1

Ένα πρώτο σχόλιο για τις εκλογές στη Βαυαρία

του Αλέξη Λιοσάτου

Οι χθεσινές εκλογές στο γερμανικό κρατίδιο της Βαυαρίας, δεύτερου μεγαλύτερου κρατιδίου (αντιπροσωπεύει το 16% του γερμανικού πληθυσμού και το 18% του ΑΕΠ της γερμανικής οικονομίας) σαφώς είναι σημαντικές και θα επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις.

Σε μια πρώτη ανάγνωση, επιβεβαιώνουν καταρχάς την μεγάλη κοινωνική δυσαρέσκεια για τις πολιτικές λιτότητας, την απαξίωση των κομμάτων που εγγράφονται στο «κατεστημένο». Δεύτερον επιβεβαιώνουν την ανοδική τροχιά της Ακροδεξιάς. Ένα μεγάλο τμήμα της δυσαρέσκειας αυτής κατευθύνεται στην ακροδεξιά, αποδίδοντας τις ευθύνες για την επιδείνωση της ζωής του στους πρόσφυγες, τους μετανάστες και τους μουσουλμάνους. Τρίτον δείχνουν ότι παρά την κρίση της Αριστεράς και των συνδικάτων και τα χαμηλά επίπεδα ταξικής πάλης, σημαντική μερίδα του κόσμου αντιστέκεται εκλογικά στην δεξιά στροφή του πολιτικού σκηνικού, τη λιτότητα, τον ρατσισμό και τον φασισμό.

Τα εκλογικά αποτελέσματα εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό ως «συνέχεια» των κεντρικών εκλογικών αποτελεσμάτων στη Γερμανία έναν χρόνο πριν, αλλά και με βάση τα γεγονότα που ακολούθησαν μέσα στην τελευταία χρονιά.

Τον περσινό Σεπτέμβρη, οι κάλπες έδειξαν μεγάλη απώλεια δύναμης για τα κόμματα του δικομματικού κυβερνητικού Συνασπισμού (Δεξιά-CDU και Σοσιαλδημοκρατία-SPD) που χάσανε αθροιστικά 14% (Δεξιά 33% -ΣΔ 20%). Η Αριστερά κι οι Πράσινοι ουσιαστικά μείνανε στάσιμες διατηρώντας τα ποσοστά τους, ενώ η Ακροδεξιά σχεδόν τριπλασίασε την δύναμή της και μπήκε για πρώτη φορά στη Βουλή μετά από δεκαετίες. Την τελευταία χρονιά η κυβέρνηση συνέχισε να εισπράττει τη δυσαρέσκεια από τη εφαρμοζόμενη λιτότητα και την εξάπλωση της φτώχειας και της επισφάλειας, ενώ το μεταναστευτικό-προσφυγικό ζήτημα συνέχισε να κυριαρχεί στην δημόσια συζήτηση. Τα κυβερνητικά κόμματα (CDU-SPD) νομιμοποίησαν ακόμα περισσότερο την ρατσιστική ατζέντα αντιμετωπίζοντας τους πρόσφυγες ως «πρόβλημα», στην γνωστή προσπάθειά τους να δημιουργούν αποδιοπομπαίους τράγους για την δυστυχία που γεννάνε οι ίδιοι, ενώ πιέζονταν ακόμα περισσότερο από το AfD (που είναι τρίτη δύναμη αλλά λειτουργεί στην πράξη ως «αξιωματική αντιπολίτευση», αφού οι δυο πρώτες δυνάμεις συγκυβερνούν). Ακόμα χειρότερα, κι η Αριστερά (Die Linke) συνέχισε κι ενίσχυσε την κριτική της για το προσφυγικό απέναντι στη Μέρκελ …από τα δεξιά, επιστρατεύοντας ακροδεξιά επιχειρήματα, με κραυγές ενάντια στη μετανάστευση και υπέρ του κλεισίματος των συνόρων δια στόματος των ηγετών της, Βάγκενκνεχτ και Λαφοντέν.

Παρ’ όλα αυτά, η περσινή επιτυχία του AfD σήμανε συναγερμό και ενεργοποίησε τα, ισχυρά ακόμα, αντιφασιστικά αντανακλαστικά στη Γερμανία: Δεκάδες αριστερές/αντιφασιστικές οργανώσεις, συνδικάτα και συλλογικότητες πρωταγωνίστησαν τη χρονιά που πέρασε και κατάφεραν να δικτυωθούν και να δημιουργήσουν ένα νέο και πολύ δραστήριο αντιφασιστικό κίνημα σε όλη τη Γερμανία, με εκατοντάδες διαδηλώσεις σχεδόν καθημερινά ενάντια στους φασίστες. Μην αφήνοντας το AfD να πραγματοποιεί ελεύθερα τις δημόσιες συγκεντρώσεις του, δημιουργώντας συνήθως αντιφασισιστικές συγκεντρώσεις πολλαπλάσιου μεγέθους και ξεφτιλίζοντας την ισχυρή κοινοβουλευτικά Ακροδεξιά, με κάποιες διαδηλώσεις να είναι πραγματικά τεράστιες (όπως οι 200.000 που διαδήλωσαν προχθές στο Βερολίνο), το αντιφασιστικό κίνημα ήταν εκ των πραγμάτων μια μαζική αριστερή από τα κάτω αντιπολίτευση που θα αναζητούσε κοινοβουλευτική έκφραση.

Επιπλέον η πολιτική αστάθεια στη Γερμανία, που γέννησε η περσινή εκλογική αναμέτρηση, έκανε εν τέλει τους Σοσιαλδημοκράτες να πάψουν να …το παίζουν δύσκολοι στον σχηματισμό κυβέρνησης με την Μέρκελ («Δύσκολοι» όχι γιατί δεν ήθελαν να συγκυβερνήσουν, όπως κάνουν σχεδόν αδιαλείπτως από το 2005, αλλά γιατί είχαν καταρρεύσει εκλογικά λόγω της μακροχρόνιας αντεργατικής συγκυβέρνησης με τη Δεξιά). Τελικά με τον εκ νέου σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας τον περασμένο Φλεβάρη, το SPD το μόνο που πέτυχε ήταν να ενισχύσει τις τάσεις απαξίωσής του και να βαθύνει άμεσα ακόμα περισσότερο την εκλογική του κατάρρευση. Έτσι, αφενός η ενίσχυση κι η επικράτηση της ακροδεξιάς ατζέντας στην πολιτική συζήτηση, η περαιτέρω νομιμοποίηση του ρατσισμού και της ισλαμοφοβίας (και μάλιστα με συνενοχή και της Αριστεράς) εξηγούν την νέα επιτυχία του AfD, που δείχνει να κερδίζει κυρίως από την εκλογική βάση του CSU (παράρτημα του κόμματος Μέρκελ στη Βαυαρία σε δεξιότερη εκδοχή και παράδοση αυτοδυναμίας -50% plus- επί δεκαετίες) αλλά και αρκετούς νέους ψηφοφόρους.

Αφετέρου, το νέο μεγάλο αντιφασιστικό κίνημα και οι σκόρπιες εργατικές αντιστάσεις σε συνδυασμό με την διογκούμενη εργατική-λαϊκή δυσαρέσκεια ενάντια στις πολιτικές λιτότητας, έγιναν ο καταλύτης για να μετατοπιστεί και να βρει διέξοδο ένα μεγάλο τμήμα της εκλογικής βάσης του SPD (αλλά και της Δεξιάς και νέων ψηφοφόρων), όχι στην (ρατσιστική) Αριστερά αλλά στους Πράσινους (κεντροαριστερή ατζέντα, ήπιος-«ρεαλιστικός» αντιρατσισμός, έμφαση στην πάλη ενάντια στον σεξισμό, την ομοφοβία, την καταστροφή του περιβάλλοντος). Αντικειμενικά επρόκειτο για την πιο χρήσιμη, την λιγότερο κακή, σε τελική ανάλυση την πιο αριστερή κι αντιφασιστική ψήφο, ακριβώς επειδή πάτησε πάνω στην αυτοκτονική πολιτική του Die Linke. Με αυτή την έννοια η επιτυχία των Πρασίνων, σε ένα κρατίδιο κάστρο της Δεξιάς και βασική πύλη μεταναστών-προσφύγων για τη Γερμανία, αποτελεί θετικό αποτέλεσμα για την Αριστερά, παρόλο που δεν πρέπει να έχουμε καμία αυταπάτη: οι Πράσινοι στην ταξική ατζέντα στέκονται στα δεξιά του Die Linke, συγκυβερνούνε με SPD και CDU σε περισσότερα κρατίδια και έχουν μάλιστα και αντιλαϊκή θητεία σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο (συγκυβερνήσεις 1998-2002).

Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν είναι απόλυτα εξηγήσιμα τα αποτελέσματα που έδειξαν κατάρρευση του CSU 37,2% από 47% και του SPD (11% από 20,6%), η στασιμότητα του Die Linke (που παρέμεινε γύρω στο 3,5% κι εκτός τοπικής Βουλής), η μεγάλη άνοδος των Πρασίνων (από 8,5% φτάσανε στο 17,5%) και η επιτυχία του AfD ( 11%, διψήφιο νούμερο στην πρώτη του κάθοδο στο κρατίδιο).

Κατά τη γνώμη μας, η ελπίδα δεν βρίσκεται ούτε στις εκλογές ούτε στις κοινοβουλευτικές έδρες και την ηγεσία των Πράσινων, αλλά στο κατά πόσο θα τα καταφέρουν οι εργαζόμενες και καταπιεσμένες μάζες σε πανεθνικό επίπεδο να οργανώσουν τις κοινωνικές αντιστάσεις τους στην κυβέρνηση και τους φασίστες, να διεκδικήσουν τα συνδικάτα από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και να συγκροτήσουν μια Νέα Αριστερά, ως στήριγμα των αγώνων και εργαλείο πολιτικών απαντήσεων και προσανατολισμού. Τα προβλήματα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς δεν επιτρέπουν αισιόδοξες προβλέψεις, αλλά το μαζικό αντιφασιστικό κίνημα αποδεικνύει ότι τουλάχιστον υπάρχει η «μαγιά», τα «θεμέλια» πάνω στην οποία οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες έχουν να «χτίσουν» ακόμα ισχυρότερες αντιστάσεις κι οργανώσεις, για να δώσουν τις σοβαρότερες μάχες που είναι μπροστά, ενάντια στον γερμανικό καπιταλισμό, την κυβέρνηση και τους φασίστες.




#EleNao: Οι γυναίκες στη Βραζιλία λένε ένα τεράστιο “Όχι Αυτός!” στο ακροδεξιό τέρας του Τροπικού

της Δανάης Μανωλέσου

Αυτή την Κυριακή διεξάγονται προεδρικές εκλογές στη Βραζιλία σε κλίμα έντονης πόλωσης. Η εκλογή ενός «Τραμπ του Τροπικού» – αν και ίσως ο χαρακτηρισμός είναι αρκετά ελαφρύς – είναι αρκετά πιθανή, καθώς οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν τον ακροδεξιό και δημόσια δηλωμένο νοσταλγό της χούντας, υποψήφιο του Σοσιαλφιλελεύθερου Κόμματος (PSL), Ζαΐρ Μπολσονάρο, να προηγείται έναντι του υποψηφίου του Εργατικού κόμματος (PT), Φερνάντο Χαντάντ. Aν και ο Μπολσονάρο δεν φαίνεται προς το παρόν να συγκεντρώνει την απαραίτητη πλειοψηφία, κάτι που σημαίνει ότι ενδεχομένως να υπάρξει και δεύτερος εκλογικός γύρος, η κατάσταση στη χώρα φαντάζει σκοτεινή. Μοναδικό φως αυτή τη στιγμή αποτελούν οι μαζικές κινητοποιήσεις που έχουν ξεσπάσει και στις οποίες πρωταγωνιστούν γυναίκες.

Της σημερινής κατάστασης έχει προηγηθεί μια εξαιρετικά ταραχώδης περίοδος: η μετάλλαξη του PT, ένα δικαστικό «πραξικόπημα» που καθαίρεσε την πρωθυπουργό της κυβέρνησης PT Ντίλµα Ρούσεφ, μια διετία κυβέρνησης από τη Δεξιά με κατά μέτωπο επίθεση στα εργατικά δικαιώματα από τον Τέμερ, η δολοφονία της δηµοτικής συµβούλου του PSOL Μαριέλε Φράνκο, οι μαζικές κινητοποιήσεις του κόσμου οι οποίες δέχθηκαν άγρια καταστολή, η πτώση της δημοτικότητας τόσο της Δεξιάς όσο και του PT, η ποινική δίωξη και φυλάκιση του Λούλα. Αρκετές φωνές στην αντικαπιταλιστική αριστερά διεθνώς κάνουν λόγο για μια περίοδο που η δημοκρατία είναι σε κίνδυνο, καθώς η αστική τάξη αποσύρει τη στήριξη της από το μεταλλαγμένο PT ψάχνοντας για πιο αποτελεσματικά εργαλεία σε περίοδο οικονομικής ύφεσης.

Ο ακροδεξιός Μπολσονάρο, ο οποίος δήλωσε ανοιχτά την ικανοποίηση του για τα βασανιστήρια που υπέστη επί χούντας η Ντίλμα ή ότι, αν είχε παιδί ομοφυλόφιλο, θα το έδερνε μέχρι να «γιατρευτεί» ή ότι οι γυναίκες πρέπει να πληρώνονται λιγότερο, και -μόνο αν είναι αρκετά όμορφες- να βιάζονται, έρχεται στα πλαίσια αυτής της ταραχώδους κατάστασης και παρουσιάζεται ως κάτι φαινομενικά «καινούριο», «μη δοκιμασμένο» και για μια μερίδα του κόσμου γίνεται αποδεκτός.

Το φωτεινό σημείο ωστόσο είναι ότι για ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, στην πλειοψηφία τους γυναίκες, αυτή η πιθανότητα εκλογής ενός πολιτικού τέρατος χτύπησε συναγερμό. Στα τέλη του Σεπτέμβρη ξεκίνησε μια πρωτοβουλία στο facebook η οποία ονομάστηκε «Γυναίκες ενωμένες ενάντια στον Μπολσονάρο» και μέσα σε δύο-τρεις μέρες συγκέντρωσε δεκάδες χιλιάδες μέλη (σήμερα έχει 3.8 εκατομμύρια). Πριν μια εβδομάδα, το σαββατοκύριακο 27-28 Σεπτέμβρη, η πρωτοβουλία αυτή εκφράστηκε στο δρόμο: σε όλες τις πολιτείες της Βραζιλίας ξέσπασαν μαζικές συγκεντρώσεις ενάντια στον ακροδεξιό υποψήφιο, οι οποίες σε πόλεις όπως το Σαο Πάολο εκτιμάται ότι έφτασαν το 1,5 εκατομμύριο κόσμου.

Οι ίδιες οι γυναίκες της διαδικτυακής πρωτοβουλίας δηλώνουν στην ιδρυτική τους διακήρυξη ότι είναι εκατομμύρια και είναι διαφορετικές μεταξύ τους: είναι νέες, έχουν άσπρα μαλλιά, είναι μαύρες, άσπρες, αυτόχθονες, τρανς, σις, ΛΟΑΤΚΙ+, αγαπούν τους άντρες, τις γυναίκες, ή και άντρες και γυναίκες, είναι παντρεμένες, είναι μόνες τους, είναι μητέρες, κόρες, γιαγιάδες, είναι σκληρά εργαζόμενες, δουλεύουν στο σπίτι, είναι φοιτήτριες, είναι καλλιτέχνιδες, είναι δημόσιοι υπάλληλοι, είναι μικρές επιχειρηματίες, είναι πωλήτριες στο δρόμο, είναι άστεγες, είναι χωρίς δική τους γη, είναι εργαζόμενες και είναι και άνεργες, έχουν διάφορες θρησκείες αλλά και καμία. Επίσης, ξεκαθαρίζουν τη θέση τους απέναντι στον Μπολσονάρο και την πρόθεση του για εφαρμογή μιας χειρότερης εκδοχής του νεοφιλελεύθερου προγράμματος του Τέμερ: με περικοπές δαπανών για την υγεία, την εκπαίδευση και την κοινωνική πρόνοια για 20 χρόνια, με φοροαπαλλαγή των πλουσίων, με μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις, με άρνηση υγειονομικής περίθαλψης γυναικών που έχουν υποστεί βιασμό και περικοπές δικαιωμάτων των εγκύων γυναικών. Το πρόγραμμά του συνοψίζεται στη φράση του ίδιου «Οι εργάτες θα πρέπει να διαλέξουν ένα από τα δύο, είτε θα έχουν δουλειά είτε δικαιώματα». Παράλληλα, και για να μπορέσει να εφαρμόσει ένα τέτοιο πρόγραμμα οραματίζεται μια ακόμα μεγαλύτερη στρατιωτικοποίηση της Βραζιλίας και απελευθέρωση της χρήσης όπλων. Τέλος, η διακήρυξη των γυναικών αυτών κλείνει με ένα μεγάλο «Όχι στο Φασισμό!» και με αυτά που οι ίδιες διεκδικούν. Κάνουν λόγο για σεβασμό στη διαφορετικότητα, για το δικαίωμα των γυναικών στην ασφάλεια και στο να αποφασίζουν για το σώμα τους, για ίσους μισθούς μεταξύ γυναικών και αντρών, μεταξύ μαύρων και λευκών, για κοινωνική πρόνοια στις φτωχές γυναίκες και τα παιδιά τους.

 

Οι εικόνες από τις διαδηλώσεις του σαββατοκύριακου ενάντια στο ακροδεξιό τέρας Μπολσονάρο είναι συγκλονιστικές. Και η προσπάθεια αυτών των γυναικών να οργανώσουν μια σθεναρή αντίσταση σε αυτήν την τεράστια επίθεση που εξελίσσεται ενάντια στον κόσμο της εργασίας, και με την επαναστατική αριστερά να έχει αρκετά περιορισμένη εμβέλεια ώστε να συμβάλει στην πολιτική στήριξη του κινήματος αυτού, είναι κι αυτή συγκλονιστική. Μένει να δούμε το αποτύπωμα της Κυριακής, και κυρίως την εξέλιξη αυτού του αγώνα.