1

Η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά

Του Θανάση Κούρκουλα

Ενός κακού µύρια έπονται. Κάπως έτσι θα µπορούσε κανείς να περιγράψει όσα ακολούθησαν την εκλογή του «αυτοδηµιούργητου» εφοπλιστή Στέφανου Κασσελάκη στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ: ∆ιαλυτική κρίση και διάσπαση, νέα Κοινοβουλευτική Οµάδα 11 βουλευτών/τριών από τις τάσεις «Οµπρέλα» και «6+6» που αποχώρησαν, χιλιάδες αποχωρήσεις µελών του ΣΥΡΙΖΑ σε όλη την Ελλάδα. 

Πρόκειται για εξέλιξη που σηµατοδοτεί την ριζική ανατροπή του χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ; Έγινε ξαφνικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεξιός από εκεί που ήταν αριστερός, όπως ισχυρίζονται στελέχη σαν τον Βούτση και τον Βίτσα; Αποτελεί η εκλογή Κασσελάκη βίαιη συντηρητικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ που αλλάζει τον πολιτικό του προσανατολισµό; Ή µήπως πρόκειται για φυσιολογική εξέλιξη της πορείας του που επιταχύνθηκε µετά από τη συντριπτική ήττα των διπλών βουλευτικών εκλογών του καλοκαιριού; Νοµίζουµε ότι το δεύτερο σενάριο είναι πιο κοντά στην πραγµατικότητα.

Κοµµατικός µηχανισµός

Για να πάρουµε τα πράγµατα από την αρχή, ας αναρρωτηθούµε: Είναι δυνατόν ένα -κατά τα άλλα- αριστερό κόµµα να διαθέτει τόσα δεξιά ερείσµατα στο εσωτερικό του που από την επόµενη µέρα της εκλογής του νέου -δεξιού- προέδρου απευθείας από την βάση, αυτά τα ερείσµατα να αποτελούν την πλειοψηφία του κοµµατικού µηχανισµού στα πιο αντιπροσωπευτικά όργανα του κόµµατος όπως η προηγούµενα εκλεγµένη Κεντρική Επιτροπή; Αν έγινε πλήρης ανατροπή των πολιτικών δεδοµένων του ΣΥΡΙΖΑ «από τα έξω» και «από τα δεξιά» µε την εκλογή Κασσελάκη, δεν θα ήταν αυτά τα δεξιά ερείσµατα ισχνή µειοψηφία µέσα σε ένα οποιασδήποτε µορφής αριστερό κόµµα; Κι από την άλλη, µπορεί το αποτέλεσµα µιας διαδικασίας όπως η εκλογή προέδρου να είναι τόσο άσχετο µε την πολιτική φυσιογνωµία ενός αριστερού κόµµατος ώστε εν µιά νυκτί να µετατρέπεται αυτό το κόµµα σε κεντρώο; Ένας πολιτικός φορέας µε εργατο-λαϊκή βάση γίνεται να µετατραπεί ξαφνικά σε κόµµα της µεσαίας τάξης; 

Ισχυριζόµαστε πως κάτι τέτοιο είναι µάλλον αδύνατο, και υπάρχουν αρκετά πράγµατα που συνηγορούν για το αντίθετο. Στην πραγµατικότητα, ο αντιµνηµονιακός ΣΥΡΙΖΑ του ριζοσπαστισµού του 2010-2015, όχι απλώς µετατοπίστηκε σε δεξιότερες θέσεις, αλλά µέσα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2015-2019, όσο και από την πορεία του προς το «προοδευτικό κέντρο» µετά το 2019 έχει ήδη απολέσει τη µεγάλη µερίδα της εργατικής-λαϊκής βάσης που του εξασφάλιζε τον πρότερο αριστερό ρεφορµιστικό του χαρακτήρα. Κι’ όπως συνέβη προηγουµένως µε το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ µεταλλάχθηκε σε κόµµα που από λίγο έως καθόλου έχει την υποχρέωση να λογοδοτεί και να αναφέρεται στον κόσµο της µισθωτής εργασίας και στον λαό της Αριστεράς. Αυτό εξέφρασε άλλωστε µε τον πιο κυνικό τρόπο και ο Κασσελάκης στην πρώτη του δηµόσια παρουσία, στη συνέλευση του ΣΕΒ, αλλά και στη συνέχεια σε όλες τις αναφορές του στην περιβόητη «πατριωτική αριστερά», στους «νοικοκυραίους» και στο «προοδευτικό κέντρο». Από την άλλη, τρανή απόδειξη της συνέχειας της φυσιογνωµίας του ΣΥΡΙΖΑ πριν και µετά από την εκλογή Κασσελάκη, είναι η στήριξη που ο νέος πρόεδρος απολαµβάνει από τον προηγούµενο, τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα. ∆εν έχουν περάσει πολλές µέρες από τότε που ο Τσίπρας εµφανίστηκε στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Οµάδας του ΣΥΡΙΖΑ, αµέσως µετά την αποχώρηση των «11» βουλευτών των οµάδων Τσακαλώτου-Αχτσιόγλου. Αν κανείς λάβει υπόψη πως ο Τσίπρας αποτελούσε συνεκτικό ιστό και σηµαία της συνέχειας και της ενότητας του ΣΥΡΙΖΑ το προηγούµενο διάστηµα, η στήριξη Τσίπρα στον Στέφανο Κασσελάκη δεν πρέπει να υποτιµηθεί καθόλου. Πρόκειται για απόδειξη πως -παρά το χοντροκοµµένο δεξιό πολιτικό προφίλ του νέου προέδρου- καµία ασυνέχεια των πολιτικών στοχεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ δεν σηµατοδότησε η εκλογή του. ∆εν πάει άλλωστε πολύς καιρός που ο Αλέξης Τσίπρας στόχευε σε συγκυβέρνηση «προοδευτικού κέντρου» µε το ΠΑΣΟΚ και απευθυνόταν στη µεσαία τάξη που υποτίθεται ότι χτύπησε αλύπητα η Ν∆ του Κυριακάκου Μητσοτάκη. Και να υπενθυµίσουµε ότι η πρώτη πρόσφατη εµφάνιση του Στέφανου Κασσελάκη στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε πρόταση και είχε την υπογραφή του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα.

Άρση εµπιστοσύνης

Στις διπλές βουλευτικές εκλογές που προηγήθηκαν, επιβεβαιώθηκε µε τον πιο κατηγορηµατικό τρόπο η άρση της εµπιστοσύνης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωµάτων προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την πρωτιά, που διατηρούσε ακόµα και στις εκλογές της ήττας του 2019, σε µια σειρά από εργατικές περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά: Από 38,6 % και 85.000 ψήφους που είχε συγκεντρώσει το 2019 στον ∆υτικό τοµέα της Αθήνας (∆ήµοι Αιγάλεω, Περιστερίου, Λιοσίων, Πετρούπολης κ.λπ.) κατακρηµνίστηκε στο 21% και 43.000 ψήφους τον Ιούνιο του 2023. Και από 38,2 % και 56.000 ψήφους που πήρε στην Β’ Πειραιά το 2019 (∆ήµοι Νίκαιας, Κερατσινίου, Κορυδαλλού κ.λπ.) καταποντίστηκε στο 19% και 26.000 ψήφους τον Ιούνιο του ‘23. ∆εν πρόκειται απλά για κατρακύλα αλλά για ουσιαστική ποιοτική αλλαγή, που σηµατοδοτεί την άρση της εµπιστοσύνης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωµάτων στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Αποτελεί την επιβεβαίωση της µετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από ρεφορµιστικό σε αστικό κόµµα του κέντρου, που έχει ήδη απολέσει τη µεγάλη πλειοψηφία της λαϊκής του βάσης. Είναι κάτι αντίστοιχο της µετάλλαξης του ΠΑΣΟΚ από κόµµα της ρεφορµιστικής σοσιαλδηµοκρατίας της δεκαετίας του ‘80 σε ακροκεντρώο µνηµονιακό κόµµα το 2010…

Μετάλλαξη σε όλα τα επίπεδα

Για να συµβεί αυτό προηγήθηκε η οργανωτική και πολιτική µετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα επίπεδα. Το πάλαι ποτέ αντιµνηµονιακό κόµµα µετατράπηκε σε κυβερνητικό τοποτηρητή του 3ου µνηµονίου. Ως αντιπολίτευση στη Ν∆ µετά το 2019, αναζητούσε διακαώς να χτίσει γέφυρες µε το ΠΑΣΟΚ και τη µεσαία τάξη. Σε όλα τα µεγάλα ζητήµατα εσωτερικής κι εξωτερικής πολιτικής έκανε δεξιά στροφή. 

Οι δεξιές µετατοπίσεις ακολουθήθηκαν από οργανωτικές προσαρµογές στο µοντέλο της ευρωπαϊκής δεξιάς σοσιαλδηµοκρατίας, µε µετατροπή των µελών του κόµµατος σε οπαδούς του προέδρου και µε ανάδειξή του σε παντοδύναµο µονοπρόσωπο όργανο που δεν έδινε κανέναν λογαριασµό στα όργανα και στα µέλη του κόµµατος. Η πλειοψηφία όσων στελεχών αποχώρησαν εσχάτως από τον ΣΥΡΙΖΑ είχαν υπερψηφίσει τη διαδικασία εκλογής του Τσίπρα απευθείας από τον «λαό του ΣΥΡΙΖΑ» το 2022, µε µοναδική προϋπόθεση εγγραφής νέων µελών την καταβολή 2 ευρώ την µέρα της ψηφοφορίας, καθώς και τη δηµιουργία λίστας ψηφιακών µελών µε την εγγραφή στην πλατφόρµα isyriza. Με την ίδια ακριβώς διαδικασία, ένας πρώην άγνωστος και άσχετος µε την Αριστερά αστός πολιτικάντης, λάτρης του Μπάϊντεν και του ∆ηµοκρατικού Κόµµατος των ΗΠΑ, «είδε φως» (µε τα λόγια του συντρόφου του, «είδαµε µια opportunity στην Ελλάδα) και µπήκε στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. 

Όταν τέτοια σενάρια… επιστηµονικής φαντασίας για τις παραδόσεις της Aριστεράς στην Ελλάδα µπορούν να  γίνονται πραγµατικότητα, δεν πρόκειται για τυχαία ή απροσδόκητα γεγονότα, αλλά για αποτελέσµατα µιας απολύτως προδιαγεγραµµένης πορείας.

Οι διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ

Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 γέννησε την ΛΑΕ, όταν πραγµατικά υπήρχε το πολιτικό επίδικο «µνηµόνιο – αντιµνηµόνιο». Όµως δεν κατάφερε να ορθοποδήσει συγκροτώντας αξιόπιστη και ορατή εναλλακτική λύση στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ (για λόγους που δεν αφορούν το παρόν κείµενο). Το ΜΕΡΑ25 του Βαρουφάκη, έχοντας αποτύχει να εκπροσωπηθεί κοινοβουλευτικά ακόµα και σε σύµπραξη µε τα υπολείµµατα της ΛΑΕ, κινείται σήµερα µεταξύ φθοράς και αφθαρσίας ποντάροντας το τελευταίο του χαρτί στις επερχόµενες ευρωεκλογές. Τούτων δοθέντων, πολύ αµφιβάλλουµε και για την τύχη των σηµερινών διασπάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που διαθέτουν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση 11 βουλευτών/βουλευτριών και συγκρότησαν πρόσφατα κοινοβουλευτική οµάδα. 

Στα µάτια του κόσµου της εργασίας και της Αριστεράς δεν είναι πολιτικά ξεκάθαρη και προφανής κάποια σηµαντική διαφωνία της οµάδας Τσακαλώτου-Αχτσιόγλου µε το κόµµα Κασσελάκη-Τσίπρα από το οποίο προέρχονται, ενώ τα ηγετικά της στελέχη εξακολουθούν να υπερασπίζονται την διακυβέρνηση 2015-2019, τα «µαξιλάρια» Τσακαλώτου, τις υπουργικές επιλογές της γενιάς των «σαραντάρηδων» στα µνηµονιακά χρόνια του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ. Ακόµα και όσον αφορά την οργανωτική µετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αρχηγικό κόµµα οπαδών των 2 ευρώ, οι περισσότεροι από τους σηµερινούς αποχωρήσαντες ήταν υπέρµαχοι της εκλογής απευθείας «από την βάση» (µε την εξαίρεση της «Οµπρέλας») όσο πρόεδρος εξακολουθούσε να είναι ο Αλέξης Τσίπρας. 

Από την άλλη, οι αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖΑ διαθέτουν εξαιρετικά ισχνή κοινωνική γείωση, ενώ ακόµα ισχνότερη είναι η σχέση τους µε την εργατική τάξη και τα ευρύτερα λαϊκά στρώµατα. ∆εν είναι τυχαίο ότι στην πλειονότητά τους οι συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να παραµένουν στο κόµµα Κασσελάκη και αρνούνται να µπουν σε περιπέτειες έξω από το κοµµατικό «µαντρί». Η όποια σχέση της νέας διάσπασης µε τα κινήµατα περιορίζεται στα στελέχη του Τµήµατος ∆ικαιωµάτων του ΣΥΡΙΖΑ. Στελέχη που δεν είναι σε θέση να δηµιουργήσουν ή να διοργανώσουν κινηµατικά γεγονότα, ενώ ακόµα και µέχρι πρόσφατα δεν βρήκαν το θάρρος να αντιταχθούν σθεναρά στην ξενοφοβική κατρακύλα του Τσίπρα που δήλωνε πως ο φράχτης του Έβρου «καλώς υπάρχει», υποτασσόµενοι στις κοµµατικές εκλογικές σκοπιµότητες. Ως εκ τούτου, οι αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖΑ µπορεί να µην επικαλούνται την αγαστή σχέση συνεργασίας κεφαλαίου-εργασίας που θα στηρίζεται στα stock options όπως ο Κασσελάκης, όµως δεν κοµίζουν κανενός είδους πρόταση για «αριστερή διέξοδο» που θα αναγκάσει τον Μητσοτάκη και το σύστηµα σε υποχωρήσεις. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη έχει χάσει µια φορά την στήριξη της εργατικής και λαϊκής αντιµνηµονιακής του βάσης, στην περίπτωση των αποχωρησάντων από τον ΣΥΡΙΖΑ η στήριξη από τα λαϊκά στρώµατα είναι εξαρχής υποτυπώδης έως ανύπαρκτη.

Το ΚΚΕ και η αντικαπιταλιστική αριστερά

Αντί για τον Τσακαλώτο και την Αχτσιόγλου, ένα τµήµα των αριστερών διαρροών από το κόµµα Κασσελάκη κινείται προς το ΚΚΕ. Ποσοστά κοντά στο 10% που καταγράφονται από τις πρόσφατες δηµοσκοπήσεις, το ΚΚΕ έχει να δει από τη Μεταπολίτευση. Οι επιτυχίες του ΚΚΕ στις δηµοτικές εκλογές ενίσχυσαν αυτό το πολιτικό ρεύµα, ενώ η αποτυχία Βαρουφάκη να µπει στη Βουλή λειτουργεί ενισχυτικά προς την ελληνική σταλινική εκδοχή της παραδοσιακής Αριστεράς που αντέχει στον χρόνο.  Όµως όσο η πολιτική και εκλογική του επιρροή διευρύνεται πέρα από τα όρια του παραδοσιακού του στενού πολιτικού κορµού, το ΚΚΕ δέχεται όλο και µεγαλύτερες πιέσεις να πάψει να αδιαφορεί για το ζήτηµα της διακυβέρνησης. Αν αποφασίσει να κάνει στροφή στην πολιτική και να εγκαταλείψει τη στάση της αποχής από τις πολιτικές διακυβεύσεις, θα στραφεί ενάντια στην εγκαθιδρυµένη πολιτική του ταυτότητα και θα υποστεί εσωτερικούς κλυδωνισµούς. Αν δεν το κάνει, η ευρύτερη επιρροή του κινδυνεύει να ξεφουσκώσει γρήγορα. Η παλιότερη αλλά και πιο πρόσφατη πολιτική ιστορία του ΚΚΕ διδάσκει πως -παρά τις αντικαπιταλιστικές του κορώνες- το ΚΚΕ πάντα απέτυχε να µετατρέψει την εµπιστοσύνη ευρύτερων λαϊκών στρωµάτων σε δύναµη σύγκρουσης µε το σύστηµα. Από τον καιρό της προδοσίας της Βάρκιζας το 1945, ως την συγκυβέρνηση µε τον πατέρα Μητσοτάκη το 1989, το ΚΚΕ πάντα εξαντλεί την λαϊκή εµπιστοσύνη σε συστηµικές διεξόδους και προδοσίες.

Όσον αφορά την αντικαπιταλιστική αριστερά, η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί µοναδική ευκαιρία. Με τις κεντροαριστερές κυβερνητικές αυταπάτες να έχουν πιάσει πάτο, η αντισυστηµική αριστερά είναι σε θέση να εκφράσει ένα τµήµα της µαχητικής αριστερής δυναµικής που εξακολουθεί να υπάρχει στην κοινωνία και να αναδειχτεί σε ορατή εναλλακτική. ∆είγµα αυτής της δυνατότητας είναι οι πρόσφατες επιτυχίες των δυνάµεων της µαχόµενης αριστεράς σε εκπαιδευτικά σωµατεία ή η µεγάλη επιτυχία σχηµάτων σαν την «Ανατρεπτική Συµµαχία για την Αθήνα» µε επικεφαλής τον Κώστα Παπαδάκη στις δηµοτικές εκλογές. Το επόµενο διάστηµα θα είναι κρίσιµο για το εάν θα αξιοποιηθεί αυτή η δυνατότητα ή θα πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων. Για να αξιοποιηθεί όµως χρειάζεται να µην εισακουστούν οι σειρήνες της διευρυµένης πολιτικής ενότητας που υπόσχονται εκλογικές επιτυχίες στη βάση της συµµαχίας µε αναξιόπιστους πρώην µνηµονιακούς εταίρους που ονειρεύονται διαχειρίσεις του συστήµατος ακουµπισµένες σε κυβερνητικά «µαξιλάρια»…




Η αστική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώνεται

Του Θανάση Κούρκουλα

Στην οµιλία του νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, ο Στέφανος Κασσελάκης ισχυρίστηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «περνάει στο επόµενο στάδιο της ιστορικής του πορείας, εκείνο µιας σύγχρονης Αριστεράς που δεν δαιµονοποιεί τη λέξη “κεφάλαιο”, αλλά τη βλέπει ως ένα εργαλείο για ευηµερία, για µείωση των τεράστιων ανισοτήτων µέσω µιας ισχυρής ανάπτυξης». Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. συµπλήρωσε ότι «η σύγχρονη Αριστερά αναγνωρίζει το οικονοµικό περιβάλλον στο οποίο ζούµε. Η λέξη “κεφάλαιο” δεν είναι λέξη προς δαιµονοποίηση. Και η λέξη “εργασία” πρέπει -είπε- να είναι προτροπή για “συνεργασία”, για ένα νέο κοινωνικό συµβόλαιο στο οποίο οι εργαζόµενοι συµµετέχουν ενεργά στην ανάπτυξη της επιχείρησης». 

Με τον πιο καθαρό τρόπο, η εκλογή Κασσελάκη συµπυκνώνει το τέλος του προηγούµενου κεφαλαίου της ιστορικής πορείας του ΣΥΡΙΖΑ: εκείνο της µετάλλαξής του από ρεφορµιστικό κόµµα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωµάτων σε αστικό κόµµα του κέντρου, µε κύρια απεύθυνση σε µικροαστικά στρώµατα και στη λεγόµενη µεσαία τάξη, ενώ πολιτικά επιχειρεί να εµφανίζεται πλέον ως κόµµα του προοδευτικού κέντρου. Όπως και στην περίπτωση της παλαιότερης αστικής µετάλλαξης του ΠΑΣΟΚ, δεν πρόκειται µόνο για δεξιά µετατόπιση στις πολιτικές θέσεις και τον πολιτικό λόγο του αυτοδηµιούργητου εφοπλιστή προέδρου, αλλά για κάτι µεγαλύτερο και βαθύτερο. 

Το «οργανωτικό» είναι πολιτικό

Ένας πολύ σοβαρός παράγοντας που καθορίζει την φυσιογνωµία του «νέου ΣΥΡΙΖΑ» είναι ο ίδιος ο τρόπος λειτουργίας του. Οι βάσεις της µετάλλαξης του κόµµατος είχαν ήδη µπει σε προηγούµενες περιόδους, όταν ακόµα η απεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυρίως προς την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώµατα. Ήδη αµέσως µετά την «αυτοδιάλυση των συνιστωσών» του 2012, στο πρώτο συνέδριο του 2013 αποφασίστηκε η εκλογή του προέδρου  από το σώµα του συνέδριου αντί για την εκλεγµένη Κεντρική Επιτροπή του κόµµατος, κάτι που αναδείκνυε τον τότε πρόεδρο Τσίπρα σε ισότιµο «µονοπρόσωπο Όργανο» µε την Κεντρική Επιτροπή, που επίσης εκλεγόταν από το συνέδριο. Υπήρχαν όµως ακόµα µέλη µε -έστω µίνιµουµ- δικαιώµατα και υποχρεώσεις και καθηµερινή δυνατότητα συµµετοχής στην κοµµατική ζωή καθώς και στις παρεµβάσεις των τοπικών Οργανώσεων Μελών του κόµµατος. 

Η διαδικασία που άλλαξε ποιοτικά την έννοια του κοµµατικού µέλους του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν όµως η τελευταία αλλά η προτελευταία εκλογή προέδρου, αυτή του Αλέξη Τσίπρα το 2022. Από τότε για την εγγραφή ενός νέου µέλους στον ΣΥΡΙΖΑ αρκούσε η αυτοπρόσωπη παρουσία του την ηµέρα της εκλογής του αρχηγού από τον «λαό» µε συνδροµή 2 ευρώ, ή ακόµα και η ηλεκτρονική αίτηση στην πλατφόρµα isyriza. Ουσιαστικά από τότε η έννοια του µέλους ταυτίστηκε µε την έννοια του ψηφοφόρου-οπαδού του αρχηγού, µια σοσιαλδηµοκρατική πατέντα που στην Ελλάδα είχε εισαχθεί για πρώτη φορά από το ΠΑΣΟΚ το 2004 µε την εκλογή του προέδρου του Γ.Α. Παπανδρέου. Πρόκειται για την επισηµοποίηση της µετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ από κόµµα που ακόµα λειτουργούσαν στοιχειωδώς τα συλλογικά όργανα, κατώτερα, µέσα και ανώτερα, σε κόµµα αρχηγικό όπου ο πρόεδρος καθόριζε σε µεγάλο βαθµό την αρχή και το τέλος, την πλήρη φυσιογνωµία του κόµµατος. 

Η εργατική – λαϊκή βάση

Ακόµα και ως τότε όµως, ακόµα και διά της τεθλασµένης, αυτό που «διέσωζε» µε κάποιον τρόπο τον ρεφορµιστικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η εργατική/λαϊκή του βάση στην οποία κυρίως απευθυνόνταν και εκπροσωπούσε πολιτικά, µε την µεγαλύτερή του εκλογική δύναµη να διατηρείται στις εργατολαϊκές λαϊκές περιοχές των µεγάλων πόλεων της χώρας. Η αλήθεια είναι ότι ακόµα και στις καλύτερες µέρες του αριστερού ρεφορµιστικού ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπήρχε οργανωµένη σχέση µε τις εργατικές µάζες εντός των συνδικάτων ή των τοπικών οργανώσεων εργατικών-λαϊκών περιοχών, αντίστοιχη µε εκείνη του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’70 και του ’80. Παρ’ όλα αυτά, διατηρούνταν µια σχέση µέσω της εκλογικής εκπροσώπησης της πρώην εργατικής βάσης του ΠΑΣΟΚ που ηγεµονικά έκφρασε κατά την περίοδο 2010-2015 ο πάλαι ποτέ αντιµνηµονιακός ΣΥΡΙΖΑ. Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές όµως, αυτά τα λαϊκά «κάστρα» του ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσαν, µε µεγάλο εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ να στρέφεται προς την αποχή ή την λαϊκή δεξιά, ένα άλλο προς το ΚΚΕ κι ένα µικρότερο προς το ΠΑΣΟΚ. Το αποτέλεσµα ήταν ακόµα και οι εργατογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά να βαφτούν «µπλε». Η τάση αυτή ενισχύθηκε στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, όπου µεγαλύτερα περαιτέρω κέρδη από την λαϊκή φθορά του ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε το ΚΚΕ.

Φιλελεύθερο αστικό κόµµα του κέντρου

Συµπερασµατικά, ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη αποτελεί πλέον αµετάκλητα φιλελεύθερο αστικό κόµµα του κέντρου. Κι αυτό όχι κυρίως µε κριτήριο τις µετατοπίσεις στο πρόγραµµα, αλλά µε κριτήριο το οριστικό τέλος σε µια σχέση µαζικής πολιτικής εκπροσώπησης στην κεντρική πολιτική σκηνή εργατολαϊκού κόσµου και κόσµου της ευρύτερης Αριστεράς µε όρους που θα παρέπεµπαν -έστω αδύναµα, έµµεσα και στρεβλά- στο αριστερό παρελθόν και στις αριστερές παραδόσεις. Είναι η κατάρρευση των µαζικών σχέσεων εκπροσώπησης του ευρύτερου κόσµου της Αριστεράς και της εργατολαϊκής του βάσης ο βασικός λόγος που τον µετατρέπει σήµερα σε φιλελεύθερο κόµµα του αστικού κέντρου. Τώρα, ο Κασσελάκης, κατά τον ίδιο τρόπο που «επέλεξε τον λαό» που τον ανέδειξε αρχηγό, θα «επιλέξει» κι έναν άλλο λαό για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, αποτελεί ερωτηµατικό τι ακριβώς θα πράξουν ιστορικά στελέχη της ευρω-αριστεράς όπως ο Νίκος Βούτσης το αµέσως επόµενο διάστηµα, ο οποίος τις προάλλες έκφρασε την αγωνία «το κόµµα µας σταδιακά, γρήγορα ή λιγότερο γρήγορα να µην µεταλλαχθεί σε ένα κόµµα του κέντρου της δεξιάς σοσιαλδηµοκρατίας, όπως έγινε στην Ιταλία και εδώ και 30 χρόνια δεν υπάρχει Αριστερά». Πρόκειται για ειλικρινείς αγωνίες ιστορικών στελεχών της ευρωκοµµουνιστικής αριστεράς, που όµως δεν εκφράστηκαν όταν µπορούσαν να αποτελέσουν κάποιου τύπου φραγµό στην αστική µετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Μετάλλαξη που επιταχύνθηκε κατά την περίοδο της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ και τα αµέσως επόµενα χρόνια, όταν η παντοκρατορία του Αλέξη Τσίπρα επέβαλλε την µετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε αρχηγικό κόµµα τύπου δεξιάς ευρωπαϊκής σοσιαλδηµοκρατίας, για να πάρει τη σκυτάλη σήµερα ο Κασσελάκης ο οποίος έχει ως πρότυπο αστικούς πολιτικούς φορείς όπως το ∆ηµοκρατικό Κόµµα του Μπάιντεν των ΗΠΑ.




Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές

Του Θανάση Κούρκουλα

Ο Αλέξης Τσίπρας έβαλε µε τις δηλώσεις της παραίτησής του, τίτλους τέλους στον κύκλο που – όπως είπε – έκλεισε για τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι 250.000 επιπλέον ψήφοι που έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνιο σε σχέση µε τις εκλογές του Μαΐου ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Όµως η δηµιουργική ασάφεια του λόγου του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα δεν εξηγεί ποιος ακριβώς πολιτικός κύκλος έκλεισε µε την εκλογική συντριβή και γιατί.

Η ήττα

Για τον Τσίπρα, πριν τις δεύτερες κάλπες έφταιξε ότι το κόµµα δεν επικοινώνησε καλά το πρόγραµµά του και ότι το ΠΑΣΟΚ δεν αποδέχτηκε την πρότασή του για προοδευτική διακυβέρνηση. Για οποιονδήποτε αντικειµενικό παρατηρητή πάντως, ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 µέχρι σήµερα ακολούθησε µε συνέπεια µια διαδροµή πολιτικής προσαρµογής στις απαιτήσεις του συστήµατος, τόσο κατά την περίοδο που κυβέρνησε (2015-2019) όσο και σαν αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη από το 2019 µέχρι σήµερα. Με την φθορά εξ’ αιτίας της µνηµονιακής του κωλοτούµπας ο ΣΥΡΙΖΑ πίστεψε πως είχε ξεµπερδέψει, αλλά ο λαϊκός κόσµος την ξαναθυµήθηκε µε αφορµή την αντιπολιτευτική κωλοτούµπα που έγινε ιδιαίτερα αισθητή, στα χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Τότε που υποτίθεται πως είχαν εκλείψει οι µνηµονιακοί καταναγκασµοί και παρ’ όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε να µετατοπίζεται ολοένα και δεξιότερα µε ραγδαίους ρυθµούς: στην πανδηµία όπου θα λογαριαζόταν µετά και ποτέ δεν λογαριάστηκε, στην κρίση της Ουκρανίας που τάχθηκε µε τη γραµµή ΝΑΤΟ-Ζελένσκι-Μητσοτάκη, στην εκτίναξη του πληθωρισµού που έκανε πλειοδοσία …λελογισµένων παροχών. Με απόλυτη προσαρµογή στα κοστολογηµένα προγράµµατα εντός των δηµοσιονοµικών ορίων που βάζει η ΕΕ και µε ευλαβική προσήλωση στην ρατσιστική γραµµή ΕΕ-Ν∆ του φράχτη και των κλειστών συνόρων. Με στοχοπροσήλωση στα ακροατήρια του κέντρου και της «µεσαίας τάξης», που για να µην φοβηθούν, κάθε είδους φορολογία στο κεφάλαιο έγινε γαργάρα και απέµειναν µόνο τα «υπερκέρδη των εταιριών ενέργειας». Λες κι’ όλα τα υπόλοιπα κέρδη δεν προκύπτουν από τον ιδρώτα των εργαζόµενων και την αισχροκέρδεια σε βάρος των λαϊκών στρωµάτων.

Με ποια πολιτική;

Στις πρόσφατες δηλώσεις Τσίπρα απουσιάζει κάθε αναφορά στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώµατα, ακόµα και µετά τις εκλογές, όπου – σύµφωνα µε τον Τσίπρα – ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται «να ανταποκριθεί στις προσδοκίες εκείνων που θέλει και έχει ταχθεί να εκπροσωπεί». Όµως αυτοί – αν πρόκειται για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώµατα – δεν κατονοµάζονται καν. Γιατί ο Τσίπρας θέλει να εντάσσονται σε µια διαταξική «προοδευτική Παράταξη του τόπου, που όπως πάντα στην ιστορία, θα είναι οδηγός σε αυτή τη συλλογική εθνική προσπάθεια», µε στόχο «ένα νέο ΣΥΡΙΖΑ, που θα εκφράζει αυτή τη µεγάλη Παράταξη» όπως είπε στην ανακοίνωση της παραίτησής του. Φαίνεται λοιπόν πως οι εκατοντάδες χιλιάδες χαµένες ψήφοι των εργατογειτονιών της Β Πειραιά, της Β Αθήνας και της ∆υτικής Αττικής πέρασαν και δεν ακούµπησαν την µεταλλαγµένη κεντροαριστερή φυσιογνωµία και τις κοινωνικές συµµαχίες µε τα µεσοστρώµατα που ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας συνεχίζουν µε επιµονή να επιδιώκουν, παρά την συντριπτική τιµωρία τους από την εργατική τάξη.

Σε αυτό το φόντο ο Αλέξης Τσίπρας παραιτήθηκε για να ανοίξει τον δρόµο στο «Νέο κύµα του ΣΥΡΙΖΑ» όπως είπε. Όµως δεν διευκρίνισε µε ποια πολιτική θα πορευτεί η όποια νέα ηγεσία. Πρόκειται για συνταγή της δεξιάς σοσιαλδηµοκρατίας όταν κυριάρχησε η προσαρµογή της στον νεοφιλελευθερισµό. Οι οπαδοί του SPD, του ΠΑΣΟΚ, των Ισπανών Σοσιαλιστών καλούνται εδώ και καιρό να εκλέξουν ηγέτη αλλά σε καµία περίπτωση δεν έχουν δικαίωµα διαµόρφωσης της πολιτικής του κόµµατος που θα ακολουθήσει ο νέος ηγέτης. Το ίδιο ακριβώς συµβαίνει και στον ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε στο επίπεδο των κοµµατικών στελεχών, ήδη απουσιάζει  από την ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ οποιαδήποτε συνδικαλιστική ή κινηµατική παρουσία. ∆εσπόζουν πάντως φαεινές στρατολογήσεις σαν του Μαραντζίδη, του Αντώναρου και της Τσαπανίδου, που οµολογούν τα αδιέξοδα των διαδοχικών διευρύνσεων χωρίς αρχές και πολιτικό στίγµα, που οδήγησαν στην κατάρρευση του πολιτικού µετώπου που είχε χτίσει ο ΣΥΡΙΖΑ στα χρόνια των αντιµνηµονιακών κινηµάτων µε τα λαϊκά στρώµατα και την εργατική τάξη.

Τί µέλλει γενέσθαι;

Τα πράγµατα δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξα για τον ΣΥΡΙΖΑ µε δεδοµένη την πολιτική του φυσιογνωµία. Ακόµα και αν προκύψουν σηµαντικά κινήµατα, σοβαρές εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις – κάτι διόλου απίθανο µε την φόρα που έχει πάρει η κυβέρνηση Μητσοτάκη – η πρόσφατη συµπεριφορά του κόµµατος της αξιωµατικής αντιπολίτευσης δηλώνει απουσία δεσµών µε τις αγωνιστικές πρωτοπορίες και επιχείρηση «καλουπώµατος» των αιτηµάτων των κινηµάτων σε πλαίσια που θα είναι αποδεκτά από το σύστηµα. Αυτό δείχνει η πρόσφατη εµπειρία για το πώς χειρίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ τις αντιστάσεις στους καλλιτέχνες, τους αγώνες εναντια στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, τις κινητοποιήσεις στα νοσοκοµεία, τους φοιτητές που συγκρούστηκαν µε την πανεπιστηµιακή αστυνοµία, το κίνηµα που προέκυψε µετά το έγκληµα των Τεµπών και τόσα άλλα. Άλλωστε οι πιο «αριστερές» εκδοχές εντός του ΣΥΡΙΖΑ (Οµπρέλα) δεν βάζουν κανένα στόχο σύνδεσης µε τα κοινωνικά κινήµατα ώστε να µπορέσουν να αποτελέσουν µοχλό πίεσης στον ΣΥΡΙΖΑ και να µετατοπιστεί ο πολιτικός φορέας αριστερά. Για την ακρίβεια τέτοιου είδους στόχοι έχουν πεθάνει µετά τη µαζική αποχώρηση αριστερών στελεχών και µελών που ακολούθησε την κωλοτούµπα του 2015. Αντίθετα, οι πιο «ριζοσπαστικές» φωνές εντός του ΣΥΡΙΖΑ υποκύπτουν στην γραµµή της ηγεσίας που επιτάσσει να µην εµφανίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη γραµµή των κοινωνικών αγώνων προκειµένου να µην χαρακτηριστεί λαϊκιστικό και ανεύθυνο κόµµα. ∆εν είναι µακριά οι «τιµωρίες» όχι ιδιαίτερα αριστερών, µόνο κάπως αθυρόστοµων στελεχών, όπως ο Κουρουπλής και ο Πολλάκης, όταν τόλµησαν να πουν µια κουβέντα παραπάνω…

Η αλήθεια είναι πως αν δεν καταφέρουµε να φτιάξουµε έναν ορατό πόλο αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ που να µην υποτάσσεται στην ηττοπαθή συστηµική πολιτική της ηγεσίας του, αλλά ταυτόχρονα να έχει την ικανότητα να απευθύνεται στον κόσµο που έχει πολιτική αναφορά σε αυτόν, δεν θα δούµε άσπρη µέρα από τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ. Αν λοιπόν υπάρχει ένα στοίχηµα, αυτό δεν αφορά τους συσχετισµούς και τις διαδικασίες µέσα στα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά στο κίνηµα και στην αντικαπιταλιστική αριστερά. Σε µια τέτοια προοπτική µπορούµε και πρέπει να απευθυνθούµε στα πιο πρωτοπόρα τµήµατα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, επιχειρώντας να δηµιουργήσουµε αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ανίκανος να προσφέρει: Πολιτική έκφραση και προοπτική για τον κόσµο που δεν θα σταµατήσει να µάχεται ενάντια στις επιθέσεις που µε µαθηµατική ακρίβεια η Ν∆ θα ξανα-εξαπολύσει συντοµότατα.




5 χρόνια από την απόλυτη δημοκρατική στιγμή και την ανατροπή της

του Δημήτρη Λαβατσή

¨Όταν πριν από πέντε χρόνια ανακηρύχτηκε το δημοψήφισμα σαν λύση στο πολιτικό αδιέξοδο της ελληνικής κοινωνίας  η πλειοψηφία της, ο κόσμος της εργασίας, έτεινε στην ρήξη με την πολιτική της ΕΕ και η μειοψηφία της, ο κόσμος του κέρδους (άρχουσα τάξη και -τάξεις στηρίγματα), συνέχιζε να στηρίζει  την πολιτική της ΕΕ που  φόρτωνε εσαεί  τα βάρη στους πρώτους. Όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά.

Οι από πάνω τάξεις αντιμετώπιζαν πρωτοφανή πολιτική κρίση. ΟΙ πολιτικές δυνάμεις τους ΔΕΝ είχαν ούτε στο παραμικρό μία  πρόταση-πολιτικό σχέδιο που να μπορούσε να θεωρηθεί ελπίδα στοιχειωδώς καλύτερης ζωής για την μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού και τις εργαζόμενες τάξεις. Το αντίθετο: ότι κι αν ψέλλιζαν ήταν στην καλύτερη περίπτωση  υπόσχεση για λιγότερο πόνο από αυτόν που θα προκαλούσε η πιθανότητα ρήξης με την Ε.Ε. από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός ο “λιγότερος πόνος” για τον κόσμο της εργασίας σήμαινε τη συνέχεια της οδυνηρής πενταετούς  λιτότητας ανασφάλειας και ανεργίας  και κανονικοποίηση -μονιμοποίησης  της υλικής και ηθικής ταπείνωσης του

Οι από κάτω τάξεις δεν είχαν κάποιο σαφές πολιτικό σχέδιο ρήξης. Είχαν όμως το βασανιστικό βίωμα των πολιτικών της ντόπιας κεφαλαιοκρατικής εξουσίας όπως αυτή ενοποιούνταν από την ΕΕ. Ήξεραν τι δεν ήθελαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ διακήρυσσε  τι ΔΕΝ  πρέπει να γίνει, τι ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΑΛΛΟ γιατί θα κατέστρεφε μόνιμα ακόμη και τις στοιχειώδεις κανονικότητες που είχαν απομείνει από  όσες κατακτηθεί με τους κοινωνικούς αγώνες από την μεταπολίτευση και δώθε μέχρι το 1995.Οι υποτελείς τάξεις βίωναν την ανάγκη μιας  δημοκρατικής ανατροπής- αναδιανομής υλικής και πολιτικής ισχύος προς όφελος τους και σε βάρος του κόσμου του κέρδους. Αυτήν την δημοκρατική ανατροπή, αυτό το αίτημα ουσιαστικής δημοκρατίας  εξέφραζε ο ΣΥΡΙΖΑ και έτσι “συναντήθηκε” με τις υποτελείς τάξεις στις εκλογές του 2012

Οι από κάτω τάξεις για πρώτη φορά μετά από τις αρχές της δεκαετίας 90 έτειναν να ξεπεράσουν την ανάθεση σε κάποιες φωτισμένες ηγεσίες και εμπλέκονταν στον δημόσιο διάλογο αλλά και σε πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές: Από τις μαζικές διαδηλώσεις και τις  πετυχημένες απεργίες μέχρι τα δίκτυα αλληλεγγύης , μορφές πολιτικής ανυπακοής και ευμενή υποδοχή των εκφωνήσεων  του χώρου ΣΥΡΙΖΑ αλλά και άλλων αριστερών συλλογικοτήτων

Βεβαίως η κουλτούρα δύο δεκαετιών  ανάθεσης βασισμένη στην  εμπειρία των αστικών πολιτικών πρακτικών  καθιστούσαν δύσκολη λόγω επιφυλάξεων την μαζικοποίηση των πολιτικών φορέων της αριστεράς όμως η τάση υπήρχε όπως και πολύ περισσότερο, το ενδιαφέρον του πληθυσμού αυτού για τις πολιτικές οριοθετήσεις και τις  προτάσεις  της Αριστεράς.

 

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ή ΕΞΟΥΣΙΑ;

Όταν τον Φλεβάρη του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ  αποφάσισε να προχωρήσει στις μελλοντικές εκλογές με αξιώσεις διεκδίκησης της κυβέρνησης η επιδίωξη αυτή έγινε δεκτή με ενδιαφέρον  και ελπίδα που όσο προχώραγε γινόταν όλο και πιό έντονη.

Εδώ πρέπει να σταθούμε πολύ προσεκτικά: όπως μας ανέλυσαν οι κλασικοί του μαρξισμού και επαληθεύεται παντού και πάντοτε στην παγκόσμια Νεώτερη ιστορία  το κόμμα της άρχουσας τάξης είναι πάντοτε το ΚΡΑΤΟΣ. Αυτό ΑΣΚΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ  και οι κυβερνήσεις απλώς το διαχειρίζονται εντός των ορίων που τίθενται από τα συμφέροντα του αστικού μπλοκ. Οποιαδήποτε πρόταση από οποιοδήποτε φορέα, κυβερνητικό ή όχι, αντιστρατεύεται τον πυρήνα των συμφερόντων και απειλεί την δομική συνέχεια της καπιταλιστικής εξουσίας απλώς “ΔΕΝ υπάρχει”

Απορρίπτεται από τα μαντρόσκυλα του κρατικού μηχανισμού  ως ανεδαφική, όταν δεν μπορεί να αγνοηθεί και να θαφτεί.

Επομένως για να έχει νόημα η ανάδειξη της Αριστεράς στην κυβέρνηση πρέπει ταυτόχρονα και συνεχώς το εργατικό κίνημα με όλες τις οργανώσεις του να εμποδίζει την τάση κρατικοποίησης της Αριστεράς και την ακύρωσή της και να σπάζει τα στεγανά του αντιδημοκρατικού ταξικού κράτους επιβάλλοντας όλες τις πολιτικές που θεωρούνται αιρετικές από τους μανδαρίνους της κρατικής εξουσίας.

Η Αριστερή διακυβέρνηση δεν μπορεί παρά να είναι παρά Μία διαρκής  σύγκρουση με εισβολή της δημοκρατικής αντιπαράθεσης όπου όλα τα ταξικά επίδικα θα τίθενται με το όνομά τους και όχι καλυμμένα στο όνομα του γενικού συμφέροντος (που στο υπάρχον κράτος είναι πάντοτε το συμφέρον του αστικού κοινωνικού μπλοκ )

Αυτό ενώ ήταν κατακτημένο σε ένα μεγάλο τμήμα των μελών του (τότε ) ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν μια κατακτημένη  αντίληψη ούτε στην πλειοψηφία των κοινωνικών δυνάμεων που έχουν ταξικό συμφέρον να ανατραπεί  η καπιταλιστική εξουσία, ούτε όμως και θεσμοθετημένη αντίληψη στον ίδιο ΣΥΡΙΖΑ .Έτσι αφήνονταν πολλές δυνατότητες σε “επαγγελματίες της πολιτικής” που είχαν πλησιάσει το κόμμα αυτό βλέποντας την δυνατότητα της δικιάς τους ανέλιξης σε μια μελλοντική κυβέρνηση του.

Όλα τα παραπάνω συμπλέκονται με το κυοφορούμενο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και με τον τρόπο λειτουργίας του τόσο εσωτερικά όσο και στην σχέση του με τα κινήματα και τις από κάτω τάξεις.

 ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ήταν ρεφορμισμός;

Το καλοκαίρι του 2013  πραγματοποιήθηκε το Α συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά από εκτενή προσυνεδριακή διαμόρφωση και συζήτηση στις οργανώσεις αποφασίστηκε το πρόγραμμα με το οποίο θα προχωρούσαμε.

Σε αυτό προτείνονταν σθεναρές αντιμνημονιακές μεταρρυθμίσεις που θα τροποποιούσαν τον υλικό και θεσμικό συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις ανταγωνιστικές κοινωνικές τάξεις: τον κόσμο του κεφαλαίου και τον κόσμο της εργασίας.

Τόσο η επιβολή των μεταρρυθμίσεων όσο και η συνακόλουθη ευμενής για τις λαϊκές τάξεις τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης έγινε σαφές ότι θα προχωρούσαν με την ενεργό συμμετοχή των κινημάτων που θα προκαλούσαν έναν “βίαιο εκδημοκρατισμό” του κράτους, ανοίγοντας το στα κοινωνικά συμφέροντα των από κάτω .

Με αυτή την έννοια ο ΣΥΡΙΖΑ προετοίμαζε την προοπτική μιας ριζικής  ρήξης με τον αστισμό.

Το σύνθημα “Καμία θυσία για το ευρώ/ καμιά αυταπάτη για τη δραχμή” συνόψιζε το βάθος της επιδιωκόμενης ρήξης ξεπερνώντας την επιφανειακή προσέγγιση του διλήμματος “κακό ευρώ/καλή δραχμή” δηλαδή της “εθνικής αναδίπλωσης” και απαντώντας στους “μενουμευρώπη ότι κι αν γίνει”. Οι προεκτάσεις αυτού του προγράμματος έφθασαν στην ρήξη με τον σκληρό πυρήνα της ΕΕ και πρότειναν την προοπτική ενός διεθνισμού της εργασίας που θα ανέτρεπε την υπάρχουσα αρχιτεκτονική της ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ρωγμές, διάσπαση ή διάλυση της υπάρχουσας. Το σύνθημα του 2012 “Ή ΕΜΕΙΣ Ή ΑΥΤΟΙ” τα έλεγε όλα.

Με αυτή την έννοια ο τότε ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν κόμματων ρεφορμιστικών αυταπατών.

Όμως το καθοριστικό, σε τελευταία ανάλυση, για έναν πολιτικό φορέα είναι η καθημερινή πρακτική του:

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΓΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ.

(ο διάβολος που κρύβεται στις λεπτομέρειες )

Στο Α Συνέδριο τον Ιούλιο του 2013 πέρα από το πρόγραμμα, το δεύτερο και καθοριστικό στοιχείο ήταν αυτό που πέρασε σαν απλώς οργανωτική διευθέτηση.

Το αν ο Πρόεδρος  θα εκλεγόταν από το Συνέδριο οπότε θα γινόταν μονοπρόσωπο όργανο ισοδύναμο με την κεντρική επιτροπή που και αυτή θα ψηφιζόταν από το Συνέδριο ή αν θα ψηφιζόταν  από την Κεντρική Επιτροπή και θα ήταν απλώς ένας πρόεδρος της ήταν μια κατανοητή σοβαρή διαφορά. Ήταν η διαφορά ανάμεσα στο να προχωρήσεις το κόμμα των μελών όπως διακηρυσσόταν συνεχώς και εσωτερικά και στην κοινωνία ή να φτιάξεις ένα προεδροκεντρικό κόμμα ενισχύοντας την κουλτούρα της ανάθεσης σε έναν ηγέτη-σωτήρα, που όπως προαναφέραμε είχε κυριαρχήσει στην κοινωνική πλειοψηφία τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Δυστυχώς υπερίσχυσε ο προεδροκεντρισμός.

Αυτό που τότε δεν μπορούσε να υπολογίσει ούτε ο πιο τολμηρός νους ήταν το πόσο καθοριστική θα ήταν η  προεδροποίηση για την εξέλιξη της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και για την κατάληξη του δύο χρόνια μετά!

Έτσι μετά το συνέδριο η κινηματική κάμψη που είχε ξεκινήσει  μετά την εκλογή Σαμαρά το 2012 συναντήθηκε με την αναμονή των επόμενων εκλογών όπου θα κέρδιζαν “οι καλοί”

Σε αυτήν την προοπτική το ανώτατο  όργανο “Πρόεδρος”  (βοηθούσης της κινηματικής νηνεμίας) βαθμιαία αυτονομήθηκε από τον κινηματικό ΣΥΡΙΖΑ και τις κοινωνικές αγωνίες που μεσολαβούσε και, δημιουργώντας την ηγετική του ομάδα, θεσμοθετημένα πλέον, άφηνε “το κόμμα των μελών” να τρέχουμε στην καθημερινότητα και να προσπαθούμε να πείσουμε ότι ο αναγκαίος δρόμος για την δημοκρατική ανατροπή θέλει  κοινωνική συμμετοχή και αγώνες.

Ο ίδιος όμως με το “κόμμα των οπαδών” του που πληθαίνανε προχωρούσε στις απαραίτητες επαφές και διεργασίες που δίνανε το μήνυμα πως “δεν είμαστε επικίνδυνοι” για την άρχουσα τάξη, για τις καταθέσεις των μεγαλοκαταθετών, για την ΕΕ!

Αυτή η διαδικασία των επαφών με θεσμικούς παράγοντες της ΕΕ ειδικά από το φθινόπωρο του 2013 έως τα τέλη του 2014 τροφοδοτούσε μια λογική πολιτικισμού και τροφοδοτούσε αυταπάτες μιας λογικής συνεννόησης win-win.

Το κατ εξοχήν σύνθημα της ρήξης “καμία θυσία για το ευρώ καμιά αυταπάτη για τη δραχμή” το 2014 άρχισε να θεωρείται παράξενο και ακραίο και ακόμη περισσότερο το “Ή εμείς ή αυτοί”

Ήδη το φθινόπωρο του 2014 η  ηγετική ομάδα  είχε αποφασίσει να συμβιβαστεί με ελάχιστες παραχωρήσεις από τους δανειστές στον ειρηνικό δρόμο της παραγωγικής ανασυγκρότησης που είχε αντικαταστήσει οποιαδήποτε πρόταση υλικής και πολιτικής αναδιανομής υπέρ των από κάτω. Η πιθανότητα  ρήξης με την ΕΕ είχε διαγραφεί εντελώς από τον ορίζοντα του σκεπτικού της  Η επιδίωξη να κυβερνήσει πάση θυσία, ουσιαστικά η κρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, είχε όλες τις ιδεολογικές προϋποθέσεις να προχωρήσει

 

ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 2015

Έγιναν χωρίς τον απαραίτητο ειλικρινή διάλογο με τις υποτελείς τάξεις  για τις δυσκολίες και την ανάγκη στράτευσης για την υλοποιήση του προγράμματος και της αναγκαίας ανατρεπτικής πολιτικής.

Το δειλό αλλά ρηξιακό-εφόσον προχωρούσε αποφασιστικά -πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης αντί να αξιοποιηθεί σαν όργανο ταξικών αγώνων χρησιμοποιήθηκε από την ηγετική ομάδα σαν προεκλογικό σημαιάκι. Ένα ευχολόγιο και η πάγια  πρόσκληση-μίμηση των αστών  πολιτικάντηδων: ”ψηφίστε με να τα κάνω!”

Οι εκλογές παγίωσαν την κυρίαρχη τάση, την αδράνεια, κάτω από την πίεση των γεγονότων που η κυβέρνηση αποδεχόταν παθητικά και τα οποία ενέτειναν τον δυσμενή οικονομικό συσχετισμό και την πίεση όσων αναμέναμε να κάνει η κυβέρνηση αλλά ανέβαλε:

Δύο ενδεικτικά συμβάντα: 1.Αρχές Φεβρουαρίου ο υπουργός Στρατούλης αναγγέλλει την αποκατάσταση του βασικού μισθού στα 751 τις επόμενες ημέρες. Δύο μέρες μετά ο υπουργός Σκουρλέτης ακυρώνει τον προηγούμενο λέγοντας μας πως, μετά από συνάντηση με τους εργοδότες, διαπιστώθηκε ότι “δεν το αντέχει η αγορά”!

2 Στις 20 Φεβρουαρίου υπογράφεται η συμφωνία μη μονομερών ενεργειών με τους δανειστές από τους Βαρουφάκη και Τσίπρα.

Είχε προηγηθεί η πληρωμή μιας δόσης των δανείων παρά την αρχική πρόθεση του υπουργού οικονομικών Βαρουφάκη να καθυστερήσει την καταβολή της και να την χρησιμοποιήσει σαν διαπραγματευτικό όπλο.

Δηλαδή οι μονομερείς ενέργειες από την μεριά της εξουσίας του Κεφαλαίου ελληνικού  και ευρωπαϊκού, συνεχίζονταν κανονικά και η ελληνική κυβέρνηση υπέγραφε ότι ΔΕΝ θα κάνει τίποτα!

Ενδεικτικό της αδράνειας της κυβέρνησης και της συνακόλουθης  “ελευθερίας” του Κεφαλαίου ήταν το γεγονός πως από τον Φλεβάρη μέχρι το καλοκαίρι του 2015 η εκροή καταθέσεων έφθασε το 26% αυτών του Δεκέμβρη του 2014. Από 170 δις στα 124 δις ευρώ.

Είναι έξω από την δυνατότητα του άρθρου (και χωρικά) η περιοδολόγηση της αδράνειας όλου του εξαμήνου. Που οπωσδήποτε πρέπει να μελετηθεί.

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ

Στο δραματικό οχταήμερο  από την αναγγελία του δημοψηφίσματος μέχρι την 5η Ιουλίου ο πολιτικός χρόνος πυκνώθηκε αφάνταστα. Το αρχικό πάγωμα των από κάτω παρά  την λυσσαλέα επίθεση σχεδόν όλων των ΜΜΕ, ελληνικών και ξένων και την απίστευτη κινδυνολογία, τα ψέματα την  καταστροφολογία,  μετά την 1η Ιουλίου μετατράπηκε σε αγανάκτηση και βαθειά συνειδητοποίηση  του ιστορικού στοιχήματος.

Τελικά,με όλες τις διαβαθμίσεις, το εντελώς ταξικό διακύβευμα ψηφίστηκε με πλήρη γνώση χωρίς φτιασίδια και μεταμφιέσεις. Το 62%,η συντριπτική πλειοψηφία του λαού της εργασίας είπε ΟΧΙ στην συνέχιση της υπάρχουσας πολιτικής της ΕΕ .

Το 38% ο λαός του κέρδους και ένα μικρό, λούμπεν ποσοστό του πρώτου λαού ψήφισαν την πάση θυσία υποταγή στην κυρίαρχη πολιτική.

Το δημοψήφισμα συγκέντρωσε παγκόσμιο ενδιαφέρον. Γιατί ήταν ευρύτερα κατανοητό πως μια χώρα 10 εκατομμυρίων μέλος της ΕΕ μπορεί να γίνει η αιχμή κοσμοϊστορικών αλλαγών στην μεγαλύτερη οικονομικό ένωση του πλανήτη.

 

Η ΤΑΧΥΤΕΡΗ-ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ -ΑΝΑΤΡΟΠΗ.

 

Ήταν σαφές σε πολλά μέλη πως η εξάμηνη κυβερνητική αδράνεια μας πήγαινε στον τοίχο και -όταν αναγγέλθηκε το δημοψήφισμα με την περίτεχνη διατύπωση επιβεβαιωθήκαν οι φόβοι μας πως αυτό αναγγέλθηκε για να το χάσουμε . Και έτσι να υπάρξει η πολιτική νομιμοποίηση για την συνέχεια της διαχείρισης των αστικών συμφερόντων μέσω της κυβέρνησης Τσίπρα.

Αυτά που “δεν χώραγε ο νους μας” ήταν το εύρος της νίκης 62vs 38 και ακόμη περισσότερο το βάθος της ταξικής προδοσίας που ακολούθησε.

Έχουμε διαβάσει αμφισβητήσεις  για την ωριμότητα και τις αντοχές του 62%, κάποια από ψηφοφόρους του. Θα αποπειραθούμε να απαντήσουμε:

1.Όταν μετά το εξάμηνο που σουρνόταν η αγωνία και η αναμονή μεγάλωνε τον χρόνο, όταν όλο αυτό το διάστημα η πίεση για υποταγή στην ΕΕ από την πλειοψηφία των ΜΜΕ ήταν καθημερινή, όταν  τέθηκε με ένταση και με όλους τους δραματικούς ως καταστροφολογικούς τόνους από τα κυρίαρχα ΜΜΕ το διακύβευμα του δημοψηφίσματος είναι σαφές πως  όλοι όσοι ψήφισαν ΟΧΙ αντιλαμβάνονταν τους κινδύνους στην ταλαιπωρημένη από το 2010 καθημερινότητά τους. Η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου της εργασίας αλλά και μια ευάριθμη μειοψηφία αυτοαπασχολούμενων και ίσως μικρών επιχειρηματιών καταλάβαιναν πως θα έχουμε σύγκρουση πολύμηνη με αλλαγή στην ζωή μας. Με άλλες κοινωνικές και επομένως προσωπικές  προτεραιότητες

Είναι ασεβές να λέμε πως όλος αυτός ο κόσμος δεν καταλάβαινε.

2.Η διαθεσιμότητα του ΟΧΙ έδινε το μήνυμα της χειραφετητικής συμμετοχής σε ένα κοινωνικό πείραμα. Εκείνες τις μέρες γεννιόταν η προοπτική της ενεργής συμμετοχής του πληθυσμού.

Το αίτημα για αξιοπρέπεια μετουσιωνόταν σε διάθεση για συμμετοχή για ξεπέρασμα της ανάθεσης.

3.Οι αξίες της Αριστεράς εκείνες τις μέρες γίνανε αξίες του 62%.

Και όποιος ανόητος, ανιστόρητος ή προβοκάτορας γελάσει ειρωνικά με τον όρο αξίες οφείλει να το βουλώσει: ΟΙ αγώνες δεκαετιών, εκατοντάδων χιλιάδων, εκατομμυρίων  αριστερών σε αυτή τη χώρα αλλά και εκατοντάδων εκατομμυρίων σε όλον τον πλανήτη γινόντουσαν και γίνονται πάντοτε και πρώτα από όλα για την κοινωνική αξιοπρέπεια.

4.Δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιά θα ήταν η εξέλιξη της ελληνικής και ευρωπαϊκής  ιστορίας και αν τελικά αυτό το κοινωνικό πείραμα θα άντεχε.

Το σίγουρο είναι πως θα άντεχε η Αριστερά . Το σώμα της αριστεράς, οι εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές που αυτό το κοινωνικό πείραμα θα διαμόρφωνε καθοριστικά θα αποτελούσε ανεκτίμητη κοινωνική δύναμη, μια πολύτιμη ζωντανή καθημερινότητα που καμιά τακτική ήττα δεν θα μπορούσε να διαλύσει..

5.Έτσι θα κρατιόταν ανοιχτή η ενδεχομενικότητα της Ιστορίας.

Γιατί όταν έχει βιωθεί η απόπειρα να αλλάξεις την κοινωνία σου ακόμη κι αν δεν τα καταφέρεις γνωρίζεις με την σκληρή αλήθεια του βιώματος ότι αυτό είναι εφικτό!

 

Αντίθετα: Η ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ ΔΙΕΛΥΣΕ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Έδωσε το ολέθριο -για τον ανθρώπινο πολιτισμό, για την κοινωνική αξιοπρέπεια, για όλες και όλους όσοι στρατευόμαστε μέσα στους αιώνες- μήνυμα πως ο κόσμος αυτός δεν αλλάζει και η ανισότητα είναι ο μόνος δρόμος.*

Το αποτέλεσμα είναι η ηγεμονία των αξιών του κοινωνικού-φυλετικού δαρβινισμού που επαγγέλλεται η διαρκής συνάντηση του νεοφιλελευθερισμού με τον φασισμό.

Η καταστροφή των αριστερών, ως αριστερών. Και ο κόσμος που δεν ακολούθησε την συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ βιώνει την ματαίωση των αγώνων, την μετατροπή της κινηματικής του γνώσης σε αδρανή εργαλεία που σκουριάζουν, την επιστροφή της τέχνης στους εστέτ και την μπαναλιτέ της εξουσίας. Βιώνει ατομικά την τεράστια δυσκολία απέναντι στην πλήρη ασυδοσία του κεφαλαίου που τον καθιστά βουβό εξάρτημα, απέναντι στον αφόρητα μαζικοποιούμενο ρατσισμό, απέναντι στην ασχήμια της εμπορευματοποίησης των καθημερινών λειτουργιών μας και στην τρομακτική διαστροφή καταστροφή του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε. Βιώνει τη πατριδοκαπηλία να ουρλιάζει, τον εθνικισμό να κομπάζει, τον πόλεμο σαν ενδεχόμενο….

 

`•Η χαρά μας κράτησε λιγότερο από ένα εικοσιτετράωρο•

 

Η ήττα και η συντριβή δεν ξέρουμε πότε και πως θα τελειώσει. Ελπίζουμε να ζήσουμε το τέλος της, να ζήσουμε  την επιστροφή της ορμής του ανθρώπινου πολιτισμού για την Ισότητα και την Ελευθερία και το παλεύουμε κάνοντας(;) “δουλειά του τυφλοπόντικα στο κοινωνικό υπέδαφος”. Όπως μας προέτρεψε ο  Ιταλός αγωνιστής Λούτσιο Μάγκρι..

“Ακούγοντας” τις κοινωνικές  ανάγκες ελπίζουμε.

3/7/2020

 

 

*Ο Πέρυ Άντερσον θεωρεί πως η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ κατέστρεψε την ευρωπαϊκή Αριστερά όσο και η συνυπογραφή των πολεμικών πιστώσεων από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία το 1914.




Η καταστολή μας έβρισκε και θα μας βρίσκει πάντα απέναντι και επί ΣΥΡΙΖΑ και επί ΝΔ

Για όσους βλέπουν μία “αριστερή” μικρότερου κακού καταστολή και μία δεξιά καταστολή πολύ χειρότερη και βάρβαρη.

Το ζήτημα δεν είναι απόλυτα το μέτρο αλλά η ύπαρξη της καταστολής. Να υπενθυμίσω πως και ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εφαρμόσει το lockout στην ΑΣΟΕΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ σε πορείες και απεργίες εφάρμοσε μέτρα καταστολής και ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε το προσφυγικό όπως η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε αντιλαϊκά μέτρα.

Οικονομικά και μέτρα διάλυσης του κοινωνικού ιστού δεν περνάνε αλλιώς και το χαλί για όλο αυτό έχει στρωθεί εδώ και χρόνια. Η κλίμακωση από τη ΝΔ μπορεί να ερμηνευθεί ως «απαίτηση» ενός ακροδεξιού ακροατηρίου αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελεί βάση σύγκρισης ώστε να καταλήξουμε σε τι; Στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε μικρότερη καταστολή άρα είναι προτιμότερος;

Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται ένας άγονος δικομματισμός που πιθανότατα θα μας γυρίσει αρκετά χρόνια πίσω. Καλό θα ήταν λοιπόν να μην ξεχνάμε και να μην δικαιολογούμε επιλεκτικά την κρατική βία αν δεν θέλουμε να επαναληφθούν τα ίδια γιατί τόσο το 2008 (Γρηγορόπουλος) όσο και το 2018 (Ζακ) δεν αποτελούν ένα μακρινό σενάριο…

4950983.jpg
4950976.jpg
4950975.jpg



Η μετα-αλήθεια και ο Σύριζα και γιατί χαμογελάει ο Γκέμπελς

Του Ηλία Ιωακείμογλου

Το παιχνίδι της µετωνυµίας

Aυτό που παλιότερα γνωρίζαµε µε το όνοµα του «γκεµπελισµού», σήµερα έχει µετονοµαστεί σε Μετα-Αλήθεια· λες και η αναφορά στο ναζισµό, στις πιο σκληρές πτυχές της ιστορίας θα πληγώσει ή θα θίξει κάποιον, και ένας πολιτισµένος άνθρωπος θα έπρεπε αυτό να το αποφεύγει. Αυτή η µετωνυµία, της µετα-αλήθειας αντί του γκεµπελισµού, δεν είναι µια µεµονωµένη περίπτωση· µια ολόκληρη σειρά από έννοιες που παραδοσιακά χρησιµοποιούσαµε στην Αριστερά, έχουν τώρα καινούργιο όνοµα. Για παράδειγµα, έγινε τώρα συνηθισµένο να µιλάνε για τις «ελίτ» αντί να χρησιµοποιούν την παλιά καλή έννοια της «κυρίαρχης κοινωνικής τάξης» ή της «αστικής τάξης» ή της «άρχουσας τάξης», ίσως επειδή φοβούνται ότι ο συνοµιλητής τους θα τροµάξει από τη βιαιότητα των λέξεων, ή µάλλον, από τη βιαιότητα των προθέσεων που αυτές προδίδουν. Ενώ, από την άλλη µεριά, ποιον θα µπορούσε άραγε να τροµάξει η χρήση της λέξης «ελίτ» και η οποιαδήποτε αναφορά στην έννοια της «µετα-αλήθειας»; Στην καλύτερη περίπτωση, η χρήση τους υποδηλώνει πόσο µορφωµένος είναι αυτός που τη χρησιµοποιεί.

Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που ευνοούν αυτή τη µετατόπιση των λέξεων· ίσως να υπάρχουν πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, που η τύχη τούς έφερε λιγότερο κοντά στα βιβλία και τη βιωµένη δηµόσια ιστορία, και των οποίων η ιστορική µνήµη ξεθωριάζει µε γρήγορους ρυθµούς τώρα που ο νεοφιλελευθερισµός εκπαιδεύει κάθε νέα γενιά να νιώθουν ότι ζουν σε ένα είδος διαρκούς παρόντος, χωρίς ιστορικό παρελθόν· πόσοι γνωρίζουν, άραγε, σήµερα, ποιος ήταν ο Γκέµπελς και οι µέθοδοι που χρησιµοποιούσε για να διαστρέψει την αλήθεια;

Αυτό το παιχνίδι της µετωνυµίας, που αδειάζει τις λέξεις από τις αιχµές τους, είναι παλιό, και σίγουρα θα αναδεικνύαµε πρωταθλητές σε αυτό ολόκληρη τη γραµµή οργανώσεων και κοµµάτων που προέκυψαν από τον παλαιό Συνασπισµό, αλλά πάνω από όλους τον κυβερνητικό Σύριζα.

Από πού απορρέει, όµως, ο ισχυρισµός ότι οι όροι «µετα-αλήθεια» και «γκεµπελισµός» είναι συνώνυµα ή έστω παραπλήσιες έννοιες;

 

Μετα-αλήθεια και γκεµπελισµός

Τόσο η έννοια της µετα-αλήθειας όσο και του γκεµπελισµού, είναι το όνοµα µιας µορφής ανορθολογισµού που διεκδικεί επιθετικά την πρωτοκαθεδρία από τον ορθολογισµό· όχι όµως µε ανοιχτά επιθετικό τρόπο, όχι όπως ο Χριστιανισµός και οι άλλες θρησκείες· είναι ένας ανορθολογισµός που ενδύεται τα εξωτερικά γνωρίσµατα του αυθεντικού ορθολογισµού προκειµένου να πάρει τη θέση του και να στραφεί εναντίον του διαβρώνοντας την εσωτερική του συνοχή. Η µετα-αλήθεια χρησιµοποιεί ως υλικά τις µισές αλήθειες και ατόφια ψέµατα, ατάκτως σωρευµένα και παράλογα διασυνδεδεµένα, πάντα όµως υπό την εξωτερική όψη της ορθολογικής απόδειξης· αλήθειες που µπορούν να επαληθευτούν µε το κριτήριο της πρακτικής ανακατεύονται αλλοπρόσαλλα µε ανακρίβειες και αποσιωπήσεις, και το σηµαντικό αναµιγνύεται σε ίσες δόσεις µε το ασήµαντο. Η µετα-αλήθεια είναι µια τέχνη του αµαλγάµατος και του υπονοούµενου· είναι το προϊόν µιας διαδικασίας που παίρνει ως πρώτη ύλη την ίδια την πραγµατικότητα και τη µεταποιεί µε τα εργαλεία του ανορθολογισµού ώστε να διαστρέψει το νόηµά της.

Τα παραδείγµατα είναι καθηµερινά από την πολιτική πρακτική µιας κυβέρνησης που εφάρµοσε το τρίτο µνηµόνιο και της οποίας τα στελέχη οµιλούν και φέρονται µε τρόπο που θέλει να µας πείσει ότι ζούµε κάτι άλλο από αυτό που έχουµε υποστεί ακριβώς χάρη σε αυτή την κυβέρνηση.

Παράδειγµα πρώτο: Το ποσοστό ανεργίας δεν βρίσκεται πια σε δυσθεώρητα ύψη· ιδού µια αναµφισβήτητη αλήθεια. Αυτό που αποσιωπάται από την κυβέρνηση είναι ότι η µείωση της ανεργίας οφείλεται στη µετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων νέων από την Ελλάδα προς άλλες χώρες, οφείλεται στην εκρηκτική αύξηση της µερικής απασχόλησης, της επισφάλειας, και της περιθωριοποίησης µακροχρόνιων ανέργων και αποθαρρηµένων που δεν αναζητούν πια εργασία.

Παράδειγµα δεύτερο: Ο δείκτης της φτώχειας µειώθηκε· είναι και αυτό µια αναµφισβήτητη αλήθεια. Αυτό που αποσιωπάται είναι ότι ο δείκτης της φτώχειας είναι λανθασµένος, διότι όσο µειώνεται το ΑΕΠ τόσο µειώνεται και ο δείκτης· είναι τόσο κραυγαλέα λανθασµένος, που αν µειωθεί το εισόδηµα µιας κατηγορίας µισθωτών που είναι πάνω από το όριο της φτώχειας (ας πούµε, για παράδειγµα, αν το εισόδηµα των δηµοσίων υπαλλήλων µειωθεί) και όλα τα άλλα εισοδήµατα παραµείνουν ως είχαν προηγουµένως, ο δείκτης θα καταγράψει µείωση του ποσοστού φτώχειας. Η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία (Eurostat) γνωρίζει την ανεπάρκεια του δείκτη και για το λόγο αυτό δηµοσιεύει και έναν άλλον, διορθωµένο, δείκτη που λαµβάνει ως κριτήριο το κατώφλι φτώχειας µιας αρχικής χρονιάς (π.χ. το 2008). Η ελληνική κυβέρνηση διαλέγει όµως από την πραγµατικότητα ό,τι τη βολεύει, και αν δεν τη βολεύει καθόλου, φτιάχνει ένα φαντασιακό οµοίωµά της.

Αυτά είναι µόνο δύο από τα παραδείγµατα των ασκήσεων µετα-αλήθειας, στα οποία επιδίδονται οι Συριζαίοι. Αλλά δεν θα µπορούσαµε να παρακάµψουµε και το πιο πρόσφατο: οι συντάξεις δεν πρόκειται να µειωθούν· να µια ακόµη αλήθεια, η οποία όµως εµφανίστηκε από την κυβερνητική προπαγάνδα µε τρόπο τέτοιο ώστε µια µεγάλη µερίδα των συνταξιούχων (και µη) να µην αντιληφθούν ότι οι προβλεπόµενες από τη µνηµονιακή πολιτική µειώσεις θα εφαρµοστούν τελικά από το 2020 και για όλες τις επόµενες χρονιές· διότι η µισή αλήθεια ήταν πρωτοσέλιδο και η άλλη µισή (η σηµαντικότερη) ήταν µια υποσηµείωση.

 

Το τραγικό και το κωµικοτραγικό

Η µετα-αλήθεια είναι ακριβώς αυτό που έκανε η ναζιστική προπαγάνδα και φέρει το όνοµα του γκεµπελισµού, αλλά τότε βέβαια τα συµφραζόµενα αυτής της πρακτικής ήταν διαφορετικά: τότε η παραµόρφωση της πραγµατικότητας (αυτού δηλαδή που όντως συµβαίνει να υπάρχει) γινόταν το δοχείο για τις πιο ευτελείς τάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, για τον ετερόκλητο νοητικό και συναισθηµατικό χυλό που είναι ο καθηµερινός ναζισµός. Αυτό ισχύει και στον υπαρκτό, σηµερινό ναζισµό. Πρόκειται για διαδικασία φασιστικοποίησης µε την ισχυρή έννοια του όρου, επειδή τώρα πια δεν πραγµατοποιείται µόνο «από τα πάνω», από το Κόµµα ή από το Κράτος· πραγµατοποιείται επίσης «από τα κάτω», αναδύεται δηλαδή µέσα στους κόλπους των ίδιων των υποτελών κοινωνικών τάξεων. Ακόµη χειρότερα: η άνοδος της µετα-αλήθειας, ως όχηµα του ναζισµού, δηµιουργεί και υποδοχές για τη συµµαχία του µε µερίδες της αστικής τάξης, που ως συνήθως βλέπουν σε αυτόν το κοινωνικό ρόπαλο µε το οποίο θα καθυποτάξουν όλες τις ιστορικές τάσεις κοινωνικής χειραφέτησης, από τον κοµµουνισµό και τον σοσιαλισµό µέχρι τα κινήµατα κοινωνικών δικαιωµάτων. Ακόµη και σε µια συγκυρία σαν τη σηµερινή, µε τις δυνάµεις της κοινωνικής χειραφέτησης στο ναδίρ της ισχύος τους, ακόµη και τώρα η άρχουσα τάξη ενδιαφέρεται για το ρόπαλο του ναζισµού, επειδή διακατέχεται από άσβεστο µίσος που δεν καταλαγιάζει µε την πολιτική της νίκη, αλλά ζητάει εκδίκηση ακόµη και πάνω στο ηµιθανές σώµα του κοµµουνισµού, του αναρχισµού και όλων όσων τόλµησαν µέχρι σήµερα να αµφισβητήσουν την κυριαρχία της.

Η µετα-αλήθεια, ο γκεµπελισµός, είναι πολιτική πρακτική του ναζισµού, παλιού και νέου, είναι όµως πολιτική πρακτική και της κυβέρνησης του Σύριζα. Τα ιστορικά συµφραζόµενα, οι ιστορικές συνθήκες και οι στόχοι είναι βέβαια διαφορετικοί, και η άσκηση της πρακτικής της µετα-αλήθειας από µόνη της δεν κάνει κάποιον ναζί. Έτσι, δίπλα στην τραγική µορφή ύπαρξης της µετα-αλήθειας στο ναζισµό, ιστορικό και σύγχρονο, µπορούµε να τοποθετήσουµε την κωµικοτραγική µορφή της συριζαϊκής µετα-αλήθειας, αυτής της κωµικής όπερας, της οποίας όµως η γελοία πλευρά δεν είναι καθόλου αθώα.




Το κώμα ΣΥΡΙΖΑ και το κόμμα-κυβέρνηση του Τσίπρα

Του Γιάννη Νικολόπουλου

Οι αλλαγές προσώπων στον κυβερνητικό ανασχηµατισµό και το «φύλλο πορείας» για τη δυσµενή µετάθεση του Πάνου Σκουρλέτη στην Κουµουνδούρου, είναι ένα ακόµη επεισόδιο στο σίριαλ του «διαρκούς πραξικοπήµατος» που συντελείται, µε διακυµάνσεις, στον ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως µετά τον µακρύ Ιούλιο του 2015.

 

Παρά την άθλια προπαγάνδα και την κάλπικη παραφιλολογία, το πραγµατικό «κόµµα µέσα στο κόµµα», που εξώθησε τον ΣΥΡΙΖΑ στη διάσπαση και την κυβέρνηση στα ηνία του µνηµονιακού µπλοκ εξουσίας, ήταν, είναι και θα είναι στην ιστορική αποτίµηση, η κλειστή οµάδα νέων -σε ηλικία ή εκ µεταγραφής- και παλιών στελεχών µε επικεφαλής τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, που εγκαταστάθηκε στο Μέγαρο Μαξίµου, την αντιπροεδρία και σε κοµβικά υπουργεία. Η ίδια που, πλέον, αντλεί τη δύναµή της από τα κάθε λογής «ανοίγµατα» σε εντελώς ανυπόληπτα κοµµατικά και κυβερνητικά µέλη πάλαι ποτέ του ΠΑΣΟΚ και της Ν∆, τη διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων στους τοµείς της οικονοµίας, του προσφυγικού ζητήµατος και της ψηφιακής εναρµόνισης και τις εκλεκτικές σχέσεις µε θεσµικά και επιχειρηµατικά παράκεντρα εξουσίας.

 

Σε βαθύ κώµα…

Η µετακίνηση του Πάνου Σκουρλέτη στη γραµµατεία της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ένα ακόµη βήµα αφενός στην ατιµωτική αποστράτευση µιας παλαιάς φρουράς στελεχών που στήριξαν άκριτα και εθελοτυφλώντας τον Τσίπρα στους τυχοδιωκτισµούς του και αφετέρου στη ραγδαία «αποσυριζοποίηση» του ίδιου του πρωθυπουργού και της στενής οµάδας συνεργατών και πραιτωριανών του, που σε γενικές γραµµές ανταµείφθηκαν και µε υπουργικά χαρτοφυλάκια στον πρόσφατο ανασχηµατισµό, συναποτελώντας την κυνικά βαφτισµένη «γενιά Τσίπρα».

ΣΥΡΙΖΑ για το Μέγαρο Μαξίµου δεν υπάρχει πλέον και δεν θα υπάρξει στο µέλλον. Ούτως ή άλλως, το κόµµα υφίσταται µόνο στα χαρτιά και στα εµβλήµατα που χρησιµοποιούνται ακόµη ως ελάχιστα διακριτά στοιχεία µιας προ πολλού ξεπερασµένης ταυτότητας, που διαλύθηκε και ξεφτιλίστηκε από τον ένοικο στο Μέγαρο Μαξίµου.

Το κόµµα δεν βρίσκεται σε κατάψυξη, απ’ όπου θα βγει άρον-άρον για να αποψυχθεί και να αποκτήσει ξανά υπόσταση, προκειµένου να µετρηθούν και να κινητοποιηθούν δυνάµεις ενόψει όλων των εκλογών του «µεγάλου 2019», ενός πρωτοφανούς έτους στη µεταπολιτευτική ιστορία αν εξαιρέσουµε την… εξαιρετική διετία 1989-1990. Μέσα στο 2019, θα διεξαχθούν σχεδόν ταυτόχρονα όλες οι προβλεπόµενες εκλογικές αναµετρήσεις, για την τοπική αυτοδιοίκηση, την ευρωβουλή και το εθνικό κοινοβούλιο. Ας µην ξεχνάµε µάλιστα ότι σχεδόν σαν ουρά του ’19, το 2020, στην έναρξή του, εµπεριέχει και την εκλογή νέου προέδρου της δηµοκρατίας, που κατά πάσα πιθανότητα θα λειτουργήσει, ως αφορµή, συγκολλητικά για το σύνολο των κοινοβουλευτικών, µνηµονιακών, πολιτικών δυνάµεων.

Το θέµα όµως επί του παρόντος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ µετά τις τελευταίες εξελίξεις. Η Κουµουνδούρου δεν είναι σε κρυογονική αναµονή, έχει πέσει σε βαθύ κώµα εδώ και καιρό και σε αυτήν τη µη αντιστρέψιµη κατάσταση θα παραµείνει, έως ότου χρεωθεί την ήττα της κυβέρνησης και κυρίως τη δύσκολη, µετεκλογική αναζήτηση αφενός υπευθύνων για την ήττα και αφετέρου συµµαχιών-σωσιβίων επιβίωσης αποκλειστικά για τους τσιπρικούς προεδρικούς.

Το «αριστεροχώρι» του ΣΥΡΙΖΑ θα χρεωθεί την ήττα, το «εθνικού ακροατηρίου» Μέγαρο Μαξίµου θα πιστωθεί τη µετεκλογική προσαρµογή και τις συµµαχίες. Τα ίδια, χονδρικά, υπέστη και το ΠΑΣΟΚ: άλλοι πλήρωσαν τη συντριπτική ήττα, άλλοι εξαφανίστηκαν από τον πολιτικό και τον κοινοβουλευτικό χάρτη, άλλοι έφυγαν για άλλες πολιτείες, άλλοι επαναπλασαρίστηκαν σαν «εθνικά πολύτιµο δυναµικό» της µνηµονιακής «καθίζησης» και της µεταµνηµονιακής «ανάταξης».

 

«Μεγάλος συνασπισµός» και «αντιδεξιό µέτωπο»

Γι ‘ αυτό, και µε συγκεκριµένη στόχευση το πρόσκαιρο θόλωµα όσων ακόµη νερών έχουν µείνει «καθαρά», τα σενάρια ενός «µεγάλου συνασπισµού» ανάµεσα στην Ν∆ και το τµήµα των κυβερνήσιµων του Μαξίµου, σενάρια που διακινούνται µε εµφατική ζέση στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, χωρίς να διαψεύδονται ή να ξορκίζονται στην Αθήνα, µπήκαν στα συρτάρια της επικαιρότητας, ενώ στο τραπέζι έπεσαν τα φληναφήµατα περί «αντιδεξιού µετώπου». Την παρέα-κόµµα Τσίπρα, την ενδιαφέρει αποκλειστικά η πολιτική της επιβίωση, κατ’ αρχάς στο κοινοβούλιο και σε δεύτερη φάση, στα σενάρια δυνατού µπαλαντέρ της επόµενης κυβέρνησης, όχι οι… αριστερές στροφές στην καθηµερινότητα ή η… απαλλαγή από τα µνηµόνια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ιστορία, ως σχηµατισµός, ως ανεξόφλητη επιταγή στα γκισέ της ταξικής πάλης, ως ένας ενοχλητικός οίστρος στη χαυνωτική, νεοφιλελεύθερη συναίνεση, ως ένα εκπληκτικό, ριζοσπαστικό, αριστερό και αντικαπιταλιστικό εγχείρηµα, αναζωογονητικό για όλη την ευρωπαϊκή «µετά το Τείχος» Αριστερά, πρέπει να εκλείψει και να τελειώσει. Να εκτελεστεί, πολιτικά και οργανωτικά. Και ποιος είναι ο καλύτερος δήµιος από τον ίδιο τον πρόεδρό του;

Ο πάλαι ποτέ συνασπισµός των συνιστωσών, που ταρακούνησε τα κατεστηµένα και πολεµήθηκε άγρια και λυσσαλέα τόσο εντός όσο και κυρίως εκτός του σχηµατισµού, από όλους εκείνους οι οποίοι µιλούσαν και έγραφαν για µια «παλαβή αριστερά» (από τα εκτός) που έπρεπε να υποστεί «βίαιη ωρίµανση» (από τα εντός) για να είναι πολιτικά αξιόπιστη και µε αστικούς όρους ταξικά φερέγγυα (επί τα κρίσιµα αυτά), πρόσκαιρα απέκτησε τη βιτρίνα του «κόµµατος των µελών», και έπειτα από τη µετεωρική εκτόξευση προς την κυβερνητική εξουσία από το 2012 και µετά, εκφυλίστηκε -πλην Λακεδαιµονίων- σε «κόµµα άνευ κόµµατος» ξεδιάντροπα αρχηγικό, συγκεντρωτικό και καθεστωτικό.

 

Ο «καβγάς» µε τον Μητσοτάκη για την «πίτα» της εξουσίας

Στο σχεδιασµό του Μεγάρου Μαξίµου για τις επόµενες εκλογές, δεν θα αναµετρηθούν διαφορετικά κόµµατα µε διαφορετικά πολιτικά προγράµµατα. Το πρόγραµµα εξάλλου ανάµεσα στη σηµερινή κυβέρνηση και την εν αναµονή κυβέρνηση Ν∆ είναι ένα, κοινό, ενιαίο, υπερτριακονταετές, αδιαίρετο και αδιαπραγµάτευτο – το µεταµνηµονιακό µνηµόνιο. Η αναµέτρηση θα διεξαχθεί ανάµεσα στο κόµµα, χαλιφάτο-είµαι η κυβέρνηση του Τσίπρα, δηλαδή στην κλειστή οµάδα πραιτωριανών, τους νεοβαρόνους της ΚΟ, που φέρνουν τις «καλές» σταυροδοσίες, και τις µεταγραφές από το κέντρο και τη δεξιά, και το κόµµα, ιζνογκούντ-θέλω να γίνω κυβέρνηση του Μητσοτάκη, που το προηγούµενο διάστηµα δεν έχει υστερήσει σε µεταγραφές, νεοβαρονίες και αλλαγές στην πραιτωριανή του φρουρά (από το Ποτάµι, την άκρα δεξιά ή τµήµα του αλληθωρίζοντος ΠΑΣΟΚ, που αλλού πατά και αλλού βρίσκεται).

Ο σκυλοκαβγάς διεξάγεται για την ολόκληρη πίτα της εξουσίας, όχι για τα ψίχουλα της κοινωνίας ή κάποια «ιδεολογία», µια «κοσµοθεωρία», µια εντέλει διαφορετική θεώρηση των πραγµάτων και µια διαφορετική αντίληψη για το τι σηµαίνει πολιτική και τι κάνουν οι πολιτικοί, ως πρόσωπα και πώς διεξάγονται οι πολιτικοί, ως αγώνες – αυτά ανήκουν στο διαχωριστικό παρελθόν ή την ποινικοποιηµένη, «ξύλινη» γλώσσα της Αριστεράς.

Ο Τσίπρας θέλει να τελειώσει τον ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας αφενός ότι έτσι τελειώνει και µε την ιστορία της Αριστεράς, γενικά, και αφετέρου ότι έτσι ο ίδιος αναβαθµίζεται ως τελευταίος «αριστερός» αρχηγός µε ταξικές αυταπάτες, ειδικά. Μια µικρογραφία ενός Φράνσις Φουκουγιάµα χωρίς γραβάτα και χωρίς ροπή ή ταλέντο στα πολυσέλιδα πονήµατα για το «τέλος της Ιστορίας» και τον «τελευταίο άνθρωπο».

Ο Φουκουγιάµα έπεσε έξω. Το ίδιο έξω θα πέσει και ο Τσίπρας. Και µαζί µε αυτόν, όσοι τον ακολουθήσουν στις πραγµατικές αυταπάτες µιας «εθνικής» µεταµνηµονιακής ηγεσίας, που υπαγορεύουν η αλαζονεία και η οίηση.