1

Σεραφείμ Σεφεριάδης: Συγκρουσιακοί κύκλοι σε 18 χώρες

Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ (CLH) 

Με τη δεκαετία του ‘60 συγκρίνεται ο αριθμός των διαμαρτυριών, μετά από χρόνια κινηματικής νηνεμίας και αντιδραστικής επικράτησης. Τα κινήματα έχουν την εμπειρία του προηγούμενου κύματος και δεν υποχωρούν, παρά τις κατακτήσεις που αποσπούν, λέει στο Πριν ο Σεραφείμ Σεφεριάδης. Στην Ελλάδα ξεκίνησε η υπέρβαση του σοκ αποκαρδίωσης που προκάλεσε η συνθηκολόγηση ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η κυβερνητική πολιτική της αστυνομικής βίας μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ.

Συνέντευξη στον Γιώργο Μουρμούρη (φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν) 

-Στο κλείσιμο του συγκρουσιακού κύκλου μιας σχεδόν δεκαετίας βλέπουμε τις εξεγέρσεις να επιστρέφουν διεθνώς καθώς και νέες μορφές κινημάτων, όπως τα κίτρινα γιλέκα, να εμφανίζονται. Ποιοι είναι οι παράγοντες που τα τροφοδοτούν;

Πρόκειται για εξέλιξη που αποτυπώνει γλαφυρά την πυκνότητα του ιστορικού χρόνου που διανύουμε και αποτελεί αντανάκλαση της οργανικής κρίσης του συστήματος. Ο καπιταλισμός της εποχής μας προσπαθεί να σταθεροποιηθεί δημιουργώντας διαρκώς νέες φούσκες που όλοι όμως γνωρίζουν πως κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα σκάσουν. Γι’ αυτό και οι πιο σοβαροί συστημικοί αναλυτές είναι κυριολεκτικά πανικόβλητοι, καθώς δεν είναι σε θέση να φανταστούν τι άλλο μέσο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να αντιμετωπιστεί η νέα επερχόμενη κρίση: πόσο περισσότερη ποσοτική χαλάρωση, πόσο πιο αρνητικά επιτόκια;

Υπάρχει επιπλέον και σοβεί κάτι που στην προηγούμενη κρίση δεν είχε ακόμα εμφανιστεί, αλλά είναι σύμφυτο με τον καπιταλισμό, οι εμπορικοί πόλεμοι. Με μια φράση, το σύστημα βρίσκεται σε φάση πολύπλευρης και ‒τουλάχιστον από πλευράς μορφής‒ ιστορικά ανεπανάληπτης αποσταθεροποίησης: επιλύοντας ένα πρόβλημα προκαλεί δεκάδες άλλα, την ώρα βέβαια που γιγαντώνονται οι παγκόσμιες ανισότητες (σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Oxfam, 8 άτομα κατέχουν περιουσία ίση με ό,τι κατέχει το φτωχότερο 50% του πλανήτη), το προσφυγικό δράμα δεν έχει τελειωμό, και η κλιματική καταστροφή έχει αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα ορατή.

Στο ασφυκτικό αυτό πλαίσιο, το πραγματικό πρόσωπο της κυριαρχίας γίνεται άμεσα αντιληπτό από ολοένα και περισσότερους ανθρώπους ανά την υφήλιο. Την ώρα αυτή που μιλούμε βρίσκονται σε εξέλιξη 18 συγκρουσιακοί κύκλοι, κάποιοι από τους οποίους είναι ευθέως εξεγερτικοί ‒και δεν πρόκειται για μιαν απλώς γενική εκτίμηση. Ποσοτικά τεκμηριωμένες έρευνες έδειξαν πως ο αριθμός των σύγχρονων διαμαρτυριών έχει φτάσει (αν δεν έχει ξεπεράσει) τα επίπεδα της δεκαετίας του ’60, και πάντως είναι ανώτερος από το προηγούμενο διεκδικητικό κύμα της περιόδου 2008-2011 ‒κάτι ιδιαίτερα σημαντικό αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο κύκλος εκείνος περιλάμβανε την «Αραβική άνοιξη», τις κινητοποιήσεις των πλατειών και όλα τα κινήματα ενάντια στη λιτότητα.

Όπως ξέρουμε, οι ειδικές συνθήκες που προκαλούν τις νέες κινητοποιήσεις ποικίλουν (στη Χιλή ήταν μια μικρή αύξηση στην τιμή των εισιτηρίων του μετρό, στο Λίβανο η φορολόγηση των κλήσεων μέσω ίντερνετ, στο Εκουαδόρ η άρση της επιδότησης στο πετρέλαιο), όμως είναι φανερό ότι όλα αυτά δεν είναι παρά αφορμές, οι σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι. Είναι μια πραγματικότητα που αποτυπώνεται με ευκρίνεια στο σύνθημα των διαδηλωτών στη Χιλή «Δεν είναι για τα 30 πέσος, είναι για τα 30 χρόνια».

Μια και αναφέρατε τα «κίτρινα γιλέκα», όμως, θέλω να πω πως αν είναι κάτι που τα συγκρουσιακά αυτά κινήματα αναδεικνύουν είναι πως το πρόβλημα που το σύγχρονο μετασχηματιστικό-απελευθερωτικό διάβημα καλείται να επιλύσει δεν είναι κοινωνικό: σε αντίθεση με την ‒άκρως ιδεολογική και υποβολιμαία‒ δοξασία περί του δήθεν τέλους του τάξεων, των ιδεολογιών και της ίδιας της ίδιας της ιστορίας (άποψη που διατείνεται ότι στη λεγόμενη «μεταβιομηχανική εποχή» οι κοινωνίες έχουν κατακερματιστεί και είναι, ως εκ τούτου, παθητικοί αποδέκτες του πεπρωμένου τους), οι υποτελείς τάξεις αντιστέκονται, και αντιστέκονται ηρωικά ‒με όσα μέσα διαθέτουν και πέρα ακόμα από αυτά: δείτε, αίφνης, την τεράστια απεργία ενάντια στη συνταξιοδοτική αντιμεταρρύθμιση του Μακρόν που γίνεται αυτές τις μέρες στη Γαλλία, τη μεγαλύτερη των τελευταίων δεκαετιών, που επαναφέρει στο προσκήνιο τις τεράστιες αγωνιστικές παραδόσεις του γαλλικού εργατικού κινήματος.

Το πρόβλημα-πρόκληση που το λαϊκό ‒και ειδικά το εργατικό‒ κίνημα καλείται να επιλύσει είναι λοιπόν πρόβλημα πολιτικό. Συνίσταται στην εξεύρεση τρόπων συντονισμού και αποφασιστικής κλιμάκωσης των αγώνων, που όμως θα είναι σε θέση να ελέγξουν το δηλητήριο της γραφειοκρατικοποίησης: του γεγονότος, δηλαδή, ότι την προηγούμενη περίοδο (αλλά, θα έλεγα, και σε δι-ιστορικό βάθος χρόνου) η πολιτική εκπροσώπηση των μετασχηματιστικών κινημάτων έγινε χωρίς προηγούμενη θέσμιση μηχανισμών δημοκρατικής λογοδοσίας. Έχοντας βιώσει την τραυματική εμπειρία της γραφειοκρατικής μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ, στην Ελλάδα γνωρίζουμε το πρόβλημα αυτό πάρα πολύ καλά.

Όμως το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό, είναι παγκόσμιο ‒και αντανακλάται στη δυσπιστία με την οποία οι μαχητικοί κινηματικοί δρώντες αντιμετωπίζουν την περίοδο αυτή όχι μόνο τα κόμματα αλλά και τις πολιτικές οργανώσεις. Όμως χωρίς πολιτική στρατηγική, χωρίς έλλογη κινητοποίηση των πόρων που διαθέτουν, και χωρίς μεταβατικά αιτήματα που να προχωρούν τη συνείδηση, τα κινήματα δεν μπορούν να επιτύχουν τις απελευθερωτικές τους στοχεύσεις. Πρόκειται για πρόκληση-πρόβλημα ιστορικών διαστάσεων που καλούμαστε άμεσα να επιλύσουμε.

 

-Τα κινήματα αυτά έχουν κάποια νέα στοιχεία σε σχέση με την περίοδο 2008-2012 (αγανακτισμένοι, Occupy, κίνημα πλατειών σε Ελλάδα και Ισπανία, αντιμνημονιακές απεργίες και κινήματα στην Ελλάδα, Αραβική Άνοιξη);

Να πούμε καταρχάς ότι υπάρχουν πολλά κοινά ‒τίποτα άλλωστε στην ιστορία δεν προκύπτει από παρθενογένεση. Όπως τα κινήματα της περιόδου 2008-2012 έτσι και τα σημερινά έρχονται να αντιπαρατεθούν στον ίδιο εχθρό: το απεχθές πρόσωπο του καπιταλισμού της καταστροφής που κάθε μέρα που περνά γίνεται ακόμη απεχθέστερο. Κουβαλούν όμως ταυτόχρονα και την εμπειρία των παραγόντων που οδήγησαν σε ύφεση το προηγούμενο διεκδικητικό κύμα. Η εξαγωγή συμπερασμάτων δεν είναι βέβαια ούτε κάτι απλό ούτε και προκύπτει ενιαία. Υπάρχουν διαφορετικοί χρονισμοί, διαφορετικά επίπεδα συνείδησης, διαφορετικές συγκυρίες εκδήλωσης΄ ‒είναι μια πυκνή και άνιση διαδικασία.

Εντυπωσιάζουν εντούτοις η μεγάλη μαζικότητα και διάχυση των κινητοποιήσεων (τα κινήματα αυτά κατέβασαν στους δρόμους εκατοντάδες χιλιάδες σε ελάχιστο χρονικό διάστημα), η μαχητικότητά τους απέναντι σε κυριολεκτικά βάρβαρη καταστολή (στη Χιλή συγκροτήθηκε ακόμα και διαδήλωση όσων τυφλώθηκαν από τις αστυνομικές σφαίρες), καθώς και το γεγονός ότι, παρότι πολλές κυβερνήσεις πήραν πίσω τα μέτρα που είχαν σε πρώτο χρόνο προκαλέσει τις κινητοποιήσεις, τα κινήματα παρέμειναν στο δρόμο βαθαίνοντας και επεκτείνοντας τον αγώνα τους. Νομίζω πως δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς πως, αν και αυτό δεν γίνεται με απολύτως συνειδητό τρόπο, οι συγκρουσιακές συλλογικές δράσεις του σήμερα έχουν σε μεγάλο βαθμό αφομοιώσει ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα: πως η δύναμή τους είναι ευθεία συνάρτηση της δυνατότητάς τους να παρεμποδίζουν την ομαλή αναπαραγωγή της αδιέξοδης νεοφιλελεύθερης κανονικότητας.

Αντανακλάται βέβαια εδώ και η εύλογη δυσπιστία με την οποία τα κινήματα αντιμετωπίζουν τους υπάρχοντες μαζικούς πολιτικούς φορείς στην οποία και προηγουμένως αναφέρθηκα. Η αναζήτηση λύσεων στο πρόβλημα αυτό είναι πραγματικά αγωνιώδης, αλλά είναι και ελπιδοφόρα. Σε συνάρτηση με την πυκνότητα της περιόδου δεν είναι αδύνατο να έχουμε σε λίγους μόνο μήνες εξελίξεις που, σε άλλες περιστάσεις, θα διαρκούσαν χρόνια ή και δεκαετίες. Το τοπίο είναι ασταθές και, ως εκ τούτου, ανοιχτό και απρόβλεπτο.

 

-Υπάρχει κίνδυνος η οργή που εκφράζεται στα νέα κινήματα να βρει πολιτική έκφραση μέσω της ακροδεξιάς;

Ερχόμαστε και πάλι στο πολιτικό πρόβλημα των κινημάτων και των εν γένει διεκδικητικών δράσεων. Παρότι η συζήτηση περί ακροδεξιάς είναι εξαιρετικά εκτενής, δεν είμαι διόλου βέβαιος ότι έχει κατοχυρώσει το μείζον συμπέρασμα της ιστορικής εμπειρίας: πως η ακροδεξιά ‒μια βαθιά συστημική δύναμη που όμως ενδύεται το μανδύα μιας ευκαιριακής αντισυστημικότητας‒ έρχεται κυρίως να καλύψει το πολιτικό κενό που αφήνει η συμβιβασμένη αριστερά.

Δε θέλω με αυτό να υποτιμήσω άλλους παράγοντες ‒λ.χ. την επιρροή που ασκούν τα ΜΜΕ που διαχέουν ένα ρατσιστικό συντακτικό σκέψης, ή ιστορικά εμπεδωμένες αντιδραστικές νοοτροπίες ή και συγκεκριμένα συμφέροντα μεσαίων κυρίως στρωμάτων που νιώθουν ότι απειλείται το κοινωνικό τους στάτους. Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν θα οδηγούσε στην ανάπτυξη της ακροδεξιάς που είδαμε την τελευταία περίοδο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αν δεν είχε προηγουμένως υπάρξει η ιδεολογική υποχώρηση της κατ’ όνομα αριστεράς.

Στο βαθμό που τα κινήματα είναι σε κίνηση, θέτοντας έμπρακτα τη μετασχηματιστική προοπτική επί τάπητος, η ακροδεξιά προοπτική δεν θα έχει καμιά τύχη ‒δείτε, λ.χ., την αποτυχία της όταν επιχείρησε να εμπλακεί στις κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία. Κάποια στιγμή όμως έρχεται η ώρα που η κινηματική πρώτη ύλη καλείται να μετασχηματιστεί σε πολιτική ποιότητα. Η παρατεταμένη ανεπάρκεια της μαζικής Αριστεράς στον τομέα αυτό (μιας Αριστεράς που, επιτρέψτε μου να το επαναλάβω, έγινε συν τω χρόνω Αριστερά μόνο κατ’ όνομα και σε πολλά εισαγωγικά) είναι το επικίνδυνο στοιχείο. Πατώντας στην αποκαρδίωση που η εξέλιξη αυτή φέρνει, ναι, ο κίνδυνος είναι υπαρκτός ότι κάποιο τμήμα της συσσωρευμένης λαϊκής δυσαρέσκειας (αλλά κυρίως της απογοήτευσης) ενδέχεται να πάρει τον ακροδεξιό δρόμο. Μου δίνει όμως αυτό και πάλι την ευκαιρία να τονίσω πως το πρόβλημα της εποχής μας δεν είναι πρόβλημα κοινωνιών, δεν πρόβλημα των απλών ανθρώπων, είναι πρόβλημα πολιτικής εκπροσώπησης.

 

-Μιλώντας για ακροδεξιά, θεωρείτε ότι η «alt right» μπορεί να επικοινωνεί με μερίδα της νεολαίας κυρίως και να μετατρέπει σε «μόδα» την ακροδεξιά ρητορεία;

Είναι γεγονός ότι ακροδεξιά ρητορεία απεργάζεται τρόπους να καταστεί πιο θελκτική, να βρει τρόπους επικοινωνίας με τμήματα της νεολαίας που έχουν βιώσει τη θεσμική ενσωμάτωση της Αριστεράς και δεν έχουν μνήμες του ακροδεξιού εφιάλτη στη μακρά ιστορική διάρκεια. Πρόκειται και πάλι για μια μάχη νοηματοδοτήσεων που όμως τα κινήματα, οι μαχητικές συλλογικές δράσεις και η προοπτική της δημοκρατικής εμβάθυνσης (δηλαδή η προοπτική του σοσιαλισμού) είναι απολύτως σε θέση να κερδίσουν.

Όμως για να αποκαλυφθεί η απάτη της alt right δεν αρκεί η ρουτινιάρικη επανάληψη παλαιών συνθημάτων, ούτε βοηθούν από καθέδρας διαλέξεις και ακατάληπτες ορολογίες ‒που είναι τόσο ακατάληπτες διότι οι διακινητές τους ούτε τις έχουν χωνέψει, ούτε και αντιλαμβάνονται τη λειτουργία που καλούνται να επιτελέσουν. Αυτό που χρειάζεται είναι η ενεργή παρέμβαση στις σύγχρονες νεολαιίστικες αγωνίες ‒στο πρόβλημα της δομικής ανεργίας, της ελαστικής απασχόλησης, των μηδαμινών ευκαιριών ποιοτικής ψυχαγωγίας, της ανασφάλιστης εργασίας. Καθώς η νεολαία ασφυκτιά, δε θέλει λόγια, θέλει έργα ‒αγώνες μαχητικούς που, ξεκινώντας από τα άμεσα προβλήματα που αντιμετωπίζει, θα αναδεικνύουν με μεταβατικό τρόπο τις συστημικές καταβολές αυτών των προβλημάτων και θα δημιουργούν στέρεες προσδοκίες για ένα καλύτερο αύριο.

Η ευθύνη της Αριστεράς είναι και πάλι τεράστια. Το σοσιαλιστικό όραμα πρέπει να επανακάμψει, όχι όμως ως απλό σύνθημα ή μεσσιανική ουτοπία, αλλά ως συγκεκριμένη απάντηση στα σημερινά προβλήματα. Στις καθυστερήσεις που παρουσιάζονται στον τομέα αυτό (και στο γεγονός ότι ο αριστερός λόγος ηγεμονεύεται από ασάφεια και θεωρητική εκζήτηση που, όχι σπάνια, είναι απλώς φλυαρία) είναι που πατά η alt right. Στις περιστάσεις, την απάντηση δίνουν τα μαχητικά κινήματα που ξεσπούν και έρχονται από πολλές κατευθύνσεις που η ακροδεξιά δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί ό,τι περίβλημα και αν υιοθετήσει: οι πρόσφατοι αγώνες ενάντια στην κλιματική αλλαγή, οι αγώνες των νέων γυναικών, αλλά και οι αγώνες του εξακολουθητικά κρίσιμου αντιφασιστικού κινήματος είναι οι πιο σημαντικές αντιστάσεις.

 

-Ένα από τα βασικά ιδεολογικά όπλα του συστήματος στον προηγούμενο συγκρουσιακό κύκλο ήταν η κατηγορία του «λαϊκισμού» που απευθυνόταν σε όσους διαμαρτύρονταν για τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις, συχνά αναμιγνύοντας την κριτική που ασκούταν τόσο από τα (ακρο)δεξιά όσο και από τα αριστερά. Υπάρχει τελικά «λαϊκισμός» στον λόγο που αρθρώνουν τα κινήματα;

Ευχαριστώ που μου δίνετε την ευκαιρία να μιλήσω γι’ αυτή την άθλια έννοια ‒μια έννοια «χοάνη» όπως έγραψα πρόσφατα, που μας απειλεί με γνωστική παλινδρόμηση. Αυτό που λέτε έχει πιστεύω στις μέρες μας καταστεί απολύτως σαφές: ότι ο λόγος για τον οποίο ο «λαϊκισμός» επανήλθε με τέτοιο δραματικά προβεβλημένο τρόπο στη ζωή μας ‒τόσο στην ακαδημαϊκή ορολογία όσο και στη δημόσια σφαίρα‒ είναι υποβολιμαία ιδεολογικός: βασικός στόχος υπήρξε η εξομοίωση όλων των αντιστάσεων ενάντια στη νεοφιλελεύθερη κανονικότητα της κοινωνικής απαξίωσης και της δημοκρατικής συρρίκνωσης μόνο και μόνο επειδή οι φορείς τους επικαλούνται το «λαό». Μα τον «λαό» τον επικαλούνται όλα σχεδόν τα πολιτικά διαβήματα, ειδάλλως δεν είναι πολιτικά. Ενώ λοιπόν ως αναλυτική έννοια ο «λαϊκισμός» δεν εισφέρει απολύτως τίποτα στην έρευνα (αντίθετα συγχέει και αποπροσανατολίζει), στον ιδεολογικό-κανονιστικό τομέα επιτυγχάνει να εκπέμψει το μήνυμα πως οι κινητοποιήσεις των κινημάτων ‒λ.χ. οι πλατείες των Αγανακτισμένων‒ και καθεστωτικές πρακτικές όπως αυτές του Orbán είναι ένα και το αυτό. Αυτός είναι ο λόγος της διάδοσης της έννοιας, και έτσι εξηγείται η βιομηχανία παραγωγής συναφών εργασιών.

Υπήρξε όμως και μια αντίδραση στην πρακτική αυτή, εντελώς αλυσιτελής και φοβάμαι εξίσου υποβολιμαία, αν και με διαφορετικό αξιακό πρόσημο. Αναφέρομαι στη συζήτηση περί του ευκταίου που δήθεν συνιστά ο λεγόμενος «αριστερός λαϊκισμός» ‒μια έννοια που συγχέει κάθε μορφή αντίστασης με την προϋπόθεση ότι δεν είναι ακροδεξιά. Ως ερευνητές όμως (αλλά και ως πολίτες) δεν κερδίζουμε απολύτως τίποτα αν εισηγηθούμε μιαν έννοια που συγχέει τον Ομπάμα με το Avanti Popolo, το ΕΑΜ με τον Τσίπρα και τον Αντρέα Παπανδρέου με τη Ναρόντναγια Βόλια του ρωσικού 19ου αιώνα (έχοντας μάλιστα αποδεχτεί αβρόχοις ποσί την κυρίαρχη άποψη ότι στις μορφές αυτές επέρχεται και καταπάτηση των συνταγματικών εγγυήσεων αναφορικά με τα δικαιώματα των μειοψηφιών).

Αυτό που χάνουμε ‒ενώ το χρειαζόμαστε πάραυτα και άμεσα‒ είναι το ακριβώς αντίθετο: μια δυνατότητα διάκρισης των διαφορών που είχαν φιλολαϊκά πολιτικά εγχειρήματα στον τομέα των περιεχομένων πολιτικής. Όταν η συζήτηση μεταφερθεί εκεί, οι απαντήσεις που ακούμε είναι συγκεχυμένες ‒κάποτε ακούμε πως ο λαϊκισμός δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, κάποτε ότι είναι ένα απλό μοτίβο, κάποτε όμως ‒κι αυτό είναι το πλέον συγκεκριμένο‒ ότι είναι η λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Αριστερά. Ψάχνοντας το πράγμα λίγο περισσότερο, εύκολα ανακαλύπτει κανείς πως αυτό που οι εν λόγω θεωρητικοί έχουν κατά νου είναι το πολιτικό περιεχόμενο που διακινεί ο νέος ρεφορμισμός τύπου ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μάλιστα επιχειρείται να παρουσιαστεί και ως μονόδρομος για την Αριστερά ‒κάτι σαν πολιτικό μάντρα, ή αριστερό ΤΙΝΑ. Πρόκειται λοιπόν για επικίνδυνη παλινδρόμηση στην οποία πρέπει ενσυνείδητα να αντισταθούμε.

Προσωπικά απαξίωνα επί μακρόν την έννοια, όμως καθώς ο υπερπληθωρισμός της χρήσης της έχει φτάσει στο απροχώρητο, αποφάσισα να ασχοληθώ (ετοιμάζω μάλιστα και κάποιο βιβλίο). Ως «λαϊκισμό» ορίζω εκεί τις «ψευδείς επικλήσεις του λαϊκού», αυτό που καμώνεται μια δυνατότητα εκπροσώπησης των συμφερόντων των υποτελών ενώ δεν την έχει. Χρησιμοποιώ όμως την έννοια ως εφαλτήριο για να θέσω τα κρίσιμα ζητήματα που, επιτρέψτε μου να επαναλάβω, αφορούν τα παραγνωρισμένα περιεχόμενα πολιτικής.

Ελπίζω με τον τρόπο αυτό να απαντώ και στο ερώτημά σας. «Λαϊκισμός» εμφανίζεται όταν την πολιτική εκπροσώπηση των κινημάτων την αναλαμβάνουν γραφειοκρατικές ηγεσίες που μιλούν με ασάφεια (τεκμήριο του ότι, ενώ ντύνονται το λαϊκό, στην πραγματικότητα δεν έχουν σχέση μαζί του), εκπέμπουν  αντιφατικά μηνύματα (και εργατικά δικαιώματα και επιχειρηματικά κίνητρα), και για να πραγματώσουν την επιβολή τους (με στόχο αυτό που θα μπορούσαμε περιπαικτικά να περιγράψουμε ως «συγκρούομαι με την κυριαρχία χωρίς όμως και να συγκρούομαι») πνίγουν την εσωτερική δημοκρατία κομματικών ή/και κινηματικών οργανώσεων.

Όλα αυτά έγιναν επί ΣΥΡΙΖΑ ‒και, με αρκούντως φαιδρότερο τρόπο, εξακολουθούν ως ένα βαθμό να γίνονται και σήμερα. Υπάρχει όμως ένας πολύ καλύτερος όρος για να περιγράψουμε το φαινόμενο, που είναι ταυτόχρονα ικανός να συνδέσει τη σύγχρονη έκφανσή του με τις ιστορικές της καταβολές: ο όρος «νέος ρεφορμισμός». Πρέπει να καταλάβουμε σε βάθος τα αδιέξοδα που κυοφορεί αυτή η πολιτική, να εντοπίσουμε με ακρίβεια τους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους επωάζεται και να την αντιμετωπίσουμε.

 

-Η διαδήλωση του Πολυτεχνείου ήταν φέτος η μαζικότερη των τελευταίων ετών. Τι ώθησε τόσες χιλιάδες κόσμου στους δρόμους ενώ η κυρίαρχη ρητορεία μιλά εδώ και χρόνια για το «τέλος της Μεταπολίτευσης»;

Αποτελεί νομίζω τεκμήριο όσων και προηγουμένως λέγαμε περί του γεγονότος ότι οι κυρίαρχοι δεν μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι. Τα προβλήματα της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων είναι τόσα πολλά και τόσο πιεστικά που ανά πάσα στιγμή μπορούν να ξεσπάσουν και πάλι μεγάλοι αγώνες. Υπάρχει βέβαια η αυταρχικότητα της κυβέρνησης, το απεχθές πρόσωπο της καταστολής, η επανάκαμψη της οργανωμένης φαυλότητας που προκλητικά αυτοαποκαλείται «αριστεία» που εξοργίζει και εκ των πραγμάτων κινητοποιεί, όμως αυτό που εγώ διακρίνω στη φετινή μεγάλη πορεία είναι, θα έλεγα, το ξεκίνημα του ξεπεράσματος του σοκ αποκαρδίωσης που προκάλεσε η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Για το φαινόμενο αυτό είχα γράψει ένα κείμενο το καλοκαίρι του 2015 με τίτλο «Μετατραυματικό σύνδρομο» ‒το τραύμα ήταν τεράστιο ακριβώς γιατί ερχόταν «από τα μέσα», και οι επιπτώσεις του εξακολουθούν μέχρι σήμερα, 4 και πλέον χρόνια μετά. Δόθηκε τότε η εντύπωση πως δεν υπάρχει διέξοδο, πως η λογική του «δεν υπάρχει εναλλακτική» είναι τελικά σωστή. Γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο, την ώρα που διεθνώς παρατηρείται η διεκδικητική έξαρση στην οποία αναφερόμασταν προηγουμένως, στην Ελλάδα υπάρχει ακόμα ένα σχετικό μούδιασμα. Όπως εξήγησε και η Naomi Klein στο γνωστό Δόγμα του Σοκ, όμως, το διεκδικητικό μούδιασμα που επέρχεται από τα καταπληξιακά χτυπήματα δε διαρκεί για πάντα: αργά ή γρήγορα, οι κοινωνίες ξαναβρίσκουν τον προσανατολισμό τους. Αυτό το σταδιακό ξεπέρασμα του σοκ είναι νομίζω το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της περιόδου. Η έκπληξη έχει αρχίσει να υποχωρεί και τα λαϊκά στρώματα μπαίνουν και πάλι στην αναζήτηση απαντήσεων στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.

Όσο για τη φράση της κυρίαρχης ρητορείας περί του «τέλους της Μεταπολίτευσης», τι να πει κανείς πέρα από το ότι ‒όπως και με την περίπτωση του «λαϊκισμού»‒ είναι ακριβώς αυτό: κυρίαρχη ρητορεία που σκοπό έχει να συσκοτίσει και να παραχαράξει την πραγματικότητα. Όσοι χρησιμοποιούν την απολύτως ξεπερασμένη αυτή ορολογία, έχουν βέβαια κατά νου το τέλος των κοινωνικών αγώνων ‒ επειδή όμως κάτι τέτοιο δεν θα επέλθει (και, ως εκ τούτου, θα βρίσκονται διαρκώς προ εκπλήξεων) είναι ίσως ώρα να επιλέξουν κάποιους άλλους όρους. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι κάτι το οποίο πρέπει ιδιαίτερα να μας απασχολεί.

 

-Ο Δεκέμβρης και η δολοφονία του Αλ. Γρηγορόπουλου συγκινούν ακόμα τη νεολαία και φέτος συναντήθηκαν με το φοιτητικό κίνημα και τους αγώνες για το άσυλο και τις ελευθερίες. Πώς λειτουργεί ο μηχανισμός διατήρησης της μνήμης και προσαρμογής της στο σήμερα;

Ο Δεκέμβρης υπήρξε σύμβολο πολλών πραγμάτων ‒της δυνατότητας διάχυσης των μαχητικών συγκρουσιακών δράσεων, της μεγάλης μαχητικότητας της νεολαίας, της τεράστιας σημασίας του σωστού χρονισμού των αγώνων, καθώς και του γεγονότος ότι η συνείδηση των ανθρώπων δεν προχωρεί γραμμικά αλλά με άλματα. Καθώς τα συστημικά αδιέξοδα πολλαπλασιάζονται, η επικαιρότητα του Δεκέμβρη παραμένει και θα παραμείνει ‒αυτό δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη.

Έχει όμως σημασία να δούμε πώς θα γίνει η διαχείριση των παρακαταθηκών του. Δεν πρέπει, λ.χ., να αρκεστούμε σε απλώς επετειακού χαρακτήρα εκδηλώσεις ή σε μια στάση που θα αναμασά τα περί του πρέπει μόνο να ρωτάμε αλλά να μην απαντάμε, ή ότι ‒με υφέρπουσα θεολογική διάθεση‒ την απάντηση τη δίνει ο δρόμος και μόνο ο δρόμος κτλ. Ο Δεκέμβρης έδειξε τεράστιες δυνατότητες, αποκάλυψε όμως και τα όρια αυτού που αποκαλείται «αυθόρμητο». Προϋπόθεση για την προωθητική αξιοποίηση της μνήμης του από το σύγχρονο νεολαιίστικο και λαϊκό κίνημα είναι λοιπόν η ψύχραιμη και επισταμένη μελέτη των συμπερασμάτων που βγαίνουν από την εμπειρία του Έτσι μόνο θα καταστεί σοβαρός διεκδικητικός πόρος για τους αγώνες που αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν την επόμενη περίοδο.

 

-Στις κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών έδωσε δυναμικά παρόν η γενιά που μεγάλωσε μέσα στην κρίση και τα μνημόνια. Θεωρείτε ότι αυτή η γενιά φέρει νέα πολιτικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τους νέους που πολιτικοποιήθηκαν μέσα από τον «αντιμνημονιακό» αγώνα;

Στο πλαίσιο του πυκνού πολιτικού χρόνου που διανύουμε, η νέα γενιά απορροφά πλειάδα μηνυμάτων τόσο από το πρόσφατο παρελθόν όσο και κυρίως από το παρόν. Ενώ δεν συμμετείχε στους αντιμνημονιακούς αγώνες, ασφαλώς τους γνωρίζει και επίσης ασφαλώς έχει ‒τουλάχιστον μια γενική‒ εικόνα της πολιτικής τους ιστορίας (αναφέρομαι και πάλι στη διαχείρισή τους από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ). Αυτό δημιουργεί αντιφατικά συναισθήματα, ενδεχομένως ενισχύει τη δυσπιστία απέναντι σε κόμματα και πολιτικές οργανώσεις, δημιουργεί όμως και νέες προσδοκίες. Δεν θα πρέπει κανείς να σπεύσει να βγάλει συμπεράσματα, όμως είναι σαφές ότι η γενιά αυτή θα αναζητήσει και θα βρει η ίδια το δρόμο της ‒θα τον διαμορφώσει με βάση την πολιτική ύλη που θα συναντήσει.

Όπως έδειξαν όμως και οι κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών, το μόνο σίγουρο είναι ότι ‒αργά ή γρήγορα‒ θα κινηθεί στο δρόμο των αγώνων. Το σύστημα δεν έχει τίποτε να της προσφέρει, και αυτό αρχίζει ήδη να γίνεται αντιληπτό παρά την καταιγιστική προπαγάνδα. Σημαντικό στοιχείο στις περιστάσεις είναι επίσης η παγκοσμιότητα των προβλημάτων καθώς και η γρήγορη πολιτικοποίηση θεμάτων που πριν λίγα μόνο χρόνια βρίσκονταν παγιδευμένα σε μια κερματισμένη μονοθεματικότητα, όπως ‒πιο χαρακτηριστικά‒ οι αγώνες για το περιβάλλον και την έμφυλη ισότητα. Επιπλέον, η εμπειρία και τα συμπεράσματα του προηγούμενου διεκδικητικού κύκλου υπάρχουν, είναι καταγεγραμμένα ‒παρότι αυτό μπορεί να μη φαίνεται ή να εκφράζεται ακόμη ρητά. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνούμε ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας νέας κρίσης με ακόμη απρόβλεπτη έκταση και συνέπειες. Όπως έλεγα και πριν, το σύστημα δεν μπορεί να βρει εξισορρόπηση και αυτό θα τείνει διαρκώς να τροφοδοτεί πλειάδα αναζητήσεων.

Συνάγεται και πάλι πως μείζον καθήκον της ενσυνείδητης πολιτικής παρέμβασης είναι η συστηματική εξαγωγή συμπερασμάτων από την εμπειρία του προηγούμενου κύκλου και η ανάληψη τολμηρών αγωνιστικών πρωτοβουλιών που ‒ενωτικά και μεταβατικά‒ θα απαντούν στις σύγχρονες αγωνίες.

 

-Η κυβέρνηση της ΝΔ υποστηρίζει πως φέρνει την κανονικότητα, την ανάπτυξη και τη σταθερότητα. Κοινοβουλευτικά είναι πολύ ισχυρή, κοινωνικά όμως; Υπάρχουν υπόγεια ρεύματα που μπορούν να αμφισβητήσουν και πολιτικά την κυριαρχία της και την (μετα)μνημονιακή σταθερότητα;

Η κυβέρνηση μπορεί να το υποστηρίζει, όμως η πραγματικότητα τη διαψεύδει και στο άμεσο μέλλον θα τη διαψεύσει ακόμη περισσότερο. Η «ανάπτυξη» την οποία ευαγγελίζεται, εκτός από ‒ούτως ή άλλως‒ ισχνή και αναιμική είναι και ανάπτυξη που οδηγεί στον πλουτισμό των λίγων, συνδυαστικά με το ιδεολόγημα ότι η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει σε κοινωνική ευημερία. Αυτό δεν πραγματοποιήθηκε πουθενά. Δείτε την έκρηξη των ανισοτήτων στις ΗΠΑ (που όντως είχαν ανάπτυξη), δείτε τις εξελίξεις στη Βρετανία, όπου το 1% των πλουσιότερων έχει περιουσία ίση με το φτωχότερο 80%. Είναι αδύνατο στις συνθήκες αυτές να επέλθει «κανονικότητα» όσο δυνατά και αν φωνάζουν περί του αντιθέτου οι κυρίαρχοι. Η αυταρχικά υπεροπτική στάση της κυβέρνησης είναι επίσης ένας παράγοντας που θα αποτρέψει την κοινωνική εδραίωση της επιρροής της ‒μην ξεχνούμε άλλωστε πως επιρροή αυτή ήταν εξαρχής ιδιαίτερα περιορισμένη (αν λάβουμε υπόψη μας τη μεγάλη αποχή των τελευταίων εκλογών, δεν ήταν ποτέ πάνω από 20-25%). Ως εκ τούτου υπόγεια ρεύματα και πολύπλευρες μοριακές διεργασίες αναμφίβολα συντελούνται.

Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή η ποσοτική συσσώρευση της λαϊκής δυσαρέσκειας θα μετατραπεί σε ποιότητα, όμως αυτό αποτελεί συνάρτηση και των πολιτικών εξελίξεων. Αυτό που σήμερα λείπει, και που πάνω του εδράζεται όλη αυτή η ιδεολογική παλινδρόμηση που βιώνει η χώρα, είναι η απουσία μιας πραγματικής μαζικής Αριστεράς. Ο ρυθμός  επανάκαμψης του διεκδικητικού κινήματος είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό συνάρτηση του πόσο γρήγορα και με ποιες προϋποθέσεις θα καλυφθεί αυτό το κενό.

 

-Πού αποσκοπεί η κυβέρνηση με το όργιο καταστολής και την πολιτική κάλυψη της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας; Δεν φοβάται μήπως η κλιμάκωση της καταστολής οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα, την κλιμάκωση των κοινωνικών αγώνων;

Αποσκοπεί στη διασπορά φόβου ‒ακριβώς γιατί ξέρει, πως κάτω από τη φαινομενικά ήρεμη πραγματικότητα (που όμως δεν είναι τελικά και τόσο ήρεμη) κυοφορούνται θύελλες. Θέλει λοιπόν να ανεβάσει, όπως λέμε, το κόστος συμμετοχής στους κοινωνικούς αγώνες με στόχο να αποτρέψει την επερχόμενη εκδήλωσή τους. Είναι η παλαιά στρατηγική της προληπτικής καταστολής, που στην Ελλάδα δοκιμάζεται ήδη από το Μεσοπόλεμο: το Ιδιώνυμο του 1929, λ.χ. επιβλήθηκε σε μια περίοδο σχετικής ύφεσης των κοινωνικών αγώνων, που είχαν μόλις αρχίσει να ανακάμπτουν από το απόλυτο ναδίρ του 1926.

Όπως σωστά επισημαίνετε, το στρατήγημα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, κατά το ότι μπορεί να φέρει αποτελέσματα ακριβώς αντίθετα από αυτά που προσδοκούν οι εμπνευστές του. Πρέπει όμως να τονιστεί πως οι διαδικασίες αυτές δεν επέρχονται μηχανιστικά και αυτόματα. Είναι συνάρτηση του τρόπου με τον οποίο θα γίνει η πολιτική ερμηνεία των εξελίξεων Η κυβέρνηση επιτίθεται διασπείροντας το μύθευμα περί μιας ανάπτυξης που «θα έλθει» (προσπαθώντας να πείσει πως τα λαϊκά στρώματα δεν απειλούνται) κυρίως όμως ελπίζοντας πως το λογισμικό ΤΙΝΑ θα παραμείνει και, συνεπώς, οι υποτελείς δεν θα έχουν τίποτε αξιόλογο να τους εμπνεύσει. Το πρώτο σύντομα θα καταρρεύσει, αν δεν έχει ήδη καταρρεύσει. Όμως για να έχουμε πραγματική κλιμάκωση των αγώνων απαιτείται και το δεύτερο, αυτό που στη Συγκρουσιακή Πολιτική αποκαλούμε «κινηματική προσδοκία» ‒αυτό που ο Μαρξ έλεγε για το προλεταριάτο, ότι έχει να κερδίσει έναν κόσμο ολόκληρο.

Αυτό, όπως εύκολα μπορεί να συναχθεί, είναι μια βαθιά πολιτική διαδικασία. Πρέπει οι συντεταγμένες αυτού του κόσμου, ενός κόσμου που δεν θα στηρίζεται στην εκμετάλλευση, να γίνουν άμεσα συγκεκριμένες. Σε ένα πιο πρακτικό επίπεδο χρειάζεται επίσης συντονισμός των αγώνων ‒όχι απλές «ντουφεκιές στον αέρα» που, εκτός από το ότι δεν επιλύουν κανένα πρόβλημα, κουράζουν και απογοητεύουν.

 

-Η αντιδραστική πολιτική της ΝΔ ενδέχεται να οδηγήσει στην επανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ; Δικαιώνει την πολιτική του ως «το μικρότερο κακό»;

Σε αυτό ακριβώς είναι που ποντάρει ο ΣΥΡΙΖΑ (όπως και η ΝΔ πόνταρε στο ΣΥΙΡΖΑ), αναπαλαιώνοντας ακόμη περισσότερο τη ρητορική του, επιχειρώντας να μεταμορφωθεί ακόμη περισσότερο σε ΠΑΣΟΚ νούμερο 2. Είναι πραγματικά απογοητευτικό, όμως η στάση αυτή δεν πρέπει πλέον να προκαλεί καμία έκπληξη. Δε θέλω να σπαταλήσω το χρόνο των αναγνωστών σας επισημαίνοντας αυτό που σε κάθε ενεργό πολίτη είναι απόλυτα προφανές: ότι την επιστροφή της ΝΔ την προετοίμασε η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που οφείλει να μας απασχολήσει είναι η προοπτική της συγκρότησης μιας πραγματικής εναλλακτικής, μιας πραγματικής Αριστεράς. Εκεί νομίζω πρέπει πως να στρέψουμε την προσοχή μας: στα βήματα που είναι απαραίτητα ώστε το εγχείρημα αυτό να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί. Όσο καθυστερεί, είναι πράγματι πιθανό τμήμα της λαϊκής δυσαρέσκειας να στραφεί και πάλι προς τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως με τον ίδιο τρόπο που η στάση αυτή εκδηλώθηκε και στις τελευταίες εκλογές, ως ψήφος δυσανεκτικά αρνητική.

Σε κάθε περίπτωση, ελάχιστοι είναι εκείνοι που περιμένουν κάτι ουσιαστικό από το κόμμα αυτό, ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες του κινήσεις. Κύριος νικητής θα είναι και πάλι η αποχή και ο «κανένας». Μια τέτοιου τύπου παράταση του «νέου δικομματισμού» θα ήταν, όμως, ιδιαίτερα επικίνδυνη καθώς θα απειλούσε να επαναφέρει στο προσκήνιο την ακροδεξιά. Είναι και αυτό ένας λόγος που απαιτούνται έλλογές αλλά και τολμηρές πολιτικές πρωτοβουλίες.

 

-Η σημερινή Αριστερά και ιδίως η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική επικοινωνεί με τις εξεγερσιακές τάσεις που κυοφορούνται; Τι δεν την καθιστά θελκτική ως πολιτική λογική;

Πρόκειται, θα έλεγα, για το μείζον πρόβλημα της εποχής. Όπως είδαμε, οι διεθνείς εξελίξεις πείθουν πως εξεγερσιακές τάσεις πράγματι κυοφορούνται και, όχι σπάνια, καταφέρνουν να εκφραστούν και πολιτικά. Θα είδατε φαντάζομαι την εκπληκτική νίκη της Σάμα Σαγουάντ στο πολιτειακό συμβούλιο του Σιάτλ ενάντια στον υποψήφιο που υποστήριζε ο πλουσιότερος άνθρωπος του πλανήτη, ο Τζεφ Μπέζος. Είχαμε λοιπόν στις ΗΠΑ την επικράτηση μιας υποψήφιας ακριβώς της αριστεράς που αναφέρετε ‒της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής‒ ενάντια σε έναν φαινομενικό κολοσσό. Τι δείχνει αυτό; Δείχνει αφενός ότι οι ιδέες της πραγματικής Αριστεράς μπορούν να έχουν τεράστια διάδοση και απήχηση, και αφετέρου ότι ο βασιλιάς δεν είναι μόνο αντιδραστικός, είναι και γυμνός.

Στην Ελλάδα, βέβαια, το τοπίο εξακολουθεί να είναι περίπλοκο και άνισο. Οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες δείχνουν να μην έχουν ακόμη βρει ένα στέρεο βηματισμό ανάμεσα στη Σκύλλα του οπορτουνισμού και τη Χάρυβδη του σεχταρισμού, και αυτό είναι που περιορίζει την επιρροή τους. Όμως υπομονή! Μέχρι ο βηματισμός να βρεθεί, πρέπει να αξιοποιηθεί αυτό που η εμπειρία του ιστορικού εργατικού κινήματος αναδεικνύει ως κορυφαία διττή παρακαταθήκη: την ενότητα στη δράση και την εσωτερική  δημοκρατία στις διεργασίες που συντελούνται ώστε να μπορούν να προκύψουν έλλογα συμπεράσματα. Καθώς μπαίνουμε σε μια νέα διεκδικητική περίοδο, οι προκλήσεις είναι πραγματικά ιστορικών διαστάσεων.

Πηγή: http://prin.gr

 




«Μακρόν δεν θα βγάλεις τα Χριστούγεννα»!

(σύνθημα σε τοίχο του Παρισιού)

Του Χάρη Παπαδόπουλου

Ο «πρόεδρος των πλούσιων» σε πανικό

Το έκτακτο διάγγελµα του Γάλλου προέδρου της ∆ηµοκρατίας το βράδυ της 10ης ∆εκέµβρη ήταν προαναγγελία πανωλεθρίας. Οι αυξήσεις 100 ευρώ στους µισθούς, η απαλλαγή από τη φορολογία των υπερωριών και των χαµηλότερων συντάξεων και τα ευχολόγια είναι πολύ λίγα για να κατευνάσουν την οργή του κόσµου. Ταυτόχρονα, είναι πάρα πολλά για να εκτελεστούν από τον προϋπολογισµό χωρίς νέους φόρους ή κοινωνικές περικοπές. Τα µέτρα που αναγκάστηκε να ανακοινώσει στο διάγγελµά του ο Μακρόν φαίνεται πως θα κοστίσουν έως 10 δισ. ευρώ στον προϋπολογισµό. Ο πρόεδρος δεν δήλωσε από πού θα τα αφαιρέσει. Την ίδια ώρα ξεκαθάρισε πως δεν πρόκειται να επιστρέψει ο «Φόρος αλληλεγγύης του πλούτου».

Αυτόν το φόρο στις µεγάλες περιουσίες τον κατάργησε ο ίδιος ο Μακρόν. Η επαναφορά του θα µπορούσε να συνεισφέρει 4 δισ. στον προϋπολογισµό αποκλειστικά από τις τσέπες των πλούσιων. Αλλά ο επικεφαλής του γαλλικού κράτους, ακόµη και στριµωγµένος στον τοίχο από τους εξεγερµένους, δεν αποφασίζει να ενοχλήσει τους έχοντες και κατέχοντες ζητώντας τη συνεισφορά τους.

Για να κάνουµε τη σύγκριση: τη δεκαετία του ’30 ο Αµερικανός πρόεδρος Ρούζβελτ µπορούσε να αντιµετωπίσει τους µεγαλύτερους καπιταλιστές της χώρας, που ήταν εξαγριωµένοι µε την εξαγγελία του Νιου Ντηλ, λέγοντάς τους στα ίσα: «Κύριοι, καλύτερα να χάσετε τα καπέλα σας, παρά τα κεφάλια σας!». Αλλά συγκρίνουµε ανόµοια µεγέθη. Έναν ηγέτη της αστικής τάξης µε έναν ασήµαντο υπάλληλό της. Ο Μακρόν αποδείχθηκε Βοναπάρτης µε καρδιά λαγού.

Το διάγγελµα Μακρόν ήρθε πολύ αργά και ήταν πολύ αδύναµο για να αποτρέψει τις κινητοποιήσεις. Υπήρξε, όµως, εξαιρετικά χρήσιµο για να υπενθυµίσει σε όλη τη Γαλλία και τον κόσµο πως οι αυξήσεις στους µισθούς κερδίζονται µε σκληρές µάχες και όχι µε «εκκλήσεις για κοινωνικό διάλογο». Την ίδια ώρα έδειξε πως η πολιτική κυριαρχία του «ακραίου κέντρου» -του οποίου ο Μακρόν υπήρξε το εξέχον ευρωπαϊκό παράδειγµα- αποµένει ένα πουκάµισο αδειανό όταν κατεβαίνουν στο δρόµο οι µάζες.

Με έναν ηγέτη που στον ενάµιση χρόνο θητείας του ο κόσµος ζητεί µαζικά την παραίτησή του, δεν µπορούν η Γαλλία και η αστική της τάξη να πορευτούν πουθενά. Ο Μακρόν από σηµαία της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας µεταµορφώνεται σε παράγοντα ανασφάλειας και διχασµού για τους καπιταλιστές, στη Γαλλία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόµη και αν η Κοµισιόν δεχτεί να κάνει τα στραβά µάτια για τις αλχηµείες στον προϋπολογισµό που σηµαίνουν τα µέτρα Μακρόν, ήδη η Ιταλία του Σαλβίνι δηλώνει έτοιµη να κάνει το ίδιο µε τον δικό της.

Το καθεστώς «του νόµου και της τάξης» θα χρειαστεί σύντοµα να συσπειρωθεί γύρω από άλλη ηγετική φιγούρα.

Η Αριστερά ψάχνει ακόµη τον βηµατισµό της

Ένα δεξιό καθεστώς που υποχωρεί πανικόβλητο και εξαγγέλλει αυξήσεις στους µισθούς για να µην καταρρεύσει, θα έπρεπε να προκαλεί ενθουσιασµό και εγρήγορση µάχης στις ηγεσίες των αριστερών κοµµάτων και των συνδικάτων. Η πραγµατικότητα -δυστυχώς- είναι πολύ διαφορετική.

Το NPA και άλλες µικρότερες οµάδες της επαναστατικής αριστεράς ξεπέρασαν τον πρώτο δισταγµό και µπήκαν ένθερµα στις κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων. Η επαναστατική αριστερά προσπαθεί να ενοποιήσει στον κοινό αγώνα κατά του Μακρόν τον ξεσηκωµό των σχολείων, αλλά και την αναταραχή στις πανεπιστηµιακές σχολές, µαζί µε όποιες κινητοποιήσεις εργαζοµένων αναπτύσσονται. Αλλά οι οργανώσεις αυτές είναι ολιγάριθµες. Έχουν αποδυναµωθεί κατά τα χρόνια που κυριαρχούσε η αποστράτευση και η ιδιώτευση. Και δεν έχουν αποκτήσει ακόµη γερούς δεσµούς µε εργατικούς χώρους.

Το κόµµα του Μελανσόν «Ανυπότακτη Γαλλία» είναι το σχετικά µαζικό αριστερό κόµµα, που αγκάλιασε εξαρχής τα κίτρινα γιλέκα στηρίζοντας ξεκάθαρα τις κινητοποιήσεις τους. Οι οπαδοί του Μελανσόν βρίσκονται στα µπλόκα και τους δρόµους. Αλλά το κόµµα του Μελανσόν είναι πρωταγωνιστής µονάχα στις πράγµατι εντυπωσιακές τηλεοπτικές δηλώσεις του ίδιου. Ο Μελανσόν καλεί σαφέστατα το λαό στο δρόµο, αλλά δεν προτείνει κανένα σχέδιο, καµιά στόχευση, πέρα από το κοινοβουλευτικό τερτίπι της πρότασης µοµφής κατά του Μακρόν – που δεν θα έχει και κανένα αποτέλεσµα.

Για τον Μελανσόν υπάρχει µόνο ο «λαός». ∆εν φαίνεται να του περνά από το µυαλό πως ένα συγκεκριµένο κοµµάτι του λαού, η οργανωµένη εργατική τάξη, µπορεί να κάνει τη διαφορά στην ανατροπή του Μακρόν µε γενική απεργία και καταλήψεις. ∆εν υπάρχει καµιά κατεύθυνση για καλέσµατα στους εργατικούς χώρους.

Η ρητορική Μελανσόν ταιριάζει πολύ µε τον µέσο όρο συνείδησης του κόσµου που κατεβαίνει αγανακτισµένος στο δρόµο. Και επειδή τους εκφράζει περίπου όλους, δεν προσφέρει πρωτοπόρες ιδέες σε κανέναν.

Το Σοσιαλιστικό Κόµµα είναι αρκετά κλικ πιο οκνό και πιο ανυπόφορα κοινοβουλευτικό από τον Μελανσόν και φανερά τον ακολουθεί, θέλοντας και µη, στις πρωτοβουλίες του, διατυπώνοντας µόνο πιο ανιαρές και µπερδεµένες θέσεις. Εξάλλου, το Σοσιαλιστικό Κόµµα της Γαλλίας έχει τους πιο αδύναµους δεσµούς µε τα µέλη του από όλα ίσως τα αντίστοιχα κόµµατα της Ευρώπης. ∆εν έχει ιδιαίτερη σχέση µε τις κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων. Και ούτε θα µπορούσε να έχει.

“Δεν θέλουμε μεγαλύτερο κομμάτι γλυκό, θέλουμε ολόκληρο τον γ@μημενο το φούρνο”

Όποιος δεν θέλει να ζυµώσει

Αλλά το κόµµα που έχει σχεδόν  εξαφανιστεί από το πολιτικό σκηνικό τις µέρες των κίτρινων γιλέκων είναι το µεγαλύτερο, σε αριθµό οργανωµένων µελών, σε όλη τη γαλλική Αριστερά: Το Κοµµουνιστικό Κόµµα.

Στην αρχή, κρύφτηκε πίσω από τη µεγάλη αριστερή οµοσπονδία συνδικάτων που ελέγχει, τη CGT. Στις πρώτες κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων η CGT κράτησε απαξιωτική στάση δηλώνοντας πως «τα µέλη της δεν θα πορευτούν στο δρόµο µαζί µε τους οπαδούς της ακροδεξιάς». Μάλιστα, αντέτειναν στα µπλόκα και τις διαδηλώσεις των κίτρινων γιλέκων τον «κοινωνικό διάλογο», µε αίτηµα αυξήσεις στους µισθούς και όχι τη µείωση της φορολογίας.

Όµως, τα κίτρινα γιλέκα όχι µόνο περιέλαβαν στα 42 αιτήµατά τους σηµαντική αύξηση µισθών και συντάξεων, αλλά πέτυχαν ήδη τις πρώτες αυξήσεις µέσω του ανυποχώρητου αγώνα. Έτσι, οι κινητοποιήσεις στο δρόµο προκάλεσαν στους συνδικαλιστές ηγέτες της αριστεράς κρίση και διχασµό.

Την Πέµπτη 6 ∆εκέµβρη και ενώ η αστυνοµία είχε ήδη ξεπεράσει τον εαυτό της σε όργιο καταστολής σε βάρος των µαθητών, η CGT, µαζί µε τις δεξιότερες συνδικαλιστικές συνοµοσπονδίες FO, CFDT και άλλες, εξέδωσαν κοινή διακήρυξη. Χωρίς να αναφέρει κουβέντα για το όργιο αστυνοµοκρατίας, η διακήρυξη τόνιζε: «Ο κοινωνικός διάλογος πρέπει επιτέλους να βρει τη θέση του σ’ αυτή τη χώρα» και «(…)κάνουµε κάλεσµα η κυβέρνηση να διασφαλίσει ασφαλείς διαπραγµατεύσεις και να ακουστούν οι διάφορες απόψεις µέσα στον κοινωνικό διάλογο, σε πανεθνικό επίπεδο (…)».

∆ύο ώρες µετά, η CGT εξέδωσε βιαστικά δική της διακήρυξη που καταδίκαζε την αστυνοµική βία, ενώ κάλεσε για «µέρα δράσης», δηλαδή κινητοποιήσεις χωρίς απεργία, για την Παρασκευή 14 ∆εκέµβρη. Γιατί τόση ραθυµία;

Είναι φανερό πως η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της αριστεράς θυµάται καλά τα µαθήµατα του Μάη ‘68: Τότε, µετά τη νύχτα των «οδοφραγµάτων» της 10ης Μάη και το όργιο της αστυνοµικής βίας η CGT είχε καλέσει σε γενική απεργία µόλις για τις 13 Μάη, ελπίζοντας να εκτονώσει το κλίµα µε µια εντυπωσιακή χειρονοµία. Όµως, η εργατική τάξη µε τη γενική απεργία µπήκε σε κίνηση που εξελίχθηκε σε χιονοστιβάδα καταλήψεων εργοστασίων έως τα µέσα Ιούνη του 1968. Ήταν η πιο µαζική γενική απεργία στην Ιστορία.

Σήµερα οι γραφειοκράτες κωλυσιεργούν ελπίζοντας σε εκτόνωση. Αλλά το κρύο ντους της ηγεσίας προκάλεσε κίνηση στη βάση. Έτσι, σειρά παραρτηµάτων της CGT ενώθηκαν στο δρόµο στις 1 και 8 ∆εκέµβρη µε τα κίτρινα γιλέκα. Χαρακτηριστικά οι ανακοινώσεις τόσο της CGT Énergie Paris όσο και της κλαδικής οµοσπονδίας FNIC-CGT (εργαζόµενοι χηµικής βιοµηχανίας και πετρελαίου) είναι ιδιαίτερα καυστικές απέναντι στην προδοσία της ηγεσίας και καλούν σε «ταξικό πόλεµο» τα µέλη τους.

Το Γαλλικό Κοµµουνιστικό Κόµµα επιχειρεί πλέον να δείξει αντικυβερνητικό προφίλ, καταθέτοντας πρόταση µοµφής µαζί µε τον Μελανσόν και τους σοσιαλιστές. Και, πολύ σηµαντικότερο, περιφερειακοί σύµβουλοι και συνδικαλιστές του κόµµατος, ανακοινώνουν πως θα στηρίξουν µε την παρουσία τους τις κινητοποιήσεις των µαθητών για να τις περιφρουρήσουν από την αστυνοµία.

 

Και τώρα;

Το κίνηµα των κίτρινων γιλέκων είναι σε πορεία ανόδου και το κράτος του Μακρόν σε πανικό και υποχώρηση. Τα κίτρινα γιλέκα εδώ και βδοµάδες διαθέτουν το καλύτερο σύνθηµα για να ενοποιήσουν την οργή του κόσµου: «Μακρόν, παραιτήσου!». Όλη η Αριστερά δίστασε, προσπάθησε να ξεφύγει από την ευθύνη. Τελικά ακολούθησε το σύνθηµα γκρινιάζοντας και σέρνοντας τα πόδια της.

Όµως το σύνθηµα αυτό θέτει ωµά το ζήτηµα της εξουσίας.

Και η πολιτική κρίση στη Γαλλία έχει µόλις αρχίσει.




Τα κίτρινα γιλέκα και η κόκκινη σημαία

Με αφορμή το λαϊκό ξεσηκωμό κατά του Μακρόν στη Γαλλία

Του Χάρη Παπαδόπουλου

«Η γαλλική επανάσταση είναι πιο κοντά από ό,τι νομίζετε. Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια το απόγευμα. Είδα εκνευρισμό και οργή στα βλέμματα του κόσμου»

(Στέφανος Τσιτσιπάς, πρωταθλητής τένις, Σάββατο 1 Δεκέμβρη 2018 στο Παρίσι)


Τροφή για σκέψη

Πριν έναν περίπου αιώνα, ένας κορυφαίος Ιταλός επαναστάτης, ο Αντόνιο Γκράμσι, έγραφε πως η εργατική τάξη βιώνει στη ζωή της δύο είδη εμπειριών.

Το ένα είδος είναι οι καθημερινές εμπειρίες υποταγής. Ο εργάτης και η εργάτρια εμπεδώνουν πως πρέπει να υπομένουν κάθε είδους καταπίεση και ακόμη και εξευτελισμούς για να καταφέρουν να φέρουν στο σπίτι το μεροκάματο. Πως για να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους τα στοιχειώδη, πρέπει υποχρεωτικά να ζουν μόνιμα στη σκιά του προϊστάμενου και του αφεντικού, ελπίζοντας με κάθε τρόπο να μην απομακρυνθούν από το μαγκανοπήγαδο της παραγωγής και πεινάσουν.

Το δεύτερο είδος εμπειριών είναι εντελώς αντίθετο: είναι οι εμπειρίες συλλογικού αγώνα και δράσης. Όταν οι εργάτες και οι εργάτριες κατεβαίνουν τελικά σε απεργία ή κινητοποίηση ανακαλύπτουν τις δικές τους δυνάμεις, ξυπνούν μέσα τους θαυμαστές ικανότητες. Συνειδητοποιούν πως τα μεγαλύτερά τους όπλα είναι η οργάνωση, η συλλογικότητα και οι καθαρές ιδέες για το τι συμβαίνει στην κοινωνία. Το αφεντικό πάντα το στηρίζει το κράτος, ενώ τους ίδιους τους σώζει μονάχα η αλληλεγγύη των υπόλοιπων εργαζομένων.

Οι εργάτες και οι εργάτριες μαθαίνουν από τις εμπειρίες τους και όχι από την κατήχηση. Και η πιθανότητα να κερδηθούν με τις επαναστατικές σοσιαλιστικές ιδέες είναι μονάχα όταν βρίσκονται σε κίνηση και μάχονται. Όχι όταν μένουν ανοργάνωτοι/ες και αποκαρδιωμένοι/ες.

Αυτά τα στοιχειώδη φαίνεται πως ξέχασαν πολλοί «έμπειροι αναλυτές» της Αριστεράς, καταξιωμένοι συνδικαλιστές αλλά και βετεράνοι επαναστάτες, μπροστά στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία. Το ίδιο και χειρότερο συνέβη με κάποιους αφηρημένους και αστόχαστους σχολιαστές στην Ελλάδα.

 

Τι είναι τα κίτρινα γιλέκα;

Πρόκειται για κίνημα που έχει ανάλογα χαρακτηριστικά με αυτά των «αγανακτισμένων» σε Ελλάδα και Ισπανία. Τα κίτρινα γιλέκα ξεκίνησαν -με αφορμή τις αυξήσεις στα καύσιμα- μια σειρά κινητοποιήσεις αρχικά στη γαλλική επαρχία και κατόπιν στο Παρίσι, απαιτώντας την κατάργηση της αύξησης 23% στην τιμή της βενζίνης, που επιβλήθηκε φέτος από την κυβέρνηση Μακρόν. Η αύξηση αυτή έφερε σε απελπιστική κατάσταση πολλούς εργαζόμενους που πληρώνουν πολύ ακριβότερα τη μεταφορά τους στη δουλειά, αλλά και μεγάλο κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων, ιδιαίτερα στην επαρχία.

Ο πρόεδρος Μακρόν επέβαλε φέτος την αύξηση αυτή με επιχείρημα την ανάγκη χρηματοδότησης της μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα στην πράσινη ενέργεια.

Όμως ταυτόχρονα με την αύξηση στα καύσιμα, η κυβέρνηση κατάργησε τον «Φόρο Αλληλεγγύης του Πλούτου», απαλλάσσοντας έτσι το πιο πλούσιο κομμάτι της κοινωνίας από την εισφορά 4 δισεκατομμυρίων ευρώ το χρόνο. Ταυτόχρονα αύξησε την «Έκπτωση για τις επιχειρήσεις», χαρίζοντας άλλα 41 δισεκατομμύρια ευρώ πάλι στους πλούσιους. Ενώ στον προϋπολογισμό του 2018 συρρικνώθηκε η προοδευτική φορολόγηση, με αποτέλεσμα οι πλουσιότεροι να ωφεληθούν κατά ακόμη 10 δισεκατομμύρια ευρώ. Η κυβέρνηση Μακρόν αποδείχθηκε ιδιαίτερα στοργική με τους κροίσους και ασυγκίνητη απέναντι στον κόσμο που παλεύει να επιβιώσει. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κίτρινα γιλέκα και όσοι/ες τους υποστηρίζουν παρομοιάζουν συνεχώς τον Μακρόν με τη Μαρία Αντουανέτα, την τελευταία -και ιδιαίτερα προκλητική απέναντι στους ενδεείς- βασίλισσα της Γαλλίας, που τέλειωσε τις μέρες της στη λαιμητόμο.

Ο κόσμος που κινητοποιήθηκε γύρω από τα κίτρινα γιλέκα είναι άνθρωποι που διαμαρτύρονται για το υψηλό κόστος ζωής, τα πανάκριβα καύσιμα, τους χαμηλούς μισθούς και συντάξεις. Τα σύμβολά τους είναι τα έντονα φωτεινά γιλέκα που υποχρεωτικά έχει μαζί του στο πορτ-μπαγκάζ κάθε οδηγός αυτοκινήτου στη Γαλλία. Η σημαία που κυριαρχεί στις κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων είναι η γαλλική, αλλά κάποιες φορές υψώθηκαν και ο κέλτικος σταυρός της άκρας δεξιάς ή η σημαία με τα λευκά κρίνα, σύμβολο των βασιλοφρόνων.

Στις πρώτες κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων δεν έλειψαν και ορισμένα ρατσιστικά επεισόδια, ενάντια σε μαύρους και Άραβες. Δυστυχώς, όσοι κατεβαίνουν στο δρόμο, κουβαλούν -μαζί με την αντικυβερνητική οργή τους- και όλο το φορτίο των καθυστερημένων ιδεών τους στην αρχή τουλάχιστον. Και χρειάζεται κόπος και επιμονή για να απαλλαγούν από αυτές.

Ακόμη πιο προβληματικό στοιχείο υπήρξε η στήριξη της υποψήφιας της γαλλικής Ακροδεξιάς, της Μαρί Λεπέν, στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων, στήριξη που ίσχυσε μέχρι πριν τις κινητοποιήσεις του προηγούμενου Σαββάτου, την 1h Δεκέμβρη. Πλέον η Λεπέν μετακινήθηκε υποστηρίζοντας το «νόμο και την τάξη», κρατώντας αποστάσεις από τις μαχητικές διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις των κίτρινων γιλέκων με τα ΜΑΤ.

Είναι ακροδεξιό κίνημα τα κίτρινα γιλέκα;

Ένα κίνημα μαζών κρίνεται από τους πολιτικούς του στόχους, τον αντίπαλο που ορίζει και από τα μέσα πάλης του.

Τα κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία είναι ξεκάθαρα αντικυβερνητικά με κεντρικό πλέον σύνθημα το «Μακρόν παραιτήσου». Οι εξεγερμένοι διαδηλωτές είναι αντίπαλοι των αντιλαϊκών έμμεσων φόρων -όπως αυτός στα καύσιμα- και της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των φτωχών. Τα κίτρινα γιλέκα με τη χαλαρή τους οργάνωση έχουν πετύχει να κατεβάσουν στο δρόμο εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σε όλη τη Γαλλία. Συνήθως μάλιστα πρόκειται για κόσμο που δεν έχει ιδιαίτερες εμπειρίες αγώνα και κινητοποίησης.

Τα κίτρινα γιλέκα δεν είναι σωματείο. Δεν μπορούν να κηρύξουν απεργία. Τα μέλη τους προσέρχονται στα μπλόκα και στις διαδηλώσεις τα Σάββατα. Και κάθε Δευτέρα πρωί, όταν τελειώνουν οι κινητοποιήσεις, επιστρέφουν κανονικά στις δουλειές τους. Η απεργία και η διοργάνωση της αλληλεγγύης είναι δουλειά των συνδικάτων και της οργανωμένης Αριστεράς. Και εδώ υπήρξε σημαντική ολιγωρία αρχικά, τόσο από τα οργανωμένα συνδικάτα όσο και από οργανώσεις της Αριστεράς.

Έτσι, η ηγεσία της CGT, της μεγαλύτερης αριστερής συνομοσπονδίας συνδικάτων, υποτίμησε τα αιτήματα των κίτρινων γιλέκων για κατάργηση των επιβληθέντων φόρων στα καύσιμα, αντιπροτείνοντας μαζικές αυξήσεις μισθών. Οι ηγέτες της CGT και άλλων συνδικάτων έδειχναν να κρατούν σοβαρές αποστάσεις από τα κίτρινα γιλέκα εξαιτίας της αρχικής υποστήριξης της Λεπέν σ’ αυτά. Μαζί τους και οι ηγέτες των σοσιαλιστικών συνδικάτων. Δεν είναι παράξενο που σ’ αυτό το χορό σύρθηκαν και κάποια «κουρασμένα παλικάρια», βετεράνοι με επαναστατικό παρελθόν. Όλη αυτή η παράταιρη ομήγυρη συνδικαλιστών γραφειοκρατών και πικραμένων αριστεριστών συνενώθηκε πίσω από την αναζήτηση ενός «τρίτου πόλου», γνήσια εργατικού, κόντρα και στον Μακρόν και στους απελπισμένους και οργισμένους διαδηλωτές των κίτρινων γιλέκων.

Όμως, ο τρόπος για να κερδίσεις τους ανθρώπους που κατεβαίνουν στο δρόμο για να υπερασπίσουν το δίκιο τους δεν είναι το σηκωμένο φρύδι και η κριτική από καθέδρας. Και η μέθοδος για να κερδίσεις αύξηση μισθών είναι η απεργία και η αλληλοστήριξη των κινητοποιήσεων, όχι η αντιπαράθεση ενός δίκαιου αιτήματος με ένα άλλο. Ευτυχώς, κομμάτια της βάσης της CGT αγνόησαν την ακατάδεκτη στάση της ηγεσίας τους και ενώθηκαν με τις διαδηλώσεις των κίτρινων γιλέκων το Σάββατο 1 Δεκέμβρη. Μαζί τους και οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς, όπως το NPA.

Αν τα κίτρινα γιλέκα ήταν αντιδραστικό κίνημα μαζών, όπως λόγου χάρη τα φασιστικά κινήματα, θα στοχοποιούσαν τους μετανάστες, τους μουσουλμάνους ή τους Εβραίους, και θα επιχειρούσαν να κυνηγήσουν και να τρομοκρατήσουν την Αριστερά και τα κινήματα. Αν οι εξεγερμένοι με τη γαλλική σημαία ήταν αντιδραστικοί εθνικιστές, θα εξυμνούσαν τις δυνάμεις καταστολής και τον στρατό και θα επιχειρούσαν, και με τη βοήθεια του βαθέος κράτους και των μυστικών υπηρεσιών, να δεθούν μαζί τους. Σε μια τέτοια περίπτωση οι μαχητικές τους ομάδες θα στόχευαν καθαρά τις εργατικές και νεολαιίστικες κινητοποιήσεις και τις πρωτοπόρες οργανώσεις.

Αντίθετα, τα αιτήματα των κίτρινων γιλέκων είναι όλα φιλολαϊκά και ο εχθρός τους είναι η κυβέρνηση και ο Μακρόν, που κόβουν από τους φτωχότερους για να ελαφρύνουν τους πλούσιους.

Τα κίτρινα γιλέκα έχουν πολλές αδυναμίες: Η οργανωτική τους πλαδαρότητα, η έλλειψη ουσιαστικά κεντρικής ηγεσίας, η ανικανότητά τους να πουν κάτι παραπάνω από το «ως εδώ και μη παρέκει», η αδυναμία τους να συνδεθούν, με δική τους πρωτοβουλία, με τα συνδικάτα και την οργανωμένη εργατική τάξη και πρωτοπορία, δείχνουν ένα πράγμα: αυτό το παθιασμένο κίνημα που σήμερα δείχνει να εκτοξεύεται σαν πύραυλος, αύριο κινδυνεύει να σκάσει στο έδαφος σαν τούβλο.

Αυτή η εβδομάδα είναι, ενδεχομένως, η πιο κρίσιμη για τη συνέχεια του πράγματος. Ήδη ανάμεσα στα κίτρινα γιλέκα έχουν αρχίσει να εμπλέκονται σοβαρά μια σειρά σωματεία και -μαζί τους- μια κόκκινη πρωτοπορία. Στη Γαλλία έχουν πάρει φωτιά οι οδηγοί των ασθενοφόρων, σε μια σειρά σχολεία μαθητές, μαθήτριες και εκπαιδευτικοί ξεκινούν κινητοποιήσεις. Στον ίδιο δρόμο φαίνεται ακολουθούν και οι αγρότες. Και η ακροδεξιά της Λεπέν παίρνει όλο και πιο μεγάλες αποστάσεις από τα κίτρινα γιλέκα.

Αν το σενάριο της μαζικοποίησης των αγώνων επαληθευτεί, ο Μακρόν θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Και γενικευμένη κρίση στο Παρίσι σημαίνει αστάθεια σε όλη την Ευρώπη. Μέσα από αυτό το ενδεχόμενο -και μόνο- είναι δυνατόν η κόκκινη σημαία της Παρισινής Κομμούνας και του Μάη του ΄68 να ορθωθεί και πάλι σαν πρώτα και καλύτερα.

Όπως και να ‘χει, η Ιστορία θα προχωρήσει μπροστά μέσα από τον ενθουσιασμό και την ενεργητικότητα των εκατομμυρίων καταπιεσμένων, και όχι από «καθαρούτσικα» σχήματα. Η επαναστατική Αριστερά θα ισχυροποιηθεί μονάχα με την εμπλοκή της στις μάχες των «από τα κάτω». Και μονάχα θα μαραζώσει και θα αποδυναμωθεί, αν περιχαρακωθεί στην «καθαρότητά» της.