1

«Άλματα! Άλματα! Άλματα!». Για τον Λένιν και την πολιτική

του Ντανιέλ Μπενσαΐντ

Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε το 2002 και αποτέλεσε λίγα χρόνια αργότερα τη βάση μιας ζωντανής παρέμβασης στον κύκλο ανοιχτών σεμιναρίων «Ο Μαρξ στον 21ο αιώνα» στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Το 2011, εντάχθηκε στη συλλογή ανέκδοτων κειμένων του Ντανιέλ Μπενσαΐντ La politique comme art stratégique (Η πολιτική ως στρατηγική τέχνη) (εκδ. Syllepse) και στη συνέχεια αναρτήθηκε στον ιστότοπο http://danielbensaid.org/Les-sauts-Les-sauts-Les-sauts εμπλουτισμένο με τρία ανέκδοτα σχόλια του συγγραφέα για την επικαιρότητα του Λένιν (εδώ παρατίθενται σε αγκύλες). Δημοσιεύεται σήμερα για πρώτη φορά στα ελληνικά, χάρη στη μεταφραστική εργασία του Πάνου Αγγελόπουλου, με αφορμή τη συμπλήρωση έντεκα χρόνων από τον θάνατο του Ντανιέλ Μπενσαΐντ, στις 12 Ιανουαρίου του 2010.

Η Χάνα Άρεντ φοβόταν πως η πολιτική θα μπορούσε να εκλείψει οριστικά από τον κόσμο. Οι καταστροφές του 20ού αιώνα καθιστούσαν αναπόφευκτο το ερώτημα για το αν «η πολιτική έχει τελικά ακόμα ένα νόημα». Οι διακυβεύσεις αυτών των φόβων ήταν ήδη εξόχως πρακτικές: «Το μη-νόημα στο οποίο κατέληξε το σύνολο της πολιτικής επιβεβαιώνεται από το αδιέξοδο στο οποίο περιέρχονται τα ειδικά πολιτικά ερωτήματα» (1). Για την Άρεντ, ο ολοκληρωτισμός ήταν η μορφή αυτής της επίφοβης έκλειψης. Σήμερα, έχουμε να κάνουμε με μια άλλη μορφή του κινδύνου: τον ολοκληρωτισμό με ανθρώπινο πρόσωπο του δεσποτισμού της αγοράς. Εν προκειμένω, η πολιτική συνθλίβεται μεταξύ της φυσικοποιημένης τάξης των οικονομικών αγορών και των ηθικοπλαστικών νουθεσιών του εγγαστρίμυθου κεφαλαίου. Τέλος της πολιτικής και τέλος της ιστορίας συμπίπτουν έτσι στην φαύλη επανάληψη της εμπορευματοποιημένης αιωνιότητας όπου αντηχούν οι ξέπνοες φωνές του Φουκουγιάμα και του Φυρέ: «Η ιδέα μιας άλλης κοινωνίας κατέστη σχεδόν ασύλληπτη, και ουδείς άλλωστε στις μέρες μας δεν προτείνει το παραμικρό σε μια τέτοια κατεύθυνση. Είμαστε λοιπόν καταδικασμένοι να ζούμε στον κόσμο όπου ζούμε» (2). Περισσότερο από μελαγχολική, είναι απεγνωσμένη, θα μπορούσε να πει ο Μπλανκί γι’ αυτήν την αιωνιότητα του ανθρώπου υπό τον Dow Jones και τον CAC 40.

Η Χάνα Άρεντ πίστευε ότι μπορεί να ορίσει χρονολογικά την αρχή και το τέλος της πολιτικής: αυτή εγκαινιάστηκε από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και έμελλε να βρει «στις θεωρίες του Μαρξ το οριστικό της τέλος». Αναγγέλλοντας το τέλος της φιλοσοφίας, ο «Μαυριτανός» θα μπορούσε, μέσα από ένα τερτίπι του διαλεκτικού λόγου, να διακηρύξει και το τέλος της πολιτικής. Κάτι τέτοιο, όμως, παραγνωρίζει την πολιτική του Μαρξ ως τη μόνη νοητή πολιτική απέναντι στην καπιταλιστική βία και τους φετιχισμούς της νεωτερικότητας: «Το κράτος δεν είναι το παν», γράφει, βάλλοντας με σαφήνεια ενάντια στον «επηρμένο υπερτονισμό του πολιτικού παράγοντα» που καθιστά το γραφειοκρατικό κράτος ενσάρκωση του αφηρημένου καθολικού. Πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ένα μονομερές πάθος για το κοινωνικό, η προσπάθειά του αφορά την ανάδυση μιας πολιτικής του καταπιεσμένου με αφετηρία τη συγκρότηση μη κρατικών πολιτικών σωμάτων, αναγγέλλοντας τον αναγκαίο μαρασμό του κράτους ως διακριτού σώματος.

[Σε αντίθεση με ένα ευρέως διαδεδομένο κλισέ, υπάρχει πράγματι μια πολιτική του Μαρξ. Είναι καταρχήν μια πολιτική του συμβάντος, των πολέμων και των επαναστάσεων, περισσότερο απ’ ό,τι μια πολιτική του θεσμού. Είναι ο συνδετικός κρίκος μιας εποχής ανάμεσα στις σφαγές του Ιούνη του 1848 και εκείνες της αιματοβαμμένης εβδομάδας της παρισινής Κομμούνας. Αρκεί να ξεφυλλίσει κανείς την αλληλογραφία και το πλήθος των άρθρων του Μαρξ για να διαπιστώσει το εύρος των πολιτικών παρεμβάσεών του, από τον αγγλικό κοινοβουλευτικό βίο μέχρι το ιρλανδικό εθνικό ζήτημα, περνώντας από τις ισπανικές επαναστάσεις, τον εμφύλιο πόλεμο στις ΗΠΑ, τη συγκρότηση ενός διεθνούς εργατικού κινήματος, την ελευθερία του Τύπου.]

Το κατεπείγον, το ζωτικής σημασίας ερώτημα είναι αυτό της πολιτικής από τα κάτω, της πολιτικής όσων είναι αποκλεισμένοι και αποστερημένοι εξαιτίας της κρατικής πολιτικής των κυρίαρχων. Ο στόχος είναι να επιλυθεί το αίνιγμα των προλεταριακών επαναστάσεων και των επαναλαμβανόμενων τραγωδιών τους: πώς από το τίποτα μπορούμε να γίνουμε το παν; Πώς μια τάξη που ακρωτηριάζεται καθημερινά, σωματικά και νοητικά, από την ακούσια υποταγή της στην εξαναγκαστική εργασία μπορεί να μεταμορφωθεί σε οικουμενικό υποκείμενο της ανθρώπινης χειραφέτησης; Οι απαντήσεις του Μαρξ συναρτώνται σε αυτό το σημείο με ένα κοινωνιολογικό στοίχημα: η ανάπτυξη της βιομηχανίας επιφέρει τη μαζικοποίηση του προλεταριάτου . η αριθμητική αύξηση και η χωρική συγκέντρωση των εργατικών τάξεων επιφέρουν μια πρόοδο όσον αφορά την οργάνωση και τη συνείδησή τους. Η ίδια η λογική του κεφαλαίου θα μπορούσε έτσι να οδηγήσει στην «συγκρότηση των προλετάριων σε κυρίαρχη τάξη».

Ο πρόλογος του Ένγκελς στην έκδοση του 1890 του Κομμουνιστικού Μανιφέστου επιβεβαιώνει αυτή την υπόθεση: «Για την οριστική νίκη των προτάσεων που διατυπώνονται στο Μανιφέστο, ο Μαρξ πόνταρε στην διανοητική εξέλιξη της εργατικής τάξης, η οποία θα έπρεπε να προκύψει από την κοινή πράξη και συζήτηση». Η ψευδαίσθηση σύμφωνα με την οποία η κατάκτηση της καθολικής ψήφου θα επέτρεπε στο κοινωνικά πλειοψηφικό αγγλικό προλεταριάτο να προσαρμόσει την πολιτική εκπροσώπηση στην κοινωνική πραγματικότητα απορρέει από αυτό ακριβώς το στοίχημα. Με το ίδιο πνεύμα, ο Αντόνιο Λαμπριόλα εκτιμούσε, το 1898, στο σχόλιό του στο Μανιφέστο, πως «η επιθυμητή σύζευξη των κομμουνιστών και των προλετάριων συνιστά εφεξής ένα τετελεσμένο γεγονός». Η πολιτική χειραφέτηση του προλεταριάτου απέρρεε αναγκαστικά από την κοινωνική του ανάπτυξη.

Η σπασμωδική ιστορία του προηγούμενου αιώνα καταδεικνύει ότι δεν απελευθερωνόμαστε τόσο εύκολα από τον μαγικό κόσμο του εμπορεύματος, τους αιμοσταγείς θεούς του και το «μουσικό κουτί των αέναων επαναλήψεων». Η παράκαιρη επικαιρότητα του Λένιν προκύπτει το δίχως άλλο από αυτή τη διαπίστωση. Αν η πολιτική διατηρεί ακόμα σήμερα μια δυνατότητα να αποσοβήσει τον διπλό κίνδυνο μιας φυσικοποίησης της οικονομίας και μιας μοιρολατρικοποίησης της ιστορίας, η δυνατότητα αυτή περνά μέσα από μια νέα λενινιστική χειρονομία υπό συνθήκες αυτοκρατορικής παγκοσμιοποίησης. Η πολιτική σκέψη του Λένιν είναι σκέψη της πολιτικής ως στρατηγικής, των κατάλληλων και ευνοϊκών στιγμών της και των αδύναμων κρίκων της.

Ο «ομοιογενής και κενός» χρόνος της μηχανικής προόδου, δίχως κρίσεις μήτε τομές, είναι ένας χρόνος άγαρμπης και αναποτελεσματικής πολιτικής. Η ιδέα που υποστήριξε ο Κάουτσκι περί μιας «παθητικής συσσώρευσης δυνάμεων» εγγράφεται σε αυτήν ακριβώς την χρονικότητα. Πρώτη εκδοχή της «ήρεμης δύναμης», αυτός ο «σοσιαλισμός έξω από τον χρόνο» και με βηματισμό χελώνας διαλύει την αβεβαιότητα του πολιτικού αγώνα στους διακηρυγμένους νόμους της ιστορικής εξέλιξης.

Ο Λένιν, αντίθετα, σκέφτεται την πoλιτική ως τον πλήρη χρόνο του αγώνα, έναν χρόνο κρίσεων και αποτυχιών. Ο ειδικός χαρακτήρας της πολιτικής εκφράζεται στην σκέψη του στην έννοια της επαναστατικής κρίσης, η οποία δεν αποτελεί την λογική προέκταση ενός «κοινωνικού κινήματος», αλλά μια γενικευμένη κρίση των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα σε όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Τότε, η κρίση ορίζεται ως μια «εθνική κρίση». Αναδεικνύει τις γραμμές του μετώπου που είχαν συσκοτίσει οι μυστικιστικές φαντασμαγορίες του εμπορεύματος. Και μόνο τότε, και όχι ένεκα μιας αναπόφευκτης ιστορικής ωρίμανσης, το προλεταριάτο μπορεί να μετασχηματιστεί και «να γίνει αυτό ακριβώς που είναι».

Επαναστατική κρίση και πολιτικός αγώνας συνδέονται λοιπόν στενά: «Η γνώση που η εργατική τάξη μπορεί να έχει για τον εαυτό της είναι άρρηκτα συνδεμένη με μια ακριβή γνώση των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα σε όλες τις τάξεις της σύγχρονης κοινωνίας, γνώση όχι μόνο θεωρητική, θα λέγαμε μάλιστα λιγότερο θεωρητική απ’ ό,τι θεμελιωμένη στην εμπειρία της πολιτικής» (3). Αυτή η γνώση των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα σε όλες τις τάξεις της κοινωνίας αποκτιέται μέσα από τη δοκιμασία της πολιτικής πρακτικής. Καθιστά την «επανάστασή μας» μια «επανάσταση ολόκληρου του λαού».

Η εν λόγω προσέγγιση βρίσκεται στους αντίποδες ενός αγοραίου εργατισμού που ανάγει την πολιτική στο κοινωνικό. Ο Λένιν αρνείται κατηγορηματικά «να μπερδέψει το πρόβλημα των τάξεων και αυτό των κομμάτων». Η πάλη των τάξεων δεν ανάγεται στον ανταγωνισμό ανάμεσα στον εργάτη και το αφεντικό του. Φέρνει το προλεταριάτο σε αντιπαράθεση με «ολόκληρη την καπιταλιστική τάξη» στο επίπεδο της αναπαραγωγής του συνόλου του κεφαλαίου, η οποία είναι το αντικείμενο του 3ου βιβλίου του Κεφαλαίου. Γι’ αυτό άλλωστε είναι απολύτως λογικό ότι το ανολοκλήρωτο κεφάλαιο του Μαρξ για τις τάξεις παρεμβαίνει σε αυτό ακριβώς το σημείο και όχι στο 1ο βιβλίο, στην παραγωγική διαδικασία, ή στο 2ο βιβλίο, στη διαδικασία της κυκλοφορίας του κεφαλαίου.

Ως πολιτικό κόμμα, η επαναστατική σοσιαλδημοκρατία αντιπροσωπεύει λοιπόν την εργατική τάξη όχι στις σχέσεις της με μια ομάδα εργοδοτών αλλά «με όλες τις τάξεις της σύγχρονης κοινωνίας και με το κράτος ως οργανωμένη πολιτική δύναμη» (4).

Ο κατάλληλος και ευνοϊκός καιρός της λενινιστικής στρατηγικής δεν είναι πια ο εκλογικός χρόνος της Πηνελόπης ή των Δαναΐδων, των οποίων το έργο ξηλώνεται αδιάκοπα, αλλά ο χρόνος στον οποίο δίνει ρυθμό ο αγώνας και τον οποίο αφήνει μετέωρο η κρίση. Είναι ο χρόνος της ευνοϊκής στιγμής και της ιδιαίτερης συγκυρίας, όπου πλέκονται αναγκαιότητα και ενδεχομενικότητα, πράξη και διαδικασία, ιστορία και συμβάν: «Δεν θα μπορούσαμε να αναπαραστήσουμε την ίδια την επανάσταση υπό τη μορφή μιας και μοναδικής πράξης: η επανάσταση θα είναι μια γρήγορη διαδοχή περισσότερο ή λιγότερο βίαιων εκρήξεων, που θα εναλλάσσονται με λιγότερο ή περισσότερο βαθιές φάσεις ύφεσης. Γι αυτό και η ουσιαστική δραστηριότητα του κόμματός μας, η ουσιαστική εστία της δράσης του, οφείλει να είναι ένα δυνατό και αναγκαίο έργο τόσο στις πιο βίαιες περιόδους έκρηξης όσο και σε εκείνες της ύφεσης, δηλαδή ένα έργο ενιαίας πολιτικής κινητοποίησης για όλη την Ρωσία».

Οι επαναστάσεις έχουν το δικό τους τέμπο, με επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις. Έχουν επίσης την δική τους γεωμετρία, στο πλαίσιο της οποίας η ευθεία γραμμή διακόπτεται από ξαφνικές διακλαδώσεις και περιστροφές. Το κόμμα παρουσιάζεται έτσι υπό ένα νέο φως. Για τον Λένιν, δεν είναι πια το αποτέλεσμα μιας σωρευτικής εμπειρίας, ούτε ένας ταπεινός παιδαγωγός επιφορτισμένος να βγάλει τους προλετάριους από το σκοτάδι της άγνοιας για να τους οδηγήσει στο φως του ορθού λόγου. Γίνεται ένας στρατηγικός παράγοντας, ένα είδος κιβωτίου ταχυτήτων και κλειδούχου της πάλης των τάξεων.

Όπως το αισθάνθηκε με ιδιαίτερη οξύτητα ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο στρατηγικός χρόνος της πολιτικής δεν είναι ο ομοιογενής και κενός χρόνος της κλασικής μηχανικής, αλλά ένας διακεκομμένος, τεθλασμένος χρόνος, γεμάτος κόμπους και γεγονοτικές κοιλότητες.

Στη συγκρότηση της σκέψης του Λένιν υπάρχει αδιαμφισβήτητα ένα παιχνίδι από τομές και συνέχειες. Οι βασικές τομές (που δεν είναι «επιστημολογικές τομές») μπορούν να εντοπιστούν το 1902, γύρω από το Τι να κάνουμε; και το Ένα βήμα εμπρός, δυο βήματα πίσω, ή ακόμα την περίοδο 1914-1916, όταν στοχάζεται εκ νέου τον ιμπεριαλισμό και το κράτος υπό το λυκόφως του πολέμου και ξαναπιάνει το νήμα της εγελιανής λογικής. Την ίδια στιγμή που γράφει το θεμελιώδες έργο Ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ρωσία, ο Λένιν αναπτύσσει την προβληματική που θα του επιτρέψει αργότερα να προβεί σε θεωρητικές αναθεωρήσεις και στρατηγικές αναπροσαρμογές.

Οι αντιπαραθέσεις κατά τη διάρκεια των οποίων ορίζεται ο μπολσεβικισμός μεταφράζουν αυτήν την επανάσταση μέσα στην επανάσταση.
Από τις πολεμικές του Τι να κάνουμε; ή του Ένα βήμα εμπρός δυο βήματα πίσω, η βουλγκάτα συγκρατεί κατά κύριο λόγο την ιδέα μιας συγκεντρωτικής και στρατιωτικά πειθαρχημένης πρωτοπορίας. Η ουσία, όμως, βρίσκεται αλλού. Ο Λένιν εναντιώνεται στη σύγχυση, την οποία χαρακτηρίζει «αποδιοργανωτική», ανάμεσα στο κόμμα και την τάξη. Η διάκρισή τους εγγράφεται στις μεγάλες αντιπαραθέσεις που συνταράσσουν την εποχή εκείνη το σοσιαλιστικό κίνημα, ειδικά στην Ρωσία. Αντιτίθεται στα λαϊκιστικά, οικονομιστικά, μενσεβιστικά ρεύματα, τα οποία ενίοτε συγκλίνουν για να υπερασπιστούν έναν «καθαρό σοσιαλισμό».

Η πρόδηλη αδιαλλαξία αυτής της επίσημης ορθοδοξίας μετατρέπει σε πραγματικότητα την ιδέα σύμφωνα με την οποία η δημοκρατική επανάσταση θα ήταν ένα αναγκαίο στάδιο στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης. Αναμένοντας την ισχυροποίησή του και την κατάκτηση της κοινωνικής και εκλογικής πλειοψηφίας, το εκκολαπτόμενο εργατικό κίνημα θα έπρεπε να αφήσει τον ηγετικό ρόλο στην αστική τάξη και να αρκεστεί να παίξει τον ρόλο των υποστηρικτικών δυνάμεων του καπιταλιστικού εκμοντερνισμού.

Αυτή η εμπιστοσύνη στην πορεία της Ιστορίας, όπου όλα θα έρχονταν στην ώρα τους και θα απέβαιναν προς όφελος εκείνου που ξέρει να περιμένει, υποστηρίζει τις ορθόδοξες θέσεις του Κάουτσκι στους κόλπους της Πρώτης Διεθνούς: πρέπει να διατρέξουμε υπομονετικά τους «δρόμους της εξουσίας» μέχρις ότου αυτή πέσει σαν ώριμο φρούτο.

Για τον Λένιν, αντίθετα, αυτό που προσανατολίζει το κίνημα είναι ο στόχος, η στρατηγική υπερισχύει της τακτικής και η πολιτική της ιστορίας. Γι’ αυτό έχει σημασία να προσδιοριστούμε προτού ενωθούμε, και, για να ενωθούμε, «να χρησιμοποιήσουμε όλες τις εκδηλώσεις δυσαρέσκειας και να επεξεργαστούμε έως και τα παραμικρά στοιχεία μιας διαμαρτυρίας, ακόμα και εμβρυϊκής». Με άλλα λόγια, να εκλάβουμε τον πολιτικό αγώνα ως κάτι «πολύ πιο ευρύ και πολύπλοκο από την πάλη των εργατών ενάντια στην εργοδοσία ή την κυβέρνηση» (5). Έτσι, όταν η Rabotchéié Diélo [επιθεώρηση των «οικονομιστών», όργανο της «Ένωσης των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών του εξωτερικού»] εξάγει τους πολιτικούς στόχους από τον οικονομικό αγώνα, ο Λένιν της καταλογίζει ότι «υποβιβάζει το επίπεδο της πολύμορφης πολιτικής δράσης του προλεταριάτου». Είναι ψευδαίσθηση να φανταστούμε ότι «το αμιγώς εργατικό κίνημα» είναι από μόνο του ικανό να επεξεργαστεί και αναπτύξει μια ανεξάρτητη ιδεολογία. Από μόνη της, η αυθόρμητη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος καταλήγει, αντίθετα, να «το καταστήσει υποτελές στην αστική ιδεολογία».

Γιατί η κυρίαρχη ιδεολογία δεν είναι μια υπόθεση χειραγώγησης των συνειδήσεων, αλλά η αντικειμενική συνέπεια του φετιχισμού του εμπορεύματος. Δεν μπορούμε να εξέλθουμε από τον φαύλο κύκλο της και από την ακούσια υποτέλεια σε αυτήν παρά μόνο μέσα από την επαναστατική κρίση και τον πολιτικό αγώνα των κομμάτων. Αυτή είναι η λενινιστική απάντηση στο ανεπίλυτο αίνιγμα του Μαρξ.

Στη σκέψη του Λένιν, όλα συνηγορούν στο να εννοήσουμε την πολιτική σαν την αιφνίδια έκρηξη κατά την οποία εμφανίζεται αυτό που απουσίαζε: «Ο διαχωρισμός σε τάξεις είναι σίγουρα, εν τέλει, το πιο βαθύ θεμέλιο της πολιτικής ομαδοποίησης», αλλά αυτό το εν τέλει «το καθορίζει μόνο ο πολιτικός αγώνας» (6). Έτσι, «ο κομμουνισμός αναδύεται κυριολεκτικά από όλα τα σημεία της κοινωνικής ζωής . εκκολάπτεται τελικά παντού. Ακόμα και αν φράξουμε με περισσή μέριμνα μια από τις διόδους του, η εξάπλωσή του θα βρει μιαν άλλη, κάποιες φορές μάλιστα την πιο αναπάντεχη» (7). Γι αυτό και δεν μπορούμε να ξέρουμε «ποια σπίθα θα ανάψει την πυρκαγιά».

Εξ ου και το σύνθημα που σύμφωνα με τον Κουρτ Τουχόλσκι συνοψίζει την λενινιστική πολιτική: «Να είστε έτοιμοι!» Έτοιμοι για το το απίθανο, για το απρόβλεπτο, για το συμβάν! Αν ο Λένιν όρισε την πολιτική ως «συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας», αυτή η συμπύκνωση σημαίνει μια ποιοτική αλλαγή από την οποία και μετά η πολιτική δεν μπορεί παρά «να έχει την πρωτοκαθεδρία έναντι της οικονομίας». Αντίθετα, «προτείνοντας την συγχώνευση της οικονομικής και της πολιτικής όψης», ο Μπουχάριν «ολισθαίνει προς τον εκλεκτικισμό». Παρομοίως, στην αντιπαράθεσή του το 1921 με την Εργατική αντιπολίτευση, ο Λένιν ασκεί κριτική σε αυτό το «άτιμο όνομα» που υποβιβάζει ξανά την πολιτική στο κοινωνικό και διατείνεται πως η διαχείριση της εθνικής οικονομίας είναι άμεση αρμοδιότητα των «παραγωγών που έχουν ομαδοποιηθεί σε συνδικάτα παραγωγών», γεγονός που θα κατέληγε να μετατρέψει την πάλη των τάξεων σε μια αντιπαράθεση συντεχνιακών συμφερόντων χωρίς καμία σύνθεση.

Η πολιτική, όμως, έχει την δική της γλώσσα, την δική της γραμματική και συντακτικό˙ τις λανθάνουσες περιόδους της και τις παραπραξίες της. Στην πολιτική σκηνή, η παραποιημένη πάλη των τάξεων βρίσκει «την αυστηρότερη, την πληρέστερη και την καλύτερα ορισμένη έκφρασή της στην πάλη ανάμεσα στα κόμματα» (8). Εμπίπτοντας σε ένα ειδικό πλαίσιο, μη αναγώγιμο στους άμεσους καθορισμούς του, ο πολιτικός λόγος προσιδιάζει περισσότερο στην άλγεβρα παρά στην αριθμητική. Η αναγκαιότητά του είναι άλλης τάξης, «πολύ πιο περίπλοκης» από αυτήν των κοινωνικών διεκδικήσεων που συνδέονται άμεσα με τη σχέση εκμετάλλευσης. Γιατί, σε αντίθεση με ό,τι φαντάζονται οι «αγοραίοι μαρξιστές», η πολιτική «δεν ακολουθεί πειθήνια την οικονομία». Το ιδανικό του στρατευμένου επαναστάτη δεν είναι ο επαγγελματίας συνδικαλιστής με τον στενό ορίζοντα αλλά ο «λαϊκός ρήτορας» που υποδαυλίζει την φλόγα της ανατροπής σε όλους τους τομείς της κοινωνίας.

[Ο «λενινισμός», ή καλύτερα ο σταλινικοποιημένος λενινισμός που αναγορεύτηκε σε ορθοδοξία του κράτους, θεωρήθηκε συχνά υπεύθυνος για τον γραφειοκρατικό δεσποτισμό. Η έννοια του κόμματος της πρωτοπορίας, διακριτού της τάξης, θα μπορούσε έτσι να φέρει τα σπέρματα της υποκατάστασης του πραγματικού κοινωνικού κινήματος από τον κομματικό μηχανισμό και από όλους τους κύκλους της γραφειοκρατικής κόλασης. Όσο άδικη και αν είναι, η κατηγορία αυτή αναδεικνύει μια πραγματική δυσκολία. Αν η πολιτική δεν συγχέεται με το κοινωνικό, η εκπροσώπηση του ενός από την άλλη καθίσταται εκ των πραγμάτων προβληματική: σε τι θεμελιώνεται η νομιμότητά της;]

Ο Λένιν μπαίνει όντως στον πειρασμό να επιλύσει την αντίφαση αξιώνοντας μια δυνητική εναρμόνιση ανάμεσα σε αντιπροσώπους και αντιπροσωπευόμενους η οποία αποκορυφώνεται στον μαρασμό του πολιτικού κράτους. Την ίδια στιγμή αίρονται τα αδιέξοδα μιας εκπροσώπησης που δεν αποδέχεται κανέναν αποκλειστικό εντολοδόχο και δοκιμάζεται διαρκώς μέσα στο πλήθος των συντακτικών μορφών. Αυτή όμως η έκφανση του ερωτήματος κινδυνεύει να αποκρύψει μιαν άλλη, όχι λιγότερο σημαντική, πολλώ δε μάλλον που ο Λένιν δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί το πλήρες νόημα της καινοτομίας του. Θεωρώντας ότι παραφράζει ένα κείμενο του Κάουτσκι, το παραποιεί με τρόπο αποφασιστικό. Ο Κάουτσκι γράφει ότι «η επιστήμη» έρχεται στους προλετάριους «από το εξωτερικό της πάλης των τάξεων», φερόμενη από τους «αστούς διανοούμενους». Με μια εντυπωσιακή ολίσθηση της πένας του, ο Λένιν γράφει ότι η «πολιτική συνείδηση» [conscience] -και όχι πια η «επιστήμη» [science]!- έρχεται «από το εξωτερικό της οικονομικής πάλης» -και όχι πια από το εξωτερικό της πάλης των τάξεων, που είναι τόσο πολιτική όσο και κοινωνική!-, φερόμενη όχι πια από τους διανοούμενους ως κοινωνική κατηγορία αλλά από το κόμμα ως δρώντα παράγοντα που δομεί συγκεκριμένα το πολιτικό πεδίο. Η διαφορά είναι κεφαλαιώδης.

Μια τέτοια επιμονή στον πολιτικό λόγο, όπου η κοινωνική πραγματικότητα εκδηλώνεται μέσα από ένα διαρκές παιχνίδι μετατοπίσεων και συμπυκνώσεων, θα έπρεπε λογικά να καταλήξει σε μια σκέψη περί πλουραλισμού και εκπροσώπησης. Αν το κόμμα δεν είναι η τάξη, μια τάξη θα έπρεπε να εκπροσωπείται πολιτικά από πολλά κόμματα που θα εξέφραζαν τις διαφορές και τις αντιφάσεις της. Η εκπροσώπηση του κοινωνικού στην πολιτική θα έπρεπε έτσι να γίνει αντικείμενο μιας θεσμικής και νομικής επεξεργασίας. Ο Λένιν δεν φτάνει ως εκεί. Διανοίγει, ωστόσο, ένα πρωτόφαντο πολιτικό πεδίο του οποίου διερευνά τις δυνατότητες. Μια λεπτομερής μελέτη των θέσεών του όσον αφορά το εθνικό ζήτημα, το συνδικαλιστικό ζήτημα εν έτει 1921 και τη δημοκρατία καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους 1917 θα επέτρεπε να το επιβεβαιώσουμε. Κάτι τέτοιο όμως υπερβαίνει κατά πολύ το πλαίσιο αυτής της παρουσίασης.

Ο Λένιν υποτάσσει την εκπροσώπηση σε κανόνες που αντλούν την έμπνευσή τους από την παρισινή Κομμούνα, αποσκοπώντας στον περιορισμό της επαγγελματικοποίησης της πολιτικής: μισθός των αιρετών ίδιος με αυτόν του ειδικευμένου εργάτη, διαρκής επαγρύπνηση ενάντια σε εύνοιες και προνόμια ένεκα αξιώματος, ευθύνη και λογοδοσία των εντολοδόχων στους εντολείς τους. Σε αντίθεση με έναν επίμονα καλλιεργούμενο μύθο, δεν προβλέπει καμία δεσμευτική εντολή. Είτε πρόκειται για το εσωτερικό του κόμματος: «Οι εξουσίες των εκπροσώπων δεν πρέπει να περιορίζονται από δεσμευτικές εντολές» . στην άσκηση των εξουσιών τους «είναι εντελώς ελεύθεροι και ανεξάρτητοι» . το συνέδριο ή η συνέλευση είναι κυρίαρχες αρχές. Είτε πρόκειται για τα όργανα του κράτους, όπου «το δικαίωμα ανάκλησης των βουλευτών» δεν συγχέεται με μια δεσμευτική εντολή που θα υποβάθμιζε την εκπροσώπηση σε ένα συντεχνιακό σύνολο επιμέρους συμφερόντων, αυστηρά τοπικών βλέψεων, χωρίς δυνατότητα σύνθεσης, γεγονός που θα καθιστούσε κάθε δημοκρατική διαβούλευση κενή ουσίας και διακύβευσης.

Σε ό,τι δε αφορά τον πλουραλισμό, ο Λένιν διαβεβαιώνει σταθερά ότι «η πάλη μεταξύ διαφορετικών αποχρώσεων» εντός του κόμματος είναι αναπόφευκτη και αναγκαία στον βαθμό που εκτυλίσσεται εντός των ορίων «που έχουν εγκριθεί κατόπιν κοινής συμφωνίας». Υπογραμμίζει «την ανάγκη να διασφαλίζονται στο καταστατικό του κόμματος τα δικαιώματα κάθε μειοψηφίας, ώστε να εκτραπούν από την συνηθισμένη πορεία του φιλισταϊκού σκανδάλου και των μικροπρεπών διαξιφισμών οι συνεχείς και αστείρευτες πηγές δυσαρέσκειας, θυμού και συγκρούσεων, και να μπουν στο ανοίκειο ακόμα κανάλι ενός συστηματικού και αξιοπρεπούς αγώνα για την προάσπιση των θέσεών τους. Μεταξύ αυτών των εγγυήσεων, συμπεριλαμβάνουμε την παραχώρηση στην μειοψηφία μιας -ή περισσότερων- συντακτικών ομάδων, με δικαίωμα εκπροσώπησης στο συνέδριο και δικαίωμα πλήρους έκφρασης» (9).

Αν η πολιτική είναι ζήτημα επιλογής και απόφασης, προϋποθέτει επίσης έναν οργανωμένο πλουραλισμό. Πρόκειται εδώ για οργανωτικές αρχές. Το ίδιο το σύστημα οργάνωσης μπορεί να ποικίλλει σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες κάθε φορά καταστάσεις, με τον όρο βέβαια να μην χάνεται το καθοδηγητικό νήμα των αρχών μέσα στον λαβύρινθο των ευκαιριών. Τότε, ακόμα και η περίφημη πειθαρχία εμφανίζεται στην πράξη λιγότερο απαραβίαστη απ’ ό,τι θα την ήθελε ο χρυσός θρύλος του λενινισμού. Γνωρίζουμε την απειθαρχία που επέδειξαν ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ όταν αντιπαρατέθηκαν δημόσια στην εξέγερση χωρίς παρ’ όλα αυτά να απομακρυνθούν επί μακρόν από τα καθήκοντά τους. Ο ίδιος ο Λένιν, σε κρίσιμες περιστάσεις, δεν διστάζει να διεκδικήσει ένα προσωπικό δικαίωμα ανυπακοής απέναντι στο κόμμα. Σκέφτεται ακόμα και να παραιτηθεί από τα καθήκοντά του για να ανακτήσει έτσι την «ελευθερία δράσης του» στις τάξεις του κόμματος. Την κρίσιμη στιγμή της απόφασης, φθάνει μάλιστα να γράψει στην Κεντρική Επιτροπή: «Αναχώρησα για εκεί όπου δεν επιθυμείτε να πάω [το Σμόλνυ]. Εις το επανιδείν».

Η λογική του τον ωθεί να σκεφτεί τον πλουραλισμό και την εκπροσώπηση σε μια χώρα που στερούνταν κοινοβουλευτικών και δημοκρατικών παραδόσεων. Ο Λένιν όμως δεν οδηγεί αυτή τη λογική μέχρι τέλους. Και υπάρχουν τουλάχιστον δυο λόγοι γι’ αυτό. Ο πρώτος είναι ότι κληρονομεί από την Γαλλική Επανάσταση την ψευδαίσθηση σύμφωνα με την οποία, άπαξ και έχει εκδιωχθεί ο δυνάστης, η ομογενοποίηση του λαού -ή της τάξης- δεν είναι πια παρά ζήτημα χρόνου: οι αντιφάσεις σους κόλπους του λαού δεν μπορούν πλέον παρά να προέλθουν από τον άλλο -τον ξένο- ή από την προδοσία. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η διάκριση ανάμεσα στο πολιτικό και το κοινωνικό δεν αποτελεί αντίδοτο στην μοιραία αντιστροφή: αντί να πυροδοτήσει την κοινωνικοποίηση του πολιτικού, η δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί να σημάνει την γραφειοκρατική κρατικοποίηση του κοινωνικού. Ο ίδιος ο Λένιν άλλωστε δεν ενέδωσε στον πειρασμό να προβλέψει «την εξάλειψη της πάλης των κομμάτων μέσα στα σοβιέτ»; (10)

[Στο Κράτος και Επανάσταση, τα κόμματα χάνουν πράγματι τον ρόλο τους προς όφελος μιας άμεσης δημοκρατίας που δεν θα μπορούσε πια να είναι ένα διακριτό κράτος. Ωστόσο, παρά τις αρχικές ελπίδες, η κρατικοποίηση της κοινωνίας επικράτησε της κοινωνικοποίησης των κρατικών λειτουργιών. Με το να δίνουν έμφαση και να εστιάζουν στον βασικό κίνδυνο της στρατιωτικής περικύκλωσης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, οι επαναστάτες δεν είδαν να αναπτύσσεται κάτω από τα ίδια τους τα πόδια ο διόλου δευτερεύον κίνδυνος της γραφειοκρατικής αντεπανάστασης. Παραδόξως, οι αδυναμίες του Λένιν οφείλονται τόσο, αν όχι περισσότερο, στις ελευθεριακές του ροπές όσο και στις τάσεις του προς τον αυταρχισμό. Σαν, κατά παράδοξο τρόπο, ένας μυστικός δεσμός να συνέδεε τις μεν με τις δε.]

Η επαναστατική κρίση εμφανίζεται σαν η κρίσιμη στιγμή της δυνατής επίλυσης κατά την οποία η θεωρία γίνεται στρατηγική: «Η ιστορία εν γένει και ειδικότερα η ιστορία των επαναστάσεων είναι πάντα πιο πλούσια ως προς το περιεχόμενό της, πιο ποικίλη, πιο πολύμορφη, πιο ζωντανή, πιο επινοητική απ’ ό,τι πιστεύουν τα καλύτερα κόμματα, οι πιο συνειδητοποιημένες πρωτοπορίες των πιο προωθημένων τάξεων. Κι αυτό είναι κατανοητό αφού οι καλύτερες πρωτοπορίες εκφράζουν τη συνείδηση και τη θέληση, το πάθος δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, ενώ η επανάσταση συνιστά μια από τις στιγμές ιδιαίτερης έξαρσης και έντασης όλων των ανθρώπινων δυνάμεων – έργο της συνείδησης, της θέλησης, της φαντασίας, του πάθους εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που εμφορούνται από την πιο οξυμένη πάλη των τάξεων. Από αυτό προκύπτουν δυο πρακτικά συμπεράσματα μείζονος σημασίας: το πρώτο είναι ότι η επαναστατική τάξη, για να ανταποκριθεί στο καθήκον της, πρέπει να ξέρει να παίρνει όλες τις μορφές και όλες τις πλευρές, χωρίς την παραμικρή εξαίρεση, της κοινωνικής δραστηριότητας. Το δεύτερο είναι ότι η επαναστατική τάξη πρέπει να είναι έτοιμη να αντικαταστήσει γρήγορα και ξαφνικά μια μορφή από μιαν άλλη» (11).

Ο Λένιν εξάγει από αυτό την αναγκαία ετοιμότητα απέναντι στο απρόοπτο του συμβάντος όπου αποκαλύπτεται αίφνης η κρυμμένη αλήθεια των κοινωνικών σχέσεων: «Δεν ξέρουμε, δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια σπίθα θα ανάψει την πυρκαγιά που θα αφυπνίσει με έναν ιδιαίτερο τρόπο τις μάζες. Γι αυτό, οφείλουμε να ενεργοποιήσουμε τις κομμουνιστικές αρχές μας για να προετοιμάσουμε το πεδίο, όλα τα πεδία, ακόμα και τα φαινομενικά πιο αρχαία, πιο άμορφα και πιο άγονα. Ειδάλλως, δεν θα αρθούμε στο ύψος του καθήκοντός μας, θα λειτουργήσουμε μέσω αποκλεισμών, δεν θα αδράξουμε όλα μας τα όπλα».

Να καλλιεργούμε όλα τα πεδία! Να καραδοκούμε ακόμα και για τα πιο αναπάντεχα ενδεχόμενα! Να είμαστε έτοιμοι για κάθε απότομη αλλαγή μορφής! Να ξέρουμε να αδράτουμε όλα τα όπλα!

Αυτά είναι τα αποφθέγματα μιας πολιτικής νοούμενης ως τέχνη του παράκαιρου και των πραγματικών δυνατοτήτων μιας καθορισμένης συγκυρίας.

Αυτή η επανάσταση εντός της πολιτικής μάς οδηγεί στην έννοια της επαναστατικής κρίσης που έχει συστηματοποιηθεί στο Χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς. Καθορίζεται από μια αλληλεπίδραση ανάμεσα σε διάφορα κυμαινόμενα στοιχεία μιας κατάστασης: όταν οι από πάνω δεν μπορούν να κυβερνούν όπως πριν . όταν οι από κάτω δεν ανέχονται πια να καταπιέζονται όπως πριν˙ και όταν αυτή η διπλή α-δυνατότητα μεταφράζεται σε έναν ξαφνικό αναβρασμό των μαζών. Υιοθετώντας αυτά τα κριτήρια, ο Τρότσκυ επισημαίνει στο Ιστορία της ρώσικης επανάστασης «τη δυνητική αμοιβαιότητα αυτών των προκείμενων: Όσο περισσότερο το προλεταριάτο ενεργεί με αποφασιστικότητα και σιγουριά τόσο περισσότερο έχει τη δυνατότητα να συμπαρασύρει τα ενδιάμεσα στρώματα, και τόσο περισσότερο το κυρίαρχο στρώμα απομονώνεται και αποθαρρύνεται. Και αντίστοιχα, η αποσύνθεση των κυρίαρχων στρωμάτων φέρει νερό στο μύλο της επαναστατικής τάξης».
Η κρίση όμως δεν εγγυάται τους όρους της ίδιας της της επίλυσης. Γι’ αυτό και ο Λένιν καθιστά την παρέμβαση ενός επαναστατικού κόμματος αποφασιστικό παράγοντα σε μια κρίσιμη κατάσταση: «Η επανάσταση δεν αναδύεται από κάθε επαναστατική κατάσταση, αλλά μόνο στην περίπτωση που σε όλες τις αντικειμενικές αλλαγές που απαριθμήσαμε έρχεται να προστεθεί μια υποκειμενική αλλαγή, τουτέστιν η ικανότητα για την επαναστατική τάξη να διεξάγει αρκετά σθεναρές δράσεις για να διαλύσει εντελώς την παλιά κυβέρνηση, η οποία δεν θα πέσει ποτέ, ακόμα και σε μια εποχή κρίσης, αν δεν την κάνουμε να πέσει». Η κρίση δεν μπορεί να επιλυθεί παρά με δύο τρόπους: ή με την ήττα, της οποίας συχνά έπεται η δολοφονική δράση της αντίδρασης, ή με την παρέμβαση ενός αποφασισμένου υποκειμένου.

Αυτή ακριβώς είναι και η ερμηνεία του «λενινισμού» στο Ιστορία και ταξική συνείδηση του Λούκατς. Του στοίχησε, βέβαια, ήδη από το 5ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τα πυρά των θερμιδώριων μπολσεβικοποιών. Ο Λούκατς έδινε πράγματι έμφαση στο γεγονός ότι «μόνο η συνείδηση του προλεταριάτου μπορεί να δείξει πώς μπορούμε να βγούμε από την κρίση του καπιταλισμού˙ όσο απουσιάζει αυτή η συνείδηση, η κρίση παραμένει διαρκής, επιστρέφει στο σημείο αφετηρίας της και επαναλαμβάνει την ίδια κατάσταση»: «Η διαφορά ανάμεσα στην ‘έσχατη κρίση’ του καπιταλισμού, την ύστατη και οριστική του κρίση, και τις προηγούμενες κρίσεις του δεν συνίσταται λοιπόν», απαντά ο Λούκατς, «σε μια μεταμόρφωση της έκτασης και του βάθους τους, εν ολίγοις της ποσότητάς τους, σε ποιότητα. Ή καλύτερα, αυτή η μεταμόρφωση έγκειται στο γεγονός ότι το προλεταριάτο παύει να είναι απλό αντικείμενο της κρίσης, και εκδιπλώνεται ανοιχτά ο εγγενής στην καπιταλιστική παραγωγή ανταγωνισμός» (12). Αυτό απηχείται και στη διατύπωση του Τρότσκυ, ο οποίος, στη δεκαετία του ’30, απέναντι στο ναζισμό και τη σταλινική αντίδραση, ανάγει την κρίση της ανθρωπότητας στην κρίση της επαναστατικής της ηγεσίας.

Η στρατηγική είναι «ένας υπολογισμός μάζας, ταχύτητας και χρόνου», έγραφε ο Σατωβριάνδος. Για τον Σουν Τσου, η τέχνη του πολέμου ήταν ήδη η τέχνη της αλλαγής και της ταχύτητας. Η τέχνη αυτή απαιτούσε να κατακτήσει κανείς «την ετοιμότητα του λαγού» και να «πάρει πάραυτα την απόφαση που του αναλογεί», γιατί, όπως έχει αποδειχθεί, και η πιο περίτρανη νίκη θα μπορούσε να έχει οδηγήσει στην μεγαλύτερη πανωλεθρία «αν η μάχη είχε δοθεί μια μέρα νωρίτερα ή λίγες ώρες αργότερα». Η αρχή που απορρέει από αυτό ισχύει τόσο για τους πολιτικούς όσο και για τους στρατιωτικούς.: «Μην αφήνετε να χαθεί καμία ευκαιρία, αν την κρίνετε ευνοϊκή. Τα πέντε στοιχεία ούτε απαντώνται παντού ούτε είναι αμιγή . οι τέσσερις εποχές δεν διαδέχονται η μια την άλλη κάθε χρόνο με τον ίδιο τρόπο . η ανατολή και η δύση του ηλίου δεν συμβαίνουν πάντα στο ίδιο σημείο του ορίζοντα. Άλλες από τις μέρες είναι αργές, άλλες σύντομες. Η σελήνη γεμίζει και αδειάζει, και δεν είναι πάντα το ίδιο λαμπερή. Ένας καλά καθοδηγούμενος και καλά πειθαρχημένος στρατός καλείται να μιμηθεί όλη αυτήν την ποικιλομορφία».

Η έννοια της επαναστατικής κρίσης παίρνει για λογαριασμό της αυτό το μάθημα στρατηγικής και το πολιτικοποιεί. Σε κάποιες εξαιρετικές περιστάσεις, η ισορροπία των δυνάμεων αγγίζει ένα κρίσιμο σημείο: «Κάθε διαταραχή των ρυθμών παράγει συγκρουσιακά αποτελέσματα. Διαταράσσει και αναστατώνει. Μπορεί επίσης να ανοίξει μια τρύπα στον χρόνο, και να την καλύψει με μια επινόηση, μια δημιουργία. Κι αυτό δεν συμβαίνει, ατομικά και κοινωνικά, παρά περνώντας μέσα από μια κρίση» (13). Μια τρύπα στο χρόνο; Από πού μπορεί να αναδυθεί το μη τετελεσμένο γεγονός που αμφισβητεί το μοιραίο του τετελεσμένου γεγονότος;

Το 1905, ο Λένιν συναντά τον Σουν Τσου στο εγκώμιό του της ετοιμότητας.
Πρέπει, λέει, «να αρχίσουμε αμέσως», να ενεργήσουμε «πάραυτα»: «Να φτιάξουμε πάραυτα, παντού, ομάδες αγώνα. Πρέπει να αδράξουμε στον αέρα αυτές τις ‘‘στιγμές που εξαφανίζονται’’» για τις οποίες μιλά ο Χέγκελ, και οι οποίες αποτελούν «έναν εξαίρετο ορισμό της διαλεκτικής» (14). Γιατί η επανάσταση στην Ρωσία δεν είναι η οργανική συνέπεια μιας αστικής επανάστασης που προεκτείνεται σε μια προλεταριακή επανάσταση, αλλά μια «αλληλοδιαπλοκή» των δυο επαναστάσεων. Το αν η πιθανή καταστροφή μπορεί ακόμα να αποφευχθεί εξαρτάται από μια οξεία αίσθηση της συγκυρίας. Η τέχνη του συνθήματος είναι μια τέχνη της κατάλληλης και ευνοϊκής στιγμής. Ένα πρόταγμα που ίσχυε εχθές μπορεί να μην ισχύει πια σήμερα και να ισχύει εκ νέου αύριο: «Μέχρι τις 4 Ιουλίου [1917], το σύνθημα να περάσει όλη η εξουσία στα σοβιέτ ήταν ορθό». Μετά από αυτήν την ημερομηνία, δεν είναι πια. «Αυτήν τη στιγμή και μόνο αυτήν τη στιγμή, το πολύ πολύ για κάποιες μέρες, ή για μια ή δυο εβδομάδες, μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε…» (15).

Κάποιες μέρες! Μια εβδομάδα!
Στις 29 Σεπτέμβρη 1917, ο Λένιν γράφει στην Κεντρική Επιτροπή που κωλυσιεργεί: «Η κρίση έχει ωριμάσει». Περαιτέρω αναμονή συνιστά έγκλημα. Την 1η Οκτώβρη, πιέζει την Κεντρική Επιτροπή να «προβεί πάραυτα στην εξέγερση». Λίγες μέρες αργότερα, επανέρχεται: «Έγραψα αυτές τις γραμμές στις 8 Οκτώβρη. Η επιτυχία της ρώσικης επανάστασης εξαρτάται από δυο ή τρεις μέρες αγώνα». Επιμένει κι άλλο: «Έγραψα αυτές τις γραμμές τη νύχτα της 24ης. Η κατάσταση είναι κρίσιμη στον μέγιστο βαθμό. Είναι πλέον σαφές ότι η καθυστέρηση της εξέγερσης ισοδυναμεί με θάνατο. Όλα κρέμονται από μια κλωστή.» Πρέπει λοιπόν να δράσουμε «απόψε, τούτη τη νύχτα».

«Τομή των σταδίων», σημείωνε ο Λένιν στο περιθώριο της μεγάλης Λογικής του Χέγκελ ξαναδιαβάζοντάς την στην αρχή του πολέμου. Και επέμενε: «Τα στάδια δεν εξηγούν τίποτα χωρίς τα άλματα. Τα άλματα! Τα άλματα! Τα άλματα!» (16).


(1) Hannah Arendt, Qu’est-ce que la politique, Παρίσι, Seuil, 1995.
(2) François Furet, Le passé d’une illusion, Παρίσι, R. Laffont, Calmann-Lévy, 1995, σ. 572.
(3) Lénine, Œuvres, τ. 9, σ. 119 και τ. 15, σ. 298.
(4) Lénine, Œuvres, τ. 5, σ. 408.
(5) Lénine, Œuvres, τ. 5, σ. 440 και 463.
(6) Ό. π., τ. 7, σ. 41. Στη διαμάχη του 1915 για τον ακραίο ιμπεριαλισμό, ο Λένιν αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο ενός νέου οικονομισμού σύμφωνα με τον οποίο η ωρίμανση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα θα προανήγγελλε μια οριστική κατάρρευση του συστήματος. Ξαναβρίσκουμε αυτή τη έγνοια να αποφευχθεί κάθε αναγωγή του πολιτικού στο κοινωνικό ή στο οικονομικό, στις αντιπαραθέσεις της δεκαετίας του ’20 σχετικά με τον χαρακτήρα του κράτους των σοβιέτ. Σε εκείνους που μιλούν για εργατικό κράτος, ο Λένιν απαντά ότι «το κράτος αυτό δεν είναι ακριβώς εργατικό, κι αυτό είναι το πρόβλημα» (Œuvres, τ. 32, σ. 16). Η διατύπωσή του είναι περισσότερο περιγραφική και περίπλοκη απ’ ό,τι ένας κοινωνιολογικός χαρακτηρισμός: θα είναι ένα εργατικό και αγροτικό κράτος με «γραφειοκρατικές αλλοιώσεις», και ιδού «όλη η μετάβαση στην πραγματικότητά του». Τέλος, στις αντιπαραθέσεις σχετικά με τα συνδικάτα, ο Λένιν υπερασπίζεται ακόμα μια πρωτότυπη θέση: επειδή δεν αποτελούν ένα όργανο πολιτικής εξουσίας, τα συνδικάτα δεν θα μπορούσαν να μετατραπούν σε «κρατικές οργανώσεις καταναγκασμού».
(7) Ό. π., τ. 31.
(8) Ό. π., τ. 10, σ. 15.
(9) Lénine, Œuvres, τ. 7, σ. 470.
(10) Lénine, Œuvres, τ. 25, σ. 335.
(11) Lénine, La maladie infantile du communisme.
(12) G. Lukács, Histoire et conscience de classe, Παρίσι, Minuit, 1967.
(13) Henri Lefebvre, Éléments de rythmanalyse, Παρίσι, Syllepse, 1992.
(14) Lénine, Cahiers philosophiques, Paris, Éditions sociales, 1973, σ. 257.
(15) Lénine, Œuvres, τ. 25, σ. 17 και 277.
(16) Lénine, Cahiers philosophiques, σ. 118-119.

 

 

Πηγή: commune.org.gr




Ενιαία πάλη κατά ιμπεριαλισμού και εθνικισμού

Θανάσης Κούρκουλας, μέλος προσωρινής Κεντρικής Επιτροπής της πολιτικής οργάνωσης «Κόκκινο Νήμα, συνέντευξη στον Γιάννη Ελαφρό

Το «αντιμνημόνιο» δεν αρκεί σήμερα για την ανασύνταξη της Αριστεράς, τονίζει ο Θανάσης Κούρκουλας, στέλεχος της νεοσύστατης οργάνωσης «Κόκκινο Νήμα». Απαιτείται ταξικός αντικυβερνητικός αγώνας και παρέμβαση στα μέτωπα της μετανάστευσης και των «εθνικών». Η οργάνωση αποχώρησε πρόσφατα από την ΛΑΕ, θεωρώντας πως μετατοπίστηκε σε θέσεις δεξιότερες του προ-κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ. Παρά την προσπάθεια ακροδεξιάς αντεπίθεσης, αντλεί ελπίδα από τις ταξικές αντιστάσεις και τον κόσμο της αριστεράς.

 

 

 

Στην Ευρώπη οξύνεται η αντιμεταναστευτική επίθεση, ενισχύονται οι δυνάμεις της ακροδεξιάς και της αντίδρασης. Τι τροφοδοτεί αυτή την εξέλιξη;

 

Οι δυνάμεις της ακροδεξιάς εκφράζουν οικονομικό εθνικισμό. Η τάση αντικατοπτρίζει την εκτίμηση αστικών επιτελείων ότι η οικονομική ανάκαμψη από την κρίση του 2008 θα ακολουθηθεί από νέα υφεσιακή βουτιά. Η περιστολή του κοινωνικού κράτους αντικατοπτρίζεται στην απανθρωπιά απέναντι στους πρόσφυγες, καθώς σύμφωνα με τον γερμανικό ΣΕΒ, μετά το Μάρτη του 2016 δεν χρειάζονται παραπάνω φτηνά εργατικά χέρια προσφύγων. Η μετατόπιση του πολιτικού φάσματος ενισχύεται από την ήττα της ρεφορμιστικής Αριστεράς του 2015, με σημείο καμπής τη μνημονιακή κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ. Η αναξιοπιστία της κυρίαρχης εκδοχής της Αριστεράς δίνει πόντους στην απόπειρα ακροδεξιάς ιδεολογικής και πολιτικής αντεπίθεσης.

Και στην Ελλάδα ενισχύεται η εθνικιστική παρέμβαση, με αφορμή το μακεδονικό, αλλά όχι μόνο. Βλέπεις μια στροφή προς τα δεξιά;

Η απογοήτευση λαϊκών στρωμάτων από τη συνεχιζόμενη πολιτική «αριστερής» λιτότητας δίνει σε ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις και στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής την ελπίδα για ανάκαμψη με αφορμή το μακεδονικό και τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Όμως οι πρόσφατες άμαζες «λαοσυνάξεις» για το μακεδονικό ήταν περιορισμένες στο συμπαγή φασιστικό και ακροδεξιό κορμό. Οι ταξικές αντιστάσεις παραμένουν παρούσες παρότι ακόμα σποραδικές, ενώ η πρόσφατη κοσμοπλημμύρα στα αντιρατσιστικά φεστιβάλ υπογραμμίζει πως ένα ευρύτατο δυναμικό της Αριστεράς δεν έχει συντριβεί.

Στις συνθήκες αυτές πρέπει η Αριστερά να προχωρήσει σε αναπροσαρμογές; Και σε ποια κατεύθυνση;

Το «αντιμνημόνιο» παραμένει πηγή ριζοσπαστισμού στην Ελλάδα. Όμως δεν αποτελεί επαρκή βάση αριστερής ανασύνταξης. Πρώτο, υπάρχουν πολλοί «αντιμνημονιακοί» μνηστήρες, μέχρι την ακροδεξιά. Δεύτερο, η αντιπροσφυγική πολιτική, η αναταραχή στη Μέση Ανατολή και τα λεγόμενα «εθνικά θέματα» έχουν γίνει κεντρικά. Ενδεικτικές είναι οι αναζητήσεις του ΚΚΕ για την στάση της αριστεράς στην περίπτωση πολέμου με την Τουρκία. Τα εθνικιστικά συλλαλητήρια κινητοποίησαν την Πλεύση Ελευθερίας, ενώ ηγετικά στελέχη της ΛΑΕ επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματα περί «αλυτρωτισμού» της μικρής γειτονικής χώρας. Όμως οι χρήσιμες αναζητήσεις της αριστεράς βρίσκονται στην ενίσχυση των ταξικών αντιστάσεων στη λιτότητα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Στην ενιαία και αδιαίρετη πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στον εθνικισμό. Στην ανειρήνευτη αντιπαράθεση με τον θεσμικό ρατσισμό, την ακροδεξιά και το φασισμό.

Πρόσφατα ιδρύθηκε η πολιτική οργάνωση «Κόκκινο Νήμα». Τι θέλει να εκφράσει η νέα συλλογικότητα, τι κόσμο συσπειρώνει;

Η νέα πολιτική μας οργάνωση απαρτίζεται από συντρόφους-σσες που έχουν εμπλοκή σε εργατικούς χώρους, συμβολή στο αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα, ενεργή παρουσία σε γειτονιές. Πιστεύουμε πως η ελπίδα βρίσκεται στις υπαρκτές κοινωνικές αντιστάσεις και στα ενεργά κομμάτια της αριστεράς. Επίσης, στη γενίκευση συμπερασμάτων τόσο για την τακτική (π.χ. τι είναι και τι δεν είναι ενιαίο μέτωπο, τι έφταιξε με τον ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια). Και στις μάχες και στην θεωρία, ήδη προσπαθούμε να ανταποκριθούμε.

Μιλάμε για Αριστερά. Και ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται στην Αριστερά. Αισθάνεστε στην ίδια πλευρά με την κυβέρνηση;

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προ πολλού περάσει στο αντίπαλο στρατόπεδο. Η στρατηγική των «πλατιών κομμάτων» με ρεφορμιστική ηγεμονία αποδείχτηκε συνταγή ήττας στην περίοδο της κρίσης. Σε πλήρη αντιπαράθεση με την κυβέρνηση είναι σήμερα επιτακτική ανάγκη να κερδηθούν από την ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά, τμήματα του αριστερού και εργατικού κόσμου. Στην πάλη για ανατροπή της λιτότητας, στη μάχη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό, το ρατσισμό και τον φασισμό.

Στην ολομέλειά σας πριν δύο βδομάδες αποφασίσατε την αποχώρησή σας από την ΛΑΕ. Τι σας οδήγησε σε αυτή την επιλογή; Είναι εποχή για «αποχωρισμούς»; Δεν είναι αναγκαία τα μέτωπα σήμερα;

Οι μετωπικές συνεργασίες κρίνονται για το βαθμό που προωθούν τα εργατικά συμφέροντα και εμποδίζουν τις επιλογές του συστήματος. Η ΛΑΕ με βασική ευθύνη της πλειοψηφικής της συνιστώσας, μετατοπίστηκε σταδιακά σε θέσεις δεξιότερες από τον προ-κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο όσον αφορά τη διαταξική «παραγωγική ανασυγκρότηση» που προτείνει, όσο και στο πεδίο της αντιπαράθεσης με τον ιμπεριαλισμό και τον εθνικισμό. Ο αντιιμπεριαλισμός της ΛΑΕ αποσυνδέεται από την αναγκαία αντιπαράθεση με τις επιδιώξεις του ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή. Οι αυταπάτες για «λιγότερο κακούς» ιμπεριαλισμούς, όπως π.χ. της Ρωσίας και η καταγγελία της κυβερνητικής πολιτικής ως περίπου προδοτικής για τα «εθνικά συμφέροντα» απέχουν από την αναγκαία αριστερή πολιτική για τη συγκρότηση αντιπολεμικού κινήματος. Η συγκρότηση της πρωτοβουλίας προσωπικοτήτων 114 με τη διαταξική μετα-αριστερή λογική των 10 σημείων ήταν για μας σημείο καμπής για να αποφασίσουμε την αποχώρησή μας από τη ΛΑΕ.

Πως σκέφτεστε να συμβάλλετε στην αντεπίθεση της μαχόμενης Αριστεράς και του κινήματος;

Θα πάρουμε πρωτοβουλίες και θα ανταποκριθούμε σε κάθε κάλεσμα που προωθεί την ανασυγκρότηση του κινήματος. Ένα παράδειγμα είναι η πρωτοβουλία συντονισμού δράσης ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό και τον εθνικισμό, με πρώτη δράση τα αντιΝΑΤΟϊκά συλλαλητήρια της 11 Ιούλη. Τα πέντε χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβρη, είναι ο επόμενος σταθμός. Σε εργασιακούς χώρους και γειτονιές, ήδη συνεργαζόμαστε με δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ΛΑΕ και με άλλες οργανώσεις με ζητούμενο την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση σε συγκεκριμένα καθήκοντα.

Ποια είναι η γνώμη σας για άλλες αριστερές δυνάμεις, όπως το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ;

Η ηγεσία του ΚΚΕ διαθέτει την πιο γειωμένη στην τάξη εργατική βάση, αλλά επιμένει να αρνείται οποιαδήποτε πρωτοβουλία πέρα από τα όρια συμβολικών κομματικών κινητοποιήσεων. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με πολύ μικρότερες ρίζες, διαθέτει ένα ζωντανό δυναμικό αγωνιστών που μπορεί να παίζουν καταλυτικό ρόλο σε κοινωνικές αντιστάσεις. Από την περίοδο ως το 2015, νομίζουμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να βγάλει το συμπέρασμα ότι ο περιορισμός στην καταγγελία δεν βοηθά στην μαζικοποίηση μιας αντικαπιταλιστικής εναλλακτικής. Από την άλλη, παρακολουθούμε με ενδιαφέρον την χειροπιαστή προσπάθεια συντονισμού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την υπόλοιπη Αριστερά, π.χ. στο αντιπολεμικό μέτωπο ή τοπικά όπως π.χ. κατά του Mall στην Ακαδημία Πλάτωνος. Σε τέτοιες μάχες θα δοκιμαστεί η αποτελεσματικότητα των δυνάμεων της αριστεράς, όπως και της ενότητάς τους.

 

Αναδημοσίευση από ΠΡΙΝ: http://prin.gr/?p=21533




Πολιτική Απόφαση της ιδρυτικής Ολομέλειας της πολιτικής οργάνωσης «Κόκκινο Νήμα»

Διεθνής συγκυρία

Η απάντηση που έδωσε το σύστημα στην κρίση του 2008, επιβάλλοντας μέτρα ακραίας λιτότητας και επιδεινώνοντας ριζικά τον ταξικό συσχετισμό σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων, ήρθε για να μείνει. Στη βάση αυτή, η ανάκαμψη των κερδών, η έξοδος από την ύφεση, η ανάκαμψη των επενδύσεων, η σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος και η μείωση της ανεργίας δείχνουν ότι το «επεισόδιο» της κρίσης του 2008 έχει ξεπεραστεί. Η σχετική σταθεροποίηση που χαρακτηρίζει τη Δύση, μετρά σχεδόν δυο χρόνια ακόμη και στη χώρα που η κρίση χτύπησε περισσότερο, την Ελλάδα. Η βασική αντίφαση που προκάλεσε την κρίση, η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, εξακολουθεί, και εκφράζεται:

Οικονομικά, α) στα διογκωμένα κρατικά χρέη και στον υπερδιογκωμένο χρηματο-οικονομικό τομέα (κάθε είδους «φούσκες» στις αγορές), β) στην παραμονή σε μακροχρόνιο κύμα συρρίκνωσης (ρυθμοί ανάπτυξης, επενδύσεις και παραγωγικότητα σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με την πριν την κρίση του 2008 περίοδο), γ) στο γεγονός ότι ξαναστήνεται στα πόδια του το ίδιο μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης που μπήκε σε κρίση το 2008.

Πολιτικά, α) στις συνεχιζόμενες απόπειρες εναντίον εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά και β) στην όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, οικονομικών και στρατιωτικών, στη βάση αφενός αλλαγών του διεθνούς συσχετισμού δύναμης που προηγούνταν της κρίσης και αφετέρου του κινδύνου μιας νέας κρίσης που εγκυμονείται.

Συνέπεια των παραπάνω είναι η δεξιά μετατόπιση του πολιτικού φάσματος σε όλες τις δυτικές χώρες, η παρακμή του αστικού κοινοβουλευτισμού και η άνοδος του αυταρχικού κράτους. Κεντροαριστερές και δεξιές κυβερνήσεις αφομοιώνουν τάχιστα στο πρόγραμμά τους μέτρα ακροδεξιάς κοπής, από καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και τρομονόμους, μέχρι την φυλάκιση και τις μαζικές απελάσεις προσφύγων και την υπονόμευση του δικαιώματος στην απεργία. Μέτρα που νομιμοποιούν και αναδεικνύουν την οργανωμένη ακροδεξιά, όπως τα τελευταία χρόνια σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών (Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Αυστρία κ.α.) και στις ΗΠΑ του Τραμπ.

Η εξέλιξη δεν ήταν αντικειμενικά αναπόφευκτη. Σχετίζεται με την ήττα του μεγάλου κύματος κοινωνικών αντιστάσεων στην Ευρώπη με σημείο καμπής το 2015, αλλά και της Αραβικής Άνοιξης ως το 2013. Με αυτήν την έννοια, η εξέλιξη δεν είναι μη αναστρέψιμη. Η στοχοποίηση κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων όντως αποτελεί για τις άρχουσες τάξεις μη διαπραγματεύσιμο μονόδρομο. Γι’ αυτό ο ρεφορμισμός, δηλαδή ο συμβιβασμός καπιταλιστικών και εργατικών συμφερόντων, αποτελεί αδύνατη πολιτική σήμερα. Όμως, οι άνωθεν σχεδιασμοί μπορούσαν και ακόμη μπορούν να ανατραπούν από μαζικές κοινωνικές αντιστάσεις που διεκδικούν ανατροπή του συσχετισμού μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Επειδή η συνείδηση των κινημάτων αποκρυσταλλώνεται σε πολιτικές οργανώσεις, η αποτυχία της επαναστατικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να μαζικοποιηθεί ήταν καθοριστικός παράγοντας για τη διεθνή αγωνιστική άμπωτη. Ακόμη και για χώρες που τα προηγούμενα χρόνια έζησαν εξεγέρσεις στη Λατινική Αμερική ή στη Μέση Ανατολή, αλλά και στις ευρωπαϊκές χώρες που γνώρισαν μεγάλα κινήματα αντικαθεστωτικής αμφισβήτησης, ήταν η κυριαρχία αστικών ή μισοαστικών (ρεφορμιστικών) πολιτικών προτάσεων που οδήγησε σε αποκλιμάκωση και γενική υποχώρηση.

Το κίνημα ή ο «κόσμος της Αριστεράς» ή η εργατική τάξη δεν μπορούν πάντα να καθορίζουν τις εξελίξεις αυθόρμητα, να διορθώνουν τα λάθη των αριστερών ηγεσιών και να τις επικαθορίζουν. Πλείστα παλιά και σύγχρονα παραδείγματα δείχνουν ότι ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα, των ηγεσιών, είναι αναντικατάστατος στην οικοδόμηση αντιστάσεων, την αντεπίθεση ή την επαναστατική ανατροπή, ακόμη κι όταν υπάρχουν οι αντικειμενικοί όροι για αυτές. Σε συνθήκες διαμορφούμενης βαρβαρότητας, που απαιτούν επαναστατική διέξοδο, το κοινωνικό ρίζωμα της επαναστατικής Αριστεράς παραμένει ένα ζητούμενο από το οποίο απέχει πολύ στη Δύση. Εκεί πρέπει να επικεντρωθούν οι προσπάθειες γενικώς, εκεί επικεντρώνονται και οι δικές μας: στην οικοδόμηση και μαζικοποίηση επαναστατικής οργάνωσης που ιδρύουμε σήμερα, προσπαθώντας να αποφύγουμε τα λάθη του σεχταρισμού και του οπορτουνισμού.

Εγχώρια συγκυρία

Η διεθνής κατάσταση απεικονίστηκε πιο ακραία στην Ελλάδα. Εδώ, η μη διαμόρφωση εναλλακτικής (πολιτικά και οργανωτικά) απέναντι στον ανερχόμενο «αριστερό» ρεφορμισμό του ΣΥΡΙΖΑ, του έδωσε την ευκαιρία να συνεισφέρει στην υποχώρηση του κινήματος του 2010-2012, να το εκμεταλλευτεί εκλογικά και στη συνέχεια να το προδώσει ως κυβέρνηση. Πρόκειται για κυβέρνηση που υιοθέτησε γρήγορα και πλήρως την αστική ατζέντα διαχείρισης της κρίσης. Η συνεπής εφαρμογή των μνημονίων και οι νέες επιθέσεις σε λαϊκό εισόδημα και εργασιακές σχέσεις, συνδυάστηκαν με το χάρισμα τραπεζών και δημόσιας περιουσίας στους ιδιώτες. Μάλιστα, ο πόλεμος κατά των προσφύγων και η ιμπεριαλιστική πολιτική των ΑΟΖ, έναντι της Τουρκίας, σε συμμαχία με ΗΠΑ, Ισραήλ και Αίγυπτο, αποτελούν όχι απλή συνέχεια αλλά κλιμάκωση της σαμαρικής πολιτικής στα ίδια πεδία.

Η απόφαση του Eurogroup της 22ας Ιουνίου για την μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος περίοδο α) δεν αποτελεί έξοδο από τα μνημόνια αλλά «κλειδώνει» το καθεστώς των μνημονίων σε μεσο-μακροπόθεσμη βάση (πλεονάσματα 3,5% ως το 2022 και 2,2% μετά το 2022 και ρητή υποχρέωση να μην ξηλωθεί ούτε ένα μνημονιακό μέτρο), β) δεν αποτελεί έξοδο από τη διεθνή επιτροπεία, απλώς την αντικαθιστά με ένα πιο ευέλικτο σύστημα εποπτείας από τους «θεσμούς» (περιλαμβανομένου και του ΔΝΤ, που παραμένει) και επιπλέον εισάγει την πιο σκληρή εκδοχή εποπτείας, από τις αγορές.

Σε τέτοιες συνθήκες, παγίωσης και αποδοχής της φτώχειας για το ένα τρίτο του πληθυσμού, κατασυκοφάντησης κάθε αριστερής, φιλολαϊκής εναλλακτικής από την άλλη και αποδοχής βασικών ακροδεξιών ιδεολογημάτων (βάρος οι πρόσφυγες, αλυτρωτική η Δημ. της Μακεδονίας, επιθετική μόνο η Τουρκία κ.λπ.), η ακροδεξιά σταθεροποιείται και επιχειρεί ανοίγματα (με αφορμή το Μακεδονικό και το προσφυγικό) παρά το δικαστικό «στρίμωγμα» του βασικού της πόλου, της Χρυσής Αυγής.

Οι νέες περικοπές σε συντάξεις, επιδόματα και αφορολόγητο, οι ιδιωτικοποιήσεις, οι πλειστηριασμοί, δεν εγγυώνται καν την παραμονή σε ρυθμούς (αντεργατικής) ανάπτυξης. Αυτοί εξαρτώνται ισχυρά από το δυσοίωνο διεθνές περιβάλλον και επιβαρύνονται απ’ την σχεδόν καθηλωμένη εσωτερική ζήτηση. Πάντως, οι νέες επιθέσεις και ακόμη περισσότερο μια επιστροφή της κρίσης, κάνουν πολύ πιθανό να αναπτερωθεί η αντίσταση στους δρόμους. Επειδή, όμως, η κινηματική αναθέρμανση και μάλιστα προς τα αριστερά, ούτε είναι βέβαιη ούτε τελικά σωτήρια από μόνη της, η συζήτηση περί ανασυγκρότησης της Αριστεράς είναι αναντικατάστατη.

Η Αριστερά που χρειάζεται

Τα χαρακτηριστικά της Αριστεράς που χρειάζονται οι «από κάτω» δεν προκύπτουν μόνο από κάποιες μακρινές παραδόσεις, αλλά και από την μαζική εμπειρία της περιόδου ΣΥΡΙΖΑ. Στο οικονομικό και εργασιακό πεδίο, χρειαζόμαστε μια Αριστερά που να κατανοεί ότι κάθε πρόταση διαχείρισης του καπιταλισμού και υποχώρησης απέναντι στην ισχύ του, κάθε πρόταση επιδίωξης καπιταλιστικής ανάπτυξης, είτε μέσα από Μνημόνια είτε μέσα από τον εθνικό προστατευτισμό κάποιας διαταξικής παραγωγικής ανασυγκρότησης, καταλήγει στην εγκατάλειψη των εργατικών συμφερόντων. Μια Αριστερά του επαναστατικού, μεταβατικού προς το σοσιαλισμό προγράμματος, με κέντρο την «ανάπτυξη» των οικονομικών και πολιτικών δικαιωμάτων των εργατών εις βάρος του μεγάλου κεφαλαίου (εθνικοποιήσεις μεγάλων επιχειρήσεων, εργατικός έλεγχος, διαγραφή χρέους κλπ).

Σε εποχή ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που η ελληνική άρχουσα τάξη συμμετέχει φιλόδοξα, χρειαζόμαστε εξίσου μια Αριστερά διεθνιστική, που να υπονομεύει την «δικαιοδοσία» των αστικών κυβερνήσεων να οξύνουν τους ανταγωνισμούς, να συνάπτουν συμμαχίες, να διεκδικούν επέκταση των σφαιρών επιρροής τους και των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους.

Τόσο η κομμουνιστική παράδοση όσο και η πείρα του ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύουν ότι χρειαζόμαστε μια Αριστερά δημοκρατική, στην οποία ο κόσμος της συναποφασίζει τις πολιτικές της, μέσα από την πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση, τον έλεγχο των ηγεσιών, την πυκνή πολιτική λειτουργία. Ο κόσμος της εργασίας δοκιμάζει επί σειρά δεκαετιών το αρχηγικό-γραφειοκρατικό μοντέλο στις οργανώσεις του, από τα συνδικάτα μέχρι τα πολιτικά κόμματα, άρα βλέπει με δίκαιη καχυποψία κάθε επανάληψη ενός αρχηγικού-γραφειοκρατικού μοντέλου, που απλά χρησιμοποιεί τη βάση για εκλογικούς ή άλλους σκοπούς, υποβιβάζοντας τις ουσιαστικές της αρμοδιότητες.

Τέλος, χρειαζόμαστε μια Αριστερά με πολύ μεγαλύτερες ρίζες στην εργατική τάξη και τη νεολαία. Που επομένως θα παίρνει πιο σοβαρά την αυτόνομη παρέμβαση στους μαζικούς χώρους και θα αξιοποιεί ταυτόχρονα την τακτική του Ενιαίου Μετώπου, της ενότητας στη δράση για την κατάκτηση χειροπιαστών στόχων που αφορούν τον κόσμο μας.

Σε όλους τους παραπάνω τομείς, χρειαζόμαστε μια Αριστερά που να απαλλαγεί από τον αστικό τρόπο να κάνει πολιτική. Αυτό έχει συνέπεια και στον τρόπο που αντιμετωπίζει τις εκλογές. Για την μαρξιστική παράδοση η εκλογική δεν αποτελεί την βασική παρέμβαση στην κοινωνία, ούτε τον αποχρώντα λόγο των υπόλοιπων παρεμβάσεων. Παρά αποτελεί τρόπο καταγραφής κοινωνικών συσχετισμών και διαθέσεων και ευκαιρία μαζικής προπαγάνδας. Όσο αφορά την τελευταία, θεωρούμε βασικό ελάττωμα των αριστερών πολιτικών/εκλογικών συμμαχιών ότι, ελέω βουλευτικών εδρών, εισηγούνται στον κόσμο πλατφόρμες που δεν έχουν κατακτηθεί στην κοινή μαζική δράση, που παριστάνουν μια ενότητα ανύπαρκτη στην πραγματικότητα, ειδικά όταν επεκτείνονται σε στρατηγικά ζητήματα.

Η Αριστερά που υπάρχει

Η ηγεσία του ΚΚΕ διαθέτει την πιο γειωμένη στην τάξη εργατική βάση που θα μπορούσε να αποτελέσει τον καταλύτη για την ανασυγκρότηση του κινήματος με μια μαζική αντικυβερνητική πολιτική γραμμή. Όμως επιμένει να αρνείται οποιαδήποτε πρωτοβουλία πέρα από τα όρια συμβολικών, καθαρά κομματικών κινητοποιήσεων των δυνάμεών του. Πριν το 2015 αλλά και σήμερα, αρκείται στον τάχα δικαιωμένο πεσιμιστικό αναχωρητισμό της, συχνά υπονομεύοντας την αγωνιστική δυναμική. Στην εξωτερική πολιτική, παραβιάζοντας ακόμη και συνεδριακές αποφάσεις (ή και το ιστορικό παρελθόν του κόμματος), ασκεί από τα δεξιά κριτική στην κυβέρνηση, κατηγορώντας την για ενδοτισμό και παραχώρηση «κυριαρχικών δικαιωμάτων», ενισχύοντας ακροδεξιά και κυβερνητικά ιδεολογήματα του συρμού (απειλή από μακεδονικό «αλυτρωτισμό», το Αιγαίο ελληνική θάλασσα κοκ).

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρότι δεν διαθέτει αντίστοιχες ρίζες στην εργατική τάξη που θα μπορούσαν να την βάλουν συνολικά σε κίνηση, απαρτίζεται από ένα αξιόλογο πολιτικό και κοινωνικό δυναμικό που μπορεί – υπό προϋποθέσεις και σε συγκεκριμένα σημεία αιχμής – να αποτελέσει το γρανάζι για να αρχίσουν να απελευθερώνονται και να ενεργοποιούνται ευρύτερες δυνάμεις εργατικής και λαϊκής αντίστασης. Όμως ούτε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε καταφέρει να αποτελέσει εναλλακτική απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, περιοριζόμενη συνήθως στην καταγγελία. Παρόμοια προβλήματα εξακολουθεί να έχει και σήμερα, όπως φάνηκε από την αναχωρητική απάντηση που έδωσαν δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες κατά την τελευταία γενική απεργία της 30 Μάη. Ή από την συνεχιζόμενη τάση οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να διαχωρίζονται σε εργασιακούς χώρους και γειτονιές από ευρύτερες ριζοσπαστικές παρατάξεις και σχήματα. Ταυτόχρονα όμως, παρακολουθούμε με ενδιαφέρον την χειροπιαστή προσπάθεια συντονισμού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την υπόλοιπη Αριστερά, π.χ. στο αντιπολεμικό μέτωπο.

Η ΛΑΕ οικοδομήθηκε φιλοδοξώντας να πάει πιο μπροστά και πιο αριστερά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Για ένα πρώτο διάστημα διατηρούσε σημαντικό τμήμα του πολιτικού δυναμικού που αποσπάστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ μαζί με δυνάμεις που αποχώρησαν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ με στόχο την μαζική κοινωνική και πολιτική απάντηση στην κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως δεν έχει μέχρι σήμερα καταφέρει να αποτελέσει πόλο ενότητας της Αριστεράς. Με ευθύνη του Αριστερού Ρεύματος, έχει υιοθετήσει θέσεις πιο συντηρητικές από του προκυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ. Μη κατανοώντας τη ρεφορμιστική και ψηφοθηρική ρίζα της αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ, έφτασε να αναζητά, για χάρη των εκλογών, μετα-αριστερές συγκροτήσεις με εθνικιστικές ομάδες και «προσωπικότητες».

Εκτιμάμε πως δεν έχει σήμερα νόημα να συνεχίσουμε να επιδιώκουμε το στόχο αλλαγής της ΛΑΕ εκ των έσω, με δεδομένη την έλλειψη αντίστοιχης πρόθεσης από άλλες συνιστώσες, καθώς μια τέτοια επιδίωξη θα ήταν πρωτίστως θέμα συσχετισμών. Ακόμη περισσότερο, επειδή η υπολειτουργία των περισσότερων τοπικών Πολιτικών Επιτροπών του φορέα καθιστά σήμερα αδύνατη την άσκηση πίεσης για αλλαγή πορείας «από τα κάτω». Η δυσφορία μεταξύ των μελών είναι σημαντική, για ζητήματα πολιτικής φυσιογνωμίας όσο και εσωτερικής δημοκρατίας ή εκπροσώπησης, αλλά μη βρίσκοντας οργανωμένη διέξοδο οδηγείται σταδιακά σε αποστράτευση.

Η σύμπηξη της «Πρωτοβουλίας 1-1-4» αποτελεί για εμάς σημείο καμπής. Όχι μόνο η ΛΑΕ δεν μπορεί να αλλάξει στο ορατό μέλλον, αλλά αρχίζει να μετατρέπεται σε όχημα για μετα-αριστερούς προορισμούς, που δεν προσφέρουν στην υπόθεση της ανασυγκρότησης για το κίνημα και τον αριστερό κόσμο, τόσο σαν λειτουργία όσο και προγραμματικά (θέσεις καπιταλιστικού εθνικού προστατευτισμού, επικίνδυνες θέσεις στα “εθνικά θέματα”, αποχωρισμός του μεταβατικού προγράμματος).

Πιστεύοντας ότι ακόμη και τους σ. που παραμένουν μέλη της τους βοηθάμε περισσότερο όχι επιβραβεύοντας τις λάθος επιλογές της ηγεσίας τους αλλά με ανεξάρτητες πρωτοβουλίες που πιέζουν σε σωστή κατεύθυνση, παύουμε να είμαστε μέλη της ΛΑΕ. Ωστόσο, οι αγωνιστές της ΛΑΕ παραμένουν για εμάς σύμμαχοι και συναγωνιστές στους εργασιακούς χώρους (ΜΕΤΑ), στις επιτροπές για τους πλειστηριασμούς και σε άλλες αγωνιστικές πρωτοβουλίες και θεματικές.

Συνολικά η υπαρκτή Αριστερά δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να συγκροτήσει μαζική απάντηση στην επίθεση καπιταλιστών και παλιών ή όψιμων συμμάχων τους. Υπάρχει ελπίδα στην πανσπερμία αριστερών οργανώσεων, που συνήθως χωρίς σοβαρή κοινωνική γείωση και παρά τις ταλαντεύσεις μεταξύ σεχταρισμού και οπορτουνισμού, επιμένουν να αναπαράγουν ιδεοληψίες ή κομματικές γραφειοκρατίες; Κατά τη γνώμη μας, η ελπίδα κυρίως βρίσκεται στις υπαρκτές κοινωνικές αντιστάσεις και στα κομμάτια της αριστεράς που εμπλέκονται πιο ενεργά με αυτές. Επίσης, στα κομμάτια που προσπαθούν να γενικεύσουν συμπεράσματα από την πάλη, αναγνωρίζοντας στην Αριστερά έναν ρόλο εργαστηρίου ιδεών και όχι δογμάτων. Από τη μεριά μας, ήδη προσπαθούμε να ανταποκριθούμε και στα δυο καθήκοντα, της συγκεκριμένης πάλης και του αριστερού διαλόγου.

Η δική μας συνεισφορά

Για τον ενδοαριστερό διάλογο, επισημαίνουμε τα πολιτικά συμπεράσματα της περιόδου του ΣΥΡΙΖΑ.

  • Για την διάκριση μεταξύ του εκλογοκεντρικού «πλατιού κόμματος» με επίπλαστες «ενωτικές» πολιτικές πλατφόρμες· και, από την άλλη μεριά, του ενιαίου μετώπου σε συγκεκριμένες δράσεις, που είναι πολύ πιο χρήσιμο για τους στόχους του κινήματος εδώ και τώρα.

  • Για τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και τον έλεγχο της ηγεσίας από τη βάση, ως τη μόνη λειτουργία που εξασφαλίζει τη μέγιστη εφικτή συσπείρωση στη δράση, σε αντίθεση με τον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό που εξασφαλίζει αποσυσπείρωση.

  • Για την αξία σύνδεσης των επιμέρους μετώπων και παρεμβάσεων και της γενίκευσής τους σε συνολική πολιτική πρόταση, με σαφή διάκριση από τις αστικές/ρεφορμιστικές «λύσεις».

Για την οικοδόμηση αντιστάσεων, παρά τη πρόσφατη συγκρότησή μας, έχουμε καταγράψει έμπρακτα τις προθέσεις μας.

  • Είμαστε πρόθυμοι να δουλέψουμε για μια συνεργασία αριστερών οργανώσεων στη δράση, δηλαδή μιας προσπάθειας πολύ πιο κοντά στη λογική του ΕΜ, όπως δείξαμε με τις πρωτοβουλίες και την ανταπόκρισή μας στις προσπάθειες για αντιπολεμικό μέτωπο. Πιστεύουμε ότι τέτοιες προσπάθειες θα επιτύχουν αν επικεντρώνονται στην βασική αιχμή αποφεύγοντας τα πολιτικά πλαίσια 100% συμφωνίας και παρεμβαίνουν με εξωστρέφεια. Στη βάση τέτοιων συνεργασιών, έχουν νόημα οι διεργασίες και διερευνήσεις για τη συγκρότηση γενικότερων πολιτικών μετώπων.

  • Επιδιώκουμε την οικοδόμηση μιας σοβαρής αντιρατσιστικής παρέμβασης. Η αντιρατσιστική – αντιφασιστική δράση απευθύνεται σε ευρέα ακροατήρια, δίνοντας τις ευκαιρίες οικοδόμησης σοβαρών αντιστάσεων, αλλά και πολιτικοποίησης του κόσμου με αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές ευαισθησίες. Θεωρούμε ότι και σε αυτό το πεδίο είναι απολύτως επιβεβλημένη η προσπάθεια συνεργασίας της Αριστεράς. Στην κατεύθυνση αυτή στηρίζουμε κινηματικά εργαλεία, όπως η Κίνηση “Απελάστε το Ρατσισμό” και το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών, με απόλυτο σεβασμό στην αυτονομία και την αυτενέργεια των μελών τους.

  • Στις εργατικές παρεμβάσεις μας κινούμαστε με κριτήριο την εξυπηρέτηση των αναγκών των αγωνιστών των εργασιακών χώρων, αντί για τις κεντρικές πολιτικές/εκλογικές συμμαχίες, όπως δείχνει η παραμονή μας σε σχήματα του ΜΕΤΑ, αλλά και ο μη περιορισμός της παρέμβασής μας στα σχήματα αυτά. Το ίδιο κριτήριο θα ακολουθήσουμε και στους φοιτητικούς χώρους και την παρέμβαση στις γειτονιές.