1

OTροτσκισμός μετά τον Τρότσκι (V+VI)

Του Τόνι Κλιφ

Κεφάλαιο 5: Η κληρονομιά

Το παρόν κείμενο ξεκίνησε με την αντιπαραβολή μεταξύ των προβλέψεων του Τρότσκι για την κατάσταση στον κόσμο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το τι πραγματικά έγινε. Ακολούθησε η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η μεγάλη πλειονότητα των τροτσκιστών έκλεισε τα μάτια της μπροστά στην πραγματικότητα, παραμένοντας πιστή στα λεγόμενα του Τρότσκι, ξεκόβοντας όμως έτσι πλήρως από το πνεύμα του. Ο Τρότσκι θα μπορούσε δικαίως να πει : “Έσπειρα δόντια δράκων αλλά θέρισα ψύλλους.” Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί ο Μαντέλ, ο Πάμπλο και άλλοι κορυφαίοι τροτσκιστές, που ήταν πολύ σοβαροί και όχι ηλίθιοι, αντέδρασαν έτσι και προτίμησαν να ζουν σε έναν φανταστικό κόσμο; Ο λόγος ήταν ότι επί αρκετά χρόνια σκοτεινής αντίδρασης – του ναζισμού και του σταλινισμού – οι τροτσκιστές βρίσκονταν πολύ απομονωμένοι με ελάχιστες ρίζες στην εργατική τάξη. Όντας στην έρημο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, διψασμένοι για το νερό, υπέκυψαν σε ψευδαισθήσεις, βλέποντας οφθαλμαπάτες από πράσινα δέντρα και νερά.

Προσπαθώντας να ακολουθήσει την ουσία των κειμένων του Μαρξ, του Λένιν, της Λούξεμπουργκ και του Τρότσκι και να συμβαδίσει με την πραγματική κατάσταση στον κόσμο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Διεθνής Σοσιαλιστική Τάση μπήκε στον κόπο να αναπτύξει τρία κομμάτια της θεωρίας: τον προσδιορισμό της σταλινικής Ρωσίας ως κρατικού καπιταλισμού που εξηγούσε τη μακρόχρονη σταθερότητα και την μελλοντική κατάρρευση του,την μακρόχρονη έκρηξη του δυτικού καπιταλισμού που πατούσε πάνω στην μόνιμη οικονομία όπλων, αλλά εμπεριείχε τους σπόρους των μελλοντικών κρίσεων και μια εξήγηση για τις νίκες του Μάο και του Κάστρο μέσω της διεθλασμένης διαρκούς επανάστασης.

Υπήρχαν συνδετικοί κρίκοι στον πραγματικό κόσμο μεταξύ αυτών των τριών θεωριών; Πράγματι υπήρχαν. Η επιβίωση και η ισχύς του σταλινικού καθεστώτος στη Ρωσία αποτελούσε το κλειδί για τις άλλες δύο επεξεργασίες.

Καταρχάς, η σταλινική επιρροή διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο να μην μετατραπούν οι μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σε προλεταριακές επαναστάσεις. Οι κοινωνικές εντάσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο ήταν πολύ οξύτερες και βαθύτερες από ό, τι στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε πυροδοτήσει επαναστάσεις στη Ρωσία, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ουγγαρία και επαναστατικές καταστάσεις σε πληθώρα άλλων χωρών. Αν αυτό δε συνέβη το 1945, αυτό οφείλεται στα κομμουνιστικά κόμματα. Χρησιμοποιώντας τη ριζοσπαστική τους αύρα, οι σταλινικοί ηγέτες ήταν σε θέση να παίξουν τον βασικό ρόλο στο να μπει φρένο στην ανερχόμενη παλίρροια της επανάστασης, λειτουργώντας ως ασπίδα προστασίας για τον καπιταλισμό.

Τα παραδείγματα της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας αποτυπώνουν τις δυνατότητες που χάθηκαν. Τον Αύγουστο του 1944 ήταν η Αντίσταση, υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, που απελευθέρωσε το Παρίσι από τα ναζιστικά στρατεύματα: ο πλήρης έλεγχος πέρασε στα χέρια του. Ας συγκρίνουμε τους κομμουνιστές με τις αντίπαλες πολιτικές ομάδες. Το βιβλίο «Η Πολιτική του Πολέμου» του Γκάμπριελ Κόλκο εξηγεί ότι «οι 3 γκωλικές ιδεολογικά ομάδες Αντίστασης αποτελούσαν σταθερά μια μικρή μειοψηφία. Σε πολλές περιοχές-κλειδιά της Γαλλίας δεν υπήρχαν καθόλου.»[124] Το Σοσιαλιστικό Κόμμα εξάλλου στερούταν λαϊκής υποστήριξης:

Οι Σοσιαλιστές ήταν το κατ’ εξοχήν κόμμα της Τρίτης Δημοκρατίας και η παθολογική επιδίωξή τους να παραμείνουν στην πολιτική σκηνή, ακόμα και επί καθεστώτος Βισύ, τελικά κατέληξε στο να φύγουν από το κόμμα τα δύο τρίτα των μελών της Εθνοσυνέλευσης κατηγορώντας το για δοσιλογισμό και συμβιβασμό. Μετά το 1941 οι Σοσιαλιστές εξαφανίστηκαν κυριολεκτικά ως κόμμα και μόνο σταδιακά άρχισαν να ανασυγκροτούνται μετά το 1944. [125]

Έτσι έμεινε το πεδίο ελεύθερο για το Κομμουνιστικό Κόμμα: «Το ΚΚ κυριάρχησε στην οργάνωση της Αντίστασης, με τους αντάρτες των FrancsTireurs et Partisans (=ελεύθεροι σκοπευτές και παρτιζάνοι) … να αποτελούν τη μεγαλύτερη οργάνωση». [126] Ο Ίαν Μπέρτσαλ περιγράφει την κατάσταση στη Γαλλία ως εξής:

«Η απελευθέρωση της Γαλλίας από τη ναζιστική κατοχή στο δεύτερο μισό του 1944 οδήγησε τη χώρα σε κατάσταση αναβρασμού. Αρχικά η κεντρική κυβέρνηση ελάχιστα ήλεγχε την κατάσταση. Σε διάφορους δήμους δημιουργήθηκαν επιτροπές απελευθέρωσης. Στη Μασσαλία, οι τοπικές αρχές ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα τοπικών κοινωνικοποιήσεων χωρίς καν να συμβουλευτούν το Παρίσι. Δημιουργήθηκαν λαϊκά δικαστήρια και εκτελέστηκαν περίπου 11.000 δοσίλογοι.»

Οι επιτροπές απελευθέρωσης ελέγχονταν ως επί το πλείστον από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και η κυβέρνηση ήταν ανίσχυρη να παρέμβει, με τον υπουργό εσωτερικών να τους απευθύνει έκκληση να σταματήσουν να ενεργούν αυτόνομα. Μόνο η παρέμβαση του Μορίς Τορέζ, ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος, μπορούσε να τους σταματήσει. Ο τελευταίος επέμενε:

«Οι τοπικές επιτροπές απελευθέρωσης δεν πρέπει να υποκαταστήσουν την ηγεσία των δήμων και των υπουργείων, όπως και το Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης δεν έχει υποκαταστήσει την κυβέρνηση.»[127]

Ήταν ο Μορίς Τορέζ που, επιστρέφοντας από τη Μόσχα στη Γαλλία, απεύθυνε το κάλεσμα “Μια αστυνομία. Ένας Στρατός. Ένα κράτος.”Και έτσι η Αντίσταση αφοπλίστηκε. Ο Κόλκο γράφει:

«Ο Τορέζ επέβαλε πειθαρχία στην παλαιότερη, μαχητική ηγεσία γύρω από τον Αντρέ Μαρτί και τον Σαρλ Τιλόν, τους οποίους τελικά έδιωξε από το κόμμα. Απαγόρευσε τις απεργίες και απαίτησε από τους εργάτες να δουλεύουν περισσότερο και ενέκρινε τη διάλυση των [Αντιστασιακών Οργανώσεων]. Υπέταξε κάθε κοινωνικό στόχο στον στόχο της νίκης στον πόλεμο. «Το καθήκον των Επιτροπών Απελευθέρωσης δεν είναι να διοικούν», δήλωνε στην κεντρική επιτροπή του κόμματος τον Ιανουάριο του 1945, «αλλά να βοηθούν αυτούς που διοικούν. Πρέπει, πάνω απ ‘όλα, να κινητοποιήσουν, να εκπαιδεύσουν και να οργανώσουν τις μάζες ώστε να πετύχουν τη μέγιστη πολεμική προσπάθεια και να υποστηρίξουν την Προσωρινή Κυβέρνηση στην υλοποίηση του προγράμματος που κατατέθηκε από την Αντίσταση.”Εν συντομία, στο κρίσιμο σημείο της ιστορίας του γαλλικού καπιταλισμού, το κόμμα της αριστεράς αρνήθηκε να δράσει εναντίον του. «Η ενότητα του έθνους», δεν κουραζόταν ποτέ να επαναλαμβάνει ο Τορέζ, αποτελούσε  «κατηγορηματική προσταγή» … Το κόμμα συνέβαλε στον αφοπλισμό της Αντίστασης, στην ανάκαμψη μιας ετοιμοθάνατης οικονομίας και στην αναγκαία σταθεροποίηση που χρειαζόταν η παλιά τάξη πραγμάτων για να πάρει σημαντικές ανάσες – κι αργότερα μάλιστα καμάρωνε γι’ αυτό το κατόρθωμα. [128]

Αν μην τι άλλο, στην Ιταλία το κύμα της επανάστασης έφτασε ακόμη ψηλότερα. Ο Πιέρ Μπρουέ γράφει: «Στην Ιταλία ήταν η εργατική δράση – και κανείς δεν θα εκπλαγεί όταν μάθει ότι η δράση ξεκίνησε από το εργοστάσιο της Fiat – που τελικά τίναξε το έδαφος πάνω στο οποίο πατούσε το καθεστώς των φασιστών και έσκαψε τον τάφο του Μπενίτο Μουσολίνι». [129]

Η απεργία στο τεράστιο εργοστάσιο της Fiat μετατράπηκε σε γενική απεργία που κατεδάφισε το καθεστώς την επόμενη μέρα. Έναν χρόνο αργότερα:

«Τον Μάρτιο του 1944 … μια νέα και ακόμη πιο εντυπωσιακή διαδήλωση διαδόθηκε σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ιταλία. Αυτή τη φορά τα συνθήματα των απεργών ήταν πιο πολιτικά, απαιτώντας άμεση ειρήνη και τον τερματισμό της πολεμικής παραγωγής για λογαριασμό της Γερμανίας. Ο αριθμός των διαδηλωτών ξεπέρασε και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. 300.000 εργαζόμενοι βγήκαν στους δρόμους στην περιοχή του Μιλάνου. Στην ίδια την πόλη οι εργάτες των τραμ απέργησαν την 1η Μαρτίου και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη δουλειά τους την 4η και 5η μέρα λόγω μιας τρομοκρατικής εκστρατείας εναντίον τους. Η απεργία επεκτάθηκε πέρα από τη βιομηχανική ζώνη στα κλωστοϋφαντουργικά εργοστάσια στην επαρχία της Βενετίας και στις σημαντικές ιταλικές πόλεις Μπολόνια και Φλωρεντία. Οι γυναίκες και οι κατώτεροι μισθωτοί ήταν στην πρώτη γραμμή της μάχης. Κάποια στιγμή την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι κατέστρεψαν τα εργαλεία τους.» [130]

Ο οικονομικός, πολιτικός και ένοπλος αγώνας της ιταλικής εργατικής τάξης διεξαγόταν ασταμάτητα, πράγμα που σήμαινε ότι το 1945 οι εργατικές περιοχές στο Τορίνο αποτελούσαν ουσιαστικά περιοχές απαγορευμένες για τους φασίστες και τους Γερμανούς. [131] Τελικά:

«Την 1η Μαΐου ολόκληρη η βόρεια Ιταλία ήταν ελεύθερη. Ο λαϊκός κι επαναστατικός χαρακτήρας της απελευθέρωσης, που άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στις μνήμες εκείνων που είχαν συμμετάσχει, έγινε ευπρόσδεκτη στις περισσότερες συνοικίες. Σε άλλες προκάλεσε σοβαρή ανησυχία. Υπήρξε ένα μεγάλο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, με ίσως μέχρι και 12.000-15.000 άτομα να εκτελούνται αμέσως μετά την απελευθέρωση. Όσο για τους βιομηχάνους του Βορρά, ήλπιζαν σε μια ανώδυνη μετάβαση της εξουσίας από τους φασίστες στις αγγλοαμερικανικές αρχές. Αντ’ αυτού βρήκαν τα εργοστάσια τους κατειλημμένα, τους εργάτες οπλισμένους, και ένα διάστημα 10 μερών μεταξύ της εξέγερσης και της άφιξης των συμμάχων. Οι πιο σεσημασμένοι δοσίλογοι δεν τόλμησαν να περιμένουν και διέφυγαν στην Ελβετία. Τους επόμενους μήνες ο φόβος της επικείμενης κοινωνικής επανάστασης παρέμενε πολύ ισχυρός στους καπιταλιστικούς κύκλους.» [132]

Το γεγονός ότι αυτή η επανάσταση δεν υλοποιήθηκε οφείλεται κυρίως στον έλεγχο που άσκησε το ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Μπρουέ γράφει:

«Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα – αυτό το κομμάτι της Κομμουνιστικής Διεθνούς που υπόκειτο στον άμεσο έλεγχο της Μόσχας –επιδίωξε προσέγγιση με τους «επισήμους», τους «μετανιωμένους» φασίστες, τους στρατηγούς και τους ηγέτες της εκκλησίας, για να προτείνει έναν συμβιβασμό με στόχο να τους σώσει από την πίεση του κινήματος με αντάλλαγμα ένα υπουργείο της κυβέρνησης και συνεπώς και με τη νομιμοποίηση των εκπροσώπων του κόμματος που βρίσκονταν στη Μόσχα». [133]

Όπως και ο Τορέζ στη Γαλλία,  βασικός ρόλο διαδραμάτισε ο Ιταλός Κομμουνιστής ηγέτης, ο Τολιάτι, που επέστρεψε μετά από μεγάλη παραμονή του στη Μόσχα. Ο Γκίνσμπουργκ γράφει:

«Κατά την άφιξή του στο Σαλέρνο, ο Τολιάτι εξήγησε στους συντρόφους του, εν μέσω μεγάλης έκπληξης και εν μέρει διαφωνιών, τη στρατηγική που σκόπευε να ακολουθήσει το κόμμα στο εγγύς μέλλον. Οι κομμουνιστές, είπε, θα έπρεπε να θέσουν σε αναστολή την ανοιχτά εκφρασμένη εχθρότητά τους στη μοναρχία. Αντίθετα, έπρεπε να πείσουν όλες τις αντιφασιστικές δυνάμεις να συμμετέχουν στην βασιλική κυβέρνηση, η οποία  πλέον ήλεγχε όλη την Ιταλία νότια του Σαλέρνο. Η συμμετοχή στην κυβέρνηση, υποστήριζε ο Τολιάτι, ήταν το πρώτο βήμα προς την επίτευξη του πρωταρχικού στόχου της περιόδου – της εθνικής ενότητας απέναντι στους Ναζί και τους φασίστες. Ο κύριος στόχος των κομμουνιστών έπρεπε να είναι η απελευθέρωση της Ιταλίας, όχι η σοσιαλιστική επανάσταση.

Ο Τολιάτι επέμενε ότι η ενότητα της περιόδου του πολέμου θα έπρεπε, ει δυνατόν, να συνεχιστεί και στην περίοδο της ανασυγκρότησης. Αυτός ο μεγάλος συνασπισμός έπρεπε να αγκαλιάσει όχι μόνο τους Σοσιαλιστές αλλά και τους Χριστιανοδημοκράτες (DC). Σε μια ομιλία στη Ρώμη τον Ιούλιο του 1944 χαρακτήρισε το DC ως κόμμα που είχε στις τάξεις του “μάζες εργαζομένων, αγροτών, διανοουμένων και νέων, οι οποίοι ουσιαστικά μοιράζονται τις φιλοδοξίες μας, γιατί όπως κι εμείς επιθυμούν μια δημοκρατική και προοδευτική Ιταλία”. [134]

Τον Απρίλιο του 1944 ο Τολιάτι επιχειρηματολόγησε ότι τα κόμματα της Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης έπρεπε να δηλώσουν όρκο πίστης στον βασιλιά και να συμμετέχουν στην κυβέρνηση του στρατάρχη Μπαντόλιο. Ο Μπαντόλιο ήταν αρχιστράτηγος του Μουσολίνι και ηγέτης των ιταλικών στρατευμάτων που εισέβαλαν στην Αιθιοπία το 1935. Ο Τολιάτι έφτασε να γίνει ένας από τους υπουργούς του Μπαντόλιο! [135]

Στη Γερμανία, ο επαναστατικός αγώνας ήταν ακόμα πιο δύσκολος απ’ ότι στη Γαλλία και την Ιταλία, αλλά ακόμη και εδώ διαφάνηκε μια δυνατότητα επανάστασης που δεν πραγματοποιήθηκε. Είναι αλήθεια ότι η ναζιστική καταστολή έκανε την αντίσταση στο Τρίτο Ράιχ εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, αλλά αυτή ήταν μόνο η μία πλευρά της εξίσωσης. Η δυνατότητα για αντεπίθεση υποσκάφθηκε συστηματικά από το αντιναζιστικό στρατόπεδο. Η καταστροφική πολιτική ηγεσία του ρεφορμιστικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και πάνω απ’ όλα του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) υπό τον σταλινικό έλεγχο εγκατέλειψε τους Γερμανούς εργάτες μέσα στην απογοήτευση και τη σύγχυση, κι επιτράπηκε στον Χίτλερ να ανέλθει στην εξουσία χωρίς να «σηκωθεί ούτε ένα δάχτυλο» εναντίον του.

Η υπογραφή του Συμφώνου Χίτλερ-Στάλιν το 1939 έσπασε το ηθικό των Γερμανών Κομμουνιστών που συγκροτούσαν τη μόνη μαζική αντίσταση στον ναζισμό. Ενδεικτικό είναι ότι οι κατασχέσεις παράνομων φυλλαδίων από την Γκεστάπο μειώθηκαν από 15.922 το 1939 σε μόλις 1.277 το 1940.

Ακόμη και όταν ο πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, η τακτική των Συμμάχων φαινόταν να είναι η αποθάρρυνση εξέγερσης ενάντια στο Τρίτο Ράιχ και να καλλιεργούν αντ’ αυτού μια θλιβερή νομιμοφροσύνη. Στην Ανατολή, ο Στάλιν ισχυριζόταν ότι δίνει τον “Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο” και  στόχος, αντί για το ναζιστικό καθεστώς, έγιναν όλοι οι Γερμανοί. Η αντι-γερμανική, επί της ουσίας ρατσιστική, προπαγάνδα της Ρωσίας υπονόμευσε την ανάπτυξη ενός κινήματος αντίστασης στους Ναζί. Ξανά και ξανά, ο Ίλια Έρενμπουργκ, γράφοντας στον ρωσικό Τύπο, επαναλάμβανε τη φράση “Καλός Γερμανός είναι ο νεκρός Γερμανός”. Θυμάμαι ένα σύντομο άρθρο του, στο οποίο περιγράφει πως ένας Γερμανός στρατιώτης, αντιμετωπίζοντας έναν Ρώσο στρατιώτη, σήκωσε ψηλά τα χέρια και είπε: “Είμαι γιος σιδηρουργού” – υπάρχει καλύτερη διατύπωση ταυτοποίησης της εργατικής τάξης Ποια ήταν η αντίδραση του Ρώσου στρατιώτη; Ο Έρενμπουργκ γράφει: «Ο Ρώσος στρατιώτης είπε:‘Είσαι Γερμανός και υπεύθυνος για τα εγκλήματα των Γερμανών’ και στη συνέχεια έμπηξε την ξιφολόγχη του στο στήθος του Γερμανού στρατιώτη.»

Οι Γερμανοί στρατιώτες σταμάτησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με επανάσταση εναντίον του Αυτοκράτορα, αλλά στις συνθήκες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν προέκυψε τέτοια εξέγερση, γιατί όπως εξηγούσε ένας στρατιώτης: «Ο Θεός απαγορεύει να χάσουμε τον πόλεμο. Αν η εκδίκηση έρθει κατά πάνω μας, θα περάσουμε δύσκολες μέρες.»

Αλλά οι σπόροι της επανάστασης ήταν ακόμα εκεί. Στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο μπαμπούλας της καταστολής πάνω από τους Γερμανούς εργάτες εξαλείφθηκε και τους δόθηκε μια πραγματική ευκαιρία να εκφραστούν. Αυτό που ακολούθησε ήταν εκπληκτικό. Ένα γιγάντιο κίνημα αντιφασιστικών επιτροπών, των «Αντίφα», σάρωνε όλη τη Γερμανία κάθε φορά που απελευθερωνόταν μια περιοχή από τον ναζισμό. Δημιουργήθηκαν πολύ περισσότερες από 500 τέτοιες επιτροπές, οι οποίες ήταν σε συντριπτικά ποσοστά εργατικές στη σύνθεση τους. Για μια σύντομη περίοδο, μεταξύ της ανατροπής του ναζιστικού καθεστώτος και της επαναφοράς της «τάξης» από τις κατοχικές Συμμαχικές Δυνάμεις (τη Ρωσία στην Ανατολή, τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Δύση), οι εργάτες ήταν ελεύθεροι με μια διπλή έννοια. Όχι μόνο είχε εξαφανιστεί η ναζιστική τυραννία, αλλά η κυριαρχία της Γκεστάπο είχε διακόψει προσωρινά τη διαβρωτική επιρροή τόσο των ρεφορμιστών σοσιαλδημοκρατών ηγετών όσο και του σταλινικού κομμουνιστικού κόμματος.

Οι «Αντίφα» αναπτύχθηκαν ραγδαία. Στη Λειψία (Ανατολική Γερμανία) υπήρχαν 38 τοπικές επιτροπές που αριθμούσαν 4.500 αγωνιστές και 150.000 οπαδούς. Παρά τις δυσκολίες που είχε γεννήσει η καταστροφή του πολέμου (ο πληθυσμός είχε πέσει από 700.000 σε 500.000, για παράδειγμα), περίπου 100.000 άνθρωποι διαδήλωσαν την Πρωτομαγιά του 1945. Στη Βρέμη (Δυτική Γερμανία), μια πόλη όπου το 55% των σπιτιών ήταν πλέον μη κατοικήσιμο και το ένα τρίτο του πληθυσμού είχε μεταναστεύσει, υπήρχαν 14 τοπικές ομάδες, που αριθμούσαν 4.265 μέλη. 15 μέρες αργότερα ο αριθμός είχε γίνει 6.495. Πολλές επιτροπές«Αντίφα» οργανώθηκαν στους χώρους δουλειάς. Στο κέντρο της περιοχής του Ρουρ, λίγο μετά την απελευθέρωση, μια συνέλευση εργοστασιακών αντιπροσώπων αριθμούσε 360 αντιπροσώπους από 56 ορυχεία και πολλές άλλες επιχειρήσεις.

Οι «Αντίφα» ήταν αποφασισμένοι να συντρίψουν τον ναζισμό. Ξεκίνησαν απεργίες με αίτημα το ξήλωμα των Ναζιστών. Στη Βρέμη και αλλού τα κτίρια του ναζιστικού συνδικάτου, του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου, καταλήφθηκαν. Όσοι επέστρεφαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εγκαθίσταντο σε χώρους που διατίθεντο στους Ναζί και οι πιο σεσημασμένοι από αυτούς παραδίδονταν στις αρχές. Η Στουτγκάρδη προχώρησε πιο πέρα και ίδρυσε τα δικά της “επαναστατικά δικαστήρια”.

Αναπτυσσόταν η αίσθηση ότι μόνο αν οι εργάτες αναλάβουν οι ίδιοι δράση θα μπορούσαν να εξαλείψουν πλήρως τον Ναζισμό. Το ορυχείο Prince Regent στη  Μπόχουμ κάλεσε σε πολιτική γενική απεργία και λάνσαρε το σύνθημα “Ζήτω ο Κόκκινος Στρατός”, με αναφορά όχι στις σοβιετικές δυνάμεις αλλά στις δυνάμεις της εξέγερσης κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Επανάστασης του 1918-23. Διατύπωσε την άποψη ότι «στο μέλλον δεν θα υπάρχουν πλέον εργοδότες όπως πριν. Πρέπει να οργανωθούμε και να δουλεύουμε σαν να είναι η επιχείρηση δική μας!» Σε κάποια εργοστάσια οι εργαζόμενοι κατέλαβαν τα εργοστάσιά τους και η διοίκηση το έβαλε στα πόδια. Οι «Αντίφα» δημιούργησαν τις δικές τους εργατικές πολιτοφυλακές και αντικατέστησαν τους αρχηγούς της αστυνομίας και τους δημάρχους με τους δικούς τους εκπροσώπους. Η κατάσταση στη Στουτγκάρδη και το Ανόβερο περιγραφόταν ως «δυαδική εξουσία», με τους Αντίφα να έχουν οργανώσει δικά τους αστυνομικά σώματα, έχοντας καταλάβει πολλά κομβικά τοπικά διοικητικά πόστα και ξεκινώντας να οργανώνουν υπό τον έλεγχό τους κρίσιμες  υπηρεσίες όπως η παροχή τροφίμων.

Η αυτόπτης μαρτυρία ενός αξιωματούχου των Ηνωμένων Πολιτειών αξίζει να εξεταστεί σε βάθος:

«Σε πολλές και διαφορετικές περιοχές, και με πολλά διαφορετικά ονόματα και προφανώς χωρίς καμία σχέση μεταξύ τους, τα αντι-ναζιστικές ενωτικές μετωπικές πρωτοβουλίες έκαναν σύντομα μετά την κατάρρευση της ναζιστικής κυβέρνησης την εμφάνισή τους … Αν και δεν έχουν καμία επαφή μεταξύ τους, αυτές οι ομάδες παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες στον τρόπο συγκρότησης και στο πρόγραμμά τους. Η πρωτοβουλία για τη δημιουργία τους φαίνεται σε κάθε περίπτωση να λαμβάνεται από τους ανθρώπους που ήταν ενεργοί κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου και με τη μια ή την άλλη μορφή διατηρούσαν μια επαφή μεταξύ τους … Η αποκήρυξη των Ναζί, η προσπάθεια να αποτραπεί η ανάπτυξη  ενός παράνομου ναζιστικού κινήματος, η αποναζιστικοποίηση των πολιτικών αρχών και της ιδιωτικής βιομηχανίας, η βελτίωση των συνθηκών στέγασης και η διανομή τροφίμων – αυτά είναι τα κεντρικά ζητήματα που απασχολούν τις νεοσύστατες οργανώσεις … Το συμπέρασμα βγαίνει λοιπόν αβίαστα, ότι αυτές οι συλλογικότητες εκπροσωπούν την αυθόρμητη συσπείρωση των δυνάμεων αντι-ναζιστικής αντίστασης, οι οποίες, όσο συντηρούνταν το καθεστώς τρομοκρατίας, ήταν ανίσχυρες.

Η αναφορά συνέχιζε να αντιπαραβάλλει τις δραστηριότητες της Αριστεράς, η οποία τόνιζε ότι το ξερίζωμα κάθε ίχνους του ναζισμού αποτελούσε προϋπόθεση για μια νέα αρχή με αυτές της Δεξιάς που “επικεντρώθηκε στην προσπάθεια να διασώσει οτιδήποτε μπορούσε να φανεί χρήσιμο από τα συντρίμμια του καθεστώτος του Χίτλερ”.

Δυστυχώς, οι Αντίφα μπόρεσαν να υπάρχουν μόνο σε κάποιες περιοχές και για μερικές εβδομάδες, επειδή βρήκαν απέναντί τους όχι μόνο τις κατοχικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένου του ρωσικού στρατού) αλλά και τους σταλινικούς στο εργατικό κίνημα. Μόλις οι δυνάμεις κατοχής εξασφάλισαν τον έλεγχο της περιοχής, οι Αντίφα τέθηκαν σε απαγόρευση. Αυτό ίσχυσε τόσο στον ανατολικό τομέα που ελεγχόταν από τη Ρωσία όσο και στον δυτικό τομέα. Οι Αντίφα διαλύθηκαν με τη συνεργασία και των δύο εργατικών κομμάτων. Μετά τη συμφωνία της Γιάλτας, το σταλινικόKPD δέχθηκε ότι οι δυτικοί σύμμαχοι είχαν πλήρη δικαιώματα να ελέγξουν τη σφαίρα επιρροής τους και φυσικά δεν ήταν διατεθειμένοι να ανεχτούν ούτε την οποιαδήποτε ανεξάρτητη δράση στην Ανατολή. Στη Δύση, το ρεφορμιστικό SPD δεν ενδιαφερόταν διόλου για την προώθηση της επανάστασης. Έτσι, η εν λόγω περίοδος ήταν σύντομη – λίγες μόνο εβδομάδες σε κάποιες περιοχές την άνοιξη του 1945. Παρ ‘όλα αυτά, οι εξελίξεις αποκάλυψαν τη μεγάλη δύναμη που μπλοκαρίστηκε, σε μεγάλο βαθμό από τον σταλινισμό -από τα πάνω και από τα κάτω. [136]

 

Κεφάλαιο 6: Συμπέρασμα

Αν το σταλινικό καθεστώς δεν είχε επιβιώσει από τον πόλεμο, όπως προέβλεπε ο Τρότσκι, είναι σίγουρο ότι τα σταλινικά κόμματα σε Γαλλία και Ιταλία δεν θα αποκτούσαν τόσο μεγάλη δύναμη ώστε να συμβάλουν στην διατήρηση της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων στις χώρες αυτές. Ομοίως, η γερμανική εργατική τάξη δεν θα παρέλυε μετά την πτώση του Χίτλερ.

Η επιβίωση του κρατικού καπιταλισμού οδήγησε στην επιβίωση του δυτικού καπιταλισμού, γιατί ήταν προς το συμφέρον και των δυονα αποφύγουν την επανάσταση. Αλλά επρόκειτο για ένα σύστημα «αδελφών-εχθρών» κι έτσι οι πρώην σύμμαχοι στον πόλεμο σύντομα ενεπλάκησαν σε μια εξόχως κοστοβόρα κούρσα εξοπλισμών – τον Ψυχρό Πόλεμο. Αυτή αποτελούσε τη βάση για τη διαρκή οικονομία των όπλων που λειτούργησε στη Δύση.

Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της ύπαρξης του σταλινικού καθεστώτος στη Ρωσία και της διεθλασμένης διαρκούς επανάστασης στην Κίνα και την Κούβα είναι πιο προφανής. Ήταν η ύπαρξη μιας ισχυρής Ρωσίας που έδωσε έμπνευση στα μαοϊκά στρατεύματα ώστε να συνεχίσουν να πολεμούν ενάντια στον ιαπωνικό ιμπεριαλισμό επί πολλά χρόνια, αλλά και εναντίον του Κουόμιντανγκ του Τσιάνγκ Καϊ-Σεκ. Ήταν το παράδειγμα της δυναμικής και ταχείας εκβιομηχάνισης της καθυστερημένης Ρωσίας υπό τον Στάλιν που ενέπνευσε τα σταλινικά κόμματα και τις νέες κυβερνήσεις που προέκυπταν σε ολόκληρο τον Τρίτο Κόσμο και αποτέλεσε ένα πρότυπο για να ακολουθήσουν. Η σταλινική πολιτική της συμμαχίας με τις ντόπιες αστικές δυνάμεις σήμαινε ότι ο ιμπεριαλισμός δεν ανατράπηκε από εργατική επανάσταση. Ο ιμπεριαλισμός έβρισκε συχνά τη δυνατότητα να απεμπλέκεται πολιτικά από τις αποικίες χωρίς να χρειάζεται να εγκαταλείπει και τον οικονομικό στραγγαλισμό τους. Όταν ακολουθούνταν οι κρατικοκαπιταλιστικές πολιτικές, επιβάλλονταν οι συμμαχίες με το ρωσικό μπλοκ, αλλά η κατάσταση των εργαζομένων εξακολουθούσε να τελεί υπό εκμετάλλευση και υποταγή στην καπιταλιστική εξουσία.

Συνεπώς, αφού οι προβλέψεις του Τρότσκι για την τύχη του σταλινικού καθεστώτος στη Ρωσία δεν δικαιώθηκαν, οι υπόλοιπες προβλέψεις του – σχετικά με τις εξελίξεις στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες καθώς και στις καθυστερημένες χώρες –επίσης δεν πραγματοποιήθηκαν.

Αυτή η τριπλέτα, η «τρόικα» – ο κρατικός καπιταλισμός, η διαρκής οικονομία των όπλων και η διεθλασμένη διαρκής επανάσταση – αποτελούν ένα ενιαίο όλον, που εξηγούν τις αλλαγές στην κατάσταση της ανθρωπότητας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποτελούν μια γενική επιβεβαίωση του Τροτσκισμού, ενώ εν μέρει αποτελούν την άρνησή του. Ο μαρξισμός ως ζωντανή θεωρία οφείλει να συνεχίζει όπως  και την ίδια στιγμή να αλλάζει. Ωστόσο, η τρόικα δεν συνελήφθη ενιαία ως έννοια και ως θεωρία δεν διατυπώθηκε μονομιάς. Ήταν το αποτέλεσμα αρκετών μακροχρόνιων μελετών των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών σε τρία τμήματα του πλανήτη: τη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη, τις αναπτυγμένες βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες και τον Τρίτο Κόσμο. Τα μονοπάτια της έρευνας διασταυρώνονταν ξανά και ξανά. Αλλά μόνο στο τέλος της όλης διαδικασίας κατέστησαν σαφείς οι αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των διαφόρων τομέων έρευνας. Μόνο από την κορυφή του βουνού μπορεί κανείς να βλέπει καθαρά τη σχέση μεταξύ των διαφόρων μονοπατιών που έχουν σχεδιαστεί να οδηγούν στην κορυφή και μόνο διαθέτοντας αυτήν την πλεονεκτική θέση η ανάλυση μετατρέπεται σε σύνθεση, ώστε να θριαμβεύσει η μαρξιστική διαλεκτική.

Η κατανόηση των πραγματικών αλλαγών στη δομή της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής στον κόσμο, με τις τεράστιες ανισότητες που τη σπαράσσουν, καθιστά δυνατή την κατανόηση από μεριάς επαναστατών των πραγματικών, ουσιαστικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων να τοποθετηθούν σωστά μέσα στη διαδικασία της αλλαγής.

Σήμερα, το σταλινικό καθεστώς στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη δεν υπάρχει πια. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν προχωρά μπροστά βασιζόμενος στη διαρκή οικονομία των όπλων. Ο κρατικοκαπιταλιστικός δρόμος προς την οικονομική ανάπτυξη στον Τρίτο Κόσμο εγκαταλείφθηκε καθώς η μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομική ολοκλήρωση περιορίζει το περιθώριο για ελιγμούς των τοπικών αρχουσών τάξεων ή των ομάδων που φιλοδοξούν να διαδραματίσουν αυτόν τον ρόλο. Σε όλο τον κόσμο – τη Δύση, την Ανατολή και τις αναπτυσσόμενες χώρες – έχουν απολυθεί εκατομμύρια εργαζόμενοι. Δεκάδες εκατομμύρια ανέργων ζουν πλάι σε έναν αυξανόμενο αριθμό εκατομμυριούχων και πολύ-εκατομμυριούχων.

Η τρόικα – ο ορισμός της Ρωσίας ως κρατικού καπιταλισμού, η διαρκής οικονομία των όπλων ως εξήγηση για την μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και η διεθλασμένη διαρκής επανάσταση ως εξήγηση για την επιτυχία του μαοϊσμού στον Τρίτο Κόσμο –μπορεί να φαίνεται ότι δεν έχουν σημασία στους σημερινούς μαρξιστές. Αλλά δεν είναι έτσι.

Πρώτα απ ‘όλα, οι ιδέες επιβιώνουν, αρκετά συχνά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την εξαφάνιση των υλικών συνθηκών που τις έφεραν στη ζωή. Τα κύματα που προκαλούνται στο νερό από την πτώση μιας πέτρας συνεχίζονται ακόμα κι αφού η πέτρα σταματήσει να κινείται.

Έτσι, οι ψευδαισθήσεις για το σταλινικό καθεστώς εξακολουθούν να επιβιώνουν τόσο μεταξύ των υποστηρικτών του όσο και μεταξύ των αστών αντιπάλων του. Η ιδέα ότι η κρατική ιδιοκτησία της βιομηχανίας και ο οικονομικός σχεδιασμός, ακόμη και χωρίς εργατική δημοκρατία, ισοδυναμεί με  σοσιαλισμό, είναι ακόμα ζωντανή.

Ήταν η πλήρης ή σχεδόν πλήρης απασχόληση που ακολούθησε το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που έκανε πιο ελκυστική τη θεωρία του Κεϊνσιανισμού. Η θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων ήταν η μόνη σοβαρή μαρξιστική εναλλακτική απάντηση στον κεϋνσιανισμό για να εξηγήσει την κατάσταση εκείνη την εποχή. Ο κεϋνσιανισμός επιβιώνει και «δαγκώνει» ακόμα και σήμερα, προβάλλοντας ως η οικονομική εναλλακτική λύση απέναντι στην  οικονομία της ελεύθερης αγοράς.

Οι ιδέες του μαοϊσμού εξακολουθούν να είναι αρκετά ελκυστικές στους ανθρώπους, ειδικά στον Τρίτο Κόσμο. Η εικόνα του Τσε Γκεβάρα εξακολουθεί να έχει μεγάλη απήχηση στη Λατινική Αμερική. Η ιδέα ότι μόνο η εργατική τάξη που αυτό-οργανώνεται για να πολεμήσει για τον σοσιαλισμό υπό την ηγεσία των επαναστατών μαρξιστών δεν είναι ευρέως διαδεδομένη στα εθνοαπελευθερωτικά κινήματα.

Υπάρχει ακόμα ένας λόγος για τον οποίο πρέπει να μελετηθούν οι τρεις θεωρίες με τις οποίες ασχολούμαστε. Έχει να κάνει με τη φύση και τη συνέχεια της μαρξιστικής παράδοσης. Όπως το έθεσε ο Τρότσκι, το επαναστατικό κόμμα είναι η μνήμη της εργατικής τάξης. Πριν από τον θάνατο του Τρότσκι αυτή η μνήμη, η πραγματική συνέχεια του κινήματος, διατηρούνταν ζωντανή από μεγάλες μάζες ανθρώπων. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί συγκεκριμένα.

Η Πρώτη Διεθνής συγκροτήθηκε από σχετικά μεγάλες οργανώσεις και μολονότι υπήρξε ένα διάλειμμα περίπου δύο δεκαετιών μεταξύ του τέλους της πρώτης και της ίδρυσης της Δεύτερης Διεθνούς, πολλές χιλιάδες μέλη της Πρώτης εντάχθηκαν στη Δεύτερη. Η Τρίτη Διεθνής (η Κομμουνιστική Διεθνής ή Κομιντέρν) προέκυψε ως αποτέλεσμα μεγάλων διασπάσεων στους κόλπους της Δεύτερης Διεθνούς. Το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, κατά τη συνδιάσκεψη που πραγματοποίησε στη Μπολόνια τον Σεπτέμβριο του 1919, ψήφισε να ενταχθεί στην Κομμουνιστική Διεθνή, προσθέτοντας 300.000 μέλη. Στη Γερμανία οι ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι διασπάστηκαν το 1917 από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, αποφάσισαν επίσης να ενταχθούν στην Κομμουνιστική Διεθνή, προσθέτοντας άλλα 300.000 μέλη. Το 1920 προσχώρησε το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, προσθέτοντας 140.000 μέλη. Τον Ιούνιο του 1919 οι Βούλγαροι Σοσιαλιστές ψήφισαν να συνδεθούν στην Τρίτη Διεθνή, προσθέτοντας 35.478 μέλη. Το Γιουγκοσλαβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, επίσης ένα μαζικό κόμμα, εντάχθηκε.

Το Τσεχοσλοβάκικο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα διασπάστηκε τον Δεκέμβριο του 1920, όπου η Κομμουνιστική Αριστερά πήρε μαζί της τα μισά μέλη και ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα με 350.000 μέλη. Μια άλλη διάσπαση της γερμανόφωνης μειονότητας στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα πρόσθεσε και άλλες δυνάμεις, και μετά την ενοποίησή τους το κόμμα έφτασε τα 400,000 μέλη.

Το Νορβηγικό Εργατικό Κόμμα εντάχθηκε στην Κομιντέρν την άνοιξη του 1919. Στη Σουηδία, η πλειοψηφία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, μετά από διάσπαση, προσχώρησε στην Κομιντέρν, προσθέτοντας άλλα 17.000. [137]

Δυστυχώς, δεν υπήρχε σχεδόν καμία παρόμοια συνέχεια όσον αφορά τους επαναστάτες ως άτομα μεταξύ της Κομμουνιστικής Διεθνούς του Λένιν και του Τρότσκι στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και του τροτσκιστικού κινήματος στη δεκαετία του 1930 και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Συντετριμμένες ανάμεσα στη μαζική επιρροή του Στάλιν και την τρομοκρατία του Χίτλερ, οι τροτσκιστικές οργανώσεις αποτελούσαν πάντα μικροσκοπικές ομάδες στο περιθώριο των μαζικών κινημάτων. Έτσι, ο αριθμός των τροτσκιστών στο Βερολίνο την παραμονή της νίκης του Χίτλερ ήταν 50! [138] Παρά την ισπανική επανάσταση του 1936, τον Σεπτέμβριο του 1938, σύμφωνα με την αναφορά της Ιδρυτικής Συνδιάσκεψης της Τέταρτης Διεθνούς, τα μέλη του ισπανικού τμήματος ήταν μεταξύ 10 και 30! [139]

Oι Πρώτη, Δεύτερη και Τρίτη Διεθνείς γεννήθηκαν σε περιόδους προχωρήματος της εργατικής τάξης. οι τροτσκιστικές οργανώσεις γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας φρικτής περιόδου στην ιστορία της εργατικής τάξης – τη νίκη του ναζισμού και του σταλινισμού. Αν δεν κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους ο Τροτσκισμός επί δύο γενιές ήταν απομονωμένος και ανίσχυρος και άρα τους λόγους για τους οποίους οι τροτσκιστές ήταν επιρρεπείς στον αποπροσανατολισμό, θα οδηγηθούμε σε εντελώς απαισιόδοξα συμπεράσματα για το μέλλον. Η κατανόηση του παρελθόντος καθιστά σαφέςγια τον τροτσκισμό, ότι αποτελεί τον συνδετικό κρίκο με τη συνέχεια του μαρξισμού, και ως εκ τούτου το μέλλον θα τον δικαιώσει.

Σήμερα ο σταλινισμός, το μεγάλο φράγμα που εμπόδιζε την εξέλιξη του επαναστατικού μαρξισμού, του τροτσκισμού, έχει εκλείψει. Ο καπιταλισμός στις αναπτυγμένες χώρες δεν επεκτείνεται πλέον και έτσι οι λέξεις του «Μεταβατικού Προγράμματος» του 1938 ότι “δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν συστηματικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και αύξηση του βιοτικού επιπέδου των μαζών” (στα πλαίσια του καπιταλισμού, στΜ) είναι και πάλι επίκαιρες. [140] Η κλασική θεωρία της διαρκούς επανάστασης, όπως την υπερασπίστηκε ο Τρότσκι, βρίσκεται και πάλι στην ημερήσια διάταξη, όπως έδειξε η Ινδονησιακή Επανάσταση το 1998.

Η τρόικα εξηγεί γιατί για αρκετό καιρό το υπάρχον σύστημα – ο καπιταλισμός – συνέχισε να υπάρχει, έστω και αν αναγκάστηκε να αλλάξει αρκετές φορές μεταμφίεση. Ταυτόχρονα έδωσε την εξήγηση για τις διαδικασίες που υπονομεύουν αυτή τη σταθερότητα: για κάποιο χρονικό διάστημα οι διεργασίες αυτές βρίσκονταν σε μοριακό επίπεδο και ήταν ελάχιστα ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Αλλά, τελικά, οι ποσοτικές μεταβολές γίνονται ποιοτικές και το σύστημα στο σύνολό του κλονίζεται από κρίσεις και αστάθεια. Στη συνέχεια, όπως το έθεσε ο Μαρξ, η ανθρωπότητα «θα αναπηδήσει από το κάθισμά της και θα αναφωνήσει θριαμβευτικά:« Έσκαψες καλά, γεροτυφλοπόντικα!»[141]

Τόνι Κλιφ, 1999.

https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch05.htm

https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch06.htm

Μετάφραση: Αλέξης Λιοσάτος

 

 

 

 




O τροτσκισμός μετά τον Τρότσκι (ΙV)

του Τόνι Κλιφ

 

Κεφάλαιο 4: H διεθλασμένη διαρκής επανάσταση

-Η άνοδος του Μάο στην εξουσία

-Η Επανάσταση του Κάστρο

– Τι είχε πάει στραβά με τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκι;

-Διεθλασμένη Διαρκής επανάσταση

Ένα ακόμη ζήτημα στο οποίο οι μεταπολεμικοί τροτσκιστές δυσκολεύονταν ήταν οι εξελίξεις στον Τρίτο Κόσμο. Η θεωρία της διαρκούς επανάστασης όπως διατυπώθηκε από τον Τρότσκι στη Ρωσία προέβλεπε την αποδυνάμωση του ιμπεριαλισμού και την κοινωνική αλλαγή στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Η κοινωνική αλλαγή θα προέκυπτε από την εργατική τάξη,  η οποία θα αγωνιζόταν για να ολοκληρώσει τα αστικοδημοκρατικά  καθήκοντα και ταυτόχρονα θα συνέχιζε να αγωνίζεται για τον σοσιαλισμό. Το ζήτημα του κατά πόσο η θεωρία του Τρότσκι για τη διαρκή επανάσταση εξηγούσε επαρκώς τις σημαντικές διεργασίες στον Τρίτο Κόσμο τέθηκε με πιο οξύ τρόπο στην Κίνα του Μάο και στην Κούβα του Κάστρο. Ίσχυε σε αυτές τις περιπτώσεις η θεωρία του; Για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, δεν  έφτανε ούτε ένα “ναι” ούτε ένα “όχι”. Υπήρχαν πολλά κοινά μεταξύ του τι συνέβη σε αυτές τις χώρες και της θεωρίας του Τρότσκι, αλλά από κάποιες πλευρές υπήρχαν και σοβαρές αποκλίσεις. Έτσι προέκυψε η ανάγκη να διαμορφωθεί μια θεωρία που θα μπορούσε να περιλαμβάνει και τις δύο όψεις. Αυτή ήταν η θεωρία της διεθλασμένης διαρκούς επανάστασης.

Η άνοδος του Μάο στην εξουσία

Η βιομηχανική εργατική τάξη δεν έπαιξε κανέναν ρόλο στη νίκη των Κινέζων Κομμουνιστών του Μάο έναντι του εθνικιστικού Κουομιντάνγκ το 1949. Ακόμη και η κοινωνική σύνθεση του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν εντελώς μη εργατικής σύνθεσης. Η άνοδος του Μάο στην ηγεσία του κόμματος συνέπεσε με μια εποχή που το κόμμα έπαψε να είναι εργατικό κόμμα. Προς τα τέλη του 1926, το 66% τουλάχιστον των μελών του ήταν εργάτες, άλλοι 22% διανοούμενοι και μόνο 5% αγρότες. [99] Μέχρι το Νοέμβριο του 1928, το ποσοστό των εργαζομένων μειώθηκε περισσότερο από 80% κι έπεσε στο μόλις 10% των μελών. Μια επίσημη κομματική έκθεση παραδεχόταν ότι το κόμμα «δεν διέθετε ούτε έναν υγιή κομματικό πυρήνα μέσα στη βιομηχανική εργατική τάξη». [100] Έναν χρόνο αργότερα οι εργάτες αποτελούσαν μόνο το 3% του συνόλου και αυτό δεν άλλαξε ουσιαστικά μέχρι τα τέλη του 1930. [101] Από τότε μέχρι και την τελική νίκη του Μάο, το κόμμα δεν είχε ουσιαστικά καθόλου βιομηχανικούς εργάτες στις γραμμές του.

Για αρκετά χρόνια το κόμμα περιόριζε τη δράση του στα αγροτικά αντάρτικα κινήματα στις επαρχίες στα βάθη της κεντρικής Κίνας, όπου ίδρυσε μια Κινεζική Σοβιετική Δημοκρατία. Αργότερα, μετά από τη στρατιωτική ήττα στις κεντρικές επαρχίες το 1934, το κόμμα μετακινήθηκε στο βόρειο Σένσι στα βορειοδυτικά. Και στις δύο αυτές περιοχές δεν υπήρχε βιομηχανική εργατική τάξη για να απευθυνθεί. Ένα όργανο της Κομιντέρν δεν υπερέβαλλε όταν έγραφε: «Η περιοχή στα σύνορα είναι κοινωνικά και οικονομικά μια από τις πιο καθυστερημένες περιοχές της Κίνας». [102] Ο Τσου Τεχ επαναλάμβανε: «Οι περιφέρειες υπό την καθοδήγηση των κομμουνιστών είναι οι πλέον καθυστερημένες οικονομικά σε ολόκληρη τη χώρα». [103] Δεν υπήρχε καμία πραγματική πόλη υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών μέχρι δύο χρόνια πριν από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Τόσο ασήμαντοι ήταν οι εργάτες στη στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος κατά την περίοδο της ανόδου του Μάο στην εξουσία που το κόμμα δεν έκρινε καν απαραίτητο να συγκαλέσει Εθνικό Συνέδριο των Συνδικάτων, 19 χρόνια μετά από εκείνο που διεξήχθη το 1929. Δεν μπήκε το κόμμα ποτέ στον κόπο να αναζητήσει την εργατική υποστήριξη, όπως αποδεικνυόταν και από τη διακήρυξή της ότι δεν σκόπευε να διατηρήσει καμία κομματική οργάνωση στις περιοχές που ελέγχονταν από το Κουόμινταγκ κατά την κρίσιμη περίοδο 1937-45. [104] Όταν, τον Δεκέμβριο του 1937 η κυβέρνηση του Κουόμινταγκ θέσπισε την ποινή του θανάτου για τους εργάτες που θα απεργούσαν ή ακόμα και θα προπαγάνδιζαν  μια απεργία, ενώ ο πόλεμος ενάντια στους Ιάπωνες βρισκόταν σε εξέλιξη, ο εκπρόσωπος του Κομμουνιστικού Κόμματος δήλωνε σε μια συνέντευξη ότι το κόμμα ήταν «πλήρως ικανοποιημένο» με τη διεξαγωγή του πολέμου από την κυβέρνηση. [105] Ακόμη και μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου μεταξύ  Κομμουνιστικού Κόμματος και  Κουόμινταγκ, δεν υπήρχε σχεδόν καμία οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος στις περιοχές που έλεγχε το Κουόμινταγκ, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν όλα τα βιομηχανικά κέντρα της χώρας.

Η κατάκτηση των πόλεων από τον Μάο αποκάλυπτε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το πλήρες διαζύγιο του Κομμουνιστικού Κόμματος από τη βιομηχανική εργατική τάξη. Οι κομμουνιστές ηγέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποτρέψουν τις εργατικές εξεγέρσεις στις πόλεις την παραμονή της κατάκτησής τους. Πριν από την πτώση του Τιεντσίν και του Πεκίνου, για παράδειγμα, ο στρατηγός Λιν Πιάο, Στρατηγός του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, εξέδωσε μια προκήρυξη που καλούσε τους ανθρώπους:

«… να διατηρήσουν την τάξη και να συνεχίσουν τις δουλειές τους. Οι υπάλληλοι του Κουομιντάνγκ σε νομισματικό σύστημα, αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας σε επίπεδο χωριού, επαρχίας, πόλης, χώρας και σε οποιοδήποτε κυβερνητικό πόστο… υποχρεούνται να παραμείνουν στις θέσεις τους.» [106]

Την εποχή που διέσχιζαν τον ποταμό Γιανγκ Τσε, πριν πέσουν οι μεγάλες πόλεις της κεντρικής και της νότιας Κίνας (Σανγκάη, Χανκόου, Καντόνα), οι Μάο και Τσου Τεχ  κυκλοφόρησαν προκήρυξη  με τους πανομοιότυπο περιεχόμενο:

«… οι εργάτες και οι υπάλληλοι όλων των επαγγελμάτων να συνεχίσουν να εργάζονται … οι υπάλληλοι των κεντρικών, επαρχιακών, δημοτικών ή νομαρχιακών κυβερνήσεων του Κουόμινταγκ σε όλα τα επίπεδα επίπεδα ή εκπρόσωποι της «Εθνοσυνέλευσης», οι υπάλληλοι στο νομισματικό σύστημα, τα μέλη του Λαϊκού Πολιτικού Συμβουλίου, το αστυνομικό προσωπικό και οι επικεφαλής του δικαστικού συστήματος … πρέπει να παραμείνουν στις θέσεις τους.» [107]

Η εργατική τάξη διατάχθηκε να παραμείνει αδρανής και έτσι έγινε. Μια αναφορά από την πόλη Νανκίνγκ στις 22 Απριλίου 1949, δύο ημέρες πριν την καταλάβει ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, περιέγραφε την κατάσταση έτσι:

« Ο πληθυσμός της Νανκίνγκ δεν δίνει ενδείξεις ενθουσιασμού. Περίεργα πλήθη εντοπίστηκαν σήμερα το πρωί να συγκεντρώνονται στο φράγμα του ποταμού για να παρακολουθήσουν την ένοπλη αναμέτρηση στην απέναντι πλευρά του ποταμού. Οι δουλειές συνεχίζονται όπως συνήθως. Ορισμένα καταστήματα είναι κλειστά, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει δουλειά … Οι κινηματογράφοι εξακολουθούν να προβάλλουν τις ταινίες τους φωτίζοντας τις στριμωγμένες οικοδομές».

Έναν μήνα αργότερα ένας ανταποκριτής της Νέας Υόρκης έγραφε από τη Σαγκάη: “Τα κόκκινα στρατεύματα άρχισαν να κολλούν αφίσες στα κινέζικα, δίνοντας οδηγίες στον λαό να είναι ήσυχος και διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν έχουν να φοβούνται τίποτα.” [108] Στην Καντόνα “μετά την είσοδό τους οι κομμουνιστές ήρθαν σε επικοινωνία με το αστυνομικό τμήμα και έδωσαν οδηγίες στους αξιωματικούς και τους υπαλλήλους να παραμείνουν στη θέση τους για να διατηρήσουν την τάξη. ” [109]

Η επιχειρηματολογία του Τρότσκι ότι τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα, όπως η απελευθέρωση από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, θα μπορούσαν να εκπληρωθούν μόνο από τους εργάτες, δεν  μπορούσε να εξηγήσει τι συνέβη στην Κίνα.

Η επανάσταση του Κάστρο

Ένα άλλο παράδειγμα εξελίξεων που δεν ταιριάζαν με το σενάριο του Τρότσκι ήταν η  Κούβα. Εδώ ούτε η εργατική τάξη ούτε καν η αγροτιά έπαιξαν σοβαρό ρόλο. Οι μεσοαστοί διανοούμενοι κυριάρχησαν πλήρως στην αρένα της πάλης κατά την άνοδο του Φιντέλ Κάστρο στην εξουσία. Το βιβλίο του Τ. Ράιτ Μιλς, «Άκου Γιάνκη», που αποτελεί λίγο-πολύ  έναν αυθεντικό μονόλογο των Κουβανών ηγετών, καταπιάνεται πρωτίστως με το τι δεν ήταν η επανάσταση:

«… η ίδια η επανάσταση δεν ήταν μάχη … μεταξύ μισθωτών και καπιταλιστών … Η επανάστασή μας δεν είναι μια επανάσταση που γίνεται από εργατικά σωματεία ή μισθωτούς εργάτες στην πόλη ή από εργατικά κόμματα ή από οτιδήποτε τέτοιο … οι μισθωτοί εργάτες στην πόλη δεν απέκτησαν συνείδηση με οποιονδήποτε επαναστατικό τρόπο. Τα συνδικάτά τους ήταν ακριβώς όπως τα δικά σας συνδικάτα στη Β. Αμερική: έβγαιναν στους δρόμους μόνο για περισσότερα χρήματα και καλύτερες συνθήκες δουλειάς. Αυτό ήταν το μόνο που τα κινητοποιούσε. Και μερικά ήταν ακόμα πιο διεφθαρμένα από μερικά δικά σας.» [110]

Μετά από συζητήσεις με τους κουβανούς ηγέτες, ο Πολ Μπάραν, ένας άκριτος υποστηρικτής του Κάστρο, έγραψε:

«Φαίνεται ότι το τμήμα της βιομηχανικής εργατικής τάξης παρέμεινε συνολικά παθητικό σε όλη την επαναστατική περίοδο. Η διαμόρφωση του “αριστοκρατικού” στρώματος του προλεταριάτου της Κούβας, δηλαδή αυτών των εργαζομένων που συμμετείχαν στα κέρδη των μονοπωλιακών επιχειρήσεων – ξένων και ντόπιων – πληρώνονταν καλά κατά τα λατινοαμερικάνικα πρότυπα και απολάμβαναν ένα επίπεδο ζωής πολύ υψηλότερο από αυτό των μαζών του κουβανικού λαού. Το αρκετά ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα κυριαρχούνταν από τον «εργοδοτικό συνδικαλισμό», στο στυλ των Ηνωμένων Πολιτειών, και χαρακτηριζόταν πλήρως από εκβιασμούς και τρομοκρατία.» [111]

Η αδιαφορία του βιομηχανικού προλεταριάτου αποδείχθηκε και με το εντελώς αποτυχημένο κάλεσμα του Κάστρο για γενική απεργία στις 9 Απριλίου 1958, περίπου δεκαέξι μήνες μετά την έναρξη της εξέγερσης και οκτώ μήνες πριν από την πτώση του κουβανού δικτάτορα, του Μπατίστα. Οι εργαζόμενοι παρέμειναν απαθείς και οι Κομμουνιστές τη σαμποτάρισαν.  Λίγο αργότερα ήταν που πήδηξαν στο άρμα του Κάστρο. [112]

Δεν ήταν μόνο η εργατική τάξη που δεν ενεπλάκη στην άνοδο του Κάστρο, αλλά το ίδιο ίσχυσε και για την αγροτιά. Μέχρι τον Απρίλιο του 1958 ο συνολικός αριθμός των οπλισμένων ανδρών υπό τον Κάστρο εφτανε μόνο τους 180 και στην περίοδο της πτώσης του Μπατίστα αυξήθηκε κι έφτασε τους 803 μόνο. [113] Τα στελέχη των ομάδων του Κάστρο ήταν διανοούμενοι. Και οι αγρότες που όντως συμμετείχαν δεν ήταν εργάτες γης. Ο Τσε Γκεβάρα περιγράφει τους αγρότες που συντάχθηκαν με τον Κάστρο στη Σιέρα Μαέστρα:

«Οι στρατιώτες που απαρτίζουν τον πρώτο μας αντάρτικο στρατό των κατοίκων της χώρας προέρχονταν από το τμήμα αυτής της κοινωνικής τάξης που εκφράζει πιο επιθετικά την αγάπη της για την ιδιοκτησία γης, κάτι που κάνει τον προσδιορισμό «μικροαστοί» τον πιο κατάλληλο για να χαρακτηρίσει τους στρατολογημένους». [114]

Το κίνημα του Κάστρο ήταν κίνημα της μεσαίας τάξης. Οι 82 άνδρες υπό τον Κάστρο που εισέβαλαν στην Κούβα από το Μεξικό τον Δεκέμβριο του 1956 και οι 12 που επέζησαν για να πολεμήσουν στη Σιέρα Mαέστρα προέρχονταν από αυτή την τάξη. “Τις βαρύτερες απώλειες υπέστη το σε γενικές γραμμές μεσοαστικό κίνημα αντίστασης, κάτι που δημιούργησε τα πολιτικά και ψυχολογικά «οξέα» που διέβρωσαν την πολεμική ισχύ του Μπατίστα” [115].

Χαρακτηριστική για το κουβανικό κίνημα ήταν μια περιγραφή  του Τσε Γκεβάρα που υπονοούσε ότι η βιομηχανική εργατική τάξη θα είναι αμέτοχη σε όλες τις μελλοντικές σοσιαλιστικές επαναστάσεις: «Οι αγρότες, με έναν στρατό φτιαγμένο από τους ίδιους που θα αγωνίζεται για τους δικούς τους μεγάλους στόχους, κυρίως για μια δίκαιη αναδιανομή της γης, θα έρθουν από την ύπαιθρο για να κατακτήσουν τις πόλεις … Αυτός ο στρατός, έχοντας φτιαχτεί στην ύπαιθρο, όπου οι υποκειμενικές συνθήκες ωρίμασαν για την κατάληψη της εξουσίας, θα βρεθεί έξω από τις πόλεις και θα μπει για να τις κατακτήσει…» [116]

Σε άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου, η εργατική τάξη δεν έπαιξε ποτέ κάτι παραπάνω από  επικουρικό ρόλο στους μεταπολεμικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς και, ακόμη και όταν ήταν παρούσα, δεν λειτουργούσε ως ανεξάρτητη δύναμη που αγωνίζεται για τον επαναστατικό σοσιαλισμό, όπως συνέβη στη Ρωσία το 1917. Έτσι, οι διεργασίες για την υπέρβαση των εγγενώς καθυστερημένων κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και η επίτευξη της εθνικής απελευθέρωσης από τον ιμπεριαλισμό είχαν ως αιχμή του δόρατος μια ποικιλία δυνάμεων που προέρχονταν κυρίως από τη διανόηση ή το κράτος, παίζοντας τον ρόλο που απέδιδε στην εργατική τάξη η θεωρία της διαρκούς επανάστασης του Τρότσκι. Αν και τα πολιτικά αποτελέσματα στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική ποικίλλανε, ο κρατικός καπιταλισμός ήταν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, το βασικό αποτέλεσμα.

Τι είχε πάει στραβά με τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκι;

Τα βασικά στοιχεία της θεωρίας του Τρότσκι μπορούν να συνοψιστούν σε έξι σημεία:

(1) Μια αστική τάξη που φτάνει καθυστερημένα στην καπιταλιστική σκηνή είναι θεμελιωδώς διαφορετική από τους προγόνους της έναν ή δυο αιώνες νωρίτερα. Δεν είναι σε θέση να προσφέρει μια συνεπή, δημοκρατική, επαναστατική λύση στα προβλήματα που δημιούργησε η φεουδαρχία και η ιμπεριαλιστική καταπίεση. Δεν είναι σε θέση να επιτελέσει την σαρωτική καταστροφή της φεουδαρχίας, την επίτευξη πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας και πολιτικής δημοκρατίας. Έχει πάψει να είναι επαναστατική, είτε στις αναπτυγμένες είτε στις καθυστερημένες χώρες. Είναι μια απολύτως συντηρητική δύναμη.

(2) Ο καθοριστικός επαναστατικός ρόλος πέφτει στις πλάτες του προλεταριάτου, ακόμη κι αν το προλεταριάτο είναι πολύ μικρό αριθμητικά και νεαρό.

(3) Οι αγρότες, όντας ανίκανοι για ανεξάρτητη δράση, θα ακολουθήσουν τις πόλεις και, λαμβάνοντας υπόψη τα πρώτα δύο σημεία, θα πρέπει να κινηθούν υπό την ηγεσία του βιομηχανικού προλεταριάτου.

(4) Η ουσιαστική επίλυση του αγροτικού ζητήματος, του εθνικού ζητήματος, η διάλυση των κοινωνικών και ιμπεριαλιστικών φραγμών που εμποδίζουν μια γρήγορη οικονομική ανάπτυξη, θα απαιτήσει να ξεπεραστούν τα όρια της αστικής ατομικής ιδιοκτησίας: «Η δημοκρατική επανάσταση μετατρέπεται άμεσα σε σοσιαλιστική, και έτσι προκύπτει η διαρκής επανάσταση ». [117]

(5) Η ολοκλήρωση της σοσιαλιστικής επανάστασης “μέσα στα εθνικά όρια είναι αδιανόητη … Έτσι, η σοσιαλιστική επανάσταση γίνεται διαρκής επανάσταση και με μια νέα κι ευρύτερη έννοια του όρου. Ολοκληρώνεται μόνο με την τελική νίκη της νέας κοινωνίας σε ολόκληρο τον πλανήτη μας ». [118]  «Είναι αντιδραστική, κοντόφθαλμη ουτοπία το να προσπαθήσουμε να πετύχουμε ” σοσιαλισμό σε μια χώρα “.

(6) Ως εκ τούτου, η επανάσταση στις καθυστερημένες χώρες θα προκαλέσει κοινωνικές αναταραχές  στις αναπτυγμένες χώρες.

Ενώ η συντηρητική, δειλή φύση μιας αργά αναπτυσσόμενης αστικής τάξης (το πρώτο σημείο του Τρότσκι) είναι απαραβίαστος νόμος, ο επαναστατικός χαρακτήρας της νέας εργατικής τάξης (δεύτερο σημείο) δεν ισχύει ούτε απόλυτα ούτε αναπόφευκτα. Εάν η εργατική τάξη δεν είναι, στην πραγματικότητα, επαναστατική, τότε τα σημεία (3) έως (5) δεν θα υλοποιηθούν.

Αν η μονίμως επαναστατική φύση της εργατικής τάξης, κεντρικός πυλώνας της θεωρίας του Τρότσκι, τεθεί υπό αμφισβήτηση, ολόκληρο το σχήμα καταρρέει. Το τρίτο του σημείο δεν ισχύει, καθώς η αγροτιά δεν μπορεί να ακολουθήσει μια μη επαναστατημένη εργατική τάξη και στη συνέχεια αναιρούνται και τα υπόλοιπα σημεία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Μια αλληλουχία εθνικών και διεθνών συνθηκών θέτει τις παραγωγικές δυνάμεις σε σύγκρουση με τα δεσμά της φεουδαρχίας και του ιμπεριαλισμού. Οι αγροτικές εξεγέρσεις αποκτούν βαθύτερο, πιο σαρωτικό χαρακτήρα από ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για την εθνική εξέγερση για υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και εναντίον της οικονομικής καταστροφής που επιφέρει ο ιμπεριαλισμός. Το αποτέλεσμα ήταν ένας τύπος μετασχηματισμού που περιλάμβανε στοιχεία της διαρκούς επανάστασης αλλά επίσης απέκλινε από αυτόν ριζικά. Αυτό το φαινόμενο το ονομάσαμε «διεθλασμένη διαρκή επανάσταση», μια θεωρία που διατυπώθηκε για πρώτη φορά σε γενικές γραμμές το 1963. [119]

Εάν οι δύο κύριες τάξεις της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, οι καπιταλιστές και οι εργάτες δεν έπαιζαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο – η πρώτη τάξη επειδή είχε γίνει συντηρητική δύναμη, και η δεύτερη γιατί έχασε τον προορισμό της εξαιτίας του σταλινισμού ή του ρεφορμισμού – πώς θα γραφόταν μια τόσο σπουδαία εξέλιξη; Η κίνηση των παραγωγικών δυνάμεων και η επαναστατικότητα της αγροτιάς δεν αρκούσαν από μόνα τους για να τσακίσουν τον ζυγό της φεουδαρχίας και του ιμπεριαλισμού. Τέσσερις ακόμη παράγοντες έπρεπε να συμβάλλουν:

 

(1) Η αποδυνάμωση του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού ως αποτέλεσμα των οξυνόμενων  αντιφάσεων μεταξύ των δύο μπλοκ υπερδυνάμεων, ενώ και τα δυο είχαν παραλύσει από την ύπαρξη της ατομικής βόμβας. Αυτό περιόριζε εν μέρει την ικανότητά τους να παρεμβαίνουν στον Τρίτο Κόσμο υπό τον φόβο να πυροδοτήσου έναν πόλεμο μεταξύ τους.

(2) Η αυξανόμενη σημασία του κράτους στις καθυστερημένες χώρες. Είναι ένα από τα αστεία της ιστορίας ότι όταν ένα ιστορικό καθήκον έρχεται αντιμέτωπο με την κοινωνία και η τάξη που παραδοσιακά το φέρνει σε πέρας απουσιάζει, κάποια άλλη ομάδα ανθρώπων αναλαμβάνει να το υλοποιήσει, αρκετά συχνά οργανωμένη ως κρατική εξουσία. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κρατική εξουσία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Αντικατοπτρίζει όχι μόνο, ούτε κυρίως, την εθνική οικονομική βάση πάνω στην οποία αναδύεται, αλλά τις υπερεθνικές επιταγές της παγκόσμιας οικονομίας.

(3) Ο αντίκτυπος του σταλινισμού και του ρεφορμισμού που εξέτρεπε τη δυναμική των εργατικών κινημάτων σε κατεύθυνση διαφορετική από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Πολύ συχνά τα κομμουνιστικά κόμματα ή παρόμοια κινήματα με επιρροή στην εργατική τάξη συγκέντρωναν όλες τους τις προσπάθειες για να συνεργαστούν και ενισχύσουν τοπικές δυνάμεις που εκπροσωπούσαν άλλα ταξικά συμφέροντα.

(4) Η αυξανόμενη σημασία της διανόησης ως ηγέτη και ενοποιητή του έθνους, και πάνω απ’ όλα ως παράγοντα χειραγώγησης των μαζών. Αυτό το τελευταίο σημείο χρειάζεται ξεχωριστή ανάλυση.

Ο ηγετικός ρόλος της διανόησης σε ένα επαναστατικό κίνημα βρίσκεται σε ευθεία αναλογία με τη γενική καθυστέρηση – οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική – των μαζών που εκπροσωπεί. Χαρακτηριστικό είναι ότι το ρωσικό λαϊκιστικό κίνημα, το οποίο περισσότερο από κάθε άλλο έδινε έμφαση την ανάγκη επαναστατικοποίησης των πιο καθυστερημένων στοιχείων της κοινωνίας, των αγροτών, ήταν επίσης η ομάδα που πιο πολύ έδινε τον πρώτο ρόλο στους διανοούμενους, τις αυθεντίες της «κριτικής σκέψης».

Η επαναστατική διανόηση αποδείχθηκε πολύ πιο αποφασιστικός παράγοντας συνοχής στα αναδυόμενα μεταπολεμικά έθνη απ’ ότι στην τσαρική Ρωσία. Με την ντόπια αστική τάξη πολύ αδύναμη να διαμορφώσει τη νέα κατάσταση και το βάρος του ιμπεριαλισμού να μην είναι πλέον ανεκτό, ο κρατικός καπιταλισμός πρόβαλε  ως  λύση. Πατώντας πάνω στην αποδυνάμωση του ιμπεριαλισμού, την αυξανόμενη σημασία του κρατικού σχεδιασμού, το παράδειγμα της Ρωσίας και την οργανωμένη, πειθαρχημένη δράση των Κομμουνιστικών Κομμάτων, ο κρατικός καπιταλισμός πρόσφερε στη διανόηση ένα συνεκτικό πρόγραμμα. Ως το μοναδικό μη εξειδικευμένο τμήμα της κοινωνίας (επειδή δεν περιοριζόταν από έναν συγκεκριμένο ταξικό ρόλο στις παραγωγικές σχέσεις), η διανόηση ήταν η πηγή μιας “επαγγελματικής επαναστατικής ελίτ”  όσο και ταυτόχρονα φαινόταν να εκπροσωπεί τα συμφέροντα του “έθνους”. “Σε σύγκρουση με τα αντικρουόμενα τμήματα και τα ταξικά συμφέροντα. Επιπλέον, ήταν το κομμάτι της κοινωνίας που διαπνεόταν περισσότερο από την εθνική κουλτούρα, καθώς οι αγρότες και οι εργάτες δεν είχαν ούτε τον ελεύθερο χρόνο ούτε την παιδεία γι ‘αυτό.

Οι διανοούμενοι ήταν επίσης ευαισθητοποιημένοι με την τεχνολογική υστέρηση των χωρών τους. Συμμετέχοντας στον επιστημονικό και τεχνολογικό κόσμο του 20ού αιώνα, ένιωθαν να ασφυκτιούν από την καθυστέρηση του δικού τους έθνους. Αυτό το συναίσθημα εντεινόταν από την ενδημική πνευματική ανεργία στις χώρες αυτές. Δεδομένης της γενικής οικονομικής καθυστέρησης, η μόνη ελπίδα για τους περισσότερους φοιτητές ήταν μια κυβερνητική θέση, αλλά δεν υπήρχαν αρκετές τέτοιες για όλους. [120]

Η πνευματική ζωή των διανοουμένων ήταν επίσης σε κρίση. Σε μια καταρρέουσα τάξη, όπου το παραδοσιακό πρότυπο βρισκόταν σε αποσύνθεση, ένιωθαν ανασφαλείς, χωρίς ρίζες, στερούμενοι σταθερών αξιών. Η διάλυση των πολιτισμών γεννούσε την ισχυρή ώθηση για μια νέα ολοκλήρωση που έπρεπε να είναι συνολική και δυναμική, εφόσον επρόκειτο να γεμίσει το κοινωνικό και πνευματικό κενό. Οι διανοούμενοι αγκάλιασαν τον εθνικισμό με θρησκευτικό ζήλο.

Πριν αποκτήσουν την πολιτική τους ελευθερία, οι διανοούμενοι βρίσκονταν κάτω από διπλή πίεση – ήταν προνομιούχοι απέχοντας ​​από την πλειοψηφία του λαού τους, αλλά ταυτόχρονα ήταν και υποταγμένοι στους ξένους άρχοντες. Αυτό εξηγεί τις δισταγμούς και τις κλυδωνισμούς που χαρακτήριζαν τον ρόλο τους στα εθνικά κινήματα. Τα πλεονεκτήματά τους δημιουργούσαν ένα αίσθημα ενοχής, ένα αίσθημα «χρέους» απέναντι στις «σκοτεινές» μάζες και ταυτόχρονα ένα αίσθημα διαχωρισμού και ανωτερότητας απέναντι σε αυτές. Οι διανοούμενοι ανησυχούν γιατί θέλουν να ανήκουν κάπου χωρίς να αφομοιώνονται, χωρίς να παύουν να παραμένουν υπεράνω. Βρίσκονταν σε αναζήτηση ενός δυναμικού κινήματος το οποίο θα ενοποιούσε το έθνος, ανοίγοντας νέους ευρείς ορίζοντες για το ίδιο, αλλά ταυτόχρονα θα έδινε και δύναμη στην ίδια τη διανόηση.

Είχαν πίστευαν πολύ στην ικανότητα, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας να παρεμβαίνουν στην κοινωνική μηχανική. Ήλπιζαν για μεταρρύθμιση από πάνω και λαχταρούσαν να παραδώσουν τον νέο κόσμο σε έναν ευγνώμονα λαό, περισσότερο από το να δουν τον απελευθερωτικό αγώνα ενός συνειδητοποιημένου και ελεύθερα συνεταιρισμένου λαού  να οδηγεί τον εαυτό του σε έναν νέο κόσμο. Φρόντισαν σε μεγάλο βαθμό να πάρουν μέτρα για να βγάλουν το έθνος τους από τη στασιμότητα, αλλά έκαναν ελάχιστα για τη δημοκρατία. Ενσάρκωσαν την ανάγκη για εκβιομηχάνιση, για συσσώρευση κεφαλαίου, για εθνική ανάταση. Η εξουσία τους ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την αδυναμία των άλλων τάξεων και τον ασήμαντο πολιτικό τους ρόλο.

Όλα αυτά κατέστησαν τον ολοκληρωτικό κρατικό καπιταλισμό έναν πολύ ελκυστικό στόχο για τους διανοούμενους. Και μάλιστα, έγιναν οι κύριοι σημαιοφόροι του κομμουνισμού στα αναδυόμενα έθνη. “Ο κομμουνισμός γνώρισε μεγαλύτερη αποδοχή στη Λατινική Αμερική από τους φοιτητές και τη μεσαία τάξη”, έγραφε κάποιος λατινομερικάνος που γνώριζε καλά την κατάσταση. [121] Στην Ινδία, στο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Αμριτσάρ (Μάρτιος / Απρίλιος 1958), «το 67% περίπου των εκπροσώπων προέρχονταν από άλλες τάξεις πέρα από το προλεταριάτο και την αγροτιά (μεσαία τάξη, κτηνοτροφία και «μικρές επιχειρήσεις») . Το 72% είχε λάβει  κολλεγιακή εκπαίδευση». [122] Το 1943 διαπιστώθηκε ότι 16% όλων των μελών του Κόμματος ήταν κρατικοί υπάλληλοι πλήρους απασχόλησης. [123]

Διεθλασμένη Διαρκής Επανάσταση

Στον Τρίτο Κόσμο η θεωρία του Τρότσκι έβλεπε ότι οι κινητήριες δυνάμεις της κοινωνικής εξέλιξης θα οδηγούσε σε διαρκή επανάσταση και οι εργάτες θα αγωνίζονταν για τον σοσιαλισμό. Όμως, εν απουσία αυτού του επαναστατικού σεναρίου, της προλεταριακής δράσης και ηγεσίας, το αποτέλεσμα μπορούσε να είναι μια διαφορετική ηγεσία και ένας διαφορετικός στόχος – ο κρατικός καπιταλισμός. Χρησιμοποιώντας το κομμάτι από τη θεωρία του Τρότσκι που είχε καθολική αξία (τον συντηρητικό χαρακτήρα της αστικής τάξης) και το κομμάτι που αποτελούσε μεταβλητή (την υποκειμενική δράση του προλεταριάτου), προέκυπτε μια παραλλαγή που, λόγω αδυναμίας να βρεθεί καλύτερο καλού ονόματος, ονομάστηκε «διεθλασμένη, κρατικοκαπιταλιστική, διαρκής επανάσταση». Ωστόσο, το κεντρικό σχήμα της θεωρίας του Τρότσκι παραμένει εξίσου έγκυρο: το προλεταριάτο πρέπει να συνεχίσει τον επαναστατικό αγώνα του έως ότου θριαμβεύσει τον κόσμο. Χωρίς αυτόν τον στόχο, δεν μπορεί να επιτύχει την ελευθερία του.

https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch04.htm

Μετάφραση Αλέξης Λιοσάτος




Για την αποκατάσταση του Σοσιαλισμού ως όραμα κοινωνικής χειραφέτησης: ο Κρατικός Καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ (ΙV)

Του Αλέξη Λιοσάτου

 

Ο ιμπεριαλιστικός επεκτατισμός της σταλινικής Ρωσίας

Ο Λένιν έδινε για τον ορισμό του ιμπεριαλισμού τα παρακάτω πέντε βασικά χαρακτηριστικά: α) η συγκέντρωση παραγωγής και κεφαλαίου έχει οδηγήσει σε μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή. β)Η συγχώνευση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου (χρηματιστικό κεφάλαιο). γ)Η εξαγωγή κεφαλαίου παίζει πιο αποφασιστικό ρόλο από την εξαγωγή εμπορευμάτων, δ) η δημιουργία διεθνών καπιταλιστικών μονοπωλίων που μοιράζουν μεταξύ τους την παγκόσμια αγορά  και ε) έχει ολοκληρωθεί η γεωγραφική διαίρεση όλου του κόσμου ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις.

Στη Ρωσία το πρώτο και το δεύτερο χαρακτηριστικό ισχύανε στο ανώτατο στάδιό τους, αφού το κράτος ήταν ο μοναδικός κι απόλυτος εθνικός καπιταλιστής. Το τέταρτο χαρακτηριστικό (εξάπλωση διεθνούς μονοπωλίου)  πρακτικά αποκλειόταν αφού μιλάμε για μια κρατικοκαπιταλιστική οικονομία.

Όσον αφορά το τρίτο χαρακτηριστικό, η σταλινική γραφειοκρατία είχε συγκεκριμένα κίνητρα για την ιμπεριαλιστική επέκτασή της στην Ανατολική Ευρώπη.

Α)Η Ιαπωνία ήταν η χώρα που μετά τη σταλινική Ρωσία είχε φτάσει στο ανώτατο στάδιο συγκεντροποίησης κεφαλαίου. 4 οικογενειακά μονοπώλια ελέγχανε το 60% του κεφαλαίου, ενώ η Μιτσούι μόνη της ήλεγχε το 25% του συνόλου. Από το 1920 ως το 1936 η παραγωγή χυτοσίδηρου αυξήθηκε 4 φορές, του ατσαλιού 8 φορές, των σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας 5,5 φορές, η αξία των προϊόντων των χημικών, μεταλλουργικών και βιομηχανιών παραγωγής μηχανών 4,5 φορές. Συνολικά η παραγωγή μέσων παραγωγής τριπλασιάστηκε, ενώ η  παραγωγή καταναλωτικών αγαθών έμεινε ίδια. Ενώ μεταξύ 1860-1914, η ποσότητα του κεφαλαίου που επενδύθηκε στο εξωτερικό από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες μεγάλωνε αδιάκοπα, μετά το 1914 μειώθηκε. Αντίθετα το ίδιο διάστημα η Ιαπωνία πραγματοποίησε μια τεράστια εξαγωγή κεφαλαίου, κυρίως προς τη Μαντζουρία, που ήταν αποικία της. Όμοια με την Ιαπωνία, η βιομηχανική ανάπτυξη των αποικιακών της περιοχών (Ουκρανία, Καύκασος, Ρουμανία, Βουλγαρία κλπ) αποτελούσε ευθέως τμήμα της γενικής βιομηχανικής ανάπτυξης της ίδιας της Ρωσίας.

Έτσι η σχετική καθυστέρηση (στάδιο Τούγκαν-Μπαρανόφσκι) οδήγησε τη σταλινική Ρωσία:

  • Στην ίδρυση βιομηχανιών στα εδάφη των καταπιεσμένων εθνοτήτων
  • Στην απομύζηση κεφαλαίου απ’ οπουδήποτε μπορούσε. Η γραφειοκρατία μετέφερε ολόκληρα εργοστάσια στη Ρωσία, συνάπτοντας συμφωνίες ανταλλαγών με τις υποτελείς της χώρες, καταστροφικές γι αυτές. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός της Γερμανίας και της Ιαπωνίας κι ο κρατικός καπιταλισμός της Ρωσίας αποκάλυπταν έτσι ακόμα ένα χαρακτηριστικό της περιόδου της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου: ότι τα όρια μεταξύ εμπορίου και λεηλασίας είναι δυσδιάκριτα.

Β) Πρόσθετο κίνητρο ήταν η έλλειψη ορισμένων πρώτων υλών. Το πετρέλαιο θα αναδειχθεί τη δεκαετία του ’30 σε έναν από τους πιο σημαντικούς επιβραδυντικούς παράγοντες στη Ρωσία. Αυτή η επιβράδυνση έγινε προσπάθεια να ξεπεραστεί με την κατάληψη της Ρουμανίας και του βόρειου Ιράν (απέτυχε στην κατάληψη του δεύτερου).

Γ) Άλλο κίνητρο ήταν η ανάγκη για νέα εργατική δύναμη. Στις αναπτυγμένες χώρες, η εξαγωγή κεφαλαίου αποτελούσε αντίδραση στην άνοδο των μισθών, και κατευθύνθηκε σε περιοχές όπου η εργατική δύναμη είναι φτηνή. Στη Γερμανία το ίδιο αποτέλεσμα επιτεύχθηκε με τη μεταφορά από τις κατεχόμενες χώρες εκατομμυρίων εργατών. Η Ρωσία έπασχε από έλλειψη κεφαλαίου κι εργατικής δύναμης κι είχε τη φτηνότερη εργατική δύναμη στην Ευρώπη. Έτσι εξηγείται η καταναγκαστική εργασία κι η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στον αγροτικό τομέα.  Κάθε γεγονός που παρεμπόδιζε την παραγωγικότητα της εργασίας- συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της γραφειοκρατίας- αύξανε τη σπατάλη εργατικής δύναμης. Έτσι παρά τον τεράστιο πληθυσμό της, η Ρωσία πήρε μέτρα για την αύξησή του όπως: απαγόρευση έκτρωσης, πρόστιμα για τους αγάμους, επιδόματα για τις πολύτεκνες οικογένειες.Η προσθήκη πληθυσμού 100 εκατομμυρίων ανθρώπων από την Ανατολική Ευρώπη έδωσε απάντηση στο παραπάνω πρόβλημα της έλλειψης κεφαλαίου.

Δ) Άλλο κίνητρο ήταν οι στρατηγικές επιλογές της Ρωσίας στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού με τον δυτικό ιμπεριαλισμό.

Η απομύζηση της Ανατολικής Ευρώπης

Οι παραδοσιακοί τρόποι ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης των αποικιών είναι τρεις: αγοράζουν από αυτές φτηνά, πουλάν σε αυτές ακριβά, ιδρύουν επιχειρήσεις κι απασχολούν ιθαγενείς. Η Ρωσία αξιοποίησε και τους τρεις:

  1. Το Ρωσο-πολωνικό σύμφωνο στις 16/8/1945 όριζε ότι η Πολωνία θα παρέδιδε στη Ρωσία κάρβουνο σε ειδική τιμή (6-7 φορές κάτω) , που θα πληρωνόταν από τις πολεμικές αποζημιώσεις που θα πλήρωνε η Γερμανία στη Ρωσία. Η Πολωνία δεν πήρε τίποτα από αυτές τις αποζημιώσεις. Αυτό απέφερε ένα καθαρό κέρδος για τη Ρωσία 120-180 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, ποσό ισάξιο με το μέγιστο ετήσιο κέρδοα των Άγγλων καπιταλιστών στις Ινδίες.
  • Σύμφωνα με τη γιουγκοσλαβική εφημερίδα «Μπόρμπα» στις 31/3/1949, η Γιουγκοσλαβία πουλούσε μολυβδαίνιο (συστατικό του ατσαλιού) στη Ρωσία 10 φορές κάτω από το κόστος παραγωγής.
  • Στην Τσεχοσλοβακία, οι επιχειρήσεις «Μπάτα» έπρεπε να εφοδιάζουν τη Ρωσία πουλώντας με παπούτσια στο μισό σχεδόν του κόστους παραγωγής.
  • Τα Βουλγάρικα καπνά αγοράζονταν από τη Ρωσία 0,5 δολάρια και ξαναπουλιόνταν στην Ευρώπη 1,5-2 δολάρια.
  • Η Ρωσία ήταν ο αποκλειστικός προμηθευτής κινέζικων προϊόντων στις δυτικές αγορές, πουλώντας τα κάτω από τις τιμές που ισχύουν στην Κίνα (!), κάτι που έδειχνε ότι πληρώνει γι αυτά την Κίνα αρκετά χαμηλότερα.

2) Η Ρωσία πουλούσε στην Κίνα προϊόντα της πολύ πιο ακριβά απ’ ότι οι Δυτικοί καπιταλιστές στο γειτονικό Χονγκ-Κονγκ. Πχ η Ρωσία πουλούσε τη σακχαρίνη 106,4 δολάρια/λίμπρα ενώ η Γερμανία μόλις 6,5 δολάρια.

3) Στην κατεχόμενη Ζώνη της Γερμανίας, η Ρωσία πήρε σαν ιδιοκτησία το ένα τρίτο όλης της βιομηχανίας, απασχολώντας τους «ιθαγενείς» Γερμανούς εργάτες. Οι εταιρίες αυτές λέγονταν «Ρωσικές Μετοχικές Εταιρίες» (ΡΜΕ) κι ελέγχανε ολοκληρωτικά τη βαριά βιομηχανία.

  • Στη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία λειτουργούσαν μεικτές εταιρίες από τις οποίες η Ρωσία ήλεγχε το 50%. Στη Ρουμανία αυτές οι εταιρείς ελέγχανε τις πλουσιότερες πετρελαιοπηγές, το ατσάλι, τις μηχανές, τα ανθρακωρυχεία, τις τράπεζες, τις ασφαλιστικές εταιρίες, τις αερομεταφορές κλπ. Η Ρωσία ήλεγχε λοιπόν το 50% των μεγάλων εταιριών στη Ρουμανία, ενώ όλοι οι εργάτες σε αυτές ήταν Ρουμάνοι. Επρόκειτο για καθαρή περίπτωση αποικιακής εκμετάλλευσης.                                                                                                                                                        Έτσι, όχι τυχαία, η Ρωσία επί Στάλιν άρχισε να αποδίδει φόρο τιμής στον τσαρικό επεκτατισμό. Ένα ρώσικο περιοδικό έγραφε το 1950: «Η προσάρτηση από τη Ρωσία αντιπροσώπευε το μόνο δρόμο για την …ανάπτυξη και την επιβίωση… των λαών του Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας.»Ένα άλλο περιοδικό έγραφε πως η προσάρτηση του Καζακστάν το 18ο αιώνα είχε προφανή προοδευτικό χαρακτήρα. «Ο εργαζόμενος λαός του Καζακστάν έχει μέσα από την εμπειρία του κατανοήσει τα πλεονεκτήματα της ζωής σε ένα ισχυρό κράτος σαν τη Ρωσία».  Μετά  το θάνατο του Στάλιν το 1953, δόθηκε παρόμοια εξήγηση από το περιοδικό για την προσάρτηση της Λετονίας.

Ο αγώνας για εθνική απελευθέρωση

Ουκρανία: Το 1930 η Ουκρανική Ακαδημία Επιστημών διαλύθηκε. Το 1933 ο Σκρύπνικ, το πιο επιφανές μέλος της ΚΕ του ΚΚΟ, αυτοκτόνησε για να αποφύγει τη σύλληψη. Ο Κοστουμπίνσκι, ο Κόβναρ και πολλοί ακόμα , μέλη της σοβιετικής κυβέρνησης  στην Ουκρανία, τουφεκίστηκαν σαν εθνικιστές. Το 1933 στάλθηκε από τη Μόσχα ο Ποστίσεφ για να αναδιοργανώσει το ΚΚΟ. Διέγραψε πάνω από το ¼ των μελών του και τρία χρόνια αργότερα κι ο ίδιος διαγράφτηκε και συνελήφθη. Στη θέση του διορίστηκε ο Κόσιορ. Συνελήφθη κι αυτός μετά από λίγο. Το 1937 ο Λιουμπτσένκο, πρόεδρος του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων,  αυτοκτόνησε για να αποφύγει τη σύλληψη. Ο διάδοχός του συνελήφθη 2 μήνες μετά για «εθνικιστικές τάσεις». Ο επόμενος καθαιρέθηκε λίγους μήνες αργότερα. Τον Απρίλη του 1937 το Ουκρανικό Πολιτικό Γραφείο αριθμούσε 13 μέλη. Τον Ιούνη του 1938 δεν είχε μείνει ούτε ένας.

Λευκορωσία: Ο Γκολοντέντ, για δέκα χρόνια πρόεδρος του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων, συνελήφθη το 1937 με την κατηγορία του «τροτσκιστή». Ο διάδοχός του, ο Τσερβιάκοφ, μέλος της ΚΕΕ για 17 χρόνια, αυτοκτόνησε λίγους μήνες αργότερα για να αποφύγει τη σύλληψη.

Τατζικιστάν: το 1934 ο πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής καθαιρέθηκε σαν εθνικιστής. Ο διάδοχός του βρήκε την ίδια τύχη τρία χρόνια μετά.

Ηγέτες καθαιρέθηκαν κι «εκκαθαρίστηκαν» κι από άλλες Εθνικές Δημοκρατίες όπως του Καρελιάν, του Νταγκεστάν, του Ατζάρ, της Γερμανικής Δημοκρατίας του Βόλγα, της Γεωργίας, του Ουζμπεκιστάν, του Κιργιστάν, της Υπερκαυκασίας… Το 1937-38 το σύνολο ή η πλειοψηφία 30 εθνικών κυβερνήσεων εξοντώθηκε- η κύρια κατηγορία εναντίον τους ήταν η επιθυμία τους να αποσχιστούν από την ΕΣΣΔ.

Αρκετές Εθνικές Δημοκρατίες διαλύθηκαν. Ένα χρόνο πριν τον Β’ ΠΠ, ο κορεάτικος πληθυσμός  της Ρωσίας μεταφέρθηκε στο Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. Στις 28/8/1941, ο πληθυσμός της Γερμανικής Δημοκρατίας του Βόλγα μεταφέρθηκε ανατολικά από τα Ουράλια. Μια από τις παλιότερες και μεγαλύτερες σε επαναστατική παράδοση Εθνικές Δημοκρατίες διαλυόταν με την κατηγορία ότι κρύβει χιλιάδες κατασκόπους …των Γερμανών.

Μετά τον Β’ ΠΠ μια σειρά αυτόνομων σοβιετικών Δημοκρατιών είχαν εξαφανιστεί: των Τατάρων της Κριμαίας, του Καλμούκ, των Τσετσένων- Ιγουσίων, του Καράτσεφ, ενώ οι μη Ρώσικοι πληθυσμοί εκτοπίστηκαν, όπως στην αυτόνομη Δημοκρατία του Καρμπαδινιάν-Μπαλκάρ, όπου διώχτηκαν οι Μπαλκάριοι.

Ο Χρουστσόφ, κυβερνήτης της Ουκρανίας τοποθετημένος από τον Στάλιν,  δήλωνε το 1946 ότι οι μισές προσωπικότητες του ΚΚΟ είχαν διαγραφεί τους προηγούμενους 18 μήνες.

Μετά τον Β’ ΠΠ, οι εθνικοί αγώνες επεκτάθηκαν στις ρωσικές αποικίες στην Ανατολική Ευρώπη. Το πιο χτυπητό παράδειγμα ήταν η πετυχημένη αντίσταση της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο απέναντι στη Ρωσία. Άλλες «Λαϊκές Δημοκρατίες» ανέπτυξαν επίσης «τιτοϊκά» εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, αλλά δεν πέτυχαν. Άλλωστε οι περισσότεροι από τους ηγέτες των ΚΚ των «Λαϊκών Δημοκρατιών» κατηγορήθηκαν από τη Ρωσία για «τιτοϊσμό», όπως ο Κοστώφ, ΓΓ του ΚΚ Βουλγαρίας (εκτελέστηκε), ο Γκομούλκα ΓΓ του ΚΚ Πολωνίας (συνελήφθη), ο Σλάνσκι, ΓΓ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας (εκτελέστηκε). Παρομοίως, από τους υπουργούς εξωτερικών, ο Καρντέλι της Γιουγκοσλαβίας, η Άννα Πάουκερ της Ρουμανίας (συνελήφθη), ο Κλεμέντις της Τσεχοσλοβακίας (εκτελέστηκε) και ο Ράικ της Ουγγαρίας (εκτελέστηκε) κ.ο.κ.

Ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία ενάντια στο ρώσικο ιμπεριαλισμό συνεχίστηκε και αποτέλεσε έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που θα καθόριζαν τη μοίρα του σταλινικού καθεστώτος.

Η εργατική τάξη σε αντιπαράθεση με το σταλινικό… “εργατικό κράτος”.

Μεταξύ 1928-1932 η εργατική τάξη αυξήθηκε κατά 160%. Έτσι την πλειοψηφία αποτελούσαν αμόρφωτα στοιχεία από την ύπαιθρο και δεν είχαν ακόμα αποκτήσει ταξική συνείδηση μέσα στη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής. Λιγότερο από το 10% είχε ζήσει τις συνθήκες που επικρατούσαν κάτω από τον τσαρισμό. Οι εργάτες είχαν επιπλέον να αντιμετωπίσουν την απογοήτευση και την εξάντληση πολλών χρόνων, τη φοβερή πίεση της μυστικής αστυνομίας, τον ιδεολογικό αποπροσανατολισμό. Η εργατική τάξη ήταν πλέον εξατομικοποιημένη κι η όποια προσπάθεια για ανεξάρτητη οργάνωση των επιθυμιών της απαγορευόταν ή καταστελλόταν βίαια. Ο κόσμος υποχρεωνόταν να συμμετέχει σε συγκεντρώσεις και να πλέκει ταπεινωμένος το εγκώμιο των καταπιεστών του. Ο συνδυασμός τρομοκρατίας και προπαγάνδας σε ένα άπειρο και αμόρφωτο προλεταριάτο έκανε ακόμα πιο δύσκολη τη διαπαιδαγώγησή του . Επίσης η γραφειοκρατία κατάφερε να δημιουργήσει ένα στρώμα προνομιούχων ανάμεσα στους καταπιεσμένους. Είναι γνωστό ότι τα άδεια στομάχια δεν οδηγούν απαραίτητα σε εξέγερση, αντίθετα μπορεί να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη υποταγή. Έτσι ήταν η κατάσταση τα πρώτα χρόνια της εκβιομηχάνισης, όπως έγραφε ο Βίκτορ Σερζ:    «Μέσα σε αυτή τη μιζέρια τα ελάχιστα υλικά οφέλη γίνονται πολύτιμα. Τώρα αρκεί να δοθεί στον εργάτη ένα πιάτο με λίγη σούπα… για να προσδεθεί με τους προνομιούχους… Γύρω από τους καθοδηγητές θα διαμορφωθεί μια πελατεία έτοιμη να τους εξυπηρετήσει… Αυτή η μιζέρια θα σταθεροποιήσει τη δύναμη αυτών που την κατασκεύασαν.»

Παρ’ όλα αυτά ακόμα και τη δεκαετία του ’30, στο απόγειο της σταλινικής αντεπανάστασης, σημειώθηκαν αρκετές εργατικές απεργίες με οικονομικά αιτήματα παρά την τρομοκρατία και την καταστολή, απεργίες που συνήθως αποδίδονταν στην …αστική επιρροή πάνω στους εργάτες και στους «τροτσκιστές αντεπαναστάτες». Σημειώθηκαν επίσης αρκετές κινητοποιήσεις και απεργίες πείνας χιλιάδων τροτσκιστών και άλλων αντιπολιτευομένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, παρόλο που γνώριζαν ότι τους περιμένει βέβαιη εκτέλεση…

Ένας μετέπειτα παράγοντας σταθεροποίησης της γραφειοκρατίας ήταν οι «εθνικές» επιτυχίες στον Β’ ΠΠ. Παρ’ όλα αυτά πάνω από μισό εκατομμύριο Σοβιετικοί φαντάροι αυτομόλησαν κι υπηρέτησαν τους Ναζί. Από τους 50 Σοβιετικούς στρατηγούς που αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς, οι δέκα συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ. Σε καμιά άλλη χώρα δεν σημειώθηκε τέτοια προθυμία συνεργασίας με τους Ναζί. Μετά τον Πόλεμο , πολλοί Σοβιετικοί δεν γύρισαν στην πατρίδα τους, υπολογίστηκαν επίσημα περίπου 4000.000. Καμιάς άλλης εθνότητας ομάδα δεν έδειξε τόση απροθυμία να γυρίσει στην πατρίδα. Κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ, μάλιστα, εμφανίστηκαν δυο οργανωμένα αντισταλινικά κινήματα- το κίνημα του Βλασσόφ κι ο Εξεγερμένος Ουκρανικός Στρατός (ΕΟΣ). Ο ΕΟΣ έγραφε στο πρόγραμμά του : «…Η Σοβιετική τάξη πραγμάτων δεν είναι σοσιαλιστική, μια που υπάρχουν τάξεις εκμεταλλευτών κι εκμεταλλευομένων. Οι εργαζόμενοι της ΕΣΣΔ δε θέλουν ούτε τον καπιταλισμό ούτε το σταλινικό ψευδοσοσιαλισμό, επιδιώκουν μια πραγματικά αταξική κοινωνία… Σήμερα η σοβιετική κοινωνία εγκυμονεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη την κοινωνική επανάσταση…»

Μετά τον θάνατο του Στάλιν-Νικίτα Χρουστσόφ

Το Μάρτη του 1953 ο Στάλιν πέθανε κι άρχισε μια άγρια διαμάχη των υπαρχηγών του για τη διαδοχή. Αρχικά στην εξουσία  ανέβηκε ο Μαλένκοφ, σε συνεργασία με τον Μπέρια, αρχηγό της αστυνομίας. Ξαφνικά ο Μπέρια εκτελέστηκε και το 1955  ο Νικήτα Χρουστσόφ αντικατέστησε τον Μαλένκοφ.

Η νέα ρώσικη ηγεσία προχώρησε σε αλλαγή πολιτικής και στην δημόσια ομολογία ότι είχαν γίνει «τεράστια λάθη» από την προκάτοχό της. Αυτά στην αρχή «φορτώνονταν» στον Μπέρια και σε «αντισοσιαλιστές κατασκόπους», αλλά το 1956 ο Χρουστσόφ αποκήρυξε τον ίδιο το Στάλιν.

Οι διαμάχες στην κορυφή συνοδεύονταν συχνά από ξεσπάσματα δυσαρέσκειας από τα κάτω. Τον Ιούλη του 1953 οι κρατούμενοι στο μεγαλύτερο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας κήρυξαν απεργία, παρά την εκτέλεση 120 ηγετών της ανταρσίας. Στο Ανατολικό Βερολίνο οι οικοδόμοι αντέδρασαν με απεργία, η οποία μετατράπηκε σε εξέγερση όλων των εργαζομένων της Ανατολικής Γερμανίας. Τον Ιούνη του 1956 το παράδειγμά τους ακολούθησαν οι εργάτες του Πόζναν στην Πολωνία και τον Οκτώβρη του 1956 ολόκληρη η εργατική τάξη της Ουγγαρίας. Αυτές οι εξεγέρσεις τσακίστηκαν με φοβερές αιματοχυσίες, ταρακούνησαν όμως τις αυταπάτες πολλών σοσιαλιστών, που πίστευαν ότι στα Ανατολικά κράτη η εξέγερση ήταν αδιανόητη.

Από ένα σημείο και μετά, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, έπρεπε να ανεβεί το βιοτικό επίπεδο των μαζών, γιατί εργάτες που είναι υποσιτισμένοι, εξαθλιωμένοι και με χαμηλή μόρφωση δεν είναι ικανοί για τη σύγχρονη παραγωγή. Το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των μαζών θα μπορούσε να σημαίνει πτώση του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας και ασταθή ανάπτυξη της παραγωγής.

Ο Στάλιν είχε κληροδοτήσει μια οικονομία που έφερε όλο και περισσότερο τα σημάδια της κρίσης. Κάθε δυσκολία ή αποτυχία αντιμετωπιζόταν με καταπίεση και τρομοκρατία, αυτό όμως αύξανε όλο και περισσότερο τη σιωπηλή αντίσταση του λαού. Έτσι το σταλινικό μοντέλο γινόταν φρένο για την πρόοδο της σύγχρονης αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής.

Η κρίση στην αγροτική οικονομία: Η παραγωγή σταριού στα 1949-1953 είχε βαλτώσει, ήταν μόλις 12,8% ψηλότερη απ’ ότι το 1910-1914, ενώ ο πληθυσμός είχε αυξηθεί 30%. Αυτή η στασιμότητα καθυστερούσε και τη βιομηχανική ανάπτυξη.Ο Χρουστσόφ προσπάθησε να απαντήσει στο πρόβλημα ανεβάζοντας τις πληρωμές των παραγωγών, τις επενδύσεις στη γεωργία, τους ιδιωτικούς γεωργικούς κλήρους,  δίνοντας μεγαλύτερη ελευθερία στις κολεκτίβες να σχεδιάζουν την παραγωγή τους. Για να πετύχει αυτή η πολιτική χρειαζόταν πλεόνασμα κεφαλαίου και χρόνος. Ο Χρουστσόφ δεν είχε τίποτα από τα δυο. Γι αυτό κάθε τόσο επέστρεφε στις παλιές μεθόδους μεγαλύτερου κεντρικού ελέγχου. Όμως η στασιμότητα συνεχίστηκε, η παραγωγή σταριού το 1956-60 αυξήθηκε κατά μόλις 2,7% , το 1963 η Ρωσία αναγκάστηκε να εισάγει εκατομμύρια τόνους σταριού από το εξωτερικό και ο Χρουστσόφ δέχθηκε πόλεμο από το υπόλοιπο Πολιτικό Γραφείο για «τα ελαφρόμυαλα σχέδιά του που ποτέ δε λειτούργησαν.»

Η κρίση στη βιομηχανία: Ο ρυθμός ανάπτυξης της βιομηχανίας έπεφτε. Το 1956 το ετήσιο προϊόν που παραγόταν από τη βιομηχανία ήταν το μισό των ΗΠΑ.

Υπήρχαν πολλές αιτίες: α) η χαμηλή παραγωγικότητα στη γεωργία δεν επέτρεπε μια μαζική αύξηση των βιομηχανικών εργατών από τον αγροτικό πληθυσμό β) ο προστατευτισμός οδηγούσε επιχειρήσεις να παράγουν προϊόντα που θα μπορούσαν να παραχθούν αλλού πιο φτηνά γ) η συσσώρευση προμηθειών από διευθυντές κι εργάτες δ) η τάση των διευθυντών να ανθίστανται σε τεχνολογικές βελτιώσεις ε) η έμφαση στην ποσότητα σε βάρος της ποιότητας στ) η αύξηση «του χαρτοβασιλείου και της τσαπατσουλιάς» ζ)  η παραμέληση της τεχνικής συντήρησης η) η αποτυχία δημιουργίας ενός μηχανισμού τιμών, ώστε να συγκρίνουν οι διευθυντές την αποτελεσματικότητα των διαφόρων εργοστασίων.

θ) Οι γραφειοκράτες έθεταν υψηλότερους στόχους από αυτούς που μπορούσαν να επιτευχθούν, της πίεσης του παγκόσμιου ανταγωνισμού και των τρομακτικών στρατιωτικών δαπανών. Οι διευθυντές τρομοκρατούμενοι από τους ανώτερους γραφειοκράτες απέκρυβαν υλικά και προϊόντα. Κι οι εργάτες αντιστεκόμενοι στην εντατικοποίηση σαμποτάρανε την παραγωγή, δουλεύοντας με πολύ χαμηλότερο από όσο μπορούσαν ρυθμό. Αυτό οδηγούσε τους γραφειοκράτες σε αντιστάθμισμα να επιβάλλουν προσχεδιασμένα υψηλούς στόχους! Έτσι δημιουργήθηκε ένας μόνιμος φαύλος κύκλος από υψηλούς παραγωγικούς στόχους, χαμηλό αναλογικά κεφάλαιο κι ανάγκη για μεγαλύτερο κεντρικό γραφειοκρατικό έλεγχο.

Ανάμεσα στη γραφειοκρατική κακοδιαχείριση και την τεράστια βιομηχανική ανάπτυξη στη Ρωσία υπήρχε μια στενή διαλεκτική σχέση. Η υπανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας κι η μεγάλη εκστρατεία για την ανάπτυξή τους οδηγούσαν στη βιομηχανική εκτίναξη. Όμως όλο και περισσότερο ο κρατικός καπιταλισμός μετατρεπόταν σε εμπόδιο για την ανάπτυξη της πιο σημαντικής παραγωγικής δύναμης- δηλαδή των ίδιων των εργατών.

Το μερίδιο της ελαφριάς βιομηχανίας τροφίμων στις κρατικές επενδύσεις ήταν 16-17% τη δεκαετία του ’30, 12,3% στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές του ’60 έπεσε κάπου στο 9%. Το βιοτικό επίπεδο στις αρχές του ’60 ήταν ελάχιστα ανώτερο της Ρωσίας του 1928 (πριν την εφαρμογή των Πεντάχρονων Πλάνων που το έριξε στα 3/5 του 1928).

Τη διάλυση στρατοπέδων εργασίας ακολούθησε η κατάργηση νόμων που επέβαλλαν στους εργάτες ποινές αν απουσίαζαν ή καθυστερούσαν στη δουλειά τους. Όπως στα πρώτα στάδια της δυτικής βιομηχανικής επανάστασης, όλων των ειδών οι καταναγκασμοί ήταν αρχικά απαραίτητοι για να υποταχθεί ο εργάτης στην πειθαρχία του εργοστασίου, ενώ όταν ο καπιταλισμός απέκτησε ρίζες, η καταστολή έτεινε να μειώσει την παραγωγικότητα εργασίας κι έδωσε τη θέση της σε καθαρά «οικονομικές» μορφές εξαναγκασμού. Η αστυνομία έχασε το ελεύθερο που απολάμβανε να φυλακίζει και να εκτελεί ανθρώπους χωρίς δικαστικές αποφάσεις. Αυτές οι αλλαγές εκπλήρωναν και τις επιθυμίες των μελών της γραφειοκρατίας: ήθελαν ενός είδους«χαλάρωση» για να χαρούν τα προνόμιά τους. Επί Στάλιν, ακόμα και οι προνομιούχοι γραφειοκράτες δεν ένιωθαν ασφαλείς. Το 1938-40 φυλακίστηκε ή εκτελέστηκε περίπου το 24% των γραφειοκρατών.

Όμως και ο χρουστσοφικός «εκδημοκρατισμός» είχε πολύ συγκεκριμένα όρια, τα όρια που έβαζε ο κρατικός καπιταλισμός: Το κράτος γινόταν εκ των πραγμάτων ο αποδέκτης της κριτικής για οποιαδήποτε πλευρά του συστήματος, έτσι ήταν υποχρεωμένο να διατηρεί πληθώρα νόμων για να συμμορφώνει όποιον αμφισβητεί την εξουσία ή οργανώνει απεργίες και διαδηλώσεις «παραβιάζοντας τη σοσιαλιστική συμπεριφορά»…

Επί Χρουστσόφ οι εργάτες κι οι αγρότες δεν αποτελούσαν πάνω από το ¼-1/5 των μελών του Κόμματος.Η βασική σταλινική γραμμή περί εκρωσισμού των διαφόρων εθνοτήτων της ΕΣΣΔ συνεχίστηκε, όπως  και η εξύμνηση των τσαρικών προσαρτήσεων κι η περιθωριοποίηση των εθνικών γλωσσών από τη Ρωσική, ακόμα και στα σχολεία των εθνικών Δημοκρατιών. Αν και ο μισός πληθυσμός ήταν μη ρωσικής καταγωγής, η κυκλοφορία εφημερίδων σε μη ρωσικές γλώσσες αποτελούσε το 1958 μόλις το 18% της συνολικής διακίνησης τύπου. Όσοι αντιστέκονταν σε αυτήν την τάση μπορεί να μην τουφεκίζονταν όπως παλιά, αλλά η καριέρα τους καταστρεφόταν, καθαιρούνταν κι απολύονταν.

Μετά τον Β’ ΠΠ, άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα ανέβηκαν στην εξουσία κι άρχισαν να κινούνται με την ίδια λογική κρατικής καπιταλιστικής συσσώρευσης, πράγμα που θα οδηγούσε σε μεγάλες διαμάχες με τη Ρωσία. Το 1960 ο Χρουστσόφ αντιμετώπισε τη διάσπαση με τους ηγέτες της κινεζικής Λαϊκής Δημοκρατίας. Ο Κλιφ τότε είχε εκτιμήσει, στη βάση του διαφορετικού σταδίου του κρατικού καπιταλισμού που επικρατεί στις δυο χώρες, ότι αυτή η ρήξη δε θα είναι παροδικό αλλά μόνιμο φαινόμενο, μια πολύ μειοψηφική άποψη στις αρχές του ’60, που δικαιώθηκε (οι περισσότεροι πιστεύανε ότι σύντομα οι δυο χώρες θα τα βρούνε στη βάση των «κοινών σοσιαλιστικών συμφερόντων»).

Τα χρόνια του Μπρέζνιεφ κι ο Γκορμπατσόφ

Το 1964 ο Χρουστσόφ εκδιώχθηκε από την εξουσία και πέθανε στην αφάνεια.

Ο  Λεονίντ Μπρέζνιεφ κυβέρνησε για 18 χρόνια. Για δώδεκα χρόνια φαινόταν ότι τα προβλήματα που απασχολούσαν το Χρουστσόφ θα μπορούσαν απλώς να ξεχαστούν. Ο δείκτης ανάπτυξης της οικονομίας έπεφτε, αλλά ήταν μεγαλύτερος από αυτούς των περισσότερων δυτικών χωρών.Η μέση παραγωγή σταριού στα χρόνια του Χρουστσόφ ήταν 124,4 εκατομμύρια τόνοι, κι έφτασε στους 176,7  τόνους την πρώτη δεκαετία του Μπρέζνιεφ. Το 1965 μόνο το 24% των οικογενειών είχε τηλεόραση, το 59% ραδιόφωνο, το 11% ψυγείο και το 21% πλυντήριο. Το 1984 οι αντίστοιχοι αριθμοί είχαν ανέβει σε 85%, 96%, 91% και 70% αντίστοιχα.

Εντούτοις, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο δείκτης οικονομικής ανάπτυξης άρχισε να μειώνεται ραγδαία. Το πλάνο του ’76-80 έθετε χαμηλότερους στόχους από τη δεκαετία του ’20 και παρ’ όλα αυτά δεν επιτεύχθηκαν. Την ίδια περίοδο ο μέσος όρος ανάπτυξης ήταν μόνο 2,7%.Την εποχή του Μπρέζνιεφ, κορυφώθηκε η διαφθορά ενώ ο αλκοολισμός έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ. Η ποιότητα παραγωγής δε βελτιώθηκε, ενώ η παραγωγικότητα στη βιομηχανία παρέμεινε στα 55% αυτής των ΗΠΑ.

Στην εξουσία ακολούθησαν για λίγους μήνες ο Γιούρι Αντρόποφ (της πολιτικής μεταρρυθμίσεων του Νικήτα Χρουστσόφ) κι ο Τσερνιένκο (από το στρατόπεδο του Μπρέζνιεφ). Το 1984 διορίστηκε Γενικός Γραμματέας ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, με τα συνθήματα «περεστρόικα» (ανασυγκρότηση), «γκλασνόστ» (διαφάνεια) κι «ειρηνική επανάσταση». Διακήρυξε την ανάγκη να αντικατασταθούν οι διεφθαρμένοι πολιτικοί ηγέτες, εγκαινιάστηκε η συμφιλίωση με τους πιο γνωστούς διαφωνούντες κι έγιναν αποκαταστάσεις Μπολσεβίκων ηγετών που είχαν εκτελεστεί, με πιο γνωστή του Μπουχάριν. Δόθηκε ανοχή στην ύπαρξη ανεξάρτητων ομάδων πληροφόρησης και διαλόγου, επιτράπηκε να υπάρχουν περισσότεροι του ενός υποψήφιοι (!), συζητήθηκε η χρήση μυστικής ψηφοφορίας στις εσωκομματικές εκλογές, δόθηκαν υποσχέσεις για εκλογή διευθυντών των εργοστασίων από τους εργάτες.

Από την άλλη, με τα οικονομικά μέτρα που πήρε ο Γκορμπατσόφ οι μισθοί πέσανε κι οι απεργίες αυξήθηκαν, ενώ οι «δημοκρατικές» υποσχέσεις δεν εφαρμόστηκαν παρά στο ελάχιστο. Το 1988, μόνο το 16,7% αυτών που κατείχαν κρίσιμα αξιώματα στις τοπικές κομματικές οργανώσεις ήταν εργάτες. Τα υποτιθέμενα εκλεγμένα συμβούλια σε κάθε επιχείρηση είχαν ως μόνη αρμοδιότητα την αύξηση της παραγωγικότητάς της, για να επιτευχθεί το «συλλογικά καθορισμένο κέρδος».  Ένας νέος νόμος ξεκαθάριζε ότι η κομματική οργάνωση καθοδηγούσε τη δουλειά των οργάνων της …«συλλογικής αυτοδιαχείρισης». Η ίδια πολιτική ελέγχου από τα πάνω συνεχίστηκε και στο ζήτημα των εθνοτήτων. Το 1987 έγιναν διαδηλώσεις στις Βαλτικές Δημοκρατίες κι από τους Τατάρους της Κριμαίας. Το Φλεβάρη του 1988 έγινε στην αρμενική πρωτεύουσα μια διαδήλωση ενός εκατομμυρίου. Όταν το 1986 επιβλήθηκε στην Ασιατική Δημοκρατία του Καζακστάν Ρώσος πρωθυπουργός, χιλιάδες Καζάκοι συγκρούστηκαν στην Άλμα Άτα με την αστυνομία.Όπως και επί Χρουστσόφ, οι υποσχέσεις του Γκορμπατσόφ συγκρούονταν με την ανάγκη να γίνει η –καπιταλιστική- ρωσική βιομηχανία πιο ανταγωνιστική.

Η πίεση για μεταρρυθμίσεις έβρισκε επίσης αντίδραση στο εσωτερικό της γραφειοκρατίας-εκατομμύρια μεμονωμένοι γραφειοκράτες ήταν αφοσιωμένοι στις παλιές μεθόδους οργάνωσης, ενώ φοβόντουσαν επιπλέον ότι οι διαμάχες στο εσωτερικό της τάξης τους μπορούσαν να ανοίξουν ρωγμές, τις οποίες θα εκμεταλλεύονταν εκατομμύρια άνθρωποι για να αναλάβουν δράση από τα κάτω.  Άλλωστε είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο στο παρελθόν: τέτοιες διαμάχες είχαν προσωρινά παγώσει το μηχανισμό καταστολής κι επέτρεψαν κινητοποιήσεις φοιτητών κι εργατών στις εξεγέρσεις της Ανατολικής Γερμανίας το 1953, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας το 1956, της Τσεχοσλοβακίας το 1968. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 πράγματι πληθαίνανε τα σημάδια ότι τα πράγματα μπορούσαν να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο,  με απεργίες και διαδηλώσεις στην Ουγγαρία, την εξέγερση στη ρουμανική πόλη Μπρασόφ, και τον εντεινόμενο αναβρασμό σε Πολωνία και Τσεχοσλοβακία. Επιπλέον, όσοι γραφειοκράτες κοντράρανε τις μεταρρυθμίσεις είχαν ένα ισχυρό επιχείρημα: ο «σοσιαλισμός της αγοράς» που είχε προχωρήσει σε Ουγγαρία και Γιουγκοσλαβία δεν τις είχε γλιτώσει από τη βιομηχανική στασιμότητα, τον υψηλό πληθωρισμό και τα μεγάλα χρέη. Επίσης οι περικοπές μισθών κι η ανεργία οδήγησαν τους Γιουγκοσλάβους εργάτες σε μαζικές απεργίες το 1987.Το πρόβλημα ήταν ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις ρίζες της οικονομικής αποτυχίας στην ΕΣΣΔ, ρίζες που βρίσκονταν , όπως είχε δείξει ο Κλιφ 40 χρόνια πριν, στον τρόπο που η άρχουσα γραφειοκρατία υπέτασσε ολόκληρη την οικονομία στον στρατιωτικό κι οικονομικό ανταγωνισμό με τη Δύση, επιβάλλοντας ένα επίπεδο συσσώρευσης που δεν μπορούσε να διατηρηθεί με τους υπάρχοντες πόρους, οδηγώντας τους εργάτες σε βαθύτατη αλλοτρίωση, ώστε να μην ενδιαφέρονται για την ποιότητα των προϊόντων που παρήγαγαν.  Από την άλλη μεριά, τα προβλήματα στα οποία επικέντρωναν την κριτική τους οι «μεταρρυθμιστές» –η σπατάλη, η κακή ποιότητα των προϊόντων, η έλλειψη ενδιαφέροντος των εργατών για τη δουλειά τους- ήταν ακριβώς τα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίζανε οι γιγάντιες επιχειρήσεις στο δυτικό καπιταλισμό. Η πυρηνική καταστροφή του Τσέρνομπιλ ήταν αντίστοιχη με αυτήν  του Θρι Μάιλ Άιλαντ στις ΗΠΑ και του Ουίντσκεϊλ το 1957 τη Βρετανία. Η σπατάλη στη ρωσική βιομηχανία ήταν αντίστοιχη με αυτήν της δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, όπου σύγχρονα εργοστάσια χάλυβα και χημικών παρέμεναν κλειστά. Όσον αφορά την ποιότητα, η οικοδομική έκρηξη στη Βρετανία του ’60 και του ’70 είχε σαν αποτέλεσμα την κατασκευή διαμερισμάτων που κρίθηκαν ακατάλληλα για κατοικία 15 χρόνια αργότερα. Όπως γινόταν και στη Ρωσία, στη Δύση φαρμακευτικές εταιρείες πουλούσαν επικίνδυνα φάρμακα για να τα ξεφορτωθούν, όπως η θαλιδομήδη στις γυναίκες.  Η «αγορά» όχι μόνο δεν τιμωρούσε τις εταιρείες αυτές, αλλά τις επιβράβευε με τεράστια κέρδη.  Ακόμα και όταν επρόκειτο για επιχειρήσεις στα πρόθυρα της χρεοκοπίας στη Δύση, όπως η Κράισλερ στις ΗΠΑ, η AEG στη Γερμανία, η Μάσεϊ Φέργκιουσον στον Καναδά και στη Βρετανία, το κράτος παρενέβαινε για να τις στηρίξει και να τις σώσει, γιατί ήταν τόσο μεγάλες, ώστε οι καταστροφές που εγκυμονούσαν αν αφήνονταν βορά «στο αόρατο χέρι της αγοράς»ήταν τεράστιες, πράγμα που φόβιζε ακόμα και τις κυβερνήσεις που στα λόγια ήταν φανατικές υποστηρίκτριες της«αγοράς» και της«μη παρέμβασης του κράτους», όπως ο Ρήγκαν και η Θάτσερ. Το ίδιο ίσχυε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για την τεράστια επιχείρηση που λεγόταν Ρωσία.

Γι αυτό η ρωσική άρχουσα τάξη στα τέλη του ’80 βρισκόταν παγιδευμένη σε ένα τρομερό δίλημμα: φοβόταν ότι η στασιμότητα μπορούσε να οδηγήσει σε εξέγερση, όπως στην Πολωνία το 1980, φοβόταν όμως και τις μεταρρυθμίσεις, αφού δεν ήξερε αν θα είναι αποτελεσματικές. Το σίγουρο ήταν ότι αντιμετώπιζε μια περίοδο βαθιάς κρίσης. Το 1988-89  ξεσπάσανε οι μαζικότερες διαδηλώσεις για εθνικά ζητήματα στην ΕΣΣΔ από τη δεκαετία του ’20, ανθίζανε οι μεταρρυθμιστικές ιδέες, η υπόσχεση για «δημοκρατία» βρήκε τεράστια απήχηση στους πληθυσμούς του Ανατολικού Μπλοκ και ανέβαιναν οι εργατικοί αγώνες.

Τελικά η οικονομική κρίση και αναποτελεσματικότητα του Ανατολικού Μπλοκ, η υπερχρέωση λόγω μαζικού δανεισμού από τη Δύση, η λαϊκή δυσαρέσκεια και η άνοδος του εργατικού-λαϊκού κινήματος στο Ανατολικό μπλοκ που ξεπέρναγε τον φόβο ήταν οι λόγοι που η ιστορία απεφάνθη υπέρ της «μεταρρύθμισης»-κρίθηκε υποχρεωτική για να διατηρηθούν το καθεστώς  της εκμετάλλευσης και η κυριαρχία της αστικής τάξης. Όσον αφορά την υπόσχεση για  «δημοκρατία», η γραφειοκρατία δεν την εννοούσε (και ουσιαστικά δεν την υλοποίησε) αλλά δεν μπορούσε και να την αποφύγει: ήθελε να δώσει κίνητρο στις μάζες να δεχτούν νέα αντιλαϊκά μέτρα (παρόμοιες προσπάθειες «μεταρρυθμίσεων» στο παρελθόν χωρίς «τυράκι» είχαν αποτύχει) και να συμβάλλουν στην αντιπαράθεση με το τμήμα της γραφειοκρατίας που αντιστεκόταν στις αλλαγές και όσον αφορά αυτό, η τακτική της μεταρρυθμιστικής πτέρυγας αποδείχθηκε πετυχημένη. Ο επίλογος γράφτηκε με την κατάρρευση των σοβιετικών καθεστώτων, τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του Ανατολικού Μπλοκ, τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού να ανακουφίζεται και να πανηγυρίζει για την «κατάρρευση» χωρίς να βρεθεί ούτε ένας εργάτης να υπερασπιστεί τα… «εργατικά κράτη», ενώ οι γραφειοκράτες του χθες έγιναν οι κυβερνήτες και οι καπιταλιστές του σήμερα. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για «κατάρρευση του σοσιαλισμού» αλλά για την ήττα του κρατικού καπιταλισμού από τον ιδιωτικό καπιταλισμό και για τη μετάβαση από τη μια μορφή του ίδιου εκμεταλλευτικού συστήματος στην άλλη.

Διαβάστε: «Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία», του Τόνι Κλιφ




Για την αποκατάσταση του Σοσιαλισμού ως οράματος κοινωνικής χειραφέτησης: Ο Κρατικός Καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ (ΙΙΙ)

 του Αλέξη Λιοσάτου

Στο σύστημα του κρατικού καπιταλισμού η άρχουσα τάξη που ελέγχει την οικονομία είναι το καπιταλιστικό κράτος, ο συλλογικός καπιταλιστής. Στο εργατικό κράτος είναι η συλλογικά οργανωμένη εργατική τάξη. Στον κρατικό καπιταλισμό, η παραγωγική διαδικασία έχει απώτερο στόχο την παραγωγή υπεραξίας και τη μετατροπή της σε υπερπροϊόν. Στο εργατικό κράτος η παραγωγή έχει στόχο τη σχεδιασμένη ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Πρόκειται για δυο συστήματα που φαινομενικά μοιάζουν, αλλά έχουν  αντίθετα ταξικά χαρακτηριστικά.

Όπως έγραφε ο Ένγκελς, στο «Αντι-Ντύρινγκ»:  «Όσο πιο πολλές παραγωγικές δυνάμεις αναλαμβάνει το κράτος, τόσο περισσότερο γίνεται το συλλογικό όργανο όλων των καπιταλιστών, και τόσο περισσότερους πολίτες εκμεταλλεύεται. Οι εργάτες παραμένουν μισθοσυντήρητοι-προλετάριοι. Οι καπιταλιστικές σχέσεις δεν καταργούνται, αλλά φτάνουν στα ακραία τους όρια.» , ενώ ο Λένιν έγραφε:

«Τα μέτρα που οι Γερμανοί Πλεχάνοφ (Σάιντεμαν, Λενς κι άλλοι) αποκαλούν πολεμικό σοσιαλισμό είναι στην πραγματικότητα κρατικός μονοπωλιακός καπιταλισμός σε καιρό πολέμου… είναι η στρατιωτική καταναγκαστική εργασία των εργατών, η στρατιωτική υπεράσπιση των καπιταλιστικών κερδών» και αλλού:

«Τάξεις αποτελούν ομάδες ανθρώπων, η μια από τις οποίες μπορεί να οικειοποιηθεί την εργασία μιας άλλης χάρη στις διαφορετικές θέσεις που κατέχουν σε ένα δοσμένο σύστημα κοινωνικής οικονομίας.»

Η Σταλινική γραφειοκρατία συνιστούσε τάξη, μια ομάδα ανθρώπων με συγκεκριμένη θέση στην παραγωγική διαδικασία, που ολοκλήρωσε τη μετατροπή της σε άρχουσα τάξη ακριβώς τη στιγμή που ο δυναμισμός της ρωσικής οικονομίας βρισκόταν στο απόγειό του, δηλαδή με τα Πεντάχρονα Πλάνα. Δεν αποτελούσε απλώς μια κάστα (όπως πχ έλεγε ο Τρότσκι), γιατί κάστα σημαίνει μια νομικο-πολιτική ομάδα, με μέλη που προέρχονται από διάφορες τάξεις, και προκύπτει σαν αποτέλεσμα μιας σχετικά στατικής οικονομίας και παραγωγικών δυνάμεων κι ενός αυστηρού καταμερισμού εργασίας.

Οι δυο λειτουργίες που είναι θεμελιακές για τον καπιταλισμό, η απόσπαση της υπεραξίας και η μετατροπή της σε κεφάλαιο, έχουν στόχο τη συσσώρευση για τη συσσώρευση και την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού. Η ρώσικη γραφειοκρατία, αφού το κράτος αποτελούσε «ιδιοκτησία» της, κι επειδή ήλεγχε τη διαδικασία συσσώρευσης, αποτελούσε την ενσάρκωση του κεφαλαίου στην πιο καθαρή μορφή του. Ο Τ.Κλιφ προτιμούσε για τη ρώσικη κοινωνία τον ορισμό «γραφειοκρατικός κρατικός καπιταλισμός», για να τον διακρίνει από τον κρατικό καπιταλισμό που –θεωρητικά- μπορούσε να προκύψει σταδιακά από το μονοπωλιακό καπιταλισμό.

Στη Ρωσία ως εργοδότης εμφανιζόταν το κράτος και ως διευθυντές οι γραφειοκράτες. Αλλά αυτή η διαφορά ήταν μόνο τυπική. Στην ουσία η ιδιοκτησία βρισκόταν στα χέρια των γραφειοκρατών συλλογικά. Ήταν επίσης φανερό ότι το εισόδημα των γραφειοκρατών εξαρτιόταν από τη δουλειά των εργατών, κι όχι των ίδιων. Στην πράξη το κράτος αποτελούσε την οργάνωση της γραφειοκρατίας σαν συλλογικότητας, όπως και στον ιδιωτικό καπιταλισμό το κράτος είναι ουσιαστικά η οργάνωση της αστικής τάξης για την επιβολή της εξουσίας της πάνω στην εργατική τάξη.

Ο καταμερισμός της υπεραξίας ανάμεσα στο κράτος (σαν τάξη) και στους γραφειοκράτες (σαν άτομα) εξαρτιόταν από την πίεση του παγκόσμιου καπιταλισμού κι αυξανόταν ανάλογα με την εντατικοποίηση του ρυθμού εκμετάλλευσης των μαζών και την εύρεση νέων πηγών για την άντληση κεφαλαίου. Αυτό εξηγούσε τη διαδικασία πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου μέσω της απομύζησης της αγροτιάς και της καταλεηλάτησης των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.

Οι διαφορές στη Νομοθεσία

Γιατί υπήρχε διαφορά στη νομοθεσία περί ιδιοκτησίας ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση;

Η νομοθεσία δεν εκφράζει τις παραγωγικές σχέσεις άμεσα, αλλά έμμεσα. Η λειτουργία της είναι να κρατάει σε κάποια ισορροπία τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των διαφόρων τάξεων και να συμπληρώνει τα κενά που απειλούν να δημιουργήσουν ρωγμές στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Για να εξασφαλιστεί αυτή η λειτουργία, πρέπει το δίκαιο να ανυψωθεί –φαινομενικά- πάνω από την οικονομία, στηριζόμενο όμως σε αυτήν.

Πάντοτε μεσολαβεί κάποιο χρονικό διάστημα ανάμεσα στις αλλαγές που γίνονται στις παραγωγικές σχέσεις και στις αντίστοιχες που γίνονται στη νομοθεσία. Όσο πιο βαθιά και γρήγορη είναι η αλλαγή στις πρώτες, τόσο πιο δύσκολο είναι το δίκαιο να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση και να διατηρεί παράλληλα –τυπικά- τη συνέχεια με το παρελθόν.

Στο παρελθόν οι ανερχόμενες αστικές τάξεις στη Δύση έκανε προσπαθούσαν να αποδείξουν πως το κέρδος και ο τόκος δεν είναι παρά μια μορφή ενοικίου – εκείνη την ιστορική περίοδο το ενοίκιο που επέβαλλε ο γαιοκτήμονας ήταν νομιμοποιημένο στα μάτια της άρχουσας τάξης.

Ομοίως, η γραφειοκρατία στη Ρωσία εξελίχθηκε σε άρχουσα τάξη , αλλά κράτησε μια τυπική συνέχεια με το παρελθόν, για εσωτερικούς λόγους αλλά και για τις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής (ψευτο-επαναστατική προπαγάνδα στους εργάτες όλου του κόσμου, μέσω των ΚΚ που γεννήθηκαν κι απέκτησαν μεγάλη δύναμη στις περισσότερες χώρες του κόσμου, μετά το 1917).

Όμως δεν αρκούν μόνο αυτά για να εξηγήσουμε γιατί η γραφειοκρατία δεν επανέφερε το θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας, ώστε να εξασφαλίζεται στο παιδί του μια εξασφαλισμένη οικονομική θέση. Πρέπει να εξετάσουμε και ορισμένους άλλους παράγοντες. Όταν οι άνθρωποι «γράφουν» ιστορία, τη «γράφουν» σύμφωνα με την εξωτερική αντικειμενική πραγματικότητα που τους περιβάλλει και διαμορφώνει τις επιθυμίες τους.

 «Η κρατική γραφειοκρατία έχει το κράτος σαν ατομική της ιδιοκτησία.» (Μαρξ, «Κριτική στη Χεγκελιανή φιλοσοφία του Δικαίου»)

Η κρατική γραφειοκρατία στη Ρωσία έβρισκε διαφορετικούς τρόπους να κληροδοτεί τα προνόμιά της από τους «παραδοσιακούς» των αστών. Αν η επικρατέστερη μέθοδος για την εκλογή διευθυντών στα εργοστάσια ήταν η κοοπτάτσια (διορισμός), τότε ο γραφειοκράτης θα κληροδοτούσε τις «επαφές» του στο παιδί του, θα περιόριζε στο ελάχιστο τον αριθμό των ανταγωνιστών του, θα περιόριζε τις πιθανότητες των μαζών για ανώτερη μόρφωση κλπ, πράγματα που όντως συνέβαιναν στη σταλινική Ρωσία.

Η Ρωσία μας έδωσε τη σύνθεση μιας μορφής ιδιοκτησίας που αναδύθηκε από μια προλεταριακή επανάσταση και παραγωγικών σχέσεων που προήλθαν από το συνδυασμό των καθυστερημένων παραγωγικών δυνάμεων και της πίεσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η ιστορία συχνά κάνει άλματα προς τα μπρος ή προς τα πίσω. Όταν γυρίζει προς τα πίσω δε γυρνάει κατευθείαν στην αφετηρία της, αλλά μέσα από μια διαδικασία ελικοειδούς υποχώρησης, συνδυάζοντας τόσο τα στοιχεία του συστήματος απ’ όπου ξεκίνησε, όσο κι αυτά του συστήματος προς το οποίο εξελίσσεται.

Μπορεί να υπάρξει σταδιακή μετάβαση από το εργατικό στο καπιταλιστικό κράτος;

«Το προλεταριάτο δεν μπορεί να αναλάβει τον κρατικό αστικό μηχανισμό, πρέπει να τον καταστρέψει» (Λένιν, 1917, «Κράτος κι Επανάσταση»)

Μήπως η σταδιακή μετάβαση από το εργατικό κράτος στον κρατικό καπιταλισμό έρχεται σε αντίθεση με τη βάση της θεωρίας του Μαρξ για το κράτος; Γράφει πχ ο Τρότσκι το 1933: «…Όποιος πιστεύει ότι η σοβιετική κυβέρνηση έχει σταδιακά αλλάξει από προλεταριακή σε αστική, …ξετυλίγει ανάποδα το φιλμ του ρεφορμισμού.»

Πρέπει πάντα σαν μαρξιστές να κάνουμε ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών της συγκεκριμένης κατάστασης. Όταν η γραφειοκρατία ενός εργατικού κράτους μεταβάλλεται σε άρχουσα τάξη, το κράτος σταδιακά αρχίζει να διαχωρίζεται από τους εργάτες, κι οι σχέσεις του με αυτούς γίνονται όλο και περισσότερο σχέσεις καπιταλιστή-εργάτη. Αν οι αξιωματικοί μιας λαϊκής πολιτοφυλακής όσο περνάει ο καιρός εξαρτώνται όλο και λιγότερο από τη βούληση των φαντάρων, τότε μπορούν να μεταλλαχθούν σταδιακά σε κάστα αξιωματικών ανεξάρτητη από τους φαντάρους. Αυτό άλλωστε που την καθιστά λαϊκή πολιτοφυλακή είναι ο έλεγχος «από τα κάτω».

Η μετάβαση από πολιτοφυλακή σε τακτικό στρατό, μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση των φαντάρων, κι άρα να εκδηλωθεί βίαια. Όμως κάτι τέτοιο δεν είναι αναγκαίο, αν αυτή η αλλαγή γίνει σταδιακά, χωρίς την αντίδραση των φαντάρων. Το ίδιο ισχύει και για το κράτος: ένα κράτος χωρίς γραφειοκρατία ή με αδύναμη γραφειοκρατία που εξαρτάται από την πίεση των μαζών, μπορεί σταδιακά να μεταβληθεί σε κράτος όπου η γραφειοκρατία δεν υπόκειται πια στον εργατικό έλεγχο.

Γράφουν πχ ο Μαρξ κι ο Ένγκελς ότι μόνο η Αγγλία του 1871 θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, όσον την ανάγκη καταστροφής της κρατικής μηχανής ως το πρώτο βήμα για την εργατική επανάσταση.«Η κοινωνική επανάσταση στην Αγγλία μπορεί ίσως να πετύχει και μόνο με ειρηνικά και νόμιμα μέσα», κι ο Λένιν το δικαιολογεί, αφού επρόκειτο για μια χώρα  «χωρίς  μιλιταρισμό και , σε μεγάλο βαθμό, χωρίς γραφειοκρατία».

Ανάλογα, λοιπόν, στο εργατικό κράτος της Ρωσίας δεν υπήρχε αστικός στρατός και γραφειοκρατία, αλλά μπορούσε να δημιουργηθεί με «ειρηνική μετάβαση», χωρίς ανοιχτή αντεπανάσταση, αφού στην πράξη δεν υπήρχαν ούτε εργατικός έλεγχος ούτε εργατικές πολιτοφυλακές.

Βέβαια η αντεπανάσταση δεν ήταν ακριβώς «ειρηνική». Προηγήθηκαν οι προσπάθειες  αντεπανάστασης από την ρωσική αστική και φεουδαρχική τάξη και την διεθνή ιμπεριαλιστική επέμβαση. Ο πόλεμος, η πείνα, οι αρρώστειες επέβαλαν «προσωρινά» αντισοσιαλιστικά μέτρα, οι αγρότες σταδιακά στράφηκαν ενάντια στους εργάτες, η εργατική δυσαρέσκεια οξύνθηκε, τα εργοστάσια (κέντρο της επανάστασης) καταστράφηκαν κι ερήμωσαν, τα σοβιέτ απονεκρώθηκαν, χιλιάδες πρωτοπόροι κομμουνιστές εξοντώθηκαν στην πρώτη γραμμή των μαχών. Ακολούθησε η «προσωρινή» υποχώρηση στον καπιταλισμό, με τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ, 1921). Και στις δυο περιπτώσεις το «προσωρινά» σήμαινε την αναμονή νικηφόρων εργατικών επαναστάσεων στη Δύση, που όμως δεν ήρθαν ποτέ. Ακολούθησε η μερική νίκη της γραφειοκρατίας μέσα στο κόμμα (τελευταίο οχυρό της επανάστασης) το 1924 (οπότε η ΕΣΣΔ πέρασε από το δόγμα «χωρίς την επανάσταση στη Δύση είμαστε καταδικασμένοι» στο δόγμα «σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα»), το σταδιακό ξέκομμα και ανύψωση της  γραφειοκρατίας πάνω από τις εργατολαϊκές μάζες και η μετατροπή της σε νέα άρχουσα τάξη με το Πρώτο πεντάχρονο Πλάνο, το 1928, οπότε η Ρωσία μπαίνει στην τελική  φάση της αντεπανάστασης: βίαιη κολεκτιβοποίηση και μαζική εξόντωση αγροτών το 1929, εκατόμβες νεκρών στις πόλεις από το λιμό του 1932-33, εκατομμύρια αντιφρονούντες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τη δεκαετία του ’30. Οι δίκες της Μόσχας (1936-38) δεν ήταν παρά ο εμφύλιος πόλεμος της γραφειοκρατίας ενάντια στις μάζες, όπου μόνο η μια πλευρά ήταν οπλισμένη κι οργανωμένη, το επιστέγασμα της ολοκληρωτικής απαλλαγής της γραφειοκρατίας από το λαϊκό έλεγχο.

Καθώς εξελίσσονταν τα γεγονότα ωθούσαν τον Τρότσκι να τείνει να οδηγηθεί σε συμπεράσματα που αναιρούν προηγούμενες διατυπώσεις του σχετικά με τη φύση της ΕΣΣΔ, παρόλο που δεν πρόλαβε να αποκτήσει εκείνα τα στοιχεία (που προέκυψαν μετά τον Β’ ΠΠ) που θα τον έκαναν να διατυπώσει μια νέα θεωρία.

Ήταν όμως μήπως προοδευτικό το σταλινικό καθεστώς, επειδή παρ’ όλα αυτά προώθησε την τεράστια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων;

Ο Λένιν έλεγε πως η περίοδος του ιμπεριαλισμού σημαίνει την παρακμή και την αποσύνθεσή του, συμπλήρωνε όμως πως: «Είναι λάθος να πιστεύουμε αυτή η τάση για αποσύνθεση αποκλείει μια γοργή ανάπτυξή του. Ο καπιταλισμός στο σύνολό του αναπτύσσεται πιο γρήγορα από ότι στο παρελθόν, αυτή η ανάπτυξη όμως γίνεται όλο και πιο ανισόμερη, και με την αποδυνάμωση εκείνων των χωρών που είναι πλουσιότερες σε κεφάλαια (όπως πχ η Αγγλία)». (Λένιν, «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» 1916)

Ο ίδιος ο Λένιν μάλιστα είχε «προβλέψει» τα σταλινικά κατορθώματα από την εποχή του 1905 που πίστευε ότι «η δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» θα εκτελέσει τα καθήκοντα της αστικής επανάστασης στη Ρωσία. Είχε πει ότι η δημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία «θα δημιουργήσει τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης του ρωσικού καπιταλισμού, με ρυθμούς ανάλογους με αυτούς των ΗΠΑ».

Αν οι καθυστερημένες χώρες ήταν απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο, θα λέγαμε με σιγουριά ότι ο καπιταλισμός θα έπαιζε σε αυτές προοδευτικό ρόλο. Οι επαναστάτες μαρξιστές πάντως, έπρεπε να παίρνουν το παγκόσμιο σύνολο σαν αφετηρία, οπότε κι έφταναν στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός, οπουδήποτε κι αν υπάρχει, είναι αντιδραστικός. Γιατί το πρόβλημα της ανθρωπότητας σήμερα δεν είναι η περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά, -μπροστά στο φόβο των στρατιωτικών επεμβάσεων, των πογκρόμ, των παγκοσμίων πολέμων, των μαζικών θανάτων από ασθένειες λόγω έλλειψης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της πείνας και της φτώχειας του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού της γης, των πυρηνικών όπλων, των οικολογικών απειλών και καταστροφών,-  για ποιον σκοπό και κάτω από ποιες κοινωνικές σχέσεις θα τις χρησιμοποιήσει.

Κάποιος άλλος μπορεί να ισχυριστεί ότι ο σχεδιασμός στη Ρωσία ήταν ένα στοιχείο που μεταβάλλει τη ρώσικη οικονομία σε προοδευτική. Αλλά εφόσον η εργατική τάξη δεν ήλεγχε την παραγωγή, οι εργάτες δεν ήταν το υποκείμενο του σχεδιασμού, αλλά το αντικείμενό του. Το μεγαλύτερο εργοστάσιο έχει πιο αναπτυγμένο σχεδιασμό από ένα μικρότερο, κι ο κρατικός καπιταλισμός έχει ακόμα πιο αναπτυγμένο –καπιταλιστικό- σχεδιασμό. Αυτό όμως δεν κάνει τις παραγωγικές σχέσεις στις μεγάλες επιχειρήσεις πιο προοδευτικές από ότι στις μικρότερες. Και στις δυο περιπτώσεις ο σχεδιασμός υπαγορεύεται από την τυφλή εξωτερική δύναμη του ανταγωνισμού που υπάρχει ανάμεσα στους ανεξάρτητους παραγωγούς.

Νόμος της Αξίας, Καπιταλιστικές Κρίσεις και ΕΣΣΔ

Όλοι οι μαρξιστές θεωρητικοί πίστευαν ότι αν η συγκέντρωση κεφαλαίου έφτανε σε τέτοιο στάδιο, όπου ένας ή περισσότεροι καπιταλιστές, ή ακόμα και το ίδιο το κράτος,  συγκέντρωναν στα χέρια τους όλο το εθνικό κεφάλαιο, ενώ ο ανταγωνισμός στη διεθνή αγορά συνεχιζόταν, η οικονομία αυτού του κράτους θα εξακολουθούσε να είναι καπιταλιστική.

Τι ισχύει για τον νόμο της αξίας σε ένα τέτοιο κράτος;

Ο νόμος της αξίας ρυθμίζει τις οικονομικές λειτουργίες με άναρχο τρόπο και ισχύει απόλυτα μόνο σε συνθήκες απόλυτα ελεύθερου ανταγωνισμού. Έτσι:

  • Και οι πιο στοιχειώδεις μορφές μονοπωλιακής οργάνωσης αρνούνται σε ένα βαθμό το νόμο της αξίας.
  • Η κρατική παρέμβαση στην οικονομία, αποτελεί καθεαυτή μια επί μέρους άρνηση του νόμου της αξίας, έστω κι αν το κράτος δεν έχει γίνει ακόμα ο θεματοφύλακας των μέσων παραγωγής. Όταν το κράτος παρεμβαίνει και ρυθμίζει την κατανομή κεφαλαίων κι εργατικής δύναμης, την είσπραξη ή την επιλεκτική μη είσπραξη φόρων, τις επιλεκτικές επιδοτήσεις ή αναθέσεις ή μίζες, τις τιμές εμπορευμάτων κλπ, αναιρεί εν μέρει το νόμο της αξίας.
  • Το ίδιο συμβαίνει κι όταν το κράτος γίνεται σημαντικός αγοραστής προϊόντων, πχ για την άμυνα του κράτους.
  • Το τραπεζικό κεφάλαιο παρουσιάζει τη μορφή της κοινής χρηματοδότησης και κατανομής των μέσων παραγωγής σε κοινωνική κλίμακα. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο όταν το κράτος γίνεται ο κύριος επενδυτής χρηματικού κεφαλαίου, και ισχύει στο απόλυτο όταν το καπιταλιστικό κράτος αναλαμβάνει το ίδιο το σύνολο του τραπεζικού συστήματος.
  • Στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, κι ακόμα περισσότερο στον κρατικό καπιταλισμό, τα μέσα παραγωγής δεν ανήκουν πια στο μεμονωμένο καπιταλιστή. Στις μετοχικές εταιρίες το κεφάλαιο παραχωρείται με τη μορφή κοινωνικού κεφαλαίου, καταργείται δηλαδή το κεφάλαιο σαν ατομική ιδιοκτησία, ενώ συνεχίζεται η ατομική ιδιοποίηση.
  • Ο κρατικός καπιταλισμός είναι μια μερική άρνηση της εργατικής δύναμης σαν εμπορεύματος. Για να εμφανιστεί η εργατική δύναμη στην αγορά σαν «καθαρό» εμπόρευμα πρέπει  α) ο εργάτης να είναι απαλλαγμένος από τα μέσα παραγωγής και β) να πουλάει ελεύθερα την εργατική του δύναμη. Κάτω από συνθήκες κρατικής παρέμβασης, πχ στο φασισμό, ο εργάτης δεν είναι πια «ελεύθερος».

ΩΣΤΟΣΟ Η ΜΕΡΙΚΗ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΔΕΝ ΑΠΑΛΑΣΣΕΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ. Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΟΡΦΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ. Η μισθωτή εργασία εξακολουθεί να μετατρέπεται σε κεφάλαιο. Ο συνολικός χρόνος εργασίας της κοινωνίας κι ο συνολικός χρόνος που καταναλώνεται για την παραγωγή ειδών πρώτης ανάγκης καθορίζουν το βαθμό εκμετάλλευσης, το ποσοστό υπεραξίας. Ο συνολικός χρόνος εργασίας που αναλώνεται για την παραγωγή νέων μέσων παραγωγής καθορίζει το ρυθμό συσσώρευσης. Ο καταμερισμός του συνολικού προϊόντος της κοινωνίας ανάμεσα στις διάφορες τάξεις, και τα ποσοστά που διατίθενται για την κατανάλωση και τη συσσώρευση, εξαρτώνται από το νόμο της αξίας. Όπου το κράτος είναι ιδιοκτήτης όλων των μέσων παραγωγής , ενώ η παγκόσμια οικονομία δεν έχει ενοποιηθεί ακόμα, αυτή η εξάρτηση παίρνει την πιο καθαρή κι άμεση μορφή.

Όσον αφορά την ΕΣΣΔ, δύο διακεκριμένοι Σοβιετικοί οικονομολόγοι ,οι Λάπιντους κι Οστροβιτιάνοφ, έγραφαν το 1927: «Ο νόμος της αξίας δεν έχει ακόμα φθαρεί ολότελα… όμως… βρίσκεται στη διαδικασία απονέκρωσής του…».

Το 1943 ωστόσο έσκασε η «βόμβα». Στο θεωρητικό όργανο του Κόμματος «Ποντ Ζναμέμεν Μαρξίσμα», αναφερόταν ότι «…επαναφέρθηκε στα πανεπιστήμιά μας το Μάθημα της Πολιτικής Οικονομίας…κύριο σφάλμα της προηγούμενης διδασκαλίας ήταν ότι αρνιόταν τη λειτουργία του νόμου της αξίας στη σοσιαλιστική κοινωνία».

Και το 1952 ο Στάλιν έγραψε: «…υπάρχει ο νόμος της αξίας… στη χώρα μας, κάτω από το σοσιαλιστικό σύστημα; Ναι! Και υπάρχει και λειτουργεί.» Και συμπλήρωσε , σε αντίθεση με όλη τη μαρξιστική διδασκαλία πάω στο ζήτημα: «Αποτελεί ο νόμος της αξίας τον βασικότερο οικονομικό νόμο του καπιταλισμού; Όχι.»

Δεν επρόκειτο για στροφή 180 μοιρών αλλά για ανοιχτή παραδοχή από τη γραφειοκρατία αρκετών πραγμάτων, που στο παρελθόν δέχονταν στην πράξη, αλλά αρνιόνταν να παραδεχτούν δημόσια, όπως συνέβη και με τον μεγαλορώσικο σωβινισμό, την εξύμνηση των τσαρικών παραδόσεων κι άλλα παρόμοια.

Για τον Μαρξ, η αξία καθορίζεται σαν το κοινό χαρακτηριστικό όλων των εμπορευμάτων στη βάση που ανταλλάσσονται. Τα προϊόντα μόνο σαν εμπορεύματα έχουν ανταλλακτική αξία. Όταν ένα εμπόρευμα αποτελεί αξία, σημαίνει ότι είναι αποτέλεσμα μέρους της συνολικής παραγωγικής δύναμης της κοινωνίας. Ο νόμος της αξίας καθορίζει τη σχέση ανταλλαγής ανάμεσα σε διαφορετικά εμπορεύματα και τον καταμερισμό του συνολικού κοινωνικού χρόνου εργασίας ανάμεσα στις διάφορες επιχειρήσεις. Καθορίζει λοιπόν τη σχέση ανταλλαγής ανάμεσα στην εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα και άλλα εμπορεύματα. Ενώ ο παραγωγός παράγει αξία χρήσης για να ικανοποιήσει μια συγκεκριμένη κοινωνική ανάγκη, ο νόμος της αξίας είναι ο μοναδικός καθοριστικός παράγοντας της διάρκειας του διαθέσιμου εργάσιμου χρόνου της κοινωνίας που πρέπει να ξοδευτεί για την παραγωγή εμπορευμάτων, κι ορίζει την «αναγκαία εργασία» (για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης) και την πρόσθετη εργασία (για την υπεραξία για τον καπιταλιστή).Ο καταμερισμός της εργασίας φέρνει σε επαφή τους ανεξάρτητους παραγωγούς, που δε δέχονται καμιά άλλη εξουσία εκτός απ’ αυτή του ανταγωνισμού, του καταναγκασμού που πηγάζει από την πίεση των αμοιβαίων συμφερόντων, μέσα από την αδιάκοπη αλλαγή της ζήτησης και της προσφοράς που πηγάζουν από τον ανταγωνισμό. Για να ισχύει ο νόμος της αξίας όπως περιγράφουμε παραπάνω, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει απολύτως ελεύθερος ανταγωνισμός ανάμεσα στους ανεξάρτητους παραγωγούς.

Έχει εφαρμογή ο νόμος της αξίας στο καπιταλιστικό μονοπώλιο; Ο μόνος μαρξιστής που ανέλυσε λεπτομερειακά το ζήτημα αυτό είναι ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ στο βιβλίο του «Το χρηματιστικό κεφάλαιο» (1910). Κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ενώ, φαινομενικά η μονοπωλιακή συγχώνευση φαίνεται να αναιρεί τη θεωρία της αξίας (αφού η τιμή πλέον του εμπορεύματος από αντικειμενική γίνεται υποκειμενική, βασισμένη στο συνειδητό παράγοντα), στην ουσία έχουμε μια μερική άρνησή της. Οι σχέσεις ανταλλαγής ανάμεσα στα εμπορεύματα κι ο καταμερισμός του συνολικού χρόνου εργασίας αποτελούν παραλλαγές των ίδιων παραγόντων που θα εμφανίζονταν και κάτω από συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός, αν και δεν είναι απόλυτα ελεύθερος, υπάρχει. Παρά τον σχεδιασμό των μονοπωλίων, ο καταμερισμός εξακολουθεί να είναι αυθαίρετος κι εντελώς διαφορετικός από τον καταμερισμό εργασίας μέσα στο εργοστάσιο.

Κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός κι η θεωρία της αξίας

Έλεγε ο Λένιν: «Όταν οι καπιταλιστές δουλεύουν για την άμυνα, είναι φανερό ότι δεν έχουμε να κάνουμε με γνήσιο καπιταλισμό, αλλά με μια ειδική μορφή εθνικής οικονομίας.»

Στη ναζιστική Γερμανία για παράδειγμα, έμεναν πολύ στενά περιθώρια στους Γερμανούς επιχειρηματίες για αυτόνομη δραστηριότητα. Όπως έγραφε κι ο Χίλφερντινγκ: «Στη Γερμανία…το κράτος καθορίζει το χαρακτήρα της παραγωγής και της συσσώρευσης…»

Αλλά κι αυτή η μορφή «κρατικού καπιταλισμού» συνέχιζε να βρίσκεται στο έλεος τυφλών οικονομικών δυνάμεων. Στη ναζιστική Γερμανία, η προσπάθεια για συσσώρευση κεφαλαίου ή για το χτύπημα των εργατικών δικαιωμάτων καθοριζόταν από την ανταγωνιστική πίεση –στρατιωτική και οικονομική- που ασκούσαν οι αντίπαλες δυνάμεις. Συνεπώς, παρά τις όποιες «παραλλαγές», ο νόμος της αξίας εξακολουθούσε να ισχύει και να καθορίζει τα πάντα.

Στη Σταλινική Ρωσία, αν την εξετάζαμε απομονωμένη από τον παγκόσμιο καπιταλισμό, θα συμπεραίναμε ότι ο νόμος της αξίας δεν ισχύει. Υπήρχε ένας και μοναδικός εργοδότης, η «αλλαγή αφεντικών» και η πώληση του εργάτη είχαν τυπική έννοια, αφού υπήρχαν πολλοί πωλητές (εργατικής δύναμης) και μόνο ένας αγοραστής (η Ρωσία). Ουσιαστικά η Ρωσία λειτουργούσε σαν ένα ενιαίο τεράστιο εργοστάσιο.

Αν εξετάζαμε όμως τη Ρωσία στα πλαίσια της Διεθνούς οικονομίας, θα βλέπαμε ότι οι αποφάσεις της γραφειοκρατίας εξαρτιόταν και παίρνονταν με βάση την παγκόσμια οικονομία και ανταγωνισμό. Στη Ρωσία ήταν διακριτό ένα από τα βασικά γνωρίσματα του καπιταλισμού: «η αναρχία και ο δεσποτισμός όσον αφορά τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας σε ένα εργοστάσιο είναι αμοιβαίες συνθήκες το ένα για το άλλο».

Η οικονομία της Ρωσίας ήταν πολύ καθυστερημένη για να κατακλύσει τις ξένες αγορές με τα προϊόντα της. Οι δικές της αγορές προστατεύονταν από τα ξένα προϊόντα με τη μονοπώληση από το κράτος του εξωτερικού εμπορίου.  Έτσι λοιπόν οι εμπορικοί ανταγωνισμοί δεν ήταν μέχρι τώρα τόσο σημαντικοί όσο οι στρατιωτικοί (τα πράγματα έγιναν διαφορετικά όταν εκδηλώθηκε ο εμπορικός ανταγωνισμός της Ρωσίας με τα κράτη-δορυφόρους της). Έτσι ο διεθνής ανταγωνισμός έπαιρνε κυρίως  στρατιωτική μορφή.

Στις χώρες του παραδοσιακού καπιταλισμού, σε καιρό πολέμου, το βάρος των εξοπλισμών μοιραζόταν σε όλην την οικονομία. Το γνωστό σύνθημα «πρώτα τα κανόνια, μετά το βούτυρο» σήμαινε ότι ο εμπορικός ανταγωνισμός αντικαθίστατο από τον άμεσο στρατιωτικό ανταγωνισμό. Στην πολεμική βιομηχανία δε χρειάζεται να περικοπεί το κόστος παραγωγής προς όφελος του εμπορικού ανταγωνισμού, αλλά το ζητούμενο είναι να αυξηθούν οι αξίες χρήσης, τα όπλα. (Έτσι εξηγείται ότι στη διάρκεια του Β΄ΠΠ προέκυψαν τεχνικές βελτιώσεις που τον καιρό της ειρήνης σκόνταφταν στις αντιδράσεις των μονοπωλίων και των καρτέλ.)

Το αυξημένο ποσοστό εκμετάλλευσης και η ολοένα και μεγαλύτερη υποταγή των εργατών στο ρωσικό κράτος, ώστε να παράγονται περισσότερο κανόνια παρά βούτυρο, μοιραία οδηγούσε στην όλο και πιο έντονη καταπίεση των μαζών.

Ο νόμος της αξίας θα σταματούσε μόνο αν μπορούσε να υπάρξει παγκόσμιος κρατικός καπιταλισμός. Τότε αυτός θα έπαυε να είναι καπιταλισμός και να υπάγεται στο νόμο της αξίας. Όπως κατέληξε κι ο Μπουχάριν στο έργο του «Παγκόσμια Οικονομία και Ιμπεριαλισμός» (1915) , τότε θα προέκυπτε ένα καινούριο –εκμεταλλευτικό- σύστημα που θα βασιζόταν «στις σχέσεις αφέντη προς δούλους, χωρίς σκλαβοπάζαρα». (Βέβαια ο Μπουχάριν, θεωρούσε  απίθανο ένα τέτοιο σενάριο μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας, λόγω της αναμενόμενης πληθώρας εθνικών και κοινωνικών συγκρούσεων.)

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Σύμφωνα με τον Μαρξ και την ανάλυσή του για τις κρίσεις υπερπαραγωγής, ο καπιταλισμός είναι αναγκασμένος να συσσωρεύει όλο και περισσότερο κεφάλαιο. Όμως αυτή η διαδικασία εμποδίζεται από δυο συμπληρωματικούς μα κι αντιφατικούς παράγοντες: α) η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, που σημαίνει ότι οι πηγές για παραπέρα συσσώρευση περιορίζονται, και β) η αύξηση της παραγωγής πέρα από τις δυνατότητες της αγοράς για την απορρόφηση των παραγόμενων προϊόντων. Αν δεν υπήρχε ο πρώτος παράγοντας, η αύξηση των εργατικών μισθών θα ήταν η απάντηση στην κρίση, ενώ αν δεν υπήρχε ο δεύτερος παράγοντας, η  καλύτερη απάντηση θα ήταν ο φασισμός και η συνεχής συμπίεση των μισθών. Σε τελική ανάλυση η αιτία της καπιταλιστικής κρίσης είναι ότι ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού εισοδήματος περνάει στα χέρια της τάξης των καπιταλιστών κι ένα όλο και  μεγαλύτερο κομμάτι δεν ξοδεύεται για την αγορά καταναλωτικών αγαθών, αλλά για την αγορά μέσων παραγωγής και τη συσσώρευση κεφαλαίων. Φυσιολογικά οδηγούμαστε στην υπερπαραγωγή και αυτό οδηγεί στην ανάγκη για περαιτέρω συσσώρευση κι ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό εκμετάλλευσης. Το ποσοστό κέρδους καθορίζει τον ρυθμό συσσώρευσης, αυτός τον βαθμό απασχόλησης, αυτός το ύψος των μισθών, αυτό το ποσοστό κέρδους κ.ο.κ., δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Ένα μεγάλο ποσοστό κέρδους σημαίνει συσσώρευση με γοργό ρυθμό, άρα μεγαλύτερες ευκαιρίες για απασχόληση κι αύξηση των μισθών. Κάποια στιγμή, η αύξηση των μισθών μειώνει το ποσοστό κέρδους κι έτσι επιβραδύνεται η συσσώρευση. Με άλλα λόγια, για αρκετά χρόνια οι επενδύσεις για χτίσιμο νέων εργοστασίων είναι πολύ μεγάλες σε σχέση με την αύξηση της παραγωγής τελικών προϊόντων. Αυτά είναι τα χρόνια της άνθισης. Αργότερα ακολουθεί μια περίοδος που επεκτείνεται η παραγωγή τελικών προϊόντων και πέφτει ο ρυθμός συσσώρευσης-είναι το πρώτο σημάδι της κρίσης. Στη συνέχεια έρχεται η κρίση: η παραγωγή πέφτει σε απελπιστικά επίπεδα ενώ οι επενδύσεις σταματούν.

Αυτή η θεωρία εξηγούσε κι εξηγεί  γιατί, παρά την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, δεν έχουμε μια συνεχή κρίση υπερπαραγωγής, αλλά μια  κυκλική κίνηση της οικονομίας.

Το πιστωτικό-τραπεζικό σύστημα επέτρεψε στον καπιταλισμό να αναπτυχθεί με έναν ρυθμό δίχως προηγούμενο, όμως παράλληλα αύξησε την αστάθεια του συστήματος, εμποδίζοντας τους βιομήχανους να σχηματίζουν μια εικόνα των αληθινών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά. Οι πιστώσεις μπορούσαν να αναβάλουν την απαρχή μιας κρίσης, μόνο και μόνο για να την κάνουν έπειτα πιο βαθιά.

Ένας ακόμα παράγοντας που συμβάλλει στο ξέσπασμα των κρίσεων είναι η ύπαρξη μιας σειράς μεσαζόντων (εμπόρων)- χάρη σε αυτούς μπορεί η παραγωγή να αυξάνεται, χωρίς να αυξάνεται και η πώληση στους καταναλωτές. Τα απούλητα προϊόντα που μένουν σαν απόθεμα στα ράφια των εμπόρων κάνουν τις κρίσεις, όταν έρχονται, ακόμα πιο σοβαρές.

ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ

Έγραφε ο Μπουχάριν για την κρίση υπερπαραγωγής στον κρατικό καπιταλισμό (1915): «Είναι δυνατή η συσσώρευση εδώ; Φυσικά!… Το σταθερό κεφάλαιο αυξάνεται… Αν γίνει κάποιο λάθος στην παραγωγή και παραχθούν περισσότερα καταναλωτικά αγαθά, το πλεόνασμα μπορεί να μοιραστεί αντί να καταστραφεί… Έτσι λοιπόν, ποτέ δεν έχουμε κρίση γενικής υπερπαραγωγής… Η κατανάλωση των καπιταλιστών αποτελεί την κινητήρια δύναμη της παραγωγής και του προγραμματισμού της… Σε αυτήν  την περίπτωση δεν έχουμε μια ιδιαίτερα ταχύρυθμη ανάπτυξη της παραγωγής…». Στην πραγματικότητα, αυτό σήμαινε στασιμότητα της οικονομίας, και η παραγωγή θα έπεφτε σε κατάσταση ληθάργου

Από την άλλη, ο Ρώσος οικονομολόγος Μιχαήλ Τουγκάν- Μπαρανόφσκι έγραφε το 1901, ότι θα μπορούσε να υπάρξει κρατικός καπιταλισμός με υψηλό κι αδιάκοπα ανερχόμενο επίπεδο παραγωγής, παράλληλα με τον ανταγωνιστικό τρόπο διανομής, υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) κάθε άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας να συνοδεύεται παράλληλα από μια αντίστοιχη αύξηση της παραγωγής παραγωγικών μέσων. β) Όλο και περισσότεροι άνθρωποι να απασχολούνται για την παραγωγή μηχανημάτων κλπ (με την προλεταριοποίηση της κοινωνίας), γ) Η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών να μην ξεπερνάει τον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού, την παραγωγική ικανότητα της κοινωνίας και την κατανάλωση των καπιταλιστών. Τότε δεν θα υπήρχε κρίση υπερπαραγωγής, όσο κι αν έπεφτε η αγοραστική δύναμη των μαζών, κατέληγε. Σε ένα ολοκληρωτικό κρατικοκαπιταλιστικό καθεστώς, οι μισθοί μπορούσαν να παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στα κατάλληλα όρια που υπαγορεύονται από τη διαδικασία της εκμετάλλευσης και την κυριαρχία του κεφαλαίου.

Αυτή όμως η «λύση» του οικονομολόγου ήταν εφαρμόσιμη σε έναν κρατικό καπιταλισμό καθυστερημένο σε σχέση με τον παγκόσμιο καπιταλισμό, εφόσον τα παραγωγικά μέσα σπανίζανε, κι εφόσον κατά συνέπεια ήταν επείγουσα, στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού,  η παραγωγή μηχανών που θα παράγουν άλλες μηχανές κ.ο.κ.

Όταν όμως η παραγωγή μηχανών κατάφερνε να εξυψώσει την ρωσική οικονομία στο επίπεδο της οικονομίας του υπόλοιπου κόσμου, θα βρισκόταν αντιμέτωπη με το πρόβλημα της υπερπαραγωγής, και τη στασιμότητα της οικονομίας, στο συμπέρασμα δηλαδή που κατέληγε ο Μπουχάριν.  Η «λύση» του Τούγκαν-Μπαρανόφσκι ήταν εφικτή σε κρατικό καπιταλισμό υπανάπτυκτης χώρας, ενώ ο Μπουχάριν μιλούσε για τον κρατικό καπιταλισμό που κοντεύει να φτάσει στο σημείο κορεσμού των παραγωγικών μέσων. Η πρώτη οδός μιλούσε για πλήρη αποδέσμευση της συσσώρευσης. Η  δεύτερη οδός εξηγούσε ότι η ταχύρυθμη συσσώρευση είναι αδύνατη κι άρα ότι η παραγωγή έπρεπε να μειωθεί. Στην πραγματικότητα και κατ’ αντιστοιχία, η πρώτη αντιπροσώπευε τη φάση οικονομικής ανάκαμψης, ενώ η δεύτερη την κρίση του καπιταλιστικού κύκλου. Όμως και οι δύο «λύσεις» ήταν καθαρό ότι διατηρούσαν τον εργάτη υποχείριο του κεφαλαίου.

Αλλά υπήρχε και μια τρίτη «λύση», η πολεμική οικονομία. Η πολεμική οικονομία ανακουφίζει τις αδυναμίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επίσης ένας πόλεμος οδηγεί σε μαρασμό της συσσώρευσης και καταστροφή κεφαλαίων τεράστιας κλίμακας, κι έτσι ξαναδημιουργείται μια νέα δυνατότητα για συσσώρευση. Άλλωστε η πολεμική οικονομία συνοδεύεται πάντα από κρίση υποπαραγωγής, γιατί η ζήτηση αγαθών ξεπερνάει την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας.

Η θέση που είχαν στο ρώσικο κρατικό καπιταλισμό οι πολεμικές προετοιμασίες και η παραγωγή μέσων παραγωγής, πολύ μπροστά από την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, έκαναν μέχρι τη δεκαετία του ’50 τη Ρωσία ικανή να ακολουθεί τον «δρόμο» Τούγκαν-Μπαρανόφσκι κι όχι τον «δρόμο» Μπουχάριν . Ωστόσο, με βάση  την παγκόσμια οικονομική κατάσταση, εκτιμούσε ο Τόνι Κλιφ πως πλέον η «λύση» της πολεμικής οικονομίας ήταν το μόνο μέσο που είχε στα χέρια της η ρώσικη γραφειοκρατία, μέχρι τον καιρό που είτε ο σοσιαλισμός είτε η βαρβαρότητα θα καθιστούσαν τέτοιου είδους «λύσεις» περιττές.

Σήμερα, το πέρασμα από όλες τις ανωτέρω φάσεις-που αντιστοιχούν στην κλασική ανάκαμψη και κρίση του καπιταλιστικού συστήματος- επιβεβαιώνεται σε μας που έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα για τη διαδρομή της ανόδου και της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης.

(Διαβάστε: Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία, του Τόνι Κλιφ)




O Tροτσκισμός μετά τον Τρότσκι, του Τόνι Κλιφ (II)

 

Κεφάλαιο 2: Κρατικός Καπιταλισμός

 

 

Ο  χαρακτηρισμός της Ρωσίας ως εργατικό κράτος και η μαρξιστική θεωρία για το κράτος

   Η μορφή της ιδιοκτησίας ιδωμένη ανεξάρτητα από τις σχέσεις παραγωγής – μια μεταφυσική αφαίρεση

   Η ρωσική γραφειοκρατία – ένας χωροφύλακας που εμφανίζεται μόνο στη διαδικασία διανομής;

Η σταλινική Ρωσία γίνεται κρατικοκαπιταλιστική.

Τι εμπόδισε τον Τρότσκι να αναθεωρήσει τη θεωρία ότι η Ρωσία είναι εργατικό κράτος;

Ξεκαθαρίζοντας τη φύση του σταλινικού καθεστώτος

Επικήδειος του σταλινικού καθεστώτος

Γιατί επιβίωσε το σταλινικό καθεστώς; Ποια ήταν η φύση των «λαϊκών δημοκρατιών» της Ανατολικής Ευρώπης; Τι έδειξε η δημιουργία τους για τη φύση του σταλινικού καθεστώτος; Η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού προέκυψε μέσα από την προσπάθεια να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα. Οι απαντήσεις χαρακτήρισαν τη σταλινική Ρωσία ως κρατικο-καπιταλιστική χώρα.

Το πρώτο κείμενο με το οποίο η Ρωσία χαρακτηρίστηκε ως κρατικο-καπιταλιστική από τον γράφοντα ήταν ένα πολύ μεγάλο κείμενο 142 σελίδων που γράφτηκε το 1948 με τίτλο «Η ταξική φύση της σταλινικής Ρωσίας». Ωστόσο, για να κατανοήσουμε την ανάπτυξη της θεωρίας είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τις «Λαϊκές Δημοκρατίες», τις χώρες που κατέλαβε ο ρωσικός στρατός στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Ναπολέων είπε: “Ένας στρατός στο εξωτερικό δεν είναι παρά ένα κράτος που κινείται” και αυτό ταιριάζει απόλυτα σε μέρη όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, οι κυβερνήσεις των οποίων δεν ήταν παρά οι προεκτάσεις του ρωσικού κράτους. Ως εκ τούτου, η μελέτη αυτών πρόσφερε μια εικόνα για το καθεστώς της “μητρικής χώρας”.

Αν και μέσα από το πρίσμα των «λαϊκών δημοκρατιών» μπορούσε κανείς να δει ξεκάθαρα τη μορφή της σταλινικής Ρωσίας, ο ισχυρισμός διατυπώθηκε γραπτώς μόνο με την δημοσίευση της «Ταξικής Φύσης της Σταλινικής Ρωσίας». Το 1950 δημοσιεύτηκε το κείμενο “Η ταξική Φύση των λαϊκών δημοκρατιών”. Ως αφετηρία έπαιρνε ότι αν τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης ήταν πραγματικά εργατικά κράτη τότε έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί εκεί μια κοινωνική επανάσταση. Αντίθετα αν δεν είχε συμβεί κοινωνική επανάσταση, τότε η φύση των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών έπρεπε να επανεκτιμηθεί.

Η συζήτηση χτίστηκε γύρω από τη θεωρία του κράτους του Μαρξ και του Λένιν. Ο Μαρξ επαναλάμβανε συχνά την ιδέα ότι η πολιτική υπεροχή της εργατικής τάξης αποτελεί προϋπόθεση για την οικονομική της υπεροχή. Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να κατέχουν τα μέσα παραγωγής συλλογικά – δηλαδή να αποτελούν  οικονομικά την άρχουσα τάξη –παρά μόνο αν το κράτος που κατέχει και ελέγχει τα μέσα παραγωγής βρεθεί στα χέρια τους. με άλλα λόγιαμόνο αν το προλεταριάτο έχει την πολιτική εξουσία.

Από αυτή την άποψη, το προλεταριάτο διαφέρει θεμελιωδώς από την αστική τάξη. Η τελευταία έχει την άμεση ιδιοκτησία του πλούτου. Επομένως, ανεξάρτητα από τη μορφή της κυβέρνησης, όσο η αστική τάξη δεν απαλλοτριωθεί, δεν παύει να είναι η άρχουσα τάξη. Ένας καπιταλιστής μπορεί να κατέχει την περιουσία του σε μια φεουδαρχική μοναρχία, σε μια αστική δημοκρατία, σε μια φασιστική δικτατορία, υπό στρατιωτική διακυβέρνηση, υπό τους Ροβεσπιέρο, Χίτλερ, Τσόρτσιλ ή Άτλι. Αντίθετα οι εργαζόμενοι χωρίζονται από τα μέσα παραγωγής και αυτό είναι το γεγονός που τις καθιστά μισθωτούς σκλάβους . Αν προκύψει μια κατάσταση όπου το κράτος είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, αλλά είναι απολύτως αποξενωμένο από την εργατική τάξη, δεν μπορεί παρά να είναι (το κράτος, στΜ) η άρχουσα τάξη. [38]

Λίγα λόγια από τους μεγάλους μαρξιστές στοχαστές φωτίζουν αυτά τα σημεία. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο γράφει:

«… το πρώτο βήμα της επανάστασης από την εργατική τάξη είναι να ανυψώσει το προλεταριάτο στη θέση της άρχουσας τάξης, να κερδίσει τη μάχη για τη δημοκρατία.Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του υπεροχή για να απομακρύνει βαθμιαία όλο το κεφάλαιο από την αστική τάξη, να συγκεντρώσει όλα τα μέσα παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλ. του προλεταριάτου οργανωμένου ως κυρίαρχη τάξη …»[39]

Η προλεταριακή επανάσταση είναι η νίκη στη «μάχη για τη δημοκρατία». Το εργατικό κράτος είναι “το προλεταριάτο οργανωμένο ως κυρίαρχη τάξη”. Πώς θα μπορούσε μια σταλινική “κοινωνική επανάσταση” που επιβλήθηκε από τα τανκς του Κόκκινου Στρατού εξ ολοκλήρου «από έξω» να ταιριάζει με τη μαρξιστική αντίληψη του συνειδητού ρόλου της εργατικής τάξης στην επανάσταση;

Ο Μαρξ επανέλαβε εκατοντάδες φορές ότι η προλεταριακή επανάσταση είναι η συνειδητή δράση της ίδιας της εργατικής τάξης. Επομένως, εάν δεχόμασταν ότι οι «Λαϊκές Δημοκρατίες» ήταν εργατικά κράτη,  έπρεπε να αρνηθούμε αυτό που έλεγαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς για τη σοσιαλιστική επανάσταση, πως ήταν «η ιστορία που αποκτούσε συνείδηση του εαυτού της». Το ίδιο ισχύει και για τη δήλωση του Ένγκελς:

«Είναι μόνο από αυτό το σημείο [από τη σοσιαλιστική επανάσταση] που οι άνθρωποι, με πλήρη συνείδηση, θα γράψουν τη δική τους ιστορία. Μόνο από αυτό το σημείο που τα κοινωνικά αίτια που τίθενται σε κίνηση από τους ανθρώπους θα έχουν, κυρίαρχα και με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό, τις συνέπειες που επιθυμούν οι άνθρωποι. Είναι το άλμα της ανθρωπότητας από το βασίλειο της ανάγκης προς το βασίλειο της ελευθερίας». [40]

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, επίσης, πρέπει να είχε κάνει λάθος κατά τη συνόψιση αυτού που όλοι οι μαρξιστές δάσκαλοι έγραψαν για τον ρόλο της προλεταριακής συνείδησης σε μια επανάσταση:

«Σε όλους τους ταξικούς αγώνες του παρελθόντος, που πραγματοποιούνταν όμως προς όφελος μειοψηφιών και στις οποίες, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μαρξ, «όλη η εξέλιξη λάμβανε χώρα σε αντίθεση με τις πλατιές λαϊκές μάζες», μία από τις βασικές προϋποθέσεις της δράσης ήταν η αγνόηση αυτών των μαζών σε σχέση με τους πραγματικούς στόχους του αγώνα, το υλικό του περιεχόμενο και τα όριά του. Αυτή η αντίθεση ήταν στην πραγματικότητα η ιδιαίτερη ιστορική βάση του «ηγετικού ρόλου» της «φωτισμένης» αστικής τάξης, η οποία αντιστοιχούσε στον ρόλο των μαζών ως υποκινούμενων οπαδών. Όμως, όπως γράφει ο Μαρξ ήδη από το 1845, «καθώς η ιστορική δράση βαθαίνει, ο αριθμός των μαζών που εμπλέκονται (στην ταξική πάλη, στΜ) πρέπει να αυξηθεί». Ο ταξικός αγώνας του προλεταριάτου είναι το «βαθύτερο σημείο» όλων των ιστορικών δράσεων μέχρι σήμερα, αγκαλιάζει το σύνολο των κατώτερων στρωμάτων του λαού και, από τη στιγμή που η κοινωνία χωρίστηκε σε τάξεις, είναι το πρώτο κίνημα που εκφράζει τα πραγματικά συμφέροντα των μαζών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η διαφώτιση των μαζών όσον αφορά τα καθήκοντα και τις μεθόδους τους αποτελεί απαραίτητη ιστορική προϋπόθεση για τη σοσιαλιστική δράση, όπως και στις προηγούμενες περιόδους η άγνοια των μαζών ήταν η προϋπόθεση για τη δράση των κυρίαρχων τάξεων.» [41]

Ο Πάμπλο και ο Μαντέλ επεδίωξαν να προσεγγίσουν αυτό το πρόβλημα μιλώντας για ένα “Μπισμαρκικό δρόμο ανάπτυξης” της προλεταριακής επανάστασης, συγκρίνοντάς τη με τον τρόπο που ο γερμανικός καπιταλισμός αναπτύχθηκε κάτω από την πολιτική κυριαρχία του Καγκελάριου αυτοκράτορα και των παλιών γαιοκτημόνων – των Γιούνκερς. Αυτοί οι τροτσκιστές ήλπιζαν να αποδείξουν ότι η προλεταριακή κοινωνική επανάσταση θα μπορούσε να μεταδοθεί χωρίς την επαναστατική δράση του ίδιου του προλεταριάτου από μια κρατική γραφειοκρατία με «τη δική της δυναμική». Αυτή η ιδέα οδηγούσε στα πιο συγκλονιστικά συμπεράσματα. Είναι αλήθεια ότι η μπουρζουαζία πήρε την εξουσία με πολλούς και διάφορους τρόπους. Στην πραγματικότητα υπήρξε μόνο μία καθαρή περίπτωση στην οποία έφεραν στο φως έναν επαναστατικό αγώνα ενάντια στη φεουδαρχία –κι αυτή ήταν στη Γαλλία μετά το 1789. Στην περίπτωση της Αγγλίας, έκαναν συμβιβασμούς με τους φεουδάρχες γαιοκτήμονες. Στη Γερμανία και την Ιταλία, την Πολωνία και τη Ρωσία, την Κίνα και τη Νότια Αμερική, ήρθαν στην εξουσία χωρίς επαναστατικό αγώνα. Στην Αμερική, η σχεδόν πλήρης ανυπαρξία φεουδαρχικών υπολειμμάτων επέτρεψε στην μπουρζουαζία να αποφύγει έναν αντι-φεουδαρχικό επαναστατικό αγώνα.

Ο «Μπισμαρκικός δρόμος» δεν ήταν η εξαίρεση για την αστική τάξη, αλλά σχεδόν ο κανόνας. Η Γαλλία ήταν η εξαίρεση. Αν ωστόσο η προλεταριακή επανάσταση δεν επιτυγχάνεται υποχρεωτικά από τη δράση της ίδιας της εργατικής τάξης, αλλά από μια κρατική γραφειοκρατία, τότε η ρωσική επανάσταση θα ήταν αναπόφευκτα η εξαίρεση, ενώ ο «Μπισμαρκικός δρόμος» θα ήταν ο κανόνας. Το συμπέρασμα που έβγαινε ήταν ότι δεν θα χρειαζόταν καμία ανεξάρτητη  επαναστατική ηγεσία (από τους τροτσκιστές).

Επιπλέον, η άνοδος της αστικής τάξης επιτεύχθηκε με την κινητοποίηση των μαζών και έπειτα με την εξαπάτηση τους – είτε στην περίπτωση των γαλλικών αβράκωτων είτε σε αυτή των στρατιωτών του Μπίσμαρκ. Εάν μια προλεταριακή επανάσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί με αυτόν τον τρόπο, ο νόμος της μικρότερης αντίστασης σήμαινε ότι η ιστορία θα επέλεγε την πορεία της επανάστασης που πραγματοποιούν οι μικρές μειοψηφίες, εξαπατώντας τις μεγάλες πλειοψηφίες. [42]

Το κείμενο «Η ταξική φύση των λαϊκών δημοκρατιών» τελείωνε επισημαίνοντας ότι αν και τα μέλη της τέταρτης Διεθνούς επαναλάμβαναν τα βασικά μαρξιστικά συμπεράσματα – η απελευθέρωση της εργατικής τάξης μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από την ίδια την εργατική τάξη, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την αστική κρατική μηχανή αλλά πρέπει να την καταστρέψουν και να δημιουργήσουν ένα νέο κράτος βασισμένο στην εργατική δημοκρατία (σοβιέτ, κ.λπ.) – συνέχισαν να αποκαλούν  εργατικά κράτη τις «λαϊκές δημοκρατίες».

Ο λόγος γι ‘αυτό ήταν η αντίληψη της Ρωσίας ως εκφυλισμένο εργατικό κράτος. Αν η Ρωσία μπορούσε να είναι ένα εργατικό κράτος, παρόλο που οι εργαζόμενοι ήταν χωρισμένοι από τα μέσα παραγωγής, δεν είχαν λόγο στη λειτουργία της οικονομίας και του κράτους και υπακούαν στην πιο τερατώδη γραφειοκρατική και στρατιωτική κρατική μηχανή, τότε δεν υπήρχε λόγος για τον οποίο οι επαναστάσεις των εργατών και η ίδρυση νέων εργατικών κρατών δεν θα έπρεπε να πραγματοποιούνται χωρίς την ανεξάρτητη, συνειδητή δράση  της εργατικής τάξης, δεν υπήρχε λόγος για τον οποίο δεν θα έπρεπε να γίνονται χωρίς τη συντριβή των υπαρκτών γραφειοκρατικών και στρατιωτικών μηχανισμών. Θα ήταν αρκετό η γραφειοκρατία να απαλλοτριώσει την αστική τάξη διατηρώντας παράλληλα τους εργαζόμενους “στη θέση τους” για να ολοκληρωθεί η μετάβαση από τον καπιταλισμό σε ένα εργατικό κράτος.

Εάν η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία της επανάστασης αναποδογυριζόταν όταν οι «λαϊκές δημοκρατίες» θεωρούνταν κάποιο είδος εργατικών κρατών, ποια ήταν η φύση του ίδιου του εργατικού κράτους; [43]

Το σημείο εκκίνησης για την ανάλυση αυτού του ζητήματος ήταν μια κριτική εξέταση του ορισμού του Τρότσκι για τη Ρωσία ως εκφυλισμένο εργατικό κράτος. Μπορεί ένα κράτος που δεν υπόκειται στον έλεγχο των εργαζομένων να είναι ένα εργατικό κράτος;

Στα έργα του Τρότσκι βρίσκουμε δύο διαφορετικούς και αρκετά αντιφατικούς ορισμούς ενός εργατικού κράτους. Σύμφωνα με τον έναν, το κριτήριο για το εργατικό κράτος είναι το αν το προλεταριάτο έχει άμεσο ή έμμεσο έλεγχο, ανεξάρτητα από το πόσο περιορισμένος είναι, πάνω στην κρατική εξουσία: δηλαδή εάν το προλεταριάτο μπορεί να απαλλαγεί από τη γραφειοκρατία μόνο με μεταρρύθμιση, χωρίς την ανάγκη επανάστασης. Το 1931 έγραψε:

«Η αναγνώριση του σημερινού σοβιετικού κράτους ως εργατικού κράτους σημαίνει όχι μόνο ότι η αστική τάξη μπορεί να κατακτήσει την εξουσία με κανέναν άλλο  τρόπο παρά μόνο με ένοπλη εξέγερση αλλά επίσης και ότι το προλεταριάτο της ΕΣΣΔ δεν έχει χάσει τη δυνατότητα να υποτάξει τη γραφειοκρατία στα συμφέροντά του ή τη δυνατότητα μεταρρύθμισης του κόμματος και «επισκευής» του δικτατορικού καθεστώτος», χωρίς μια νέα επανάσταση, μόνο με τις μεθόδους και τον δρόμο της μεταρρύθμισης». [44]

Ο Τρότσκι εξέφρασε αυτήν την ιδέα με μεγαλύτερη σαφήνεια σε μια επιστολή που πιθανότατα γράφτηκε στα τέλη του 1928, όπου έγραφε απαντώντας στην ερώτηση: “Είναι ο εκφυλισμός του κομματικού μηχανισμού και της σοβιετικής εξουσίας γεγονός;”

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εκφυλισμός του σοβιετικού μηχανισμού είναι πολύ πιο προχωρημένος από ότι στον μηχανισμό του κόμματος. Παρ ‘όλα αυτά, το κόμμα αποφασίζει. Προς το παρόν, αυτό σημαίνει ο κομματικός μηχανισμός. Το ερώτημα επιστρέφει λοιπόν στο ίδιο σημείο: είναι ο προλεταριακός πυρήνας του κόμματος, βοηθούμενος από την εργατική τάξη, ικανός να θριαμβεύσει επί της αυτοκρατορίας του κομματικού μηχανισμού που συγχωνεύεται με τον κρατικό μηχανισμό; Όποιος απαντά εκ των προτέρων ότι δεν είναι ικανός, μιλά όχι μόνο για την αναγκαιότητα ενός νέου κόμματος με νέες αρχές, αλλά και για την αναγκαιότητα μιας δεύτερης και νέας προλεταριακής επανάστασης» [45].

Αργότερα στην ίδια επιστολή ο Τρότσκι λέει:

«Εάν το κόμμα είναι ένα πτώμα, ένα νέο κόμμα πρέπει να χτιστεί από ένα νέο σημείο, και η εργατική τάξη πρέπει να ενημερωθεί γι’ αυτό ανοιχτά. Εάν ολοκληρωθεί το Θερμιδώρ (το αντιδραστικό κίνημα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης που σταμάτησε και αντέστρεψε τη διαδικασία της επανάστασης) και αν η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ήδη διαλυμένη, πρέπει να ανοίξουμε τα πανό της δεύτερης προλεταριακής επανάστασης. Έτσι θα ενεργούσαμε εάν ο δρόμος της μεταρρύθμισης, τον οποίο υπερασπιζόμαστε, αποδεινκυόταν αδύνατος.» [46]

Ο δεύτερος ορισμός του Τρότσκι ακολουθούσε ένα ριζικά διαφορετικό κριτήριο. Ανεξάρτητα από το πόσο ανεξάρτητη ήταν η κρατική μηχανή από τις μάζες, ακόμα κι αν ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούμε από τη γραφειοκρατία ήταν η επανάσταση, εφόσον τα μέσα παραγωγής ανήκαν στο κράτος, το κράτος παρέμενε ένα εργατικό κράτος με το προλεταριάτο ως  άρχουσα τάξη.

Από αυτό πρέπει να αντληθούν τρία συμπεράσματα:

Α) Ο δεύτερος ορισμός του Τρότσκι για το εργατικό κράτος αρνείται τον πρώτο.

Β)  Αν ο δεύτερος ορισμός είναι σωστός, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο έκανε λάθος όταν διακήρυττε ότι «το πρώτο βήμα της επανάστασης από την εργατική τάξη είναι να ανυψώσει το προλεταριάτο στη θέση της άρχουσας τάξης». Επιπλέον, ούτε η Παρισινή Κομμούνα, ούτε η μπολσεβίκικη δικτατορία (του προλεταριάτου, στΜ) ήταν εργατικά κράτη, καθώς η πρώτη δεν κρατικοποίησε τα μέσα παραγωγής και η δεύτερη δεν το έκανε για ένα χρονικό διάστημα.

Γ) Εάν το κράτος είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής και οι εργαζόμενοι δεν το ελέγχουν, δεν κατέχουν τα μέσα παραγωγής – δηλαδή δεν είναι η άρχουσα τάξη. Ο πρώτος ορισμός το παραδέχεται αυτό, ο δεύτερος το αποφεύγει, αλλά δεν το διαψεύδει.

Ο ορισμός της Ρωσίας ως εργατικό κράτος και η μαρξιστική θεωρία για το κράτος

Η υπόθεση ότι η Ρωσία ήταν ένα εκφυλισμένο εργατικό κράτος οδήγησε αναπόφευκτα σε συμπεράσματα που έρχονται σε άμεση αντίφαση με τη μαρξιστική αντίληψη του κράτους. Μια ανάλυση του ρόλου αυτού που ο Τρότσκι αποκαλούσε την πολιτική επανάσταση και κοινωνική αντεπανάσταση θα το αποδείξει.

Κατά τη διάρκεια των αστικών πολιτικών επαναστάσεων, όπως για παράδειγμα οι γαλλικές επαναστάσεις του 1830 και του 1848, η μορφή της κυβέρνησης άλλαξε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αλλά το είδος του κράτους παρέμεινε το ίδιο – «ειδικά όργανα ενόπλων, φυλακών κλπ.» ανεξάρτητα από τον λαό και στην υπηρεσία της αστικής τάξης.

Ωστόσο, υπάρχει αναγκαστικά πολύ πιο στενή σχέση μεταξύ περιεχομένου και μορφής σε ένα εργατικό κράτος απ ‘ό, τι σε οποιοδήποτε άλλο κράτος. Επομένως, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι οι πολιτικές επαναστάσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν σε ένα εργατικό κράτος, ένα πράγμα είναι σαφές –ότι το ίδιο το εργατικό κράτος πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει μετά την προλεταριακή πολιτική επανάσταση όπως και πριν. Εάν η Ρωσία ήταν πράγματι ένα εργατικό κράτος, τότε αν το εργατικό κόμμα πραγματοποιούσε μια μεγάλη “εκκαθάριση” σε μια πολιτική επανάσταση, μπορούσε και να χρησιμοποιήσει την υπάρχουσα κρατική μηχανή. Από την άλλη πλευρά, για την αποκατάσταση της, η πρώην αστική τάξη δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την υπάρχουσα κρατική μηχανή, αλλά θα αναγκαζόταν να την συντρίψει και να χτίσει ένα άλλο κράτος πάνω στα ερείπια της.

Πού βρίσκονται αυτές οι συνθήκες στη Ρωσία; Το να θέσουμε αυτό το ερώτημα σωστά προσφέρει το μισό της απάντησης. Εάν η αστική τάξη ερχόταν στην εξουσία, θα μπορούσε σίγουρα να χρησιμοποιήσει την KGB, τον τακτικό στρατό και ούτω καθεξής. Είναι προφανές ότι ένα επαναστατικό κόμμα δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ούτε την KGB ούτε τη γραφειοκρατία ούτε τον τακτικό στρατό. Το επαναστατικό κόμμα θα έπρεπε να τσακίσει το υπάρχον κράτος και να το αντικαταστήσει με σοβιέτ, λαϊκές πολιτοφυλακές κλπ.

Ο Τρότσκι απέφυγε εν μέρει να εφαρμόσει τα μαθήματα της μαρξιστικής θεωρίας για το κράτος λέγοντας ότι το επαναστατικό κόμμα θα ξεκινούσε με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στα συνδικάτα και στα σοβιέτ. [47] Αλλά στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν ούτε συνδικάτα ούτε σοβιέτ στη Ρωσία, στα οποία θα μπορούσε να αποκατασταθεί η δημοκρατία. Ένα εργατικό κράτος δεν θα μπορούσε να αποκατασταθεί με τη μεταρρύθμιση της σταλινικής κρατικής μηχανής, αλλά με την καταστροφή της και την οικοδόμηση μιας νέας.

Αν το προλεταριάτο έπρεπε να τσακίσει την υπάρχουσα κρατική μηχανή όταν έφτανε στην εξουσία, ενώ η μπουρζουαζία μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει, τότε η Ρωσία δεν ήταν εργατικό κράτος. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι τόσο το προλεταριάτο όσο και η αστική τάξη θα χρειαζόταν να προχωρήσουν μια «εκκαθάριση της κρατικής συσκευής» (που αναγκαστικά συνεπαγόταν πολύ βαθιές αλλαγές ώστε να την μεταβάλουν ποιοτικά), πρέπει να καταλήξουμε και πάλι στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία δεν ήταν εργατικό κράτος.

Το να πιστεύουμε ότι το προλεταριάτο και η αστική τάξη μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον ίδιο κρατικό μηχανισμό ως εργαλείο για την κυριαρχία τους ισοδυναμούσε με την άρνηση του επαναστατικού περιεχομένου της θεωρίας για το κράτος, όπως εκφράστηκε από τον ίδιο τον Μαρξ, τον Ένγκελς, τον Λένιν και τον Τρότσκι.

Η μορφή της ιδιοκτησίας ιδωμένη ανεξάρτητα από τις σχέσεις παραγωγής – μια μεταφυσική αφαίρεση

Ένα χαρακτηριστικό της Ρωσίας που υπογράμμιζε ο Τρότσκι για να αποδείξει ότι αποτελεί ένα εργατικό κράτος (έστω εκφυλισμένο) ήταν η απουσία ιδιωτικής περιουσίας μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, παράλληλα αποτελεί αξίωμα για τον μαρξισμό ότι το να εξετάζουμε την ιδιωτική ιδιοκτησία ανεξάρτητα από τις σχέσεις παραγωγής ισοδυναμεί με μια υπερ-ιστορική αφαίρεση.

Η ανθρώπινη ιστορία γνώρισε την ιδιωτική ιδιοκτησία του συστήματος των σκλάβων, του φεουδαρχικού συστήματος, του καπιταλιστικού συστήματος, τα οποία διαφέρουν θεμελιωδώς μεταξύ τους. Ο Μαρξ διακωμωδούσε την προσπάθεια του Προυντόν να ορίσει την ιδιωτική ιδιοκτησία ανεξάρτητα από τις σχέσεις παραγωγής:

«Σε κάθε ιστορική εποχή, η ιδιοκτησία εξελίχθηκε διαφορετικά και κάτω από ένα σύνολο εντελώς διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, το να προσδιορίσουμε την αστική ιδιοκτησία δεν σημαίνει τίποτα λιγότερο από το να εξετάσουμε όλες τις κοινωνικές σχέσεις της αστικής παραγωγής. Το να προσπαθήσουμε να δώσουμε έναν ορισμό της ιδιοκτησίας ως μια ανεξάρτητη σχέση, μια ξεχωριστή κατηγορία – μια αφηρημένη διαχρονική και αμετάβλητη έννοια- δεν μπορεί να είναι τίποτα περισσότερο από μια μεταφυσική ή νομική ψευδαίσθηση» [48]

Ο καπιταλισμός ως σύστημα είναι το συνολικό άθροισμα των σχέσεων παραγωγής. Όλες οι έννοιες που εκφράζουν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στην καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής – αξία, τιμή, μισθοί κλπ. αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της. Ήταν οι νόμοι της εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος που καθόρισαν τον χαρακτήρα της καπιταλιστικής ιδιωτικής ιδιοκτησίας στο ιστορικό της πλαίσιο και τη διαφοροποίησαν από άλλα είδη ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ο Προυντόν, ο οποίος απέκοπτε  τη μορφή της ιδιοκτησίας από τις σχέσεις παραγωγής, «ξεμπέρδευε με όλες αυτές τις οικονομικές σχέσεις [τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής] με τη γενική νομική αντίληψη περί «περιουσίας».» Επομένως, «ο Προυντόν δεν μπορούσε να φτάσει πέρα από την απάντηση που έδινε κι ο Μπρισό, σε ένα παρόμοιο κείμενο, ήδη πριν από το 1789, με τα ίδια λόγια: «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή». »[49]

Το ότι μια μορφή ιδιωτικής ιδιοκτησίας μπορεί να έχει διαφορετικό ιστορικό χαρακτήρα από μια άλλη, ότι μπορεί να αποτελεί το κάστρο της μιας τάξης από την άλλη, έγινε σαφές από τον Μαρξ. Ότι το ίδιο μπορεί να ισχύει και για την κρατική ιδιοκτησία δεν ήταν τόσο προφανές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ιστορία έγινε μάρτυρας ταξικών αγώνων,ως επί το πλείστον, με βάση την ιδιωτική ιδιοκτησία. Οι περιπτώσεις ταξικής διαφοροποίησης που δεν βασίστηκαν στην ιδιωτική ιδιοκτησία δεν είναι πολλές και, γενικά, δεν είναι πολύ γνωστές. Παρ ‘όλα αυτά υπάρχουν.

Για παράδειγμα, ας εξετάσουμε ένα κεφάλαιο από την ιστορία της Ευρώπης: την καθολική εκκλησία του Μεσαίωνα. Η εκκλησία είχε τεράστιες εκτάσεις γης όπου εργάζονταν εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες. Οι σχέσεις μεταξύ της εκκλησίας και των αγροτών ήταν οι ίδιες φεουδαρχικές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ του φεουδάρχη-γαιοκτήμονα και των αγροτών του. Η εκκλησία ως τέτοια ήταν φεουδαρχική. Ταυτόχρονα, κανένας από τους επισκόπους, τους καρδινάλιους κλπ., δεν είχε ατομικά δικαιώματα επί της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας. Ήταν οι σχέσεις παραγωγής που καθόριζαν τον χαρακτήρα της φεουδαρχικής τάξης της ιδιοκτησίας της εκκλησίας, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν ιδιωτική.

Η ρωσική γραφειοκρατία – ένας χωροφύλακας που εμφανίζεται μόνο στη διαδικασία διανομής;

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της θεωρίας του Τρότσκι για τη Ρωσία ως εκφυλισμένο εργατικό κράτος ήταν ότι το σταλινικό καθεστώς δεν αποτελούσε νέα κυρίαρχη τάξη. Αντ ‘αυτού, έπαιζε τον ρόλο της γραφειοκρατίας, όμοιο με αυτόν των συνδικαλιστικών ηγετών. Πίστευε ότι αυτό συνέβη επειδή στη Ρωσία η έλλειψη αγαθών υποχρέωσε τους αγοραστές να «περιμένουν στην ουρά» και η λειτουργία της γραφειοκρατίας ήταν αυτή του χωροφύλακα που επέβλεπε την ουρά.

Ήταν έτσι; Ήταν η λειτουργία της γραφειοκρατίας περιορισμένη στη διαδικασία διανομής ή ήταν παρούσα στη διαδικασία της παραγωγής στο σύνολό της, της οποίας η διανομή απλώς αποτελούσε δευτερεύον συστατικό; Το θέμα αυτό έχει τεράστια θεωρητική σημασία.

Πριν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, ας εξετάσουμε τι σκεφτόταν ο Μαρξ για τη σχέση μεταξύ των σχέσεων παραγωγής και διανομής. Ο Μαρξ έγραψε:

«Για το μεμονωμένο άτομο, η διανομή εμφανίζεται ως νόμος που επιβάλλεται από την κοινωνία που καθορίζει τη θέση του στη σφαίρα της παραγωγής, μέσα στην οποία παράγει και επομένως ως κάτι που προηγείται της παραγωγής. Στην αρχή το άτομο δεν έχει κεφάλαιο, διαθέτει ιδιοκτησία γης. Από τη γέννησή του προορίζεται για τη μισθωτή εργασία από τις κοινωνικές δυνάμεις της διανομής. Αλλά αυτή η η ιδιαίτερη συνθήκη του προορισμού για τη μισθωτή εργασία  είναι το αποτέλεσμα της ύπαρξης κεφαλαίου και ακίνητης περιουσίας ως ανεξάρτητων παραγόντων παραγωγής.Από την άποψη της κοινωνίας στο σύνολό της, η διανομή φαίνεται να προηγείται και να καθορίζει την παραγωγή και με έναν άλλο τρόπο, ας πούμε ως προ-οικονομικό γεγονός. Ένας κατακτητικός λαός μοιράζει τη γη μεταξύ των κατακτητών, δημιουργώντας έτσι μια ορισμένη διαίρεση και μορφή ιδιοκτησίας της γης και καθορίζοντας τον χαρακτήρα της παραγωγής,  ή μετατρέπει τους κατακτημένους λαούς σε σκλάβους και έτσι καθιστά τη εργασία των σκλάβων  βάση της παραγωγής. Ή ένα έθνος, με την επανάσταση, χωρίζει τα μεγάλα κτήματα σε μικρά αγροτεμάχια και με μια  νέα διανομή προσδίδει στην παραγωγή έναν νέο χαρακτήρα. Ή η νομοθεσία διαιωνίζει την ιδιοκτησία γης από τις μεγάλες οικογένειες και την κατανομή των εργαζομένων ως κληρονομικό προνόμιο και αυτό εντάσσει τους γαιοκτήμονες σε κάστες. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, και έχουν υπάρξει όλες ιστορικά, δεν είναι η διανομή που φαίνεται να οργανώνεται και να καθορίζεται από την παραγωγή, αλλά αντίθετα, η παραγωγή από τη διανομή.

Στην πιο ρηχή αντίληψη της διανομής, η τελευταία αφορά τη διανομή των προϊόντων και, ως εκ τούτου, θεωρείται πιο απομακρυσμένη και σχεδόν ανεξάρτητη από την παραγωγή. Αλλά πριν η διανομή σημάνει διανομή προϊόντων, υπάρχει μια άλλη «διανομή», η κατανομή των μελών της κοινωνίας μέσα στα διάφορα είδη παραγωγής (η υποβολή ατόμων σε συγκεκριμένες συνθήκες της παραγωγής). Η διανομή των προϊόντων είναι προφανώς αποτέλεσμα αυτής της διανομής, η οποία συνδέεται με τη διαδικασία παραγωγής και καθορίζει την ίδια την οργάνωση της τελευταίας.»[50]

Αυτό το απόσπασμα από τον Μαρξ, η ουσία του οποίου επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά σε όλα τα έργα του, αρκεί ως σημείο εκκίνησης για την ανάλυση του ρόλου της σταλινικής γραφειοκρατίας στην οικονομία.

Μήπως η γραφειοκρατία διαχειριζόταν μόνο τη διανομή μέσων κατανάλωσης μεταξύ των ανθρώπων ή διαχειριζόταν παράλληλα και τη διανομή ανθρώπων στη διαδικασία παραγωγής; Μήπως η γραφειοκρατία ασκούσε μονοπώλιο μόνο στον έλεγχο της διανομής ή και στον έλεγχο των μέσων παραγωγής; Διένειμε μόνο τα μέσα κατανάλωσης ή και τον συνολικό χρόνο εργασίας της κοινωνίας μεταξύ συσσώρευσης και κατανάλωσης, μεταξύ παραγωγής μέσων παραγωγής και μέσων κατανάλωσης; Οι σχέσεις παραγωγής που επικρατούσαν στη Ρωσία δεν καθορίζανε τις σχέσεις διανομής που αποτελούσαν μέρος αυτών; Αυτές οι ερωτήσεις απαντώνται εξετάζοντας το ιστορικό αρχείο.

Η σταλινική Ρωσία γίνεται κρατικoκαπιταλιστική

Η ανάλυση του καπιταλισμού από τον Μαρξ περιλαμβάνει μια θεωρία των σχέσεων μεταξύ των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευόμενων και μεταξύ των ίδιων των εκμεταλλευτών. Τα δύο κύρια χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι ο διαχωρισμός των εργαζομένων από τα μέσα παραγωγής και ο μετασχηματισμός της εργατικής δύναμης σε ένα εμπόρευμα το οποίο πρέπει να πουλάνε οι εργαζόμενοι για να ζήσουν και η επανεπένδυση της υπεραξίας – το κεφάλαιο –που επιβάλλεται στους μεμονωμένους καπιταλιστές από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά ήταν χαρακτηριστικά της Σοβιετικής Ένωσης κατά το πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο (1928-32). Η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας κατά την περίοδο αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό ανάλογη με την απαλλοτρίωση της αγγλικής αγροτιάς –τις περιφράξεις που ανέλυσε ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», στο κεφάλαιο«Πρωταρχική Συσσώρευση Κεφαλαίου». Και στις δύο περιπτώσεις οι άμεσοι παραγωγοί στερήθηκαν τη γη και, ως εκ τούτου, αναγκάστηκαν να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη.

Αλλά δέχτηκε η ρωσική οικονομία να συσσωρεύσει κεφάλαιο; Πάνω σε αυτό το ζήτημα έγραφα τα εξής:

«Το σταλινικό κράτος αντιμετωπίζει τον συνολικό χρόνο εργασίας της ρωσικής κοινωνίας όπως αντιμετωπίζει ένας εργοστασιάρχης την εργασία των υπαλλήλων του. Με άλλα λόγια, σχεδιάζει τον καταμερισμό εργασίας. Αλλά τι είναι αυτό που καθορίζει στην πράξη τον καταμερισμό του συνολικού χρόνου εργασίας της ρωσικής κοινωνίας; Εάν η Ρωσία δεν χρειαζόταν να ανταγωνιστεί τις άλλες χώρες, ο καταμερισμός αυτός θα ήταν τελείως αυθαίρετος. Αλλά όπως έχουν τα πράγματα, οι αποφάσεις του Στάλιν εξαρτώνται από παράγοντες πέρα από τον έλεγχό του, δηλαδή την παγκόσμια οικονομία, τον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Από αυτή την άποψη, το ρωσικό κράτος βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση με τους ιδιοκτήτες μιας ενιαίας καπιταλιστικής επιχείρησης που ανταγωνίζεται άλλες επιχειρήσεις.

Ο ρυθμός εκμετάλλευσης, δηλαδή ο λόγος μεταξύ υπεραξίας και μισθών (υ/μ) δεν εξαρτάται από την αυθαίρετη βούληση της σταλινικής κυβέρνησης αλλά υπαγορεύεται από τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Το ίδιο ισχύει και για τις τεχνολογικές βελτιώσεις ή, για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση σχεδόν ισοδύναμη στη μαρξιστική ορολογία, τη σχέση μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, δηλαδή μεταξύ μηχανών, κτιρίων, υλικών κ.λπ., από τη μια μεριά, και μισθών από την άλλη ( π/μ). Το ίδιο ισχύει και για τον καταμερισμό του συνολικού χρόνου εργασίας της ρωσικής κοινωνίας μεταξύ παραγωγής μέσων παραγωγής και μέσων κατανάλωσης. Ως εκ τούτου, όταν βλέπουμε τη Ρωσία ως τμήμα της διεθνούς οικονομίας, μπορούμε να διακρίνουμε τα βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού: «η αναρχία και ο δεσποτισμός στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας σε ένα εργοστάσιο είναι αμοιβαίες συνθήκες το ένα για το άλλο». [51]

Ήταν κατά τη διάρκεια του πρώτου Πεντάχρονου Πλάνου που ο τρόπος παραγωγής στην ΕΣΣΔ έγινε καπιταλιστικός. Τότε, για πρώτη φορά, η γραφειοκρατία προσπάθησε να δημιουργήσει ένα προλεταριάτο και να συσσωρεύσει γρήγορα  κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, προσπάθησε να ολοκληρώσει την ιστορική αποστολή της αστικής τάξης όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Η ταχεία συσσώρευση κεφαλαίου στη βάση ενός χαμηλού επιπέδου παραγωγής, ενός μικρού κατά κεφαλήν εθνικού εισοδήματος, άσκησε μεγάλη πίεση στην κατανάλωση των μαζών και το βιοτικό τους επίπεδο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η γραφειοκρατία, μετασχηματίστηκε προσωποποιώντας το κεφάλαιο, για το οποίο  η συσσώρευση κεφαλαίου ήταν το παν και γι’ αυτό έπρεπε να εξαλείψει τα υπολείμματα εργατικού ελέγχου στην παραγωγή. Θα έπρεπε να αντικαταστήσει την πειθώ στην  διαδικασία παραγωγής με τον εξαναγκασμό, να εξατομικοποιήσει την εργατική τάξη και να υποτάξει κάθε κοινωνικοπολιτική δραστηριότητα σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.

Ήταν προφανές ότι η γραφειοκρατία, κατά τη διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίου και καταπίεσης των εργαζομένων, δεν θα αργούσενα αξιοποιήσει την υπεροχή της στις σχέσεις παραγωγής για να αποκομίσει προνόμια για τον εαυτό της στις σχέσεις διανομής. Έτσι, η εκβιομηχάνιση και η τεχνική επανάσταση στη γεωργία («κολλεκτιβοποίηση») σε μια καθυστερημένη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας μεταμόρφωσαν τη γραφειοκρατία,από ένα στρώμα υπό την άμεση και έμμεση πίεση και τον έλεγχο του προλεταριάτου, σε  άρχουσα τάξη.

Η διαλεκτική ιστορική εξέλιξη, γεμάτη αντιφάσεις και εκπλήξεις, τα έφερε έτσι ώστε το πρώτο μέτρο που πήρε η γραφειοκρατία με την υποκειμενική πρόθεση να επιταχύνει την οικοδόμηση του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» να γίνει το θεμέλιο οικοδόμησης του κρατικού καπιταλισμού. [52]

Κατά τη διάρκεια του πρώτου και του δεύτερου Πεντάχρονου Πλάνου, η κατανάλωση υποτάχθηκε πλήρως στη συσσώρευση. Έτσι, το ποσοστό των καταναλωτικών αγαθών επί της συνολικής παραγωγής μειώθηκε από 67,2% το 1927-29 σε 39,0% το 1940, ενώ κατά την ίδια περίοδο το ποσοστό των μέσων παραγωγής αυξήθηκε από 32,8% σε 61,0%. Αντίθετα ήταν τα πράγματα την περίοδο 1921-28, όταν, παρά τη γραφειοκρατική παραμόρφωση, η κατανάλωση δεν υποτασσόταν στη συσσώρευση, αλλά σημειώθηκε μια λιγότερο ή περισσότερο ισορροπημένη αύξηση της παραγωγής, της κατανάλωσης και της συσσώρευσης.

Αυτή η ανάλυση της Ρωσίας ως γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού πατούσε πάνω στη θεωρία του Τρότσκι για τη Διαρκή επανάσταση στο ότι έπαιρνε το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα ως το βασικό πλαίσιο αναφοράς. Αν έκανε ένα βήμα μπροστά από την ανάλυση του Τρότσκι για το σταλινικό καθεστώς που περιγράφτηκε στο «Προδομένη Επανάσταση» και αλλού, ήταν ότι προσπάθησε να λάβει υπόψη την πίεση του παγκόσμιου καπιταλισμού στον τρόπο παραγωγής και τις σχέσεις παραγωγής που επικρατούν στην ΕΣΣΔ . Η ανάλυση του Τρότσκι δεν αποκάλυπτε τη δυναμική του συστήματος, περιοριζόταν στις μορφές ιδιοκτησίας αντί να ασχοληθεί με τις σχέσεις παραγωγής. Δεν εξηγούσε την πολιτική οικονομία του συστήματος. Η θεωρία του γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού προσπαθεί να κάνει και τα δύο.

Αλλά ας είμαστε σαφείς ότι μόνο πατώντας στους ώμους ενός γίγαντα, του Λέον Τρότσκι, και στη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης, την αντιπολίτευσή του στο δόγμα του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» και τον ηρωικό αγώνα του εναντίον της σταλινικής γραφειοκρατίας, θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να οδηγηθεί στην κατανόηση της σταλινικής τάξης πραγμάτων.

Ήταν η ευκαιρία να δούμε το σταλινικό καθεστώς χρόνια μετά τον θάνατο του Τρότσκι αυτή που επέτρεψε την ανάπτυξη της θεωρίας του γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού. Ήταν η μετατροπή της Ανατολικής Ευρώπης σε δορυφόρους του Στάλιν που με οδήγησε στο ερώτημα εάν η περιγραφή του Τρότσκι για τη Ρωσία ως εκφυλισμένο εργατικό κράτος ήταν επαρκής.

Τι εμπόδισε τον Τρότσκι να αναθεωρήσει τη θεωρία ότι η Ρωσία ήταν εργατικό κράτος;

Συνήθως τείνουμε να δούμε το μέλλον πέφτοντας στις παγίδες του παρελθόντος. Για πολλά χρόνια ο αγώνας κατά της εκμετάλλευσης είχε πάρει τη μορφή αγώνα κατά των ιδιοκτητών ιδιωτικής περιουσίας –κατά της αστικής τάξης. Ως εκ τούτου, όταν ο Λένιν, ο Τρότσκι και οι υπόλοιποι ηγέτες των μπολσεβίκων δήλωσαν ότι αν το εργατικό κράτος της Ρωσίας παρέμενε απομονωμένο, ήταν καταδικασμένο, θεωρούσαν ότι αυτή η καταδίκη θα έπαιρνε τη συγκεκριμένη μορφή- την αποκατάσταση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Η κρατική ιδιοκτησία εκλαμβανόταν ως ο καρπός των εργατικών αγώνων. Από εδώ απείχε κανείς μόνο ένα βήμα προς το συμπέρασμα του Τρότσκι ότι, εάν η κρατική ιδιοκτησία υπήρχε στη Ρωσία,υπήρχε χάρη στο φόβο της γραφειοκρατίας για την εργατική τάξη και ότι αυτό σήμαινε ότι η γραφειοκρατία δεν είχε το πεδίο ελεύθερο για μια αντεπανάσταση που θα αποκαθιστούσε τον καπιταλισμό, την ιδιωτική ιδιοκτησία και το κληρονομικό δικαίωμα.

Η προηγούμενη εμπειρία ήταν το κύριο εμπόδιο του Τρότσκι στο να αντιληφθεί το γεγονός ότι ο θρίαμβος της αντίδρασης δεν σημαίνει αναπόφευκτα την επιστροφή στο σημείο εκκίνησης. Ο καπιταλισμός θα μπορούσε να προκύψει από μια κατάσταση παρακμής, σε σπειροειδή μορφή, στην οποία συνδυάζονταν στοιχεία του προ-επαναστατικού και του επαναστατικού παρελθόντος. Το περιεχόμενο της παλιάς καπιταλιστικής τάξης θα μπορούσε τότε να εμφανιστεί με νέο “σοσιαλιστικό” περιτύλιγμα, οδηγώντας έτσι στην περαιτέρω επιβεβαίωση του νόμου της συνδυασμένης ανάπτυξης –έναν νόμο που ο ίδιος ο Τρότσκι πάσχισε τόσο πολύ για να αναπτύξει.

Συνοψίζοντας, μπορεί να ειπωθεί ότι, ενώ ο Τρότσκι συνέβαλε ασύγκριτα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο μαρξιστή στην κατανόηση του σταλινικού καθεστώτος, η ανάλυσή του υπέφερε από έναν σοβαρό περιορισμό – μια συντηρητική προσκόλληση στον φορμαλισμό. Κάτι που από τη φύση του αντίκειται στον μαρξισμό, ο οποίος υποτάσσει τη μορφή στο περιεχόμενο.

 

Ξεκαθαρίζοντας τη φύση του σταλινικού καθεστώτος

Η υπόθεση ότι το σταλινικό καθεστώς ήταν εγγενώς ανώτερο από τον καπιταλισμό, ότι ήταν πιο προοδευτικό, συνοψίστηκε στον ισχυρισμό του Τρότσκι ότι στη Ρωσία οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν πολύ δυναμικά σε αντίθεση με τη «στασιμότητα και παρακμή σε σχεδόν ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο». [53] Φυσικά, για έναν μαρξιστή η σχετική πρόοδος ενός καθεστώτος έναντι άλλου εκφράζεται πρωτίστως στην ικανότητά του να αναπτύσσει περαιτέρω τις παραγωγικές δυνάμεις.

Σύμφωνα με τη δήλωση του Τρότσκι ότι το σοβιετικό καθεστώς επέδειξε την ικανότητα να αναπτύξει γρήγορα τις παραγωγικές δυνάμεις πολύ περισσότερο από ότι μπορούσε να επιτύχει ο καπιταλισμός, ο Ερνέστ Μαντέλ έγραψε το 1956:

«Η Σοβιετική Ένωση διατηρεί έναν περισσότερο ή λιγότερο ομαλό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, με το ένα πλάνο μετά το άλλο, δεκαετία με τη δεκαετία, χωρίς η πρόοδος του παρελθόντος να επιβαρύνει τις δυνατότητες του μέλλοντος … όλοι οι νόμοι ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας που προκαλεί η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης έχουν εξαλειφθεί». [54]

Την ίδια χρονιά, το 1956, ο Ισαάκ Ντόιτσερ προέβλεπε ότι δέκα χρόνια αργότερα το βιοτικό επίπεδο στην ΕΣΣΔ θα ξεπερνούσε εκείνο της Δυτικής Ευρώπης!

Η κρατικοκαπιταλιστική ανάλυση του ρωσικού καθεστώτος έδειχνε προς την  ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: η γραφειοκρατία ήταν και θα γινόταν όλο και περισσότερο εμπόδιο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Το κείμενο του 1948 «Η ταξική φύση της σταλινικής Ρωσίας» είχε επισημάνει ότι, ενώ ο ρόλος της γραφειοκρατίας ήταν να εκβιομηχανίσει τη Ρωσία αυξάνοντας την παραγωγικότητα της εργασίας, η διαδικασία αυτή θα έμπαινε σε οξείες αντιφάσεις:

«Το ιστορικό καθήκον της γραφειοκρατίας είναι να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο η γραφειοκρατία θα υποπέσει σε βαθιές αντιφάσεις. Για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας πάνω από ένα συγκεκριμένο σημείο, το βιοτικό επίπεδο των μαζών πρέπει να βελτιωθεί, καθώς οι εργαζόμενοι που υποσιτίζονται, στεγάζονται σε άσχημες συνθήκες και δεν είναι επαρκώς εκπαιδευμένοι, δεν είναι ικανοί για σύγχρονη παραγωγή.» [55]

Μέχρις ενός σημείου η γραφειοκρατία θα μπορούσε να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας με εξαναγκασμό, αλλά αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται επ ‘αόριστον. Η αποτυχία όσον αφορά τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου μπορεί ήδη να οδηγεί σε μείωση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας και σε «σπασμωδικές εξελίξεις στην παραγωγή». [56]

Το 1964 εκδόθηκε μια νέα έκδοση του βιβλίου σε 100 σελίδες για τον ρωσικό κρατικό καπιταλισμό υπό τον τίτλο «Ρωσία: Μια μαρξιστική ανάλυση», που επισήμαινε ότι η σοβιετική οικονομία που κληρονομήθηκε από τον Στάλιν όλο και περισσότερο παρέλυε  από στοιχεία κρίσης και γινόταν ολοένα και περισσότερο το απόλυτο βάρος στην ανάπτυξη της παραγωγής:

«Η μέθοδος προσέγγισης του Στάλιν απέναντι σε κάθε νέα αποτυχία ή δυσκολία ήταν η αύξηση της πίεσης και της τρομοκρατίας. Αλλά αυτή η άκαμπτη μέθοδος γινόταν όχι μόνο όλο και πιο απάνθρωπη αλλά και όλο και πιο αναποτελεσματική. Κάθε νέα χαρακιά του μαστιγίου αύξανε την επίμονη, αν και σιωπηρή, αντίσταση των ανθρώπων … η άκαμπτη σταλινική καταπίεση έγινε εμπόδιο σε όλη τη σύγχρονη βιομηχανική πρόοδο.» [57]

Το βιβλίο προχωρούσε σε μια λεπτομερή εξέταση του τρόπου με τον οποίο το σταλινικό καθεστώς μπλόκαρε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Σχετικά με την κρίση στη γεωργία ανέφερε:

«Η κληρονομιά που άφησε ο Στάλιν στην ύπαιθρο είναι μια γεωργία σε φάση πλήρους στασιμότητας που έχει διαρκέσει πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα. Η παραγωγή σιτηρών το 1949-53 ήταν μόλις 12,8% μεγαλύτερη από ό,τι το 1910-14 ενώ παράλληλα ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά περίπου 30%. Η παραγωγικότητα της εργασίας στη σοβιετική γεωργία δεν έφθασε ούτε το ένα πέμπτο αυτού στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η στασιμότητα αποτελούσε απειλή για το καθεστώς για πολλούς λόγους. Πρώτον, μετά την εξάλειψη της συγκαλυμμένης ανεργίας στην ύπαιθρο, καθίστατο αδύνατο να διοχετευθεί  εργασία στη βιομηχανία στην προηγούμενη κλίμακα χωρίς να αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας στη γεωργία. Δεύτερον, καθίστατο  επίσης αδύνατο πέραν ενός ορισμένου σημείου να διοχετευθούν κεφαλαιουχικοί πόροι  από τη γεωργία για να ενισχυθεί η ανάπτυξη της βιομηχανίας. Η μέθοδος «πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου» του Στάλιν από επιταχυντής μετατράπηκε σε φρένο, το οποίο επιβράδυνε ολόκληρη την οικονομία.»[58]

Τι συνέβαινε με τη βιομηχανία; Αν και είχε επεκταθεί μαζικά για περίπου τρεισήμισι δεκαετίες, ο ρυθμός ανάπτυξης μειωνόταν. Η παραγωγικότητα, η οποία είχε αναπτυχθεί ταχύτερα από ό, τι στη Δύση τη δεκαετία του 1930, τώρα έμεινε σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από ό, τι στον βασικό αντίπαλο της Ρωσίας, τις Ηνωμένες Πολιτείες:

«Στα τέλη του 1957 ο αριθμός των εργαζομένων στη βιομηχανία της ΕΣΣΔ ήταν 12% μεγαλύτερος απ ‘ό, τι στις Ηνωμένες Πολιτείες … Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σύμφωνα με τις σοβιετικές εκτιμήσεις, η ετήσια βιομηχανική παραγωγή της ΕΣΣΔ το 1956 αποδεικνυόταν μισή σε σχέση με αυτήν στις Ηνωμένες Πολιτείες.»[59]

Λόγω της κρίσης στη γεωργία, το χαμηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας στη βιομηχανία δεν μπορούσε πλέον να αντισταθμιστεί από τη μαζική αύξηση του αριθμού των εργαζομένων στη βιομηχανία. Έτσι, η ρωσική γραφειοκρατία έπρεπε να στραφεί στην αύξηση της παραγωγής κοστοβόρων και χαμηλότερης ποιότητας προϊόντων στη ρώσικη οικονομία.

Πολλές από τις πηγές σπατάλης περιγράφηκαν στο βιβλίο:  ο ανταγωνιστικός “προστατευτισμός” μεταξύ των επιχειρήσεων, που οδηγούσε σε παραγωγή  προϊόντων που θα μπορούσαν να παραχθούν φτηνότερα με διαφορετικό τρόπο [60],η λεηλασία των προμηθειών από διευθυντές και εργαζόμενους [61], η τάση των διευθυντών να αντιστέκονται στην τεχνολογική καινοτομία [62] , η έμφαση στην ποσότητα σε βάρος της ποιότητας [63] , η πλημμελής συντήρηση [64],η μεγέθυνση της γραφειοκρατίας και της ανοργανωσιάς [65],  η αδυναμία επίτευξης ενός αποτελεσματικού και ορθολογικού μηχανισμού τιμών, τον οποίο οι διευθυντές χρειάζονταν για να μετρήσουν τη σχετική αποτελεσματικότητα των διαφόρων εργοστασίων. [66] Το συμπέρασμα ήταν:

«Εάν με τον όρο “σχεδιασμένη οικονομία” κατανοούμε μια οικονομία στην οποία όλα τα συστατικά στοιχεία προσαρμόζονται και ρυθμίζονται με έναν ενιαίο ρυθμό, όπου οι τριβές είναι ελάχιστες και πάνω απ ‘όλα στην οποία επικρατεί η πρόβλεψη στη λήψη οικονομικών αποφάσεων , τότε η ρωσική οικονομία είναι οτιδήποτε άλλο παρά σχεδιασμένη. Αντί πραγματικού σχεδιασμού, παρατηρούνται αυστηρές μέθοδοι κυβερνητικής υπαγόρευσης για την κάλυψη των κενών που δημιουργούνται στην οικονομία από τις αποφάσεις και τις δραστηριότητες της ίδιας της κυβέρνησης. Επομένως, αντί να μιλάμε για μια σοβιετική σχεδιασμένη οικονομία, θα ήταν πολύ πιο ακριβές να μιλάμε για μια γραφειοκρατικά κατευθυνόμενη οικονομία.» [67]

Φυσικά, πολλοί άλλοι περιέγραψαν επίσης την αναποτελεσματικότητα της ρωσικής βιομηχανίας. Αυτό που χαρακτήριζε τη συγκεκριμένη ανάλυση ήταν ο τρόπος με τον οποίο η σπατάλη και η αναποτελεσματικότητα εκλαμβάνονταν ως προϊόντα της κρατικής καπιταλιστικής φύσης του συστήματος. Ως βασικές αιτίες της αναρχίας και της σπατάλης στη ρωσική βιομηχανία θεωρήθηκαν η καπιταλιστική συσσώρευση σε μια απομονωμένη οικονομία –οι υψηλοί στόχοι παραγωγής μαζί με τον ανεπαρκή ανεφοδιασμό των μέσων παραγωγής.

Αυτά πίεζαν σαν τους δυο βραχίονες ενός καρυοθραύστη τους διευθυντές, ενθαρρύνοντάς τους να κλέβουν, να συγκαλύπτουν τις παραγωγικές δυνατότητες, να διογκώνουν τις ανάγκες εφοδιασμού κι εξοπλισμού, να ρισκάρουν τη λεηλασία των πόρων και γενικά να κινούνται συντηρητικά. Αυτό οδηγούσε σε σπατάλη, και επομένως περαιτέρω σε έλλειψη πόρων και σε αυξανόμενες πιέσεις πάνω στον διευθυντή, ο οποίος για άλλη μια φορά έπρεπε να οδηγηθεί στην απάτη και ούτω καθεξής σε έναν φαύλο κύκλο.

Οι υψηλοί στόχοι και η έλλειψη πόρων οδηγούσαν επίσης στη μεγέθυνση του “προστατευτισμού”, κάνοντας την κάθε επιχείρηση να φροντίζει για τον δικό της τομέα σε βάρος της συνολικής οικονομίας – και οδηγώντας σε νέο φαύλο κύκλο. Το ίδιο πρόβλημα οδήγησε τους διευθυντές σε αγώνα δρόμου μεταξύ τους. Αλλά αυτό το σύστημα ανταγωνισμού και οι μέθοδοι (ανταγωνιστικών, στΜ) “εκστρατειών” δεν πρόσφεραν κάποια ποσοτικά μετρήσιμη διαφορά και οδηγούσαν σε σπατάλες και στρεβλώσεις. Για την καταπολέμηση αυτών των στοιχείων προέκυψε μια πληθώρα συστημάτων ελέγχου τα οποία από μόνα τους αποτελούσαν  σπατάλη και λόγω της έλλειψης συστηματικότητας και συντονισμού οδηγούσαν σε ακόμη μεγαλύτερη σπατάλη. Ως εκ τούτου, αυτό σήμαινε  ανάγκη για περισσότερο έλεγχο, για πυραμίδες χαρτούρας και γραφειοκρατίας και μια πληθώρα γραφειοκρατών. Και πάλι δηλαδή ένας φαύλος κύκλος. Ο φαύλος κύκλος που προέκυπτε από τη σύγκρουση μεταξύ υπερφιλόδοξων προγραμματικών στόχων και έλλειψης πόρων παρατηρούνταν επίσης, τηρουμένων των αναλογιών, πάνω στον ανεπαρκή  μηχανισμό τιμών. Αυτό με τη σειρά του ενθάρρυνε ακόμα περισσότερο τον “προστατευτισμό”, τις ανταγωνιστικές εκστρατείες και την πληθώρα μηχανισμών ελέγχου.

Πίσω από όλα αυτά τα προβλήματα βρίσκονταν οι καπιταλιστικές επιταγές – ο παγκόσμιος ανταγωνισμός ισχύος και οι τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες  που απαιτούνταν για να επιβιώσει (το ρωσικό κράτος στΜ).

Η χαμηλή παραγωγικότητα προέκυπτε όχι μόνο από την κακοδιαχείριση από τα πάνω, αλλά και από την αντίσταση των εργατών από κάτω. Ήταν αδύνατο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια σε ποιον  βαθμό η χαμηλή αυτή παραγωγικότητα ήταν αποτέλεσμα κακοδιαχείρισης και σφαλμάτων από τα πάνω  και σε ποιον αποτέλεσμα αντίστασης των εργαζομένων. Οι δύο πλευρές φυσικά δεν μπορούσαν να διαχωριστούν. Γενικότερα ο καπιταλισμός, και ειδικότερα το γραφειοκρατικό κρατικό καπιταλιστικό μοντέλο του, ενδιαφερόταν μόνο για τη μείωση του κόστους και την αύξηση της αποτελεσματικότητας και όχι για να ικανοποιεί τις ανθρώπινες ανάγκες. Ο ορθολογισμός του ήταν βασικά παράλογος, καθώς αποξένωνε τον εργάτη, μετατρέποντάς τον σε «πράγμα», σε χειραγωγημένο αντικείμενο, αντί για ένα άτομο που διαμορφώνει τη ζωή του σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο οι εργαζόμενοι υπονόμευαν την παραγωγή. [68]

Το κεφάλαιο για τους Ρώσους εργάτες κατέληγε με τα εξής λόγια:

«Μια κεντρική ανησυχία για τους Ρώσους ηγέτες σήμερα είναι το πώς θα αυξήσουν την παραγωγικότητα του εργαζόμενου. Ποτέ δεν σήμαινε περισσότερα για μια κοινωνία η στάση των εργαζομένων απέναντι στη δουλειά τους. Με την προσπάθεια να μετατραπεί ο εργάτης σε γρανάζι της παραγωγικής μηχανής των γραφειοκρατών, (οι γραφειοκράτες, στΜ) σκοτώνανε μέσα του αυτό που χρειάζονται περισσότερο, την παραγωγικότητα και τη δημιουργική ικανότητα. Η ορθολογική και ολοένα εντατικότερη εκμετάλλευση δημιουργεί ένα τρομερό εμπόδιο στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Όσο πιο εξειδικευμένη και ολοκληρωμένη είναι η εργατική τάξη, τόσο περισσότερο όχι μόνο θα αντιστέκεται στην αλλοτρίωση και την εκμετάλλευση, αλλά και θα εκφράζει αυξανόμενη περιφρόνηση για τους εκμεταλλευτές και τους καταπιεστές της. Οι εργαζόμενοι δεν σέβονται πλέον τους γραφειοκράτες ως τεχνικούς διευθυντές. Καμία άρχουσα τάξη δεν μπορεί να συνεχίσει για πολύ καιρό να διατηρείται στην εξουσία μπροστά στη λαϊκή περιφρόνηση». [69]

Ο γραφειοκρατικός κρατικός καπιταλισμός βυθιζόταν σε ολοένα και βαθύτερη γενική κρίση. Όπως εξηγούσε ο Μαρξ, όταν ένα κοινωνικό σύστημα γίνεται φρένο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τότε αρχίζει η εποχή της επανάστασης.

 

Επικήδειος του σταλινικού καθεστώτος

Μετά τον θάνατο αποκαλύπτεται  η σοβαρότητα της ασθένειας ενός ατόμου όταν ακόμα ζούσε. Έτσι, η στιγμή του θανάτου μιας κοινωνικής τάξης μπορεί να είναι η στιγμή της αλήθειας. Όταν το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1989 άρχισαν να καταρρέουν τα ανατολικοευρωπαϊκά καθεστώτα που είχαν εγκαθιδρυθεί από τον στρατό του Στάλιν, ακολουθούμενα από την κατάρρευση του «κομμουνισμού» στην ίδια την ΕΣΣΔ, διευκολύνθηκε έτσι μια σαφής συνειδητοποίηση της φύσης του σταλινικού καθεστώτος.

Η θεώρηση του σταλινικού καθεστώτος ως σοσιαλιστικού ή ακόμα και «εκφυλισμένου εργατικού» κράτους – δηλαδή ενός μεταβατικού σταδίου μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού –έπαιρνε ως δεδομένο ότι αυτό το καθεστώς ήταν πιο προοδευτικό από τον καπιταλισμό. Για έναν μαρξιστή αυτό σήμαινε πρώτα απ ‘όλα ότι ήταν σε θέση να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις πιο αποτελεσματικά από τον καπιταλισμό. Χρειάζεται μόνο να θυμόμαστε τα λόγια του Τρότσκι:

«Ο σοσιαλισμός απέδειξε το δικαίωμά του στη νίκη, όχι στις σελίδες του «Κεφαλαίου» (του Μαρξ , στΜ), αλλά σε μια βιομηχανική αρένα που εκτεινόταν στο ένα έκτο μέρος της γήινης επιφάνειας – όχι στη γλώσσα της διαλεκτικής, αλλά στη γλώσσα του χάλυβα, του τσιμέντου και της ηλεκτρικής ενέργειας.» [70]

Πράγματι, ήταν η γλώσσα της βιομηχανικής ανάπτυξης που εξηγούσε τα γεγονότα στην Ανατολική Ευρώπη και την ΕΣΣΔ. Αλλά αυτό που είχε συμβεί δεν ήταν νίκη, αλλά μια επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 που οδήγησε σε στασιμότητα και αυξανόμενο χάσμα μεταξύ αυτών των χωρών και της αναπτυγμένης Δύσης.

Στην ΕΣΣΔ ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος ήταν ο εξής: πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο (αν και υπερεκτιμημένα), 19,2%,  1950-59, 5,8%. 1970-78, 3,7 %,  το 1980-82 ήταν κάτω από 1,5%, καιστα τελευταία τρία ή τέσσερα χρόνια υπήρξε αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης. [71]

Αν η παραγωγικότητα της εργασίας αποδεικνυόταν πιο δυναμική στην Ανατολική Ευρώπη και την ΕΣΣΔ από ό, τι στη Δύση, τότε δεν θα υπήρχε λόγος οι κυβερνήτες των χωρών αυτών να σαγηνεύονται τελικά από τις αγορές. Επιπλέον, με την επανένωση της Γερμανίας θα έπρεπε να ανθίζει η βιομηχανία της Ανατολικής Γερμανίας σε σύγκριση με εκείνη της Δυτικής Γερμανίας. Στην πραγματικότητα, η οικονομία της Ανατολικής Γερμανίας κατέρρευσε μετά την ενοποίηση. Ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνταν στην Ανατολική Γερμανία το 1989 ήταν δέκα εκατομμύρια, ενώ τώρα είναι μόνο έξι εκατομμύρια. Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ανατολική Γερμανία έφτανε μόνο στο 29% της Δυτικής. Έτσι, το ανατολικο-γερμανικό επίπεδο παραγωγικότητας, αν και το υψηλότερο στην Ανατολική Ευρώπη, εξακολουθούσε να είναι χαμηλό σε σύγκριση με αυτό της Δυτικής Γερμανίας και άλλων αναπτυγμένων χωρών που έπρεπε τώρα να ανταγωνιστεί.

Αν η ΕΣΣΔ ήταν εργατικό κράτος, όσο εκφυλισμένο κι αν ήταν, είναι προφανές ότι αν ο καπιταλισμός του επετίθετο, οι εργαζόμενοι θα υπεράσπιζαν το κράτος τους. Ο Τρότσκι πάντα θεωρούσε αξίωμα ότι οι εργαζόμενοι της Σοβιετικής Ένωσης θα την υπεράσπιζαν έρχονταν αντιμέτωποι με επίθεση από τον καπιταλισμό, όσο διεφθαρμένη και αλλοιωμένη κι αν ήταν η γραφειοκρατία που κυριαρχούσε (στη Σοβιετική Ένωση, στΜ). Μια αγαπημένη σύγκριση του Τρότσκι ήταν μεταξύ της σοβιετικής γραφειοκρατίας και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Υπάρχουν διάφορα είδη συνδικάτων – μαχητικά, ρεφορμιστικά, επαναστατικά, αντιδραστικά, καθολικά – αλλά όλα αποτελούν αμυντικές οργανώσεις που υπερασπίζονται το μερίδιο των εργαζομένων στην εθνική «πίτα». Ο Τρότσκι ισχυριζόταν ότι, όσο αντιδραστικοί κι αν είναι οι γραφειοκράτες που κυριαρχούν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι εργαζόμενοι «θα υποστήριζαν πάντα τα προχωρήματά τους και … θα τους υπεράσπιζαν απέναντι στην αστική τάξη ».

Όταν ήρθε η κρίση το 1989, οι εργαζόμενοι στην Ανατολική Ευρώπη δεν υπερασπίστηκαν το δικό «τους» κράτος. Εάν τα σταλινικά κράτη ήταν εργατικά κράτη δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει γιατί οι μόνοι υπερασπιστές της ήταν οι μυστικές αστυνομικές δυνάμεις της Σεκουριτάτε στη Ρουμανία, της Στάζι στην Ανατολική Γερμανία και ούτω καθεξής ή γιατί η σοβιετική εργατική τάξη υποστήριξε τον Γέλτσιν, ακραιφνή εκπρόσωπο των αγορών.

Εάν το καθεστώς στην Ανατολική Ευρώπη και την ΕΣΣΔ ήταν μετακαπιταλιστικό και το 1989 σημειώθηκε η αποκατάσταση του καπιταλισμού, πώς έγινε αυτή η αποκατάσταση με τέτοια εκπληκτική ευκολία; Τα γεγονότα δεν ταιριάζουν με τον ισχυρισμό του Τρότσκι ότι η μετάβαση από τη μια κοινωνική τάξη στην άλλη πρέπει να συνοδεύεται από εμφύλιο πόλεμο. Ο Τρότσκι έγραψε: «Η μαρξιστική θέση σχετικά με τον καταστροφικό χαρακτήρα της μεταβίβασης εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης ισχύει όχι μόνο στις επαναστατικές περιόδους, όταν η ιστορία σαρώνει τα πάντα στο διάβα της, αλλά και στην περίοδο της αντεπανάστασης, όταν η κοινωνία κατρακυλάει προς τα πίσω. Αυτός που ισχυρίζεται ότι η σοβιετική κυβέρνηση έχει αλλάξει σταδιακά από εργατική σε αστική, το μόνο που κάνει είναι να ξετυλίγει ανάποδα το φιλμ του ρεφορμισμού.» [73]

Οι επαναστάσεις του 1989 στην Ανατολική Ευρώπη χαρακτηρίστηκαν από την απουσία σοβαρών κοινωνικών συγκρούσεων και βίας. Εκτός από τη Ρουμανία, δεν υπήρξε ένοπλη σύγκρουση. Στην πραγματικότητα, σημειώθηκαν λιγότερες βίαιες συγκρούσεις στην Ανατολική Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία και την Ουγγαρία από ό, τι συνέβη μεταξύ της αστυνομίας και των απεργών ανθρακωρύχων στη Βρετανία της Θάτσερ. Η μετάβαση από μια κοινωνική τάξη στην άλλη συνοδεύεται απαραιτήτως από την αντικατάσταση ενός κρατικού μηχανισμού από έναν άλλο. Οι κρατικοί μηχανισμοί παρέμειναν σχεδόν ανέπαφοι το 1989. Στη Ρωσία, ο σοβιετικός στρατός, η KGB και η κρατική γραφειοκρατία εξακολουθούν να υπάρχουν. Στην Πολωνία οι στρατιωτικοί συνέβαλαν στην προώθηση αλλαγών. Ο στρατηγός Γιαρουζέλσκι, ο αρχιτέκτονας του πραξικοπήματος του 1981, και ο υπουργός εσωτερικών και επικεφαλής της επιχείρησης του στρατιωτικού νόμου, ο στρατηγός Κίστσακ, έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο στη διαπραγμάτευση της συμφωνίας της στρογγυλής τραπέζης με την Αλληλεγγύη και στον σχηματισμό της κυβέρνησης συνασπισμού του Μαζοβίετσκι.

Εάν είχε λάβει χώρα μια αντεπανάσταση, εάν είχε πραγματοποιηθεί η αποκατάσταση του καπιταλισμού, θα έπρεπε να έχει σημειωθεί συνολικά η  αντικατάσταση μιας άρχουσας τάξης με μια άλλη. Αντ ‘αυτού παρακολουθήσαμε το ίδιο προσωπικό να συνεχίζει στην κορυφή της κοινωνίας. Τα μέλη της νομενκλατούρας που διεύθυναν την οικονομία, την κοινωνία και το κράτος κάτω από τον «σοσιαλισμό» τώρα κάνουν το ίδιο και υπό το καθεστώς των «αγορών».  Ο Μάικ Χέινς, στο πολύ καλό άρθρο του «Τάξη και Κρίση: η Μετάβαση στην Ανατολική Ευρώπη», γράφει:

Ο Κρις Χάρμαν χαρακτήρισε εύστοχα την εξέλιξη ως “μετατόπιση προς το πλάι” – μια μετατόπιση από μια μορφή καπιταλισμού σε μια άλλη, από τον γραφειοκρατικό κρατικό καπιταλισμό στον καπιταλισμό της «αγοράς». Τελικά, αν η ΕΣΣΔ και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης συνέθεταν μια μετα-καπιταλιστική οικονομική και κοινωνική τάξη, πώς ήταν δυνατόν να μπολιαστεί από μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς; Μπορεί κάποιος να πάρει με τη διαδικασία του εμβολιασμού ένα λεμόνι από μια πορτοκαλιά ή το αντίστροφο, μόνο και μόνο επειδή και οι δύο ανήκουν στην ίδια οικογένεια –των εσπεριδοειδών. Δεν μπορεί όμως κανείς να πάρει μια πατάτα από μια πορτοκαλιά. Ο Μάικ Χέινς περιγράφει τον επιτυχή «εμβολιασμό» του καπιταλισμού της «αγοράς» στη σταλινική οικονομία:

«Ακριβώς επειδή και το πριν και το μετά τη μετάβαση παρουσιάζουν τα ίδια δομικά χαρακτηριστικά, κατέστη δυνατό να επικρατήσει ο ατομικός καιροσκοπισμός στην κλίμακα που αναλύσαμε. Δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με ταξικές κοινωνίες των τάξεων, αλλά με ταξικές κοινωνίες ριζωμένες σε ένα κοινό μοντέλο παραγωγής, όπου αυτό που άλλαξε ήταν η μορφή και όχι η ουσία. Αν δεν κατανοηθεί αυτό, είναι αδύνατον να καταλάβουμε πώς, κάτω από τον κύκλο των ανατροπών στην κορυφή, οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιες οικογένειες, τα ίδια κοινωνικά δίκτυα εξακολουθούν να απολαμβάνουν τον πλούτο τους τη δεκαετία του ’90 όπως το έκαναν και στη δεκαετία του 1980. Είναι αλήθεια ότι, καθώς διαδραματίζονται διαμάχες και ανακατατάξεις, μπορεί (αυτοί που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνίας, στΜ) να αφιερώνουν πού και πού κάποια σκέψη για κάποιους από τους απόντες φίλους τους, αλλά δεν χάνουν τη συνολική εικόνα – ότι παραμένουν ακόμα στην κορυφή παρά τη μετάβαση. Από κάτω τους βρίσκεται η ίδια εργατική τάξη, που εξακολουθεί να σηκώνει τα βάρη του πλούτου, των προνομίων και της ανικανότητάς τους όπως γινόταν και στο παρελθόν. [75] Οι άνθρωποι που αποτελούσαν τα πραγματικά θύματα της παλαιάς τάξης πραγμάτων εξακολουθούν και τώρα να είναι τα πραγματικά θύματα της νέας.» [76]

Εάν η επέκταση του κρατικο-καπιταλιστικού καθεστώτος στην Ανατολική Ευρώπη έθεσε υπό αμφισβήτηση τη θεωρία του εκφυλισμένου εργατικού κράτους, η κατάρρευση του σταλινικού καθεστώτος απάντησε αδιαμφισβήτητα στο ερώτημα αυτό. Και στις δύο περιπτώσεις η θεωρία του γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού αποδείχθηκε ως μια πειστική εναλλακτική εξήγηση.

Το έργο του Τρότσκι για την ανάλυση του εκφυλισμού της ρωσικής επανάστασης, και την άνοδο του σταλινισμού ως προϊόν της πίεσης του διεθνούς καπιταλισμού σε ένα εργατικό κράτος σε μια καθυστερημένη χώρα ήταν μια πρωτοποριακή προσπάθεια. Ο Τρότσκι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο να αντιπολιτευθεί στο δόγμα του Στάλιν για τον «σοσιαλισμό σε μια χώρα». Η λεπτομερώς μαρξιστική, ιστορική υλιστική προσέγγιση του σταλινικού καθεστώτος από μεριάς του ήταν ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της θεωρίας του γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού. Είναι απαραίτητο να υπερασπιστούμε το πνεύμα του τροτσκισμού, απορρίπτοντας μερικά από τα λεγόμενά του.

Η κριτική μου στη θεωρία του Τρότσκι είχε ως στόχο την επιστροφή στον κλασικό μαρξισμό. Η ιστορική εξέλιξη -ιδιαίτερα μετά το θάνατο του Τρότσκι- έδειξε ότι η θέση του «εκφυλισμένου εργατικού κράτους» δεν ήταν συμβατή με την κλασική μαρξιστική παράδοση που προσδιόριζε τον σοσιαλισμό ως την αυτο-απελευθέρωση της εργατικής τάξης. Για να διατηρηθεί το πνεύμα των γραπτών του Τρότσκι για το σταλινικό καθεστώς, έπρεπε να θυσιαστεί η αφοσίωση σε αυτά κατά γράμμα. Το τέλος του κάλπικου σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη ανοίγει ευκαιρίες για την ανακάλυψη εκ νέου των πραγματικών επαναστατικών ιδεών του Λένιν και του Τρότσκι, της πραγματικής κληρονομιάς της Οκτωβριανής Επανάστασης. Παρά τη φιλολογία περί “πτώσης του κομμουνισμού”, τα τελευταία λόγια στο βιβλίο μου «Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία» διατηρούν την αξία τους τόσο όσο όταν γράφτηκαν:

«Το τελευταίο κεφάλαιο μπορεί να γραφτεί μόνο από τις μάζες, μέσα από την ίδια τους την κινητοποίηση, έχοντας επίγνωση των σοσιαλιστικών στόχων και των μεθόδων επίτευξής τους και υπό την ηγεσία ενός επαναστατικού μαρξιστικού κόμματος.»

Ο κρατικο-καπιταλιστικός ορισμός του σταλινικού καθεστώτος πάτησε πάνω στη θεωρία του Τρότσκι για τη διαρκή επανάσταση, όσον αφορά τη θεώρηση του παγκόσμιου καπιταλισμού ως βασικού πλαισίου αναφοράς :

«… όταν η Ρωσία ιδωθεί μέσα στο πλαίσιο της διεθνούς οικονομίας, τα βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού μπορούν να διακριθούν: «η αναρχία και ο δεσποτισμός στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας σε ένα εργοστάσιο είναι αμοιβαίες συνθήκες το ένα για το άλλο …» [77]

Η θεωρία ήταν σε θέση να εξηγήσει την υποταγή της εργατικής τάξης στη Ρωσία στη δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης τοποθετώντας το σταλινικό καθεστώς στο παγκόσμιο περιβάλλον του, το διεθνές κρατικό σύστημα που κυριαρχούνταν από τον στρατιωτικό ανταγωνισμό.

https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch02.htm#s2

Μετάφραση, Αλέξης Λιοσάτος




Για την αποκατάσταση του σοσιαλισμού ως όραμα κοινωνικής χειραφέτησης: Ο Κρατικός καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ (ΙΙ)

του Αλέξη Λιοσάτου

Κόμμα και Κράτος

Α)Στρατός

Οι μπολσεβίκοι μετά το ’17 εφάρμοσαν συγκεκριμένα μέτρα: όλη η εξουσία περνούσε στα σοβιέτ (συμβούλια) των φαντάρων, οι διοικητές πλέον εκλέγονταν  και ήταν άμεσα ανακλητοί, οι βαθμοί (πχ λοχίας, λοχαγός κλπ), τα παράσημα, οι χαιρετισμοί  καταργήθηκαν. Η στράτευση έγινε πλέον εθελοντική.

Από τον πρώτο καιρό όμως, η εθελοντική στράτευση στον επαναστατικό στρατό ήταν μικρή, λόγω της αηδίας του ρώσικου λαού για τον Α’ ΠΠόλεμο. Παράλληλα ξεκίνησε η ιμπεριαλιστική επέμβαση των ξένων δυνάμεων για να ανατρέψουν το καθεστώς.

Έτσι οι μπολσεβίκοι έκαναν υποχωρήσεις, λόγω των αντικειμενικών συνθηκών. Η στράτευση έγινε σύντομα ξανά υποχρεωτική, επιστράτευσαν χιλιάδες παλιούς τσαρικούς αξιωματικούς και κατάργησαν την αρχή της εκλογής (αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να εκλέξουν οι φαντάροι τους μισητούς πρώην διοικητές τους.)

Οι εργάτ(ρι)ες-η ατμομηχανή της επανάστασης- ήταν λίγοι, οι αγρότες μια λαοθάλασσα ιδιοκτητών χωρίς συλλογική συνείδηση,  η παραγωγή ήταν μικρή, τα εφόδια λίγα, οι υποδομές ανεπαρκείς. Σε αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, αυτές οι υποχωρήσεις ήταν αναγκαίες για να «αντέξει» το καθεστώς την πίεση, μέχρι να νικήσει η εργατική επανάσταση στη Γερμανία ή αλλού, και να έρθει η βοήθεια από το εξωτερικό. Διατυπωμένος στόχος των μπολσεβίκων ήταν ξανά και ξανά αυτά τα μέτρα να καταργηθούν αμέσως, καθώς ήταν γενικά αποδεκτό ότι αποτελούν επικίνδυνη παρέκκλιση από τους επαναστατικούς σκοπούς.

Τα μέτρα δεν καταργήθηκαν ποτέ, γιατί όχι μόνο δεν ανατράπηκαν οι δυσμενείς συνθήκες, αλλά το αντίθετο: η επανάσταση άρχισε να υποχωρεί, οι εργάτες να εξατομικοποιούνται, τα πιο πρωτοπόρα κομμάτια τους είχαν χαθεί στον εμφύλιο και στην απόκρουση των ξένων  δυνάμεων, η δυσαρέσκεια των αγροτών μεγάλωνε.

Όσο διατηρούνταν αυτή κατάσταση, με την επαγγελματοποίηση και τη μονιμότητα των παλιών τσαρικών, και την εξασθένηση του ελέγχου από τα κάτω, άρχισε να αλλοιώνεται η σύνθεση και η ποιότητα του Κόκκινου στρατού. Οι διοικητές άρχισαν να συγκροτούν κλίκα, όλο και πιο απομακρυσμένη από τη βάση των φαντάρων, χρησιμοποιώντας την εξουσία για να αποκομίσουν προνόμια και για να γίνονται όλο και πιο αυταρχικοί.Ο αυταρχισμός έγινε ο κανόνας το 1923 με τη μερική νίκη της γραφειοκρατίας του Στάλιν. Τις κομματικές θέσεις (αυτές που υποτίθεται θα εγγυόντουσαν την προστασία των φαντάρων από τους διοικητές!) άρχισαν να καταλαμβάνουν οι διοικητές στο στρατό. Το 1926 καταλάμβαναν τα 2/3 των κομματικών θέσεων.

Το 1924 ο διοικητής έπαιρνε μισθό 150 ρούβλια το μήνα, δηλαδή όσο περίπου ένας μέσος εργάτης. Μετά το 1928, οι ανισότητες άρχισαν να καλπάζουν. Από το 1934 ως το 1939 οι μισθοί διπλασιάστηκαν έως τετραπλασιάστηκαν. Το 1937 ο στρατιώτης έπαιρνε 150 ρούβλια, κι ο αξιωματικός 8000 ρούβλια το μήνα. Στον Β’ ΠΠ οι φαντάροι παίρνανε 10 ρούβλια κι οι συνταγματάρχες 2400 ρούβλια το μήνα (ανισότητα πχ πάνω από 60 φορές μεγαλύτερη απ’ ότι στον αμερικάνικο στρατό). Επίσης από το 1928 καθιερώθηκαν προνόμια για τους διοικητές: πολυτελή σπίτια, αποκλειστικοί συνεταιρισμοί κοινωνικών παροχών, δωρεάν μετακινήσεις κλπ.

Το 1935 επαναφέρθηκαν (επιστρέφοντας στην εποχή του τσάρου) οι βαθμοί και το 1940 τα διακριτικά των βαθμών στο στρατό. Το 1917 είχαν καταργηθεί σαν σύμβολο καταπίεσης. Τώρα η ρώσικη κυβέρνηση αποφάσιζε ότι τα διακριτικά συμβολίζουν «τη συνέχιση της ένδοξης ιστορίας των ρώσικων στρατιών από καταβολής ρωσικού κράτους»!!! Μετά το 1940 οι συντροφικές σχέσεις μεταξύ φαντάρων και διοικητών απαγορεύθηκαν, ο διοικητής μπορούσε να απειλήσει με όπλο τον φαντάρο, αλλά και να τον εκτελέσει επιτόπου χωρίς καν στρατοδικείο, ακόμα αν επρόκειτο για ομαδικό παράπονο, ακόμα και για το φαγητό. Αυτά συνιστούσαν μια από τις πιο βάρβαρες στρατιωτικές ιεραρχίες στην ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας.

Β)Σοβιέτ (Εργατικά Συμβούλια)

Στον σοσιαλισμό, η ουσία βρίσκεται στη ζωντανή επαναστατική διαδικασία του εργατικού ελέγχου και της εργατικής κυβέρνησης, που με τη σειρά τους βασίζονται στην εργατική δημοκρατία και την ενεργή συμμετοχή του κόσμου στα εργατικά συμβούλια-τα σοβιέτ.

«Μα τα σοβιέτ ζουν και βασιλεύουν επί Στάλιν στην ΕΣΣΔ», θα αντιτείνουν οι σταλινικοί. Πράγματι, αλλά μάλλον μπερδεύουν (σκόπιμα;) οι σ. τη μορφή με το περιεχόμενο. Γιατί τα Σοβιέτ σαν ζωντανά κύτταρα είχαν πάψει να λειτουργούν ή υπολειτουργούν, ακόμα και στις μεγάλες πόλεις, πόσο μάλλον στην απομακρυσμένη επαρχία, από τα πρώτα χρόνια μετά το ’17, επί «Πολεμικού Κομμουνισμού». Είδαμε ότι οι συνθήκες ήταν δυσμενείς κι αυτό ήταν αναπόφευκτο, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να γίνεται για πάντα χωρίς συνέπειες για το εργατικό κράτος. Μετά το τέλος του εμφυλίου και τη νίκη των Μπολσεβίκων, εργατική δημοκρατία πλέον δεν υπήρχε. Οι μπολσεβίκοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την επαναφέρουν με διάφορα μέτρα και με συνεχή παρακίνηση, αλλά αυτό δεν μπορούσε να εμφυτευθεί στα κεφάλια των εργατών «από τα πάνω», είχε να κάνει με τις εμπειρίες τους. Ο ταλαιπωρημένος ρώσικος λαός είχε χάσει σε επαναστατική συνοχή και έδινε τη μάχη της επιβίωσης, εκδηλώθηκε η κόντρα μεταξύ πόλεων (εργάτες=μειοψηφία) και υπαίθρου (αγρότες=συντριπτική πλειοψηφία), ενώ οι εργατικές επαναστάσεις έχαναν σε μια σειρά άλλες  χώρες, με τελευταία κρίσιμη χαμένη μάχη την επανάσταση του 1923 στη Γερμανία-που σηματοδότησε την υποχώρηση του διεθνούς επαναστατικού κύματος. Τα σοβιέτ άρχισαν να μετατρέπονται σε κενό γράμμα, όσον αφορά τη λειτουργία, τη συμμετοχή, τον αποφασιστικό ρόλο, τη συχνότητα συνεδριάσεων.

Το 1918 το Συνέδριο των Σοβιέτ συγκλήθηκε 5 φορές. Από το 1919 ως το 1922 συγκαλούνταν μια φορά κάθε χρόνο. Από το 1917 ως το 1936 συνολικά συνεδρίασε 104 μέρες, από τις οποίες το 70% των συνεδριάσεων πραγματοποιήθηκαν ως το 1925.

Σιγά σιγά τα σοβιέτ άρχισαν να γίνονται τα τυφλά εκτελεστικά όργανα μιας εξουσίας που βρίσκεται στα χέρια μιας άλλης τάξης. Κομβικές αποφάσεις-τομές στη ρώσικη οικονομία, με τεράστιες επιπτώσεις στο λαό της, όπως το 5χρονο Πλάνο, η βίαιη κολεκτιβοποίηση ή η γρήγορη εκβιομηχάνιση πάρθηκαν χωρίς συμμετοχή ή ενημέρωση της «Ανώτατης Αρχής» του Συνεδρίου των Σοβιέτ. Θέματα ζωτικά, εξωτερικής πολιτικής, ενόψει Β’ ΠΠ, δεν συζητιόνταν καν, καθώς τα «χειριζόταν η Σοβιετική Κυβέρνηση» (δηλαδή ο Στάλιν κι ο περίγυρός του). Η κεντρική εκτελεστική του επιτροπή (ΚΕΕ) επί Στάλιν δεν συνεδρίαζε ούτε 10 μέρες το χρόνο. Το Ανώτατο Σοβιέτ πολλές φορές ενημερωνόταν για τον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό, μήνες μετά την εφαρμογή του. Το προεδρείο του Ανώτατου Σοβιέτ πραγματευόταν άγνωστη θεματολογία και δεν κρατιόντουσαν πρακτικά από τις συνεδριάσεις του. Από το τέλος της δεκαετίας του ’20, όλες οι αποφάσεις παίρνονταν ομόφωνα. Δεν σημειώθηκε ούτε μια αντίθετη ψήφος, μια διαφορετική πρόταση ή έστω μια αποχή! Σαφώς όλα αυτά δεν πλησίαζαν καν την αστική δημοκρατία, πολύ περισσότερο δεν θύμιζαν την εργατική…

Γ)Εκλογές

Ποτέ σε περιφερειακές εκλογές το ποσοστό του εκλεγμένου δεν έπεσε κάτω από 98%. (Μια φορά μάλιστα, το 1947, ο Στάλιν πήρε 2122 ψήφους, από σύνολο 1617 ψηφοφόρων!) Για τις εκλογές του Ανώτατου Σοβιέτ το 1937, και για ένα δημοψήφισμα στη Λιθουανία το 1940, τα  αποτελέσματα έγιναν γνωστά πριν πραγματοποιηθούν οι εν λόγω «δημοκρατικές» διαδικασίες. Λίγες μέρες πριν τις εκλογές του ‘37, 37 υποψήφιοι «εξαφανίστηκαν». Καμία εξήγηση δεν δόθηκε στους ψηφοφόρους και το θέμα θεωρήθηκε «λήξαν».  Τέτοια φαινόμενα απολυταρχίας και ταυτόχρονα ξετσίπωτης προπαγάνδας, δύσκολα σημειώνονταν ακόμα και σε δικτατορικά καθεστώτα.

Δ)Το Κόμμα

Παρά τη χυδαία προπαγάνδα που ασκήθηκε από διάφορες πλευρές, αυτό που κυρίως χαρακτήριζε το μπολσεβίκικο κόμμα ήταν η εσωτερική δημοκρατία. Από τις αρχές του 1900 ως το 1918, για παράδειγμα, υπάρχουν πλείστες καταγεγραμμένες περιπτώσεις διαφωνιών μέσα στο κόμμα για σημαντικά ζητήματα (για τη συμμετοχή ή όχι στις εκλογές, τη στάση στον Α’ ΠΠ, τον χαρακτήρα της επανάστασης, τη χρονική στιγμή της εξέγερσης…), όπου ο Λένιν, λαμπρή φυσιογνωμία του κόμματος, ήταν μειοψηφία. Σε πολλά από αυτά, ο Λένιν δικαιώθηκε αργότερα μέσα από την αποκρυστάλλωση των εμπειριών των απλών μελών του κόμματος που προέκυπτε μέσα από δημοκρατική συζήτηση μεταξύ τους.

Η «μονολιθικότητα» του κόμματος καθιερώθηκε σαν «ίδιον γνώρισμα» με επικεφαλής τον Στάλιν.Το Συνέδριο του Κόμματος έπρεπε να γίνεται κάθε χρόνο, όπως  και γινόταν ως το 1925. Τα επόμενα Συνέδρια έγιναν το ’27, ’30, ‘34, ’39 και το τελευταίο το 1952. Η Συνδιάσκεψη έπρεπε να γίνεται κάθε χρόνο, όπως και γινόταν ως το 1926. Μετά διεξήχθη το 1929, ’32, ’34 κι η τελευταία το 1941.

Το Πολιτικό γραφείο του Κόμματος υποτίθεται ότι λογοδοτούσε στην Κεντρική Επιτροπή. Κι όμως από το 1934 ως το 1939 το ΠΓ διέγραψε πάνω από τα ¾ της ΚΕ. Μόνο 16 από τους 71 εκλεγμένους το ’34  ξαναέθεσαν υποψηφιότητα στο Συνέδριο του Κόμματος το ’39.Το ΠΓ εξέλεγε τη Γραμματεία που με τη σειρά της εξέλεγε τον γενικό γραμματέα. Αυτό το πόστο το είχε ο Στάλιν ως το θάνατό του, για 30 χρόνια. Το πόστο αυτό είχε πολύ περιορισμένες αρμοδιότητες ως το 1922, αλλά επί Στάλιν απόκτησε  εξουσίες παντοκράτορα.

Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ:

το 1934 μόνο το 9%  των μελών του κόμματος ήταν εργάτες, το 41% ανήκε στη διανόηση. Το 1923 μόνο το 23% των εργοστασιακών διευθυντών ανήκαν στο Κόμμα. Έπειτα τα ποσοστά έγιναν το 1925 82%, το 1927 84%, το 1936 98-99%. Το 1920 μόνο το 10% των διοικητών του Κόκκινου Στρατού ανήκαν στο Κόμμα. Έπειτα τα ποσοστά έγιναν το 1924 30%, το 1929 51% και το 1933 72%. Το 1937, το διοικητικό προσωπικό των επιχειρήσεων σχεδόν εξ’ ολοκλήρου ανήκε στο κόμμα (1.751.000 άτομα). Το κόμμα όμως είχε συνολικά 2,5 εκατομμύρια μέλη. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι άνθρωποι από τις χαμηλές τάξεις ήταν συντριπτική μειοψηφία μέσα στο κόμμα.

Από το 1.588.000 μέλη του Κόμματος το 1939, μόνο το 1% ανήκε στο κόμμα από το 1917, το 8,3%  αυτών ήταν μέλη από το 1920, ενώ το 70% μπήκε στο κόμμα μετά το 1929. Από τα 15 μέλη της επαναστατικής κυβέρνησης του ’17, μόνο 1  ζούσε το ’40 (ο Στάλιν). Το 1938 είχαν «εκκαθαριστεί» μετά τις δίκες της Μόσχας τα 9/10 των ηγετών της Οκτωβριανής Επανάστασης, το 85% των διοικητών στρατιάς που είχαν διοριστεί το 1935, ακόμα και 2 αρχηγοί της αστυνομίας.

Συμπέρασμα: Ο μαρξισμός κάνει λόγο για την  «απονέκρωση του νόμου και του  κράτους», όταν αναφέρεται στη μετάβαση του εργατικού κράτους προς την αταξική κομμουνιστική κοινωνία, όπου το κράτος αυτοδιαλύεται γιατί χάνει τη χρησιμότητά του, κι αντικαθίσταται με τη συνήθεια και την ενεργητική αλληλεγγύη μεταξύ των απλών ανθρώπων. Αντίθετα, από την άνοδο της γραφειοκρατίας και μετά, βλέπουμε την αλματώδη ανάπτυξη ενός τερατώδους προπαγανδιστικού και κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού, ενός μηχανισμού  απόλυτου ελέγχου των μαζών, εις βάρος της πλειοψηφίας του ρώσικου λαού, αλλά υπέρ του κρατικοκαπιταλιστικού καθεστώτος ( με σκοπό «να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε τη Δύση») και της άρχουσας τάξης του. Όπως έγραφε το 1948 ο σταλινικός Π.Φ. Γιουντίν : «Το σοβιετικό κράτος αποτελεί το κύριο όργανο για την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας… η εδραίωσή του είναι προϋπόθεση για το χτίσιμο του κομμουνισμού…η άνοδος του κομμουνισμού είναι σε άμεση σχέση με την τελειότητα του κρατικού μηχανισμού….». Όλα αυτά ήταν προφανές ότι καμία σχέση δεν είχαν με τον Μαρξ, αλλά με το αντίθετό του. Η γιγάντωση του Ρωσικού κράτους –αντί για την απονέκρωσή του- ήταν άλλη μια απόδειξη για  την κατακόρυφη όξυνση των ταξικών ανταγωνισμών σε μια ήδη ταξική κοινωνία.

 

 H Οικονομία ενός εργατικού κράτους

Υπάρχουν δυο είδη παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό: τα μέσα παραγωγής και η εργατική δύναμη. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δημιουργεί τις υλικές συνθήκες για το σοσιαλισμό. Από όλα τα μέσα παραγωγής, μάλιστα, σύμφωνα με τον Μαρξ («Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας»), μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη είναι η ίδια η εργατική τάξη.

Εργάτες και τεχνικοί: Οι τεχνικοί και η λοιπή «νέα μεσαία τάξη» αποτελούν αναγκαίο στοιχείο στην παραγωγική διαδικασία κι ένα σπουδαίο κομμάτι των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας. Στον καπιταλισμό, ο εργάτης αντιμετωπίζει τις επιστημονικές δυνάμεις σαν ιδιοκτησία κάποιου άλλου και σαν εξουσία, ενώ ο τεχνικός λειτουργεί σαν ιμάντας μεταβίβασης μέσω του οποίου εξασκεί τον καταναγκασμό του ο καπιταλιστής στον εργαζόμενο. Στα πρώτα στάδια του εργατικού κράτους, οι τεχνικοί θα είναι απαραίτητοι, αλλά η εργασία τους θα υπάγεται στα συμφέροντα της συλλογικής εργατικής τάξης. Η ύπαρξή τους σαν «ξεχωριστό» στρώμα είναι μεταβατική. Απόλυτη νίκη του σοσιαλισμού σημαίνει την κατάργηση του διαχωρισμού πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας. Όσο πιο ψηλό γίνεται το βιοτικό και πνευματικό επίπεδο των μαζών, τόσο υπονομεύεται η μονοπωλιακή θέση των διανοητικά εργαζομένων, μέχρι να επιτευχθεί η πλήρης σύνθεση των δύο εργασιών.

Εργασιακή Πειθαρχία: Στον καπιταλισμό η πειθαρχία λειτουργεί για τον εργάτη σαν εξωτερική καταναγκαστική δύναμη υπό τον έλεγχο του αφεντικού. Στον σοσιαλισμό, η πειθαρχία χρειάζεται, αλλά είναι αποτέλεσμα της συνείδησης και της νοοτροπίας ελεύθερων ανθρώπων, που θα παράγουν για τον εαυτό τους.

Κατανάλωση-Παραγωγή-Διανομή: Στην καπιταλιστική κοινωνία η συσσώρευση καθορίζει το βαθμό απασχόλησης και το ύψος των μισθών, δηλαδή τον ρυθμό κατανάλωσης των απλών ανθρώπων. Στο εργατικό κράτος η συσσώρευση ρυθμίζεται από τις ανάγκες τους.Η συσσώρευση για τη συσσώρευση στον καπιταλισμό πατάει σε δυο παράγοντες: α) τον διαχωρισμό του εργάτη από τα μέσα παραγωγής και β) την ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών (ιδιωτών, μονοπωλίων ή κρατών). Ο εργατικός έλεγχος λοιπόν της παραγωγής και η κατάργηση των εθνικών συνόρων αποτελούν τις δυο βασικές προϋποθέσεις για την πλήρη υποταγή της συσσώρευσης στην κατανάλωση.

Εργάτες και Αγρότες: Όπως έγραφε ο Έγκελς: «Αν είχαμε την κρατική εξουσία δε θα σκεφτόμασταν την απαλλοτρίωση των χωραφιών των μικροϊδιοκτητών. Στόχος είναι να στρέψουμε τη μικρής κλίμακας παραγωγή προς την κατεύθυνση του συνεταιρισμού, όχι όμως βίαια, αλλά με το παράδειγμα και με την παροχή δημόσιας βοήθειας… θα δείξουμε όλα τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται αυτός ο μετασχηματισμός… θα τους δώσουμε όλον τον καιρό να το σκεφτούν…» Η εθελοντική συνεργασία των μικρών αγροτών στην παραγωγή όμως προϋποθέτει μια σε μεγάλο βαθμό εκμηχανισμένη γεωργία, καλές τιμές για τα αγροτικά προϊόντα πληρωμένες από το κράτος, άφθονο εφοδιασμό των αγροτών με βιομηχανικά προϊόντα σε χαμηλές τιμές και χαμηλή φορολογία. Με λίγα λόγια όλα χρειάζονται «εν αφθονία αυτών». Στη Ρωσία εμφανίστηκε το ίδιο πρόβλημα που αντιμετώπισε και η Γαλλική επανάσταση ελλείψει αφθονίας: οι αγρότες, εφόσον ξεφορτώθηκαν τους φεουδάρχες, στράφηκαν ενάντια στους εργάτες. Άρχισαν να παράγουν όσα τους χρειάζονταν για να επιβιώσουν, και φυσικά στάθηκαν ενάντια στις υποχρεωτικές επιτάξεις για να τροφοδοτηθούν οι πόλεις. Η Ρωσία ήταν κατά 80% αγροτική χώρα, κι η τάξη των μισθωτών απάρτιζε μόνο το 10% του πληθυσμού.

Για να λυθεί αυτό το ζήτημα υπήρχαν δυο απαντήσεις:

Α)Η εξάρτηση του ρυθμού ανάπτυξης της βιομηχανίας από το ρυθμό αύξησης του αγροτικού πλεονάσματος που παραγόταν από τους πλούσιους χωρικούς (κουλάκους).

Β) Ένας γρήγορος ρυθμός εκβιομηχάνισης, βασισμένος στην πρωταρχική συσσώρευση, με τη βίαιη απαλλοτρίωση και κολεκτιβοποίηση των αγροτών και την αποδέσμευση εργατικής δύναμης για τη βιομηχανία.

Και οι δύο μέθοδοι δοκιμάστηκαν, η πρώτη με τη ΝΕΠ το 1921-28, και η δεύτερη με τα Πεντάχρονα Πλάνα από το 1928 και μετά. Αλλά φυσικά είναι αστείο να θεωρεί κανείς κάποια από αυτές τις μεθόδους σαν συνταγή επιτυχίας για την προώθηση του σοσιαλισμού. Γιατί και στις δυο περιπτώσεις, οι εργάτες κι οι φτωχοί αγρότες βρίσκουν απέναντί τους έναν ταξικό εχθρό, είτε τους κουλάκους, τους «νόμους της αγοράς» και το κράτος που αναγκάζεται να υποχωρεί απέναντί τους στην πρώτη περίπτωση, είτε το πανίσχυρο συγκεντρωτικό κι απολυταρχικό κράτος (που χρειάζεται για να επιβάλλει τα Πεντάχρονα Πλάνα) στη δεύτερη.

Συμπέρασμα: η οικονομία ενός εργατικού κράτους και η καπιταλιστική οικονομία έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Το διακριτικό χαρακτηριστικό είναι η ύπαρξη ή όχι του εργατικού ελέγχου πάνω στην παραγωγή.

 

Η Υλική κληρονομιά της προ-οκτωβριανής κοινωνίας

«Ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δεν εξαφανίζεται, αν δεν  αναπτυχθούν πρώτα όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και ποτέ δεν εμφανίζονται καινούργιες, ανώτερες παραγωγικές σχέσεις, αν δεν ωριμάσουν πρώτα οι υλικές προϋποθέσεις για την ύπαρξή τους μέσα στους κόλπους της παλιάς κοινωνίας». (Μαρξ, «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας») Αυτό το απόσπασμα χρησιμοποιούσαν οι ρεφορμιστές στη Ρωσία-οι μενσεβίκοι, για να αποδείξουν ότι ο καπιταλισμός στη Ρωσία δεν έχει ωριμάσει αρκετά , κι άρα ότι η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι ακόμα δυνατή.

Κι όμως το πιο πάνω απόσπασμα αφορά το παγκόσμιο σύστημα κι όχι μια απομονωμένη χώρα. Το γεγονός και μόνο ότι η πρώτη εργατική επανάσταση ξέσπασε σε μια καθυστερημένη χώρα, επιβεβαιώνει αυτή τη θέση και αποτελεί την καλύτερη μαρτυρία της ωριμότητας της σοσιαλιστικής επανάστασης σε παγκόσμια κλίμακα. Μόνο μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιότητας του καπιταλισμού θα μπορούσε να εξηγηθεί η ανισόμετρη και συνδυασμένη ανάπτυξη των διαφόρων χωρών:

  • Η ανάπτυξη στην τσαρική Ρωσία καθορίστηκε από τον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις μέσα στην ίδια τη Ρωσία και από την εξάρτησή της από τον καπιταλιστικό κόσμο.
  • Σε μια καθυστερημένη χώρα η πάλη των τάξεων πήρε την πιο οξεία μορφή.
  • Η ρώσικη εργατική τάξη βρέθηκε πιο συγκεντρωμένη σε τεράστιες επιχειρήσεις, ακόμα και σε σχέση με τις ΗΠΑ.
  • Ο μαρξισμός (προερχόμενος από τη Δύση) επηρέαζε το εργατικό κίνημα στη Ρωσία, δείγμα της πνευματικής ενότητας του κόσμου.
  • Ο ρεφορμισμός ασκούσε λιγότερη επιρροή στο ρώσικο εργατικό κίνημα γιατί 1) το βιοτικό επίπεδο των εργατών κρατήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα εξαιτίας της μαζικής μετανάστευσης της αγροτιάς στην πόλη, και 2) η ρώσικη αστική τάξη δεν έκανε υπερπόντιες επενδύσεις και υπερκέρδη για να εξαγοράσει μια μερίδα εργατών, όπως έγινε στη Δύση.
  • Η χώρα βρισκόταν μόνιμα κάτω από την απειλή μιας επικείμενης αγροτικής επανάστασης.
  • Ακόμα κι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος κατέδειξε την ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων της σοσιαλιστικής επανάστασης σε παγκόσμια κλίμακα.

 

Μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης το 1917 στη Ρωσία, κανένας μπολσεβίκος δεν υποστήριξε ποτέ πως θα μπορούσε μόνη της η Ρωσία να χτίσει σοσιαλισμό. Ο Λένιν ξανά και ξανά υποστήριξε το αντίθετο. «…Πάντα υπολογίζαμε για την επιτυχία της επανάστασής μας σε μια διεθνή επανάσταση…» Ακόμα και μετά το θάνατο του Λένιν, ο ίδιος ο Στάλιν στα πρώτα του κείμενα υποστηρίζει ότι είναι αδύνατη η νίκη του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα. Όλα αυτά σήμαιναν ότι μετά τη νίκη της ρώσικης επανάστασης υπήρχαν δυο πιθανότητες: Η πρώτη , να αποτελέσει το νικηφόρο 1917 την αφετηρία για μια σειρά νέες νικηφόρες επαναστάσεις που θα ξεσπάσουν αμέσως  ή μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Η δεύτερη, αυτό το «ορισμένο χρονικό διάστημα» να διαρκέσει χρόνια και να αφήσει τη ρώσικη επανάσταση απομονωμένη σε έναν εχθρικό καπιταλιστικό κόσμο.

Η ανθρώπινη δραστηριότητα και μόνο μπορούσε να αποφασίσει προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα, ποιον δρόμο θα τραβήξει η ιστορία.Εκ των υστέρων, η υποστήριξη που έδωσαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δύσης στον καπιταλισμό κι η προδοσία των επαναστάσεων που όντως ξέσπασαν στο σύνολο –πρακτικά- του αναπτυγμένου κόσμου, κι η απουσία κομμάτων επαναστατικών όπως οι μπολσεβίκοι στις χώρες αυτές,  οδήγησαν στην ήττα των επαναστάσεων στη Δύση και στην απομόνωση και εν τέλει στην ήττα της Ρώσικης Επανάστασης. Αλλά αυτό το σενάριο δεν ήταν νομοτέλεια, η ιστορία θα μπορούσε να ακολουθήσει διαφορετική διαδρομή, εφόσον οι αντικειμενικές συνθήκες για τη νίκη του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα υπήρχαν.

Η δυσμενής υλική κληρονομιά της προεπαναστατικής Ρωσίας

Στη Ρωσία του 1913 το 80% του πληθυσμού ήταν αγρότες και το 10% εργάτες. Για να γίνει μια σύγκριση, στη Βρετανία του 1841 οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι 22,7% και 47,3%, στη Γαλλία του 1866 43% και 38% αντίστοιχα, στη Γερμανία του 1852 44,4% και 40,9% αντίστοιχα, στις ΗΠΑ του 1850 64,8% και 17,8% αντίστοιχα. Το πραγματικό εισόδημα  ανά απασχολούμενο στη Ρωσία το 1913 έφτανε στις 306 Διεθνείς Μονάδες (Κόλιν Κλαρκ, «οι όροι της οικονομικής προόδου», Λονδίνο, 1940). Τα αντίστοιχα νούμερα άλλων χωρών: Βρετανία (1688) 372 Δ.Μονάδες, Γερμανία (1670) 420 Δ.Μ., Γαλλία (1850-59) 382 Δ.Μ., ΗΠΑ (1850) 787 Δ.Μ. Δηλαδή το μέσο εισόδημα στη Ρωσία του 1913 αντιστοιχούσε μόνο στο 80,9% του αντίστοιχου της Βρετανίας του 1688!!! Όλα αυτά έδειχναν τη μεγάλη καθυστέρηση της Ρωσίας, όσον αφορά τις υλικές συνθήκες.

Ο Μαρξ κι ο Έγκελς ασχολήθηκαν αρκετές φορές με το τι θα μπορούσε να συμβεί αν η εργατική τάξη πάρει την εξουσία πριν δημιουργηθούν οι υλικές προϋποθέσεις για την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Έφτασαν λοιπόν στο συμπέρασμα ότι σε μια τέτοια περίπτωση η εργατική τάξη θα έχανε την εξουσία από τους αστούς. Ένα ιστορικό παράδειγμα που τους βοήθησε να βγάλουν συμπεράσματα ήταν η Γαλλική Επανάσταση 1789-94 και το αδύναμο γαλλικό προλεταριάτο που υπηρέτησε την αστική τάξη.

«Η αδικία των σχέσεων ιδιοκτησίας δεν οφείλει την καταγωγή της στην πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης, πηγάζει από τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής…. Το χειρότερο που έχει να πάθει ο ηγέτης ενός ριζοσπαστικού κόμματος είναι να αναγκαστεί να αναλάβει την κυβέρνηση σε μια εποχή που το κίνημα δεν είναι ακόμα ώριμο για την κυριαρχία της τάξης που εκπροσωπεί… είναι αναγκασμένος να μην εκπροσωπήσει ούτε την τάξη του ούτε το κόμμα του, αλλά την τάξη για την κυριαρχία της οποίας έχουν ωριμάσει οι συνθήκες…. Η διαίρεση της κοινωνίας σε εκμεταλλεύτρια κι εκμεταλλευόμενη, ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του ως τώρα χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης της παραγωγής… Είναι λοιπόν ο νόμος της διαίρεσης της εργασίας που βρίσκεται στη ρίζα της αντίστοιχης διαίρεσης σε κοινωνικές τάξεις…»

Στη μεταοκτωβριανή Ρωσία, με το χαμηλό επίπεδο του εθνικού εισοδήματος, η εκπλήρωση των αστικών καθηκόντων ήταν το κεντρικό πρόβλημα. Ήταν όμως αυτή εφικτή, σε μια καθυστερημένη χώρα που βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας; Μπορούσε να πραγματοποιηθεί ένας γοργός ρυθμός συσσώρευσης, που υπαγορευόταν από την καθυστέρηση της χώρας και την πίεση του παγκόσμιου καπιταλισμού, χωρίς το διαχωρισμό της κοινωνίας σε διευθυντές και διευθυνόμενους; Μπορούσε μια εργατική επανάσταση σε μια καθυστερημένη χώρα, που απομονώνεται από τον προελαύνοντα παγκόσμιο καπιταλισμό, να αντέξει επ’ αόριστον και να αποτελέσει οτιδήποτε άλλο εκτός από «μια στιγμή στην εξέλιξη» της ανάπτυξης του καπιταλισμού, έστω κι αν η τάξη των καπιταλιστών έχει εξαφανιστεί στη χώρα αυτή;

Υπό αυτές τις συνθήκες παλινορθώνεται ο καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ, με το Πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο (1928) να σηματοδοτεί την ολοκλήρωση του μετασχηματισμού της σταλινικής γραφειοκρατίας σε νέα άρχουσα-αστική τάξη. Ήταν τώρα, η πρώτη φορά που η γραφειοκρατία προσπάθησε να δημιουργήσει ένα μαζικό προλεταριάτο και να συσσωρεύσει κεφάλαιο με ταχύ ρυθμό. Ήταν δηλαδή η περίοδος που η γραφειοκρατία προσπάθησε να πραγματώσει την ιστορική αποστολή της αστικής τάξης όσο πιο γρήγορα γινόταν. Η γρήγορη συσσώρευση κεφαλαίου στη βάση ενός χαμηλού επιπέδου παραγωγής, δεν μπορούσε παρά να πραγματοποιηθεί εις βάρος, και μάλιστα με καταπιεστικό τρόπο, της κατανάλωσης των μαζών. Υπό αυτές τις συνθήκες η γραφειοκρατία έπρεπε να απαλλαγεί από τα τελευταία υπολείμματα εργατικού ελέγχου, να αντικαταστήσει τη συναίνεση με την καταπίεση για την επιβολή της εργατικής πειθαρχίας, να εξατομικεύσει την εργατική τάξη και να κατευθύνει την κοινωνικοπολιτική ζωή σε ολοκληρωτικά πρότυπα. Έτσι η εκβιομηχάνιση και η κολλεκτιβοποίηση, σε μια καθυστερημένη χώρα και σε κατάσταση πολιορκίας, μετέβαλε τη γραφειοκρατία σε άρχουσα τάξη. Η διαλεκτική ιστορική εξέλιξη τα έφερε έτσι, ώστε η γραφειοκρατία, που ξεκίνησε με στόχο να επιταχύνει το χτίσιμο του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα», να βάλει τα θεμέλια για το χτίσιμο του κρατικού καπιταλισμού. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά στην ιστορία που το αποτέλεσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων ερχόταν σε άμεση αντίθεση με τις ελπίδες και τις επιθυμίες των ανθρώπων που το προκάλεσαν…

(Διαβάστε: Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία, του Τόνι Κλιφ)




Ο Τροτσκισμός μετά τον Τρότσκι (Ι)

Του Τόνι Κλιφ

Κεφάλαιο 1: αναγνωρίζοντας το πρόβλημα

 

Οι προβλέψεις του Τρότσκι

Η θέση του Τρότσκι στον Μαρξισμό

Πώς αντιμετώπισαν οι Τροτσκιστές την κατάσταση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο;

Διατηρώντας τον Τροτσκισμό αλλά παρεκκλίνοντας από την ουσία του λόγου του Τρότσκι

Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο οι Μαρξ και Ένγκελς υποστηρίζουν ότι οι κομμουνιστές γενικεύουν από την ιστορική και διεθνή εμπειρία της εργατικής τάξης. Αυτή η εμπειρία αλλάζει και εξελίσσεται διαρκώς και επομένως ο μαρξισμός αλλάζει συνεχώς- τη στιγμή που ο μαρξισμός σταματά να αλλάζει, είναι νεκρός. Μερικές φορές η ιστορική αλλαγή συμβαίνει αργά και σχεδόν ανεπαίσθητα, αλλά μερικές φορές οι αλλαγές είναι ριζικές. Κατά συνέπεια, εμφανίζονται απότομα και απροσδόκητα σημεία καμπής στην ιστορία του μαρξισμού.

Για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να καταλάβει την επανάσταση που σηματοδότησε η εμφάνιση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου χωρίς να ληφθεί υπόψη το υπόβαθρο της επερχόμενης επανάστασης του 1848.

Ένα άλλο σημείο καμπής ήταν η Κομμούνα του Παρισιού το 1871 που ενέπνευσε τον Μαρξ να γράψει στο « Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία»: «Η εργατική τάξη δεν μπορεί να πάρει την παλιά κρατική μηχανή και να την χρησιμοποιήσει για να οικοδομήσει σοσιαλισμό». [1] Υποστήριξε ότι η εργατική τάξη πρέπει να τσακίσει την καπιταλιστική κρατική μηχανή και να οικοδομήσει ένα νέο κράτος χωρίς αστυνομία, μόνιμο στρατό ή γραφειοκρατία, ένα κράτος στο οποίο όλοι οι αξιωματούχοι θα πρέπει να εκλέγονται, να είναι άμεσα ανακλητοί και να λαμβάνουν τον ίδιο μισθό με τους εργαζόμενους που εκπροσωπούν. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο δεν ανέφερε τίποτα απ’ όλα αυτά. Τώρα ο Μαρξ αναγνώριζε τα κεντρικά χαρακτηριστικά ενός εργατικού κράτους. Δεν κατέληξε σε αυτά τα συμπεράσματα χάρη σε σκληρή μελέτη μέσα στο Βρετανικό Μουσείο. Η κατανόησή του προερχόταν από τη δράση  των παριζιάνων εργατών  που πήραν την εξουσία για 74 ημέρες και έδειξαν τι είδους κράτος μπορούσε να εγκαθιδρύσει η εργατική τάξη.

Και πάλι, η θεωρία της διαρκούς επανάστασης του Τρότσκι ήταν υποπροϊόν της ρωσικής επανάστασης του 1905. Αυτή η θεωρία υποστήριξε ότι στις καθυστερημένες και υπανάπτυκτες χώρες η μπουρζουαζία, έχοντας δημιουργηθεί με καθυστέρηση, ήταν πολύ δειλή και συντηρητική για να λύσει τα αστικά δημοκρατικά καθήκοντα όπως, την εθνική ανεξαρτησία και την αγροτική μεταρρύθμιση. Αυτά τα καθήκοντα θα μπορούσαν να επιτευχθούν με την επανάσταση που οδήγησε η εργατική τάξη επικεφαλής της αγροτιάς. Στην προσπάθεια επίλυσης αυτών των ζητημάτων μια εργατική επανάσταση θα υπερέβαινε τα όρια των κανόνων αστικής ιδιοκτησίας και αυτό θα οδηγούσε στη δημιουργία ενός εργατικού κράτους.

Η ιδέα ότι η μπουρζουαζία ήταν αντεπαναστατική και ότι η εργατική τάξη θα οδηγούσε την αγροτιά δεν ήταν ιδέες που προέκυψαν αυτόματα από το λαμπρό μυαλό του Τρότσκι, αλλά ανακαλύφθηκαν στην πραγματικότητα στην επανάσταση του 1905. Αυτή απέδειξε στην πράξη πώς οι εργαζόμενοι, όχι η αστική τάξη, αγωνίστηκαν να ανατρέψουν τον τσαρισμό για να ασκήσουν δημοκρατικό έλεγχο στην κοινωνία. Η Πετρούπολη, στο κέντρο της επανάστασης, ανέπτυξε ακόμη και όργανα εργατικού κράτους –εργατικών συμβουλίων ή σοβιέτ. Οι περαιτέρω επεξεργασίες του μαρξισμού  από πρόσωπα όπως ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ επίσης προέκυψαν μέσα από την ιστορική εμπειρία όπως το εξαιρετικό βιβλίο της τελευταίας για τη μαζική απεργία, υποπροϊόν των αγώνων στη Ρωσία και την Πολωνία το 1905.

Ένα νέο σημείο καμπής υπήρξε όταν ο Στάλιν προσπάθησε να σαρώσει την παράδοση της μπολσεβίκικης επανάστασης. Έπεσε στον Τρότσκι ο κλήρος για την υπεράσπισή της. Μέχρι τη δολοφονία του το 1940 το έκανε εξαιρετικά. Ωστόσο, στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Τέταρτη Διεθνής που ίδρυσε αντιμετώπισε μια νέα αποφασιστική πρόκληση – πώς να αντιδράσει σε μια κατάσταση ριζικά διαφορετική από αυτήν που οραματίστηκε ο ιδρυτής της. Αυτό δημιούργησε ιδιαίτερες δυσκολίες επειδή το κίνημα είχε στερηθεί πλέον τον πνευματικό γίγαντα που τον καθοδηγούσε μέχρι τώρα.

 

Κεφάλαιο 1

Οι προβλέψεις του Τρότσκι

Πριν από το θάνατό του ο Τρότσκι είχε κάνει μια σειρά από προβλέψεις. Τέσσερις από αυτές θα αμφισβητηθούν από την πραγματικότητα των εξελίξεων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

(1) Είχε προβλέψει ότι το σταλινικό καθεστώς στη Ρωσία δεν θα μπορούσε να επιβιώσει στον πόλεμο. Έτσι, σε ένα άρθρο της 1ης Φεβρουαρίου 1935, στο «Εργατικό κράτος,  Θερμιδώρ και  Βοναπαρτισμός», ο Τρότσκι ισχυρίστηκε ότι ο σταλινισμός, ως μορφή βοναπαρτισμού, “δεν μπορεί να διατηρηθεί για καιρό. Μια σφαίρα που ισορροπεί στην κορυφή  μιας πυραμίδας θα κατρακυλήσει υποχρεωτικά προς τη μια πλευρά ή την άλλη “- επομένως θα ακολουθήσει η “αναπόφευκτη κατάρρευση του σταλινικού καθεστώτος”. [2]

Ένα πιθανό αποτέλεσμα μπορεί να είναι η καπιταλιστική παλινόρθωση. Στο έργο του  «Ο Πόλεμος και η Τέταρτη Διεθνής (10 Ιουνίου 1934) ο Τρότσκι έγραψε ότι«σε περίπτωση παρατεταμένου πολέμου που θα συνδυαστεί με την παθητικότητα του παγκόσμιου προλεταριάτου, οι εσωτερικές κοινωνικές αντιφάσεις στην ΕΣΣΔ όχι μόνο θα μπορούσαν να οδηγήσουν αλλά και θα έπρεπε να οδηγήσουν υποχρεωτικά σε μια αστική βοναπαρτιστική αντεπανάσταση». [3]

Στις 8 Ιουλίου 1936 πρότεινε ένα εναλλακτικό σενάριο:

«Η ΕΣΣΔ θα μπορέσει να βγει από έναν πόλεμο χωρίς ήττα μόνο κάτω από μία προϋπόθεση: μόνο υποβοηθούμενη από την επανάσταση στη Δύση ή στην Ανατολή. Αλλά η διεθνής επανάσταση, ο μόνος τρόπος για να σωθεί η ΕΣΣΔ, θα είναι ταυτόχρονα και το θανάσιμο πλήγμα για τη σοβιετική γραφειοκρατία.»[4]

Όποια προοπτική κι αν διαλέξουμε, είναι σαφές ότι ο Τρότσκι ήταν πεπεισμένος για την αστάθεια του σταλινικού καθεστώτος, τόσο πολύ ώστε στις 25 Σεπτεμβρίου 1939, σε ένα άρθρο, «Η ΕΣΣΔ στον πόλεμο», έγραψε ότι «το να βλέπουμε το ρωσικό καθεστώς ως ένα σταθερό ταξικό σύστημα θα σήμαινε να πάρουμε μια γελοία θέση “επειδή εκείνη την εποχή βρισκόμασταν λίγα μόλις χρόνια ή ακόμα και λίγους μήνες πριν από την ατιμωτική πτώση (του σταλινικού καθεστώτος, στΜ) “. [5]

Η  πραγματικότητα στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν πολύ διαφορετική. Το σταλινικό καθεστώς δεν κατέρρευσε. Στην πραγματικότητα, μετά το 1945 αποκτούσε συνεχώς μεγαλύτερη δύναμη, επεκτεινόμενο στην Ανατολική Ευρώπη.

(2) Ο Τρότσκι πίστευε ότι ο καπιταλισμός βρισκόταν στην τελική του κρίση. Ως αποτέλεσμα, η παραγωγή δεν θα μπορούσε να επεκταθεί και, σε συνδυασμό με αυτό, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν σοβαρές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ή αύξηση των βιοτικού επιπέδου των μαζών. Το 1938, στο «Η Θανάσιμη Αγωνία του Καπιταλισμού και τα καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς», ο Τρότσκι έγραψε ότι ο Δυτικός κόσμος βρισκόταν:

«… στην εποχή του καπιταλισμού που σαπίζει: που, γενικά, δεν μπορεί να υπάρξει συζήτηση για συστηματικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και για την αύξηση του βιοτικού επιπέδου των μαζών …, που κάθε σοβαρό αίτημα του προλεταριάτου,   ακόμη και κάθε σοβαρό αίτημα της μικροαστικής τάξης ξεπερνά αναπόφευκτα τα όρια των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας και του αστικού κράτους» [6].

Ωστόσο, ο μεταπολεμικός παγκόσμιος καπιταλισμός δεν βυθίστηκε σε γενική στασιμότητα και αποσύνθεση. Στην πραγματικότητα, ο δυτικός καπιταλισμός γνώρισε μια μαζική ανάπτυξη και παράλληλα εμφανίστηκε η άνθιση του ρεφορμισμού. Όπως επεσήμανε ο Mike Kidron, “Το σύστημα στο σύνολό του δεν είχε αναπτυχθεί ποτέ άλλοτε τόσο γρήγορα και για τόσο πολύ όσο μετά τον πόλεμο – δύο φορές πιο γρήγορα μεταξύ 1950 και 1964 σε σύγκριση με την περίοδο μεταξύ 1913 και  1950, και σχεδόν 50% πιο γρήγορα σε σύγκριση με την γενιά που προηγήθηκε αυτής της περιόδου.”[7]

Κατά συνέπεια, τα σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα, αντί να μπουν σε τροχιά αποσύνθεσης, εμφανίστηκαν στην μεταπολεμική περίοδο ισχυρότερα σε  μέλη και απήχηση από ποτέ άλλοτε. Ο ρεφορμισμός άνθισε πατώντας στην καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου.

Στη Βρετανία, για παράδειγμα, η κυβέρνηση Attlee εκπροσωπούσε το ζενίθ του ρεφορμισμού. Δημιουργήθηκε το 1945, και δεν ήταν μόνο η πρώτη κυβέρνηση πλειοψηφίας των Εργατικών, αλλά αποτελούσε και την κορυφαία στιγμή της ιστορίας του Εργατικού Κόμματος. Όποιοι και αν είναι οι μύθοι σχετικά με την κυβέρνηση των Εργατικών του 1945-51, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν η πιο αποτελεσματική ρεφορμιστική κυβέρνηση των Εργατικών από όλες (όσες ακολούθησαν, στΜ).

Υπό την κυβέρνηση Attlee οι εργάτες και οι οικογένειές τους ζούσαν πολύ καλύτερα από ό,τι πριν από τον πόλεμο. Η κυβέρνηση διατηρούσε υψηλό επίπεδο δαπανών για τις κοινωνικές υπηρεσίες, ενώ τα επιδόματα διατροφής ανέρχονταν στον προϋπολογισμό του Απριλίου του 1949 σε 465 εκατομμύρια λίρες, εξακολουθούσαν να αντιπροσωπεύουν ένα τεράστιο ποσό και συνέβαλαν πράγματι σημαντικά στη μείωση του κόστους ζωής για τους εργαζόμενους. Και, βεβαίως, η πλήρης απασχόληση και ο σχετικά ήπιος πληθωρισμός ήταν ανεκτίμητα πλεονεκτήματα για τους εργαζόμενους.

Ένας παράγοντας που εξασφάλιζε τη μαζική υποστήριξη της κυβέρνησης ήταν η πλήρης απασχόληση. Κατά τη διάρκεια της θητείας των Εργατικών, η ανεργία ήταν εξαιρετικά χαμηλή (με εξαίρεση την κρίση καυσίμων τον χειμώνα του 1947, όταν έφτασε το 3%). Τον Ιούνιο του 1951 υπήρχαν τρία εκατομμύρια περισσότεροι εργαζόμενοι από ότι έξι χρόνια πριν. [8]

Η δημοτικότητα του Εργατικού Κόμματος μέσα στους κόλπους των εργαζομένων παρέμεινε υψηλή. Σε 43 ενδιάμεσες εκλογικές αναμετρήσεις (by-elections, ιδιαίτερες εκλογές που αφορούν την αντικατάσταση ενός μόνο εκλεγμένου αξιωματούχου, στΜ) έχασε μόνο μία φορά!Επιπλέον, οι γενικές εκλογές του Οκτωβρίου 1951 έδωσαν στους Εργατικούς την υψηλότερη επίδοση που πέτυχε ποτέ ένα κόμμα – 13.948.605 ψήφοι, ήτοι 49,8% των συνολικών ψήφων. Μόνο οι ιδιαιτερότητες του εκλογικού συστήματος έδωσαν στους Τόρηδες (Δεξιά, στΜ) την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Παρά τη λιτότητα, τη διανομή τροφίμων με το δελτίο και τους πολέμους στο εξωτερικό, οι Εργατικοί διατήρησαν την μαζική στήριξή τους. [9]

Και η Βρετανία δεν αποτελούσε εξαίρεση. Σε  όλη την Ευρώπη το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε. Η πλήρης ή η σχεδόν πλήρης απασχόληση επικράτησε. Προωθήθηκαν συστηματικές μεταρρυθμίσεις και τα μαζικά ρεφορμιστικά κόμματα δεν εξαφανίστηκαν. Σε Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Νορβηγία, Σουηδία, Δανία κι άλλες χώρες, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κυβέρνησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα.

(3) Χρησιμοποιώντας τη θεωρία της διαρκούς επανάστασης, ο Τρότσκι ισχυρίστηκε ότι σε καθυστερημένες, υπανάπτυκτες χώρες η εκπλήρωση των αστικών δημοκρατικών καθηκόντων – εθνικής απελευθέρωσης και αγροτικής μεταρρύθμισης – θα μπορούσε να προχωρήσει μόνο με την κατάληψη της εξουσίας από τους εργάτες.

Αυτό επίσης διαψεύστηκε από τα πραγματικά γεγονότα. Στην Κίνα, την πιο πυκνοκατοικημένη χώρα στον κόσμο, ο Μάο οδήγησε ένα σταλινικό κόμμα που είχε πάρει πλήρως διαζύγιο με την εργατική τάξη  να ενοποιήσει τη χώρα, να κερδίσει την ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό και να θεσπίσει αγροτικές μεταρρυθμίσεις. Παρόμοιες διαδικασίες διαδραματίστηκαν και αλλού, όπως στην Κούβα και το Βιετνάμ.

(4) Τέλος, εάν όλες οι παραπάνω τρεις προβλέψεις ήταν σωστές, δεν προδιαγραφόταν μέλλον για τον σταλινισμό ή τον ρεφορμισμό και οι προοπτικές στο μέλλον άνοιγαν διάπλατα για μια εξαιρετικά γρήγορη ανάπτυξη της Τέταρτης Διεθνούς. Για τους λόγους αυτούς, ο Τρότσκι ήταν πολύ σίγουρος ότι προμηνυόταν ένα λαμπρό μέλλον (για την 4η Διεθνή, στΜ) τα επόμενα χρόνια.

Στις 10 Οκτωβρίου 1938 έγραψε:

«Η ανθρωπότητα έχει γίνει φτωχότερη από ό, τι πριν από 25 χρόνια, ενώ τα μέσα καταστροφής έχουν γίνει απείρως πιο ισχυρά. Κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου, επομένως, θα ξεσπάσει η θυελλώδης αντίδραση των εργαζομένων μαζών απέναντι στις αναθυμιάσεις του σοβινισμού. Τα πρώτα θύματα αυτής της αντίδρασης, μαζί με τον φασισμό, θα είναι τα κόμματα της Δεύτερης και Τρίτης Διεθνούς. Η κατάρρευσή τους θα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για το πραγματικό επαναστατικό κίνημα, του οποίου η αποκρυστάλλωση δεν μπορεί να στηθεί γύρω από κανέναν άλλο άξονα παρά μόνο γύρω από την Τέταρτη Διεθνή. Τα σφυρηλατημένα στελέχη της  θα καθοδηγήσουν τους εργαζόμενους στη μεγάλη αντεπίθεση.»  [10]

Ο Τρότσκι είχε ήδη δηλώσει ότι:

«Όταν θα εορτάζεται η εκατονταετηρίδα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου [δηλ. το 1948], η Τέταρτη Διεθνής θα έχει γίνει η αποφασιστική επαναστατική δύναμη στον πλανήτη μας.» [11]

Στις 18 Οκτωβρίου 1938, σε ομιλία με τίτλο “Η ίδρυση της τέταρτης Διεθνούς”, ο Τρότσκι υπογράμμιζε σε το σημείο:

«Δέκα χρόνια! Μόνο δέκα χρόνια! Επιτρέψτε μου να τελειώσω με μια πρόβλεψη: τα επόμενα δέκα χρόνια το πρόγραμμα της Τέταρτης Διεθνούς θα γίνει ο οδηγός εκατομμυρίων και αυτά τα εκατομμύρια επαναστατών θα ξέρουν πώς να συγκλονίσουν τη γη και τον ουρανό.» [12]

Τα επαναλαμβανόμενα σχόλια για το ίδιο θέμα καταδεικνύουν το γεγονός ότι οι δηλώσεις του για την ταχεία νίκη της Τέταρτης Διεθνούς δεν αποτελούσαν εφήμερες παρατηρήσεις, αλλά ένα συνεχές νήμα μέχρι τον θάνατό του.

Δυστυχώς, αυτή η πρόβλεψη αποδείχθηκε επίσης αβάσιμη επειδή οι προβλέψεις του για τη Ρωσία, τον δυτικό καπιταλισμό και τον Τρίτο Κόσμο διαψεύστηκαν από την πραγματικότητα των γεγονότων μετά το 1945. Πολύ λίγος χώρος απέμεινε για την Τέταρτη Διεθνή – οι τροτσκιστικές οργανώσεις παρέμειναν μικροσκοπικές με ελάχιστη επιρροή στην εργατική τάξη.

Η θέση του Τρότσκι στον μαρξισμό

Μια προκαταβολική παρατήρηση είναι απαραίτητη σχετικά με τον τρόπο που πρέπει εμείς οι τροτσκιστές να αντιμετωπίζουμε τον Τρότσκι. Ήταν ένας πολιτικός γίγαντας ανάμεσά μας: ο διοργανωτής της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο ηγέτης του Κόκκινου Στρατού, ο ηγέτης, μαζί με τον Λένιν, της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Ξανά και ξανά, ο Τρότσκι κατά την αντιμετώπιση της κατάστασης στη Βρετανία το 1926 ή της κινεζικής επανάστασης του 1925-27 ή της Γερμανίας κατά την άνοδο του ναζισμού, της Γαλλίας του 1936 και της Ισπανίας 1931-38, επέδειξε μια φανταστική ικανότητα να αναλύει περίπλοκες καταστάσεις, να προβλέπει τις μελλοντικές εξελίξεις και να προτείνει την απαραίτητη στρατηγική.

Τα γραπτά του Τρότσκι αποδεικνύονταν συχνά προφητικά. Από πολλές απόψεις οι αναλύσεις του άντεξαν θαυμάσια στη δοκιμασία του χρόνου. Κανείς από τους μεγάλους μαρξιστές στοχαστές δεν  κατάφερε να τον ξεπεράσει στη χρήση της ιστορικής υλιστικής μεθόδουυ, στο να συνθέτει οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες, να βλέπει τη σχέση τους με τη μαζική ψυχολογία εκατομμυρίων και να συλλαμβάνει τη σπουδαιότητα του υποκειμενικού παράγοντα- τον ρόλο των εργατικών κομμάτων και των ηγετών των εργαζομένων στα μεγάλα γεγονότα. [13] Το έργο  «Η Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης» του Τρότσκι υψώνεται πάνω από κάθε άλλο ιστορικό μαρξιστικό γραπτό.  Πρόκειται για ένα αναλυτικό και καλλιτεχνικό μνημείο άνευ προηγουμένου πλούτου και ομορφιάς. [14]

Τα γραπτά του Τρότσκι μεταξύ 1928-40 – τα άρθρα, τα δοκίμια και τα βιβλία σχετικά με τις εξελίξεις στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ισπανία – είναι από τα πιο λαμπρά μαρξιστικά κείμενα. Βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τα καλύτερα ιστορικά κείμενα του Καρλ Μαρξ: Το «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» και το «Οι Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία». Ο Τρότσκι δεν περιοριζόταν στην ανάλυση των καταστάσεων αλλά και πρότεινε μια σαφή γραμμή δράσης για το προλεταριάτο. Όσον αφορά τη στρατηγική και την τακτική, τα συγγράμματά του είναι εξαιρετικά πολύτιμα επαναστατικά εγχειρίδια, συγκρίσιμα με τα καλύτερα που παρήγαγε ο Λένιν.

Ένα παράδειγμα «πολύτιμης λίθου» από τα έργα του Τρότσκι είναι τα γραπτά του για τη Γερμανία κατά τα έτη πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Η Γερμανία ήταν η χώρα με το σημαντικότερο εργατικό κίνημα στον κόσμο την εποχή εκείνη. Εισήλθε σε βαθιά ύφεση και κοινωνική κρίση, που ήταν το υπόβαθρο της ταχείας ανάπτυξης του ναζιστικού κινήματος. Αντιμέτωπος με αυτό, ο Τρότσκι έδωσε όλη του την ενέργεια και αξιοποίησε όλη του τη γνώση. Σε αυτή την περίοδο έγραψε αναρίθμητα μικρά βιβλία, μπροσούρες και άρθρα που αναλύουν τη γερμανική κατάσταση. Πρόκειται για κάποια από τα πιο λαμπρά δείγματα της γραφής που έδωσε. Τέτοια δυνατότητα πρόβλεψης για την πορεία των γεγονότων δεν σημειώθηκε από κανέναν άλλο. Προειδοποίησε για την καταστροφή που απειλεί όχι μόνο τη γερμανική εργατική τάξη αλλά και τη διεθνή εργατική τάξη, στο ενδεχόμενο της ανόδου των Ναζί στην εξουσία. Το κάλεσμά του για δράση, για ένα ενιαίο μέτωπο όλων των οργανώσεων των εργατικών κινημάτων που θα τους σταματήσει (τους Ναζί, στΜ), γινόταν ολοένα και πιο επείγον. Τραγικά, τα προφητικά γραπτά του δεν λήφθηκαν υπόψη. Ούτε το Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD) ούτε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) δεν έδωσαν βάση. Αν η ανάλυση και οι προτάσεις του Τρότσκι γίνονταν δεκτές, η  ιστορία του υπόλοιπου αιώνα θα ήταν εντελώς διαφορετική. Η ανάλυση των γερμανικών γεγονότων από τον Τρότσκι ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή, δεδομένου ότι ο συγγραφέας παρακολουθούσε τη ροή των γεγονότων από μεγάλη απόσταση. Μάλιστα κατάφερνε να ακολουθήσει ανατροπές και στροφές που διαδραματίζονταν καθημερινά. Διαβάζοντας τα γραπτά του Τρότσκι την περίοδο 1930-33, η ακρίβειά τους δίνει τη σίγουρη αίσθηση ότι ο συγγραφέας ζει στη Γερμανία, όχι πολύ μακριά από αυτήν, στη νήσο Πρίγκηπο στην Τουρκία (όπου πραγματικά ζούσε, στΜ). [15]

Στις τρομερές σκοτεινές μέρες της δεκαετίας του 1930, ο Τρότσκι έλαμψε για εμάς ως λαμπρός αστέρας καθοδήγησης. Με την τρομακτική ανάπτυξη των Ναζί και τις στημένες δίκες-σόου της Μόσχας που καταδίκασαν τους ηγέτες της Οκτωβριανής Επανάστασης, το Μπολσεβίκικο Κόμμα και της Κομιντέρν ως πράκτορες των Ναζί, η εξάρτησή μας (από τον Τρότσκι, στΜ) ιδεολογικά και συναισθηματικά ήταν βαθιά και κατανοητή. Ήμασταν αρκετά πεπεισμένοι, και σωστά, για τη μεγαλοφυΐα της ανάλυσής του για τη συνολική κατάσταση, αλλά και για τη στρατηγική και την τακτική που πρότεινε για να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή.

Πώς αντιμετώπισαν οι τροτσκιστές την κατάσταση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;

Μετά τον πόλεμο ήταν πραγματικά εξαιρετικά επίπονο να αντιμετωπίσει κανείς την πραγματικότητα ότι οι προβλέψεις του Τρότσκι σχετικά με το μέλλον του σταλινικού καθεστώτος και την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην καπιταλιστική Δύση καθώς και στην υπανάπτυκτη και αναπτυσσόμενη Ανατολή δεν αποδείχθηκαν σωστές. Το να επαναλαμβάνουμε κατά λέξη τα λόγια του Τρότσκι αποφεύγοντας να αντιμετωπίσουμε την πραγματική κατάσταση ήταν πολύ μεγάλη τιμή για τον Τρότσκι, αλλά και υπερβολικά προσβλητικό προς αυτόν. Ήταν σαν να αντιμετωπίζουμε τον Τρότσκι ως ένα υπεριστορικό άτομο, κάτι που ταιριάζει σε μια θρησκευτική σέχτα αλλά όχι σε μαθητές του επιστημονικού σοσιαλισμού, του μαρξισμού. Με βαριά καρδιά πρέπει να θυμηθούμε το ρητό που αποδίδεται στον Αριστοτέλη: «Ο Πλάτωνας μου είναι αγαπητός, αλλά ακόμα πιο αγαπητή μου είναι η αλήθεια».

Κατανοητά μεν, αλλά και λανθασμένα, η ηγεσία της Τέταρτης Διεθνούς αρνήθηκε σε γενικές γραμμές να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι βασικές προβλέψεις είχαν διαψευσθεί από τα γεγονότα. Η αντιμετώπιση αυτής της αλήθειας ήταν προϋπόθεση για την απάντηση στην ερώτηση: γιατί δεν δικαιώθηκαν; Το να κάνει κανείς τη σωστή ερώτηση είναι το 90% της εύρεσης της απάντησης. Πολύ πριν από τον Ισαάκ Νιούτον, τα μήλα έπεφταν από τα δέντρα. Το ερώτημά του «Γιατί;» όμως ήταν που οδήγησε στο νόμο της βαρύτητας.

Για να ξεπεραστεί η κρίση στον παγκόσμιο τροτσκισμό, έπρεπε κανείς να αντιμετωπίσει την άβυσσο μεταξύ των προβλέψεων του Τρότσκι και της πραγματικότητας. Αυτό δεν θα συνέβαινε αυτόματα.

Ας πιάσουμε την πρώτη πρόβλεψη του Τρότσκι. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πίστευε ότι το σταλινικό καθεστώς δεν θα επιβιώσει από τον πόλεμο. Ωστόσο, όταν ο Στάλιν συνέχισε να ελέγχει τη Ρωσία, το συμπέρασμα του Τζέιμς Π. Κάνον, ηγέτη των τροτσκιστών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν ότι ο πόλεμος συνεπώς δεν είχε τελειώσει!

«Ο Τρότσκι προέβλεψε ότι η τύχη της Σοβιετικής Ένωσης θα κριθεί στον πόλεμο. Αυτό παραμένει σταθερή μας πεποίθηση. Απλώς διαφωνούμε με ορισμένους ανθρώπους που πιστεύουν επιπόλαια ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει. Ο πόλεμος έχει περάσει μόνο από το πρώτο στάδιο και τώρα βρίσκεται στη διαδικασία ανασύνταξης προετοιμάζοντας το δεύτερο. Ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει και η επανάσταση που είπαμε ότι θα προκαλέσει ο πόλεμος στην Ευρώπη δεν βγήκε από την ατζέντα. Απλώς καθυστέρησε και αναβλήθηκε, κυρίως λόγω της έλλειψης ενός επαρκώς ισχυρού επαναστατικού κόμματος.» [16]

Επρόκειτο για ακραία περίπτωση σχολαστικισμού. Κατά τη μεσαιωνική εποχή, οι σχολαστικοί, συζητώντας κατά πόσο το λάδι παγώνει τον χειμώνα, αντί να κάνουν μια απλή δοκιμή – βάζοντας ένα δοχείο στο χιόνι και παρακολουθώντας το – έψαχναν μια παραπομπή από τον Αριστοτέλη για το θέμα.

Έντεκα μήνες μετά το τέλος του πολέμου κατέστη σαφές ακόμα και στον πιο σαλταρισμένο τροτσκιστή ότι το σταλινικό καθεστώς είχε επιβιώσει από τον πόλεμο. Ωστόσο, εξακολουθούσαν να επιμένουν ότι το καθεστώς ήταν σε πολύ ασταθή κατάσταση. Έτσι η Τέταρτη Διεθνής του Απρίλη του 1946 δήλωνε:

«Χωρίς φόβο υπερβολής, μπορεί κανείς να πει ότι το Κρεμλίνο δεν αντιμετώπισε ποτέ πιο κρίσιμη κατάσταση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό από ό, τι σήμερα». [17]

Για να υποστηρίξει αυτόν τον ισχυρισμό, χρησιμοποιήθηκε το παρακάτω ανέκδοτο:

«… υπάρχει το περιστατικό σε μαζική συνάντηση που συγκάλεσε ο Καλίνιν, όπου μια γυναίκα τον ρώτησε αγανακτισμένη γιατί φορούσε τόσο κομψές και γυαλιστερές μπότες, ενώ οι μάζες περπατούσαν ξυπόλητες ή σε παπούτσια φτιαγμένα από κορμούς δέντρων. Ήταν πραγματικά τολμηρό από μέρους της! Υποδηλώνει τον βαθμό στον οποίο έχει αυξηθεί η δυσαρέσκεια ανάμεσα στις μάζες ενάντια στα γραφειοκρατικά προνόμια.»[18]

Ωστόσο, απέχοντας πολύ από το να αποδεικνύει μια ασταθή κατάσταση της μεταπολεμικής Ρωσίας, όπως είπα στον Ερνέστ Μαντέλ, ηγετικό μέλος της Τέταρτης Διεθνούς, όταν τον συνάντησα τον Σεπτέμβριο του 1946 στο Παρίσι, αυτή η ιστορία είχε δημοσιευθεί πολλά χρόνια πριν. Στην πραγματικότητα, αναφερόταν σε ένα περιστατικό το οποίο είχε συμβεί πριν από περισσότερο από 25 χρόνια!

Παρ ‘όλα αυτά, η συνδιάσκεψη της Τέταρτης Διεθνούς τον Απρίλιο του 1946 συνέχιζε να ισχυρίζεται ότι:

«Παρόλο που είναι πιο ισχυροί απ’ όσο  ήταν είχαν ποτέ, παραβλέπεται η πραγματικότητα ότι η ΕΣΣΔ και η σοβιετική γραφειοκρατία έχουν εισέλθει στην κρίσιμη φάση της ύπαρξής τους.» [19]

Η πρόβλεψη του Τρότσκι για τη σταλινική κατάρρευση ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια της ανάλυσης του ταξικού χαρακτήρα της Ρωσίας. Αν η πρόβλεψη αποδεικνυόταν λανθασμένη, τότε υποχρεωτικά η αρχική του ανάλυση ετίθετο υπό αμφισβήτηση. Εάν έτσι είχαν τα πράγματα, ήταν αναγκαία μια νέα εξήγηση για τη σταλινική γραφειοκρατία. Ένας τρόπος για να προσεγγίσουμε αυτό το καθήκον ήταν να διερευνηθεί ποια είναι η ταξική φύση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης που κατέλαβε ο Στάλιν, χώρες που σύντομα αναδιοργανώθηκαν ως σχεδόν πλήρως πιστά αντίγραφα της ίδιας της Ρωσίας.

Η Τέταρτη Διεθνής αποδέχτηκε πλήρως την ανάλυση του Τρότσκι ότι η Ρωσία ήταν εργατικό κράτος, «εκφυλισμένο εργατικό κράτος», ένα εργατικό κράτος που στρεβλώνεται από μια άρχουσα γραφειοκρατία. Αν όμως η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία κ.λπ. είχαν την ίδια φύση με τη Ρωσία, τότε αυτό δε συνεπαγόταν ότι ο Στάλιν είχε προκαλέσει επανάσταση στην Ανατολική Ευρώπη; Δεν ήταν συνεπώς επαναστάτης παρά αντεπαναστάτης; Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Αρχικά, οι ηγέτες της Τέταρτης Διεθνούς αντιμετώπισαν την αντίφαση με αρκετά απλό τρόπο: παρά τις ομοιότητες μεταξύ τους, οι χώρες του ανατολικού μπλοκ εξακολουθούσαν να είναι καπιταλιστικές χώρες, ενώ η Ρωσία ήταν εργατικό κράτος.

Ο Μαντέλ δήλωσε τον Σεπτέμβριο του 1946 ότι “όλες οι Λαϊκές Δημοκρατίες”, συμπεριλαμβανομένης της Γιουγκοσλαβίας, ήταν καπιταλιστικές χώρες. Οι σταλινικοί δεν επέφεραν επανάσταση στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά αντεπανάσταση. Για να αναφέρουμε μόνο αυτά που έγραψε για τη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία: «Στις δύο αυτές χώρες, η σοβιετική γραφειοκρατία δεν χρειάστηκε να επιτελεί έναν μόνιμο αντεπαναστατικό ρόλο- οι ντόπιοι σταλινικοί ανέλαβαν αυτό το καθήκον.» Και στις δύο χώρες οι σταλινικοί είχαν κατασκευάσει μια«αστική κρατική μηχανή ». [20]

Για δύο ακόμη χρόνια η Τέταρτη Διεθνής συνέχισε με την ίδια γραμμή όσον αφορά την Ανατολική Ευρώπη. Η απόφαση του Δεύτερου Παγκόσμιου Συνεδρίου της Τέταρτης Διεθνούς, τον Απρίλιο του 1948, αναφέρεται στην ταξική φύση των «Λαϊκών Δημοκρατιών» (συμπεριλαμβανομένης της Γιουγκοσλαβίας) λέγοντας ότι «οι χώρες αυτές διατηρούν την θεμελιωδώς καπιταλιστική δομή τους … Έτσι διατηρώντας παράλληλα τις αστικές λειτουργίες και δομή, η κατάσταση των χωρών-«μαξιλαριών ασφαλείας» («μαξιλάρια» στην ΕΣΣΔ, στΜ) αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα μια ακραία μορφή του Βοναπαρτισμού». Συνέχιζε  «Οι «Λαϊκές Δημοκρατίες» είναι καπιταλιστικές χώρες με «ακραίες μορφές βοναπαρτισμού», «αστυνομικές δικτατορίες» κλπ. Επομένως, η ανατροπή του καπιταλισμού εκεί θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο από την «επαναστατική δράση των μαζών» η οποία δεν ήταν εμφανιστεί ακόμα, αφού μια επανάσταση απαιτεί τη βίαιη καταστροφή της γραφειοκρατικής κρατικής μηχανής ». Έτσι δεν θα μπορούσε κάποιος να υπερασπιστεί κανένα από αυτά τα κράτη αλλά έπρεπε να διαπιστώσει την “απόλυτη ήττα της επανάστασης “. [21]

Δύο μήνες αργότερα, όταν ο Τίτο ήρθε σε ρήξη με τον Στάλιν, η Τέταρτη Διεθνής έκανε κωλοτούμπα: Η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν καπιταλιστική χώρα κάτω από μια αστυνομική βοναπαρτιστική δικτατορία, αλλά ένα αυθεντικό εργατικό κράτος. Την 1η Ιουλίου 1948 η Διεθνής Γραμματεία της Τέταρτης Διεθνούς εξέδωσε ανοιχτή επιστολή προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας: «Κρατάτε στα χέρια σας μια ισχυρή δύναμη, μόνο αν επιμείνετε στον δρόμο της σοσιαλιστικής επανάστασης» και διαπίστωνε στο τέλος «την υπόσχεση της νικηφόρας αντίστασης ενός επαναστατικού εργατικού κόμματος ενάντια στη μηχανή του Κρεμλίνου … Ζήτω η Γιουγκοσλαβική Σοσιαλιστική Επανάσταση ». [22] Επρόκειτο για εξίσου  ρηχή ανάλυση με την προηγούμενη και δεν λάμβανε υπόψη τις καυχησιές του Τίτο στο Πέμπτο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας το 1948 ότι αυτός και οι φίλοι του ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν τους «τροτσκιστο-φασίστες» θέτοντάς τους ενώπιον των Λαϊκών Δικαστηρίων για να τους κάνει να πληρώσουν με τις ανώτατες ποινές. Όπως δήλωσε ο Μπόρμπα στις 4 Ιουλίου 1948:«Μια χούφτα τροτσκιστές, που έδειξαν τα αληθινά πρόσωπα τους ως συνεργάτες και πράκτορες των εισβολέων, είχαν ένα ντροπιαστικό τέλος ενώπιον των Λαϊκών Δικαστηρίων.» [23]

Με τις αλλαγές στην ανάλυση να γίνονται τόσο εύκολα, ο Μισέλ Πάμπλο, γενικός γραμματέας της τέταρτης Διεθνούς, μετέφερε τη νέα γραμμή ότι οι χώρες του Ανατολικού Μπλοκ αποτελούσαν το απόλυτο δείγμα εργατικών κρατών. Το 1949 εισήγαγε την έννοια  “εκ γενετής εκφυλισμένα εργατικά κράτη “. [24] Τον Απρίλιο του 1954 ο Πάμπλο έγραψε: «Στριμωγμένη μεταξύ της ιμπεριαλιστικής απειλής και της παγκόσμιας επανάστασης, η σοβιετική γραφειοκρατία ευθυγραμμίστηκε με την Παγκόσμια Επανάσταση». [25] Επιπλέον, η σοβιετική γραφειοκρατία προωθούσε και θα συνέχιζε να προωθεί την απογραφειοκρατικοποίηση και την “πλήρη και πραγματική απελευθέρωση του καθεστώτος”. [26] Ο Πάμπλο έγινε απολογητής του σταλινισμού. Αν υπήρχαν “εκ γενετής εκφυλισμένα εργατικά κράτη”, τότε ποιος ήταν ο ρόλος του τροτσκισμού ή της εργατικής επανάστασης; Aπό τη στιγμή που ο σταλινισμός βαφτιζόταν προοδευτικός, ο ρόλος του τροτσκισμού καθίστατο  ασήμαντος.

Αυτός που ξεπέρασε​ τον Πάμπλο στην «βάφτιση» διαφόρων χωρών ως εργατικά κράτη ήταν ο Χουάν Ποσάδας, ο Αργεντινός τροτσκιστής και ηγέτης μιας εκδοχής της Τέταρτης Διεθνούς. Πέρα από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, την Κούβα, την Κίνα, το Βόρειο Βιετνάμ, τη Βόρεια Κορέα και την εξωτερική Μογγολία, ο Ποσάδας ανακάλυψε ότι και πλήθος άλλων χωρών ήταν εργατικά κράτη. Ο Ποσάδας δήλωσε:

«… η Διεθνής  πρέπει να παρακολουθήσει στενά την εξέλιξη μιας σειράς χωρών της Αφρικής και της Ασίας, οι οποίες εξελίσσονται σε εργατικά κράτη, όπως η Συρία, η Αίγυπτος, το Ιράκ, το Μάλι, η Γουινέα, το Κονγκό-Μπραζαβίλ κ.λπ. για να προσδιορίσει πότε θα μετατραπούν σε εργατικά κράτη.» [27]

Με μια διαστροφή ο Ποσάδας προσέβλεπε με ενθουσιασμό σε έναν παγκόσμιο πυρηνικό πόλεμο. Καλούσε τη Σοβιετική Ένωση να βομβαρδίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα “έκτακτο συνέδριο” της δικής του Τέταρτης Διεθνούς το 1962 διακήρυττε:

«… ο πυρηνικός πόλεμος είναι αναπόφευκτος. Θα καταστρέψει ίσως τη μισή ανθρωπότητα. Πρόκειται να καταστρέψει τεράστιο κομμάτι του ανθρώπινου πλούτου. Είναι πολύ πιθανό. Ο πυρηνικός πόλεμος πρόκειται να προκαλέσει μια πραγματική κόλαση στη γη. Αλλά δεν θα εμποδίσει τον κομμουνισμό. Ο κομμουνισμός έχει κατοχυρωθεί ως αναγκαιότητα, όχι λόγω των υλικών αγαθών που παράγει, αλλά επειδή βρίσκεται στη συνείδηση ​​των ανθρώπων. Όταν η ανθρωπότητα αντιδράσει και αρχίσει να εργάζεται με κομμουνιστικό τρόπο [sic], δεν υπάρχει ατομική βόμβα ικανή να γυρίσει πίσω ό,τι η ανθρώπινη συνείδηση ​​έχει κατακτήσει και μάθει … Η ιστορία, με τη βίαιη, σπασμωδική της μορφή, αποδεικνύει ότι παραμένει ελάχιστος χρόνος για τον καπιταλισμό. Λίγος χρόνος. Μπορούμε να πούμε με απόλυτη σιγουριά ότι αν τα εργατικά κράτη εκπληρώσουν το ιστορικό τους καθήκον να βοηθήσουν τις επαναστάσεις στις αποικίες, ο καπιταλισμός δεν έχει δέκα χρόνια ζωής. Αυτή είναι μια τολμηρή δήλωση, αλλά είναι απολύτως λογική. Ο καπιταλισμός δεν έχει δέκα χρόνια ζωής. Εάν τα εργατικά κράτη ξεκινήσουν την υποστήριξη της επανάστασης στις αποικίες με όλες τις δυνάμεις τους, ο καπιταλισμός δεν έχει ούτε πέντε χρόνια ζωής και ο πυρηνικός πόλεμος θα διαρκέσει πολύ λίγο.»[28]

Η μισή ανθρωπότητα θα εξαλειφθεί! Αλλά αυτό δεν έχει σημασία: η νίκη του κομμουνισμού είναι εξασφαλισμένη!

«Προετοιμάζουμε τους εαυτούς μας για ένα στάδιο στο οποίο πριν τον πυρηνικό πόλεμο θα αγωνιστούμε για την εξουσία, κατά τη διάρκεια του πυρηνικού πολέμου θα αγωνιστούμε για εξουσία και θα είμαστε στην εξουσία και αμέσως μετά τον πυρηνικό πόλεμο θα είμαστε στην εξουσία. Δεν υπάρχει αρχή, υπάρχει μόνο τέλος στον πυρηνικό πόλεμο, επειδή ο πυρηνικός πόλεμος θα σημάνει την  ταυτόχρονη επανάσταση σε ολόκληρο τον κόσμο. Όχι ως αλυσιδωτή αντίδραση, ταυτόχρονη. Το «ταυτόχρονη» δεν σημαίνει την ίδια ημέρα και την ίδια ώρα. Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα δεν θα πρέπει να μετρηθούν σε ώρες ή ημέρες αλλά σε περιόδους … Η εργατική τάξη θα διατηρηθεί από μόνη της, θα πρέπει αμέσως να επιδιώξει τη συνοχή και τη συγκεντροποίησή της …Μετά την καταστροφή, οι μάζες θα εμφανιστούν στο προσκήνιο σε όλες τις χώρες – σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε λίγες ώρες. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε έναν πυρηνικό πόλεμο, παρά μόνο να κρυφτεί σε σπηλιές προσπαθώντας να καταστρέψει όλα όσα μπορεί. Οι μάζες, αντίθετα, πρόκειται να βγουν στους δρόμους, θα πρέπει να βγουν στους δρόμους, επειδή είναι ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν, να νικήσουν τον εχθρό … Οι μηχανισμοί του καπιταλισμού, της αστυνομίας, του στρατού, δεν θα μπορέσουν να αντισταθούν. Θα χρειαστεί να οργανωθεί άμεσα η εργατική εξουσία …» [29]

Με αυτή τη λογική, αν μια βόμβα Υδρογόνου έπεφτε στο Λονδίνο, τα απομεινάρια της εργατικής τάξης, παράλυτα από το φόβο και την ανημποριά τους, θα έπαιρναν την εξουσία! Έτσι, ο μαρξισμός μετατρέπεται από αρχή σε μαγικό πετράδι! Από τα εργατικά κράτη στα οποία οι εργαζόμενοι δεν έχουν καμία εξουσία ούτε λόγο, θα περάσουμε στην εργατική επανάσταση ως αποτέλεσμα της πυρηνικής καταστροφής των εργατών! Τι ιδεολογική οπισθοχώρηση. Τον 19ο αιώνα ο ουτοπικός σοσιαλισμός αντικαταστάθηκε από τον επιστημονικό σοσιαλισμό – τον μαρξισμό – αλλά τώρα ο μαρξισμός αντικαταστάθηκε από το «θαύμα» του σοσιαλισμού!

Ο Μαντέλ, ο Πάμπλο, ο Ποσάδας, προήλθαν από τον ίδιο αμετάβλητο- δογματικό τροτσκισμό που έμενε στα λόγια του Τρότσκι, ενώ τα άδειαζε από το πνεύμα του.

Τι συνέβη με τη δεύτερη πρόβλεψη του Τρότσκι σχετικά με την τύχη του παγκόσμιου καπιταλισμού; Μπροστά σε μια αναπτυσσόμενη άνθηση που έμελλε να είναι η μακρύτερη στην ιστορία του καπιταλισμού, η Τέταρτη Διεθνής Συνδιάσκεψη του 1946 δήλωσε:

«… δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι αντιμετωπίζουμε μια νέα εποχή καπιταλιστικής σταθεροποίησης και ανάπτυξης … Ο πόλεμος επιδείνωσε την αποδιοργάνωση της καπιταλιστικής οικονομίας και κατέστρεψε τις τελευταίες δυνατότητες μιας σχετικά σταθερής ισορροπίας στις κοινωνικές και διεθνείς σχέσεις .» [30]

Επιπλέον:

«Η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας στις καπιταλιστικές χώρες που αποδυναμώθηκε από τον πόλεμο, και ιδιαίτερα από τις ηπειρωτικές ευρωπαϊκές χώρες, θα χαρακτηριστεί από έναν ιδιαίτερα αργό ρυθμό που θα διατηρεί την οικονομία τους σε επίπεδα μεταξύ στασιμότητας και φθοράς». [31]

Αναγνωρίστηκε ότι «η αμερικανική οικονομία θα γνωρίσει σύντομα μια σχετική έκρηξη …» αλλά αυτή η έκρηξη θα ήταν σύντομη: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κατευθυνθούν στη συνέχεια προς μια νέα οικονομική κρίση που θα είναι πιο βαθιά και εκτεταμένη από αυτή της 1929-33, με πολύ πιο καταστροφικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.» Οι προοπτικές του βρετανικού καπιταλισμού ήταν «μια μακρά περίοδος σοβαρών οικονομικών  δυσκολιών, σπασμών, μερικών και γενικών κρίσεων». Ποια θα ήταν η κατάσταση των εργαζομένων σε όλο τον κόσμο; “Το προλεταριάτο θα συνεχίσει να εργάζεται κάτω από πολύ χειρότερες συνθήκες διαβίωσης σε σχέση με εκείνες που υπήρχαν πριν από τον πόλεμο.” [32]

Ένα ανερχόμενο επαναστατικό κύμα ήταν αναπόφευκτο κάτω από αυτές τις συνθήκες εξαιτίας:

«… της αντίστασης του προλεταριάτου, που θα απαιτήσει τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του, μια βελτίωση που είναι ασυμβίβαστη με τη δυνατότητα ανάκαμψης του καπιταλισμού. Αν ο πόλεμος δεν δημιούργησε άμεσα στην Ευρώπη μια επαναστατική παλίρροια της έκτασης και του ρυθμού που αναμενόταν, είναι αναμφισβήτητο ότι κατέστρεψε την καπιταλιστική ισορροπία σε παγκόσμια κλίμακα, ανοίγοντας έτσι μια μακρά επαναστατική περίοδο …» [33]

Η στασιμότητα του παγκόσμιου καπιταλισμού και η μαζική ανεργία θα δημιουργούσαν μια γενική επαναστατική κατάσταση:

«Αυτό που μας έχουμε να αντιμετωπίσουμε προσεχώς είναι μια παγκόσμια κρίση που θα ξεπερνά κάθε γνωστή κατάσταση στο παρελθόν και μια παγκόσμια επαναστατική ανάκαμψη που βρίσκεται σε εξέλιξη, ασφαλώς με διαφορετικούς ρυθμούς στα διάφορα μέρη του κόσμου, αλλά με τη διαρκή αλληλεπίδραση του ενός (επαναστατικού, στΜ) κέντρου με το άλλο και, ως εκ τούτου, μια μακρά επαναστατική προοπτική.» [34]

Το 1946 η Τέταρτη Διεθνής προέβλεψε ότι το επαναστατικό κύμα θα ήταν πολύ ευρύτερο και υψηλότερο από αυτό που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο:

«Μετά τον Α ‘Παγκόσμιο Πόλεμο, το γράφημα του επαναστατικού αγώνα χαρακτηρίστηκε εξαρχής από μια σύντομη και ταχεία ανάπτυξη, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της την άνοιξη του 1919, και ακολούθησε μια απότομη κάμψη διαρκείας, που διακόπηκε μόνο από μια νέα και πολύ σύντομη ανάκαμψη το 1923. Αυτή τη φορά το γράφημα του επαναστατικού αγώνα ξεκινάει με μια αργή και διστακτική άνοδο, που διακόπτεται από πολλές ταλαντώσεις ή και εν μέρει υποχωρήσεις, αλλά η γενική τάση της είναι ανοδική. Η σημασία αυτού του γεγονότος είναι προφανής. Ενώ το κίνημα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπέφερε ευθύς εξαρχής από το βάρος των αρχικών ήττων, κυρίως στη Γερμανία, το σημερινό κίνημα, αντιθέτως, πάσχει από το γεγονός ότι σε καμία περίπτωση δεν έχουν ακόμη ριχτεί όλες οι δυνάμεις του προλεταριάτου στη μάχη. Επομένως, οι ήττες έχουν παροδικό και σχετικό χαρακτήρα, δεν λειτουργούν επιβαρυντικά για την περαιτέρω εξέλιξη των γεγονότων και μπορούν να υπερκεραστούν από το πέρασμα του αγώνα σε ανώτερο επίπεδο.» [35]

Η μόνη εναλλακτική λύση που προβλεπόταν, εάν το επαναστατικό κύμα δεν είχε ως αποτέλεσμα τη νίκη του προλεταριάτου, ήταν ότι η αστική δημοκρατία θα αντικατασταθεί πολύ σύντομα από νέα φασιστικά καθεστώτα:

«Από τη στιγμή που ανακτά τον κατασταλτικό της μηχανισμό και οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες απειλούν την ύπαρξη του συστήματός της, η μεγάλη αστική τάξη θα απαντήσει σε κάθε ενέργεια των εργατικών μαζών με όλο και μεγαλύτερες οικονομικές χορηγίες στους νεοφασίστες “ηγέτες” . Η μόνη δυσκολία τους εδώ θα είναι το να επιλέξουν- καθώς αν μελετήσουμε με προσοχή την πολιτική κατάσταση στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, βρίσκουμε ήδη, στην πολιτική σκηνή, όχι μια, αλλά αρκετές φιγούρες που θα μπορούσαν να γίνουν οι Ντοριό, Μουσολίνι και Ντεγκρέλ του αύριο. Με αυτή την έννοια ο φασιστικός κίνδυνος υπάρχει ήδη σε ολόκληρη την ήπειρο.» [36]

Το 1947 ο Μαντέλ έγραψε ένα άρθρο το οποίο κατέληγε στα ακόλουθα συμπεράσματα:

«… τα ακόλουθα (είναι τα) χαρακτηριστικά του κύκλου παραγωγής στην εποχή της καπιταλιστικής παρακμής:

(α) Οι κρίσεις διαρκούν περισσότερο, είναι πιο βίαιες και διαρκούν περισσότερο από τις εποχές ανάκαμψης κι ευημερίας. Ο ανερχόμενος καπιταλισμός εμφανίστηκε με μια περίοδο μακράς ευημερίας, που διακόπτονταν από σύντομα επεισόδια κρίσης. Ο καπιταλισμός της παρακμής εκδηλώνεται με μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης που διακόπτεται από ανακάμψεις, οι οποίες είναι όλο και πιο ασταθείς και σύντομες.

β) Η παγκόσμια αγορά σταματά να επεκτείνεται παγκοσμίως. Δεν υπάρχει πλέον έκρηξη σε παγκόσμια κλίμακα. Η διάσπαση της παγκόσμιας αγοράς ή η βίαιη καταστροφή ενός ανταγωνιστή μόνο επιτρέπει την εμφάνιση πυρετωδών ρυθμών ανάπτυξης σε ορισμένες καπιταλιστικές χώρες.

(γ) Δεν υπάρχει πλέον μια γενική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε εθνική κλίμακα. Ακόμη και κατά την περίοδο της «ευημερίας», ορισμένοι κλάδοι αναπτύσσονται μόνο εις βάρος άλλων κλάδων. Οι εξελίξεις στην τεχνολογία δεν ενσωματώνονται ή ενσωματώνονται μόνο μερικώς στην παραγωγή.

δ) Δεν παρατηρείται πλέον μια γενική αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων στη βιομηχανία από τη μία ανάκαμψη στην άλλη. Αυτό φυσικά δεν αποκλείει ούτε μια σχετική «βελτίωση» (του βιοτικού επιπέδου, στΜ) μεταξύ της κρίσης και της αναβίωσης, ούτε μια σχετική βελτίωση της θέσης των ανέργων ή των αγροτών κλπ., που μετατρέπονται κατά τη διάρκεια της «ανάκαμψης» σε βιομηχανικούς εργάτες.» [37]

Τι φανταστικός κόσμος!

Οποιοσδήποτε διαβάζει σήμερα για πρώτη φορά τις παραπάνω δηλώσεις των Μαντέλ, Πάμπλο και Ποσάδας και της Τέταρτης Διεθνούς σίγουρα θα σοκάρεται από το πώς ορθολογικοί άνθρωποι μπορεί να έτρεφαν τέτοιες ψευδαισθήσεις. Δεν είναι όμως κανείς πιο τυφλός από όσο αυτός που δεν θέλει να δει. Τα ηγετικά μέλη του τροτσκιστικού κινήματος κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες για να αποφύγουν την αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Εκ των υστέρων, δεν μπορεί παρά να εκπλησσόμαστε. Αλλά για να κατανοήσουμε την άρνηση των κορυφαίων τροτσκιστών να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, πρέπει να καταλάβουμε πόσο επώδυνη ήταν γι αυτούς αυτή η πραγματικότητα, καταστρέφοντας τις μεγάλες ελπίδες που είχαν. Το τροτσκιστικό κίνημα ενήργησε όπως οι χριστιανικές αιρέσεις τον 16ο και 17ο αιώνα, οι οποίες έμεναν προσκολλημένες στις παλιές ιδέες των μεσαιωνικών χρόνων όταν ο κόσμος αυτός είχε αποσυντεθεί και ο νέος καπιταλιστικός κόσμος  είχε ήδη εδραιωθεί. Το κάψιμο των μαγισσών ήταν μια παράλογη πράξη, αλλά μπορεί να εξηγηθεί λογικά.

Όσο κι αν κάποιος κατανοεί τα κίνητρα των Μαντέλ, Πάμπλο και Ποσάδας, δεν μπορούμε να τους δικαιολογήσουμε. Για τους Μαρξιστές, ο πρώτος κανόνας είναι ότι, αν θέλουμε να αλλάξουμε την πραγματικότητα, πρέπει πρώτα να την κατανοήσουμε. Η σύγχυση στις τάξεις του τροτσκιστικού κινήματος, τα ζιγκ-ζαγκ, οι διασπάσεις, ήταν ένα αναπόφευκτο προϊόν της μη κατανόησης της πραγματικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν η εργατική τάξη. Προσπαθούσαν να χαράξουν πορεία με έναν χάρτη που ήταν απελπιστικά ξεπερασμένος. Έτσι στη νέα κατάσταση ο Τροτσκισμός εισήλθε σε αδιέξοδο. Η γενική κρίση του κινήματος απαιτούσε μια ριζική επανεκτίμηση των προοπτικών της ανθρωπότητας.

Διατηρώντας τον Τροτσκισμό, αλλά παρεκκλίνοντας από την ουσία του λόγου του Τρότσκι

Οι λίγοι σύντροφοι που ξεκίνησαν τη Διεθνή Σοσιαλιστική Τάση (IST) δεν ήταν διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν τον μαρξισμό ως υποκατάστατο της πραγματικότητας, αλλά αντίθετα επιθυμούσαν να αποτελέσει ένα όπλο που συμβάλλει στην αντίληψη της πραγματικότητας. Στα χρόνια 1946-48 κληθήκαμε να απαντήσουμε σε πολύ δύσκολες ερωτήσεις. Έπρεπε να ξεκαθαρίσουμε ότι συνεχίζαμε μια παράδοση – ότι είμαστε μαθητές του Μαρξ, του Λένιν και του Τρότσκι – αλλά ότι έπρεπε να αντιμετωπίσουμε νέες καταστάσεις. Ήταν μια συνέχεια και ταυτόχρονα μια νέα αρχή. Η θεωρητική σκληρότητα δεν σημαίνει δογματισμό- η αντίληψη μιας μεταβαλλόμενης πραγματικότητας δεν σημαίνει ασάφεια. Η κριτική μας στον ορθόδοξο τροτσκισμό γινόταν κατανοητή ως επιστροφή στον κλασσικό μαρξισμό.

Η συζήτηση που ακολουθεί δεν θα προσεγγίσει τα θέματα με βάση την εκ των υστέρων εξέταση. Εκ των υστέρων είναι πάντα εύκολο να κρίνει κανείς. Θα πρέπει να δούμε πώς εξελίχθηκαν οι τρεις θεωρίες που αναπτύχθηκαν με βάση τα γεγονότα που ακολούθησαν το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου – τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού, της διαρκούς οικονομίας των όπλων και της διαθλασμένης διαρκούς επανάστασης. Οι τρεις περιοχές που αφορούσαν αυτές οι θεωρίες – η Ρωσία και η Ανατολική Ευρώπη, οι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες και ο Τρίτος Κόσμος – κάλυπταν ολόκληρη τη γη.

Αρχικά κάθε ερώτηση θα απαντηθεί ξεχωριστά. Μόνο σε δεύτερη φάση θα είναι δυνατόν να βρεθούν οι διασυνδέσεις τους και, συνεπώς, να εξηγηθεί το συνολικό σχήμα της ανάλυσης. Μόνο όταν σταθούμε στην κορυφή ενός βουνού και κοιτάζοντας προς τα κάτω μπορεί κανείς να δει πώς τα διαφορετικά μονοπάτια συγκλίνουν.

https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch01.htm

Μετάφραση Αλέξης Λιοσάτος

 

 




Για την αποκατάσταση του σοσιαλισμού ως όραμα κοινωνικής χειραφέτησης: Ο Κρατικός καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ. (Ι)

Του Αλέξη Λιοσάτου

Για την επαναστατική Αριστερά η συζήτηση για την ιστορία αποτελεί ταυτόχρονα συζήτηση και για το όραμα, πηγή έμπνευσης και οδηγό για δράση για την αλλαγή της κοινωνίας.

Σήμερα ζούμε στον απόηχο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2008 και πριν από το επόμενο επεισόδιό της, που πιθανά να σκάσει πιο σύντομα απ’ όσο υπολογίζουμε. Αυτά τα χρόνια γνωρίσαμε τον πόλεμο των καπιταλιστών ενάντια στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα σε Ανατολή και Δύση, ακόμα και στην Ευρώπη με το «πολυδιαφημισμένο» κοινωνικό της κράτος. Τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και το ενδεχόμενο χρεοκοπιών αναπτυγμένων χωρών στον πυρήνα του δυτικού καπιταλισμού, όπως η Ελλάδα. Την όξυνση των ρατσιστικών επιθέσεων των κυβερνήσεων αλλά και την άνοδο της διεθνούς Ακροδεξιάς και νεοναζί ως συστημική επιλογή. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις (που καθορίζονται με βασικό άξονα τη σύγκρουση ΗΠΑ-ΕΕ έναντι Κίνας-Ρωσίας) κι οι στρατιωτικοί ανταγωνισμοί κλιμακώνονται κι οι καπιταλιστές προβληματίζονται για τη δοσολογία νεοφιλελευθερισμού, εθνικισμού και «εθνικού προστατευτισμού» που πρέπει να ακολουθήσουν, καθώς κανένα μείγμα ως τώρα δεν φαίνεται ικανό να βγάλει τον διεθνή καπιταλισμό από το τέλμα.

Στη Λ.Αμερική πριν την κρίση του 2008 είδαμε μεγάλα κινήματα κι εξεγέρσεις που οδήγησαν στην άνοδο «αριστερών κυβερνήσεων». Τα εγχειρήματα αυτά του αριστερού κυβερνητισμού απέτυχαν προσαρμοζόμενα στην λειτουργία του καπιταλισμού και του αστικού κράτους. Η Λ.Αμερική ωστόσο παραμένει στο επίκεντρο της προσοχής, τόσο για τις απόπειρες να πάρουν η ντόπια αντίδραση και οι ΗΠΑ τη ρεβάνς, όσο και για την ελπίδα για νέες ριζοσπαστικές ανατροπές.

Μετά την κρίση είδαμε μαζικά εργατικά κινήματα, εξεγέρσεις κι επαναστάσεις, σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή-Β.Αφρική. Ακόμα και σήμερα, παρά το γεγονός ότι το κίνημα αντίστασης και η Αριστερά βρίσκονται σε υποχώρηση, μπορούμε να σημειώσουμε τη λαϊκή εξέγερση στο Σουδάν και την Αλγερία, τις διαδηλώσεις εκατομμυρίων στο Χονγκ Κονγκ, το ανθεκτικό κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία, μια νέα αριστερή ριζοσπαστικοποίηση στις ΗΠΑ κλπ. Είναι δεδομένο ότι η πλειοψηφία του πλανήτη, των δισεκατομμυρίων πια εργατών, φτωχών, ανέργων, πεινασμένων θέλει έναν άλλο, καλύτερο κόσμο, χωρίς την αδικία και τη βαρβαρότητα αυτού του συστήματος. Εκατομμύρια αγωνιστ(ρι)ές μπαίνουν σε κίνηση, απεργούν, διαδηλώνουν, συγκρούονται, δίνουν τη ζωή τους, για να αλλάξουν τον κόσμο. Παρά τις απανωτές διαψεύσεις και ματαιώσεις, παρά τις αλλεπάλληλες στρατηγικές αποτυχίες, ήττες και «προδοσίες» του ρεφορμισμού από το σύστημα, η ταξική πάλη συνεχίζει να ξεπηδά και να δίνει ευκαιρίες ανασυγκρότησης της επαναστατικής Αριστεράς.

Αυτή η πάλη είναι σημαντικό να μπολιαστεί και πάλι με ένα νέο απελευθερωτικό όραμα για την ανθρωπότητα. Ο σοσιαλισμός σήμερα έχει πάψει πλέον να είναι μαζικό όραμα της εργατικής τάξης, ενώ οι ανένταχτοι αγωνιστές και αγωνίστριες δεν βρίσκουν ελκυστική την επαναστατική Αριστερά ούτε τα οράματά της. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις γι αυτό. Μια από τις αιτίες, βασική κατά τη γνώμη μου, αποτελεί το –σε μεγάλο βαθμό κοινό- χαρακτηριστικό που υπάρχει στη μεγάλη πλειοψηφία των οργανώσεων και των κομμάτων της Αριστεράς, διαφόρων τάσεων, πολιτικών, τακτικών, στρατηγικών κι ιδεολογικών αναφορών: οι δεσμοί που κρατάνε με την άλλοτε ΕΣΣΔ και τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», θεωρώντας τα καθεστώτα του Στάλιν, του Τσαουσέσκου, του Μάο, του Τίτο, του Χότζα, του Πολ Ποτ, του Κάστρο λιγότερο ή περισσότερο «σοσιαλιστικά».

Ακόμα και η πλειοψηφία των τροτσκιστικών οργανώσεων θεωρεί ακόμα εκείνα τα καθεστώτα κάποιου τύπου εκφυλισμένα εργατικά κράτη με προβλήματα μεν,  αλλά σε κάθε περίπτωση ανώτερα από τη Δύση. Παρόλο που βασίζονται στο έργο του Τρότσκι, του ηγέτη που συνέβαλε όσο κανένας στην κριτική του Σταλινισμού από τα αριστερά και στην κατανόησή του, κάνουν δυο βασικά λάθη: το πρώτο είναι ότι μένουν στην ανάλυση της Σταλινικής  Ρωσίας από το Τρότσκι σαν «εκφυλισμένο εργατικό κράτος», χρησιμοποιώντας στοιχεία από έργα του που προς το τέλος της ζωής του έδειξε να αναθεωρεί. Δε λαμβάνουν υπόψη τους για παράδειγμα το τελευταίο του βιβλίο («Στάλιν», 1940), στο οποίο παρουσιάζει τη διαμάχη μεταξύ κουλάκων και γραφειοκρατίας σαν πάλη για το υπερπροϊόν, ένα από τα στοιχεία που δείχνουν τη μετατόπισή του από την παλιά ανάλυση του εργατικού εκφυλισμένου κράτους σε μια νέα ανάλυση που αναζητά κοινά στοιχεία με τον καπιταλισμό (βέβαια δεν πρόλαβε ολοκληρώσει τη ρήξη με το παρελθόν με μια νέα τεκμηριωμένη θεωρία).Το δεύτερο  είναι ότι δε λαμβάνουν υπόψη τους τα νέα δεδομένα που προέκυψαν μετά τον Β’ ΠΠ, δεδομένα που δεν είχε στα χέρια του ο Τρότσκι (που δολοφονήθηκε από σταλινικό πράκτορα το 1940) αλλά ανατρέπουν τις όποιες αμφιβολίες είχε ο ίδιος για το αν η ΕΣΣΔ είναι καπιταλιστική. Για παράδειγμα ο Τρότσκι είχε διατυπώσει την άποψη ότι αν η ΕΣΣΔ είναι πράγματι εργατικό εκφυλισμένο κράτος, στον πόλεμο η σταλινική γραφειοκρατία θα καταρρεύσει. Αντίθετα, η σταλινική γραφειοκρατία όχι μόνο θριάμβευσε κι εδραιώθηκε, όχι μόνο έβγαλε τη Ρωσία από τον πόλεμο δεύτερη οικονομική και στρατιωτική-πυρηνική υπερδύναμη, αλλά και με μια τεράστια σφαίρα επιρροής, το «Ανατολικό Μπλοκ», στις χώρες του οποίου διόρισε  κυβερνήσεις από τα πάνω και δημιούργησε κράτη- πιστά αντίγραφα της Ρωσίας, που τα βάφτισε «κομμουνιστικά»!

Όλες αυτές οι αναλύσεις της Αριστεράς είχαν κι έχουν δυο βασικά μειονεκτήματα:

Α) Από άποψη οικονομικής και πολιτικής ανάλυσης, δεν εξηγούν πειστικά την οικονομική ανάπτυξη, την κρίση και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Ακολουθούν μια ανάλυση που στέκεται στα πρόσωπα και στις προσωπικότητες, στη συνομωσιολογία («διάβρωση του καθεστώτος από πράκτορες της CIA» κλπ), σε «λάθη» και κακούς χειρισμούς κ.ο.κ.

Β) Από άποψη οράματος, θελκτικού για τους σημερινούς αγωνιστές και αγωνίστριες που δίνουν μάχες ενάντια στη βαρβαρότητα , κάνουν ένα βασικό λάθος: ταυτίζουν στην ΕΣΣΔ τις σχέσεις παραγωγής με τη μορφή της, κι έτσι ταυτίζουν το σοσιαλισμό με το ότι «δεν υπάρχει ιδιωτικός τομέας, όλα είναι κρατικά» κλπ, ανεξαρτήτως αν οι Ρώσοι εργάτ(ρι)ες ζούσανε μέσα στη φτώχεια, την καταπίεση και την τρομοκρατία, ανεξαρτήτως αν δεν ελέγχανε ούτε στο ελάχιστο την παραγωγή. Έτσι η Αριστερά αδυνατούσε και αδυνατεί να παρουσιάσει επαρκώς τον σοσιαλισμό σαν απελευθερωτικό όραμα για την ανθρωπότητα: Τι σχέση έχουν η δουλειά με το κομμάτι, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας, οι μαζικές εκκαθαρίσεις, η απαγόρευση των απεργιών και η καταδίωξη κάθε διαφορετικής άποψης, οι εισβολή των ρώσικων τανκς σε άλλες χώρες με το σοσιαλισμό; Πώς είναι δυνατόν να θεωρούνται τα ανατολικά κράτη σοσιαλιστικά χωρίς να έχει γίνει σε αυτά εργατική επανάσταση; Πώς είναι ένα κράτος εργατικό, όταν κουμάντο κάνουν στα εργοστάσια οι διευθυντές και η μυστική αστυνομία; Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη μαρξιστική «υπόσχεση» για μια ιδανική αταξική κοινωνία, χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο;

Όσο σημαντική προϋπόθεση είναι για την Αριστερά σήμερα, για να κερδίζει κόσμο στις γραμμές της για την ανατροπή του συστήματος και την πάλη για μια άλλη κοινωνία, να είναι μαχητική με πρωτοβουλίες ενάντια στα αφεντικά και το κράτος, άλλο τόσο σημαντικό είναι να έχει ένα όραμα που να πείθει τους καταπιεσμένους ότι αξίζει να παλέψουν γι αυτό με όλες τους τις δυνάμεις. Γι αυτό πρέπει να απορρίψουμε το μοντέλο της ΕΣΣΔ, αφού εξηγήσουμε τη γέννηση, τη λειτουργία του και την κατάρρευσή του, και να αποκαταστήσουμε το σοσιαλισμό σαν την αυτό-οργάνωση των μαζών, τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή, την εργασία και την ανταπόδοση στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του και τις δυνατότητές του, μια ελεύθερη κοινωνία βασισμένη στην ενεργητική αλληλεγγύη των απλών ανθρώπων.

Η ανάλυση του Τόνι Κλιφ για τα σοβιετικά καθεστώτα «πατάει» πάνω στο έργο του Τρότσκι και την αναλυσή του για την ΕΣΣΔ ως «εκφυλισμένο εργατικό κράτος», αλλά διαφοροποιείται σημαντικά, καταλήγοντας ότι η ΕΣΣΔ αποτελεί καθεστώς κρατικού καπιταλισμού. Κατά τη γνώμη μου αυτή η ανάλυση είναι η πιο πειστική και η πιο ικανή να ξεθάψει το σοσιαλισμό κάτω από τους τόνους λάσπης του καπιταλισμού και του σταλινισμού. Πρωτοδιατυπώθηκε το 1947 (στο απόγειο του Στάλιν), επιβεβαιώθηκε πολλές φορές μέσα από την ιστορία της ΕΣΣΔ μέχρι την κατάρρευσή της,  και συνοδεύεται από εκτεταμένη εκτεταμένη τεκμηρίωση με εκατοντάδες παραπομπές και πηγές.

Αν θέλουμε να ανατρέψουμε ένα σύστημα, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας και μια ελκυστική εναλλακτική λύση, για  να απαντάμε στην ερώτηση «τι προτείνετε;» που μας απευθύνουν οι καπιταλιστές. Ένα όραμα για το οποίο θα εμπνεόμαστε και θα εμπνέουμε. Το ίδιο ερώτημα μας απευθύνουν και οι ρεφορμιστές, παρά τις αλλεπάλληλες ήττες, προδοσίες και την αποδεδειγμένη ξανά και ξανά χρεοκοπία της στρατηγικής τους. Όταν κάνουμε κριτική στον «αριστερό» (κεντροαριστερό στην πραγματικότητα) κυβερνητισμό, όταν κάνουμε κριτικές στις ροζ κυβερνήσεις της Λ.Αμερικής, όταν λίγα χρόνια πριν απέναντι στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υπερασπιζόμασταν τη σύγκρουση με το ντόπιο και διεθνές κεφάλαιο, όταν κάνουμε λόγο για την ανάγκη απαλλοτρίωσης των καπιταλιστών (αντί για την ταξική συνεργασία) και της διάλυσης του αστικού κράτους (αντί για τη χρησιμοποίησή του), μια συχνή απάντηση είναι «και τι θέλετε, να γίνουμε Ρωσία; Ο πραγματικός σοσιαλισμός είναι δημοκρατικός» κλπ. Όντως, ο πραγματικός σοσιαλισμός είναι δημοκρατικός, και ο πρώτος καιρός στην επαναστατημένη Ρωσία πρόσφερε μακράν ό,τι δημοκρατικότερο έχει κατακτήσει ποτέ η ανθρωπότητα, και μάλιστα σε καιρό αντεπανάστασης και πολέμου. Ο πραγματικός σοσιαλισμός δεν έχει καμία σχέση με τον καπιταλισμό και τις προσπάθειες «εκδημοκρατισμού» του και «ομαλής μετάβασης στον σοσιαλισμό» που υποστηρίζουν (όσοι ακόμα υποστηρίζουν) σοσιαλδημοκράτες κι ευρωκομμουνιστές. Τα αποτελέσματα αυτού του δρόμου τα είδαμε στη Λ.Αμερική αλλά και στην Ελλάδα πρόσφατα. Αλλά αν θέλουμε να είμαστε πειστικοί και να διεκδικήσουμε τη  μάχη του συσχετισμού απέναντι στους ρεφορμιστές, πρέπει καταρχάς να παραδεχτούμε ότι η σταλινική Ρωσία δεν έχει καμία σχέση με τον σοσιαλισμό, ότι η ΕΣΣΔ ήταν η απόλυτη άρνηση του σοσιαλισμού και το αντίθετό του.

 

1)Ποιος ήλεγχε την παραγωγή στη Ρωσία;

Στον σοσιαλισμό η απάντηση είναι εύκολη: οι εργάτ(ρι)ες. Ο εργατικός έλεγχος προϋποθέτει μια επαναστατημένη εργατική τάξη, ενεργή και συλλογική, με συνείδηση του εαυτού της και  της δύναμής της, με συμμετοχή στις συνελεύσεις των εργατικών συμβουλίων (σοβιέτ), με διεθνιστικό προσανατολισμό.

Την περίοδο 1917-1919 στη Ρωσία υπεύθυνη για τις αποφάσεις σε κάθε εργοστάσιο ήταν μια τριμελής επιτροπή, η Τρόικα: 1 εκπρόσωπος των σοβιέτ, 1 εκπρόσωπος των μπολσεβίκων, 1 διευθυντής-ο «τεχνοκράτης» θα λέγαμε σήμερα.  Ο εργατικός έλεγχος ήταν υπαρκτός και γι αυτό ο αποφασιστικός παράγοντας, κι οι αποφάσεις «έγερναν» προς την πλευρά των  εργαζομένων.

Ωστόσο σταδιακά ο εργατικός έλεγχος ατόνησε. Όχι βέβαια λόγω της «φύσης του ανθρώπου» ούτε λόγω των «ύπουλων εξουσιαστών-μπολσεβίκων». Το 1918-1921, η Ρωσία βίωσε την προσπάθεια αντεπανάστασης από τους αστούς και τους τσαρικούς, με τη βοήθεια της εισβολής στρατών από 14 δυτικές χώρες. Η παραγωγή κι οι υποδομές της καταστράφηκαν. Τα πρωτοπόρα κομμάτια των εργατών σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Οι εργάτ(ρι)ες είχαν διπλή αποστολή:να παράγουν και να πολεμήσουν. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η παραγωγή έπεσε σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από τα προπολεμικά. Οι άνθρωποι της πόλης απελπισμένοι επέστρεφαν στην ύπαιθρο. Η συλλογικότητα αποσαθρώθηκε, η συλλογική αυτοπεποίθηση κι η πίστη στη δύναμη της επανάστασης κλονίστηκαν από τη στιγμή που έχαναν οι επαναστάσεις στις γύρω χώρες, και κυρίως στη Γερμανία. Έτσι η βοήθεια από το εξωτερικό, η εξάπλωση της νικηφόρας επανάστασης που προσδοκούσαν οι επαναστάτες, δεν ήρθε ποτέ.

Τελικά το 1928, με την εκκίνηση των Πεντάχρονων Πλάνων του Στάλιν, η Τρόικα παραμερίστηκε από τον Διευθυντή, γιατί, σύμφωνα με το σταλινικό επιτελείο, σε μια… σοσιαλιστική κοινωνία αυτός είναι ο μόνος που πρέπει να έχει λόγο σε ό,τι αφορά το εργοστάσιο. Η Τρόικα καταργείται το 1937 επίσημα, σαν «κάτι το τελείως απαράδεκτο».

2) Στο σοσιαλισμό οι εργάτες έχουν το δικαίωμα να οργανώνονται και να απεργούν:

Είναι το ελάχιστο που μπορεί να σημαίνει ένα εργατικό κράτος. Τον πρώτο καιρό μετά το 1917, αυτό φυσικά και συνέβαινε. Ακόμα και μετά την υποχώρηση της επανάστασης, σημειώθηκε πλούσια απεργιακή δραστηριότητα, χωρίς …ποινικοποίηση. Το 1922 192.000 κρατικοί υπάλληλοι πήραν μέρος σε απεργίες, 3.500.000 (πρακτικά όλοι!)  σε εργατικές κινητοποιήσεις. Το 1923 1.500.000 πήρε μέρος σε εργατικές κινητοποιήσεις.

Το 1927 το δικαίωμα στην απεργία καταργήθηκε σαν …εχθρός του σοσιαλισμού . Με τις διατυπώσεις «αντεπαναστατικό σαμποτάζ», «συνειδητή παράλειψη εκτέλεσης καθήκοντος», ο επίδοξος απεργός τιμωρούνταν με φυλάκιση από 1-20 χρόνια ή με τουφεκισμό, και με παράλληλη δήμευση της περιουσίας του.

Από το 1932 έως το 1949, που πέρασε σωρεία αντεργατικών μέτρων, όπως η κατάργηση του 7ώρου, ο Σταχανοβισμός, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και του ρόλου τους στον καθορισμό του μισθού, τα συνδικάτα όχι μόνο δεν οργάνωσαν ούτε μια απεργία, αλλά δεν συνεδρίασαν ούτε μια φορά! Την ίδια περίοδο ‘32-’49, ήταν εντυπωσιακή η αλλαγή που έγινε  στη σύνθεση των «εργατικών» συνδικάτων: Το  1932, το 84,9% των συνδικάτων απαρτιζόταν από εργάτες. Το 1949, το 23,5% απαρτιζόταν από εργάτες, ενώ το 50% αποτελούνταν από επαγγελματικά στελέχη και τεχνικούς.

3) Στο δρόμο για τον σοσιαλισμό, οι εργάτες προστατεύονται από την απειλή της εξαθλίωσης με τους συλλογικούς τους αγώνες.

Οι καπιταλιστές πάλι προσπαθούν να βάλουν σε ανταγωνισμό τους εργάτες μεταξύ τους, για να διασπάσουν αυτήν την τάση για συλλογικότητα  και να θέσουν τον ένα απέναντι στον άλλο. Ένα από τα ισχυρότερα μέσα που διαθέτουν, όταν μπορούν να το εφαρμόσουν, είναι η θέσπιση της δουλειάς με το κομμάτι: εξατομικοποιεί την εργατική τάξη και τη θέτει κάτω από τον έλεγχό τους. Είναι η μέθοδος που χρησιμοποίησε κατά κόρον η ναζιστική Γερμανία. Το 1930 το ποσοστό των εργατών στη Ρωσία που δούλευε με το κομμάτι ήταν 29%. Το 1934 έγινε 75%, το 1944 85% και το 1949  πάνω από 90%, στο όνομα πάντα της… «Σοσιαλιστικής Άμιλλας»! Οι εργάτες που δεν «έπιαναν» μια συγκεκριμένη νόρμα παραγωγής (μια συγκεκριμένη αποδοτικότητα), κι ήταν μεγάλο το ποσοστό αυτό, έπαιρναν κάτω ακόμα και από τον κρατικά καθορισμένο «βασικό» μισθό. Αυτό οδήγησε σε ακραίο ανταγωνισμό τους εργάτες, και σε φαινόμενα όπως αύξηση των εργατικών ατυχημάτων, δολοφονίες σταχανοβιτών, σαμποτάζ των εργατών στα εργοστάσια κλπ.

4)Εργατικά Δικαιώματα;

Στοιχειώδες δημοκρατικό (ούτε καν σοσιαλιστικό) δικαίωμα είναι η ελευθερία μετακίνησης των εργατών. Από το 1932 αυτό στερήθηκε απ’ την ρώσικη εργατική τάξη.

Με νόμο το 1932, όποιος απουσίαζε μια μέρα αδικαιολόγητα από τη δουλειά του απολυόταν. Από το 1938, όποιος «τεμπέλιαζε» πάνω από 20 λεπτά απολυόταν. Από το 1940,σε όποιον απουσίαζε 1 μέρα από τη δουλειά επιβαλλόταν 6μηνη καταναγκαστική εργασία και μείωση μισθού έως 25%. Από το 1941, όποιος απουσίαζε χωρίς άδεια από την Πολεμική Βιομηχανία, φυλακιζόταν από 5-8 χρόνια. Από το 1943, στους προϊσταμένους των σιδηροδρόμων δόθηκε το δικαίωμα κράτησης των εργαζομένων-υφισταμένων τους για 20 μέρες χωρίς δίκη και χωρίς δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη.

Το Εργατικό Δίκαιο είχε πλέον μετατραπεί στην ΕΣΣΔ σε μεγάλο βαθμό σε Ποινικό Δίκαιο…

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φιλοσοφία για να συνειδητοποιήσει κανείς λοιπόν ότι η ΕΣΣΔ δεν έχει οτιδήποτε σοσιαλιστικό και ότι οι εργάτ(ρι)ες της δεν έχουν στα χέρια τους καμία εξουσία.

5) Γυναίκες, ομοφυλόφιλοι, θεσμός οικογένειας.

Το 1922 απαγορευόταν η απασχόληση των γυναικών σε βαριές κι ανθυγιεινές εργασίες και στα υπόγεια έργα. Το 1932 τέσσερα κρατικά ιδρύματα καταλήγουν «ομόφωνα» σε μια μελέτη ότι ο γυναικείος οργανισμός δε διατρέχει κίνδυνο από την εργασία στα ορυχεία. Το 1936 το 27,9% της εργατικής τάξης στα ορυχεία, το 19,7% στις οικοδομές και το 24,6% στο μέταλλο στην ΕΣΣΔ έφτασε να είναι γυναίκες.

Σε 2 μόνο ακόμα χώρες δουλεύανε σε τόσο υψηλά ποσοστά γυναίκες στις βαριές δουλειές. Στην Ιαπωνία και την Ινδία, με δύο από τα πιο φρικαλέα αντεργατικά καθεστώτα.

Η ομοφυλοφιλία και η μοιχεία (ξανά)ποινικοποιήθηκαν μετά το 1930. Οι ομοφυλόφιλοι-ες στάλθηκαν στα γκουλάγκ, καθ’ότι «έπασχαν» από «αστική διαστροφή». Το 1936 η έκτρωση ξανέγινε παράνομη και το διαζύγιο ξαναέγινε μια δύσκολη δικαστική υπόθεση (ενώ το 1917 είχε μετατραπεί για πρώτη φορά σε απλή πράξη για το ζευγάρι). Πριμοδοτήθηκε οικονομικά η τεκνοποίηση, άρχισε να υμνείται ο γάμος, η οικογένεια κι ο ρόλος της «γυναίκας-μητέρας». Παλινορθωνόταν ξανά λοιπόν η πιο φτηνή εναλλακτική λύση αναπαραγωγής και συντήρησης της εργατικής τάξης, η πυρηνική  οικογένεια, η οποία βασιζόταν πάνω στην γυναικεία και τη σεξουαλική καταπίεση.

6)Στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας

«Στην ΕΣΣΔ του Στάλιν δεν υπάρχει ανεργία», λένε οι σταλινικοί, κι έχουν δίκιο. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι αυτό είναι απόδειξη ότι η Ρωσία σίγουρα δεν ήταν καπιταλιστική. Στην ΕΣΣΔ όμως υπήρχαν στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας. Κι είχαν ακριβώς τον ίδιο ρόλο να επιτελέσουν με τον «εφεδρικό στρατό των ανέργων» του «κλασικού καπιταλισμού»: να βάλουν τους υπόλοιπους εργάτ(ρι)ες «στη θέση τους».

Ως το 1928 υπήρχαν 30.000 φυλακισμένοι σε στρατόπεδα, αλλά απαγορευόταν η εργασία, σαν απαράδεκτη σωφρονιστική μέθοδος. Αυτό άλλαξε με την εφαρμογή των Πεντάχρονων Πλάνων. Το 1930 ζούσαν σε στρατόπεδα εργασίας 662.257 άνθρωποι, το 1931 2.000.000, το 1933-35 5.000.000, το 1942 αλλά και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50, υπολογίζεται με στοιχεία και πολλές διαφορετικές μεθόδους ότι ζούσαν 8-15.000.000 άνθρωποι.

7) Στον καπιταλισμό η κατανάλωση υποτάσσεται στη συσσώρευση κι οι εργάτ(ρι)ες στην παραγωγή.

Το 1928 η παραγωγή στη Ρωσία κατανεμόταν κατά 32,8% για μέσα παραγωγής και κατά 67,2% για καταναλωτικά αγαθά. Το 1942 η αναλογία αντιστράφηκε: 62,2% για μέσα παραγωγής και 37,8% για καταναλωτικά αγαθά. Συνολικά από το 1913 (προπολεμικά!)ως το 1950 (με τη γιγάντια βιομηχανική κι οικονομική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ!) η αύξηση της παραγωγής σε είδη όπως λάδι, ζάχαρη, σαπούνι, μαλλί, βαμβάκι ήταν ελάχιστη, μηδαμινή, ή βρέθηκε ακόμα και σε … πτώση. Από το 1928 ως το 1937 το πάγιο κεφάλαιο της ρώσικης βιομηχανίας εξαπλασιάστηκε, αλλά η μέση κατανάλωση γάλατος έπεσε κατά 33% περίπου και του κρέατος κατά 50% κατά άτομο. Οι φόροι επιβάλλονταν κυρίως στα μέσα κατανάλωσης, ενώ επιδοτήσεις παρέχονταν αποκλειστικά για τα μέσα παραγωγής. Οι φόροι αποτελούσαν τα 2/3 της τιμής των καταναλωτικών αγαθών.

Ο Φόρος Κύκλου Εργασιών ήταν κάτι αντίστοιχο με τον «δικό μας» ΦΠΑ. Από το 1930 αποτελούσε την κύρια πηγή εσόδων του ρώσικου κράτους, κι επιβάρυνε αποκλειστικά τον καταναλωτή. Το 1939 το 90% του ΦΚΕ προερχόταν από είδη διατροφής και κατανάλωσης. Επιβάρυνε κυρίως τα είδη πρώτης ανάγκης, όπου έφτανε στο 70-90% (σιτάρι, αλάτι, ζάχαρη) κι οδηγούσε μέχρι και σε δεκαπλασιασμό της τιμής του προϊόντος, ενώ ήταν μικρός στα είδη πολυτελείας (αυτοκίνητα 2%). Αυτά τα νούμερα φυσικά δεν έχουν καμία σχέση με το πρόγραμμα των Μπολσεβίκων το 1917 που μιλούσαν για κατάργηση των έμμεσων φόρων και για κλιμακωτή άμεση φορολογία στα εισοδήματα και τις κληρονομιές. Δεν έχει όμως καμία σχέση και με τη δική «μας» αστική δημοκρατία!

 

8)Συσσώρευση κεφαλαίου και φτώχειας

Το 1928, παρά το πισωγύρισμα της επανάστασης και τη γραφειοκρατικοποίηση του καθεστώτος, οι μισθοί των Ρώσων εργατών παρέμεναν  15,6% πάνω σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, ενώ οι ώρες εργασίας ήταν μειωμένες κατά 22,3%.Το διάστημα μεταξύ 1928 και 1936 η παραγωγικότητα των εργατών τριπλασιάστηκε ενώ ο μισθός τους έπεσε κατά 50%.Στη Μόσχα το 1912 αναλογούσαν 7,2 τ.μ. στέγασης κατά κεφαλή, το 1939 4,2 τ.μ., το 1950 3,65 τ.μ. κατά άτομο.Το 1935 το 54,7% των σπιτιών δεν είχε κεντρική θέρμανση. Το 1939 το 82,5%! Το 1939 το 60,5% των σπιτιών είχε ύδρευση και το 43,5% αποχέτευση. Στα μέσα της δεκαετίας του ’40 τα αντίστοιχα ποσοστά πέφτουν σε περίπου 20% και 5,8%.

Η αύξηση του βιοτικού επιπέδου των εργατών αποτελεί  βασικό κριτήριο για την σοσιαλιστική ανάπτυξη. Το 1950 (μετά από 33 χρόνια «σοσιαλισμού», σύμφωνα με τους σταλινικούς) η παραγωγικότητα του Ρώσου εργάτη αντιστοιχούσε στα 4/5  του Εγγλέζου συναδέλφου, ενώ η αγοραστική του δύναμη στο 1/3-1/4 αυτού. Ποια ήταν «πιο καπιταλιστική» χώρα, η Αγγλία ή η Ρωσία;

9)Η βιομηχανία υποτάσσεται στις πολεμικές ανάγκες.

Το 1938 οι εξοπλισμοί απορροφούσαν το 94,3% του σιδήρου και του ατσαλιού.

Οι φόροι των καταναλωτικών αγαθών χρησιμοποιούνταν κυρίως για να επιδοτούν την παραγωγή όπλων, μειώνοντας την αξία τους στο 1/3 του κόστους παραγωγής τους.

10) Η απαλλοτρίωση της αγροτιάς.

Πόσο σοσιαλιστική ήταν η πολυδιαφημισμένη κολεκτιβοποίηση (που αποδεικνύει σύμφωνα με τους σταλινικούς τη σοσιαλιστική πολιτική της ΕΣΣΔ); Το 1935 η Σταλινική Κυβέρνηση υποχρεώνει τα κολχόζ να της πουλάνε τη βρώμη 4-6 καπίκια το κιλό, για να την πουλάει με τη σειρά της στη λιανική 55-100 καπίκια το κιλό. Αντίστοιχα τη σίκαλη 4,6-6,9  για να την πουλάει 60-100 καπίκια/κιλό. Το 1946 πληρώνει τους  παραγωγούς 10 καπίκια το κιλό σιτάρι, και το πουλάει 100 φορές πάνω. Μήπως αυτό μας θυμίζει κάτι από τη θεωρία της αξίας και την έννοια της υπεραξίας;

Την εποχή των τσάρων το ωράριο του αγρότη ήταν 14 ώρες τη μέρα. Την εποχή του Στάλιν, το 1945 ο αγρότης των κολχόζ δούλευε 15 ώρες. Μεταξύ 1932 και 1938 διπλασιάστηκε ο αριθμός των TRUDODNI (ρώσικη αφηρημένη μονάδα μέτρησης εργασίας στα Κολχόζ) για κάθε αγροτικό νοικοκυριό.

Η βίαιη κολεκτιβοποίηση λοιπόν δεν έγινε για το «βάθεμα του σοσιαλισμού», αλλά είχε τους εξής στόχους: α) απαλλοτρίωση της αγροτιάς από τα μέσα παραγωγής της, για τις ανάγκες της βιομηχανίας και για λογαριασμό της σταλινικής γραφειοκρατίας, β)την προλεταριοποίηση ενός τμήματος αγροτών για τη βιομηχανία στις πόλεις και γ) τη μετατροπή των υπολοίπων εργάτες γης, που καρπώνονταν όμως από την εργασία τους λιγότερα από τους δουλοπάροικους του τσάρου!

11)Η ιδιοκτησία πάνω από τις ζωές των ανθρώπων.

Οι ποινές για κλοπές, ακόμα και για μικροκλοπές, που σχετίζονταν με την κρατική ιδιοκτησία, τιμωρούνταν με τουφεκισμό ή φυλάκιση με πάνω από 10 χρόνια και δήμευση περιουσιών. Τέτοιες ποινές επιβλήθηκαν σε πεινασμένους που τόλμησαν να κλέψουν ψωμί ή ψάρια. Η ποινή για φόνο στην ΕΣΣΔ ήταν 1-10 χρόνια και για απαγωγή παιδιού 3 χρόνια!

12) Η αλλαγή στις σχέσεις διανομής

Προπολεμικά ο εργάτης έπαιρνε κατά μέσο όρο το 1/20 του μισθού του «ειδικού»-τεχνικού. Το 1918, μετά την επανάσταση αυτή η αναλογία έγινε 1/5. Το 1926 ο διευθυντής έπαιρνε περίπου τριπλάσιο μισθό από τον εργάτη. Το 1928 οι τεχνικοί αποτελούσαν μόνο το 2,27% των εργαζομένων στη βιομηχανία.

Το 1929, με την εγκαινίαση των Πεντάχρονων Πλάνων, ο Στάλιν αποκήρυξε την Uranilkova (τάση προς τον εξισωτισμό των μισθών) ως απαράδεκτη για το σοσιαλισμό! Από τότε και πέρα απελευθερώθηκαν οι ανισότητες. Το 1937 ο εργάτης έπαιρνε μισθό 100-200 ρούβλια, ενώ ο διευθυντής έπαιρνε 2000 ρούβλια, αλλά είχε πλέον και τα … «εξτρά» του: και πριμ παραγωγικότητας έως 70% του μισθού, και 4%  επί του προγραμματισμένου κέρδους, και 50% επί του παραπανίσιου κέρδους, και ένα μεγάλο ποσοστό από την επιχορήγηση που προοριζόταν για το εργοστάσιο (!), ενώ μπορούσε επιπλέον  να τιμηθεί και με βραβείο Στάλιν (100-300.000 ρούβλια)!

Κάθε εκπρόσωπος στο Ανώτατο Σοβιέτ έπαιρνε 12.000 ρούβλια το χρόνο και «μπόνους» 150 ρούβλια για κάθε μέρα συνεδρίασης. Ο πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ κι οι αναπληρωτές του έπαιρναν 150.000 ρούβλια τον χρόνο. Ένας φαντάρος κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ έπαιρνε 10 ρούβλια το μήνα σε καιρό  πολέμου, ενώ ένας συνταγματάρχης 2.400 ρούβλια το μήνα(στις ΗΠΑ η ανισότητα ήταν πολύ μικρότερη!).

Στη Ρωσία του 1918 όλες οι περιουσίες άνω των 10.000 ρουβλιών δημεύονταν. Το 1929 μπήκε φόρος κληρονομιών (αντί για δήμευση) ακόμα και σε εισοδήματα άνω των 500.000 ρουβλιών ενώ αυτός ο φόρος το 1948 δεν ξεπερνούσε το 10%. Στη φορολογική κατάσταση του 1940 αναφέρονταν εισοδήματα από 1500 έως 300.000 ρούβλια. Ο Σοβιετικός εκατομμυριούχος έπαιρνε 50.000 ρούβλια μόνο από τους τόκους για κάθε εκατομμύριο.

Κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ, «φίλοι της Σοβιετικής Ένωσης» έδωσαν δάνειο στο ρώσικο κράτος πάνω από 1 εκατομμύριο ρούβλια.

Οι συντάξεις ακολουθούσαν παρόμοια (ταξική) κατανομή με τους μισθούς. Προσθέστε και τους απίστευτα άδικα κατανεμημένους έμμεσους φόρους για να έχετε ολοκληρωμένη εικόνα. Είπατε κάτι για ταξικές ανισότητες;

Όσον αφορά την εκπαίδευση, το 1939-40, τα μισά παιδιά περίπου σταμάτησαν στο Δημοτικό, ενώ σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή πέρασε μόνο το 1/14 των  μαθητών δημοτικού. Πολλά παιδιά εγκατέλειπαν το σχολείο πρόωρα, κι αυτό γιατί αναγκάζονταν να δουλέψουν, εφόσον οι γονείς τους δεν μπορούσαν να τα συντηρήσουν. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οι περισσότεροι εγκατέλειπαν και δεν αποφοιτούσαν. Το 1938 στα ΑΕΙ το 42,3% των φοιτητών ανήκε στα παιδιά της γραφειοκρατίας κι όχι των εργατ(ρι)ών. Το 1940 θεσπίστηκαν δίδακτρα σε Γυμνάσια, σχολές κι ΑΕΙ, εξαιτίας των οποίων 20% των μαθητών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Γυμνάσιο.Επρόκειτο για μια Παιδεία με υψηλούς ταξικούς φραγμούς.

13)Την εικόνα του «σοσιαλισμού» στη Ρωσία συμπληρώνει η γραφειοκρατική κακοδιαχείριση.

Η σταλινική οικονομία ήταν «σχεδιασμένη» μόνο όσον αφορούσε την κεντρική διεύθυνση. Αλλά αν «σχεδιασμένη» εννοούμε μια αρμονική οικονομία που βασιζόταν στην πρόβλεψη, η ρώσικη οικονομία κάθε άλλο παρά μόνο σχεδιασμένη δεν ήταν.  Τις περισσότερες φορές τα πλάνα κι οι νόρμες παραγωγής υπολείπονταν ή υπερκαλύπτονταν κατά πολύ. Ο πληθωρισμός από το 1929 ως το 1949 ανέβηκε «απρόβλεπτα» 1500%. Ενώ «προβλέφθηκε» άνοδος του βιοτικού επιπέδου των εργατών, όχι μόνο έπεσε, αλλά δεν προβλέφθηκε ούτε ο τρομερός λιμός του 1932-33.Μεγάλα εργοστάσια δε λειτουργούσαν από έλλειψη συνεννόησης με μικρότερα εργοστάσια, εργοστάσια που παρήγαγαν το ίδιο προϊόν είχαν διαφορές στα έξοδα παραγωγής. Αυτή η κακοδιαχείριση αναπτύχθηκε στην εξής βάση:

α) ο φόβος για τους ανωτέρους στην ιεραρχία, που  έκοβε οποιοδήποτε πνεύμα πρωτοβουλίας, ανάγκαζε τους γραφειοκράτες να μεταθέτουν ευθύνες και να αποκρύπτουν στοιχεία.

β)πάνω σε αυτήν τη βάση  άνθισε ένα ενδιάμεσο στρώμα μεσαζόντων, μαυραγοριτών και ανθρώπων που λειτουργούσαν σαν «μέσο» για οποιαδήποτε δουλειά μεταξύ εργοστασίων, πχ προμήθειες,

γ)αυτός ο φόβος, η καχυποψία και το κυνήγι της εύνοιας των ανωτέρων κλιμακίων της γραφειοκρατίας οδηγούσε σε συνεχείς ανταγωνισμούς και συγκρούσεις μεταξύ Υπουργείων και Επιχειρήσεων. Το 1938 καταγράφτηκαν εκδικασμένες 330.000 τέτοιες συγκρούσεις.

δ)Αυτά τα φαινόμενα, όπως και η δράση των ανθρώπων από τα κάτω,  οδηγούσαν συχνά την κεντρική Κυβέρνηση σε αυθαίρετες αλλαγές αποφάσεων, σε παράλογα υψηλούς στόχους, που οδηγούσαν στο αντίθετο αποτέλεσμα (πχ φθορά μηχανημάτων, σπατάλη εργατικού δυναμικού)ή σε αυστηρότερες κυρώσεις (κάποιο στέλεχος της κυβέρνησης δήλωσε ότι είναι αδύνατο να παραχθούν 60 εκατομμύρια πούτια βαμβάκι το 1931.Τιμωρήθηκε με δέκα χρόνια φυλάκιση! Το 1935 ο Στάλιν θα το θεωρούσε …θαύμα αν παράγονταν 32 εκ. πούτια!). Αυτές οι κεντρικές πρωτοβουλίες με τη σειρά τους οδηγούσαν σε περαιτέρω κακοδιαχείριση από τους μεσαίους γραφειοκράτες, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Τελικά, αντί να μιλάμε για «σχεδιασμένη οικονομία», θα ήταν πιο εύστοχο να μιλάμε για γραφειοκρατικά κατευθυνόμενη οικονομία.

Τα παραπάνω φαινόμενα αποτελούν κλασικές συνέπειες των νόμων (οι νεοφιλελεύθεροι τις λένε «στρεβλώσεις») της «ελεύθερης αγοράς», που λογικό ήταν να αποτυπώνονται και στην, καθόλου σοσιαλιστική, κρατικοκαπιταλιστική οικονομία.

Συμπέρασμα: Η ρώσικη βιομηχανία και οικονομία έκαναν άλματα μέσα στη σταλινική περίοδο. Ωστόσο αυτόν τον ρόλο ιστορικά τον επωμίζεται η αστική τάξη. Από σοσιαλιστική σκοπιά το κριτήριο δεν είναι η αύξηση της παραγωγής, αλλά οι κοινωνικές σχέσεις που δημιουργούν την αυξημένη παραγωγή. Βελτιώνουν οι σχέσεις αυτές το βιοτικό και το πολιτικό επίπεδο του εργάτη και της εργάτριας και την εργατική δημοκρατία, μειώνουν τις ανισότητες και την κρατική καταπίεση; Είναι η βιομηχανική ανάπτυξη σχεδιασμένη, κι αν ναι, από ποιους, για το συμφέρον ποιων; Στη σταλινική Ρωσία την εξουσία είχε μια γραφειοκρατία, που επιτελούσε τον ιστορικό ρόλο της αστικής τάξης και το καθεστώς της μπορεί να χαρακτηριστεί ως κρατικοκαπιταλιστικό, όχι σοσιαλιστικό. Η συσσώρευση κεφαλαίου, η ανάπτυξη βιομηχανίας, η παραγωγή μέσων παραγωγής εκτινάχθηκαν. Αντίθετα οι εργάτ(ρι)ες αλλά κι η αγροτιά όχι μόνο δεν απελευθερώθηκαν, αλλά ούτε καν βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής τους για το διάστημα που συζητάμε (μέχρι το 1950), αντίθετα βάθυναν τις συνθήκες υποδούλωσης κι υπερεκμετάλλευσής τους υπό το καθεστώς και την ανάγκη καπιταλιστικής συσσώρευσης, επιστρέφοντας στα επίπεδα της τσαρικής Ρωσίας.

(Διαβάστε: Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία, του Τόνι Κλιφ)