1

Νομοσχέδιο υπουργείου Eσωτερικών: η τηλεργασία σαν νέα «κανονικότητα»

Της Σάσας Χασάπη

Με την κατάθεση προς διαβούλευση του νομοσχεδίου για την τηλεργασία επιβεβαιώθηκαν οι εκτιμήσεις ότι μια νέα μορφή εργασίας, που αξιοποιήθηκε μέσα στην πανδημία από εργοδότες και κράτος, ήρθε για να μείνει. Η τηλεργασία στο Δημόσιο ορίζεται πια σαν κανονικότητα που θα μπορεί να αφορά ποσοστό έως 25% των εργαζομένων σε κάθε φορέα απασχόλησης. Το νομοσχέδιο αναφέρει πως σκοπός του νόμου είναι να ορίσει το πλαίσιο εφαρμογής της τόσο σε έκτακτες όσο και σε κανονικές συνθήκες και παρά την αναφορά στον οικειοθελή χαρακτήρα εφαρμογής της, ορίζεται ξεκάθαρα πως σε περίπτωση έκτακτων αναγκών ή συνθηκών για την υπηρεσία, ο εργαζόμενος οφείλει να αποδεχτεί την πρόταση του εργοδότη για τηλεργασία. Ως χώρος εργασίας ορίζεται το σπίτι του τηλεργαζόμενου και η παροχή εξ αποστάσεως εργασίας γίνεται μέσω διαδικτύου, ενώ ο φορέας δεν είναι υποχρεωμένος να παρέχει στον/την εργαζόμενο/η τις υποδομές γι’ αυτό. 

Επιπλέον, παρότι γενικά δεν επιτρέπει την παρακολούθηση του χρόνου εργασίας από τον εργοδότη με κάμερα ή οποιονδήποτε άλλον τρόπο, αναφέρει ως εξαίρεση την περίπτωση να επιβάλλεται κάτι τέτοιο από τις λειτουργικές ανάγκες του φορέα – κάτι που αφήνει ορθάνοιχτο το «παράθυρο» της κατάχρησης και της αυθαιρεσίας. 

Πίσω από τις προφάσεις, οι πραγματικοί λόγοι

Είναι φανερό ότι το περιεχόμενο του νομοσχεδίου έρχεται να επικυρώσει τις νέες εργασιακές συνθήκες που ισχύουν για μεγάλο κομμάτι εργαζομένων εδώ και έναν χρόνο στις συνθήκες της πανδημίας. Η νεοφιλελεύθερη εμμονή της κυβέρνησης να μην παίρνει πραγματικά μέτρα προστασίας στους εργασιακούς χώρους έχει αναγάγει την εφαρμογή της εξ αποστάσεως εργασίας σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα σε πανάκεια για την αντιμετώπιση της διασποράς του ιού. Η τηλεργασία παρουσιάζεται έτσι σαν μονόδρομος σε συνθήκες πανδημίας, αλλά αυτός δεν είναι ο πραγματικός λόγος εφαρμογής και επέκτασής της.

Το παράδειγμα της καθολικής εφαρμογής εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στα δημόσια σχολεία είναι πολύ διδακτικό. Ακόμα και πριν την εμφάνιση του ιού, η συζήτηση για παροχή τηλεκπαίδευσης είχε ανοίξει και μάλιστα είχαμε την πιλοτική εφαρμογή της σε τρία απομακρυσμένα νησιά της χώρας ως εναλλακτική λύση στις προσλήψεις εκπαιδευτικών. Με την εξάπλωση του ιού παρουσιάστηκε ως έκτακτη συνθήκη και μετά από έναν χρόνο εφαρμογής της νομιμοποιήθηκε ως μορφή «κανονικής» εκπαίδευσης με τηλεαπουσίες μαθητών, τηλεδιαγωνίσματα, τηλεξετάσεις. Η πλειονότητα των μαθητών και εκπαιδευτικών αναγκάστηκε να χρηματοδοτήσει με το οικογενειακό εισόδημα ή τον μισθό την αναβάθμιση των δικτύων πρόσβασης και του εξοπλισμού, ενώ μεγάλη μερίδα μαθητών που δεν είχε αυτές τις δυνατότητες αποκλείστηκε εντελώς από την εκπαίδευση. Η αδυναμία αυτή παρουσιάστηκε από το υπουργείο παιδείας σαν ατομική ευθύνη των οικογενειών που δεν είχαν τα μέσα πρόσβασης στην τηλεδιδασκαλία, η δε άρνηση των εκπαιδευτικών να συναινέσουν σε αυτό το έγκλημα σαν ανυπακοή, που αντιμετωπίστηκε με αυταρχισμό  και πειθαρχικά.

Είναι βέβαιο πως το νομοσχέδιο αυτό έρχεται να επιβάλει το παραπάνω μοντέλο της τηλεργασίας σε όλο το Δημόσιο και πως αυτό θα λειτουργήσει σαν πιλότος για την τηλεργασία και στον ιδιωτικό τομέα.

Η εξ αποστάσεως εργασία δεν είναι κάτι καινούριο, προβλέπεται στην Ελλάδα τουλάχιστον από το 2010 με τον νόμο 3864 και εφαρμοζόταν για μονοψήφια ποσοστά εργαζομένων πριν την εμφάνιση του κορονοϊού. Η πανδημία αξιοποιήθηκε στο έπακρο από κυβέρνηση και εργοδότες για την εφαρμογή της σε μεγαλύτερα ποσοστά εργαζομένων, που πρόσφεραν εργασία από το σπίτι, μετατρέποντας την σε μια νέα, ανερχόμενη μορφή εργασίας.

Ποιος κερδίζει από την εφαρμογή της τηλεργασίας;

Κυβέρνηση και εργοδότες επιχειρηματολογούν πως ο εργαζόμενος κερδίζει από τον χρόνο μετάβασης στην εργασία, το κόστος μεταφοράς του κ.λπ., αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αρκεί μια ματιά σε οδηγία του ΣΕΒ για την τηλεργασία που χρονολογείται ήδη από το 2019, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά: Για τις επιχειρήσεις, τα κυριότερα οφέλη είναι η αύξηση της παραγωγικότητας μέχρι και 50%, η προσέλκυση και διατήρηση προσωπικού νεότερων ηλικιών, η μείωση των λειτουργικών εξόδων, αλλά και η μείωση εκτάκτων απουσιών. Για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο η τηλεργασία αυξάνει τις ευκαιρίες απασχόλησης για κοινωνικές ομάδες που έως σήμερα είχαν περιορισμένη δυνατότητα παροχής εργασίας π.χ. ΑμΕΑ και νέες μητέρες. Αναφέρει επίσης πως το όφελος για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους από την εφαρμογή της τηλεργασίας έχει υπολογιστεί από 52 εκ. δολάρια σε ΗΒ και Καναδά έως 645 εκ. δολάρια ετησίως στις ΗΠΑ.

Αλλά και η εμπειρία των εργαζομένων από την παροχή τηλεργασίας αποδεικνύει πως δεν έχουν κάποιο όφελος από αυτήν. Αντίθετα, αυτό που έχει διαπιστωθεί από την εφαρμογή της είναι η ταύτιση του προσωπικού και εργασιακού χρόνου εις βάρος του πρώτου και η απώλεια ελεύθερου χρόνου. Επιπλέον, η μεταφορά του κόστους για σύνδεση και εξοπλισμό από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, η καταστρατήγηση ωραρίων μέσω της «διαρκούς διαθεσιμότητας», η εντατικοποίηση του ελέγχου του ωραρίου εργασίας, η εξατομίκευση του εργαζόμενου και η αποχή από συλλογικές διαδικασίες όπως η συνέλευση και το σωματείο, και η επιβάρυνση κυρίως των γυναικών που επιστρέφουν ξανά μέσα στο σπίτι και χάνουν κεκτημένα δικαιώματα όπως γονικές άδειες κ.λπ. 

Το εργατικό κίνημα και τα συνδικάτα πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση ενάντια στα παραπάνω σχέδια κυβέρνησης και εργοδοτών τη στιγμή που δικαιώματα των εργαζομένων όπως το 8ωρο, η απεργία, ο συνδικαλισμός χτυπιούνται. Οι νέες τεχνολογίες και τηλεπικοινωνίες μπορεί ν’ αποτελούν πρόοδο, αλλά μόνο όταν αποφέρουν οφέλη στα λαϊκά στρώματα και την εργατική τάξη, όχι στους εργοδότες και τα αφεντικά.