1

Μια κεντρική πολιτική μάχη!

Το κεντρικό πολιτικό άρθρο του φύλλου 24 της εφημερίδας “Κόκκινο Νήμα” που κυκλοφορεί”

Νοµοσχέδιο για τα εργασιακά: στο στόχαστρο, 8ωρο, αργία της Κυριακής, συλλογικές συµβάσεις, συνδικαλιστική δράση, εργασιακά δικαιώµατα

του Πάνου Κοσμά

Το νοµοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη για τα εργασιακά δικαιώµατα και τον εργατικό συνδικαλισµό δεν αφορά κάποια «θεµατική» των δικαιωµάτων· είναι κεντρικό πολιτικό ζήτηµα. Όχι µόνο επειδή, γενικά, τα ζητήµατα που αφορούν την εργασία δεν έχουν «θεµατικό» χαρακτήρα, αλλά και επειδή το συγκεκριµένο νοµοσχέδιο δεν είναι µια συνηθισµένη νεοφιλελεύθερη αντι-µεταρρύθµιση: έχει ιστορικό χαρακτήρα. Όλα όσα αποτελούν την επιτοµή του νεοφιλελεύθερου προγράµµατος στα ζητήµατα αυτά, όλα όσα αποτελούν ιστορικές απαιτήσεις και «εµµονές» της άρχουσας τάξης, όλα όσα στοχοποίησε µε επιµέρους ρυθµίσεις όλα τα προηγούµενα χρόνια, περιέχονται σε αυτό το νοµοσχέδιο: η κατάργηση του 8ώρου, η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συµβάσεων, η ουσιαστική κατάργηση των συνδικάτων και η πλήρης υπονόµευση του εργατικού συνδικαλισµού, η πλήρης ευελιξία όσον αφορά το ωράριο εργασίας.

Αρκεί να αναλογιστούµε τον χαρακτήρα των κατακτήσεων που µπαίνουν στο στόχαστρο, για να συλλάβουµε εύκολα το µέγεθος της ιστορικής πρόκλησης για την εργατική τάξη και το εργατικό κίνηµα· αλλά και την Αριστερά, που συνδέθηκε ιστορικά µαζί τους όχι µόνο µε αγωνιστικούς δεσµούς, αλλά και «υπαρξιακά», µε όρους στρατηγικής και απελευθερωτικού οράµατος.     

«Ολοκληρωµένος» νεοφιλελευθερισµός

Ας δούµε κατ’ αρχάς περί τίνος πρόκειται, δηλαδή τις βασικές προβλέψεις αυτού του νοµοσχεδίου.

Κατάργηση 8ώρου:

Το 8ωρο είναι θεµελιώδης και «εµβληµατική» εργατική κατάκτηση, συνδεµένη µε το «Σικάγο» και µε τους πρώιµους αγώνες της εργατικής τάξης στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και το πρώτο τέταρτο του 20ού. Η κατάργησή του υπήρξε κρυφός πόθος αλλά και συστηµατική στρατηγική για τον νεοφιλελευθερισµό. Καθώς το εργατικό κίνηµα και η Αριστερά δεν κατόρθωσαν να ανασχέσουν τη δυναµική των αντι-µεταρρυθµίσεών του και να οδηγήσουν σε ήττα τα σχέδια ταξικού ρεβανσισµού που είναι σε πλήρη εφαρµογή εδώ και πάνω από 30 χρόνια, ήρθε η ώρα που η ποσότητα µετατρέπεται σε ποιότητα: από τις διαρκείς αλλά επιµέρους απόπειρες, περνάµε στην ευθεία κατάργηση, καθώς το νοµοσχέδιο νοµοθετεί το 10ωρο ως ηµερήσιο χρόνο απασχόλησης. Πλέον, ο εργοδότης µπορεί να απασχολήσει τους εργαζόµενους στην επιχείρησή του µε 10ωρο καθηµερινά. «Απάτη! απάτη!», φωνάζουν οι νεοφιλελεύθεροι αγύρτες. «Το 8ωρο δεν καταργείται, απλώς διευθετείται ο χρόνος εργασίας σε… εξαµηνιαία βάση». Όποιες «υπερβάσεις» γίνουν µε ωράριο πέραν του 8ώρου και µέχρι το 10ωρο, θα αντισταθµίζονται µέσα στο εξάµηνο µε µειωµένο χρόνο εργασίας ή µε ρεπό σε άλλες περιόδους. Έτσι, οι εργαζόµενοι -υποτίθεται- θα δουλεύουν τις ίδιες ώρες εργασίας σε εξαµηνιαία βάση, οπότε δεν υπάρχει και λόγος για αύξηση των αποδοχών…   

Είναι εύκολο να φανταστούµε ότι από όλο αυτό θα µείνει απλώς και µόνο η αύξηση του ωραρίου από 8ωρο σε 10ωρο. ∆ιότι ποιος µηχανισµός, τίνος και µε την εγγύηση ποιων θα εγγυηθεί το… ακριβές µέτρηµα των ωρών σε εξαµηνιαία βάση ώστε να αντισταθµίζονται οι υπερβάσεις του 8ώρου;

∆ιευθέτηση χρόνου εργασίας µε πλήρη «ευελιξία»:

Ωστόσο, δεν πρόκειται µόνο για τον ηµερήσιο χρόνο εργασίας. Τα νεοφιλελεύθερα «ανώτερα µαθηµατικά» της εργασίας είναι πλήρως προσαρµοσµένα στις ανάγκες του εργοδότη, και καθώς αυτές οι ανάγκες είναι «ευέλικτες» (η ευελιξία των αναγκών και η ανάγκη της ευελιξίας), η «ευελιξία» υψώνεται στο τετράγωνο και τον κύβο και φτάνει ως την εξατοµίκευση. Κάθε εργαζόµενης/η µπορεί δυνητικά να έχει το δικό του «καλάθι» χρόνου εργασίας σε εξαµηνιαία βάση. Αυτό µάλιστα δεν αφορά µόνο το ωράριο, αλλά και τις βάρδιες και τον αριθµό των υπερωριών – από µέρα σε µέρα, από βδοµάδα σε βδοµάδα, από µήνα σε µήνα. Όχι απλώς ο εργάσιµος χρόνος αλλά και η ίδια η ζωή, ο ελεύθερος χρόνος που αποµένει, τα «κουράγια» που αποµένουν, όλα επαφίενται στις απαιτήσεις του εργοδότη. Είναι ο ορισµός της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, πλέον και µε πλήρη θεσµική κάλυψη. Είναι ο ορισµός της µισθωτής δουλείας…    

Κατάργηση συλλογικών συµβάσεων:

Η Ελλάδα είναι ήδη η χώρα όπου το µνηµονιακό καθεστώς εξαίρεσης για τα εργατικά δικαιώµατα παραµένει ακλόνητο και στη «µεταµνηµονιακή» περίοδο. Στο πλαίσιο αυτού, οι συλλογικές συµβάσεις έχουν στην πράξη και σε µεγάλο βαθµό καταργηθεί. Ο κατώτερος µισθός έχει πάψει να αποτελεί αντικείµενο διαπραγµάτευσης µεταξύ των συνδικάτων και των εργοδοτικών οργανώσεων, καθώς καθορίζεται από τις κυβερνήσεις, ενώ η µετατρεψιµότητα των κλαδικών συµβάσεων έχει δεχθεί ανεπανόρθωτα πλήγµατα. Όµως το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις που έχουν ενεργήσει για λογαριασµό του δεν αρκούνται σε αυτά. Έτσι, στο τωρινό νοµοσχέδιο η «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας µε όρους πλήρους «ευελιξίας» γίνεται ο µοχλός για νέο χτύπηµα στις συλλογικές συµβάσεις. Το πώς θα διευθετηθεί ο χρόνος εργασίας είναι ευθύνη του εργοδότη και κάθε εργαζόµενου χωριστά! Έτσι, δεν υπάρχει συλλογικός κοινός παρονοµαστής – και άρα χάνει κάθε νόηµα η έννοια της συλλογικής σύµβασης. Αν µέχρι χθες, το εργατικό κίνηµα και η Αριστερά πάλευαν ενάντια στην υποκατάσταση της γενικής συλλογικής σύµβασης ή και των κλαδικών από τις επιχειρησιακές, τώρα ανεβαίνουµε «πίστα»: η κατάργηση του 8ώρου και η «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας µε πλήρη «ευελιξία» και εξατοµίκευση µας εισάγουν στην εποχή των ατοµικών συµβάσεων.

«Κατάργηση» συνδικάτων και απεργίας:     

Ήδη µε τα προηγούµενα ο ρόλος των συνδικάτων υποβαθµίζεται σηµαντικά: ποιος θα είναι ο ρόλος τους αν δεν µπορούν να διαπραγµατεύονται συλλογικές συµβάσεις και αν η «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας γίνεται πλέον υπόθεση προσωπικής διαπραγµάτευσης -και σύµβασης- µεταξύ του εργοδότη και κάθε εργαζόµενου/ης χωριστά; Κι όµως, αποµένει κάτι για να… κάνουν: συνέλευση, στάση εργασίας, απεργία, κατάληψη εργασιακού χώρου, µοίρασµα φυλλαδίων και προπαγανδιστικού υλικού, διαδήλωση. Ε, λοιπόν, ο νοµοθέτης έχει προβλέψει και γι’ αυτά! Η απεργία θα µπορεί να αποφασιστεί µε το 50%+1 των εγγεγραµµένων µελών του συνδικάτου, µε ψηφοφορία που µπορεί να είναι ηλεκτρονική – άρα η συνέλευση… περιττεύει· ο πίνακας ανακοινώσεων του συνδικάτου στον χώρο εργασίας απαγορεύεται – αντικαθίσταται από ηλεκτρονικό χώρο ανακοινώσεων· υπάρχει ηλεκτρονικό µητρώο µελών του συνδικάτου, κι ο εργοδότης έχει πρόσβαση σε αυτό µέσω του κράτους – οι γενναίοι/ες που θα αποφασίσουν να φτιάξουν συνδικάτο, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι αυτοµάτως «συστήνονται» στον εργοδότη· η κατάληψη εργασιακού χώρου ή χώρου της επιχείρησης είναι ποινικό αδίκηµα· αν, παρ’ όλα τα προηγούµενα κηρυχθεί απεργία, η επιχείρηση θα πρέπει να συνεχίσει να δουλεύει µε προσωπικό ασφαλείας, που ξεπερνά το 40% των εργαζοµένων! όσο για τους συνδικαλιστές, καλά θα κάνουν να ασχολούνται µε το πώς δεν θα βρεθούν αντιµέτωποι µε ποινικές διώξεις εξαιτίας όλων αυτών και καλού κακού να βρουν και κάναν καλό δικηγόρο, παρά να σκέφτονται διαµαρτυρίες και απεργίες…

Κατάργηση κυριακάτικης αργίας: Οι µέχρι τώρα «άτολµες» ρυθµίσεις που καταργούσαν την κυριακάτικη αργία επεκτείνονται στην πλειονότητα των επιχειρήσεων και σε ποσοστό που ξεπερνά το 40%.   

Αν τώρα σκεφτείτε ότι όλα αυτά συνιστούν όχι απλώς ένα σύγχρονο ιδιώνυµο κατά του εργατικού συνδικαλισµού αλλά και ένα ιδιώνυµο κατά της εργασίας, θα έχετε απόλυτο δίκιο – περί αυτού πρόκειται!

Τέλος εποχής…

Εκπροσωπώντας µε τον πιο ωµό τρόπο τον πιο ακραίο νεοφιλελευθερισµό πινοτσετικού τύπου, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κηρύσσει επισήµως και ρυθµίζει θεσµικά το τέλος της κοινωνικής/ταξικής διαπραγµάτευσης. Η ίδια η ίδρυση συνδικάτου, πολύ περισσότερο η απεργία (για να µη µιλήσουµε για κατάληψη εργασιακού χώρου) προϋποθέτουν πλέον όχι απλώς µαχητική διάθεση και απόφαση για προσωπικές θυσίες (κατά περίπτωση και βαριές), αλλά και απόφαση κήρυξης πολέµου µε την εργοδοσία και το κράτος. Είναι ειρωνικό, αλλά τώρα ακριβώς που ο ακραίος νεοφιλελευθερισµός νοµοθετεί αυτό το µεταµοντέρνο ιδιώνυµο κατά της συνδικαλιστικής δράσης αλλά και των εργασιακών δικαιωµάτων, οι τριτοβάθµιες οργανώσεις της εργατικής τάξης (ΓΣΣΕ και Α∆Ε∆Υ) και η πλειονότητα των Εργατικών Κέντρων έχουν σε τέτοιο βαθµό εκφυλιστεί και γραφειοκρατικοποιηθεί, ώστε να µπορούν δίκαια να χαρακτηριστούν «αυλικοί του αυτοκράτορα». Κάτω από αυτό το τριτοβάθµιο και κατά περίπτωση δευτεροβάθµιο «καπάκι», τα πράγµατα για την εργατική διαµαρτυρία και κινητοποίηση, για τον εργατικό συνδικαλισµό, γίνονται τροµερά δύσκολα. Ποιος θα κηρύσσει στο εξής «νοµίµως» απεργία όταν οι τριτοβάθµιες οργανώσεις δεν δείχνουν διάθεση να κηρύξουν απεργία ούτε καν γι’ αυτό το νοµοσχέδιο που µοιάζει σαν να το εµπνεύστηκε υπουργός του Ιωάννη Μεταξά; Ποιοι/ες θα πάρουν την απόφαση να φτιάξουν «νοµίµως» συνδικάτο όταν πρέπει να κοινοποιούν τα µέλη του ουσιαστικά και στον εργοδότη; Ποιο συνδικάτο θα κηρύξει απεργία µε ηλεκτρονική ψηφοφορία και χωρίς να έχει προηγηθεί  συνέλευση; Ποια διοίκηση ποιου σωµατείου δεν θα σκέφτεται δυο και τρεις φορές τη διοργάνωση διαµαρτυρίας και -πολύ περισσότερο- απεργίας όταν οι «νόµιµες» προϋποθέσεις τους είναι δρακόντειες την ίδια στιγµή που οι ποινικές ευθύνες γίνονται πολύ µεγάλες;       

Να κηρύξουµε λοιπόν κι εµείς το «τέλος των συνδικάτων» και του εργατικού συνδικαλισµού, δηλαδή του εργατικού κινήµατος, και να «πάµε γι’ άλλα»;

Η απάντηση είναι όχι, για τον ίδιο λόγο που δεν κηρύξαµε το τέλος των  διαδηλώσεων όταν η κυβέρνηση ψήφισε το νοµοσχέδιο για τις διαδηλώσεις µε τις -εξίσου- δρακόντειες προϋποθέσεις «νοµιµότητας». Ωστόσο, υπάρχουν πολλές και µεγάλες διαφορές ανάµεσα σε κεντρικές πολιτικές µάχες στον δρόµο και σε µάχες στους εργασιακούς χώρους – στη δεύτερη περίπτωση τα πράγµατα είναι πολύ πιο δύσκολα, οι ευθύνες προσωποποιούνται και τα κόστη έχουν υπαρξιακό χαρακτήρα.

∆εν µπορούµε λοιπόν να ξεµπερδεύουµε µε την τεράστια απειλή που αντιπροσωπεύει το συγκεκριµένο νοµοσχέδιο µε επικές κορώνες. Αντί να παρακολουθούµε τα πράγµατα σαν υπνωτισµένοι, πρέπει επειγόντως και µε πλήρη αίσθηση της ιστορικότητας των διακυβεύσεων για το εργατικό κίνηµα και την Αριστερά να γίνει µια µεγάλη συζήτηση για το πώς πρέπει να απαντηθεί συγκεκριµένα αυτή η ιστορική πρόκληση. Πώς θα συγκεντρωθούν δυνάµεις στη µάχη· τι θα γίνει από την «επόµενη µέρα», όταν θα τεθούν σε ισχύ αυτές οι δρακόντειες διατάξεις – πώς θα τις καταργήσουµε στην πράξη· ποια συνδικάτα, συγκροτηµένα σε ποιο επίπεδο (πρωτοβάθµιο, κλαδικό κ.λπ. αποτελούν την πιο αποτελεσµατική µορφή συγκρότησης)· ποια είναι η ενδεδειγµένη στάση απέναντι στις εκφυλισµένες τριτοβάθµιες και δευτεροβάθµιες συνδικαλιστικές οργανώσεις – όχι µε γενικά πολιτικά κριτήρια, αλλά µε έγνοια και αγωνία να απαντηθεί το ερώτηµα «ποιος θα κηρύσσει πανεργατική απεργία». κ.λπ. κ.λπ.

Πώς θα πρέπει να οργανώνονται οι απεργίες που κηρύσσονται «νόµιµα», όταν είναι τόσο απαραίτητες αλλά και τόσοι «ακριβές» και -λίαν προσεχώς- υψηλού κόστους για να αποτελούν υπόθεση προδιαγεγραµµένης αποτυχίας; Και πώς θα οργανώνονται απεργίες παρά και ενάντια στις νέες, δρακόντειες προϋποθέσεις του νοµοσχεδίου Χατζηδάκη;       

Αυτό το νοµοσχέδιο σηµατοδοτεί ένα «τέλος εποχής». Όχι για το εργατικό κίνηµα καθαυτό, αλλά για τις µεθόδους και τα εργαλεία της πάλης του. Οφείλουµε να ο δούµε, να το συζήσουµε ανοιχτά και να βρούµε επειγόντως τις απαντήσεις.

Η κεντρικότητα της εργασίας -και της εργατικής τάξης- και  η Αριστερά

Ωστόσο, το ζήτηµα δεν αφορά µια «θεµατική «περιοχή» της ταξικής πάλης ούτε µόνο τους/τις εργαζόµενους/ες: είναι ζήτηµα κεντρικό πολιτικό! Αυτό το νοµοσχέδιο είναι η πιο εύγλωττη απόδειξη του γεγονότος ότι οι νεοφιλελεύθεροι γνωρίζουν πολύ καλά αυτό που έχουν ξεχάσει ή έστω υποτιµούν µεγάλα τµήµατα της Αριστεράς: την κεντρικότητα της εργασίας! Πάνω από τρεις δεκαετίες κρίσης της Αριστεράς, πάνω από τρεις δεκαετίες αποϊδεολογικοποίησης, υποχώρησης του µαρξισµού και υποκατάστασής του από τις νέες κριτικές θεωρίες και ιδιαίτερα τις θεωρίες των ταυτοτήτων, οδήγησαν τα πράγµατα µέχρι του σηµείου να γίνει σχεδόν «αθέατη» για µεγάλα τµήµατα της Αριστεράς η κεντρικότητα της εργασίας, συχνά δε και η ίδια η εργασία! Στη χώρα που η µισθωτή εργασία έχει διευρυνθεί έως το 70% του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού – µάλιστα, αν υπολογίσουµε και το τµήµα των αυτοαπασχολούµενων που ζουν αποκλειστικά από τη δική τους εργασία και δεν εκµεταλλεύονται εργασία άλλων, φτάνουµε σε επίπεδα πάνω από 80%! Πάνω από το 80% των οικονοµικά ενεργών ανθρώπων στην κοινωνία µας ζουν µόνο στον βαθµό που πουλούν την εργατική τους δύναµη σε κάποιο, µεγάλο, µικρό ή µεσαίο, αφεντικό. Αυτό είναι το κεντρικό, το «υπαρξιακό» στοιχείο που καθορίζει, άµεσα και έµµεσα, µε πολλούς τρόπους, τη ζωή -και µάλιστα σε πάµπολλες εκδοχές της- του 80% της κοινωνίας. Είναι λοιπόν δυνατόν να µη θεωρούµε κεντρική, αξονική αυτή την πραγµατικότητα και να την υποβιβάζουµε σε «θεµατικού ενδιαφέροντος» ζήτηµα;   

Οι νεοφιλελεύθεροι πάντως δεν κάνουν τέτοια λάθη: η «ευελιξία» στην εργασία, η λιτότητα στο εργατικό εισόδηµα, η λιτότητα στο κοινωνικό κράτος (δηλαδή η λιτότητα στις δαπάνες για τον «κοινωνικό µισθό»), η απαλλοτρίωση µέρους των περιουσιακών στοιχείων των εργαζόµενων τάξεων και η υποθήκευση µελλοντικού εργατικού εισοδήµατος έναντι χρεών που δεν µπορούν να εξυπηρετηθούν εξαιτίας της εισοδηµατικής λιτότητας, η ιδιωτικοποίηση δηµόσιων και κοινωνικού χαρακτήρα αγαθών, υπηρεσιών και επιχειρήσεων είναι εδώ και τέσσερις δεκαετίες ο πυρήνας της στρατηγικής τους. Και µε τι σχετίζεται αυτός ο πυρήνας αν όχι µε τη µοιρασιά του κοινωνικού προϊόντος της εργασίας ανάµεσα στην εργασία και το κεφάλαιο; Και γιατί τόση συστηµατικότητα και αδιατάρακτη επιµονή σε αυτές τις πολιτικές, γιατί τόση «λύσσα» στην υλοποίησή τους, αν όχι επειδή αποτελούν θεµελιώδη προϋπόθεση για τα καπιταλιστικά κέρδη;

∆εν είναι όµως µόνο η εργασία και η τιµή της εργατικής δύναµης κεντρικές. Είναι και η εργατική τάξη. Οι νεοφιλελεύθεροι µοιάζει να αξιολογούν αυτή την παράµετρο περισσότερο απ’ ό,τι η ίδια η Αριστερά! Το νοµοσχέδιο Χατζηδάκη δεν είν αι µόνο ιδιώνυµο κατά των εργασιακών δικαιωµάτων αλλά και ιδιώνυµο κατά του εργατικού συνδικαλισµού. Είναι απορίας άξιο: για ποιον λόγο όταν οι τριτοβάθµιες και πολλές δευτεροβάθµιες οργανώσεις της εργατικής τάξης είναι όχι µόνο γραφειοκρατικοποιηµένες και εκφυλισµένες, άρα καθόλου επίφοβοι αντίπαλοι, αλλά και «δικές» τους σε επίπεδο διοίκησης; Εδώ αναδεικνύεται ένα άλλο πλεονέκτηµα των «από πάνω» σε σχέση µε την Αριστερά: διδάσκονται από την πείρα τους. Όταν νοµοθετούν ενάντια στην εργασία και το εργατικό κίνηµα, δεν το κάνουν µε βάση τις τρέχουσες ανάγκες τους, αλλά έχοντας υπόψη την αλλαγή των συσχετισµών σε µεσοµακροπρόθεσµη βάση. Όταν «λυσσάνε» µε τη Μεταπολίτευση, γνωρίζουν γιατί: γιατί οι συνολικοί ταξικοί συσχετισµοί δύναµης διαµορφώνονται σε µακροπεριόδους – µια τέτοια µακροπερίοδος µε «ανεπίτρεπτες» κατακτήσεις για το εργατικό κίνηµα και την Αριστερά ήταν η Μεταπολίτευση. Κι όταν θέλουν να «ανατρέψουν» τη Μεταπολίτευση, στοχεύουν στην οικοδόµηση ενός «καθεστώτος» ενάντια στα εργατικά δικαιώµατα σε µεσοµακροπρόθεσµη βάση. Φροντίζουν δηλαδή όχι στενά για το σήµερα, αλλά για το αύριο και το µεθαύριο των συµφερόντων του κεφαλαίου. ∆εν θεωρούν -και καλά κάνουν- εγγύηση σε µεσοµακροπρόθεσµη βάση τη σηµερινή κατάντια των τριτοβάθµιων και δευτεροβάθµιων οργανώσεων της εργατικής τάξης. ∆εν ξεχνούν ότι η ανεκδιήγητη ηγεσία Παναγόπουλου κήρυξε στη διάρκεια των µνηµονιακών χρόνων -σε συνθήκες πολιτικής κρίσης, κοινωνικών και εργατικών πιέσεων- 28 γενικές απεργίες, οι οποίες έγιναν ηµέρες αγώνα και µαζικών διαδηλώσεων όχι µόνο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη αλλά και σε δεκάδες πόλεις της Ελλάδας. ∆εν αγνοούν επίσης ότι οι µαζικές διαθέσεις αλλάζουν και ότι η πολιτική κρίση µπορεί κάλλιστα να επανέλθει. Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σηµαντικό, δεν υποτιµούν τη δύναµη αυτού του ογκώδους 80% της µισθωτής εργασίας, αντίθετα θεωρούν πολύ σηµαντικό να µένει καθηλωµένο – µε όλους τους δυνατούς τρόπους.

Αποµένει στην Αριστερά να «θυµηθεί», από τη δική της πλευρά, όλα όσα ξέχασε – και να πράξει αναλόγως, τόσο απέναντι στο  νοµοσχέδιο Χατζηδάκη όσο και γενικά, αναδεικνύοντας τον κεντρικό τους πολιτικό χαρακτήρα.