Πώς το δίκτυο Koch υπονόμευσε τον πόλεμο κατά της COVID

image_pdfimage_print
Walker Bragman and Alex Kotch

Η μαύρη διεθνής της παραπληροφόρησης που εδώ και μία διετία επιτίθεται ενάντια στα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας (λοκντάουν, μάσκες, εμβόλια) και προπαγανδίζει την «ανοσία αγέλης», η αδρή χρηματοδότησή της από τον μεγιστάνα των ορυκτών καυσίμων Κοχ, η στήριξή της από τον Τραμπ, η επιστημονικοφανής επένδυσή της με στρατολογημένους γιατρούς, «λόγιους» και συγγραφείς και η παγκόσμια δικτύωσή της. Πώς τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου χρηματοδότησαν αδρά μια διεθνή καμπάνια για να υπονομεύσουν συστηματικά οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση υπονόμευε τα καπιταλιστικά κέρδη. Ένα σημαντικό ρεπορτάζ από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού που αξίζει να διαβαστεί.
Συντακτική ομάδα του Commune.

Η μετάφραση έγινε από τον Χρήστο Βαλλιάνο.

Οι συγγραφείς έγραψαν το άρθρο σε συνεργασία με το Κέντρο για τα ΜΜΕ και τη Δημοκρατία και το δημοσίευσαν στις ΗΠΑ στο The Daily Poster στις 22 Δεκεμβρίου 2021.

Καθώς η Όμικρον εκτοξεύεται, ένα σκιώδες Ινστιτούτο, γεμάτο με περιθωριακούς και ακραίους γιατρούς, εμφανίζεται ως μέρος της μεγάλης επιχείρησης μιας διετούς στρατηγικής νομιμοποίησης των επιθέσεων ενάντια στις παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας. 

Το Χιλσντέιλ, οι επιθέσεις ενάντια στα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας και ο Τραμπ


Στις αρχές του μήνα [Δεκέμβριος 2021], καθώς άρχισε να εξαπλώνεται η παραλλαγή Όμικρον, μια μικρή σχολή Καλών Τεχνών σ’ ένα δεντρόφυτο κάμπους στο Μίτσιγκαν, με τον τίτλο Hillsdale College, ανακοίνωσε ότι ίδρυε μια Ακαδημία για την Επιστήμη και την Ελευθερία, προκειμένου «να εκπαιδεύσει τον αμερικανικό λαό σχετικά με την ελεύθερη ανταλλαγή επιστημονικών ιδεών, και τη σωστή σχέση μεταξύ ελευθερίας και επιστήμης κατά την αναζήτηση της αλήθειας».

Την ιδέα της ακαδημίας την ενέπνευσε η πανδημία. Όπως σημείωνε ο πρόεδρος του Κολλεγίου σε κάποιο δελτίου Τύπου, «αναστοχαζόμενοι το χειρότερο φιάσκο της δημόσιας υγείας στην ιστορία, βλέπουμε ότι η αντίδρασή μας απέναντι στην πανδημία αποκάλυψε σοβαρά ζητήματα σχετικά με το πώς διαχειριζόμαστε την επιστήμη».

Ωστόσο, το εγχείρημα δεν συνίστατο ακριβώς σε μια απόπειρα εφαρμογής της επιστήμης στην κρίση της COVID-19. Το αποκαλούμενο «φιάσκο» ήταν τα κυβερνητικά μέτρα κατά της πανδημίας όπως οι εντολές για τη χρήση μάσκας και τον εμβολιασμό, η ιχνηλάτηση και τα λοκντάουν.

Το Χιλσντέιλ είναι ένα συντηρητικό χριστιανικό ίδρυμα συνδεόμενο με τη διοίκηση Τραμπ. Και οι πανεπιστημιακοί πίσω από την Ακαδημία -Σκοτ Άτλας, Τζέι Μπαταχαρία και Μάρτιν Κούλντορφ- συνδέονται με τις δεξιόστροφες, συντηρητικές και χρηματοδοτούμενος με «μαύρο χρήμα» επιθέσεις κατά των μέτρων υπέρ της δημόσιας υγείας.

Η τριάδα αυτή συνδέεται επίσης με τη Διακήρυξη του Γκρέιτ Μπάρινγκτον, μια δημόσια επιστολή που έχει επικριθεί ευρέως, αλλά που ωστόσο συνεχίζει να ασκεί σημαντική επιρροή, και η οποία ενθάρρυνε τις κυβερνήσεις να υιοθετήσουν μια πολιτική «ανοσίας αγέλης», αφήνοντας την COVID-19 να εξαπλώνεται σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτα, ακόμα και σε μια στιγμή κατά την οποία ο ιός έχει σκοτώσει περισσότερους από 800 χιλιάδες Αμερικανούς.

Η ακαδημία αυτή είναι η πιο πρόσφατη πρωτοβουλία που αποσκοπεί στο να προσφέρει πνευματική κάλυψη σε μια σχεδόν διετή εκστρατεία στην οποία έχουν αποδυθεί δεξιόστροφα και επιχειρηματικά συμφέροντα με σκοπό να εκβιάσουν μια επιστροφή στην κανονικότητα της τόνωσης των επιχειρηματικών κερδών εν μέσω μιας πανδημίας που εκτινάσσεται και πάλι εξαιτίας της Όμικρον.

Η πιο πρόσφατη επιτυχία αυτής της εκστρατείας ήρθε λίγο νωρίτερα αυτόν τον μήνα, όταν οι Ρεπουμπλικανοί Γερουσιαστές και μια χούφτα Δημοκρατικών ένωσαν τις δυνάμεις τους με σκοπό να περάσουν ένα μέτρο σημαντικής συμβολικής αξίας, για την ανάκληση μιας απόφασης της κυβέρνησης Μπάιντεν που απαιτούσε από τις μεγάλες επιχειρήσεις να επιβάλουν στους εργαζόμενούς τους τη διενέργεια εμβολιασμού ή τακτικών COVID τεστ.

Στο άρθρο αυτό παρουσιάζουμε το χρονικό του πώς προέκυψε αρχικά αυτή η χρηματοδοτούμενη από επιχειρηματικά κεφάλαια εκστρατεία και του πώς αυτή συνέχισε να παραγκωνίζει τους ειδήμονες της δημόσιας υγείας και να κουρσεύει (αχρηστεύει) τις κυβερνητικές αντιδράσεις απέναντι στην πανδημία.

Ο πόλεμος εναντίον της δημόσιας υγείας


Όταν η COVID άρχισε να εξαπλώνεται σ’ όλη την έκταση των ΗΠΑ, στις αρχές Μαρτίου 2020, οι Πολιτείες αντέδρασαν με την κήρυξη λοκντάουν μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης. Όλοι οι 24 Δημοκρατικοί και οι 19 από τους 26 Ρεπουμπλικανοί κυβερνήτες εξέδωσαν διατάγματα διαρκείας πολλών εβδομάδων, που επέβαλαν εγκλεισμούς στο σπίτι και περιορισμούς στις μη κρίσιμης σημασίας επιχειρήσεις.

Τα μέτρα του λοκντάουν περιόρισαν τα κρούσματα στις ΗΠΑ και πιθανότατα έσωσαν εκατομμύρια ζωές σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Ωστόσο, η μείωση της αυτοπρόσωπης αγοράς αγαθών και εργασίας, σε συνδυασμό με τη διακοπή λειτουργίας εργοστασίων σε μέρη όπως η Κίνα, αναστάτωσαν την οικονομία. Μια έκθεση του 2020, από την εταιρεία επιχειρηματικών Συμβούλων McKinsey & Co, εκτιμούσε ότι οι επιχειρηματικοί κλάδοι που επλήγησαν περισσότερο θα χρειαστούν κάποια χρόνια προκειμένου να ανακάμψουν.

Ένας από τους κλάδους που δέχτηκε ισχυρό πλήγμα ήταν αυτός των ορυκτών καυσίμων. Η ζήτηση πετρελαίου έπεσε κατακόρυφα στη διάρκεια του 2020, θέτοντας την παγκόσμια οικονομία σε ανασφαλείς βάσεις.

Πολύ σύντομα, διάφοροι οργανισμοί σε συμφωνία με επιχειρήσεις -ιδίως αυτές που συνδέονται με τα ορυκτά καύσιμα- άρχισαν να στοχοποιούν τα μέτρα υπέρ της δημόσιας υγείας που απειλούσαν τα καθαρά κέρδη τους. Κεντρική θέση μεταξύ αυτών κατείχαν οργανισμοί που συνδέονταν με τον δισεκατομμυριούχο Σαρλ Κοχ, ιδιοκτήτη των επιχειρήσεων Κοχ, της μεγαλύτερης ιδιωτικής εταιρείας ορυκτών καυσίμων στον κόσμο.

Ο πόλεμος εναντίον των μέτρων για τη δημόσια υγεία άρχισε στις 20 Μαρτίου του 2020, όταν η δεξιόστροφη μη κερδοσκοπική εταιρεία Αμερικανοί για την Ευημερία (AFP)  που είχαν ιδρύσει οι Σαρλ και Ντέιβιντ Κοχ, εξέδωσε ένα δελτίο Τύπου ζητώντας από τις Πολιτείες να παραμείνουν ανοιχτές. Όπως ανέφερε το δελτίο,

«μπορούμε να εξασφαλίσουμε τη δημόσια υγεία χωρίς να στερήσουμε τον κόσμο που έχει τόσο μεγάλη ανάγκη από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι επιχειρήσεις όλης της χώρας».

Ένα μήνα αργότερα, το Αμερικανικό Συμβούλιο Νομοθετικών Ανταλλαγών (ALEC), ένας όμιλος επιχειρηματικών λόμπι που κατά ένα μέρος χρηματοδοτείτο από τις επιχειρήσεις του Κοχ, δημοσίευσε μια επιστολή, που καλούσε τον πρόεδρο Τραμπ να παράσχει στις Πολιτείες τη δυνατότητα να ανοίξουν και πάλι. Την επιστολή υπέγραφαν περισσότεροι από 200 πολιτειακοί νομοθέτες και «μέτοχοι», περιλαμβανομένων των ηγετών ομίλων χρηματοδοτούμενων από την Κοχ, όπως το Ίδρυμα Δημόσιας Πολιτικής του Τέξας και το Ινστιτούτο Τζέιμς Μάντισον.

Στην εκστρατεία αυτή, το δίκτυο Κοχ στηρίχτηκε επίσης στο δήθεν ακηδεμόνευτο σχέδιο δράσης πίσω από το αντικυβερνητικό κίνημα Tea Party, το μηχανισμό του άντλησης «μαύρου» χρήματος για το συντονισμό διαμαρτυριών κατά του λοκντάουν.

Οι συμμετέχοντες σε πολλά από τα συλλαλητήρια κατά του λοκντάουν στρατολογήθηκαν από τα Freedomworks, μια οργάνωση «μαύρου» χρήματος συνδεόμενη με τον μηχανισμό του Σαρλ Κοχ, κατά την οργάνωση των διαμαρτυριών του Tea Party το 2009. Πολλά από τα συλλαλητήρια του 2020 προωθήθηκαν επίσης από τη Διάσκεψη της Δράσης των Πολιτειών, που ιδρύθηκε από μια οργάνωση συνδεόμενη με το δίκτυο Κοχ και με το hedge fund του διεσεκατομμυριούχου Ρόμπερτ Μέρσερ, ο οποίος θέλει να αναθεωρήσει το Σύνταγμα των ΗΠΑ. Στο Μίτσιγκαν οργανώθηκε μια πολύ μεγάλη εκδήλωση από το fund Ελευθερία του Μίτσιγκαν, έναν μη κεδροσκοπικό οργανισμό που ίδρυσε η οικογένεια της υπουργού Παιδείας του Τραμπ, Μπέτσι ΝτεΒος.

Οι χρηματοδοτούμενοι από τους Κοχ και το συνάφι τους οργανισμοί στράφηκαν επίσης σε μια ύπουλη μορφή αγώνα, προερχόμενη από τις στρατηγικές του Tea Party: τη δημιουργία ενός ακαδημαϊκού και λόγιου δικτύου που θα δημιουργούσε και θα προωθούσε τη δική του «επιστήμη» με σκοπό να προσβάλει τις πολιτικές μετριασμού της COVID.

«Οικοδόμηση ανοσίας… μέσω της φυσικής μόλυνσης»


Στις 4 Οκτωβρίου 2020, δημοσιοποιήθηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο η διακήρυξη του Γκρέιτ Μπάρινγκτον. Η Διακήρυξη αυτή, που την συνέταξαν ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Στάνφορντ και πρώην καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ Μάρτιν Κούλντορφ με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Σανέτρα Γκούπτα, συνιστούσε στις κυβερνήσεις να επιτρέψουν στους νεότερους και υγιέστερους πληθυσμούς να μολυνθούν από την COVID-19 και να συγκεντρώσουν την «στοχευμένη προστασία» τους στους ευπαθείς, προκειμένου να επιτευχθεί η «ανοσία αγέλης». Οι συστάσεις περιλάμβαναν την επιβολή ενός ορίου ανακύκλωσης προσωπικού στους οίκους ευγηρίας και τη λειτουργία των επιχειρήσεων με εργατικό προσωπικό «διαπιστωμένης ανοσίας».

Όπως αναφερόταν στη Διακήρυξη,

«η πλέον ανθρωπιστική προσέγγιση, που εξισορροπεί τους κινδύνους με τα οφέλη της επίτευξης της ‘‘ανοσίας αγέλης’’, είναι αυτή που επιτρέπει σε όσους διατρέχουν έναν ελάχιστο κίνδυνο θανάτου να ζήσουν τη ζωή τους κανονικά προκειμένου να οικοδομήσουν την ανοσία στον ιό μέσω της φυσικής μόλυνσης».

Το έγγραφο παρουσίαζε μια επίφαση ακαδημαϊκής νομιμοποίησης. Οι διαπιστευμένοι συγγραφείς του συνέταξαν την επιστολή σε μια συνδιάσκεψη που είχε οργανωθεί από το κατ’ όνομα ευοίωνο Αμερικανικό Ινστιτούτο για την Οικονομική Έρευνα (AIER) στο Γκρέιτ Μπάρινγκτον της Μασαχουσέτης. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Διακήρυξης, η επιστολή αυτή έχει μέχρι σήμερα υπογραφεί από περισσότερους από 2.700 επιστήμονες της «Ιατρικής και της Δημόσιας Υγείας», και «κανένας από τους συντάκτες ή τους συνυπογράφοντες δεν έχει εισπράξει χρήματα, τιμητικές αμοιβές, αποζημιώσεις ή μισθούς από οπουδήποτε».

Ωστόσο, η Διακήρυξη προέκυψε μέσα από τον κόσμο του δεξιόστροφου «μαύρου» χρήματος, και των επιχειρηματικών συμφερόντων, και πολλοί από τους υπογράφοντές της δεν έχουν επιβεβαιωθεί.

Η AIER, η οποία οργάνωσε και βιντεοσκόπησε τη Συνδιάσκεψη και δημιούργησε την ιστοσελίδα της Διακήρυξης, αποτελεί ένα συνδεόμενο με τους Κοχ φιλελεύθερο εργαστήριο ιδεών (think tank). Στο διάστημα 2018-2020, το Ίδρυμα Σαρλ Κοχ δώρισε στο Ινστιτούτο πάνω από 100.000 δολάρια. Και πριν απ’ αυτό, το Ίδρυμα Κοχ δώρισε σχεδόν 1,5 εκατομμύριο δολάρια στο Ίδρυμα της Αναδυόμενης τάξης (Emergent Order), πρώην Emergent Order LLC, εταιρεία που ενεπλάκη σε υπηρεσίες συμβούλου σε ζητήματα μάρκετινγκ προς την AIER αξίας εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων.

Η AIER εισέπραξε επίσης 54.000 δολάρια από την Atlas Network, έναν οργανισμό αντίθετο στις ρυθμιστικές παρεμβάσεις, γνωστό κατά το παρελθόν ως Ίδρυμα Οικονομικών Ερευνών Άτλας, που έχει εισπράξει περισσότερο από μισό εκατομμύριο δολάρια από το Ίδρυμα Σαρλ Κοχ και το συνδεόμενο με αυτό Ινστιτούτο Σαρλ Κοχ. Η Atlas Network ενθυλάκωσε επίσης σχεδόν 3,9 εκατομμύρια δολάρια από την Donors Trust, ένα fund «μαύρου» χρήματος συνδεόμενο με πλούσιους δεξιόστροφους δωρητές όπως οι Κοχ και Μέρσερ, και τον θυγατρικό τους οργανισμό, Donors Cqpital Fund.

Ως αντάλλαγμα, η AIER προσέφερε ακαδημαϊκές υποτροφίες σε πολλά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από την Κοχ. Στους υπότροφους περιλαμβάνονταν ο οικονομολόγος Πίτερ Μπέτκε, πρώην πρόεδρος της Mont Pelerin Society, μέλος της οποίας υπήρξε ο Σαρλ Κοχ, και ο Μίκαελ Μάνγκερ, επιστημονικός συνεργάτης στο στηριζόμενο από την Κοχ Ινστιτούτο Κάτο. Στους επωφελούμενους της AIER περιλαμβάνεται και ο Μπένγιαμιν Πάουελ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ελεύθερης Αγοράς στο Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας του Τέξας, το οποίο έχει εισπράξει εκατομμύρια δολάρια από το δίκτυο Κοχ. Ο Πάουελ είναι γνωστός για την υποστήριξη των sweatshops (των εργοστασίων με πολύ χαμηλούς μισθούς – σ.τ.Μ.).

Ο Μπαταχαρία, εκ των συν-συγγραφέων της Διακήρυξης του Γκρέιτ Μπάρινγκτον, είναι πρώην ερευνητής στο Ινστιτούτο Χούβερ, το οποίο στο διάστημα μεταξύ 2017 και 2018 εισέπραξε 430 χιλιάδες δολάρια από το Ίδρυμα Σαρλ Κοχ, όπως επίσης και 1,4 εκατομμύριο δολάρια από το Donors Trust στο διάστημα 2016-2020. Από τότε, ο Μπαταχαρία έχει εμφανιστεί σε πολλά βίντεο προγράμματα του Χούβερ.

Οι δεσμοί της Διακήρυξης του Γκρέιτ Μπάρινγκτον με δεξιόστροφους χρηματοδότες.

Ο Μπαταχαρία, ο Γκούπτα και οι εκπρόσωποι του AIER δεν απάντησαν στο αίτημα να σχολιάσουν αυτές τις καταγγελίες. Ο Κούλντορφ επέμενε ότι δεν έχει εισπράξει ποτέ χρήματα από το δίκτυο Κοχ:

«Τα συνεργαζόμενα με την Κοχ ιδρύματα χρηματοδότησαν έρευνες για την COVID πριν από το λοκντάουν, από τον δρ. Νιλ Φέργκιουσον στο Imperial College, όμως ποτέ δεν χρηματοδότησαν εμένα, είτε άμεσα είτε έμμεσα», δήλωσε ο Κούλντορφ. «Τα λοκντάουν παρήγαγαν τεράστια κέρδη για την Κοχ και άλλες μεγάλες επιχειρήσεις [;;;], ενώ έστειλαν στο περιθώριο τα παιδιά και την εργατική τάξη».

«Πρόσβαση στα ψηλότερα κυβερνητικά κλιμάκια»


Η Διακήρυξη του Γκρέιτ Μπάρινγκτον και η στρατηγική της της «ανοσίας αγέλης» λοιδορήθηκαν ευρέως από επιστήμονες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Η στρατηγική αυτή καταδικάστηκε από την Εταιρεία Λοιμωδών Νόσων της Αμερικής και την υπαγόμενη σ’ αυτήν Ιατρική Ένωση HIV, ενώ και ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) Τέντρος Αντάνομ Γκεμπρεγεσούς την αποκάλεσε «ανήθικη». Χιλιάδες επαγγελματίες του ιατρικού κόσμου κάλεσαν τις κυβερνήσεις να αγνοήσουν τις στρατηγικές που βασίζονται στη φυσική ανοσία.

«Ποτέ στην ιστορία της δημόσιας υγείας δεν πρότεινε κανείς τη μόλυνση ολόκληρου του πληθυσμού με έναν παθογόνο ιό για τον οποίο δεν διαθέτουμε καμιά μακροχρόνια εμπειρία, ως στρατηγική για τη διαχείριση μιας πανδημίας»,

δήλωσε ο επιδημιολόγος και γιατρός Ρόμπερτ Μόρις, ο οποίος υπήρξε σύμβουλος πολλών ομοσπονδιακών οργανισμών.

Ωστόσο, η Διακήρυξη και οι συγγραφείς της έγιναν αποδεκτοί από διάφορους πολιτικούς ηγέτες, επειδή ακριβώς η επιχειρηματολογία τους προσέφερε στην laissez faire προσέγγιση της πανδημίας μια θεωρητική εγκυρότητα.

Στον κατάλογο των ηγετών αυτών περιλαμβάνεται και ο πρόεδρος Τραμπ. Δύο μήνες πριν από τη δημοσιοποίηση της Διακήρυξης του Γκρέιτ Μπάρινγκτον, ο Τραμπ υποδέχτηκε τους συντάκτες της σε συνάντηση στον Λευκό Οίκο, παρ’ όλον ότι η Κυβερνητική Σύμβουλος για την COVID-19, Ντέμπορα Μπιρξ, προειδοποιούσε τους συναδέλφους της ότι οι εν λόγω καθηγητές αποτελούν μια «περιθωριακή ομάδα (ακραίων απόψεων), χωρίς καμιά γείωση στις επιδημίες, τη δημόσια υγεία ή την πρακτική επιτόπου εμπειρία».

Ο σύμβουλος του Τραμπ για θέματα COVID-19, Σκοτ Άτλας, ένας νευροραδιολόγος χωρίς κανένα υπόβαθρο σε μεταδοτικές ασθένειες, εμφανίστηκε ως ένας από τους πολλούς και διάφορους που υποστήριξαν τη στρατηγική της Διακήρυξης. Aν και ο Άτλας αρνήθηκε ότι υιοθετούσε την προσέγγιση της φυσικής ανοσίας, υποστήριξε δημόσια ότι οι μάσκες δεν συμβάλλουν στον περιορισμό του ιού και χαρακτήρισε την ιδέα της εντολής εμβολιασμού των νέων ως «άρνηση της επιστήμης», χαρακτηρισμός που συνάντησε την καθολική αποδοκιμασία.

O πρόεδρος γοητεύτηκε με την «ανοσία αγέλης» και τη γρήγορη θεραπεία της πανδημίας που αυτή υποσχόταν για την εκστρατεία επανεκλογής του. Στα μέσα Σεπτεμβρίου 2020, ο Τραμπ άρχισε να πλασάρει τις έννοιες που σύντομα κωδικοποιήθηκαν στην Διακήρυξη του Γρκέιτ Μπάρινγκτον. Σε μια αίθουσα συσκέψεων του ABC News, δήλωσε «Και θα αναπτύξετε […] μια νοοτροπία αγέλης. Θα είναι […] θα αναπτυχθεί μέσω της αγέλης, και αυτό ακριβώς θα συμβεί».

Ακολουθώντας την οδηγία του Τραμπ, μια σειρά από Πολιτείες υπό ρεπουμπλικανική ηγεσία υιοθέτησαν στρατηγικές που άφηναν ελεύθερη την εξέλιξη της πανδημίας.

O Κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις διέταξε, το Νοέμβριο του 2020, τη συνέχιση του μεγαλύτερου μέρους του εμπορίου, συμπεριλαμβανομένης της εστίασης σε κλειστούς χώρους και απαγόρευσε στις τοπικές κοινότητες να επιβάλουν την υποχρεωτική χρήση μάσκας και την κοινωνική αποστασιοποίηση.

Ο εκ των συντακτών της Διακήρυξης Μπαταχαρία ήταν σύμβουλος του ΝτεΣάντις σε αυτή την προσέγγιση και αποκάλεσε τον Κυβερνήτη «εκπληκτικό» γι’ αυτόν το χειρισμό της πανδημίας. Τον τελευταίο μήνα, ο ΝτεΣάντις υπέγραψε ένα διάταγμα που απαγόρευε την επιβολή υποχρεωτικών εμβολιασμών σε όλη την έκταση της Πολιτείας.

Toν Μάρτιο του 2021 ο Κυβερνήτης του Τέξας Γκρεγκ Άμποτ κατάργησε την υποχρεωτική χρήση μάσκας και τους περιορισμούς των επιχειρήσεων λόγω COVID. Όπως δήλωσε, σε έναν μήνα, το Τεξας θα μπορούσε να πλησιάσει την «ανοσία αγέλης». Πρόσφατα, ο Άμποτ εξέδωσε ένα εκτελεστικό διάταγμα που απαγόρευε την επιβολή υποχρεωτικής χρήσης μάσκας, το οποίο μια πρόσφατη ομοσπονδιακή δικαστική απόφαση έκρινε μη εφαρμόσιμο γιατί παραβίαζε την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «Αμερικανοί με αναπηρίες».

Τα κεντρικά επιχειρήματα της Διακήρυξης του Γκρέιτ Μπάρινγκτον βρήκαν επίσης στήριξη στο εξωτερικό των ΗΠΑ. Τον Σεπτέμβριο του 2020, ο εκ των συντακτών της Γκούπτα συναντήθηκε στο Λονδίνο με τον πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος είχε αργήσει να επιβάλει το λοκντάουν και την εφαρμογή των τεστ μετά την πρώτη ταυτοποίηση του κορονοϊού στη χώρα του. Ένα μήνα μετά από αυτή τη συνάντηση, ο Τζόνσον κοινοποίησε σειρά από κείμενα που απηχούσαν βασικά θέματα της Διακήρυξης, μεταξύ των οποίων και το ότι ο ιός δεν αποτελούσε πραγματικό κίνδυνο για τους κάτω των 60 ετών.

Τη συνάντηση του Λονδίνου είχε παρακολουθήσει επίσης και ο Άντερς Τέγκνελ, o  αρμόδιος για θέματα επιδημιολογίας για τη Σουηδία, μια χώρα που είχε γίνει πασίγνωστη για το ότι είχε απορρίψει τα λοκντάουν. Τον Απρίλιο του 2020, ο διευθυντής Δημόσιας Υγείας της Σουηδίας, δήλωνε:

«δεν υπάρχει καμιά σαφής συσχέτιση μεταξύ των μέτρων του λοκντάουν που εφαρμόζονται σε κάποιες χώρες και της επίπτωσής τους στην πανδημία».

«Θα πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε, ότι οι συγγραφείς της Διακήρυξης του Γκρέιτ Μπάρινγκτον είχαν μια ασυνήθιστα ισχυρή πρόσβαση στις υψηλότερες κυβερνητικές βαθμίδες»,

σχολίασε ο Γκάβιν Γιαμέι, καθηγητής Παγκόσμιας Υγείας και Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Ντιουκ.

«Άσκησαν εξαιρετική επιρροή στη διαμόρφωση της πολιτικής. Ξανά και ξανά, βλέπουμε [τους ανθρώπους πίσω από] την Γκρέιτ Μπάρινγκτον να αποσπούν το αποτέλεσμα που θέλουν».

Ένας ολέθριος απολογισμός


Παρά τον ισχυρισμό της Διακήρυξης του Γκρέιτ Μπάρινγκτον ότι σκιαγραφεί «την πλέον ανθρωπιστική προσέγγιση» απέναντι στην COVID-19, αυτό που γνώρισαν όλα τα κράτη και οι χώρες που υιοθέτησαν την αντι-παρεμβατική στρατηγική της ήταν ένα μακελειό από την COVID.

Την εποχή της δημοσιοποίησης της Διακήρυξης, χοντρικά 200 χιλιάδες Αμερικανοί είχαν πεθάνει από τον ιό. Από τότε, ο αριθμός αυτός έχει τετραπλασιαστεί, φτάνοντας στα υψηλότερα (δημοσιοποιημένα) επίπεδα από οποιαδήποτε άλλη χώρα.

Η Φλόριντα έχει καταστεί επίκεντρο της COVID-19, καθώς το προηγούμενο καλοκαίρι συγκέντρωνε σχεδόν ένα στα πέντε κρούσματα. Οι αριθμοί των θυμάτων του ιού εκτινάχθηκαν επίσης στο Τέξας, με αποτέλεσμα οι δύο αυτές Πολιτείες να συγκεντρώνουν την εποχή εκείνη το ένα τρίτο των ανθρώπινων απωλειών λόγω της COVID-19 στο σύνολο των ΗΠΑ.

Ωστόσο, ακόμα και με αυτά τα επίπεδα μολύνσεων, η «ανοσία αγέλης» δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Την προηγούμενη βδομάδα, ερευνητές του πανεπιστημίου του Τέξας προειδοποιούσαν ότι η παραλλαγή Όμικρον θα μπορούσε να οδηγήσει στη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα εκτίναξη της πανδημίας στο επίπεδο της Πολιτείας.

Οι διεθνείς απόπειρες επίτευξης «ανοσίας αγέλης» δεν απέφεραν πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Μια καυστική έκθεση που δημοσιοποιήθηκε τον Οκτώβριο από Βρετανούς βουλευτές -πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από το κόμμα του ίδιου του Πρωθυπουργού Τζόνσον- διαπίστωνε ότι η αποτυχία της χώρας να αποκριθεί άμεσα και επιθετικά στον ιό υπήρξε «μια από τις σημαντικότερες αποτυχίες που είχε γνωρίσει το Ηνωμένο Βασίλειο στην ιστορία του» και οδήγησε σε «πολλές χιλιάδες θανάτους οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί».

Kαι στη Σουηδία, όπου χοντρικά 11 στους 100 ανθρώπους έχουν προσβληθεί από τον ιό, τα ανθρώπινα θύματα της COVID-19 φτάνουν τους 1.476 θανάτους ανά εκατομμύριο, μέγεθος πολλαπλάσιο αυτού των γειτονικών της χωρών.

«Είμαστε αποφασισμένοι να μην επιτρέψουμε στην Όμικρον

να διαταράξει την εργασία και το σχολείο»


Παρά το υψηλό κόστος, τα δεξιόστροφα μηνύματα εναντίον των μέτρων για τη δημόσια υγεία συνεχίζονται.

Σε μια πρώτη προσέγγιση, τα λοκντάουν ίσως να φαίνονται επωφελή σε κάποιες μεγάλες επιχειρήσεις, ιδίως αυτές που θεωρούνται επιχειρήσεις ειδών πρώτης ανάγκης και διαθέτουν στιβαρά δίκτυα αγορών on-line. Ωστόσο, ο κοινωνικός επιδημιολόγος Τζάστιν Φέλντμαν, του Κέντρου FXB για την Υγεία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, παρατήρησε ότι «ορισμένες ρυθμίσεις έχουν άμεσο χρηματικό κόστος για τις επιχειρήσεις».

Ο Φέλντμαν εξήγησε ότι «η πληρωμένη καραντίνα και η απομόνωση σημαίνει ότι οι εργάτες θα πληρώνονται για να μένουν σπίτι τους αντί να εργάζονται», η επιβολή του εμβολιασμού πιθανόν «να δυσκολέψει τις προσλήψεις στη διάρκεια μιας περιόδου έλλειψης εργατικών χεριών», και η επιβολή της χρήσης μάσκας στέλνει στο κοινό το μήνυμα ότι υπάρχει κίνδυνος και υπό αυτές τις συνθήκες ο κόσμος δεν θα αγοράζει τα προϊόντα των επιχειρήσεων.

Αυτός είναι μάλλον ο λόγος για τον οποίο τον Μάρτιο του 2021 το fund «μαύρου» χρήματος Donors Trust δαπάνησε σχεδόν 800 χιλιάδες δολάρια για να διαδώσει το αφήγημα ότι ο απολογισμός της πανδημίας στην πραγματικότητα οφείλεται στις κυβερνητικές παρεμβάσεις. Τον Μάιο, η Donors Trust κοινοποίησε ένα δελτίο Τύπου που ισχυριζόταν ότι τα λοκντάουν πλήττουν τους εργάτες.

Τον Ιούνιο, το Mercatus Center, ένα φιλελεύθερο εργαστήριο ιδεών στο πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέισον, που χρηματοδοτείτο γενναία από την οικογένεια Κοχ, άρχισε να χρηματοδοτεί μια βάση δεδομένων ελεγχόμενη από την Έμιλι Όστερ, μια οικονομολόγο που υποστήριζε ότι οι αρνητικές επιπτώσεις του κλεισίματος των σχολείων υπερβαίνουν τους κινδύνους της έκθεσης στην COVID-19. O κυβερνήτης ΝτεΣάντις παρέπεμψε σε αυτήν ακριβώς τη μελέτη της Όστερ όταν υπέγραψε, τον περασμένο Αύγουστο, ένα διάταγμα που επέτρεπε στους γονείς να αγνοούν την επιβολή υποχρεωτικής χρήσης της μάσκας στο σχολείο.

Και νωρίτερα, αυτό τον μήνα, το Ίδρυμα για την Οικονομική εκπαίδευση, ένας άλλος μη κερδοσκοπικός οργανισμός χρηματοδοτούμενος από την Κοχ, ισχυρίστηκε ότι «οι αφελείς κυβερνητικές παρεμβάσεις» ευθύνονταν για την αύξηση των κρουσμάτων ελονοσίας στον κόσμο, αλλά και για την κορύφωση της παγκόσμιας φτώχειας.

Τα πιο πάνω αφηγήματα παρέμβασης κατά της δημόσιας υγείας είχαν έναν αντίκτυπο μεγάλης διάρκειας.

Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δεν υιοθέτησε την «ανοσία» αγέλης μέσω μόλυνσης με τον τρόπο που το έκανε ο Τραμπ, και θεσμοθέτησε την επιβολή εμβολιασμού για τις μεγάλες επιχειρήσεις, η οποία προσβλήθηκε δικαστικά από Ρεπουμπλικανούς και συντηρητικούς Δημοκρατικούς νομοθέτες.

Ωστόσο, ο Μπάιντεν, η ομάδα του οποίου για την αντιμετώπιση της COVID-19 έχει επικεφαλής τον Τζέφρι Ζιντς, πρώην διευθύνοντα σύμβουλο μιας επενδυτικής εταιρείας με το προσωνύμιο «επιχειρηματίας των επιχειρηματιών», παρέμεινε στην ίδια κατεύθυνση με τον προκάτοχό του, προκειμένου να παραμείνει η χώρα ανοιχτή, μέχρι του σημείου να δηλώνει, πρόωρα, στην επέτειο της 4ης Ιουλίου το περασμένο καλοκαίρι, την «ανεξαρτησία» από την COVID-19.

Νωρίτερα, αυτό τον μήνα, ο Μπάιντεν διαβεβαίωνε τους δημοσιογράφους ότι τα λοκντάουν δεν πρόκειται να επιστρέψουν παρά την εμφάνιση της παραλλαγής Όμικρον και τη συνεχιζόμενη εξάπλωση της Δέλτα. Σύμφωνα με μια πρόσφατη επιστημονική προσομοίωση, μια εντολή περιορισμού κατ’ οίκον, διάρκειας οκτώ εβδομάδων ως μέτρο κατά του νέου κύματος, θα μπορούσε να σώσει 300 χιλιάδες ζωές.

Την περασμένη Παρασκευή, η ομάδα αντιμετώπισης του κορωνοϊού του Λευκού Οίκου εξέδωσε μια ανακοίνωση που επιβεβαίωνε την ανεπαρκή της προσέγγιση, μια προσέγγιση την οποία επανέλαβε ο Μπάιντεν κατά τα σχόλιά του σχετικά με την Όμικρον την Τρίτη: «Είμαστε αποφασισμένοι να μην επιτρέψουμε στην Όμικρον να αναστατώσει την εργασία και το σχολείο».

Η ήττα των λοκντάουν είναι μόνο ένα μέρος του σφετερισμού της αντίδρασης της χώρας απέναντι στην COVID-19 από τις μεγάλες επιχειρήσεις.

To μορατόριουμ εξώσεων ενοικιαστών της χώρας αφέθηκε να λήξει μετά από μια πλειάδα νομικών προσφυγών που είχαν χρηματοδοτηθεί κατά ένα μέρος από το Ίδρυμα Σαρλ Κοχ – την εποχή ακριβώς που ο Σαρλ Κοχ ξεκινούσε νέες επενδύσεις στον χώρο του real estate. Ένα μεταγενέστερο μορατόριουμ που τέθηκε σε ισχύ από τη διακυβέρνηση Μπάιντεν ακυρώθηκε επίσης από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Και παρ’ όλον ότι μια από τις πρώτες προεδρικές υποσχέσεις του Μπάιντεν ήταν η αποσαφήνιση των κανονισμών ασφάλειας στους χώρους εργασίας σε σχέση με την COVID-19, οι τελικές κατευθυντήριες γραμμές περιορίστηκαν στη θέσπιση μικρότερων ομάδων εργατών ανά τμήμα, ύστερα από πολύμηνη άσκηση πιέσεων από επιχειρηματικά λόμπι όπως το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ.

To Επιμελητήριο και άλλα επιχειρηματικά συμφέροντα πίεσαν επίσης για τη θέσπιση μιας ασπίδας εταιρικών ευθυνών για την προστασία των εργοδοτών απέναντι σε αγωγές σχετικές με την COVID-19 και έδωσαν μάχες απέναντι στις συνεχιζόμενες προσπάθειες στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου να εκχωρηθεί η πνευματική ιδιοκτησία των εμβολίων προκειμένου να επισπευστεί ο παγκόσμιος εμβολιασμός.

Η δεξιόστροφη πίεση απέναντι στα μέτρα υπέρ της δημόσιας υγείας δείχνει σημάδια επιτυχίας. Η στήριξη των μέτρων του λοκντάουν λόγω της πανδημίας μειώθηκε σημαντικά στο ενιάμηνο από την αρχή της πανδημίας. Μια δημοσκόπηση της Γκάλοπ από τον Νοέμβριο του 2020 διαπίστωνε ότι οι Αμερικανοί που δήλωναν ότι σε περίπτωση μιας σοβαρής έκρηξης (κρουσμάτων) θα απομονώνονταν στο σπίτι τους ανέρχονταν σε 49%, έναντι ποσοστού 67% τον Μάρτιο. Η μείωση αυτή οφειλόταν κατά κύριο λόγο σε μια απότομη πτώση του ποσοστού των Ρεπουμπλικανών.

«Μια λαμπερή πόλη στο λόφο»


Οι συγγραφείς της Διακήρυξης του Γκρέι Μπάρινγκτον συνεχίζουν να πιέζουν υπέρ της «ανοσίας αγέλης» μέσω των μολύνσεων της COVID-19. O Γκούπτα είναι συνιδρυτής στο Ηνωμένο Βασίλειο ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού αφιερωμένου στην παρουσίαση των υποτιθέμενων αρνητικών επιπτώσεων των μέτρων περιορισμού της COVID, στο δυναμικό του οποίου ανήκει και ο Μπαταχαρία.

Εν τω μεταξύ, ο Μπαταχαρία δημοσίευσε τον περασμένο Ιανουάριο ένα άρθρο γνώμης ισχυριζόμενος ότι ο εμβολιασμός του πληθυσμού στον τόπο καταγωγής του, την Ινδία, ήταν «ανήθικος», επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν «φυσική ανοσία» και ο κίνδυνος των παρενεργειών ξεπερνούσε τα οφέλη εκ του εμβολιασμού. Ένα μήνα αργότερα, η χώρα γνώριζε τη χειρότερη εκτίναξη κρουσμάτων στην ιστορία της COVID.

Kαι οι τρεις συν-συγγραφείς συνεργάζονται σήμερα με το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Οικονομικής Έρευνας του Μπράουνστοουν, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό με έδρα το Όστιν του Τέξας, που ίδρυσε ο πρώην Διευθυντής Σύνταξης του AIER, Τζέφρι Τάκερ, τον Μάιο του 2021, προκειμένου να αποτρέψει την επανεμφάνιση των λοκντάουν. Ο Μπαταχαρία λειτουργεί ως o πιο έμπειρος Ακαδημαϊκός του Οργανισμού, ο Κούλντορφ ως ένας ανώτερος επιστημονικός διευθυντής και ο Γκούπτα ως συγγραφέας.

Σύμφωνα με τον Γιαμέι του Πανεπιστημίου του Ντιουκ, το Ινστιτούτο προωθεί ενεργά την παραπληροφόρηση σε σχέση με τους εμβολιασμούς.

«Ξανά και ξανά, διέσπειραν μια φρικτή παραπληροφόρηση και αναληθή στοιχεία σε σχέση με τα εμβόλια»,

σχολιάζει ο Γιαμέι.

«Για παράδειγμα, είναι σφόδρα αντίθετοι με τον εμβολιασμό των παιδιών, παρ’ όλον ότι γνωρίζουμε ότι τα ανεμβολίαστα παιδιά είναι δέκα φορές πιθανότερο να χρειαστούν νοσοκομειακή περίθαλψη. Έφτασαν στο θλιβερό σημείο να πουν στην τηλεόραση ότι οι υγειονομικοί δεν χρειάζεται να εμβολιαστούν, στη βάση του ψευδούς ισχυρισμού τους ότι το εμβόλιο δεν έχει κανένα αποτέλεσμα στη μετάδοση».

Σήμερα οι συν-συγγραφείς Μπαταχαρία και Κούλντορφ, όπως και ο πρώην Σύμβουλος του Τραμπ Σκοτ Άτλας, έχουν αναδυθεί και πάλι στην επιφάνεια, ως τα τρία πρώτα «μέλη» της νέας Ακαδημίας για την Επιστήμη και την Ελευθερία, στο Κολέγιο Χιλσντέιλ.

To Χιλσντέιλ, μια ιδιωτική μη αιρετική χριστιανική Σχολή, υπήρξε επί μακρόν ένα εργοστάσιο συντηρητικής σκέψης. To 2016, στη διάρκεια μιας τελετής απονομής πτυχίων, το μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ Κλάρενς Τόμας το αποκάλεσε «μια λαμπερή πόλη πάνω στο λόφο».[1] Ένα τμήμα του κάμπους, γνωστό ως «περίπατος ελευθερίας», κοσμείται από αγάλματα του Ρόναλντ Ρέιγκαν και της Μάργκαρετ Θάτσερ. Ο πρόεδρος του Χιλσντέιλ Λάρι Αρν υπήρξε πρόεδρος της αντιδραστικής επιτροπής 1776 του Ντόναλντ Τραμπ, η οποία επιδίωξε να φιλοτεχνήσει το πρόγραμμα σπουδών της Αμερικανικής Ιστορίας γύρω από τα θετικά χαρακτηριστικά της Αμερικής.

Το Χιλσντέιλ αρνείται να δεχτεί δημόσια κονδύλια προκειμένου να είναι ανεπηρέαστο από κυβερνητικές εντολές. Αντ’ αυτού, δέχεται μεγάλα ποσά από τους ιδρυτές και τα κανάλια των δωρητών των δεξιόστροφων ανώτερων στελεχών επιχειρήσεων και των οικογενειών τους. Από το 2015 μέχρι σήμερα, το Ίδρυμα Σαρλ Κοχ δώρισε στο Χιλσντέιλ περισσότερα από 300 χιλιάδες δολάρια και το Donors Trust προσέφερε από το 2014 περισσότερα από 3,6 εκατομμύρια δολάρια, περιλαμβανομένων των 2,5 εκατομμυρίων το 2020. H Σχολή έχει βρει ακόμα γενναιόδωρους ευεργέτες στην οικογένεια ΝτεΒος, γνωστή για την περιουσία τους στην Amway, και τους γονείς τής Μπέτσι ΝτεΒος, τους Πρινς.

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της ακαδημίας που βγήκε πρόσφατα στον αέρα, η νέα ακαδημία θα εργαστεί με σκοπό

«να εκπαιδεύσει τους υπεύθυνους διαμόρφωσης των δημόσιων πολιτικών και την κοινή γνώμη σχετικά με σημαντικές ανακαλύψεις και ιδέες, οι οποίες σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσαν να είχαν αγνοηθεί από τα επιστημονικά περιοδικά και τα εταιρικά μέσα».

Για τον σκοπό αυτό, η ακαδημία σχεδιάζει να οργανώσει επιστημονικά εργαστήρια και συνδιασκέψεις, να δημοσιεύσει ακαδημαϊκά άρθρα και να εμπλακεί στους τομείς που δραστηριοποιούνται τα μίντια και η κυβέρνηση.

Ωστόσο, o Φέλντμαν δεν τα χάφτει κάτι τέτοια.

«Δεν ενδιαφέρονται για την επιστήμη», εξηγεί. «Είχαν επανειλημμένα άδικο σε σχέση με την πανδημία. Χρησιμοποιούν την εικόνα τους σαν ‘‘ειδημόνων’’ προκειμένου να πιέσουν για πολιτικές που αδιαφορούν απέναντι στους συνεχιζόμενους μαζικούς θανάτους».


[1] Πόλη που λειτουργεί ως υπόδειγμα για όλους, προσφιλές σλόγκαν του Ρ. Ρέιγκαν με το οποίο παρουσίαζε το όραμά του για τις ΗΠΑ, που παραπέμπει στην Αγία Γραφή (σ.τ.Μ).

 

Πηγή: commune.org.gr

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.