1

ΔτΜ: Ο λαός (δεν) ψήφισε. Αλλά ποιος νοιάζεται;

του Βασίλη Μορέλλα

Το δημοψήφισμα στην Δημοκρατία της Μακεδονίας απέτυχε: είχε συμμετοχή 37% (υπέρ 91,5%), πολύ χαμηλότερη από το αντίστοιχης εθνικής βαρύτητας δημοψήφισμα ίδρυσης της χώρας το 1991 με το συνταγματικό της όνομα (συμμετοχή 76%, υπέρ 96%) ή από τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2014 και 2016 (63% και 67% συμμετοχή αντίστοιχα). Οι ποικίλοι ιμπεριαλιστές πολιτικοί που προπαγάνδιζαν επί μήνες για το ΝΑΙ και τη συμμετοχή, από τη Μέρκελ και τον Πομπέο μέχρι τον Κοτζιά, «έπεισαν» τους Μακεδόνες για το ακριβώς αντίθετο. Υπερτίμησαν τη… δημοφιλία τους, επαναλαμβάνοντας παλιά λάθη.
Η μεγάλη αποχή προέκυψε χωρίς συνεπή στήριξη από κανένα μεγάλο κόμμα. Τα στελέχη της δεξιάς αντιπολίτευσης του VMRO εξέπεμπαν συνεχώς αντιφατικά μηνύματα, όπως ο πρόεδρός του που την τελευταία κρίσιμη βδομάδα έκλεισε το μάτι στην συμμετοχή -υπέρ του ΟΧΙ. Όπως έχουμε ξαναπεί, η μεγάλη πλειοψηφία των μακεδόνων πολιτών εγκρίνουν την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, σαν (ουτοπικό) μέσο οικονομικής ανέλιξης. Ίσως κανείς αντικρούσει ότι τα σχετικά γκάλοπ δεν είναι αξιόπιστα, αφού π.χ. εκείνα για το δημοψήφισμα προέβλεπαν συμμετοχή πάνω από το 50%. Όμως παραμένει γεγονός ότι μιλάμε για μια χώρα με υψηλή επίσημη ανεργία, πάνω από 20%, αλλά με καθαρό μέσο μισθό στα μισά του ελληνικού (580 έναντι 1080 ευρώ), με 21% να ζει με λιγότερο από 2 δολάρια τη μέρα και σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού να έχει μεταναστεύσει τα τελευταία 15 χρόνια. Πώς ένας τέτοιος φτωχός και ταλαιπωρημένος λαός απέρριψε τα «δώρα των Δαναών»;
Καταρχάς, αν και δεν επικρατεί κάποια αντι-ιμπεριαλιστική συνείδηση στην γείτονα, η έκταση της αποδοχής ΕΕ-ΝΑΤΟ στην κοινή γνώμη δεν έχει το αντίστοιχο βάθος. Το μαρτυρά η αξιοσημείωτη αποχή και της αλβανικής μειονότητας στο δημοψήφισμα, παρά τη διαφορετική της εθνική συνείδηση και παρά την ωμή παρέμβαση του αλβανού πρωθυπουργού υπέρ του ΝΑΙ. Άλλωστε, το καλοκαίρι, Γαλλία, Ολλανδία και Δανία είχαν παραπέμψει την έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας στις καλένδες, αποκαλύπτοντας ότι και μετά από μια πιθανή άρση του ελληνικού βέτο ο δρόμος δεν θα ήταν ανθόσπαρτος για τους μακεδόνες ευρωπαϊστές…
Το πρώτιστο λοιπόν είναι άλλο. Η Συμφωνία εκβιάζει οικονομικά την ΔτΜ να αλλάξει όνομα, σαν να ήταν αποικία του 19ου αιώνα, αλλά και να αναγνωρίσει μόνιμα παρεμβατικά δικαιώματα της Ελλάδας στα εσωτερικά της (άρθρα 4,6,8). Η μακεδονική άρχουσα τάξη, που προσδοκά να δρέψει τα οφέλη των ιμπεριαλιστικών συνεργασιών, φάνηκε πρόθυμη για τέτοιες παραχωρήσεις. Αλλά για το λαό, τους εθνικά μακεδόνες που αναγνωρίζονταν ως κράτος ακόμη και απ’την Ελλάδα ως το 1991, η βαριά αίσθηση εθνικής αδικίας που έφεραν οι Πρέσπες δεν αντισταθμιζόταν από θολές ιμπεριαλιστικές υποσχέσεις για… ευημερία στο αόριστο μέλλον. Μπορεί κάποιος έλληνας να φανταστεί τις εδώ αντιδράσεις, αν π.χ. η Γερμανία έβαζε τέτοιους όρους στην Ελλάδα για την συμμετοχή της στην ΕΕ; Γιατί να μην είναι το όνομα της πατρίδας το ίδιο σημαντικό εκεί (Μακεδονία) όσο και εδώ (Ελλάδα); Εκτός αν τα δήθεν «αρχαία» έθνη έχουν περισσότερα δικαιώματα από τα νεοπαγή… Όσοι δεν καταλαβαίνουν αυτή τη στοιχειώδη αλήθεια, ότι οι Πρέσπες αποτελούν άλλο ένα επεισόδιο ελληνικής επιβολής στη γειτονική χώρα, δεν θα αποφύγουν να τσουβαλιάσουν όλον το μακεδονικό λαό ως ακραίο εθνικιστή. Αυτοί θα μπορούσαν να θυμηθούν το δημοψήφισμα του Brexit, όπου το ΟΧΙ στηρίχτηκε περισσότερο από την ακροδεξιά παρά από την αδύναμη αριστερά, αλλά δεν ισοδυναμούσε με ακροδεξιά στροφή της κοινωνίας. Όχι τυχαία, το σύνθημα του αριστερού κόμματος Λέβιτσα ήταν «Στο ΝΑΤΟ ούτε με το συνταγματικό μας όνομα»: όσο αντι-εθνικιστές και αν είναι οι σύντροφοι, επικέντρωναν στον αντι-ιμπεριαλισμό, αφού το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και η εθνική ταυτότητα τίθενται εν αμφιβόλω σήμερα από τον δυτικό ιμπεριαλισμό (όπου περιλαμβάνεται και η Ελλάδα) και όχι από κάποιο επαναστατικό, διεθνιστικό, κομμουνιστικό κίνημα…
Βάσει των άρθρων 1 και 2 της Συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ, το δημοψήφισμα ήταν προαιρετικό, μα απ’τη στιγμή που έγινε και την απέρριψε, αυτή θα έπρεπε να θεωρείται νεκρή. Όμως, για άλλη μια φορά, δρομολογείται η παράκαμψη της λαϊκής βούλησης από μακεδόνες, έλληνες και νατοϊκούς πολιτικούς, που θέλουν να προχωρήσουν κανονικά την αλλαγή ονόματος και την ένταξη σε ΝΑΤΟ και ΕΕ. Το βιολί τους συνεχίζουν και οι έλληνες εθνικιστές. Επέμεναν ότι οι Πρέσπες βλάπτουν τα εθνικά «μας» συμφέροντα και τώρα μετέρχονται κάθε απίθανη δικαιολογία για να μην παραδεχτούν ότι η Συμφωνία ταπείνωνε τους εθνικά μακεδόνες.
Η μακεδονική άρχουσα τάξη, με ήδη μειωμένη πολιτική αξιοπιστία, θα επιχειρήσει τη δύσκολη ακροβασία να αποδεχτεί τις Πρέσπες, κόντρα στο δημοψήφισμα, ενώ ένα από τα δυο βασικά της κόμματα τις έχει καταδικάσει. Έτσι η ΔτΜ θα ξαναπεράσει περίοδο πολιτικής έντασης, βάσει και των κοινωνικών αδιεξόδων που αντιμετωπίζει, σε μια στιγμή που η απειλή σύρραξης υποφώσκει στο διπλανό Κόσοβο. Σε τέτοιες συνθήκες, με δεδομένη την αδυναμία της μακεδονικής αριστεράς, είναι συνηθισμένο να αναδεικνύεται η ακροδεξιά, αναζητώντας τα ανάλογα εξιλαστήρια θύματα (π.χ. μειονότητες).
Οι σκανδαλώδεις αντιφάσεις των από πάνω ίσως δώσουν ευκαιρίες στην αριστερά. Αλλά αυτή δεν ευνοείται να επιβάλει μια ταξική ατζέντα και να παραμερίσει τις πατριωτικές σαπουνόφουσκες, όσο ο ελληνικός εθνικισμός και οι σύμμαχοί του επιτίθενται στην εθνική υπόσταση του γειτονικού λαού. Εξάλλου ο επικρατών ελληνικός εθνικισμός είναι βασικός υπαίτιος για την εξ αντανακλάσεως ενίσχυση της δεξιάς από την άλλη μεριά των συνόρων, τα τελευταία 25 χρόνια. Αυτό το μοτίβο επανέλαβαν για πολλοστή φορά, οι τελευταίες δηλώσεις ελλήνων πολιτικών, αστών (π.χ. ΝΔ) και ρεφορμιστών (π.χ. ΚΚΕ), ότι οι γείτονες δεν έχουν εθνική υπόσταση ούτε γλώσσα. Αν δεν χτυπηθεί η αντίληψη -που επικυρώνει και η Συμφωνία- ότι η Ελλάδα είναι «πιο ίση» από πιο αδύναμα κράτη, στα οποία παρεμβαίνει κατά τα συμφέροντά της, οι καταδίκες κατά του εθνικισμού και της ελληνικής ακροδεξιάς και οι όρκοι υπέρ της ειρήνης συνιστούν αερολογίες και πολιτική απάτη. Η διεθνιστική αριστερά στην Ελλάδα οφείλει να αποκηρύξει κάθε παρέμβαση του ελληνικού καπιταλισμού στη γείτονα, περιλαμβανομένης και της Συμφωνίας, υπερασπιζόμενη την ισότητα των εθνών και αποκαλύπτοντας πώς η άρνηση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού υπηρετεί εδώ και τρεις δεκαετίες την επέκταση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια.
Όσο επιβεβαιώνεται ότι η Συμφωνία δεν «ενισχύει την ομαλότητα», αλλά αποσταθεροποιεί την ΔτΜ, τόσο πιο αναγκαίες γίνονται οι κοινές πρωτοβουλίες των διεθνιστικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Απέναντι στους μονοφωνικούς, επικίνδυνους αλλά κυρίαρχους εθνικούς μύθους, οι οποίοι διχάζουν δυο λαούς που θα έπρεπε να δίνουν μαζί τις μάχες ενάντια στις πολιτικές που τους φτωχοποιούν.




Πρώτα σχόλια για τη Συμφωνία Ζάεφ-Τσίπρα

Νίκη για ελληνικό και νατοϊκό ιμπεριαλισμό, ταπείνωση για ΔτΜ, προοίμιο σε νέες επεμβάσεις και ταραχές

του Βασίλη Μορέλλα

Η ελληνική κυβέρνηση της υπερλιτότητας, κατέληξε σε Συμφωνία με την ομόλογή της Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΔτΜ) για το ζήτημα του ονόματος. Ο Τσίπρας, μπροστά στα νέα αντιλαϊκά μετρα (συντάξεις, μισθοί, ιδιωτικοποιήσεις) προσπαθεί να πείσει τον προοδευτικό και αριστερό κόσμο ότι τουλάχιστον βοηθά την εξομάλυνση των σχέσεων με την ΔτΜ και την ειρήνη στα Βαλκάνια. Αλλά ισχύει το ακριβώς αντίθετο!


«Αν γίνει η συμφωνία, η Ελλάδα θα είναι η ισχυρότερη δύναμη στα Βαλκάνια, μια περιφερειακή δύναμη… Αν θέλουμε να διαλύσουμε τα Σκόπια τα διαλύουμε την επόμενη μέρα.» (Υπ. Ναυτιλίας Π. Κουρουμπλής, 3/6/2018)


Η Συμφωνία πατά στην λογική της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όπως έχει ασκηθεί όλο το προηγούμενο διάστημα, δηλαδή στην αποδοχή όλων των βασικών δογμάτων των προηγούμενων κυβερνήσεων: εξυπηρέτηση του ελληνικού κεφαλαίου και των συμμάχων του (ΝΑΤΟ, ΕΕ), προσπάθεια επέκτασης της ελληνικής επιρροής στα Βαλκάνια. Βέβαια, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε για τους ίδιους σκοπούς το ίδιο ιδεολογικό όχημα: εθνικιστική προπαγάνδα περί απειλής του «σκοπιανού αλυτρωτισμού», αίτημα για αλλαγή ονόματος και Συντάγματος της γείτονος κλπ. Είναι το όχημα που είχε χρησιμοποιήσει ο ελληνικός καπιταλισμός για να διεισδύσει οικονομικά στην ΔτΜ τη δεκαετία του ’90, μετερχόμενος από διπλωματικές πιέσεις μέχρι στρατιωτικές απειλές. Τώρα, η Συμφωνία επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα έχει λόγο στο όνομα, την… συνείδηση και τα εσωτερικά ζητήματα του γειτονικού λαού και ισοδυναμεί με αναβαθμισμένο ρόλο του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια, από τους αγωγούς υδρογονανθράκων μέχρι τη διεκδίκηση περισσότερων οικονομικών, εμπορικών και στρατιωτικών προνομίων.

Με βάση τα πρώτα στοιχεία, δημοσιευμένα από το Μαξίμου, η Συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ αποτελεί την πιο ηχηρή νίκη του ελληνικού υποϊμπεριαλισμού εις βάρος της γειτονικής άρχουσας τάξης, από όλες όσες είχε καταφέρει στο παρελθόν (οικονομική κατάκτηση της χώρας από το ελληνικό κεφάλαιο, αποκλεισμός από ΝΑΤΟ-ΕΕ, αλλαγή σημαίας, αλλαγές ονομάτων δρόμων και αεροδρομίων κλπ). Η συμφωνία επιβάλλει στη γειτονική χώρα οριστική αλλαγή ονόματος («Βόρεια Μακεδονία»), ανατρέποντας την μέχρι τούδε διεθνή της αναγνώριση ως Δημοκρατία της Μακεδονίας από 140 κράτη και μετατρέποντας τον όρο «Μακεδονία» από εθνικό (που εμπεριείχε και το «πΓΔΜ») σε γεωγραφικό. Επίσης, αλλαγή ονομάτων κρατικών οργάνων μέχρι και πολιτιστικών οργανώσεων και επιγραφών αγαλμάτων. Επιβάλλει αλλαγή του Συντάγματος, πράγμα πρωτοφανές για οποιαδήποτε διεθνή συμφωνία, όπως επαίρεται το Μαξίμου. Ακόμη χειρότερα, αναγνωρίζει δικαίωμα παρέμβασης του ελληνικού κράτους στα εσωτερικά της «Β. Μακεδονίας».

Με τέτοιους στόχους και τέτοια εργαλεία προφανώς η ειρήνη και η ομαλότητα δεν εξασφαλίζονται αλλά υπονομεύονται. Η ελληνική εξωτερική πολιτική και η Συμφωνία που αυτή επέβαλε, οξύνουν τις εθνικιστικές έριδες ελλήνων και μακεδόνων, εδραιώνουν την Ελλάδα ντε φάκτο ως βαλκανικό χωροφύλακα-τοποτηρητή, ενισχύουν το ΝΑΤΟ και την ΕΕ και αποσταθεροποιούν την περιοχή. Συγκεκριμένα, η Συμφωνία:

α) Ενισχύει τους εθνικισμούς και την ακροδεξιά εκατέρωθεν των συνόρων.

Εξευτελίζοντας την εθνική συνείδηση του γειτονικού λαού και κάθε δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του, η Συμφωνία ενισχύει τη μακεδονική Δεξιά και μετατοπίζει την εκεί συζήτηση από τα ταξικά στα εθνικά θέματα. Ο πάμπλουτος Ζάεφ εκπροσωπεί μια μερίδα της μακεδονικής άρχουσας τάξης και όχι τον μακεδονικό λαό. Αφού στην λαϊκή δυσαρέσκεια για την πολιτική λιτότητας του Ζάεφ προστίθεται τώρα μια εθνική ταπείνωση, η Συμφωνία μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή, από τα κάτω ή από τα πάνω, σε εκλογές ή δημοψήφισμα. Στην «καλύτερη» περίπτωση, η μακεδονική κοινή γνώμη θα διχαστεί βαθιά, συμπιεσμένη στις μυλόπετρες της εθνικής ταπείνωσης και των -φρούδων- ελπίδων για οικονομική και πολιτική προκοπή μέσα από την ένταξη στην ΕΕ. Με απρόβλεπτες συνέπειες πολιτικής κρίσης στη χώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι και τα ελληνικά ΜΜΕ τονίζουν πόσο δύσκολα θα καταφέρει να δικαιολογήσει ο Ζάεφ τη Συμφωνία στη χώρα του. Άλλωστε, μη έχοντας λαϊκή νομιμοποίηση, η διαδικασία της Συμφωνίας, εξαρτώμενη από μια χρονοβόρα και αμφίβολη συνταγματική αναθεώρηση, είναι και η ίδια τελείως επισφαλής. (Θα κυρωθεί από την Ελλάδα μόνο αν και όταν ολοκληρωθεί η συνταγματική αναθεώρηση στη ΔτΜ.)

Στην Ελλάδα, από την άλλη μεριά, το «κατόρθωμα» Τσίπρα να ταπεινώσει την ΔτΜ, ανοίγει την όρεξη στην ακροδεξιά και τη Δεξιά για περαιτέρω διεκδικήσεις, ως και για διάλυση της γειτονικής χώρας και απόσπαση εδαφών υπέρ της Ελλάδας. Για παράδειγμα, ο Μητσοτάκης αμφισβητεί τη Συμφωνία από τα δεξιά, ουσιαστικά ξεπερνώντας προηγούμενες θέσεις της ΝΔ που ταυτίζονταν με ό,τι ο Τσίπρας έκανε ήδη πράξη. Πλέον η Συμφωνία δίνει το δικαίωμα στο ελληνικό κράτος και τον ελληνικό εθνικισμό να ισχυρίζονται ότι οι «βορειομακεδόνες» δεν συνιστούν έθνος, όπως ήδη επισημαίνει το Μαξίμου. Εξάλλου, η ελληνική κυβερνητική πολιτική, αφομοιώνοντας, αναπαράγοντας και επισφραγίζοντας με ψευδοαριστερή βούλα τα αστεία, όσο κι επικίνδυνα, επιχειρήματα όλων των αστικών κυβερνήσεων περί μακεδονικού αλυτρωτισμού, έδωσε πατήματα στην ακροδεξιά των συλλαλητηρίων. Εμπέδωσε στην ελληνική κοινή γνώμη την σοβινιστική και «σουρεαλιστική» άποψη ότι ο γειτονικός λαός μάς απειλεί, απλά επειδή αυτοπροσδιορίζεται ως μακεδονικός εδώ και σχεδόν έναν αιώνα. Ή την προπαγάνδα για απειλή από «τον ρόλο τρίτων δυνάμεων στα βόρεια σύνορά μας», όπως ανέφερε ο Τσίπρας την σχετική ομιλία του. Για όλους αυτούς τους λόγους, το επόμενο διάστημα η Συμφωνία μπορεί να ανατραπεί από τα δεξιά και από μια ελληνική κυβέρνηση, ενθαρρυμένη τόσο από την ισχύ της έναντι της άλλης πλευράς, όσο και από την απήχηση των εθνικιστικών επιχειρημάτων στο λαό μας.

β) Επισημοποιεί τα παρεμβατικά δικαιώματα του ελληνικού κράτους μέσα στην Δημοκρατία της Μακεδονίας!

Μιλώντας αόριστα για εγγυήσεις για «εξάλειψη, πρόληψη και καταστολή πάσης φύσεως αλυτρωτικής ρητορικής και ενεργειών είτε προέρχονται από δημόσιους είτε από ιδιωτικούς φορείς», καθιστά δικαίωμα κάθε ελληνικής κυβέρνησης, Τσίπρα ή Μητσοτάκη, να μπλοκάρει π.χ. την ενταξιακή πορεία όλης της χώρας στην ΕΕ και να πυροδοτεί κατά το δοκούν πολιτικές κρίσεις, εκφοβιστικά εθνικιστικά συλλαλητήρια και διπλωματικά επεισόδια, επικαλούμενη ανά πάσα στιγμή πράξεις ή λόγια, ακόμη και ιδιωτικών μακεδονικών φορέων και συλλόγων! Διεκδικώντας περισσότερα υλικά ανταλλάγματα κάτω από το τραπέζι για χάρη του ελληνικού κεφαλαίου.

γ) Εξυπηρετεί την οριστική ένταξη της ΔτΜ στο δυτικό στρατόπεδο (ΝΑΤΟ, ΕΕ), απέναντι σε οποιονδήποτε ανταγωνιστή, αλλά και απέναντι στον μακεδονικό λαό (συνεπαγόμενες πολιτικές λιτότητας). Αν είναι ο ελληνικός καπιταλισμός που κρατούσε ανοιχτό το ζήτημα του ονόματος επί δυόμιση δεκαετίες, ήταν ο δυτικός ιμπεριαλισμός συνολικά που το ανακίνησε στη συγκυρία. Ο τελευταίος, μάλιστα σε περίοδο επίτασης των ανταγωνισμών, μόνο ειρηνευτικός παράγοντας δεν μπορεί να θεωρηθεί. Στηρίζοντας δεκάδες δικτατορίες και πουλώντας όπλα σε όλον τον πλανήτη, έχοντας ευθύνη για τις περισσότερες πολεμικές συρράξεις σε Ασία και Αφρική. Η ισχυροποίησή του, αντίθετα, θα τον αποθρασύνει ακόμη περισσότερο έναντι σημερινών και αυριανών αντιπάλων (Ρωσία, Τουρκία κ.α.).

 

Η στάση της Αριστεράς

Είναι σαφές ότι αυτή η οδυνηρή για τη μακεδονική άρχουσα τάξη, αλλά και το μακεδονικό λαό, Συμφωνία είναι αποτέλεσμα της αντικειμενικής αδυναμίας του γειτονικού κράτους και της υποκειμενικής επιλογής της κυβέρνησής του να θέσει την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ ως υπέρτατο στόχο. Είναι επίσης αποτέλεσμα της πρόθεσης διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, αλλά και της επεκτατικής εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού καπιταλισμού.

Όμως, είναι αποτέλεσμα και της ανικανότητας της ελληνικής Αριστεράς να αντιπαλέψει αυτήν την εξωτερική πολιτική στη βάση της αναγνώρισης της ισότητας όλων των εθνών. Αυτό το καθήκον μάλλον δεν αφορά τις ηγεσίες της λεγόμενης «πατριωτικής» Αριστεράς, που αποτελούν μέρος του προβλήματος, προσδεμένες στην αστική αντίληψη περί «γεωπολιτικής», αναπαράγοντας άκριτα την προπαγάνδα περί φανταστικών αλυτρωτισμών και κάνοντας κριτική στην κυβέρνηση από τα …δεξιά για υπερβολική υποχωρητικότητα. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα είχε ανέκαθεν τη στήριξη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ για να καταγραφεί σήμερα ως νικήτρια της αντιπαράθεσης, ο αντινατοϊσμός αυτών των αριστερών ηγεσιών καταντά προκάλυμμα του εναγκαλισμού του με την κυρίαρχη προπαγάνδα. Αντίθετα, η συνεπής διεθνιστική Αριστερά πρέπει να συντονίσει τις προσπάθειές της και κυρίως, με επιμονή και υπομονή, να τις γειώσει στην κοινωνία. Είναι ελπιδοφόρο ότι σε τέτοια κατεύθυνση σκέφτονται και ήδη κινούνται όλο και περισσότερες αριστερές οργανώσεις.

 

Ποια «Συμφωνία» θα δεχόμασταν;

Έχοντας ως στόχο την ελεύθερη συνεργασία των λαών, ως μόνη σοβαρή εγγύηση για την ειρήνη, η Αριστερά δεν πρέπει να επιδιώκει η Ελλάδα να έχει κανένα λόγο για το όνομα και την εθνική συνείδηση ενός ξένου κράτους. Συνεπώς, καμία διμερής Συμφωνία δεν χωράει. Ελεύθερη συνεργασία και κοινή πάλη των λαών σημαίνουν αναγκαστικά μια πολιτική οικοδόμησης εμπιστοσύνης που δεν μπορεί παρά να ξεκινά από την αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων σε όλα τα έθνη. Και άρα του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού χωρίς προϋποθέσεις και εκβιασμούς, όπως ακριβώς θέλει ο ελληνικός λαός για τον εαυτό του. Ακόμη και του δικαιώματος των μακεδόνων στο λάθος να ενταχτούν στην ΕΕ. Μόνο μια τέτοια αντιμετώπιση θα έφερνε κοντύτερα τους λαούς, ορίζοντάς τους ως εγγυητές της ειρήνης. Σε αντίθεση με την τρέχουσα Συμφωνία που έχει προκύψει από τα πάνω, με όρους επιβολής του δυτικού ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου της ισχυρής χώρας στην αδύναμη, με εγγυητές το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και την… εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση και αποξενώνει περαιτέρω τους λαούς μεταξύ τους. Χωρίς μια ξεκάθαρη στάση περί ισότητας και ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού χωρίς εκβιασμούς, η ελληνική Αριστερά ούτε να συσπειρώσει μπορεί σε ταξική βάση τον κόσμο της, ούτε να πείσει τον γειτονικό λαό για «διεθνιστικές» προθέσεις.

Ξεκινώντας από εκεί, μια αριστερή πολιτική θα έχτιζε γέφυρες αλληλεγγύης και κοινούς αγώνες ενάντια στα αφεντικά στις δυο χώρες, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Θα αρνιόταν την αστική-εθνικιστική προπαγάνδα περί αλυτρωτισμού και θα αποκάλυπτε τους οικονομικούς και πολιτικούς εκβιασμούς του ελληνικού κεφαλαίου. Θα αναγνώριζε την μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα και θα κατάγγελλε οποιαδήποτε παρέμβαση στα εσωτερικά της γείτονος. Σε τελική ανάλυση, θα επεδίωκε τερματισμό της λιτότητας, των μνημονίων και των εξοπλισμών, μονομερή διαγραφή του χρέους, σύγκρουση με τον δυτικό ιμπεριαλισμό, όξυνση της ταξικής πάλης στην Ελλάδα και «σινιάλο» για να κινηθούν παρόμοια οι μακεδόνες (και οι αλβανοί) εργάτες. Έτσι μόνο θα προέκυπτε πραγματική «λύση» προς όφελος των δυο λαών.

Η πραγματικά διεθνιστική Αριστερά οφείλει να καταγγείλει τη Συμφωνία «από τα αριστερά», μην αφήνοντας τον Τσίπρα να εξαπατά τους φτωχούς με το δίπολο «αριστερά-δεξιά», «πρόοδος-συντήρηση». Ταυτόχρονα, να πάρει πρωτοβουλίες για την επαναπροσέγγιση των δυο λαών στις δυο πλευρές των συνόρων, να μιλήσει για την ταξική και διεθνιστική αλληλεγγύη απέναντι στη λιτότητα και τον εθνικισμό, στον καπιταλισμό, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Προλαμβάνοντας ίσως επόμενα εθνικιστικά συλλαλητήρια, διπλωματικά επεισόδια και μεγαλύτερη διάβρωση του αριστερού κόσμου από την κυρίαρχη προπαγάνδα.