
του Βαγγέλη Λιγάση
Ολυμπιάδα του Παρισιού
Διαβάζουμε αυτές τις ημέρες για την προετοιμασία των Ολυμπιακών αγώνων στο Παρίσι (26/7 – 11/8/2024), ταυτόχρονα με τις ραγδαίες πολιτικές διεργασίες που πυροδότησε ο Μακρόν μετά τις πρόσφατες ευρωεκλογές.
Η μακρόχρονη ταξική πόλωση της Γαλλικής κοινωνίας, όπως εκφράστηκε με την μόνιμη αναταραχή στα προάστια των φτωχών και μεταναστών 2ης-3ης γενιάς, τα «κίτρινα γιλέκα», τις κινητοποιήσεις ενάντια στην αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση κ.λπ. ψάχνει διέξοδο να εκφραστεί μέσα από «λαϊκά μέτωπα», ταυτόχρονα με την σύμπτυξη του «μαύρου μετώπου» των μεγαλοαστών με τους «νοικοκυραίους», ενάντια σε αυτό που η Μαρί Λεπέν ονομάζει «ισλαμοαριστερισμό»…
Ωστόσο, η συνέχιση της καταστολής του ανεξαρτησιακού αγώνα στην μακρινή Νέα Καληδονία δεν αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ των δύο μετώπων (άλλωστε ολυμπιακό αγώνισμα θα διεξαχθεί και στην γαλλική αποικία της Ταϊτής 15.600 χλμ. μακριά) , όπως δεν αμφισβητείται η συνέχιση εδώ και χρόνια του αστυνομοκρατικού καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης» με τις υπερεξουσίες του Προέδρου, όπως έγινε φανερό και με την κύρωση του νόμου για το ασφαλιστικό, χωρίς την έγκριση της βουλής. Η «συνέχιση του κράτους» θεωρείται δεδομένη και ο υποψήφιος της ακροδεξιάς Μπαρντελά έκανε σαφές ότι δεν θα αλλάξει τίποτε στο πρόγραμμα και την διαχείριση των Ολυμπιακών Αγώνων, εφόσον κερδίσει τις εκλογές.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ανατέθηκαν στο Παρίσι το 2024 και στο Λος Άντζελες το 2028, καθώς αποσύρθηκαν η Ρώμη (λόγω δημοσιονομικών δυσκολιών), το Αμβούργο και η Βουδαπέστη (μετά από δημοψηφίσματα των κατοίκων…). Αυτοί οι Ολυμπιακοί εκτιμάται ότι θα κοστίσουν 8,9 δις €, με το κόστος των νέων αθλητικών εγκαταστάσεων και υποδομών να είναι «μόνο» 2,5 δις (θα κατασκευαστεί μόνο ένα νέο ολυμπιακό κολυμβητήριο) αξιοποιώντας τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις. Η διοργάνωση κοστολογήθηκε στα 3,8 δις και τα υπόλοιπα (2,6 δις €) απορροφούνται κατά κύριο λόγο από την ενίσχυση της «ασφάλειας». 45.000 αστυνομικοί και 18.000 στρατιώτες θα επικουρούνται από 22.000 ιδιώτες για την επίτευξη του στόχου.
Ήδη, 13.000 χιλιάδες άστεγοι, χρήστες ουσιών και πόρνες απομακρύνθηκαν από το Παρίσι και τη γύρω περιοχή στο πλαίσιο μιας επιχείρησης «ευπρεπισμού» ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων. Σε αυτούς που μετακινήθηκαν περιλαμβάνονται αιτούντες άσυλο, καθώς και οικογένειες και παιδιά που βρίσκονται ήδη σε επισφαλή κατάσταση. Ο Paul Alauzy, συντονιστής στους “Γιατρούς του Κόσμου”, κατηγόρησε τις αρχές για «κοινωνική εκκαθάριση» του πιο ευάλωτου πληθυσμού της πόλης. «Κρύβουν τη δυστυχία κάτω από το χαλί», είπε. Η Άν Ινταλγκό, η δήμαρχος του Παρισιού, δήλωσε ότι το δημαρχείο ζητούσε από την κυβέρνηση, η οποία είναι υπεύθυνη για τη στέγαση έκτακτης ανάγκης, να παρουσιάσει ένα αξιόπιστο σχέδιο για τη στέγαση των περίπου 3.600 ανθρώπων που ζουν στο κέντρο της πρωτεύουσας «εδώ και χρόνια» (από την εποχή του «Γιάννη – Αγιάννη» θα συμπληρώναμε εμείς, δηλ. του καπιταλισμού). Πέρσι επέμεινε ότι κανείς δεν θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την πόλη.
«Στην αρχή είπαν ότι θα βρουν 400 θέσεις, μετά 200, και τώρα έχουν πέσει στις 80. Εμείς σκεφτήκαμε ένα σχέδιο για τη δημιουργία 1.000 επειγουσών θέσεων – το απέρριψαν και μας είπαν ότι δεν έχουν χρήματα».
Όλο αυτό το «γαϊτανάκι» σπατάλης πόρων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες μαζί με την τρομοϋστερία και τις σχετικές δαπάνες «ασφάλειας» των αγώνων συν την θλιβερή 20ετία που ακολούθησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 (για την οποία θα αναφερθούμε προς το τέλος), μας αναγκάζει να πούμε λίγα πράγματα για το τι ήταν/είναι και το τι δεν ήταν/είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αρχαιότητας
Είναι οι αγώνες που υποτίθεται πρεσβεύουν το «αθλητικό ιδεώδες» της ευγενούς άμιλλας με μόνη ανταμοιβή την δόξα του αθλητή, της ειρήνευσης – συναδέλφωσης μέσω της εκεχειρίας (παύσης των εχθροπραξιών) κατά την διάρκεια των αγώνων κ.λπ. Η ιστορία του Διαγόρα από την Ρόδο, ολυμπιονίκης ο ίδιος στην πυγμή (μποξ), που σύμφωνα με τον μύθο παρακινήθηκε να πεθάνει όταν οι δύο γυιοί του Δαμάγητος και Ακουσίλαος, ολυμπιονίκες και αυτοί στην 83η Ολυμπιάδα το 448 π.Χ. (στο παγκράτιο – κατς και στην πυγμή αντίστοιχα) τον περιέφεραν στους ώμους τους μετά την νίκη τους, ήταν η πιο χαρακτηριστική.
Χαρακτηριστική, γιατί αναφέρεται σε μία ταξική – δουλοκτητική κοινωνία που η αναπαραγωγή της είχε σαν βάση το κληρονομικό δικαίωμα προς τους γιούς (μόνο), που υποτίθεται ενσάρκωναν τα προτερήματα των προγόνων τους.
Στην πραγματικότητα, οι αγώνες αφορούσαν όχι μόνο τους «ελεύθερους» άνδρες πολίτες του ελληνικού κόσμου, αλλά τους πιο εύπορους από αυτούς. Πράγματι, τόσο οι αθλητές που έπρεπε να μείνουν και να προπονηθούν στην Ολυμπία μήνες πριν τους αγώνες, όσο και οι θεατές που θα έκαναν ένα πολυήμερο και πολυέξοδο ταξίδι, για τα δεδομένα της εποχής, θα έπρεπε να «είχαν τον τρόπο τους».
Η αρχή των αγώνων ανάγεται στην περιοχή του μύθου (π.χ. στην Ιλιάδα, οι αγώνες που διοργάνωσε ο Αχιλλέας προς τιμή του Πάτροκλου) και είχαν να κάνουν με ταφικές τελετές επιφανών προσώπων της εποχής τους (βασιλιάδες κ.λπ.). Μάλιστα, έχει τεκμηριωμένα υποστηριχθεί ότι αρχικά ήταν πραγματικοί αγώνες για την κληρονομική διαδοχή μεταξύ συγγενών ή άλλων επιδόξων διεκδικητών της περιουσίας (συμπεριλαμβανομένης της συζύγου) του τεθνεώτος (όπως π.χ. στην Οδύσσεια, με τους «μνηστήρες»).
Σε κάθε περίπτωση, δεν μετρούσε απλά «η συμμετοχή», «ο νικητής τα παίρνει όλα», ή όπως αντανακλάται στο ομηρικό απόφθεγμα που μέρος του κοσμεί τα στρατιωτικά εθνόσημα της σύγχρονης Ελλάδας «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων» (πάντα να αριστεύεις και να ξεπερνάς τους άλλους).
Ο αθλητισμός/σωματική άσκηση των αρχαίων, πασίδηλα είχε στρατιωτική σκοπιμότητα, καθώς ο «εχθρός» δεν ήταν απλώς στην διπλανή πόλη, αλλά έξω από την πόρτα στα διπλανά χωράφια (όπως οι είλωτες και οι εξεγέρσεις τους που διαμόρφωσαν την σπαρτιατική κοινωνία).
Η απερίγραπτη βία και οι θάνατοι ήταν «φυσικό» χαρακτηριστικό των αρχαίων αγώνων, αν και όπως έγραφε ο κατ’ επάγγελμα υμνητής των ολυμπιονικών Πίνδαρος αποκρύπτονταν συστηματικά για να μην μειωθεί η συμμετοχή.
Ο «ερασιτεχνισμός» των συμμετεχόντων είναι ένα μεγάλο ψέμα, καθώς πέρα από το στεφάνι ελιάς, οι ολυμπιονίκες απολάμβαναν σοβαρά υλικά προνόμια στις πόλεις τους, σε αντιστοιχία πιθανά μεγαλύτερα από τους σημερινούς ακριβοπληρωμένους αθλητές (π.χ. ισόβια δωρεάν σίτιση στο πρυτανείο και 500 δραχμές = 500 μέδιμνοι στάρι ή 100 βόδια στην αρχαία Αθήνα, 5 τάλαντα = 30.000 δραχμές στις πλούσιες «τυραννίες» της Σικελίας). Σε κάθε περίπτωση, όσο εξελισσόταν η ταξική κοινωνία τόσο επαγγελματικοποιούνταν οι αγώνες με πολιτογραφήσεις – «μεταγραφές» αθλητών, δωροδοκίες κλπ.
Τέλος, η αίγλη που προσέδιδαν στους αγώνες μεταφραζόταν σε πολιτική εκμετάλλευση τους, από πλούσιους που μπορούσαν να κερδίσουν το έπαθλο του Ολυμπιονίκη χωρίς να συμμετέχουν οι ίδιοι στο δαπανηρό και επικίνδυνο αγώνισμα της αρματοδρομίας, φτάνει να μπορούσαν να αγοράζουν και να συντηρούν άλογα, άρματα και ηνιόχους (όπως ο Αλκιβιάδης στην 91η Ολυμπιάδα που έστειλε 7(!) άρματα κερδίζοντας την 1η την 2η και την 4η θέση, μαζί και την αρχηγία στην εκστρατεία των Αθηναίων κατά της Σικελίας), τυράννους ή επίδοξους τέτοιους με την ίδια μέθοδο ή με την αφιέρωση αναθημάτων (πλούσια δώρα) στην Ολυμπία, όπως ο Φίλιππος Β΄μετά την καταστροφική για την αρχαία Ελλάδα μάχη της Χαιρώνειας ή ο Ρωμαίος στρατηγός Μόμμιος μετά την σφαγή της Λευκόπετρας (146 π.Χ.) και την ισοπέδωση και εξανδραποδισμό της Κορίνθου…
Αυτά τα «έθιμα» επιβίωσαν στους ρωμαϊκούς χρόνους αλλά και στους αναβιωμένους Ολυμπιακούς Αγώνες του 20ου αι. Ο ίδιος ο Κουμπερντέν θα κερδίσει μετάλλιο …«αθλητικής λογοτεχνίας» το 1912, οι Πάτον και Μακάρθουρ θα εξαργυρώσουν ολυμπιακές νίκες με εντυπωσιακή ανέλιξη στην στρατιωτική ιεραρχία, μέχρι και ο έκπτωτος και προσφάτως εκλιπών μονάρχης μας, Κοκκός, με το «στημένο» μετάλλιο ιστιοπλοΐας στην Ολυμπιάδα της Ρώμης το 1960.
Η αναβίωση των Ολυμπιάδων
Η πρόταση για αναβίωση των Ολυμπιάδων διατυπώνεται ρητά αμέσως μετά την Γαλλική Επανάσταση στην Εθνοσυνέλευση το 1790. Πέντε χρόνια μετά το Διευθυντήριο προκηρύσσει την ανασύσταση των Ολυμπιακών Αγώνων «για την ενίσχυση της εθελοντικής στρατιωτικής προετοιμασίας των νέων». Η επαναστατική τότε αστική τάξη προκαλεί την καθολική εκκλησία και προτρέπει στην καθολική συμμετοχή του λαού στην άμυνα.
Ωστόσο, η χώρα που πρώτη ανέπτυξε τον σύγχρονο αθλητισμό ήταν η Αγγλία, η πρώτη χώρα που πάτησε στα γερά θεμέλια του άνθρακα και του σιδήρου. Με τους κανόνες της βιομηχανίας (τυποποίηση, ακριβής μέτρηση, ρεκόρ κ.λπ.) στα σχολεία που φοιτούσε η μελλοντική γενιά της άρχουσας τάξης, προσπάθησαν να διαμορφώσουν μελλοντικούς αρχηγούς σε ένα σύστημα επιβίωσης των ικανότερων. Οι πρώτοι κανόνες ποδοσφαίρου καταγράφηκαν στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Τίποτε δεν εμπόδιζε τους Άγγλους «ερασιτέχνες» της εποχής να λαμβάνουν χρηματικά έπαθλα. Ο διαχωρισμός μεταξύ ερασιτέχνη και επαγγελματία είχε κοινωνικά κριτήρια: «ερασιτέχνης» ήταν συνώνυμο του τζέντλεμαν και επαγγελματίας του χειρώνακτα εργαζόμενου. Όταν σταδιακά προς το τέλος του 19ου αιώνα ο καπιταλισμός ωρίμασε και χρειαζόταν ειδικευμένη και σχετικά υγιή εργατική δύναμη, η αργία του Σαββατιάτικου απογεύματος, άνοιξε τον δρόμο για τα λαϊκά σπορ και την σταδιακή επαγγελματικοποίηση των αθλητών.
Αντίστοιχα, ο γάλλος βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν εκστασιασμένος από το αγγλικό μοντέλο (και τον αγγλικό ιμπεριαλισμό) ταξιδεύει στο αγγλικό σχολείο Rugby, όπου μορφώνονται οι γόνοι της άρχουσας τάξης και ονειρεύεται «αγώνες για την ελίτ, μια ελίτ συμμετεχόντων,…, μια ελίτ θεατών, εκλεπτυσμένων ανθρώπων, όπως καθηγητές, διπλωμάτες, στρατηγοί…».
Και τα κατάφερε! Συνέστησε την Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) με ισόβιους εκλεκτούς «προσκεκλημένους» που δεν λογοδοτούν πουθενά (ούτε και αποφασίζουν πέρα από τον στενό πυρήνα του Προέδρου) παρά μόνο εισπράττουν (ή δωροδοκούνται όπως αποδείχτηκε πολλάκις) και διοργάνωσε την πρώτη Ολυμπιάδα (για λόγους ισορροπιών και «τιμής ένεκεν») στην Αθήνα και τις επόμενες με μια «ελίτ» συμμετεχόντων. Χαρακτηριστικά ο Σπύρος Λούης ήταν ο μοναδικός ίσως ολυμπιονίκης του 1896 που δεν ανήκε στην άρχουσα τάξη. Η συντριπτική πλειονότητα των υπολοίπων νικητών ήταν «γόνοι καλών οικογενειών» που διέπρεψαν αργότερα σαν βουλευτές, διπλωμάτες, στρατηγοί, επιχειρηματίες κ.λπ.
Ο ίδιος ο Λούης, αγωγιάτης (αμαξάς) στο επάγγελμα, κατηγορήθηκε, χωρίς να αποδειχθεί, ότι έκλεψε ανεβαίνοντας σε άμαξα. Το γεγονός είναι ότι προηγούμενα δεν συμμετείχε σε κανέναν αγώνα, στα προκριματικά έκανε τον 17ο χρόνο, αλλά τελικά συμμετείχε ελέω του ταγματάρχη του στον στρατό και αρχηγού των κριτών, ενώ και αργότερα δεν συμμετείχε σε κανέναν αγώνα, έστω σε εθνικό επίπεδο (κάτι σαν την μεταγενέστερη Ολυμπιονίκη Βούλα Πατουλίδου)… Όταν τον ξαναχρειάστηκε το ελληνικό κράτος για την ενίσχυση της ναζιστικής φιέστας το 1936, γέρος και φτωχός, ξαναέδωσε το παρόν…
Στις επόμενες Ολυμπιάδες, Παρίσι 1900, Σαιν Λούις 1904 κ.λπ., ο ελιτίστικος χαραχτήρας των εκδηλώσεων (αν και στα περιθώρια Διεθνών Εμπορικών Εκθέσεων – εμποροπανηγύρεων) παραμένει. Συμμετέχουν λευκοί «ερασιτέχνες» αθλητές από Ευρώπη και Β. Αμερική. Χαρακτηριστικά, στο Σαιν Λούις διοργανώθηκαν και «ανθρωπολογικές ημερίδες», όπου αθλητές από εξωτικά μέρη (Πυγμαίοι, Ιάπωνες Αϊνοί, Παταγόνιοι, Φιλιππινέζοι Μόρος, Ινδιάνοι Σιού αλλά και Τούρκοι και Σύριοι) αντιμετωπίστηκαν ως «αξιοθέατα». Στην Στοκχόλμη το 1912 αφαιρέθηκαν τα μετάλλια του Αμερικανού υπεραθλητή Τζιμ Θορπ, όταν ανακαλύφθηκε ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Ουάτοχακ και ήταν Ινδιάνος, με το πρόσχημα συμμετοχής σε αγώνα μπέιζμπολ επ’ αμοιβή. Για αντίστοιχες περιπτώσεις λευκών αθλητών δεν υπήρχε παράπτωμα…
Το 1920, μετά τον Α΄Π.Π. στην Αμβέρσα δεν προσκλήθηκαν οι ηττημένοι του Πολέμου, ενώ και στην Ολυμπιάδα του 1924 στο Παρίσι πάλι δεν δόθηκε βίζα σε Γερμανούς αθλητές.
Οι αγώνες έχουν μπει για τα καλά στην υπηρεσία του εθνικισμού και του πολέμου.
Ο Κουμπερντέν πλέον μεταστρέφεται : «…ο αθλητισμός ήταν μια περιστασιακή απασχόληση για πλούσιους νέους. Η επιτροπή μας προσπάθησε να τον κάνει ψυχαγωγική δραστηριότητα της μικροαστικής τάξης. Τώρα πρέπει να γίνει προσιτός στην εργατική νεολαία…».
Η Ολυμπιάδα των Ναζ
Από το 1932 που ανατέθηκε στο Βερολίνο, έως το 1936 που διοργανώθηκε η 11η Ολυμπιάδα, οι φυλακές είχαν γεμίσει από αριστερούς, συνδικαλιστές και «κατώτερες φυλές». Το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Νταχάου είχε πλημμυρίσει από φιλοξενούμενους και οι «νόμοι της Νυρεμβέργης» για την στέρηση της ιθαγένειας και της προστασίας των νόμων για τους Εβραίους ήταν σε ισχύ. Οι απανταχού δημοκράτες άρχισαν να ζητούν αλλαγή της τοποθεσίας τέλεσης των Ολυμπιακών του 1936. Η καθολική Εκκλησία για τους δικούς της λόγους (θεωρούσε τις τελετές των ναζί ειδωλολατρικές) ζητούσε μποϊκοτάζ. Η Αμερικανική Συνομοσπονδία Εργατών (AFL) στο ιστορικό απόγειο της δράσης της μάζεψε εκατομμύρια υπογραφές και διοργάνωσε μαζικές διαδηλώσεις το 1935 επίσης για μποϊκοτάζ των αγώνων. Ωστόσο, η ΔΟΕ και οι λοιπές αθλητικές αρχές είχαν αντίθετη άποψη. Ο πρόεδρος της αμερικανικής ολυμπιακής επιτροπής επιχειρηματίας Μπράντεϊζ, στενός φίλος του Ρίτερ μέλους της ΔΟΕ και αρχηγού των ταγμάτων εφόδου SA (που μεταπολεμικά θα παραμείνει σε ηγετική θέση στην ΔΟΕ) εισηγήθηκε θετικά. Ο στρατηγός Σέριλ μετά από επίσκεψη στην Γερμανία το 1935 θα δηλώσει: «…όσο για τα εμπόδια που δεν επιτρέπουν στους Εβραίους αθλητές να φτάσουν στην Ολυμπιάδα, δεν θα είχα καμιά δουλειά να τα κουβεντιάσω στην Γερμανία, όπως δεν θα είχαν καμιά δουλειά και οι Γερμανοί να επιχειρήσουν να ανοίξουν κουβέντα για την κατάσταση των Νέγρων στον αμερικάνικο Νότο ή για την μεταχείριση που υφίστανται οι Ιάπωνες στην Καλιφόρνια». Σαν αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ έστειλαν την μεγαλύτερη μέχρι τότε και μια από τις μεγαλύτερες στην ιστορία ολυμπιακή ομάδα (μεγαλύτερη και από την γερμανική).
Οι αγώνες του Βερολίνου το 1936 είναι ένα σημείο καμπής στις σύγχρονες Ολυμπιάδες.
Είναι οι αγώνες του γιγαντισμού. Όλα είναι τεράστια: το στάδιο (120.000 θεατές), οι δαπάνες, τα τεχνικά μέσα που διατίθενται (φώτο-φίνις, κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, κινηματογραφικές λήψεις από αερόστατο, ακόμη και για την ταινία Ολυμπία της κινηματογραφίστριας των ναζί Ρίφενταλ δαπανήθηκαν 400 χλμ. φιλμ)! Παρεμπιπτόντως, εφεύρημα της Ρίφενταλ ήταν και η τελετή της Ολυμπιακής φλόγας, των ιερειών (του Δία;) κλπ., η οποία αναπαράγεται με περισσή σπουδαιοφανή γελοιότητα μέχρι σήμερα.
Ο Χίτλερ, όταν επιθεωρούσε τις εγκαταστάσεις, παραπονιόταν ότι όλα «είναι πολύ μικρά». Η προπαγάνδα της ισχύος μέσα από την φαντασμαγορία δεν έβαζε ποσοτικούς φραγμούς στα μυαλά των ναζί…
Ωστόσο, το πιο σημαντικό στοιχείο που χαρακτήρισε την Ολυμπιάδα του Βερολίνου είναι η εντατικοποίηση και συστηματοποίηση του ανταγωνισμού μεταξύ των εθνικών αθλητισμών.
Οι μιλιταριστικές δικτατορίες τελικά επικράτησαν το 1936. Με τον πλέον αντικειμενικό τρόπο καταμέτρησης ήταν φανερό ότι η ναζιστική Γερμανία πήρε πολύ περισσότερα μετάλλια από τις ΗΠΑ, η Ιταλία ξεπέρασε την Γαλλία και η Ιαπωνία την Αγγλία…
Οι Μεταπολεμικές Ολυμπιάδες
Από το 1952 που η ΔΟΕ έκρινε «ώριμη» την σταλινική Σοβιετική Ένωση για να την προσκαλέσει, οι αγώνες έγιναν ένα ακόμη πεδίο αντιπαράθεσης του «Ψυχρού Πολέμου» ανάμεσα στον ιδιωτικό (ΗΠΑ και «Δύση») και κρατικό (ΕΣΣΔ και δορυφόροι) καπιταλισμό.
Τα εκατέρωθεν μποϊκοτάζ (στην Μόσχα το 1980 από την «Δύση» και στο Λος Άντζελες το 1984 αντίστροφα) είναι γνωστά. Το Μποϊκοτάζ στην Ολυμπιάδα του Μόντρεαλ από 31 Αφρικανικές χώρες ενάντια στην συμμετοχή της Νέας Ζηλανδίας, λόγω της καταπίεσης των ιθαγενών Μαορί και της αθλητικής συνεργασίας με την Ν. Αφρική, σχετικά άγνωστο.
Η «επιστήμη» του πρωταθλητισμού έφτασε σε δυσθεώρητα και ολίγον δυστοπικά ύψη…
Αθλητές που επιλέγονται και «στρατεύονται» από τρυφερή ηλικία, υφίστανται βασανιστήρια του σώματος, ντοπάρισμα με αιμοσφαιρίνη, λογής χημικά και μεθόδους, απολαμβάνουν εξαιρετικά προνόμια στην υπηρεσία της εκάστης «πατρίδας» (στην Ελλάδα είναι επακριβώς προσδιορισμένα με τον Ν. 2725/99 που προβλέπει τον «τιμοκατάλογο» παροχών σε κάθε επίπεδο αθλητικής διάκρισης, ακόμη και σχολικό) και της νίκης εναντίον των εχθρών στον συμβολικό πεδίο «τιμής».
Όπως εξηγούσε ο Γεν.Γραμ. Αθλητισμού της χούντας Ασλανίδης: «Ο αθλητισμός αποτελεί εθνική ανάγκη, διότι κατέστη μέσο προπαγάνδας και εθνικής υπερηφανείας… Συντελεί εις την προβολή του κοινωνικοπολιτικού συστήματος ενός κράτους».
Βέβαια, το προσδόκιμο επιβίωσης για τους πρωταθλητές είναι (αποδεδειγμένα μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ) πολύ μικρότερο των κοινών θνητών (πρόχειρο παράδειγμα η Αμερικανίδα Γκρίφιθ) για να επιβεβαιωθεί ο Γαληνός, γιατρός του 2ου αι. μ.Χ., που χαρακτήριζε τους πρωταθλητές ως το χειρότερο είδος ανθρώπων σε ότι έχει σχέση με την σωματική υγεία (το «νους υγιής εν σώματι υγιεί» είναι μετάφραση στα αρχαία ελληνικά μιας ευχής σύγχρονου του Γαληνού, Ρωμαίου σατιρικού ποιητή, του Decimus Junevalis).
Από το 1960 στην Ρώμη και την είσοδο των τηλεοπτικών «δικαιωμάτων» στο budget της ΔΟΕ, η πλήθυνση των εξόδων, των αθλημάτων κλπ. σταδιακά εκτοξεύεται (στους φετινούς Ολυμπιακούς καινούριο «άθλημα» θα είναι το …brakedance).
Το παγκόσμιο κίνημα του 1968 θα προσπαθήσει στο Μεξικό να σημαδέψει τους αγώνες. Τελικά, οι φοιτητικές ενώσεις και τα εργατικά συνδικάτα του Μεξικού διαμαρτυρόμενα ενάντια στην προκλητική σπατάλη, θα πληρώσουν βαρύ φόρο αίματος («επίσημα» 200 νεκροί, 2.000 τραυματίες) στην πλατεία των «Τριών Πολιτισμών». Στους εκπροσώπους του κινήματος μέσα στους αγωνιστικούς χώρους, Αφροαμερικανούς αθλητές Τόνι Σμιθ, Τζον Κάρλος, Λη Έβανς, Λάρι Τζέιμς και Ρον Φρίμαν που απέστρεψαν το βλέμμα από την αστερόεσσα σηκώνοντας γαντοφορεμένες γροθιές ή φορώντας τους μαύρους μπερέδες των «Μαύρων Πανθήρων», θα τους αφαιρεθούν τα μετάλλια και θα αποβληθούν πάραυτα από κάθε αθλητική δραστηριότητα. Σε κάθε περίπτωση τα «Ολυμπιακά ιδεώδη» θα θριαμβεύσουν…
Το 1972 στο Μόναχο 4 Παλαιστίνιοι Φενταγίν θα εισβάλλουν στο Ολυμπιακό χωριό και θα απαγάγουν 11 Ισραηλινούς αθλητές διεκδικώντας να τους ανταλλάξουν με 200 Παλαιστίνιους κρατούμενους στις ισραηλινές φυλακές. Η σοσιαλδημοκρατική Γερμανική κυβέρνηση μαζί με την ισραηλινή υπηρεσία πληροφοριών Μοσάντ, θα προσποιηθούν συνδιαλλαγή για να τους παρασύρουν εκτός Ολυμπιακών εγκαταστάσεων και να τους σκοτώσουν όλους (και τους ομήρους). Πάλι, τα «Ολυμπιακά ιδεώδη» θα θριαμβεύσουν, οι αγώνες συνεχίζονται αδιάλειπτα…
Στην Σεούλ το 1988 απέναντι στο «ζωηρό» εργατικό κίνημα της χώρας η κυβέρνηση θα παρατάξει 620.000 στρατιώτες και 120.000 πάνοπλους αστυνομικούς. Η τελική υποταγή των συνδικάτων στην «μεγάλη ιδέα» του Έθνους, θα σημάνει την περιθωριοποίηση στις επόμενες δεκαετίες αυτής της «ζωηράδας».
Η Ολυμπιάδα της Αθήνας 2004
Πάνε μόλις 20 χρόνια από την «ισχυρή» Ελλάδα του Σημίτη, που μας έβαζε στην ευρωζώνη, διεκδικούσε και κέρδιζε την διοργάνωση σύγχρονης Ολυμπιάδας. Τελικά, και μετά την κατάκτηση του Euro 2004, στις πρώτες θέσεις των επισήμων κάθησε η νέα κυβέρνηση του Κωστάκη Καραμανλή, αλλά τα «εύσημα» ανήκουν στο ΠΑΣΟΚ. Ήταν αυτοί κυβέρνηση όταν βοήθησαν την γυναίκα ενός μεγαλοβιομήχανου (του Αγγελόπουλου της Χαλυβουργικής) να εξαγοράσει την διοργάνωση από τους «αθάνατους» της ΔΟΕ (το κόστος αυτό και ποιος το επιμερίστηκε δεν θα το μάθουμε ποτέ, αλλά η τεχνογνωσία μένει), να μεταγράψει αθλητές και προπονητές από τις πρώην ανατολικές χώρες στα «γαλανόλευκα», εξασφαλίζοντας υλική και επιστημονική υποστήριξη για σημαντική συγκομιδή μεταλλίων και τελικά να αναθέσει σε έναν ιδιώτη, την ίδια γυναίκα, μέσω του Οργανισμού «Αθήνα 2004», την οργάνωση, ανάθεση και συνολική διαχείριση των δημόσιων λειτουργιών και πόρων για την τελική διεξαγωγή των αγώνων.
Κάτι μικροατυχήματα, όπως αυτά που είχαν οι σπρίντερς Κεντέρης και Θάνου λίγο πριν περάσουν «ντόπινγκ κοντρόλ» δεν επηρέασαν την συνολική εικόνα με το αμάγαλμα του ελληνικού πολιτισμού (Σαββόπουλος – Καλομοίρα, λίγο από «έντεχνους» τραγουδοποιούς στα προεόρτια κλπ.) που παρουσιάστηκε στην τελετή έναρξης και λήξης, ούτε επηρέασαν σημαντικά το ρεκόρ μεταλλίων που «κέρδισε η Ελλάδα» σε αυτούς τους αγώνες…
Υπάρχει όμως ένα «αλλά». Το κόστος της διοργάνωσης και πόσο αυτό επηρέασε την μετά από μόλις 5 χρόνια χρεοκοπία της χώρας (επίσημη στα 6 με την διακομματική κυβέρνηση Παπαδήμα και το PSI του Βενιζέλου).
Ο ισολογισμός του «Αθήνα 2004» παραχώθηκε κάπου στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, με τον τότε υπουργό Οικονομικών Γιώργο Αλογοσκούφη να μην πιέζει ιδιαίτερα για την ιστορία. Σύμφωνα με αυτόν τον ισολογισμό, οι Ολυμπιακοί του 2004 κόστισαν 2,9 δισ. δολάρια. Στο ΠΑΣΟΚ ισχυρίζονταν πως κόστισαν (περίπου) 6 δις €. Τον Νοέμβριο του 2004 η τότε κυβέρνηση ανακοίνωσε κόστος 8,95 δις € (10 δις $), χωρίς να συμπεριλαμβάνονται «δαπάνες για την κατασκευή έργων που ολοκληρώθηκαν ή επισπεύτηκαν λόγω των Αγώνων». Αργότερα, η Standard&Poor’s το ανέβασε στα 11,27 δις € ή 6% του ελληνικού ΑΕΠ, όσο και το έλλειμμα του ΑΕΠ εκείνης της χρονιάς (2004) ενώ και το χρέος σκαρφάλωσε στο 110,6 % του ΑΕΠ, το ψηλότερο τότε στην ΕΕ.
Στον τομέα της ασφάλειας ξοδεύτηκαν επίσης άγνωστα ποσά, σε κάθε περίπτωση περισσότερα από κάθε άλλη Ολυμπιάδα, ακόμη και εκείνη του Πεκίνου που ακολούθησε. Επισήμως το κόστος έφτασε το 1,3 δις €, ανεπίσημα το 1,7 δις μαζί με τις υπηρεσίες των συμβούλων, αλλά χωρίς να υπολογίζονται τα κόστη για 70 φορείς του Δημοσίου. Το σύστημα C4Ι πληρώθηκε προκαταβολικά χωρίς να λειτουργήσει συνολικά και ήταν το μόνο υποτίθεται «σκάνδαλο» (χωρίς να κινηθεί κάποια νομική διαδικασία).
Ο Δήμος Αθηναίων φορτώθηκε δάνειο με σχέδια επί σχεδίων εκ των οποίων υλοποίησε σχεδόν τα μισά. Ο Δήμος Αμαρουσίου – έτερος ολυμπιακός πόλος- φορτώθηκε, μεταξύ άλλων, με κτήρια – μαμούθ τύπου Mall που κρίθηκαν αυθαίρετα μετά. Μεγάλο μέρος των υπόλοιπων «λευκών ελεφάντων» σπάρθηκε στο παραλιακό μέτωπο της Αττικής, που είδε έτσι την πόλη και τους κατοίκους της να απομακρύνονται περισσότερο. Τα πραγματικά κριτήρια επιλογής των τσιμεντοκατασκευών είχαν να κάνουν με την εξασφάλιση των κερδών των εργολάβων και των μελλοντικών κερδών για τους ιδιώτες, στους οποίους θα παραχωρούνταν (ή θα χαρίζονταν). Καμία αθλητική λογική δεν υπαγόρευε την κατασκευή του «τέρατος» στον Μαραθώνα, όταν οι αγώνες κωπηλασίας κάλλιστα θα μπορούσαν να γίνουν στα Γιάννενα ή στην Καστοριά, που υπάρχουν υποδομές, σύλλογοι ακόμη και φίλαθλοι του αθλήματος… Η έλλειψη προβλέψεων για άδειες κάνει αυθαίρετα τα περισσότερα Ολυμπιακά ακίνητα που έτσι κι αλλιώς (όσα δεν παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες) σαπίζουν στο υποθηκοφυλακείο του ΤΑΙΠΕΔ μέχρι να βρεθεί ο ιδιώτης που θα μας απαλλάξει από αυτά (το πιθανότερο πληρώνοντάς τον).
Οι σημερινές εκτιμήσεις για το πραγματικό κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 ξεπερνάνε τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ (η Σοφία Σακοράφα που ασχολήθηκε με το θέμα το υπολόγισε στα 27 δισεκατομμύρια)!
Αν αναλογιστούμε το ποσό που εξοικονόμησαν (από την δική μας τσέπη) με τα τρία μνημόνια αθροιστικά (μειώνοντας μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές παροχές, αυξάνοντας έμμεσους και κεφαλικούς φόρους και εκποιώντας δημόσια περιουσία), η «εθνική επιτυχία» των Ολυμπιακών της Αθήνας του 2004 μας πονάει (και τσούζει) ακόμα…
Επίλογος
Αναφέραμε ήδη, ότι κωδικοποίηση και η ρύθμιση των διάφορων σπορ άρχισε με την άνοδο της ιμπεριαλιστικής φάσης του συστήματος. Δεν είναι τυχαίο που η ΔΟΕ και οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες κάνουν την εμφάνισή τους στο τέλος του 19ου αι. Λίγα χρόνια νωρίτερα έχουν ιδρυθεί η Ένωση Ράγκμπι στην Αγγλία (1871) και η Εθνική Λίγκα Μπέιζμπολ στις ΗΠΑ (1875). Ο κωδικοποιημένος αθλητισμός των ιμπεριαλιστών κλωνοποιεί τον εαυτό του μέσω των αποικιών σε όλο τον κόσμο. Στο εσωτερικό των μητροπολιτικών χωρών, αυτός ο αθλητισμός συμβάλλει στην διαμόρφωση εθνικής συνείδησης. Ο Γύρος της Γαλλίας, που καθιερώθηκε το 1879, βοήθησε την ιδέα του γαλλικού έθνους, ακριβώς όπως το ποδόσφαιρο στην Ιταλία έγινε το σύμβολο του ιταλικού εθνικισμού, ο οποίος μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν εξαιρετικά εύθραυστος.
Τελικά ο αθλητισμός είναι πλήρως ενσωματωμένος σε ένα πλαίσιο διακρατικών αντιπαραθέσεων, καπιταλιστικής παραγωγής και ταξικών σχέσεων.
Για την τεράστια πλειονότητα των ανθρώπων τα σπορ είναι ψυχαγωγία (ως πράξη ή ως θέαμα). Σαν μηχανισμός διαφυγής από τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής (συνήθως φτωχός και μίζερος) μπορεί να δίνει αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό σε κάποιους, αλλά στα δισεκατομμύρια ανθρώπων που παρακολουθούν αθλητικά γεγονότα μέσω των ΜΜΕ, προσφέρει κυρίως χαλάρωση από την κούραση της δουλειάς και μια εύκολη ταύτιση με έναν αθλητή, έναν σύλλογο, μια εθνική ομάδα, νοηματοδοτεί κάπως μια «κούφια» ζωή.
Σε μια κοινωνία που η εργατική δύναμη πουλιέται, ο εργάσιμος χρόνος διαχωρίζεται ανταγωνιστικά με τον «ελεύθερο» χρόνο. Οι εργαζόμενοι δίνουν πολύ μεγάλη αξία σε αυτόν τον ελεύθερο χρόνο σε αντίθεση με τον εργάσιμο που τον θεωρούν χαμένο. Το Σαββατοκύριακο είναι το όραμα της εβδομάδας.
Ωστόσο, στον καπιταλισμό το γέμισμα του «μετά την δουλειά» χρόνου εξαρτάται πάλι από την αγορά, η οποία αναπτύσσει σε απίστευτο βαθμό την παθητική ψυχαγωγία και τα θεάματα που ταιριάζουν στους περιορισμούς των πόλεων. Κάθε απόπειρα έξω από αυτό το πλαίσιο (π.χ. εναλλακτικός τουρισμός, παρκούρ κλπ.) ενσωματώνεται και πολύ γρήγορα στην αγορά.
Ο Αντόρνο έλεγε πως «η διασκέδαση στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό είναι προέκταση της εργασίας. Την επιδιώκουν αυτοί που θέλουν να ξεφύγουν από την διαδικασία της δουλειάς, έτσι ώστε να μπορέσουν να την αντιμετωπίσουν και πάλι».
Ο αθλητισμός ανήκει σε αυτό το βασίλειο της ανελευθερίας.
Για τους σοσιαλιστές η φυσική άσκηση δεν έχει να κάνει με τον ανταγωνισμό για την νίκη, αλλά με το παιχνίδι, την σωματική απόλαυση, την ανθρώπινη συντροφιά και τη φύση.
Ο αθλητισμός θα ξαναγίνει παιχνίδι σε μια κοινωνία που μέτρο του πλούτου δεν θα είναι ο εργάσιμος αλλά ο δημιουργικός χρόνος.
Υποβολή απάντησης