαν όντας στα όρια για να γίνουν κόμμα, αλλά πιστεύαμε ότι είχαν αναπτυχθεί αρκετά ώστε να γίνουν ένας πόλος έλξης για τους αγωνιστές και μια πηγή αμηχανίας για τους γραφειοκράτες των συνδικάτων σε αρκετές βιομηχανίες και συνδικάτα. Περίπου εκείνη την περίοδο για παράδειγμα, ο Γενικός Γραμματέας του συνδικάτου ASTMS, Clive Jenkins, έγινε έξω φρενών με τις επιθέσεις τους απέναντι στον ίδιο και στους σταλινικούς συμμάχους του.

Οι υπογράφοντες στο κείμενο «Σοσιαλιστής Εργάτης-Προοπτικές και Οργάνωση» αντιλήφθηκαν ότι αντιμετώπιζαν κάτι περισσότερο από μια γραφειοκρατική προσπάθεια να γίνουν εκκαθαρίσεις στην ΕΕ και τον Σοσιαλιστή Εργάτη. Επρόκειτο για μια προσπάθεια να ξαναγραφτεί η πολιτική των IS για την εργατική τάξη,  το περιεχόμενο της εργατικής τάξης της πολιτικής της κοινωνίας των πολιτών, να γραφτεί «πλην» εκεί που προηγουμένως γράφαμε «συν». Η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού ήταν μια πειστική εξήγηση για το τι συνέβη στη Ρωσία, την Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα και αυτή η ανάλυση μας βοήθησε να κρατήσουμε τα μάτια μας μακριά από τις «σοσιαλιστικές μορφές» της κρατικής ιδιοκτησίας κ.λπ., και να παραμείνουμε επικεντρωμένοι στην εργατική τάξη σε όλα τα σχετικά πολιτικά ζητήματα. Παρόλα αυτά, δεν ήταν απαραίτητο να έχουμε την ανάλυση για τον κρατικό καπιταλισμό για να αποδεχθούμε την έννοια της κεντρικότητας της εργατικής τάξης, να αναλύσουμε και να χτίσουμε πάνω στις σύγχρονες εμπειρίες της εργατικής τάξης. Για εμάς, θα ήταν πολύ πιο εύκολο να το καταπιούμε αν ο Κλιφ είχε καταπιαστεί με μια αγωνιώδη αναθεώρηση της θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού – εφόσον δεν το αντικαθιστούσε με τρίχες περί εργατικών κρατών ή γραφειοκρατικού κολεκτιβισμού κλπ, από το να υποστούμε τις σοβαρές σωματικές βλάβες που μας προκαλούσαν προβληματικές ενοράσεις για τη συνδικαλιστική και βιομηχανική δουλειά.  Το να αλλάξουμε ρότα στον Όμιλο μπροστά στη νέα αυτοσχέδια μόδα απαιτούσε όχι μόνο μια ηγεσία που θα δεχόταν να αλλάξει αλλά και το να έρθουμε πλήρως αντιμέτωποι με το ζήτημα του καθεστώτος (στους IS).

Με αρκετά βαριά καρδιά, η πλειοψηφία των υπογραφόντων αποφάσισε ότι ήταν απαραίτητο να σχηματιστεί μια φράξια για να υπερασπιστεί τον βασικό πυρήνα της πολιτικής των IS. Το όνομα «Αντιπολίτευση IS» επιλέχθηκε εσκεμμένα για να υποδείξει ότι πατάμε στις βασικές παραδόσεις του Ομίλου Σοσιαλιστικής Κριτικής και της θεωρίας και της πρακτικής των IS. Τότε ήταν που χάσαμε τον Ντάνκαν Χάλας. Μετά από μια μακρά συζήτηση με τον Κλιφ,  ο Ντάνκαν μας πληροφόρησε ότι δεν επιθυμούσε πλέον να σχετίζεται με την αντιπολίτευση μας. Πρέπει να πούμε ότι αυτό το γεγονός ήταν απογοητευτικό. Όχι μόνο ήταν ένας από τους πιο πειστικούς ομιλητές και συγγραφείς της ομάδας αλλά ήταν και ο πιο δραστήριος υποστηρικτής της αρχικής διαμαρτυρίας μας και είχα την άποψη ότι, έχοντας αυτός επιδιώξει τον αγώνα, το μόνο σωστό ήταν να αναλάβει και τις αντίστοιχες ευθύνες, αν και όταν αυτές θα προέκυπταν.

Ο Ντάνκαν είχε μια διαφορετική άποψη, που ενισχύθηκε χωρίς αμφιβολία από την υπόσχεση να παραμείνει επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης, την υπόσχεση για την επιστροφή της θέσης του στην ΕΕ και την υπόσχεση ότι στο μέλλον θα απολάμβανε τη λαμπερή εύνοια του Κλιφ.

Τι είναι η ευθύνη, η αλληλεγγύη και οι πολιτικές αρχές σε σύγκριση με αυτούς τους θησαυρούς; Όχι πολλά προφανώς.  Ο κυνισμός του Κλιφ σε όλα αυτά ήταν αρκετά εντυπωσιακός. Ο Ντάνκαν Χάλας, του οποίου η παρουσία στην ΕΕ πριν από λίγους μήνες, σύμφωνα με τον Κλιφ, θα του χαλούσε τελείως τη δουλειά, καλωσοριζόταν τώρα με ανοιχτές αγκάλες. Γνωρίζαμε ότι η διαλεκτική εμπεριέχει την αντίφαση, αλλά αυτό το είδος της υποκρισίας πήγαινε την αντίφαση πάρα πολύ μακριά.

Η νέα ΕΕ–Ντέιβ Πιρς, Εθνικός Γραμματέας. Πως Φουτ, Αρχισυντάκτης του Σοσιαλιστή Εργάτη, Στιβ Τζέφρις, Υπεύθυνος βιομηχανικού τομέα; Κρις Χάρμαν, αρχισυντάκτης ISJ; Τζιμ Νάιτσολ, Ταμίας; μαζί με τον Ντάνκαν Χάλας, τον Νάιτζελ Χάρις, τον Τόνι Κλιφ, τον Τζον Τσάρλτον, τον Ρος Πρίτσαρντ – χωριζόταν σε δύο στρατόπεδα: η πλειοψηφία είχε πτυχία και η μειοψηφία, οι Κλιφ, Νάιτσολ και Πρίτσαρντ, δεν είχαν.  Αυτή ήταν η επιτροπή που εκπροσωπούσε τους «τομείς-οδηγούς» και αποθέωνε την εργατική ηγεσία. Δεν ήταν κακή, δεν ήταν σε τίποτα καλύτερη από τις άλλες έξι πιθανές επιτροπές – σίγουρα πάντως δεν υπήρχε ένα τέτοιο άθροισμα ταλέντου που να δικαιολογήσει ότι μια τόσο μεγάλη αναταραχή στον Όμιλο για να θρονιαστούν. Ο Ρος Πρίτσαρντ, φυσικά, ήταν εργάτης αλλά δεν ταίριαζε με το πρότυπο εργάτη του Κλιφ,  επειδή ήταν περίπου στα 35 του, ένας πολύ έμπειρος συνδικαλιστής και βρισκόταν στον Όμιλο από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Πλήρωσε γι’ αυτά τα λάθη του με το να μην παραμείνει για πολύ καιρό στην ΕΕ. Πραγματικά, για τα βουνά είχαν αρχίσει οι ωδίνες τοκετού, έχοντας ξεχάσει πώς στα αλήθεια είχαν μείνει έγκυα.

Το βασικό κείμενο της Αντιπολίτευσης IS ονομάστηκε “Οι Διεθνείς Σοσιαλιστές: οι Παραδόσεις μας”. Σε δέκα διπλωμένες σελίδες Α4 απέβλεπε στο να επιστήσει την προσοχή των μελών στα σοβαρά προβλήματα που είχαν προκύψει στην ομάδα. Προσπαθούσε να δείξει ότι οι διαμάχες δεν αφορούσαν κάποια γέρικα κομματικά άλογα που είχαν στραβώσει επειδή απολύθηκαν. Μιλούσε για την ανάπτυξη των IS και την ανάγκη να εδραιωθούν και να αποφευχθούν πολιτικές επίπλαστης γρήγορης ανάπτυξης όπως η καμπάνια μετατροπής αγοραστών σε  πωλητές. Επέκρινε την άποψη περί νεολαιίστικης πρωτοπορίας. Το κείμενο συνέχιζε αντιτασσόμενο σε ένα άλλο στρατήγημα που προωθούταν στα μέλη, στη δημιουργία κλάδου εργαζομένων «λευκών κολάρων» και φοιτητικού κλάδου. Αυτή η τελευταία γελοία φούσκα είχε προκαλέσει όλων των ειδών τα κωμικά αποτελέσματα.  Οι κλαδικές των καθηγητών σχηματίστηκαν υπό την κηδεμονία του δεύτερου υπεύθυνου Βιομηχανικού Τομέα, του Τζον Ντίζον,  ο οποίος μάλλον φαινόταν να πιστεύει ότι οι καθηγητές θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν την κλαδική του ENV, κερδίζοντας την υπογραφή εθνικής συμφωνίας και διαπραγματευόμενοι για την εφαρμογή της ανά περιοχή. Η ιδέα του φοιτητικού κλάδου ήταν ακόμη πιο γελοία, με τον Κρις Χάρμαν να εκφράζει την άποψη ότι για να σώσουμε τους εργάτες από τις φοιτητικές υπερβολές, οι φοιτητικές κλαδικές θα έπρεπε να δικαιούνται μόνο τα μισά δικαιώματα ψήφου σε σχέση με άλλους κλάδους.  Εκείνη την εποχή, αυτή η συγκεκριμένη συζήτηση σχεδόν με έπεισε ότι είχε μια αίσθηση του χιούμορ.

Το μεγαλύτερο από τα αδικήματα που διέπραττε το κείμενο της Αντιπολίτευσης ήταν το σύντομο κομμάτι με τίτλο «η επιρροή του Κλιφ μέσα στην Ηγεσία», η οποία περιέγραφε μερικά από τα πιο χτυπητά σφάλματα του Κλιφ. Έκανε πολύ ήπια κριτική, τόσο που πιστεύω ότι αυτοπεριοριστήκαμε υπερβολικά, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Ο Κλιφ έχει μεγάλες και πιθανά αναντικατάστατες αρετές… Δυστυχώς, αυτές συνοδεύονται από μια σειρά λιγότερο επιθυμητών χαρακτηριστικών. Σε αντίθεση με τον Τρότσκι ή τον Λένιν, βρίσκει τα οργανωτικά ή καθοδηγητικά καθήκοντα βαρετά, όταν δεν προσανατολίζονται προς τις δικές του άμεσες ανησυχίες. Οι άκαμπτες βεβαιότητες του, όσο διαρκεί ο εφήμερος  ενθουσιασμός του, δεν σηκώνουν αντίλογο … Ο Κλιφ δεν είναι πειθαρχημένο μέλος μιας συλλογικότητας και οι ηγετικές επιτροπές είναι καλές στον βαθμό που συμφωνούν ολόψυχα με τις ιδέες του και από κακές έως αδύνατο να υπάρξουν στον βαθμό που δεν συμφωνούν ολόψυχα». Αυτές οι λίγες σκέψεις σχετικά με τον Κλιφ, ένας κοινός τόπος μεταξύ εκείνων που τον γνώριζαν καλά, εκλήφθηκαν με τον ίδιο τρόπο όπως θα το εκλάμβανε ο ευσεβής χριστιανός αν έπιανε κάποιον στα πράσα να χρησιμοποιεί το Ιερό Δισκοπότηρο ως γλάστρα. Βασικά κανένας δεν φώναξε επί λέξει «ιεροσυλία», αλλά έγινε σαφές ότι ο Κλιφ και η κλίκα του βρήκαν αυτό το είδος ανοιχτής κριτικής βαθιά προσβλητικό και ένα κίνητρο για να εντείνουν τη συγκεκαλυμμένη εκστρατεία κατασυκοφάντησης της Αντιπολίτευσης (IS-Opposition, ISO).

Μια σημείωση στο κείμενο «Οι παραδόσεις των IS» ανέφερε ότι (το κείμενο) στηριζόταν από: “τα παρακάτω μέλη της Εθνικής Επιτροπής: Κεν Απλμπάι, Ρομπ Κλέι, Τζιμ Χίγκινς, Ρον Μέρφι, Τζον Πάλμερ, Ουάλι Πρίστον, Γκρέινβιλ Ουίλιαμς».  Σαν να το έκανε για να επιβεβαιώσει τα δίδυμα ρητά ότι «είναι καλύτερο να είσαι πρώτος στο ψηφοδέλτιο» και «διαφήμιση να ‘ναι και ό,τι να ‘ναι», ο Κεν Απλμπάι δέχθηκε πρόταση και αποδέχθηκε τη θέση επαγγελματία ως Βοηθός Υπεύθυνου Βιομηχανικού τομέα, για να συνεργαστεί με τον Στιβ Τζέφρις. Ο Κεν, παρεμπιπτόντως, ήταν ένας πολύ ωραίος τύπος,  ένας πολύ ικανός και πεπειραμένος αγωνιστής, ένας σχεδιαστής που είχε καθοδηγήσει μεγάλες απεργίες και είχε στοχοποιηθεί από τους εργοδότες. Η νέα του δουλειά περιελάμβανε κι αυτή μεγάλους αγώνες και έλαβε τέλος με το να στοχοποιηθεί από τον φιλόδοξο και υπερ-δραστήριο Τζον Ντίζον. Δεν είναι μια ευχάριστη ιστορία αλλά γίνονταν πολλά τέτοια την εποχή εκείνη.

Κατά τη συνδιάσκεψη των IS του Σεπτεμβρίου 1974, τα θέματα της αντιπαράθεσης δεν ξεκαθάρισαν και, λόγω των ιδιομορφιών της ημερήσιας διάταξης, μόλις που συζητήθηκαν. Μερικοί από τους συντρόφους της Αντιπολίτευσης (ISO) εξελέγησαν στην Εθνική Επιτροπή – οι Τζον Πάλμερ, Γκρέινβιλ Ουίλιαμς και Ρομπ Κλέι.

Το γεγονός ότι η ISO δεν έμεινε εκτός Εθν. Επιτρ. και εξακολουθούσε να επιμένει ότι υπερασπιζόταν την παράδοση των IS ενάντια στην υπάρχουσα ηγεσία αποδείχτηκε ένα πολύ μεγάλο εμπόδιο για «την πρωτοπορία της εργατικής  πρωτοπορίας». Μια ιδέα για το τι μας περίμενε ήταν ο διορισμός του Τζιμ Νάιτσολ ως Εθνικού Γραμματέα στη θέση του Ντέιβ Πιρς. Ενώ μπορούσαμε να ανησυχούμε για την έκβαση των συζητήσεων σε  μια επιτροπή με προεδρεύοντα τον Πιρς,  ήταν προφανές ότι με προεδρεύοντα τον Νάιτσολς, δεν χρειαζόταν καν να ασχοληθούμε με την ποινική δίωξη, οι μπάσταρδοι (στΜ δηλ. η ISO) ήδη είχαν ήδη κριθεί ένοχοι.

Τώρα οι IS διέθεταν αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ισορροπημένη πολιτική ηγεσία. Ο Πωλ Φουτ παρήγαγε το είδος της εφημερίδας που ήθελε ο Κλιφ, οι Χάλας και Χάρμαν παρήγαγαν την τεκμηρίωση για την τελευταία φαεινή ιδέα του Κλιφ και ο Νάιτσολ  μπορούσε να διευθετήσει τα οργανωτικά ζητήματα  εις βάρος της ISO. Για την επίτευξη αυτού του στόχου δημιουργήθηκε μια Οργανωτική Επιτροπή. Ο Κλιφ βυθίστηκε βαθιά στη μελέτη των Οργανωτικών Προτάσεων των Ντατ-Πόλιτ του ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας του 1922 και τις αναμάσησε σχεδόν κατά γράμμα. Όπως μου έγραψε ο Χάρι Γουίκς τον Απρίλιο του 1975: “Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι έχουν «δανειστεί» πάρα πολλά από τον Ντατ. Δεν έχουν τον θεό τους, έχουν αντιγράψει ακόμα και τη στίξη. ”

Εδώ δόθηκε έμφαση στις τοπικές και περιφερειακές επιτροπές, στην ασφάλεια και την παραχάραξη του Μπολσεβίκικου μοντέλου. Ο Κλιφ δεν ήξερε  ή επέλεξε να ξεχάσει- αν και ο Χάρι Γουίκς, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στο ΚΚ  μπορούσε να του φρεσκάρει τη μνήμη- ότι οι Οργανωτικές Προτάσεις των Ντατ-Πόλιτ δεν αφορούσαν απλά μια αναδιοργάνωση του κόμματος. Είχαν δυο πολύ πιο σημαντικούς στόχους: να διώξουν από την ηγεσία τα πρώην μέλη του SLP όπως τους ΜακΜάνους, Πωλ και Μπελ και να εγκαθιδρύσουν μια ηγεσία πιο πειθήνια απέναντι στο ρώσικο κόμμα. Έναν χρόνο μετά το μοντέλο αυτό αναθεωρήθηκε σημαντικά, καθώς είχε πετύχει τον αρχικό σκοπό του.

Για τους Κλιφ και Νάιτσολ  το ιστορικό ζήτημα καθεαυτό δεν είχε καμία σημασία, αλλά παρείχε μια έτοιμη λύση για το πώς θα περιοριστεί η παρουσία της Αντιπολίτευσης στη συνδιάσκεψη. Το μέτρο εκπροσώπησης επρόκειτο να αυξηθεί το 1/15 στο 1/30 μέλη. Οι εκλογές θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν κατά περιφέρεια και όχι κατά κλαδική οργάνωση.  Σε πολύ λίγα μέρη η Αντιπολίτευση είχε πλειοψηφία στις Περιφέρειες, παρόλο που είχε την πλειοψηφία σε διάφορες κλαδικές οργανώσεις. Αντίθετα από τις ιδέες του Κλιφ του 1968 για την εκπροσώπηση των μειοψηφιών, οι εκλογές έπρεπε να έχουν έναν νικητή που θα κέρδιζε όλους τους αντιπροσώπους. Το απλό αποτέλεσμα ήταν ότι η ISO, που συγκροτούσε σημαντικές μειοψηφίες σε ορισμένες περιφέρειες, αποκλείστηκε από την εκπροσώπηση που δικαιούταν.

Οι υπαρκτές δομές της Εθνικής Επιτροπής – που θεωρητικά επιφορτιζόταν με τον γενικό πολιτικό έλεγχο και την εκλογή μιας Εκτελεστικής Επιτροπής υπεύθυνης για την καθοδήγηση της λειτουργίας του Ομίλου μεταξύ των μηνιαίων Εθν. Επιτροπών- έπρεπε να εκτοπιστούν υπέρ μιας Κεντρικής Επιτροπής που εκλεγόταν από το συνέδριο και ενός Εθνικού Συμβουλίου με συμβουλευτικό χαρακτήρα με εκπροσώπους από περιφέρειες και περιοχές, επιστρέφοντας ουσιαστικά στο ομοσπονδιακό σύστημα του παρελθόντος. Αυτό που ήταν ξεκάθαρο ήταν ότι ένα σύστημα που μόνο εν μέρει μπορούσε να ασκεί έλεγχο στον επαγγελματικό μηχανισμό πλήρους απασχόλησης αντικαταστάθηκε από ένα σύστημα που δεν θα ασκούσε στον μηχανισμό κανέναν έλεγχο.

Για να οξυνθεί το γενικό κλίμα υστερίας, αποφασίστηκε, για λόγους ασφάλειας, ότι η προσεχής συνδιάσκεψη θα είναι ανοιχτή μόνο στους εκλεγμένους αντιπροσώπους. Αυτό ήταν μια σημαντική ρήξη με το παρελθόν και σίγουρα δεν εντασσόταν στο πνεύμα ή την πρακτική του μπολσεβικισμού, όπου, ακόμη και στις εποχές με τα υψηλότερα επίπεδα καταστολής, τα μέλη δικαιούνταν να παρευρίσκονται σε αυτές τις διαδικασίες είτε ήταν είτε δεν ήταν αντιπρόσωποι.

Ο χώρος έπρεπε να κρατηθεί μυστικός και αυτή η συγκεκριμένη στρατηγική, για να περιθωριοποιηθεί ακόμα περισσότερο η ISO, οδήγησε στην γελοία κατάσταση να περιπλανούνται οι αντιπρόσωποι στο πάρκο Finsbury αναζητώντας τον σύντροφο που θα τους οδηγούσε στον χώρο της συνδιάσκεψης. Δεν θυμάμαι αν ο «οδηγός» φορούσε ένα κόκκινο γαρίφαλο στην κουμπότρυπα, αλλά θυμάμαι ότι χρειάστηκαν περίπου πέντε λεπτά για να ανακαλύψουμε σε ποιο ξενοδοχείο διεξαγόταν η συνδιάσκεψη,  ένα αίνιγμα που δεν θα έπαιρνε πολύ περισσότερο ακόμα και στον πιο χαλαρό πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών να το λύσει. Όλο αυτό το θεατρικό δράμα υψηλού επιπέδου – το οποίο ήταν στην πραγματικότητα ακόμα καλύτερη κωμωδία – γινόταν πιο παράλογο από το γεγονός ότι, ενώ τα μέλη κρατήθηκαν μακριά, οι επισκέπτες του ξενοδοχείου και όσοι εκμεταλλεύονταν τις δημόσιες εγκαταστάσεις του μπορούσαν να απολαμβάνουν την ευχαρίστηση να ακούνε τον Κλιφ σε πλήρες παραλήρημα. Όπως ήταν αναμενόμενο, πολλοί από αυτούς το έκαναν. Ίσως να μην ήταν σε φόρμα εκείνη τη μέρα.

Το πράγμα που είναι πεπερασμένου ενδιαφέροντος για όλες αυτές τις καταστατικές αλλαγές είναι ότι ήταν τελείως αντικαταστατικές.  Το άρθρο 14 του Καταστατικού των IS έλεγε κατηγορηματικά: “Αυτές οι αρχές μπορούν να τροποποιηθούν μόνο από τη Συνδιάσκεψη”. Σε μια καθαρή ανατροπή των δημοκρατικών κανόνων, οι αντιπρόσωποι εκλέχθηκαν με ένα σύνολο κανόνων που δεν υπήρχαν καταστατικά, οι οποίοι θα μπορούσαν, ως αντικαταστατικοί αντιπρόσωποι, να επικυρώσουν μια αντικαταστατική συνδιάσκεψη.  Αν δεν πονέσει  το κεφάλι σας, προσπαθήστε να συνειδητοποιήσετε τη βαθιά δημιουργικότητα του μαρξισμού του Κλιφ.  Θυμάται κανείς τον άρχοντα στην ιστορία του Μπρεχτ, που ανακάλυψε  ότι ο λαός τον  μισούσε βαθιά  και αποφάσισε να εκλέξει νέο λαό.

Η δημοσίευση του κειμένου «Πλατφόρμα της Αντιπολίτευσης  IS (βλ. Παράρτημα 6 για το κείμενο και επίσης το μεταγενέστερο κείμενο «Απάντηση στον σύντροφο Χάλας»), προκάλεσε τη γρήγορη απάντηση από την Κεντρική Επιτροπή. Το γεγονός ότι δεν καθυστέρησε πολύ δεν μας προκάλεσε καμία έκπληξη, και κατά κάποιον τρόπο υποθέτω ότι επίσης δεν προξενούσε έκπληξη ότι ο συντάκτης της απάντησης μάλλον ήταν ο Ντάνκαν Χάλας. Υπάρχει μια ιδιαίτερα φοβερή συμμετρία στην εικόνα ενός άνδρα ο οποίος λίγο πριν ασπαζόταν τις περισσότερες από τις κριτικές της  ISO και στην πραγματικότητα αυτός είχε διατυπώσει πρώτος πολλές από αυτές, ενώ τώρα υποχρεωνόταν ή προσφερόταν εθελοντικά για  να εκπληρώσει τον ρόλο της εμπροσθοφυλακής κατά της αντιπολίτευσης. Ας αρκεστούμε να πούμε ότι ήταν ένα μήνυμα για τη σκλήρυνση της στάσης απέναντι στην Αντιπολίτευση.

Στην περιφέρεια του Δυτικού Λονδίνου, ο οργανωτής πλήρους απασχόλησης, ένας νευρικός ανίκανος με το όνομα Τζον Ρόουζ, πλημμύρισε με πίστη στην Κ.Ε. και συνέταξε ένα μεροληπτικό κείμενο που κατήγγειλλε την κλαδική οργάνωση του Twickenham για σχέση με την Αντιπολίτευση. Η πρόθεσή του, φαίνεται, ήταν να προκαλέσει τον Χάρι Γουίκς να διατυπώσει τη δική του πολιτική θέση όσον αφορά την αντιπαράθεση. Ο Χάρι ήταν πάντα πρόθυμος να διευκολύνει και έτσι δεν υπήρχε καμία αμφιταλάντευση, αυτός ο ευγενικός αλλά πολιτικά σκληρός άνδρας εκφράστηκε με σθένος: «Δεν μου έχει συμβεί ποτέ να αμφιβάλλει κανείς για το με ποιους είμαι: Για όσους τρέφουν τέτοιες αμφιβολίες, επιτρέψτε μου να το πω όσο το δυνατόν σαφέστερα. Συντάσσομαι ολόψυχα με την Αντιπολίτευση των IS κι ακόμα παραπέρα [έμφαση στο πρωτότυπο] … Οι οργανωτικές αλλαγές που εισήχθησαν την παραμονή της συνδιάσκεψης  θεωρώ πως αποτελούν  ανεπίτρεπτη παραβίαση των κανόνων του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού … Επιτρέψτε μου να το ξεκαθαρίσω. Για όσο ανήκω στους IS θα πολεμήσω ενάντια σε οποιαδήποτε παραχώρηση στη μαοϊκή και νεοσταλινική αντίληψη του μονολιθικού κόμματος ». [1] Αυτά τα σημεία αντιπολίτευσης του Χάρι Γουίκς ήταν τελείως ανεπιθύμητα και ο Ρόουζ πήρε μέτρα για να απομονώσει την κλαδική του Twickenham και να επιδιώξει ένα είδος βεντέτας εναντίον της. Ο Τεντ Κρόφορντ, ο οποίος ήταν μέλος στην περιφέρεια του Δυτικού Λονδίνου, αλλά όχι στην κλαδική του Twickenham, ένιωσε την ανάγκη να γράψει στον Τζον Ρόουζ, “… Θεωρώ την αντιμετώπιση του συντρόφου Γουίκς πολύ ξεδιάντροπη. Δεν μπορείτε να του απαντήσετε πολιτικά. Έχοντας επιστρατεύσει κάποιον για να σταθεί απέναντί του για να ψηφοθηρήσει (στΜ στις εκλογές για αντιπροσώπους, όπου προφανώς ο «φυτευτός» πέρασε σε ψήφους τον Γουίκς και τον απέκλεισε από τη Συνδιάσκεψη), ο νεαρός σας πρωτο-μπολσεβίκος δεν αξιώθηκε ούτε να παρευρεθεί στη Συνδιάσκεψη … Σκέφτεσαι πραγματικά μέσα στον όλο φραξιονιστικό σου ζήλο ότι οι σύντροφοι δεν μπορούσαν να μάθουν κάτι από τον Χάρι; Μπορεί και να έχει λάθος, αλλά θα μπορούσατε να το αξιολογήσετε από μόνοι σας εάν δεν σας το ανέφεραν οι εργοδότες σας; “[2]

Στην ίδια επιστολή, ο Τεντ περιγράφει πως μέσα σε δύο χρόνια, «είδα τα μέλη [της περιφέρειας Δυτικού Λονδίνου] να μειώνονται κατά το ήμισυ από περίπου 100 σε 44 … στη θέση σας θα παραιτούμουν από επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.» Στην  Περιφερειακή Συνεδρίαση του Σεπτέμβρη, ο Ρόουζ είχε αναφέρει ότι, καθώς επίκειτο ένα κύμα καταστολής και ο Όμιλος θα έβγαινε στην παρανομία, όλες οι πάγιες (τραπεζικές στΜ) εντολές προς τον Όμιλο έπρεπε να ανασταλούν και οι συνδρομές έπρεπε να καταβάλλονται σε χαρτονομίσματα στον ταμία. Αυτό δεν αποκλείεται να ήταν  οδηγία από το (ηγετικό) Κέντρο, αλλά είναι πολύ πιο πιθανό να αποτελούσε επίδειξη υπερβολικού ζήλου από τον Ρόουζ και, με δεδομένο τον (μειωμένο) αριθμό μελών, έπαιζε κορώνα-γράμματα τις ήδη μειωμένες εισπράξεις της Περιφέρειας. Αυτό ίσως εξηγεί το γιατί, δύο μήνες αργότερα, αυτή η πολιτική ανακλήθηκε. Τελικά «ανεστάλησαν» (στΜ δηλαδή εκδιώχθηκαν) η κλαδική του Twickenham και ο Τεντ Κρόφορντ σε μια συνεδρίαση που δεν τους επιτράπηκε να συμμετάσχουν.

Στη συνεδρίαση  των Βόρειων Δήμων,  τον Μάιο του 1975, πέρασαν τα ψηφίσματα της ISO για τον Δημοκρατικό Συγκεντρωτισμό, το Κίνημα Βάσης και το Γυναικείο ζήτημα με πλειοψηφία δυο προς ένα. Δυστυχώς δεν υπήρχε αρκετός χρόνος για να συζητηθούν οι πολιτικές προοπτικές και έτσι διοργανώθηκε μια επόμενη συνεδρίαση μια εβδομάδα αργότερα με έναν ομιλητή από την Εκτελ. Επιτροπή. Ως ένδειξη είτε της περιφρόνησής τους για την Περιφέρεια, είτε για τις δικές τους πολιτικές προοπτικές, η ΕΕ απέστειλε τον Τζιμ Νάιτσολ. Επαληθεύοντας τη φήμη του ως του πρώτου απολίτικου Εθνικού Γραμματέα των  IS, ο Νάιτσολ αξιοποίησε τον χρόνο που διέθετε εναντίον της κλαδικής του Harlow, που υποστήριζε την πλατφόρμα της ISO. Αποδείχθηκε ότι είχε περάσει τη μέρα του με πολύ κέφι  μελετώντας τα αρχεία του τοπικού Τύπου στη δημόσια βιβλιοθήκη του Harlow. Ως αποτέλεσμα αυτής της έρευνας, υποστήριξε ότι η κλαδική δεν είχε οργανώσει δράσεις σε απεργίες, απολύσεις και περικοπές δημόσιων δαπανών. Τύχαινε βέβαια η κλαδική του Harlow, που είχε στις τάξεις της εξαιρετικά μέλη όπως ο Χιου Κερ, σήμερα ευρωβουλευτής, η Μπάρμπαρα Κερ και η Σου Λέιμπεντ, να είναι μια από τις πιο δραστήριες κλαδικές σε τοπικά θέματα και να έχει δώσει μάχες για όλα αυτά τα ζητήματα.  Ήταν όμως κάτι παραπάνω από απολύτως λάθος να στεναχωρέσουν τον Τζιμ  Νάιτσολ  που συνέχισε εκβιάζοντας νέα ψηφοφορία για τους αντιπροσώπους  της συνδιάσκεψης που ήταν υποστηρικτές της  ISO. Ούτε εκεί σημείωσε επιτυχία.

Τον Μάιο του 1975, περίπου 135 μέλη είχαν δηλώσει την υποστήριξή τους στην «Πλατφόρμα της  ISO» και ήταν γνωστό ότι υπήρχαν κι άλλα. Στην Εθν. Επιτροπή του Απριλίου, 14 ψήφισαν κατά των προτεινόμενων οργανωτικών αλλαγών, 12 από τους οποίους εργάτες. Πληθώρα αντιπροσωπευτικών σωμάτων των IS (εργατικές και τοπικές κλαδικές οργανώσεις και κάποιες περιφερειακές επιτροπές) διαμαρτύρονταν για τους νέους κανόνες. Σε ορισμένες περιφερειακές συνεδριάσεις, οι συζητήσεις μεταξύ των ομιλητών της ΕΕ και της ISO συχνά οδηγούσαν σε νίκη της Αντιπολίτευσης. Ο Τζον Πάλμερ ήταν ιδιαίτερα ενεργός κι επιτυχής. Φυσικά, οι συζητήσεις αυτές διεξάγονταν  συνήθως μόνο όπου η ISO είχε κάποιες δυνάμεις, διότι σε καθολικά «πιστές» (στΜ στην ηγεσία του Κλιφ) περιοχές εξασφάλιζαν ότι οι ομιλητές της ISO δεν θα προσκαλούνταν.

Στην πράξη, αυτά τα εκλογομαγειρέματα της ηγεσίας έπιασαν τόπο και μόνο 17 μέλη της  ISO εξελέγησαν ως αντιπρόσωποι της συνδιάσκεψης. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι οργανωτικές προτάσεις εγκρίθηκαν με μεγάλες πλειοψηφίες. Το μόνο που χρειαζόταν τώρα ήταν η τακτοποίηση της λειτουργίας. Η ISO κλήθηκε να διαλυθεί-της αφαιρούταν η άδειά της να επιχειρηματολογεί για την άποψή της. Για να γίνει πιο σαφές ότι δεν υπάρχει πλέον χώρος για «συντηρητικούς» που προσκολλούνταν στις παλιές παραδόσεις που είχαν δώσει ζωή, είχαν υποστηρίξει και χτίσει τους IS στο πέρασμα των χρόνων, η νέα ορθοδοξία χρειαζόταν τώρα μια δραματική κίνηση, μια πραγματική αιματηρή θυσία του  παρελθόντος.

Στο Μπέρμιγχαμ, όπου, συμπτωματικά, η ISO είχε πιθανώς την πλειοψηφία, ο υπεύθυνος της κλαδικής, Γκρέινβιλ Ουίλιανς, ήταν ένας εξαιρετικός στρατολόγος και οικοδόμος του Ομίλου και ιδιαίτερα καλός στο να κάνει έμπειρους συνδικαλιστές μέλη (των IS). Φυσικά, αυτός είναι ακόμα ένας άλλος λόγος που δεν είχε δίκιο ο Κλιφ με την ηλίθια θέση του περί νεολαίας, καθώς οι συνδικαλιστές δεν μπαίνουν στο κίνημα πλυμένοι και εξομολογημένοι, με μια κενή συνείδηση ​​στην οποία η ηγεσία μπορεί να γράψει πάνω  το επαναστατικό λογισμικό της. Κερδίζονται στην επαναστατική πολιτική μέσα από την ίδια τους την εμπειρία και, ακριβώς επειδή είναι έμπειροι, ζουν σε έναν πραγματικό κόσμο και έχουν δεσμεύσεις και συμμαχίες που δεν μπορούν εύκολα να παραμεριστούν, επειδή σε κάποιον από την Κεντρική Επιτροπή υπήρξε μια σοβαρή αιμορραγία στο σημείο που θα έπρεπε να έχει εγκέφαλο. Στην περίπτωση αυτή, η εγκεφαλική αιμορραγία επιδίωκε την επιθυμητή αλλά μακροπρόθεσμη φιλοδοξία αντικατάστασης του Κομμουνιστικού Κόμματος ως της αναγνωρίσιμης Αριστεράς στο συνδικάτο AUEW. Φαινόταν εξαιρετικά φαεινή ιδέα να κατέβει υποψήφιο ένα μέλος των IS στις επικείμενες εκλογές για Εθνικός Οργανωτής (του συνδικάτου). Τόσο πολύ κατακλύστηκε η ΚΕ με την έκδηλη λαμπρότητα της νέας πολιτικής, που δεν ένιωσαν την ανάγκη να το συζητήσουν με την παράταξη (των IS) στο συνδικάτο AUEW. Στο κάτω-κάτω, μόνο ένα κτήνος θα αμφισβητούσε την αλήθεια της «Αποκάλυψης».

Σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα των προσπαθειών του Γκρέινβιλ, υπήρχαν περισσότερα από 20 μέλη των IS στο συνδικάτο AUEW στο Μπέρμιγχαμ, που οργανώνονταν σε δύο εργοστασιακές κλαδικές και μια βιομηχανική κλαδική. Ανάμεσά τους υπήρχαν δέκα εκλεγμένοι συνδικαλιστές βάσης, δύο πρόεδροι (συνδικάτων) μεγάλων εργοστασίων, έξι μέλη του δευτεροβάθμιου οργάνου του  συνδικάτου AUEW – ένα από τους οποία ήταν ο πρέδρος του δευτεροβάθμιου – και αρκετοί εκπρόσωποι εργατικών κέντρων. Όλοι τους βρίσκονταν στους IS για τουλάχιστον δύο χρόνια και μερικοί μέχρι και οκτώ χρόνια: οι περισσότεροι από αυτούς ήταν βετεράνοι σκληρών αγώνων, με σκληρές νικηφόρες απεργίες κι άλλες αγωνιστικές εμπειρίες στις πλάτες τους.  Εν πάση περιπτώσει, ίσως να νομίζετε ότι ήταν ένα σύνολο εργαζομένων που κάθε επαναστατική ομάδα θα ήθελε να στρατολογήσει και να διατηρήσει. Κάνετε λάθος. Με έναν συνδυασμό αδέξιων και κακόβουλων κινήσεων, η ΚΕ  συνωμότησε για να απαλλαγούν οι IS από το βάρος της καλύτερης βιομηχανικής ελπίδας που είχαν ποτέ από τις σπουδαίες μέρες του ENV.

Το υπόβαθρο σε αυτή την υπόθεση της πρωταρχικής … αποσυσσώρευσης στελεχών είναι απλό. Στις κινήσεις ενότητας των πιο χαρούμενων χρόνων 1972 και 1973, οι IS προσπάθησαν να εμπλέξουν το ΚΚ σε κοινή δράση πάνω σε ένα περιορισμένο πρόγραμμα. Αυτό δεν είχε συμβεί σε εθνικό επίπεδο, αλλά στα συνδικάτα όπου υπήρχε κάποιο είδος παρουσίας των IS, τα μέλη μας θα εμπλέκονταν σε ό,τι αφορούσε τη γενικά αναγνωρισμένη αριστερή ομάδα (στΜ δηλαδή το Κομμουνιστικό Κόμμα). Στο  συνδικάτο AUEW, η «Mεγάλη Αριστερά» ήταν το πιο ανεπτυγμένο φόρουμ για συζήτηση και αντιπαράθεση πάνω στην τακτική και την πολιτική. Η ισχυρή εκπροσώπηση του ΚΚ εξασφάλιζε ότι η Μεγάλη Αριστερά είχε μια προδιάθεση προς την προεκλογική εκστρατεία – με το ενδιαφέρον να περιστρέφεται σχεδόν μόνιμα για την εκλογή στο ένα ή στο άλλο πόστο- αλλά για οποιονδήποτε η προσήλωση στην επαναστατική δουλειά ήταν κάτι παραπάνω από μια φράση (η Μεγάλη Αριστερά) αποτελούσε σοβαρό πεδίο για δράση. Πράγματι, στη συνδιάσκεψη του 1974, ο Αντρέας Ναλιάττι και η φράξιά του καταγγέλθηκαν ως «(αναρχο)συνδικαλιστές» για την αντίθεσή τους στην πολιτική των IS να δουλέψουν εντός της Μεγάλης Αριστεράς στο AUEW. Ως σοβαροί αγωνιστές και ως πιστά μέλη, οι μηχανικοί του Μπέρμιγχαμ συμμετείχαν στη Μεγάλη Αριστερά και στο πλαίσιο αυτής της συμμετοχής συμφώνησαν να υποστηρίξουν την υποψηφιότητα ενός μέλους του ΚΚ, του Φιλ Χίγκς, προέδρου (του συνδικάτου) του εργοστασίου Ρολς Ρόις, για τη θέση του Εθνικού Οργανωτή. Αυτό, πρέπει να πούμε, έγινε πριν η Κ.Ε. ή κάποιος άλλος κατεβάσει την ιδέα να θέσει υποψηφιότητα ο Γουίλι Λι, ένα μέλος των IS και υπόδειγμα αγωνιστή του AUEW στη Γλασκώβη. Τα προσόντα του Γουίλι για τη θέση ήταν σπουδαία, το ερώτημα ήταν: είναι αυτός ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να κάνουμε πολιτική δουλειά στο AUEW; Εάν η ιδέα ήταν να οικοδομήσουμε ένα σοβαρό αντίπαλο δέος απέναντι στο ΚΚ στους μηχανικούς,  δεν θα ήταν καλύτερο να αγωνιστούμε (απέναντί τους) στο πεδίο της πολιτικής, όπου ήταν εφικτό να τραπούν σε άμυνα, παρά στο εκλογικό πεδίο, όπου είχαν τη μεγαλύτερη δύναμή τους;

Για να υποστηρίξει την υποψηφιότητα του Λι η ηγεσία των  IS κάλεσε σε συνέλευση της παράταξης του AUEW στο Μάντσεστερ. Μαζί με αρκετούς άλλους, οι σύντροφοι του Μπέρμιγχαμ ήρθαν να εξηγήσουν την κατάσταση και να διαφωνήσουν με την υποψηφιότητα. Ο Βικ Κόλαρντ, ανώτερος εκλεγμένος αξιωματούχος στο Lucas στο Μπέρμιγχαμ, επιχειρηματολόγησε ενάντια στην υποψηφιότητα των IS και κέρδισε την ψηφοφορία με συντριπτική πλειοψηφία. Ακολούθησε η σαφής ένδειξη ότι η κίνηση (στΜ της υποψηφιότητας του Λι) σχετιζόταν λιγότερο με μια συγκεκριμένη πολιτική πρωτοβουλία και περισσότερο απέναντι στους εργάτες-μηχανικούς του Μπέρμιγχαμ. Στη συνδιάσκεψη των  IS, η ΚΕ διοργάνωσε συνάντηση όσων αντιπροσώπων τύχαινε να είναι ταυτόχρονα μέλη του AUEW κι εξασφάλισε την ψήφο υπέρ της υποψηφιότητας του Ουίλι Λι  για τον Εθνικό Οργανωτή. Αυτή η στοχευμένη συνάντηση προφανώς ακύρωνε την απόφαση της συνέλευσης της παράταξης του AUEW, διότι, όπως υποστήριξε η ΚΕ, διεξήχθη στη Συνδιάσκεψη που ήταν το ανώτατο όργανο χάραξης πολιτικής. Προφανώς υποθέτουμε πως αν ο Κλιφ κατέβαζε ένα όραμα ότι αποτελεί τη μετενσάρκωση του  Β.Ι.Λένιν, αυτό θα ήταν αλήθεια γιατί συνέβη στη Συνδιάσκεψη.

Ο Στιβ Τζέφρις στάλθηκε στο Μπέρμιγχαμ για να ανακαλέσει τα μέλη του AUEW στην τάξη. Προσπάθησαν να εξηγήσουν σ ‘αυτόν και την Κ.Ε ότι η μακροχρόνια δουλειά στα συνδικάτα και στη βάση θα είχε πάντοτε τα μειονεκτήματά της από τη σκοπιά της επανάστασης και ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε την πολυτέλεια των πολιτικών «βλέποντας και κάνοντας» αν θέλαμε ποτέ να να μας παίρνουν στα σοβαρά  περισσότεροι από μια χούφτα εργαζομένων. Όπως ο Μικ Ράις, ένας κορυφαίος μηχανικός των IS του Μπέρμινχαμ, έγραψε:  «… οι σύντροφοι μπορούν να ρωτήσουν γιατί οι σύντροφοι του AUEW στο Μπέρμινγχαμ δεν πειθαρχούν στους IS; Μήπως διατηρούν σχέσεις με ένα σωρό μέλη του ΚΚ, των Τριμπιουνικών και άλλα και άλλα αριστερά στοιχεία πολύ πιο  αγαπητά από τα μέλη της επαναστατικής οργάνωσης; Η απάντηση είναι απλή, στην πραγματικότητα οι σύντροφοι έχουν πολύ μεγαλύτερο σεβασμό στους  ΙS απ’ ότι έχουν για ένα άμορφο σώμα όπως η «Μεγάλη Αριστερά». Παρεμπιπτόντως, έχουν πολύ περισσότερο σεβασμό στους ΙS, την παράδοσή τους και τη στάση τους στο εργατικό κίνημα από ό, τι η σημερινή φουρνιά των ηγετών των IS. Προσπάθησαν να υλοποιήσουν αυτό που συνιστούσε πολιτική των IS εδώ και αρκετά χρόνια, η ατυχία τους είναι ότι πέτυχαν και αντίθετα από όσους δεν έχουν καταγράψει καμία επιτυχία, δεν μπορούν απλά να πετάξουν όλη τη δουλειά που έχουν κάνει.

Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Μόλις πρόσφατα το ηγετικό μέλος των  IS , ο σ. Άρθουρ Χάρπερ, επανεκλέχθηκε Πρόεδρος στο δευτεροβάθμιο όργανο της AUEW. Αυτό επιτεύχθηκε επειδή α. Ο Άρθουρ είναι ένας σεβαστός αγωνιστής εδώ και χρόνια, με αποδεδειγμένα παραδείγματα αγώνων και β. γιατί έλαβε υποστήριξη της «Μεγάλης Αριστεράς». Δεν θα είχε εκλεγεί διαφορετικά. Μετά τη σχετική συμμαχία σε εκείνες τις εκλογές, οι σύντροφοι του Μπέρμιγχαμ έλαβαν εντολή να έρθουν σε ρήξη με την «Μεγάλη Αριστερά» για το ζήτημα της υποψηφιότητας του Ουίλι Λι. Τέτοιες αστείες προτάσεις μπορεί να  «κάθονται» καλά στα γραφεία σας, αλλά στον πραγματικό κόσμο, όπου οι πραγματικοί εργάτες μετράνε την αξιοπιστία σας με όρους συνέπειας και όχι με βάση τη δυνατότητα να κάνετε κωλοτούμπες αποτελούν συνταγή για καταστροφή. Πέντε χρόνια δουλειάς θα κατέληγαν στα σκουπίδια, δεν είναι περίεργο ότι οι σύντροφοι του Μπέρμιγχαμ θεώρησαν πως έχουν ένα πιο σημαντικό καθήκον απέναντι στους IS από το να πηδάνε μέσα από τα χούλα-χουπ που κρατάνε τα καπρίτσια της Κ.Ε.»[3]

Ακολούθησε κάποια πραγματικά παράξενη συμπεριφορά εκ μέρους της ηγεσίας. Οι υποστηρικτές της Αντιπολίτευσης στο Μπέρμιγχαμ δεν είχαν λάβει αντίγραφα του Εσωτερικού Δελτίου, έπρεπε να το διαβάσουν στο Βιβλιοπωλείο των IS και στη συνέχεια να το παραδώσουν. Ο Στιβ Τζέφρις προσπάθησε να επιτύχει κάποιο συμβιβασμό, αλλά όταν απέτυχε, προχώρησε στο φρικιαστικό έργο του με όλο τον ενθουσιασμό του Κόναν του Καταστροφέα. Συναντήθηκε με τον Μάικ Ράις σε μια παμπ και, αφού έμαθε ότι ο Μάικ διατηρούσε την υποστήριξή του από τους συντρόφους του AUEW στο Μπέρμινγχαμ, τον έπαψε από μέλος με την υπόσχεση ότι θα ζητήσει την διαγραφή του στην επόμενη συνεδρίαση της Κ.Ε. Ο Μικ Πέντλι έλαβε την ίδια μεταχείριση. Σαν να ήθελε να αποδείξει ότι τα χρόνια του στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου δεν είχαν πάει χαμένα και ότι μπορούσε να κάνει απλή αριθμητική, ο Στιβ πήγε έπειτα σε μια συνεδρίαση της Περιφερειακής Επιτροπής των IS στο Birmingham, στην οποία  ο Μάικ Ράις και ο Μικ Πέντλι ήταν σεβαστά μέλη μέχρι την διαγραφή τους.  Στη συνεδρίαση έπρεπε να γίνουν κάποιοι λεπτοί χειρισμοί ακόμα για να βγαίνουν τα νούμερα (στΜ στις ψηφοφορίες) σωστά, οπότε ο Ρότζερ Γκρίφιθς επίσης διαγράφτηκε με το που πέρασε την πόρτα και πήγε να καθίσει. Για όσους από εμάς είχαμε περάσει από την WRP / SLL (του Χίλι στΜ) ή σε κάποια από τις προκατόχους της,  όλα αυτά μας ακούγονταν τρομακτικά οικεία. Η διαφωνία σήμαινε απιστία, η αντιπαράθεση σήμαινε απιστία, ακόμη και η αδυναμία να κρατήσει κανείς επαφή με τις αλλαγές στη γραμμή που γίνονταν με ταχύτητα χαμαιλέοντα σήμαινε απιστία και η απιστία  έπρεπε να ξεριζωθεί με τη μέγιστη δυνατή αποφασιστικότητα ό,τι κι αν λένε οι καταστατικές αβρότητες.  Η απόγνωση της τελευταίας παραγράφου του Μικ Ράις περιγράφει  πολύ καλά για το πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα: “Οι IS είναι κάτι περισσότερο, κάτι πολύ περισσότερο από μια διοικητική δομή, με μια άψογη ηγεσία μοναδικά προικισμένη με την αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων. Ο μαρξισμός αφορά την αμοιβαία ανάπτυξη, την αλληλεπίδραση και τη σύνθεση. Το μαρξιστικό κόμμα πρέπει να διαφυλάξει τις αρχές της ελεύθερης συζήτησης όχι από αστική ηθική, αλλά επειδή χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρξει καμία σοβαρή δράση και κανένα κόμμα ». [4]

Ο Όμιλος συνέχισε να κάνει τρομαγμένος ελαφρά πηδηματάκια προς τα «αριστερά»,  η συνδικαλιστική δουλειά θεωρούταν βαρετή, ο πραγματικός ταξικός αγώνας σύμφωνα με την ηγεσία βρισκόταν στους δρόμους. Το κίνημα Βάσης εκφυλίστηκε σε ένα παταγωδώς αποτυχημένο εγχείρημα που ελεγχόταν από το Εργατικό Τμήμα (των IS), ένα κέλυφος που σύντομα θα θρυμματιζόταν για να αναδυθεί από μέσα του η καμπάνια «Δικαίωμα στην Εργασία» με την πορεία που ακολούθησε. ΟιIS πισωγύριζαν για να κάνουν ό,τι μπορούσε να κάνει με μεγαλύτερη ευκολία η παραμικρή σέχτα, μια θορυβώδη καμπάνια μιας χρήσης: επρόκειτο για μορφή δραστηριότητας στης οποίας την οργάνωση ήταν ιδιαίτερα έμπειρος ο Τζέρι Χίλι. (στΜ το μοντέλο είναι το εξής: ) Οι σύντροφοι παραμένουν απασχολημένοι και οι εντατικοί ρυθμοί  δραστηριότητας συγκαλύπτουν το γεγονός ότι οι οργανώσεις κερδίζουν χρόνο. Όσο λιγότερα αποτελέσματα δείχνει η δράση, τόσο πιο φουσκωμένες παρουσιάζονται οι υποσχέσεις. Η υπόσχεση τώρα ήταν (στΜ να ιδρυθεί) το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα το 1976. Η βάση για αυτού του είδους τη ματαιοδοξία ούτε σαφής ήταν ούτε εξηγήθηκε. Οι IS, με λιγότερα από 3.000 μέλη, εκ  των οποίων ίσως το ένα τρίτο ήταν χειρωνακτικοί εργάτες, δεν ήταν κόμμα. Ποια ήταν η προσδοκία για τα επόμενα δύο χρόνια ώστε να μεταμορφωθούν σε δύναμη ικανή να λειτουργεί αυτόνομα στο εργατικό κίνημα, όπως πρέπει να κάνει οποιαδήποτε οργάνωση ισχυρίζεται ότι έχει την ιδιότητα του κόμματος; Αν το ζητούμενο ήταν να επαναλάβουν αυτό που έκανε το ΚΚ Μ.Βρετανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1920, μια πολύ πιο μετριοπαθής φιλοδοξία, έπρεπε να μετασχηματιστεί η κοινωνική σύνθεση (των IS) και να χτιστεί μια απείρως μεγαλύτερη περιφέρεια. Αν το ζητούμενο ήταν να αισθανθεί ο Ντάνκαν Χάλας ότι είχε ξαναχτίσει την οργάνωση RCP στα καλύτερά της,  κάτι που ήταν περισσότερο ευσεβής πόθος παρά φιλοδοξία σε κάθε περίπτωση ήταν απαραίτητο να τροποποιηθεί το (εσωκομματικό) καθεστώς δραστικά ώστε να μην κάνει τα πάντα για να αποδεκατίσει τα εργατικά στελέχη (των IS) παραβιάζοντας τις αρχές μιας επαναστατικής ηγεσίας.

Σε λιγότερο από δύο χρόνια από την άνοιξη του 1974, οι IS έχασαν 500 μέλη και υπέστησαν σημαντική μείωση στην κυκλοφορία του Σοσιαλιστή Εργάτη στα 24.000 φύλλα, με πληρωμένα τα μισά από αυτά.  Ο αριθμός και το μέγεθος των εργοστασιακών κλαδικών μειώθηκε, η κυκλοφορία των εφημερίδων βάσης (στΜ έντυπα που εκδίδονταν από τις εργατικές ομάδες  ανά χώρο δουλειάς) έκανε ελεύθερη πτώση. Όταν τέθηκε προ των ευθυνών του ο Κλιφ γι’ αυτή την πτώση, απάντησε: “Οι τυπικοί απολογισμοί με βάση τα νούμερα είναι σοσιαλδημοκρατική έννοια”. Θα είχε πλάκα να απαντούσαμε «και το θρασύ θράσος συνήθως χαρακτηρίζει τους απατεώνες και τους απατεώνες».  Όπως ανέφερα ήδη, ήμασταν υπερβολικά ευγενικοί και μαλακοί στην κριτική μας.

Οι σκιές που έπεφταν πάνω στην αντιπολίτευση των IS ήταν φανερό ότι μεγάλωναν. Τον Νοέμβριο του 1975, εκπρόσωποι της Αντιπολίτευσης κλήθηκαν ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου (ενός «αμερόληπτου» δικαστηρίου που απαρτιζόταν από τον Τζιμ Νάιτσολ και τον Ντέιβ Πιρς) όπου κατηγορήθηκαν με το γεγονός ότι ένα κείμενο της ISO, «Η κρίση στους IS», είχε πέσει στα χέρια ενός δημοσιογράφου της Morning Star(στΜ εφημερίδα του ΚΚ), του Ροντ Κάιρντ. Αυτός ανέλυε λεπτομερώς την κριτική της ISO και σημείωνε: “Λίγο καιρό πριν οι IS είχαν οικοδομήσει τη φήμη τους σε μια επιμελώς κατασκευασμένη εικόνα ανοιχτού πνεύματος και απόλυτου σεβασμού στις δημοκρατικές διαδικασίες-στην πράξη όμως, όπως κι οι άλλες υπεραριστερές ομάδες, επανέλαβε τα υποτιθέμενα λάθη, διαιρέσεις και μπερδέματα των άλλων οργανώσεων στις οποίες έκανε κριτική ως αθώα περιστερά.» [5] Η αλήθεια αυτού του αποσπάσματος του Κάιρντ δεν πρέπει να συσκοτίζει το γεγονός ότι ο οποιοσδήποτε εντεταλμένος σταλινικός δεν έχει το δικαίωμα να κουνάει το δάχτυλό του σε κανέναν. Ο Νάιτσολ δεν μπορούσε να αποδείξει ότι η ISO είχε δώσει το κείμενο στον Κάιρντ περισσότερο από όσο μπορούσε να αποδείξει η Αντιπολίτευση ότι το είχαν δώσει αυτοί (στΜ η πλειοψηφία της ηγεσίας). Αυτό που ήταν σίγουρα αλήθεια και χωρίς αμφιβολία μέτρησε πολύ για  την Επιτροπή Ελέγχου ήταν το γεγονός ότι αν δεν υπάρχει ΙSO, τότε δεν υπάρχουν και κείμενα της ISO.

Στο κομματικό συμβούλιο του Δεκεμβρίου του 1975, ο Ντάνκαν Χάλας υποστήριξε ότι οι φράξιες πάντα οδηγούσαν σε διάσπαση και δεν μπορούσαν να γίνουν ανεκτές σε μια οργάνωση μάχης. Η ISO, είπε  ο Ντάνκαν, πειθαρχούσε περισσότερο στη φράξιά της παρά στους IS και δεν λειτουργούσε σαν τμήμα της οργάνωσης. Σε μια από εκείνες τις στιγμές που είναι τόσο ευχάριστα αποκαλυπτικές, ο Κλιφ είπε: “Οι φράξιες μπορεί να επιτρέπονταν στο μπολσεβίκικο κόμμα, αλλά δεν επιτρέπονται στους IS”. Αργότερα πρόσθεσε ότι οι μπολσεβίκικες φράξιες ήταν καλές. Είναι δεδομένο φυσικά ότι θέλαμε να είμαστε καλή φράξια, αλλά δεν μπορούσαμε για μια ζωή να θεωρούμε δίκαιο να υποβάλλουμε τον χαρακτήρα μας στην κρίση του Κλιφ. Πείτε μας στραβοκέφαλους αλλά θεωρούσαμε ότι θα είναι προκατειλημμένος απέναντί μας.  Η πλειοψηφία του κομματικού συμβουλίου, επηρεασμένη σαφώς από την ομιλία του Ντάνκαν και εντυπωσιασμένη από το γεγονός ότι ο Κλιφ είχε μόλις γράψει ένα κακό βιβλίο για τον Λένιν και ήταν έτοιμος να γράψει άλλα τρία, ψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία μια απόφαση που απαιτούσε από την ISO να διαλύσει τη φράξιά της.

Η διοικούσα επιτροπή της ISO, μετά από συζήτηση, έστειλε δήλωση στην Κεντρική Επιτροπή: “Η θέση μας σχετικά με την απόφαση του κομματικού συμβουλίου για την Αντιπολίτευση είναι ακριβώς η ίδια με αυτήν που διατυπώθηκε στη συνάντηση με την Επιτροπή Ελέγχου την Κυριακή 30 Νοεμβρίου. Οι κριτικές που κάνουμε βασίζονται άμεσα στην καρδιά των πολιτικών παραδόσεων των IS, τις κατευθύνσεις και τη δημοκρατική δομή τους. Ανησυχούμε ότι η τρέχουσα στροφή στον υπερ-αριστερισμό θα καταστρέψει κάθε ρεαλιστική (στΜ πιθανότητα να αποκτήσουν οι IS) εργατική βάση, ενώ θα δημιουργήσει το στυλ της άσχετης (πολιτικής) δουλειάς αυτοσυντήρησης για την οποία κάναμε κριτική (στην αριστερίστικη οργάνωση) WRP. Θεωρούμε ότι είναι εις βάρος των IS ότι το Εθνικό Συμβούλιο αποφάσισε να τερματίσει τη συζήτηση με βάση βιαστικά ψηφισμένες αποφάσεις πάνω στο ζήτημα των μόνιμων φραξιών, ενώ όσον αφορά την καμπάνια  “Δικαίωμα στην Εργασία” και το λανσάρισμα της ιδέας περί Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος,  έκρινε σκόπιμο να αγνοήσει ή να παραβιάσει τις αποφάσεις που ελήφθησαν στη συνδιάσκεψη. Για αυτούς τους λόγους δεν είμαστε διατεθειμένοι να διαλύσουμε τη φράξια, αν και θα συνεχίσουμε να ενεργούμε σαν πειθαρχημένα μέλη των IS

Στην πραγματικότητα απλώς τα είπαμε για να τα πούμε. Μετά την παραλαβή της επιστολής της ISO, ο Νάιτσολ τηλεφώνησε στον Χέιζελ Μάντρελ, τον γραμματέα της φράξιας, για να του πει ότι όλα τα μέλη της διοικούσας επιτροπής της ISO έπαυαν να είναι μέλη και ότι η διαγραφή τους θα προωθούταν στην Κ.Ε. (στΜ για την επικύρωσή της) την ίδια ημέρα. Η Σου Μπέιτελ, μια υπάλληλος των γραφείων του (ηγετικού) κέντρου, δέχτηκε το πλήρες σετ θεραπείας. Ο Νάιτσολ την απέλυσε, την έπαψε από μέλος των IS και ανέλαβε να προωθήσει τη διαγραφή της στην Κ.Ε. Ήταν ψυχούλα ο άνθρωπος.

Αυτό ήταν το τέλος της διαδρομής για την ISO: τα μέλη της που δεν διαγράφτηκαν αποχώρησαν ως ένδειξη συμπάθειας σε αυτά που διαγράφτηκαν. Για αυτά το μεγάλο πείραμα των IS είχε λάβει τέλος. Η δυναμική της σέχτας είχε κερδίσει και πάλι. Πολλοί από τους βασανιστές εκείνης της εποχής έγιναν αργά ή γρήγορα οι βασανιζόμενοι. Δεν μπορώ να πω ότι συμφωνώ με αυτό, αλλά η γριά μάνα μου έλεγε: «Ο Θεός δεν εισπράττει τα χρέη του σε χρήματα» (στΜ κάτι σαν «αν κάνεις κακό θα το βρεις απ’ τον θεό»). Αν αυτό ισχύει, ίσως (ο θεός) πρέπει να φροντίσει να στείλει μερικούς δικαστικούς κλητήρες, καθώς μετά από τόσα χρόνια υπάρχουν ακόμα μερικοί σημαντικοί εξέχοντες οφειλέτες. Μόνο οι ηθικά σκάρτοι στερούνται οποιουδήποτε ορίου,  πέρα ​​από το οποίο δεν θα πήγαιναν. Δυστυχώς, υπάρχουν μερικοί τέτοιοι και αυτοί φυσικά περπατάνε στην αυλή του βασιλιά, όπου μπορούν να τον συγχαίρουν για την πολιτική του ενδυμασία, να χειροκροτούν τις τελευταίες αναλαμπές της ιδιοτροπίας του και να γιουχάρουν ενωμένοι όσους είναι τόσο ασεβείς ώστε να επισημαίνουν ότι ο αυτοκράτορας είναι τελείως γυμνός. Είναι κι αυτό ένα είδος ζωής, αλλά όχι σπουδαίο και σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με τη σοσιαλιστική χειραφέτηση της ανθρωπότητας. Αυτή είναι γενικά μια πολύ σοβαρότερη υπόθεση, που μπορεί να έρθει σε πέρας από ανθρώπους που είναι πιο ειλικρινείς, πιο αφοσιωμένοι, πιο δημοκρατικοί και πιο πιστοί. Πιο ειλικρινείς σχετικά με το τι είναι και το τι μπορούν να κάνουν. Πιο αφοσιωμένοι επειδή λειτουργούν χωρίς ψευδαισθήσεις και χωρίς ψέματα στον εαυτό τους ή σε οποιονδήποτε άλλο. Πιο δημοκρατικoί, διότι τα τεχνάσματα και οι απάτες δεν δουλεύουν-μόνο με τη μέγιστη δημοκρατία μπορεί να οικοδομηθεί ένα μαζικό κίνημα για τον σοσιαλισμό. Πιο πιστοί στη θεωρία και στην πολιτική, πιο πιστοί στα μέλη και πάνω απ ‘όλα πιο πιστοί στην εργατική τάξη. Κανένα από αυτά δεν είναι προαιρετικές πολυτέλειες που απλά απαγγέλλονται σε ένα επαναστατικό λογύδριο στις συγκεντρώσεις της Πρωτομαγιάς- είναι τα βασικά κομμάτια του παζλ που θα συνταιριάξουν μια μέρα για να αποκαλύψουν τη σοσιαλιστική κοινωνία.Η ιστορία δεν έχει τελειώσει, απλά αργεί ακόμα να ξεκινήσει.

 

Σημειώσεις

  1. Επιστολή προς την Εκτελεστική Επιτροπή των IS από τον Χάρι Γουίκς, 24 Απριλίου 1975.
  2. Επιστολή προς τον Τζον Ρόουζ, Οργανωτή τωνWestMiddlesex, από τον Τεντ Κρόφορντ, 11 Σεπτεμβρίου 1975.
  3. Διαγραφές στο AUEW του Μπέρμιγχαμ, από τον Μικ Ράις, ένα κείμενο της ISO.
  4. Όπως πριν.
  5. «Ανάμεσα στις Γραμμές»,του Ροντ Κάιρντ, MorningStar, 22/11/75

 

 

 

 

 

 




Κεφάλαιο 12: Καρικατούρες Λενινισμού, Εκκαθαρίσεις και η γέννηση της Αντιπολίτευσης των IS

Πηγή: https://www.marxists.org/archive/higgins/1997/locust/

Kεφάλαιο 12 του βιβλίου του Τζιμ Χίγκινς “More Υears for the Locust-The origins of SWP”

(«Κι άλλα χρόνια για την ακρίδα-η καταγωγή του SWP»)

Mετάφραση A.Λ.

Κεφάλαιο 12

Πώς τολμάς να μιλάς όταν εγώ σε διακόπτω.

Τζέρι Χίλι

Η εκδήλωση της εφημερίδας Socialist Worker στο Bellevue, τον Νοέμβριο του 1973, ήταν επιτυχημένο καθώς παρευρέθηκαν 1.200 άτομα. Τον Απρίλιο που ακολούθησε, η Συνδιάσκεψη Bάσης πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Digbeth του Μπέρμιγχαμ. Συμμετείχαν περίπου 600 συνδικαλιστές και μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει το πόσο αποτελεσματική ήταν η δουλειά με τις εφημερίδες βάσης από το γεγονός ότι από τα 32 παραρτήματα του  συνδικάτου TGWU που συμμετείχαν 8 από αυτά προέρχονταν από τα αμαξοστάσια του Λονδίνου όπου κυκλοφορούσε η (εφημερίδα) Πλατφόρμα. Η εφημερίδα Νοσηλευτής συνέβαλε στο να στείλουν αντιπροσώπους 9 παραρτήματα του συνδικάτου NUPE, 2 του T & G και 1 υποκατάστημα του COHSE. Η εφημερίδα «Εργάτης Αυτοκινήτων» συνέβαλε στο να σταλούν αντιπρόσωποι από 21 παραρτήματα του AUEW και του TGWU στην αυτοκινητοβιομηχανία αλλά και από 27 επιτροπές συνδικαλιστών στη Συνδιάσκεψη. Συνολικά πάνω από 300 συνδικαλιστικά σώματα συμμετείχαν, συμπεριλαμβανομένων 249 κλαδικών σωματείων, 40 παρατάξεων και επιτροπών συνδικαλιστών, 19 εργατικών κέντρων μαζί με μερικές ακόμα απεργιακές επιτροπές και άλλα επαγγέλματα.

Αν και αυτά δεν έμοιαζαν με το Σοβιέτ της Πετρούπολης το 1917 ή το 1905 δεν έπαυαν να αποτελούν ένα πολύ αξιέπαινο γεγονός. Είναι αλήθεια ότι η πλειοψηφία των τοποθετήσεων από τα κάτω προέρχονταν από μέλη των IS, παρ’ όλα αυτά είναι σημαντικό ότι όλοι οι συμμετέχοντες ήταν έμπειροι συνδικαλιστές που είχαν να πούνε κάτι σημαντικό και χρήσιμο. Ακόμη καλύτερο ήταν το γεγονός ότι υπήρχε ένας σημαντικός αριθμός αγωνιστών-μη μελών των IS που υποστήριζε το πρόγραμμα και το ζήτημα μιας μόνιμης οργάνωσης για την ανάπτυξη του κινήματος βάσης. Εξαιρετικός μεταξύ αυτών ήταν ο Τζορτζ Άντερσον, πρόεδρος της κοινής επιτροπής συνδικαλιστών των Coventry Radiators, και ο Τζο ΜακΓκαφ, πρόεδρος της Dunlop Speke και της Dunlop National Combine Committee. Ήταν μια εντυπωσιακή εκκίνηση που αποδείχθηκε άλλη μια κάλπικη αυγή. Ο Κλιφ, επηρεασμένος από τους Ρόουζγουελ και Τσάρλτον, δεν ήταν καθόλου ενθουσιασμένος. Ήταν σαφές ότι έπρεπε να συμφωνηθεί το ποιοι πόροι θα αφιερώνονταν στο οικοδόμημα του κινήματος Βάσης. Αυτή η δουλειά απαιτούσε αυταπάρνηση και την πεποίθηση ότι μια από τις σπουδαιότερες προϋποθέσεις  για την τελική επιτυχία αποτελεί η ανεξαρτησία του κινήματος Βάσης.

Τα οφέλη για τους IS θα φαινόταν μακροπρόθεσμα και η μόνη εγγύηση ότι οι IS θα αναδύονταν στο τέλος του δρόμου ως η γέφυρα  προς το επαναστατικό κόμμα, όταν οι εργαζόμενοι θα ξεκινούσαν να κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση, ήταν ότι θα είχαμε ήδη καταθέσει τα αδιαμφισβήτητα διαπιστευτήρια μας απέναντι στους άλλους συμμετέχοντες. Ήταν, με μια λέξη, η επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης μας στη δουλειά των προηγούμενων 25 ετών, στο ότι η πολιτική των IS είναι σωστή. Για όσους από εμάς είχαν κάποιο μικρό ρόλο στην ανάπτυξη αυτών των πολιτικών και το πέρασμά τους σε άλλους, αυτά φαίνονταν η «άλφα-βήτα» του μαρξισμού τη δεκαετία του ’70. Για την φράξια του Κλιφ ωστόσο φαινόταν ένα βήμα πολύ βαθιά στο σκοτάδι. Οι πολύτιμοι πόροι που θα μπορούσαν να σπαταληθούν για άμεσα οφέλη δεν θα έπρεπε να θυσιαστούν για κάτι που τελικά θα μπορούσε να μας ανταμείψει πολύ περισσότερο. Από κάποιες ιδιαιτερότητες της μοίρας, η αντιπολίτευση βρέθηκε να υπερασπίζεται την πολιτική του Κλιφ ενάντια στις πολιτικές του Κλιφ. Αν η φράξια του είχε υποστηρίξει ευθέως ότι ο Όμιλος και ο πραγματικός κόσμος ήταν ακόμα ανέτοιμοι για το είδος των μακροπρόθεσμων φιλοδοξιών που αντιπροσώπευε ένα επιτυχημένο κίνημα Βάσης, τότε θα μπορούσε  να γίνει μια σοβαρή συζήτηση και να αναπροσανατολίσει πλήρως τον Όμιλο. Αυτό όμως δεν ήταν εφικτό, διότι για τον Κλιφ οι κοινωνικές αναταραχές όπως στη Γαλλία το 1968 και αργότερα στην Πορτογαλία (όπου σύμφωνα με τον Κλιφ το μέλλον ήταν φασισμός ή επανάσταση υπό την ηγεσία των Πορτογάλων IS), αποτελούσαν σημάδια της πανευρωπαϊκής επανάστασης. Το να περιμένουμε χρόνια για να οικοδομήσουμε μια σταθερή βάση μέσα στην εργατική τάξη ίσως θεωρούταν από τον Κλιφ ένα είδος μενσεβικισμού. Συνεπώς γι αυτόν έπρεπε να υπάρξει μια περίοδος πειραματισμού που θα άλλαζε πορεία στους συντρόφους και ίσως μάλιστα μπορεί και να δούλευε.

Με την Εκτελεστική Επιτροπή (ΕΕ) τώρα να αποτελεί μια ευλύγιστη επέκταση των ενθουσιασμών του Κλιφ και την Εθνική Επιτροπή μια επέκταση της ΕΕ, όλες οι δημοκρατικές δομές του Ομίλου αδυνατούσαν να λειτουργήσουν και άλλες δυνάμεις με διαφορετικές ανάγκες άρχισαν να γεμίζουν το κενό. Οι επαγγελματίες πλήρους απασχόλησης, το μέσο μέσω του οποίου ο Κλιφ μπορούσε να δώσει σάρκα και οστά  στα τελευταία του σχέδια, όχι μόνο ενθουσιάστηκαν με τη ζεστή λάμψη των προσεγγίσεων του Κλιφ, αλλά απέκτησαν με το έτσι θέλω κι αυτοί έναν βαθμό εξουσίας. Αυτό φάνηκε καθαρά μέσα από το παράδειγμα της κατά τα άλλα άγνωστης «Καμπάνιας (μετατροπής) Αγοραστών σε Πωλητές» (στΜ καμπάνιας δηλαδή που έχει στόχο να μετατρέπει τους αγοραστές της εφημερίδας σε πωλητές-διακινητές της εφημερίδας).

Κατά τη διάρκεια της συγγραφής της αγιογραφίας του Λένιν, ο Κλιφ βρέθηκε να επανεξετάζει τον τρόπο λειτουργίας των IS υπό το πρίσμα των ερευνών του. Έχοντας εφαρμόσει τη λενινιστική μαγεία του στην ΕΕ με κάθε άλλο παρά εκπληκτική επιτυχία, τώρα τρωγόταν να ανακαλύψει ότι οι “συντηρητικοί” βρίσκονταν στην εφημερίδα «Σοσιαλιστής Εργάτης». Το γεγονός ότι η εφημερίδα εξακολουθούσε να ανεβαίνει σε κυκλοφορία, ενώ ο αριθμός μελών παρέμενε στατικός, δεν επέτρεπε μια ευθεία επίθεση. Τα πρώτα πυρά της εκστρατείας πέσανε στο τεύχος του ΙSJ  του Μαρτίου 1974 και ακολούθησαν τα δεύτερα στο εσωτερικό δελτίο του Απριλίου.

Το περί ου ο λόγος κομμάτι του ISJ Νο 67 ​​έχει μερικά ενδιαφέροντα πράγματα να πει από μια γενική ιστορική σκοπιά.  Δεν είναι όμως αυτός ο σκοπός του. Σκοπός του είναι να πουλήσει μια συγκεκριμένη πολιτική βάσει ανεπαρκών, μερικών και διαστρεβλωμένων στοιχείων. Το κύρος (του κειμένου) αντλείται από τις παραπομπές στον μεγάλο Λένιν, με τον ίδιο τρόπο που, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο Κλιφ παραθέτει αποσπάσματα από τον Τρότσκι όταν τον βολεύει. Ας δούμε πώς λειτουργεί αυτή η μέθοδος στην πράξη. Πρώτα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ο Κλιφ έχει μια κρυφή ατζέντα για να απαλλαγεί από ορισμένους από τους δημοσιογράφους του Σοσιαλιστή Εργάτη. Ο Κλιφ γράφει: “Η Πράβντα δεν ήταν εφημερίδα για τους εργαζόμενους-ήταν εργατική εφημερίδα. Ήταν πολύ διαφορετική από πολλές άλλες σοσιαλιστικές εφημερίδες, που γράφονταν από μικρές ομάδες ενίοτε λαμπρών δημοσιογράφων. Ο Λένιν περιέγραφε τέτοιες εφημερίδες ως ‘εφημερίδες για τους εργάτες, καθώς δεν υπάρχει μέσα σε αυτές ίχνος ούτε εργατικών πρωτοβουλιών ούτε οποιαδήποτε σχέση με οργανώσεις εργατικής τάξης’… » … Η υποτιθέμενη αναφορά του Λένιν, μέσα σε μικρά εισαγωγικά εδώ, βρίσκεται στα «Διαλεκτά Έργα», τόμος 20, σ.328. Το πραγματικό απόσπασμα έχει ως εξής: «Η εφημερίδα των εργατών του Τρότσκι είναι εφημερίδα του Τρότσκι για τους εργάτες, καθώς δεν υπάρχει μέσα σε αυτές ίχνος κ.λπ. κλπ. …»

Είναι πολύ διασκεδαστικό που ο Τρότσκι δεν κατονομάζεται εδώ, γιατί στο συνοδευτικό Εσωτερικό Δελτίο (Απρίλιος 1974), μνημονεύεται θετικά όσον αφορά τις απόψεις του για την εργατική εφημερίδα. Η απάτη βέβαια έγκειται στο ότι αυτή η «επιμέλεια» του κειμένου στοχεύει στο να ξεγελάσει τον αναγνώστη, στα μάτια του οποίου θα μπορούσε να μειωθεί η αυθεντία του Λένιν από το κύρος του Τρότσκι, αν η παράθεση ήταν ακριβής. Δεν τελειώνει εδώ (η απάτη), επειδή, ενώ ο Κλιφ προτείνει ότι η Πράβντα του Λένιν ήταν “μια εργατική εφημερίδα”, ο ίδιος ο μεγάλος άντρας στην πραγματικότητα δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Το άρθρο, με τον πεζό τίτλο «Διάσπαση της ενότητας υπό την επίφαση κραυγών για Ενότητα», είναι ουσιαστικά μια επίθεση, μάλλον μια σεχταριστική επίθεση βασικά, στον Τρότσκι που ξεκινά να βγάζει μια άλλη σοσιαλιστική εφημερίδα, τη Borba. Ο Κλιφ παραλείπει να αναφέρει ότι η Borba προοριζόταν ως εφημερίδα με στόχο να  ενθαρρύνει την ενότητα στο κόμμα και όχι να κάνει ρεπορτάζ για απεργίες. Ήταν βδομαδιάτικη και όχι καθημερινή, όπως ήταν η Πράβντα, και κυκλοφόρησαν μόνο 7 φύλλα της μεταξύ του Φεβρουαρίου και του Ιουλίου του 1914. Αν συνειδητοποιήσετε ότι η Borba και η Πράβντα είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο η κιμωλία με το τυρί, τότε μπορεί και να συνειδητοποιήσετε ότι η εφημερίδα Σοσιαλιστής Εργάτης και η Πράβντα δεν προσφέρονται ιδιαίτερα ως αντικείμενα προς σύγκριση. Εάν καταλήξατε σε αυτό το συμπέρασμα, τότε θα έχετε δίκιο και θα έχετε μάθει επίσης κάτι και για τη μέθοδο του Κλιφ: η ιστορία γι ‘αυτόν είναι ένα τεράστιο αρχείο πλούσιο σε προηγούμενα. Αποφασίζει τι θέλει να κάνει και στη συνέχεια, όπως κάποιοι αδίστακτοι δικηγόροι, λεηλατεί το παρελθόν για κάτι που μπορεί να ταιριάζει στην περίπτωσή του.

Ας ρίξουμε λίγο περισσότερο φως στην Πράβντα του 1912. Ήταν ένα καθημερινό έντυπο που κυκλοφορούσε κυρίως στην Πετρούπολη, οι μισές εφημερίδες πουλιόνταν στον δρόμο και οι υπόλοιπες στα εργοστάσια. Αν και ο Κλιφ ισχυρίζεται ότι οι μπολσεβίκοι το 1912 ήταν μικρότεροι από τους IS του 1974, αποτελούσαν σημαντική δύναμη το 1905 και ακόμα και το 1907 είχαν 46.000 μέλη. Υπήρχε επομένως μια αριθμητικά μικρή εργατική τάξη, ένα σημαντικό ποσοστό της οποίας ανήκε στις τάξεις των Μπολσεβίκων, που απασχολούνταν σε μεγάλες επιχειρήσεις – εκείνη την εποχή τα εργοστάσια Πουτίλοφ ήταν τα μεγαλύτερα στον κόσμο. Η περιφέρεια των Μπολσεβίκων ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό, τι μπορούσαν να ονειρευτούν οι IS το 1974, επειδή περιελάμβανε κυριολεκτικά δεκάδες χιλιάδες πρώην μέλη, φίλους και συναδέλφους. Στην τσαρική Ρωσία υπήρχε μια καλά εδραιωμένη παράδοση στις εργατικές ομάδες να συνεργάζονται και να συγκεντρώνουν λίγα χρήματα για να χρηματοδοτούν τη δημιουργία μιας εφημερίδας. Κατά τους πρώτους μήνες του 1912, οι εργατικές ομάδες, που πλειοψηφούσαν συντριπτικά στην Πετρούπολη, πραγματοποίησαν 504 συλλογές χρημάτων για την Πράβντα. Αυτό δεν σημαίνει 504 διαφορετικές ομάδες, είναι το σύνολο των συλλογών.

Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 1912 υπήρχαν 14 ομαδικές συλλογές και 34 τον Ιούνιο, το υψηλότερο νούμερο σημειώθηκε τον Απρίλιο με 227. Παρόμοιες συλλογές γίνονταν για τις μενσεβίκικες εφημερίδες, αν και ο Λένιν ισχυριζόταν ότι δεν το έκαναν τόσο επιτυχημένα. Έχοντας αυτό υπόψη μπορούμε να δούμε ότι τα στατιστικά στοιχεία δεν είναι εξίσου εντυπωσιακά με αυτά που παρουσιάζει ο Κλιφ. Πράγματι, χρησιμοποιώντας παρόμοια αριθμητική, το SWP θα μπορούσε να ισχυρίζεται σήμερα ότι έχει 30.000 μέλη, μεταξύ των οποίων τους … Μπιλ Έινσγουορθ, Σιντ Μπίντγουελ, Σταν Νιούενς και Τζιμ Χίγκινς. Κανείς πρέπει να είναι διπλά προσεκτικός σε αυτή την περίπτωση, όχι μόνο επειδή ο Κλιφ κάνει “επιμέλεια” στις στατιστικές, αλλά και επειδή ο Λένιν είχε ήδη πειράξει και φουσκώσει λίγο τα νούμερα προς όφελός του. Ο Κλιφ γράφει: «Κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 1913, η Πράβντα έλαβε 2.181 εισφορές από εργατικές ομάδες, ενώ οι μενσεβίκοι έλαβαν 661. Το 1914 μέχρι τις 13 Μαΐου, η Πράβντα είχε την υποστήριξη 2,873 εργατικών ομάδων και των μενσεβίκων 671. Έτσι οι Πραβντιστές οργάνωναν το 77% των εργατικών ομάδων στη Ρωσία το 1913 και το 81% το 1914 …

Και ο Λένιν έβγαζε σωστά το συμπέρασμα: ‘Έτσι, τα τέσσερα πέμπτα των εργατών αποδέχονταν τις αποφάσεις της Πράβντα ως δικές τους, ενέκριναν τον Πραβντισμό και στην πραγματικότητα συσπειρώνονταν γύρω από τον Πραβντισμό.’ »… Τίποτα από αυτά δεν αντέχει σε σοβαρή εξέταση. Η Πράβντα οργάνωσε τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου των ομάδων υποστήριξης των εργαζομένων των μενσεβίκων και των μπολσεβίκων, υπήρχαν ωστόσο ομάδες εργαζομένων που στήριζαν άλλες νόμιμες εφημερίδες. Για παράδειγμα, αν συγκεντρώσουμε τον συνολικό αριθμό ομάδων υπέρ της Πράβντα, των Μενσεβίκων και των Αριστερών Ναρόντνικων,από τον Ιανουάριο έως το Μάιο του 1914, η Πράβντα συγκέντρωνε το 70%, οι Μενσεβίκοι το 17% και οι αριστεροί Ναρόντνικοι το 13%. Ωστόσο ο Λένιν αναφέρει μόνο τρία σύνολα στρατευμένων, όχι ολόκληρη την εργατική τάξη. Με εκπληκτικό τρόπο, ο Λένιν παραθέτει αυτά τα στοιχεία και στη συνέχεια λέει: «Η εφημερίδα Πράβντα είναι η μόνη εφημερίδα της εργατικής τάξης. Τόσο οι λικβινταριστικές εφημερίδες (μενσεβίκοι, Τρότσκι κλπ. – Τζιμ Χίγκινς) όσο και οι εφημερίδες των Αριστερών Ναρόντνικων είναι αστικές εφημερίδες. Κανένα ψέμα δεν μπορεί να αντικρούσει αυτό το αντικειμενικό γεγονός.» Δεν λατρεύετε τη φρασούλα “αντικειμενικό γεγονός” για κάτι που στην πραγματικότητα αποτελεί γνώμη του Λένιν; Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κλιφ τον έχει σε τόσο μεγάλη υπόληψη.

Αν η ιστορική αναλογία έχει λυγιστεί τόσο που δεν επιδέχεται επισκευής, τότε τι έχετε ως αποτέλεσμα; Έναν γυμνό αβάσιμο ισχυρισμό, φοβάμαι. Ο Κλιφ ολοκληρώνει το άρθρο του: “Στους εργαζόμενους που δεν ανήκουν στους IS θα πρέπει να ζητηθεί να πουλήσουν την εφημερίδα στους συναδέλφους τους, στους γείτονές τους, στις συνδικαλιστικές συνελεύσεις, στις τοπικές παμπ. Επιπλέον, πρέπει να κυκλοφορήσουν κουπόνια συλλογής τακτικών εισφορών προς τον Σοσιαλιστή Εργάτη στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα. Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό είναι ότι η εφημερίδα χρειάζεται χιλιάδες εργαζόμενους να στέλνουν επιστολές και ρεπορτάζ σε αυτήν … Τα μέλη των IS συχνά θεωρούν ότι η συμμετοχή μη μελών απαιτεί τεράστια επιμονή και υπομονή. Αλλά χωρίς αυτή τη συμμετοχή, θα παραμείνει το χάσμα μεταξύ της οργάνωσής μας και της αυξανόμενης αγωνιστικότητας των τμημάτων της εργατικής τάξης… οι δυσκολίες θα ανακύψουν ξανά και ξανά καθώς αναπτύσσουμε το δίκτυο  υποστηρικτών και πωλητών του Σοσιαλιστή Εργάτη. Αλλά ο μαρξισμός ως οδηγός για δράση δεν είναι μόνο επιστήμη αλλά και τέχνη … Συνεπώς, απαιτεί αυτοσχεδιασμό και τόλμη όταν περνά στο  οργανωτικό επίπεδο … ».

Οι τελευταίες δύο φράσεις είναι τόσο πλούσιες σε αναθυμιάσεις στάβλων που σχεδόν κάνουν τα μάτια σας να δακρύζουν. Ο μαρξισμός ως μορφή επιστημονικής τέχνης που μας οδηγεί στη δράση είναι μια ιδέα που μόνο ο Κλιφ μπορούσε να ονειρευτεί. Η αποθέωση από μέρους του για τον  Λεονάρντο ντα Βίντσι της διαλεκτικής θυμίζει μάλλον τον άνθρωπο που εξεπλάγη όταν ανακάλυψε ότι μιλούσε πεζά σε όλη του τη ζωή. Καθώς οι κριτικοί τέχνης θαυμάζουν την ομορφιά της γραμμής, την κομψή δυσαρέσκεια της μικτής μεταφοράς και τη χάρη της σύνθεσης στην «καμπάνια μετατροπής αγοραστών σε πωλητές», οι εργαζόμενοι μπορούν να εξηγήσουν ότι δεν ξέρουν τίποτα για την επιστημονική τέχνη αλλά σίγουρα ξέρουν τι δεν τους αρέσει. Και πέρα όμως από αυτό, αυτή η έννοια μπορεί να επεκταθεί και στην οργάνωση όπου η καλλιτεχνική μαρξιστική επιστήμη εμφανίζεται ως τολμηρός αυτοσχεδιασμός. Το κωδικοποιημένο μήνυμα εδώ είναι: Όσο πιο απροκάλυπτη και αυθαίρετη είναι η δικτατορία μου, τόσο πιο μαρξιστική γίνεται.

Με τον ενθουσιασμό του για την καμπάνια μετατροπής αγοραστών στους πωλητές, με διάφορους τρόπους ο Κλιφ υπολόγισε ότι 1.000 έως 5.000 αγοραστές εφημερίδας μπορούν να γίνουν πωλητές, και πολύ περισσότεροι να γίνουν υποστηρικτές της εφημερίδας. Τυπώθηκαν κουπόνια για να επιτρέψουν στους οπαδούς να σημειώνουν τις οικονομικές ενισχύσεις τους (στην εφημερίδα)-  διέθεταν έναν ογκώδη σχεδιασμό και έγιναν γνωστά ως “επαναστατικά σουβέρ μπύρας”. Αν 11.000 άρθρα γραμμένα από εργάτες μπορούσαν να εμφανίζονται στην Πράβντα μέσα σε 12 μήνες, ο Κλιφ επέμενε (αν και χωρίς βιβλιογραφία και παραπομπές), γιατί όχι 50 εργατικά άρθρα κάθε εβδομάδα και 2.500 ετησίως στην εφημερίδα Σοσιαλιστή Εργάτη; Όπως το έθεσε ο Κλιφ, “Είναι πολύ πιο εύκολο για τον Πωλ Φουτ, για παράδειγμα, να γράφει μια ολόκληρη σελίδα μόνος του από το να επιμεληθεί πέντε ή έξι ιστορίες που θα γεμίσουν επίσης μια σελίδα”. Αυτό, φυσικά, ήταν ένας λόγος που ο Πωλ Φουτ δεν θα το έκανε.

Η πολιτική που εξαγγέλθηκε στο ISJ και στη συνέχεια σφραγίστηκε μέσω της Εθνικής Επιτροπής μετά συζητήθηκε σε μια συνάντηση των επαγγελματιών πλήρους απασχόλησης (των IS). Εδώ, σαν για να επιβεβαιώσουν τον Τζόε Στάλιν που είπε: “Τα στελέχη αποφασίζουν για τα πάντα”, χαιρέτησαν τη (νέα) πολιτική με έναν ηχηρό καγχασμό. Εκείνη την ημέρα, η καμπάνια μετατροπής αγοραστών σε πωλητές έπνεε τα λοίσθια, μια θλιβερή επιβεβαίωση ότι η ιστορική αναλογία είναι πάντοτε περιορισμένης αξίας και μάλιστα μπορεί να είναι και αντιπαραγωγική, εάν παραποιείτε τα αποδεικτικά στοιχεία για να υποστηρίξετε  μια κακή υπόθεση. Αυτό που έμεινε ήταν τα επαναστατικά σουβέρ μπύρας και οι εργάτες-συγγραφείς του Σοσιαλιστή Εργάτη. Τα πρώτα κατέρρευσαν πολύ γρήγορα –ακόμα ένα βουνό που αποδείχθηκε μια μικρή κατάθλιψη. Οι εργάτες-συγγραφείς δε χάθηκαν τόσο εύκολα και είχαν πραγματική φραξιονιστική αξία για τον Κλιφ και τους τραμπούκους του.

Οι «τομείς-οδηγοί» της Εκτελ. Επιτρ.  δεν ήταν πλήρης καταστροφή, ήταν απλά μια μεγάλη αποτυχία σε σχέση με τις προσδοκίες που γέννησαν. Ο μοναδικός σκοπός τους φαίνεται πως ήταν ο σχεδιασμός του αποκλεισμού των Τζιμ Χίγκινς και Ντάνκαν Χάλας. Σύντομα, δύο από τα μέλη της (ΕΕ) παραιτήθηκαν και το όλο σώμα συνεδρίαζε μία ή δύο φορές το μήνα, χωρίς να ασχολείται σχεδόν καθόλου με τη δραστηριότητα που υποτίθεται πως έπρεπε να προωθήσει. Για να τροποποιηθούν τα νούμερα (στΜ δηλαδή οι συσχετισμοί), επέστρεψαν ο Νάιτζελ Χάρις, ο Κρις Χάρμαν και ο Γκρέινβιλ Ουίλιαμς, ένας άλλος εξαιρετικά καλός οργανωτής με δυνατότητα να πλησιάζει και να στρατολογεί έμπειρους εργαζόμενους και στη συνέχεια ο Πωλ Χολμπόροου, οργανωτής του Wolverhampton. Αυτός ήταν σπουδαίος οπαδός του Κλιφ που κάποτε άκουσα να τον περιγράφουν ως «Ένας σταχανοφικός συκοφάντης που έχει προ πολλού ξεπεράσει τη νόρμα γλοιωδίας» – μια όμορφα στρογγυλεμένη φράση και ακριβής, σκέφτηκα. Ο Ρόουζγουελ είχε επιστρέψει τώρα στο Λίβερπουλ, όπου έστησε ένα φέουδο από το οποίο ξετρύπωνε περιστασιακά μόνο για να βρίσει την Εκτελ. Επιτρ. και την Εθνική Επιτροπή. Έχοντας εξαργυρώσει το εισιτήριό του χωρίς επιστροφή με την El Al για τη γη των λυπημένων πορτοκαλιών, επιστράτευσε πάλι τη στάση του σκληρού γρανιτένιου μπολσεβικισμού,  τη θεωρία που σχεδίασε γι ‘αυτόν το εξαιρετικό ιταλικό χέρι του Αντρέας Ναλιάττι, υποστηριζόμενη από τον οργανωτή του Μάντσεστερ, τον Γκλάιν Κάρβερ. Μιλούσαν τόσο σκληρά που πόνεσαν οι γλώσσες τους.

Στο άρθρο του στο Εσωτερικό Δελτίο του Απριλίου του 1974, ο Κλιφ ήταν αρκετά γαλαντόμος με την εφημερίδα Σοσιαλιστή Εργάτη: “Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Σοσιαλιστής Εργάτης  έχει βελτιωθεί ριζικά τα τελευταία χρόνια όσον αφορά τη συμμετοχή των εργατών που γράφουν σε αυτόν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι μακράν η καλύτερη σοσιαλιστική εφημερίδα στην αριστερά εδώ και δεκαετίες.”

Είναι λοιπόν παράξενο που τόσο σύντομα του ήρθε η φαεινή ιδέα ότι βρίσκει την εφημερίδα δυσανάγνωστη, πόσο μάλλον δυσανάγνωστη για τους εργάτες. Τόσο προφανής ήταν η υπόγεια εκστρατεία κατά του Χίγκινς, του Χάλας και του Προτζ που, με την προτροπή του Ντάνκαν (Χάλας), μερικά μέλη της Εθν. Επιτρ. συναντήθηκαν ανεπίσημα για να συζητήσουν τα προβλήματα. Συμμετείχαν ο Ρος Πρίτσαρντ, ένας από τους κορυφαίους αριστερούς ηγέτες του συνδικάτου NGA με κεντρικό ρόλο στην εκτύπωση της εφημερίδας, ο Ρότζερ Προτζ, ο Τζον Πάλμερ, ο Τζιμ Χίγκινς και ο Ντάνκαν Χάλας. Από αυτούς, ο πιο αποξενωμένος και πικραμένος ήταν ο Ντάνκαν ο οποίος, όχι αδικαιολόγητα, έτρεφε ιδιαίτερη οργή για τον Κλιφ. Αποφασίστηκε να γραφτεί ένα κείμενο που να περιγράφει τις διαφωνίες μας με την εκστρατεία κατά του Σοσιαλιστή Εργάτη, τις πολιτικές και εργατικές προοπτικές, ιδιαίτερα το Κίνημα Βάσης και τη φύση του καθεστώτος στους IS. Στο τέλος της ημέρας το κείμενο κέρδισε πρόσθετη υποστήριξη από άλλα μέλη της Εθν. Επιτροπής, τους Γουάλι Πρίστον, εργάτη στον ηλεκτρισμό του Μάντσεστερ, Ρον Μέρφι, από το συνδικάτο AEUW στο Μάντσεστερ, Γκρέινβιλ Ουίλιαμς, οργανωτή του Birmingham, Ρομπ Κλέι, οργανωτή του Teesside, Άρθουρ Άφλεκ, εργάτη στη χαλυβουργία του Teesside, Κεν Απλμπάι , Κέιτλι, σχεδιαστή και Τόνι Μπάροου. Έπειτα αποστάλθηκε για να συμπεριληφθεί στο Εσωτερικό Δελτίο του Απριλίου του 1974.

Αν η πρόθεσή μας ήταν να αναστατώσουμε την Εκτελ. Επιτροπή, δεν θα μπορούσαμε να το έχουμε σχεδιάσει με μεγαλύτερη ακρίβεια. Οι υπογράφοντες του  Λονδίνου – Χάλας, Χίγκινς, Πάλμερ, Προτζ – κλήθηκαν να συναντήσουν την ΕΕ. Παραταγμένοι μπροστά μας, μάλλον σαν μια γαλλική επιτροπή δημόσιας ασφάλειας σε μυθιστόρημα της Βαρόνης Όρκζι, βρίσκονταν οι Κλιφ, Χάρμαν, Πιρς, Χάρις και Νάιτσολ, οι οποίοι είχαν προφανώς επιλέξει το ρόλο του Πολίτη Σωβελέν – αυτός είναι ο χαρακτήρας που ενέκρινε τις θανατικές ποινές (στΜ χαρακτήρας από το μυθιστόρημα της Όρκζι). Είχαμε κληθεί,όπως αποδείχθηκε, για να αποσύρουμε το κείμενό μας προς όφελος της ενότητας του Ομίλου. Δυστυχώς δεν υπήρχε κανένα σημείο συνάντησης μεταξύ των σκέψεων μας: πιθανώς να το απέκλειε αυτό η παρουσία του Νάιτσολ στην πλευρά τους.

Δεν υπήρχε καμία παραχώρηση προς την πλευρά μας, καμία προσπάθεια να συμμετάσχουμε σε κάποιο διάλογο ή έστω να δεχθούν τη σοβαρότητα και την ειλικρίνειά μας όταν λέγαμε ότι είχαμε κι εμείς κάποιες ανησυχίες για τους IS. Ο ρόλος μας που μας επιφύλασσαν ήταν να ξαπλώσουμε και να παραστήσουμε τους νεκρούς, για να περάσει έπειτα σαν οδοστρωτήρας η ΕΕ από πάνω μας χωρίς δεύτερη σκέψη. Θεωρήσαμε, όπως και όλοι οι σοβαροί μαρξιστές ή οποιοσδήποτε άλλος με έστω ένα ίχνος αρχών, ότι δεν θα έπρεπε να αποσύρουμε το κείμενό μας. Όταν το ανακοινώσαμε ο Νάιτσολ έβρισε άγρια και βρόντηξε την καρέκλα του στον τοίχο. Το εκλάβαμε ως τον τρόπο του για να πει ότι η συνάντηση είχε λάβει τέλος και μας άφησε να αναρωτιόμαστε αν υπήρχε τελικά κάποια αλήθεια στο παλιό ρητό: “Ένας Geordie (στΜ ο κάτοικος της περιοχής Τyneside της Βορειοανατολικής Αγγλίας) είναι ένας Σκωτσέζος με τα μυαλά του πεταμένα έξω απ’ το κεφάλι”.

Η ανταπόκριση στο κείμενό μας στο σύνολο του Ομίλου ήταν ενθαρρυντική και καταθλιπτική ταυτόχρονα. Ήταν ωραίο να γνωρίζουμε ότι δεν ήμασταν μόνοι, αλλά ήταν ανησυχητικό να βλέπουμε τον αριθμό των οργισμένων, μπερδεμένων και ολοένα και πιο δυσαρεστημένων μελών πρακτικά σε κάθε μέρος της χώρας. Προβλέψιμη, αλλά βαρετή, ήταν η εκστρατεία που προωθήθηκε από το (ηγετικό) Κέντρο ενάντια στα “συντηρητικά στοιχεία”. Το πλήρες ξεδίπλωμα αυτής έλαβε χώρα  στην Εθνική Επιτροπή του Μαΐου.

Το πρώτο πράγμα που κάποιος παρατηρούσε όταν έμπαινε μέσα στην αίθουσα της συνεδρίασης ήταν η παρουσία ενός μικρού «προλεταριακού» τάγματος μελών του Λίβερπουλ, των οποίων το καθήκον ήταν να ενεργούν ως κλακαδόροι, γελοιοποιώντας οποιουσδήποτε αντιπολιτευόμενους ομιλητές. Ένας από αυτούς παρενέβη σε ένα σημείο για να μας εξηγήσει εξυπνακίστικα και μουγκρίζοντας: “Είμαστε οι εργάτες και θα περάσουμε από πάνω σας”. Για να πάρετε την πλήρη γεύση του σκηνικού φανταστείτε το με την ιδιαίτερη προφορά του Λίβερπουλ, όσο πολύ μπορείτε να αντέξετε. Ο Κλιφ ήταν νευρικός, και γιατί όχι, ήταν έτοιμος να πετάξει στα σκουπίδια ένα μεγάλο κομμάτι της θεωρίας των IS.

Μας ενημέρωσε ότι ο Σοσιαλιστής Εργάτης είχε εντελώς εσφαλμένο προσανατολισμό, ότι η εστίασή του στους προχωρημένους αγωνιστές ήταν λανθασμένη. Οι άνθρωποι που κινούνταν προς την επανάσταση ήταν οι νέοι και αυτοί που δεν είχαν εμπειρίες, ενώ οι πιο ηλικιωμένοι ήταν ‘προσκυνημένοι’, έχοντας εξασφαλίσει άνετες θέσεις για τους εαυτούς τους σε συνδικαλιστικές επιτροπές και συνδικάτα. Αυτό, είπε, ήταν το νόημα της θεωρίας της Μεταβαλλόμενης Φύσης του Ρεφορμισμού. Για να γίνουν νέες στρατολογίες επαναστατών, αυτό που χρειαζόταν ήταν μια εφημερίδα που να εκθέτει τα σκάνδαλα του συστήματος σαν ένα πιο σύντομο κακέκτυπο καθημερινής δημοσιογραφίας α-λα Daily Mirror. Μόνο αν οι δημοσιογράφοι απευθύνονταν σε αυτό το νέο στρώμα και απλώς επιμελούνταν τα κείμενα που θα έγραφαν οι εργάτες, τότε 80.000 ή και 100.000 πωλήσεις φύλλων θα ήταν εξασφαλισμένες. Στη συζήτηση που ακολούθησε ήταν αρκετά δύσκολο να υπάρξει μια λογική αντιπαράθεση. Το «προλεταριακό» τάγμα μελών εξέφραζε θορυβωδώς τη δυσαρέσκειά του, το λιγότερο επαυξάνοντας σε όσα έλεγε ο Κλιφ, ενώ ο Τζιμ Νάιτσολ διασκέδαζε τους κλακαδόρους κάνοντας πολύ επιθετικές παρεμβολές από τα πλάγια. (Η συζήτηση) ήταν μη εποικοδομητική, ήταν γελοία και έφτυνε 25 χρόνια πολιτικής των IS.

Φυσικά, η πιθανότητα διπλασιασμού της κυκλοφορίας του Σοσιαλιστή Εργάτη ήταν, για τους αθώους, μια παραπλανητική προοπτική και τότε δεν κατάλαβα ότι ο Κλιφ δεν πίστευε σε αυτή την επιτυχία (με το μοντέλο που πρότεινε στΜ) περισσότερο απ ό,τι πίστευα εγώ. Μια αναλαμπή της στιγμής αρκούσε για να δείξει ότι αν μια γενιά συνδικαλιστών είναι προσκυνημένη όχι μόνο το όποιο Κίνημα Βάσης είναι τελείως άχρηστο, αλλά και η καμπάνια μετατροπής αγοραστών σε πωλητές είναι επίσης τελείως βλακώδης. Αν η Μεταβαλλόμενη Φύση του Ρεφορμισμού δεν αφορούσε τη σημασία των συνδικαλιστών βάσης και των προχωρημένων εργαζομένων, τότε τα βιβλία του Κλιφ για την Εισοδηματική Πολιτική και τη Διαπραγμάτευση της παραγωγικότητας αποτελούσαν μια άσκηση ονειροπόλησης, για να μην πούμε ότι συνιστούσαν λίγο-πολύ την πλήρη άρνηση του λενινισμού. Εάν όλες οι συνδικαλιστικές δομές, τόσο επίσημες όσο και ανεπίσημες, ήταν χειραγωγημένες, τότε το πρώτο μας καθήκον ήταν να δούμε πώς θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε στην οικοδόμηση νέων επαναστατικών συνδικάτων, να παράξουμε μια ανάλυση για μια τακτική δυϊκού συνδικαλισμού, και κάποιους νέους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου.

Το θέμα έχει και συνέχεια. Εάν είμαστε σοβαρά πεπεισμένοι ότι μία από τις θεμελιώδεις και πιο τεκμηριωμένες θεωρίες του Ομίλου ήταν η διαφθορά των εκλεγμένων συνδικαλιστών βάσης, τότε ο Σοσιαλιστής Εργάτης θα έπρεπε να το αναφέρει σε κάθε φύλλο του. Ο Πωλ Φουτ, του οποίου η πένα είχε έφεση σε ιστορίες με σοκ, τρόμο και σκάνδαλα, θα μπορούσε να έχει γράψει κάτι τέτοιο: “O James Roberts (34 χρονών), πρόεδρος στο συνδικάτο United Grumblewuzzits Acton, ακούστηκε να φωνάζει τον διευθυντή έργων Frederick Fredericks (54 χρονών), με το μικρό του όνομα. Σύμφωνα με το μέλος του συνδικάτου Jack Spriggs (18 χρονών) ‘Υπάρχει μεγάλη οργή στο συνδικάτο Grumblewuzzits σε αυτή την χωρίς αρχές ταξική συνεργασία. Αυτοί οι ηλικιωμένοι άνθρωποι έχουν σαπίσει απολαμβάνοντας τους καρπούς των αξιωμάτων τους, δεν θα γίνουν ποτέ αγοραστές του Σοσιαλιστή Εργάτη, πόσο μάλλον πωλητές. Όταν η θεωρία της Μεταβαλλόμενης φύσης του Ρεφορμισμού μεταφραστεί  σωστά, θα βάλω υποψηφιότητα απέναντί του, αν μπορώ να βρω υποστήριξη. Νομίζω ότι θα ήμουν αρκετά καλός εφόσον μάθaινα τι σημαίνει ανταποδοτικότητα και  ημερήσια παραγωγικότητα’  (στΜ έννοιες που είχαν να κάνουν με τη διαπραγμάτευση μεταξύ συνδικαλιστών κι αφεντικών) “.

Φυσικά, καμία ιστορία αυτού του είδους δεν εμφανίστηκε σε οποιαδήποτε έκδοση των  IS, κάτω από οποιαδήποτε υπογραφή, πόσο μάλλον του Κλιφ. Το όλο θέμα ήταν το στήσιμο μιας σκευωρίας. Ο Κλιφ είδε μια αντιπολίτευση που ήταν σχεδόν τόσο IS όσο και ο ίδιος- δεν θα μπορούσε να κρυφτεί πίσω από κατηγορίες για εισβολή εξωγήινων. Για να ρυθμίσει το θέμα, ήταν διατεθειμένος να αρνηθεί με πάθος αυτό που λίγο πριν είχε επιβεβαιώσει ολόψυχα. Ήταν ένα θλιβερό θέαμα και ένας οιωνός για τα  χειρότερα που θα έρχονταν.

Αμέσως μετά την Εθν. Επιτρ.  συγκλήθηκε έκτακτη ΕΕ, κατά την οποία αποφασίστηκε ότι οι Ντέιβ Πιρς και Τζιμ Νάιτσολ θα έπρεπε να ζητήσουν την παραίτηση του Ρότζερ Προτζ από την αρχισυνταξία του Σοσιαλιστή Εργάτη. Δεν θα εκπλαγεί κανείς που ο Ρότζερ, ο οποίος ήταν μέλος με δικαίωμα ψήφου στην ΕΕ εξαιτίας του ρόλου του ως αρχισυντάκτη του Σοσιαλιστή Εργάτη, δεν προσκλήθηκε σε αυτή τη συνεδρίαση. Αφού εξασφάλισε την απομάκρυνση του Ρότζερ από την αρχισυνταξία, η ΕΕ έπειτα δρομολόγησε την απόλυση του Τζιμ Χίγκινς από τον Σοσιαλιστή Εργάτη. Το όλο επεισόδιο διεξήχθη με τόσο καλά στρογγυλεμένο και γυαλισμένο κυνισμό, που κανείς έμενε άναυδος από την τελειότητα του σχεδίου.  Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί ότι η επιστολή του Εθνικού Γραμματέα προς τις κλαδικές οργανώσεις με σκοπό να εξηγήσει πώς έχουν τα θέματα είχε όλη την ειλικρίνεια και το ήμισυ της αξιοπιστίας ενός εμπόρου λαδιού φιδιού. Συνδύαζε τη συκοφαντία με τις απειλές με τρόπο που δεν είχε προηγούμενο από την εποχή των Uriah Heep. (Βλέπε παράρτημα 4.)

Η αντίδραση των κλαδικών οργανώσεων  περιελάμβανε έκπληξη, αμηχανία και, σε μερικές περιπτώσεις, θυμός. Πολλοί έστειλαν ψηφίσματα που απαιτούσαν την επιστροφή των δυο στα πόστα τους και ζητούσαν ανοιχτή  συζήτηση πάνω στα θέματα της αντιπαράθεσης. Στην Εθν. Επιτρ. του Μαΐου, η ΕΕ κατακρίθηκε για την απόφασή της να αναγκάσει τον Ρότζερ να παραιτηθεί και να απολύσει τον Τζιμ Χίγκινς, αλλά το κάλεσμά της για επιστροφή στα πόστα τους δεν πραγματοποιήθηκε. Παρόμοιο αποτέλεσμα προέκυψε από τη συνδιάσκεψη (στΜ δηλαδή απόφαση της συνδιάσκεψης για επιστροφή των δυο στα πόστα τους που δεν υλοποιήθηκε). Ο Κλιφ  φυσικά χαιρόταν πολύ που έχασε την περιττή ψηφοφορία εφόσον θα περνούσε το δικό του και, αφού πιθανότατα θα αγνοούσε το ψήφισμα για την επιστροφή των δυο στον Σοσιαλιστή Εργάτη, εν πάση περιπτώσει το ίδιο του έκανε.

Από τη δική μου πλευρά, αν και μου άρεσε πολύ να δουλεύω στην εφημερίδα, από μερικές απόψεις το  βρήκα ανακουφιστικό ότι δεν θα χρειαζόταν πια να δουλεύω με τον Φουτ. Πριν τη μεταμόρφωσή του σε υποχείριο του Κλιφ τον θεωρούσα εν μέρει αδύναμο και δειλό, δεδομένου ότι λύγιζε κάτω από συνθήκες πίεσης, όπως έδειξαν οι αντιδράσεις του στη συζήτηση για την Κοινή Αγορά, αλλά δεν θεωρούσα ότι είναι τόσο αδύναμος ώστε να μην μπορεί να δουλέψει μαζί με κάποιον με τον οποίο διαφωνούσε.  Από τότε κι έπειτα, βέβαια, κατέστη ικανός να εργαστεί για να αποσπάσει μερίδιο – έστω ένα μικρό Βαλκανικό βασίλειο -, από τον βασιλιά, τον Ρόμπερτ Μάξουελ, χωρίς να πληγωθεί ο ευαίσθητος ψυχισμός του, αν και όντως βρήκε την αμφιλεγόμενη γοητεία του πανωφοριού Μοντγκόμερι μεγαλύτερη από όση μπορούσε να αντέξει. Τώρα υπήρχε ένα χρήσιμο μέτρο με το οποίο ο μάγκας μπορούσε να συγκρίνεται: Είμαι χειρότερος από τον Mάξουελ αλλά ίσης αξίας με ένα Μοντγκόμερι. Άλλη μια προσθήκη στο παλιό βιογραφικό σημείωμα;

 

 




Κεφάλαιο 11- Η σοβαρή ανάπτυξη των IS και οι αυθαιρεσίες του Κλιφ

Πηγή: https://www.marxists.org/archive/higgins/1997/locust/

Kεφάλαιο 11 του βιβλίου του Τζιμ Χίγκινς “More Υears for the Locust-The origins of SWP” («Κι άλλα χρόνια για την ακρίδα-η καταγωγή του SWP»).

Mετάφραση A.Λ.

Κεφάλαιο 11

Ποιος αγοράζει τη χαρά ενός λεπτού για να κλαίει μια βδομάδα; Ή πουλά την αιωνιότητα γιια να αγοράσει ένα παιχνίδι; Για μια γλυκιά ρώγα σταφύλι ποιος θα καταστρέψει το αμπέλι;

Σέξπιρ, Ο βιασμός της Λουκρητίας

Η ανάπτυξη των IS μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια με την αύξηση του αριθμού των κλαδικών οργανώσεων μεταξύ των συνδιασκέψεων του 1971 και του 1972. Τον Απρίλιο του 1971, ο αριθμός των κλαδικών ήταν 87 και τον επόμενο Απρίλιο είχε αυξηθεί σε 113. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι μέσα σε αυτούς τους δώδεκα μήνες οι δυο κλαδικές του Μάντσεστερ είχαν συγχωνευθεί, μετά την αποχώρηση της Τροτσκιστικής Τάσης. Ήταν επίσης προφανές ότι η οργανωτική σύσταση της Εκτελεστικής Επιτροπής και του Εθνικής Επιτροπής, με τις διάφορες υποεπιτροπές, αποδεικνυόταν αρκετά αποτελεσματική.

Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονιάς, τα μέλη του Εθν. Επιτροπής είχαν πετύχει ένα εντυπωσιακό ρεκόρ συμμετοχής και εάν, ιδανικά, θα μπορούσαν να έχουν ακόμα περισσότερα μέλη-εργάτες, αν μην τι άλλο είχαν κάποιους εργάτες. Είχαν εκδώσει 11 πολιτικές ανακοινώσεις για διάφορα θέματα που αφορούσαν από πολιτικές και οργανωτικές προοπτικές μέχρι την καμπάνια κατά του νόμου για τις εργασιακές σχέσεις, τους IS και το Εργατικό Κόμμα, την Ενότητα και πολλά άλλα θέματα.

Η εκτελεστική επιτροπή απαρτιζόταν από τον Ίαν Μπέρτσαλ, υπεύθυνο για τις διεθνείς σχέσεις, τον Τόνι Κλιφ, τον Ντ. Χάλας-Εθν. Γραμματέα, τον Νάιτζελ Χάρις, τον Τζιμ Χίγκινς- Προεδρεύοντα, τον Τζιμ Νάιτσολ- ταμία, τον Φρανκ Κάμπελ, οικοδόμο-εργάτη, τον Τζον Πάλμερ, τον Ρότζερ Προτζ- εκδότη της εφημερίδας Σοσιαλιστής Εργάτης, τον Ρότζερ Ρόουζγουελ- Υπεύθυνο Βιομηχανικού τομέα και τον Κρις Χάρμαν-εκδότη του περιοδικού ISJ.

Ήταν μια λογικά ισορροπημένη επιτροπή, ο Χάρμαν πάντοτε ψήφιζε ό,τι και ο Κλιφ, όπως και ο Τζ. Νάιτσολ ο οποίος, τουλάχιστον επί παρουσίας μου, ποτέ δεν διατύπωσε πολιτικά άποψη, αλλά φαινόταν να κατανοεί ποιος του δίνει μεροκάματο. Ο Ίαν Μπέρτσαλ είχε τη δική του σκέψη όταν είχε διάθεση και μια τάση να παραιτηθεί από τους IS, όταν ήταν τελείως δυσαρεστημένος. Το πιο δύσκολο πράγμα, και κάτι που κανείς δεν κατάφερε ποτέ να πετύχει, ήταν να πείσει τον Κλιφ ότι η καινούρια του ιδέα δεν ήταν κάποια μεγάλη αποκάλυψη, για χάρη της οποίας θα έπρεπε να παραμεριστούν όλα τα άλλα. Το να προσπεραστεί το απλό γεγονός ότι το εργατικό κίνημα έχει ορισμένους κανόνες συμπεριφοράς και συγκεκριμένες διαδικασίες που υπάρχουν ακριβώς επειδή συνιστά ένα συλλογικό κίνημα, που φτάνει στο καλύτερο σημείο του όταν συμμετέχουν όλα τα μέλη της συλλογικότητας, αποδείχθηκε αδύνατο. Για τον Κλιφ οι “λαμπρές” ιδέες ενός ατόμου (του ίδιου) θα μπορούσαν να περάσουν  από λαϊκή έγκριση υπό δύο όρους: πρώτον ότι συμφωνούσαν με την ιδέα του δύο φορές πιο γρήγορα και δεύτερον ότι αν δεν συμφωνούσαν αυτός θα κέρδιζε ούτως ή άλλως. Τον ίδιο τρόπο σκέψης (με τον Κλιφ) είχαν και μερικοί ηγέτες των συνδικάτων. Οδηγούσαν έτσι τους περισσότερους αγωνιστές σε παροξυσμούς οργής και γι’ αυτό, κάθε φορά που η συνδικαλιστική γραφειοκρατία προσπαθούσε να τους εξαπατήσει , οι συζητήσεις που γίνονταν στην Οργανωτική Επιτροπή των συνδικαλιστικών συνεδρίων αποτελούσαν πάντα τις πιο παθιασμένες συζητήσεις. Η ύπαρξη αυτού του φαινομένου είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους το αυθεντικό επαναστατικό κόμμα έχει καθήκον, εξ ορισμού, να συμπεριλάβει πολλούς έμπειρους αγωνιστές στις τάξεις του, διότι, μεταξύ άλλων, είναι η καλύτερη εγγύηση κατά των γραφειοκρατικών χειρισμών και της ιδιόρρυθμης, ελιτίστικης αλαζονείας. Η αποτυχία να κατανοήσουμε αυτό το απλό γεγονός της ζωής της εργατικής τάξης είναι απόδειξη μιας θεμελιώδους και καταβλητικής άγνοιας και το απόλυτο εμπόδιο στον δρόμο προς την επαναστατική επιτυχία.

Το 1971, μια συγκέντρωση που διοργάνωσε η Jenny Davidson, συσπείρωσε 550 άτομα στην πόλη Skegness. Η εκδήλωση είχε εισηγητές τους Κλιφ, Πάλμερ και Χάλας που μίλησαν αντίστοιχα αντίστοιχα για:  το Διεθνές Κίνημα, την Αναπτυσσόμενη Κρίση του Καπιταλισμού και για τον Δρόμο Προς ένα Επαναστατικό Κόμμα. Αυτή ήταν μια εντυπωσιακή προσέλευση από όλες τις πλευρές και παρόλο που περιελάμβανε επίσης και κοινωνικά δρώμενα με χορούς, ταινίες και διασκεδαστικό ιβέντ με τον Alex Glasgow – μέλος των IS – οι περισσότεροι άνθρωποι ήρθαν για το σοβαρό πολιτικό περιεχόμενο του Σαββατοκύριακου. Εκπαιδευτικές εκδρομές με θέμα τον ιμπεριαλισμό και τον Τρίτο Κόσμο και την επαναστατική δουλειά στα συνδικάτα ήταν δημοφιλείς όπως ήταν και οι αντίστοιχες για τον κρατικό καπιταλισμό και το Επαναστατικό Κόμμα. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1971 πραγματοποιήθηκε ένα βδομαδιάτικο εκπαιδευτικό σεμινάριο διάρκειας μιας βδομάδας για νέα και σχετικά νέα μέλη, με 37 συμμετέχοντες να μαθαίνουν για τον τρόπο που μιλάμε σε μπροστά σε ακροατήρια, για τον μαρξισμό, τον τροτσκισμό, τις παραδόσεις του IS, την πολιτική και τη βιομηχανική στρατηγική. Το Εσωτερικό Δελτίο, όπως και το ISJ, γραφόταν από τον Ντ. Χάλας και κυκλοφορούσε κάθε μήνα, σε τόσα περίπου αντίτυπα όσα χρειάζονταν για να έχει κάθε μέλος από ένα (1350 αντίτυπα διανέμονταν).

Η αύξηση του ποσοστού των μελών εργατών στους IS, προκάλεσε κάποιο πρόβλημα στον Ταμία. Επειδή υπήρχε μεγάλο ποσοστό μελών- μισθωτών υπαλλήλων και μικροαστών, οι περισσότερες συνδρομές πληρώνονταν με τραπεζική εντολή, γεγονός που οδηγούσε σε μια αρκετά χαλαρή στάση απέναντι στη συλλογή συνδρομών στις κλαδικές. Οι χειρωνακτικοί εργαζόμενοι, εντούτοις, ήταν γενικά “εξωτραπεζικοί” και πλήρωναν συνδρομές σε μετρητά, με εξαίρεση τις κλαδικές που δεν οργάνωναν τη συλλογή των συνδρομών.  Αυτό οδήγησε σε κάποιες σπαραξικάρδιες εκκλήσεις του Τζ. Νάιτσολ. Η μόνη φορά που τον λυπήθηκα ήταν όταν τον πάτησε με αυτοκίνητο μια αφηρημένη νοσοκόμα – ορκίζομαι ότι δεν ήξερα τη γυναίκα – έξω από το νοσοκομείο του St Leonard στην οδό Kingsland.

Υπήρχαν βιομηχανικές παρατάξεις σε δέκα συνδικάτα και έξι βιομηχανικούς τομείς. Υπήρχαν τέσσερις εφημερίδες βάσης, με συνολικό τιράζ μόλις 12.000 φύλλα. Ήταν ένα απογοητευτικό αποτέλεσμα λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο της μαχητικής συνδικαλιστικής δραστηριότητας και τον εντεινόμενο αγώνα ενάντια στο νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις, αλλά μπορεί να φταίει που ο Ρόουζγουελ, που ήταν μαλωμένος με την οργανωτικότητα, έφτανε στο τέλος της θητείας του στο συγκεκριμένο γραφείο και περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του με υπνάκο και απογευματινή τηλεόραση.

Η πραγματική επιτυχία του έτους 1971-72 ήταν ο Σοσιαλιστής Εργάτης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το μέσο τιράζ αυξήθηκε από 13.000 σε 28.000, πουλώντας και παίρνοντας χρήματα από το περίπου 70% (του τιράζ). Υπολογίστηκε ότι οι αναγνώστες ξεπερνούσαν τις 50.000.

Πιο ικανοποιητικά ήταν κάποια δείγματα επιτυχίας, όπως το γεγονός ότι η εθνική συνδικαλιστική επιτροπή των λιμενεργατών αποφάσισε να δημοσιεύει ανακοινώσεις στον Τύπο μόνο στην Morning Star (στΜ του ΚΚ) και τον Σοσιαλιστή Εργάτη και το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της απεργίας των ανθρακωρύχων εκείνου του έτους η εφημερίδα αγοραζόταν και πουλιόταν με ενθουσιασμό από τους ανθρακωρύχους. Ο Σοσιαλιστής Εργάτης απασχολούσε (επαγγελματικά) τους Laurie Flynn, Κρις Χάρμαν, Peter Marsden και Ρότζερ Προτζ με πλήρη απασχόληση, και τους Nigel Fountain, Dave Widgery και Chris Hitchens με μερική απασχόληση. Πέρα από τον χαρακτηριστικό φιλισταϊσμό των επαναστατών σοσιαλιστών, τα περισσότερα μέλη ήταν αρκετά περήφανα για το γεγονός ότι η εφημερίδα φαινόταν καλοσχεδιασμένη με επαγγελματική εκτύπωση. Η εφημερίδα ήταν το δημόσιο πρόσωπο της οργάνωσης, το οποίο αναγνώριζε ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων και ένας μικρός αλλά αυξανόμενος αριθμός θεωρούσε αναγκαία την ανάγνωσή της.

Ένα μικρό γεγονός που ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το 1971, ήταν ότι ο Χάρι Γουίκς εντάχθηκε στον Όμιλο. Φυσικά ήταν μόνο ένας από τους εκατοντάδες, αλλά ήταν ιδρυτικό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και ενεργό μέλος σε αυτό. Σιδηροδρομικός εργάτης και συνδικαλιστής, το 1927 στάλθηκε στη Σχολή Λένιν της Μόσχας για τρίχρονη εκπαίδευση επί της επανάστασης. Όντας στη Μόσχα άκουσε τα επιχειρήματα του Τρότσκι και με την επιστροφή του στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1931 συναντήθηκε με άλλους αντιπολιτευόμενους όπως ο Reg Groves και ο Stuart Purkes. Σύντομα σχημάτισαν τον όμιλο Balham, εκδιώχθηκαν από το ΚΚ και εξέδωσαν την εφημερίδα «Κόκκινη Σημαία». Το 1932, ο Χάρι πήγε στην Κοπεγχάγη, όπου ο Τρότσκι θα μιλούσε στη Σοσιαλδημοκρατική Νεολαία για την επέτειο της Ρωσικής Επανάστασης. Ο Χάρι επρόκειτο να αναλάβει τον διπλό ρόλο του σωματοφύλακα στη συνάντηση και του εκπροσώπου σε μια άτυπη διεθνή συνάντηση της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Ο Χάρι πήρε μαζί του ως δώρο για τον Τρότσκι μια μινιατούρα του Αμβούργου, που χρησιμοποιούταν στη Σχολή Λένιν για να δίνει οδηγίες για οδομαχίες στους μαθητές της. Ο Τρότσκι ήταν, προφανώς, πολύ ευχαριστημένος από αυτό το δώρο και, αγκαλιάζοντας τον Χάρι, φώναξε “Αγαπητέ σύντροφέ μου Γουίκς” και τον φίλησε. Αυτό  ευχαρίστησε κρυφά τον Χάρι, αλλά και τον έκανε να ντραπεί και όταν τον ρώτησα σε ποιο μάγουλο τον φίλησε, για να μπορώ κι εγώ να φιλήσω το σημείο που φίλησε ο Λεον Τρότσκι, χρειάστηκε αρκετή ώρα για να παραδεχτεί ότι τον φίλησε και στα δύο μάγουλα και ότι δεν ήθελε να το συνεχίσει όλο αυτό. Η απόφασή του να συμμετάσχει στους IS ήταν, για μένα, μια ένδειξη ότι ο Όμιλος γίνεται μια υπολογίσιμη οργάνωση.

Αργότερα, το 1972, ο Ντ. Χάλας έγινε Πολιτικός Γραμματέας, πέρα από εκδότης του ISJ, και εγώ διορίστηκα Εθνικός Γραμματέας. Η ιδέα ήταν να βελτιωθεί η επικοινωνία μέσα στον όμιλο, να καθοδηγηθεί ο αυξανόμενος αριθμός επαγγελματικών στελεχών με πλήρες ωράριο και να μπορεί η οργάνωση να ανταποκρίνεται περισσότερο στην μεταβαλλόμενη κατάσταση όπου ο Ντάνκαν κι εγώ θα αλληλοσυμπληρωνόμασταν στο εθνικό γραφείο. Όπως μπορεί να υποθέσει κανείς, η ιδέα αυτή ήταν του Κλιφ και υποθέτω ότι, γνωρίζοντάς με επί 13 χρόνια, είχε μια ιδέα για μένα, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες μου, με τον ίδιο τρόπο που είχα κι εγώ μια αρκετά καλή εικόνα γι αυτόν. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης σχετικά με τα καθήκοντά μου μαζί του, ένιωσα ότι, τουλάχιστον ήταν πεπεισμένος ότι άξιζε να με απομακρύνει από μια δουλειά που είχα εδώ και 25 χρόνια και από το συνδικάτο μου, όπου ήμουν γραμματέας τοπικού σωματείου, στην Εκτελεστική Επιτροπή (στΜ πανεθνικό όργανο του συνδικάτου) και αρκετά γνωστός εκπρόσωπος της αριστερής πτέρυγας (της ΕΕ του συνδικάτου) περιοδεύοντας σε όλη τη χώρα. Μόνο ένας ηλίθιος, σκεφτόμουν, θα περίμενε να παρατήσω αυτό που στην πραγματικότητα αποτελούσε καρπό του μισού των εργάσιμών μου χρόνων για μια ιδιοτροπία.  Με τη απομάκρυνσή μου, φυσικά, είναι πολύ πιο εύκολο να δούμε ποιος ήταν ο ηλίθιος και ποιος ο ιδιότροπος γεροδολοπλόκος.

Από τον Μάρτιο του 1972 έως τον Μάρτιο του 1974 τα μέλη των ΙS αυξήθηκαν από 2.351 σε 3.310. Ο αριθμός των χειρωνακτικών εργατών αυξήθηκε από 613 σε 1.155 κατά την ίδια περίοδο. Αυτή η ευπρόσδεκτη βελτίωση στην κοινωνική σύνθεση του Ομίλου δεν ήταν η μόνη επιτυχία: κατά τη διάρκεια των καμπανιών στρατολογιών του 1973 περίπου 750 επιπλέον εργάτες στρατολογήθηκαν αλλά δεν μπόρεσαν να ενσωματωθούν στους IS. Κατά την ίδια περίοδο, ο Όμιλος προσπάθησε πολύ σκληρά να αναπτύξει μια δομή με εργοστασιακές κλαδικές οργανώσεις. Μέχρι τον Ιούλιο του 1974, υπήρχαν συνολικά 38 εργοστασιακές κλαδικές, που αριθμούσαν περίπου 300 μέλη. Ένα μέτρο των δυσκολιών και της απειρίας των IS σε αυτή την προσπάθεια είναι ότι μεταξύ Μαρτίου ’73 και Ιουλίου ’74 είχαν αναγνωριστεί συνολικά 56 εργοστασιακές κλαδικές οργανώσεις, αλλά 18 από αυτές εξαφανίστηκαν ή διαλύθηκαν. Ένα άλλο πρόβλημα ήταν ότι, ενώ οι IS κατανοούσαν τη θεωρία των εργοστασιακών κλαδικών – ο Κλιφ είχε γράψει ένα Εσωτερικό Δελτίο 24 σελίδων (σελίδες μεγέθους Α4 σε τύπο 8/10) που εξαντλούσε το θέμα και παριστάναμε ότι διαβάσαμε υπομονετικά και  δώσαμε βάση – η εμπειρία στον τομέα ήταν μηδέν.

Στην πράξη, η δουλειά εκβιάστηκε και ο μισός χρόνος χαραμίστηκε. Το στήσιμο τέτοιων κλαδικών με πολιτικά άπειρους εργάτες, πολλοί από τους οποίους ήταν νέοι, απαιτεί τόσο  υπομονή όσο και αφιέρωση πόρων που απλώς δεν υπήρχαν. Το έξυπνο πράγμα που έχετε να κάνετε σε τέτοιες περιστάσεις είναι να επιβραδύνετε τη διαδικασία και να κάνετε καλή δουλειά εκεί όπου μπορείτε. Όπως είπε ο Λένιν, “Καλύτερα λιγότερο, αλλά καλύτερα”. Το εξαιρετικό «Βιομηχανικό Ραπόρτο» στον προσυνδιασκεψιακό διάλογο του 1974, που φαίνεται σαφώς ότι  έχει γραφτεί από τον Στιβ Τζέφρις, αναφέρει λεπτομερώς την εμπειρία αρκετών εργοστασιακών κλαδικών:  “Η κλαδική A αναφέρει  ‘Η κλαδική σχηματίστηκε από 11 μέλη. Αυτά αυξήθηκαν σε 14 μέλη. Τρεις ή τέσσερις έφυγαν μετά από περίπου ενάμιση μήνα. Άλλοι έφυγαν αργότερα. Η κλαδική έχει πλέον 7 μέλη. Η πλειοψηφία τους έφυγε επειδή σκέφτηκαν ότι οι IS ήταν κάτι άλλο από αυτό που νόμιζαν. Δεν υπήρχε πραγματική συζήτηση ή εκπαίδευση. Η κλαδική δημιουργήθηκε (κατά τη γνώμη των μελών που είχαν απομείνει) υπερβολικά βιαστικά. Γνωρίζαμε ελάχιστα για τον μαρξισμό και ακόμα λιγότερο για την επαναστατική πολιτική. Πιστεύουμε λοιπόν ότι θα ήταν καλύτερο να είχαμε ενταχθεί στην τοπική οργάνωση,  να γνωρίσουμε τη δουλειά της τοπικής και να εκπαιδευτούμε στον Μαρξ και τον Λένιν …’   Η κλαδική J γράφει: ‘Έχουμε πέντε μέλη τώρα και είχαμε οκτώ κάποτε. Οι τρεις δεν ενδιαφέρονταν για συνδικαλιστική δουλειά. Ήταν γεμάτοι επικρίσεις, αλλά αρνούνταν να διεκδικήσουν θέσεις στο εργοστάσιο ή στο συνδικάτο …’    Η Κλαδική D ανέφερε: « …Για να είμαστε ειλικρινείς οι συνεδριάσεις μας είναι τραγικές».  Πρακτικά όλα τα ραπόρτα υποδήλωναν μεγάλες ελπίδες στην αρχή, που ακολουθούνταν αρκετά γρήγορα από απώλειες μελών, από χαμηλό επίπεδο στράτευσης και εκπαίδευσης.

Αυτό είναι το είδος μιας εικόνας που απαιτεί προσοχή και διορθωτική δράση.

Καμία σχέση όμως, το ραπόρτο συνέχιζε: “Να διατηρήσουμε την επαναστατική παρουσία στο εργοστάσιο, να εκπαιδεύσουμε νέους ηλικιακά και πολιτικά σοσιαλιστές στην επαναστατική πολιτική της εργατικής τάξης, να συνεχίσουμε να γινόμαστε σταθερά η πραγματική ηγεσία της αριστεράς στον χώρο εργασίας – αυτά είναι τα είδη των στόχων που αν επιτευχθούν φέτος στις 40 πρώτες εργοστασιακές κλαδικές και το επόμενο έτος σε άλλα 80 εργοστάσια, θα σημαίνει ότι μπορούμε να παρέχουμε πραγματική ηγεσία σε σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης μέσα στους επόμενους 18 μήνες. Θα έχουμε γίνει ένα κόμμα της εργατικής τάξης. ”

Αυτό είναι το είδος της ματαιοδοξίας που κάνει κάποιον να αναδιπλώνεται αναδρομικά. Από στοιχεία που δείχνουν αρκετά ξεκάθαρα ότι οι εργοστασιακές κλαδικές το μόνο που κατάφεραν αυτή τη χρονιά ήταν να επιβιώσουν, εμείς πηδούσαμε στα 40 εργοστάσια με μια πλήρως εξοπλισμένη επαναστατική ηγεσία,  με μια προοπτική για άλλα 80 τέτοια παραδείγματα, και στο να καθοδηγούμε την εργατική τάξη σε 18 μήνες.

Πιθανότατα ισχύει ότι οι εργοστασιακές κλαδικές ήταν μια προκαθορισμένη αποτυχία, ότι ό,τι και να κάναμε δεν θα είχαν επιτύχει, επειδή οι IS δεν είχαν αρκετά μέλη στα εργοστάσια. Πιο σημαντικό ωστόσο είναι να σημειώσουμε ότι, οι IS δεν διέθεταν και δεν γνώριζαν το είδος της υποδομής που χρειαζόταν και που θα της επέτρεπε να καθοδηγήσει αυτές τους νεοσύστατες κλαδικές να εξελιχθούν σε λειτουργικές βιομηχανικές και πολιτικές οντότητες. Η μέθοδος υπομονετικής ανάπτυξης που απαιτούταν αποκλείστηκε επειδή η πολιτική των IS βασιζόταν σε μια αρκετά λανθασμένη προοπτική μιας άμεσης γενικής κρίσης του συστήματος. Η τυχερή συγκυρία περιστάσεων είχε δώσει στην ομάδα την ευκαιρία να αυξηθεί σε χιλιάδες, αντί των εκατοντάδων που είχε πριν από μερικά χρόνια και τις δεκάδες πριν από λίγο περισσότερα χρόνια, αλλά αυτό δεν έπρεπε να θεωρείται ως υπόσχεση για αδιάκοπη ανάπτυξη. Είναι πάρα πολύ εύκολο για τους σοσιαλιστές να πιστέψουν ότι το πράγμα που επιθυμούν πιο σοβαρά απ’ όλα είναι μόνο ένα μεγάλο βήμα μακριά τους – ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε το άλμα αν πασχίζαμε σκληρά να τεντώσουμε όσο καλύτερα μπορούμε τα λουριά στις μπότες μας, παραλείποντας να παρατηρήσουμε ότι δεν φοράμε καν μπότες.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, πολύ κοντά στα γραφεία μας ήταν η καφετέρια Tina, ένα μικρό αλλά ευχάριστο βραδινό μαγαζί. Ήταν εδώ που σύντροφοι του (ηγετικού) «κέντρου» θα έρχονταν για ένα αναψυκτικό. Όπως είναι αυτονόητο, οι σύντροφοι συζητούσαν για την πολιτική καθώς  τρώγανε. Συχνά αυτό που ξεκινούσε ως εξωφρενική πρόταση μετατρεπόταν μέσα από τη συζήτηση σε μια εξαιρετικά λογική και πρακτική πρόταση, στον χρόνο που χρειαζόταν για να πιουν ένα φλιτζάνι τσάι και να καταναλώσουν ένα πιάτο λουκάνικα, αυγά και τσιπς. Μεγάλη έρευνα αποκαλύπτει ότι το σύνδρομο της καφετέριας Tina προσβάλλει τους επαναστάτες με θανατηφόρο αποτέλεσμα, κάθε φορά που αρχίζουν να πιστεύουν σε αυτά που λένε, ακόμη και χωρίς δίαιτα υψηλή σε χοληστερόλη.

Ένα άλλο αρκετά φθοροποιό νόσημα είναι ο ιός που μολύνει τους ανθρώπους που έχουν τα Διαλεκτά Έργα του Λένιν στα ράφια τους. Αυτή η συγκεκριμένη ασθένεια εκδηλώνεται με την ανικανότητα του ασθενούς να παρατηρήσει οποιαδήποτε σημερινή κατάσταση χωρίς να προσπαθεί να βρει μια αναλογία από την ιστορία του μπολσεβικισμού. Στη χρόνια φάση (της ασθένειας), της οποίας ο Κλιφ αποτελεί το τέλειο παράδειγμα, ο πάσχων μετατρέπεται σε έναν κοσμικό Thomas A Kempis που γράφει για τη λατρεία του Λένιν. Εάν διαβάσετε την ιστορία της ρωσικής επανάστασης, θα παρατηρήσετε ότι οι μπολσεβίκοι ήταν ισχυροί στις εργοστασιακές περιοχές της Πετρούπολης, ιδιαίτερα στο Εργοστάσιο Πουτίλοφ, το μεγαλύτερο εργοστάσιο στον κόσμο το 1917. Διαβάζοντας περαιτέρω (για τη ρωσική επανάσταση), θα παρατηρήσουμε περιστατικά όπως το να συζητά η κεντρική επιτροπή των μπολσεβίκων σχέδια για ένοπλη δράση στους δρόμους. Λαμβάνεται η απόφαση και άμεσα οι αγκιτάτορες ξεχύνονται στα εργοστάσια. Και σύντομα  ακριβώς μια τέτοια δράση πραγματοποιείται. Επρόκειτο για επίδειξη δύναμης και σε λίγες σύντομες εβδομάδες τα κατέκτησαν πράγματι όλα. Στη Βρετανία, βέβαια, δεν είχαμε τη δυνατότητα να έχουμε ένοπλες διαδηλώσεις, αλλά θα μπορούσαμε να έχουμε εργοστασιακές κλαδικές και θα μπορούσαμε να ονειρευτούμε ότι, στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, θα μπορούσαμε να στείλουμε τους αγκιτάτορες για μια επίθεση στα δικά μας χειμερινά ανάκτορα. Αυτό ωστόσο που δεν μπορούσε να κρυφτεί, παρά το αστάρι του Ρόουζγουελ, τα τρία βερνίκια του Στιβ Τζέφρις και το λούστρο 24 σελίδων του Κλιφ, ήταν ότι μερικές εργοστασιακές κλαδικές δεν σήμαιναν απαραιτήτως το πρελούδιο για να κάνουμε έφοδο και να κατακτήσουμε οτιδήποτε. Μια δραστηριότητα που θα ήταν σε σωστή κατεύθυνση εάν γινόταν με προσεκτικό και δομημένο τρόπο πραγματοποιήθηκε τελικά με μια ανόητη ατσούμπαλη βιασύνη. Οι εργοστασιακές κλαδικές πρέπει να διαθέτουν μια βάση  πολιτικής εμπειρίας και μια οργάνωση (στΜ στην προκειμένη περίπτωση οι IS) με την κατάλληλη υποδομή. Ένα κίνημα βάσης είναι απολύτως απαραίτητο, αλλά δεν μπορεί να χτιστεί με διατάγματα και με μια δομή εργοστασιακών κλαδικών σε εμβρυικό στάδιο.

Αυτό που υπήρχε ήταν ελπιδοφόρο αλλά υπό δοκιμή, κάτι που θα μπορούσε με φροντίδα και αγάπη να αναπτυχθεί, αλλά θα μπορούσε εξίσου εύκολα να μαραθεί και να πεθάνει. Πάνω από όλα αυτά υπήρχε η υπερβολική φιλοδοξία και η απίστευτα ζωηρή φαντασία του Κλιφ-τα δύο στοιχεία συνυπήρχαν σε μια διαλεκτική σχέση όπου η φιλοδοξία τροφοδοτούσε τη φαντασία και το αντίστροφο. Εάν υπήρχαν προβλήματα, αποκλειόταν να αποτελούν μέρος αντικειμενικής πραγματικότητας, υπήρχε πάντα ένας άνθρωπος ένοχος, ή ένοχοι, που κρύβονται στο παρασκήνιο. Η ανησυχία του Κλιφ για τον ρυθμό στρατολογιών που δεν ταίριαζε ούτε με τις φιλοδοξίες του ούτε, όπως το έβλεπε, με τις υπαρκτές ευκαιρίες  εκφράστηκε με μια σειρά από μισοψημένα σχέδια για το βιαστικό χτίσιμο του ομίλου. Ο Κλιφ αποφάσισε να στήσει ένα οργανωτικό γραφείο στρατολογιών. Οι πρώτοι καρποί αυτής της ιδιοφυούς σκέψης ήταν να ορίσει στις τοπικές οργανώσεις επαγγελματικά στελέχη με πλήρη απασχόληση για να δημιουργήσει μια μικρή σοσιαλιστική άμιλλα στους ρυθμούς στρατολογίας. Σε κάθε Εθνική Επιτροπή, φτιαχνόταν ένας πίνακας πρωταθλήματος στελεχών με τους μεγάλους στρατολόγους στις πρώτες θέσεις και τους αποτυχημένους στις τελευταίες. Αυτό που κατάφερε να δημιουργήσει αυτή η κίνηση, πέρα από αναστάτωση και οργή, ήταν ο επιταχυνόμενος ρυθμός μετατροπής νέων μελών σε πρώην μέλη και κάποια «δημιουργική λογιστική» από τα στελέχη. Ένας πρωταθλητής στρατολογιών και πουλήματος εφημερίδων ήταν ο Τζον Τσάρλτον, από το Γιορκσάιρ. Ο Τζον ήταν ένας συμπαθητικός τυπάκος, με μια αρκετά συγκινητική πίστη στο αλάθητο του Κλιφ, του οποίου η φιλική διάθεση φαίνεται να προσέλκυε τους ανθρώπους στους IS. Σε ένα αρκετά εξευτελιστικό περιστατικό, κατόπιν αιτήματος του Κλιφ, ο Τζον παρέδωσε ένα αρκετά εκτενές ραπόρτο στην Εθνική Επιτροπή, για το πώς να πουλάμε εύκολα Σοσιαλιστή Εργάτη. (Οι οδηγίες έλεγαν ότι) καταρχάς έπρεπε να είσαι περιποιημένος στην εξωτερική σου εμφάνιση, ήταν επίσης πολύ ζωτικής σημασίας να κλείνεις την πόρτα του κήπου (στΜ στο σπίτι που έμπαινε ο πωλητής), οι πωλητές δεν έπρεπε να χτυπούν πολύ δυνατά την πόρτα,  όταν άνοιγε η πόρτα ήταν υποχρεωτικό ένα χαμόγελο, όπως υποχρεωτικό ήταν να κάνεις χειραψία και να δώσεις το όνομά σου. Έχοντας τηρήσει όλες τις κοινωνικές αβρότητες, μόνο τότε μπορούσε να πουληθεί ο Σοσιαλιστής Εργάτης και να ακολουθήσει μια μικρή κουβέντα. Τα λεγόμενα του Τζον έμοιαζαν μάλλον με σεμινάριο πωλητών της Kleenezee (στΜ γνωστή εταιρεία που πουλάει τα προϊόντα της πόρτα-πόρτα), το οποίο παραδόθηκε με όλο τον ενθουσιασμό και τη σιγουριά ενός Χιλιαστή της Έβδομης Ημέρας. Ήταν, ωστόσο, ένας πολύ σοβαρός και αφοσιωμένος σύντροφος που, λόγω της πρώτης θέσης του στο πρωτάθλημα στρατολογιών, κέρδισε το δικαίωμα να ψιθυρίζει στο πιο ευαίσθητο αυτί του Κλιφ – όταν βέβαια ο χώρος αυτός δεν είχε καταληφθεί ήδη από τη διχαλωτή γλώσσα του Ρότζερ Ρόουζγουελ.

Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα αυτοί οι δυο έξοχοι στρατολόγοι ήταν αυτοί που ασκούσαν τη μέγιστη επιρροή στον Κλιφ και ήταν από το παράδειγμά τους που ο Κλιφ εφηύρε τη θεωρία «Τομείς-Οδηγοί» της οργάνωσης (“Leading Areas”). Ήταν από μερικές απόψεις μια ενδιαφέρουσα θεωρία, που παρείχε έναν πρώτο σκελετό στις ιδέες της Μάργκαρετ Θάτσερ- δεν την είδα ποτέ να αναγνωρίζει το χρέος της, αλλά έτσι ξηγούνται οι Τόρις- ήταν θεωρία απλή, βασιζόταν σε προκαταλήψεις και όχι αποδείξεις και ήταν, στην πράξη, αρκετά αναποτελεσματική. Σύμφωνα με αυτή τη διατριβή, αφιερώνετε τη μέγιστη προσπάθεια και τους πόρους σας στους τομείς-οδηγούς (στΜ δηλαδή στις πιο “πετυχημένες” τοπικές ή κλαδικές οργανώσεις-“πρότυπα”), αφήνοντας τους μικρότερους και λιγότερο ελπιδοφόρους τομείς να βιώσουν την απόλυτη αποτυχία. Η αποτυχία να εκτιμήσετε την βαθιά μαγεία αυτής της στρατηγικής σας καταδίκαζε ως συντηρητικό στοιχείο που δεν  μπορεί να αποκτήσει την οποιαδήποτε ελπίδα λενινιστικής δικαίωσης. Ο δάκτυλος της κατηγορίας εδώ έδειχνε αδιάκοπα την Εκτελεστική Επιτροπή. Εδώ εντοπιζόταν για τον Κλιφ η ρίζα του προβλήματος, μια επιτροπή αδιόρθωτα εμμονική με το σύνολο της οργάνωσης, μια επιτροπή που ενδιαφερόταν και το τελευταίο μέλος να παίρνει την προσοχή που του αναλογεί. Αυτή η αρνητική στάση έπεισε τελικά τον Κλιφ ότι τα επαγγελματικά στελέχη του (ηγετικού) κέντρου έπρεπε να προχωρήσουν από μόνα τους. Απουσίασε από τις συνεδριάσεις (της ΕΕ) για  πολλές συνεχόμενες εβδομάδες και πήρε πρωτοβουλίες στους «τομείς-οδηγούς», χωρίς καν να περάσουν από την έγκριση του γραφείου που είχε στήσει ειδικά για το σκοπό αυτό. Όταν τελικά κλήθηκε να λογοδοτήσει, η απάντηση του Κλιφ ήταν ότι δεν ήταν σίγουρος αν οι πρωτοβουλίες του θα είχαν επιτυχία. Στην πραγματικότητα, είχαν μικρό μόνο βαθμό επιτυχίας και ο Κλιφ φοβόταν ότι η Εκτελεστική Επιτροπή θα αντιτασσόταν σε αυτό που εκείνος θεωρούσε σωστή πορεία. Μια στιγμή αν σκεφτεί κανείς πάνω σε όλα αυτά αρκεί για να δείξει ότι αυτό που βλέπουμε εδώ δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, αλλά σε κάτι παρόμοιο με τον αναρχισμό. Σε όλα αυτά, για κάποιους από μας, δεν υπήρχε πολύς Λένιν αλλά υπήρχε μπόλικος Λουδοβίκος 14ος στη φάση του «το κράτος είμαι εγώ».

Η συζήτηση που προέκυψε στην Εκτελεστική Επιτροπή αφορούσε το ζήτημα του κινήματος βάσης. Στη συνδιάσκεψη του Απρίλη 1973, ο Όμιλος επιβεβαίωσε την πρόθεσή του να εργαστεί για τη δημιουργία ενός τέτοιου κινήματος. Η ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του Κλιφ, ήταν πεπεισμένη ότι η ευνοϊκή στιγμή πλησίαζε και όλοι συμφωνούσαν ότι ένα τέτοιο κίνημα αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός μαζικού εργατικού κόμματος. Δεν ήταν κάτι που μπορούσαν ή έπρεπε να ελέγξουν οι IS αλλά χρειαζόταν να αφιερώσουν τους πόρους και τις δυνάμεις τους για να το δημιουργήσουν. Ήταν η μέθοδος της μεταβατικής πολιτικής που αναμέναμε να αποτελέσει τη γέφυρα προς το κόμμα. Με τις εργοστασιακές κλαδικές, τις βιομηχανικές και συνδικαλιστικές παρατάξεις, τις οργανώσεις βάσης και τα έντυπά τους, μας φαινόταν ότι μπορούσαμε, με μεγάλη προσπάθεια, να παίξουμε ρόλο στο πεδίο της βάσης. Η αισιόδοξη ελπίδα μας ήταν ότι το κίνημα βάσης, μετά την αρχική εκκίνησή του θα μεγάλωνε και οι IS θα γίνονταν μέσα σε αυτό η κυρίαρχη, αλλά όχι η μόνη, πολιτική τάση.

Αυτή η ευχάριστα ομόφωνη άποψη πάνω στο ζήτημα της οργάνωσης μιας συνδιάσκεψης  βάσης δεν μπόρεσε να υπερβεί την αντίθεση που εξέφρασαν οι Ρόουζγουελ και Τσάρλτον στη συνεδρίαση της Εθνικής Επιτροπής (στΜ που ακολούθησε). Τα επιχειρήματά τους δεν ήταν καθόλου πειστικά και η Εθν. Ε.  απέρριψε την άποψή τους. Ο Κλιφ κατέφτασε στην επόμενη συνεδρίαση της Εκτ. Ε. με πρόταση για την κατάργηση της απόφασης για συνδιάσκεψη βάσης και την αντικατάστασή της από μια εκδήλωση για νέες στρατολογίες στο Bellvue του Μάντσεστερ. Μετά από μια μακρά και εξαντλητική συζήτηση, η Εκτ. Ε. καταψήφισε την πρόταση με ψήφους υπέρ, νομίζω, μόνο του Κλιφ και του Χάρμαν. Μπροστά σε αυτή την αποτυχία, ο Κλιφ απαίτησε να πάρει άδεια να απουσιάσει για τρεις μήνες (από την ΕΕ). Προτίθετο να αποσυρθεί στο εξοχικό σπίτι του Νάιτζελ Χάρις και να τελειώσει το βιβλίο του για τον Λένιν.

Κανένας από εμάς, φυσικά, δεν φαντάστηκε ότι η άδεια του Κλιφ ήταν μια ευγενής παραδοχή της ήττας, που θα συνοδευόταν από τρεις μήνες επαγγελματικής ενασχόλησης με τη επιλογή αποσπασμάτων από τα Διαλεκτά Έργα του Λένιν στο δασικό περιβάλλον του εξοχικού του Νάιτζελ. Ούτε καν. Επρόκειτο να είναι τρεις μήνες φρενήρους δραστηριότητας, καθώς το τηλέφωνο του Νάιτζελ είχε πάρει φωτιά μέσα στον καύσωνα χρονοβόρας παρασκηνιακής δράσης εξ αποστάσεως, καθώς ο Κλιφ παρενοχλούσε, σφυροκοπούσε και έπειθε όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούσε για να ανατρέψει την απόφαση της Εθν. Ε. Φοβούμενος για το αν θα μπορούσε να ανταποκριθεί ο Νάιτζελ Χάρις οικονομικά όταν θα ερχόταν ο τηλεφωνικός λογαριασμός και επίσης για να αποφύγω μια περιττή (εσωκομματική) μάχη, κατάφερα να πείσω την πλειοψηφία της Εκτ. Ε να συμφωνήσει σε έναν συμβιβασμό: ο Κλιφ θα έπρεπε να πάρει τη εκδήλωση για νέες στρατολογίες που ζητούσε τον Νοέμβριο του 1973 και η συνδιάσκεψη Βάσης θα πραγματοποιούταν στις αρχές του 1974.

Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, εφ ‘όσον ο Κλιφ είχε εξασφαλίσει την εκδήλωσή του, πλέον δεν χρειαζόταν την άδεια να απουσιάζει από την ΕΕ, αλλά η έχθρα του απέναντι στη «συντηρητική» ΕΕ παρέμεινε αμείωτη: η «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» πλησίαζε γρήγορα. Το πραξικόπημα, όταν τελικά ήρθε, βάσισε την αιτιολόγησή του στη θεωρία των «Τομέων-Οδηγών». Σε αυτή την περίπτωση, αφού η ΕΕ δεν πήγαινε στους Τομείς-Οδηγούς, έπρεπε να έρθουν οι Τομείς-Οδηγοί στην ΕΕ. Σε μια πρόταση που ήταν σχεδόν βαρετή όσον αφορά την προβλεψιμότητα και την ανοησία της, η παλιά ΕΕ έπρεπε να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από ένα σώμα που περιλάμβανε τους Κλιφ, Τσάρλτον, Ρόουζγουελ, Ρότζερ Κλάιν, Χίγκινς-Εθνικό Γραμματέα, τον Ρότζερ Προτζ- εκδότη του Σοσιαλιστή Εργάτη και του Αντρέας Ναλιάττι, Υπεύθυνου Βιομηχανικού Τομέα. Θέσεις παρατηρητή χωρίς δικαίωμα ψήφου προσφέρθηκαν στον Κρις Χάρμαν- εκδότη του ISJ, τον Τζιμ Νάιτσολ-ταμία και τον Νάιτζελ Χάρις, πρόεδρο της Περιφέρειας του Λονδίνου. Ο Νάιτζελ αρνήθηκε αυτή την αμφίβολη τιμή. Οι Τζον Πάλμερ, Ίαν Μπέρτσαλ και Κρις Ντέιβιντσον αποκλείστηκαν επειδή δεν μπορούσαν να παρευρίσκονται στις συνεδριάσεις σε εργάσιμες ώρες, δηλαδή κατά τη διεξαγωγή των ΕΕ.

Οι αναγνώστες που διάβασαν αυτή την ιστορία με προσοχή θα παρατήρησαν ότι κάποιος λείπει από τη λίστα. Ο Ντάνκαν Χάλας είχε πέσει σε δυσμένεια. Αυτό φαινόταν περίεργο: ο Ντάνκαν ήταν ένας από τους πιο έμπειρους και ταλαντούχους συντρόφους των IS, ήταν ο βασικός αρθρογράφος του Σοσιαλιστή Εργάτη και, τουλάχιστον στα χαρτιά, ο Πολιτικός Γραμματέας του Ομίλου. Παρά τα προφανή του προσόντα, ωστόσο, είχε εκδηλώσει ένα σοβαρό μειονέκτημα – ενεργούσε συχνά σαν να μην έχει έρθει κάθε λέξη του Κλιφ από τον Θεό και δεν του έδινε πάντα δίκιο 100%.  Καθώς ο Ρότζερ Προτζ και εγώ είχαμε μια παρόμοια βλάσφημη στάση, η παρουσία του Ντάνκαν στην επιτροπή θα περιέπλεκε τα πράγματα στις ψηφοφορίες της ΕΕ. Ο Ναλιάττι γενικά απηχούσε τις απόψεις του Κλιφ, αλλά μπορεί να αποδεικνυόταν επικίνδυνα ανεξέλεγκτος στο ζήτημα του κινήματος βάσης.  Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι και οι υπόλοιποι, πέρα από τον Κλιφ και την κλίκα του, συμπεριφέρονταν με φραξιονιστικό τρόπο. Ο Ντάνκαν ήταν πιθανό να διαφωνήσει μαζί μου όπως και με τον Κλιφ και παρόμοια συμπεριφορά είχε και ο Ρότζερ Προτζ. Παρ ‘όλα αυτά, όταν έθεσα το ζήτημα της ένταξης του Ντάνκαν στην ΕΕ, με εντυπωσίασε το μέγεθος της αντιπολίτευσης και η σφοδρότητα με την οποία εκφράστηκε. Η παρουσία του, όπως μου είπαν, θα κατέστρεφε κάθε πιθανότητα να δουλέψουν οι αλλαγές και θα οδηγούσε σε απογοήτευση και σε απώλεια αποτελεσματικότητας. Ήταν τόση η έκταση της απογοήτευσης του με τον Ντάνκαν που ο Κλιφ πρότεινε να τον απολύσει από επαγγελματία πλήρους απασχόλησης. Ένιωσα ότι αυτή ήταν λιγότερο μια περίπτωση που πετούσε το μωρό μαζί με τα βρωμόνερα και περισσότερο το τσαλαπάτημα ενός κακομοίρη που βρίσκεται ήδη εξουδετερωμένος στο έδαφος. Πρότεινα, και η Εθν.Ε. δέχτηκε, ότι ο Ντάνκαν έπρεπε να οριστεί Αναπληρωτής Εθνικός Γραμματέας. Αυτή η κίνηση μικρού βαθμού ανεξαρτησίας μοιάζει να ήταν κάτι σαν την παράδοση ενός υπογεγραμμένου σημειώματος αυτοκτονίας προς ασφαλή φύλαξη. Οι Κλιφ και Ρόουζγουελ άρχισαν να σχεδιάζουν την εκλογή νέου Εθνικού Γραμματέα, προτείνοντας για τη δουλειά τον Τζον Τάλτον κι έπειτα τον Ντέιβ Πιρς. Καθώς κλιμακωνόταν αυτή η καμπάνια, ένα είδος παράλληλου κέντρου εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Κλιφ, ενώ το Εθνικό γραφείο παραμερίστηκε και περιθωριοποιήθηκε.

Τα καθοδηγητικά καθήκοντα σε μια ομάδα που μεγαλώνει, ή έστω σε μια ομάδα που θέλει να μεγαλώσει και να παρακολουθήσει τον βαθμό επιτυχίας του, ή έστω σε μια ομάδα που θέλει να εκτιμήσει το πόσο «οδηγοί» είναι οι τομείς-οδηγοί, απαιτούν κάποιο είδος καθοδηγητή. Για τον Κλιφ σε ρόλο Νετσάγιεφ, όλα αυτά ήταν ανάθεμα: “συντρίψτε όποιον προκαλεί ντουμπλάρισμα” ήταν η χαρούμενη κραυγή του. Σύμφωνα με αυτή τη σχολή σκέψης, ή μάλλον μη σκέψης, τα μέλη δεν χρειάζονταν πρακτικά ή εσωτερικά δελτία, χρειαζόταν απλά κάποιος να τους πει τι να κάνουν- ή ακόμα καλύτερα απλά να ακολουθούν χαρούμενα το παράδειγμα των «τομέων-οδηγών».

Μετά από κάποιους μήνες παράκαμψής μου, περιθωριοποίησής μου και φθοράς μου από ένα διαρκές σφυροκόπημα με συκοφαντίες, άρχισα να αποκτώ την ξεκάθαρη εντύπωση ότι βρισκόμουν σε ένα πάρτι όπου οι προσκλήσεις θα μπορούσαν να ανακληθούν αναδρομικά και πως η δική μου είχε ήδη ξεπεράσει κατά πολύ την ημερομηνία λήξης. Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε όταν οι συναντήσεις της ΕΕ άρχισαν να συνεδριάζουν πάντα με καθυστέρηση,  επειδή ο Κλιφ και η ομάδα του έπρεπε πρώτα να συναντηθούν  στην καφετέρια Tina, για να αποφασίσουν ποιες αποφάσεις θα μου επιβληθούν χωρίς συζήτηση. Έτσι παραιτήθηκα (στΜ από την ηγετική ομάδα) και έπιασα δουλειά ως δημοσιογράφος στον Σοσιαλιστή Εργάτη.

Στο πέρασμα των χρόνων αρκετοί άνθρωποι με έχουν ρωτήσει γιατί, δεδομένου του ακήρυχτου φραξιονισμού του Κλιφ και των τραμπούκων του, δεν αξιοποίησα τη θέση μου ως Εθνικός Γραμματέας για να οργανώσω μια πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση. Οργανώνοντας  τη δράση (της αντιπολίτευσης στΜ) από το (ηγετικό) Κέντρο θα ήταν ασφαλώς δυνατό να οργανωθούν αρκετοί από τους παραμελημένους «μη οδηγούς τομείς» και, στην πραγματικότητα, και κανά-δυο «τομείς-οδηγοί». Ο λόγος που δεν έκανα αυτό που σήμερα αναγνωρίζω ως παραμέληση καθήκοντος είναι ότι ήμουν πεισμένος ότι το κλίμα ευνοούσε την ανάπτυξη των ΙS  και ότι αυτό (στΜ η ανάπτυξη της οργάνωσης) θα βοηθούσε τον Όμιλο να ξεπεράσει τις απογοητεύσεις και τις ηλιθιότητες που οφείλονταν στις πολιτικές  μιας σέχτας.

Μια σοβαρή φραξιονιστική μάχη θα έθετε σε κίνδυνο, νόμιζα, τα προχωρήματα που κατακτήθηκαν με κόπο τα τελευταία δυο χρόνια. Το να εγκαθιδρυθούν ουσιαστικά δύο ανταγωνιστικά εθνικά γραφεία ήταν συνταγή για διάσπαση και αποτραβήχτηκα από μια τέτοια προοπτική. Σε αντίθεση με τον Κλιφ, δεν ήμουν διατεθειμένος να αφιερώσω κάθε ώρα της μέρας μου για να αποκτήσω ένα ποταπό πλεονέκτημα για να παραποιώ το παρελθόν και να ψευδολογώ για το παρόν. Η θεωρία των “τομέων-οδηγών”, συνειδητοποιώ τώρα, δεν έγινε ποτέ προσπάθεια στα σοβαρά να υλοποιηθεί,  αλλά αποτελούσε ένα διάτρητο φύλλο συκής που ο Κλιφ έλπιζε ότι θα συγκαλύψει τις χαμερπείς μανούβρες του. (Η θεωρία) πέτυχε αυτόν τον περιορισμένο στόχο και στη συνέχεια εξαφανίστηκε και δεν ακούστηκε ποτέ ξανά, πέρα από κάποιους οργισμένους και απογοητευμένους (στΜ από τους τακτικισμούς της ηγεσίας).

Τόσο λίγο ενδιαφερόμουν να αποκτήσω φραξιονιστικό πλεονέκτημα, τόσο πολύ νοιαζόμουν γι αυτό που θεωρούσα εγώ καλό για τον Όμιλο, που έπαιξα κεντρικό ρόλο στο να έρθει στο Λονδίνο και να κερδίσει θέση στην ΕΕ ο Στιβ Τζέφρις, τότε οργανωτικός υπεύθυνος της Γλασκόβης και πολύ καλός μάλιστα, προς αντικατάσταση του Αντρέας Ναλιάττι, που είχε παραιτηθεί από Υπεύθυνος Βιομηχανικού Τομέα.  Αυτό ήταν λάθος μου γιατί τα οργανωτικά του ταλέντα αξιοποιήθηκαν πλήρως εναντίον μας στην (εσωκομματική) μάχη που θα προέκυπτε αργότερα.

Σε όλους τους άλλους υπολογισμούς έπεσα επίσης έξω. Υπήρχε πολύ περισσότερη δυσαρέσκεια από ό, τι είχα συνειδητοποιήσει και ήταν λάθος να παραχωρήσει κανείς το όποιο πλεονέκτημα μπορούσε να έχει.  Μπορούσαμε να υποθέσουμε κάλλιστα, όπως πάντα έκανε ο Κλιφ, ότι θα υπήρχαν παράπλευρες απώλειες, αλλά αυτό είναι στη φύση τέτοιων (εσωκομματικών) μαχών και μπορούσαν να ελαχιστοποιηθούν αντισταθμιζόμενες από άλλες πιο ισορροπημένες δυνάμεις. Στην πράξη, η φραξιονιστική πάλη που τελικά ξέσπασε οδήγησε σε μικρότερη μειοψηφία από αυτή  που διαφορετικά θα προέκυπτε. Ακόμη και τότε, η πλειοψηφία θεώρησε απαραίτητο να αξιοποιήσει τον έλεγχο του Κέντρου για να νοθεύσει τα αποτελέσματα της αποφασιστικής συνδιάσκεψης. Η αντιπολίτευση νόμιζε ότι αγωνίζεται για την ψυχή του κόμματος, ενώ ο Κλιφ αγωνιζόταν για το μόνιμο διευθυντικό του δικαίωμα.




Κεφάλαιο 10: H άνοδος του κινήματος, η ένταξη της Βρετανίας στην ΕΟΚ και τα λάθη της ηγεσίας των IS

Πηγή: https://www.marxists.org/archive/higgins/1997/locust/

Kεφάλαιο 10 του βιβλίου του Τζιμ Χίγκινς “More Υears for the Locust-The origins of SWP” («Κι άλλα χρόνια για την ακρίδα-η καταγωγή του SWP»). Mετάφραση A.Λ.

Κεφάλαιο 10

Πριν τα 30 επαναστάτης, μετά τα 30 φουκαράς

Γαλλική παροιμία που αναφέρει ο Τρότσκι σε συνέντευξη του 1932

Το πρόβλημα με τον Μαρξισμό είναι οι Μαρξιστές. Έχοντας ανακαλύψει αυτό το παγκόσμιο σύστημα, είναι πεπεισμένοι ότι έχουν αποκτήσει την τεχνογνωσία για το αλάθητο. Ο Τρότσκι, μάλλον όχι πολύ πειστικά, αναφέρεται στον μαρξισμό ως “επιστήμη”. Είναι σαν να παίζετε στα δάχτυλα τους νόμους της κίνησης των φαινομένων, απλά πρέπει να ακολουθήσετε τις οδηγίες του αγαπημένου θεωρητικού σας και τσουπ! η  επαναστατική επιτυχία θα έρθει να χτυπήσει στην πόρτα σας και θα ξαπλώσει μπροστά σας.

Δυστυχώς, όχι μόνο για τον Τρότσκι αλλά και για τους υπόλοιπους, δεν είναι έτσι. Τα λάθη του Τρότσκι στην ανάλυση είναι προφανή και πολλά, αλλά η επίδοσή του παραμένει καλύτερη από ό,τι σχεδόν όλων των υπολοίπων επειδή κάποια πράγματα τα συνέλαβε θεαματικά σωστά. Είναι ωστόσο στο κομμάτι της πρόβλεψης που ο Μαρξισμός πρέπει να βάλει τα δυνατά του. Για παράδειγμα, δεν κερδίζει κανείς ένα μεγάλο βραβείο για την πρόβλεψή του το 1938, ότι ο καπιταλισμός δεν θα αναπτύξει πλέον τις παραγωγικές δυνάμεις και ότι η μόνη εναλλακτική λύση είναι ο σοσιαλισμός ή η βαρβαρότητα, εάν ο καπιταλισμός όχι μόνο επεκτείνεται αλλά το κάνει και με αρκετά θεαματικό τρόπο, βελτιώνοντας το βιοτικό επίπεδο αμέτρητων εκατομμυρίων ανθρώπων. Δεν κάνει καλό να αμφισβητούμε, όπως κάνουν οι πιο βλαμμένοι οπαδοί του Τρότσκι, ότι ο πυρηνικός πόλεμος και η προοπτική του είναι βάρβαρα, ή ότι οι όποιες υπαρκτές βελτιώσεις στις βιοτικές συνθήκες έχουν εξαπλωθεί πολύ άνισα. Αν και όλα αυτά είναι αλήθεια,  δεν είναι καθόλου αυτά που έλεγε ο Τρότσκι: δεν γνώριζε για το πρώτο και αρνήθηκε τη δυνατότητα του δεύτερου. Πραγματικά το εννοούσε ότι, ό,τι και να κάνει ο καπιταλισμός είναι αμετάκλητα ξοφλημένος.

Ήταν αυτή η αποτυχημένη πρόβλεψη που αποπροσανατόλισε τον ορθόδοξο τροτσκισμό. Οι τροτσκιστές φώναζαν για την επικείμενη γενική κρίση του καπιταλισμού, ελπίζοντας ότι μια μέρα, αν φώναζαν αρκετά συχνά, θα γινόταν αλήθεια. Και σίγουρα κάποια στιγμή θα γίνει, αλλά έχουμε να κάνουμε καλύτερα πράγματα από το να επικαλούμαστε  τον νόμο των πιθανοτήτων. Αυτό που έδωσε στους IS πλεονέκτημα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ήταν μια πιο προχωρημένη ανάλυση που πρόσφερε μια εξήγηση για την προφανή σταθερότητα του καπιταλισμού και έναν προσανατολισμό στη δράση από τα κάτω δεμένο με  την προοπτική μιας αναπτυσσόμενης οργάνωσης. Με το πλεονέκτημα της απόλυτης εκ των υστέρων γνώσης, είναι σαφές ότι αυτά τα δυο χαρακτηριστικά αν και πολύτιμα, ήταν τελείως ανεπαρκή για να καλύψουν είτε την έκταση των αλλαγών στο σύστημα είτε τις απαιτούμενες μεταβαλλόμενες και άμεσες απαντήσεις απέναντι σε αυτές τις αλλαγές. Η εξέγερση των φοιτητών ήταν μια τέτοια αλλαγή, το γυναικείο κίνημα, η απελευθέρωση των ομοφυλοφίλων και η εκστρατεία για τη φυλετική ισότητα, με μπροστάρηδες τους μαύρους, ήταν άλλες. Αυτά τα κινήματα ήταν μαχητικά, εξελίχθηκαν παράλληλα  και μερικές φορές υπερέβησαν σε ένταση την αναπτυσσόμενη βιομηχανική αγωνιστικότητα. Ήταν μαχητικά με τους δικούς τους όρους, έπαιρναν δύναμη από και μάθαιναν το ένα από το άλλο. Επειδή αποτελούσαν φυσικές απαντήσεις στις πιέσεις ενός μεταβαλλόμενου κόσμου, η θεωρητικοποίηση γι ‘αυτά  γινόταν εκ των υστέρων και συχνά κατέληγε σε φαντασιόπληκτο παραλογισμό – όπως ότι το να είσαι λευκός σε καθιστά ντε φάκτο ρατσιστή ή στην παρόμοια αντίληψη ότι η καταπίεση των γυναικών αποτελεί αμετάβλητο χαρακτηριστικό του αντρικού ψυχισμού. Για τους μαρξιστές αυτή δεν μπορεί να είναι η απάντηση, διαφορετικά η θεωρία τους είναι εντελώς άχρηστη. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο 150 χρόνια μαρξισμού έχουν χαθεί για το τίποτα, αλλά και ολόκληρη η εποχή του διαφωτισμού αποδείχθηκε μια ψευδαίσθηση.

Εάν οι θεωρίες φαινόταν να αποτελούν κατά κύριο λόγο ανοησίες, τα ίδια τα κινήματα ήταν αρκετά αληθινά και δεν ήταν απλώς δυνητικοί σύμμαχοι, αλλά και αναπόσπαστο κομμάτι του αγώνα για σοσιαλισμό. Με την πιθανή εξαίρεση του IMG, το φαινόμενο αυτό (στΜ των «νέων κινημάτων») δεν εκτιμήθηκε πολύ. Από έξω φαίνεται ότι το ενδιαφέρον του IMG οφειλόταν στην έλλειψη επιρροής και ανικανότητας να αποκτήσει οποιουδήποτε επιρροή στο εργατικό κίνημα, αλλά ίσως αυτό να είναι άδικο. Στους οι IS οι νέες ευκαιρίες εκλήφθηκαν ως αποπροσανατολισμός από το κεντρικό καθήκον της στρατολόγησης εργατ(ρι)ών. Οι εργαζόμενες γυναίκες, οι μαύροι εργάτες ναι- οι γυναίκες γενικά και οι μαύροι γενικά, όχι ευχαριστώ. Αυτό θα μπορούσε εν μέρει να αποδοθεί στο γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος της ηγεσίας των IS, λόγω ηλικίας και εμπειρίας, δεν κατανοούσε τη σημασία αυτών των νέων κινημάτων (ανήκων σε εκείνη την ηγεσία τότε πρέπει ασφαλώς να ομολογήσω και τη δική μου ενοχή). Ακόμη πιο σημαντικό ήταν το απλό γεγονός ότι για άλλη μια φορά βλέπαμε λάθος το μέλλον. Η γενική προσδοκία μεταξύ όλων των οργανώσεων που ασπάζονταν τα επιχειρήματα υπέρ του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού ήταν  η επιταχυνόμενη και ταχέως οξυνόμενη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης. Η εμπειρία με τον «Εργατικό Αγώνα» ήταν, ειδικά για τον Κλιφ, βασανιστήριο. Δικαιολογούσε τις ολοένα και πιο δρακόντειες προτάσεις του (στΜ δηλαδή τα όλο και πιο αυστηρά συγκεντρωτικά μέτρα) επιχειρηματολογώντας για τα μεγάλα βήματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς να χρειάζεται να περάσουμε όλον μας τον χρόνο με τον Σον Ματγκάμνα. Το να καταρτίσουμε ένα νέο οργανωτικό σχέδιο που απαιτούνταν για την οικοδόμηση μιας ομοιογενούς επαναστατικής ομάδας, με όλα όσα αυτό σήμαινε για τις φραξιονιστικές αντιπαραθέσεις, μας έπεφτε πολύ βαρύ καθήκον. Έτσι δεν το κάναμε και αντισταθήκαμε όταν άλλοι το έκαναν. Δεν ήταν αξιοθαύμαστο από μέρους μας, αλλά φαινόταν λογικό.

Κρίνοντας εκ των υστέρων, είναι σαφές ότι μακροπρόθεσμα, ο Όμιλος στερήθηκε την ευκαιρία να χτίσει μια πιο σημαντική κοινωνικά και μεγαλύτερη οργάνωση και αυτή με τη σειρά της θα μπορούσε να ασκήσει σημαντική επιρροή στα νεοεμφανιζόμενα κινήματα προς όφελος όλων. Για να γίνει αυτό, θα ήταν ίσως απαραίτητο να αλλάξει ολόκληρη η ηγεσία, συμπεριλαμβανομένου και του Κλιφ-μια περίοδος ήρεμου διαλογισμού θα ήταν καλή για την ηγεσία, ειδικά για αυτόν.

Το 1970, ωστόσο, με την όλη μυωπία του παρόντος, η όλη έμφαση δόθηκε στην αυξανόμενη αγωνιστικότητα των οργανωμένων εργατών και στην πιθανότητα να μετατραπεί αυτή σε οργάνωση από τα κάτω.  Με την εκλογή της κυβέρνησης Τόρις, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που είχε υπογράψει τον αντισυνδικαλιστικό νόμο επί κυβέρνησης Εργατικού Κόμματος, ήταν πολύ λιγότερο διατεθειμένη τώρα να στηρίξει τον κορπορατισμό του Έντουαρντ Χιθ. Οι IS πράγματι δεν υπολόγισαν καλά την αγωνιστικότητα της βάσης απέναντι στους Τόρις, αλλά είναι επίσης αλήθεια και ότι  πολλοί εργαζόμενοι της βάσης είχαν μπουχτίσει αρκετά με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και την υπερβολική αποδοχή από μέρους της των πολιτικών μισθολογικής λιτότητας που επέβαλε η κυβέρνηση Εργατικών.

Οι πρώτοι καρποί αυτών των διεργασιών εμφανίστηκαν στο συνδικάτο NUT (των καθηγητών), που από μόνο του αποτελούσε έκφραση μιας νέας εργατικής μαχητικότητας «λευκών κολάρων» (στΜ ή ας πούμε υπαλληλικό προλεταριάτο), όπου η οργάνωση βάσης των καθηγητών γρήγορα έγινε ανεπίσημη αντιπολίτευση μέσα στο συνδικάτο και μαχητική ηγεσία σε ορισμένους κλάδους του NUT. Με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, παρόμοια κινήματα άρχισαν να αναπτύσσονται τοπικά από υπαλληλικό και βιομηχανικό προλεταριάτο, στα λεωφορεία του Λονδίνου, το συνδικάτο NUM,  στις αποβάθρες μετά από πολλές και σοβαρές προσπάθειες του συνδικάτου AEU. Το μοτίβο άρχισε να σχηματοποιείται και τα μαθήματα του Κινήματος Μειονοτήτων αφομοιώθηκαν. Ο ρόλος της επαναστατικής οργάνωσης ήταν να ξεκινά και να υπηρετεί την (προαναφερθείσα) δράση, να συμβάλλει στην ανάπτυξη του είδους του προγράμματος που θα βοηθούσε τους ενδιαφερόμενους να χτίσουν τη δική τους στρατηγική για την πρόοδο. Θα ήταν μεταβατικό πρόγραμμα, όσον αφορά τόσο την έκταση των συνδικαλιστικών αιτημάτων όσο και την ανύψωση κι εμβάθυνση της πολιτικής συνείδησης. Ο Όμιλος (IS) έπρεπε να παρέχει το πλαίσιο όπου αυτά θα μπορούσαν να λάβουν χώρα, διαθέτοντας τις απαραίτητες δυνάμεις, όπου αυτό είναι δυνατόν. Η ακραία ανομοιογένεια του εργατικού κινήματος σήμαινε ότι κάποιος σε έναν εργατικό χώρο μπορεί να ασχολιόταν με κάποια άτομα βοηθώντας τα στη συγγραφή προκηρύξεων για να οργανώσουν τον χώρο τους και σε έναν άλλο να βγάζουν μια εφημερίδα βάσης που να απευθύνεται στους αγωνιστές μιας μεγάλης βιομηχανίας. Αυτή η δουλειά δεν γινόταν σε ολόκληρο το φάσμα των αλλοτριωμένων και πρόσφατα ριζοσπαστικοποιημένων (εργαζομένων), αλλά ήταν μια δουλειά που είχαμε μάθει κάπως και είχαμε αρχίσει να κάνουμε, αν όχι καλά, πάντως καλύτερα.

Η κυβέρνηση Χιθ θεωρούσε ως μία από τις προτεραιότητές της τη διαπραγμάτευση της ένταξης της Βρετανίας στην κοινή αγορά (στΜ εννοεί την ΕΟΚ-ΕΕ) και, κατά την ανάληψη των καθηκόντων της, επιδίωξε σθεναρά αυτή την πορεία. Φυσικά υπήρξε μια ισχυρή σοβινιστική αντίσταση οπαδών της «Μικρής Αγγλίας» από την Αριστερή πτέρυγα των Εργατικών γύρω από την εφημερίδα  Tribune και το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Η επιχειρηματολογία, ειδικά στα στόματα κάποιων ηγετών του ΚΚ, έγινε τόσο ανοιχτά ρατσιστική, που όσοι από εμάς εργάζονταν στα συνδικάτα, κάναμε το καλύτερο δυνατό για να το απαντάμε εντύπως και στις συζητήσεις. Εδώ βοηθιόμασταν από το γεγονός ότι, ακολουθώντας μια ντεφετιστική παρά  αντιπολιτευτική γραμμή, ακολουθούσαμε εδώ μια και καιρό εμπεδωμένη πολιτική των IS, η οποία συνοψιζόταν καλύτερα στο περιοδικό ISJ, Νο.11, 1962: «Από μόνη της η Κοινή Αγορά δεν μπορεί να μεταβάλει τον ταξικό συσχετισμό εναντίον μας, αλλά θα μπορούσε αν αναλωθούμε  στα επιχειρήματα υπέρ ή κατά, αντί να διασφαλίσουμε ότι οι εργαζόμενοι δεν θα πληρώσουν τις προετοιμασίες (στΜ για την ένταξη) ούτε θα υποφέρουν από τις συνέπειες στην απασχόληση, τους μισθούς ή τις τιμές.» Αυτό ήταν αποτέλεσμα συζητήσεων στους IS, που προέκυψαν από την (έπειτα εγκαταλειφθείσα) προσπάθεια των κυβερνήσεων Μακμίλαν να εντάξουν τη χώρα στην Αγορά, που κράτησε για ένα διάστημα ενώ μια μειοψηφία (στΜ εντός της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης) επιχειρηματολογούσε υπέρ της αντίθετης κατεύθυνσης.

Στις συνδιασκέψεις των IS του 1970 και του 1971, ο Πίτερ Σέντγκουικ υποστήριξε την σκληρή εναντίωση στην είσοδο στην ΕΟΚ, η παραδοσιακή γραμμή (στΜ του «ούτε μέσα ούτε έξω») επαναβεβαιώθηκε, ωστόσο, από μια ενωμένη ηγεσία που τάχθηκε εναντίον κατά οποιασδήποτε αλλαγής (στΜ στη γραμμή). Δεδομένου ότι η προοπτική ένταξης της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είχε πλέον σοβαρές πιθανότητες και μόλις κανά δυο εβδομάδες μετά την επιβεβαίωση της παραδοσιακής θέσης των IS στη συνδιάσκεψη, ο Κλιφ, παρακινούμενος από τον Κρις Χάρμαν, άρχισε να ανησυχεί για το πώς αυτό θα επηρέαζε τα μέλη μας στα συνδικάτα, που εκπροσωπούνταν στη Συνομοσπονδία TUC, το Εργατικό Κόμμα ή στα συνδικάτα τους, όταν θα αντιμετώπιζαν τη συναισθηματική εκστρατεία του μετώπου ΚΚ-Tribune και υπέβαλε ένα κείμενο στην Εθνική Επιτροπή ζητώντας αλλαγή της γραμμής.

Αυτό το ενδιαφέρον για τους συνδικαλιστές αγωνιστές των IS ήταν συγκινητικό αλλά άστοχο- οι έμπειροι συνδικαλιστές – όπως ο Τζίοφ Κάρλσον, Ρος Πρίτσαρντ και Τζιμ Χίγκινς- ανησυχούσαν για το ότι θα ντροπιάζονταν αν άλλαζαν ξαφνικά μια γραμμή που ακολουθούσαν για αρκετό καιρό. Ότι προέκυψε αυτό το ερώτημα ήταν δείγμα της απειρίας του Κλιφ και του Χάρμαν σε αυτά τα θέματα. Ότι η Εθνική Επιτροπή έπρεπε να εγκρίνει αυτή την αλλαγή γραμμής από τους Κλιφ και Χάρμαν, των οποίων η συνολική εμπειρία ως εργάτες ήταν όλη κι όλη οι 3 μέρες που δούλεψε ο Κλιφ ως οικοδόμος στην Παλαιστίνη, παρόλο που κι ο Χάρμαν κάποτε ίσως δούλεψε ως πωλητής εφημερίδων, ήταν επίσης δείγμα του πόση απειρία σε τέτοια θέματα είχε η Εθνική Επιτροπή.

Για να δικαιολογήσουν τη θέση τους, οι Κλιφ και Χάρμαν συνέταξαν ένα κείμενο το οποίο κατέληγε στο συμπέρασμα: “Στόχος μας στα συνδικαλιστικά συνέδρια και τα συναφή πρέπει να είναι να αγωνιστούμε για ψηφίσματα για να καταστήσουμε σαφές ότι είμαστε αντίθετοι τόσο στην κοινή αγορά όσο και απέναντι στον συγχυσμένο σωβινισμό των Tribune-KK κλπ. Ωστόσο, αν χάσουμε (στΜ αν δεν περάσει το ψήφισμά μας), τότε πρέπει να ψηφίζουμε με την πρόταση των Tribune-Σταλινικών για εναντίωση στην ένταξη (στην ΕΟΚ).”

Όπως απαντούσε εύλογα ένα κείμενο αρκετών μελών της Εθικής Επιτροπής  σε κάποιο Εσωτερικό Δελτίο: «Αυτό που πρέπει να είναι σαφές σε όποιον γνωρίζει οτιδήποτε σχετικά με τη διείσδυση που οι IS έχουν καταφέρει να επιτύχουν στο συνδικαλιστικό κίνημα είναι ότι η δυνατότητα μιας παρέμβασης με αρχές από μια ομάδα χωρίς αρχές είναι πρακτικά μηδενική». [1] Αφού ήταν αρκετά ανόητοι για να υποβάλουν την κριτική τους στο Εσωτερικό Δελτίο, οι αντίπαλοι της νέας γραμμής ανακάλυψαν ότι το κείμενό τους συνοδευόταν από την απάντηση του Κρις Χάρμαν από την περιοχή Τότεναμ. Όχι για πρώτη φορά, και σίγουρα όχι για τελευταία, ο Κλιφ είχε συνεννοηθεί με τον Κρις Χάρμαν, να ξεπροβάλει ο τελευταίος το κεφάλι του από το προπέτασμα,  να δει αν οι θόρυβοι που ακούγονταν συνιστούσαν πυροβολισμούς και αν ναι, αν (οι πυροβολισμοί) ήταν πραγματικά επικίνδυνοι. Υπό τον πιασάρικο τίτλο: ‘Ποια πρέπει να είναι η στάση των επαναστατών σε αυτή τη συγκυρία;’ ο Χάρμαν άρχιζε να φλυαρεί στο γνώριμο στυλ όλων των εσωτερικών δελτίων όλων των τελευταίων χρόνων.”l. Είμαστε ενάντια σε οτιδήποτε εξορθολογίζει ή ενισχύει τον καπιταλισμό σε μια εποχή που οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί επαρκώς για να κάνουν τον σοσιαλισμό μια αντικειμενική δυνατότητα … 2. Έχουμε στόχο την αποδυνάμωση των μηχανισμών με τους οποίους η άρχουσα τάξη ασκεί πολιτικο-ιδεολογικό έλεγχο … 3. Πρέπει να διατηρήσουμε εντελώς την ιδεολογική ανεξαρτησία μας σε ταξική βάση. Αυτό σημαίνει πλήρη αντίθεση σε όλα τα σοβινιστικά επιχειρήματα. Σημαίνει άρνηση κοινής καμπάνιας μαζί με όσους διαδίδουν τέτοια επιχειρήματα. Εάν μας προσεγγίσουν για κοινή καμπάνια (π.χ. το ΚΚ κατά τόπους) πρέπει να απαιτήσουμε ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε κοινή εκστρατεία να βασίζεται (η καμπάνια) στα αιτήματα της τάξης και στην απόρριψη όλης της συζήτησης περί «εθνικής ανεξαρτησίας».”

Το κείμενο συνέχιζε σε αυτό το πνεύμα και, πέρα από τις διαστρεβλώσεις του, ήταν χρήσιμο μόνο για να επιδείξει την πλήρη ​​άγνοια για το τι συνέβαινε στα συνδικαλιστικά συνέδρια, ιδιαίτερα με την πρόταση που υπονοούσε ότι το ΚΚ θα αισθανόταν τόσο μεγάλη έλλειψη σε συμμάχους που θα μας προσέγγιζε για ενιαίο μέτωπο απέναντι στην Κοινή Αγορά. Αλλά ας  υποθέσουμε ότι κάποιοι διεστραμμένοι σταλινικοί θα το έκαναν, πρέπει να πιστέψουμε επιπλέον ότι παρόλο που προτείναμε την απόρριψη όλων των σωβινιστικών επιχειρημάτων του ΚΚ για μια αντιπολίτευση που βασίζεται στην τάξη απέναντι στην καπιταλιστική εξορθολογικοποίηση, στο τέλος της μέρας θα ψηφίζαμε ένα απόλυτα προβληματικό ψήφισμα και ο φανταστικός σταλινικός θα υποκλινόταν μπροστά στην εκπληκτική δύναμη της διαλεκτικής μας και θα τροποποιούσε το δικό του ψήφισμα προς απόλυτη ικανοποίησή μας. Από την άλλη πλευρά ίσως να μας έλεγε «άντε και γαμήσου». Στην τελευταία ψηφοφορία της Εθνικής Επιτροπής, το μέτωπο Κλιφ-Χάρμαν πέτυχε άλλη φορά μια ισχνή πλειοψηφία, ενισχυμένη αυτή τη φορά με την ψήφο του Πολ Φουτ, του οποίου τα αδιαμφισβήτητα ταλέντα δυστυχώς δεν συνοδεύονταν από την αντοχή του εντέρου του στην πίεση του Κλιφ.

Η αναπτυσσόμενη μαχητικότητα στην εργατική τάξη και οι οργανωτικές αλλαγές στους IS συνοδεύτηκαν επίσης από εξελίξεις στους διαθέσιμους φυσικούς πόρους του Ομίλου. Με την δημιουργία ενός αγωνιστικού ταμείου και τη στήριξη σε μεγάλο βαθμό στα μέλη, ο Όμιλος ήταν σε θέση να αγοράσει ένα αξιοπρεπές τυπογραφικό μηχάνημα και γραφεία στην περιοχή Cotton’s Gardens, ακριβώς βγαίνοντας από την οδό Kingsland κοντά στην Εκκλησία Shoreditch, γραφεία που χρησίμευαν τόσο ως τυπογραφείο όσο και ως διοικητικό κέντρο. Ο Ρος Πρίτσαρντ ανέλαβε το τυπογραφικό μηχάνημα, ο Μάικλ Χάιμ  την κάμερα και τις πλάκες εκτύπωσης. Ο Ρότζερ Προτζ στην αρχισυνταξία, και το όνομα της εφημερίδας άλλαξε από «Χειρωνακτικός Εργάτης» σε «Σοσιαλιστής Εργάτης».

Η Diane Nair ανέλαβε διοικητική γραμματέας και ο Jim Nichol, μέλος της τοπικής του Νιούκασλ και υπάλληλος στην Εθνική Εταιρεία Ορυχείων, ανέλαβε τα βιβλία. Παρά την έλλειψη χώρου, σε λίγο καιρό εγκαταστάθηκε ένα άλλο εκδοτικό μηχάνημα από την Ανατολική Γερμανία. Είχε μια άγρια όψη, χοντροκομμένο και παλιό. Αυτό το μηχάνημα απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή από τον Ρος Πρίτσαρντ, μόνο κάποιος με τη δική του σοβαρή τεχνογνωσία μπορούσε να ασχοληθεί με τις εκκεντρικές του ιδιαιτερότητες και έτσι ο αδελφός του Τζίμι Νάιτσολ, ο Πωλ, ανέλαβε το άλλο τυποεκδοτικό μηχάνημα.

Λίγο αργότερα, ένας πλούσιος και εξαιρετικά αφοσιωμένος και γενναιόδωρος σύντροφος έκανε μια σημαντική δωρεά κι αγοράστηκαν μεγάλες εγκαταστάσεις στην περιοχή Oval, μεταξύ των Οδών Hackney και του Cambridge Heath. Εδώ σε μια πιο ευρύχωρη αίθουσα τύπου, ήταν δυνατό να τοποθετηθούν τα διάφορα τυπογραφικά μηχανήματα. Ο Όμιλος είχε αποκτήσει ένα ωραίο μικρό μέσο παραγωγής εισοδήματος. Σε αυτή τη συγκεκριμένη εξέλιξη ορισμένοι επικριτές, μεταξύ τους, η Joan Smith, εντοπίζουν το κεντρικό γεγονός για τον εκφυλισμό των IS. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα κέρδη από από εμπορικές εκτυπώσεις επιχορηγούσαν τις εκδόσεις του Ομίλου και πρόσφεραν τα χρήματα για να απασχολούνται μερικά επαγγελματικά στελέχη πλήρους απασχόλησης. Σε γενικές γραμμές, αλλά όχι πάντα, τα επαγγελματικά στελέχη πλήρους απασχόλησης ήταν άκριτα πιστά στο (ηγετικό) κέντρο και σε όποιον πρότεινε τον διορισμό τους, που ήταν συνήθως ο Κλιφ. Είναι επίσης γεγονός ότι τα κέρδη ήταν εν μέρει συνάρτηση των εξαιρετικά χαμηλών μισθών που καταβάλλονταν στους εργαζόμενους του τυπογραφείου και της παραβίασης ορισμένων κανόνων στα συνδικάτα.

Ωστόσο, από αυτό δεν απορρέει ότι οι σοσιαλιστές θα πρέπει να απαρνούνται οι ίδιοι τις ευκαιρίες να δημιουργήσουν ένα δίκτυο επαγγελματιών επαναστατών για να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα του έργου τους. Αν υποθέσουμε ότι όλο αυτό το πλεόνασμα μένει κατά κάποιον τρόπο αναξιόπιστο ή μιαρό και ότι η κατοχή του θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε ένα αυταρχικό καθεστώς που εποπτεύεται από διοπτροφόρους γραφειοκράτες, τότε φοβάμαι ότι πρέπει επίσης να παραδεχτούμε την αλήθεια του προπατορικού αμαρτήματος και να αρχίσουμε να τα βρίσκουμε με τον Παντοδύναμο. Σε διαφορετικές, πιο ευνοϊκές συνθήκες, εγώ θα πρότεινα να επαγγελματοποιηθούν στελέχη του διαμετρήματος των Granville Williams και Στιβ Τζέφρις. Θα πρότεινα επίσης επαγγελματοποίηση του Κρις Χάρμαν, υπό την προϋπόθεση ότι θα είχε πρώτα δουλέψει (στΜ εκτός κόμματος) για τουλάχιστον πέντε χρόνια για να βγάζει το ψωμί του. Όσον αφορά τον Κλιφ, είναι βέβαιο ότι επαγγελματίας ή όχι θα ήθελε πάντα να περνάει το δικό του και θα έκανε τα πάντα για να το πετύχει. Μου είπαν ότι ο Πίτερ Τάαφε του Militant, όταν ξεφορτώθηκαν τελικά τον Τεντ Γκραντ, έβγαλε μια τόσο ειλικρινή ανακούφιση, που ακόμη και οι άνθρωποι που τον ήξεραν καλά τον λυπήθηκαν.

Ο Ντάνκαν Χάλας έγινε επίσης επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης ως Εθνικός Γραμματέας, μια δουλειά που δεν υπήρχε πριν. Με την έννοια ότι ήταν άνθρωπος με υψηλό βαθμό πολιτικής γνώσης και σκέψης, την ικανότητα να μιλάει καλά και να γράφει απλά αλλά όσο καλά μιλούσε, ήταν μια καλή επιλογή. Ως άνθρωπος για την ηγεσία και την παρακολούθηση του έργου των τοπικών οργανώσεων, λιγότερο καλός. Παρ ‘όλα αυτά, προσέφερε θετικά. Πολύ πιο αμφίβολη μακροπρόθεσμη αξία είχε ο διορισμός (στΜ επαγγελματοποίηση) του Ρότζερ Ρόουζγουελ ως Υπεύθυνου του Βιομηχανικού Τομέα, έπειτα από  προτροπή του Κλιφ.

O Ρόοζγουελ στρατολογήθηκε στο Kingston στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από τους Mick Teague και John Palmer. (Γι αυτό έχουν ζητήσει πολλές φορές συγγνώμη, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι η μετάνοια δεν είναι αρκετή και πρέπει  να συνεχίσω να τους το κοπανάω.) Ήταν μέλος της Νεολαίας Κομμουνιστών και στη συνέχεια της Νεολαίας των Εργατικών και μέλος ενός πολύ μικρού συνδικάτου, του Σωματείου Μηχανικών στο Μέταλλο, νομίζω. Το πιο αξιοσημείωτο γι ‘αυτόν ήταν η αυτοπεποίθησή του: παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ κοντός και μικροκαμωμένος και, παρόλο που είχε φαλάκρα από μικρός, περπατούσε σαν τη διασταύρωση Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ.  Για να ξεχωρίζει ανάμεσα στα μέλη που ντύνονταν συνηθισμένα, φορούσε ριγέ κοστούμια με καρφίτσα και γιλέκο. Στην Cotton’s Gardens μπορεί κανείς να τον βρίσκει πού και πού να παρουσιάζει κάποιο είδος πολεμικής τέχνης με θορυβώδη και θεατρικό τρόπο.

Προς ακριβή μίμηση του Τζέρι Χίλι, το στυλ του οποίου θαύμαζε πολύ, μιλούσε τοποθετώντας τους αντίχειρες του πίσω από τις κόκκινες τιράντες του. Αυτός ο θαυμασμός για τον Χίλι, τον οποίο δεν γνώριζε καθόλου – και σίγουρα ο Χίλι τον έτρωγε για πρωινό – ήταν ένα κομμάτι του δικού του «κακέκτυπου μπολσεβικισμού». Αυτή η εικόνα του σκληρού ανθρώπου που παρουσίασε στον κόσμο ήταν ένα προπέτασμα καπνού ενός συνεσταλμένου συντρόφου, δεδομένης της νωθρότητας και της δειλίας του.

Η καλύτερη περίοδος της πολιτικής δουλειάς του στα εργοστάσια ήταν όταν συνεργάστηκε σε κάποιες συνελεύσεις με την Bernadette Devlin, η οποία ήταν εκείνη την εποχή κοντά στους IS. Η Bernadette, η οποία διέθετε όλες τις ιδιότητες που έλειπαν στον Ρόουζγουελ, συμπεριλαμβανομένης της σεμνότητας, ήταν αυτή που συσπείρωνε τις μάζες και έβγαζε τους σημαντικούς λόγους, όσο ο Ρόουζγουελ συνεισέφερε στη δημαγωγία με τα δάχτυλα στις τιράντες. Ο Ρότζερ μιλούσε, θαρρούσε κανείς αν τον άκουγε λίγο, σαν οι εκατοντάδες που παραβρίσκονταν να είχαν έρθει για να ακούσουν και σαν να μην μπορούσαν να χορτάσουν τον άνδρα με τις κόκκινες τιράντες και την ενοχλητική ρητορική.

Εάν ένιωθε ότι δεν είναι αγαπητός, κάτι που μάλλον γινόταν συχνά, κατέφευγε σε κάποιο επαρχιακό καταφύγιο να λουφάξει. Όταν ήταν πολύ αναστατωμένος και δεν ήξερε πως να το διαχειριστεί,  πήγαινε να μείνει στον Κλιφ. Μαζί μπορούσαν να παρακολουθήσουν παιδικά στην τηλεόραση, ίσως να προλάβουν το «Μπλου Πίτερ», μήπως έπαιρναν καμιά ιδέα για το πώς χτίζεται το επαναστατικό κόμμα με τουβλάκια, ένα μπωλ, ένα μπουκαλάκι κι ένα παλιό παντελόνι. Μια φορά ήμουν προσκεκλημένος του Κλιφ για να μιλήσω στον συντετριμμένο Ρόουζγουελ.  Έκλαιγε και έλεγε  ότι είναι δυστυχισμένος, αποτυχημένος και άχρηστος και ότι ήθελε να πάει στο Ισραήλ και να ζήσει σε ένα κιμπούτς. Ίσως μέσα σε κάθε σκληρό άντρα κρύβεται ένας Ρότζερ Ρόουζγουελ που πασχίζει να βγει. Αν και έπειτα το μετάνιωσα, προσπάθησα να τον πείσω ότι όλα αυτά είναι βλακείες.  Σε μια άλλη περίπτωση, πήγε στο Teesside, όπου γινόταν η πρώτη απεργία στα χαλυβουργεία από τον καιρό της Γενικής Απεργίας (στΜ εννοεί του 1926). Ένας από τους ηγέτες της απεργίας ήταν ο Άρθουρ Άφλεκ, ένας πολύ εντυπωσιακός αγωνιστής και μέλος της Εθνικής Επιτροπής των IS. Οργανώθηκε μια συνάντηση με ομιλητή τον Ρόουζγουελ, για να στηρίξει την πολιτική δουλειά του Άρθουρ. Δεν εμφανίστηκε, με τη δικαιολογία ήθελε να δει την ταινία Maltese Falcon στην τηλεόραση. Τέτοιος άρχοντας άνθρωπος ήταν.

Για κάποιον παράξενο λόγο που μου διαφεύγει, ο Κλιφ προστάτευε τον Ρότζερ από τις συνέπειες της παράλειψης των καθηκόντων του. Κάποια στιγμή, πιστεύοντας ότι θα του έκανε καλό, πρότεινε τουλάχιστον σε μια συντρόφισσα να τον παντρευτεί.  Αυτό το ενδιαφέρον για τον Ρόουζγουελ, που έφτασε μέχρι το προξενιό για γάμο, δεν είχε προηγούμενο και ο Ρότζερ, αφού ήταν ο Ρότζερ, δεν του το ανταπέδωσε. Αφού παραιτήθηκε από τη θέση του Υπεύθυνου Βιομηχανικού Τομέα, ανέλαβε για κάποιο διάστημα υπεύθυνος του Λίβερπουλ. Εδώ, σε συνεργασία με τον Αντρέας Ναλιάτι, καθώς χρειάζονταν πάντα κάποιον να προσφέρει το μυαλό, έδρασε ως το βρετανικό τμήμα της ιταλικής υπο-μαοϊκής οργάνωσης Avanguardia Operaia.

Αφού εγκατέλειψε τους IS, πήγε στο Ruskin και στη συνέχεια στην Οξφόρδη και, αφού απέκτησε το πτυχίο του, συνεργάστηκε στενά με τον Frank Chapple, τον ακροδεξιό γενικό γραμματέα του συνδικάτου ETU. Έγραψε επίσης ένα άρθρο για τους IS στην εφημερίδα Daily Mail, όπου ισχυριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι ο Κλιφ του απαγόρευσε να παντρευτεί τη γυναίκα της επιλογής του. Από την άκρα δεξιά πτέρυγα των Εργατικών πέρασε στο SDP των Jenkins-Owen. Αυτή η κίνηση, ωστόσο, δεν είχε μέλλον και το λογικό επόμενο βήμα ήταν οι Συντηρητικοί. Εδώ συνάντησε την Λαίδη  Porter, τη μυστήρια τύπισσα που διοικούσε τον δήμο του Westminster ως κλάδο του ποινικού συστήματος. Με μεγάλη μυστικότητα, αν και όχι και τόσο μυστικά, ο Ρόουζγουελ διορίστηκε σε ένα ανώνυμο γραφείο στα γραφεία του Δήμου του Westminster, για να την βοηθά να δολοπλοκεί και να μηχανορραφεί προς όφελος των Τόρις μέτρα για την εξαθλίωση των φτωχών και των αστέγων, όλα με έξοδα των φορολογούμενων. Ένα πόστο που συμβόλιζε  καταλλήλως μια χαμένη και άχρηστη καριέρα.

Ο Ρόουζγουελ, φυσικά, δε συμμετείχε στην πολιτική δουλειά των IS στην Ιρλανδία. Εκεί κυρίως συμμετείχαν οι John Palmer,  Jimmy Greeley, Brian Trench, Paddy Prenderville και Paul Gillespie. Έτσι ένας αριθμός μελών της Λαϊκής Δημοκρατίας (στΜ οργάνωση της Ιρλανδίας) μπήκαν στους IS, μεταξύ των οποίων ο Michael Farrell και ο Eamonn McCann: με τη σειρά τους μας έφεραν σε επαφή με την Benadette Devlin πριν εκλεγεί βουλευτής. Ήταν αρκετά φυσιολογικό το γεγονός ότι συνεργαζόταν στενά με τους IS την περίοδο που μπούκαρε στη Βουλή και έριξε καρπαζιά στον Ρέτζι Μάουντλινγκ (στΜ δεξιός πολιτικός). Μέσω αυτής της συνεργασίας, η Bernadette συσπείρωνε ακροατήρια και οι IS παρείχαν την οργανωτικότητα και τους ανθρώπους για την οργάνωση των εκδηλώσεων. Αυτές ήταν οι μεγαλύτερες εκδηλώσεις που οργάνωσαν οι IS, είτε πριν είτε μετά. Η συγκέντρωση στο Dagenham συσπείρωσε 4.000 ανθρώπους, με εκατοντάδες άτομα που δεν μπόρεσαν να μπουν, και είχε στο πάνελ επίσης τους Eamonn McCann, John Palmer και Terry Barrett. Μια παρόμοια συγκέντρωση έκανε φίσκα το Δημαρχείο του Γουίμπλεντον.

Παρά την επιτυχία αυτών των μεγάλων εκδηλώσεων, οι IS δεν κατόρθωσαν να χτίσουν οργανώσεις στους έξι δήμους, παρόλο που ο Brian Trench και ο Paul Gillespie κατάφεραν να δημιουργήσουν το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κίνημα των Εργατών, που ακολουθούσε σε μεγάλο βαθμό τη γραμμή των IS. Μέσω των εντύπων τους, μέσω δημόσιων εκδηλώσεων και εσωτερικής εκπαίδευσης των μελών, οι IS βοήθησαν τη βρετανική αριστερά στο να αποκτήσει σαφέστερη κατανόηση του ιρλανδικού αγώνα. Σίγουρα απέφυγε τα περί “αριστερής ομοσπονδιοποίησης” του Militant και την πολιτική ουράς στον ΙRA του IMG. Οι IS έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις καμπάνιες κατά των φυλακίσεων (στΜ προφανώς εννοεί τις φυλακίσεις μελών του ΙRA).

Μια από τις πιο αμφιλεγόμενες στάσεις του Ομίλου ήταν η άρνησή του να συμμετέχει στην απαίτηση για άμεση αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων, όταν κουβαλήθηκαν εξαιτίας των πογκρόμ στην οδό Falls και  Derry, προς εμφανή ανακούφιση του καθολικού πληθυσμού που  αρχικά προστάτευαν. Αυτή η συγκεκριμένη στάση των IS ήταν ένα από τα θέματα στα οποία άσκησε δριμύτατη κριτική ο Εργατικός Αγώνας. Κάποιος ίσως θα τους είχε πάρει λίγο περισσότερο στα σοβαρά αν ο Σον Ματγκάμνα, σε ένα συνέδριο των IS, δεν κυκλοφορούσε σε φωτοτυπία έναν χάρτη από τον Economist, που απεικόνιζε την τοπογραφία των διαφόρων θρησκευτικών τμημάτων του πληθυσμού (στΜ στην Ιρλανδία). Αυτή η κατανομή, σύμφωνα με τον Σον, έδειχνε πώς μπορούν να διευκολυνθούν οι ανταλλαγές πληθυσμού και εδαφών μεταξύ Βορρά και Νότου και έτσι να ξεπεραστούν οι θρησκευτικές δυσκολίες. Σήμερα συνειδητοποιώ ότι η πολιτική του για το Ιρλανδικό ζήτημα προϋπέθετε μια νέα διχοτόμηση.

Παρόλο που ο Όμιλος γνώριζε τις αδυναμίες του εν όψει των ριζοσπαστικών εξελίξεων που προέβλεπε και ανέμενε με βεβαιότητα, οι IS φάνηκαν να είναι οι πλέον ικανοί να επωφεληθούν από αυτές τις αλλαγές. Όποια και αν ήταν τα μειονεκτήματά του, οι IS πλέον θεωρούσαν τον εαυτό τους ως τον πυρήνα του επαναστατικού κόμματος. Εδώ χρειάζεται μια διευκρίνιση, διότι οι IS δεν το αντιλαμβάνονταν με τον τρόπο που το αντιλαμβάνονταν πολλές μεσσιανικές σέχτες, ως «κόμμα σε μινιατούρα», ακολουθώντας την αθάνατη φράση του Σάχτμαν: «το πολύ μικρό μαζικό επαναστατικό κόμμα». Υπήρχαν εξελίξεις που δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε ότι  επέβαλαν τις απαραίτητες αλλαγές στην οργάνωση. Ιδιαίτερα καλά διαπιστώσαμε ότι ένα επαναστατικό κόμμα είναι αυτό που οργανώνει σημαντικό αριθμό εργαζομένων. Είναι αυτό που μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα και να αρχίσει να ορίζει την ατζέντα της εργατικής τάξης. Για παράδειγμα, ότι εάν και όταν καλείται μια γενική απεργία μιας ημέρας, (στΜ μέσω της δράσης του κόμματος) ούτε τα μέλη ούτε οι εργαζόμενοι θα πάνε να εργαστούν εκείνη την ημέρα. Υπήρχε πολύς δρόμος πριν φτάσουμε εκεί, αλλά εν τω μεταξύ η οργάνωση θα μπορούσε να μάθει να οργανώνει καμπάνιες και να αναπτύσσει τις δυνάμεις της στη βιομηχανία.

 

Σημειώσεις

  1. Η Κοινή Αγορά και ο ΙSG, των σ. Ναλιάτι, Φουτ, Χίγκινς, Πρίτσαρντ, Έντουαρντς, Κάρλσον.

 

 




Κεφάλαιο 9: To 1968, η στροφή των IS στον συγκεντρωτισμό και οι πρώτες φραξιονιστικές διαμάχες

Πηγή: https://www.marxists.org/archive/higgins/1997/locust/

κεφάλαιο 9 του βιβλίου του Τζιμ Χίγκινς “More Υears for the Locust-The origins of SWP” («Κι άλλα χρόνια για την ακρίδα-η καταγωγή του SWP»). Mετάφραση Αλέξης Λιοσάτος.

Κεφάλαιο 9

“Δεν μπορούμε να ξαναζωντανέψουμε τις παλιές φατρίες, δεν μπορούμε να επιδιορθώσουμε τις παλιές πολιτικές ή να ακολουθήσουμε τους ήχους του πανάρχαιου τυμπάνου.”

Τ.Σ. Έλιοτ, Gerontion

(στΜ στα αγγλικά η λέξη «faction»=φατρία σημαίνει και «φράξια»)

Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1960, δεν υπήρχαν μόνο οι κατακερματισμένοι μεν αναπτυσσόμενοι δε αγώνες στη βιομηχανία, αλλά υπήρχαν επίσης και (κινήματα όπως) το CND, η επιτροπή αλληλεγγύης στο Βιετνάμ (VSC) και η μικρότερη καμπάνια κατά των φυλετικών διακρίσεων (CARD): σε όλα αυτά οι ΙS πήραν μέρος. Αυτά ήταν καμπάνιες που κέντρισαν τον ενθουσιασμό και τον ιδεαλισμό των καλύτερων μιας γενιάς, και κυρίως εκείνους τους πιο ιδεαλιστές και ενθουσιώδεις ανθρώπους, τους φοιτητές. Αυτό που ενθουσίαζε ιδιαίτερα ήταν το γεγονός ότι  το 1967 οι Βιετ Κόνγκ προέλαυναν. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός έφθασε στο σημείο να σπάσει τα μούτρα του όπως ακριβώς θα τα έσπαγε στη συνέχεια ο ρωσικός ιμπεριαλισμός στο Αφγανιστάν.

Η χρονιά 1968 εμπεριέκλειε αρκετό ενθουσιασμό και δράσεις για να δοκιμάσει τις αντοχές ενός μαζικού κόμματος, πόσο μάλλον μιας ομάδας περίπου 500 μελών. Στο εξωτερικό, υπήρχε η επίθεση του Τετ, τα γεγονότα του Μαΐου στη Γαλλία, η «βελούδινη» επανάσταση του Ντούμπτσεκ στην Τσεχοσλοβακία και στο εσωτερικό η ρατσιστική ομιλία του Ένοχ Πάουελ, με τους λιμενεργάτες να διαδηλώνουν προς υποστήριξή του. Τον Οκτώβριο σημειώθηκε η τεράστια διαδήλωση του VSC, με περισσότερους από 100.000 στο δρόμο. Πάνω από όλα υπήρχαν καταλήψεις και καθιστικές διαμαρτυρίες σε πανεπιστημιουπόλεις σε όλη τη Βρετανία. Οι IS είχαν ήδη έναν αριθμό φοιτητών και έτσι συμμετείχαν θέλοντας και μη στους αγώνες αυτούς. Επρόκειτο για τη βρετανική εκδοχή μιας πλατιάς  πανευρωπαϊκής φοιτητικής εξέγερσης που αντανακλούσε μια σειρά κοινωνιολογικών αλλαγών στα πανεπιστήμια ως απάντηση στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις του καπιταλισμού. Αυτοί οι φοιτητές δεν συμβιβάζονταν με τον τυπικό χαρακτηρισμό τους ως υπερβολικά προνομιούχοι φαφλατάδες βλαμμένοι που έχουν όρεξη να τρέχουν στις γενικές απεργίες, ούτε τρελαίνονταν στην ιδέα να παριστάνουν τους αποστόλους και δουλέψουν για λογαριασμό της KGB. Αυτά ανήκαν στο παρελθόν. Οι σταλινικοί δεν ήταν πλέον πολύ ελκυστικοί και τα πανεπιστήμια στέγαζαν ένα πολύ υψηλότερο ανθρώπων που προέρχονται από την εργατική τάξη από ό,τι μπορούσε να καυχηθεί η οποιαδήποτε επαναστατική ομάδα. Τα πανεπιστήμια πλέον δεν προορίζονταν για να παράγουν διοικητικά στελέχη μιας νεκρής αυτοκρατορίας ή να υπηρετούν στα υψηλότερα κλιμάκια των δημοσίων και δημοτικών υπηρεσιών. Χρειάζονταν πλέον πτυχιούχοι σε μεγάλους αριθμούς για να καλύψουν τις ανάγκες μιας κατά πολύ πιο εκτεταμένης και πιο περίπλοκης καπιταλιστικής μηχανής. Οι δράσεις των φοιτητών ήταν η απεργία και η καθιστική διαμαρτυρία, όπως ακριβώς και των μαχητικών συνδικαλιστών. Αν διέθεταν μια επιπλέον θεατρικότητα, αυτό ήταν απόρροια της νεανικής ηλικίας και προσέθετε σε ψυχαγωγική αξία.

Αυτή ήταν η πρώτη γενιά φοιτητών που επηρεάστηκε πραγματικά από τις επαναστατικές ιδέες και μια μειοψηφία τους μάλιστα με μεγάλη ευχαρίστηση. Από εκείνους που συμμετείχαν σε επαναστατικές οργανώσεις, η πλειοψηφία εντάχθηκε στους IS, με την IMG και τις υπόλοιπες οργανώσεις να ακολουθούν. Φυσικά οι περισσότεροι φοιτητές δεν εντάχθηκαν κάπου και πολλοί από όσους το έκαναν σήμερα έχουν προχωρήσει, πάντως το ποσοστό ανανέωσης (στΜ των οργανώσεων) ήταν εξαιρετικά χαμηλό. Το 1968 ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη ριζοσπαστικοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων του «λευκού γιακά» στη δεκαετία του 1970 (στΜ white collar είναι έκφραση των βρετανών για την εργατική τάξη που δουλεύει σε υπηρεσίες και γραφεία και όχι στα εργοστάσια-τους τελευταίους τους αποκαλούν εργάτ(ρι)ες  με«blue collar-μπλε γιακά»). Είναι επίσης γεγονός ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σήμερα είναι πολύ λιγότερο συντηρητικά και αντιδραστικά απ ‘ό, τι θα ήταν χωρίς τη δημιουργική συμβολή των ανθρώπων του ’68. Μεταξύ εκείνων που εντάχθηκαν την εποχή εκείνη στους IS ήταν ο Christopher Hitchens, ο James Fenton, ο Martin Shaw, ο Ruth Nelson και ο Στιβ Τζέφρις, ένας από τους καλύτερους οργανωτικούς υπεύθυνους των IS.

Τα γεγονότα του Μαΐου στη Γαλλία συνέβαλαν απείρως στον ενθουσιασμό της εποχής. Ο Κλιφ κι ο Ίαν Μπέρτσαλ, στο σχετικό βιβλιαράκι τους, είπαν περίπου ότι αυτό που έλειπε από τη γαλλική σκηνή για να νικήσει η επανάσταση ήταν μόνο ένα μπολσεβίκικο κόμμα. Στην πραγματικότητα, στη Γαλλία, όπως και τις περισσότερες άλλες χώρες της Δύσης, υπήρχε πληθώρα οργανώσεων που διεκδικούσαν τον τίτλο του “μπολσεβίκικου σωτήρα”, αλλά το γεγονός ότι δεν έμοιασαν στο πρωτότυπο πραγματικά έθετε με αρκετούς τρόπους το ζήτημα «γιατί όχι;», ένα ζήτημα που δυστυχώς οι Κλιφ και Μπέρτσαλ δεν απάντησαν.

Σε αυτή τη μάλλον υπερθερμανθείσα ατμόσφαιρα, ιδιαίτερα σοκαρισμένος από την στήριξη των λιμενεργατών στον Πάουελ, ο Κλιφ απεύθυνε πετυχημένο κάλεσμα για ενωτική καμπάνια της Αριστεράς ενάντια στην άμεση απειλή του φασισμού. Το «κενό στα Αριστερά», που είναι αυτό που  χαρακτήριζε την περίοδο κατά τον Κλιφ, δεν μπορούσε να συσκοτίσει το γεγονός ότι επιστρέφαμε στην παλιά τροτσκιστική διατύπωση: «η κρίση της εργατικής τάξης είναι η κρίση της ηγεσίας». Η ενωτική καμπάνια αναπόφευκτα χρειαζόταν να συνοδεύεται από τη συγχώνευση ορισμένων οργανώσεων. Η πολιτική βάση για ενότητα, που οι IS πρότειναν, ήταν:

  1. Αντιπολίτευση σε όλες τις οργανώσεις και πολιτικές της άρχουσας τάξης.
  2. Για τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή και το εργατικό κράτος.
  3. Ασυμβίβαστη αντιπολίτευση σε όλες τις μορφές ρατσισμού και σε όλους τους μεταναστευτικούς ελέγχους.

Είναι σαφές ότι η βάση για ενότητα ήταν τόσο ευρεία ώστε να συμπεριλαμβάνει οποιονδήποτε στα αριστερά του ΚΚ, που πιθανότατα θα κλωτσούσε στη διατύπωση για “εργατικό έλεγχο”. Αν και το κάλεσμα απευθύνθηκε σε όλες τις αριστερές ομάδες, στην πραγματικότητα απευθυνόταν στον IMG. [1] Η RSL παρέμενε εγκλωβισμένη στο Εργατικό Κόμμα, η SLL ήταν απόλυτα εχθρική (στΜ απέναντι στους IS) και η Αλληλεγγύη ήταν απασχολημένη προσπαθώντας να τσιμπολογήσει από την αριστερή πτέρυγα των IS. Το IMG ασχολιόταν σοβαρά με τη δουλειά στους φοιτητές, ο γκουρού της Ενωμένης Γραμματείας της 4ης Διεθνούς (ΕΓΤΔ) Μαντέλ αναθεωρούσε τον μαρξισμό για να χωρέσει τις «εστίες» και τις «κόκκινες βάσεις» στα κολέγια και τα μέλη των IS και IMG δουλεύανε καλά μαζί. Στην Επιτροπή Αλληλεγγύης του Βιετνάμ, ο IMG παρείχε τα επαγγελματικά στελέχη του πλήρους απασχόλησης και οι IS πολλά μέλη της βάσης τους για την οργάνωση των διαδηλώσεων. Ο IMG, ωστόσο, δεν δέχτηκε. Ήταν μικρότερη οργάνωση από το μισό των  IS, είχε μόνο δυο χρόνια ζωής και πρόσφατα είχε πάρει το χρίσμα του επίσημου βρετανικού τμήματος της ΕΓΤΔ. Στο κάτω-κάτω, γιατί να θέλει κάποιος να είναι λίγο πιο αποτελεσματικός στη Βρετανία, όταν μπορεί να κορδώνεται φορώντας ένα μπλουζάκι με τη λεζάντα  “Παγκόσμιο Κόμμα Μπολσεβικισμού” στο στήθος. Η ενωτική καμπάνια που θα αποδεικνυόταν αποτυχία, μετατράπηκε την τελευταία στιγμή σε μια πλήρη καταστροφή. Η ομάδα του Σον Ματγκάμνα «Εργατικός Αγώνας», δήλωσε «ναι» (στη συγχώνευση-ενοποίηση στΜ). Αυτή ήταν μια μικροσκοπική ομάδα με μια χούφτα μέλη στο Μάντσεστερ και λίγους ακόμα σε 2-3 άλλες πόλεις. Είχαν εκδιωχθεί από την ομάδα του Χίλι, αλλά αυτό δεν ήταν κακό, έτσι το σκέφτηκε ο Κλιφ, και, τώρα που το σκέφτομαι, έτσι το σκέφτηκα και εγώ. Ο μύθος έλεγε ότι ο Σον, ο οποίος ήταν λίγο κουφός, αναγκάστηκε να βγάλει το ακουστικό βαρυκοηίας του για να του ανακοινώσει ο Χίλι ότι τον διαγράφει, υπό τον φόβο το ακουστικό μπορεί να περιέχει σύστημα παρακολούθησης. Σαν να ήθελε να αποδείξει ότι αυτή η διαγραφή δεν ήταν τυχαία, ο Σον και οι σύντροφοί του εντάχθηκαν στην RSL, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν ότι θα ξαναδιαγραφούν. Η RSL επέτρεψε στον Σον να φοράει το ακουστικό βαρυκοηίας τ0υ, αλλά τον διέγραψε εξίσου. Τώρα εντασσόταν στους IS. Αφού καταρχάς σύναψε φιλικές σχέσεις με τον Κόλιν Μπάρκερ, ο οποίος ζούσε στο Μάντσεστερ, ο Σον συναντήθηκε με τον Κλιφ και οι δύο τους, χωρίς να ρωτήσουν άλλον, κανόνισαν την ένταξη του «Εργατικού Αγώνα» στους IS. Η αποδοχή του Εργατικού Αγώνα έγινε ουσιαστικά για να αποκτήσει (ο Κλιφ) έναν σύμμαχο στη μετάβαση προς τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και για να βοηθήσει τον Κόλιν Μπάρκερ στο Μάντσεστερ, όπου η πλειοψηφία της κλαδικής οργάνωσης έκλινε προς την ελευθεριακότητα. Στην πράξη ο Ματγκάμνα δεν βοήθησε σε κανέναν από αυτούς τους στόχους, βοήθησε ωστόσο τον εαυτό του στο να κερδίσει μερικά μέλη.

Αυτό δεν ήταν δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, δεν ήταν δημοκρατικό και σίγουρα έθετε υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της «διαισθητικής μύτης» του Κλιφ. Το πρώτο πράγμα για το οποίο ενημερώθηκαν τα μέλη των IS (σχετικά με το θέμα) ήταν ότι είχαμε αποκτήσει μια πλήρως οργανωμένη φράξια, η οποία τώρα λειτουργούσε υπό το λάβαρο της “Τροτσκιστικής Τάσης” (ΤΤ). Ο Κλιφ θα ήθελε να διώξει την TT με την ίδια αμελή ευκολία που τους είχε φέρει μέσα. Δυστυχώς, είχε μόλις κατοχυρώσει τα δικαιώματα των των φραξιών στη δική του εκδοχή δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και οι ενωτικές προτάσεις του δεν περιελάμβαναν στα προαπαιτούμενα συμφωνία για το αν η Ρωσία είναι «εργατικό κράτος», άποψη στην οποία ο Σον παρέμεινε φανατικά προσκολλημένος για αρκετά χρόνια, μέχρι που  στη δεκαετία του 1980 ξαφνικά υπέκυψε στη σκονισμένη γοητεία του γραφειοκρατικού κολεκτιβισμού. Αυτό είναι, εκ πρώτης όψεως, μια απίθανη αλλαγή στάσης, δεδομένου ότι ο γραφειοκρατικός κολεκτιβισμός υπήρχε ως άποψη για πάνω από 40 χρόνια, χωρίς καμία ανταπόκριση από τον Σον. Στην πραγματικότητα το μεγάλο είδωλο του Σον ήταν τότε ο Τζέιμς Π Κάνον, ίσως ο πιο φανατικός αντίπαλος του γραφειοκρατικού κολεκτιβισμού και του κύριου θεωρητικού του Μαξ Σάχτμαν. Υπάρχουν και κάποιοι, κακοπροαίρετοι ίσως, που πιστεύουν ότι ο Σον υπέκυψε σε ένα είδος σοσιαλιστικού καταναλωτισμού. Γιατί μπορεί να υπάρχουν όλα τα είδη των οπαδών του εκφυλισμένου εργατικού κράτους  και αρκετά είδη οπαδών του κρατικού καπιταλισμού του Κλιφ, αλλά πέρα από μερικούς ηλικιωμένους Σαχτμανικούς στις ΗΠΑ, οι γραφειοκρατικοί κολεκτιβιστές είναι τόσο σπάνιοι όσο τα πατατάκια με μπέικον σε εβραϊκή θρησκευτική τελετή.

Τα επόμενα τρία χρόνια με την Τροτσκιστική Τάση δεν έμοιαζαν καθόλου με αυτό το σπουδαίο πανεπιστήμιο της ζωής, όπου η δουλειά μπορεί να είναι δύσκολη αλλά η εμπειρία έχει μεγάλη εκπαιδευτική αξία. Υπήρχε υποκρισία, πολλές δολοπλοκίες και καμία πλευρά δεν βγήκε σοβαρά κερδισμένη, αν και ο Εργατικός Αγώνας βγήκε με περισσότερα μέλη από όσα μπήκε, κάτι που ήταν καλό γι αυτούς, καθώς είχαν εξαντλήσει όλες τις ομάδες στις οποίες μπορούσαν να ενταχθούν, οπότε έπρεπε να λειτουργήσουν ανεξάρτητα. Θα τους συναντήσουμε και πάλι αργότερα σε αυτή την αφήγηση.

Ήταν περίπου τότε που ο Ντάνκαν Χάλας, που δίδασκε στο Γουέιντσγουορθ, επανήλθε στον όμιλο (των IS). Τo 14χρονο διάλειμμα για να αφοσιωθεί στη μελέτη ήταν σαν να μην έγινε ποτέ καθώς μπήκε στην οργάνωση για τα καλά κι έγινε σχεδόν αμέσως τμήμα της ηγεσίας της. Με την πλατιά συνδικαλιστική και την ακόμα μεγαλύτερη πολιτική  του πείρα έδωσε βαρύτητα στις συζητήσεις της Πολιτικής Επιτροπής, σε μια περίοδο που τέτοια προσόντα είχαν ιδιαίτερη ζήτηση. Εάν και υποστήριζε σθεναρά τη θεωρία και την πολιτική της ομάδας, δεν γοητευόταν πάντα τόσο από τις βεβιασμένες κινήσεις του Κλιφ και την αδυναμία του να λειτουργεί ως μέρος συλλογικότητας. Πολλοί από εμάς το θεωρούσαμε ως ένα εξαιρετικό επιπρόσθετο προσόν για την παρουσία του στην ηγετική επιτροπή. Στο τέλος της ημέρας μπορεί να αποδεικνυόταν πολύ πιο αδύναμος από όσο  υποθέταμε (στΜ απέναντι στον Κλιφ), αλλά εν τω μεταξύ, εάν ήθελες να μάθεις κάτι ψαγμένο, όπως ο πραγματικός λόγος για τη διαμάχη μεταξύ Κρεπό και Μπλαϊμπτρό στο γαλλικό τμήμα της 4ης Διεθνούς το 1946, ο Ντάνκαν ήταν ο άνθρωπος που θα σου απαντούσε με κάθε λεπτομέρεια. Όχι μόνο για τους επίσημους αλλά και για τους πραγματικούς λόγους της διαμάχης.

Μέχρι το 1968, ο Όμιλος των IS ήταν μετριόφρων στην αυτοαξιολόγησή του και προετοιμαζόταν υπομονετικά για έναν μακροχρόνιο αγώνα δρόμου. Τώρα μια σειρά γεγονότα συνέπεσαν που έδειχναν ότι μαζικές και ενδεχομένως επαναστατικές ενέργειες ήταν εφικτές στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων εκτίμησης, είναι εύκολο να δούμε ότι αυτό ήταν μια αρκετά σοβαρή υπερβολή. Ακόμη και αν υπήρχε ένα κόμμα, με τις άσπιλες οργανωτικές αρχές των μπολσεβίκων, δεν υπήρξε καμία επανάσταση το 1968.

Παρ’ όλα αυτά, από το εν λόγω συναρπαστικό έτος, ο Κλιφ αποφάσισε ότι η χαλαρή ομοσπονδιακή διάρθρωση της οργάνωσης αποτελούσε εμπόδιο στην περαιτέρω επέκταση του Ομίλου. Μέχρι να τεθούν σε εφαρμογή οι αλλαγές του Κλιφ, οι IS λειτουργούσαν με βάση το ότι η Εκτελεστική Επιτροπή (ΕΕ)  απαρτίζεται από έναν εκπρόσωπο από κάθε κλαδική οργάνωση και συνεδριάζει ανά τρίμηνο. Μια Πολιτική Επιτροπή (ΠΕ) είχε την ευθύνη της οργάνωσης μεταξύ των συνεδριάσεων της ΕΕ. Αυτή ήταν λάθος δομημένη και δυσκίνητη και, για κάποιους από εμάς, άφησε ένα μεγάλο αριθμό μεγάλων τρυπών στη δημοκρατική διαδικασία, μέσα από τις οποίες ο Κλίφ έκανε ό,τι γούσταρε.  Για αυτόν, η αναδιοργάνωση ήταν ο δρόμος προς μια ομάδα που θα ακολουθούσε  πιο αποτελεσματικά τις δικές του κατευθύνσεις- η έμφαση γι αυτόν δινόταν στον συγκεντρωτισμό. Για άλλους στην ηγεσία ήταν ένας τρόπος να υποτάξουμε τον καθένα στην πειθαρχία μιας συλλογικότητας – η έμφαση εδώ δινόταν στη δημοκρατία. Αυτό είναι ένα παράδειγμα και υπάρχουν πολλά άλλα που δείχνουν τις τάσεις που υπάρχουν κάτω από την ομπρέλα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, οι αρχές του οποίου δεν έχουν χαραχθεί πάνω σε πίνακες από πέτρα που έφερε ο Λένιν από το βουνό.

Το εργαλείο που επινόησε ο Κλιφ για να διαδώσει αυτό το σημαντικό μήνυμα στα μέλη ήταν οι δύο πλευρές ενός φύλλου διπλωμένου στα τέσσερα υπό τον τίτλο «Σημειώσεις για τον Δημοκρατικό Συγκεντρωτισμό» (βλέπε Παράρτημα 3 για το πλήρες κείμενο). Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς ένα τόσο σύντομο κείμενο θα μπορούσε να περιέχει τόσες ανακολουθίες, ανακρίβειες, ημιτελείς σκέψεις, κοινοτοπίες και αναλαμπές. Αν το διαβάσετε με προσοχή, ωστόσο, αυτό δείχνει ότι ο Κλιφ περνούσε τώρα με την άποψη ότι οι IS αποτελούσαν τη βάση του (επαναστατικού) κόμματος. Με τον ίδιο τρόπο που ο Λένιν παρατηρούσε ότι ο «κομμουνισμός είναι η εξουσία στα σοβιέτ συν ο εξηλεκτρισμός», ο Κλιφ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επαναστατικό κόμμα είναι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός συν ο Τόνι Κλιφ.

Το πιο σημαντικό, υπό το φως του μεταγενέστερου δρακόντειου καθεστώτος στο SWP, είναι η πρόταση για εκπροσώπηση των φραξιών, που συνηθιζόταν στις ορθόδοξες τροτσκιστικές ομάδες, αν και ούτε εκεί ήταν τόσο εγγυημένη η δημοκρατία. Ο πρώτος δικαιούχος της συγκεκριμένης διάταξης ήταν η Τροτσκιστική Τάση που κατά τη διάρκεια της παραμονής της είχε τουλάχιστον δύο μέλη στην Εθνική Επιτροπή.

Όταν ο Κλιφ μοίρασε το μικροσκοπικό του κείμενο, πιθανότατα υπολόγιζε ότι δεν θα προκαλέσει τόσο πολλές παρενέργειες. Λάθος. Οι αντιπολιτευόμενοι άρχισαν να αντιδρούν όπως τα σκουληκάκια του ξύλου που κάποιος τους σφύριξε ότι έρχεται ο άνθρωπος με το εντομοκτόνο. Αποφασίστηκε από την Π.Ε. να επεξεργαστεί περαιτέρω το κείμενο του Κλιφ. Αυτή τη φορά σε οκτώ σελίδες προσπαθούσαν να πείσουν τα μέλη ότι,  μια μεγεθυνόμενη οργάνωση με έναν ακόμα ταχύτερα αναπτυσσόμενο κατάλογο καθηκόντων προς εκτέλεση και με μεγάλη ανομοιογένεια όσον αφορά την εμπειρία των μελών, θα ήταν πιο αποτελεσματική και, περισσότερο δημοκρατική αν  έπαυε να έχει μια ομοσπονδιακή δομή.

Αν και αυτό το κείμενο μετρίασε τους φόβους ορισμένων μελών, δεν ήταν καθολικά αποδεκτό. Μεταξύ των πιο απογοητευμένων ήταν η αποκαλούμενη “Μικρο-φράξια”. Αυτός ο όρος ήταν δανεισμένος από την περιγραφή του Κάστρο για την υπερ-σταλινική ομάδα Escalante εντός του κουβανέζικου ΚΚ-ήταν πραγματικά τελείως ακατάλληλος όρος, διότι οι «Μικρο» των IS ήταν ελευθεριακοί. Ωστόσο ο όρος ήταν αρκετά κατάλληλος ως μια προσβλητική περιγραφή που υποδηλώνει ότι είναι μικροί και ασήμαντοι. Όσο «μικροί» κι αν ήταν, καθώς υπήρχαν μόνο εννέα υπογράφοντες [2], τα κείμενά τους ωστόσο ήταν σίγουρα «μεγάλα» και σημαντικά. Στη συζήτηση για την οργάνωση, προσπαθούσαν να υποβάλουν την πολιτική του Ομίλου σε κριτική εξέταση, στο πλαίσιο της με σοβαρά επιχειρήματα εξέτασης της μαρξιστικής στάσης απέναντι στη συνείδηση, ένα πεδίο μελέτης, εξηγούσαν, που οι IS το είχαν κατανοήσει λάθος. Η πρόθεσή τους , όπως ανέφεραν, ήταν:

“… να ξεκινήσει μια διαρκής συζήτηση, ο σκοπός της οποίας δεν θα είναι η ειρηνική συνύπαρξη σημαντικών διαφορετικών ιδεών, αλλά ο θρίαμβος των σωστών πολιτικών … να ξεκινήσει μια αυστηρή επανεξέταση της θεωρίας και της πρακτικής των IS … να πείσει συντρόφους για την ανάγκη να κατανοήσουν ότι οι αντικειμενικές συνθήκες γίνονται αντιληπτές από ανθρώπους που στην πράξη φέρουν απόψεις στο συγκεκριμένο, σε γενικό και σε ιδεολογικό επίπεδο; έχουν μια ιστορία πίσω τους, και η κατανόηση του κόσμου διαμεσολαβείται από αυτή την ιδεολογία κι έτσι αυτοί βρίσκονται συνεχώς στη διαδικασία της μετατροπής αυτών των πεποιθήσεων σε πρακτικές μέσα από την καθημερινή εμπειρία και δραστηριότητα … ” Αν το πρώτο μέρος αυτού του κειμένου ακούγεται σαν τον Ντάνιελ Ντε Λίον που μιλά για “όλη την τυραννία της αλήθειας” και αν το δεύτερο μέρος ακούγεται σαν ένας απόφοιτος φιλοσοφίας να σας λέει ότι πολλοί άνθρωποι μαθαίνουν από την εμπειρία τους, τότε δεν υπάρχει τίποτα λάθος στην ακοή σας. Αν και αυτά τα κομμάτια  (που παρέθεσα) δίνουν μια  γεύση, μερικά κομμάτια των κειμένων τους είναι καλύτερα, κριτικάροντας σωστά μια κακώς τεκμηριωμένη πρόταση (στΜ του Κλιφ για αλλαγές στους IS) που προωθούταν χωρίς χρόνο για επαρκή συζήτηση.

Ο Πίτερ Σέντγκουικ στην Υόρκη ήταν μια άλλη κριτική φωνή και η Ελευθεριακή Μαρξιστική φράξια του υποστήριζε, με ένα απόσπασμα από τον Raymond Challinor, ότι οι προτάσεις (του Κλιφ) ήταν γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός, όχι δημοκρατικός.

Στο Μάντσεστερ, μια μικρή ομάδα γύρω από τον Κόλιν Μπάρκερ σχημάτισε μια Τέταρτη Τάση, η κύρια ανησυχία της οποίας ήταν ότι οι IS δεν υποστήριζαν τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό τα προηγούμενα χρόνια. Ήταν μια μεταβατική φράξια που πιθανότατα επηρεάστηκε από τον Εργατικό Αγώνα: σίγουρα τουλάχιστον έξι από τους δέκα υπογράφοντες της προσχώρησαν αργότερα στην Τροτσκιστική Τάση, όπως και ο Andrew Hornung της «Μικρο-φράξιας», ένας παράξενος νεαρός άνδρας που φαινόταν να προτιμάει τον εαυτό του στον ρόλο της αντιπολίτευσης. Σε αυτόν υπήρχε μια ιδιαίτερη θεατρικότητα που ήταν αρκετά διασκεδαστική. Κάπου-κάπου φορούσε μια κάπα και κρατούσε  ένα ασημένιο μπαστούνι, παρόλο που τον έκαναν να  μοιάζει με τον (Λόρδο) Μπάιρον. Πράγματι έμοιαζε στον Μπάιρον, αλλά αφού ο πυρετός του είχε προκαλέσει τον θάνατο στο Μεσολόγγι. Ο Hornung ήταν ο συγγραφέας ενός από τα κείμενα με τη σκληρότερη γλώσσα της Τροτσκιστικής Τάσης, με τίτλο «Κεντριστικό Ρεύμα». Το  περιεχόμενο δεν ήταν εξίσου πιασάρικο, αλλά μερικά σημεία «τα σπάνε» : “Εδώ και τριάντα σελίδες με οδηγεί το καυτό σφυρί της πολεμικής. Εδώ και τριάντα σελίδες, η σκέψη μου θολώνει τις εικόνες που δεν αντέχουν στο προσκήνιο του οράματός μου. Και όμως εδώ και τριάντα σελίδες, πότε με δισταγμό πότε με σιγουριά, αιωρείται μια αμφιβολία στο μυαλό μου. Γράφω ορμώμενος από τη δυναμική της πολιτικής πολεμικής και κάπου κάπου με κυριεύει μια αμφιβολία… αναρωτιέμαι αν υπερβάλλω… αναρωτιέμαι αν είμαι άδικος…  αλλά το αποκλείω. Το σιδερένιο έμβολο της αποφασιστικής επιχειρηματολογίας με ωθεί να συνεχίσω…   Απρόθυμος να υποβληθώ στην αμφιβολία, η δυναμική της πολεμικής με οδηγεί και πάλι. Η δική της εσωτερική λογική με οδηγεί μακριά από κάθε ίχνος αμφιβολίας, μακριά από προειδοποιητική λάμψη περίσκεψης» [3] Μου είπαν δυστυχώς ότι ο Andrew εγκατέλειψε την πολιτική: σίγουρα θα μας λείψει αυτό το είδος της άδολης επιτήδευσης. Ίσως γράφει τα κείμενα στους Reeves και Mortimer (βρετανοί κωμικοί στΜ).

Θορυβώδης, αλλά ακόμη μικρότερης σημασίας, ήταν η Φράξια Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού, που αποτελείτο από την Constance Lever, τον Fred Lindop, τον Stephen Marks, τον Noel Tracy, τον Dave Graham και τον Roger Rosewell. Οι ιδέες φαίνονταν να προέρχονται από την Constance Lever και το μεγαλόστομο στυλ, ως συνήθως, από τον Roger Rosewell. Η Laurie Flynn τους έδωσε και δεύτερο όνομα: “Κακέκτυπο Μπολσεβίκων”. [4]

Μια παραπομπή ή δύο από το δικό τους κείμενο «Προς ένα Επαναστατικό Κόμμα» μπορεί να δώσει μια ιδέα για  την αξία του: «Για να είναι νικηφόρα η τάξη, το συνειδητότερο και μαχητικό στρώμα της πρέπει να είναι συνειδητό, ενωμένο και οργανωμένο». Συχνά σκέφτομαι ότι θα ένιωθα ευτυχώς ευτυχής αν περιβαλλόμουν από συνειδητά συνειδητούς εργαζόμενους. Ή άλλο δείγμα: “Τώρα μπαίνουμε σε μια αποφασιστικά νέα ιστορική περίοδο. Οι ρωγμές και οι αποσύνθεση στις σοσιαλδημοκρατικές και σταλινικές οργανώσεις είναι εξελίξεις εποχιακής σημασίας … μπορούμε να πούμε ότι μπαίνουμε σε μια επαναστατική περίοδο … μια τέτοια οργάνωση [IS] πρέπει να είναι οριοθετημένη, σφιχτά δεμένη, αυτοπειθαρχημένη και να λογοδοτεί υπεύθυνη μόνο στον εαυτό της συλλογικά … “Αυτό το είδος της λογοτεχνικής αλαζονείας θύμιζε έντονα το στυλ του Rosewell. Γενικεύστε τα παραπάνω για να γενικευθεί και η ταλαιπωρία του εντέρου σας.

Από την κλαδική οργάνωση του Hull ήρθαν δύο σύντομα κείμενα που έφεραν όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής ενός από τα μέλη της οργάνωσης, του Μάικλ Κίντρον. Το πρώτο και σημαντικότερο είχε τίτλο “Δεν είμαστε χωρικοί” (βλ. Παράρτημα 3 για πλήρες κείμενο). Υποστηρίζοντας σθεναρά τη διατήρηση του εκπροσώπου της κλαδικής οργάνωσης για την ΕΕ, ισχυριζόταν ότι, λόγω της μεγάλης αύξησης των μελών, τα νέα μέλη δεν είχαν τον χρόνο ή την ευκαιρία να αφομοιώσουν τη θεωρία ή την πείρα των ΙS. Αυτό οδηγούσε στην προσπάθεια της ηγεσίας να βρει απαντήσεις στα προβλήματα της επαναστατικής παράδοσης και να παραμελήσει το πιο σημαντικό καθήκον της παρακολούθησης του κόσμου γύρω μας ώστε να προσανατολίσουν τα μέλη της οργάνωσης σε σημαντική δράση.  Δεν πρέπει μόνο να ασκούν πολιτική ηγεσία αλλά και να «διατηρούν τα μάτια και τα αυτιά τους ανοικτά σε αυτό που λένε και κάνουν τα νέα μέλη». Η αναγκαία αλληλεπίδραση μεταξύ ΠΕ και μελών θα μπορούσε να εξασφαλιστεί καλύτερα διατηρώντας τη διάρθρωση με τους εκπροσώπους των κλαδικών στην ΕΕ . Παραδόξως, και παρά την αντίθεσή της στις «λενινιστικές» μορφές, αυτή ήταν ο πιο λενινιστική από τις συμβολές στη συζήτηση, καθώς ξεκινούσε από την εκτίμηση της σημασίας του να κοιτάμε τι γίνεται έξω από εμάς, αξιολογούσε τις δυνάμεις που διαθέτουμε, τα δυνατά και τα αδύναμα σημεία τους, και στη συνέχεια διατύπωνε ένα σχέδιο για να επιτευχθεί το καλύτερο από όλους. Ήταν σοβαρή πολιτική προσπάθεια και ήταν απολύτως ανεπιτυχής, διότι κανείς στην πραγματικότητα δεν έδινε σημασία.

Στην ερχόμενη συνδιάσκεψη, επικράτησε το σχέδιο της ΠΕ. Οι IS είχαν τώρα μια Εθνική Επιτροπή των 40 μελών, που εκλέχτηκαν στη συνδιάσκεψη. Οι φράξιες εκπροσωπούνταν στην Εθνική Επιτροπή σύμφωνα με τον αριθμό των εκπροσώπων που είχαν στη συνδιάσκεψη. Οι κλαδικές οργανώσεις έστελναν αντιπροσώπους στη συνδιάσκεψη με μέτρο 1 εκπρόσωπος ανά έξι μέλη, που αργότερα έγινε 1 προς 15. Η Εθνική Επιτροπή εξέλεγε μια δεκαμελή Εκτελεστική Επιτροπή για να οργανώνει την καθημερινή πολιτική και οργανωτική δουλειά της ομάδας.

Ένα άλλο μέρος του πακέτου αλλαγών ήταν η εισαγωγή ενός συστήματος επιτροπών που επέτρεπε στην Εθνική Επιτροπή να δίνει το “χρίσμα” σε δικούς της ανθρώπους για την υποψηφιότητα στην Εθνική Επιτροπή.  Ο λόγος γι ‘αυτό ήταν ότι τα κατά πολύ αυξημένα μέλη ίσως να μην γνώριζαν την αξία ορισμένων συντρόφων και, ελλείψει αυτής της πληροφορίας, μπορεί να έπεφταν στα δίχτυα κανενός εντυπωσιακού δημαγωγού που θα τα πήγαινε καλά από το βήμα.  Δεν ήταν τόσο μοχθηρό αυτό το μέτρο, εφόσον οι κλαδικές διατηρούσαν  ακριβώς το ίδιο δικαίωμα να δίνουν το χρίσμα σε υποψήφιους σε όλες τις (εκλόγιμες) θέσεις και όλοι οι υποψήφιοι είχαν (τυπικά) ίσες ευκαιρίες. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και το πιο ελευθεριακό καταστατικό μπορεί να ανατραπεί από μια αποφασισμένη ηγεσία, αν δεν υπάρχει η επαγρύπνηση της βάσης.

Mε το που μεταμορφώθηκε  ο Εργατικός Αγώνας σε Τροτσκιστική Τάση ξεκίνησε μια μικρή εσωτερική αποίκιση και, το 1971, δήλωναν ότι τετραπλασίασαν τα μέλη τους. Είναι μάλλον ό,τι καλύτερο μπορούσαν να έχουν πετύχει σε επίδοση. Κάποιος μπορεί να σκεφτεί ότι αυτό το πέτυχαν χάρη στη συχνότητα της κατηγορίας που απεύθυναν στους IS, κατηγορώντας τους ως “συμφιλιωτική” κεντριστική οργάνωση. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με κάποια βεβαιότητα είναι ότι ήταν πολύ λιγότερο «συμφιλιωτική» μετά από τρία χρόνια παρέα μαζί τους.

Μόλις έναν χρόνο μετά την ενοποίηση (IS-Εργατικού Αγώνα), ο Κόλιν Μπάρκερ, ο αρχικός υποστηρικτής τους, οδήγησε την κλαδική οργάνωση του Μάντσεστερ στην πολιτική διάσπαση, με την κλαδική του Μάντσεστερ Νο1  ως βάση ανάπτυξης της Τροτσκιστικής Τάσης και την κλαδική του  Μάντσεστερ Νο.2 που συγκέντρωσε όλα τα υπόλοιπα. Το γεγονός ότι αυτή η σατανική εξέλιξη είχε μπροστάρη έναν πρώην υποστηρικτή της Τέταρτης Τάσης του αυστηρού δημοκρατικού συγκεντρωτισμού θα έβγαζε πολύ γέλιο αν αυτό δεν πνιγόταν από το όλο πάθος. Η διάσπαση είχε συμφωνηθεί και μια παρόμοια συνέβη στην κλαδική του Teesside.

Ο Ματγκάμνα και οι φίλοι του ήταν βασικά σεχταριστές, σύμφωνα με τη θανάσιμη ακρίβεια του ορισμού του Μαρξ. Το θεωρούσαν “τίτλο τιμής” να χαρακτηρίζονται από  “εκείνα τα ιδιαίτερα συνθήματα που τους διαχώριζαν από το κίνημα”. Πίστευαν ότι η Ρωσία ήταν ένα «εκφυλισμένο εργατικό κράτος» και ότι όλες οι άλλες σταλινικές χώρες ήταν «παραμορφωμένα εργατικά κράτη». Πίστευαν ότι η ενότητα με την Τέταρτη Διεθνή (USFI) ήταν η σωστή πορεία. Ο ίδιος ο Ματγκάμνα είχε πάρε δώσε με  τον Τζέιμς Π Κάνον, του οποίου το κόμμα ήταν ένα πλήρως ενταγμένο στην ΕΓ της 4ης. Οι IS δεν πίστευαν σε κανένα από αυτά τα πράγματα, αλλά υπήρχε μια οργάνωση στη Βρετανία που τα πίστευε, η Διεθνής Μαρξιστική Ομάδα (IMG). Ωστόσο, αυτοί είχαν λιγότερα μέλη και πιθανότατα θα είχαν διώξει με τις κλωτσιές την Τροτσκιστική Τάση πολύ νωρίτερα. Η ΤΤ προτίμησε να δοκιμάσει τα όρια αντοχής των IS, επικεντρώνοντας σε οποιοδήποτε θέμα δημιουργούσε δυσαρέσκεια, για να μεγιστοποιήσουν την επιρροή τους.

Ήταν μια από όλες τις πλευρές ξεχωριστή οργάνωση, με τις δικές τους συγκεντρώσεις και συναντήσεις, τον δικό τους εσωτερικό κανονισμό, που συμπεριελάμβανε και μια κατηγορία δόκιμων μελών άγνωστων στους  IS. Ακόμα κι έτσι, παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των κατηγοριών τους ήταν μπούρδες – οι IS δεν ήταν ποτέ “κεντριστική οργάνωση” από οποιαδήποτε σκοπιά,  ο τρόπος αντιμετώπισης της επιβαρυντικής τους παρουσίας δεν ταίριαζε με  τη σειρά οργανωτικών ελιγμών που είχε προωθήσει ο Κλιφ. Ήταν πολύ αστείο να βλέπει κανείς τον Κλιφ, ο οποίος στο κάτω-κάτω τους είχε προσκαλέσει – και για αυτό το αμάρτημα θα έπρεπε να είχε υποβιβαστεί (στΜ από το στάτους του γκουρού) σε “υποψήφιος γκουρού” – να εξοργίζεται όταν κάποιοι του επισήμαιναν ποιες λεπτομέρειες του καταστατικού πρέπει να τηρηθούν για να διαγραφούν «νόμιμα».  Όλα τα θέματα της διαμάχης θα έπρεπε να συζητηθούν ενδελεχώς ενώπιον των μελών.  Αυτό θα υπηρετούσε την εκπαίδευση των νέων μελών στις σημαντικές θεωρίες του Ομίλου. Ασφαλώς ο Ματγκάμνα σε αρκετές περιπτώσεις τολμούσε να τυπώνει και να πουλά την κριτική του με όλη την ευγένεια που διακατέχει μια οχιά Γκαμπούν. Όπως «Γενικά (ο κρατικός καπιταλισμός του Κλιφ) είναι εξαιρετικά μηχανιστικός, βασισμένος στις χυδαίες μη μαρξιστικές οικονομικές αρχές και είναι αναμφισβήτητα απαισιόδοξος  … Το χειρότερο κομμάτι του Κλιφ είναι η προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τις απόψεις του Τρότσκι… Γενικά το βιβλίο του Κλιφ για τη Ρωσία διαβάζεται λιγότερο ως ένα μαρξιστικό έργο και περισσότερο ως ένα ηθικίστικο ‘πρωτόγονο σοσιαλιστικό κατηγορητήριο’ ». Κάποια βροχερή μέρα, ακόμα και άρρωστος ο Κλιφ θα μπορούσε για πλάκα να κάνει σκόνη και θρύψαλα τον συγγραφέα σε μια ανοιχτή συζήτηση που θα μπορούσε να αποδειχθεί εκπαιδευτική για όλους, ιδιαίτερα για τον Σον. Ο Κλιφ, όμως, τα απαξίωνε όλα αυτά, θεωρούσε πολύ καλύτερο να αλλάξει τους κανόνες, ή ακόμα καλύτερα να παραβιάσει τους κανόνες για να απαλλαγεί από το πρόβλημα.

Τελικά σε μια ειδική συνδιάσκεψη πέρασε μια απλή απόφαση, με μεγάλη πλειοψηφία, ότι η ενοποίηση δεν είχε δουλέψει και έπρεπε να ακυρωθεί. Η μειοψηφία ήταν εντούτοις αρκετά μεγάλη και πολλοί σύντροφοι έκριναν ότι δεν είχε αντιμετωπιστεί δίκαια. Από αυτό το σημείο κι έπειτα o Σον Ματγκάμνα και η μικρή ομάδα του έπρεπε να μείνουν μόνοι τους. Ο Σον δεν είναι πλέον διωκόμενος, αλλά διώκτης, αφού ξεφορτώθηκε με χαρά τον Άλαν Θόρνετ και τους ομοϊδεάτες του και την πρώην Αριστερή Φράξια των IS. «Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν».

Παρ’ όλη τη φαινομενικά εκρηκτική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε από την πάλη μεταξύ των φραξιών, το κακό κλίμα ήταν σε μεγάλο βαθμό εντοπισμένο στην Εκτελεστική Επιτροπή. Οι IS αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου, ούτε παρά, ούτε εξαιτίας, αλλά τελείως άσχετα με τον φραξιονισμό. Μια νέα κυβέρνηση των Τόρις προσπαθούσε να σπάσει τη μεταπολεμική συναίνεση μεταξύ Εργατικών και Τόρις,  καθώς ξεπρόβαλλε ο «άνθρωπος του Selsdon» μέσα από τον Τεντ Χιθ (στΜ ήταν έκφραση του Χάρολντ Γουίλσον των Εργατικών που αναφερόταν στα ακραία αντεργατικά μέτρα που εξήγγειλε ο Χιθ των Συντηρητικών το 1970, λίγο πριν γίνουν εκλογές κι αναλάβει την πρωθυπουργία). Το κίνημα στα εργοστάσια επρόκειτο να επιταχυνθεί κατά ένα ή δυο επίπεδα.

 

Σημειώσεις

  1. O IMG, (International Marxist Group=Διεθνιστικός Μαρξιστικός Όμιλος) προήλθε από διάσπαση της RSL κι ακολούθως έγινε το βρετανικό τμήμα της Ενωμένης Γραμματείας της 4ης Διεθνούς.
  2. Οι Joan Smith, Steve Jefferys, Laurie Flynn, Mike McKenna and Andrew Hornung υπέγραφαν μεταξύ άλλων.
  3. Κεντριστικό ρεύμα, του Andrew Hornung
  4. Ο Τεντ Κρόφορντ ήταν επίσης μέλος αυτής της φράξιας. (Σημείωση του ντροπιασμένου Τέντ Κρόφορντ)

 

 




Mαρξισμός και Κόμμα- Η διπλή κληρονομιά του Τρότσκι

Του Τζον Μόλινιου (1978)
 Μετάφραση Βασίλης Μορέλλας 

Πηγή: https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/  

Οι εμφάσεις με έντονα μαύρα γράμματα από τη διαχείριση του σάιτ  


5ο κεφάλαιο του “Μαρξισμός και Κόμμα”: Η διπλή κληρονομιά του Τρότσκι

Υπάρχουν δύο πλευρές στη συνεισφορά του Τρότσκι στη μαρξιστική θεωρία του επαναστατικού κόμματος. Πρώτον, υπάρχει η από μέρους του υπεράσπιση, κυρίως μέσω της Αριστερής Αντιπολίτευσης, της Λενινιστικής αντίληψης του κόμματος σε κόντρα με την πρακτική και θεωρητική επίθεση που διεξήχθη εναντίον της από τον Στάλιν και τη Σταλινική γραφειοκρατία. Δεύτερον, υπάρχει η απόπειρά του, που κορυφώθηκε με την ίδρυση της Τέταρτης Διεθνούς, να σφυρηλατήσει μια γνήσια μαρξιστική εναλλακτική στην εκφυλισμένη Κομμουνιστική Διεθνή. Παρόλο που, βέβαια, υπάρχει συνέχεια ανάμεσα σε αυτές τις δύο πλευρές καθώς η τελευταία αναπτύχθηκε λογικά μέσα απ’την πρώτη, υφίσταται ωστόσο μια ποιοτική διαφορά μεταξύ τους. Την περίοδο της Αριστερής Αντιπολίτευσης, ο Τρότσκι αντιπαρέθετε στην οπορτουνιστική πολιτική του Στάλιν μια συνεπή επαναστατική πολιτική. Με την προσπάθεια να χτίσει μια Τέταρτη Διεθνή, ο Τρότσκι είχε τώρα να ενσαρκώσει αυτήν την πολιτική σε μια δική του οργάνωση. Λόγω αυτής της διαφοράς έχει νόημα να χωρίσουμε την μελέτη μας της θεωρίας του Τρότσκι για το κόμμα σε δύο μέρη: την υπεράσπιση του Λενινισμού∙ και την Τέταρτη Διεθνή.

Α. Η Υπεράσπιση του Λενινισμού

Ο Τρότσκι διαχωρίστηκε από τον Στάλιν και την επίσημη πλειοψηφία του ΚΚΣΕ πάνω σε δύο βασικά θέματα: τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό του Ρωσικού κράτους και τη Σταλινική θεωρία του «σοσιαλισμού σε μία χώρα». Τα δύο θέματα ήταν φυσικά συνδεδεμένα. Η γραφειοκρατία αναδείχθηκε από την εξάντληση και τον διασκορπισμό του επαναστατικού προλεταριάτου ως αποτέλεσμα των σωρευμένων ταλαιπωριών του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και του εμφύλιου πολέμου και της συνακόλουθης οικονομικής καταστροφής, του λιμού, των επιδημιών και της φυσικής εξόντωσης.[1] Αυτή η γραφειοκρατία, αποτελούμενη σε μεγάλο μέρος από καριερίστες, διευθυντές παρμένους απ’το παλιό καθεστώς, πρώην Μενσεβίκους και από επί μακρόν ταξικά μη συνειδητοποιημένους εργάτες, επιθυμούσε πάνω απ’όλα ένα τέλος στις αναστατώσεις, όπως και να συνεχίσει να κάνει τη δουλειά της ως συνήθως. Δεν είχε κανένα συμφέρον σε αυτό που της φαινόταν ως η ρομαντική κι επικίνδυνη περιπέτεια της παγκόσμιας επανάστασης. Γι’αυτό, η θεωρία του σοσιαλισμού σε μία χώρα δεν ήταν μία απλή Σταλινική επινόηση. Αντίθετα, «εξέφραζε αλάνθαστα τη διάθεση της γραφειοκρατίας. Όταν μιλούσαν για τη νίκη του σοσιαλισμού, εννοούσαν τη δική τους νίκη.» [2]
Αυτή ήταν τότε μια διαμάχη για τα στοιχειώδη, τόσο βαθιά όσο και η διάσπαση μεταξύ κομμουνισμού και σοσιαλδημοκρατίας. Ενέπλεκε δύο παντελώς διαφορετικές και αντιτιθέμενες αντιλήψεις για το σοσιαλισμό. Για τον Τρότσκι, όπως και για τον Μαρξ και τον Λένιν, ο σοσιαλισμός ήταν μια αταξική, ακρατική, αυτο-κυβερνούμενη κοινότητα βασισμένη σε μια αφθονία υλικών αγαθών, στην οποία «η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι ο όρος για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων» .[3] Η δικτατορία, ο κρατικός σχεδιασμός, η οικονομική ανάπτυξη και αποτελεσματικότητα, η σιδηρά πειθαρχία κλπ ήταν μέσα για αυτόν το σκοπό (μέσα τα οποία ο Τρότσκι δεν αποστρεφόταν), αλλά όχι οι σκοποί καθαυτοί. Για τον Στάλιν, όπως και για την γραφειοκρατία της οποίας ήταν ο πρώτιστος εκπρόσωπος, ο σοσιαλισμός ταυτιζόταν ακριβώς με την εθνικοποίηση, τον κρατικό έλεγχο και την οικονομική και στρατιωτική ανάπτυξη της Ρωσίας σε μια πρώτης τάξης παγκόσμια δύναμη. Από τη σκοπιά του Τρότσκι, ένα βαθμός γραφειοκρατικοποίησης ήταν ίσως αναπόφευκτος, μα παρέμενε ένας συνεχώς υπαρκτός κίνδυνος που κανείς έπρεπε να παρακολουθεί στενά και να απαλλαγεί απ’αυτόν όσο δυνατόν γρηγορότερα. Για τον Στάλιν, ήταν ο ουσιώδης πυρήνας και το θεμέλιο του νέου καθεστώτος. Δεδομένης της αντίληψης του Τρότσκι για τον σοσιαλισμό, η προοπτική της πραγμάτωσής του σε μία χώρα -και μάλιστα την καθυστερημένη Ρωσία- αποτελούσε αντιδραστική ουτοπία. Δεδομένης αυτής του Στάλιν, αποτελούσε τη μόνη πρακτική και ρεαλιστική προοπτική.
Όντας μια διαμάχη για τα στοιχειώδη, αυτή η σύγκρουση επεκτάθηκε αναγκαστικά στο σημείο να επηρεάζει κάθε συμβάν και κάθε πολιτική στη ζωή του διεθνούς εργατικού κινήματος, συμπεριλαμβάνοντας βέβαια τη φύση, το ρόλο, τη στρατηγική και την τακτική του επαναστατικού κόμματος και της επαναστατικής διεθνούς. Μπορούμε, για λόγους σαφήνειας, να διαπραγματευτούμε τις διαμάχες του Τρότσκι με τον Στάλιν πάνω στη Λενινιστική θεωρία του κόμματος με δύο επικεφαλίδες: την κομματική δημοκρατία μέσα στο ΚΚΣΕ και τη στρατηγική των διεθνών κομμουνιστικών κομμάτων.

1. Κομματική δημοκρατία

Η βαθμιαία γραφειοκρατικοποίηση του Σοβιετικού κράτους εν απουσία μιας ενεργητικής και πολιτικά δρώσας εργατικής τάξης, ύψωνε αναγκαία το ζήτημα της γραφειοκρατικοποίησης του Κομμουνιστικού Κόμματος και της καταστροφής της εσωτερικής του κομματικής δημοκρατίας. Επειδή, παρόλο που υπήρχε ένας τυπικός διαχωρισμός μεταξύ κράτους (σοβιέτ) και κομματικών θεσμών, οι Μπολσεβίκοι συνιστούσαν στην πραγματικότητα ένα κρατικό κόμμα. Από τον καιρό του εμφύλιου πολέμου, το κόμμα διατηρούσε πλήρες πολιτικό μονοπώλιο και έλεγχο σ’όλα τα πόστα-κλειδιά. Κατά συνέπεια, εάν η κρατική μηχανή γραφειοκρατικοποιούταν, δε θα μπορούσε να αποφευχθεί η επίπτωση στο κόμμα. Αυτό που καθιστούσε κάτι τέτοιο τόσο κρίσιμο ήταν ότι το κόμμα, ως η πρωτοπορία του προλεταριάτου με τον πυρήνα του των αδιάφθορων παλιών Μπολσεβίκων, την επαναστατική του παράδοση, τον κανονισμό του περί μέγιστων απολαβών [4] και την αυστηρή του πειθαρχία, θεωρούταν γενικά ως ο κύριος προμαχώνας κατά της γραφειοκρατίας. Αν το κόμμα υπέκυπτε, δεδομένης της παθητικότητας των εργατών, δε θα υπήρχε επόμενη γραμμή άμυνας. Ήταν στα 1923 που ο Τρότσκι αισθάνθηκε την κατάσταση να γίνεται τόσο σοβαρή που έπρεπε να εξαπολύσει ανοιχτή πάλη για τη δημοκρατία μέσα στο κόμμα, με μια σειρά άρθρων για την Πράβντα, συλλογικά τιτλοφορούμενων “Η Νέα Πορεία”.[5]
Ο τόνος της Νέας Πορείας είναι προσεκτικός και κάποιες από τις διατυπώσεις είναι διστακτικές, αλλά από πολλές απόψεις αποτελεί μια αξιοθαύμαστη παρουσίαση της θέσης για δημοκρατία μέσα στο επαναστατικό κόμμα και έχει διαχρονική αξία. Ο Τρότσκι δεν θέτει το ζήτημα της δημοκρατίας ως ένα αφηρημένο δικαίωμα, μα εντοπίζει την αναγκαιότητά της στην ανάπτυξη του κόμματος και το νέο ιστορικό στάδιο που αυτό έχει εισέλθει. Πρώτα, εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ της παλιάς και της νέας γενιάς (πριν και μετά τον Οκτώβρη) των κομματικών μελών, «Η κατάκτηση της εξουσίας ακολουθήθηκε από μια ραγδαία, έως και αφύσικα μεγάλη, μεγέθυνση του κόμματος.» [6] Υπήρξε μια εισροή και άπειρων εργατών με χαμηλή συνειδητότητα και ορισμένων ξένων στοιχείων, αξιωματούχων και παρασίτων. «Σε αυτή την χαοτική περίοδο [το κόμμα] ήταν ικανό να διατηρήσει τη Μπολσεβίκικη φύση του μόνο χάρη στην εσωτερική δικτατορία της παλιάς φρουράς, που είχε δοκιμαστεί τον Οκτώβρη.»[7]
Όμως, από τότε η κατάσταση είχε αλλάξει. Τώρα η νέα γενιά, για χάρη τη δικής της πολιτικής ανάπτυξης και για το μέλλον του κόμματος ως όλον, πρέπει να τραβηχτεί ενεργά στη πολιτική ζωή και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του κόμματος. Έπειτα ο Τρότσκι κοιτάει την κοινωνική σύνθεση του κόμματος, δείχνοντας πώς η ανάγκη να καλυφθούν διοικητικά πόστα με εργάτες οδήγησε στην αποδυνάμωση «των θεμελιακών του κυττάρων, των εργοστασιακών πυρήνων»[8] κι αυτό αποτελούσε μια σπουδαία πηγή γραφειοκρατικοποίησης. Ο Τρότσκι επιχειρηματολογεί υπέρ της ανάγκης ενίσχυσης της προλεταριακής βάσης του κόμματος κι υπέρ της χρήσης φοιτητών και νεολαίας ως δύναμης κατά της γραφειοκρατίας.
Για την ανάγκη εσωτερικής δημοκρατίας ο Τρότσκι γράφει:

Το ουσιώδες ασύγκριτο πλεονέκτημα του κόμματός μας συνίσταται στο ότι είναι ικανό, κάθε στιγμή, να κοιτάει τη βιομηχανία με τα μάτια του κομμουνιστή μηχανικού, του κομμουνιστή ειδικού, του κομμουνιστή διευθυντή και του κομμουνιστή εμπόρου, να συλλέγει τις εμπειρίες αυτών των αμοιβαία συμπληρωματικών εργατών, να εξάγει συμπεράσματα από αυτές και έτσι να προσδιορίζει τη γραμμή του για τη διεύθυνση της οικονομίας γενικά και για καθεμία επιχείρηση ειδικά. Είναι ξεκάθαρο ότι μια τέτοια καθοδήγηση είναι αξιόπιστη μόνο στη βάση μιας σφύζουσας κι ενεργητικής δημοκρατίας μέσα στο κόμμα.[9]

Αυτές οι παρατηρήσεις απευθύνονται σε ένα κόμμα στην εξουσία και σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, αλλά η αρχή που περικλείεται σε αυτές, η αναγκαιότητα της δημοκρατίας για την ορθή καθοδήγηση, είναι γενικής ισχύος.
Το κύριο βάρος της απάντησης της ηγεσίας στην κριτική του Τρότσκι αποτελούταν από την οργισμένη υπεράσπιση των μεγάλων παραδόσεων της παλιάς φρουράς και την έμφαση στην επιτακτική ανάγκη για κομματική ενότητα και στους κινδύνους του φραξιονισμού. Ο Τρότσκι απαντούσε επισημαίνοντας ότι η «παράδοση» έχει μια αρνητική όπως και μια θετική πλευρά στο επαναστατικό κίνημα. Παραθέτοντας πολυάριθμα παραδείγματα, συμπεριλαμβανομένης της στάσης των Παλιών Μπολσεβίκων κατά των Θέσεων του Απρίλη του Λένιν, ισχυρίζεται ότι «η πιο πολύτιμη θεμελιώδης τακτική ποιότητα» του Μπολσεβικισμού «είναι η απαράμιλλη ευχέρειά του να προσανατολίζεται γρήγορα, να αλλάζει τακτική σύντομα, να ανανεώνει το οπλοστάσιό του και να εφαρμόζει νέες μέθοδες, με μια λέξη, να διεξάγει απότομες στροφές» [10] και ότι καμία παράδοση, όσο επαναστατική, δεν παρέχει καθεαυτή αλάθητες υπεριστορικές εγγυήσεις κατά του εκφυλισμού. Πάνω στο ερώτημα των φραξιών, ο Τρότσκι αναγνωρίζει τον μεγάλο κίνδυνο του φραξιονισμού μέσα στην κατάσταση και την δυνατότητα οι φραξιονιστικές διαφορές να φτάσουν γρήγορα να αντικατοπτρίζουν την πίεση κοινωνικών και ταξικών δυνάμεων εχθρικών στο προλεταριάτο, μα διατείνεται ότι ένα μη δημοκρατικό κομματικό καθεστώς αποτελεί το ίδιο την αιτία του φραξιονισμού.

Τα ηγετικά όργανα του κόμματος πρέπει να αφουγκραστούν τη φωνή της πλατιάς κομματικής μάζας, όχι να θεωρούν κάθε κριτική σαν εκδήλωση φραξιονιστικού πνεύματος και έτσι να οδηγούν τους ευσυνείδητους και πειθαρχημένους κομμουνιστές ή να συντηρούν μια συστηματική σιωπή ή να συγκροτούν φράξιες.[11]

Η ουσία της θέσης του Τρότσκι στη Νέα Πορεία είναι ότι

είναι μέσα στις αντιπαραθέσεις και διαφορές γνωμών που αναπόφευκτα λαμβάνει χώρα η επεξεργασία της δημόσιας γνώμης του κόμματος. Το να περιορίσεις αυτή τη διαδικασία μόνο μέσα στον μηχανισμό που μετά επιφορτίζεται να εφοδιάσει το κόμμα με τους καρπούς των εργασιών του στη μορφή των συνθημάτων, των εντολών κλπ είναι σαν να στειρώνεις το κόμμα ιδεολογικά και πολιτικά.[12]

Την ίδια στιγμή, οι αξιώσεις της εξουσίας μέσα στην απεριόριστα δύσκολη αντικειμενική κατάσταση ασκούν ακόμη μια ισχυρή επιρροή πάνω στον Τρότσκι. Ενώ απαιτεί εσωκομματική δημοκρατία, ωστόσο δέχεται ότι «Εμείς είμαστε το μόνο κόμμα στη χώρα και στην περίοδο της δικτατορίας δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.» [13] Και κάνοντας αυτό, ο Τρότσκι συμμετέχει στην τρέχουσα πρακτική της ανύψωσης σε επίπεδο γενικής αρχής αυτού που αρχικά αντιμετωπιζόταν ως ένα προσωρινό μόνο μέτρο, λόγω της έκτακτης κατάστασης του εμφύλιου πολέμου. Ο Μαξ Σάχτμαν, ένας πρώην οπαδός του Τρότσκι, βλέπει σ’αυτό μια θεμελιώδη αντίφαση.

Ο Τρότσκι… δεν έδωσε κανένα σημάδι κατανόησης… ότι η άρνηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων σε εκείνους εκτός τους κόμματος, θα μπορούσε να επιβληθεί μόνο με την άρνηση, αργότερα ή γρηγορότερα, των ίδιων δικαιωμάτων στα μέλη αυτού του ίδιου του κόμματος. Γιατί αυτός είναι ένας αυθεντικός νόμος της πολιτικής∙ κάθε σοβαρή διάσταση απόψεων μέσα σε ένα σοβαρό πολιτικό κόμμα, συνεπάγεται μια έκκληση -άμεση ή έμμεση, ρητή ή άρρητη, εκούσια ή ακούσια- στο ένα ή το άλλο κομμάτι του κόσμου έξω από αυτό το κόμμα.[14]

Αυτό είναι ένα ουσιαστικό σημείο, αλλά δεν υποσκάπτει πραγματικά τη συνολική θέση του Τρότσκι. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως μακροπρόθεσμα, «αργότερα ή γρηγορότερα», η δικτατορία από ένα κόμμα θα οδηγήσει σε δικτατορία μέσα στο κόμμα, αλλά, όπως ο Τρότσκι συχνά λέει, στην πολιτική ο χρόνος αποτελεί σπουδαίο παράγοντα. Απ’την οπτική γωνία του Τρότσκι, οι Μπολσεβίκοι είχαν να κάνουν με μια εξαιρετικά δύσκολη και ευαίσθητη επιχείρηση αντοχής: ανάμεσα στο «γρηγορότερα» και το «αργότερα» υπήρχε η δυνατότητα ανακούφισης από τη διεθνή επανάσταση.
Όσο ο Στάλιν επέκτεινε το δεσποτικό του έλεγχο πάνω στο κόμμα και τη χώρα και καθώς η πολιτική του απέκλινε ακόμη περισσότερο από τον επαναστατικό μαρξισμό, τόσο οι εκκλήσεις για κομματική δημοκρατία γίνονταν πιο επίμονες και η αντιπολίτευση στις οργανωτικές μέθοδες του Στάλιν γινόταν ασυμφιλίωτη.
Η Πλατφόρμα της Ενωμένης Αντιπολίτευσης το 1927, υπογεγραμμένη από τους Τρότσκι, Ζινόβιεφ και έντεκα άλλα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής περιέχει μια ηχηρή κατηγορία για το κομματικό καθεστώς:

Τα τελευταία λίγα χρόνια έχει σημειωθεί μια συστηματική κατάργηση της εσωκομματικής δημοκρατίας -σε παραβίαση όλης της παράδοσης του Μπολσεβίκικου κόμματος, σε παραβίαση των άμεσων αποφάσεων μιας σειράς κομματικών συνεδρίων. Η γνήσια εκλογή αξιωματούχων πρακτικά αργοπεθαίνει. Οι οργανωτικές αρχές του Μπολσεβικισμού διαστρεβλώνονται σε κάθε βήμα. Το κομματικό καταστατικό αλλάζει συστηματικά για να αυξήσει τον όγκο των δικαιωμάτων στην κορυφή και να ελαττώσει τα δικαιώματα των κλάδων της βάσης.
Η ηγεσία των περιφερειακών επιτροπών, οι περιφερειακές εκτελεστικές επιτροπές, τα περιφερειακά συμβούλια των συνδικάτων κλπ είναι, στην πραγματικότητα, ακλόνητα… Το δικαίωμα κάθε μέλους του κόμματος, κάθε ομάδας κομματικών μελών, να «απευθύνει τις ριζικές διαφωνίες του στο σώμα όλου του κόμματος», [Λένιν] έχει στην πραγματικότητα ακυρωθεί. Συνέδρια και συνδιασκέψεις συγκαλούνται χωρίς προκαταρκτική ελεύθερη συζήτηση (τέτοια που πάντα γινόταν υπό τον Λένιν) για όλα τα ζητήματα από όλο το κόμμα. Η απαίτηση μιας τέτοιας συζήτησης αντιμετωπίζεται σαν παραβίαση της κομματικής πειθαρχίας…
Η απονέκρωση της εσωκομματικής δημοκρατίας οδηγεί στην απονέκρωση της εργατικής δημοκρατίας γενικά -στα συνδικάτα και σε όλες τις άλλες μη κομματικές μαζικές οργανώσεις.[15]

Σε αυτήν την Πλατφόρμα, η ανάλυση, οι προειδοποιήσεις και οι προτάσεις της Νέας Πορείας έχουν αποκρυσταλλωθεί σε προγραμματικά αιτήματα: προετοιμασία για το δέκατο πέμπτο συνέδριο πάνω στη βάση αληθινής εσωκομματικής δημοκρατίας∙ κάθε σύντροφος και ομάδα συντρόφων να έχουν μια ευκαιρία να υπερασπιστούν την οπτική τους ενώπιον του κόμματος∙ βελτίωση της κοινωνικής σύνθεσης με την υποδοχή στο κόμμα μόνο εργατών από τα εργοστάσια και τους αγρούς∙ προλεταριοποίηση και μείωση του κομματικού μηχανισμού∙ άμεση αποκατάσταση των αποπεμφθέντων Αντιπολιτευόμενων∙ ανασυγκρότηση της Επιτροπής Κεντρικού Ελέγχου ανεξάρτητα από τον μηχανισμό. Όμως, σε αυτό το στάδιο η καταδίκη και τα αιτήματα λειτουργούν ακόμη στο πλαίσιο της πλήρους αφοσίωσης στο Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα και της αποδοχής του πολιτικού του μονοπωλίου.

Εμείς θα παλέψουμε με όλες μας τις δυνάμεις κατά του σχηματισμού δύο κομμάτων, γιατί η δικτατορία του προλεταριάτου απαιτεί ακριβώς ως πυρήνα της ένα μοναδικό προλεταριακό κόμμα.[16]

To 1933, μετά την παράλυση της Κομιντέρν μπροστά στον Χίτλερ (δες παρακάτω) και την ολοκληρωτική εκκαθάριση κάθε αντιπολίτευσης και κριτικής στη Ρωσία, ο Τρότσκι εγκατέλειψε αυτόν τον τελευταίο περιορισμό. Διακηρύσσοντας ότι το Μπολσεβίκικο Κόμμα του Λένιν είχε καταστραφεί πλήρως από το Σταλινισμό, απεύθυνε έκκληση για την οικοδόμηση επαναστατικών κομμάτων από την αρχή και την ανατροπή της γραφειοκρατίας με πολιτική επανάσταση. Στα 1936, στο μείζον έργο του Η Προδομένη Επανάσταση, ο Τρότσκι ήταν ικανός να κάνει μια τελείως αδιαμφισβήτητη παρουσίαση των απόψεών του για την κομματική δημοκρατία.

Το εσωτερικό καθεστώς του Μπολσεβίκικου κόμματος χαρακτηριζόταν από τη μέθοδο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Ο συνδυασμός αυτών των δύο εννοιών, της δημοκρατίας και του συγκεντρωτισμού, δεν είναι ούτε στο ελάχιστο αντιφατικός. Το κόμμα φρόντιζε προσεκτικά όχι μόνο ώστε τα σύνορά του να ήταν πάντοτε αυστηρά καθορισμένα, μα επίσης ώστε όλοι εκείνοι που εισέρχονταν σ’αυτά τα σύνορα να απολάμβαναν το πραγματικό δικαίωμα καθορισμού της κατεύθυνσης της κομματικής πολιτικής. Η ελευθερία κριτικής και η ιδεολογική πάλη ήταν το αμετάκλητο περιεχόμενο της κομματικής δημοκρατίας. Το παρόν δόγμα ότι ο Μπολσεβικισμός δεν ανέχεται τις φράξιες είναι ένας μύθος της εποχής της παρακμής. Στην πραγματικότητα, η ιστορία του Μπολσεβικισμού είναι μια ιστορία διαπάλης φραξιών. Και, όντως, πώς θα μπορούσε ένας αυθεντικά επαναστατικός οργανισμός, που θέτει στον εαυτό του την αποστολή της ανατροπής του κόσμου και της ενοποίησης κάτω από το λάβαρό του των πιο τολμηρών εικονομάχων, αγωνιστών και επαναστατών, να ζήσει και ν’αναπτυχθεί χωρίς ιδεολογικές διαμάχες, χωρίς ομαδοποιήσεις και προσωρινούς φραξιονιστικούς σχηματισμούς; Η διορατικότητα της Μπολσεβίκικης ηγεσίας συχνά κατέστησε εφικτό να απαλύνει τις συγκρούσεις και να βραχύνει τη διάρκεια της φραξιονιστικής πάλης, αλλά τίποτε περισσότερο από αυτό. Η Κεντρική Επιτροπή βασιζόταν πάνω σε αυτή την αναβράζουσα δημοκρατική υποστήριξη. Από αυτήν αποκόμιζε την τόλμη να παίρνει αποφάσεις και να δίνει εντολές. Η καταφανής ορθότητα της ηγεσίας σε όλα τα κρίσιμα στάδια, ήταν αυτή που της έδινε το υψηλό κύρος που αποτελεί το ανεκτίμητο ηθικό κεφάλαιο του συγκεντρωτισμού.
Το καθεστώς του Μπολσεβίκικου κόμματος, ειδικά πριν έρθει στην εξουσία, έστεκε λοιπόν σε πλήρη αντίθεση με το καθεστώς των τωρινών τμημάτων της Κομμουνιστικής Διεθνούς, με τους διορισμένους από τα πάνω «ηγέτες» τους, που εκτελούν ολοκληρωτικές μεταστροφές πολιτικής με την πρώτη διαταγή, με τον ανεξέλεγκτο μηχανισμό τους, υπεροπτικό στην συμπεριφορά του προς τη βάση, δουλοπρεπή στη συμπεριφορά του προς το Κρεμλίνο.[17]

Ο Τρότσκι δεν αποκαθιστά μόνον την αρχική Μπολσεβίκικη θέση για τις φράξιες, μα επίσης έρχεται σε ρήξη με το δόγμα του μονοκομματικού κράτους.

Στην αρχή, το κόμμα ευχόταν κι έλπιζε να διατηρήσει την ελευθερία της πολιτικής πάλης μέσα στο πλαίσιο των σοβιέτ. Ο εμφύλιος πόλεμος εισήγαγε άκαμπτες τροποποιήσεις σε αυτόν τον υπολογισμό. Τα αντιπολιτευόμενα κόμματα απαγορεύτηκαν το ένα μετά το άλλο. Αυτό το μέτρο, προφανώς σε σύγκρουση με το πνεύμα της σοβιετικής δημοκρατίας, οι ηγέτες του Μπολσεβικισμού το θεωρούσαν όχι ως μια αρχή, αλλά ως μια επεισοδιακή πράξη αυτοάμυνας.[18]

[Ο Τρότσκι -ΣτΜ] απορρίπτει την ταύτιση της ταξικής δικτατορίας με την κομματική δικτατορία.

Από τη στιγμή που η τάξη έχει πολλά «κομμάτια» -μερικά κοιτούν μπροστά και μερικά πίσω- η μία και αυτή τάξη μπορεί ίσως να δημιουργήσει αρκετά κόμματα. Για τον ίδιο λόγο, ένα κόμμα μπορεί να στηρίζεται σε μέρη διαφορετικών τάξεων. Κανένα παράδειγμα ενός μοναδικού κόμματος που ν’αντιστοιχεί σε μία μόνο τάξη δεν πρόκειται να βρεθεί σε ολόκληρη την πορεία της πολιτικής ιστορίας -με την προϋπόθεση βέβαια ότι δε λογαριάζεις την αστυνομική παρουσίαση για πραγματικότητα.[19]

Και το πρόγραμμα του 1938 της Τέταρτης Διεθνούς δηλώνει πως «Ο εκδημοκρατισμός των σοβιέτ είναι αδύνατος χωρίς νομιμοποίηση των σοβιετικών κομμάτων. Οι εργάτες και οι αγρότες οι ίδιοι θα υποδείξουν με την δική τους ελεύθερη ψήφο ποια κόμματα αναγνωρίζουν ως σοβιετικά κόμματα.» [20] 
Όταν κάποιος κάνει μια επισκόπηση της καταγεγραμμένης πάλης του Τρότσκι για εργατική δημοκρατία μέσα στο Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το Ρωσικό κράτος, είναι φανερό ότι αυτός έκανε πολλά λάθη. Με το πλεονέκτημα της υστερινής γνώσης μπορεί κανείς να πει πως θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει την αντίστασή του νωρίτερα, πως υπήρχαν στιγμές που έκανε την ανάγκη φιλοτιμία, πως στα 1923-24 θα έπρεπε να είχε πολεμήσει πιο ενεργητικά και σταθερά, πως θα έπρεπε να απευθυνθεί γρηγορότερα στη βάση του κόμματος και γρηγορότερα στη μάζα των ίδιων των εργατών. Πολλές από αυτές τις κριτικές είναι ίσως δικαιολογημένες, μα είναι εξίσου μονόπλευρες γιατί παραγνωρίζουν τις πελώριες δυσκολίες της κατάστασης που αντίκριζε ο Τρότσκι, συγκεκριμένα τη βαθιά παθητικότητα των Ρώσων εργατών, συμπεριλαμβανομένης της μάζας των κομματικών μελών, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Επίσης, ο Τρότσκι ξεκάθαρα θεωρούσε καθήκον των επαναστατών, εν απουσία οποιασδήποτε υπαρκτής εναλλακτικής, να παραμείνουν πιστοί στο κόμμα της επανάστασης ως την έσχατη δυνατή στιγμή. Αυτή ήταν μια βαρύνουσα θεώρηση, πολύ πιο εύκολο να αποκρουστεί όταν ο εκφυλισμός έχει ολοκληρώσει την πορεία του, παρά στη μέση του αγώνα. Μια ισορροπημένη άποψη πρέπει να αναγνωρίσει το πελώριο επίτευγμα του Τρότσκι να υπερασπιστεί και να διατηρήσει τη μαρξιστική και Λενινιστική παράδοση της κομματικής δημοκρατίας, του κόμματος ως ενός συλλογικού και ζωντανού οργανισμού, εναντίον εξαιρετικά δυσοίωνων προγνωστικών και χωρίς να καταρρεύσει, όπως έκαναν τόσοι άλλοι, με την σοσιαλδημοκρατική είτε την αναρχική απόρριψη του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και του κόμματος πρωτοπορίας.

2. Η στρατηγική των διεθνών Κομμουνιστικών Κομμάτων

Η θεωρία του σοσιαλισμού σε μία χώρα πρωτοδιακηρύχθηκε απ’τον Στάλιν το φθινόπωρο του 1924 σε πλήρη παράβαση όλων των παραδόσεων του μαρξισμού. Οι πιο άμεσες συνέπειές της δεν ήταν στην ίδια τη Ρωσία, μα στην Κομμουνιστική Διεθνή και τη στρατηγική των κομμουνιστικών κομμάτων σε όλο τον κόσμο. Καθόσον η επιβίωση της Ρώσικης Επανάστασης συνδεόταν με την επιτυχία της παγκόσμιας επανάστασης, ο πιο χειροπιαστός τύπος αλληλεγγύης στη Ρωσία και το πρώτο καθήκον κάθε «ξένου» κόμματος ήταν να κάνει την επανάσταση στη δικιά του χώρα. Όμως, αφότου λογίστηκε εφικτό το χτίσιμο του σοσιαλισμού μόνο στη Ρωσία , η παγκόσμια επανάσταση έγινε όχι αναγκαιότητα μα προαιρετικό μπόνους κι ο ρόλος της Κομιντέρν, στα μάτια της Μόσχας, μετατράπηκε για να διασφαλίσει ότι τίποτε ανάρμοστο δε θα διέκοπτε αυτή τη διαδικασία «σοσιαλιστικής» οικοδόμησης. Κατ’αυτόν τον τρόπο, τα ΚΚ μετασχηματίστηκαν από αντιπρόσωπους της επανάστασης της εργατικής τάξης σε αντιπρόσωπους της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσικής γραφειοκρατίας. Αυτός ο μετασχηματισμός αναπόφευκτα σήμαινε μια σειρά αναθεωρήσεων κι εκτροπών από τις Λενινιστικές παραδόσεις της επαναστατικής πολιτικής. Ο κύριος υπερασπιστής εκείνων των παραδόσεων ήταν ο Λέον Τρότσκι.[21]
Είναι αδύνατο να διαπραγματευθούμε εδώ όλα τα ζητήματα κομματικής στρατηγικής πάνω στα οποία ο Τρότσκι συγκρούστηκε με τον Στάλιν, αλλά τέσσερα παραδείγματα θα εξυπηρετήσουν τη διαφώτιση της συνεισφοράς του Τρότσκι στη θεωρία του κόμματος σ’αυτή τη σφαίρα.
Ο Τρότσκι αντιτάχθηκε από την αρχή στην πολιτική του Στάλιν ότι το Κινέζικο ΚΚ όφειλε να υποταχθεί στο αστικό εθνικιστικό Κουόμινταγκ, που οδήγησε στην αιματηρή ήττα της Κινέζικης επανάστασης το 1927. Αυτός επέμενε συνεχώς πάνω στη Λενινιστική αρχή της πλήρους οργανωτικής και πολιτικής αυτονομίας του επαναστατικού κόμματος.
Εξίσου αντιτάχθηκε στη συνεργασία με την ηγεσία της TUC μέσω της Αγγλοσοβιετικής Επιτροπής Συνδικάτων που μοιραία διακύβευσε την ανεξαρτησία του Βρετανικού ΚΚ και το άφησε χωρίς κριτική απέναντι στους «αριστερούς» συνδικαλιστές ηγέτες που πρόδωσαν τη Γενική Απεργία*.
Ο Τρότσκι επίσης στοιχειοθέτησε μια λαμπρή και προφητική κριτική της Σταλινικής πολιτικής στη Γερμανία στα 1929-33. Το KPD, έχοντας υιοθετήσει τη θεωρία του Στάλιν περί «σοσιαλφασισμού», αντιμετώπισε τους σοσιαλδημοκράτες ως τον κύριο αντίπαλο και υποτίμησε την απειλή του φασισμού. Εναντίον αυτής της καταστροφικής πολιτικής ο Τρότσκι επέμεινε στην επείγουσα ανάγκη για ένα ενιαίο μέτωπο των κομμάτων της εργατικής τάξης κατά του Χίτλερ.
Τέλος, ο Τρότσκι κατάδειξε τη θανάσιμη αδυναμία της στρατηγικής του Λαϊκού Μετώπου που υιοθετήθηκε το 1934, η οποία έδεσε την εργατική τάξη και το κόμμα της στη μπουρζουαζία και οδήγησε σε περαιτέρω ήττες στην Ισπανία και τη Γαλλία. [22] Αυτή η κριτική είναι ιδιαίτερα σχετική με το σήμερα, καθώς κάποια παραλλαγή λαϊκού μετώπου αποτελεί τώρα την πολιτική σχεδόν κάθε ΚΚ σε όλο τον κόσμο και έχουμε πρόσφατα δει τις εντελώς τραγικές της συνέπειες στη Χιλή.
Παρμένη συνολικά, η Σταλινική περίοδος συνέστησε μια συντηρούμενη διαστρέβλωση και παραμόρφωση της Λενινιστικής θεωρίας του κόμματος σε σημείο που μετασχηματίστηκε στο αντίθετό της. Από μια θεωρία επιλογής και οργάνωσης της επαναστατικής πρωτοπορίας του προλεταριάτου, έγινε ένας μύθος περί του αλάθητου [της ηγεσίας -ΣτΜ], που εξυπηρετούσε τη δικαιολόγηση κάθε μορφής γραφειοκρατικής χειραγώγησης και κυνικής προδοσίας. Τόσο πετυχημένη ήταν αυτή η επιχείρηση, που Λενινιστικές και Σταλινικές θεωρίες για το κόμμα, τόσο διαφορετικές στην πράξη, έφτασαν γενικά να ταυτίζονται στα μάτια του κοινού σαν μία και η αυτή. Αν δεν ήταν η ακούραστη εργασία του Τρότσκι, αυτή η ταύτιση θα μπορούσε πολύ καλά να περάσει σχεδόν ως αδιαφιλονίκητη στο μαρξιστικό κίνημα κι ο γνήσιος Λενινισμός θα ήταν θαμμένος κάτω από ένα βουνό ψεμάτων.

Β. Η Τέταρτη Διεθνής

Η υπεράσπιση της θεωρίας του Λένιν για το κόμμα από τον Τρότσκι ως αναπόσπαστο κομμάτι της από μέρους του υπεράσπισης του μαρξισμού και του Λενινισμού συνολικά, υπήρξε ένα τεράστιο επίτευγμα, αλλά όχι ένα με το οποίο θα εφησύχαζε ευχαριστημένος. Από το γύρισμα του αιώνα είχε αφοσιωθεί την διεθνή προλεταριακή επανάσταση και αφού πείστηκε πως η Σταλινοποιημένη Κομμουνιστική Διεθνής δε μπορούσε πλέον να πετύχει αυτό το σκοπό, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αποπειραθεί να χτίσει μια νέα οργάνωση ο ίδιος. Ήταν η ολοκληρωτική κατάρρευση του KPD μπροστά στον Χίτλερ και η αποτυχία έστω κι ενός τμήματος της Κομιντέρν να διαμαρτυρηθεί για την επίσημη γραμμή, που τελικά έκαναν τον Τρότσκι να αποφασίσει να πάρει αυτό το δρόμο.

Μια οργάνωση που δεν αφυπνίστηκε από τη βροντή του φασισμού και που υποτάσσεται πειθήνια σε τέτοιες εξοργιστικές ενέργειες της γραφειοκρατίας, αποδεικνύει με αυτόν τον τρόπο ότι είναι νεκρή και δε μπορεί ν’αναστηθεί.[23]

Ακριβώς όπως ο Λένιν, μετά την συνθηκολόγηση της Δεύτερης Διεθνούς στις 4 Αυγούστου 1914, άμεσα συντάχθηκε υπέρ μιας Τρίτης Διεθνούς, έτσι κι ο Τρότσκι το 1933 απεύθυνε την έκκληση για την Τέταρτη Διεθνή.

1. Ο αγώνας για την Τέταρτη Διεθνή

Η υποστήριξη στον Τρότσκι ήταν πολύ περιορισμένη στα 1933 και δε μπορούσε να υπάρξει κανένα ζήτημα άμεσης εγκαθίδρυσης της νέας διεθνούς. Αντί γι’αυτό έπρεπε να χτιστεί βαθμιαία. Δυστυχώς οι αντικειμενικές περιστάσεις για κάτι τέτοιο ήταν ακραία αντίξοες. Ο Λένιν, αν και εξαιρετικά απομονωμένος κατά την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, είχε τουλάχιστον το πλεονέκτημα μιας συμπαγούς εθνικής βάσης στη μορφή του Μπολσεβίκικου κόμματος. Ακόμη κι έτσι, δεν ήταν παρά δυο χρόνια μετά τη νίκη της Ρώσικης Επανάστασης που μπόρεσε να ιδρυθεί η Τρίτη Διεθνής. Ο Τρότσκι δεν είχε καμία τέτοια βάση, ούτε και προοριζόταν να δει μια δεύτερη νίκη της προλεταριακής επανάστασης στη διάρκεια της ζωής του. Αντίθετα, η δεκαετία του 1930 ήταν μια περίοδος πολύ βαριών ηττών για την εργατική τάξη, ξεκινώντας με τη συντριβή του Γερμανικού προλεταριάτου (την πιο ολοκληρωτική και ντροπιαστική ήττα μαχητικής, πολιτικά συνειδητής εργατικής τάξης στην ιστορία). Φασιστικά ή παρόμοια καθεστώτα είχαν ήδη κυριαρχήσει στο κέντρο της Ευρώπης και μετά ακολούθησε ο θρίαμβος του Φράνκο στην Ισπανία. Εν τω μεταξύ, από την αρχή ως το τέλος της δεκαετίας, η ύφεση και η μακροχρόνια ανεργία εξαντλούσε την αγωνιστική δύναμη και αδυνάτιζε τις οργανώσεις των εργατών παντού.
Επιπρόσθετα σ’αυτή τη γενική εικόνα μαύρης αντίδρασης, υπήρχαν ορισμένοι ειδικοί παράγοντες που δούλευαν κατά του μεγαλώματος του Τροτσκισμού. Η φοβερή απειλή του φασισμού δημιουργούσε μια τεράστια πίεση ανάμεσα στους εργάτες για να σφίξουν τις γραμμές τους, για ενότητα εμπρός στον εχθρό και εναντίον νέων διασπάσεων. Συνδυασμένη με αυτήν την πίεση για ενότητα ήταν η αίσθηση της ανάγκης να υπάρχει κάποιος σύμμαχος, κάποια μεγάλη στρατιωτική δύναμη για να σταθεί απέναντι στον Χίτλερ κι αυτό βέβαια σήμαινε τη Σοβιετική Ρωσία. Το να εγκαταλείψεις τη ρώμη του Στάλιν για τις μικροσκοπικές δυνάμεις του Τροτσκισμού ήταν στο έπακρο δύσκολο. Με αυτό τον τρόπο ο Χίτλερ βοήθησε στην πράξη το Στάλιν και το Σταλινισμό μέσα στο εργατικό κίνημα.
Ύστερα υπήρχε το γεγονός ότι ο Τρότσκι υπέστη μια χωρίς ιστορικό προηγούμενο σπίλωση και κατασυκοφάντηση μέσα στο εργατικό κίνημα. Η κατηγορία ότι ο Τρότσκι και όλοι οι άλλοι κατηγορούμενοι στις Δίκες της Μόσχας** ήταν πράκτορες του Χίτλερ και του Μικάδο*** είναι και ήταν καταφανώς παράλογη κι ωστόσο η ισχύς του «μεγάλου ψέματος» ήταν τέτοια που εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο την πίστεψαν. Ούτε κι ήταν μόνο οι σκληροί κομμουνιστές που αποδέχτηκαν τη φασιστική δυσφήμηση του Τρότσκι. Πολλοί Δυτικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι, με παράδειγμα τον Ρομέν Ρολλάντ, προσέφεραν τις φωνές τους στην κατηγορία. Άλλοι, όπως ο Μπέρναρντ Σω ή ο Αντρέ Μαλρώ, νιώθοντας την πίεση του λαϊκού μετώπου, επαμφοτέριζαν ή έμεναν σιωπηλοί. Έτσι, η μεγάλη πλεκτάνη του Στάλιν υπήρξε, βραχυπρόθεσμα, πολύ επιτυχής. Σε πρώτη φάση εξασφάλισε ότι μόνο εκείνοι με υπολογίσιμη δύναμη χαρακτήρα, ικανοί να αντέξουν τις συνεχείς αποκηρύξεις κι εξυβρίσεις, θα προσχωρούσαν στον Τροτσκισμό. Δεύτερον, δημιούργησε ένα θεόρατο φράγμα μεταξύ των Τροτσκιστών, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων με το πιο υποδειγματικό επαναστατικό ιστορικό και των πολιτικά συνειδητών εργατών, αποστερώντας τους [πρώτους -ΣτΜ] μια τίμια ακρόαση της θέσης τους. Η κριτική, όσο καλά και να είναι βασισμένη, είναι απίθανο να εισακουστεί αν πιστεύεται ότι έρχεται από έναν «φασίστα πράκτορα».
Τέλος, υπήρχε το απλό γεγονός ότι ήταν υπερβολικά δύσκολο να πείσεις τους ανθρώπους πως ήταν απαραίτητο να ξεκινήσουν πάλι απ’την αρχή, τόσο σύντομα μετά την εγκαθίδρυση της Τρίτης Διεθνούς. Ο Τρότσκι έκφρασε την κατάσταση ως εξής:

Δεν προοδεύουμε πολιτικά. Ναι, είναι ένα γεγονός που αποτελεί έκφραση μιας γενικής αποσύνθεσης των εργατικών κινημάτων τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια… Η κατάστασή μας τώρα είναι ασύγκριτα δυσκολότερη από εκείνη κάθε άλλης οργάνωσης οποιαδήποτε άλλη στιγμή, επειδή έχουμε την τρομερή προδοσία της Δεύτερης Διεθνούς. Ο εκφυλισμός της Τρίτης Διεθνούς αναπτύχθηκε τόσο γρήγορα και τόσο αναπάντεχα που η ίδια γενιά που άκουσε για τον σχηματισμό της, τώρα μας ακούει και λέει «Αλλά τα έχουμε ήδη ακούσει αυτά μία φορά».[24]

Η επίπτωση αυτής της φρικτά δύσκολης κατάστασης ήταν ότι το Τροτσκιστικό κίνημα επισφραγίστηκε με τρία χαρακτηριστικά. Πρώτο, ήταν εξαιρετικά μικρό, αποτελούμενο σε πολλές χώρες από χούφτες ανθρώπων μονάχα. Δεύτερο, ήταν καταβλητικά μικροαστικό σε κοινωνική σύνθεση. Τρίτο, ήταν, τουλάχιστον στις ανώτερες βαθμίδες του, μια οργάνωση εξόριστων –όχι απαραίτητα εξόριστων από τις χώρες τους, αν και αυτό ήταν αλήθεια για μερικούς, αλλά εξόριστων από τη θετή τους πατρίδα, το μαζικό εργατικό κίνημα. Λοιπόν, μικρές ομάδες πάντα διασπώνται πιο εύκολα και πιο συχνά από μεγάλα κόμματα, καθώς διακινδυνεύουν να χάσουν πολύ λιγότερα. Μικροαστοί διανοούμενοι είναι πάντα πιο επιρρεπείς στο φραξιονισμό απ’ότι οι εργάτες. «Όλοι οι άνθρωποι αυτού του τύπου» έγραφε ο Αμερικανός Τροτσκιστής ηγέτης, Τζ.Π.Κάνον, «έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τους αρέσει να συζητάνε τα πράγματα χωρίς όριο και τέλος.» [25] Και η πολιτική της εξορίας είναι διαβόητη για τις ίντριγκες και τα σκάνδαλά της. Κατά βάθος αυτά τα φαινόμενα έχουν όλα την ίδια αιτία -την απομόνωση από τη μεγάλη πειθαρχική δύναμη της ταξικής πάλης- και το κίνημα της Τέταρτης Διεθνούς υπέφερε θλιβερά από όλα αυτά. Απ’την αρχή ο Τροτσκισμός μαστιζόταν από φραξιονισμό, διασπάσεις και ακραίο σεκταρισμό.
Ο Τρότσκι πάλεψε όσο καλύτερα μπορούσε για να σπάσει αυτό το απελπιστικό περιβάλλον και να βρει ένα τρόπο ώστε το κίνημά του να φτάσει στους εργάτες. Αρχικά προσανατόλισε τους οπαδούς τους προς το μέρος των ποικίλων αριστερών, σοσιαλδημοκρατικών και κεντριστικών ομάδων (όπως το Βρετανικό ILP και το Γερμανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα) που ήταν ανεξάρτητα από τη Δεύτερη και την Τρίτη Διεθνή, με την ελπίδα ότι έτσι θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένα καινούργιο Τσίμμερβαλντ. [26] Έπειτα τους κατεύθυνε προς τη βραχυχρόνια είσοδο σε μαζικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και τους ξαναοδήγησε έξω από αυτά. [27] Στα 1937 και πάλι στα 1939, ο Τρότσκι πρότεινε στο Αμερικανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα την αποπομπή μικροαστικών μελών που αποτύγχαναν να στρατολογήσουν εργάτες στο κόμμα.[28] Όμως όλα αυτά ήταν μάταια. Κάθε νέα τακτική προκαλούσε νέες διασπάσεις και καθεμία αποτύγχανε να πετύχει το στόχο της. Το Τροτσκιστικό κίνημα ποτέ δεν κατάφερε ούτε να στρατολογήσει ένα σοβαρό αριθμό εργατών, ούτε να γίνει οργανικό κομμάτι του εργατικού κινήματος.
Το ερώτημα που πρέπει τώρα να θέσουμε είναι: ποια ήταν η συνέπεια όλων αυτών των συνθηκών στη θεωρία του Τρότσκι για το κόμμα; Γιατί, παρόλο που είναι δυνατό για τον θεωρητικό να αντισταθεί στον αποθαρρυντικό αντίκτυπο αντίξοων γεγονότων, εμμένοντας σταθερά στα θεωρητικά αποκτήματα του παρελθόντος και στα περασμένα υψηλά σημεία του κινήματος, όπως έκανε ο Λένιν κατά τη διάρκεια της Στολιπινικής αντίδρασης**** στη Ρωσία και όπως έκανε κι ο Τρότσκι αργότερα, μολοντούτο είναι αδύνατο για τη θεωρία να μείνει τελείως ανεπηρέαστη από την πρακτική. Έτσι έγινε και με τον Τρότσκι. Το διάπλατο χάσμα μεταξύ των τεράστιων απαιτήσεων της κατάστασης και των αξιοθρήνητα ανίσχυρων δυνάμεων που επιστράτευε για να τις ικανοποιήσει, οδήγησε τον Τρότσκι όχι μόνο σε μια μεγαλοποίηση της βιωσιμότητας και της δύναμης του μικροσκοπικού οργανισμού του. Επίσης παραπλανήθηκε στην θεωρητική του υπερεκτίμηση του ρόλου που μπορούσε να παιχτεί από μια διεθνή ηγεσία αποκομμένη από τις μάζες και στην υποκατάσταση του κόμματος ως ενσάρκωσης της πραγματικής πρωτοπορίας του προλεταριάτου και ως γενικευτή των εμπειριών της εργατικής τάξης εν μέσω μεγάλων γεγονότων, από ένα κομματικό πρόγραμμα σχεδιασμένο στο περιθώριο της ταξικής πάλης. Αυτά τα σημεία μπορούν να διευκρινιστούν καλύτερα, εξετάζοντας την απόφαση πρακτικής ίδρυσης της Τέταρτης Διεθνούς που πάρθηκε το 1938 και τις προοπτικές που τη συνόδευαν.

2. Η θεωρητική βάση της Τέταρτης Διεθνούς

Το πιο χτυπητό στοιχείο της Τέταρτης Διεθνούς ήταν η αντίθεση που εμφάνιζε με τις πρώτες εργατικές Διεθνείς. Η ιδρυτική συνδιάσκεψη ήταν μια αξιολύπητη συνάθροιση, συγκρινόμενη με εκείνες των προκατόχων της. Διεξαγμένη μυστικά στη Γαλλία στο σπίτι του παλιού φίλου του Τρότσκι, Αλφρέντ Ροσμέρ, η συνδιάσκεψη διήρκεσε μόνο μια μέρα και παρακολουθήθηκε από 21 μόνο απεσταλμένους. Αυτοί οι απεσταλμένοι ισχυρίζονταν ότι εκπροσωπούσαν οργανώσεις σε 11 χώρες, αλλά οι περισσότερες από αυτές τις οργανώσεις ήταν οι μικροσκοπικότερες των σεκτών και μία, η αποκαλούμενη «Ρωσικό τμήμα», ήταν πλήρης φαντασίωση και εκπροσωπούταν από έναν πράκτορα της GPU***** (Ετιέν). Μόνο ο Μαξ Σάχτμαν, ο Αμερικανός απεσταλμένος, ερχόταν από ένα τμήμα με πάνω από δυο εκατοντάδες μέλη. Το 1935 ο Τρότσκι είχε αποκηρύξει ως «ένα ηλίθιο κουτσομπολιό» την ιδέα ότι «οι Τροτσκιστές θέλουν να ανακηρύξουν την Τέταρτη Διεθνή την επόμενη Πέμπτη».[29] Γιατί λοιπόν, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία σημαντική μεγέθυνση στο κίνημά του, μολαταύτα ο Τρότσκι προχώρησε με αυτήν την ανακήρυξη;
Η απάντηση έγκειται στη θεωρία του Τρότσκι περί «κρίσης ηγεσίας» του προλεταριάτου. Ήταν η πεποίθηση του Τρότσκι ότι και ο καπιταλισμός και ο Σταλινισμός είχαν φτάσει σε αδιέξοδο ανυπόφορο. Η επιτυχής για όλη την ανθρωπότητα επίλυση αυτής της κρίσης εξαρτιόταν εξολοκλήρου απ’την ανάδειξη μιας νέας επαναστατικής ηγεσίας. Στις αναπότρεπτα επερχόμενες επαναστατικές καταστάσεις ο κρίσιμος παράγοντας θα ήταν η ποιότητα της επαναστατικής ηγεσίας κι εξίσου σε τέτοιες καταστάσεις θα ήταν εφικτό για αρχικά πάρα πολύ μικρές οργανώσεις να κερδίσουν μια μάζα ταχύρρυθμα, ακολουθώντας και ασκώντας αποφασιστική επιρροή στα συντελούμενα.
Το πρόγραμμα που υιοθετήθηκε στην ιδρυτική συνδιάσκεψη, Η Επιθανάτια Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς, ανοίγει ως εξής:

Η παγκόσμια πολιτική κατάσταση συνολικά, χαρακτηρίζεται πρωταρχικά από μια ιστορική κρίση ηγεσίας του προλεταριάτου… Οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την προλεταριακή επανάσταση δεν έχουν μόνο «ωριμάσει»∙ έχουν αρχίσει κάπως να σαπίζουν. Χωρίς μια σοσιαλιστική επανάσταση, κι αυτό την επόμενη ιστορική περίοδο, η καταστροφή απειλεί όλο τον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Είναι τώρα η σειρά του προλεταριάτου δηλ. πρωταρχικά της επαναστατικής του πρωτοπορίας. Η ιστορική κρίση της ανθρωπότητας έχει αναχθεί στην κρίση για την επαναστατική ηγεσία.[30]

Η «κρίση ηγεσίας» ήταν απόσταγμα της επαναστατικής πείρας μιας ολόκληρης εποχής, από το θετικό παράδειγμα του Οκτώβρη του 1917 ως τα αρνητικά παραδείγματα της Ουγγαρίας του 1919, της Ιταλίας του 1920, της Γερμανίας του 1923 και 1933, της Κίνας του 1925-27 και της Ισπανίας του 1931-37. Όμως αυτή η «γενική» ορθότητα της θεωρίας δεν εξαντλεί το πρόβλημα. Ο Τρότσκι ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν ισχυρίστηκε ότι η ηγεσία δημιούργησε ή «έκανε» την επανάσταση (όπως για παράδειγμα έχουν προτείνει μερικοί Γκεβαριστές), παρά μόνο ότι ήταν ένας αποφασιστικός «κρίκος» στην αλυσίδα των γεγονότων, με τα άλλα πρωτεύοντα συστατικά μέρη της αλυσίδας να είναι η αντικειμενική οικονομική και πολιτική κρίση του καπιταλισμού, η μαζική άνοδος της εργατικής τάξης και η ύπαρξη ενός καλά προετοιμασμένου επαναστατικού κόμματος. Όμως, χωρίς αυτήν την αλυσίδα «η ηγεσία» θα ήταν απομονωμένη, κρεμάμενη στο κενό και σχετικά ανίσχυρη κι η θέση της θα ήταν χειρότερη στο βαθμό που είχε μια παραφουσκωμένη ή εσφαλμένη εικόνα για τις δικές της δυνατότητες και σπουδαιότητα. Το πρόβλημα για τον Τρότσκι ήταν ότι όταν το Σεπτέμβρη του 1938 ίδρυσε την Τέταρτη Διεθνή (Παγκόσμιο Κόμμα της Σοσιαλιστικής Επανάστασης), δεν υπήρχαν ζωτικοί κρίκοι της αλυσίδας. Δεν υπήρχε ούτε μια άνοδος της εργατικής τάξης, ούτε ένα συμπαγώς θεμελιωμένο επαναστατικό κόμμα πουθενά στον κόσμο.
Ο Τρότσκι είχε φυσικά οξεία επίγνωση αυτού του πράγματος. «Έλυσε» το πρόβλημα με μια σειρά προβλέψεων στις οποίες προεκτιμούσε την αναπόφευκτη ανάδειξη των συστατικών κρίκων της επαναστατικής αλυσίδας στο κοντινό μέλλον.
Πρώτον, πίστευε ότι ο καπιταλισμός είχε μπει στην τελική του κρίση. «Το οικονομικό προαπαιτούμενο για την προλεταριακή επανάσταση έχει ήδη επιτύχει γενικά το ύψιστο σημείο πραγμάτωσης που μπορεί να υπάρξει στον καπιταλισμό. Οι παραγωγικές δυνάμεις της ανθρωπότητας λιμνάζουν.» [31] Η κατάσταση ήταν τέτοια που δε μπορούσε να υπάρξει «καμία συζήτηση για συστηματικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και ανύψωση των βιοτικών συνθηκών των μαζών», [32] ως συνέπεια του οποίου η σοσιαλδημοκρατία υποσκαπτόταν θανάσιμα.
Δεύτερον, έβλεπε τον επικείμενο παγκόσμιο πόλεμο να αποδεσμεύει, όπως ο προηγούμενός του αλλά περισσότερο, ένα πελώριο επαναστατικό κύμα: «Οι δεύτερες γέννες είναι συνήθως πιο εύκολες από τις πρώτες. Στον καινούργιο πόλεμο δε θα είναι αναγκαίο να περιμένουμε δυόμιση ολόκληρα χρόνια για την πρώτη εξέγερση.» [33]
Τρίτον, πίστευε ότι το Σταλινικό καθεστώς στη Ρωσία θα ήταν πολύ ασταθές -«σαν μια πυραμίδα που ισορροπεί στο κεφάλι της»- και ανίκανο να υπομείνει το σοκ του πολέμου. «Εάν δεν παραλύσει από την επανάσταση στη Δύση, ο ιμπεριαλισμός θα σαρώσει το καθεστώς που προέκυψε από την Οκτωβριανή επανάσταση.» [34] Και ενώ ο Τρότσκι υπερασπιζόταν τη Σοβιετική Ένωση, δεν μπορούσε παρά να εκτιμήσει ότι  μια τέτοια ανατροπή θα κατάφερνε ένα θανάσιμο χτύπημα σε αυτό που εκείνος νόμιζε ως την κύρια αντεπαναστατική δύναμη στο εργατικό κίνημα.
Τέταρτο, στη γραμμή του Ιμπεριαλισμού του Λένιν και της δικής του θεωρίας της διαρκούς επανάστασης, νόμιζε ότι οι αποικίες θα ήταν ανίκανες να κερδίσουν την ανεξαρτησία χωρίς μια κατά μέτωπο σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό και, αφού οι εθνικές αστικές τάξεις θα αποτραβιόνταν από αυτή τη σύγκρουση, τα ανερχόμενα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα θα έπρεπε να πάρουν τον δρόμο της σοσιαλιστικής επανάστασης. «Το λάβαρο που δείχνει τον δρόμο στον αγώνα για την απελευθέρωση των αποικιακών και μισο-αποικιακών λαών, δηλ σχεδόν το μισό της ανθρωπότητας, έχει οριστικά περάσει στα χέρια της Τέταρτης Διεθνούς.» [35]
Παρμένο συνολικά, αυτό ισοδυναμούσε με μια προοπτική στην οποία

Η εποχή… που ξεκινά για την Ευρωπαϊκή ανθρωπότητα δε θα αφήσει στο εργατικό κίνημα ούτε ίχνος απ’ό,τι αμφιταλαντευόμενο και γαγγραινώδες υπάρχει… Τα τμήματα της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς θα αποχωρήσουν από τη σκηνή αθόρυβα, το  ένα μετά το άλλο. Είναι αναπόφευκτη μια νέα και μεγαλειώδης αναδιάταξη των γραμμών των εργατών. Τα νεαρά επαναστατικά στελέχη θα πολλαπλασιαστούν.[36]

Για καθεμία από τις προβλέψεις που στοιχειοθέτησαν αυτή την προοπτική υπήρχαν πολλές αποδείξεις, μα το γεγονός παραμένει ότι η καθεμία  τους διαψεύσθηκε από την ιστορία. Οι προετοιμασίες για τον πόλεμο άρχισαν να ανασύρουν τον καπιταλισμό έξω απ’την ύφεση και η έσχατη κρίση του συστήματος που διαγνώστηκε απ’τον Τρότσκι μετατράπηκε μετά τον πόλεμο στην καλύτερα συντηρούμενη και θεαματικότερη άνθηση του συστήματος. Το καθεστώς του Στάλιν δεν κατέρρευσε μέσα στον πόλεμο, αλλά αναδύθηκε νικηφόρο κι έντονα ενισχυμένο, επεκτείνοντας τον έλεγχό του πάνω σ’ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. [37] Μακράν του να «αποχωρήσουν από τη σκηνή αθόρυβα», τα σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα κέρδισαν, στη βάση αυτών των εξελίξεων, νέα παράταση ζωής σε κάθε σημείο της Ευρώπης. Ο ιμπεριαλισμός ήταν ικανός, στο μεγαλύτερο μέρος, να δώσει ανεξαρτησία στις αποικίες μέσω μιας συμφωνίας με τις αποικιακές μπουρζουαζίες, αποκόπτοντας έτσι τη σύνδεση μεταξύ εθνικής απελευθέρωσης και προλεταριακής επανάστασης. Έτσι, η Τέταρτη Διεθνής βρέθηκε σε συνθήκες ξηρασίας.
Ο Τρότσκι είχε προβλέψει:

Κατά τη διάρκεια των επόμενων δέκα ετών το πρόγραμμα της Τέταρτης Διεθνούς θα γίνει ο οδηγός εκατομμυρίων και αυτά τα επαναστατικά εκατομμύρια θα ξέρουν πώς να κάνουν έφοδο σε ουρανούς και γη.[38]

Όμως όταν, δέκα χρόνια μετά, στα 1948, το Δεύτερο Παγκόσμιο Συνέδριο της Τέταρτης Διεθνούς συγκλήθηκε, ακόμη εκπροσωπούσε μόνο πολύ μικρές ομάδες.
Η διάψευση των προβλέψεων του Τρότσκι κατέστησαν την αφηρημένα σωστή θεωρία του περί «κρίσης ηγεσίας» άσχετη με τους πρακτικούς σκοπούς. Όμως, ας υποθέσουμε ότι η προοπτική, στα ουσιώδη της σημεία, είχε αποδειχθεί σωστή∙ θα πήγαιναν όλα καλά; Θα ήταν ικανή η μικροσκοπική Τέταρτη Διεθνής να διεκδικήσει την ηγεσία της εκτυλισσόμενης παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας με αυτοπεποίθηση και να την οδηγήσει στη νίκη; Βέβαια, μια τέτοια ερώτηση, όπως όλα τα ιστορικά «εάν», είναι με τη αυστηρή έννοια αδύνατο να απαντηθεί, μα είναι καθαρό πως τουλάχιστον δύο μείζονα προβλήματα, προερχόμενα από την απόφαση ίδρυσης της Τέταρτης Διεθνούς, θα ανέκυπταν.
Πρώτα, οι Τροτσκιστικές ομάδες ήταν τόσο μικρές και αδύναμες (πολύ πιο αδύναμες, για παράδειγμα, από τους Μπολσεβίκους νωρίς, στα 1903, ή τους Σπαρτακιστές το 1914, ή την ομάδα των Μεζραγιόντσι του Τρότσκι το 1917 [39]) που θα ήταν πολύ δύσκολο για αυτές να κάνουν τους εαυτούς τους αισθητούς στη μέση μιας μεγάλης επαναστατικής ανόδου. Ένα μικρό κόμμα, είναι αλήθεια, μπορεί να μεγαλώσει εκπληκτικά τον καιρό της επανάστασης, αλλά αν δεν κατέχει στην αρχή ορισμένο τουλάχιστον μέγεθος και βιωσιμότητα, είναι πιθανό να καταβληθεί από τα γεγονότα. Αυτή είναι η σημασία της μακρόχρονης εργασίας κομματικής οικοδόμησης την προ-επαναστατική περίοδο. Ο Τρότσκι έλπιζε να ξεπεράσει αυτή τη δυσκολία μέσω ενός συστήματος «μεταβατικών αιτημάτων» που θα καθιστούσαν ικανή μια μικρή ομάδα να σχετιστεί με την πάλη των μαζών και να αποτελέσει την αιχμή του δόρατός τους. Έγραφε:

Το στρατηγικό καθήκον για την επόμενη περίοδο… συνίσταται στο ξεπέρασμα της αντίφασης μεταξύ της ωριμότητας των αντικειμενικών επαναστατικών συνθηκών και της ανωριμότητας του προλεταριάτου και της πρωτοπορίας του… Είναι αναγκαίο να βοηθήσουμε τις μάζες στη διαδικασία της καθημερινής πάλης, να βρουν τη γέφυρα ανάμεσα στα τωρινά αιτήματα και το σοσιαλιστικό πρόγραμμα της επανάστασης. Αυτή η γέφυρα θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα σύστημα μεταβατικών αιτημάτων, που θα εκπηγάζουν από τις σημερινές συνθήκες και θα οδηγούν αταλάντευτα σε ένα τελικό συμπέρασμα∙ την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο.[40]

Αλλά επειδή ο Τρότσκι αποφάσισε να ανακηρύξει την Διεθνή χωρίς να έχει μια βάση στην εργατική τάξη, εξωθήθηκε να σχεδιάσει αυτά τα «μεταβατικά αιτήματα» και να τα διατυπώσει ως παγιωμένο σύστημα, σε απομόνωση από μαζικούς αγώνες και προκαταβολικά. Αυτή ήταν λάθος μέθοδος. Αιτήματα που αληθινά εκπηγάζουν από τη «σημερινή συνείδηση» και πραγματικά οδηγούν στην «κατάκτηση της εξουσίας» δε μπορούν απλά να αντληθούν απ’το κεφάλι ενός θεωρητικού, οσοδήποτε λαμπρού, αλλά πρέπει να προκύψουν από τους αγώνες  των μαζών. Για αυτό όντως απαιτείται ένα κόμμα με ρίζες, που να δρουν σαν διαβιβαστές διπλής κατεύθυνσης μεταξύ εργατών και ηγεσίας. Η Τέταρτη Διεθνής, ωστόσο, ήταν πολύ αδύναμη για να παίξει αυτό το ρόλο. Το «μεταβατικό πρόγραμμα» του Τρότσκι, Η Επιθανάτια Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς, έγινε δεκτό χωρίς τροποποιήσεις και σχεδόν χωρίς συζήτηση, αλλά τα αιτήματά του -για μια κινητή μισθολογική κλίμακα, για το άνοιγμα των βιβλίων μεγάλων επιχειρήσεων, για την εθνικοποίηση των τραπεζών, για τις εργατικές πολιτοφυλακές- δεν υποστηρίχθηκαν ποτέ από τους εργάτες.
Ούτε και είναι δυνατό, όπως υπέθετε ο Τρότσκι, να προβλέψει κανείς με ακρίβεια και να σχεδιάσει προκαταβολικά το πρόγραμμα της επανάστασης. Οι γενικές γραμμές της μάχης μπορούν να σκιαγραφηθούν, αλλά όχι οι ιδιαίτερες μορφές της πάλης κι ωστόσο είναι σε αυτές τις ιδιαίτερες μορφές που συγκεκριμένα αιτήματα πρέπει να βασίζονται. Για να καθοδηγήσουν τη Ρωσική Επανάσταση, οι Μπολσεβίκοι είχαν να αναθεωρήσουν πλήρως το πρόγραμμά τους κι ακόμη και τόσο βασικά συνθήματα σαν τα «Κάτω η Προσωρινή Κυβέρνηση» και «Όλη η Εξουσία στα Σοβιέτ» έπρεπε φορές-φορές να αποσύρονται κι έπειτα να προωθούνται ξανά.
Το δεύτερο πρόβλημα ήταν ότι η προοπτική του Τρότσκι περιλάμβανε μια «νέα και μεγαλειώδη αναδιάταξη των γραμμών των εργατών». Αυτή, αναγκαστικά, θα συνέβαινε μέσα από διασπάσεις στα σοσιαλδημοκρατικά και Σταλινικά κόμμα και μέσα απ’την ανάδυση πολλών νέων επαναστατικών και μισο-επαναστατικών οργανώσεων. Όμως ο Τρότσκι, ιδρύοντας τη Διεθνή πριν αυτές τις εξελίξεις λάβουν χώρα ή έστω ξεκινήσουν, προσπαθούσε να προκαθορίσει αρκετά συγκεκριμένα την οργανωτική μορφή που θα λάμβανε αυτή η αναδιάταξη. Σε τέτοιες περιστάσεις η από τα πριν ύπαρξη μια Διεθνούς σεκτών, με πολλές σεκταριστικές συνήθειες, όπου αυτές οι νέες οργανώσεις και τα κινήματα θα απαιτούνταν να ενταχθούν, πιθανότατα θα συνιστούσε ένα σοβαρό εμπόδιο στη δημιουργία μιας αυθεντικής μαζικής εργατικής Διεθνούς.
Ανασκοπώντας το ζήτημα της Τέταρτης Διεθνούς και της θεωρίας του Τρότσκι για το κόμμα, είναι χρήσιμο να αναφερθούμε σε λόγια που έγραψε το 1928 (απευθυνόμενα εναντίον της Σταλινικής πολιτικής για την Αγγλορωσική Επιτροπή Συνδικάτων):

Είναι το χειρότερο και πιο επικίνδυνο πράγμα αν ένας ελιγμός ανακύπτει από την ανυπόμονη οπορτουνιστική επιδίωξη να ξεπεράσεις την ανάπτυξη του ίδιου σου του κόμματος και να πηδήξεις πάνω από τα αναγκαία στάδια της ανάπτυξής του (είναι ακριβώς εδώ που κανένα στάδιο δεν πρέπει να υπερπηδηθεί). [41]

Η ανακήρυξη της Διεθνούς μπορεί να μην ήταν οπορτουνισμός, αλλά ήταν σίγουρα μια απόπειρα να ξεπεράσει (ο Τρότσκι) την ανάπτυξη του ίδιου του του κόμματος. Ουσιαστικά ήταν μια σπουδαία κίνηση, η ύψωση ενός ακηλίδωτου επαναστατικού λαβάρου. Ως τέτοια έπαιξε το ρόλο της, μαζί με το υπόλοιπο έργο του Τρότσκι, κρατώντας ζωντανή τη φλόγα του ανόθευτου μαρξισμού όταν πήγαινε σχεδόν να σβήσει, μα επίσης κληροδότησε στο Τροτσκιστικό κίνημα μια λανθασμένη οπτική του ρόλου και της φύσης της επαναστατικής ηγεσίας, έναν αριθμό παρανοήσεων γύρω από «το πρόγραμμα» και τα «μεταβατικά αιτήματα» και μια στρατιά από αυταπάτες για τη δική του δύναμη και σπουδαιότητα.

3. Ο εκφυλισμός της Τέταρτης Διεθνούς

Σε αυτό το σημείο έχει σημασία να κοιτάξουμε σύντομα το τι συνέβη στην Τέταρτη Διεθνή μετά το θάνατο του Τρότσκι, καθώς ήταν τότε που τα λάθη των τελευταίων ετών του Τρότσκι αποκαλύφθηκαν. Στα 1938 ο Τρότσκι είχε γράψει:

Κι αν η Διεθνής μας είναι ακόμη αδύναμη σε αριθμούς, είναι δυνατή στις πεποιθήσεις, το πρόγραμμα, την παράδοση, την ασύγκριτη σκληραγώγηση των στελεχών της. Όποιον δεν το κατανοεί αυτό σήμερα εν τω μεταξύ ας παραμερίσει. Αύριο αυτό θα είναι πιο φανερό.[42]

Η υπόλοιπη από την «ηγεσία της Διεθνούς», χωρίς σοβαρή πείρα στο εργατικό κίνημα και χωρίς ανεξάρτητα θεωρητικά επιτεύγματα στο ενεργητικό της, αποδείχθηκε ανίκανη να προσανατολιστεί σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο.
Αποτελεί ένα από τα ελαττώματα μιας Διεθνούς χωρίς βάση, οι «παγκόσμιες» προοπτικές της να αποκλίνουν ακόμη περισσότερο από την πραγματικότητα, χωρίς να υπόκεινται στη δοκιμασία και τον έλεγχο της πράξης και αυτό ακριβώς ήταν που συνέβη. Παρ’όλες τις αποδείξεις περί του αντιθέτου, η ηγεσία της Τέταρτης Διεθνούς προσκολλήθηκε στο πρόγραμμά της και ανακοίνωσε την επιβεβαίωση των προοπτικών της. Κατά καιρούς αυτή η διαδικασία γινόταν γελοία, όπως όταν ο Τζέιμς Π. Κάνον, ηγέτης του Αμερικάνικου Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, έγραφε, έξι μήνες μετά τη μέρα της Ευρωπαϊκής Νίκης******:

Ο Τρότσκι προέβλεψε ότι η μοίρα της Σοβιετικής Ένωσης θα αποφασιζόταν στον πόλεμο. Αυτό παραμένει σταθερή μας πεποίθηση. Μόνο να διαφωνήσουμε μπορούμε με ορισμένους που ασύνετα νομίζουν ότι ο πόλεμος τέλειωσε… Ο πόλεμος δεν τέλειωσε και η επανάσταση που λέγαμε ότι θα προκύψει από τον πόλεμο στην Ευρώπη δεν έχει βγει από την ημερήσια διάταξη.[43]

Σε άλλες περιπτώσεις η τυφλότητα ήταν πιο σοβαρή, όπως όταν ο Ερνέστ Μαντέλ έγραφε το 1946:

Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος να υποθέσουμε πως αντικρίζουμε μια νέα αποχή καπιταλιστικής σταθεροποίησης και ανάπτυξης. Αντίθετα, ο πόλεμος έχει δράσει μόνο για να εντείνει τη δυσαναλογία μεταξύ της αυξημένης παραγωγικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας και της δυνατότητας της παγκόσμιας αγοράς να την απορροφήσει.[44]

Σε μια τέτοια κατάσταση διασπάσεις κι αποστασίες ήταν αναπόφευκτες. Το θέμα που παρήγαγε αυτές τις διασπάσεις και ρήμαξε τη Διεθνή ήταν το «Ρωσικό ζήτημα» και, απορρέοντας από αυτό, το ζήτημα της Ανατολικής Ευρώπης. Για τον Τρότσκι, η Ρωσία παρέμενε ένα εργατικό κράτος λόγω των εθνικοποιημένων της σχέσεων ιδιοκτησίας, αλλά ο ρόλος της Σταλινικής γραφειοκρατίας θεωρούταν ως αντιδραστικός εντός έδρας και αντεπαναστατικός στην παγκόσμια αρένα. Αυτή η τελευταία υπόθεση αποτελούσε στην πραγματικότητα την ιστορική νομιμοποίηση της Τέταρτης Διεθνούς. Η κομμουνιστική κατάκτηση της Ανατολικής Ευρώπης παραλειπόταν τελείως σε αυτή την ανάλυση, αλλά μόλις συνέβη, ένα άλλο ερώτημα ανέκυψε, το οποίο δε μπορούσε να αποφευχθεί και δε μπορούσε να απαντηθεί με αναφορές στο «πρόγραμμα»: ποιος ήταν ο ταξικός χαρακτήρας των Ανατολικοευρωπαϊκών κομμουνιστικών κρατών; Εδώ το Τροτσκιστικό κίνημα εγκλωβίστηκε σε ένα δίλημμα. Εάν τα Ανατολικοευρωπαϊκά κράτη ήταν εργατικά, τότε όχι μόνο κάτι τέτοιο έβγαζε παράλογη την άποψη ότι ο Σταλινισμός ήταν αντεπαναστατικός, μα επίσης αντέφασκε με την μαρξιστική θεωρία της σοσιαλιστικής επανάστασης, καθώς σε σχεδόν όλες τις περιπτώσεις οι εργατικές τάξεις της Ανατολικής Ευρώπης δεν είχαν παίξει κανένα ρόλο στην «απελευθέρωσή» τους. Εάν παρέμεναν καπιταλιστικά, τότε πώς μπορούσε να εξηγηθεί η πλήρης ταύτιση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής τους δομής με εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης; Η μόνη συνεπής με τον επαναστατικό μαρξισμό διέξοδος ήταν να εγκαταλειφθεί ο χαρακτηρισμός της Ρωσίας ως εργατικό κράτος [45], αλλά αυτό θα είχε σημάνει την κατάδηλη αναθεώρηση του ιερού προγράμματος.
Αντί γι’αυτό η Τέταρτη Διεθνής κινήθηκε με ζιγκ-ζαγκ και διασπάσεις. Αρχικά προσπάθησε να διατηρήσει τη θέση των «ουδέτερων κρατών» που ήταν ακόμη καπιταλιστικά, μετά υπό τον αντίκτυπο της διάσπασης Στάλιν-Τίτο το 1948, πέρασε στην συγκαλυμμένα Σταλινική άποψη ότι ο Κόκκινος Στρατός είχε γεννήσει μια σειρά «εκφυλισμένων εργατικών κρατών». Αυτό συνοδεύτηκε από μια οπορτουνιστική απόπειρα να φλερτάρει με τον Στρατάρχη Τίτο και μετά, υπό την ηγεσία του Μισέλ Πάμπλο, από μια πολύ ισχυρή ταλάντευση προς τον Σταλινισμό που κορυφώθηκε με τη θεωρία πως ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος πλησίαζε, μέσα στον οποίο τα Σταλινικά κόμματα θα υποχρεώνονταν να ριζοσπαστικοποιηθούν. Από αυτό ο Πάμπλο εξήγαγε το λογικό συμπέρασμα ότι τα Τροτσκιστικά κόμματα όφειλαν να αυτοδιαλυθούν και να ανακτήσουν τη θέση μιας αριστερής τάσης μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα. Η όλη διαδικασία είχε συνοδευτεί από αναρίθμητες διασπάσεις και αποπομπές, αλλά τώρα μια μείζων διάσπαση επήλθε. Μεγάλα τμήματα της Διεθνούς, καθοδηγημένα από το Αμερικάνικο SWP, αντέδρασαν σε αυτόν τον διαλυτισμό και ήρθαν σε ρήξη με την ηγεσία -αλλά ήταν μονάχα τα συμπεράσματα του Πάμπλο που απορρίφθηκαν, όχι οι συλλογιστικές βάσεις του. Το κίνημα της Διεθνούς που ίδρυσε ο Τρότσκι ήταν τώρα συντρίμμια -θεωρητικά, πολιτικά και οργανωτικά.
Η κατάληξη όλης αυτής της λυπηρής κατάστασης είναι ότι σήμερα υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις οργανώσεις που ισχυρίζονται ότι είναι η Τέταρτη Διεθνής και πολυάριθμοι άλλοι που προσπαθούν να την ανοικοδομήσουν. Στη Βρετανία μόνο, υπάρχουν τώρα περίπου μια ντουζίνα «ορθόδοξων» Τροτσκιστικών ομάδων, όλες εκ των οποίων ισχυρίζονται πίστη στο «ευαγγέλιο» του προγράμματος του 1938.
Φυσικά, η Λενινιστική θεωρία του κόμματος, που επί τόσο καιρό υπερασπιζόταν ο Τρότσκι, δεν έχει παραμείνει άθικτη από αυτόν τον εκφυλισμό του Τροτσκισμού. Ενώ όλες οι Τροτσκιστικές σέκτες υποστηρίζουν το γράμμα αυτής της θεωρίας, το «πνεύμα» της έχει υποστεί δύο είδη αναθεωρήσεων. Η πρώτη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ακραία δογματικός σεκταρισμός. Σε αυτή την παραλλαγή, η οργάνωση, άσχετα πόσο εξόφθαλμη η μηδαμινότητα και ασημαντότητά της, προκηρύσσει και απαιτεί το δικαίωμά της στην ηγεσία της εργατικής τάξης. Αυτοπροσδιορίζεται ως το επαναστατικό κόμμα όχι στη βάση του ρόλου της στην ταξική πάλη, μα στη βάση της κατοχής της «σωστής θεωρίας» και της «σωστής γραμμής» της. Ουσιαστικά το κόμμα θεωρείται ως διακριτό, όχι μόνο από την εργατική τάξη ως σύνολο, μα επίσης και από τους προχωρημένους εργάτες. Εάν, για τον Λένιν, το κόμμα ήταν εξίσου εκπαιδευτής και εκπαιδευόμενος, σε αυτή την έκδοση Τροτσκισμού το κόμμα προσπαθεί να υποδυθεί τον καθηγητή της εργατικής τάξης. Εσωτερικά, τέτοιες οργανώσεις τείνουν στον αυταρχισμό και το κυνήγι μαγισσών και ορισμένες φορές μέχρι και στη λατρεία του ηγέτη. Εξωτερικά, επιδεικνύουν κατάφωρες ψευδαισθήσεις μεγαλείου, παράνοια και πάνω απ’όλα μια ανικανότητα να κοιτάξουν την πραγματικότητα κατά πρόσωπο.
Η δεύτερη παραλλαγή μπορεί να περιγραφεί ως μικροαστικός οπορτουνισμός. Παρόλο που περιστασιακά αποτίνεται τελετουργικός σεβασμός στο «ρόλο της εργατικής τάξης», η αποτυχία να επιτύχουν μια βάση μέσα στην εργατική τάξη γίνεται, πρακτικά, αποδεκτή ως γεγονός της ζωής και αναζητούνται υποκατάστατα. Αυτά τα υποκατάστατα εκτείνονται από κινήματα αλληλεγγύης στον τρίτο κόσμο μέχρι εξεγερμένους φοιτητές, μέχρι τη μαύρη δύναμη, μέχρι την γυναικεία απελευθέρωση, αλλά όλα τους ενέχουν α)παραμονή μέσα και προσαρμογή σε ένα μικροαστικό περιβάλλον και β) αναβολή σε ένα αόριστο μέλλον του κεντρικού καθήκοντος της διείσδυσης στην βιομηχανική εργατική τάξη και της οργάνωσής της. Η σέκτα λοιπόν, φτάνει να μοιάσει σε ομάδα ακαδημαϊκής συζήτησης, με έμφαση στη θεωρητική επιτήδευση, που είναι απολύτως ξένη προς τους εργάτες. 

Και οι δύο αυτές εκδόσεις «Τροτσκισμού» βασίζουν σε μεγάλο βαθμό την κομματική θεωρία τους στην πρώιμη θεωρία του Λένιν ότι ο σοσιαλισμός πρέπει να εισαχθεί στην εργατική τάξη από τα έξω, καθώς και οι δύο τη χρησιμοποιούν ως άλλοθι και δικαιολόγηση για την απομόνωσή τους από την εργατική τάξη. Στην πραγματικότητα, στο όνομα των Λένιν και Τρότσκι, έχουν φτάσει σε μια τέλεια καρικατούρα της αυθεντικής Λενινιστικής και Τροτσκιστικής κομματικής θεωρίας.
Βέβαια, είναι παράλογο να θεωρήσουμε τον Τρότσκι υπεύθυνο για όλες τις ανοησίες που διέπραξαν οι επίγονοί του. Μολαταύτα, υπάρχει μια ορισμένη συνέχεια μεταξύ των λαθών της αντίληψής του για την Τέταρτη Διεθνή και της μετέπειτα εξέλιξής της. Για να επιστρατεύσουμε μια μεταφορά του Τρότσκι, η γρατσουνιά στην κομματική του θεωρία, παραγμένη από τις απελπιστικές περιστάσεις της δεκαετίας του 1930, μολύνθηκε και οδήγησε τελικά στην γάγγραινα της εγκατάλειψης της αντίληψης του επαναστατικού κόμματος ως οργάνωσης των πρωτοπόρων εργατών.

 

* Η Αγγλοσοβιετική Επιτροπή σχηματίστηκε τον Απρίλη του 1925 για να «ενθαρρύνει» τους ρεφορμιστές γραφειοκράτες συνδικαλιστές της TUC να…γίνουν επαναστάτες. Τελικά αυτοί, με την αριστερή κάλυψη της Κομιντέρν, σαμποτάρισαν εύκολα τη μεγάλη Γενική Απεργία του Μάη του 1926. Όταν μετά από ένα χρόνο η αγγλική κυβέρνηση αναθέρμανε το διπλωματικό πόλεμο με τη Ρωσία, οι ηγέτες της TUC, πιστοί στα «εθνικά» συμφέροντα, κατάγγειλαν τους κομμουνιστές κι η Επιτροπή διαλύθηκε.

** Δίκες-παρωδία που οργάνωσε το σταλινικό καθεστώς με πρόσχημα τη δολοφονία του Κίροφ που αυτό είχε διαπράξει. Οι Δίκες της Μόσχας που κράτησαν από το 1936 ως το 1938 έστειλαν στο εκτελεστικό απόσπασμα με την κατηγορία της «αντεπαναστατικής-φασιστικής-τροτσκιστικής» δράσης εκατοντάδες  μπολσεβίκους, επειδή το καθεστώς ένιωθε να απειλείται είτε από τις «υπερβολικά» αριστερές τους ιδέες και παρελθόν είτε επειδή ήξεραν πολλά για τα εγκλήματά του. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ηγέτες της Οκτωβριανής όπως οι Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, Μπουχάριν, Ρίκοφ, Σμιρνόφ, Τόμσκι, Κρεστίνσκι και πολλοί άλλοι. Στη δεύτερη ανήκαν άνθρωποι όπως ο Αντόνοφ-Οβσέγιενκο που, πιστός στο Στάλιν, είχε δράσει στον εμφύλιο της Ισπανίας. Μαζί τους εκτελέστηκαν χιλιάδες συγγενείς τους κι εκατομμύρια εξορίστηκαν στη Σιβηρία. Το 1938 η GPU θα καταφέρει να δολοφονήσει το γιο του Τρότσκι, Σεντόφ, στο Παρίσι και δυο χρόνια μετά και τον ίδιο τον Τρότσκι στο Μεξικό. Τα επόμενα χρόνια, μετά τον Πόλεμο, ακολούθησαν παρόμοιες «δίκες» στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ για την αντίστοιχη εκκαθάριση των όποιων αντιπολιτεύσεων.

*** τίτλος του αυτοκράτορα της Ιαπωνία, αυτήν την περίοδο του Χιροχίτο, που είχε συμμαχήσει με τον Χίτλερ και μάλιστα παρέμεινε στη θέση του και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

**** Μετά την ήττα της Ρωσικής Επανάστασης του 1905, εξαπολύθηκε κύμα ποικίλων διωγμών. Ο Στολίπιν (1862-1911) ήταν τότε ο πρωθυπουργός του Τσάρου.

***** GPU (Γκοσουντάρστβενογιε Πολιτίτσεσκογιε Ουπραβλένιε, Γενική Πολιτική Αστυνομία). Η μυστική πολιτική αστυνομία της ΕΣΣΔ από το 1922 ως το 1934. Διαδέχθηκε την Τσεκά που είχε ιδρυθεί με πρόεδρο τον Φέλιξ Τζερτζίνσκι για την αντιμετώπιση αστών και τσαρικών υπονομευτών του Σοβιετικού κράτους. Η GPU μετατράπηκε επί Στάλιν σε διώκτη όλων των αντιπολιτευόμενων και πολλών μειονοτήτων κι ήταν συνυπεύθυνη για το στήσιμο των γκουλάγκ. Η τελευταία μορφή της ήταν η KGB (Επιτροπή Κρατικής Ασφάλειας).

****** Μέρα της Νίκης (VE -Victory in Europe- day), η μέρα που οι Σύμμαχοι αποδέχθηκαν την άνευ όρων παράδοση των ναζιστικών ένοπλων δυνάμεων, δηλαδή η 8η Μάη του 1945.

 

Παραπομπές

[1] Για έναν απολογισμό των βασικών αιτίων του εκφυλισμού της Ρώσικης Επανάστασης βλ. Κρις Χάρμαν, «Πώς χάθηκε η Επανάσταση», International Socialism, 30.

[2] Τρότσκι, Η Προδομένη Επανάσταση, Λονδίνο 1967, σ.292.

[3] Μαρξ και Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο.π. σ.76.

[4] Αυτός ο κανονισμός απαγόρευε σε κομματικά μέλη να κερδίζουν μισθό πάνω από ένα ορισμένο μάξιμουμ (περίπου ίσο με το μισθό ενός ειδικευμένου εργάτη). Αργότερα καταργήθηκε μυστικά από τον Στάλιν.

[5] Τρότσκι, Η Νέα Πορεία, Ανν Άρμπορ 1965.

[6] στο ίδιο σ.12.

[7] στο ίδιο

[8] στο ίδιο σ.21.

[9] στο ίδιο σ.25.

[10] στο ίδιο σ.51.

[11] στο ίδιο σ.29.

[12] στο ίδιο σ.28.

[13] στο ίδιο σ.27.

[14] Μαξ Σάχτμαν, «Εισαγωγή» στο Τρότσκι, Η Νέα Πορεία, ο.π. σ.3.

[15] Η Πλατφόρμα της Ενωμένης Αντιπολίτευσης 1927, Λονδίνο 1973, σ.62-63.

[16] στο ίδιο σ.113.

[17] Τρότσκι, Η Προδομένη Επανάσταση, ο.π., σ.94-95.

[18] στο ίδιο σ.96.

[19] στο ίδιο σ.267.

[20] Τρότσκι, Η Επιθανάτια Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς, Λονδίνο 1972, σ.51.

[21] Για την κριτική του Τρότσκι για τη διεθνή Κομμουνιστική πολιτική (1924-39) δες ειδικά Η Τρίτη Διεθνής Μετά το Λένιν, Νέα Υόρκη 1970, Προβλήματα της Κινέζικης Επανάστασης, Ανν Άρμπορ 1967, Η Πάλη Ενάντια στο Φασισμό στη Γερμανία, Νέα Υόρκη 1971 και Η Ισπανική Επανάσταση (1931-39), Νέα Υόρκη 1973.

[22] Βλ. Τρότσκι, Εισαγωγή στο Τρομοκρατία και Κομμουνισμός, Ανν Άρμπορ 1961.

[23] Τρότσκι, Η Πάλη Ενάντια στο Φασισμό στη Γερμανία, Νέα Υόρκη 1971, σ.420.

[24] Τρότσκι, «Παλεύοντας Κόντρα στο Ρεύμα», παρατίθεται στο Ντάνκαν Χάλας, «Κόντρα στο Ρεύμα», Διεθνής Σοσιαλισμός (International Socialism), 53 σ.36.

[25] Τζέημς Π. Κάνον, Ιστορία του Αμερικάνικου Τροτσκισμού, παρατίθεται στο ίδιο σ.32.

[26] Το Τσίμμερβαλντ ήταν η διάσημη συνδιάσκεψη στην οποία οι διεθνιστές σοσιαλδημοκράτες ανασυντάχθηκαν το 1915 [Για την ακρίβεια το Τσίμμερβαλντ είναι η μικρή πόλη κοντά στη Βέρνη της Ελβετίας, όπου έλαβε χώρα η συνδιάσκεψη και που έδωσε το όνομά της στο αντιπολεμικό μανιφέστο που προέκυψε εκεί-ΣτΜ].

[27] Αυτή η τακτική ήταν γνωστή ως η «Γαλλική στροφή» επειδή ξεκίνησε με την είσοδο στο Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και απετέλεσε την έμπνευση για την τακτική του εισοδισμού που εξασκήθηκε από πολλές Τροτσκιστικές ομάδες τα επόμενα χρόνια.

[28] Βλ. Τρότσκι, Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού, Λονδίνο 1966, σ.136,140.

[29] Παρατίθεται στο Ντάνκαν Χάλας, «Κόντρα στο Ρεύμα», ο.π.

[30] Τρότσκι, Η Επιθανάτια Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς, ο.π. σ.12-13.

[31] στο ίδιο σ.43.

[32] στο ίδιο σ.15.

[33] Τρότσκι, Η Προδομένη Επανάσταση, ο.π., σ.231.

[34] στο ίδιο σ.227.

[35] Τρότσκι, Η Επιθανάτια Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς, ο.π. σ.43.

[36] Τρότσκι, «Εισαγωγή» στην έκδοση του 1936 του Τρομοκρατία και Κομμουνισμός∙ δες Τρομοκρατία και Κομμουνισμός, Ανν Άρμπορ 1961, σ.xxxv.

[37] Η πρόβλεψη του Τρότσκι ότι το Σταλινικό καθεστώς θα κατέρρεε στον πόλεμο βασιζόταν στην άποψή του ότι η Σοβιετική γραφειοκρατία δεν ήταν μια πλήρως αναπτυγμένη κοινωνική τάξη, μα μια παρασιτική κάστα, χωρίς βαθιές ρίζες στη Ρωσική κοινωνία –ήταν, ισχυριζόταν, «ένας αστυνόμος στη σφαίρα της διανομής» (βλ. Η Προδομένη Επανάσταση, ο.π. σ.112) κι όχι μια –«κυρίαρχη τάξη απαραίτητη στο δεδομένο οικονομικό σύστημα» (βλ. Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού, ο.π. σ.29). Αυτός ο χαρακτηρισμός απέρρεε από την ανάλυση του Τρότσκι για τη Σοβιετική Ένωση ως εκφυλισμένο εργατικό κράτος. Το ότι η Σταλινική γραφειοκρατία επεδείκνυε μια τελείως απροσδόκητη σταθερότητα και αντοχή είναι μια απόδειξη πως η ανάλυση του Τρότσκι ήταν λανθασμένη και πως η γραφειοκρατία είναι όντως μια κοινωνική τάξη που προΐσταται ενός κρατικοκαπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. (Βλ. Τόνι Κλιφ, Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία, Λονδίνο 1974, ειδικά σ.166-68 και σ.275-77.

[38] Παρατίθεται στο Ντάνκαν Χάλας, «Κόντρα στο Ρεύμα», ο.π. σ.37.

[39] Οι Μεζραγιόντσι, ή διακτιδική οργάνωση, είχαν ένα κάπως μεγαλύτερο σύνολο μελών στην Πετρούπολη και μόνο απ’ότι είχαν τα περισσότερα από τα εθνικά τμήματα της Τέταρτης Διεθνούς, ωστόσο το 1917 κανείς δεν αμφέβαλε ότι ήταν πολύ μικροί για να επηρεάσουν πραγματικά τα γεγονότα. Μόνο με τη συγχώνευση της οργάνωσής τους με τους Μπολσεβίκους έγινε ικανός ο Τρότσκι να συμμετάσχει αποτελεσματικά στη διαμόρφωση της ιστορίας.

[40] Τρότσκι, Η Επιθανάτια Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς, ο.π. σ.14-15.

[41] Τρότσκι, Η Τρίτη Διεθνής Μετά το Λένιν, Νέα Υόρκη 1970, σ.140.

[42] Τρότσκι, Η Επιθανάτια Αγωνία του Καπιταλισμού και τα Καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς, ο.π. σ.58.

[43] Τζέημς Π. Κάνον, Ο Μαχητής, 17 Νοέμβρη 1945, παρατίθεται στο Ντάνκαν Χάλας «Η Τέταρτη Διεθνής σε Ύφεση», Διεθνής Σοσιαλισμός (International Socialism), 60, σ.17.

[44]Παρατίθεται στο ίδιο σ.19.

[45] Κάποιος που πράγματι έκανε αυτό το βήμα ήταν η σύζυγος του Τρότσκι, Νατάλια Σεντόβα. Δηλώνοντας παραίτηση από την  Τέταρτη Διεθνή στα 1951, έγραφε:

Παθιασμένοι από παλιές και ξεπερασμένες φόρμουλες, συνεχίζετε να θεωρείτε το Σταλινικό κράτος ως ένα εργατικό κράτος. Δε μπορώ κι ούτε πρόκειται να σας ακολουθήσω σε αυτό… Σχεδόν κάθε χρόνο μετά την έναρξη της πάλης κατά της σφετεριστικής Σταλινικής γραφειοκρατίας, ο Λ.Ντ. Τρότσκι επαναλάμβανε ότι το καθεστώς κινούταν προς τα δεξιά… αν αυτή η τάση συνεχιστεί, έλεγε, η επανάσταση θα φτάσει στο τέλος και η παλινόρθωση του καπιταλισμού θα επιτευχθεί… Αυτό, δυστυχώς, είναι που έχει συμβεί, ακόμη κι αν σε καινούργιες και απροσδόκητες μορφές… τώρα υποστηρίζετε ότι τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης πάνω στα οποία ο Σταλινισμός εδραίωσε την κυριαρχία του κατά τη διάρκεια και κατόπιν του πολέμου, είναι ομοίως εργατικά κράτη. Αυτό ισοδυναμεί με το να λες ότι ο Σταλινισμός έχει διαδραματίσει έναν επαναστατικό εργατικό ρόλο. Δε μπορώ και δεν πρόκειται να σας ακολουθήσω σε αυτό. (Νατάλια Τρότσκι και η Τέταρτη Διεθνής, Λονδίνο 1972, σ.9-10).

Άλλος ένας ήταν ο Τόνι Κλιφ, που, στα 1947, παρουσίασε την πρώτη πλήρως επεξεργασμένη ανάλυση του κρατικού καπιταλισμού στη Ρωσία (Βλ. Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία, ο.π.).




Κεφάλαιο 8: Τα πρώτα βήματα των IS έξω από το Εργατικό Κόμμα

Πηγή: https://www.marxists.org/archive/higgins/1997/locust/chap08.htm

κεφάλαιο 8 του βιβλίου του Τζιμ Χίγκινς “More Υears for the Locust-The origins of SWP” («Κι άλλα χρόνια για την ακρίδα-η καταγωγή του SWP»).

Mετάφραση Αλέξης Λιοσάτος.

Έχοντας δημοσιεύσει ήδη Πρόλογο, Εισαγωγή και τα 8 πρώτα κεφάλαια, καλό είναι να υπενθυμίσουμε σε όποια-όποιον ενδιαφέρεται τον σύνδεσμο που εξηγεί σε τι αναφέρεται το βιβλίο, με σχόλιο του μεταφραστή, πρόλογο του Ρότζερ Προτζ και εισαγωγή του συγγραφέα.

https://www.redtopia.gr/m%ce%b9%ce%b1-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%84%ce%b6%ce%b9%ce%bc-%cf%87%ce%af%ce%b3%ce%ba%ce%b9%ce%bd%cf%82-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%cf%84%cf%81%ce%bf/

 

Κεφάλαιο 8

Σαν τα λιοντάρια από τον ύπνο σηκωθείτε
πλήθος ανίκητο εσείς!
Σαν πάχνη αποτινάξτε τις αλυσίδες,
που μες στη νάρκη σάς περάσανε.
Εσείς είστε οι πολλοί, εκείνοι είναι οι λίγοι.

Πέρσι Μπις Σέλεϊ, Η μάσκα της Αναρχίας

Για τους μαρξιστές, όπως και για κάθε άλλο είδος αισιόδοξου ανθρώπου, η τρέχουσα αδυναμία εκπλήρωσης ενός στόχου δεν σημαίνει ότι κάποιος θα είναι ανίκανος να τον εκπληρώσει για πάντα, ούτε ότι δεν πρέπει να αναρωτηθούμε πώς θα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα εάν οι περιστάσεις ήταν πιο ευνοϊκές.

Όποια και αν ήταν η αξία της θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού του Κλιφ, αυτό που έκανε σίγουρα ήταν να επικεντρώνει στο ζήτημα του εργατικού ελέγχου και όχι στις μορφές ιδιοκτησίας, ενώ η θεωρία για τη «μεταλλασσόμενη φύση του ρεφορμισμού» έθετε και πάλι την εργατική τάξη στο επίκεντρο της ανάλυσης. Τα ερωτήματα που προέκυπταν από την αφοσίωση της Εργατικής κυβέρνησης στην εισοδηματική πολιτική και το τσάκισμα των απεργιών στο εσωτερικό της χώρας (καθώς και η στήριξη του πολέμου της Αμερικής στο Βιετνάμ) καταπιάνονταν όλο και περισσότερο με το κατά πόσο άξιζε μια τακτική εισοδισμού που δεν πρόσφερε τίποτα σε στρατολογίες και συσκότιζε τις προοπτικές για τον σοσιαλισμό.

Μια τακτική εισοδισμού μπορεί δικαιολογηθεί στη βάση της πρόβλεψης ότι θα υπάρξει μελλοντική μαζική ριζοσπαστικοποίηση που εκφραστεί με μαζική εισροή εργαζομένωνστο Εργατικό Κόμμα. Αυτή ήταν στην πραγματικότητα η άποψη όλων των τροτσκιστικών ομάδων στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Προέβλεπαν γενική καπιταλιστική κρίση αργά ή γρήγορα (στην περίπτωση του Χίλι σχεδόν αμέσως και για τους άλλους λίγο αργότερα). Σε αυτό το σενάριο οι επαναστατικές δυνάμεις εντός του Εργατικού Κόμματος θα μπορούσαν να τεθούν επικεφαλής του νέου επαναστατικού κύματος. Είναι η άποψη που διατηρούσαν πιο καθαρά ο Τεντ Γκραντ και η Τάση του Militant για περίπου 40 χρόνια, μέχρι που με ένα λύγισμα του ραβδιού που θα έκανε τον Κλιφ να σκάσει από τη ζήλια του, ο Πίτερ Τάαφι, δεξί χέρι του Γκραντ, οδήγησε την πλειοψηφία της Τάσης έξω από το Εργατικό κόμμα αφήνοντας τον φτωχό Τεντ με ένα μικρό αριθμό εισοδιστών. [1]

Για τον Όμιλο(ISG), τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του, το Εργατικό Κόμμα ήταν το περιβάλλον στο οποίο μια μικρή ομάδα μπορούσε απλά να επιβιώσει. Μέσα από τη Νεολαία των Σοσιαλιστών είχε κερδηθεί ένα ανεκτίμητο νέο στέλεχος, αλλά μέχρι το 1965 ήταν πρακτικά ετοιμοθάνατη. Ως σύστημα υποστήριξης της επιβίωσης προβληματικών επαναστατικών ομάδων, το Εργατικό Κόμμα άρχισε να χάνει τη γοητεία του όταν έγινε εφικτό (στΜ για τις επαναστατικές ομάδες) να επιβιώσουν κι εκτός αυτού. Όχι ότι το Εργατικό Κόμμα έκανε ποτέ κάτι περισσότερο από το να κρατά τον ασθενή ζωντανό και πάντα είχε τον αέρα ιδρύματος της Μητέρας Τερέζας για τον άρρωστο, όχι την υψηλού επιπέδου περιποίηση της Κλινικής του Λονδίνου. Με λίγες εκατοντάδες μέλη ήταν δυνατό μια οργάνωση να επιβιώσει και να αναπτυχθεί, έστω μέτρια, μέσα στις κινηματικές αναλαμπές σημειώθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Δεν υπήρξε συγκεκριμένη απόφαση να εγκαταλειφθεί το Εργατικό Κόμμα, παρά μάλλον μια σταδιακή συνειδητοποίηση ότι υπήρχε πιο σημαντική δουλειά να γίνει αλλού. Για τους IS, τουλάχιστον, ήταν πρακτιικό ζήτημα και όχι ζήτημα αρχών- κι έτσι μια μέρα δεν βρισκόμασταν πλέον στο Εργατικό Κόμμα. Κανείς δεν έδωσε ευχαριστίες, ούτε αναστεναγμό ανακούφισης, γιατί δεν είχε και τόση σημασία. Ο Όμιλος άρχισε να δουλεύει στα περιθώρια της αυξανόμενης αγωνιστικότητας στα εργοστάσια και τους χώρους δουλειάς: στην απεργία του Roberts Arundel, στο Stockport, στο εργοτάξιο του Myton στο Barbican, όπου ένα μέλος των IS, ο Frank Campbell, ήταν ένας από τους εκλεγμένους συνδικαλιστές, στο Pilkingtons και σε πολλές ακόμη πιο μεμονωμένες αλλά σημαντικές απεργίες. Η δουλειά ήταν δύσκολη και όχι ευχάριστη, συχνά απλώς σήμαινε συμμετοχή σε μια απεργιακή φρουρά, αλλά οι σύντροφοι έγιναν γνωστοί στον τόπο τους και μάθαιναν επίσης κάτι για τη δράση της εργατικής τάξης. Ρεπορτάζ για τις απεργίες δημοσιεύονταν στον «Χειρωνακτικό Εργάτη», με την εφημερίδα να «ψηλώνει» σε μέγεθος και επαγγελματισμό υπό την ευθύνη του Ρότζερ Προτζ.

Η ιδέα του να δουλεύουμε στους διάσπαρτους αγώνες σήμαινε ότι κάποιος αισθανόταν ότι παρά τους μικρούς πόρους θα μπορούσαμε να έχουμε κάποια θετική επίδραση στους καθημερινούς αγώνες-έστω μικρή. Μπορώ να θυμηθώ να οδηγώ κατά μήκος ενός δρόμου κοντά στο Harrow και παρατηρώντας μερικούς Ασιάτες εργάτες που να σχηματίζουν απεργιακή φρουρά έξω από ένα μικρό εργοστάσιο που λεγότανInjectionMoldings. Υπήρχαν περίπου 50 εργαζόμενοι και, παρά το γεγονός ότι πληρώνονταν με εξευτελιστικά μεροκάματα, έστελναν χρήματα στο σπίτι, κρατούσαν για τον εαυτό τους και κατάφεραν να αποταμιεύσουν αρκετά για να χρηματοδοτήσουν και μια σύντομη απεργία. Παρόλο που είχαν προσχωρήσει στη συνδικαλιστική ομοσπονδία AEU, δεν είχαν αρκετά μακρά θητεία (στο ΑΕU) ώστε να δικαιούνταιεπίδομα απεργίας (στΜ οικονομική απεργιακή ενίσχυση από το συνδικάτο AEU). Η πλειοψηφία τους μιλούσε ελάχιστα ή καθόλου αγγλικά, αλλά ο εκλεγμένος συνδικαλιστής τους, ένας σκληρός και πολύ ευφυής νεαρός άνδρας (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ήταν μάλλον καλός παίκτης στο κρίκετ) μιλούσε με μεγάλη ευφράδεια στα Αγγλικά και τα Ουρντού. Σταμάτησα και σύστησα τον εαυτό μου και συζητήσαμε πώς να οργανώσουμε τη φρουρά και να αποφύγουμε μπελάδες με την αστυνομία. Διοργανώσαμε αρκετές συγκεντρώσεις στήριξης, σε μία από τις οποίες ο Νάιτζελ Χάρις μίλησε καλά, και ο Τζον Ντίζον πέρασε αρκετό χρόνο συζήτησης μαζί τους βοηθώντας εντός κι εκτός απεργιακής φρουράς. Η απεργία, η οποία κράτησε για αρκετές εβδομάδες, πετυχαίνοντας τελικά να εξασφαλίσει σημαντική ελάφρυνση του ωραρίου εργασίας. Πολλοί από τους απεργούς προσχώρησαν στον όμιλο (IS) για λίγο, αλλά περισσότερο από ευγνωμοσύνη για την αλληλεγγύη παρά από πολιτική συμφωνία και οιIS δεν είχαν τους ανθρώπινους ή οργανωτικούς πόρους για να διασφαλίσει την ενσωμάτωσή τους στην επαναστατική πολιτική.

Οι εμπειρίες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου επιβεβαίωσαν ότι η θεωρητική εκτίμηση τωνIS για την καίρια φύση της εργατικής βάσης αποδεικνυόταν ένας καλός οδηγός για την επαναστατική πρακτική. Επιβεβαίωσαν επίσης ότι ο συνδικαλισμός, ακόμη και του πιο αγωνιστικού είδους, δεν μπορεί από μόνος του να αποτελέσει θανάσιμη απειλή για το σύστημα. Ανεξάρτητα από το πόσο μακρόχρονη ή σκληρή είναι μια απεργία, όταν φτάσει στο τέλος της, είτε κερδίσει είτε χάσει είτε βγει ισοπαλία, και οι δύο πλευρές πρέπει να σηκωθούν, να τινάξουν τη σκόνη από πάνω τους και να συνυπάρξουν μέχρι την επόμενη φορά. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορεί να περιλαμβάνουν τους νεκροθάφτες του καπιταλισμού, αλλά ισχύει επίσης ότι ο καπιταλισμός παρέχει τον λόγο ύπαρξης των συνδικαλιστικών οργανώσεων και, εξίσου σημαντικό, παρέχει προνόμια στα συνδικαλιστικά στελέχη.  Σε αυτή την αντίφαση βρίσκεται ο λόγος για τις προδοσίες της γραφειοκρατίας και το κλειδί για το πώς η εργατική βάση μπορεί να προσαρμόζεται και να ξεπερνά τους περιορισμούς των συνδικάτων.

Ήταν προφανές ότι οποιαδήποτε στρατηγική της επαναστατικής αριστεράς που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1960 και της δεκαετίας του ’70 θα έπρεπε να επικεντρώνεται στην ανάγκη για οργάνωση της εργατικής βάσης και στο πώς θα συμβάλλει στην οργάνωσή της. Το επόμενο λογικό βήμα ήταν να εξεταστεί η ιστορία αυτού του κινήματος στη Βρετανία.

Πολύ λίγα είναι σήμερα γνωστά για το κίνημα πριν από τον Α ‘Παγκόσμιο Πόλεμο. Oι βάσεις του κινήματος των εκλεγμένων συνδικαλιστών στηρίχτηκαν πάνω στην ανάγκη των συντεχνιακών σωματείων να συλλέγουν συνδρομές για να εξασφαλίζουν τη διατήρηση των σωματείων, αλλά σύντομα ο ρόλος τους (των εκλεγμένων συνδικαλιστών)εξελίχθηκε με το να καλύπτουν τις ανάγκες των μελών του συνδικάτου, όπου ο συνδικαλιστικός μηχανισμός δεν μπορούσε να το κάνει ή δεν ήταν υποχρεωμένος. Η άνοδος του ποσοστού συνδικαλισμένων εργατών από τη δεκαετία του 1880 έδειξε τη δυνητική δύναμη αλλά και τη δυναμική του μαζικού συνδικαλισμού. Η Επιτροπή Εργατικής Εκπροσώπησης ήταν στην αρχή μια μορφή εσωτερικού συνδικαλιστικού λόμπι, έτοιμου να υποστηρίξει οποιονδήποτε υποψήφιο επιθυμούσε να προωθήσει το κοινοβουλευτικό πρόγραμμα των συνδικάτων.

Κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, ο βρετανικός καπιταλισμός αναπτύχθηκε και έγινε απείρως πιο πλούσιος από ποτέ. Τα πρότυπα διαβίωσης της εργατικής τάξης δεν ακολούθησαν τον ίδιο ρυθμό και οι κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις ήταν ανεπαρκείς και δεν τραβούσαν, παρά το γεγονός ότι τα βρετανικά συνδικάτα είχαν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και είχαν οργανώσει περισσότερους εργαζόμενους, τόσο σε αριθμούς όσο και ως ποσοστό του συνόλου, από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Η ώρα ήταν ώριμη για την εισαγωγή μιας νέας ιδέας για την πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Ο γαλλικός συνδικαλισμός και ο αμερικανικός βιομηχανικός συνδικαλισμός βρήκαν μια άμεση ανταπόκριση μεταξύ των αγωνιστών Βρετανών συνδικαλιστών. Ο Tom Mann και ο Guy Bowman δημιούργησαν τον Σύνδεσμο Βιομηχανικής Συνδικαλιστικής Εκπαίδευσης το 1910. Την προηγούμενη χρονιά είχε ξεσπάσει η απεργία στο Κολέγιο Ruskin με τη συμμετοχή φοιτητών που είχαν μπουχτίσει από τη στείρα ορθοδοξία της επίσημης πολιτικής που οδήγησε στην ίδρυση της PlebsLeague – National Council of Labour Colleges (ΝCLC, η τελευταία ήταν η οργάνωση που, στη δεκαετία του 1950, παρείχε ένα είδος καταφυγίου σε απογοητευμένους τροτσκιστές). Ο Τζέιμς Κόνολι επέστρεψε από την Αμερική, ενθουσιασμένος από τις ιδέες του Daniel DeLeon για τον βιομηχανικό συνδικαλισμό και τον μαρξισμό, αλλά και τον αθεϊσμό του DeLeon, συμβάλλοντας στο να δημιουργηθεί το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Μια νέα γενιά μαχητών επηρεάστηκε από το κίνημα που διεκδικούσε σθεναρά τον κεντρικό ρόλο της εργατικής βάσης και ασπαζόταν την ανάγκη για εργατικό έλεγχο. Ο AJ Cook, ο Richard Coppock, ο ΑΑ Purcell και ο Noah Ablett ήταν μελλοντικοί συνδικαλιστικοί ηγέτες των οποίων οι ιδέες διαμορφώθηκαν σε αυτή την περίοδο. Άνδρες όπως ο JT Murphy, ο Willie Gallagher, ο Tom Bell και ο Arthur McManus συσπειρώθηκαν γύρω από την πλατφόρμα των DeLeon και αργότερα αποτελούσαν σημαντικό μέρος της ηγεσίας του ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας.

Παρόλο τον φαινομενικό αυθορμητισμό του συνδικαλισμού (στΜ μιλάμε για το ρεύμα του αναρχοσυνδικαλισμού), απέκτησε έναν μάλλον επίσημο χαρακτήρα στην πράξη. Η μαζική δράση βασίστηκε στη θεωρία αλλά χωρίς τακτική ευελιξία: Η γενική απεργία ή «μεγάλη εθνική αργία» στην αναρχική διάλεκτο θεωρούταν το πιθανό αποτέλεσμα της κάθε περιορισμένης δράσης. Η μαζική απεργία έπειτα υπερβαίνει τον περιορισμένο συνδικαλιστικό της χαρακτήρα και αμφισβητεί ευθέως την εξουσία. Αυτή η δυνατότητα να βλέπει κανείς τον απέραντο ωκεανό σε μια σταγόνα νερού μπορεί να είναι  χρήσιμη ως αίσθηση, αλλά δεν πρέπει να προσπαθήσετε να δοκιμάσετε με τίποτα να επιπλεύσετε στα σοβαρά σε ένα ποτήρι νερό. Στην πράξη, βέβαια, ενώ τα «ακραία χαρακτηριστικά» της (αναρχο)συνδικαλιστικής θεωρίας κρατούσαν ζεστούς τους υποστηρικτές της, στην πράξη το αίτημα για ενοποίηση των συνδικάτων με τα βιομηχανικά συνδικάτα βρήκε ευρύτερη ανταπόκριση. Πράγματι, αρκετές συνδικαλιστικές οργανώσεις που σχηματίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1920, η UPW, η TGWU και η AEU, υιοθέτησαν συντάγματα βασισμένα στις αρχές του βιομηχανικού συνδικαλισμού και όριζαν ως στόχο τον εργατικό έλεγχο. Ένα άλλο αίτημα για συνδικαλιστικές συμμαχίες μεταξύ των βιομηχανιών βρήκε ανταπόκριση στην Τριπλή Συμμαχία των ανθρακωρύχων, των σιδηροδρομικών και των εργαζομένων στις μεταφορές. Το 1921, η Τριπλή Συμμαχία (διαβάζεται Τριπλ Αλάιανς) ονομάστηκε “Κουτσή Συμμαχία” (διαβάζεται Κριπλ Αλάιανς) όταν οι σιδηροδρομικοί και οι εργαζόμενοι στις μεταφορές πούλησαν τους ανθρακωρύχους.

Όλα αυτά απέκτησαν πολύ μεγαλύτερη ώθηση με την ανάπτυξη του κινήματος της Επιτροπής Εκλεγμένων Συνδικαλιστών και Εργατών (SSWCM) κατά τον Α’  Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρά τις συλλήψεις, τις απελάσεις και τις επιστρατεύσεις, οργανώθηκε μια σειρά πετυχημένων αγώνων για τα ενοίκια, τις απολύσεις, τους μισθούς και τις εργασιακές συνθήκες. Αναπόφευκτα ήταν τοπικές ενέργειες, που δεν εξαπλώνονταν πέρα ​​από το εύρος της κραυγής του πόνου που τους έβαζε σε κίνηση. Οι οργανωτικές μορφές εκείνης της εποχής, παρά τις ήττες και τις υποχωρήσεις, τα κλεισίματα και τις απολύσεις, εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα και η αδυναμία του συνδικαλιστικού μηχανισμού να τις ενσωματώσει πλήρως σημαίνει ότι ακόμη και στις χειρότερες περιόδους αντίδρασης το κίνημα διασώθηκε από τα αποθέματα της συνδικαλιστικής εμπειρίας απ’ έξω (στΜ από τον μηχανισμό). Όχι μόνο αυτό, αλλά αποτελούν και τη μεγαλύτερη ελπίδα για το μέλλον.

Το μεγάλο κενό στην (αναρχο)συνδικαλιστική θεωρία φάνηκε να κλείνει αποφασιστικά με τη Ρωσική Επανάσταση.  Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι εργαζόμενοι είχαν πράγματι πάρει και κρατούσαν την εξουσία. Ο ενθουσιασμός γι ‘αυτό το γεγονός έδωσε τεράστιο κύρος στους Μπολσεβίκους και προσέδιδε στην κάθε πρότασή τους με κύρος και σημασία. Το 1919 η Κομμουνιστική Διεθνής διαμορφώθηκε ως το παγκόσμιο κόμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης και, τον Σεπτέμβριο του 1920, ανακοινώθηκε η Κόκκινη Διεθνής των Εργατικών Συνδικάτων (RILU- Profintern/Προφιντέρν) για να κατευθύνει τους συνδικαλιστικούς αγώνες σε  επαναστατική κατεύθυνση. Το Πρόγραμμα Δράσης της τελευταίας καλούσε σε: απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις εργοστασίων, δράσεις στον δρόμο, ένοπλες δράσεις και εξέγερση. Η (αναρχο)συνδικαλιστική πολιτική της ενοποίησης και των βιομηχανικών συνδικάτων, σε συνδυασμό με τον σιωπηρό στόχο να μετατρέπεται κάθε δράση σε επιθετική ταξική δράση, ήταν μια ένδειξη ότι η RILU είχε επηρεαστεί από τον (αναρχο)συνδικαλισμό σχεδόν εξίσου όσο κι ο Tom Mann. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η πολιτική ερχόταν με όλο το κύρος της ρωσικής επανάστασης πίσω της.

Στη Βρετανία το κίνημα SSWCM συμφώνησε με την ανάγκη για ένα ανεπίσημο βιομηχανικό κίνημα υπό την ηγεσία του ΚΚ Μ.Βρετανίας . Δυστυχώς, το Πρόγραμμα Δράσης με την άρρητη υπόθεση ότι επίκειται επαναστατική πάλη εμφανίστηκε ακριβώς τη στιγμή που το μαχητικό αγωνιστικό κύμα έπεφτε. Το 1921, οι ανθρακωρύχοι, εγκαταλελειμμένοι από τους συνεργάτες τους στην τριπλή συμμαχία, αγωνίστηκαν για 13 εβδομάδες και ουσιαστικά έφτασαν στα όρια της λιμοκτονίας και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην εργασία τους, έχοντας υποστεί 34% μείωση των μισθών. Οι οικοδόμοι, οι μηχανοτεχνίτες και οι λιμενεργάτες στοχοποιήθηκαν και τσακίστηκαν κομμάτι-κομμάτι. Μέχρι το τέλος του 1922 πάνω από έξι εκατομμύρια εργαζόμενοι είχαν υποστεί περικοπές κατά τουλάχιστον οκτώ σελίνια την εβδομάδα- εκείνη την εποχή τα £ 2. 10s ήταν ένας καλός μισθός. Υπό αυτές τις συνθήκες, υπήρχαν λιγότερες πιθανότητες να δημιουργηθεί ένα κίνημα βάσης των εργαζομένων από ό, τι ένα κίνημα ανέργων και στην πράξη αυτό ακριβώς έγινε. Κάπως έτσι, πριν το 1924 δεν είχε γίνει εφικτό να πραγματοποιηθεί  το ιδρυτικό συνέδριο του Κινήματος των Μειονοτήτων (στΜ πρωτοβουλία του ΚΚ για μια νεα εργατική συλλογικότητα που θα δούλευε εντός των υπαρκτών συνδικάτων), μολονότι υπήρχαν ήδη οργανώσεις βάσης του κινήματος σε αρκετές βιομηχανίες, με  μεγαλύτερη δύναμη στα ορυχεία. Κατά την πρώτη διάσκεψη εκπροσωπήθηκαν περίπου 250.000 εργάτες. Έναν χρόνο αργότερα το σύνολο ήταν σχεδόν ένα εκατομμύριο. Στα εργοστάσια και τα συνδικάτα, τα εσωτερικά δελτία και οι εφημερίδες αναφέρονταν στο Κίνημα Μειονοτήτων και στο πρόγραμμά του με τα αγωνιστικά αιτήματα.  Το 1925 στο συνέδριο της TUC (στΜ μεγάλη εργατική συνομοσπονδία στη Βρετανία), ο Χάρι Πόλιτ, γραμματέας του Πανεθνικού Κινήματος Μειονοτήτων κατέθεσε ένα ψήφισμα των εργατών στον Ιματισμό που καλούσε σε οργάνωση της εργατικής βάσης, σε αντίθεση σε σχήματα συνεργασίας με τον καπιταλισμό και στην ανατροπή του καπιταλισμού. Πέρασε με πλειοψηφία δυο τρίτων.

Αυτή ήταν η κορύφωση του κινήματος και η ιστορία της Γενικής Απεργίας, της Αγγλο-Ρωσικής Επιτροπής, του ΚΚ και της Αριστεράς της TUC, που είναι πολύ μεγάλη για αυτό το βιβλίο. Αρκεί να πούμε ότι η τελική παρακμή του Κινήματος Μειονοτήτων με τα ξεχωριστά συνδικάτα και την ηλιθιότητα της τρίτης περιόδου ήταν άμεσο αποτέλεσμα των πολιτικών του 1926. Το Κίνημα των Μειονοτήτων απέτυχε  , αλλά παρόλα αυτά είχε κάποια χρήσιμα διδάγματα, διδάγματα που βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων για τη φύση του κόμματος και της τάξης και τη σχέση τους μεταξύ τους.

Οι εργαζόμενοι, υπό τον καπιταλισμό, δημιουργούν αυθόρμητα συνδικάτα. Αυτό το ξέρουμε από τον Καρλ Κάουτσκι – όπως παρατίθεται από τον Λένιν στο «Τι να κάνουμε». Στην πραγματικότητα δεν χρειαζόμαστε καμία από αυτές τις αυθεντίες, είναι απλά η καθαρή αλήθεια. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι εργαζόμενοι, δεδομένου ότι η συνδικαλιστική τους οργάνωση αποδεικνύεται αναποτελεσματική, θα αναπτύξουν τις δικές τους δημοκρατικές μορφές οργάνωσης για να βοηθήσουν τους αγώνες τους. Επιπλέον, πολλοί εργαζόμενοι, μέσα από την εμπειρία τους,  τόσο τη συμβατική όσο και την οργάνωση βάσης , μπορεί να διαπιστώσουν ότι καμία μορφή δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους. Θα προσπαθήσουν να επιτύχουν αυτές τις μεταρρυθμίσεις μέσα από το Κοινοβούλιο με ένα Εργατικό Κόμμα ή με κάποια επιτροπή πολιτικής δράσης.

Όλες αυτές οι μορφές αγώνα, εξ ορισμού, διεξάγονται μέσα σε ένα καπιταλιστικό σύστημα. Προφανώς, αυτές δεν είναι κατηγορίες σαφώς οριοθετημένες, αλληλεπιδρούν συνεχώς, αλλά σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει καμία λύση στους αγώνες των εργατών, εφόσον ο καπιταλισμός συνεχίζει να υπάρχει. Οι μεταρρυθμίσεις διαρκούν όσο οι εργαζόμενοι έχουν τη δύναμη να τους κάνουν να αντέξουν. Αν αφεθεί ο ταξικός συσχετισμός να γείρει προς όφελος των αφεντικών, θα επιστρέψουν για να τα πάρουν όλα πίσω. Επιπλέον, οι μεγαλύτερες (εργατικές) κατακτήσεις προέρχονται πάντοτε από τη μαζική συμμετοχή (στην κινητοποίηση) υπό δημοκρατικό έλεγχο. Οι συμβατικές διαπραγματεύσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων, με ή χωρίς απεργία, παρέχουν λιγότερα και επιπλέον υπόκεινται στα  συμφέροντα της γραφειοκρατικής κάστας.

Όσον αφορά τον κοινοβουλευτικό ρεφορμισμό, ό,τι όποιος εξασφαλίζει αναποτελεσματικές μορφές αγώνων για τα συνδικάτα εξασφαλίζει και ότι δεν υπάρχει πολλή δουλειά να επιτευχθεί με τη νομοθεσία.  Αρκεί μια γρήγορη ματιά  στα καλούδια που μας επιφύλασσαν οι Νέοι Εργατικοί  στο παρελθόν για να αποδειχθεί η  αλήθεια αυτού του ισχυρισμού. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ένα μικρό αλλά αυξανόμενο στρώμα αγωνιστών ψάχνεται και γίνεται δεκτικό απέναντι σε μια σθεναρή σοσιαλιστική ανάλυση, ιδιαίτερα όταν εμπλέκεται σε έναν αγώνα. Μέσα από μια σοσιαλιστική οργάνωση γίνεται δυνατή η σύνδεση αγωνιστών που διαφορετικά μένουν απομονωμένοι. Είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μια τεράστια αποθήκη πληροφοριών από τη συζήτηση με αυτούς τους μαχητές και να αναπτυχθεί μαζί τους ένα προοδευτικό πρόγραμμα που εξυπηρετεί τόσο τον μαχητικό συνδικαλισμό όσο και τη μεταβατική πολιτική. Υπάρχουν λίγα πράγματα πιο αποτελεσματικά για την ενίσχυση των πενιχρών πόρων μιας ομάδας σε χρήμα και ανθρώπινο δυναμικό, από το να δουλεύεις με αγωνιστές της βάσης. Εάν μια επαναστατική οργάνωση δηλώνει ότι δεν έχει διαφορετικά συμφέροντα από αυτά των πρωτοπόρων εργαζομένων, είναι καλή ιδέα να συμπεριφέρεται σαν να πιστεύει τι λέει.

Το επόμενο βιβλιαράκι που αφορούσε την διαπραγμάτευση για παραγωγικότητα, « Η Επίθεση των Εργοδοτών», γράφτηκε βασιζόμενη σε μεγαλύτερη συζήτηση με τους εργαζόμενους από το προηγούμενο κείμενο. Προσπαθούσε να αναπτύξει μια επιθετική στρατηγική για την αντιπολίτευση στη νέα στρατηγική των εργοδοτών μέσα από ένα πρόγραμμα με κλιμακωτά αιτήματα  που μπορούσε να αποδειχτεί χρήσιμη ανεξάρτητα από την κατάσταση που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενοι. Όσον αφορά την αμεσότητά της προχωρούσε ένα βήμα πιο πέρα ​​από το κείμενο περί εισοδηματικής πολιτικής επειδή περιείχε μεταβατικά αιτήματα που ασκούσαν πίεση τόσο στους εργοδότες όσο και στα συνδικάτα στο πλαίσιο των υφιστάμενων αγώνων. Ήταν μια άσκηση αγκιτάτσιας παρά αφηρημένη  προπαγάνδα και σηματοδοτούσε μια μέτρια αλλά σημαντική πρόοδο για τους IS. Παρόλο που άνοιγε νέους δρόμους, το βιβλιαράκι περί παραγωγικότητας  δημοσιεύθηκε μέσα σε μια ομίχλη που προέκυπτε από την ανικανότητα του Κλιφ να μάθει από ή να αναγνωρίζει τις συνεισφορές όσων (συντρόφων εντός της οργάνωσής του, στΜ) θεωρούσε  πολιτικούς ανταγωνιστές του. Αυτό το λάθος, αρκετά θλιβερό από μόνο του, άρχισε να χρονίζει, όταν φαινόταν να καταντά σε λογοκλοπή. Στην περίπτωση αυτή αφορούσε τον Κεν Κόουτς και το Ινστιτούτο Εργατικού Ελέγχου.

Σύμφωνα με τον Κεν Κόουτς (Εργατική Ελευθερία, No.18 Φλεβ 1995), μεγάλα κομμάτια του δεύτερου βιβλίου είχαν αντιγραφεί πλήρως από μια εσωτερική έκδοση του Ινστιτούτου Εργατικού Ελέγχου που είχε γραφτεί από τους Κόουτς και Τόνι Τόφαμ,  χωρίς να αναφέρεται η πηγή. Για να προστεθεί (από τον Κλιφ) επιπλέον προσβολή πάνω στην λογοκλοπή, καταδικάστηκε ο Κόουτς εκείνη τη στιγμή για «αριστερό ρεφορμισμό» και άλλα αποτρόπαια εγκλήματα. Ο Κόουτς συνεχίζει την ιστορία: “Έγραψα, όπως νόμιζα, μια πολύ διασκεδαστική επιστολή στον Κλιφ. Σίγουρα φάνηκε να ανησυχεί σοβαρά ο Κλιφ και ήρθε περίλυπος μέχρι το Νότιγχαμ, πέφτοντας στα γόνατα, ικετεύοντας ότι δεν πρέπει να την δημοσιεύσουμε . Είπε ότι η λογοκλοπή δεν ήταν δικό του λάθος, και ότι μια επιτροπή είχε γράψει το βιβλίο και ότι η αντιγραφή είχε γίνει από τον Κόλιν Μπάρκερ … προφανώς ήταν όλα λάθος του Μπάρκερ. Δεν με πειράζει που με αποκηρύττει ως ρεφορμιστή, όλα καλά με αυτό. Είναι η διπλοπροσωπεία που με ενοχλεί. Αν είμαι αρκετά καλός για να αντιγράψω, πρέπει να είμαι αρκετά καλός για να το αναγνωρίσω … Τελικά απέσυρα την επιστολή από σεβασμό στην ανύπαρκτη φήμη του Κλιφ. ”

Η ιστορία του Κεν Κόουτς ακούγεται αληθινή και η ιστορία του Κλιφ ότι το βιβλίο ήταν προϊόν επιτροπής πάνω στο οποίο δεν είχε τον τελικό έλεγχο, είναι  άχρηστα σκουπίδια. Στην οποιαδήποτε συνεργασία μεταξύ του Κλιφ και του Κόλιν Μπάρκερ, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κλιφ θα είναι ο βασικός συνεργάτης που θα ασκούσε την τελική επιμέλεια στο κείμενο και, στην πραγματικότητα, πάνω στον Μπάρκερ, αν συμμετείχε καθόλου ο τελευταίος. [2]

Αυτό που ήταν απολύτως σαφές ήταν ότι, δεδομένης της δύναμης των IS και των διαιρέσεων στην Αριστερά, ο όμιλος IS δεν διέθετε τους πόρους για να σηκώσει αυτά τα τεράστια αλλά αναγκαία καθήκοντα. Γινόταν επίσης σαφές ότι δεν υπήρχαν άλλες οργανώσεις που έστω να σκέφτονται σε σωστή κατεύθυνση. Η πίεση να συνειδητοποιήσουμε  αυτό που ήταν η ομάδα και αυτό που θέλαμε να γίνει ήταν επείγουσα. Ήταν υπ ‘αυτές τις συνθήκες που ελήφθησαν οι λάθος αποφάσεις για θέματα  που επιδρούσαν σημαντικά (στην οργάνωση). Φαινόταν ότι οι ανάγκες της στιγμής απαιτούσαν δραματική ανάπτυξη (της οργάνωσης), πέρα από τα όρια της σταθερής αλλά αργής ενίσχυσης μέχρι τώρα. Η ενοποίηση των αριστερών δυνάμεων τουλάχιστον να προσφέρει σε αριθμούς, αν όχι τίποτε περισσότερο. Ταυτόχρονα, οι ομάδες που ήταν πιο κοντά μας ήταν προσκολλημένες στην χαρούμενη αναβίωση των παγίδων του μπολσεβικισμού. Όπως μερικοί διαζευγμένοι μέσης ηλικίας που αναζητούν έναν νέο συνεργάτη, οι IS ξαναχρησιμοποίησαν τα ξεπερασμένα καλλυντικά της νιότης της της.

Σημειώσεις

  1. Xωρίς σεξιστικό υπονοούμενο (στΜ μάλλον γιατί στα αγγλικά η λέξη “rump” = «μικρό τμήμα» σημαίνει επίσης και «τα οπίσθια»).
  2. Για επιπλέον στοιχεία σε ό,τι αφορά την αδιαφορία του Κλιφ για τα κείμενα, βλέπε στο Παράρτημα 2 σχετικά με τη Λούξεμπουργκ.

 




Μια ιστορία του Τζιμ Χίγκινς για τον τροτσκισμό, κεφάλαιο 7

https://www.marxists.org/archive/higgins/1997/locust/chap07.htm

Μτφρ ΑΛ

 

Κεφάλαιο 7: Η πρώτη ανάπτυξη των IS στην εργατική τάξη κι ο εργοστασιακός πυρήνας του ENV

 

“[Oι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων] … έγιναν μέσα σε μια νύχτα σημαντικοί άνθρωποι. Δέχονταν επισκέψεις από βουλευτές, Λόρδους και όσους άλλους εκπροσωπούσαν το καλοαναθρεμμένο σκυλολόι, και οι συμπονετικές εκκλήσεις μετατρέπονταν ξαφνικά στις επιθυμίες και τις ανάγκες της εργατικής τάξης.»

Φ. Ένγκελς

 

Τα νούμερα δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στην επαναστατική πολιτική και είναι γεγονός ότι η αύξηση από 30 σε 200, όσο κι αν είναι ένα χρήσιμο βήμα στον δρόμο προς το πρώτο εκατομμύριο (αριθμό μελών), σημαίνει μόνο ότι η προπαγάνδα μπορεί να εξαπλωθεί λίγο παραπέρα. Παρόλα αυτά, υπήρξε βελτίωση στον τομέα της κοινωνικής σύνθεσης. Έχουμε ήδη σημειώσει την ανάπτυξη του Ομίλου στη Γλασκώβη, όπου μια βάση που αποτελείτο συντριπτικά από νεολαία κι εργάτ(ρι)ες είχε ζυμωθεί, αν αυτή είναι η κατάλληλη λέξη, από τον Πώλ Φουτ, που τότε βρισκόταν περιοριζόταν στην τοπική δημοσιογραφία προτού πάρει προαγωγή στα υψηλά κλιμάκια της Φλιτ Στριτ (στΜ στην ηγεσία της Οργάνωσης). Μια άλλη στρατολογία εκείνης της εποχής ήταν ο Stuart Christie (Στιούαρτ Κρίστι), ο οποίος στη συνέχεια άφησε τους IS για να γίνει αναρχικός. Σε αυτόν τον νέο ρόλο, πήγε στην Ισπανία με μια βαλίτσα γεμάτη αναρχική λογοτεχνία και, σύμφωνα με τον Νίκολας Ουόλτερ, με σχέδιο να δολοφονήσει τον Φράνκο. Σχεδόν αμέσως συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλακή. Στη Γλασκώβη, οι σύντροφοί του διοργάνωσαν διαδήλωση κατά της ποινής του έξω από το ισπανικό προξενείο. Ο Ian Mooney έπεισε τη μητέρα του Κρίστι να εφοδιαστεί με μια ισπανική σημαία για να την κάψει συμβολικά  έξω από το προξενείο. Ως ο άνθρωπος που της έδωσε τη σημαία, ο Ian επέμεινε να της βάλει ο ίδιος φωτιά. Για να έχει καλύτερο αποτέλεσμα εμπότισε τη σημαία με υγρά καύσιμα. Δυστυχώς ήταν εξαιρετικά κοντόφθαλμος και, ενώ είχε επιτυχία στη διαβροχή και την ανάφλεξη της σημαίας, διέβρεξε με καύσιμα και έβαλε φωτιά και στις μπότες του. Έτσι, κάτι που θα μπορούσε να είναι μια ξεχασμένη διαμαρτυρία μετατράπηκε σε έναν χορό των φλεγόμενων παπουτσιών του Ίαν Μούνι που καταγράφηκε στα χρονικά της σοσιαλιστικής λαογραφίας της Γλασκώβης. (Ο Stuart Christie απελευθερώθηκε λίγα χρόνια αργότερα και συσχετίστηκε με την Οργισμένη Ταξιαρχία, που πήρε την ευθύνη για την ανατίναξη τμήματος του Πύργου του Ταχυδρομείου. Ωστόσο, δεν καταδικάστηκε γι αυτό το αδίκημα).

 

Ο Χάρι ΜακΣέιν ήταν κοντά στα μέλη των IS της Γλασκώβης. Ήταν μέλος των SDF πριν από τον Α ‘Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας στενός σύντροφος του Τζον Μακλίν και μια ηγετική φιγούρα στο ΚΚ και στο Εθνικό Κίνημα Ανέργων πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και, αφού έφυγε από το ΚΚ το 1953 μετά την εξέγερση του Βερολίνου, έγινε οπαδός της Ράγια Ντουναγιέφσκαγια. Αν, στα περισσότερα μέρη, τα αποτελέσματα δεν ήταν τόσο ελπιδοφόρα όσο στη Γλασκώβη, υπήρχαν ενθαρυντικά δείγματα κερδίσματος νέων, κυρίως, εργατών που προέρχονταν κυρίως από τη νεολαία του Εργατικού κόμματος. Όπως ήταν λογικό για νεολαία, ήταν άπειροι και είχαν λίγη ή καθόλου εμπλοκή στο συνδικάτο ή στον χώρο δουλειάς τους (στΜ εννοεί συνδικαλιστική-πολιτική δράση). Ωστόσο ήταν μια βάση πάνω στην οποία μπορούσαμε να δουλέψουμε και, για μια ομάδα που βλέπει μακροπρόθεσμα, μια επένδυση για μελλοντικές εξελίξεις.

Το 1961, ο «Βιομηχανικός Εργάτης»ξεκίνησε ως εργατική εφημερίδα αγκιτάτσιας, με τον υπερβολικά φιλόδοξο στόχο της συμμετοχής των εργαζομένων στη συγγραφή και πώληση του εντύπου. Ο πρώτος αρχισυντάκτης ήταν ο Karl Dunbar, βοηθούμενος από την τοπική οργάνωση Kilburn του Ομίλου και μερικά μέλη της ETU. H εφημερίδα δεν μπόρεσε να καταγραφεί ως επιτυχία, αν και περιείχε μερικά καλά άρθρα και περιλάμβανε μερικά κομματικά άτομα στη συγγραφή της.

 

Ο Karl είχε σίγουρα φιλόδοξα σχέδια για την εφημερίδα με πρόγραμμα να αποκτηθούν πυρήνες σε συγκεκριμένες βιομηχανίες και συνδικάτα, ωστόσο κανένας στόχος δεν εκπληρώθηκε.  Για να πετύχει το σχέδιο να ζωντανέψει την εφημερίδα απέκτησε, για λίγες λίρες, ένα εκτυπωτικό μηχάνημα της Tribune, που μπορούσε να προσθέτει και εικόνες στην εφημερίδα. Αυτό ήταν νέο προχώρημα για τον Όμιλο, διότι, μέχρι τότε, η Σοσιαλιστική Κριτική δεν είχε καθόλου εικόνες στα φύλλα της. Ο Καρλ Ντάνμπαρ, σωστά, υποστήριξε την άποψη ότι μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις.  Για να το αποδείξει αυτό επιστράτευσε μια εικόνα που απεικόνιζε έναν μαύρο εργάτη και έναν λευκό εργάτη να κουβαλάνε μια σημαία του συνδικάτου. Χωρίς αμφιβολία αυτή η εικόνα, αν αξιοποιούταν κατάλληλα, θα ενίσχυε το άρθρο μας σχετικά με τον ρατσισμό.Όλα αυτά στέλνονταν στον εκδότη μας, έναν Πολωνό οπαδό του Πιλσούντσκι, που συγχωρούταν για τον παλαιό εξοπλισμό του, την απαίσια εκτύπωση και την απαίσια πολιτική του στάση με το να είναι απίστευτα φθηνός. Τελικά η έκδοση κυκλοφόρησε στους δρόμους. Εκεί πάνω από τη λεζάντα μας, “Μαύροι και λευκοί εργάτες ενώνονται για την καταπολέμηση του ρατσισμού”, βρισκόταν μια εικόνα με ένα μικρό μαύρο παιδί και ένα μικρό λευκό παιδί που ζωγράφιζαν με το δάχτυλο  σε ένα κομμάτι από χαρτί καρφτσωμένο σε ένα καβαλέτο. Η ντροπή μας γι αυτή τη γκάφα μετριάστηκε μόνο εν μέρει με το να πεισθούμε ότι και τα δύο αυτά βρέφη ήταν πιθανώς αποφασισμένοι αντιρατσιστές.

Η Σοσιαλιστική Kριτική περίπου τότε άρχισε να φτωχαίνει, τροφοδοτούμενη μόνο από όση ενέργεια της επέτρεπαν ο Διεθνής Σοσιαλισμός, η Νέα Φρουρά κι ο Βιομηχανικός Εργάτης.Το μέγεθος μειώθηκε σε Α4 και τα άρθρα ήταν αναπόφευκτα μικρότερα, με λογική συνέπεια ότι έγιναν λιγότερο τεκμηριωμένα και λιγότερο ενδιαφέροντα. Μέχρι το 1962, έπαψε να υπάρχει, ανίκανη να βρει ζωτικό χώρο στο μικρό χώρο ανάμεσα στα υπόλοιπα τρία έντυπα. Έχοντας υπεραναπτύξει το περιοδικό (Διεθνής Σοσιαλισμός), η Ομάδα έπρεπε να βρει ένα άλλο όνομα και το «Διεθνής Σοσιαλισμός» ήταν αυτό που επιλέχθηκε.[1]

Στο ίδιο πνεύμα με την αχρήστευση  της Σοσιαλιστικής Κριτικής, ήρθε η ανανέωση της εφημερίδας «Βιομηχανικός Εργάτης». Ο τίτλος άλλαξε σε «Χειρωνακτικός Εργάτης» και η εφημερίδα έγινε το βασικό εργαλείο αγκιτάτσιας των IS, καλύπτοντας όλα τα θέματα της πολιτικής ομάδας. Το 1964 η κυκλοφορία υπερέβαινε τα 2.000 φύλλα και η πρώτη συνδιάσκεψη του Χειρωνακτικού Εργάτη, το ίδιο έτος, προσέλκυσε περίπου 140 άτομα.

Καθώς η νεοσυσταθείσα ομάδα IS μεγάλωνε, έστω και αργά, τα πιο έμπειρα μέλη συμμετείχαν ενεργά στη δουλειά των Νέων Σοσιαλιστών. Για παράδειγμα, τα περισσότερα παραρτήματα των ΝΣ συναντιόντουσαν μία φορά την εβδομάδα και μέρος αυτής της συνάντησης ήταν αφιερωμένο στην πολιτική εκπαίδευση: Όποιος είχε επιφανειακές γνώσεις και κάποια ικανότητα να τις μεταδώσει, συμμετείχε στην εκπαίδευση των ΝΣ. Ταυτόχρονα υπήρχαν κείμενα για να γραφτούν, συνδικαλιστικές και κομματικές συνεδριάσεις του Εργατικού Κόμματος και, πάνω απ’ ​ όλα αυτά, συνεδριάσεις των IS. Ήταν μια συναρπαστική περίοδος πολλαπλών ασχολιών. Το 1964, για πρώτη φορά έπειτα από 13 χρόνια, δημιουργήθηκε κυβέρνηση Εργατικών με τη ρητορική του Χάρολντ Ουίλσον για την «τεχνολογική επανάσταση». Την εποχή εκείνη το σύνθημα των Εργατικών ήταν: “Δεκατρία χρόνια σπατάλη”. Δώδεκα μήνες αργότερα, ο Γκας ΜακΝτόναλντ δημιούργησε ένα νέο: “Δεκατέσσερα χαμένα χρόνια”. Για όλα αυτά, αυτό είναι αλήθεια ότι πολλοί σοσιαλιστές στήριζαν υπερβολικές ελπίδες στην κυβέρνηση του Wilson. Η απόσταση είχε χαρίσει μια συγκεκριμένη γοητεία στη μεταπολεμική κυβέρνηση Άτλι και ο Wilson θεωρήθηκε ότι βρισκόταν στα αριστερά εκείνης της κυβέρνησης.  Σίγουρα, στην αρχή, ο Γουίλσον είχε το ταλέντο να χρησιμοποιεί όμορφες και ηχηρές εκφράσεις που έδειχναν ότι έρχονται μεγάλα πράγματα, χωρίς πραγματικά να υπόσχεται τίποτα. Στην πράξη είχε πολύ λιγότερες ιδέες και ήταν πολύ λιγότερο ριζοσπαστικός από τους Εργατικούς του 1945.

Όπως κάθε άλλη μεταπολεμική κυβέρνηση, σχεδίαζε να λύσει το βρετανικό καπιταλισμό προβλήματα εις βάρος της εργατικής τάξης, αυτή τη φορά μέσω της εισοδηματικής πολιτικής. Ανεξάρτητα από τον τρόπο με το οποίο θα στόλιζε κανείς αυτή την πολιτική ως “σοσιαλιστικό σχεδιασμό”, η εισοδηματική πολιτική δεν είχε ως στόχο να εξισώσει τα εισοδήματα – στην πραγματικότητα, χτυπούσε πάντα σκληρότερα εκείνους με τα χαμηλότερα εισοδήματα – αλλά να δώσει στο βρετανικό κεφάλαιο το πλεονέκτημα δίνοντάς του ένα μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας. Επρόκειτο για μια πολιτική που έδινε έμφαση στις εθνικές συζητήσεις, με το Γενικό Συμβούλιο της TUC να στρώνει τα χαλιά στους διαδρόμους της εξουσίας. Οι ισχυροί μεγιστάνες της εργοδοσίας, οι αρχηγοί της βιομηχανίας και οι υπουργοί των Εργατικών  διαπραγματεύονταν πόσο μεγάλη θα είναι η πίτα  και πόσο μικρό κομμάτι αναλογούσε στους εργαζόμενους.  Για τις βιομηχανίες όπου η εθνική διαπραγμάτευση ήταν ο κανόνας το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν άμεσο. Για εκείνες τις βιομηχανίες όπου οι διαπραγματεύσεις πραγματοποιούνταν κλαδικά από εκπροσώπους της βάσης των εργαζομένων κι επέβαλλαν αμοιβές πάνω από τον εθνικό μισθό, τα χέρια των εργοδοτών ενισχύθηκαν. Ήταν μια συνταγή απογοήτευσης, τουλάχιστον για όσους ξεκίνησαν με ψευδαισθήσεις. Οι IS δεν είχαν.

Τον Ιανουάριο του 1966, οι συνδικαλιστές του ENV πήραν την πρωτοβουλία να καλέσουν μια συνάντηση για να συγκροτήσουν μια Επιτροπή Άμυνας Εκλεγμένων Συνδικαλιστών (SSDC) που θα υπεράσπιζε την οργάνωση της βάσης θα προωθούσε τον αγώνα κατά της εισοδηματικής πολιτικής με επιτροπές βάσης σε όλη την χώρα. Στη συνάντηση, περίπου 200 ατόμων από διάφορα εργοστάσια και επιτροπές, εισηγήθηκαν ο Reg Birch, κορυφαίο στέλεχος του ΚΚ αν και βρισκόμενος στην (εσωκομματική) αντιπολίτευση, ο Τζιμ Χάις, οικοδόμος εργάτης, και τρία μέλη των IS (Geoff Carlsson, Geoff Mitchell,και οι δύο συνδικαλιστές του ENV και ο Τζιμ Χίγκινς). Το σχέδιο ήταν φιλόδοξο και, στην πράξη, αποδείχθηκε ότι ήταν υπερβολικά φιλόδοξο.

 

Πραγματοποιήθηκαν πολλές συναντήσεις σε διάφορα μέρη της χώρας, αλλά, κατά τη διάρκεια των συναντήσεων δεν υπήρχε επαρκής βάση για να υποστηρίξει μια οργάνωση με διάρκεια. Η SSDC εξέδωσε, με την υπογραφή της, μπροσούρα με τίτλο  «Εισοδηματική Πολιτική, Νομοθεσία και Συνδικαλιστές» γραμμένη από τους Τόνι Κλιφ και Κόλιν Μπάρκερ. Ήταν ένα εξαιρετικό βιβλιαράκι, πολύ καλύτερο από οτιδήποτε άλλο για το θέμα που δημιουργήθηκε είτε πριν είτε έκτοτε. Εξηγούσε γιατί ο βρετανικός καπιταλισμός χρειαζόταν την εισοδηματική πολιτική, πώς λειτουργούσε και πώς μπορούσε να καταπολεμηθεί. Η εισαγωγή γράφτηκε από τον Reg Birch. Αποδείχθηκε εξαιρετικά δημοφιλές βιβλιαράκι, πωλήθηκε σε χιλιάδες αντίτυπα, κυρίως από συνδικαλιστικές επιτροπές και συνδικάτα.

Η αυξανόμενη απογοήτευση από τους Εργατικούς σήμαινε ότι υπήρχε ένα μικρό αλλά αυξανόμενο κοινό για την πολιτική των IS. Υπήρχαν μερικές υποσχόμενες περιοχές στη βιομηχανία που έδειχναν εξέλιξη, σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη των IS. Υπήρχαν μέλη των IS στα συνδικάτα ASTMS, POEU, TGWU, ETU και AEU. Το καμάρι ήταν το εργοστάσιο ENV στο Acton του Βόρειου Λονδίνου, μια επιχείρηση που έφτιαχνε κιβώτια ταχυτήτων για αυτοκίνητα. (Το όνομα προέρχεται από τα γαλλικά, “En V “, που αναφερόταν στη διάταξη κυλίνδρων των αεροκινητήρων που έφτιαξε κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου Ι). Η ιστορία του ENV είναι τόσο ενδιαφέρουσα όσο και διδακτική, δείχνει τη σημασία του να υπάρχει καθημερινή ηγεσία σε επίπεδο βάσης, δείχνει επίσης πώς μπορούν σοβαροί πολιτικοί αγωνιστές μέσα από υπομονετική και ευαίσθητη δουλειά, να αναπτύξουν πολιτικές που αυξάνουν την αλληλεγγύη και τη συνείδηση ​​των εργαζομένων. Δείχνει επίσης με σκληρή σαφήνεια ότι, τελικά, υπάρχουν συγκεκριμένα και σαφώς καθορισμένα όρια στους συνδικαλιστικούς αγώνες.

Αξίζει να αναφερθεί, ίσως, ένα κομμάτι της ιστορίας για το τι υπήρξε καθοριστικό στη διαμόρφωση  πολιτικής των SR / IS,  κάποιες εμπειρίες που εξηγούν πολλά για τη στρατηγική στον βιομηχανικό τομέα.[2]

Τη δεκαετία του 1930, το εργοστάσιο δεν είχε καλό επίπεδο συνδικαλιστικής οργάνωσης και οι μισθοί και οι εργασιακές συνθήκες ήταν κακές, συγκριτικά με άλλα τοπικά εργοστάσια. Μετά τον πόλεμο, ωστόσο, η έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, σε συνδυασμό με την οργανωτική ικανότητα των συνδικαλιστών, κατέστησαν τις εργασιακές συνθήκες παρόμοιες αν όχι καλύτερες από αυτές στο Βόρειο Λονδίνο. Ήταν ένα εργοστάσιο όπου τα καθημερινά θέματα εργασίας και το πώς έπρεπε να κινηθεί εργατική βάση ήταν θέμα καθημερινής συζήτησης. Από τον πιο μαχητικό μέχρι τον πιο μετριοπαθή εργάτη υπήρχε η αίσθηση ότι το τίμημα για τις καλές εργασιακές συνθήκες ήταν η μόνιμη επαγρύπνηση- κάθε κλάδος περιφρουρούσε αυστηρά τις συμφωνίες του. Φυσικά, οι εργοδότες δεν ήταν ενθουσιασμένοι από αυτή την κατάσταση των πραγμάτων και προσπαθούσαν συνεχώς να  κόψουν δρόμο με την εισαγωγή νέων μηχανών και πρακτικών.

Η στρατηγική κοστολόγησης του εργοδότη συχνά είχε ως αποτέλεσμα την υπερβολική ενίσχυση των αρμοδιοτήτων κάποιου φιλόδοξου αλλά εγκεφαλικά βλαμμένου προϊσταμένου, και η ENV διέθετε ακριβώς έναν τέτοιο προϊστάμενο. Καταγοητευμένος από την καταστροφική πορεία που ακολούθησε ο Κάρολος Α, υιοθέτησε το δόγμα της θεϊκής φύσης των προϊσταμένων.  Όποτε είχε κάποιος στο τμήμα του είχε παράπονα για τις αποφάσεις του, οι τελευταίες ήταν τελεσίδικες παρόλο που  γίνονταν προσπάθειες να φτάσουν οι διαμαρτυρίες σε ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας. Αναπόφευκτα, αυτή η συμπεριφορά αποτέλεσε το αντικείμενο μιας συνάντησης μεταξύ των εργαζομένων και της διοίκησης. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης ο θιγμένος προϊστάμενος φυσικά απειλούσε, έβριζε και απειλούσε τον εκπρόσωπο των εργαζομένων Bill McLoughlin. Όλα αυτά αναφέρθηκαν σε μαζική συνέλευση των εργαζομένων και αποφασίστηκε η απεργία μέχρι που ο προϊστάμενος απολύθηκε.

Η απεργία διήρκεσε 13 εβδομάδες και διεξήχθη σκληρά, με τους εκλεγμένους συνδικαλιστές να οργανώνουν Καμπάνια οικονομικής υποστήριξης σε όλη τη Βρετανία – συγκέντρωσαν συνολικά £ 14.000 που ήταν ένα σημαντικό ποσό τότε. Το συνδικάτο T&G δεν θεώρησε ποτέ νόμιμη αυτή την απεργία και προσπάθησε να σπείρει τη διχόνοια μεταξύ των μελών του μεταξύ των μελών της T & G και των μελών του AEU. Τελικά, ο εκπρόσωπος της AEU  συμφώνησε να δημιουργηθεί εξεταστική επιτροπή, τα πορίσματα της οποίας θα ήταν δεσμευτικά και για τα δύο μέρη. Την προεδρία ανέλαβε ο καθηγητής Τζακ, ακαδημαϊκός και πολύ γνωστός πρόεδρος υποτιθέμενων αμερόληπτων ερευνών. Το πόρισμά του, που υποτίθεται θα έδιναν τη σολομώντεια λύση, ήταν στην πραγματικότητα περίπου τόσο μεροληπτικό όσο μπορείτε να φανταστείτε.  Ο προϊστάμενος έπρεπε να μετακινηθεί σε λιγότερο ευαίσθητη δουλειά, αλλά ο McLoughlin θα έπρεπε να απομακρυνθεί από εκπρόσωπος των εργαζομένων. Το εκτελεστικό μέλος της AEU Σκοτ, που όπως και ο McLoughlin ήταν μέλος του ΚΚ, προέτρεψαν να γίνει αποδεκτή η απόφαση του Τζακ και, η επιτροπή των συνδικαλιστών δέχτηκε απρόθυμα την απόφαση με μοναδική διαφωνία αυτή του Geoff Carlsson.

Αυτή ήταν μια μάχη που αμφισβήτησε τα παραδοσιακά προνόμια του εργοδότη να προσλαμβάνει και να απολύει και κράτησε για τρεις μήνες προσπαθώντας να το πετύχει. Κατά τη διάρκεια της απεργίας το TGWU (Τ&G) στάθηκε απέναντι και το AEU, παρά το γεγονός ότι η Περιφέρεια του Βόρειου Λονδίνου βρισκόταν σταθερά υπό τον έλεγχο του ΚΚ, αποφάσισε να λύσει τη διαφορά σε κάτι σαν δικαστήριο. Είναι ενδιαφέρον ότι η μεγαλύτερη οικονομική υποστήριξη δεν προήλθε από τα οχυρά του ΚΚ, όπως τη Ford Dagenham (£ 25) ή την Austin Longbridge (£ 50)

όπου εκείνη την εποχή υπήρχαν κυριολεκτικά δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι. Ήταν μια απεργία που φυσιολογικά έπρεπε να έχει ως αποτέλεσμα το τσάκισμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης στο εργοστάσιο. Ότι δεν έγινε αυτό ήταν συνάρτηση του τρόπου με τον οποίο οι εργαζόμενοι συμμετείχαν τακτικά σε συζητήσεις και αποφάσεις σχετικά με τη μελλοντική πορεία του αγώνα.

Επίσης οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό, σε μια εξαιρετική δουλειά δύο νέων επαναστατών: των Sid Wise και Geoff Carlsson. Και οι δύο ήταν μέλη του του RCP, ο Wise έπειτα εντάχθηκε στη συνέχεια στην οργάνωση του Χίλι και ο Geoff Carlsson βοήθησε στην ίδρυση του SRG. Κανένας από αυτούς δεν ήταν περαστικός από τη ριζοσπαστική πολιτική, για να έχει λίγη βιομηχανική εμπειρία στις αναμνήσεις του πριν γίνει μέλος της ελίτ. Ούτε προτίθεντο να κάνουν καριέρα καριέρα ως συνδικαλιστές γραφειοκράτες με πλήρη απασχόληση. Ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1950, πρόεδρος του συνδικάτου ήταν πρώτα ο Wise και στη συνέχεια έγινε ο Carlsson. Ως θέμα αρχών επέμειναν σε μια ολομελειακή συνέλευση των εργαζομένων μία φορά την εβδομάδα κατά την οποία συζητιόντουσαν θέματα άμεσου και μακροπρόθεσμου ενδιαφέροντος. Εκπόνησαν ένα πρόγραμμα αιτημάτων για την καταπολέμηση των απολύσεων.

Η ολομελειακή συλλογικότητα, απέχοντας από το να είναι ένας δυσκίνητος μηχανισμός, όριζε στην πράξη ευρέα πεδία της πολιτικής. Με ενημέρωση και συζήτηση καλλιεργήθηκε ένα ισχυρό πνεύμα υποστήριξης του προγράμματος. Ως αποτέλεσμα αυτής της μεγάλης αλληλεγγύης, το ENV είχε υπογράψει ορισμένες συμφωνίες, που θα μπορούσαν να επιτευχθούν ποτέ από εργαζόμενους που δεν είναι πεπεισμένοι για την υπόθεσή τους. Έτσι είχαν πετύχει να δουλεύουν χωρίς υπερωρίες και αν  έστω ένας εργαζόμενος δούλευε έστω μία ώρα υπερωριών τότε απαγορευόταν να απολυθεί κανένας για 3 μήνες. Απαγορεύτηκε ο έλεγχος του ωραρίου και της κίνησης από τους εργαζόμενους και κανένας δεν ανησυχούσε για το αν θα πιάνει το επιθυμητό επίπεδο παραγωγής με ένα χρονόμετρο στο χέρι.

Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1957, η διοίκηση ενημέρωσε τον πρόεδρο, τον Geoff Carlsson, ότι θα έπρεπε να υπάρξει μείωση προσωπικού κατά 10%.  Στη μαζική συνέλευση, οι εργαζόμενοι ήταν κάθετα αντίθετοι στο ότι πρέπει να γίνουν απολύσεις.  Όταν ο Carlsson ενημέρωσε τον διευθυντή ότι οι εργαζόμενοι δεν θα αποδέχονταν την απόλυση, οι διαχειριστές παρέδωσαν τη λειτουργία της παραγωγής στους εκλεγμένους συνδικαλιστές, υποθέτοντας εσφαλμένα ότι θα δείλιαζαν μπροστά σε αυτή την τρομακτική προοπτική.

Αφού αποδέχτηκαν την ευθύνη, οι εργαζόμενοι οργάνωσαν ένα εργασιακό πρόγραμμα με 4,5 μέρες εργασία τη βδομάδα,  μεταφέροντας άνδρες σε διαφορετικά τμήματα όπου είναι απαραίτητο. Η προσπάθεια είχε τα προβλήματά της και ο τρόπος λειτουργίας ήταν εμπειρικός, ωστόσο για εννέα μήνες το εργοστάσιο παρέμεινε ενωμένο. Στο τέλος του 1958 μια ανάκαμψη στο εμπόριο κατέστησε τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής περιττή. Για σχεδόν ένα χρόνο οι εργαζόμενοι οργάνωσαν την εργασία μέσα στο εργοστάσιο και, ουσιαστικά, την παραγωγική διαδικασία. Προφανώς, δεν υπάρχει σοσιαλισμός σε ένα μόνο εργοστάσιο, αλλά η προσπάθεια είχε όλα τα χαρακτηριστικά του εργατικού ελέγχου. Ακόμη και όταν τελείωσε το εγχείρημα, η αυτοπεποίθηση που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου κατέστησε δυνατά περαιτέρω προχωρήματα. Πολύ πριν γίνει κοινή κατάκτηση των μηχανικών, οι γυναίκες εργαζόμενες είχαν ίσες αμοιβές με τους άντρες στο ENV, οι μισθοί ήταν οι υψηλότεροι στην περιοχή και ο φόρτος εργασίας ήταν ο μικρότερος.

Όχι μόνο ήταν καλές οι εργασιακές συνθήκες στο ENV, αλλά είχαν να επιδείξουν κι ένα εξαιρετικά αξιέπαινο ρεκόρ αλληλεγγύης στους άλλους απεργούς. Το 1963, για παράδειγμα ξεκίνησε μια απεργία από μαύρους κυρίως εργάτες σε εργοστάσιο στην περιοχή Southall του Λονδίνου, στο Marriott’s. Επί 30 εβδομάδες συγκεντρωνόταν ένα σελίνι από κάθε εργάτη στο ENV, συγκεντρώνοντας έτσι 1.717 λίρες ή 18% του συνόλου που συγκεντρώθηκε σε εθνικό επίπεδο.

Το 1962 η αμερικανική εταιρεία Eaton, Yale & Towne αγόρασε το ENV. Αυτή ήταν μια σκληρή διοίκηση που σκόπευε να τσακίσει τη δύναμη των εργαζομένων και ήταν είναι έτοιμη να επιστρατεύσει οποιονδήποτε αριθμό διευθυντικών στελεχών για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η Emerson, μια μεγάλη εταιρεία εργασιακών μελετών, ήρθε στο εργοστάσιο, αλλά κανείς δεν συνεργαζόταν μαζί τους, έτσι κάθισαν για μερικούς μήνες και στη συνέχεια έφυγαν. Η διαπραγμάτευση επί της παραγωγικότητας γινόταν με στόχο να μη γίνουν απολύσεις. Οι συσκευαστές, για παράδειγμα, συμφώνησαν σε μείωση του προσωπικού από 16 σε 12 άνδρες και να βοηθάνε στη φόρτωση των φορτηγών, σε αντάλλαγμα αυξημένης αμοιβής. Στην πραγματικότητα όμως, υπήρχαν μόνο 12 συσκευαστές και πάντα βοηθούσαν να φορτωθούν τα φορτηγά. Ομοίως οι οδηγοί ανυψωτικών φορτηγών αποδέχτηκαν αύξηση ένα σελίνι την ώρα για να «γίνουν κινητοί». Δηλαδή, στην πραγματικότητα για να μεταφέρουν παλέτες από και προς το δικό τους τμήμα. Με μια διαχείριση σαν κι αυτή, καλύτερα η διοίκηση να παρέδιδε την οργάνωση του εργοστασίου απευθείας στους εργάτες. Δυστυχώς, από τη φύση της βιομηχανικής ζωής, τελικά, όλα τα καλά πράγματα κάποια στιγμή τελειώνουν και το ENV δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Η διοίκηση αποφάσισε ότι, παρά τα μεγαλεπήβολα σχέδια, δεν υπήρχε κανένας τρόπος για να δημιουργηθεί μια ρήξη μεταξύ των συνδικαλιστών και της εργατικής βάσης κι αποφάσισε να φτάσει τα πράγματα στα άκρα.

Τον Αύγουστο του 1966 ανακοίνωσαν το σταδιακό κλείσιμο του εργοστασίου. Για πρώτη φορά υπήρχε αβεβαιότητα μεταξύ των εργαζομένων, μια αβεβαιότητα που υπήρχε και στο συνδικαλιστικό όργανο. Κυριολεκτούσε η διαχείριση, ή ήταν άλλη μια στρατηγική για να αποσπάσει παραχωρήσεις; Ο εκπρόσωπος  Geoff Mitchell και ο πρόεδρος Geoff Carlsson, πίστευαν ότι η διοίκηση μπλοφάρει και ότι πρέπει να πάρει απεργιακή απάντηση. Δυστυχώς, η πλειοψηφία της συνδικαλιστικής επιτροπής και η εργατική βάση δεν συμφώνησαν μαζί τους. Κυκλοφορούσε η αναξιόπιστη φήμη ήταν ότι οποιοσδήποτε απεργούσε θα ήταν ένοχος για βιομηχανικό παράπτωμα και έτσι θα έχανε την αποζημίωση απόλυσης, που για  σταθερά και μακροχρόνια εργαζόμενους όπως αυτούς στο ENV ήταν σημαντική.  Οι Carlsson και Mitchell, καθώς και μερικές εκατοντάδες εργαζόμενοι απολύθηκαν τους επόμενους μήνες. Το ENV συνέχισε να λειτουργεί λίγο ακόμα αλλά σύντομα έκλεισε τις πύλες του για τελευταία φορά.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο εργοστάσιο, ο Geoff Carlsson, όπως κάθε λογικός επαναστάτης εργαζόμενος,έβρισκε συμμάχους όπου μπορούσε. Εργάστηκε με μέλη του ΚΚ, με το μέλος του Κλαμπ Σίντ Γουάιζ και με οποιονδήποτε άλλον  συμφωνούσε στην ανάγκη ενίσχυσης οργάνωσης, υπεράσπισης και επέκτασης των συμφερόντων των εργαζομένων, αλλά δεν αναλώθηκε να κατακεραυνώνει τους «Σταλινικούς» ή να επιτίθεται στον Σιντ Γουάιζ επειδή θεωρούσε τη Ρωσία «εργατικό» κράτος. Πουλούσε τη Σοσιαλιστική Κριτική και, κατά περίπτωση, επιχειρηματολογούσε υπέρ της πολιτική του άποψης και το 1959 διετέλεσε πρόεδρος του συνδικάτου AEU. Αν και δεν είχε καμία πιθανότητα εκλογής, οι κανόνες του AEU επέτρεπαν σε κάθε υποψήφιο μέσω εναλλαγής να δικαιούται μια εκλογική θητεία με έξοδα του συνδικάτου. Για όσο τέλεσε πρόεδρος, καταδίκασε το πάγωμα των μισθών, την ταξική συνεργασία και τα ξεπουλήματα των δεξιών Εργατικών και των ηγετών των συνδικάτων. Ενώ επαινούσε κάποιους αγωνιστές του ΚΚ, επισήμαινε την απαράδεκτη στάση τους απέναντι στην Ανατολική Ευρώπη και τα αντεργατικά μέτρα εκεί. Όταν μετρήθηκαν οι ψήφοι, ο δεξιός Carron είχε 57.127 ψήφους, ο Reg Birch, του ΚΚ, είχε 19.799 και ο Geoff είχε 5.615. Πολύ αξιοπρεπής επίδοση για κάποιον με μηδέν εκλογικό μηχανισμό.

Οι στρατολογίες στο ENV στους IS πήγαιναν με αργούς ρυθμούς. Για μερικά χρόνια η μόνη στρατολογία ήταν ο Les Bennett, αλλά όταν ήρθε η έκρηξη στα μέσα της δεκαετίας του 1960 αυξήθηκαν φαινομενικά θεαματικά. Για αρκετούς μήνες μια σειρά μαθημάτων συζήτησης διεξήχθησαν στην Εργατική Λέσχη του Harlesden, υπό την αιγίδα του Κλιφ αλλά και του Τζιμ Χίγκινς και του Geoff Carlsson, σχετικά με τα βασικά θέματα της πολιτικής των IS και θέματα επικαιρότητας. Μετά από λίγο καιρό, σχηματίστηκε ένας εργοστασιακός πυρήνας στο ENV  με 12 μέλη των IS. Κάποιοι ήταν νέοι και δεν είχαν προηγούμενη κομματική ένταξη αλλά αρκετοί ήταν πρώην μέλη του ΚΚ για κάποια χρόνια, ανάμεσά τους ο Geoff Mitchell, ο John Hogan και ο Danny Flynn. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των πωλήσεων της εφημερίδας  «Χειρωνακτικός Εργάτης» στο εργοστάσιο και μια σίγουρη εχθρότητα από τα μέλη του ΚΚ στην περιοχή, αν και αυτό μετριάστηκε

από το γεγονός ότι ο Reg Birch, ένα από τα επί μακρόν κομματικά ηγετικά στελέχη του ΚΚ στο AEU διεξήγαγε έναν αγώνα ενάντια στο κόμμα του και τελικά δημιούργησε μια μια βραχυχρόνια μαοϊκή ομάδα. Στον αγώνα κατά της διοίκησης η ύπαρξη του πυρήνα των IS στο εργοστάσιο δεν ήταν αισθητά πιο αποτελεσματική από ότι τα μέλη του πυρήνα ως μεμονωμένοι μαχητές. Ήταν πολύ καινούρια για να λειτουργήσει ως συλλογικότητα που θα ανύψωνε τη γενική συνείδηση των εργατών στο εργοστάσιο και θα είχε πραγματική  δύναμη αν αποτελούσε τμήμα ενός πανελλαδικού δικτύου εργοστασιακών πυρήνων των IS. Ωστόσο δεν υπήρχαν άλλοι τέτοιοι πυρήνες και, παραφράζοντας το παλιό ρητό για τον σοσιαλισμό, δεν υπάρχει δίκτυο πυρήνων σε ένα μόνο εργοστάσιο.

Μια φράση-κλισέ λέει ότι ακόμα και οι ήττες και οι αποτυχίες που βιώνουμε στον αγώνα είναι πολύτιμες εάν αναλύονται σωστά. Και, αρκετά αστείο, είναι αλήθεια. Η εμπειρία ενός από τα πιο προχωρημένα και μαχητικά εργοστάσια στην αυτοκινητοβιομηχανία δεν θα μπορούσε βοηθήσει αλλιώς παρά να παρέχει πολύτιμα μαθήματα. Ακόμη και η αδυναμία συγκρότησης Επιτροπής Αμυνας Συνδικαλιστών ήταν πολύτιμη, δεδομένου ότι έδειξε πολύ καθαρά ότι η μετάδοση της εμπειρίας  απαιτεί χρόνο, συνεχή προσπάθεια, υπομονή και πόρους. Οι επαναστάτες είναι πολύ καλοί στο να δουλεύουν σκληρά, μερικοί έχουν πολύ ηρωικές στιγμές σε περιόδους αναταραχής. Με την πάροδο του χρόνου, διαπιστώνουν ότι έχουν σπάνια τέτοιες στιγμές, αγωνίζονται πάντα για να το αλλάξουν αυτό και συχνά έρχονται στον πειρασμό να κόψουν δρόμο, με έναν πειρασμό στον οποίο συχνά δεν μπορούν να αντισταθούν.Έτσι όσον αφορά τους πόρους, ποτέ δεν υπάρχουν αρκετοί. Μπορούμε, ωστόσο, όπως μας πρόσταξε ο Τρότσκι, “να Μάθουμε να Σκεφτόμαστε” και αυτό είναι οι IS ξεκίνησαν να κάνουν. Να προσπαθήσουν να μάθουν από την εμπειρία της μικρής αλλά ενθαρρυντικής ανάπτυξης του Ομίλου εν γένει και την ικανότητά του να προσελκύει μερικούς έμπειρους αγωνιστές.Χωρίς να λυγίζουν ραβδιά μέχρι το σημείο θραύσης του ξύλου, ήταν απαραίτητο προσπαθήσουν να αναπτύξουν ένα πλαίσιο ανάλυσης και δραστηριοτήτων  που θα προσέλκυε και θα ενέπλεκε τους πρωτοπόρους εργάτες. Έπρεπε να είναι μια πολιτική που θα προσέφερε την προοπτική να δουλέψουμε στους εργατικούς χώρους και τα συνδικάτα σε επίπεδο βάσης, με μια δουλειά που θα προσπαθούσε να γενικεύσει τον αγώνα και την εμπειρία από τα πιο προχωρημένα εργοστάσια κι εργατικούς χώρους και να τα μεταδώσει στους λιγότερο αναπτυγμένους χώρους. Με λίγα λόγια, ήταν η προοπτική, όσο μακρινή κι αν ήταν, να αναπτύξει τα συνδικαλιστικά αιτήματα σε αιτήματα της τάξης. Να χτίσει τη γέφυρα με το επαναστατικό κόμμα.

 

Σημειώσεις

  1. Η επόμενη μετονομασία σε «Διεθνείς Σοσιαλιστές» φαίνεται να συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του 1960, για ποιο λόγο δεν έχω ιδέα.
  2. Τα στοιχεία έχουν παρθεί από το «Η απεργία του ENV», Σοσιαλιστική Κριτική, Jan/Feb 1952 και “Τα μαθήματα της απεργίας στο ENVΣοσιαλιστική Κριτική April/May 1952, και τα δυο του Geoff Carlsson aκαι τοο «Μια ήττα της εργατικής τάξης: η ιστορία του ENV», στο Διεθνής Σοσιαλισμός 31 των Τζόις Ρόσερ και Κόλιν Μπάρκερ. Το κείμενο επίσης έχει περάσει από τον έλεγχο του Geoff Carlsson.



Μια ιστορία του Τζιμ Χίγκινς για τον τροτσκισμό-κεφάλαιο 6

Μτφρ Α.Λ.

Κεφάλαιο 6: Η περίοδος εισοδισμού στη Νεολαία του Εργατικού Κόμματος

 

Το να είμαστε ζωντανοί εκείνη την αυγή αποτελούσε από μόνο του μεγάλη χαρά, αλλά αν ήμασταν και νέοι ήταν ο παράδεισος…

Ουίλιαμ Ουέρντσουερθ για τη Γαλλική Επανάσταση

 

Ενώ η πρώτη δεκαετία του SRG χαρακτηρίστηκε από ελάχιστη έως καθόλου αύξηση των μελών, χαρακτηρίστηκε παρ’ όλα αυτά από ξεκαθάρισμα της πολιτικής του φυσιογνωμίας. Δεν χαρακτηριζόταν καθόλου από τις μεσσιανικές φιλοδοξίες του ορθόδοξου Τροτσκισμού. Δόθηκε έμφαση στην αυτενέργεια και την πρωτοβουλία  της εργατικής τάξης ως προϋπόθεση για την πρόοδο της σοσιαλιστικής υπόθεσης, αντί να θεωρείται η επαναστατική ομάδα ως το κέντρο του σύμπαντος και να ξαναγράφει την ιστορία του κόσμου όποτε χρειάζεται για να τεκμηριώσει αυτή την αστρονομική υπόθεση.

Σε κάθε στάδιο της θεωρητικής διαδρομής της Ομάδας οι ιδέες εξελίσσονταν για να εξηγήσουν τη νέα πραγματικότητα. Ο κρατικός καπιταλισμός ήταν μια απάντηση στην ολοένα και πιο αβάσιμη ιδέα ενός “εργατικού κράτους”, η διαρκής οικονομία των όπλων ήταν μια προσπάθεια να εξηγηθεί η μεταπολεμική άνθιση διαρκείας, η μεταλλασσόμενη φύση  του ρεφορμισμού εφιστούσε την προσοχή στο γεγονός ότι οι περισσότερες βελτιώσεις στις συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης δεν προέρχονταν από τη σοσιαλδημοκρατία ή το συνδικαλιστικό μοντέλο αλλά από την πίεση των εργατών από τα κάτω. Ενώ αυτές οι θεωρίες δεν ήταν απαραίτητα αλληλένδετες (με την έννοια ότι, για παράδειγμα, μπορούσαμε να αποδεχόμαστε τη μια από αυτές, χωρίς να χρειάζεται να ασπαστούμε τις άλλες δυο),  στη ζωή του SRG σημείωσαν σαφή φυσιολογική εξέλιξη. Το αποτέλεσμα ήταν μια ομάδα που εξακολουθούσε να φέρει μερικά από τα στοιχεία της τροτσκιστικής προέλευσής της, αλλά επίσης έδειχνε μια διάθεση ανανέωσης, ανοιχτό πνεύμα στο να αποδεχθεί την πραγματικότητα του μεταπολεμικού κόσμου και μια ταπεινοσύνη στην αποδοχή της πραγματικότητας ότι οι σ. έπρεπε να δείξουν μεγάλη υπομονή αν ήθελαν να δουν οποιαδήποτε επανάσταση που θα στήριζε τις πιθανότητες νίκης της στην καθοδήγηση του SRG.

Οπλισμένος ο SRG με τη θεωρία του, έμοιαζε μάλλον με τον νέο άνδρα που είχε βάλει τα καλύτερά του ρούχα αλλά δεν είχε πουθενά να πάει. Τότε το Εργατικό Κόμμα ένιωσε υποχρεωμένο να αναδιοργανώσει τη νεολαία του. Με τα χρόνια το Εργατικό Κόμμα απέκτησε μια εξαιρετικά ταραχώδη σχέση με τη νεολαία. Η πρώτη Λίγκα Νεολαίας(LOY) ιδρύθηκε το 1923. Το Εργατικό Κόμμα, από την αρχή, ήταν καχύποπτο απέναντι στους νέους και την τάση τους να υιοθετούν ριζοσπαστικές πολιτικές. Έτσι δεν επιτράπηκε στη LOY να διαθέτει πανεθνική οργάνωση και ηγεσία. Μετά από μερικά θυελλώδη χρόνια ύπαρξης, ακολούθησαν οι πραγματικές μάχες στη δεκαετία του 1930. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είδε τη Λίγκα ως λαμπρό πεδίο για την πολιτική του ενιαίου μετώπου.

Ο κύριος πράκτοράς τους μέσα στη LOY ήταν ο Τεντ Ουίλις. (Στη συνέχεια, ο Ουίλις έγινε ο σεναριογράφος της τηλεοπτικής σειράς Dixon of Dock Green, και γι αυτή του συνεισφορά στην «τέχνη» επιβραβεύτηκε στο τέλος της ζωής του ως εξέχον μέλος των Εργατικών.) Μετά από μερικές  εσωκομματικές μάχες, ο Τεντ άλλαξε στρατόπεδο στρατολογώντας ένα μεγάλο τμήμα της Λίγκας στην Κομμουνιστική Λίγκα Νεολαίας και, το 1938, η LOY διαλύθηκε. Το τροτσκιστικό κίνημα παρεμπιπτόντως είχε ανθρώπους που δουλεύανε πολιτικά μέσα στη Λίγκα: τον Τζοκ Χάστον, τον Τεντ Γκραντ, τον Τζέρι Χίλι με τους συντρόφους τους γύρω από την εφημερίδα «Νεολαία για τον Σοσιαλισμό», αλλά οι δυνάμεις τους ήταν μικρές και η επιρροή τους ήταν αμελητέα.

Αμέσως μετά τον πόλεμο, ένα κίνημα νεολαίας άρχισε να αναπτύσσεται αυθόρμητα, χωρίς την εμπλοκή της ηγεσίας των Εργατικών. Αυτή η ανανεωμένη Εργατική Λίγκα Νεολαίας (LLOY) υπέστη (από την κομματική ηγεσία των Εργατικών) τους ίδιους περιορισμούς με την παλιά – όχι πανεθνική οργάνωση, όχι κεντρική εκπροσώπηση στη συνδιάσκεψη, όχι εκλεγμένη ηγεσία και κανένα δικαίωμα ή δυνατότητα παρέμβασης στο κύριο σώμα του Εργατικού Κόμματος. Η ιστορία της ήταν μια βουβή επανάληψη του προπολεμικού μοντέλου. Οι αριστερές τοπικές οργανώσεις της διαλύονταν και κάθε σπίθα πρωτοβουλίας καταπνιγόταν μονίμως. Το τροτσκιστικό κίνημα, ελαφρώς αλλά όχι πολύ μεγαλύτερο, πλέον προσανατολισμένο στον εισοδισμό στο Εργατικό Κόμμα, δούλευε πολιτικά μέσα στη Λίγκα και έκανε κάποιες στρατολογίες, αλλά η έλλειψη δυνάμεων κι εθνικής δικτύωσης, σε συνδυασμό με το δρακόντειο καθεστώς που επέβαλε το Εργατικό Κόμμα, εξασφάλιζε ότι ούτε το τροτσκιστικό κίνημα γενικά ούτε οι εισοδιστές συγκεκριμένα πρόκοβαν.

Το 1955, η LLOY ήταν τόσο εξαντλημένη από την καταπίεση και της μείωση του αριθμού μελών που το Εργατικό Κόμμα την κατάργησε πριν διαλυθεί από μόνη της. Σε μια προσπάθεια να αποκτήσει ένα πιο πειθήνιο κίνημα νεολαίας, το Εργατικό Κόμμα ίδρυσε τα Τμήματα Νεολαίας. Αυτά ήταν οργανικά τμήματα των τοπικών οργανώσεων χωρίς καμία ανεξαρτησία και με ανώτατο όριο ηλικίας ένταξης τα 21. Στην περιφερειακή οργάνωση Εργατικών του Ίστ Ίσλινγκτον, για παράδειγμα, δεν ήταν δυνατό να ενταχθεί κανείς στο Τμήμα Νεολαίας αν δεν ήταν ταυτόχρονα και μέλος της περιφερειακής κομματικής  οργάνωσης. Αυτό αποτελούσε ακόμη πιο κατασταλτικό όρο από ό,τι ίσως ακούγεται, καθώς υπήρχαν μόνο μερικές δεκάδες ενηλίκων μελών στην περιφερειακή του Ιστ Ίσλινγκτον, πολλοί από τους οποίους απείχαν πολλά χρόνια από την νεανική τους ηλικία.

Για το Εργατικό Κόμμα, το να υπάρχει ένα παράρτημα νεολαίας, απαλλαγμένο από την αγχωτική τάση του να πιέζει από τα αριστερά και να μη σέβεται τους μεγαλύτερους, είχε ορισμένα πλεονεκτήματα. Εκτός φυσικά από το γεγονός ότι υποσχόταν μια κάποια ανανέωση των μελών του κόμματος, περιελάμβανε όσους ήταν, τουλάχιστον θεωρητικά, πιο ικανοί να σηκώσουν τα βαριά καθήκοντα της εκλογικής πολιτικής. Οι Τόρις βρίσκονταν στην εξουσία επί σχεδόν δέκα χρόνια (στην πραγματικότητα, άντεξαν άλλα τέσσερα) και μόλις το 1959 επανεξελέγησαν για άλλη μια φορά. Το “νέο αίμα” αποτελούσε σαφώς το ζητούμενο της περιόδου. Η επιτυχία του CND ως οργάνωση ήταν μια σοβαρή δυνατότητα (για ανανέωση), μόνο εφόσον η νεολαία πειθόταν να συμπεριφερθεί κατάλληλα.

Το ότι η συγκυρία που ξεκίνησε η καμπάνια του CND (κινήματος ενάντια στην πυρηνική βόμβα, στΜ) , το 1960, ήταν κατάλληλη, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μόλις μετά από λίγους μήνες  οι Νέοι Σοσιαλιστές είχαν πάνω από 700 τοπικές οργανώσεις. Το καταστατικό των Νέων Σοσιαλιστών ήταν συγκριτικά φιλελεύθερο και η διασφάλιση «κατάλληλης συμπεριφοράς» ανατέθηκε στον Μπέσι Μπράντοκ, έναν σπουδαίο και εξαιρετικά δεξιό πρώην κομμουνιστή που ήταν στην Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή του Εργατικού Κόμματος ΕΕΕ), και στον Τζορτζ Μπρίνχαμ, έναν συνδικαλιστή αξιωματούχο επίσης μέλος της ΕΕΕ  του Εργατικού Κόμματος, για να εποπτεύουν τις δραστηριότητες του νέου κινήματος. Όσο άτεγκτοι τοποτηρητές της πειθαρχίας κι αν ήταν οι Μπρίνχαμ και Μπράντον, δεν είχαν καμία πιθανότητα να ελέγξουν ένα  κίνημα νεολαίας που ήταν, σε μεγάλο βαθμό, απάντηση στη μονόπλευρη επίσημη πολιτική των Εργατικών, που στήριζαν σταθερά και ενθουσιωδώς την πυρηνική βόμβα. Εάν οι ηγέτες του Εργατικού Κόμματος είχαν όντως την πρόθεση να μετατραπούν οι Νέοι Σοσιαλιστές σε ιδεολογική αρένα και σε πεδίο στρατολόγησης για την επαναστατική αριστερά, δεν θα μπορούσαν να κάνουν  καλύτερη δουλειά στον σχεδιασμό. Σχεδόν με κραυγές χαράς,  οι επαναστατικές ομάδες άρπαξαν έξυπνα την ευκαιρία για να δρέψουν τα δωράκια που τόσο γενναιόδωρα τους παρείχε το Εργατικό Κόμμα.

Το πρώτο εργαλείο  για τη διάδοση των ιδεών του SRG στους Νέους Σοσιαλιστές ήταν η εφημερίδα Rebel (Επαναστάτης), μια εφημερίδα τεσσάρων σελίδων A5. Εκδιδόταν στη γιάφκα του Κλιφ, σε μέγεθος τσέπης, από τον Τζον Φίλιπς, τον Μάικλ Χέιμ, τον Κρις Χάρμαν και τον Τζον Πάλμερ, μεταξύ άλλων. Για να πούμε την αλήθεια, ήταν ένα αρκετά άσχημο μικρό έντυπο, αλλά διέθετε κάποια γοητεία. Το 1961, οι οπαδοί της Rebel και αυτοί της Rally (Διαδήλωση), της εφημερίδας νεολαίας του RSL (του Τεντ Γκραντ, στΜ), συγχωνεύθηκαν για να δημιουργήσουν την εφημερίδα «Νέα Φρουρά». Ήταν, από πολλές απόψεις, μια δύσκολη συμμαχία και οι μηνιαίες συνεδριάσεις της σύνταξης ήταν αρκετά γεμάτες, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η συνιστώσα της Rally, όπως και η SLL του Χίλι, υποστήριζε ότι η Βρετανία πρέπει να αφοπλιστεί μονομερώς, ενώ η Ρωσία όχι, επειδή η δική της ήταν “εργατική βόμβα”. Κάποιος υπενθύμισε το παλιό τραγουδάκι του ΚΚ, «Το Τραγούδι των Κόκκινων Αεροπόρων», του οποίου το ρεφρέν περιέχει τα αθάνατα λόγια: “Θα ρίχνουμε φυλλάδια στους εργάτες, ενώ βομβαρδίζουμε τα αφεντικά τους”. Εξαιτίας όλων αυτών των διαμαχών στις συνεδριάσεις, οι σελίδες της εφημερίδας ήταν, ως επί το πλείστον, απαλλαγμένες από τη σεχταριστική αντιπαράθεση, με την τέχνη και τη θρησκεία να καταλαμβάνουν τον ίδιο χώρο με την πολιτική.

Οι αρχές της δεκαετίας του ’60 ήταν μια εποχή διαδηλώσεων, ιδιαίτερα κατά της ατομικής βόμβας, και υπήρχε πάντα κάποια δράση να οργανωθεί μέσα στους Νέους Σοσιαλιστές, κάτι που εξασφάλιζε ότι δεν αποτελούν απλώς έναν όμιλο συζήτησης με ψηφοθηρικές αρμοδιότητες. Οι Πορείες του Αλντερμάστον το Πάσχα του 1960 και του 1961, στις οποίες συμμετείχαν περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι και το κίνημα αυτό στράφηκε για τη στήριξη των ελπίδων και των προσδοκιών του στο Εργατικό Κόμμα, το οποίο βρισκόταν εν αναμονή ανάληψης της κυβέρνησης μετά από πολλά χρόνια κυβέρνησης Τόρις για να υιοθετήσει τον μονομερή πυρηνικό αφοπλισμό.Ένα μέτρο της αυξανόμενης ριζοσπαστικοποίησης της εποχής ότι στο συνέδριο Εργατικού Κόμματος το 1961 υιοθετήθηκε ο μονομερής αφοπλισμός ως κομματική πολιτική. Την επόμενη χρονιά, βεβαίως, μετά από «πολιτικό μασάζ» και βοήθεια από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ξαναυιοθετήθηκε η «πολυμερής πολιτική»(στΜ μια πολιτική του τύπου «αν δεν αφοπλιστούν οι άλλοι τότε δεν αφοπλίζομαι ούτε εγώ) ,τόσο φανατικά που αν ο Άνιουριν Μπίβαν ζούσε αρκετά για να γίνει Υπουργός Εξωτερικών, θα ερχόταν ζωσμένος με πυρηνικά όπλα στο συνέδριο.

Ένα πρώιμο όφελος από τη δουλειά μέσα στους Νέους Σοσιαλιστές είναι η στρατολόγηση αρκετών νέων Σκωτσέζων από τη Γλασκώβη, κάποιοι από τους οποίους είχαν δραστηριοποιηθεί στην απεργία των μαθητευόμενων εργαζόμενων μηχανικών το 1960. Το 1961, ένα προχωρημένο τμήμα αυτής της φουρνιάς μετακόμισε στο Λονδίνο, συμπεριλαμβανομένου του Μπιλ Τόμπσον, του Ρος Πρίτσαρντ και του Γκας ΜακΝτόναλντ. Ο Φρανκ Κάμπελ και ο Μπιλ Κέιν ήρθαν στο Λονδίνο λίγο αργότερα. Άλλοι, όπως ο Πίτερ Μπέιν και ο Ίαν Μούνεϊ, παρέμειναν στη Γλασκώβη. Ήταν μια ιδιαίτερα ταλαντούχα ομάδα συμπαθητικών, ως άτομα, ανθρώπων, με μια πρώιμη προσκόλληση στο χαλαρό λάιφ-στάιλ του 1960, που σήμερα έχει γίνει αντικείμενο έντονης νοσταλγίας. Πριν φύγουν από τη Γλασκώβη, έπεισαν τον Πωλ Φουτ ότι ο σοσιαλισμός σχετιζόταν περισσότερο με την εργατική τάξη παρά με τα κρασιά και τα τυριά.

Ο Γκας Μακντόναλντ δεν παρέμεινε μέλος για πολύ, αλλά δούλεψε για λίγο ως επαγγελματικό στέλεχος με πλήρη απασχόληση στον SRG, ήταν αρχισυντάκτης στη «Νέα Φρουρά» και ένας χρήσιμος δημοσιογράφος για την οργάνωση. [1] Ο Μπιλ Τόμπσον ήταν ένας επιτυχημένος λαϊκός τραγουδιστής και στιχουργός τραγουδιών. Ένα από τα τραγούδια του Μπιλ, ένας ύμνος για τα θετικά της μπύρας, είχε μια στροφή που έλεγε: «Τι Διαλεκτική, Τι Ξεδιαλεκτική. Επίσης, Τι Οιδίποδας Τι Ξε-οιδίποδας. Φέρε μου παρέα, φέρε μου μια μπύρα.»  Ο Μπιλ συνόδευε το τραγούδι του με κιθάρα,  αν και αγαπημένο του όργανο του ήταν το τρομπόνι. Δυστυχώς το τρομπόνι δεν είχε μεγάλη πέραση στους λαϊκούς κύκλους, ειδικά από τη στιγμή που ο καλλιτέχνης έπρεπε ταυτόχρονα να τραγουδάει. Το ταλέντο του για το λαϊκό τραγούδι το μοιράστηκε με άλλους και αυτό, μαζί με την αυθεντικά Γλασκωβιανή ευχέρεια να καταναλώνει απεριόριστες μπύρες, βοήθησαν στο να οργανωθούν μερικές αξέχαστες κοινωνικές και πολιτικές βραδιές, σεμινάρια τα Σαββατοκύριακα και συνδιασκέψεις των Νέων Σοσιαλιστών.

Ο Mπιλ οργάνωσε επίσης το πρώτο τυπογραφείο του SRG, σε έναν μικρό χώρο στην οδό Χόλογουεϊ. Όταν αγοράσαμε το τυπογραφικό μηχάνημα, ένα χτυπημένο βρετανικό μάρκας Salmson Ranger, φαινόταν ευκαιρία με κόστος 300 λίρες. Ωστόσο επρόκειτο για ψευδαίσθηση, όπως αποδείχθηκε ένα χρόνο αργότερα, όταν καταφέραμε να την ξεφορτωθούμε με 3 λίρες. Εμφάνισε μια σειρά εγγενών κατασκευαστικών κουσουριών, καθώς και ορισμένες επίκτητες βλάβες που είχαν αποκτηθεί μετά από πάρα πολλά χρόνια λειτουργίας. Παρά το γεγονός ότι ο Μπιλ δεν είχε εκπαιδευτεί ως τυπογράφος -αν και είχε τη  βοήθεια του Ρος Πρίτσαρντ όταν αντιμετώπιζε σοβαρές δυσκολίες- κατόρθωσε να εκδώσει τόσο την εφημερίδα «Βιομηχανικός Εργάτης» όσο και την  τρίτη έκδοση του βιβλίου του Κλιφ για τη Ρωσία. Ένας θρίαμβος της δύναμης της θέλησης και της αυταπάρνησης κόντρα στο απύθμενο θράσος και το καθαρό σαμποτάζ ενός ψόφιου μηχανήματος.

Στους Νέους Σοσιαλιστές υπήρχε ένα έτοιμο κοινό με όρεξη για αριστερές πολιτικές συζητήσεις με ανοιχτό τρόπο. Για να ανταποκριθεί στις συγκεκριμένες απαιτήσεις ο Κλιφ εκπόνησε ένα πρόγραμμα σεμιναρίων με μια σειρά δώδεκα βδομαδιάτικων διαλέξεων για τη σοσιαλιστική θεωρία. Η εναρκτήρια διάλεξη αφορούσε τον διαλεκτικό υλισμό και όλο το μάθημα καταπιάστηκε με όλα τα κύρια χαρακτηριστικά της μαρξιστικής μελέτης, συμπεριλαμβανομένης της οικονομίας, του κράτους και της επανάστασης, της διαρκούς επανάστασης και της διαρκούς οικονομίας των όπλων. Οι σημειώσεις στη διάλεξη σχετικά με τη διαρκή οικονομία των όπλων είχαν και την αστεία πλευρά τους, καθώς περιελάμβαναν μια αναφορά στο “δίλημμα της Όλιβ Όιλ (Olive Oyl)”. Εκ πρώτης όψεως, αυτό θα μπορούσε να παρερμηνευτεί ως ένα μυστηριώδες οικονομικό φαινόμενο, που σχετίζεται ίσως με την ιταλική βιομηχανία φυτικών ελαίων, και διατυπωμένο από κάποιον που δεν μπορούσε να γράψει τη λέξη «έλαιο» (oil) με σωστή ορθογραφία. Oύτε καν όμως- ο Κλιφ αναφερόταν στο κορίτσι του Ποπάι, που όπως οι καπιταλιστές, μπροστά στην αντίφαση να αφιερώνει όλο και περισσότερους πόρους στις στρατιωτικές δαπάνες σε βάρος των επενδύσεων για να ανταποκριθεί στον διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό, συχνά βρισκόταν να σέρνεται και προς τις δύο κατευθύνσεις . Όπως πολλοί επαγγελματίες επαναστάτες που δούλευαν με πλήρες ωράριο, ο Κλιφ ήταν πλήρως εθισμένος στην τηλεοπτική παρακολούθηση παιδικών το απόγευμα και τα κινούμενα σχέδια του Ποπάι ήταν από τα αγαπημένα του. Η λανθασμένη εικασία του ότι άνθρωποι πάνω από 10 χρονών,  που παρεμπιπτόντως εργάζονταν για να ζήσουν, θα αντιλαμβάνονταν αυτές τις δυσνόητες πολιτιστικές αναφορές, ήταν ένα από τα πιο γοητευτικά κουσούρια του.

Ίσως έχει ένα ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι η δωδέκατη και η τελευταία διάλεξη της σειράς “Τα Καθήκοντα Μαρξιστών στο Εργατικό Κίνημα” περιέχει μεταξύ άλλων τα λόγια: «Οι μαρξιστές δεν πρέπει να δημιουργήσουν το δικό τους κόμμα. Πρέπει να θυμούνται ότι η εργατική τάξη θεωρεί το Εργατικό Κόμμα ως την πολιτική οργάνωση της τάξης (και χωρίς αμφιβολία όταν ξεδιπλωθεί ένα νέο κύμα πολιτικής δραστηριότητας μέσα στην της εργατική τάξη, εκατομμύρια νέοι ψηφοφόροι θα στραφούν στους Εργατικούς και εκατοντάδες χιλιάδες θα ενταχθούν ενεργά στο κόμμα τους) … Οι μαρξιστές θα πρέπει να προσπαθήσουν να ενωθούν με την Κεντρίστικη Αριστερά στη δράση για να υπερασπιστούν τις παραδοσιακές εργατικές αξίες του Κόμματος…» Ο εισοδισμός ήταν γερά εδραιωμένος ακόμα εκείνη την περίοδο,  αλλά όχι για πολύ καιρό.

Η επιτυχία της δουλειάς στους Νέους Σοσιαλιστές ήταν σαφώς μετρήσιμη και, το 1962, ο SRG είχε περίπου 200 μέλη. Πολλά από αυτά τα μέλη είχαν εκπαιδευτεί, ίσως μάλιστα,κάποιοι λένε, παραεκπαιδευτεί, στις φραξιονιστικές μάχες μέσα στους Νέους Σοσιαλιστές. Όπως ήταν αναμενόμενο, η κύρια αντιπολίτευση (απέναντι στον SRG) δεν ήταν η δεξιά πτέρυγα, η οποία ήταν μια μικρή μειοψηφία, ούτε η Τριμπιουνική αριστερά που δεν ήταν πολύ μεγαλύτερη, αλλά οι οπαδοί του Χίλι. Το μεγαλύτερο ταλέντο του Χίλι, για να μην πούμε το μόνο, ήταν η ικανότητα να παράγει στελέχη-μονομανείς κλώνους του ιδίου καλά εκπαιδευμένους στο ακραίο υβρεολόγιο που χαρακτηριζόταν και από μια υπoκείμενη αίσθηση απειλής. Από τις σελίδες της Keep Left (“Μείνετε Αριστερά”), της εφημερίδας νεολαίας της SLL, αλλά και σε αμέτρητες συνεδριάσεις τους σε όλη τη χώρα, οι «κρατικοκαπιτάλες του κ. Κλιφ» (στΜ: state-caps, πιθανολογώ ότι εδώ γίνεται και κακιασμένο λογοπαίγνιο με τη λέξη cops=μπάτσοι, που προφέρεται με παρόμοιο τρόπο. Σαν να λέμε δηλαδή ταυτόχρονα και «οι κρατικόμπατσοι του κ.Κλιφ») κατηγορούνταν για έναν κατάλογο εγκλημάτων όπως για κολεγιές με τη δεξιά πτέρυγα, αντισοβιετισμό, συνδικαλισμό (στΜ με την έννοια του αναρχίζοντος/αυτονομίζοντος πολιτικού κινήματος που υποτιμά/δεν αναγνωρίζει τον ρόλο του υποκεμενικού παράγοντα-επαναστατικού κόμματος στον δρόμο για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού) και γενικά για το πόσο άθλιοι θεωρούνται από την SLL. Η Keep Left τυπωνόταν από μερικά χρόνια πριν ως εφημερίδα της νεολαίας του Χίλι. Τον περισσότερο καιρό κυκλοφορούσε ως ένα προϊόν κακοτυπωμένων σελίδων, αλλά πλέον βρισκόταν στα καλύτερα του ως περιοδικό τυπογραφείου.

Η επίσημη εφημερίδα του κινήματος, που χρηματοδοτούταν από τα κεντρικά γραφεία των Εργατικών, ήταν η New Advance (Νέα Πρόοδος). Σε αντίθεση με τις υπεραισιόδοξες προσδοκίες των Νέων Σοσιαλιστών, η εφημερίδα των ΝΣ δεν ελεγχόταν από αυτούς, αυτοί ούτε καν είχαν τη δυνατότητα να ορίσουν τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας. Η γραμμή και η κατεύθυνση της New Advance αποφασιζόταν από τους γραφειοκράτες του Εργατικού Κόμματος. Για να διασφαλίσει την αλάνθαστη γραμμή της, η Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή των Εργατικών  όρισε στον Ρότζερ Προτζ την αρχισυνταξία της νέας εφημερίδας. Η θητεία του Ρότζερ ήταν σύντομη. Στη διάσκεψη των Ν.Σοσιαλιστών το 1961 κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο που εξηγούσε ότι η εφημερίδα είναι αντιδημοκρατική: «Μια εφημερίδα για τους Νέους Σοσιαλιστές, και όχι μια εφημερίδα ΤΩΝ Νέων Σοσιαλιστών». Μάλλον για να δικαιώσει αυτόν του τον ισχυρισμό,  το Εργατικό Κόμμα τον απέλυσε. Ο αντικαταστάτης του ήταν ο 47χρονος Ρετζ Άντερχιλ, ένα πρότυπο γραφειοκράτη που διέθετε όλη τη φαντασία και το ταλέντο ενός αποχωρητηρίου φτιαγμένου από τούβλα. O Προτζ, έχοντας έρθει σε ρήξη με τους Εργατικούς,  αποφάσισε να ολοκληρώσει τη διαδρομή και έγινε ο αρχισυντάκτης της Keep Left (του Χίλι).

Ενώ οι υποστηρικτές της «Νέας Φρουράς» (εφημερίδα νεολαίας των Κλιφικών) είχαν περισσότερες πιθανότητες να διασκεδάζουν στις παμπ και τα κλαμπ με τη λαϊκή μουσική, η Keep Left επικέντρωνε περισσότερο στα εναλλακτικάδικα και τα ροκάδικα. Η εναλλακτικότητα συνεπαγόταν μια αρκετά εξευγενισμένη εμφάνιση, με καλογυαλισμένες κλειδαριές, κομψή ενδυμασία και  πολύ χρόνο σπαταλώμενο στο πείραγμα των μοτοσικλετών τους Βέσπα και Λαμπρέτα. Οι εναλλακτικοί έπιναν ξανθιά μπύρα. Οι Ροκάδες, από την άλλη πλευρά, προτιμούσαν τις μεγάλες γρασαρισμένες κλειδαριές και τα χαρακτηριστικά καταφθαρμένα πέτσινα ρούχα  του μοτοσικλετιστή, που έδιναν την εικόνα εμφάνισης κάποιου που έχει μαριναριστεί μέσα σε καμένο λάδι. Οι ροκάδες έπιναν πικρές μπύρες.Tην περίοδο των εθνικών αργιών, οι δύο ομάδες συναντιόντουσαν σε ένα επιλεγμένο παραθαλάσσιο θέρετρο, για να κυνηγήσουν και να δείρουν οι μεν τους δε. Ο εθνικός τύπος λάτρευε όλο αυτό το, στην πραγματικότητα μάλλον χαμηλού επιπέδου, θεατρικό χάος. H Keep Left, βέβαια, υποστήριζε και προσέλκυε τους ροκάδες. Πιθανότατα πίστευε ότι οι ροκάδες είναι πιο αυθεντικοί εργάτες, ειδικά αν η εικόνα κάποιου για τους εργάτες είναι αυτή των βρώμικων και αρκετά ηλίθιων ανθρώπων.  Για όσο κράτησε αυτή (η εφημερίδα), κάποιες συνεδριάσεις των Ν.Σοσιαλιστών είχαν κάτι από την ιδιαίτερη συγκίνηση που γεννούσε το ξύλο (μεταξύ ροκάδων και εναλλακτικών) των εθνικών αργιών.

Την Πρωτομαγιά του 1962, στην κεντρική συγκέντρωση των συνδικάτων και του Εργατικού Κόμματος, που  διοργανώθηκε από το Συνδικαλιστικό Συμβούλιο του Λονδίνου, επρόκειτο να κάνει την εισήγηση ο Τζορτζ Μπράουν. H SLL διαφώνησε αποφασίζοντας να τους τρίψει στα μούτρα την οργάνωση δικής του πορείας, όπου οι οπαδοί της Keep Left παρατάχθηκαν σε 4 σειρές και διαδήλωσαν. Ωστόσο εκείνη τη μέρα η συγκέντρωση των συνδικάτων δεν ήταν καθόλου μαζική, αλλά εντός της υπήρχε μια ισχυρή ομάδα της «Νέας Φρουράς». Ο Τζορτζ Μπράουν, σήμερα ξεχασμένη φιγούρα, αλλά τότε ηγετική και ταλαντούχα φυσιογνωμία της δεξιάς πτέρυγας των Εργατικών, ο οποίος έχασε ίσως την ψυχραιμία του, κάτι που επιδεινώθηκε περαιτέρω από την αδυναμία του για άφθονο αλκοόλ, απευθύνθηκε στο πλήθος μέσω του ηχητικού συστήματος βγάζοντας έναν πολύ δεξιό λόγο. Η απάντηση  ήταν άμεση και θορυβώδης, και αμέσως μπροστά από την εξέδρα που μιλούσε ο Τζορτζ ξέσπασε σύρραξη. «Δεν θα με κάνετε να σιωπήσω», είπε ο Μπράουν, «Εγώ έχω το μικρόφωνο». Τη στιγμή εκείνη του άρπαξαν με τη βία το μικρόφωνο και το έσπασαν. (Η φωτογραφία του περιοδικού Σοσιαλιστική ΑνασκόπησηNo.10, Φθινόπωρο του 1962, έχει φωτογραφία από τη στιγμή που σπάει το μικρόφωνο. Αναγνωρίζω ένα μέλος της RSL και περίπου έξι μέλη του SRG σε κοντινή απόσταση από το συμβάν και τουλάχιστον έναν , τον Πατ Σάδερλαντ, να κακομεταχειρίζεται το μικρόφωνο. ) Ο Τζορτζ εξαγριωμένος μεν, υποχωρώντας σπασμωδικά δε, υποχρεώθηκε να σιωπήσει. Eίχε πολλή πλάκα να το παρακολουθεί κανείς. Στη Γλασκώβη, την ίδια ώρα που ο Μπράουν υποχρεωνόταν να σιωπήσει, ο Χιου Γκάιτσκελ (με τον λόγο του) προκαλούσε μαζική αποχώρηση στο ακροατήριο από τη συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς. Στάθηκε περισσότερο τυχερός από τον Μπράουν όσον αφορά το μικρόφωνό του, και κατάφερε να βρίσει το τμήμα του αποχωρούντος ακροατηρίου αποκαλώντας τους «βλάκες».

Ο Τζορτζ Μπράουν γνώριζε ότι οι αυτουργοί αυτών των εκτρόπων ήταν αριστεριστές κάποιου είδους και πιθανότατα τροτσκιστές και σε κάθε περίπτωση ήταν νέοι, κάτι που ήταν  έγκλημα από μόνο του. Διατηρώντας την οργή του ζεστή κατά τη διάρκεια της νύχτας, μπούκαρε στα κεντρικά γραφεία των Εργατικών την επόμενη μέρα και έθεσε σε κίνηση τις απαραίτητες διαδικασίες για να απαλλαγεί πλήρως από αυτή την αίρεση. Το Τμήμα Ν.Σοσιαλιστών της Γλασκώβης διαλύθηκε και διετάχθη η διενέργεια έρευνας για τη «Νέα Φρουρά». Τον Ιούνιο του 1962, η «Νέα Πρόοδος» ξεκινούσε την ενημέρωση με τη διόλου αιφνιδιαστική είδηση ότι η Keep Left συσχετιζόταν με την SLL, της οποίας η συμμετοχή είχε απαγορευτεί στο Εργατικό Κόμμα από το 1959. Σε λίγες μόνο ώρες η Keep Left προστέθηκε στη λίστα των απαγορευμένων, οι τρεις υποστηρικτές της εφημερίδας στην Εθνική Επιτροπή των Νέων Σοσιαλιστών διαγράφτηκαν,  κι ο Ρότζερ Προτζ διαγράφτηκε από την περιφερειακή κομματική οργάνωση του Εργατικού Κόμματος. Η δύσμοιρη νεολαία του Χίλι, που τη στιγμή που διαπραττόταν το αρχικό έγκλημα, εκείνη αθώα όντας ασχολιόταν με δραστηριότητα σεχταριστικής απομόνωσης σε διαφορετικό μέρος, πλήρωσε τη νύφη για τα παραπτώματα των άλλων. Όπως είπε κι ο Όσκαρ Ουάιλντ για τον θάνατο της μικρής Νελ, «Θα έπρεπε κάποιος να έχει πέτρινη καρδιά για να μη γελάσει».

Η απαγόρευση δεν κατάφερε βασικά να περιορίσει καθόλου τους υποστηρικτές της Keep Left, ούτε και η υπόσχεση που απέσπασε η Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή από τη «Νέα Φρουρά», ότι δεν θα λειτουργεί διασπαστικά, εμπόδισε της ομάδες υποστήριξης της Νέας Φρουράς να συνεχίσουν να κάνουν τα ίδια με πριν. Ωστόσο η χαρά για όλο αυτό μετριάστηκε εν μέρει και μετά το συνέδριο του 1963, ο αρχισυντάκτης της «Νέας Φρουράς», Κρις Ντέιβισον, ανέφερε: «Έλειψε ο τεράστιος ενθουσιασμός και η έξαψη του πρώτου συνεδρίου. Τη θέση τους πήραν ένας αέρας καχυποψίας, έντασης, ακόμη και προκαταλήψεων ». Οι εκλογές για την Εθνική Επιτροπή των Ν.Σοσιαλιστών οδήγησαν σε μια σαφή πλειοψηφία για τους υποστηρικτές της απαγορευμένης Keep Left και άφησαν τη «Νέα Φρουρά» χωρίς εκλεγμένους αντιπροσώπους. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα εκλογικής συμφωνίας μεταξύ της Keep Left και της δεξιάς πτέρυγας, η οποία δεδομένων των προηγούμενων κατηγοριών της (απέναντι στην Keep Left), φάνηκε αρκετά γενναιόδωρη. Τον Σεπτέμβριο του 1963, οι υποστηρικτές της RSL εντός της ομάδας της «Νέας Φρουράς» διασπάστηκαν για να εκδώσουν τη δική τους εφημερίδα, τον Μαχητή (Militant).

Απέχοντας πολύ οι απαγορεύσεις από το να μετριάσουν τις φραξιονιστικές διαμάχες, τις έκαναν χειρότερες και η ατμόσφαιρα μέσα στις τοπικές οργανώσεις των Ν.Σοσιαλιστών έγινε σχεδόν ανυπόφορη για όσους είχαν έστω μια ήπια διάθεση για σεχταριστική δραστηριότητα και για όσους τη σιχαίνονταν. Στη συνδιάσκεψη των Νέων Σοσιαλιστών το 1964, που πραγματοποιήθηκε στο Μπράιτον, ο Ρότζερ Προτζ εισηγούταν σε μια ξεχωριστή συνεδρίαση της Keep Left, ο οποίος, σε μια ομιλία χαμηλών τόνων, κάλεσε για αριστερή ενότητα. [2] Ο άλλος εισηγητής ήταν ο Τζον Ρόμπερτσον, μέλος της Πανεθνικής Επιτροπής των Νέων Σοσιαλιστών από τη Σκωτία.  Αυτός δεν είχε καμία σχέση με φλούφλικα καλέσματα για αριστερή ενότητα. “Η Νέα Φρουρά”, δήλωσε ο Ρόμπερτσον, “είναι ένα αμάλγαμα πολιτικών τάσεων … που δημιουργήθηκε για να εξαπολύσει ένα κυνήγι μαγισσών και να τσακίσει την Keep Left… Εάν δεν είστε 100 τοις εκατό μαζί μας, είστε 100 τοις εκατό εναντίον μας. Φύγετε από μπροστά μας ή θα περάσουμε από πάνω σας.” Επρόκειτο για ένα σχεδόν τέλειο δείγμα της παράδοσης του Χίλι, που συνδύαζε ψέματα, συκοφαντίες, μεγαλοπιάσιμο,  υποκρισία, σεχταρισμό και απειλή σωματικής βίας. Ο Ρόμπερτσον κάλλιστα μπορεί να κέρδισε κάποια έξτρα μπισκοτάκια με την παράστασή του.  Λίγο αργότερα διαγράφτηκε από τους Νέους Σοσιαλιστές επειδή πουλούσε την Keep Left. Για λίγο καιρό μετά τη συνδιάσκεψη ο Ρότζερ Προτζ βοηθούσε στη σύνταξη του Mαχητή-Militant. Αυτή την εμπειρία τη βρήκε κάπως απελπιστική και τελικά αποδέχθηκε το αίτημα του Γκας Μακντόναλντ να βοηθήσει στη σύνταξη της «Νέας Φρουράς». Για τα επόμενα δέκα χρόνια ο Ρότζερ ήταν ο αρχισυντάκτης των εντύπων των Διεθνών Σοσιαλιστών και αργότερα  ανέλαβε την εφημερίδα «Σοσιαλιστής Εργάτης» για να τη φτάσει στην υψηλότερα σημεία κυκλοφορίας της.

Οι Νέοι Σοσιαλιστές ήταν πλέον στα τελευταία τους: μια καμπάνια «Να σώσουμε τους Νέους Σοσιαλιστές» που στήριξαν οι εφημερίδες Tribune,  Militant και «Νέα Φρουρά» ήταν πραγματικά ο τελευταίος σπασμός. Τον Ιανουάριο του 1965, οι υποστηρικτές της Keep Left ανακοίνωσαν ότι εκείνοι ήταν οι Νέοι Σοσιαλιστές. Κατά συνέπεια, το κίνημα είχε τώρα δύο παράλληλες οργανώσεις (με το ίδιο όνομα) – μια οργάνωση «Νέοι Σοσιαλιστές» (ΥS) ελεγχόμενη από την SLL και μια ελεγχόμενη από το Εργατικό Κόμμα (LPYS). Εκείνη την εποχή υπολογιζόταν ότι η LPYS είχε λιγότερα από 5.000 μέλη και η YS περίπου 1.000. Η όλη εμπειρία είχε κλείσει τον κύκλο της: και οι τρεις επαναστατικές ομάδες είχαν κερδίσει οργανωτικά από τη συμμετοχή στους Νέους Σοσιαλιστές και ο Ρετζ Άντερχιλ αισθανόταν πολύ πιο γερασμένος, χωρίς να έχει γίνει σοφότερος.

Παράλληλα με τη δουλειά του στους Νέους Σοσιαλιστές, ο SRG έκανε την πρώτη σοβαρή προσπάθειά του να εκδώσει ένα θεωρητικό περιοδικό και ο «Διεθνής Σοσιαλισμός» εμφανίστηκε στο προσκήνιο με τον Μάικ Κίντρον ως αρχισυντάκτη. [3] Το νέο περιοδικό σχεδιάστηκε με ένα ανοιχτό πνεύμα, με προθυμία να ανοίξει τον διάλογο με τους αριστερούς ρεφορμιστές και  σοσιαλδημοκράτες. Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού αντικατόπτριζε αυτή την κατεύθυνση και, στα πρώτα τεύχη, άτομα όπως οι Κεν Κόουτς, Μάικλ Σίγκαλ και Χένρι Κόλινς έπαιξαν τον ρόλο των αριστερών ρεφορμιστών-πράγματι αποτελούσαν τυπικό είδος αριστερών ρεφορμιστών. Ο Πίτερ Κάντογκαν, ο οποίος επίσης συμμετείχε εκείνο τον καιρό στη συντακτική είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί, καθώς αντιπροσώπευε μόνο τον εαυτό του και δεν κατείχε κάποιο αναγνωρίσιμο πολιτικό πόστο. Ο Άλασνταϊρ Μάκινταϊρ, αφού απέρριψε τον Χριστιανισμό και έπειτα τον Τζέρι Χίλι, πιθανότατα ως έναν άλλο αποτυχημένο θεό, εντάχθηκε στη συντακτική επιτροπή κι έπειτα έγινε μέλος του SRG. Εδώ είχαμε να κάνουμε με έναν φιλόσοφο,  που, αν και δεν είχε αλλάξει ακόμα τον κόσμο, είχε αλλάξει τον εαυτό του –και μάλιστα αρκετές φορές. Κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής του, συνεισέφερε κάπως, ως ομιλητής και συγγραφέας και, για κάποιο χρονικό διάστημα ως αρχισυντάκτης της Σοσιαλιστικής Κριτικής – στη συνέχεια επέστρεψε στον Χριστιανισμό.

Ο Τζον Φέρχεντ ήταν ένας άλλος περιπατητικός εκκεντρικός που εντάχθηκε στη συντακτική επιτροπή και έγινε μέλος της Ομάδας. Αυτό που ήταν περίεργο με τούτον ήταν ότι είχε διατελέσει επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης στην RSL,  συμμετέχοντας στην ηγεσία της Τέταρτης Διεθνούς (Ενωμένης Γραμματείας). Ο Τζον είχε μεγάλο σεβασμό για τον Τρότσκι, μολονότι απέρριπτε το περίτεχνο  συγγραφικό του στυλ επειδή αισθανόταν ότι αυτό δυσκόλευε τον αναγνώστη στο να συλλάβει το καθαρό νόημα του μηνύματος. Σε μια περίπτωση έγραψε μια βιβλιοπαρουσίαση για το βιβλίο του Τρότσκι «Πού πηγαίνει η Βρετανία» στο περιοδικό «Διεθνής Σοσιαλισμός» (ISJ) και διατύπωσε τη γνώμη του ότι ήταν τόσο μεγάλες οι προφητικές ικανότητες του Τρότσκι, που ακόμη και σήμερα κάποιες από αυτές έπρεπε να περιμένουμε κι άλλο για να δούμε αν θα επαληθευθούν. Σήμερα είναι αυτό που ονομάζω “αληθινός πιστός”.

Η πολιτική ζωή του Φέρχεντ ήταν εξαιρετικά περίεργη. Ήταν μέλος του RCP πριν δημιουργηθεί η RSL. Αφού έφυγε από τους Διεθνείς Σοσιαλιστές, ενώθηκε με το βρετανικό τμήμα του Λατινοαμερικανικού Γραφείου (BLA) της 4ης. Αυτό ήταν προϊόν του εγκεφάλου του Χουάν Ποσάδα, λατινοαμερικάνου τροτσκιστή, ο οποίος θεωρούσε ότι το πυρηνικό ολοκαύτωμα πρέπει να χαιρετιστεί ως ο απαραίτητος πρόδρομος για τον θρίαμβο του κομμουνισμού. Μπορεί να επρόκειτο για μια πρώιμη και μη αναγνωρισμένη ένδειξη ότι η νόσος των τρελών αγελάδων μεταδόθηκε στον άνθρωπο. Οι αναγνώστες πιθανότατα θα εκπλαγούν όταν μάθουν ότι η βρετανική ομάδα του Ποσάδα είχε πέντε μέλη. Εξέδιδαν μια εφημερίδα που λεγόταν «Κόκκινη Σημαία», η οποία ήταν εθισμένη σε κεντρικούς τίτλους με τεράστια γράμματα, του τύπου: «Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΣΤΗ ΝΤΑΟΥΝΙΝΓΚ ΣΤΡΙΤ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΑΖΕΣ». Η εν λόγω απεργία αφορούσε μια χούφτα οικοδόμων που ανακαίνιζαν τo κτίριο στην οδό Ντάουνινγκ Στριτ 10 με χαλαρούς ρυθμούς. Εκνευρισμένος με όλον αυτόν τον ενθουσιασμό, ο Φέρχεντ έπειτα έγινε σύμβουλος των Εργατικών στο Πάντινγκτον. Συμμετέχοντας στο συνέδριο του Εργατικού Κόμματος η συνεισφορά του ήταν να επιτεθεί στην Αριστερά και τελικά επιστρέφοντας στο Πάντινγκτον μπήκε στο κόμμα των Τόρις (Δεξιά). Λίγο αργότερα προσχώρησε στη «Λέσχη της Δευτέρας» (στΜ ακροδεξιά ομάδα πίεσης εντός των Τόρις), στης οποίας την εκτελεστική επιτροπή μάλιστα συμμετείχε. Το αν σε αυτή την επιτροπή υποστήριζε το σενάριο ενός προληπτικού πυρηνικού χτυπήματος για να εξασφαλίσει τη νίκη του καπιταλισμού δεν το γνωρίζουμε. Πέθανε πριν από λίγα χρόνια.

Το νέο περιοδικό έκανε καλή εντύπωση και πρόσθεσε ένα βαθμό θεωρητικής αξιοπιστίας στην ομάδα. Πρόσφερε ένα πεδίο στο οποίο μπορούσε να δοθεί η θεωρητική βάση στις άμεσες πολιτικές ανησυχίες και διέθετε έναν αρχισυντάκτη, τον Μάικλ Κίντρον, που εκείνη την εποχή ήταν ο εξέχων θεωρητικός της ομάδας, στο κατάλληλο πόστο για τα ταλέντα του.  Οι συντακτικές συνεδριάσεις πραγματοποιούνταν συχνά με αυτοσχέδιες συζητήσεις που ήταν τουλάχιστον τόσο διαφωτιστικές όσο και τα έντυπα προϊόντα τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, όταν η συζήτηση για την επιλογή της κατάλληλης φωτογραφίας στο εξώφυλλο γινόταν ατελείωτη,  ο Κλιφ πρότεινε να μην υπάρχει εικόνα, αλλά μόνο μια παράθεση των περιεχομένων. Αυτό εξασφάλιζε τον γιγάντιο εκνευρισμό του Ρόμπιν Φίορ, του σχεδιαστή, για τον φιλισταϊσμό του Κλιφ.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αρκετοί από τους ανθρώπους που έπαιξαν έναν ρόλο στη δεκαετία του 1950 είχαν εγκαταλείψει την ομάδα. Οι Σταν Νιούενς και Μπέρναρντ Ντιξ, έχοντας αποκηρυχθεί, παραιτήθηκαν το 1959. Τον επόμενο χρόνο, ο Τζέιμς Ντ. Γιάνγκ, ο Σέιμουρ Πέιπερτ και ο Ντέιβιντ Πράιν έφυγαν. Ωστόσο, οι απώλειες αντισταθμίστηκαν από την εισροή νέων μελών. Ο Πίτερ Σέντγκουικ, ο οποίος ήταν μέλος του ΚΚ μέχρι το 1956, στρατολογήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ο Σέντγκουικ ήταν ένας άνθρωπος βαθιά σοσιαλιστικών πεποιθήσεων, με μια πολύ ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ, ένα αξιοζήλευτο στυλ γραφής και μια εκκεντρικότητα αντίστοιχη των ταλέντων του. Οι πολιτικές απόψεις του είχαν ελευθεριακό χαρακτήρα, αλλά όχι αναρχικό, όπως κάποιοι πίστευαν. Εκείνη την εποχή, η έλλειψη ορθοδοξίας δεν αποτελούσε εμπόδιο στη στρατολόγηση. Τα πρώην μέλη του ΚΚ Τόνι και Νέσι Γιανγκ στρατολογήθηκαν, έχοντας περάσει πρώτα από τη Λέσχη του Χίλι.

Στη σημερινή εποχή της σκληρής “λενινιστικής” ορθοδοξίας, είναι σκληρό να θυμόμαστε την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στα πρώτα βήματα του SRG και του ISG (Όμιλος Διεθνούς Σοσιαλισμού). Το καθεστώς ήταν χαλαρό και η δράση προέκυπτε από την πειθώ και από ηθικές αξίες και όχι από την απειλή των κυρώσεων. Η ηγετική επιτροπή αποκαλούταν, τον περισσότερο καιρό, «Εργαζόμενη Επιτροπή»,  επειδή ασχολιόταν με την αλληλογραφία, τα οικονομικά, τον σχεδιασμό της μελλοντικής δράσης, τα ραπόρτα των τοπικών οργανώσεων και τα σχέδια ανάπτυξης της οργάνωσης – όλη αυτή τη βαρετή δηλαδή οικοκυρική ρουτίνα που χρειαζόταν για να επιβιώσει η ομάδα. Η πολιτική κατεύθυνση προέκυπτε και χαραζόταν από τις συνεδριάσεις των συντακτικών επιτροπών και τις ολομέλειες των τοπικών. Ήταν τότε επίσης που οι αλλαγές στη γραμμή έμελλε να προέρχονται πλήρως, όπως όντως γινόταν, από το … αριστερό αυτί του Κλιφ. Αυτό βέβαια δεν ήταν τόσο σοβαρό όσο ακούγεται, αφού τότε δεν υπήρχε επιμονή σε μια μονολιθική γραμμή μπροστά στην οποία οι σύντροφοι έπρεπε να γονατίσουν ταπεινά. Αν ο Κλιφ είχε ένα προνόμιο, αυτό ήταν ότι τα άρθρα του περισσότερες από ίσες πιθανότητες να δημοσιευτούν μόλις τα έγραφε. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, και σχεδόν οποιοσδήποτε άλλος είχε αρκετά καλή πιθανότητα να πει το αντίθετο και να το δει επίσης δημοσιευμένο.

Ήταν αυτό που έκανε ελκυστικό τον Όμιλο: ήταν ανοιχτή και ανοιχτόμυαλη, πρακτικά δεν υπήρχε καμία ανάγκη για εσωτερικό δελτίο, διότι δεν υπήρχε τίποτα να ειπωθεί- ό,τι άξιζε να ειπωθεί λεγόταν δημόσια στα έντυπα. Ήταν μια μαρξιστική οργάνωση που φαινόταν να έχει αφομοιώσει τα μαθήματα του παρελθόντος. Δεν απαιτούσε την ανόητη ομοιομορφία που χαρακτήριζε τόσο τον σταλινισμό όσο και τα νεκροταφεία, ούτε υπέφερε από τις αυταπάτες της κρίσης μεγαλείου που έπληττε τον ορθόδοξο Τροτσκισμό και τον Βαρόνο Μινχάουζεν. Σε αντίθεση με αυτά τα δύο ρεύματα, είχε εντοπίσει ότι ο πραγματικός κόσμος γεννούσε προβλήματα για τα οποία η προϋπάρχουσα σοφία δεν μπορούσε να δώσει απαντήσεις, και προσπάθησε να δώσει μια μαρξιστική απάντηση μπροστά σε τέτοιου είδους δυσκολίες. Aν η πολιτική τους άγγιζε μόνο πτυχές της πραγματικότητας, αυτό δεν ήταν τόσο σημαντικό γιατί αυτές οι αδυναμίες δεν κρύβονταν και οι φορείς των αδυναμιών αυτών ήταν εξίσου πιθανό να τις επισημάνουν εξίσου με οποιονδήποτε άλλον.

Το πιο σημαντικό από όλα ήταν η επιμονή στον κεντρικό ρόλο της εργατικής τάξης ως του μοναδικού παράγοντα κοινωνικής αλλαγής. Για τον Κλιφ, εκείνη την περίοδο, η Ομάδα δεν ήταν ένας «μεταμπολσεβίκικος» σχηματισμός, τουλάχιστον όχι ένας τέτοιος σχηματισμός που απλά παραμόνευε σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, με το μόνο που έχει να κάνει να είναι να ξεμυτίσει έξω εκθαμβωτικός, φορώντας με αυτοπεποίθηση τα λενινιστικά του εσώρουχα  πάνω από το παντελόνι. Για τους νέους που έμπαιναν στην πολιτική για πρώτη φορά, αυτά τα χαρακτηριστικά πρόσφεραν θεωρητική συνοχή στο εξεγερσιακό τους πνεύμα και το ελευθεριακό στυλ της ομάδας τους προϊδέαζε για το πώς μπορεί να μοιάζει η νέα ζωή στον σοσιαλισμό.

Τη δεκαετία του 1960, η ησυχία των μεταπολεμικών ετών άρχιζε να ξεθωριάζει. Η μακρά σκοτεινή περίοδος της εξουσίας των Τόρις στο Κοινοβούλιο έφτανε στο τέλος της.  Η εργατική τάξη άρχιζε να κινείται ξανά και η ευκαιρία να δοκιμαστούν οι θεωρίες των διάφορων (επαναστατικών) ομάδων δεν θα καθυστερούσε πολύ.

 

https://www.marxists.org/history/etol/critiques/locust/chap06.htm