O τροτσκισμός μετά τον Τρότσκι (ΙV)

image_pdfimage_print

του Τόνι Κλιφ

 

Κεφάλαιο 4: H διεθλασμένη διαρκής επανάσταση

-Η άνοδος του Μάο στην εξουσία

-Η Επανάσταση του Κάστρο

– Τι είχε πάει στραβά με τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκι;

-Διεθλασμένη Διαρκής επανάσταση

Ένα ακόμη ζήτημα στο οποίο οι μεταπολεμικοί τροτσκιστές δυσκολεύονταν ήταν οι εξελίξεις στον Τρίτο Κόσμο. Η θεωρία της διαρκούς επανάστασης όπως διατυπώθηκε από τον Τρότσκι στη Ρωσία προέβλεπε την αποδυνάμωση του ιμπεριαλισμού και την κοινωνική αλλαγή στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Η κοινωνική αλλαγή θα προέκυπτε από την εργατική τάξη,  η οποία θα αγωνιζόταν για να ολοκληρώσει τα αστικοδημοκρατικά  καθήκοντα και ταυτόχρονα θα συνέχιζε να αγωνίζεται για τον σοσιαλισμό. Το ζήτημα του κατά πόσο η θεωρία του Τρότσκι για τη διαρκή επανάσταση εξηγούσε επαρκώς τις σημαντικές διεργασίες στον Τρίτο Κόσμο τέθηκε με πιο οξύ τρόπο στην Κίνα του Μάο και στην Κούβα του Κάστρο. Ίσχυε σε αυτές τις περιπτώσεις η θεωρία του; Για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, δεν  έφτανε ούτε ένα “ναι” ούτε ένα “όχι”. Υπήρχαν πολλά κοινά μεταξύ του τι συνέβη σε αυτές τις χώρες και της θεωρίας του Τρότσκι, αλλά από κάποιες πλευρές υπήρχαν και σοβαρές αποκλίσεις. Έτσι προέκυψε η ανάγκη να διαμορφωθεί μια θεωρία που θα μπορούσε να περιλαμβάνει και τις δύο όψεις. Αυτή ήταν η θεωρία της διεθλασμένης διαρκούς επανάστασης.

Η άνοδος του Μάο στην εξουσία

Η βιομηχανική εργατική τάξη δεν έπαιξε κανέναν ρόλο στη νίκη των Κινέζων Κομμουνιστών του Μάο έναντι του εθνικιστικού Κουομιντάνγκ το 1949. Ακόμη και η κοινωνική σύνθεση του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν εντελώς μη εργατικής σύνθεσης. Η άνοδος του Μάο στην ηγεσία του κόμματος συνέπεσε με μια εποχή που το κόμμα έπαψε να είναι εργατικό κόμμα. Προς τα τέλη του 1926, το 66% τουλάχιστον των μελών του ήταν εργάτες, άλλοι 22% διανοούμενοι και μόνο 5% αγρότες. [99] Μέχρι το Νοέμβριο του 1928, το ποσοστό των εργαζομένων μειώθηκε περισσότερο από 80% κι έπεσε στο μόλις 10% των μελών. Μια επίσημη κομματική έκθεση παραδεχόταν ότι το κόμμα «δεν διέθετε ούτε έναν υγιή κομματικό πυρήνα μέσα στη βιομηχανική εργατική τάξη». [100] Έναν χρόνο αργότερα οι εργάτες αποτελούσαν μόνο το 3% του συνόλου και αυτό δεν άλλαξε ουσιαστικά μέχρι τα τέλη του 1930. [101] Από τότε μέχρι και την τελική νίκη του Μάο, το κόμμα δεν είχε ουσιαστικά καθόλου βιομηχανικούς εργάτες στις γραμμές του.

Για αρκετά χρόνια το κόμμα περιόριζε τη δράση του στα αγροτικά αντάρτικα κινήματα στις επαρχίες στα βάθη της κεντρικής Κίνας, όπου ίδρυσε μια Κινεζική Σοβιετική Δημοκρατία. Αργότερα, μετά από τη στρατιωτική ήττα στις κεντρικές επαρχίες το 1934, το κόμμα μετακινήθηκε στο βόρειο Σένσι στα βορειοδυτικά. Και στις δύο αυτές περιοχές δεν υπήρχε βιομηχανική εργατική τάξη για να απευθυνθεί. Ένα όργανο της Κομιντέρν δεν υπερέβαλλε όταν έγραφε: «Η περιοχή στα σύνορα είναι κοινωνικά και οικονομικά μια από τις πιο καθυστερημένες περιοχές της Κίνας». [102] Ο Τσου Τεχ επαναλάμβανε: «Οι περιφέρειες υπό την καθοδήγηση των κομμουνιστών είναι οι πλέον καθυστερημένες οικονομικά σε ολόκληρη τη χώρα». [103] Δεν υπήρχε καμία πραγματική πόλη υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών μέχρι δύο χρόνια πριν από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Τόσο ασήμαντοι ήταν οι εργάτες στη στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος κατά την περίοδο της ανόδου του Μάο στην εξουσία που το κόμμα δεν έκρινε καν απαραίτητο να συγκαλέσει Εθνικό Συνέδριο των Συνδικάτων, 19 χρόνια μετά από εκείνο που διεξήχθη το 1929. Δεν μπήκε το κόμμα ποτέ στον κόπο να αναζητήσει την εργατική υποστήριξη, όπως αποδεικνυόταν και από τη διακήρυξή της ότι δεν σκόπευε να διατηρήσει καμία κομματική οργάνωση στις περιοχές που ελέγχονταν από το Κουόμινταγκ κατά την κρίσιμη περίοδο 1937-45. [104] Όταν, τον Δεκέμβριο του 1937 η κυβέρνηση του Κουόμινταγκ θέσπισε την ποινή του θανάτου για τους εργάτες που θα απεργούσαν ή ακόμα και θα προπαγάνδιζαν  μια απεργία, ενώ ο πόλεμος ενάντια στους Ιάπωνες βρισκόταν σε εξέλιξη, ο εκπρόσωπος του Κομμουνιστικού Κόμματος δήλωνε σε μια συνέντευξη ότι το κόμμα ήταν «πλήρως ικανοποιημένο» με τη διεξαγωγή του πολέμου από την κυβέρνηση. [105] Ακόμη και μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου μεταξύ  Κομμουνιστικού Κόμματος και  Κουόμινταγκ, δεν υπήρχε σχεδόν καμία οργάνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος στις περιοχές που έλεγχε το Κουόμινταγκ, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν όλα τα βιομηχανικά κέντρα της χώρας.

Η κατάκτηση των πόλεων από τον Μάο αποκάλυπτε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το πλήρες διαζύγιο του Κομμουνιστικού Κόμματος από τη βιομηχανική εργατική τάξη. Οι κομμουνιστές ηγέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποτρέψουν τις εργατικές εξεγέρσεις στις πόλεις την παραμονή της κατάκτησής τους. Πριν από την πτώση του Τιεντσίν και του Πεκίνου, για παράδειγμα, ο στρατηγός Λιν Πιάο, Στρατηγός του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, εξέδωσε μια προκήρυξη που καλούσε τους ανθρώπους:

«… να διατηρήσουν την τάξη και να συνεχίσουν τις δουλειές τους. Οι υπάλληλοι του Κουομιντάνγκ σε νομισματικό σύστημα, αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας σε επίπεδο χωριού, επαρχίας, πόλης, χώρας και σε οποιοδήποτε κυβερνητικό πόστο… υποχρεούνται να παραμείνουν στις θέσεις τους.» [106]

Την εποχή που διέσχιζαν τον ποταμό Γιανγκ Τσε, πριν πέσουν οι μεγάλες πόλεις της κεντρικής και της νότιας Κίνας (Σανγκάη, Χανκόου, Καντόνα), οι Μάο και Τσου Τεχ  κυκλοφόρησαν προκήρυξη  με τους πανομοιότυπο περιεχόμενο:

«… οι εργάτες και οι υπάλληλοι όλων των επαγγελμάτων να συνεχίσουν να εργάζονται … οι υπάλληλοι των κεντρικών, επαρχιακών, δημοτικών ή νομαρχιακών κυβερνήσεων του Κουόμινταγκ σε όλα τα επίπεδα επίπεδα ή εκπρόσωποι της «Εθνοσυνέλευσης», οι υπάλληλοι στο νομισματικό σύστημα, τα μέλη του Λαϊκού Πολιτικού Συμβουλίου, το αστυνομικό προσωπικό και οι επικεφαλής του δικαστικού συστήματος … πρέπει να παραμείνουν στις θέσεις τους.» [107]

Η εργατική τάξη διατάχθηκε να παραμείνει αδρανής και έτσι έγινε. Μια αναφορά από την πόλη Νανκίνγκ στις 22 Απριλίου 1949, δύο ημέρες πριν την καταλάβει ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, περιέγραφε την κατάσταση έτσι:

« Ο πληθυσμός της Νανκίνγκ δεν δίνει ενδείξεις ενθουσιασμού. Περίεργα πλήθη εντοπίστηκαν σήμερα το πρωί να συγκεντρώνονται στο φράγμα του ποταμού για να παρακολουθήσουν την ένοπλη αναμέτρηση στην απέναντι πλευρά του ποταμού. Οι δουλειές συνεχίζονται όπως συνήθως. Ορισμένα καταστήματα είναι κλειστά, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει δουλειά … Οι κινηματογράφοι εξακολουθούν να προβάλλουν τις ταινίες τους φωτίζοντας τις στριμωγμένες οικοδομές».

Έναν μήνα αργότερα ένας ανταποκριτής της Νέας Υόρκης έγραφε από τη Σαγκάη: “Τα κόκκινα στρατεύματα άρχισαν να κολλούν αφίσες στα κινέζικα, δίνοντας οδηγίες στον λαό να είναι ήσυχος και διαβεβαιώνοντάς τους ότι δεν έχουν να φοβούνται τίποτα.” [108] Στην Καντόνα “μετά την είσοδό τους οι κομμουνιστές ήρθαν σε επικοινωνία με το αστυνομικό τμήμα και έδωσαν οδηγίες στους αξιωματικούς και τους υπαλλήλους να παραμείνουν στη θέση τους για να διατηρήσουν την τάξη. ” [109]

Η επιχειρηματολογία του Τρότσκι ότι τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα, όπως η απελευθέρωση από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, θα μπορούσαν να εκπληρωθούν μόνο από τους εργάτες, δεν  μπορούσε να εξηγήσει τι συνέβη στην Κίνα.

Η επανάσταση του Κάστρο

Ένα άλλο παράδειγμα εξελίξεων που δεν ταιριάζαν με το σενάριο του Τρότσκι ήταν η  Κούβα. Εδώ ούτε η εργατική τάξη ούτε καν η αγροτιά έπαιξαν σοβαρό ρόλο. Οι μεσοαστοί διανοούμενοι κυριάρχησαν πλήρως στην αρένα της πάλης κατά την άνοδο του Φιντέλ Κάστρο στην εξουσία. Το βιβλίο του Τ. Ράιτ Μιλς, «Άκου Γιάνκη», που αποτελεί λίγο-πολύ  έναν αυθεντικό μονόλογο των Κουβανών ηγετών, καταπιάνεται πρωτίστως με το τι δεν ήταν η επανάσταση:

«… η ίδια η επανάσταση δεν ήταν μάχη … μεταξύ μισθωτών και καπιταλιστών … Η επανάστασή μας δεν είναι μια επανάσταση που γίνεται από εργατικά σωματεία ή μισθωτούς εργάτες στην πόλη ή από εργατικά κόμματα ή από οτιδήποτε τέτοιο … οι μισθωτοί εργάτες στην πόλη δεν απέκτησαν συνείδηση με οποιονδήποτε επαναστατικό τρόπο. Τα συνδικάτά τους ήταν ακριβώς όπως τα δικά σας συνδικάτα στη Β. Αμερική: έβγαιναν στους δρόμους μόνο για περισσότερα χρήματα και καλύτερες συνθήκες δουλειάς. Αυτό ήταν το μόνο που τα κινητοποιούσε. Και μερικά ήταν ακόμα πιο διεφθαρμένα από μερικά δικά σας.» [110]

Μετά από συζητήσεις με τους κουβανούς ηγέτες, ο Πολ Μπάραν, ένας άκριτος υποστηρικτής του Κάστρο, έγραψε:

«Φαίνεται ότι το τμήμα της βιομηχανικής εργατικής τάξης παρέμεινε συνολικά παθητικό σε όλη την επαναστατική περίοδο. Η διαμόρφωση του “αριστοκρατικού” στρώματος του προλεταριάτου της Κούβας, δηλαδή αυτών των εργαζομένων που συμμετείχαν στα κέρδη των μονοπωλιακών επιχειρήσεων – ξένων και ντόπιων – πληρώνονταν καλά κατά τα λατινοαμερικάνικα πρότυπα και απολάμβαναν ένα επίπεδο ζωής πολύ υψηλότερο από αυτό των μαζών του κουβανικού λαού. Το αρκετά ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα κυριαρχούνταν από τον «εργοδοτικό συνδικαλισμό», στο στυλ των Ηνωμένων Πολιτειών, και χαρακτηριζόταν πλήρως από εκβιασμούς και τρομοκρατία.» [111]

Η αδιαφορία του βιομηχανικού προλεταριάτου αποδείχθηκε και με το εντελώς αποτυχημένο κάλεσμα του Κάστρο για γενική απεργία στις 9 Απριλίου 1958, περίπου δεκαέξι μήνες μετά την έναρξη της εξέγερσης και οκτώ μήνες πριν από την πτώση του κουβανού δικτάτορα, του Μπατίστα. Οι εργαζόμενοι παρέμειναν απαθείς και οι Κομμουνιστές τη σαμποτάρισαν.  Λίγο αργότερα ήταν που πήδηξαν στο άρμα του Κάστρο. [112]

Δεν ήταν μόνο η εργατική τάξη που δεν ενεπλάκη στην άνοδο του Κάστρο, αλλά το ίδιο ίσχυσε και για την αγροτιά. Μέχρι τον Απρίλιο του 1958 ο συνολικός αριθμός των οπλισμένων ανδρών υπό τον Κάστρο εφτανε μόνο τους 180 και στην περίοδο της πτώσης του Μπατίστα αυξήθηκε κι έφτασε τους 803 μόνο. [113] Τα στελέχη των ομάδων του Κάστρο ήταν διανοούμενοι. Και οι αγρότες που όντως συμμετείχαν δεν ήταν εργάτες γης. Ο Τσε Γκεβάρα περιγράφει τους αγρότες που συντάχθηκαν με τον Κάστρο στη Σιέρα Μαέστρα:

«Οι στρατιώτες που απαρτίζουν τον πρώτο μας αντάρτικο στρατό των κατοίκων της χώρας προέρχονταν από το τμήμα αυτής της κοινωνικής τάξης που εκφράζει πιο επιθετικά την αγάπη της για την ιδιοκτησία γης, κάτι που κάνει τον προσδιορισμό «μικροαστοί» τον πιο κατάλληλο για να χαρακτηρίσει τους στρατολογημένους». [114]

Το κίνημα του Κάστρο ήταν κίνημα της μεσαίας τάξης. Οι 82 άνδρες υπό τον Κάστρο που εισέβαλαν στην Κούβα από το Μεξικό τον Δεκέμβριο του 1956 και οι 12 που επέζησαν για να πολεμήσουν στη Σιέρα Mαέστρα προέρχονταν από αυτή την τάξη. “Τις βαρύτερες απώλειες υπέστη το σε γενικές γραμμές μεσοαστικό κίνημα αντίστασης, κάτι που δημιούργησε τα πολιτικά και ψυχολογικά «οξέα» που διέβρωσαν την πολεμική ισχύ του Μπατίστα” [115].

Χαρακτηριστική για το κουβανικό κίνημα ήταν μια περιγραφή  του Τσε Γκεβάρα που υπονοούσε ότι η βιομηχανική εργατική τάξη θα είναι αμέτοχη σε όλες τις μελλοντικές σοσιαλιστικές επαναστάσεις: «Οι αγρότες, με έναν στρατό φτιαγμένο από τους ίδιους που θα αγωνίζεται για τους δικούς τους μεγάλους στόχους, κυρίως για μια δίκαιη αναδιανομή της γης, θα έρθουν από την ύπαιθρο για να κατακτήσουν τις πόλεις … Αυτός ο στρατός, έχοντας φτιαχτεί στην ύπαιθρο, όπου οι υποκειμενικές συνθήκες ωρίμασαν για την κατάληψη της εξουσίας, θα βρεθεί έξω από τις πόλεις και θα μπει για να τις κατακτήσει…» [116]

Σε άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου, η εργατική τάξη δεν έπαιξε ποτέ κάτι παραπάνω από  επικουρικό ρόλο στους μεταπολεμικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς και, ακόμη και όταν ήταν παρούσα, δεν λειτουργούσε ως ανεξάρτητη δύναμη που αγωνίζεται για τον επαναστατικό σοσιαλισμό, όπως συνέβη στη Ρωσία το 1917. Έτσι, οι διεργασίες για την υπέρβαση των εγγενώς καθυστερημένων κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και η επίτευξη της εθνικής απελευθέρωσης από τον ιμπεριαλισμό είχαν ως αιχμή του δόρατος μια ποικιλία δυνάμεων που προέρχονταν κυρίως από τη διανόηση ή το κράτος, παίζοντας τον ρόλο που απέδιδε στην εργατική τάξη η θεωρία της διαρκούς επανάστασης του Τρότσκι. Αν και τα πολιτικά αποτελέσματα στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική ποικίλλανε, ο κρατικός καπιταλισμός ήταν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, το βασικό αποτέλεσμα.

Τι είχε πάει στραβά με τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκι;

Τα βασικά στοιχεία της θεωρίας του Τρότσκι μπορούν να συνοψιστούν σε έξι σημεία:

(1) Μια αστική τάξη που φτάνει καθυστερημένα στην καπιταλιστική σκηνή είναι θεμελιωδώς διαφορετική από τους προγόνους της έναν ή δυο αιώνες νωρίτερα. Δεν είναι σε θέση να προσφέρει μια συνεπή, δημοκρατική, επαναστατική λύση στα προβλήματα που δημιούργησε η φεουδαρχία και η ιμπεριαλιστική καταπίεση. Δεν είναι σε θέση να επιτελέσει την σαρωτική καταστροφή της φεουδαρχίας, την επίτευξη πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας και πολιτικής δημοκρατίας. Έχει πάψει να είναι επαναστατική, είτε στις αναπτυγμένες είτε στις καθυστερημένες χώρες. Είναι μια απολύτως συντηρητική δύναμη.

(2) Ο καθοριστικός επαναστατικός ρόλος πέφτει στις πλάτες του προλεταριάτου, ακόμη κι αν το προλεταριάτο είναι πολύ μικρό αριθμητικά και νεαρό.

(3) Οι αγρότες, όντας ανίκανοι για ανεξάρτητη δράση, θα ακολουθήσουν τις πόλεις και, λαμβάνοντας υπόψη τα πρώτα δύο σημεία, θα πρέπει να κινηθούν υπό την ηγεσία του βιομηχανικού προλεταριάτου.

(4) Η ουσιαστική επίλυση του αγροτικού ζητήματος, του εθνικού ζητήματος, η διάλυση των κοινωνικών και ιμπεριαλιστικών φραγμών που εμποδίζουν μια γρήγορη οικονομική ανάπτυξη, θα απαιτήσει να ξεπεραστούν τα όρια της αστικής ατομικής ιδιοκτησίας: «Η δημοκρατική επανάσταση μετατρέπεται άμεσα σε σοσιαλιστική, και έτσι προκύπτει η διαρκής επανάσταση ». [117]

(5) Η ολοκλήρωση της σοσιαλιστικής επανάστασης “μέσα στα εθνικά όρια είναι αδιανόητη … Έτσι, η σοσιαλιστική επανάσταση γίνεται διαρκής επανάσταση και με μια νέα κι ευρύτερη έννοια του όρου. Ολοκληρώνεται μόνο με την τελική νίκη της νέας κοινωνίας σε ολόκληρο τον πλανήτη μας ». [118]  «Είναι αντιδραστική, κοντόφθαλμη ουτοπία το να προσπαθήσουμε να πετύχουμε ” σοσιαλισμό σε μια χώρα “.

(6) Ως εκ τούτου, η επανάσταση στις καθυστερημένες χώρες θα προκαλέσει κοινωνικές αναταραχές  στις αναπτυγμένες χώρες.

Ενώ η συντηρητική, δειλή φύση μιας αργά αναπτυσσόμενης αστικής τάξης (το πρώτο σημείο του Τρότσκι) είναι απαραβίαστος νόμος, ο επαναστατικός χαρακτήρας της νέας εργατικής τάξης (δεύτερο σημείο) δεν ισχύει ούτε απόλυτα ούτε αναπόφευκτα. Εάν η εργατική τάξη δεν είναι, στην πραγματικότητα, επαναστατική, τότε τα σημεία (3) έως (5) δεν θα υλοποιηθούν.

Αν η μονίμως επαναστατική φύση της εργατικής τάξης, κεντρικός πυλώνας της θεωρίας του Τρότσκι, τεθεί υπό αμφισβήτηση, ολόκληρο το σχήμα καταρρέει. Το τρίτο του σημείο δεν ισχύει, καθώς η αγροτιά δεν μπορεί να ακολουθήσει μια μη επαναστατημένη εργατική τάξη και στη συνέχεια αναιρούνται και τα υπόλοιπα σημεία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Μια αλληλουχία εθνικών και διεθνών συνθηκών θέτει τις παραγωγικές δυνάμεις σε σύγκρουση με τα δεσμά της φεουδαρχίας και του ιμπεριαλισμού. Οι αγροτικές εξεγέρσεις αποκτούν βαθύτερο, πιο σαρωτικό χαρακτήρα από ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για την εθνική εξέγερση για υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και εναντίον της οικονομικής καταστροφής που επιφέρει ο ιμπεριαλισμός. Το αποτέλεσμα ήταν ένας τύπος μετασχηματισμού που περιλάμβανε στοιχεία της διαρκούς επανάστασης αλλά επίσης απέκλινε από αυτόν ριζικά. Αυτό το φαινόμενο το ονομάσαμε «διεθλασμένη διαρκή επανάσταση», μια θεωρία που διατυπώθηκε για πρώτη φορά σε γενικές γραμμές το 1963. [119]

Εάν οι δύο κύριες τάξεις της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, οι καπιταλιστές και οι εργάτες δεν έπαιζαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο – η πρώτη τάξη επειδή είχε γίνει συντηρητική δύναμη, και η δεύτερη γιατί έχασε τον προορισμό της εξαιτίας του σταλινισμού ή του ρεφορμισμού – πώς θα γραφόταν μια τόσο σπουδαία εξέλιξη; Η κίνηση των παραγωγικών δυνάμεων και η επαναστατικότητα της αγροτιάς δεν αρκούσαν από μόνα τους για να τσακίσουν τον ζυγό της φεουδαρχίας και του ιμπεριαλισμού. Τέσσερις ακόμη παράγοντες έπρεπε να συμβάλλουν:

 

(1) Η αποδυνάμωση του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού ως αποτέλεσμα των οξυνόμενων  αντιφάσεων μεταξύ των δύο μπλοκ υπερδυνάμεων, ενώ και τα δυο είχαν παραλύσει από την ύπαρξη της ατομικής βόμβας. Αυτό περιόριζε εν μέρει την ικανότητά τους να παρεμβαίνουν στον Τρίτο Κόσμο υπό τον φόβο να πυροδοτήσου έναν πόλεμο μεταξύ τους.

(2) Η αυξανόμενη σημασία του κράτους στις καθυστερημένες χώρες. Είναι ένα από τα αστεία της ιστορίας ότι όταν ένα ιστορικό καθήκον έρχεται αντιμέτωπο με την κοινωνία και η τάξη που παραδοσιακά το φέρνει σε πέρας απουσιάζει, κάποια άλλη ομάδα ανθρώπων αναλαμβάνει να το υλοποιήσει, αρκετά συχνά οργανωμένη ως κρατική εξουσία. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κρατική εξουσία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Αντικατοπτρίζει όχι μόνο, ούτε κυρίως, την εθνική οικονομική βάση πάνω στην οποία αναδύεται, αλλά τις υπερεθνικές επιταγές της παγκόσμιας οικονομίας.

(3) Ο αντίκτυπος του σταλινισμού και του ρεφορμισμού που εξέτρεπε τη δυναμική των εργατικών κινημάτων σε κατεύθυνση διαφορετική από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Πολύ συχνά τα κομμουνιστικά κόμματα ή παρόμοια κινήματα με επιρροή στην εργατική τάξη συγκέντρωναν όλες τους τις προσπάθειες για να συνεργαστούν και ενισχύσουν τοπικές δυνάμεις που εκπροσωπούσαν άλλα ταξικά συμφέροντα.

(4) Η αυξανόμενη σημασία της διανόησης ως ηγέτη και ενοποιητή του έθνους, και πάνω απ’ όλα ως παράγοντα χειραγώγησης των μαζών. Αυτό το τελευταίο σημείο χρειάζεται ξεχωριστή ανάλυση.

Ο ηγετικός ρόλος της διανόησης σε ένα επαναστατικό κίνημα βρίσκεται σε ευθεία αναλογία με τη γενική καθυστέρηση – οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική – των μαζών που εκπροσωπεί. Χαρακτηριστικό είναι ότι το ρωσικό λαϊκιστικό κίνημα, το οποίο περισσότερο από κάθε άλλο έδινε έμφαση την ανάγκη επαναστατικοποίησης των πιο καθυστερημένων στοιχείων της κοινωνίας, των αγροτών, ήταν επίσης η ομάδα που πιο πολύ έδινε τον πρώτο ρόλο στους διανοούμενους, τις αυθεντίες της «κριτικής σκέψης».

Η επαναστατική διανόηση αποδείχθηκε πολύ πιο αποφασιστικός παράγοντας συνοχής στα αναδυόμενα μεταπολεμικά έθνη απ’ ότι στην τσαρική Ρωσία. Με την ντόπια αστική τάξη πολύ αδύναμη να διαμορφώσει τη νέα κατάσταση και το βάρος του ιμπεριαλισμού να μην είναι πλέον ανεκτό, ο κρατικός καπιταλισμός πρόβαλε  ως  λύση. Πατώντας πάνω στην αποδυνάμωση του ιμπεριαλισμού, την αυξανόμενη σημασία του κρατικού σχεδιασμού, το παράδειγμα της Ρωσίας και την οργανωμένη, πειθαρχημένη δράση των Κομμουνιστικών Κομμάτων, ο κρατικός καπιταλισμός πρόσφερε στη διανόηση ένα συνεκτικό πρόγραμμα. Ως το μοναδικό μη εξειδικευμένο τμήμα της κοινωνίας (επειδή δεν περιοριζόταν από έναν συγκεκριμένο ταξικό ρόλο στις παραγωγικές σχέσεις), η διανόηση ήταν η πηγή μιας “επαγγελματικής επαναστατικής ελίτ”  όσο και ταυτόχρονα φαινόταν να εκπροσωπεί τα συμφέροντα του “έθνους”. “Σε σύγκρουση με τα αντικρουόμενα τμήματα και τα ταξικά συμφέροντα. Επιπλέον, ήταν το κομμάτι της κοινωνίας που διαπνεόταν περισσότερο από την εθνική κουλτούρα, καθώς οι αγρότες και οι εργάτες δεν είχαν ούτε τον ελεύθερο χρόνο ούτε την παιδεία γι ‘αυτό.

Οι διανοούμενοι ήταν επίσης ευαισθητοποιημένοι με την τεχνολογική υστέρηση των χωρών τους. Συμμετέχοντας στον επιστημονικό και τεχνολογικό κόσμο του 20ού αιώνα, ένιωθαν να ασφυκτιούν από την καθυστέρηση του δικού τους έθνους. Αυτό το συναίσθημα εντεινόταν από την ενδημική πνευματική ανεργία στις χώρες αυτές. Δεδομένης της γενικής οικονομικής καθυστέρησης, η μόνη ελπίδα για τους περισσότερους φοιτητές ήταν μια κυβερνητική θέση, αλλά δεν υπήρχαν αρκετές τέτοιες για όλους. [120]

Η πνευματική ζωή των διανοουμένων ήταν επίσης σε κρίση. Σε μια καταρρέουσα τάξη, όπου το παραδοσιακό πρότυπο βρισκόταν σε αποσύνθεση, ένιωθαν ανασφαλείς, χωρίς ρίζες, στερούμενοι σταθερών αξιών. Η διάλυση των πολιτισμών γεννούσε την ισχυρή ώθηση για μια νέα ολοκλήρωση που έπρεπε να είναι συνολική και δυναμική, εφόσον επρόκειτο να γεμίσει το κοινωνικό και πνευματικό κενό. Οι διανοούμενοι αγκάλιασαν τον εθνικισμό με θρησκευτικό ζήλο.

Πριν αποκτήσουν την πολιτική τους ελευθερία, οι διανοούμενοι βρίσκονταν κάτω από διπλή πίεση – ήταν προνομιούχοι απέχοντας ​​από την πλειοψηφία του λαού τους, αλλά ταυτόχρονα ήταν και υποταγμένοι στους ξένους άρχοντες. Αυτό εξηγεί τις δισταγμούς και τις κλυδωνισμούς που χαρακτήριζαν τον ρόλο τους στα εθνικά κινήματα. Τα πλεονεκτήματά τους δημιουργούσαν ένα αίσθημα ενοχής, ένα αίσθημα «χρέους» απέναντι στις «σκοτεινές» μάζες και ταυτόχρονα ένα αίσθημα διαχωρισμού και ανωτερότητας απέναντι σε αυτές. Οι διανοούμενοι ανησυχούν γιατί θέλουν να ανήκουν κάπου χωρίς να αφομοιώνονται, χωρίς να παύουν να παραμένουν υπεράνω. Βρίσκονταν σε αναζήτηση ενός δυναμικού κινήματος το οποίο θα ενοποιούσε το έθνος, ανοίγοντας νέους ευρείς ορίζοντες για το ίδιο, αλλά ταυτόχρονα θα έδινε και δύναμη στην ίδια τη διανόηση.

Είχαν πίστευαν πολύ στην ικανότητα, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας να παρεμβαίνουν στην κοινωνική μηχανική. Ήλπιζαν για μεταρρύθμιση από πάνω και λαχταρούσαν να παραδώσουν τον νέο κόσμο σε έναν ευγνώμονα λαό, περισσότερο από το να δουν τον απελευθερωτικό αγώνα ενός συνειδητοποιημένου και ελεύθερα συνεταιρισμένου λαού  να οδηγεί τον εαυτό του σε έναν νέο κόσμο. Φρόντισαν σε μεγάλο βαθμό να πάρουν μέτρα για να βγάλουν το έθνος τους από τη στασιμότητα, αλλά έκαναν ελάχιστα για τη δημοκρατία. Ενσάρκωσαν την ανάγκη για εκβιομηχάνιση, για συσσώρευση κεφαλαίου, για εθνική ανάταση. Η εξουσία τους ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την αδυναμία των άλλων τάξεων και τον ασήμαντο πολιτικό τους ρόλο.

Όλα αυτά κατέστησαν τον ολοκληρωτικό κρατικό καπιταλισμό έναν πολύ ελκυστικό στόχο για τους διανοούμενους. Και μάλιστα, έγιναν οι κύριοι σημαιοφόροι του κομμουνισμού στα αναδυόμενα έθνη. “Ο κομμουνισμός γνώρισε μεγαλύτερη αποδοχή στη Λατινική Αμερική από τους φοιτητές και τη μεσαία τάξη”, έγραφε κάποιος λατινομερικάνος που γνώριζε καλά την κατάσταση. [121] Στην Ινδία, στο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Αμριτσάρ (Μάρτιος / Απρίλιος 1958), «το 67% περίπου των εκπροσώπων προέρχονταν από άλλες τάξεις πέρα από το προλεταριάτο και την αγροτιά (μεσαία τάξη, κτηνοτροφία και «μικρές επιχειρήσεις») . Το 72% είχε λάβει  κολλεγιακή εκπαίδευση». [122] Το 1943 διαπιστώθηκε ότι 16% όλων των μελών του Κόμματος ήταν κρατικοί υπάλληλοι πλήρους απασχόλησης. [123]

Διεθλασμένη Διαρκής Επανάσταση

Στον Τρίτο Κόσμο η θεωρία του Τρότσκι έβλεπε ότι οι κινητήριες δυνάμεις της κοινωνικής εξέλιξης θα οδηγούσε σε διαρκή επανάσταση και οι εργάτες θα αγωνίζονταν για τον σοσιαλισμό. Όμως, εν απουσία αυτού του επαναστατικού σεναρίου, της προλεταριακής δράσης και ηγεσίας, το αποτέλεσμα μπορούσε να είναι μια διαφορετική ηγεσία και ένας διαφορετικός στόχος – ο κρατικός καπιταλισμός. Χρησιμοποιώντας το κομμάτι από τη θεωρία του Τρότσκι που είχε καθολική αξία (τον συντηρητικό χαρακτήρα της αστικής τάξης) και το κομμάτι που αποτελούσε μεταβλητή (την υποκειμενική δράση του προλεταριάτου), προέκυπτε μια παραλλαγή που, λόγω αδυναμίας να βρεθεί καλύτερο καλού ονόματος, ονομάστηκε «διεθλασμένη, κρατικοκαπιταλιστική, διαρκής επανάσταση». Ωστόσο, το κεντρικό σχήμα της θεωρίας του Τρότσκι παραμένει εξίσου έγκυρο: το προλεταριάτο πρέπει να συνεχίσει τον επαναστατικό αγώνα του έως ότου θριαμβεύσει τον κόσμο. Χωρίς αυτόν τον στόχο, δεν μπορεί να επιτύχει την ελευθερία του.

https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch04.htm

Μετάφραση Αλέξης Λιοσάτος

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.