Κύπρος 1974: η κατάρρευση της επιστράτευσης που γκρέμισε τη χούντα

image_pdfimage_print

Του Αλέξη Λιοσάτου

Τι συμπεράσματα βγαίνουν σήμερα για το αντιπολεμικό κίνημα και την Αριστερά;

Θα μπορούσε να είναι ένα «επετειακό» άρθρο από αυτά που γράφονται κάθε Ιούλιο με αφορμή την επέτειο του πραξικοπήματος του Σαμψών στην Κύπρο και της τουρκικής εισβολής. Ωστόσο, ίσως σε αυτή τη συγκυρία να έχει μεγαλύτερη αξία, αν συνδυαστεί με τη συγκυρία του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού και το νέο μεγαλοϊδεατισμό των υδρογονανθράκων και των 12 ναυτικών μιλίων και τα επικίνδυνα αδιέξοδα στα οποία απειλεί να οδηγήσει την Αριστερά η απήχηση της «πατριωτικής» παράδοσης στους κόλπους της. Ένα από τα θέσφατα αυτής της παράδοσης είναι πως, ανεξαρτήτως περιστάσεων, από το Μεσοπόλεμο του 20ού αιώνα και ύστερα, η πολιτική της Αριστεράς στα «εθνικά» θέματα πρέπει να διέπεται από το πατριωτικό πρόταγμα. Πως η διεθνιστική παράδοση της στάσης των επαναστατών διεθνιστών, του Λένιν και της Λούξεμπουργκ, κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, η διεθνιστική παράδοση του νεαρού ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος και του γραμματέα του Παντελή Πουλιόπουλου κατά τους Βαλκανικούς πολέμους και τη μικρασιατική εκστρατεία, είναι «μη λειτουργικές», λαθεμένες και «σεχταριστικές».

Στο πλαίσιο αυτό, στην πλειονότητα των αναφορών στο κυπριακό 1974 και στην επίδρασή του στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, καταγράφεται μια τρανταχτή αποσιώπηση: ο κρίσιμος ρόλος που διαδραμάτισε η κατάρρευση της επιστράτευσης που κήρυξε η χούντα το καλοκαίρι του 1974. Αυτή η κατάρρευση οφείλεται βεβαίως στο πηγαίο και «βιωματικό» αντικαθεστωτικό και διεθνιστικό πνεύμα των επίστρατων και ιδιαίτερα των νεολαίων κι όχι σε κάποια πολιτική γραμμή που εφαρμόστηκε σε μαζική κλίμακα. Αυτό όμως της προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη αξία. Χωρίς την κατάρρευση της επιστράτευσης και τη διάλυση της συνοχής και του ελέγχου της χούντας στο στρατό, όχι μόνο δεν θα υπήρχε η ελληνική μεταπολίτευση με τα χαρακτηριστικά των μαζικών λαϊκών αγώνων – κατακτήσεων και τη μαζικοποίηση – άνοδο της επιρροής της Αριστεράς, αλλά πιθανότατα θα είχαμε οδηγηθεί σε ελληνο-τουρκικό πόλεμο και σε ανείπωτα δεινά για τις εργαζόμενες τάξεις σε Ελλάδα-Κύπρο και Τουρκία. Η «συμπεριφορά» των επίστρατων, η κατάρρευση της επιστράτευσης και του χουντικού ελέγχου στο στρατό και η καταλυτική τους επίδραση στην αποτροπή ελληνο-τουρκικού πολέμου και στον προοδευτικό χαρακτήρα της μεταπολίτευσης συνιστά ένα γεγονός που διαψεύδει όχι μόνο τα θέσφατα των «εθνικών» μύθων αλλά και τα θέσφατα της «πατριωτικής» παράδοσης της Αριστεράς: να που το επωφελές για τις εργαζόμενες τάξεις δεν ήταν η «πατριωτική συστράτευση» για την υπεράσπιση των «εθνικών δικαίων» αλλά η αποτροπή του πολέμου και η αξιοποίηση της πολεμικής περιπέτειας για να ανατραπεί η χούντα. Το γεγονός ότι η εμπειρία του καλοκαιριού του 1974 δεν έγινε «παράδοση» για την Αριστερά οφείλεται μόνο στην παραλυτική κυριαρχία του «πατριωτισμού» στους κόλπους της και στη βολική υποβάθμιση αν όχι πλήρη αποσιώπηση της σημασίας αυτής της ιστορικής εμπειρίας.

Το 1974 Ελλάδα και Τουρκία μπήκαν σε ένα σύντομο πολεμικό επεισόδιο πάνω στα εδάφη της Κύπρου, με καταστροφές στο νησί και δεκάδες νεκρούς Έλληνες και Τούρκους, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Η σύρραξη ολοκληρώθηκε με την οριστικοποίηση της διχοτόμησης του νησιού σε νότια ελληνοκυπριακή και βόρεια τουρκοκυπριακή Κύπρο.

Η αιτία του πολέμου ήταν οι ελληνοτουρκικοί ανταγωνισμοί για τον έλεγχο πάνω στο νησί. Για αιώνες Ε/Κ και Τ/Κ ζούσαν αρμονικά στην Κύπρο σε μικτούς πληθυσμούς σε χωριά και πόλεις σε όλο το νησί, μέχρι και τους πρώτους αιώνες του 20ού αιώνα, γράφοντας μάλιστα μια μακρόχρονη ιστορία κοινών αγώνων χριστιανών και μουσουλμάνων φτωχών ενάντια στην οθωμανική αυτοκρατορία. «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού δημιούργησε, και στην περίπτωση της Κύπρου, την εθνοτική σύγκρουση. Στον 20ο αιώνα οι εθνικές διαφορές Ελλάδας – Τουρκίας μεταφέρονται στην Κύπρο, ιδιαίτερα με τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική εκστρατεία. Η ελληνική και Ε/Κ πλευρά αρχίζει να επιδιώκει την ένωση Ελλάδας – Κύπρου και ως αντίδραση από την τουρκική και Τ/Κ πλευρά αρχίζει να προωθείται ο τουρκικός εθνικισμός. Οι Τ/Κ γνώριζαν ότι ένωση Ελλάδας-Κύπρου θα σήμαινε εκδίωξή τους από το νησί, όπως είχε γίνει με τους Τούρκους της Κρήτης μετά τους βαλκανικούς πολέμους ή τους Τούρκους των Δωδεκανήσων το 1947».

(Άγγελος Καλοδούκας, Το Κυπριακό από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και το σχέδιο Ανάν, 2003 εκδόσεις ΔΕΑ)

Η αφορμή του πολεμικού επεισοδίου ήταν η 15η Ιουλίου 1974, όπου η χούντα προώθησε στρατιωτικό πραξικόπημα ενάντια στον εκλεγμένο πρωθυπουργό Μακάριο. Η χούντα έτσι προσπάθησε να επεκτείνει τη χούντα –και το ελληνικό καθεστώς- στην Κύπρο και να υλοποιήσει τον από καιρό διακαή πόθο της ελληνικής αστικής τάξης για Ένωση Κύπρου-Ελλάδας. Αυτόν τον στόχο προώθησε επιθετικά το ελληνικό κράτος κι ο ελληνικός εθνικισμός τη δεκαετία του ’50 και του ’60, επεμβαίνοντας στην Κύπρο και καταπιέζοντας, διώκοντας, καταστέλλοντας αλλά και δολοφονώντας μαζικά τους Τουρκοκύπριους.

Ο Μακάριος, εκφράζοντας από τα τέλη του ’50 μια ανερχόμενη ελληνοκυπριακή αστική τάξη που δεν ήθελε να αποτελεί ουρά της ελληνικής αστικής τάξης, στεκόταν εμπόδιο στην Ένωση Ελλάδας-Κύπρου.

Αντικειμενικά η κίνηση της χούντας να ανατρέψει τον Μακάριο ήταν επιθετική ενέργεια για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων εις βάρος της Τουρκίας που διεκδικούσε εξίσου έλεγχο στο νησί και η χούντα γνώριζε, όπως όλοι, ότι η πρόκληση δεν θα έμενε αναπάντητη. Το πραξικόπημα της χούντας όμως δεν ήταν «προδοσία» ή «απονενοημένη ενέργεια». Οι χουντικοί εξέφραζαν τους πόθους που είχε η ελληνική αστική τάξη (αλλά μέχρι πριν λίγα χρόνια και η Ε/Κ αστική τάξη) για την «Ένωση» και τον αποκλεισμό της Τουρκίας από την Ανατολική Μεσόγειο. Οι χουντικοί επιπλέον προσπαθούσαν να σώσουν το τομάρι τους και να εξαντλήσουν την προσπάθεια να διατηρήσουν τον έλεγχο ή έστω να εξασφαλίσουν ρόλο στο νέο καθεστώς. Όντας απόλυτα απομονωμένοι μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, βλέποντας τον κόσμο να έχει σπάσει τον φόβο και να οργανώνεται, να μαζικοποιεί την Αριστερά, βλέποντας τον εξεγερσιακό αέρα του «διεθνή Μάη ‘68» να σαρώνει την Ευρώπη και τον κόσμο, να κλονίζει ή και να γκρεμίζει αυταρχικά και στρατιωτικά καθεστώτα, βλέποντας και στην Ελλάδα τους αστούς να οργανώνουν την «ομαλή μετάβαση» σε ένα «δημοκρατικότερο» καθεστώς, κυρίως φοβούμενοι μια νέα –κι ακόμα μεγαλύτερη- λαϊκή εξέγερση (με την επικείμενη πρώτη επέτειο της εξέγερσης και σφαγής του Νοέμβρη ’73 να πλησιάζει), πήραν την απόφαση να τολμήσουν τη «φυγή προς τα μπρος», να παίξουν το χαρτί του εθνικισμού και του πολέμου, μπας και μετατραπούν σε …εθνικούς ήρωες. Ελπίζανε ότι έτσι θα στριμώξουν την Αριστερά, θα μπορέσουν να διατηρήσουν το στρατιωτικό καθεστώς και την κοινωνία «στον γύψο» και κυρίως ότι θα προσαρτούσανε την Κύπρο ή έστω το μεγαλύτερο κομμάτι της, ελπίζοντας βεβαίως στη στήριξη των ΗΠΑ.

 

Η αποδόμηση των εθνικών μύθων

Ούτε η «διχοτόμηση» της Κύπρου αποτελούσε «προδοσία», πολύ περισσότερο δεν αποτελούσε προδοσία αποκλειστικά της χούντας: από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 η ελληνική άρχουσα τάξη έχει συμβιβαστεί με την ιδέα της διχοτόμησης σαν το μόνο «ρεαλιστικό σενάριο». Τη διχοτόμηση του νησιού σε εδάφη Ε/Κ και εδάφη Τ/Κ επιβάλλει ντε φάκτο ο Μακάριος με τα πογκρόμ κατά των Τ/Κ το 1963-64, τη νομιμοποίηση αυτής της κατάστασης από τις «ειρηνευτικές δυνάμεις» του ΟΗΕ το 1964 και την εγκαθίδρυση καθεστώτος απαρτχάιντ κατά των Τ/Κ.

Ο Μακάριος ήταν ένας καθαρόαιμος αστός με ακροδεξιό παρελθόν και τον χέρια του είναι βρώμικα από το αίμα εκατοντάδων Ε/Κ και Τ/Κ – η στάση μας ενάντια στο ελληνικό πραξικόπημα δεν του δίνει συγχωροχάρτι. Δυστυχώς η Ε/Κ σταλινική Αριστερά από τη δεκαετία του ’50 κι έπειτα έγινε ουρά του Μακάριου και τον στήριξε ως «αντι-ιμπεριαλιστή», ενώ μέχρι και σήμερα η ελληνική σταλινική-πατριωτική Αριστερά φορτώνει όλες τις ευθύνες για την τραγωδία της Κύπρου στη χούντα (με το επιχείρημα «η χούντα πρόδωσε τα εθνικά δίκαια και χάρισε τη μισή Κύπρο στην Τουρκία»), ξεπλένοντας ουσιαστικά τον Μακάριο. Αυτό που εννοεί η αφήγηση είναι ότι η Κύπρος ανήκει «ολόκληρη» στην Ελλάδα και τους Ε/Κ – ακολουθώντας την γραμμή του ΚΚΕ τη δεκαετία του ’50 και του ’60, που πρώτα στήριξε το σύνθημα «Ένωση Ελλάδας-Κύπρου» κι έπειτα στήριξε τη γραμμή Μακάριου για ανεξάρτητη Κύπρο κάτω από την κυριαρχία των Ε/Κ.

Στις 25 Ιουλίου 1974 άρχισαν στην Γενεύη οι ειρηνευτικές συνομιλίες για την Κύπρο, μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών χωρών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Ελλάδα-Τουρκία-Αγγλία), που κατέληξαν στο δικαίωμα να διαθέτουν οι δύο πλευρές (Ε/Κ και Τ/Κ) δική τους αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας, και η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων (που κρατά μέχρι σήμερα) με συμμετοχή Ελλήνων, Τούρκων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού. Προστατεύοντας μέχρι σήμερα ο ελληνικός και τουρκικός καπιταλισμός τα συμφέροντά τους σε ξένα χώματα (στην Κύπρο) διατηρούν στρατιωτικές δυνάμεις με τη συναίνεση –και τη συμμετοχή- του διεθνούς ιμπεριαλισμού.

Σήμερα η πατριωτική Αριστερά αναμασά τα επιχειρήματα της ελληνικής άρχουσας τάξης και του ελληνικού εθνικισμού για την φρικτή κατάληψη του 36% της Κύπρου από την Τουρκία, τους «εποικισμούς», την «κατοχή» από τον τουρκικό στρατό, για το «ψευδοκράτος» της Βόρειας Κύπρου. Πρόκειται σαφώς για υποκρισία. Ο ελληνικός στρατός είχε κι έχει αδιαλείπτως παρουσία στην Κύπρο από τη δεκαετία του ’50, με κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή, στηρίζοντας και προωθώντας τα συμφέροντα των Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων καπιταλιστών. Επιπλέον, η ΕΟΚΑ που δρούσε από το 1955 στην Κύπρο έπαιρνε εντολές από το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού. Η ίδια η δημιουργία του μικρού κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 προέκυψε σε μεγάλο βαθμό μέσα από τον συσχετισμό δύναμης που δημιουργούσε μέχρι τότε ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός και τη διεθνή παρέμβαση, με εγγυήτριες δυνάμεις τις Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία.

Η ανατροπή του Μακαρίου χαρακτηρίζεται αντικειμενικά ως «ξένη επέμβαση» ακόμα και από Ε/Κ αστούς πολιτικούς. Η αφορμή για την προσπάθεια ανατροπής του Μακάριου είναι η προσπάθεια του τελευταίου να διώξει τον ελληνικό στρατό από την Κύπρο. Ο ίδιος ο Μακάριος τη στιγμή της ανατροπής του μιλά για ξένη επέμβαση της Ελλάδας.

Παρά τη σχετική ανεξαρτητοποίηση που ακολούθησε η Ε/Κ αστική τάξη από το ’60 μέχρι σήμερα, η Ελλάδα πλασάρεται ως ο «μεγάλος αδελφός-προστάτης» της σε οικονομικό-πολιτικό-στρατιωτικό επίπεδο, ενώ τα συμφέροντα Ελλήνων και Ε/Κ καπιταλιστών συγκρούστηκαν ξανά και ξανά. Από μεριάς ελληνικού καπιταλισμού πρόκειται όχι για «εθνική αλληλεγγύη», αλλά για ενός τύπου ιμπεριαλιστική προστασία. Όσο η τουρκοκυπριακή αστική τάξη «κατέχει» το 36% από κοινού με την Τουρκία, τόσο η ελληνοκυπριακή αστική τάξη από κοινού με την Ελλάδα με τους δυτικούς συμμάχους της «κατέχει» το 64%, το οποίο συμμετέχει στην ΕΕ και οργανώνει τον αποκλεισμό της Τουρκίας με τα σχέδια για ενιαία ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ. Όσο η Ε/κ πλευρά βλέπει τα συμφέροντά της να απειλούνται από την Τουρκία και μιλά για κατοχή, τόσο η Τ/κ πλευρά έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι χωρίς την προστασία –και παρουσία- της Τουρκίας, οι Τ/κ θα ξαναπειληθούν από τους Έλληνες «να τους ρίξουν στη θάλασσα», όπως έκανε ο χουντόκινητος Σαμψών.

Ισχυρίζεται η πατριωτική Αριστερά ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις επέτρεψαν στην Τουρκία να καταλάβει τη Βόρεια Κύπρο. Η αλήθεια είναι ότι το 1974 «επιτράπηκε» από τις Μεγάλες Δυνάμεις στην Τουρκία να πάρει ΜΟΝΟ ένα τμήμα του νησιού, την περιόρισαν δηλαδή, ενώ πολιτικά και στρατιωτικά ήταν ικανή να πάρει όλο το νησί. Επιπλέον η οικονομική κυριαρχία στο νησί παρέμεινε στα ελληνικά και ελληνοκυπριακά χέρια, ενώ οι ΗΠΑ επέβαλαν εμπάργκο όπλων στην Τουρκία ως το 1978 για να διευκολύνουν την Ελλάδα να αποκαταστήσει την στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο.

Η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ) μπορεί να αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία, αλλά σημασία έχει ότι αναγνωρίζεται ως κράτος από τους κατοίκους της, τους Τ/Κύπριους. Η μη διεθνής αναγνώρισή της από τους ιμπεριαλιστές δεν μπορεί να είναι επιχείρημα για την Αριστερά, αλλά αντίθετα ακόμα ένας λόγος αναγνώρισης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στους Τ/Κ εργάτες και εργάτριες. Ακόμα και το ελληνικό κράτος το 1979, δια του εφετείου Αθηνών, αναγνωρίζει ότι η τουρκική επέμβαση στην Κύπρο (και άρα και τα νέα δεδομένα που δημιούργησε) είναι νόμιμη.

Η μη διεθνής αναγνώριση από τους ιμπεριαλιστές είναι ακόμα ένα χτύπημα στην εθνικιστική αφήγηση ότι «ο ιμπεριαλισμός στηρίζει (μόνο ή κυρίως) την Τουρκία απέναντι στη φτωχή πλην τίμια Ελλάδα». Σήμερα με τις πλάτες της Δύσης και του ελληνικού υποϊμπεριαλισμού ο Ε/Κ καπιταλισμός είναι ο μοναδικός που αναγνωρίζεται διεθνώς στο νησί, συμμετέχει στην ΕΕ (και βαδίζει ολοταχώς προς το ΝΑΤΟ) και χαράζει μονομερώς ΑΟΖ με το Ισραήλ και τα γεωτρύπανα των δυτικών πολυεθνικών. Άλλωστε για την πατριωτική Αριστερά, το επιχείρημα της μη διεθνούς αναγνώρισης της ΤΔΒΚ είναι σαφώς υποκριτικό- άλλωστε οι ίδιοι δεν αναγνωρίζουν ούτε τη Δημοκρατία της Μακεδονίας που αναγνωρίζουν πάνω από 140 χώρες διεθνώς.

Μέχρι σήμερα, καμιά διεθνής πίεση επί των Ελληνοκυπρίων αστών δεν έχει αποδώσει, καθώς μπλοκάρουν κάθε πιθανή λύση, επιμένουν να ζητάνε τα πάντα από τους Τουρκοκύπριους και παράλληλα συνεχίζουν να εξαπλώνουν την οικονομική κυριαρχία τους στο νησί εξαθλιώνοντας Ε/Κ αλλά ακόμα περισσότερο τους Τ/Κ εργάτες, καλλιεργώντας τον εθνικισμό και τη διαίρεση των κατοίκων του νησιού. Όποιος-όποια δεν λάβει υπόψη την προϊστορία και τον βρώμικο ρόλο ελληνικού (πέραν του τουρκικού) εθνικισμού στην Κύπρο, την έχθρα που καλλιεργήθηκε πρώτα και με κύρια ευθύνη της ελληνικής πλευράς προσφέρει υπηρεσίες μόνο στον ελληνικό εθνικισμό και ε/κυπριακό εθνικισμό.

Δυστυχώς η γραμμή της πατριωτικής Αριστεράς φτάνει να ταυτίζεται με τη γραμμή του ελληνικού κράτους. Το ελληνικό κράτος κι οι Ε/Κ/ υπερασπίζονται την «ενιαία Κύπρο», με όρους όμως που εξασφαλίζουν την κυριαρχία των Ε/Κ (και μαζί τους των Ελλήνων) σε όλο το νησί. Η Ε/Κ αστική τάξη είναι πολύ ισχυρότερη από την Τ/Κ και –θεωρητικά- χωρίς ξένες επεμβάσεις θα μπορούσε να κυριαρχήσει σχεδόν αμέσως οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, εθνικά πάνω στο νησί. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά η Τ/Κ αστική τάξη κι ο τουρκικός ιμπεριαλισμός. Η πατριωτική αριστερά στην πράξη λέει «έξω ο τουρκικός καπιταλισμός από την Κύπρο», ταυτιζόμενη με τις θέσεις του ελληνικού καπιταλισμού που θέλει να παίζει μπάλα «μόνος του» στο νησί.

Η μόνη αριστερή –και άρα αντιμπεριαλιστική- λύση είναι η σοσιαλιστική Κύπρος που θα προκύψει από τους κοινούς αγώνες Ε/Κ και Τ/Κ εργατών, μαζί με τις εργατικές τάξεις της Ελλάδας, της Τουρκίας και των Βαλκανίων, απέναντι σε Ε/Κ, Τ/Κ, Ελληνική, Τουρκική αστική τάξη και Μεγάλες Δυνάμεις. Αυτή ήταν και η γραμμή του ΚΚ Κύπρου τη δεκαετία του 1920, πριν μεταλλαχθεί σε σταλινικό, άρα ρεφορμιστικό πατριωτικό κόμμα-ουρά της Ε/Κ αστικής τάξης και της Εκκλησίας. Και υπερασπιζόμαστε απόλυτα το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του τουρκοκυπριακού πληθυσμού ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ, μια και πρόκειται για μειοψηφία, και μάλιστα για την καταπιεσμένη κοινότητα του νησιού. Στη σοσιαλιστική Κύπρο χωράνε όλοι και όλες, ΚΑΙ οι Τούρκοι («έποικοι») εργάτες που ζούνε εκεί, κι εμείς σε καμία περίπτωση δεν ζητάμε αποχώρησή τους από το νησί.

 

Το πραξικόπημα, η επιστράτευση και η κατάρρευσή της

Στις 15 Ιουλίου πραγματοποιείται το πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο, και η χούντα οργανώνει την απάντηση στην αναμενόμενη τουρκική αντίδραση. «Ο Ν. Σαμψών διακήρυξε την πρόθεσή του να πετάξει, εντός μηνών, τους τουρκοκύπριους στη θάλασσα»,

Πώς, αλήθεια, ανατράπηκε η δικτατορία; Αντώνης Νταβανέλος | 17.07.2018

που ξεκίνησε να υλοποιείται με τη μαζική σφαγή Τουρκοκυπρίων: «Μια μεγάλη πόλη του νησιού, η Πάφος, εξεγείρεται κατά των φασιστών πραξικοπηματιών και κατασφάζεται από τον ελληνικό στρατό και τους ελληνοκύπριους φασίστες – με εκατοντάδες νεκρούς σε μία μόνο μέρα. Οι πραξικοπηματίες, για να τονώσουν το «εθνικό αίσθημα» των ελληνοκυπρίων, δηλαδή για να ξαναδεθούν με τον ελληνικό πληθυσμό, αρχίζουν τα μαζικά πογκρόμ κατά των γνωστών εξιλαστήριων θυμάτων: Σε όλο το νησί, οι τουρκοκύπριοι, πολίτες β’ κατηγορίας, δολοφονούνται συστηματικά και θάβονται σε ομαδικούς τάφους. Μέσα σ’ αυτό το κρεσέντο αίματος ήταν που ο τουρκικός στρατός μπήκε στην Κύπρο στις 20 Ιούλη 1974».

Τι πραγματικά συνέβη στην Κύπρο το 1974; Χάρης Παπαδόπουλος | 15.07.2017

Στις 20 Ιουλίου η Τουρκία εισβάλλει στην Κερύνεια και αμέσως η χούντα κηρύσσει επιστράτευση στην Ελλάδα.

Η επιστράτευση καταρρέει σχεδόν αμέσως και η φυγή προς τα μπρός αποδεικνύεται φιάσκο- η χούντα έχει υποτιμήσει το πόσο καθολικά μισητή είναι μετά τη σφαγή στις 17/11/1973. Όλη η κοινωνία είχε αποκτήσει αυτοπεποίθηση μετά την εξέγερση του Νοέμβρη, οργανωνόταν και ετοιμαζόταν για τον επόμενο γύρο κινητοποιήσεων. Πρωτοβουλίες, επιτροπές, συνελεύσεις και συγκεντρώσεις μαζικοποιούνταν και απειλούσαν το καθεστώς με νέο λαϊκό ξεσηκωμό. Στη μαζική αυτή διάθεση και στην κινητικότητα ενάντια στη χούντα, η επιστράτευση στην Ελλάδα λειτουργεί ραγδαία διαβρωτικά για τον στρατό, ρίχνοντας την χαριστική βολή στη χούντα.

Στα στρατόπεδα καλούνται να πάρουν όπλα τα παιδιά της εξέγερσης, οι νεολαίοι που μισούν τη χούντα κι απεργάζονται σχέδια ανατροπής της. Μαζικά φαινόμενα αυθάδειας και απειθαρχίας δημιουργούνται σε κάθε στρατόπεδο, με τους αξιωματικούς να έχουν παραλύσει από τον φόβο μην στραφούν τα όπλα απέναντι στους ίδιους.

Οι μαρτυρίες επιστρατευμένων φαντάρων είναι χαρακτηριστικές:

«Από τη στιγμή που ο κόσμος που ήτανε στο Πολυτεχνείο μπήκε μέσα στο στρατό, στην επιστράτευση, είπε “εμείς δεν πολεμάμε γι’ αυτούς. Θα σας καθαρίσουμε μαλάκες”… Αξιωματικοί είχαν κλειστεί στα βαγόνια τους, αποφεύγοντας τα πολλά πολλά με τους φαντάρους»…«(Οι φαντάροι) στις συζητήσεις αποκαλύπτονταν αδύναμοι μικροαστοί που μόνη τους έγνοια ήταν πως άφησαν τις δουλειές τους, τις σπουδές τους, τις οικογένειές τους ή ακόμα και το χουζούρι τους…Καταρχήν η ίδια η εμφάνισή τους ήταν ντε φάκτο άρνηση της στρατιωτικής πειθαρχίας. … Κανένας δεν έκοψε τα μαλλιά ή το μούσι του. Η πατριωτική προπαγάνδα τους άφηνε αδιάφορους. Δεν έβρισκαν κανένα νόημα στον πόλεμο. Το μόνο που ήθελαν ήταν να τελειώσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αυτή η ταλαιπωρία. Παρακολουθούσαν τις ειδήσεις και δεν έκρυβαν την απέχθειά τους για τις πολεμικές συγκρούσεις. Ήταν φανερό ότι σε περίπτωση σύρραξης, οι λιποταξίες καθώς και οι εκτελέσεις αξιωματικών θα έπαιρναν μεγάλες διαστάσεις. Η διάλυση του στρατού που είναι και το πιο σημαντικό γνώρισμα της επαναστατικής κατάστασης, ήταν κάτι παραπάνω από φανερή»… «οι ιωαννιδικές μονάδες καθηλώθηκαν στην Κρήτη, περικυκλωμένες από επίστρατους Κρητικούς που η νομιμοφροσύνη τους στη δημοκρατία γενικά είναι γνωστή». Αλλά υπάρχει διαθέσιμη και η μαρτυρία ενός έφεδρου αξιωματικού, του Μπάμπη Σαχτούρη, που εξηγεί πως «με το ξεκίνημα της επιστράτευσης, ο λαός εξοπλίστηκε. Δηλαδή πήρανε όπλα στα χέρια τους και άνθρωποι που δεν ήταν ελεγχόμενοι από το καθεστώς. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος, η χούντα, δεν μπορούσε να έχει τον έλεγχο. Έ, και τότε αναγκάστηκαν να καλέσουν τον Καραμανλή». Την παραπάνω αποσάθρωση της χούντας επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο ο επικεφαλής του χουντικού στρατού, στρατηγός Μπονάνος: «… ο Ιωαννίδης αντελαμβάνετο πλέον και αυτός, ότι … οι επίστρατοι αξιωματικοί και οπλίται, εισερχόμενοι στας Ενόπλους Δυνάμεις, έφερνον μαζί των και ένα φιλελεύθερον πνεύμα, προσεγγίζον ενίοτε την απειθαρχίαν, αλλά πάντως υπονομεύον οπωσδήποτε την κυριαρχίαν των αφοσιωμένων εις αυτόν αξιωματικών»

Πηγή: «Έτσι και κουνηθείτε θα σας πολεμήσουμε εμείς με τα όπλα που μας δώσατε»! 24 Ιούλιος, 2016 – Γιώργος Τσιρίδης – Δημήτρης Παπανικολόπουλος

Όπως γράφει ο αντιδικτατορικός αγωνιστής, Α.Νταβανέλος,

«Αγωνιστές της ΚΝΕ, του Ρήγα, της άκρας Αριστεράς, χωρίς το χρόνο για να έχουν οργανωμένη γραμμή και τακτική, παρασέρνονταν από το κύμα «αντάρτικης» απειθαρχίας που εκδήλωνε μια εξοργισμένη εργατική και λαϊκή νεολαία. Το Επιτελείο έντρομο διαπίστωνε ότι, αν μοίραζε όπλα σε αυτόν τον κόσμο, θα έπαιζε με το κεφάλι του. Η επιστράτευση και η πολεμική προετοιμασία κατέρρευσαν και μαζί τους ανατράπηκε η χούντα».

Πώς, αλήθεια, ανατράπηκε η δικτατορία; Αντώνης Νταβανέλος | 17.07.2018

Αυτός ο τρόμος να στραφούν τα όπλα των φαντάρων ενάντια στους χουντικούς αξιωματικούς είναι η αιτία που αναφέρονται περιπτώσεις με αποστολή φορτίων στην Κύπρο που δεν έχουν όπλα μέσα αλλά …πέτρες.

Παράλληλα στην Ε/Κ πλευρά ο δημοφιλής άρτι ανατραπείς πρωθυπουργός Μακάριος καλούσε σε απειθαρχία απέναντι στις διαταγές της χούντας και του διορισμένου «πρωθυπουργού» φασίστα Ν.Σαμψών, καταγγέλλοντας την εισβολή της Ελλάδας. Είχε προηγηθεί από τις δυνάμεις του στρατού η δολοφονία 91 ανθρώπων –Ελληνοκυπρίων αριστερών, δημοκρατών και υποστηρικτών του Μακαρίου- κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος.

Σε αυτό το φόντο ήταν απίθανη η πετυχημένη πολεμική αντιπαράθεση με την Τουρκία, ενώ η βάσιμη πιθανότητα να ξεσπάσει νέο παλλαϊκό κίνημα οργής ενάντια στους στρατοκράτες συμπληρωνόταν με την πιθανότητα να γίνει αυτό το κίνημα ένοπλο! Μονόδρομος πλέον ήταν η πρόσκληση στον Καραμανλή και η μεταπολίτευση για να σωθεί η ελληνική άρχουσα τάξη.

Δεν υπάρχει «προδοσία» της Κύπρου από τη χούντα, αλλά ένας τυχοδιωκτισμός που εκπροσωπούσε ένα μεγάλο τουλάχιστον τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης. Άλλωστε και ο Κ. Καραμανλής με την ανάληψη των καθηκόντων του συσκέπτεται ξανά και ξανά με τη στρατιωτική ηγεσία για πιο γενικευμένη πολεμική αντιπαράθεση με την Τουρκία- η σκέψη αυτή καταρρέει ακριβώς εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο έχει καταρρεύσει η χουντική επιστράτευση- από τα κάτω και ενάντια στην εθνική ενότητα.

Γι’ αυτό τον λόγο η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποτελεί την αιτία της πτώσης της χούντας και όχι «η προδοσία της Κύπρου». Η εξέγερση και η καταστολή απομόνωσαν πλήρως τη χούντα χωρίς να φοβίσουν τους εργαζόμενους και τη νεολαία. Δεν επρόκειτο για μια απλή στρατιωτική ήττα σε έναν πόλεμο δυο αστικών κρατών- η χούντα ανατράπηκε πολιτικά από τα κάτω και η επιστράτευση κατέρρευσε επειδή ήταν αδύνατο να υπάρξει «εθνική συσπείρωση» υπό την ηγεσία της, επειδή ο κόσμος θα έστρεφε τα όπλα απέναντι στους αξιωματικούς του.

Η εξέγερση της 17 Νοέμβρη και τα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι την στρατιωτική αναμέτρηση στην Κύπρο και την πτώση της χούντας «διαβάστηκαν» σωστά από τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της περιόδου, που αντιλήφθηκαν ότι η χούντα έπεσε μέσα από τη δύναμη των μαζικών λαϊκών-εργατικών αγώνων. Αυτός ήταν ο λόγος που από το 1974 ως το 1981 ξέσπασε ένα τεράστιο κύμα απεργιών, διαδηλώσεων εκατοντάδων χιλιάδων και καταλήψεων σε εργοστάσια και σχολές, μια γιγάντια άνθιση της συνδικαλιστικής οργάνωσης βάσης των εργαζομένων και η μαζικοποίηση των αριστερών οργανώσεων και κομμάτων. Οι αστοί ετοιμάζανε μια ομαλή μετάβαση στα πλαίσια της Χιλής ή της Τουρκίας. Αντίθετα μπήκαν σε περιπέτειες και υποχρεώθηκαν σε μεγάλες υποχωρήσεις, μέχρι να μπορέσουν να τιθασεύσουν το κίνημα της μεταπολίτευσης. Υποχωρήσεις στα ωράρια εργασίας, το ασφαλιστικό, αυξήσεις στους μισθούς, παραχωρήσεις στις συνθήκες εργασίας, συνδικαλιστικές ελευθερίες και δικαιώματα στους χώρους δουλειάς, κοινωνικές παροχές.Ο λόγος που δεν τα κατάφεραν οι καπιταλιστές να ελέγξουν τη μετάβαση ήταν η ορμητική και «ανεξέλεγκτη» δράση του κόσμου και η συνειδητοποίηση της συλλογικής δύναμής του να ανατρέπει με τη δράση του καθεστώτα που θεωρητικά φαντάζουν πανίσχυρα και σκορπούν τον τρόμο και τη βία.

Οι μαζικές δυνάμεις της Αριστεράς (ούτε) τότε δεν έβγαλαν τα σωστά συμπεράσματα. Το ΚΚΕ και μετά τη μεταπολίτευση συνέχισε να θεωρεί την εξέγερση του Πολυτεχνείου αριστερίστικο λάθος και έργο προβοκατόρων. Ο Μίκης Θεοδωράκης , σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα και θεωρούμενος κοντά στον «χώρο» του ΚΚΕ προωθούσε από το 1973 την λύση Καραμανλή και το 1974 έμεινε στην ιστορία το σύνθημά του «Καραμανλής ή τανκς».

Το ΚΚΕ Εσωτ. Καλούσε σε νέα Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα από την Αριστερά μέχρι τη Δεξιά. ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτ. άφησαν στα πρώτα χρόνια στο απυρόβλητο τον Καραμανλή για να εμπεδωθεί όσο πιο ομαλά γινόταν για το αστικό καθεστώς η «μετάβαση». Τ

Μέλη της ΟΚΔΕ διαδηλώνουν στην Αθήνα.

 

 

Στην ίδια μας τη χώρα είναι ο εχθρός

Οι Έλληνες φαντάροι το 1974 εκφράζουνε εμπειρικά και χωρίς επαναστατική ηγεσία μια διάθεση που μοιάζει με τη γραμμή των επαναστατών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου «στην ίδια μας τη χώρα είναι ο εχθρός- δεν πολεμάμε για τα καπιταλιστικά συμφέροντα- μετατρέπουμε τον εθνικό πόλεμο σε επανάσταση-στρέφουμε τα όπλα ενάντια στους αξιωματικούς μας». Είναι αυτή η γραμμή που υλοποιούν οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία και οι Σπαρτακιστές στη Γερμανία του 1918, με αποτέλεσμα να σταματήσει ο ρωσογερμανικός πόλεμος και να μεταδοθεί η επανάσταση στη Γερμανία. Αυτή είναι η γραμμή που ακολουθούν και οι πρώτοι κομμουνιστές στην Ελλάδα, που οργανώνουν μαζικές λιποταξίες στο μέτωπο της μικρασιατικής εκστρατείας και εργατικές κινητοποιήσεις στα μετόπισθεν: Για το ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ) ο πόλεμος στη Μικρά Ασία για τη «Μεγάλη Ιδέα» αποτελεί ιμπεριαλιστική επέμβαση της Ελλάδας και εργάζονται για την ήττα της ελληνικής πλευράς, καλώντας σε πόλεμο με την ελληνική άρχουσα τάξη (που χρησιμοποιεί το ελληνικό προλεταριάτο σαν κρέας για τα κανόνια) και σε ειρήνη με τα ταξικά αδέρφια στα τουρκικά εδάφη.

Είναι ακριβώς η αντίθετη πολιτική που εκφράζει σήμερα η πατριωτική Αριστερά (πλειοψηφική ακόμα στην Ελλάδα), που υπερασπίζεται τα «εθνικά δίκαια», στηρίζει τα πιο επιθετικά αιτήματα του ελληνικού αστισμού-εθνικισμού (που τα υπερασπίζεται με τις πλάτες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ) κι επί της ουσίας δηλώνει ότι θα πολεμήσει στο πλευρό της άρχουσας τάξης σε ενδεχόμενο ελληνοτουρκικού πολέμου.

Κάνει κριτική από τα δεξιά στα ζητήματα των ΑΟΖ και της διαμάχης για το Κυπριακό, ζητά από τις κυβερνήσεις λιγότερη «εθελοδουλεία» και περισσότερη πυγμή απέναντι στον Ερντογάν, καταγγέλλει μονομερώς την τουρκική και βγάζει λάδι την ελληνική επιθετικότητα στο Αιγαίο, τη στιγμή που η Ελλάδα είναι το μαντρόσκυλο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στη ΝΑ Μεσόγειο, ενώ η σχέση των τελευταίων με τον τουρκικό καπιταλισμό βρίσκονται σε παρατεταμένη κρίση

(Βλέπε και Οι θέσεις της πατριωτικής Αριστεράς για το Μακεδονικό https://www.redtopia.gr/%ce%bf%ce%b9-%ce%b8%ce%ad%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%80%ce%b1%cf%84%cf%81%ce%b9%cf%89%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae%cf%82-%ce%b1%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b5%cf%81%ce%ac%cf%82-%ce%b3/- Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για τις θέσεις της πατριωτικής Αριστεράς στις ελληνοτουρκικές διαφορές)

Με τη σημερινή στάση της στα «εθνικά θέματα» η ελληνική πατριωτική Αριστερά δεν τιμά στην πράξη το κίνημα που έριξε τη χούντα. Πολλοί επικαλούνται τη στάση του Ν.Ζαχαριάδη, που καλούσε τις δυνάμεις του ΚΚΕ το 1940 σε εθνικό αγώνα κάτω από την σημαία του φασίστα Μεταξά απέναντι στους Γερμανούς Ναζί. Σε αυτή τη στάση αποδίδουν τη μετέπειτα επιτυχία του ΕΑΜ και του αντικατοχικoύ αγώνα. Σαφέστατα πρόκειται για λάθος ερμηνεία της ιστορίας- στη στάση του Ζαχαριάδη ανιχνεύονται αποκλειστικά τα σπέρματα του Λίβανου, της Καζέρτας και της Βάρκιζας, όχι η επιτυχία του ΕΑΜ, αλλά αυτά αποτελούν αντικείμενο ξεχωριστής συζήτησης. Εδώ απλά πρέπει να σημειώσουμε ότι όσοι και όσες στην πατριωτική Αριστερά επικαλούνται το 1940, πρέπει να πάρουν θέση για ένα αρκετά πιο πρόσφατο γεγονός, το οποίο ανατρέπει την ιστορική ερμηνεία τους για το ’40: την κατάρρευση της επιστράτευσης. Μήπως ως Αριστερά έπρεπε να το κάνουμε «όπως ο Ζαχαριάδης το ‘40» και να καλέσουμε τη νεολαία να πολεμήσει με όλες της τις δυνάμεις για την «πατρίδα» του χουνταίου Ιωαννίδη; Καλώς κατέρρευσε η επιστράτευση του ’74, που κόστισε «εθνικά»; Καλώς οι νέοι και οι νέες του ’74 μισούσαν την «εθνική τους κυβέρνηση» και δεν είχαν καμία διάθεση να πολεμήσουν άλλους λαούς, κάτι που για τους καπιταλιστές θεωρείται Νο 1 «εσχάτη προδοσία»; Εμείς απαντάμε ξεκάθαρα ναι!

Αν οι επιστρατευμένοι φαντάροι του ’74 ακολουθούσαν τη γραμμή της σημερινής πατριωτικής Αριστεράς, για παράδειγμα «αγώνα για τα κυριαρχικά δικαιώματα και για τη σωτηρία της Κύπρου», όπως πρακτικά είναι η γραμμή του ΚΚΕ ή της ΛΑΕ σήμερα, αυτό που θα συνέβαινε ήταν η «εθνική ενότητα» υπό την ηγεσία της χούντας και ένας πολύ πιο αιματηρός πόλεμος με την Τουρκία για το Κυπριακό, με πολύ περισσότερους θανάτους Ελλήνων, Τούρκων, Ε/Κ και Τ/Κ, με πολύ αμφίβολα «εθνικά» αποτελέσματα (με πιθανότερο σενάριο ακόμα μεγαλύτερες απώλειες εθνικών εδαφών). Η χούντα θα ξέπλενε τα εγκλήματά της και θα μπορούσε να διεκδικήσει μικρότερο ή πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία ομαλής μετάβασης καθεστώτος. Στην Ελλάδα θα γινόταν εφικτό αυτό που έγινε σε άλλες χώρες, όπου η μεταπολίτευση έγινε από τα πάνω, όπως στη Χιλή ή στην Τουρκία, όπου ποτέ δεν υπήρξε ουσιαστικός εκδημοκρατισμός και ο στρατός συνέχισε να παίζει κεντρικό ρόλο και στη «δημοκρατία» των χωρών αυτών. Θα σπαταλιόταν το πολιτικό κεφάλαιο που γέννησε η εξέγερση του Πολυτεχνείου, αυτό το πολιτικό κεφάλαιο που άνοιξε το δρόμο για την ανατροπή της χούντας από τα κάτω και τις πολυετείς άγριες απεργίες, διαδηλώσεις και καταλήψεις που υποχρέωσαν τους αστούς σε άτακτη υποχώρηση και οδήγησαν στον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας και τις μεγάλες εργατικές-κοινωνικές κατακτήσεις που έθεσαν το περίγραμμα της ελληνικής κοινωνίας όπως διαμορφώθηκε το 1981-2008. Ο «εθνικός αγώνας» θα ακύρωνε τον ταξικό αγώνα. Το ίδιο ισχύει ακόμα περισσότερο σήμερα.

Ένα αγαπημένο σύνθημα της πατριωτικής Αριστεράς, όταν θέλει να κριτικάρει τον αυταρχισμό και την αστυνομοκρατία των ελληνικών κυβερνήσεων είναι το «χούντα δεν υπάρχει μόνο στην Τουρκία». Αν όμως επικρατούσε η πολιτική της υπεράσπισης των «εθνικών δικαίων», η μεταπολίτευση θα ήταν τελείως διαφορετική-οι αστοί όχι μόνο δεν θα υποχρεώνονταν σε καμία παραχώρηση, αλλά ίσως να μη μιλούσαμε καν για μεταπολίτευση- το πιθανότερο πάντως είναι να είχαμε ένα καθεστώς που μοιάζει στο τουρκικό…

Εξέγερση του Πολυτεχνείου και κατάρρευση της επιστράτευσης είναι ένα αδιαίρετο όλον που άνοιξε το δρόμο για την ανατροπή των ταξικών συσχετισμών προς όφελος της εργασίας και σε βάρος του κεφαλαίου. Αυτή η πραγματικότητα είναι που κάνει τους αστούς να ξορκίζουν ακόμα και σήμερα το φάντασμα της μεταπολίτευσης- της ανεξέλεγκτης μεταπολίτευσης από τα κάτω.

Σήμερα στην Ελλάδα ζούμε σε μια εποχή ραγδαίας επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων και ταυτόχρονα η αστική τάξη κλιμακώνει τον ανταγωνισμό της με το τουρκικό κράτος, παίζοντας επικίνδυνα με τον εθνικισμό και με νέες πολεμικές περιπέτειες. Ταυτόχρονα προβάλλει στην πολιτική σκηνή μια ισχυρή ακροδεξιά κι εθνικιστική πτέρυγα που πλειοδοτεί σε εθνικισμό, διεκδικεί να προσανατολίσει την οργή του κόσμου απέναντι στο σύστημα σε ακροδεξιά κατεύθυνση και διεκδικεί ακόμα μεγαλύτερη πυγμή απέναντι στις γειτονικές χώρες. Οι αστοί αναλυτές εκτιμούν ότι ένα πολεμικό επεισόδιο με την Τουρκία στο φόντο της κρίσης, των ανταγωνισμών και της γενικότερης αστάθειας στην ΝΑ Μεσόγειο είναι πιθανό σενάριο την επόμενη δεκαετία. Η Κύπρος είναι σήμερα η πιο στρατιωτικοποιημένη περιοχή του πλανήτη και μια μόνιμη πηγή αφορμών για να ξεσπάσει ελληνοτουρκικός πόλεμος.

Ιδιαίτερα στην Ελλάδα μια νέα πολιτική κρίση δεν αποκλείεται, που μπορεί να συνοδευτεί με νέα έκφρασή του στο «πεζοδρόμιο» και τους κοινωνικούς αγώνες. Μπροστά στα όποια αδιέξοδα βρεθεί η ελληνική αστική τάξη δεν αποκλείεται να προσπαθήσει να απαντήσει όπως απάντησε η χούντα- με προσπάθεια «εθνικής συσπείρωσης», αυταρχικού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και «φυγής προς τα μπρος». Αυτό σημαίνει ότι η Αριστερά πρέπει να είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή και να πάρει θέση. Σήμερα να οργανώσει την εργατική τάξη για πόλεμο απέναντι στα αφεντικά, την κυβέρνηση, το κράτος και να χτίσει διεθνιστικούς δεσμούς με τις γειτονικές χώρες. Αύριο,σε περίπτωση πολέμου, να κάνει ακριβώς το ίδιο, οργανώνοντας επιπλέον τη σύγκρουση με την εθνική ενότητα και την άρνηση να πολεμήσει για τις ΑΟΖ και τα γεωτρύπανα, για τα συμφέροντα του Λάτση, του Βαρδινογιάννη και των λοιπών πετρελαιάδων, των εφοπλιστών και των άλλων καπιταλιστών που έχουν αντίστοιχα συμφέροντα. Να συγκεκριμενοποιήσουμε την τακτική που αποτυπώνεται στα συνθήματα «στην ίδια μας τη χώρα είναι ο εχθρός» και «ειρήνη στις καλύβες-πόλεμος στα παλάτια» της μαρξιστικής-μπολσεβίκικης παράδοσης. Να δηλώσουμε ότι εμείς δεν πολεμάμε τα ταξικά μας αδέλφια στην άλλη πλευρά του Αιγαίου αλλά τα μνημόνια, τη φτώχεια, την ανεργία και το σύστημα που τα γεννάει. Να προωθήσουμε την ενότητα μεταξύ ελληνικής, τουρκικής, Ε/Κ και Τ/Κ εργατικής τάξης.

Η κρισιμότητα της περιόδου και η ανάγκη συγκρότησης μαζικού αντιπολεμικού-αντιεθνικιστικού μετώπου απαιτεί να θυμηθούμε τον τρόπο που ανατράπηκε η χούντα, να ανασύρουμε από τα συρτάρια τη «γραμμή» που παρήγαγαν φαντάροι της τάξης μας και να χαράξουμε αναλόγως τη γραμμή μας για το σήμερα. Και άρα να συγκροτήσουμε μια νέα μαζική επαναστατική και διεθνιστική Αριστερά που θα παλεύει με τη γραμμή της αδυσώπητης πάλης ενάντια στο κεφάλαιο και αντικαπιταλιστική ανατροπή, όχι με τη γραμμή της σταλινικής-πατριωτικής παράδοσης, της εθνικής ενότητας και της ταξικής συνεργασίας.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.