Του Τόνι Κλιφ
Κεφάλαιο 3: Η διαρκής οικονομία όπλων
-1914: το σημείο καμπής
– Εξοπλισμοί, οικονομική έκρηξη και πτώση
-Οι συνέπειες της οικονομίας των όπλων
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο καπιταλισμός της αγοράς άνθισε στην Δύση. Αυτό το γεγονός ερχόταν σε άμεση σύγκρουση με τις προβλέψεις του Τρότσκι, που συνέχιζε να αναπαράγεται από τον Μαντέλ και άλλους. Η προσπάθεια επίλυσης αυτής της αντίφασης οδήγησε στη θεωρία της διαρκούς οικονομίας όπλων. Για να κατανοήσουμε τι σήμαινε αυτή, θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε μια σύντομη παράκαμψη αυτοβιογραφικού χαρακτήρα. Το γεγονός ότι στην Παλαιστίνη δημιούργησα από την αρχή μια μικρή ανεξάρτητη τροτσκιστική ομάδα – περίπου 30 μέλη – ήταν μια πολύτιμη προετοιμασία για την αντιμετώπιση ων μεγάλων δυσκολιών που βίωνε το διεθνές τροτσκιστικό κίνημα στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήμουν σαν το μικρό παιδί στην ιστορία του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν με τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα. Μετά από χρόνια απομόνωσης και βασανιστηρίων από τον ναζισμό και τον σταλινισμό, οι τροτσκιστές έπασχαν από την ψυχολογική ανάγκη να πιστεύουν σε θαύματα. Η πραγματική κατάσταση ήταν πολύ επώδυνη για να την αντιμετωπίσουν. Αν η πολιτική μου εξέλιξη δενόταν με τη βρετανική τροτσκιστική οργάνωση, η οποία το 1946 είχε περίπου 400 μέλη, θα είχα πιέσει πιθανώς να «συμμορφωθώ». Αυτό βέβαια δεν αρκούσε για να αποφύγω τον δογματισμό με τη δικαιολογία ότι έχω διαβάσει Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Τρότσκι και το Λούξεμπουργκ. Ο Μαντέλ και ο Πάμπλο δεν γνώριζαν λιγότερο από μένα τα μαρξιστικά κείμενα. Το να είσαι απομονωμένος Παλαιστίνιος στη Βρετανία αποτελούσε, βλέποντάς το εκ των υστέρων, πολιτικό πλεονέκτημα.
Ερχόμενος στη Μεγάλη Βρετανία το 1946 και βλέποντας τις συνθήκες εδώ από την πλευρά μιας αποικιακής χώρας, με εντυπωσίασε το γεγονός ότι: «… το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων ήταν υψηλό. Όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά το σπίτι ενός εργάτη – απλά ένα συνηθισμένο σπίτι – ρώτησα πού δουλεύει και μου είπε ότι ήταν μηχανικός. Τα αγγλικά μου δεν ήταν πολύ καλά, έτσι σκέφτηκα ότι εννοούσε μηχανικός με πτυχίο. Ήταν όμως ημικαταρτισμένος τεχνίτης εργάτης. Ήταν το απόλυτο σοκ. Τα παιδιά ζούσαν καλύτερα από ό, τι στη δεκαετία του ’30. Η μόνη περίπτωση που είδα παιδιά χωρίς παπούτσια ήταν στο Δουβλίνο. Τα παιδιά δεν υπέφεραν πλέον από ραχίτιδα. Αυτό με βοήθησε να συνειδητοποιήσω ότι η «τελική κρίση» δεν βρισκόταν ακριβώς προ των πυλών». [78]
Μερικοί άνθρωποι στο τροτσκιστικό κίνημα δυσκολεύονταν να αντιμετωπίσουν την αναντιστοιχία μεταξύ της μακράς άνθισης και των προβλέψεών τους. Ο Τζέρι Χίλι συνέχισε να ζει στον φανταστικό κόσμο της επικείμενης καπιταλιστικής καταστροφής. Ο Μαντέλ πάντα βρισκόταν πίσω από τα γεγονότα και διάφορα μπερδεμένα σχήματα για τον μηχανισμό λειτουργίας του καπιταλισμού. Αντί να ξεκαθαρίζει το τοπίο, έσπερνε σύγχυση. [79] Το πρώτο πολεμικό άρθρο που έγραψα πάνω στο θέμα αμφισβητούσε τον Μαντέλ και δημοσιεύτηκε το 1947. Επρόκειτο για μια κριτική της προσπάθειάς του να αρνηθεί την ύπαρξη οικονομικής ανάκαμψης μετά τον πόλεμο, αλλά ακόμα δεν υπερέβαινε την απόρριψη μιας μηχανιστικής αντίληψης για τη μαρξιστική οικονομολογία. [80]
Μια επαρκής κατανόηση του όλου ζητήματος δεν έπρεπε να αντιμετωπίσει μόνο τα προβλήματα που προέκυπταν από την αποτυχημένη πρόβλεψη του Τρότσκι. Είχε επίσης να αντιμετωπίσει τους προφήτες της αιώνιας καπιταλιστικής ανάπτυξης, που επιχειρηματολογούσαν ότι το σύστημα θα ευημερήσει όσο ακολουθούνταν οι κεϋνσιανές οικονομικές πολιτικές.
Η πλήρης απασχόληση βέβαια ήταν γεγονός μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά το να υποθέσουμε ότι αποτελούσε προϊόν των κεϋνσιανών πολιτικών είναι σαν να πιστεύουμε ότι ο κόκορας προκαλεί την ανατολή του ηλίου. Από το 1928 και μετά ο Τζον Μέιναρντ Κέινς υποστήριζε ότι η κύρια ευθύνη της κυβέρνησης είναι να χρησιμοποιεί τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική για να διασφαλίζει ότι υπάρχει επαρκής πραγματική ζήτηση στην οικονομία για να διατηρείται η πλήρης απασχόληση. Το 1936 ο Κέινς ανέπτυξε περαιτέρω τις ιδέες του στο βιβλίο του «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, των Τόκων και του Χρήματος». Αλλά σε καμία περίπτωση οι συμβουλές του δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη από τις κυβερνήσεις της εποχής. Ούτε οι Συντηρητικοί, ούτε οι Εργατικοί ούτε οι κυβερνήσεις εθνικής ενότητας ούτε οι κυβερνήσεις δέχονταν την επιχειρηματολογία του Κέινς.
Τα πράγματα άλλαξαν με το ξέσπασμα του πολέμου. Οι καπιταλιστές, που ήταν πολύ απρόθυμοι στο να δαπανήσουν χρήματα για δημόσια έργα σε περίοδο ειρήνης, όπως πρότεινε ο Κέινς, εμφανίζονταν τώρα πολύ γενναιόδωροι για να πετάνε με τη σέσουλα χρήματα για εξοπλισμούς. Έτσι, για παράδειγμα, οι καπιταλιστές των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι ήταν πολύ θυμωμένοι με τον Ρούσβελτ επειδή δημιουργήθηκε ετήσιο έλλειμμα ύψους πάνω από 2 δισεκατομμύρια δολάρια και μέχρι πάνω από 4 δισεκατομμύρια δολάρια (1934, 3,6 δισεκατομμύρια, 1935, 3 δις δολάρια, 1936, 4,3 δις, 1937, 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια) δεν πτοήθηκαν από το έλλειμμα 59 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 1941-42. Είναι απίθανο ο Χίτλερ να είχε διαβάσει τη Γενική Θεωρία του Κέινς, αλλά κατάφερε να πετύχει πλήρη απασχόληση επιστρατεύοντας εκατομμύρια ανθρώπους στον στρατό και την πολεμική βιομηχανία. Ήταν η κούρσα των εξοπλισμών, όχι ένας οικονομολόγος του Κέιμπριτζ, που έκανε τη διαφορά.
Ωστόσο, όταν για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες επιτεύχθηκε τελικά η πλήρης απασχόληση, η ιδέα ότι θα μπορούσε να διατηρηθεί με την κρατική διαχείριση της ζήτησης έγινε πολύ διαδεδομένη. Για τους κορυφαίους πολιτικούς όλων των κομμάτων στη μεταπολεμική περίοδο, το δόγμα που πρότεινε ο Κέινς φαινόταν πλήρως δικαιωμένο.
Ακόμη και αρκετοί πρώην μαρξιστές δήλωναν οπαδοί του Κέινς. Μεταξύ αυτών ήταν ο ο Τζον Στρέιτσι. Το 1932-35 ο Στρέιτσι έγραψε τρία βιβλία: «Η ερχόμενη μάχη για την εξουσία», «Η απειλή του φασισμού» και «Η φύση της καπιταλιστικής κρίσης», όπου ισχυριζόταν ότι είναι ορθόδοξος μαρξιστής (αν και στην πραγματικότητα επηρεαζόταν πολύ από τον σταλινισμό). Το 1940 ο Στρέιτσι δημοσίευσε ένα νέο βιβλίο, « Ένα Πρόγραμμα για την επιτυχία». Αυτό υποστήριζε ότι, ενώ μακροπρόθεσμα ο σοσιαλισμός ήταν η μόνη λύση σε περίπτωση κατάρρευσης του καπιταλισμού, βραχυπρόθεσμα αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα προσωρινό πρόγραμμα μεταρρύθμισης του καπιταλισμού παρόμοιο με εκείνο του Νιου Ντιλ του Ρούσβελτ. Το πρόγραμμά του περιελάμβανε έξι βασικά σημεία: επέκταση των δημόσιων επιχειρήσεων, χαμηλά επιτόκια δανειακού κεφαλαίου, αναπτυγμένες κοινωνικές υπηρεσίες, νομισματικές διευκολύνσεις σε ιδιώτες και αναδιανεμητική φορολογία. Προϋπέθετε επίσης κρατικό τραπεζικό σύστημα και αυστηρό δημόσιο έλεγχο του ισοζυγίου πληρωμών. [81] Το πρόγραμμα αυτό ήταν τόσο μινιμαλιστικό ώστε ο δεξιός Άντονι Κρόσλαντ είπε: «Ήταν ασύγκριτα πιο μετριοπαθές από το πρόγραμμα που υιοθέτησε το Εργατικό Κόμμα (στη Βρετανία, στΜ) το 1937». [82] Ο Τζον Στρέιτσι συνέχισε να αποτίει φόρο τιμής σε μερικές από τις αναλύσεις του Μαρξ και να περιγράφει την κοινωνία ως «καπιταλιστική». Τώρα όμως κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η ανεργία και οι κρίσεις ανήκαν πλέον στο παρελθόν. Η πλατιά δημοκρατία και οι τεχνικές κυβερνητικής οικονομικής παρέμβασης που ανακάλυψε ο Κέινς, ισχυριζόταν ο Στρέιτσι, σήμαιναν ότι ο καπιταλισμός πλέον ήταν προγραμματισμένος.
Ο Κρόσλαντ επίσης γινόταν λυρικός για το κεφάλαιο που μεταρρυθμιζόταν με τις κεϋνσιανές μεθόδους. Το βιβλίο του «Το μέλλον του σοσιαλισμού», που δημοσιεύτηκε το 1956, υποστήριζε ότι η αναρχία του καπιταλισμού καταργήθηκε και το ίδιο είχε συμβεί και με τις ταξικές συγκρούσεις. Το σύστημα γινόταν όλο και πιο ορθολογικό και δημοκρατικό. Ο ίδιος ο καπιταλισμός θα διαλυόταν ειρηνικά. Όλη η συζήτηση για την παραγωγή που είναι προσανατολισμένη στην πραγματοποίηση κερδών αντί της ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών αποτελούσε, σύμφωνα με τον Κρόσλαντ, τεράστια ανοησία. “Η ιδιωτική βιομηχανία επιτέλους εξανθρωπίζεται.” [83] Μια «ειρηνική επανάσταση» είχε αρχίσει, στην οποία η ταξική σύγκρουση θα ήταν αδιανόητη: «Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί σήμερα μια συνειδητή επιθετική συμμαχία μεταξύ κυβέρνησης και εργοδοτών εναντίον των συνδικάτων», έγραφε ο Crosland. [84] «Ζούμε, στη Βρετανία, στο κατώφλι της μαζικής αφθονίας» [85]. Τώρα που ο κεϋνσιανισμός εγγυόταν την ανεμπόδιστη ανάπτυξη, έλεγε ο Κρόσλαντ, το κράτος θα μπορούσε να προσβλέπει σε υψηλά φορολογικά έσοδα που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και σχέδια κοινωνικής πρόνοιας. Οι σοσιαλιστές έπρεπε πλέον να μην ασχολούνται με οικονομικά ζητήματα. Και να ασχοληθούν με τι; «… θα στρέψουμε την προσοχή μας όλο και περισσότερο σε άλλους και, μακροπρόθεσμα, πιο σημαντικούς τομείς – της προσωπικής ελευθερίας, της ευτυχίας και της πολιτιστικής προσπάθειας, της καλλιέργειας του ελεύθερου χρόνου, της ομορφιάς, της χάρης, της ευθυμίας, του ενθουσιασμού … περισσότερες υπαίθριες καφετέριες, φωτεινότεροι και πιο χαρούμενοι δρόμοι τη νύχτα, μεγαλύτερο ωράριο εξυπηρέτησης στα δημόσια κτίρια, περισσότερα τοπικά θέατρα, καλύτεροι και πιο φιλόξενοι ξενοδόχοι … περισσότερα τοιχογραφίες και εικόνες σε δημόσιους χώρους, καλύτερος σχεδιασμός επίπλων, κεραμικών και γυναικείων ρούχων, αγάλματα μεταξύ των νέων οικοδομών, καλύτερα σχεδιασμένες λάμπες και τηλεφωνικοί θάλαμοι στον δρόμο και ούτω καθεξής.» [86]
Ενώ οι Μαντέλ και Χίλι διαψεύστηκαν μέσα από τις άμεσες συνέπειες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής έκρηξης, οι κεϋνσιανοί και άλλοι απολογητές του καπιταλισμού έχασαν τον μπούσουλα αργότερα, μέσα από τις ολοένα βαθύτερες και ανεξέλεγκτες κρίσεις που σάρωσαν τον δυτικό καπιταλισμό από τη δεκαετία του ’70.
Η θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων απέφευγε τις παγίδες και των δύο θέσεων. Ξεκίνησε από την ανάπτυξη της θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού. Η κατανόηση της Ρωσίας έγινε το κλειδί για την κατανόηση της μεταπολεμικής έκρηξης στον δυτικό καπιταλισμό. Γιατί συνέβη αυτό; Η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού χαρακτήριζε τον στρατιωτικό ανταγωνισμό μεταξύ της Ρωσίας και των δυτικών καπιταλιστικών χωρών ως τον κύριο μηχανισμό που επιβάλλει τη δυναμική της συσσώρευσης κεφαλαίου στη Ρωσία. Η παραγωγή εξοπλισμών στη Ρωσία εξηγεί επίσης γιατί αυτή δεν επηρεάστηκε από τον κύκλο ανάπτυξης-ύφεσης. Το αντίστροφο ήταν επίσης αλήθεια – από την άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος οι στρατιωτικές δαπάνες παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο ακόμα και όταν τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Το κείμενο του 1948 «Η ταξική φύση της σταλινικής Ρωσίας» έχει ένα κεφάλαιο με τίτλο «Παραγωγή και κατανάλωση μέσων καταστροφής». Η παραγωγή όπλων διαθέτει ιδιόμορφες ιδιότητες. Δεν παρέχει νέα μέσα παραγωγής (Τμήμα Ι, να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Μαρξ στο κεφάλαιο) ούτε συμβάλλει στην κατανάλωση της εργατικής τάξης (Τμήμα ΙΙα). Συνεπώς, η παραγωγή της πολεμικής βιομηχανίας δεν ανατροφοδοτεί την περαιτέρω παραγωγή. Είναι μια μορφή μη παραγωγικής κατανάλωσης, ανάλογη με την κατανάλωση ειδών πολυτελείας από τους ίδιους τους καπιταλιστές (Τμήμα ΙΙβ ή ΙΙΙ). [87]
Η παραγωγή εξοπλισμών είναι “η συλλογική κατανάλωση της καπιταλιστικής τάξης” η οποία διασφαλίζει ότι η τάξη αυτή μέσω της στρατιωτικής επέκτασης θα “αποκτήσει νέο κεφάλαιο, νέες δυνατότητες συσσώρευσης”. Η ικανότητα απόκτησης νέων δυνατοτήτων συσσώρευσης καθιστά την «παραγωγή και κατανάλωση μέσων καταστροφής» διαφορετική από την υπόλοιπη κατανάλωση της καπιταλιστικής τάξης.
Η «ταξική φύση της σταλινικής Ρωσίας» επεσήμαινε ότι οι σταθεροποιητικές ιδιότητες της παραγωγής όπλων εξηγούσαν γιατί ο ρωσικός κρατικός καπιταλισμός δεν βίωσε τον κλασικό κύκλο της εκρηκτικής ανάπτυξης και ύφεσης που χαρακτηρίζει τις οικονομίες της αγοράς. [88] Η παραπάνω ανάλυση αποτέλεσε τη γέφυρα για τη θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων, η οποία υπογραμμίζει το ρόλο των στρατιωτικών δαπανών στην επέκταση της οικονομίας των καπιταλιστικών χωρών της αγοράς.
Τον Μάιο του 1957, η επιχειρηματολογία έγινε πιο συγκεκριμένη με το άρθρο με τίτλο «Προοπτικές για τη Διαρκή Οικονομία του Πολέμου», το οποίο ξεκινούσε από την επίδραση των στρατιωτικών δαπανών στη δυναμική της σταλινικής Ρωσίας κι έφτανε στην επίδρασή τους στον καπιταλισμό της Δύσης και της Ιαπωνίας. [89] Ο αντίκτυπος των στρατιωτικών δαπανών δεν θεωρούνταν τυχαίος. Το οικονομικό επίπεδο της κοινωνίας, το επίπεδο στο οποίο έχουν φτάσει οι παραγωγικές δυνάμεις, είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για την οργάνωση των στρατών της. Όπως δήλωσε ο Μαρξ, «η θεωρία μας ότι η οργάνωση της εργασίας εξαρτάται από τα μέσα παραγωγής, φαίνεται, δεν επιβεβαιώνεται πουθενά τόσο λαμπρά όσο και στην «βιομηχανία ανθρώπινου σφαγείου». »
Στην πρώιμη περίοδο του καπιταλισμού, η καθυστέρηση της οικονομίας κατέστησε αδύνατο να τροφοδοτεί και να οπλίζει μεγάλα στρατεύματα. Σε σύγκριση με τους μαζικούς στρατούς που κινητοποιήθηκαν κατά τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι στρατοί του πρώιμου ανερχόμενου καπιταλισμού ήταν πολύ μικροί. Ακόμη και κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, η Γαλλία, κυβερνήτης πρακτικά ολόκληρης της Ευρώπης, δεν είχε ποτέ περισσότερο από μισό εκατομμύριο στρατιωτών. Οι βρετανικές ένοπλες δυνάμεις τότε ήταν μικρότερες από το ένα δέκατο της Γαλλίας. Ο Μέγας Φρειδερίκος δήλωσε για τους πολέμους του 18ου αιώνα, «Ο ειρηνικός πολίτης δεν θα πρέπει καν να συνειδητοποιεί ότι η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο». [90] Ακόμα και κατά τη διάρκεια των πολέμων του 19ου αιώνα, των Ναπολεόντειων Πολέμων, των Πολέμων του Οπίου, του Πολέμου της Κριμαίας κ.λπ., η ζωή των εμπόλεμων εθνών δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου.
1914: το σημείο Καμπής
Όλα αυτά άλλαξαν με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε η Γαλλία, της οποίας ο πληθυσμός ήταν μόνο περίπου δέκα εκατομμύρια περισσότεροι απ’ ό,τι την εποχή του Ναπολέοντα (40 εκατομμύρια έναντι 30), κινητοποίησε πέντε εκατομμύρια στρατιώτες. Οι άλλες εμπόλεμες χώρες παρουσίασαν παρόμοια αύξηση. Μαζί με την τεράστια αύξηση του μεγέθους των στρατών προέκυψε επίσης και μια τεράστια αύξηση στις δαπάνες για στρατιωτική τεχνολογία. Αυτά από κοινού άλλαξαν τον ρόλο του στρατιωτικού τομέα στο σύνολο της εθνικής οικονομίας.
Με την επιστράτευση σημαντικής μερίδας του πληθυσμού και μεγάλου ποσοστού της οικονομίας να διοχετεύεται στην υπηρεσία του πολέμου, όχι μόνο οι στρατιώτες που ενεπλάκησαν στις μάχες, αλλά και εκατομμύρια βιομηχανικοί εργάτες, εργαζόμενοι στον αγροτικό τομέα και αγρότες κλπ. – στην πραγματικότητα, όλος ο ενήλικος πληθυσμός – βίωσαν τον αντίκτυπο του πολέμου.
Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ήταν σε κάποιο βαθμό προετοιμασμένες για μάχες, η οικονομία ήταν κάθε άλλο παρά προσανατολισμένη στην παραγωγή εξοπλισμών. Μόνο μετά την έναρξη των διαφόρων πολεμικών μαχών η κυρίαρχη τάξη πήρε αποφάσεις για να αντιμετωπίσει την κατάσταση με την οποία ερχόταν πλέον αντιμέτωπη – ή όπλα ή βούτυρο.
Έως το 1914, λοιπόν, ήταν δυνατό να αναλύεται η εξέλιξη του καπιταλισμού χωρίς να δίνεται ιδιαίτερο βάρος στους πολέμους ή στις πολεμικές προετοιμασίες, καθώς έπαιζαν μικρό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη. Αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο στρατιωτικός τομέας της οικονομίας υποχώρησε και πάλι: οι μεγάλοι στρατοί συρρικνώθηκαν σε μεγάλο βαθμό και η παραγωγή εξοπλισμών μειώθηκε δραστικά.
Εντούτοις, μετά την μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του ’30 και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά στην ιστορία ένας ισχυρός στρατιωτικός τομέας σε περίοδο ειρήνης. Μεταξύ 1939 και 1944 η παραγωγή πυρομαχικών πενταπλασιάστηκε στη Γερμανία, στην Ιαπωνία δεκαπλασιάστηκε, στη Βρετανία 25πλασιάστηκε και στις Ηνωμένες Πολιτείες 50πλασιάστηκε. [91]
Η οικονομία του πολέμου | ||||||
Γερμανία (δισεκατομμύρια μάρκα) | Βρετανία (εκατομμύρια λίρες) | ΗΠΑ εκατομμύρια δολάρια) | ||||
1939 | 1943 | 1938 | 1943 | 1939-1940 | 1944-1945 | |
GE** | 60.0* | 100.0* | 1.0 | 5.8 | 16.0 | 95.3 |
NI | 88.0* | 125.0* | 5.2 | 9.5 | 88.6* | 186.6* |
GE/NI | 68% | 80% | 19.2% | 61.1% | 18% | 51% |
GE = κυβερνητικά έξοδα, NI = εθνικό εισόδημα * οι υπολογισμοί στο περίπου ** που αφορούσαν κυρίως στρατιωτικές δαπάνες |
Ενώ μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε μια περίοδος περίπου μιάμισης δεκαετίας στην οποία καμία αναπτυγμένη χώρα δεν είχε σχετικά μεγάλο πολεμικό τομέα, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν υπήρχε τέτοιο «διάλειμμα». Σύντομα μετά το τέλος του, η κούρσα εξοπλισμών ενεργοποιήθηκε για άλλη μια φορά.
Εξοπλισμοί, οικονομική έκρηξη και πτώση
Στο παρελθόν, για περισσότερο από έναν αιώνα, ο καπιταλισμός διένυε έναν ρυθμικό κύκλο ευημερίας και ύφεσης. Οι κρίσεις έκαναν την εμφάνισή τους τακτικά κάθε (πάνω-κάτω) δέκα χρόνια. Αλλά με την έλευση μιας διαρκούς οικονομίας του πολέμου ο κύκλος αυτός κατά κάποιον τρόπο είχε σπάσει. Για να κατανοήσουμε πώς συνέβη αυτό, πώς ένας στρατιωτικός κλάδος ίσος με το 10% ή λιγότερο της εθνικής οικονομίας θα μπορούσε να αποτρέψει μια γενικευμένη κρίση, θα πρέπει πρώτα να συνοψίσουμε σύντομα τις αιτίες της κρίσης στον «κλασικό» καπιταλισμό.
Η βασική αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων υπερπαραγωγής είναι η σχετικά χαμηλή αγοραστική δύναμη των μαζών σε σύγκριση με την παραγωγικότητα της βιομηχανίας. Όπως είπε ο Μαρξ:
«Η αιτία σε τελική ανάλυση για όλες τις πραγματικές κρίσεις παραμένει πάντοτε η φτώχεια και η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών που έρχονται σε αντίθεση με την τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις σαν η απόλυτη καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας να αποτελεί το μόνο όριό της.» [92]
Σε τελική ανάλυση, η αιτία της καπιταλιστικής κρίσης είναι το ότι όλο και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος της κοινωνίας πέφτει στα χέρια της καπιταλιστικής τάξης και όλο και μεγαλύτερο μέρος αυτής δεν κατευθύνεται προς την αγορά μέσων κατανάλωσης, αλλά αντίθετα προς την αγορά μέσων παραγωγής – δηλαδή, κατευθύνεται προς τη συσσώρευση κεφαλαίου. Η σχετική αύξηση του ποσοστού του εθνικού εισοδήματος που προορίζεται για συσσώρευση σε σχέση με το ποσοστό που προορίζεται για κατανάλωση οδηγεί υποχρεωτικά σε υπερπαραγωγή, μια κατάσταση όπου η αυξανόμενη ποσότητα των αγαθών που παράγονται δεν μπορεί να πωληθεί επειδή οι καταναλωτές δεν έχουν τη δυνατότητα να τα αγοράσουν.
Εδώ έχουμε μια συσσωρευτική διαδικασία. Καθώς η αύξηση της συσσώρευσης συνοδεύεται από εξορθολογισμό και τεχνολογικές καινοτομίες, καταλήγει σε αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης. Όσο μεγαλύτερος είναι ο ρυθμός εκμετάλλευσης, τόσο μεγαλύτερο είναι το ταμείο από το οποίο αντλείται η συσσώρευση σε σύγκριση με τους εργατικούς μισθούς και το εισόδημα του καπιταλιστή. Η συσσώρευση γεννά τη συσσώρευση.
Οι συνέπειες της οικονομίας των όπλων
Οι γιγάντιες στρατιωτικές δαπάνες μετά τον πόλεμο επέδρασαν στις κρισιακές τάσεις του συστήματος. Τώρα η οικονομία των εξοπλισμών έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στο επίπεδο της λαϊκής αγοραστικής δύναμης, στο επίπεδο της συσσώρευσης πραγματικού κεφαλαίου και στην ποσότητα των αγαθών που αναζητούσαν αγορές.
Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν 1 εκατομμύριο άνθρωποι που αναζητούν εργασία σε μια συγκεκριμένη χώρα και, επιπλέον, ότι το 10% αυτών απασχολούνται από την κυβέρνηση για την παραγωγή όπλων – περίπου 100.000 άτομα. Η αγοραστική τους δύναμη θα επιφέρει την απασχόληση περισσότερων ανθρώπων σε άλλους τομείς. Η αριθμητική σχέση μεταξύ του μεγέθους της πρώτης και της δεύτερης ομάδας ονομάστηκε “πολλαπλασιαστής” από τον Κέινς. Για λόγους ευκολίας μπορούμε να δανειστούμε αυτόν τον όρο. Αν ο πολλαπλασιαστής είναι «επί δύο», η απασχόληση 100,000 εργαζομένων από το κράτος θα αυξήσει τη γενική απασχόληση κατά 200.000. Εάν ο πολλαπλασιαστής είναι «επί τρία», η αύξηση θα είναι 300.000 κ.ο.κ. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το συσσωρευτικό αποτέλεσμα ενός στρατιωτικού προϋπολογισμού ίσου με το 10% του εθνικού εισοδήματος μπορεί να παίξει αρκετά δυσανάλογο προς το μέγεθός του ρόλο στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μαζών.
Από την άλλη πλευρά, όταν το 10% του εθνικού εισοδήματος πηγαίνει σε όπλα, τα κεφάλαια που αναζητούν επενδύσεις στην παραγωγή σε καιρό ειρήνης μειώνονται δραστικά: στο παράδειγμα μας, από το 20% του εθνικού εισοδήματος στο 10%. Η αυξανόμενη αγοραστική δύναμη του λαού, μαζί με τη νέα κρατική ζήτηση για όπλα, στρατιωτικό ρουχισμό, στρατώνες κ.λπ., δίνουν μεγαλύτερα περιθώρια για πώληση και οδηγούν στο ξεπέρασμα της κρίσης υπερπαραγωγής.
Επιπροσθέτως, μια οικονομία πολέμου έχει φυσικά μεγάλη επίδραση στο ρυθμό αύξησης της προσφοράς μη στρατιωτικών αγαθών που αναζητούν πολίτες-αγοραστές. Η πλήρης απασχόληση όχι μόνο αυξάνει τον συνολικό αριθμό των ατόμων που έχουν έναν μισθό, αλλά και προκαλεί ασφυξία στην αγορά εργασίας, κάτι που επιτρέπει στους εργαζόμενους να κερδίζουν υψηλότερους μισθούς. Παραδόξως, αυτό δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με τη δυνατότητα αύξησης των κερδών: το κεφάλαιο λειτουργεί πληρέστερα από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, υπάρχει πολύ λιγότερη παραπανίσια παραγωγική ικανότητα ή κεφάλαιο που λειτουργεί με ζημία. Το κέρδος του είναι μεγαλύτερο. Έτσι, για παράδειγμα, τα έτη 1937-42 οι συνολικοί μισθοί στη βιομηχανία των Ηνωμένων Πολιτειών αυξήθηκαν κατά 70 τοις εκατό, τα κέρδη κατά 400 τοις εκατό!
Με τις εκπληκτικές παραγωγικές δυνάμεις που έχει διαθέσιμες η κοινωνία, η αύξηση του φορτίου των εξοπλισμών δεν οδηγούσε απαραιτήτως σε περικοπές της κατανάλωσης των πολιτών, αλλά το αντίθετο. Αυτό φάνηκε πιο καθαρά στην πλουσιότερη καπιταλιστική χώρα του κόσμου, τις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Παρόλο που το 1943 οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν το τεράστιο ποσό των 83,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τον πόλεμο, η κατανάλωση των πολιτών δεν έπεσε αλλά ήταν στην πραγματικότητα υψηλότερη από ό, τι πριν από τον πόλεμο, αυξανόμενη από 61,7 δισεκατομμύρια δολάρια το 1939 σε 70,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 1943 (με βάση τις τιμές του 1939), μια αύξηση 14,7%.
Η θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων εξηγούσε γιατί η πρόβλεψη του Τρότσκι δεν είχε επαληθευτεί. Αλλά έκανε και κάτι ακόμα. Αποδείκνυε ότι μακροπρόθεσμα η οικονομική ευημερία που θα ανέβαινε πάνω από την κορυφή του κώνου μιας πυρηνικής βόμβας δεν θα μπορούσε να είναι σταθερή και ασφαλής. Ακόμη και όταν ο παγκόσμιος καπιταλισμός ευημερούσε, ως αποτέλεσμα των στρατιωτικών δαπανών, δεν σήκωναν όλες οι χώρες το ίδιο βάρος των υψηλών στρατιωτικών δαπανών. Αυτά που δαπανούσαν ελάχιστα επωφελήθηκαν αντιστρόφως ανάλογα από τις στρατιωτικές δαπάνες. Το κείμενο του 1948 για τη Ρωσία υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός γενικά αντιμετώπιζε μόνο μια προσωρινή σταθεροποίηση. Έλεγε:
«… τα κράτη μπορεί να φτάσουν να ανταγωνίζονται τόσο έντονα στην παγκόσμια αγορά, που το καθένα, προκειμένου να τοου γεγονότος ότι η Βρετανία πιέζεται να μειώσει τον “αμυντικό προϋπολογισμό” της λόγω του ανταγωνισμού με τη Γερμανία και την επιδείνωση του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών της. Μέχρι στιγμής, καμία χώρα δεν μπόρεσε να φτάσει στο επίπεδο των ΗΠΑ, να τις αναγκάσει να εγκαταλείψουν την κούρσα εξοπλισμών και να αρχίσουν να μπαίνουν στον ανταγωνισμό του “ποιος περικόπτει τον στρατιωτικό προϋπολογισμό του πιο γρήγορα”. Μπορεί να αντέξει τον μεγαλύτερο στρατιωτικό προϋπολογισμό στον κόσμο και τις μεγαλύτερες χωρίς όρια επενδύσεις στη βιομηχανία.» [93]
Η ανισομέρεια στα βάρη της κούρσας των εξοπλισμών θα οδηγούσε σε αποσταθεροποίηση, αν και το κείμενο προέβλεπε, εσφαλμένα όπως αποδείχθηκε, ότι η Ρωσία θα μπορούσε να είναι ο νικητής:
«… με τα τεράστια βήματα της ρωσικής βιομηχανίας, είναι πιθανό ότι σε άλλα δέκα ή είκοσι χρόνια, μπορεί, ακόμη και αν δεν φθάσει σε απόλυτους αριθμούς στο επίπεδο της βιομηχανίας των Ηνωμένων Πολιτειών, να αμφισβητήσει τουλάχιστον την κυριαρχία των ΗΠΑ στην παγκόσμια αγορά σε ορισμένους κλάδους – σε εκείνους της βαριάς βιομηχανίας. Στη συνέχεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν … να μειώσουν τον «αμυντικό» προϋπολογισμό τους προκειμένου να ξεπεράσουν την ήττα στην παγκόσμια αγορά». [94]
Ωστόσο, η βασική επιχειρηματολογία ήταν σωστή: «Η οικονομία του πολέμου μπορεί να χρησιμεύει όλο και λιγότερο ως θεραπεία για υπερπαραγωγή, ως σταθεροποιητής της καπιταλιστικής ευημερίας. Όταν η οικονομία του πολέμου αρχίσει να γίνεται αναλώσιμη, είναι βέβαιο ότι θα ακουστεί η καμπάνα από την κηδεία της καπιταλιστικής έκρηξης.» [95]
Στην πραγματικότητα δεν ήταν η Ρωσία που ανάγκασε τις Ηνωμένες Πολιτείες να μειώσουν τον στρατιωτικό τους προϋπολογισμό, αλλά πρωτίστως η Δυτική Γερμανία και η Ιαπωνία, οι δύο χώρες που τους είχε απαγορευτεί να διατηρούν μεγάλους στρατούς επειδή έχασαν τον πόλεμο. Παρόλα αυτά, «Η ταξική Φύση της σταλινικής Ρωσίας» προέβλεψε σωστά ότι η προσωρινή σταθεροποίηση του καπιταλισμού της αγοράς μέσω των στρατιωτικών δαπανών θα ήταν προσωρινή. Πράγματι, η απόσπαση υπεραξίας από τις παραγωγικές επενδύσεις έτεινε να αποτρέψει τις κρίσεις με τίμημα όμως μια μακροπρόθεσμη τάση προς τη στασιμότητα. Οι οικονομίες που είχαν σχετικά υψηλό επίπεδο στρατιωτικών δαπανών θα βρίσκονταν με ανταγωνιστικό μειονέκτημα και θα αναγκάζονταν, επομένως, να αυξήσουν το ποσοστό των επενδύσεων που προορίζονταν για τις μη στρατιωτικές βιομηχανίες. Αυτό επέτρεψε στις τάσεις προς έναν «κλασσικό» καπιταλιστικό κύκλο να επανεκδηλωθούν. [96]
Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, αφενός, και της Ιαπωνίας και της Δυτικής Γερμανίας, αφετέρου, οξυνόμενος από την άνιση κατανομή των στρατιωτικών βαρών, οδήγησε όντως σε αποσταθεροποίηση της οικονομίας και στην επιστροφή των παγκόσμιων υφέσεων. Η πρόβλεψη ότι η παγκόσμια οικονομία θα επιβραδυνόταν μετά από αρκετά χρόνια έχει γίνει πραγματικότητα: η παγκόσμια παραγωγή που αυξανόταν ετησίως κατά 5,4% μεταξύ 1950-63 και κατά 6% μεταξύ 1963-73, έπεσε στο 2,6% μεταξύ 1973-90, και στο 1,4% μεταξύ 1990-96. [97]
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του εθνικού οικονομικού εισοδήματός τους σε εξοπλισμούς από την Ιαπωνία ή τη Δυτική Γερμανία. Η Ιαπωνία δεν δαπάνησε ποτέ πάνω από το 1% του εθνικού της εισοδήματος για την άμυνα. Ως αποτέλεσμα, η Ιαπωνία κατόρθωσε να συγκεντρώσει περισσότερα κεφάλαια και να εφεύρει περισσότερο στη βιομηχανία αναβαθμίζοντας τα εργοστάσιά της. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία προχώρησε μπροστά σε άλματα. Η ιαπωνική ναυπηγική βιομηχανία αντικατέστησε τη βρετανική βιομηχανία στην πρώτη θέση παγκοσμίως, ενώ στην ηλεκτρονική βιομηχανία η Ιαπωνία ξεπέρασε τη Γερμανία που κατείχε μέχρι τότε την πρώτη θέση κ.λπ.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ επιδείνωσε την καθυστέρηση της βιομηχανίας των Ηνωμένων Πολιτειών σε σχέση με εκείνη της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το 1973 η αδυναμία του δολαρίου εκδηλώθηκε με μια έκρηξη της τιμής του πετρελαίου – που εκφραζόταν σε δολάρια. Η μεγάλη έκρηξη της καπιταλιστικής οικονομίας είχε φτάσει στο τέλος.
Η θεωρία της διαρκούς οικονομίας των όπλων θεωρούσε δεδομένο ότι ο παραλογισμός του καπιταλισμού δεν γινόταν μικρότερος με τη γήρανση του συστήματος. Ο καπιταλισμός, ο οποίος σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μαρξ καλυπτόταν σε όλη του την ιστορία με αίμα και λάσπη, δεν έγινε ξαφνικά καλοκάγαθος στα γεράματα. Στην πραγματικότητα, η διαρκής οικονομία των όπλων ήταν η πιο ακραία έκφραση της κτηνωδίας και βαρβαρότητας του συστήματος. [98]
https://www.marxists.org/archive/cliff/works/1999/trotism/ch03.htm
Μετάφραση: Αλέξης Λιοσάτος.
Υποβολή απάντησης