1

Συνδιάσκεψη Κόκκινου Νήματος 2022 – Πολιτική απόφαση

Α. Η διεθνής συγκυρία

Σε διεθνές επίπεδο, όλα υπογραμμίζουν την είσοδο σε μια νέα ιστορική φάση αν όχι και ιστορική «εποχή». Δεν πρόκειται απλώς για μια δομική οικονομική κρίση, που σωρεύει οικονομικές καταστροφές, αλλά ακολουθείται από περίοδο οικονομικής ανάκαμψης˙ δεν πρόκειται επίσης «απλώς» για τις καταστροφικές επιπτώσεις ενός μεγάλου πολέμου, με τις παρεπόμενες κοινωνικές καταστροφές, που ακολουθείται από μια περίοδο μεταπολεμικής ανάκαμψης. Για να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας τρεις σημαντικές παραμέτρους:

Πρώτο, ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, δηλαδή το μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης που εγκαθιδρύθηκε σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και κυριάρχησε για σχεδόν 40 χρόνια, είναι πλέον σε κρίση:

  • Η περίφημη «δημοσιονομική πειθαρχία», που ήταν η δικαιολογητική βάση της λιτότητας στις κρατικές δαπάνες που αφορούσαν το «κοινωνικό κράτος», (υγεία, παιδεία, ασφάλιση, επιδότηση της ανεργίας, άλλα κοινωνικά επιδόματα, περιβάλλον), κατέρρευσε με τον πιο θεαματικό τρόπο: ο αναπτυγμένος καπιταλιστικός κόσμος στο σύνολό του είναι υπερχρεωμένος (το συνολικό χρέος –κρατικό, επιχειρήσεων και νοικοκυριών- ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ έφτασε το 2021 το 256%!), ενώ μετά την κρίση του 2020 έχουν αυξηθεί σημαντικά και τα ελλείμματα. Για να μπορούν να χρηματοδοτούν ένα τόσο θηριώδες χρέος κράτη, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, τα επιτόικια δανεισμού έπρεπε να μείνουν πολύ χαμηλά, κοντά ή και κάτω από το μηδέν (!) από τον φόβο ενός καταστροφικού ντόμινο χρεοκοπιών. Ωστόσο, ο καπιταλισμός της – μέχρι πρόσφατα – δημοσιονομικής εξυγίανσης υιοθετεί τώρα το δόγμα «όλα επιτρέπονται» – όλα εκτός από τις δαπάνες για το «κοινωνικό κράτος».

  • Το σχέδιο για χαμηλό πληθωρισμό, που ήταν η απαραβίαστη αρχή αυτού του μοντέλου, έχει πλέον καταρρεύσει μέσα στην έκρηξη του πληθωρισμού, ο οποίος επιστρέφει στα προ 40 χρόνων επίπεδα. Ένας βασικός λόγος που καταρρέει, είναι τα «ανορθόδοξα» για τον ίδιο τον νεοφιλελευθερισμό νομισματικά μέσα που αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν οι κεντρικές τράπεζες ύστερα από τις δύο διαδοχικές κρίσεις του 2008 και του 2020, πλημμυρίζοντας τις αγορές με φτηνό χρήμα ύψους πάνω από 20 τρισεκατομμύρια δολάρια, για να σώσουν το σύστημα από τα χειρότερα. Η ωμή παραβίαση του βασικού νεοφιλελεύθερου δόγματος ότι το χρήμα δεν πρέπει να είναι φτηνό και άρα ότι η νομισματική πολιτική πρέπει να έχει βασικό της μέλημα τον χαμηλό πληθωρισμό, συνιστά τρανή απόδειξη ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο «δεν δουλεύει». Μπροστά όμως στον αχαλίνωτο καλπασμό του πληθωρισμού από τις αρχές του 2022, η πολιτική του φτηνού χρήματος αντικαθίσταται τώρα από τις κεντρικές τράπεζες -ξανά- με μια νέα «αντιπληθωριστική» πολιτική, με αύξηση των επιτοκίων και «μάζεμα» των τεράστιων ποσοτήτων χρήματος με το οποίο οι ίδιες είχαν πλημμυρίσει την οικονομία τα προηγούμενα 12 χρόνια. Η πολιτική αυτή, ενώ δεν εγγυάται καθόλου ουσιαστικά αποτελέσματα στη μείωση του πληθωρισμού, απειλεί ευθέως με ένα νέο «κραχ» στις αγορές μετοχών και ομολόγων και με κύμα χρεοκοπιών.

  • Ένα ακόμη νεοφιλελεύθερο δόγμα, της «αυτορρύθμισης της αγοράς» και της «μη παρέμβασης του κράτους στην οικονομία», κατέρρευσε μέσα στη χλεύη: η παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών (που ενεργούν εξ ονόματος του κράτους) αλλά και των κυβερνήσεων για να σώσουν το σύστημα ύστερα από την κρίσεις του 2008 και του 2020, πήρε πρωτοφανή έκταση. Και πριν από αυτό όμως, η μη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία ήταν ψευδεπίγραφη: οι νεοφιλελεύθεροι εννοούσαν μη παρέμβαση μόνο σε ό,τι αφορά την υποστήριξη του «κοινωνικού μισθού» – κατά τα άλλα, το κρεσέντο ιδιωτικοποίησης δημόσιων επιχειρήσεων, αγαθών και υπηρεσιών συνιστούσε ωμή παρέμβαση του κράτους στην οικονομία – σκανδαλωδώς υπέρ του ιδιωτικού τομέα.

  • Μία ακόμη σημαντική και πολύ επιδραστική κατάρρευση είναι η κατάρρευση της «παγκοσμιοποίησης» και του «ελεύθερου εμπορίου», που υπήρξαν συνώνυμα του ιμπεριαλιστικού καταμερισμού εργασίας. Όλο το υλικό και ιδεολογικό οικοδόμημα, έχει καταρρεύσει σε κομμάτια και θρύψαλα: Το «ελεύθερο εμπόριο» δεν είναι πια ελεύθερο και οι εφοδιαστικές αλυσίδες έχουν αποσυντεθεί. Ο λαμπρός νέος κόσμος της παγκοσμιοποίησης» αποσυντέθηκε όταν αναδύθηκε η ωμή πραγματικότητα των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Στη θέση του, αναδύονται οι «εθνικές προτεραιότητες», οι κρατικοί ανταγωνισμοί, η ανάγκη τοπικής και εθνικής παραγωγής και σχηματισμού εθνικών αποθεμάτων, οι υψηλές τιμές, οι ελλείψεις προϊόντων, ακόμη και τα άδεια ράφια, η ενεργειακή και επισιτιστική κρίση. Μπροστά στη γενικευμένη κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου καπιταλιστικής συσσώρευσης και της «παγκοσμιοποίησης», ο καπιταλισμός των μεγάλων οραμάτων μετατρέπεται γοργά σε «πολεμικό καπιταλισμό» της ωμής επιβολής. Στο πλαίσιο αυτό, όλες οι «αρχές» μπορούν να παραβιαστούν, εκτός από μία, τη μόνη μη ομολογημένη και τη μόνη που εννοείται απολύτως: την αρχή της λιτότητας στους μισθούς και τις δαπάνες του κοινωνικού κράτους. Αυτή είναι η πάλλουσα καρδιά του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης, και εξακολουθεί να χτυπάει δυνατά.

Δεύτερο, ότι ξαναβρισκόμαστε, για πρώτη φορά ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη στιγμή που νέες, ανερχόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πλανητικής, περιφερειακής ή ηπειρωτικής εμβέλειας (πρώτα απ’ όλα Κίνα, αλλά και Ινδία, Ρωσία, BRICKS, Τουρκία, Σαουδική Αραβία κ.λπ.) αμφισβητούν την εγκατεστημένη από τα αποτελέσματα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου αμερικανική και γενικότερα δυτική ιμπεριαλιστική ηγεμονία. Αυτό το αποτέλεσμα ωρίμασε στη μεσομακροπρόθεσμη διάρκεια 8 δεκαετιών και σήμερα αναδύεται επίφοβο, γιατί η ιστορική πείρα διδάσκει ότι τέτοιες μάχες για την πρωτοκαθεδρία στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα ισχύος δεν λύνονται με τη διπλωματία και… ειρηνικά. Αυτός είναι ο λόγος που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, που αποτελεί «προδρομικό» επεισόδιο της μεγάλης αντιπαράθεσης για την παγκόσμια ηγεμονία ανάμεσα σε ΗΠΑ-Κίνα και ιμπεριαλιστική Δύση και Ανατολή. Η ενεργειακή και επισιτιστική κρίση, εκτός από το έντονο στοιχείο της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, σε σημαντικό βαθμό πυροδοτείται επίσης από τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Τρίτο, ότι μια κρίση «νέου τύπου», η κρίση που πυροδοτεί η κλιματική αλλαγή, μια κρίση που ωρίμασε στη διάρκεια του μακρού ιστορικού χρόνου, παράγει με διαρκώς πιο έντονο τρόπο και σε διαρκώς μεγαλύτερη κλίμακα αποτελέσματα που συμφύονται με τα αντίστοιχα των οικονομικών κρίσεων, του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και των πολέμων. Ήδη οι προβλέψεις της αρμόδιας Επιτροπής του ΟΗΕ για τον ρυθμό επιδείνωσης της κλιματικής κρίσης και τις συνέπειές της αναθεωρούνται διαρκώς επί το δυσμενέστερο, οι πιο πρόσφατες δεν προβλέψεις πιθανολογούν ότι το σημείο μη επιστροφής μπορεί να ξεπεραστεί την επόμενη δεκαετία (μέχρι και το 2032!).

Πρόκειται για απειλή κατά της ανθρωπότητας ιστορικών και κολοσσιαίων διαστάσεων. επιδρά ήδη και υπεισέρχεται σε όλων των ειδών τις κρίσεις (οικονομική, ενεργειακή, επισιτιστική, κοινωνικής αναπαραγωγής, δημόσιας υγείας κ.λπ.).

Ο καπιταλισμός ήταν ήδη, «εξ ορισμού», ανίκανος να αντιμετωπίσει την κλιματική κρίση εξαιτίας εγγενών του χαρακτηριστικών: της αναρχίας της αγοράς, του ανταγωνισμού των επιμέρους κεφαλαίων (επιχειρήσεων) και των κρατών, της αναγόρευσης της μεγιστοποίησης του κέρδους σε σκοπό της παραγωγής. Όλα αυτά καθιστούν αδύνατο να γίνουν οι τεράστιες -και μάλιστα σε σύντομο χρόνο- αλλαγές που απαιτούνται για να ανακοπεί και αναστραφεί η κλιματική κρίση: Η αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου, η αλλαγή του καταναλωτικού μοντέλου και του συστήματος μεταφορών σε εθνική και διεθνή κλίμακα, η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, ένα συνεκτικό παγκόσμιο σχέδιο που θα συνδυάζει όλα τα προηγούμενα. Στην ιστορική κλίμακα ο διαθέσιμος χρόνος είναι ελάχιστος, οι μεταβολές που προαναφέρθηκαν τεκτονικές και η υλοποίησή τους πρέπει να γίνει σε πλανητική κλίμακα. Αυτό απαιτεί ένα παγκόσμιο σχέδιο και υψηλές δημόσιες επενδύσεις.

Όμως πρώτο ο καπιταλισμός είναι εξ ορισμού ανίκανος γι’ αυτές τις αλλαγές, αφού απειλούν με ανατροπή τι βασικές σταθερές του.
Και δεύτερο, αυτές οι απαραίτητες αλλαγές παραπέμπουν στην αμφισβήτηση της ιερής αρχής του κέρδους, αλλά και των δογμάτων του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού: της αγοράς, της «ανοιχτής οικονομίας» που παράγει για τη διεθνή αγορά και τον ανταγωνισμό, των παγκοσμιοποιημένων δικτύων παραγωγής και κατανάλωσης, του συγκεντρωτικού και ιεραρχημένου μοντέλου ενέργειας.

Με λίγα λόγια έχουμε φτάσει στο ιστορικό σημείο που η σωτηρία των οικοσυστημάτων και του ανθρώπινου πολιτισμού προϋποθέτει ένα πλανητικό σοσιαλιστικό σχέδιο!

Όλα τα ρυάκια των κρίσεων παλιού και νέου τύπου συγκλίνουν στη μεγάλη κοίτη μιας συνολικής, ιστορικών διαστάσεων και οριακού χαρακτήρα καπιταλιστική κρίση, η οποία απειλεί με μεγάλης κλίμακας καταστροφές τις συνθήκες αναπαραγωγής της ζωής. Ο καπιταλισμός δεν έχει άλλον τρόπο να την αντιμετωπίσει παρά με τη γνωστή παλιά μέθοδο: μεταφέροντας τις συνέπειες στις εργαζόμενες τάξεις. Είναι ο γεροντικός καπιταλισμός της παρακμής απέναντι στον οποίο το κίνημα και η Αριστερά πρέπει να αντιπαρατάξουν ένα πρόγραμμα σοσιαλιστικής υπέρβασης. Η επανάσταση προβάλλει ξανά όχι σαν επιθυμία των κομμουνιστών/στριών και ιδεολογικό πρόταγμα, αλλά ως επιβεβλημένη πράξη ιστορικού ορθολογισμού, το δε σοσιαλιστικό πρόγραμμα και ο διεθνισμός ως η απάντηση στον ιστορικό και οριακό χαρακτήρα της κρίσης των πολλών κρίσεων, ως λύση ανάγκης και σωτηρίας.

Η Πολιτική συγκυρία στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα το καθεστώς συσσώρευσης του κεφαλαίου που στηρίζεται στην ακραία εκμετάλλευση της εργασίας και εγκαθιδρύθηκε στην περίοδο της κρίσης και των μνημονίων, διατηρείται αδιατάρακτο και στα «μεταμνημονιακά» χρόνια. Το 2020, με την μεγάλη ύφεση λόγω της πανδημίας, τα κέρδη έκαναν «βουτιά», αλλά το 2021 έγινε πραγματικό «θαύμα»: με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης το ΑΕΠ επέστρεψε περίπου στα επίπεδα του 2019, όμως τα κέρδη έκαναν άλμα πολύ πάνω από τα επίπεδα του 2019. Οι προ του πολέμου στην Ουκρανία προβλέψεις της Κομισιόν ήταν εντυπωσιακές: τα κέρδη στην Ελλάδα θα ανέκαμπταν μέχρι το 2023 σε επίπεδα συγκρίσιμα με τα προ της κρίσης του 2008. Μέχρι και σήμερα, η Ελλάδα παρουσιάζει την πιο θεαματική ανάκαμψη του δείκτη των κερδών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Όμως σε αντίθεση με τον καλπασμό των κερδών και παρά την πρόσφατη μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού, οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι σε μνημονιακά επίπεδα, το κοινωνικό κράτος ξηλώνεται χωρίς σταματημό, οι εργασιακές κατακτήσεις καταργούνται με ραγδαίους ρυθμούς. Στην Ελλάδα του 2022, ο κατώτατος μισθός και το όριο της φτώχειας εξακολουθούν να παραμένουν χαμηλότερο από τα επίπεδα του 2012. Ο ελληνικός καπιταλισμός έχει καθηλώσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωντανή εργασία και έχει διαλύσει σε τέτοιον βαθμό το κοινωνικό κράτος, ώστε μπορεί να κερδοφορεί σε υψηλό επίπεδο ακόμη και με τεράστιο κρατικό χρέος και με αρνητικούς ρυθμούς συσσώρευσης του κεφαλαίου. Καθόλου τυχαία, λοιπόν, αυτός ο ληστρικός χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού παράγει και προϋποθέτει ταυτόχρονα ένα πολιτικό καθεστώς ακραίου αυταρχισμού.

Παρά τη μνημονιακή συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, η αντιμνημονιακή μάχη που είχε δοθεί τα προηγούμενα χρόνια, θορύβησε την αστική τάξη και το σύστημα, που με την εκλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αντεπιτέθηκαν με ωμό ρεβανσισμό. Η αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι επέβαλαν ένα καθεστώς πολιτικού αυταρχισμού πρωτόγνωρο για τα χρόνια ύστερα από την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών. Με ωμή πολιτική επιβολή η κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε στην υλοποίηση στο ακέραιο του συνόλου του νεοφιλελεύθερού της προγράμματος. Το καθεστώς καθορισμού του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση με την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η διάλυση των εργασιακών σχέσεων και των συνδικαλιστικών κατακτήσεων με το νόμο Χατζηδάκη, η συνεχής περικοπή και κατάργηση κοινωνικών επιδομάτων και παροχών, οι ακραιφνείς νεοφιλελεύθερες παρεμβάσεις στην παιδεία και -παρά την πανδημία- και στην υγεία, οι νόμοι περιορισμού των διαδηλώσεων και η απόπειρα επιβολής της πανεπιστημιακής αστυνομίας είναι κεντρικές νεοφιλελεύθερες παρεμβάσεις που ξεθεμελιώνουν βασικές κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης. Η απογείωση της συμμετοχής και ευθυγράμμισης της Ελλάδας με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς της ΕΕ και του ΝΑΤΟ με αποκορύφωμα την προθυμία της εμπλοκής της Ελλάδας στον πόλεμο της Ουκρανίας, με επιδιωκόμενα ανταλλάγματα στο πεδίο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, δεν έχει προηγούμενο. Η πολεμοκάπηλη κλιμάκωση της κούρσας των εξοπλισμών από τη μεριά της Ελλάδας με την αγορά όπλων τελευταίας τεχνολογίας από Γαλλία και ΗΠΑ, φέρνει πιο κοντά την πιθανότητα θερμών επεισοδίων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Ενώ ο πόλεμος ενάντια στους πρόσφυγες με εργαλείο τις χιλιάδες παράνομες επαναπροωθήσεις στα ανατολικά σύνορα με την κάλυψη και συμμετοχή της ΕΕ και της FRONTEX, κλιμακώνει με τον πιο αντιδραστικό τρόπο τον θεσμικό ρατσισμό. Για όλους αυτούς τους λόγους, η μισητή κυβέρνηση της ΝΔ χρειάζεται να πέσει από τα κάτω και από τα αριστερά.

Η άκρα δεξιά, από την άλλη, είναι ένας δείκτης της ικανότητας της ΝΔ να συγκροτεί ένα ηγεμονικό πολιτικό μπλοκ εκπροσωπώντας προνομιακά την ακροδεξιά δυναμική. Μέχρι τώρα, η ΝΔ εξασφάλισε αυτή τη δυνατότητα. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συνεχίσει να την εξασφαλίζει και ύστερα από τις επόμενες εκλογές. Θα χρειαστεί αντιφαστιστική κινηματική και πολιτική δράση, προκειμένου να αποτραπεί η επανεμφάνιση των φασιστικών ομάδων στο δημόσιο χώρο, όσο και απέναντι στον εθνικισμό και τον ρατσισμό που αποτελούν το υπόβαθρο της πολιτικής επιρροής των φασιστών με ή χωρίς γραβάτα.

Παρά και ενάντια στο σοκ των άγριων αντιλαϊκών μέτρων της ΝΔ, το κίνημα αντίστασης έδωσε και συνεχίζει να δίνει σημαντικές μάχες. Το κύμα ανυπακοής στις απαγορεύσεις στις μέρες των lockdown, οι νίκες των εργαζομένων της efood και της Cosco, οι μάχες που έδωσαν και συνεχίζουν να δίνουν οι υγειονομικοί και οι εκπαιδευτικοί, η αντίσταση των φοιτητών στην είσοδο των ΜΑΤ και της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι αγώνες των εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ και μιας σειράς εργασιακών χώρων, κρατούν ζωντανή την πιθανότητα ενός γενικευμένου ξεσπάσματος εργατικής αντίστασης που θα επιταχύνει την ραγδαία πολιτική φθορά της κυβέρνησης. Η επιλογή των πρόωρων εκλογών προκειμένου να διασωθεί κάποιο τμήμα πολιτικής επιρροής της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο κοινωνικό μλοκ εξουσίας που εκπροσωπεί, είναι – γι’ αυτό το λόγο – εξαιρετικά πιθανό σενάριο.

Η πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη μέσα από τις επόμενες βουλευτικές κάλπες όποτε κι’ αν γίνουν, θα είναι για τον κόσμο της εργασίας ένα καλοδεχούμενο σενάριο. Σενάριο που όμως παραμένει αβέβαιο κυρίως εξαιτίας της αναιμικής, διαδικαστικής και εντός των πλαισίων του συστήματος αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ, που συνεχίζει να δίνει διαπιστευτήρια στην αστική τάξη για την ικανότητά του να διαχειριστεί επάξια τον ελληνικό καπιταλισμό στην επόμενη κοινοβουλευτική θητεία. Η ένδεια οργανικής σύνδεσης του ΣΥΡΙΖΑ με τα εργατικά και λαϊκά στρώματα που εκπροσωπεί πολιτικά, η ραγδαία μετατροπή του σε κόμμα οπαδών -κυρίως του προέδρου- επιταχύνουν τις δεξιές πολιτικές προσαρμογές του και ενισχύουν την σοσιαλδημοκρατικοποίησή του και την σταδιακή μετατροπή του από μεταλλαγμένο ρεφορμιστικό κόμμα σε αστικό κεντροαριστερό πολιτικό σχηματισμό. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ενίσχυση κομμάτων όπως το ΚΙΝΑΛ από την πολιτική φθορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη παραμένει ανοιχτό ενδεχόμενο. Όσο περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει με το ΚΙΝΑΛ μετατοπιζόμενος δεξιά, τόσο περισσότερο θα ενισχύεται το ΚΙΝΑΛ σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ.

Τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς, δεν είναι σε θέση να αλλάξουν δραστικά το κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό. Το ΚΚΕ, παρά την ενίσχυσή του σε μια σειρά από συνδικάτα και φοιτητικούς συλλόγους, παραμένει σε κατάσταση στασιμότητας. Η μετάθεση του αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης και των πολιτικών ταξικού ρεβανσισμού της στις καλένδες της αλλαγής των συσχετισμών προς όφελος του ΚΚΕ, δεν είναι σε θέση να κερδίσει ευρύτερα εργατικά και λαϊκά στρώματα που αναζητούν άμεση λύση ανατροπής της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας Μητσοτάκη. Ο πολιτικός του λόγος και η πρακτική του στους κοινωνικούς χώρους κυριαρχείται από σεχταρισμό, αδυνατεί να συνομιλήσει με τον κόσμο της πολιτικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ που συνήθως τον εγκαλεί, χωρίς να μπορεί να του προσφέρει πραγματική πολιτική διέξοδο. Από την άλλη, το ΜΕΡΑ 25, ασκεί αντιπολίτευση από σοσιαλδημοκρατικές θέσεις που κάποιες φορές κινούνται αριστερότερα από τον παραδοσιακό ελληνικό ρεφορμισμό όπως στις ΑΟΖ, στο προσφυγικό και τον εθνικισμό. Εμφανίζεται συμβολικά με κινηματικό προφίλ. Παρ’ όλα αυτά διακρίνεται από την ανυπαρξία κοινωνικών δεσμών και προσβάσεων σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι οργανωτικές αρχές του παραπέμπουν σε μετααριστερά («κόμμα του διαδικτύου»), ενώ κυριαρχεί ο αρχηγικός «βοναπαρτισμός» στο πρόσωπο του Βαρουφάκη. Είναι αβέβαιο αν θα καταφέρει να αντέξει στην εκλογική πίεση του κυβερνητισμού που εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ και να ξαναμπεί στη Βουλή.

Σε αυτές τις συνθήκες, η αντικαπιταλιστική/επαναστατική αριστερά παραμένει ακόμα υπό την επήρεια της ήττας του κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού της περιόδου 2011 –  2015. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε κατά κράτος και «άνευ αγώνος» από την αστική τάξη και τους πολιτικούς και θεσμικούς της εκπροσώπους, ενώ το κίνημα και η πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά ηττήθηκε κατά κράτος από τον… ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή είναι η «πολιτική άλγεβρα» της ήττας του 2015, και τα αποτελέσματά της μας ακολουθούν μέχρι σήμερα. Η ανάταξη αυτής της κατάστασης παραμένει ζητούμενο. Γι’ αυτό, είναι επιτακτική ανάγκη η υπέρβαση των υπαρκτών πολιτικών σχηματισμών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που εν πολλοίς έχουν εξαντλήσει τα όρια και τις δυνατότητές τους. Η συγκρότηση ενός νέου πολιτικού μετώπου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, θα χρειαστεί:

  • Να συνεχίσει τον θετικό βηματισμό του αντιπολεμικού συντονισμού οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Να απαντά διεθνιστικά και ταυτόχρονα αντι-ιμπεριαλιστικά στις σημερινές διακυβεύσεις αντιδραστικών ιμπεριαλιστικών πολέμων όπως της Ουκρανίας, αλλά και στην πολεμοκάπηλη πολιτική της «δικής μας» αστικής τάξης στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.

  • Να απαντά στη νέα κερδοσκοπική επιχείρηση φτωχοποίησης της εργατικής τάξης με τις μοναδικές διεκδικήσεις που μπορούν να δώσουν τους αναγκαίους πόρους και τα εργαλεία για μια πραγματικά φιλολαϊκή διαχείριση: Τη μονομερή διαγραφή του χρέους και την άρνηση αποπληρωμής του, μαζί με την κρατικοποίηση κρίσιμων τομέων της οικονομίας με εργατικό-λαϊκό έλεγχο.

  • Να προτάσσει την αλληλεγγύη σε πρόσφυγες-ισσες και μετανάστες-τριες, διεκδικώντας ανοιχτά σύνορα για την προσφυγιά, απέναντι στην απογείωση του θεσμικού ρατσισμού των δολοφονικών παράνομων επαναπροωθήσεων στα ανατολικά σύνορα, έγκλημα που συντελείται σε αγαστή συνεργασία με την Frontex και την ΕΕ.

  • Να δίνει τη μάχη με τον καθημερινό σεξισμό και την έμφυλη βία όσο και με τις υποτιθέμενες «φιλελεύθερες εκδοχές» υπεράσπισης των γυναικείων και lgbt δικαιωμάτων, την ώρα που για άλλη μια φορά ενισχύεται ο θεσμός της «αγίας οικογένειας» παρέα με τις χειρότερες πατριαρχικές παραδόσεις, ως αντίδοτο στις πετσοκομμένες έως ανύπαρκτες κοινωνικές δαπάνες.

  • Να αντιστέκεται στις σειρήνες του κυβερνητισμού, επιχειρώντας να απευθυνθεί στον εργατικό-λαϊκό κόσμο και στον κόσμο της ευρύτερης Αριστεράς με απλό και κατανοητό τρόπο. Με πολιτικό λόγο και πρωτοβουλίες που να φωτίζουν την διέξοδο για φιλολαϊκές αλλαγές: ένα δυνατό κίνημα ανατροπής και μια ισχυρή αντικαπιταλιστική Αριστερά που συγκρούεται με τις βασικές επιλογές του συστήματος και των εργοδοτών, αντί για να τις υπηρετεί στο όνομα του «πολιτικού ρεαλισμού».

  • Να μην αναβάλλει τις σημερινές μάχες στο απώτερο μέλλον στο όνομα της αλλαγής συσχετισμών. Να έχει επίγνωση πως η αλλαγή συσχετισμών είναι εφικτή στο βαθμό που οι αγώνες δίνονται εδώ και τώρα, στο βαθμό που μετράμε πραγματικές, μικρές και μεγαλύτερες νίκες για την τάξη μας.

Για να είναι εφικτή η πολιτική αποτελεσματικότητα και η κοινωνική γείωση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, θα απαιτηθούν αποστάσεις τόσο από τον οπορτουνισμό όσο και από τον σεχταρισμό:

α) Από τον οπορτουνισμό της αναζήτησης υποτιθέμενων πλατιών πολιτικών συμμαχιών με τη μέθοδο του ελάχιστου κοινού παρονομαστή, που

στο όνομα της εξασφάλισης της μέγιστης ευρύτητας, το μόνο που εξασφαλίζει είναι η αδυναμία να κάνουμε πολιτική και να πάρουμε πρωτοβουλίες σε κρίσιμα ζητήματα (πόλεμος, εθνικισμός, προσφυγικό κ.λπ.) και, επομένως, στην πρώτη κρίσιμη καμπή αποδεικνύονται αναποτελεσματικά εργαλεία (βλέπε πόλεμος στην Ουκρανία).

β) Από τον σεχταρισμό της στείρας καταγγελίας, της λογικής πως «εμείς τα λέγαμε, ανοίξαμε και σας περιμένουμε», που δημιουργεί περιχαρακώσεις με τμήματα του κόσμου της πολιτικής και κοινωνικής αντίστασης αντί να αποδεικνύει θετικά και στην πράξη την χρησιμότητα της αντικαπιταλιστικής πρότασης. 

Επίσης θα χρειαστεί να κρατηθούν αποστάσεις από τον ηγεμονισμό της συμμετοχής σε κινηματικές και πολιτικές μάχες υπό τον όρο της πολιτικής ή οργανωτικής προεξόφλησης της ηγεμονίας επιμέρους οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, την πολιτική κουλτούρα του διαρκούς εμφυλίου για οργανωτικό και πολιτικό «ζωτικό χώρο» που ορίζει σαν αντίπαλο το διπλανό «μικρομάγαζο» της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς την ίδια στιγμή που απειλεί να μας καταπιεί όλους/ες το μεγάλο καπιταλιστικό «σούπερ μάρκετ».

Η αναγκαία υπέρβαση των σημερινών πολιτικών σχηματισμών της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν έχει ανάγκη από βιαστικές συγκολλήσεις στο όνομα εντυπώσεων, συμβολικού και αβέβαιου χαρακτήρα «επιτυχιών» ή βραχυπρόθεσμων εκλογικών διακυβεύσεων. Αποτελεί ωστόσο ένα σημαντικό στόχο κατεύθυνσης για να προσδιοριστεί και ο βαθμός συμβολής της δικής μας Οργάνωσης στην υπόθεση ανασυγκρότησης της  αντικαπιταλιστικής & επαναστατικής Αριστεράς, που είναι σήμερα απαραίτητη όσο ποτέ.