1

O μαρξισμός και το κόμμα – κεφάλαιο 2ο: ενότητες 2.1, 2.2

Του Τζον Μόλινιου (1978)

Μετάφραση Βασίλης Μορέλας.

(ενότητες 1 και 2  από το δεύτερο κεφάλαιο)

https://www.marxists.org/history/etol/writers/molyneux/1978/party/

 

Κεφάλαιο 2: Ο Λένιν και η γέννηση του Μπολσεβικισμού

Παρόλο που ο μαρξισμός εν γένει είναι, όπως το έθεσε ο Γκράμσι, μια «φιλοσοφία της πράξης» και γι’αυτό εχθρική στον φαταλισμό, ο ίδιος ο Μαρξ, όπως δείξαμε, χάρη στις επικρατούσες συνθήκες και την αποφασιστικότητά του να αποφύγει τον σεκταρισμό, ποτέ δεν χειραφετήθηκε πλήρως από μια φαταλιστική αντίληψη της πολιτικής οργάνωσης. Το πολιτικό κόμμα του προλεταριάτου θα αναδυόταν βαθμιαία, αυθόρμητα από τον ευρύ αγώνα της εργατικής τάξης. Στη σοσιαλδημοκρατία, αυτή η φαταλιστική τάση εδραιώθηκε απ’άκρη σ’άκρη στη σφαίρα της οργάνωσης και μετά επεκτάθηκε στη θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, την προλεταριακή επανάσταση και τη φύση της ίδιας της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η πρακτική του Μπολσεβικισμού και οι οργανωτικές ιδέες του Λένιν σημάδεψαν μια ρήξη με αυτόν τον φαταλισμό και εξ αυτού συνέστησαν ένα τρομερό βήμα μπροστά για τη μαρξιστική θεωρία, όχι μόνο σε σχέση με τη σοσιαλδημοκρατία, μα επίσης σε σχέση με τον Μαρξ. Μόνο με τον Λένιν αντικαταστάθηκε η έννοια ενός πλατιού κόμματος που εκπροσωπεί την εργατική τάξη ή είναι η ίδια η τάξη, με εκείνη ενός «μειοψηφικού» κόμματος (την προ-επαναστατική περίοδο) που αποτελεί την εμπροσθοφυλακή της τάξης και που, αφού είναι η οργανωτική ενσάρκωση του σοσιαλιστικού μέλλοντος εκείνης της τάξης, έχει την υποχρέωση να υπερασπιστεί τον εαυτό του από και να παλέψει ενάντια σε όλες τις εκδηλώσεις του οπορτουνισμού.

 

  1. Το φόντο του Μπολσεβικισμού

 

Ο Μπολσεβικισμός δεν ήταν καμία «Αφροδίτη» άρτια αναστημένη μέσα απ’τα κύματα -αναπτύχθηκε και μεγάλωσε περνώντας από ένα πλήθος αγώνων, εσωτερικών και εξωτερικών. Ούτε μπορεί να ιδωθεί απλά σαν το προϊόν της οργανωτικής ιδιοφυΐας του Λένιν. Η εξιδανίκευση του Λένιν, που είναι γενικά στους μαρξιστικούς κύκλους συνδυασμένη με την ροπή των Σταλινικών θεωρητικών να γράφουν την Ρώσικη επαναστατική ιστορία σαν να υπήρχαν μόνο δύο πρωταγωνιστές, ο Ρωσικός λαός κι ο Λένιν (έχοντας μετατρέψει όλα τα άλλα άτομα σε μη-πρόσωπα), έχει δημιουργήσει μια εικόνα του Μπολσεβικισμού ως εφευρεμένου από τον Λένιν, αρκετά σαν τον Βατ που εφηύρε την ατμομηχανή. Στην πραγματικότητα, η ρήξη με τη “σταδιακότητα” (τον ρεφορμισμό) στη σφαίρα της οργάνωσης, ήταν κι η ίδια μια σταδιακή και ημισυνειδητή μονάχα διαδικασία, αν και σημαδεμένη από πολλούς οξείς και συνειδητούς αγώνες. Ο Λενινισμός ήταν το προϊόν μια συντηρούμενης και αναπτυσσόμενης επαναστατικής απάντησης σε μια χειροπιαστή κατάσταση και για να κατανοήσουμε αυτή την απάντηση πρέπει να κοιτάξουμε στα στοιχεία της κατάστασης που την έκαναν εφικτή.

Ο πρώτος παράγοντας που έρχεται στο μυαλό ως μία πηγή του Μπολσεβικισμού είναι αυτό που ο Τόνι Κλιφ αποκαλεί «η παράδοση του υποκαταστισμού στο Ρωσικό επαναστατικό κίνημα».[i] Αυτή η παράδοση ήταν όντως πολύ ισχυρή. Στα 1860 και 1870, μερικές φορές δεκάδες, περιστασιακά εκατοντάδες, ηρωικών κι ιδεαλιστών διανοουμένων ρίχνονταν στη μάχη κατά της αυταρχίας, «πηγαίνοντας προς τον λαό» ως οι διδάσκαλοι και διαφωτιστές του είτε εναλλακτικά «ενεργώντας για λογαριασμό του λαού» με τολμηρές πράξεις τρομοκρατίας. Και πράττοντας έτσι, αυτοί οι Ναρόντνικοι* κέρδιζαν τον αθάνατο σεβασμό και θαυμασμό των Ρώσων επαναστατών συμπεριλαμβανομένου ειδικά και του Λένιν, ο οποίος αναφέρεται επανειλημμένα στην «αφοσιωμένη αποφασιστικότητα και ζωντάνια» τους.[ii] Για ενισχύσουν το επιχείρημα, μπορούν να προστεθούν ποικίλες βιογραφικές αποδείξεις: η διαπλαστική επιρροή στον Λένιν τέτοιων, βασικά ελιτίστικων, συγγραφέων όπως ο Τσερνιτσέβσκι κι ο Τκάτσιεβ[iii] και βέβαια η μοίρα του αδερφού του, εκτελεσμένου για τρομοκρατία.

Ωστόσο, αυτή η επιχειρηματολογία, επιφανειακά θελκτική όπως είναι, δεν αντέχει στην κριτική εξέταση. Αγνοεί το γεγονός ότι ο Λένιν έφτιαξε τα θεωρητικά του “δόντια” ακριβώς στην πάλη κατά του Ναροντνισμού∙ ότι αντιτασσόταν στην ατομική τρομοκρατία σε όλη τη ζωή του∙ ότι αρνήθηκε να εγκρίνει μια κατάληψη της εξουσίας το 1917 μέχρι οι Μπολσεβίκοι να αποκτήσουν την πλειοψηφία στα σοβιέτ∙ και ότι διεξήγαγε έναν πάρα πολύ ζωηρό αγώνα κατά όλων των μορφών «πουτσισμού»**, των αποπειρών εξεγέρσεων με μειοψηφίες, στο τρίτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1921).

Δεν ήταν η τρομοκρατία μα η κατάσταση που παρήγαγε την τρομοκρατία που απετέλεσε σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξη των ιδεών του Λένιν. Ο Λένιν θα μπορούσε να σπάσει αποφασιστικά από τις ρομαντικές και ουτοπικές θεωρίες των τρομοκρατών, θα μπορούσε να εμμείνει απόλυτα στη θεωρία της ταξικής πάλης ως μοχλό της κοινωνικής επανάστασης, αλλά δεν θα μπορούσε να σπάσει από την πραγματικότητα της Τσαρικής αστυνομίας. Υπό τον Τσαρισμό η πολιτική καταπίεση παρέμενε σχεδόν απόλυτη και το ίδιο και η απαγόρευση όλων των συνδικάτων και της απεργιακής δραστηριότητας.

Σε μια τέτοια κατάσταση το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο ενός πλατιού μαζικού κόμματος που εκπροσωπούσε το σύνολο της εργατικής τάξης ήταν απλά αδύνατο. «Μόνο ένας αδιόρθωτος ουτοπικός θα είχε μια πλατιά οργάνωση εργατών…κάτω από την αυταρχία».[iv] Στην πραγματικότητα, όσο αφορούσε την αντιμετώπιση της Τσαρικής αστυνομίας, όσο πιο μικρή ήταν η οργάνωση τόσο καλύτερα. Αξεδιάλυτα συνδεμένη με το ζήτημα του μεγέθους και της μυστικότητας, ήταν η ανάγκη για αποτελεσματικότητα και σφριγηλή εκπαίδευση. Η ανάγκη για αποτελεσματικότητα, που καταδεικνύεται ξανά και ξανά στο Τι να κάνουμε; και που ήταν σχεδόν σίγουρα ο κύριος αντικειμενικός παράγοντας στον καθορισμό της επιτυχίας της δουλειάς εκείνη τη στιγμή, αναδεικνύει την έννοια του επαγγελματία επαναστάτη ως τη βάση της επαναστατικής οργάνωσης. Συνοψίζοντας τις απόψεις του για αυτήν πλευρά της συζήτησης, ο Λένιν γράφει:

“Σε ένα αυταρχικό κράτος, όσο περισσότερο περιορίσουμε την ιδιότητα του μέλους μιας τέτοιας οργάνωσης σε ανθρώπους που είναι επαγγελματικά δεσμευμένοι στην επαναστατική δραστηριότητα και που έχουν εκπαιδευτεί επαγγελματικά στην τέχνη αντιμετώπισης της πολιτικής αστυνομίας, τόσο δυσκολότερο θα είναι να ξετρυπώσει κανείς την οργάνωση.” [v]

Η περίοπτη πρακτικότητα αυτής της έμφασης στη μυστικότητα, την εκπαίδευση και τον επαγγελματισμό στην οργάνωση θα’ναι σαφής. Όμως, αυτό το στοιχείο αμιγούς πρακτικότητας ή αναγκαιότητας στην οργανωτική θεωρία του Λένιν μπορεί εύκολα να μεγαλοποιηθεί. Αν η άμεση σκοπιμότητα ήταν η μόνη σκέψη, τότε θα ήταν αλήθεια να λέγαμε μαζί με τον Λέοναρντ Σαπίρο (και πολλούς άλλους σχολιαστές) πως «οι αντιλήψεις του Λένιν είχαν ίσως κινηθεί κοντύτερα στις συνωμοσιολογικές ιδέες της Ναρόντναγια Βόλια*** και μακριά από την αντίληψη του Μαρξ για την ιστορική αποστολή μιας ολόκληρης τάξης».[vi] Στην πραγματικότητα δεν ήταν έτσι∙ ο σκληρός πυρήνας των επαγγελματιών επαναστατών δεν κατανοούταν σαν ένας αυτοσκοπός, μα ως ένα μέσο. Ο Λένιν τόνιζε πως όσο σφιχτότερος ο πυρήνας του κόμματος «τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο αριθμός των ανθρώπων από την εργατική τάξη και από άλλες κοινωνικές τάξεις που θα μπορέσουν να προσχωρήσουν στο κίνημα και να επιτελέσουν ενεργητικό έργο μέσα του».[vii] Η προοπτική του Λένιν ήταν πάντα αυτή ενός μαζικού ταξικού κινήματος εναντίον της αυταρχίας, αλλά καθοδηγημένου από ένα κόμμα πρωτοπορίας. «Είμαστε το κόμμα της τάξης και γι’αυτό σχεδόν όλη η τάξη (και σε καιρούς πολέμου, σε περιόδους εμφύλιου πολέμου, όλη η τάξη) θα’πρεπε να δρα υπό την ηγεσία του κόμματός μας.»[viii] Επιπρόσθετα, αν ήταν απλά μια πρακτική ανάγκη που καθόριζε τη σκέψη του Λένιν, τότε οι ιδέες του θα είχαν μόνο τοπική, προσωρινή σημασία. Ο Μπολσεβικισμός θα είχε αποδειχτεί ένα ειδικά Ρωσικό φαινόμενο, μια εξαίρεση στον κανόνα, παρά μια βάση για ένα απέραντο διεθνές κίνημα και παράδοση. Πράγματι τα συνωμοσιολογικά στοιχεία της αντίληψης του Λένιν είναι ιστορικά οριοθετημένα και ο Λένιν το αναγνωρίζει αυτό.

“Υπό συνθήκες πολιτικής ελευθερίας, το κόμμα μας θα χτιστεί ολοκληρωτικά πάνω στην εκλογική αρχή. Υπό την αυταρχία, αυτό είναι ανεφάρμοστο για τη συλλογικότητα των χιλιάδων εργατών που συναποτελούν το κόμμα.”[ix]

Αν ήταν ο βαθμός καταπίεσης που καθιστούσε αδύνατο ένα πλατύ κόμμα Δυτικού τύπου, ήταν η συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική περίσταση στη Ρωσία και οι τάσεις μέσα στο επαναστατικό κίνημα που έδωσαν στον Λένιν το έναυσμα για νέες θεωρητικές συλλήψεις και τον έκαναν ικανό να πάει ένα βήμα μπροστά από το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, παρά ένα βήμα πίσω προς τη συνωμοσία. Αυτή η κατάσταση πρέπει επομένως να εξεταστεί.

Η πρωταρχική διάκριση ανάμεσα στα καθήκοντα του επαναστατικού κινήματος στη Δυτική Ευρώπη και στη Ρωσία ήταν ότι ο Δυτικός καπιταλισμός είχε εδραιωθεί στέρεα, ενώ στη Ρωσία ο καπιταλισμός ήταν ακόμη στην ανάπτυξή του και η αστική επανάσταση δεν είχε ακόμη επιτευχθεί. Έτσι, ενώ στη Δύση ο μαρξισμός παρουσιαζόταν ευθέως ως η θεωρία της ανατροπής του καπιταλισμού από το προλεταριάτο, στη Ρωσία ο μαρξισμός φαινόταν σε πολλούς ως η θεωρία του αναπόφευκτου της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αφού οι αρχές καταρχήν θεωρούσαν τους τρομοκράτες ως τον κύριο κίνδυνο και οι τρομοκράτες ισχυρίζονταν ότι η Ρωσία μπορούσε να προσπεράσει τον καπιταλισμό μέσω μιας άμεσης επανάστασης, η μαρξιστική κριτική της τρομοκρατίας και η έμφαση στο αναπόφευκτο του καπιταλισμού ήταν για μια περίοδο καλοδεχούμενη ή τουλάχιστον θεωρούταν εν πολλοίς μικρότερο κακό. Αυτό οδήγησε σε ότι έγινε γνωστό ως «νόμιμος μαρξισμός» κι ο μαρξισμός μετατράπηκε σε αληθινή μόδα:

“Μαρξιστικές περιοδικές εκδόσεις κι εφημερίδες ιδρύθηκαν, σχεδόν ο καθένας έγινε μαρξιστής, οι μαρξιστές κολακεύονταν, οι μαρξιστές κορτάρονταν και οι εκδότες βιβλίων τέρπονταν με την ασυνήθιστη ταχύτητα πωλήσεων της μαρξιστικής φιλολογίας.” [x]

Αναπότρεπτα, σε μια τέτοια κατάσταση ένας συνασπισμός «έκδηλα ετερογενών στοιχείων»[xi] θα προέκυπτε. Συγκεκριμένα από τη μια αποκαλούσαν τους εαυτούς τους μαρξιστές εκείνοι που ναι μεν θεωρούσαν τον καπιταλισμό αναπόφευκτο και προοδευτικό, αλλά επίσης ήθελαν να τον πολεμήσουν και να τον ανατρέψουν, κι από την άλλη επίσης καλούσαν εαυτούς μαρξιστές εκείνοι που στην πραγματικότητα υποστήριζαν τον καπιταλισμό ως τέτοιο και για τους οποίους ο σοσιαλισμός ήταν νεφελώδης ρητορική για το θαμπό και μακρινό μέλλον. (Ο ηγετικός εκπρόσωπος της τελευταίας τάσης ήταν ο Πιοτρ Στρούβε, αρχικά συνεργάτης των Λένιν και Πλεχάνοβ, ο οποίος θα ίδρυε, στα 1905, το αστικοδημοκρατικό Κόμμα των Καντέ****.) Αυτό σήμαινε ότι από πολύ νωρίς ο Λένιν ένοιωθε τον εαυτό του στη θέση να πρέπει να διαλέξει πολύ αυστηρά, από ένα μεγαλύτερο αριθμό ατόμων που ξεστόμιζαν ριζοσπαστικές φράσεις, εκείνους που ήθελαν πραγματικά να παλέψουν. Αυτό απετέλεσε μείζονα παράγοντα προετοιμασίας της δογματικής αδιαλλαξίας του Λένιν και ειδικά της επιμονής του στη διάκριση μεταξύ του τι οι άνθρωποι λένε και τι ήταν προετοιμασμένοι να κάνουν. Αυτό το προσόν, που ήταν τόσο οξυμένα αναπτυγμένο στο Λένιν και είναι ένα από τα πιο χτυπητά χαρακτηριστικά όλων του των γραπτών, θα έπαιζε τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη του Μπολσεβικισμού ως ένα ξεχωριστό κόμμα.

Η επαναστατική μαρξιστική απάντηση στο πρόβλημα της αναγνώρισης του καπιταλισμού ως προοδευτικού και της ταυτόχρονης διατήρησης της πλήρους ανεξαρτησίας του προλεταριάτου για την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό, έγκειτο στη θεωρία της ηγεμονίας του προλεταριάτου στην αστική επανάσταση. Καταγόμενη από τον Πλεχάνοβ (« η Ρωσική επανάσταση θα πετύχει ως μια εργατική επανάσταση ή δε θα πετύχει καθόλου»)[xii], αν και αργότερα εγκαταλειμμένη από αυτόν και υιοθετημένη από τον Λένιν, αυτή η θεωρία θα γινόταν σφραγίδα πιστοποίησης του Μπολσεβικισμού στην περίοδο προ του 1917. Η ουσία αυτής της θεωρίας ήταν πως η Ρωσική μπουρζουαζία έφτασε αργοπορημένη στη σκηνή, πολύ αφότου η μπουρζουαζία σε παγκόσμια κλίμακα είχε πάψει να αποτελεί επαναστατική δύναμη. Κατά συνέπεια, το καθήκον καθοδήγησης μιας επανάστασης κατά της αυταρχίας θα έπεφτε στο προλεταριάτο που, αν και μικρό, αναπτυσσόταν ραγδαία στη μεγάλης κλίμακας σύγχρονη βιομηχανία και μπορούσε να συμμαχήσει με την τρομερή στοιχειακή δύναμη της αγροτικής εξέγερσης[xiii]. Για να περατώσει αυτό το καθήκον το προλεταριάτο θα έπρεπε να υιοθετήσει την ανατροπή του Τσαρισμού ως το πρώτο και πιο σπουδαίο αίτημα και να τοποθετήσει τον εαυτό του στην εμπροσθοφυλακή κάθε αγώνα για δημοκρατία και πολιτική ελευθερία.

 

  1. Η κριτική του «οικονομισμού»

Ήταν αυτή η θεωρία που έφερε τον Λένιν σε σύγκρουση με τις ποικίλες τάσεις που ομαδοποιούσε υπό τον όρο «οικονομισμός». Οι κύριοι εκπρόσωποι του «οικονομισμού» εκείνο τον καιρό ήταν η Ραμπότσαγια Μισλ (Εργατική Σκέψη), ένα περιοδικό εκδιδόμενο στην Πετρούπολη από το 1897 ως το 1902 και η Ραμπότσαγια Ντιέλο (Εργατικό Καθήκον), το όργανο της Ένωσης Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών του Εξωτερικού από το 1899 ως το 1903 -το τελευταίο κατέχοντας μια θέση που θα μπορούσε αυστηρότερα να περιγραφεί ως ημι-«οικονομίστικη». Η βασική διαφορά των «οικονομιστών» ήταν πως η σοσιαλδημοκρατία όφειλε να συγκεντρώσει την εργασία της όχι στον πολιτικό αγώνα ενάντια στην αυταρχία, μα στην εξυπηρέτηση και ανάπτυξη της οικονομικής πάλης των εργατών και ήταν από τις διενέξεις με τον «οικονομισμό» που διαφάνηκαν πολλές από τις θεμελιώδεις ιδέες του Μπολσεβικισμού. Προκειμένου να καταλάβουμε και να εκτιμήσουμε εκείνες τις ιδέες, θα είναι λοιπόν απαραίτητο να κοιτάξουμε τις διενέξεις με κάποια λεπτομέρεια -μα ακόμη πιο πριν είναι απαραίτητο να κοιτάξουμε το περιβάλλον στο οποίο οι διενέξεις έγιναν και απλά να ρωτήσουμε γιατί ήταν τόσο σημαντικές.

Η βασική αιτία ήταν ότι ο Λένιν έβλεπε τον «οικονομισμό» να οδηγεί αναπόδραστα στην εγκατάλειψη της ηγεμονίας του προλεταριάτου στην επερχόμενη δημοκρατική επανάσταση, εγκαθιστώντας ένα καταμερισμό εργασίας στον οποίο οι εργάτες θα περιόριζαν τον εαυτό τους στη συνδικαλιστική πάλη, αφήνοντας την πολιτική στην αστική τάξη. Πράγματι, ήταν η ανοιχτή υπεράσπιση ενός τέτοιου καταμερισμού στο ντοκουμέντο το γνωστό ως «το Πιστεύω», της Γ.Ντ. Κουσκόβα της Ένωσης Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών Εξωτερικού, που κέντρισε πρώτο τον Λένιν να πάρει τη μαγκούρα κατά του «οικονομισμού» με την δική του «Διαμαρτυρία των Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών» τον Αύγουστο του 1899.[xiv] Στο «Πιστεύω» η Κουσκόβα είχε γράψει: «Για τον Ρώσο μαρξιστή υπάρχει μόνο μία πορεία: συμμετοχή, δηλ. βοήθεια, στον οικονομικό αγώνα του προλεταριάτου∙ και συμμετοχή στη φιλελεύθερη αντιπολιτευτική δραστηριότητα.»[xv]

Για τον Λένιν τέτοια πορεία σήμαινε προδοσία της επανάστασης, γιατί η «φιλελεύθερη αντιπολιτευτική δραστηριότητα» (δηλ. η μπουρζουαζία) ήταν τελείως ανίκανη συνεπούς επαναστατικής αντιπολίτευσης στην αυταρχία. Υποστήριζε πως κάθε απόπειρα στενέματος των καθηκόντων του προλεταριάτου και του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος θα έπεφτε στα χέρια της μπουρζουαζίας και θεωρούσε ότι κάθε τάση προς τον «οικονομισμό» κατέληγε σε αυτήν την κατεύθυνση. Κατ’αυτόν τον τρόπο, η συζήτηση για τον «οικονομισμό» προδιέγραφε το κεντρικό θέμα για τους Ρώσους μαρξιστές για τα επόμενα 17 έτη -τον σχετικό ρόλο και τα καθήκοντα αστικής τάξης και προλεταριάτου στην επανάσταση- με μια θεμελιώδη συνέχεια να υπάρχει μεταξύ της θέσης του πρώιμου «οικονομισμού» και του ύστερου Μενσεβικισμού ότι ο ηγετικός ρόλος πρέπει να πάει στη μπουρζουαζία.

Από αυτό μπορεί να φανεί ότι ο Λένιν ήταν εξίσου σωστός στη σύνδεση του «οικονομισμού» με τη διεθνή τάση του ρεφορμισμού ή «ρεβιζιονισμού» στη σοσιαλδημοκρατία, που την κάνει μόλις στην αρχή του Τι να κάνουμε; Οι «οικονομιστές» συμμερίζονταν τη ντε φάκτο διάσπαση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής και βεβαίωναν μαζί με τον Μπέρνσταϊν για τη σπουδαιότητα «του κινήματος» (άμεσα αιτήματα) έναντι «του απώτατου στόχου» (του σοσιαλισμού ή, σε αυτήν την περίπτωση, της ανατροπής του Τσαρισμού).

Άγρια πολεμική, για τον Λένιν, σήμαινε να πηγαίνει στην ιδιαίτερη ρίζα των διαμφισβητούμενων ζητημάτων και να ακολουθεί ανυποχώρητα τη λογική των δικών του και των αντίπαλων επιχειρημάτων∙ έτσι, αυτές οι πολεμικές, αν και ριζωμένες σε χειροπιαστά ζητήματα, κατέχουν απαρέγκλιτα μια ορισμένη οικουμενική σημασία.[xvi] Το προϊόν της πάλης κατά των «οικονομιστών» ήταν το Τι να κάνουμε; το οποίο, ολότελα επάξια, είχε τεράστια επίδραση στη μαρξιστική θεωρία και πρακτική σε όλον τον κόσμο και το οποίο, θα υποστήριζα, λανθασμένα έχει θεωρηθεί σαν το πρότυπο μαρξιστικό κείμενο πάνω στη θεωρία του κόμματος. Γι’αυτό κάθε κριτική μελέτη της μαρξιστικής θεωρίας του κόμματος πρέπει να κοιτάξει πολύ σοβαρά αυτό το έργο.

Το Τι να κάνουμε; συνοψίζει όλα τα επιχειρήματα του Λένιν κατά του «οικονομισμού» και της θέσης του για μια πανεθνική επαναστατική οργάνωση βασισμένη σε ένα προσωπικό επαγγελματιών επαναστατών και μια πανρωσική εφημερίδα. Έτσι, πολλά από τα σημεία που θέτει είναι πρακτικής φύσης, του είδους που αναφέρθηκε νωρίτερα σε αυτήν την πραγματεία, αλλά το κεντρικό του θέμα είναι η σχέση μεταξύ αυθορμητισμού και συνειδητότητας στην ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος. Οι «οικονομιστές», ισχυριζόμενοι ότι «η πολιτική ακολουθεί πάντα πειθήνια την οικονομία»[xvii] και ότι επομένως η πολιτική συνειδητότητα θα μεγάλωνε οργανικά από τους οικονομικούς αγώνες, διατείνονταν πως το κύριο καθήκον των μαρξιστών ήταν να βοηθήσουν την οικονομική πάλη και πως ο Λένιν και οι Ισκραϊκοί***** «υποτιμούσαν το αυθόρμητο στοιχείο» και «υπερεκτιμούσαν τη συνείδηση». Αλλά για τον Λένιν ακόμη και αυτή η μέθοδος παρουσίασης του ζητήματος ήταν μη ικανοποιητική. Δεν ήταν ότι ο αυθόρμητος ξεσηκωμός των εργατών ήταν ασήμαντος (αντίθετα, ήταν βαθιά σημαντικός), μα ότι η σημασία του έγκειτο ακριβώς στις αξιώσεις που έβαζε για συνειδητότητα, για οργάνωση.

Το πρόγραμμα της Ραμπότσαγια Ντιέλο δήλωνε:

“Εμείς θεωρούμε πως το πιο σημαντικό φαινόμενο της Ρωσικής ζωής, αυτό που κυρίως θα καθορίσει τα καθήκοντα και το χαρακτήρα της εκδοτικής δραστηριότητας της Ένωσης, είναι το μαζικό κίνημα της εργατικής τάξης που έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια.”

Και ο Λένιν σχολιάζει:

“Ότι το μαζικό κίνημα είναι το πιο σημαντικό φαινόμενο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Όμως, η καρδιά του ζητήματος είναι: πώς καταλαβαίνει κανείς τη δήλωση ότι το μαζικό κίνημα της εργατικής τάξης θα «καθορίσει τα καθήκοντα»; Μπορεί να ερμηνευθεί με έναν από τους δύο τρόπους. Ή σημαίνει υπόκλιση στον αυθορμητισμό του κινήματος αυτού, δηλ. υποβάθμιση του ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας σε απλή υποτακτικότητα στο εργατικό κίνημα ως τέτοιο –ή σημαίνει ότι το μαζικό κίνημα θέτει μπροστά μας νέα θεωρητικά, πολιτικά και οργανωτικά καθήκοντα, πολύ πιο περίπλοκα από εκείνα που ίσως να μας είχαν ικανοποιήσει την περίοδο πριν την ανάδειξη του μαζικού κινήματος.” [xviii]

Αυτή η διαλεκτική σύλληψη της σχέσης μεταξύ αυθορμητισμού και συνειδητότητας, μαζικού κινήματος και κόμματος, εκπροσωπεί ένα τρομερό βήμα μπροστά για τη μαρξιστική θεωρία και αποτελεί προχώρημα πάνω σε κάθε προηγούμενη συνεισφορά σε αυτό το πρόβλημα (συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του Μαρξ και ειδικά εκείνης της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας). Ουσιαστικά είναι το αναγκαίο σημείο αφετηρίας μιας αληθινά επαναστατικής θεωρίας του κόμματος, επειδή συνιστά ριζική ρήξη με τον φαταλισμό.[xix] «Εμείς οι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες, αντίθετα, είμαστε δυσαρεστημένοι με αυτή τη λατρεία του αυθορμητισμού, δηλ. εκείνου που υπάρχει “την παρούσα στιγμή”» [δική μου υπογράμμιση -Τζ. Μ.][xx]

Για τον Λένιν η ανάπτυξη της ίδιας της ταξικής πάλης, ακόμη και η οικονομική της μορφή, είναι μια διαδικασία μετακίνησης από τον «αυθορμητισμό» στην «συνειδητότητα».

“Οι απεργίες συνέβησαν στη Ρωσία στα [χίλια οχτακόσια -ΣτΜ] εβδομήντα και εξήντα (κι ακόμη στο πρώτο μισό του δέκατου ένατου αιώνα) και συνοδεύονταν από την «αυθόρμητη» καταστροφή μηχανημάτων κλπ. Συγκρινόμενες με αυτές τις «εξεγέρσεις», οι απεργίες της δεκαετίας του ενενήντα θα μπορούσαν ίσως να περιγραφούν ως «συνειδητές», σε τέτοιο βαθμό που σημαδεύουν την πρόοδο που το εργατικό κίνημα έκανε εκείνη την περίοδο. Αυτό δείχνει ότι το «αυθόρμητο στοιχείο» στην ουσία δεν εκπροσωπεί τίποτα περισσότερο, ούτε και λιγότερο, από συνειδητότητα σε εμβρυακή μορφή.”[xxi]

Ο Λένιν επομένως το βλέπει ως το καθήκον του επαναστάτη να βοηθά πάντα το συνειδητό στοιχείο και να δουλεύει για να υπερβεί τον αυθορμητισμό.

Όμως ο Λένιν δεν επιχειρηματολογεί απλά υπέρ της οργάνωσης και κατά της έλλειψης οργάνωσης, υπέρ του ηγετικού ρόλου και κατά της «πολιτικής ουράς» (ακολουθητισμός******) των «οικονομιστών». Αυτό που είναι κεντρικό στην επίθεσή του στους «οικονομιστές» και στην οπτική του για τη φύση των καθηκόντων του κόμματος, είναι η από μέρους του απόρριψη της αντίληψης πως η προλεταριακή ταξική συνείδηση μπορεί να αναπτυχθεί βαθμιαία στη βάση μιας συσσώρευσης οικονομικών αγώνων.

Όπως γράφει ο Λούκατς:

“Το αδύνατο της οικονομικής εξέλιξης του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό είχε αποδειχτεί ξεκάθαρα στις διαμάχες με τον Μπέρνσταϊν. Ωστόσο, το ιδεολογικό του ισοδύναμο ζούσε αδιάψευστο στα μυαλά πολλών έντιμων Ευρωπαίων επαναστατών και ήταν, επιπλέον, μη αναγνωρισμένο ως πρόβλημα ή κίνδυνος”.[xxii]

Η θέση του Λένιν πάνω σε αυτό ήταν ακραία και ασυμβίβαστη.

“Η εργατική συνείδηση δεν μπορεί να είναι γνήσια πολιτική συνείδηση, εκτός αν οι εργάτες εκπαιδευτούν να απαντάνε σε όλες τις περιπτώσεις τυραννίας, καταπίεσης, βίας και κακομεταχείρισης, άσχετα ποια τάξη επηρεάζεται -εκτός αν εκπαιδευτούν, πέραν τούτου, να απαντούν από μια σοσιαλδημοκρατική οπτική γωνία και καμία άλλη. Η συνείδηση των εργατικών μαζών δε μπορεί να είναι γνήσια ταξική συνείδηση, εκτός αν οι εργάτες μάθουν, από χειροπιαστά και πάνω απ’όλα από επίκαιρα, πολιτικά γεγονότα και συμβάντα, να παρατηρούν κάθε άλλη κοινωνική τάξη σε όλες τις εκδηλώσεις της πνευματικής, ηθικής και πολιτικής ζωής της∙ εκτός αν μάθουν να εφαρμόζουν στην πράξη την υλιστική ανάλυση και την υλιστική εκτίμηση όλων των πλευρών της ζωής και δραστηριότητας όλων των τάξεων, στρωμάτων και ομάδων του πληθυσμού”.[xxiii]

Και επομένως:

“Η ταξική πολιτική συνείδηση μπορεί να μεταφερθεί στους εργάτες μόνο από τα έξω, δηλαδή μόνο έξω από την οικονομική πάλη, έξω από τη σφαίρα των σχέσεων μεταξύ εργατών και εργοδοτών”.[xxiv]

Σε πρακτικούς όρους αυτό σήμαινε πως ήταν αναγκαίο για του σοσιαλδημοκράτες όχι απλώς «να πάνε μέσα στους εργάτες», αλλά «να πάνε μέσα σε όλες τις τάξεις του πληθυσμού∙ πρέπει να αποστείλουν μονάδες του στρατού τους σε όλες τις κατευθύνσεις».[xxv] Οι εργάτες θα’πρεπε να κινητοποιηθούν για να αναλάβουν δράση προς υποστήριξη όλων των θυμάτων της αυταρχίας συμπεριλαμβανομένων τέτοιων ομάδων σαν τις θρησκευτικές μειονότητες και του φοιτητές. «Το σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο δεν θα’πρεπε να είναι ο  γραμματέας του συνδικάτου, μα ο εκπρόσωπος του λαού… που είναι ικανός να εκμεταλλεύεται κάθε συμβάν, οσοδήποτε μικρό, ώστε να προτάσσει ενώπιον όλων τις σοσιαλιστικές πεποιθήσεις και τα δημοκρατικά του αιτήματα.»[xxvi] Ουσιαστική για αυτή τη στρατηγική ήταν μια πανρωσική εφημερίδα, κρατώντας ένα άγρυπνο μάτι σε κάθε πλευρά της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στη Ρωσία και δυνάμενη να ορθώσει  πανεθνικές πολιτικές αποκαλύψεις. «Χωρίς ένα πολιτικό όργανο, ένα πολιτικό κίνημα άξιο αυτού του ονόματος είναι ασύλληπτο στην Ευρώπη του σήμερα.»[xxvii]

Είναι πιθανόν απαραίτητο να επισημάνουμε εν παρόδω ότι, βέβαια, ο Λένιν με κανένα τρόπο δεν θεωρούσε αυτή τη διαφοροποίηση δυνάμεων ως μια τροποποίηση ή υποχώρηση της ταξικής βάσης του κόμματος. Αντίθετα, ήταν δυνατή μόνο στη βάση μιας παρατεταμένης περιόδου οικονομίστικης, σε μεγάλο βαθμό, αγκιτάτσιας μέσα στην εργατική τάξη. «Στην προηγούμενη περίοδο, πράγματι, είχαμε εντυπωσιακά λίγες δυνάμεις και ήταν εντελώς φυσικό και θεμιτό τότε να αφιερωθούμε αποκλειστικά σε δραστηριότητες ανάμεσα στους εργάτες και να καταδικάζουμε δριμύτατα κάθε παρέκκλιση από αυτήν την πορεία. Ολόκληρο το καθήκον ήταν τότε να στερεώσουμε τη θέση μας μέσα στην εργατική τάξη.»[xxviii] Και σε κάθε περίπτωση, όλη η σκοπιμότητα της στρατηγικής ήταν να διασφαλίσει την ηγεμονία του προλεταριάτου στον αγώνα κατά της αυταρχίας.

Το ειδικά και χαρακτηριστικά Λενινιστικό γύρω από αυτήν την προσέγγιση και αυτό που τη διακρίνει από τις μεθόδους της σοσιαλδημοκρατίας και της Δεύτερης Διεθνούς, δεν είναι ότι οι μαρξιστές παλεύουν για δημοκρατικά δικαιώματα και για μεταρρυθμίσεις. Κάτι τέτοιο ήταν κοινός τόπος και πράγματι δεύτερη φύση για τη Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία. Μα οι σοσιαλδημοκράτες πάλευαν για μεταρρυθμίσεις επειδή αυτές ήταν «προοδευτικές» και μέρος της ανάπτυξης του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό∙ με άλλα λόγια, πάλευαν για μεταρρυθμίσεις ως ρεφορμιστές. Ενώ, για τον Λένιν, η όλη διαδικασία ήταν μέρος της μάχης για την ταξική συνειδητοποίηση του προλεταριάτου, για να γίνει αυτό ικανό να συλλάβει τις ενεργές σχέσεις όλων των κοινωνικών τάξεων και ομάδων κι έτσι να “γυμνάσει” τον εαυτό του για την κατάληψη της εξουσίας. Γι’αυτό για τη σοσιαλδημοκρατία αναπτυσσόταν ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ του μίνιμουμ και του μάξιμουμ προγράμματος (μεταξύ άμεσων αιτημάτων και απώτατου στόχου). Ενώ, για τον Λένιν, η ολόπλευρη πολιτική αγκιτάτσια ήταν ένα μέσο γεφύρωσης αυτού του χάσματος και εξασφάλισης της υπερίσχυσης του απώτατου επαναστατικού στόχου.

 

 

* Ναρόντνικοι, στα ρώσικα «Λαϊκοί» ή «Φίλοι του Λαού»: μη μαρξιστές επαναστάτες που επεδίωκαν, μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας στα 1861, την αγροτική επανάσταση κατά της μοναρχίας και των καπιταλιστών γαιοχτημόνων και τη διανομή της γης στις πρωτόγονες αυτόνομες αγροτικές κοινότητες που νοσταλγούσαν. Διατύπωσαν την άποψη ότι η επαναστατική μετάβαση στο σοσιαλισμό μπορούσε να γίνει χωρίς το στάδιο του καπιταλισμού με επαναστατική τάξη τους αγρότες. Αποτυγχάνοντας στις προσπάθειες διαφωτισμού και ενοποίησης της αγροτιάς, στράφηκαν σε «παραδειγματικές», τρομοκρατικές μέθοδες «άμεσης πάλης». Αντιμετώπισαν την τσαρική καταστολή, πράγμα που τους ηρωοποιούσε στα μάτια των αγροτών. Μετεξελίχτηκαν σε Σοσιαλεπαναστάτες (Εσέρους), Τρουντόβικους και Λαϊκούς Σοσιαλιστές που αντιτάχθηκαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917, εκτός όσων Αριστερών Εσέρων προσχώρησαν στους Μπολσεβίκους.

** πραξικοπηματισμού

***  «Λαϊκή Θέληση», εφημερίδα των Ναρόντνικων από το 1879.

**** καντέ ή καντέτοι, λέγονται τα μέλη του πατριωτικού, καπιταλιστικού Κόμματος της Συνταγματικής Δημοκρατίας, ιδρυμένο το 1905, με σύνθεση από μεσοαστούς ακαδημαϊκούς ως μεγαλοαστούς βιομήχανους. Σημαντικότερος εκπρόσωπός τους ο ιστορικός συγγραφέας Πάβελ Μιλιουκόβ, υπουργός Εξωτερικών στην Προσωρινή Κυβέρνηση Κερένσκι το 1917.

*****Ίσκρα (στα ρωσικά Σπίθα): η πρώτη -παράνομη- εφημερίδα της εξόριστης Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας από το Δεκέμβρη του 1900. Πρωτοκυκλοφόρησε στη Γερμανία (Στουτγάρδη, Λειψία). Ιδρύθηκε από τον Λένιν ως καθοδηγητική και ιδεολογική «σκαλωσιά» του υπό διαμόρφωση κόμματος. Η επιγραφή της ήταν «από μια σπίθα, μια πυρκαγιά θα φουντώσει». Μετά το Δεύτερο Συνέδριο το έντυπο ανέλαβαν οι Μενσεβίκοι υπό τον Πλεχάνοβ (τεύχος Νο52) και ως το 1905.

******tailism αποδίδεται παρακάτω και ως «νοοτροπία ουράς», αδόκιμα «ουρισμός».

[i] Τόνι Κλιφ, «Ο Τρότσκι για τον “Υποκαταστισμό”», στο Ντάνκαν Χάλας κ.α., Κόμμα και Τάξη, Λονδίνο (χ.ημερ.) σ.28. Με τον «υποκαταστισμό» ο Κλιφ εννοεί την τάση ατόμων ή κομμάτων να υποκαταστήσουν τη δράση των μαζών.

[ii] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; Μόσχα 1969, σ.29.

[iii] Δες Λέοναρντ Σαπίρο, Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, Λονδίνο 1970, σ.2,5.

[iv] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.117.

[v] στο ίδιο σ.121.

[vi] Λέοναρντ Σαπίρο, Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, ο.π. σ.40.

[vii] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.121.

[viii] Λένιν, Ένα Βήμα Εμπρός, Δύο Βήματα πίσω, Μόσχα 1969, σ.196.

[ix] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.8, μόσχα 1962, σ.196.

[x] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.17.

[xi] στο ίδιο σ.17.

[xii] Αυτή ήταν η δήλωση του Πλεχάνοβ στο πρώτο Συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς το 1889.

[xiii] Η καλύτερη έκθεση αυτής της θεωρίας και της κοινωνικο-οικονομικής της βάσης στη Ρωσική ιστορία βρίσκεται στο πρώτο κεφάλαιο του Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης του Τρότσκι, Λονδίνο 1977.

[xiv] Αν και ο οικονομισμός στην πραγματικότητα πρωτοεκδηλώθηκε στα 1897. Βλ. Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.46.

[xv] Λένιν, Επιλεγμένα Έργα, Τομ.4, ο.π. σ.174.

[xvi] Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι μπορούν να αποσπαστούν από τα συμφραζόμενά τους και να εφαρμοστούν άκριτα σε όλες τις στιγμές και όλους τους τόπους, χρησιμοποιώντας έτσι το γράμμα του Λενινισμού ενάντια στο πνεύμα του Λενινισμού, όπως τόσο συχνά έχει γίνει.

[xvii] Παρατίθεται στο Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.37.

[xviii] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.46.

[xix] Ο φαταλισμός, τραβηγμένος ως το λογικό του συμπέρασμα, αποκλείει την ανάγκη για ένα επαναστατικό κόμμα ή ακόμη και για κάθε επαναστατική δραστηριότητα. Το πρόβλημα με το φαταλισμό μέσα στο μαρξιστικό κίνημα, ωστόσο, είναι ότι ποτέ δεν ανάγγελλε τον εαυτό του ανοιχτά, μα πάντα έμενε μισο-αναπτυγμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να παραλύει την επαναστατική παρέμβαση τις κρίσιμες στιγμές, χωρίς να εκθέτει τη χρεοκοπία και τον παραλογισμό του.

[xx] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.23.

[xxi] στο ίδιο σ.131.

[xxii] Γκέοργκ Λούκατς, Λένιν, Λονδίνο 1970, σ.24.

[xxiii] Λένιν, Τι Να Κάνουμε; ο.π. σ.69.

[xxiv] στο ίδιο σ.78.

[xxv] στο ίδιο σ.79.

[xxvi] στο ίδιο σ.80.

[xxvii] στο ίδιο σ.88.

[xxviii] στο ίδιο σ.86. Για μια έξοχη περιγραφή και ανάλυση αυτής της περιόδου δες Τόνι Κλιφ, «Από έναν Μαρξιστικό Κύκλο στην Αγκιτάτσια», Διεθνής Σοσιαλισμός (International Socialism), 52