«Πολεμικός» καπιταλισμός και Αριστερά

image_pdfimage_print

Του Πάνου Κοσμά

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο του φύλλου 21 της εφημερίδας “Κόκκινο Νήμα” που κυκλοφορεί”

Είναι συνηθισµένο τα χρόνια ύστερα από την κρίση του 2008, ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου η κρίση προσέλαβε τα πλέον οξυµµένα χαρακτηριστικά στην Ευρώπη, να χρησιµοποιούµε για να περιγράψουµε τις κυβερνητικές πολιτικές, τις κρατικές πρακτικές ή και άλλα πολιτικά φαινόµενα όπως η άνοδος του ρατσισµού, της άκρας δεξιάς και του φασισµού, εκφράσεις που υποδηλώνουν κάποια έκπληξη ή αιφνιδιασµό, ωσάν να αντιµετωπίζουµε πράγµατα «πρωτοφανή»: την ένταση των πολιτικών λιτότητας, τις µορφές που προσλαµβάνει η αστυνοµική βία, τις ρατσιστικές πρακτικές του φαιοκίτρινου συρφετού της άκρας δεξιάς, τις ανοιχτές στο φως της µέρας φασιστικές επιθέσεις, την είσοδο της ΧΑ ή του Βελόπουλου στη Βουλή, την επάνοδο της Ν∆ στις παραδόσεις της προδικτατορικής ΕΡΕ, την καταβαράθρωση των δηµόσιων «ηθών», την τροµακτική επέκταση του θρησκευτικού σκοταδισµού κ.λπ. – εν γένει, δηλαδή, την εγκαθίδρυση µιας νέας οικονοµικής, πολιτικής και ιδεολογικο-αξιακής συνθήκης που αυθόρµητα τείνουµε να περιγράφουµε σαν «πρωτοφανή». Είναι όµως πράγµατι πρωτοφανής; Σε ποιες βάσεις και για ποιους λόγους εγκαθιδρύεται, πόσο ανθεκτική είναι και πώς µπορεί να αντιµετωπιστεί από τα κινήµατα αντίστασης και την Αριστερά; Τα ερωτήµατα αυτά είναι κρίσιµα από άµεση, πρακτική πολιτική άποψη, η δε απάντησή τους επείγει, ως απαράβατος όρος για τον προσανατολισµό µας στη νέα συγκυρία που έχει δηµιουργηθεί.

Πριν µπούµε στο κυρίως θέµα, θα πρέπει εισαγωγικά να παρατηρήσουµε ότι οι εντυπωσιακές εκδηλώσεις και τα «φαινόµενα» που εκδηλώνονται διαρκώς πιο έντονα και εµφατικά τα τελευταία χρόνια, µόνο «πρωτοφανή» δεν είναι. Χωρίς να χρειαστεί να φτάσουµε στην ωµή βία της πρωταρχικής συσσώρευσης ή στις τραγικές συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης στην Αγγλία όπως τις περιέγραψε ο Ένγκελς στο βιβλίο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία» ή στις µαζικές σφαγές και φρίκες των αιώνων της αποικιοκρατίας, ο 20ός αιώνας βρίθει ανείπωτων εγκληµάτων του καπιταλισµού (περιλαµβανόµενων των δύο Παγκοσµίων Πολέµων) σε όλες τις χώρες και ηπείρους και «πρωτοφανών» πρακτικών (των κυβερνήσεων, των κρατών, των διεθνών ιµπεριαλιστικών οργανισµών). Βεβαίως, οι ιδεολόγοι του καπιταλισµού στην περίοδο ύστερα από την πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισµού» διακήρυξαν ενθουσιωδώς την ιδέα της «οριστικής» εγκαθίδρυσης µιας παγκόσµιας τάξης «ελεύθερης και δηµοκρατικής», σύµφωνα µε τους κανόνες της αστικής ιδεολογικής ηγεµονίας στην περίοδο των επινίκιων εορτασµών για τη νίκη στον «Ψυχρό πόλεµο» ενάντια στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισµού»· ωστόσο, η Αριστερά δεν είχε προφανώς κανέναν λόγο να πιστέψει και να πάρει στα σοβαρά τέτοιες «διαβεβαιώσεις». Οι ψευδαισθήσεις ότι ο καπιταλισµός ύστερα από το ’89 θα ανακτήσει  τις φθαρµένες «δηµοκρατικές του παραδόσεις» διαλύθηκαν σύντοµα – και υπήρχε σοβαρός λόγος γι’ αυτό. Στα καθ’ ηµάς, η ΕΡΕ, η ΕΚΟΦ, η δολοφονία Λαµπράκη, η χούντα απέχουν κάτι περισσότερο από µισό αιώνα – διάστηµα πολύ µικρό για να θεωρήσουµε «οριστική» την εξάλειψη τέτοιων «ακραίων φαινοµένων». Αλλά και πιο πρόσφατα: η παλινόρθωση µιας πρώιµα «µνηµονιακής» δεξιάς µε τη διακυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη αµέσως ύστερα από την πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισµού», έπρεπε να µας έχει κάνει πιο προσεκτικούς ως προς τις συνέπειες αυτού του γεγονότος.

∆εν υπάρχει, λοιπόν, τίποτε πρωτοφανές: όλα εξαρτώνται από δύο θεµελιώδεις παράγοντες: τις «ανάγκες» του καπιταλιστικού µοντέλου συσσώρευσης και κυριαρχίας και τον ταξικό συσχετισµό δύναµης. Αν θέλουµε να ερµηνεύσουµε τα «ακραία» φαινόµενα της νέας εποχής των καπιταλιστικών κρίσεων, πρέπει να ψάξουµε εκεί.

 

Ο καπιταλισµός της νέας εποχής των κρίσεων

Η κρίση του 2008 υπήρξε ένα ιστορικό σηµείο τοµής. Όχι γιατί οδήγησε στη ριζική αλλαγή ή, πολύ περισσότερο ανατροπή, του νεοφιλελεύθερου µοντέλου καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: επειδή οι ιθύνοντες του καπιταλισµού στους προηγµένους καπιταλιστικούς πόλους του συστήµατος, σε απόλυτο συντονισµό µεταξύ τους, επέλεξαν να ξεπεράσουν την κρίση του ξαναστήνοντας στα πόδια του το ίδιο µοντέλο συσσώρευσης που µπήκε σε κρίση. Αυτή η θεµελιώδης απόφαση, επίσης δεν είναι πρωτοφανής: ο καπιταλισµός έχει δείξει σε όλη του την ιστορία ότι µόνο προ του φόβου να χάσει πάρα πολλά ή και την ίδια του την εξουσία, δηλαδή µόνο υποχρεωµένος από τον ταξικό συσχετισµό δύναµης, µπορεί να διαπραγµατευτεί για τα προνόµιά του και τους όρους που εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή τους. Η εκδήλωση µαζικών κινηµάτων αντίστασης στις πολιτικές της ακραίας λιτότητας, η κρίση του αστικού πολιτικού συστήµατος και η άνοδος της αριστεράς µέχρι και το 2015 δεν στάθηκαν ικανά αντίβαρα στο ισοζύγιο του συσχετισµού δυνάµεων ώστε να υποχρεωθεί ο καπιταλισµός να «δώσει» τροποποιώντας τα χαρακτηριστικά του µοντέλου καπιταλιστικής συσσώρευσης. Από την άλλη, έχει πολύ σοβαρούς λόγους για να υπερασπιστεί αυτό το µοντέλο µέχρι τέλους, διότι απλούστατα εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο καπιταλιστικών κερδών συγκρίσιµο µε τις µεταπολεµικές «χρυσές» δεκαετίες. Όταν οι αντιστάσεις στις πολιτικές της ακραίας λιτότητας, που ήταν το θεµελιώδες συστατικό των απαντήσεων του συστήµατος στην κρίση του, ηττήθηκαν κοινωνικά και πολιτικά (ήττα και εκφυλισµός της «αραβικής άνοιξης», ελληνικό 2015, κατάρρευση και εκφυλισµός των Ποδέµος, διαδοχικές ήττες στη Λ. Αµερική), πλέον ο καπιταλισµός όχι µόνο δεν είχε καµία διάθεση να «συζητήσει» οποιαδήποτε, έστω και δευτερεύουσα, τροποποίηση του µοντέλου συσσώρευσης υπέρ των εργαζόµενων τάξεων, αλλά ενεργοποίησε σε όλη την κλίµακα διαδικασίες ταξικού ρεβανσισµού.

 

Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια µένουν…

Οι ιθύνοντες του καπιταλισµού δεν επέδειξαν γενικώς ακαµψία στο να κάνουν µεγάλες αλλαγές στο µοντέλο συσσώρευσης: η ακαµψία περιορίστηκε σε ό,τι σχετίζεται µε τη στρατηγική της λιτότητας και τις πολιτικές µεθόδους επιβολής της ταξικής κυριαρχίας. Κατά τα άλλα, δεν δίστασαν να αποκαθηλώσουν σχεδόν όλα τα «ιερά και όσια» των νεοφιλελεύθερων προταγµάτων της «ιδρυτικής» σχολής του Σικάγο:

• ∆ιακωµώδησαν τη θεµελιώδη διακήρυξη περί «αυτορρύθµισης της αγοράς» και διά ροπάλου απαγόρευσης της κρατικής παρέµβασης µε πολιτικές οικονοµικής στήριξης. Με ένα τερατώδες -και, σε αυτή την περίπτωση, πράγµατι πρωτοφανές- πρόγραµµα διοχέτευσης ρευστότητας  τρισεκατοµµυρίων δολαρίων από τις κεντρικές τράπεζες υλοποιήθηκαν/υλοποιούνται µια πολιτικές παρεµβατισµού που όχι µόνο διέλυσαν τον µύθο περί «αυτορρύθµισης της αγοράς», αλλά διέσωσαν και διασώζουν σε µεγάλη έκταση µη ανταγωνιστικά κεφάλαια, ακόµη και κερδοσκοπικά προϊόντα!

• Παραµέρισαν χωρίς ενοχές το «πρόταγµα» του «βιώσιµου» χρέους, ευνοώντας µε τις πολιτικές των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών την εκτίναξη του κρατικού χρέους στις ισχυρές ιµπεριαλιστικές χώρες (µε µόνη εξαίρεση της Γερµανία) σε επίπεδα πολύ πέρα από αυτά που οι ίδιοι είχαν ορίσει σαν αποδεκτά το 2008-2009. Για να δικαιολογήσουν αυτή τους την παρασπονδία, εφηύραν την έννοια της «εξυπηρετησιµότητας» του χρέους: επισήµως πλέον, δεν ενδιαφέρει αν το χρέος είναι βιώσιµο (µε οποιαδήποτε έννοια) αλλά αν εξυπηρετείται, δηλαδή αν καταβάλλονται εµπρόθεσµα και στο ακέραιο τα τοκοχρεολύσια.

• Σχετικοποίησαν ακόµη και την αξία του «προτάγµατος» που αφορά στον πληθωρισµό (αυστηρή επιτήρηση ώστε νε κυµαίνεται µέχρι το 2%), αλλά ξανά για τον «σωστό λόγο». Μένουν περιδεείς µπροστά στο «παράδοξο του πληθωρισµού» και τη µη αναµενόµενη διακύµανση της καµπύλης Φίλιπς (γιατί ο πληθωρισµός παραµένει καθηλωµένος παρά την ανάκαµψη των ρυθµών ανάκαµψης και τη µείωση της ανεργίας;). Και, αφού το «παράδοξο» επιµένει, την ανάγκη φιλοτιµίαν ποιούντες δήλωσαν πρόσφατα, διά στόµατος του προέδρου της FED (οµιλία στο ετήσιο συνέδριο στο Jackson Hole), ότι η FED θα εγκαταλείψει τις πολιτικές «προληπτικής σύσφιξης» για την αποτροπή της αύξησης του πληθωρισµού και ότι θα επιτρέψει για χρονικές περιόδους ακόµη και αύξησή του πάνω από το «απαραβίαστο» έως χθες όριο του 2% για να αντιµετωπιστούν «αστοχίες» του παρελθόντος.  Κι αυτό για «καλό λόγο»: ο κ. Πάουελ και οι όµοιοί του έχουν πεισθεί ότι ακόµη και η χαµηλή ανεργία, στο πλαίσιο της δρακόντεια επιτηρούµενης λιτότητας, της γενικευµένης επισφάλειας και της διάλυσης των εργασιακών εγγυήσεων, δεν αποτελεί κίνδυνο για ανεπιθύµητη αύξηση του πληθωρισµού. Όµως, εκεί που όχι απλώς σχετικοποιήθηκε αλλά γελοιοποιήθηκε η πολιτική της δρακόντειας επιτήρησης του πληθωρισµού είναι µε τον ασύλληπτο πληθωρισµό στις τιµές των κινητών αξιών (µετοχές, οµόλογα κ.λπ.) πέρα από  κάθε οικονοµική λογική.

Όλα αυτά µπορεί να πλήττουν την αξιοπιστία των νεοφιλελεύθερων «αρχών», αλλά καθόλου δεν πλήττουν τον βασικό πυρήνα του µοντέλου συσσώρευσης: τη στρατηγική της εργασιακής ευελιξίας, της λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων. Που πρέπει να παραµείνουν και να ενισχυθούν «πάση θυσία». Από αυτή την άποψη, το µοντέλο συσσώρευσης παραµένει ακραιφνώς νεοφιλελεύθερο, την ίδια στιγµή που το ίδιο έχει τσαλαπατήσει έως γελοιοποιήσει τις διακηρυγµένες νεοφιλελεύθερες αρχές του.

Βεβαίως όλα αυτά δεν γίνονται από θέση απόλυτης δύναµης: το πραγµατικά πρωτοφανές γεγονός εκδήλωσης µιας δεύτερης δοµικής κρίσης το 2020, 12 χρόνια ύστερα από την κρίση του 2008, έρχεται να φωτίσει το άλλο σηµαντικό γεγονός: ότι αυτό το µοντέλο συσσώρευσης βαρύνεται πλέον µε σοβαρά «υποκείµενα νοσήµατα»: τη γενικευµένη υπερχρέωση δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα, τα ασύλληπτα επίπεδα πληθωρισµού των κινητών αξιών, τους καθηλωµένους ρυθµούς ανάπτυξης, την πολύ χαµηλή παραγωγικότητα. Είναι ένας «ντοπαρισµένος» και φθίνων ταυτόχρονα καπιταλισµός.

 

Ο ανταγωνισµός ΗΠΑ-Κίνας και η κρίση ηγεσίας

Αυτός ο βεβαρηµένος µε «υποκείµενα νοσήµατα» και φθίνων καπιταλισµός βαρύνεται επίσης από την επανεµφάνιση, για πρώτη φορά ύστερα από το τέλος του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου, της κρίσης ηγεσίας στον καπιταλιστικό κόσµο: η άνοδος της καπιταλιστικής Ανατολής και η υποχώρηση της καπιταλιστικής ∆ύσης αποτυπώνεται εύγλωττα στην τάση αµφισβήτησης της αµερικανικής πρωτοκαθεδρίας στον οικονοµικό τοµέα από την Κίνα αλλά και στην συνολική τάση ανατροπής των συσχετισµών στην κορυφή της ιµπεριαλιστικής πυραµίδας. Αυτή η ανατροπή δεν είναι αποτέλεσµα της κρίσης, αλλά ενός άλλου, γνωστού από την Ιστορία παράγοντα: της ανισόµετρης ανάπτυξης, που αργά ή γρήγορα θέτει υπό αµφισβήτηση και ανατρέπει τους συσχετισµούς µεταξύ παλιών «ηγεµόνων» και «αυτοκρατόρων» του καπιταλιστικού κόσµου και νέων, ανερχόµενων δυνάµεων. Είναι ο παράγοντας που βρίσκεται πίσω από δύο παγκοσµίους πολέµους…
Το γεγονός της επανεµφάνισης ενός τέτοιου παράγοντα αυξάνει κατακόρυφα τις εντάσεις και τις µεταδίδει σε όλη την έκταση της ιµπεριαλιστικής αλυσίδας, καθώς οι τάσεις ανατροπής στους κορυφαίους κρίκους της µεταδίδονται σε όλους τους άλλους, φιλτραρισµένοι µέσα από τους ηπειρωτικούς, περιφερειακούς και τοπικούς ανταγωνισµούς. Αυτό µε τη σειρά του έχει τις γνωστές συνέπειες: εντεινόµενη «ρευστοποίηση» στις διεθνείς και περιφερειακές σχέσεις, επιστροφή του κυνισµού και της ωµότητας στις διακρατικές σχέσεις, επιστροφή του εθνικισµού και του µιλιταρισµού, επιστροφή της κούρσας των εξοπλισµών, επιστροφή του κινδύνου του πολέµου και του ίδιου του πολέµου (που βεβαίως ποτέ δεν έλειψε, αλλά τώρα µοιάζει και είναι πολύ απειλητικότερος).    

 

Η πολιτική γεωµετρία του ταξικού ρεβανσισµού

Καθώς ο φθίνων και «παρακµιακός» καπιταλισµός της νέας περιόδου των κρίσεων συναντιέται µε τις συνέπειες της κρίσης ηγεσίας στον καπιταλιστικό κόσµο, το πολιτικό σύστηµα και οι πολιτικές κυβερνητικής και κρατικής διαχείρισης αλλάζουν ανάλογα. Τα χαρακτηριστικά φθίνοντος καπιταλισµού και το γεγονός ότι όλα µπορούν να αλλάξουν εκτός από τη λιτότητα, που αλλάζει µόνο για να επιδεινωθεί· το γεγονός ότι οι εργαζόµενες τάξεις υποφέρουν για να διατηρούνται πάση θυσία και πάση δυνάµει τα κέρδη σε υψηλά επίπεδα· το γεγονός ότι διαψεύδονται παταγωδώς οι υποσχέσεις της δεκαετίας του ’90 για νέα εποχή «δηµοκρατίας και ευηµερίας»· ο σκυλοκαβγάς ανάµεσα στα µεγάλα αφεντικά του πλανήτη µε υψηλές δόσεις κυνισµού και ωµότητας· η αδυναµία εν τέλει να προβληθεί ένα πειστικό ηγεµονικό σχέδιο από τις επιµέρους αστικές τάξεις και τους διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισµούς – όλα συντείνουν και οδηγούν σε καπιταλιστική κρίση ηγεµονίας. Η κατάρρευση της σοσιαλδηµοκρατίας ως ρεφορµιστικής δύναµης που µπορεί να οργανώνει και να εκπροσωπεί ρεφορµιστικές κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές αντίστασης και η ήττα της αριστεράς ως εναλλακτικής προσδίδει στην κρίση ηγεµονίας παρακµιακές όψεις συνδυασµένες µε µεγάλες δόσεις κρατικής ωµότητας (διαρκώς εντεινόµενες όψεις κράτους «έκτακτης ανάγκης») και πολιτικής-ιδεολογικής παλινδρόµησης σε αυταρχικά και συντηρητικά πρότυπα και µεθόδους κυβερνητικής και κρατικής διαχείρισης. Αυτό µε τη σειρά του γεννά τις συνθήκες για να κερδίσουν έδαφος και να αυξήσουν τη δυναµική τους η άκρα δεξιά και οι φασίστες.

Η κρίση ηγεσίας στον καπιταλιστικό κόσµο και οι ποικίλες συνέπειές της (στις οποίες αναφερθήκαµε στα προηγούµενα) συνυφαίνονται µε τις συνέπειες της κρίσης ηγεµονίας και παράγουν/εντείνουν κάθε είδους παρακµιακά φαινόµενα και παλινδοµήσεις, ιδεολογικά και πολιτικά.

Ο κοινός παρονοµαστής είναι τούτος: ο φθίνων καπιταλισµός της κρίσης ηγεµονίας δεν µπορεί να κυβερνήσει και διατηρήσει την κυριαρχία του παρά µόνο µέσα από µεθόδους όπως αυτές: µέσα από τη συνεχή περιθωριοποίηση και υποβάθµιση των εργαζόµενων τάξεων σε όλα τα επίπεδα: εργασιακές σχέσεις, εισόδηµα, συνδικαλιστικά δικαιώµατα·µέσα από τη συνεχή υποδαύλιση του «κοινωνικού αυτοµατισµού» (διάσπαση και πόλεµος µεταξύ τµηµάτων των θυµάτων των πολιτικών λιτότητας), τη συνεχή υποδαύλιση παραδοσιακών συντηρητικών ή και υπερσυντηρητικών ιδεών, τη συγκρότηση ταξικού µπλοκ εξουσίας µε νευραλγικό τον ρόλο των αποκτηνωµένων και αφηνιασµένων µικροαστών και λούµπεν «πρωτοποριών» που στρέφονται ενάντια στους πιο φτωχούς και εξαθλιωµένους (µετανάστες και πρόσφυγες, ροµά κ.λπ.). Αυτές είναι οι ανάγκες και τα προτάγµατα που διέπουν τις ηγεµονικές εκδοχές των αστικών δυνάµεων, κι όχι κάποιας ακροδεξιάς ή των φασιστών. Με τη διαφορά ότι οι πρώτοι έχουν ακόµη την ανάγκη να προβάλλουν σχετικά «ήπιες» εκδοχές τους, ενώ η άκρα δεξιά και οι φασίστες, κολυµπώντας σαν το ψάρι στο νερό, έχουν όλη την καλή θέληση και την ευχέρεια να το πάνε πολύ παραπέρα.      

Το πολιτικό σύστηµα του φθίνοντος καπιταλισµού είναι οργανωµένο πάνω στην νέα «κεντρική ιδέα» της κυβερνητικής και κρατικής διαχείρισης: του γενικευµένου ταξικού ρεβανσισµού και της γενικευµένης παλινδρόµησης σε µεθόδους και ιδεολογίες παλιότερων εποχών.

 

Κυβέρνηση της Ν∆, ακροδεξιά και φασισµός, ΣΥΡΙΖΑ

Το πολιτικό σύστηµα στην Ελλάδα δεν αποτελεί παρά µια εµφατική επιβεβαίωση όλων των παραπάνω:

• Η κυβέρνηση της Ν∆ είναι µια κυβέρνηση ταξικού ρεβανσισµού σε όλη τη γραµµή: µια κυβέρνηση που µισεί την εργατική τάξη και τις εργατικές κατακτήσεις και έχει βάλει στόχο να τις ξεθεµελιώσει· µια κυβέρνηση που µισεί τη Μεταπολίτευση στο βαθµό που σηµατοδοτεί κατακτήσεις των εργαζόµενων τάξεων και ιδέες της Αριστεράς, και έχει αποδυθεί σε συστηµατική προσπάθεια να τις ανασκευάσει (ιστορικός αναθεωρητισµός)· µια κυβέρνηση που επιδιώκει να επιβάλει λατινοαµερικανικές µορφές αστυνοµικής βίας και καταστολής· µια κυβέρνηση που διατηρεί και επεκτείνει τις όψεις κράτους έκτακτης ανάγκης των µνηµονίων· µια κυβέρνηση που δεν ανέχεται απλώς, αλλά νοµιµοποιεί µε δηλώσεις στελεχών της, πράξεις και παραλείψεις τη γενικευµένη παλινδρόµηση σε υπερσυντηρητικές ιδέες· µια κυβέρνηση που όχι απλώς υποδαυλίζει τα πιο χαµερπή ένστικτα του φαιοκίτρινου ακροδεξιού όχλου, αλλά τον εγκολπώνεται και συγκυβερνά µαζί του· µια κυβέρνηση που προσοµοιάζει µε την προδικτατορική ΕΡΕ!

• Με µια τέτοια κυβέρνηση και καθώς ο κίνδυνος από τα κάτω και αριστερά δεν υπάρχει πλέον (µέχρι να επανεµφανιστεί) ύστερα από την ήττα του 2015, ο «καθαρός» φασισµός της Χρυσής Αυγής δεν είναι απαραίτητος (όπως ήταν το 2011-12 και µέχρι το 2015), αν και καθόλου δεν αποκλείεται να ξαναγίνει απαραίτητος στο µέλλον. Με µια τέτοια κυβέρνηση και µέχρι αυτή να αρχίσει να εµφανίζει συµπτώµατα ανοιχτής κρίσης, η ακροδεξιά δεν έχει µεγάλα περιθώρια µαζικής ανεξάρτητης πολιτικής έκφρασης. Η µαζικοποιηµένη κοινωνική ακροδεξιά εκφράζεται κυρίως µέσα από τη Ν∆ ή και σε µια σχέση µέσα/έξω.     

Έχουµε απέναντί µας µια τέτοια κυβέρνηση, του πολεµικού καπιταλισµού. Έχουµε επίσης την ξέπνοη και εκφυλισµένη σε βαθµό πλήρους ανικανότητας να αντιπολιτευτεί µια τέτοια κυβέρνηση (που δίνει χιλιάδες αφορµές) σοσιαλδηµοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ. Έχουµε µια κυβέρνηση του ταξικού ρεβανσισµού και µια αντιπολίτευση της ταξικής προδοσίας.
Οι αγωνιστές/στριες των κινηµάτων αντίστασης και της Αριστεράς πρέπει επειγόντως και σοβαρά να συζητήσουν και να βρουν απαντήσεις στο καίριο ερώτηµα: πώς θα (ξανα)γίνουµε αξιόµαχοι αντίπαλοι του συγκεκριµένου, «πολεµικού» καπιταλισµού οικοδοµώντας µια αξιόµαχη, µαζική αντικαπιταλιστική – επαναστατική αριστερά.

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.